You are on page 1of 177

Αιμίλιος Ριζογιάννης

Ο ΛΥΓΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ

Μυθιστόρημα

1
Έτος έκδοσης 2020

Το παρόν ψηφιακό βιβλίο διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο από τον δημιουργό του.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιο-
δήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιοδήποτε τρόπο αναπαραγωγής
λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού που
κυρώθηκε με το ν.100/1975.

ISBN: 978-618-00-2324-4

2
Αιμίλιος Ριζογιάννης

Ο ΛΥΓΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ

Μυθιστόρημα

3
Στην Ισμήνη και τη Νεφέλη

4
- 1 -

Στις αρχές του Μάρτη του 1981, μια Πέμπτη μεσημέρι κατά τις δώδεκα, δώδεκα και
κάτι, ο Ηρακλής ο Καναβράς κατέβαινε φουριόζος την οδό Ακαδημίας και χτύπαγε τη μαγκού-
ρα του στις τσιμεντόπλακες. Ο καιρός ήταν καθαρός εκείνη τη μέρα, ο ουρανός καταγάλανος,
αλλά δεν έπρεπε να σε ξεγελάει η λαμπερή λιακάδα, το κρύο ήταν τσουχτερό, και φύσαγε ένα
ψιλό-ψιλό βοριαδάκι, που σε περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο.
Εβδομηνταπεντάρης γέρος ήταν ο Ηρακλής, κοτσονάτος όμως, δε φαινόταν να του
βαραίνουν τους ώμους τα χρόνια, περπάταγε καμαρωτός και με σταθερό βήμα. Ανάστημα
κανονικό, και λίγο προς το ψηλό θα έλεγες. Κάτασπρα σκαλωτά μαλλιά ξεχώριζαν κάτω απ’
την τραγιάσκα που τα κάλυπτε. Το μουστάκι περιποιημένο, ψαλιδισμένο προσεχτικά, οριζόντια
άσπρη γραμμή που έκοβε θαρρείς το χάλκινο πρόσωπο, το χαρακωμένο απ’ τα χρόνια και τους
καιρούς. Μόνο μια ελαφριά κιτρινίλα στη μέση, εκεί που βγαίνει απ’ τα ρουθούνια ο καπνός
του τσιγάρου, έσπαγε λίγο τη λευκότητα. Τα μάτια μαύρα, κάρβουνο, μέσα σε βαθουλωτές
κόγχες. Περπάταγε με βιά, και το μακρύ του παλτό, ξεκούμπωτο όπως ήταν παρ’ όλο το κρύο,
ανέμιζε πέρα-δώθε, για να δείχνει κι αυτό, με τον τρόπο του, τη φούρια του. Η μαγκούρα φινε-
τσάτη, λουστραρισμένη και σκαλιστή, χόρευε στα χέρια του. Πιο πολύ με πατριαρχική ράβδο
έμοιαζε, παρά με μαγκούρα. Την είχε διαλέξει ο ίδιος, σε μια από τις πρώτες του επισκέψεις
στην Αθήνα. Γιατί στο χωριό, πάντα, όταν έβγαινε απ’ το σπίτι, είχε στα χέρια του τη γκλίτσα.
Χρόνια τώρα, έτσι είχε συνηθίσει. Δεν την είχε ανάγκη για να στηρίζεται, δεν την αποχωρι-
ζόταν ποτέ όμως, ήταν, μαζί με την τραγιάσκα, πώς να το πούμε, απαραίτητα συμπληρώματα
στην αμφίεσή του, το «σήμα κατατεθέν» του. Αλλά στην πρωτεύουσα δε γινόταν να κυκλο-
φοράει έτσι. Στην Αθήνα με τη γκλίτσα; ούτε να το σκεφτεί. Άλλωστε τι θα ‘λεγε και η Κατίνα;
Έλα όμως που δεν αισθανόταν καλά με τα χέρια άδεια. Έτσι κατέφυγε στη λύση της μαγκού-
ρας. Και του άρεσε τόσο τούτο το περίτεχνο μαραφέτι, που πέταξε τη γκλίτσα ακόμα και στο
χωριό, κι ας υπήρχε φόβος να τον κοροϊδεύουν εκεί για «πρωτευουσιάνο». Βρέθηκαν και
μερικοί, που ήθελαν τάχατες να τον πειράξουν, να του λένε πως τον κάνει να φαίνεται περισ-
σότερο γέρος απ’ ότι είναι. Σιγά που θα τον ένοιαζαν όμως κάτι τέτοιες «εξυπνάδες», ούτε που
ίδρωνε τ’ αυτί του. Στο κάτω-κάτω έτσι του άρεσε βρε αδερφέ, αυτός έκανε κέφι να κυκλο-
φοράει με μαγκούρα και δεν είχε ν’ απολογηθεί σε κανέναν.
Στην απέναντι μεριά του δρόμου ένα παλιό λεωφορείο ανέβαινε μουγκρίζοντας,
ξερνώντας απ’ την εξάτμιση πυκνό μαύρο καπνό. Έκανε ένα μορφασμό αηδίας.
-Άει στο διάολο χαβούζα, μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του.
Πέρασε μέσα απ’ τον κόσμο που περίμενε στις στάσεις των λεωφορείων πίσω απ’ την
Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο. Λίγο παρακάτω κοντοστάθηκε μια στιγμή. Μπροστά του, στο
περίπτερο, οι εφημερίδες κρέμονταν απ’ τα μανταλάκια, σαν απλωμένη μπουγάδα, κι είπε να
ρίξει μια ματιά στα πρωτοσέλιδα. Όλες με το σεισμό είχαν να κάνουν, μιας και, είχαν δεν είχαν
περάσει δέκα μέρες απ’ το ταρακούνημα. Και η γη δεν έλεγε να σταματήσει, όλο κι έτρεμε, την
προηγούμενη μόλις ξαναξύπνησε ο εφιάλτης κι έπεσε καινούργιος πανικός. Πώς να μη φοβάται

5
ο κοσμάκης; έδιναν κι έπαιρναν και οι προφητείες βλέπεις, μπορεί να μην είχε ανατείλει ακόμα
το άστρο του γέροντα Παΐσιου, υπήρχαν όμως και τότε σεβάσμιοι άνθρωποι που είχαν τη θεία
χάρη να βλέπουν τα μελλούμενα, ο θεός θα καταστρέψει το φαύλο τούτο κόσμο, θ’ ανοίξει η γη
και θα τον καταπιεί, είχαν πει. Ήταν λοιπόν να μην τρομάζεις; ορίστε, ακόμα κι η Αθήνα, που
τη θεωρούσαν άτρωτη σε σεισμούς, ταρακουνιέται. Μωρέ έρχονται τα ύστερα του κόσμου, δεν
υπάρχει αμφιβολία. Γι’ αυτό και έτρεχαν οι καλές κυριούλες, και άναβαν λαμπάδες ίσαμε το
μπόϊ τους στη θεομήτορα και στους αγίους, Παναγιά μου, κάνε τη μεσιτεία σου στο μεγαλο-
δύναμο, σώσε μας τους αμαρτωλούς. Κι είναι ν’ απορεί κανείς, γιατί άραγε ζητάνε οι καλές
κυριούλες να μην καταστραφεί ο κόσμος, δεν ξέρει ο θεός τι πρέπει να γίνει και πότε; ίσως να
θέλει μια νέα αρχή, όπως τότε με το Νώε, λογαριασμό θα μας δώσει; Ίσα-ίσα, αυτές δεν έχουν
να φοβούνται τίποτα, θα συναντήσουν μιαν ώρα αρχύτερα τον κύριό τους, και την έχουν κάνει
την προετοιμασία τους γι’ αυτό το μεγάλο συναπάντημα, και τις νηστείες τις τηρούσαν, και τις
ελεημοσύνες τους δεν τις ξέχναγαν, και στην εκκλησιά πήγαιναν ανελλιπώς να παρακολου-
θήσουν τη θεία λειτουργία και να προσευχηθούν, κι η εξομολόγηση με τη μεταλαβιά γινόταν
ταχτικά, όλα όσα τέλος πάντων λέει η θρησκεία πως είναι απαραίτητα για τη σωτηρία της
ψυχής, ποτέ δεν τα παρέλειπαν. Είναι έτοιμες λοιπόν και είναι σίγουρο πως θα γίνουν με δόξα
και τιμή δεκτές στους χλοερούς τόπους, εκεί όπου δεν υπάρχει λύπη και στεναγμός. Παρ’ όλα
αυτά δεν έχουν καμιά βιασύνη για τη μετάβαση στους ουρανούς, δοξασμένος να ‘ναι ο Κύριος,
αλλά μην πάμε και πριν την ώρα μας.
-Μωρέ δεν πα’ να γίνουν όλα ίσιωμα, σχολίασε φωναχτά αυτή τη φορά ο Ηρακλής.
Ένας κουστουμαρισμένος κύριος δίπλα του γύρισε και τον κοίταξε με απορία. Ίσως και με
κάποια επιτίμηση, δεν ήταν σίγουρος. Ούτε κι έδωσε σημασία όμως.
Ήταν φανερό, είχε τα νεύρα του ο Ηρακλής κι όλα του ‘φταιγαν. Και πώς να μην τα
‘χει; μόλις είχε βγει απ’ το πολιτικό γραφείο του κυρίου Καράμπελα, του πατριώτη του
βουλευτή, και σιχτίριζε την ώρα και τη στιγμή που πήρε την απόφαση να πάει να του ζητήσει
ρουσφέτι. Νέος «πατέρας του έθνους» ήταν ο κύριος Καράμπελας, που «κληρονόμησε» κατά
κάποιο τρόπο το βουλευτιλίκι του δικού του πατέρα. Ο γέρος ήταν μεγάλο όνομα της πολιτικής
στην περιφέρειά τους, παλιά καραβάνα που εκλεγόταν για πολλά χρόνια, και πριν το εξήντα
εφτά, και μετά το εβδομήντα τέσσερα. Είχε κάνει μάλιστα και υπουργός ένα φεγγάρι, τότε, με
την αποστασία. Στις τελευταίες εκλογές αποσύρθηκε για να πάρει τη θέση του ο γιός του. Αλλά
κι ο μικρός, τρόπος του λέγειν δηλαδή μικρός, θα ‘χε σίγουρα καβατζάρει τα σαράντα όπως τον
είχε κόψει ο Ηρακλής, είχε καταφέρει λοιπόν κι αυτός να εμφανίζεται ως καινούργιο κελεπούρι,
ο ίδιος ο πρόεδρος του κόμματος, που δεν τα ‘χε και εύκολα τα λόγια, τον είχε επαινέσει
δημόσια, πώς τον είχε πει να δεις, «φέρελπι νέο πολιτικό» ή κάπως έτσι. Και μη χειρότερα.
Φέρελπις νέος αυτό το χαμένο; δεν είμαστε με τα καλά μας, σκεφτόταν ο Ηρακλής και φουρκι-
ζόταν ακόμα πιο πολύ. Μήτε για καντηλανάφτης δεν κάνει. Μωρέ καλά έκανε αυτός και δεν
ήθελε στην αρχή ούτε ν’ ακούσει για τέτοια, αλλά ας όψεται η νύφη του, η Κατίνα, που τον είχε
σταυρώσει.
-Αφού ήσουνα φίλος με τον πατέρα του, όπως μας λες, πήγαινε να βρεις τον κύριο
Καράμπελα, να κάνει κάτι να φέρει το παιδί στην Αθήνα, δεν αντέχει άλλο μου λέει. Τι θέλεις
δηλαδή, να του δημιουργηθεί κάνα ψυχολογικό πρόβλημα, θεός φυλάξοι, και να ‘χουμε άλλα;
Το «παιδί» ήταν ο εγγονός του, Ηρακλής κι αυτός, δεκαεννιά χρονώ μαντράχαλος ίσαμε
ένα κι ογδόντα, φαντάρος στην Ξάνθη. Τον είχε στείλει να υπηρετήσει ο πατέρας του πριν έρθει
η ηλικία του. Εθελοντή. Αφού δεν είχε το νου του να σπουδάσει, σιγά που θα τον άφηνε να

6
τεμπελιάζει. Αυτός μηχανικό ήθελε να τον κάνει, αλλά πού ο Ηρακλής, με το ζόρι τέλειωσε το
λύκειο. Ξύλο απελέκητο.
-Τι ψυχολογικό πρόβλημα μωρέ Κατίνα, έχει τρεις-τέσσερεις μήνες να δει τη γκόμενα
και θα τον έχουν σφίξει τα γάλατα, μη σε δουλεύει τώρα και σένα.
Τίποτα η Κατίνα, εκεί, το χαβά της, απ’ την πρώτη ώρα που μπήκε στο σπίτι της τον
πήρε αμπάριζα, τα παρίστανε όσο πιο δραματικά γινόταν, θα πάθει τίποτα το παιδί και τότε να
δω τι θα λες, τόσες αυτοκτονίες διαβάζουμε κάθε λίγο και λιγάκι στις εφημερίδες. Έλα Παναγία
μου, χτύπα ξύλο, πού πάει ο νους σου; Απάνω αυτή, ναι, γιατί να μην πάει; Από ‘δω τον είχε,
από ‘κει τον είχε, τι να κάνει, δεν άντεχε άλλο τη γκρίνια της, αποφάσισε να πάει να δει το
«φέρελπι νέο». Κι ας μην είχε ούτε δυό μέρες στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως της είχε και
λίγο αδυναμία της Κατίνας, ήταν η μοναδική του νύφη. Κι ήταν και γαλίφα η αφιλότιμη, όταν
τον φιλοξενούσε στο σπίτι της, όπως τώρα καληώρα, ήταν κάτι παραπάνω από τύπος και υπο-
γραμμός, τον είχε και πού τον είχε τον πεθερό. Έφταιγε όμως κι αυτός, τι ήθελε και καμάρωνε
τότε μπροστά της πως ήτανε φίλος με το γέρο τον Καράμπελα; καλά να πάθει τώρα. Τώρα
φίλοι, τρόπος του λέγειν, απλοί συμμαθητές ήταν κάποτε, προ αμνημονεύτων ετών, στο
σχολαρχείο, κι από τότε κράταγαν μια γνωριμία, από εκλογές σε εκλογές τον θυμόταν τον
Ηρακλή η πονηρή αλεπού της πολιτικής. Όταν έκανε την προεκλογική του περιοδεία και
πέρναγε απ’ το χωριό, όλο αγκαλιές και φιλιά ήταν, «ο αγαπητός μου ο Ηρακλής, έχουμε φάει
ψωμί κι αλάτι μαζί, τότε, τα δύσκολα χρόνια». Και τον χτύπαγε στην πλάτη. Βέβαια, το ψωμί το
‘τρωγε αυτός, και το ‘τρωγε μόνος του, όχι μαζί με τον Ηρακλή, αλλά ποιος καθόταν τώρα,
ύστερα από τόσα χρόνια, να ψειρίζει λεπτομέρειες. Και τον ψήφιζε ο αγαπητός του ο Ηρακλής
ταχτικά, δεν του χάλαγε το χατίρι. Μέχρι που πήρε εκείνο το υπουργείο με την αποστασία. Τον
σιχάθηκε τότε, δεν ήξερε καλά-καλά κι ο ίδιος γιατί, και, για να λέμε και του στραβού το δίκιο,
του αναγνώριζε πως πολλοί θα έκαναν το ίδιο στη θέση του, υπουργιλίκι είναι αυτό, δεν το
πετάς εύκολα. Στο κάτω-κάτω τι τον έκοφτε αυτόν; κι οι καιροί πολύ μπερδεμένοι ήταν τότε.
Έλα όμως που δεν το χώνεψε ποτέ, μπαμπεσιά του φάνηκε, κάτι σαν να μην κρατάς το λόγο
σου ένα πράμα, κι οι άντρες αν δεν έχουν λόγο, τι σόϊ άντρες είναι; Έτσι αποφάσισε να μην τον
ξαναψηφίσει τον παλιό συμμαθητή, είχε σκεφτεί μάλιστα κάποια στιγμή να του γράψει ένα
γράμμα και να τον ξεχέσει, αλλά κρατήθηκε, πού ξέρεις καμιά φορά, μπορεί κάποτε να φανεί
χρήσιμος, αχρείαστος να ‘ναι. Πάντως την απόφαση να μην τον ξαναψηφίσει την πήρε για τα
καλά, δεν του δόθηκε η ευκαιρία τότε σύντομα, καθώς πλάκωσαν οι συνταγματάρχες, αλλά την
κράτησε μετά τη χούντα, που βγήκε πάλι στα χωριά υποψήφιος ο «φίλος του», για να μαζέψει
σταυρούς. Ούτε το γιο του τον ψήφισε στις επόμενες εκλογές, που πήρε τη θέση του πατέρα στο
ψηφοδέλτιο. Εξυπακούεται βέβαια πως ποτέ δεν τους το είπε, πάντα τον είχαν καταχωρημένο
στα κατάστιχά τους σαν δικό τους άνθρωπο.
Έτσι έγινε λοιπόν και βρέθηκε κατά τις εννιά στο γραφείο του Καράμπελα. Του
νεότερου. Μόλις μπήκε το βρήκε κιόλας γεμάτο κόσμο, από νωρίς είχαν πιάσει στασίδι και
περίμεναν τον κύριο βουλευτή, που δεν είχε φανεί ακόμα. Μια σεινάμενη-κουνάμενη
τσαπερδόνα κράταγε ονόματα και τους έβαζε στη σειρά. Καθ’ ένας και τον καϋμό του, ότι
πρόβλημα μπορείς να φανταστείς περίμενε εκεί τη λύση του. Πάνω απ’ όλα βέβαια οι
διορισμοί. Ακόμα κι η τσαπερδόνα, η γραμματέας, αυτό περίμενε, να περάσουν τα δυό χρόνια
και να τη διορίσει ο Καράμπελας, κατά πως του ‘δινε το δικαίωμα ο νόμος. Και να πάρει άλλη
τη σειρά της.

7
Με το που μπήκε ο βουλευτής, ένα κακαντράκι τυλιγμένο σε ακριβό κουστούμι,
χτύπησε συναγερμός, σηκώθηκαν όλοι και τον καλημέρισαν με ελαφρές υποκλίσεις, λες κι
έβλεπαν μπροστά τους το μεσσία. Κι ας είναι σίγουρο πως οι περισσότεροι που περίμεναν στο
σαλόνι, μέσα τους δεν πίστευαν πως είχαν και πολλές ελπίδες. Είχαν μάθει βλέπεις να
χορταίνουν μόνο με τις υποσχέσεις. Αλλά να, έκαναν μια προσπάθεια, πού ξέρεις καμιά φορά τι
γίνεται, αφού έτσι δουλεύει η μηχανή, τι να κάνουμε, εμείς θα την αλλάξουμε τώρα; εμείς να τη
βολέψουμε θέλουμε, κι άμα τα καταφέρουμε άσε τους άλλους να τρέχουν. Και να δεις, τις πιο
λίγες ελπίδες απ’ όλους τις είχαν αυτοί που στ’ αλήθεια ήταν αδικημένοι. Γιατί υπάρχει ένα
μυστήριο πράγμα βρε παιδί μου, άμα έχεις δίκιο δύσκολα το βρίσκεις. Άμα όμως ζητάς, πώς να
το πούμε, να ξεφύγεις λίγο απ’ τον κανόνα, όχι για τίποτα σπουδαίο, μην πάει τώρα ο νους μας
σε καμιά χοντρή παρανομία, έτσι λίγο, να σε βοηθήσει ας πούμε ο βουλευτής να φας τη σειρά
του άλλου, να σβήσεις καμιά κλήση στην τροχαία, να βγάλεις μιά οικοδομική άδεια που έχει
ένα μικρό κουσούρι και δε βγαίνει κανονικά, τέτοια πράγματα, ε, αυτά ακριβώς είναι και τα πιο
εύκολα, ταχτοποιούνται χωρίς πολλά-πολλά. Εξόν από διορισμούς. Αυτοί είναι λίγοι και για
τους εκλεκτούς.
Αυτά ήξερε ο Ηρακλής, κι όταν η τσαπερδόνα του είπε περάστε παρακαλώ, είχε τη
σιγουριά πως θα γίνει η δουλειά του, πως την είχε στο τσεπάκι τη μετάθεση του εγγονού. Στη
χειρότερη περίπτωση ότι θα γίνει τουλάχιστον η προσπάθεια εκ μέρους του βουλευτή, θα πάρει
μια σειρά η υπόθεση. Όχι τίποτ’ άλλο δηλαδή, αλλά να ‘χει ένα καλό νέο για την Κατίνα, μπας
και τον αφήσει στην ησυχία του. Μπήκε με αέρα λοιπόν στο παραμέσα γραφείο. Το κακαντράκι
με το ακριβό κουστούμι τον υποδέχτηκε με χαμόγελα, καλώς τον αγαπητό κύριο Καναβρά. Δεν
ήταν σίγουρος ο γέροντας, τον γνώρισε στ’ αλήθεια ο βουλευτής, ή του ‘χε δώσει η γραμματέας
κατάλογο με τα ονόματα; πάντως έδειχνε να ξέρει ποιος είναι και από πού κρατάει η σκούφια
του. Αν μη τι άλλο το πολιτικό γραφείο είχε οργάνωση. Η φιλική υποδοχή του μεγάλωσε τη
βεβαιότητα, σίγουρα θα γίνει η δουλειά. Άλλωστε δε ζήταγε και τίποτα το σπουδαίο. Σιγά το
ρουσφέτι, μια μετάθεση φαντάρου. Γι’ αυτό κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, δεν πίστευε στ’
αυτιά του όταν μετά από λίγο άκουσε τον Καράμπελα να του ξεφουρνίζει σοβαρά-σοβαρά πως
τάχα μου δε γίνονται τώρα τέτοια πράγματα, το είπε άλλωστε και ο υπουργός Εθνικής Αμύνης
ότι έχει καταργήσει τα ρουσφέτια, όλοι θα υπηρετούν ένα διάστημα μακριά απ’ τα σπίτια τους.
Στα σύνορα. Πού είπε ότι είναι ο εγγονός του; στην Ξάνθη; Ε, δεν είναι κι άσχημα, υπάρχουν
και χειρότερα. Λίγη υπομονή χρειάζεται. Μόλις περάσει ο απαιτούμενος χρόνος θα μετατεθεί
στην Αθήνα, αυτόματα, χωρίς να χρειαστεί κανενός η παρέμβαση. Να είναι βέβαιοι. Και καπάκι
σ’ αυτά ακολούθησε ένας μικρός δεκάρικος, κήρυγμα σωστό, πως πρέπει λέει να ξεχάσουμε το
φαύλο παρελθόν, η κυβέρνησις είναι κυβέρνησις όλων των Ελλήνων, επιτελείται έργον εξευρω-
παϊσμού της χώρας, ως εκ τούτου επιβάλλεται η ανανέωσις της εμπιστοσύνης του λαού στις
εκλογές, για να μην τα γκρεμίσουν όλα αυτοί οι έξαλλοι της αντιπολιτεύσεως.
Ο φέρελπις νέος σηκώθηκε, χαιρέτησε δια χειραψίας τον «ψηφοφόρο του», τον χτύπησε
στην πλάτη φιλικά, έφυγε ο Ηρακλής χωρίς να πει λέξη. Μέσα του έβραζε κι αν άνοιγε το
στόμα του δεν ήξερε τι θα ξεστομίσει, προτίμησε τη σιωπή.
-Μωρέ τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτούς τους κερατάδες; μουρμούριζε όσο έφερνε και
ξανάφερνε στο νου του το κάζο που έπαθε. Πήγε να παρακαλέσει το βουλευτάκο, κι αυτός του
‘κλεισε την πόρτα στα μούτρα. Γιατί αυτό έγινε στην πραγματικότητα, σιγά μην έχαψε το
παραμύθι ότι δε γίνονται ρουσφέτια. Αναρωτιόταν μόνο γιατί άραγε, σίγουρα κάποιος απ’ το
χωριό θα σφύριξε στον Καράμπελα πως δεν έχει λαμβάνειν ψήφους απ’ το Καναβρέϊκο. Ε καλά

8
τώρα, από ρουφιάνους και καλοθελητάδες άλλο τίποτα, κάποιοι δεν κάνουν άλλη δουλειά,
κάθονται και μετράνε τις ψήφους μία-μία, κάνουν αναλύσεις περισπούδαστες, ποιος ψήφισε
εδώ, ποιος εκεί, ποιος παραπέρα. Και τρέχουν να ρουφιανέψουν, να πουλήσουν εκδούλευση.
Μωρέ σίγουρα κάτι τέτοιο θα τρέχει.
-Στο διάολο να πάνε, ξαναμουρμούρισε. Άμα θέλει η Κατίνα ας πάει η ίδια, ας στείλει
τον άντρα της, ας κάνει ότι θέλει, εγώ μια φορά δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ.
Άντρας της Κατίνας ήταν ο γιος του ο Πάνος, ο πρωτότοκος. Χαμογέλασε μέσα του,
παράξενο που σκέφτηκε, έστω και για μια στιγμή, ότι η Κατίνα θα στείλει τον άντρα της στον
Καράμπελα. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, άμα ήταν θα το ‘χε κιόλας κάνει, δε θα περίμενε τον
πεθερό. Του το ‘χε πει όμως η νύφη του μέσα στα παρακάλια της, ο άντρας της το ‘χε ξεκόψει
μια και καλή, παρτίδες με τους κυβερνητικούς ο Πάνος, ούτε που να το σκέφτεται. Άλλο παρά-
ξενο κι αυτό. Ο Πάνος; πώς κι έτσι; Ούτε η ίδια δεν ήξερε, τον ρώτησε, γιατί Παναγιώτη μου
(έτσι τον φώναζε η Κατίνα, δεν της άρεσε το Πάνος που κατά τη γνώμη της χωριατόφερνε),
απάντηση όμως δεν πήρε. Πάντως τώρα τελευταία έχει προσέξει πως όλο για την αντιπολίτευση
μιλάει. Πως θα ‘ρθουν λέει να διορθώσουν τα πράγματα. Έλα Παναγία μου, έγινε σοσιαλιστής
ο Πάνος; ποιος ξέρει τι έχει στο νου του.
Έφτασε στην πλατεία Κάνιγγος, άλλος κόσμος μαζεμένος εδώ, να περιμένει στις
στάσεις. Κατηφορίζοντας προς τη Λαυρίου βράδυνε το βήμα, είχε αρχίσει να καλμάρει σιγά-
σιγά. Ένοιωσε και το κρύο να τον διαπερνάει, μαζεύτηκε και κούμπωσε το παλτό. Προχώρησε
κι άλλο. Λίγο πιο κάτω, χωμένο σε μια στοά που έκοβε τα σπλάχνα ενός γκρίζου πολυόροφου
κτιρίου, βρισκόταν το «Καφενείον Ο ΕΛΑΤΟΣ». Αυτή η τρύπα ήταν το στέκι του κάθε που
ερχόταν στην Αθήνα. Εδώ μαζεύονταν όλοι οι συγχωριανοί, όσοι ήταν επισκέπτες στην πρω-
τεύουσα όπως η αφεντιά του, και οι άλλοι, αυτοί που από καιρό πια είχαν γίνει μόνιμοι κάτοικοί
της. Πολλοί ήταν αυτοί που έδιναν το παρόν, κάποιοι συνταξιούχοι σχεδόν καθημερινά, αλλά
και οι νεώτεροι όσο πιο ταχτικά μπορούσαν, σαν κατάφερναν να ξεκλέψουν λίγο χρόνο.
Έρχονταν εδώ, να μιλήσουν με τους δικούς τους ανθρώπους, να θυμηθούν το χωριό και τα
νιάτα τους οι μεγαλύτεροι, να παίξουν καμιά πρέφα οι συνταξιούχοι, να πιουν ένα ούζο, να
πουν τα δικά τους νέα και κουτσομπολιά. Κι ο καφετζής, ο Παντελής, χωριανός τους ήταν κι
αυτός, για χάρη του έγινε στέκι το καφενείο. Είχαν τον δικό τους άνθρωπο, σε ξένο θα
πήγαιναν; βόλευε κιόλας έτσι όπως ήταν στο κέντρο, το ‘φταναν όλοι, σε όποια γειτονιά κι αν
έμεναν.
Μπήκε στη μικρή αίθουσα με αέρα, είχε διώξει πια απ’ το νου του τον Καράμπελα. Η
βροντερή φωνή του σκέπασε τις κουβέντες του καφενείου.
-Καλημέρα χωριανοί.
Προχώρησε κατ’ ευθείαν προς τον πάγκο. Πίσω του ο Παντελής, μελαχρινός, με μαύρο
μαλλί και γκριζοπράσινα μάτια, μοναδικό ίσως κατάλοιπο παλιάς ομορφιάς, λεπτός, ξερακιανό
θα τον έλεγες, ακαθόριστης ηλικίας. Τον χαιρέτησε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
-Γειά σου ρε Παντελή με τον έλατο. Τι έλατος μωρέ, πώς σου ‘ρθε τέτοιο όνομα μέσα
στα τσιμέντα, ο έλατος θέλει αέρα και ψηλά βουνά, εδώ πέρα μήτε γαϊδουράγκαθο δε φυτρώνει.
Κάτι σαν μειδίαμα φάνηκε στο πρόσωπο του καφετζή, μια σπίθα φώτισε για μια
φευγαλέα στιγμή τα μάτια του.
-Καλώς τον μπαρμπα-Ηρακλή. Πού είσαι, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.
Βγήκε απ’ τον πάγκο του, τον χαιρέτησε με χειραψία εγκάρδια, στ’ αλήθεια χαιρόταν
που έβλεπε τον Ηρακλή, του ‘χε μεγάλο σεβασμό ο Παντελής, κι ακόμα μεγαλύτερη

9
υποχρέωση. Γι’ αυτό και ‘κείνο το «κάτι σαν μειδίαμα» στο στεγνό του μούτρο, μεγάλη
υπόθεση γι’ αυτόν, που ήταν μόνιμα ανέκφραστος, και το βλέμμα του ατένιζε θαρρείς το άπειρο
ακόμα κι όταν σε κοίταζε στα μάτια.
Στράφηκε μετά στους άλλους θαμώνες ο Ηρακλής, τους χαιρέτησε έναν-έναν. Σχεδόν
όλοι απόμαχοι της ζωής πια, λογιώ-λογιώ φάτσες, οι πιο πολλοί με σκαμμένα πρόσωπα και
ροζιασμένα χέρια απ’ τη σκληρή δουλειά στις οικοδομές και τις φάμπρικες. Τον καλωσόριζαν,
ζήταγαν να τους πει τα νέα απ’ το χωριό, του ‘λεγαν να κάτσει να τον κεράσουν. Υπήρχαν και
δυό-τρεις που δεν ήταν χωριανοί, δεν τους γνώριζε, αλλά έδωσε και σ’ αυτούς το χέρι, έτσι θα
‘κανε στο χωριό του. Πήγε τέλος κι έκατσε στο τραπέζι που τον περίμενε ο φίλος του ο
Θανάσης. Αυτός είχε ήδη πιει το πρώτο ουζάκι περιμένοντάς τον. Είχαν συμφωνήσει από το
τηλέφωνο να βρεθούνε εντεκάμισυ με δώδεκα, αλλά ο Θανάσης δεν είχε κάτι άλλο να κάνει,
είχε καταφτάσει από τις έντεκα. Ήπιε τον καφέ του, κι όπως άργησε λίγο ο Ηρακλής, παρήγ-
γειλε το ούζο, έτσι, για να μην κάθεται άπραγος. Σηκώθηκε τώρα να υποδεχτεί το φίλο του,
αγκαλιάστηκαν, έσφιξαν δυνατά το χέρι ώρα πολλή. Πριν καθίσουν φώναξε κιόλας τον
Παντελή να φέρει τα δέοντα. Ούτε και που ρώτησε μην τυχόν θέλει καφέ, η ώρα ήταν
περασμένη για τέτοια.
Έβγαλε το παλτό και την τραγιάσκα ο Ηρακλής, τ’ ακούμπησε μαζί με τη μαγκούρα στη
διπλανή καρέκλα. Ξεκούμπωσε και το σακάκι, φάνηκε από κάτω το γιλέκο με την αλυσίδα του
ρολογιού τσέπης να χρυσίζει. Μέσα απ’ το γιλέκο άσπρο πουκάμισο, κουμπωμένο μέχρι το
λαιμό, χωρίς γραβάτα. Ήταν η επίσημη αμφίεσή του, μ’ αυτήν πήγαινε την Κυριακή στην
εκκλησιά, με την ίδια κυκλοφόραγε και στην πρωτεύουσα, στην ετήσια καθιερωμένη κάθοδο.
Γιατί το ‘χε συνήθειο πια, κάθε χειμώνα θα την έκανε την επίσκεψή του στην Αθήνα. Πάντα
μόνος, στην κυρά Τασία, τη συμβία του ντε, την Ηρακλίνα, δεν της άρεσαν κάτι τέτοια. Έτσι
τουλάχιστον έλεγε ο Ηρακλής, και δεν είχε κανένας λόγο ν’ αμφιβάλλει για τα λεγόμενά του. Η
πρώτη φορά ήταν τότε που κατέβηκε για να φτιάξει τα δόντια του. Κόντευε να φαφουτιάσει και
χρειάστηκαν μέρες πολλές για την επισκευή. Έτσι έγινε και ξεκίνησαν οι χειμωνιάτικες
επισκέψεις, του καλάρεσε βλέπεις, και το καθιέρωσε. Και μη φανταστούμε καμιά σύντομη
επίσκεψη, τρεις-τέσσερες μέρες δηλαδή, όχι, ήταν αρμένικη η βίζιτα, την άραζε στο σπίτι του
γιου του είκοσι μέρες, ένα μήνα, όσο του ‘κανε κέφι. Τριγύριζε στην πόλη, έβλεπε φίλους και
γνωστούς, κι αν τύχαινε και κανένα ξενύχτι δεν έλεγε όχι. Μια ζωή την έχουμε βρε αδερφέ. Γι’
αυτό είχε και αδυναμία στη νύφη του την Κατίνα, άλλη στη θέση της θα ‘ταν όλο γκρίνια για το
γέρο, που τους φορτώνεται τόσες μέρες, άλλη δουλειά δεν έχει; όλο βόλτες στην Αθήνα; Αυτή
όμως τσιμουδιά, λέξη δεν έβγαζε. Το αντίθετο μάλιστα, το είπαμε, έδειχνε να το φχαριστιέται
και τον είχε στα ώπα-ώπα.
-Λοιπόν Θανασάκη, τι νέα;
-Τι νέα Ηρακλή μου, τα ίδια, πότε καλά πότε άσχημα, τι να περιμένουμε εμείς τώρα,
πέρασαν τα χρόνια, να ‘μαστε στα πόδια μας να λες μονάχα.
Δεν του άρεσαν του Ηρακλή τέτοιες κουβέντες, αυτός καθόλου δεν το ‘χε σκοπό να
πέσει απ’ τα πόδια του. Άκου πράγματα. Μια ζωή καλά ήταν, ούτε καν στον πόλεμο του
σαράντα δεν είχε αρρωστήσει, μέσα στις βροχές και τα κρύα στα βουνά της Αλβανίας. Δε
θυμόταν από πότε είχε να επισκεφτεί γιατρό, νόμιζε πως ποτέ του δεν είχε χρειαστεί ιατρική
φροντίδα. Τέτοια εντύπωση είχε. Εξόν από τότε που ‘κοψε στην πριονοκορδέλα το δείχτη του
αριστερού του χεριού και τον έτρεχαν άρον-άρον. Αλλά αυτό δε μετράει, ατύχημα ήταν, όχι
αρρώστια. Καλά να πάθει όμως, έκανε πως όλα τα ξέρει, δεν άφηνε το μάστορα που ήξερε τη

10
δουλειά, ήθελε ντε και καλά να τα βγάλει μόνος του εκείνα τα ρημάδια τα καδρόνια. Το μόνο
που κατάφερε ήταν να μείνει με το μισό δείχτη. Αλλά δε βαριέσαι, το αριστερό ήταν, δε χάλασε
ο κόσμος. Και με το μισό δάχτυλο γινόταν η δουλειά.
Μια χαρά ήταν λοιπόν ο Ηρακλής, έσκαγε από υγεία. Ο Θανάσης όμως ήταν άλλος
οργανισμός, είχε που είχε από χρόνια μια βρογχίτιδα που τον βασάνιζε, τον έπιασαν τον
τελευταίο καιρό και τα αρθριτικά του, όλο ωχ και ωχ ήταν. Τι να σου κάνει κι αυτός, πάλι καλά
να λες, τον είχε φάει η μούχλα, μια ζωή στο υπόγειο, στη Βερανζέρου. Τι του θύμιζε κι εκείνο
το υπόγειο. Εκεί ήταν που είχαν γίνει φιλαράκια οι δυό τους, απ’ τον καιρό που δούλευαν μαζί,
πριν καμιά πενηνταριά χρόνια. Και πιο πριν φίλοι ήταν, χωριανοί και σχεδόν συνομήλικοι, (ο
Θανάσης δυό χρόνια μεγαλύτερος), αλλά εκείνα τα τέσσερα χρόνια, που έφαγαν μαζί ψωμί κι
αλάτι, δουλεύοντας πλάτη με πλάτη στο υπόγειο, και μένοντας παρέα στο δωματιάκι στα
Σεπόλια, τους έκαναν αδέρφια. Χρόνια κι εκείνα. Εικοσιτετράχρονος ο ένας, ελεύθερο πουλί.
Στα είκοσι έξι ο άλλος, παντρεμένος με μικρό παιδί, βυζανιάρικο. Τους έφερε η μοίρα στην ίδια
δουλειά. Ένας χωριανός τους ήταν το αφεντικό, χρόνια μετανάστης στην Πόλη, ο Ηρακλής ούτε
που ‘χε γεννηθεί όταν ξενιτεύτηκε. Κάποια στιγμή όμως αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα,
να εγκατασταθεί στην Αθήνα και να βάλει μπρος την επιχείρηση με τα βούτυρα και τα τυριά.
Είχε κάνει γερή συρμαγιά στην ξενιτιά, είχε μάθει και τη δουλειά, δε δυσκολεύτηκε. Αγόρασε
ένα μεγάλο διώροφο στη Βερανζέρου, εγκατέστησε στο υπόγειο το εργαστήρι και μαγαζί στο
ισόγειο. Στον όροφο έμενε ο ίδιος, οικογενειακώς. Αυτός λοιπόν, ξεκινώντας την επιχείρηση,
είπε να πάρει παιδιά απ’ το χωριό στη δούλεψή του, ήθελε να ‘χει κόσμο εμπιστοσύνης,
καλύτερα απ’ τους χωριανούς του δε θα ‘βρισκε. Ήξερε τα χνώτα τους, και με τους πατεράδες
τους είχε μεγαλώσει μαζί. Χώρια που θα ‘δειχνε και στο χωριό πως καζάντησε, έγινε εργοδότης
τώρα, μπορεί να προσφέρει κι ένα μεροκάματο σ’ όσους το χρειάζονται. Ο Ηρακλής έτσι κι
αλλιώς στην Αθήνα βρισκόταν, είχε τελειώσει το στρατιωτικό του κι έκανε δουλειές του
ποδαριού από ‘δω κι από ‘κει, του καλάρεσε η πρωτεύουσα και δεν του ‘κανε καρδιά να γυρίσει
στο χωριό και να «νοικοκυρευτεί», κατά πώς του ‘λεγαν οι δικοί του. Όταν λοιπόν πήρε το
γράμμα απ’ τον πατέρα του να πάει να βρει το βουτυρά, δεν είχε και τίποτα να χάσει. Μια
δουλειά κοντά στις άλλες. Ο Θανάσης όμως ήρθε κατ’ ευθείαν απ’ το χωριό, έπρεπε να θρέψει
γυναίκα και παιδί βλέπεις, τα στόματα ήταν πολλά στην οικογένεια. Δεν ήταν δα μοναχοπαίδι,
τρία αδέρφια μέσα στο ίδιο σπίτι, χώρια τα δυό κορίτσια που πάντρεψαν. Και τα χωράφια
λιγοστά, ορεινό και άγονο το χωριό, ποιος να πρωτοφάει. Απ’ την ώρα που παντρεύτηκε έψαχνε
να βρει τι θα κάνει, στο μυαλό του γυρόφερνε την Αμερική, να ξενιτευτεί κι όπου βγει. Τόσοι
και τόσοι είχαν πάει και τα ‘χαν καταφέρει, γιατί όχι κι αυτός. Βέβαια υπήρχαν και κάποιοι που
χάθηκαν στα ξένα. Δυό χωριανοί τους, καθώς έφυγαν, για μερικά χρόνια δεν είχαν δώσει
σημεία ζωής. Ύστερα από πέντε-έξι χρόνια, ο ένας απ’ τους δυό, έστειλε γράμμα στους δικούς
του κι έγραφε την περιπέτειά του. Αντί για τη γνωστή Αμερική που ξεκίνησαν, τους πήγαν
έγραφε στη Νότια, να δουλέψουν στις σιδηροδρομικές γραμμές. Αυτός κατάφερε κάποια στιγμή
να φύγει, κι αφού με χίλια ζόρια διέσχισε όλη την κεντρική Αμερική, έφτασε κάποτε
ξεθεωμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες και σώθηκε. Για τον άλλο δεν είχε ιδέα τι απόγινε. Ποιος
ξέρει σε ποια ζούγκλα είναι θαμμένος. Υπήρχαν λοιπόν και τέτοιοι κίνδυνοι, αλλά, τα καλά να
βλέπουμε, όχι να βάζουμε στο νου μας τα άσχημα. Του ‘χε μπει στο μυαλό λοιπόν η Αμερική
και τον τριβέλιζε, το είχε σχεδόν αποφασίσει, μέχρι που άρχισαν κι από ‘κει να ‘ρχονται φήμες
πως δεν ήταν καλά τα πράγματα, υπήρχε κρίση λέει, πείναγε ο κόσμος, ούτε δουλειές ούτε
τίποτα. Αυτό τον κλόνισε, δεν ήξερε τι να πιστέψει και τι όχι. Πάνω στην απελπισία του ήταν

11
που φάνηκε ο βουτυράς, ούτε παραγγελία να τον είχε, άρπαξε την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά,
τρέχοντας πήγε στην Αθήνα, που, όσο να πεις, δεν ήταν και στην άκρη του κόσμου. Πού
Αμερική, πού Αθήνα. Ήταν ο πρώτος εργάτης που μπήκε στο υπόγειο, κι από ‘κει βγήκε όταν
πήρε σύνταξη. Μέχρι τη συνταξιοδότηση, μόνο δυό φορές ξετρύπωσε όλες κι όλες. Προσωρινά
πάντα. Η μία ήταν στην κατοχή, που είχε σταματήσει η δουλειά, και η άλλη όταν τα παιδιά του
αφεντικού, που τον διαδέχτηκαν στην επιχείρηση, μετακόμισαν για λίγο τη δουλειά σε κάτι
αποθήκες, για να γκρεμίσουν το παλιό διώροφο και να χτίσουν στη θέση του πολυκατοικία.
‘Όταν τέλειωσε όμως η οικοδομή, πάλι στα υπόγεια της πολυκατοικίας στήθηκε το εργαστήρι.
Έτσι, σχεδόν όλη του τη ζωή, ο Θανάσης στο υπόγειο την έβγαλε. Τον πρώτο καιρό μάλιστα,
μόλις ήρθε απ’ το χωριό, κοιμόταν κιόλας εκεί μέσα. Λίγο όμως, ένα-δυό μήνες, μέχρι που πήγε
κι ο Ηρακλής στη δουλειά. Τότε αποφάσισαν κι έπιασαν μαζί εκείνο το δωματιάκι, στην αυλή
στα Σεπόλια, και πορεύονταν παρέα. Στο ίδιο δωματιάκι έφερε και την οικογένεια ο Θανάσης,
όταν ο Ηρακλής αποφάσισε να φύγει για το χωριό. Στο ίδιο γεννήθηκε και η κόρη του. Πώς
διάολο χώραγαν όλοι εκεί μέσα, ένας θεός το ξέρει. Σάμπως όμως ήταν και μαθημένοι
καλύτερα; ένας πάνω στον άλλον ήταν και στο χωριό, έξι νοματαίοι και το μωρό, σε δυό
δωμάτια σπίτι. Και πριν παντρέψουν τις αδερφές του, ακόμα περισσότεροι. Ήταν συνηθισμένος
όμως ο κόσμος τότε, δε βαρυγκόμαγε, το καρβέλι να βγαίνει και να γεμίζει η γαβάθα στο
τραπέζι, να μην πεινάνε τα παιδιά. Τα υπόλοιπα ήταν πολυτέλειες.
-Και το γαϊδουράγκαθο αέρα θέλει μπάρμπα.
Ήταν ο Παντελής, που μόλις είχε φέρει τα ούζα. Τ’ ακούμπησε προσεχτικά στο τραπέζι.
Δυό ουζάκια, δυό νερά. Και μεζές, ειδικά περιποιημένος για την περίσταση. Σήκωσε το κεφάλι
ο Ηρακλής, γέλασε.
-Πόσα χρόνια μωρέ Παντελή έχεις να δεις γαϊδουράγκαθο; θυμάσαι καθόλου πώς είναι;

12
- 2 -

Κατά τις δύο σηκώθηκαν με το Θανάση να φύγουν. Πέρασε η ώρα, έτσι και κάθονταν
λίγο ακόμα δεν ήταν σίγουρο αν θα μπορούσαν μετά να σταθούν στα πόδια τους. Είχαν ήδη
κατεβάσει το τρίτο (ο Θανάσης το τέταρτο, μπορεί να είχε προβλήματα υγείας, αλλά στο ποτήρι
δεν τον έβαζες εύκολα κάτω). Είπαν τα νέα τους, μίλησαν για το σεισμό, πού να στα λέω
Ηρακλή μου, άτιμο πράγμα, πήγε κι ήρθε το σπίτι, εγώ μια φορά φοβήθηκα, τι να λέμε τώρα.
Δεν τα ‘σωναν όμως, είχαν κι άλλα να πουν. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε στο παλιό μαγέρικο,
πιο πάνω, στα Εξάρχεια, να πάρουν το μεσημεριανό τους, να συνεχίσουν και την κουβέντα.
Φώναξαν τον Παντελή για το λογαριασμό, αλλά δε δέχτηκε λεφτά αυτός, πρώτη μέρα που
ήρθες μπάρμπα, κερασμένα απ’ το κατάστημα. Όχι όλα ρε Παντελή, άντε να κεράσεις μια γύρα,
αλλά όχι όλα. Τίποτα αυτός, όλα κερασμένα. Κι ένα νέο μειδίαμα φάνηκε στο στεγνό του
πρόσωπο.
-Θα μείνεις μέρες μπάρμπα;
-Ε, θα μείνω λίγες. Ακόμα δεν ήρθα.
-Να σε βλέπουμε τότε, μη χαθείς.
Τον χαιρέτησε για την ώρα ο Ηρακλής. Τούτον το βασανισμένο τον καφετζή, στην
καρδιά του τον είχε. Σχεδόν σαν παιδί του τον έβλεπε. Γιατί τόσο ήταν ο Παντελής,
συνομήλικος με το Γιώργη, το δεύτερο γιο του. Μπορεί κι ένα χρόνο μεγαλύτερος απ’ τον δικό
του, δεν ήταν σίγουρος. Δεκαεννιά χρονών παλληκαράκι ήταν που ‘φυγε κυνηγημένος απ’ το
χωριό. Κι από τότε, τρεις φορές γύρισε όλες κι όλες. Όταν πάντρεψε τις αδερφές του κι όταν
κήδεψαν τη συχωρεμένη τη μάνα του. Μετά, μαύρη πέτρα έριξε. Ας όψεται ‘κείνος ο άχρηστος,
ο Πέτρος ο Μάγκλης. Που κακό ψόφο να ‘χει, θε’ μου σχώρα με. Μα του χρειάζεται του
κερατά. Πήγε να το σκοτώσει το παιδί. Αλλά έτσι ήταν αυτός εκείνα τα χρόνια, παλληκαράς, με
το κουμπούρι μόνιμα στο ζωνάρι. Ήταν βλέπεις ο εκπρόσωπος της εξουσίας στο χωριό. Της
ειδικής εξουσίας, αυτής των νικητών του εμφύλιου. Ομαδάρχης των ΤΕΑ, θεωρούσε τον εαυτό
του κάτι σαν καπετάνιο του χωριού, στυλοβάτη της εθνικοφροσύνης. Που έπρεπε με κάθε
τρόπο να τσακίσει τα μιάσματα, τους κουμουνιστές. Κι ο Παντελής ήταν ο έρμος καταχω-
ρημένος στα μιάσματα. Δεν έχει σημασία που ήταν δεν ήταν δέκα χρονών την εποχή του
εμφύλιου, φτάνει που ‘ταν ο πατέρας του με τους «άλλους». Ο Χαραλάμπης, ο πατέρας του, ο
γνωστός με το παρατσούκλι Φεριπής, που του το κόλλησαν γιατί, κάθε λίγο και λιγάκι, ότι και
να ‘λεγε, στρίμωχνε στην κουβέντα κι ένα «φερ’ ειπείν», ταίριαζε δεν ταίριαζε. Άλλος καλός κι
αυτός. Παράτησε γυναίκα και τρία παιδιά και βγήκε στο βουνό. Δεν καθόταν στ’ αυγά του, να
κοιτάξει τη φαμελιά του; και να πεις πως δεν είχε τον τρόπο του; και τεχνίτης μαραγκός ήταν,
και τα χωραφάκια του τα είχε. Ούτε τον έπιανε η επιστράτευση που ‘καναν τότε οι αντάρτες,
μεγαλούτσικος ήταν στα χρόνια και είχε και οικογένεια. Κι από πάνω είχε και τα μέσα,
στέλεχος του ΕΑΜ ήταν στην κατοχή, άμα αυτός ήθελε, κανένας δε θα τον κούναγε. Του τα ‘χε
πει ο Ηρακλής κι όχι μία και δύο φορές μόνο, γιατί ήταν καλός άνθρωπος, κι έκαναν καλή
παρέα οι δυό τους. Αλλά τίποτα αυτός, εκεί, για τον αγώνα. Πού πας μωρέ, ποιόν αγώνα, δε

13
βλέπεις τι γίνεται; εδώ είμαστε ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Και τι του απάντησε; Σώσε εσύ το
τομαράκι σου Ηρακλή μου, που είναι πολύτιμο, κι άσε μας εμάς. Άκου κουβέντα. Έτσι ήταν
όμως ο Χαραλάμπης, αγύριστο κεφάλι. Μέχρι το τέλος. Τα ‘μαθε ο Ηρακλής, του τα εξιστό-
ρησε ο Σωτήρης, ένας απ’ τους πολιτικούς πρόσφυγες που γύρισαν τώρα τελευταία. Είχε
συναντήσει λέει τον Φεριπή όταν μαίνονταν οι μάχες στο βουνό, έσερνε τρία μουλάρια με
πυρομαχικά και προσπαθούσε να τα χώσει σε κάτι βράχια, να γλιτώσουν κι αυτά κι ο ίδιος απ’
τ’ αεροπλάνα, που τους γάζωναν. Τ’ ατσάλινα πουλιά έρχονταν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, τα
πολυβόλα τους έκαναν τις πέτρες να σπιθίζουν, οι σφαίρες τσάκιζαν κλαριά και κορμιά.
Απτόητος όμως ο Χαραλάμπης, μόλις είδε το χωριανό του γέλασε πλατιά, «γεια σου σύντροφε
Σωτήρη», φώναξε, «μη φοβάσαι, δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα. Δεν πα’ να στείλουν φερ’
ειπείν όσα αεροπλάνα θέλουν, εμείς είμαστε η ψυχή του λαού, δε θα μας βάλουν κάτω τα
παλιοσίδερα. Στο τέλος η νίκη θα ‘ναι δική μας». Ε ρε καημένε. Μπορεί η ψυχή του λαού να τα
βάλει με τα κανόνια και τ’ αεροπλάνα; αμ δε μπορεί, γιατί έτσι και μπορούσε, οι λαοί, εδώ και
χιλιάδες χρόνια, θα ‘καναν κουμάντο μόνοι τους, δε θα ‘χαν αφεντικά στο σβέρκο τους. Αλλά τι
να πεις στο Χαραλάμπη, αυτός τέτοιος ήταν, με φουσκωμένα τα μυαλά από ιδέες. Γι’ αυτό και
βγήκε στο βουνό, όπου έφαγε με το κουτάλι όλες τις μάχες και τις ατέλειωτες πορείες. Ούτε
γρατζουνιά όμως δεν έπαθε, γλίτωσε απ’ τις σφαίρες και τις μπόμπες, για να δει στο τέλος, προς
μεγάλη του έκπληξη, τα παλιοσίδερα να νικάνε την ψυχή, όπως το ‘χουν συνήθειο. Παρ’ όλο
όμως που στάθηκε τυχερός στο βουνό, δεν ήταν γραφτό του να γυρίσει στην πατρίδα,
αρρώστησε όσο ήταν ακόμα στην Τασκένδη, κι άφησε εκεί τα κοκαλάκια του. Κι αυτός καλά
να πάθει, τον έτρωγε ο κώλος του, οι άλλοι όμως τι έφταιγαν; τρία παιδιά απροστάτευτα, στο
έλεος του κάθε Μάγκλη.
Όση ώρα ήταν στο καφενείο ο Ηρακλής κοίταζε τον Παντελή τις λίγες στιγμές που δεν
είχε δουλειά και μισοκαθόταν σ’ ένα ψηλό σκαμπώ, πίσω απ’ τον πάγκο. Όπως πάντα
σκεφτικός, χαμένος στον κόσμο του. Τι να σκέφτεται άραγε; αναρωτήθηκε. Ακόμα τη
Φωτούλα; Α ρε έρμε Παντελή, δε θα βγάλεις ποτέ τον καημό από μέσα σου;
Η Φωτούλα. Η κόρη του Μάγκλη. Τι κορίτσι ήταν κι αυτό. Κορίτσαρος με τα όλα της,
σωστή κούκλα. Εκείνο το φωτεινό το πρόσωπο, το ασπροκόκκινο, με τα γαλάζια μάτια, εκείνο
το αστραφτερό χαμόγελο, εκείνα τα ξανθά μαλλιά τα πλεγμένα σε κοτσίδα. Η κορμοστασιά
χυτή, περπάταγε καμαρωτή και ψηλοκάπουλη κι έτριζε η γη στο πέρασμά της. Φρεγάδα μ’
ανοιχτά πανιά. Κι από καρδιά; μάλαμα. Όσο άχρηστος και κακορίζικος ήταν ο πατέρας της,
τόσο καλοσυνάτη ήταν αυτή. Άγγελος σωστός, γελαστή και γλυκομίλητη.
Δεν είχε άδικο ο Παντελής που ξετρελάθηκε μαζί της. Την έβλεπε ο δόλιος και τα ‘χανε,
ίσια που τόλμαγε να σηκώσει το βλέμμα πάνω της. Δεκαοχτάχρονος αυτός, στα δεκαεννιά η
Φωτούλα, πίστευε ο έρμος πως ποτέ δε θα του δώσει σημασία. Το σκεφτόταν και του κοβόταν
τα ήπατα. Και να πεις πως ήταν για πέταμα; κάθε άλλο. Την είχε τη θωριά του κι αυτός, και
ψηλός ήταν, και καλοφτιαγμένος, με το μαύρο κορακίσιο του μαλλί και τα γκριζοπράσινα
μάτια. Λεβέντης σωστός. Και μην τον βλέπεις τώρα, πιο άσπρος ήταν τότε, και πιο
γυαλιστερός. Αργότερα μαύρισε έτσι και στέγνωσε το τομάρι του. Ίσως επειδή πρώτα μαύρισε
και στέγνωσε η ψυχή του.
Ένα χρόνο πέρασε στην ίδια κατάσταση, βασανιστήριο σωστό. Δεν κοιμόταν τις νύχτες,
και τη μέρα, όταν δεν είχε δουλειά, έπαιρνε δίπλα τις ραχούλες και τις ρεματιές σαν αλλο-
παρμένος. Κι άμα το ‘φερνε η τύχη να συναντήσει μπρος του τη Φωτούλα, πάθαινε ταραχή, η
καρδιά του χτύπαγε σαν ταμπούρλο. Την κοίταζε με βλέμμα γεμάτο ικεσία, αλλά πού να το

14
προσέξει αυτή. Κορίτσι καθώς πρέπει, έλεγε γρήγορα-γρήγορα μια καλημέρα και προσπέρναγε,
χωρίς να σηκώσει τα μάτια. Τον Παντελή γλωσσοδέτης τον έπιανε, μήτε την καλημέρα δεν
κατάφερνε ν’ αντιγυρίσει, όχι να τολμήσει να πει και κάτι παραπάνω.
Τον έβλεπε η Χαραλαμπίνα, η μάνα του, μια μικρόσωμη γυναικούλα, που μπορεί να τη
βασάνιζαν όλη την ώρα οι πονοκέφαλοι αλλά δεν το ‘βαζε κάτω, στεκόταν εκεί, βράχος, τον
έβλεπε πως δεν ήταν στα καλά του. Δεν είχε όμως καρδιά να ρωτήσει τι τον βασανίζει. Και να
ρώταγε θα της έλεγε; μια φορά κάτι πήγε να πει απ’ έξω-απ’ έξω, αλλά την έκοψε απότομα.
Τίποτα δεν τρέχει μάνα, άσε με ήσυχο.
Έβραζε στο ζουμί του και στην απελπισία του. Όμως ας νόμιζε αυτός, η Φωτούλα είχε
ψυχανεμιστεί το μαράζι του. Ξεφεύγουν κάτι τέτοια απ’ τις γυναίκες; ποτέ, ειδικά αν υπάρχει κι
απ’ τη δική τους τη μεριά ενδιαφέρον. Αισθανόταν την ταραχή του, έβλεπε με την άκρη του
ματιού το παραπονεμένο βλέμμα. Και δεν έμενε αδιάφορη, κάθε άλλο. Αλλά πού να τολμήσει
να δώσει σημάδι, έτρεμε κι αυτή τον πατέρα της. Ο έρωτας όμως δεν μπορεί να κρύβεται για
πάντα, κι όσο μένει ανικανοποίητος, τόσο φουντώνει. Στο τέλος θα νικήσει το φόβο, θα προ-
σπαθήσει να ξεπεράσει τα εμπόδια.
Ήταν απόγευμα της Λαμπρής, την ώρα του χορού, που κατάλαβε ο Παντελής πως η
αγαπημένη του δεν τον περιφρονεί, όπως πίστευε μέχρι τότε. Εκείνα τα χρόνια την Ανάσταση
τη γλένταγαν για τα καλά στο χωριό, δεν αστειεύονταν. Είχε μπει η άνοιξη βλέπεις, τέλειωνε
και η νηστεία, ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεδώσουν και να πάρουν φόρα για τη σκληρή δουλειά
που τους περίμενε όλο το καλοκαίρι. Τρεις μέρες συνέχεια, κάθε απόγευμα, μαζεύονταν όλοι οι
χωριανοί στο προαύλιο της εκκλησιάς και το ‘στηναν στο χορό. Ο γέρο-Τέλιας, δεξιοτέχνης του
κλαρίνου, γνωστός σ’ όλα τα γύρω χωριά και πιο μακριά ακόμα, μέχρι κάτω στον κάμπο, ήταν
στις δόξες του. Φούσκωνε και φύσαγε μ’ όλη του τη δύναμη και το όργανο αναστέναζε. Σύν-
τροφοι καλοί οι δυό Φώτηδες, ο ένας με το λαούτο, ο άλλος με το βιολί, συμπλήρωναν την
κομπανία. Και μαζί τους οι γυναικείες φωνές. Αξεπέραστη χορωδία υψίφωνων, που, χορεύ-
οντας, έπιαναν όλες μαζί τα λόγια του τραγουδιού, ψηλά το κεφάλι και τεντωμένος ο λαιμός, η
φωνή ανέβαινε κι έβγαινε με ένταση, σε τόνους ψηλούς, για να βγαίνει μαζί της κι ο καημός,
που μαζεύεται στάλα-στάλα και μπορεί να σε κάνει να πλαντάξεις.
Εκεί ήταν λοιπόν, εκείνη τη Λαμπρή, το πρώτο κιόλας απόγευμα του χορού, που ο
Παντελής αναζητώντας με το βλέμμα τη Φωτούλα την έπιασε να ‘χει καρφωμένα τα μάτια της
πάνω του. Και μόλις την είδε δε χαμήλωσε αμέσως τα βλέφαρα αυτή, δεν έστρεψε αλλού το
κεφάλι, συνέχισε μόνο να τον κοιτάει για λίγες στιγμές. Του φάνηκε κιόλας πως ένα αχνό χαμό-
γελο φώτιζε ακόμα πιο πολύ το πρόσωπό της, δεν ήταν σίγουρος όμως, αφού δεν μπορούσε πια
να δει καθαρά, σαν να χάθηκαν όλα από μπροστά του, οι χωριανοί, ο κύκλος του χορού, ο
Τέλιας με το κλαρίνο, ο πλάτανος της εκκλησιάς.
-Πώς δε λιγοθύμισα μπάρμπα, θαύμα είναι, έλεγε στον Ηρακλή αργότερα, όταν απο-
φάσισε να του ανοίξει την καρδιά του.
Έτσι άνοιξαν οι ουρανοί της αποκάλυψης για τον ερωτευμένο. Δεν ήταν μέρα από τότε
που να μη βρει τρόπο να περάσει απ’ το σοκάκι της Φωτούλας. Το Μαγκλέϊκο ήταν ένα παλιό
διώροφο σπίτι, πέτρινο όπως όλα στο χωριό, μ’ ένα φαρδύ ξύλινο μπαλκόνι που έπιανε ολάκερη
τη μια του πλευρά. Ήταν απ’ τα ελάχιστα παλιά σπίτια, χτισμένο πριν τον πόλεμο. Βλέπεις αυτό
δεν το ‘χε κάψει ο στρατός το σαράντα οχτώ, τότε που πυρπόλησε όλα τα ορεινά χωριά, για να
μη βρίσκουν καταφύγιο οι αντάρτες. Ε, δε θα ‘καιγαν και τα σπίτια των «δικών τους».

15
Πέρναγε λοιπόν ο Παντελής απ’ το σοκάκι που ‘ταν το Μαγκλέϊκο, κι όλο είχε το νου
του, ένα αλλόκοτο αίσθημα τον βασάνιζε πως το μαντρόσκυλο ο Μάγκλης, αόρατος, παρα-
κολούθαγε κι ήξερε τα πάντα. Τον είχε από φόβο αυτόν τον αγριάνθρωπο. Όχι μόνο τώρα
τελευταία, που ερωτεύτηκε την κόρη του, από μικρός τον έτρεμε. Είχε φωλιάσει μέσα του ο
φόβος από ‘κείνη τη βραδιά, που τους χτύπησε την πόρτα. Άλλη ιστορία κι αυτή. Δώδεκα
χρονών παιδί ήτανε. Τα χρόνια που μόλις είχαν γυρίσει στο χωριό, τότε που πάλευαν να ξανα-
φτιάξουν το καμένο τους σπίτι. Καλά-καλά τελειωμένο δεν το ‘λεγες, αλλά είχαν τουλάχιστον
καταφέρει να τρυπώσουν το κεφάλι τους. Αυτός, με τη μάνα του και τις δυό μικρότερες
αδερφές του. Ακόμα τότε δεν ήξεραν τίποτα για τον πατέρα του, πού βρίσκεται, ζει, σκοτώθηκε,
ιδέα δεν είχαν. Αργότερα, πολύ αργότερα μάθανε νέα του, όταν άρχισαν να ‘ρχονται γράμματα
απ’ το «παραπέτασμα». Όμως τότε, στις αρχές, που «επαναπατρίστηκαν», όπως έλεγε η
επίσημη ορολογία, κανένας δεν ήξερε τι είχε απογίνει, ούτε αυτός, ούτε οι άλλοι νέοι του
χωριού που πήγαν αντάρτες. Μονάχα κάτι περίεργες φήμες κυκλοφόραγαν. Μία απ’ αυτές
μάλιστα ήθελε το Χαραλάμπη, άκουσον-άκουσον, να τριγυρίζει λέει ακόμα στα βουνά, και
μάλιστα επί κεφαλής αντάρτικης ομάδας. Το όπλο παρά πόδα δεν είχε πει η ηγεσία;
Εκείνο το καταραμένο βράδι η Χαραλαμπίνα με τα παιδιά της είχαν από ώρα από-
κοιμηθεί, όταν ελαφρά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα και μια φωνή ψιθυριστή.
-Κυρά Χαραλαμπίνα, κυρά Χαραλαμπίνα.
Πετάχτηκε αλαφιασμένη η δόλια, σκούντηξε και το γιό της, τον ξύπνησε. Τόσο μικρός,
αλλά έπρεπε να σηκώνει, μαζί με τη μάνα, τα βάρη της οικογένειας. Μοναδικός σερνικός
βλέπεις, σε ποιόν άλλον να στηριχτεί κι αυτή; Στάθηκαν πίσω απ’ την πόρτα κρατώντας την
ανάσα τους. Τα χτυπήματα ξανακούστηκαν.
-Ποιος είναι; κατάφερε να ψελλίσει.
-Άνοιξε κυρά-Χαραλαμπίνα, αντάρτες είμαστε. Μας στέλνει ο Χαραλάμπης για ψωμί.
Της λύθηκαν τα γόνατα. Να τους πιστέψει; απίθανο της φαινόταν. Αλλά κι αν ήταν
αλήθεια; η ελπίδα να μάθει νέα για τον άντρα της θέριεψε μέσα της. Έψαξε στα τυφλά το
καντήλι και τα σπίρτα, το άναψε, κοιτάχτηκαν με τον Παντελή.
-Θ’ ανοίξω, είπε. Κι ότι γίνει.
Σήκωσε το μάνταλο, μισάνοιξε λιγάκι την πόρτα. Ίσια που πρόλαβε ο Παντελής να
διακρίνει το αγριεμένο μούτρο του Μάγκλη, που φύσηξε απότομα κι έσβησε το καντήλι. Όπως
το φώτισε σαν αστραπή η φλόγα που τρεμόπαιζε, αλλόκοτο και άγριο πολύ του φάνηκε. Δεν
είχε καιρό όμως για χάσιμο, έσπρωξε μ’ όλη του τη δύναμη, έκλεισε την πόρτα, κι η μάνα του
ξανάβαλε το μάνταλο στη θέση του.
Πού να κλείσουν μάτι μετά. Όλη νύχτα ξάγρυπνοι, με το αυτί στημένο. Έφαγαν τα
λυσσακά τους οι παλιάνθρωποι, ποιος ξέρει τι άλλο μπορούσαν να σκαρφιστούν. Πάντως ο
Μάγκλης ενημέρωσε την άλλη μέρα τον ενωμοτάρχη της περιοχής, έτσι κι έτσι η Χαραλαμπίνα,
αν δεν έχει «επαφές» με τον άντρα της, τότε πώς και μας άνοιξε την πόρτα;
Τέτοια γίνονταν εκείνα τα άγρια χρόνια, γι’ αυτό ο φόβος, όσο και να πεις, ήταν
φωλιασμένος μέσα του. Με την ψυχούλα του να τρέμει λοιπόν, πλησίαζε κάθε φορά στο
Μαγκλέϊκο. Δε γινόταν όμως να κάνει αλλιώς, μια μέρα να μην έβλεπε τη Φωτούλα, του
φαινόταν θα τρελαθεί. Κι αυτή έβγαινε τ’ απομεσήμερο στο μπαλκόνι, ο καιρός είχε γλυκάνει
για τα καλά πια, καθόταν κοντά στον τοίχο, για να μην τη χτυπάει ο ήλιος που έγερνε αγάλι-
αγάλι, και κένταγε. Το ‘ξερε ο Παντελής πως γι’ αυτόν έβγαινε, το βλέμμα της καθαρό, τον
κοίταζε ίσια στα μάτια χωρίς να χαμηλώνει, κάλεσμα σωστό.

16
Θα ‘χε περάσει ένας μήνας απ’ την Πασχαλιά, Παρασκευή απόγευμα ήτανε, ο ήλιος
κόντευε να βασιλέψει. Καβαλίκεψε ο Παντελής το μουλάρι τους, τον Κίτσο, να πάει να
φορτώσει τριφύλλι. Είχε κόψει το πρώτο χέρι πριν μέρες, ο καιρός πήγε καλά και δεν έβρεξε
όσο το ‘χε απλωμένο, είχε πια ξεραθεί, ήταν έτοιμο για τον αχυρώνα. Θα το φόρτωνε με το
σούρουπο, που μαλακώνει και δεν τρίβεται.
Περνώντας τη ρεματιά, εκεί που άρχιζε ν’ ανηφορίζει το μονοπάτι, είχε ένα χωράφι κι ο
Πέτρος ο Μάγκλης. Εκεί είχε βγάλει από νωρίς η Φωτούλα τις κατσίκες τους, να τις βοσκήσει.
Καθόταν στην άκρη του χωραφιού, πάνω σ’ ένα σωρό από πέτρες, με την πλάτη γυρισμένη στο
μονοπάτι κι είχε το νου της, μη τυχόν ξεφύγουν τα ζωντανά και φάνε τις μικρές καστανιές, θα
τη σκότωνε ο πατέρας της. Τσιμπολογούσαν αυτές τρυφερά βλαστάρια από βάτα και αγρι-
άμπελη, κλαρωμένες στην όχθη του ποταμού, που κατέβαινε απ’ την άκρη του χωραφιού
απότομα, πολλά μέτρα κάτω, καλυμμένη με πυκνή βλάστηση. Βάτα, αγριάμπελη, φτέρες, μικρά
πλατάνια εδώ κι εκεί. Ζούγκλα σωστή.
Την είδε ο Παντελής από μακριά, πριν περάσει το ρέμα, κι η καρδιά του πετάρισε. Μια
γλυκιά ταραχή τον κυρίεψε, ήξερε πως τώρα ήταν η ευκαιρία, αλλά και πάλι, άμαθος και
ντροπαλός καθώς ήταν, δείλιαζε. Για μια στιγμή του ‘ρθε να γυρίσει πίσω. Ο Κίτσος όμως δεν
είχε τους δισταγμούς του αφεντικού, ούτε θα καθόταν να τον περιμένει ν’ αποφασίσει. Ακολου-
θώντας το γνώριμο μονοπάτι πέρασε το ρέμα κι άρχισε ν’ ανηφορίζει στην απέναντι πλευρά. Τα
πέταλά του χτύπαγαν στον κακοτράχαλο τόπο, άκουσε η Φωτούλα το ποδοβολητό, γύρισε το
κεφάλι, τον είδε. Κοκκίνισε λίγο ή του φάνηκε; αυτός πάντως θα ‘θελε ν’ ανοίξει η γη και να
τον καταπιεί. Δεν άνοιγε όμως, ο Κίτσος προχώραγε σταθερά, έφτασαν κοντά. Τράβηξε ο
Παντελής το καπίστρι, το μουλάρι στάθηκε, κι όπως σηκωνόταν η Φωτούλα, κατάφερε να
ψιθυρίσει με φωνή που δεν τη γνώριζε ούτε ο ίδιος.
-Καλησπέρα Φωτούλα.
-Καλησπέρα Παντελή.
Όλα έγιναν αυτόματα πια, αόρατο χέρι τον οδηγούσε. Σαν υπνωτισμένος πήδηξε απ’ το
μουλάρι, καβάλησε και την ξερολιθιά του χωραφιού, πλησίασε.
-Φωτούλα ….
Δεν μπορούσε να πει τίποτ’ άλλο. Αλλά και δε χρειαζόταν, τα μάτια τα ‘λεγαν όλα.
Άπλωσε σιγά-σιγά τα χέρια κι έπιασε τα δικά της. Σαν ν’ άκουσε μέσα απ’ το άγγιγμα τους
χτύπους της καρδιάς της. Ή ήταν μόνο η δική του που κλώτσαγε στο στήθος του; Σήκωσε το
χέρι, άγγιξε τα ξανθά μαλλιά και το χέρι του τσουρουφλίστηκε. Η Φωτούλα έκλεισε τα μάτια,
έσκυψε αργά ο Παντελής, τα χείλη ήταν έτοιμα να σφραγίσουν την υπόσχεση της αγάπης.
Δεν πρόλαβε όμως. Πριν τα χείλη ενωθούν ξέσπασε η καταστροφή. Σαν ουρλιαχτό
αγριμιού ακούστηκε η φωνή του Πέτρου του Μάγκλη.
-Μπάσταρδε, θα σε σκοτώσω.
Τινάχτηκε ο Παντελής, ίσια που πρόλαβε να δει με την άκρη του ματιού του τον πατέρα
της Φωτούλας ν’ ανεβαίνει το μονοπάτι, βγάζοντας από την τσέπη το πιστόλι. Το αγριεμένο
μούτρο, που φωτιζόταν αλλόκοτα στο φως του καντηλιού, σαν να άστραψε για μια στιγμή
μπροστά του. Ο φόβος που είχε μέσα του, θέριεψε μεμιάς, τον κυρίεψε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα
έτρεξε στην άκρη του χωραφιού, σαλτάρησε στον όχτο και κουτρουβαλώντας στα βάτα έφτασε
κάτω στο ρέμα και χάθηκε μέσα στα πλατάνια.

17
Ο Μάγκλης πήγε κοντά στην κόρη του αφρίζοντας απ’ το κακό του και της άστραψε δυό
χαστούκια. Το μούτρο του παραμορφωμένο απ’ το μίσος, έλεγες θα του ‘ρθει κόλπος. Στο τέλος
κατάφερε ν’ ανοίξει το στόμα του και να μουγκρίσει.
-Άτιμη, μ’ αυτόν τον παλιοκουκουέ; σε σφάζω καλύτερα.
Ο θυμός τον έπνιγε, κλώτσαγε ότι έβρισκε μπροστά του, δεν ήξερε πού να ξεσπάσει τη
λύσσα του. Βλέποντας το μουλάρι του Παντελή να στέκει ακόμα στην ίδια θέση, αδιάφορο για
τα ανθρώπινα δράματα, πήγε κοντά, σήκωσε το πιστόλι και το πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο
καψερός ο Κίτσος, μουλάρι του Ελληνικού στρατού με το χαρακτηριστικό νούμερο σταμπα-
ρισμένο στο λαιμό, που γλίτωσε απ’ τα κανόνια στα βουνά της Αλβανίας, έπεσε μεμιάς άψυχος
πάνω στις πέτρες, θύμα τυφλής ανθρώπινης μισαλλοδοξίας.
Από τότε έκλεισε τη Φωτούλα στο σπίτι και παράγγειλε στη μάνα του Παντελή να μην
τον βρει μπροστά του, δεν έχει ζωή. Για το μουλάρι διέδωσε πως το σκότωσε γιατί του ‘φαγε
τάχα τις καστανιές. Ψωρομάδησε κιόλας μερικές, ξεκόλλησε τα μπόλια που τα ‘χε και καμάρι,
για να γίνεται πιστευτός. Έπρεπε βλέπεις να κρυφτεί η αλήθεια, να προστατευτεί η τιμή της
οικογένειας.
Ο Παντελής έπεσε να πεθάνει. Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε την ψυχή του. Πότε-πότε επα-
ναστατούσε μέσα του κι έκανε σχέδια, πως θ’ αψηφήσει λέει το θηρίο, πως θα κλέψει την καλή
του και θα φύγουν, θα εξαφανιστούν από προσώπου γης. Σχέδια ήταν μόνο, όνειρα απατηλά,
που, κατά βάθος, ήξερε πως ποτέ δε θα τα πραγματοποιήσει. Και τότε τον κυρίευε η απόγνωση.
Όσο και να προσπαθούσε να τον συνεφέρει η καψερή η Χαραλαμπίνα, που θέλοντας και μη της
τα ‘μολόγησε, δεν το κατάφερνε.
Ο Μάγκλης, επειδή είχε και το φόβο μην αρχίσει κάνα σούσουρο, φρόντισε σε δυό
μήνες ν’ αρραβωνιάσει τη Φωτούλα. Τότε ήταν που ο Παντελής, χάνοντας πια κάθε ελπίδα,
παράτησε το χωριό και κατέβηκε στην Αθήνα. Είχε βαρεθεί κιόλας να φοβάται όλη την ώρα
ακόμα και τον ίσκιο του, να περπατάει με το φόβο πως θα συναντήσει το δράκουλα. Ο Θανάσης
του βρήκε τη δουλειά σε τούτο το καφενείο, που ήταν κοντά στο υπόγειο με τα βούτυρα. Από
τότε η ζωή του κυλάει, είκοσι τρία συναπτά έτη τώρα, απελπιστικά ίδια και μονότονη.
Μοναδικό διάλειμμα το στρατιωτικό του. Αλλά κι εκεί δεν ξέφυγε απ’ τη μονοτονία, τον
περισσότερο καιρό τον καφετζή έκανε.
Όσο για τον Κίτσο, έκανε μια προσπάθεια η Χαραλαμπίνα, πήρε τηλέφωνο τον
αστυνόμο να καταγγείλει το Μάγκλη που της τον σκότωσε, αυτός όμως ήταν κιόλας μιλημένος,
της τα παράστησε όπως ήθελε, της είπε πως πρέπει μόνη της να βρει δικηγόρο και να κάνει
μήνυση. Τρέχα γύρευε, βουνό της φαινόταν όλα τούτα της γυναικούλας. Τα παράτησε λοιπόν,
μιας και μέσα της δεν πίστευε κιόλας πως θα καταφέρει να βρει ποτέ το δίκιο της.
Οι γάμοι της Φωτούλας έγιναν γρήγορα, παντρεύτηκε σε άλλο χωριό, έφυγε. Πήρε για
άντρα της το γιο ενός παλιού «συναγωνιστή» του Μάγκλη. Από τότε που γύριζαν οι δυό τους
μαζί, με τις συμμορίες των ΜΑΥδων, είχαν δώσει λόγο πως θα παντρέψουν τα παιδιά τους.
Ήταν περήφανος για το φίλο του το Γιάννη, δεν ήταν όποιος κι όποιος αυτός, ήταν υπαρχηγός
στην ομάδα και έμπιστος του αρχηγού. Αφού να φανταστείς, αργότερα, που τον στρίμωξαν το
Γιάννη οι αντάρτες και τον σκότωσαν, έκλαιγε η χήρα του στην κηδεία, και οδυρόταν, αχ
Γιάννη μου, ποιος θα κυβερνήσει τώρα την Ελλάδα; τόσο «σπουδαίος» ήταν. Πήγε λοιπόν ο
Μάγκλης και βρήκε τη χήρα, της είπε για την αμοιβαία υπόσχεση που είχαν δώσει κάποτε με το
μακαρίτη, έκλεισε το προξενιό. Κατά βάθος βέβαια δεν το ήθελε, μιας και σκοτώθηκε ο Γιάννης
δεν αισθανόταν υποχρεωμένος να κρατήσει το λόγο του. Ούτε είχε σκοπό να το κάνει αν δεν

18
ερχόταν έτσι τα πράγματα. Άλλωστε ο γαμπρός δεν ήταν και κανένα κελεπούρι, καλό παιδί
ήταν, δε λέει, και «δικό τους» παιδί, αλλά, πώς να το κάνουμε, ένας άνθρωπος της σειράς ήταν,
τίποτα το ξεχωριστό, ο Μάγκλης είχε μεγαλύτερα όνειρα για την κόρη του. Τώρα όμως δε
χώραγε αναβολή, πού να ψάχνει για την καλύτερη τύχη. Προτίμησε τη σίγουρη.
Στο χωριό, όπως είπαμε, ο Παντελής τρεις φορές γύρισε όλες κι όλες. Πάλι καλά που
πάντρεψαν τα κορίτσια πριν η δόλια η Χαραλαμπίνα κλείσει τα μάτια. Ήταν οι μόνες στιγμές,
από τότε που ‘φυγε ο άντρας της, που της έδωσε κι αυτής η ζωή κάποια χαρά. Ευτυχώς, ούτε το
θάνατο του Φεριπή πρόλαβε να μάθει, έφυγε πριν απ’ αυτόν. Απαλλάχτηκε έτσι μια και καλή
απ’ τους πονοκεφάλους της κι απ’ τον καϋμό για το γιό της, που έμενε μόνος μακριά της, και
δεν έλεγε να νοικοκυρευτεί κι αυτός.
Τη Φωτούλα δεν την ξανά ‘δε ποτέ ο Παντελής. Όταν όμως το αφεντικό του, ο
καφετζής, τον γυρόφερνε να τον παντρέψει με μιαν ανιψιά του, αυτός αρνήθηκε επίμονα. Από
‘δω τον είχε, από ‘κει τον είχε, ξόμπλιαζε την υποψήφια νύφη, έταζε και κάποια προικούλα,
τίποτα αυτός. Ανένδοτος. Χωρίς να δίνει και κάποια εξήγηση. Μέσα του όμως ήξερε το λόγο.
Ζούσε με την ανάμνηση του έρωτά του κι ας μην είχε προλάβει ούτε το πρώτο φιλί. Έτσι το
έβλεπε, σαν κάτι το ευγενικό και το ανώτερο, ένα άπιαστο ιδανικό. Φανταζόταν κιόλας πως και
η Φωτούλα τα ίδια θα ένιωθε, μπορεί να την πάντρεψαν χωρίς να τη ρωτήσουν, η καρδιά της
όμως ήταν δοσμένη σ’ αυτόν. Ήταν σίγουρος. Δεν έπρεπε λοιπόν να προδώσει ποτέ αυτόν τον
έρωτα, ήταν θέμα τιμής. Στο τέλος βαρέθηκε και το αφεντικό να τον πιέζει, βρέθηκε άλλος
γαμπρός για την ανιψιά, τον παράτησε στην ησυχία του. Κι όταν βγήκε στη σύνταξη, του άφησε
και το καφενείο. Με το αζημίωτο βέβαια, δεν του το χάρισε. Τον βοήθησε τότε οικονομικά ο
Ηρακλής για να το πάρει, είχε κάτι λεφτουδάκια ο Παντελής αλλά δεν έφταναν, πόσα να
μαζέψει κι αυτός; κι ας ζούσε σαν ασκητής, είχε βλέπεις παντρέψει και τις αδερφές του, πάλι
καλά να λες. Χρειάστηκε λοιπόν βοήθεια, κι ο Ηρακλής του την έδωσε πρόθυμα. Γιατί το ‘χε
το κομποδεματάκι του, και δάνειζε σ’ όσους είχαν ανάγκη. Με το απαραίτητο διάφορο βέβαια,
δεν είχε δα ανοίξει κάνα φιλανθρωπικό ίδρυμα, ούτε είχε ισχυριστεί ποτέ πως ήταν άγιος. Αλλά
δεν έγδερνε και τον κοσμάκη, τα πάντα ήταν μέσα σε λογικά όρια. Τώρα, αν έτυχε και πήρε το
χωραφάκι εκείνου του αχαΐρευτου του Τασιούλα, τι έφταιγε αυτός; ας του ξοφλούσε το χρέος,
να μην του το πάρει. Αφού δεν το ξόφλησε, τι να κάνει ο Ηρακλής; υποθήκη ήταν το χωραφάκι,
έτσι γίνονται οι δουλειές, πρέπει κι ο δανειστής να ‘ναι εξασφαλισμένος. Στο κάτω-κάτω δεν
του τα ‘δωσε με το ζόρι τα λεφτά του Τασιούλα, αυτός πήγε παρακαλώντας. Ας έκανε λοιπόν τα
κουμάντα του. Στον Παντελή πάντως έκανε μιαν εξαίρεση και τα ‘δωσε χωρίς τόκο. Για χάρη
του Χαραλάμπη, που ήταν κάποτε φίλοι; ποιος ξέρει. Όποτε μπορέσεις μου τα δίνεις, του είπε
μονάχα, και για το χαρτί που υπόγραψαν, ο Παντελής ήταν που επέμενε, ο Ηρακλής του ‘λεγε
πως δε χρειάζεται, έχει εμπιστοσύνη. Πώς λοιπόν να μην του έχει υποχρέωση ο καφετζής;
μεγάλη υποχρέωση είχε, τόση που αισθανόταν πως ποτέ δε θα την ξεπλήρωνε. Όχι οικονομικά,
αυτό το ‘χε κιόλας ταχτοποιήσει, είχε επιστρέψει τα δανεικά. Το θέμα ήταν ηθικό. Δεν ήταν
μικρό πράγμα, αυτουνού ποτέ κανένας δεν του στάθηκε, πάντα στους κατατρεγμένους ήταν.
Μόνο ο Θανάσης, που του βρήκε τη δουλειά (και είχε και σ’ αυτόν μεγάλη υποχρέωση) και ο
Ηρακλής. Που δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά, μόλις του έκανε λόγο για την ανάγκη του δε
δίστασε, ρώτησε μόνο πόσα του χρειάζονται. Ούτε που τον ένοιαξε για τον κίνδυνο να χάσει τα
λεφτά του, γιατί τι εξασφάλιση να του ‘δινε ο Παντελής; Ας είναι καλά ο άνθρωπος. Τότε ήταν
που του άνοιξε και την καρδιά του, του εξιστόρησε με το νι και με το σίγμα όλα τα καθέκαστα.

19
Πήρε λοιπόν τον καφενέ και συνέχισε τη μονότονη ζωή του, αφεντικό του μοναχικού
του εαυτού. Ούτε υπάλληλο πήρε, μόνος του το κουμαντάριζε, απ’ τ’ άγρια χαράματα μέχρι το
βράδυ. Η μόνη αλλαγή που έκανε ήταν στην ταμπέλα: «Καφενείον Ο ΕΛΑΤΟΣ». Μια
ακαθόριστη υποψία δροσιάς, ανάσα μαζί και νοσταλγία, μια ψευτοαπόπειρα απόδρασης απ’ την
γκρίζα πόλη και την γκρίζα του ζωή.

20
- 3 -

Το σπίτι του Πάνου του Καναβρά ήταν ένα ευρύχωρο ρετιρέ, σχεδόν στο κέντρο του
Χαλανδρίου, δυό τετράγωνα μακριά απ’ την πλατεία. Τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει και σ’
αυτό το ήσυχο προάστιο η επέλαση της αντιπαροχής, το αδηφάγο τέρας κατάπινε το ένα μετά
το άλλο τα μικρά ισόγεια και διώροφα σπιτάκια, με τα κεραμίδια τους, τις αυλές τους και τις
πρασινάδες τους. Στη θέση τους πήραν να φυτρώνουν τσιμεντένια κουτιά, με πολλούς ορόφους.
Σε μια απ’ αυτές τις καινούργιες πολυκατοικίες, που την έχτισε μάλιστα ο ίδιος, μετακόμισαν
εδώ και τρία χρόνια, άφησαν επί τέλους το πατρικό της Κατίνας στο Αιγάλεω. Ποιο Αιγάλεω
δηλαδή, στην Άνω Λιούμη ήταν, δίπλα στη μάντρα του μπαρουτάδικου. Ένα χαμόσπιτο. Μωρέ
θα το ‘χε γκρεμίσει κι αυτό ο Πάνος από καιρό, από τότε που ανακατεύτηκε με τις οικοδομές
όλο και το γυρόφερνε, αλλά έχε χάρη που δεν ήταν ολόκληρο δικό τους, για να το κάνει αυτός
ότι θέλει. Το ‘χε δώσει στην Κατίνα ο Αντώνης, ο πατέρας της, προσωρινά, για να μένει τότε
που παντρεύτηκε. Εν είδει προικός δόθηκε αυτή η προσωρινή διαμονή, γιατί άλλη προίκα δεν
υπήρχε. Πώς να μαζέψει προίκα ο κακομοίρης ο Αντώνης; με το ένα μεροκάματο που έπαιρνε
απ’ το εργοστάσιο στα λιπάσματα; ούτε να τους ταΐσει δεν έφτανε, που λέει ο λόγος, πέντε
νοματαίους, όχι να μείνει και κάτι στην άκρη για προίκες. Ευτυχώς, ο αδερφός του Αντώνη, που
είχε το μισό μεράδι του σπιτιού, δεν είχε αντίρρηση να μείνει εκεί η Κατίνα με τον άντρα της.
Όχι για πάντα όμως, προσωρινά, μέχρι να δούνε πώς θα βολευτούν καλύτερα. Γι’ αυτό και δεν
μπορούσε ο Πάνος να το κάνει ότι θέλει το χαμόσπιτο, υπήρχαν ένα σωρό ιδιοκτήτες στη μέση,
καθ’ ένας με το μερτικό του και τις ιδιοτροπίες του, αδέρφια, ξαδέρφια, πού να βγάλει άκρη με
όλους αυτούς.
Αυτό το προσωρινά κράτησε δεκαεφτά χρόνια. Μια ζωή. Εκεί κοντά έγινε ο γάμος τους,
στον Άγιο Σπυρίδωνα. Στο ίδιο μέρος που είχε γνωρίσει την Κατίνα, τότε που δούλευε ακόμα
μεροκαματιάρης στο βενζινάδικο, στην Αθηνών-Καβάλας, και πάσκιζε να βάλει στην άκρη
κάνα φιλοδώρημα. Εκεί μεγάλωσαν και τα παιδιά τους, παίζοντας στους δρόμους και τις αλάνες
της γειτονιάς. Τα δυό τους βλαστάρια. Που τους έδωσε τα ονόματα των γονιών του, Ηρακλής
και Αναστασία, α, όλα κι όλα, σ’ αυτό το θέμα δε σήκωνε κουβέντα. Αυτός ήταν ο αρχηγός της
οικογένειας. Δεν πα’ να μουρμούριζε η Κατίνα, πως δικαιούται κι αυτή να βάλει τη μάνα της, δε
θα χάλαγε ο Πάνος την παράδοση, ν’ ακούει και κουβέντες, πως τον κάνει η γυναίκα του ότι
θέλει. Την άφησε να μουρμουράει, είπε, είπε, στο τέλος της πέρασε, το κατάπιε και ησύχασε.
Δεκαεφτά χρόνια στο χαμόσπιτο, όλο έλεγαν να φύγουν κι όλο δεν έφευγαν, άντε να
στρώσουν καλύτερα οι δουλειές του Πάνου, να φτιάξουν λίγο τα οικονομικά, αναβολή στην
αναβολή, τα χρόνια πέρασαν. Κι όταν επί τέλους το πήραν απόφαση, τα παιδιά τσίνησαν. Δεν
ήθελαν ν’ αφήσουν τη γειτονιά τους, καλά ήταν βολεμένα με τις παρέες τους. Τώρα όμως αυτή
που δε σήκωνε κουβέντα ήταν η Κατίνα, δε θα κλώτσαγε την ευκαιρία, φτάνει που το απο-
φάσισε ο Πάνος. Τους το ξέκοψε, θα πάμε στο Χαλάνδρι, περιοχή καθώς πρέπει, βαρέθηκα εδώ
πέρα, που ούτε λίγη άσφαλτο στο δρόμο δε λένε να ρίξουν, μας έχουν φάει πότε η σκόνη και
πότε η λάσπη. Χώρια που θα ‘χουμε και τις ανέσεις μας, δεν έχετε δει το διαμέρισμα γι’ αυτό

21
μιλάτε, η οικοδομή είναι καινούργια, ο πατέρας σας την έφτιαξε, δε θα πάρουμε γουρούνι στο
σακί. Μετακομίζουμε, τελεία και παύλα. Έτσι βρέθηκαν στο ρετιρέ, τελευταίος όροφος, δεν
είχαν κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι τους. Το διαμέρισμα ήταν άνετο, με όλα τα κομφόρ, σαλο-
τραπεζαρία μεγάλη, κουζίνα σύγχρονη, τα υπνοδωμάτια με ντουλάπες εντοιχισμένες. Τα παιδιά
είχαν καθ’ ένα το δικό του δωμάτιο, είχαν τις ανέσεις τους, συνήθισαν αμέσως τη νέα κατά-
σταση. Κι η μάνα τους, όσο και να πεις, ένα καμάρι το είχε. Πέταξε την παλιατσαρία, στόλισε
το νέο της σπίτι όπως αυτή το ‘χε στο μυαλό της από χρόνια, πήρε καινούργια έπιπλα,
κουρτίνες, χαλιά, γέμισε τον τόπο μπιμπελό, κορνίζες και διάφορα στολίδια. Δεν ξέρετε ‘σεις,
έλεγε, το σπίτι δεν πρέπει να φαίνεται άδειο. Και δώσ’ του κουβάλαγε κάθε λίγο και λιγάκι ότι
έβρισκε που να της γυάλιζε στο μάτι.
Και στον Ηρακλή όμως άρεσε η νέα τους γειτονιά. Ήσυχη και κεντρική μαζί, η πλατεία
κοντά, του θύμιζε περισσότερο πλατεία επαρχιακής πόλης, που ο κόσμος γνωρίζεται λίγο πολύ
και χαιρετούν ο ένας τον άλλον. Καθώς ανακάλυψε μάλιστα εκεί πιο πέρα τον πατριώτη του το
ζαχαροπλάστη, τον κυρ-Αλέκο, την εκτίμησε ακόμα πιο πολύ. «Ζαχαροπλαστείον ΤΟ
ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ». Γωνιακό, με τζαμαρίες, μοσχομύριζε βούτυρο και κανέλλα απ’ το
πεζοδρόμιο, πριν ακόμα μπεις μέσα. Οι βιτρίνες των ψυγείων γεμάτες με ότι γλυκό έβαζε ο νους
σου. Είχε και λίγα τραπεζάκια, μικρά, με στρογγυλό μάρμαρο και σιδερένια πόδια, καθόταν ο
Ηρακλής να πιει καφέ, έστηνε κουβέντα με τον πατριώτη που πηγαινοερχόταν, έτρωγε και
κανένα μπακλαβά, που ήταν η αδυναμία του. Φεύγοντας πάντα κάτι θα ψώνιζε, να φιλέψει τα
παιδιά. Και τη νύφη βέβαια, ποτέ δεν την ξέχναγε.
Εκείνη τη μέρα η Κατίνα περίμενε πώς και πώς τον πεθερό της να γυρίσει, την έτρωγε η
αγωνία να μάθει, τι απόκανε με τον Καράμπελα, κατάφερε τίποτα; αλλά η ώρα πέρναγε και δεν
έλεγε να φανεί, πού διάολο είναι όλη μέρα; αμάν κι αυτός, άμα πάρει τους δρόμους δε λέει να
μαζευτεί. Πού βρίσκει τα κουράγια, γέρος άνθρωπος, δεν μπορώ να καταλάβω.
Ο Ηρακλής όμως δεν είχε την πρεμούρα της νύφης του για να γυρίσει στο σπίτι. Έφαγαν
με το φίλο του μεσημεριανό με την ησυχία τους, έκατσαν μετά και για καφεδάκι, πέρασε η ώρα.
Στο τέλος αποχαιρετίστηκαν, είπαν πως θα ξαναβρεθούν οπωσδήποτε μέχρι να φύγει πάλι για
το χωριό, τον είδε που έμπαινε στο ταξί για το σπίτι του. Δεν άντεχε πάλι τα λεωφορεία, είπε ο
Θανάσης, άλλωστε στα Σεπόλια έμενε, δεν ήταν μεγάλη η διαδρομή, λίγα θα ‘γραφε το
ταξίμετρο. Πάντα στα Σεπόλια, πενήντα χρόνια τώρα δεν είχε αλλάξει γειτονιά. Στον πόλεμο
μόνο την άφησε και γύρισαν στο χωριό, για να μην πεθάνουν της πείνας. Αυτή ήταν όμως
έκτακτη κατάσταση, είχε κλείσει και η επιχείρηση, πού να βρεθούν τα υλικά για να δουλέψουν,
τα μάζεψαν όλοι κι έφυγαν. Ακόμα και το αφεντικό, στο χωριό βρήκε καταφύγιο κι αυτός.
Οικογενειακώς, ας ήταν καλά ο αδερφός του, που τους φιλοξένησε. Μετά την κατοχή όμως,
που γύρισαν στην Αθήνα, πάλι στα Σεπόλια νοίκιασαν. Αργότερα κατάφεραν να πάρουν και
διαμέρισμα δικό τους, στην ίδια πάντα περιοχή, την είχαν μάθει πια, εδώ ήταν η γειτονιά τους,
πού αλλού να πάνε.
Έφυγε λοιπόν ο Θανάσης, ο Ηρακλής όμως δεν τράβηξε για τη στάση του λεωφορείου,
όχι, μετά τα ουζάκια στου Παντελή και το κρασάκι στην ταβέρνα, μια γλυκιά ζάλη τον είχε
κυριέψει. Άλλα λοιπόν τραβούσε τώρα η ψυχή του. Στο πρώτο περίπτερο που βρήκε σταμάτησε
για ένα τηλεφώνημα. Περίμενε λιγάκι, τρία κουδουνίσματα, στο τέταρτο άκουσε τη φωνή της
Μελίνας να ηχεί στ’ αυτιά του σαν μουσική. Ναι, ελεύθερη ήταν, μπορούσε να τον δεχτεί, είπε
η Μελίνα, και η μουσική έγινε ουράνια μελωδία.

22
Η Μελίνα ήταν το μυστικό του. Μόνο με τον Παντελή το μοιραζόταν. Ένα μυστικό
γλυκό και στρουμπουλούδικο, που μπορεί να κόντευε πια τα πενήντα πέντε, αν δεν τα ‘χε
πατήσει κιόλας, αλλά δεν της φαινόταν. Το δέρμα της λες κι ήταν σαραντάρα, τα μαλλιά
μακριά, τα μάτια μελιά σαν τ’ όνομά της. Λίγο θαμπωμένα βέβαια, είχαν χάσει την αλλοτινή
λάμψη, αλλά ποιος νοιαζόταν για κάτι τέτοια. Κι’ από νάζι; τον τρέλαινε τον Ηρακλή με τα
κόλπα της, ούτε εικοσάρα δεν την έφτανε σ’ αυτά. Μη φανταστούμε όμως έρωτες και τα
τοιαύτα, κάθε άλλο, του επαγγέλματος ήταν η κυρία. Βίζιτα τον έπαιρνε κι αυτόν, όπως και
τους άλλους, αν δεν άνοιγε το πορτοφόλι του, δεν άνοιγε η πόρτα της, ούτε η αγκαλιά της. Ήταν
όμως και μεγάλη καρδιά. Και περιποιητική όσο δεν παίρνει, δεν τσιγκουνευόταν καθόλου, έδινε
απλόχερα όποια κάλλη της είχαν απομείνει.
Στην ηλικία της η Μελίνα μόνο ρεπατζού δούλευε πια στα «σπίτια». Κράταγε όμως και
λιγοστούς δικούς της πελάτες, ανεπίσημα, στο σπίτι της. Κρυφά απ’ τη γειτονιά. Ένας απ’
αυτούς ήταν και ο Παντελής. Ναι, ο ασκητής καφετζής, με τον εξιδανικευμένο έρωτα στο
μυαλό. Πώς να το κάνουμε όμως, πέρα απ’ τα ιδανικά υπάρχει και το κορμί, έχει κι αυτό τις
ανάγκες του, δεν μπορείς να τις κάνεις ζάφτι, ευτυχώς να λες υπάρχουν οι άγιες πουτάνες, που
σώζουν την κατάσταση. Νεώτερη τη γνώρισε ο Παντελής τη Μελίνα, στο ημιυπόγειο της
Τζώρτζ, με το κόκκινο φωτάκι απ’ έξω. Έγινε ταχτικός της πελάτης, και συνέχισε να πηγαίνει
σπίτι της, όταν «αποσύρθηκε». Αυτός ήταν που τη σύστησε και στον Ηρακλή, όταν το ‘φερε η
κουβέντα. Δεν το ‘φερε από μόνη της η κουβέντα, ο Ηρακλής την πήγε εκεί, τάχα μου από
περιέργεια, τάχα μου από ενδιαφέρον για τον Παντελή, πώς γίνεται να τη βγάζει χωρίς γυναίκα.
Έτσι έγινε κι αυτός ταχτικός της Μελίνας, κάθε που κατέβαινε στην Αθήνα. Το χρειαζόταν βρε
αδερφέ, η καρδούλα του πετάριζε ακόμα. Και το σώμα δεν πήγαινε πίσω, δεν έλεγε να το βάλει
κάτω. Τι να του κάνει και η Τασία, όλη την ώρα με τα πατερημά της και τα θυμιατίσματα. Όταν
τον γράπωνε η Μελίνα στα σκέλια της και του φώναζε «γεια σου Ηρακλή μου μερακλή μου»,
πέταγε στα ουράνια, γινόταν είκοσι χρόνια νεώτερος.
Τζάμπα λοιπόν τον περίμενε από νωρίς η Κατίνα και την έτρωγε η ανυπομονησία.
Πρώτος μάλιστα γύρισε στο σπίτι ο άντρας της, αργά το απόγευμα, σχεδόν με το σούρουπο.
Ήταν συνοφρυωμένος, τον ρώτησε η Κατίνα αν θέλει να του βάλει να φάει κι ίσια που άνοιξε
το στόμα του για να πει πως δεν πεινάει. Κάτι θα στράβωσε με τις δουλειές του, σκέφτηκε η
γυναίκα, ας μη ρωτήσω καλύτερα, θ’ αρχίσει πάλι να βρίζει, θα του φταίει η κυβέρνηση, θα του
φταίει η εφορία, όλοι θα του φταίνε, ποιος τον ακούει. Όχι τίποτ’ άλλο, έχουμε και το κορίτσι
που διαβάζει και θέλει την ησυχία του. Βλέποντάς τον να πιάνει την εφημερίδα, τον παράτησε
μοναχό του και πήγε στην κουζίνα. Δεν είχε κάποια δουλειά να κάνει, καλύτερα όμως με τις
κατσαρόλες και τα πιατικά, παρά να βλέπει τα σκουντουφλιασμένα μούτρα του. Κρίμα μόνο
που, έτσι που ‘ταν νευριασμένος, δεν μπορούσε να του κάνει κουβέντα γι’ αυτό που είχε απο-
φασίσει να του ζητήσει. Μόνο και μόνο για να ξεσπάσει τα νεύρα του θα της έλεγε όχι. Τον είχε
σπουδαγμένο η Κατίνα, ήξερε να τον χειριστεί, θα περίμενε καλύτερη στιγμή. Θα ‘βρισκε
τρόπο να το φέρει όπως πρέπει. Δεν ήθελε και τίποτα σπουδαίο, μια γυναίκα έλεγε να πάρουν,
να τη βοηθάει λίγο στις δουλειές του σπιτιού. Γιατί να τα κάνει όλα μόνη της, αφού μπορούσαν
να πληρώσουν, τόσα λεφτά είχαν. Η κυρία Μαρία δηλαδή στον από κάτω όροφο που δεν κάνει
τίποτα, καλύτερη είναι; για όλα πληρώνει, ακόμα και για μαγείρεμα, αυτή όλη μέρα τρέχει για
ψώνια, για κομμωτήρια και για καφέ με φιλενάδες. Και δεν φαίνεται ο άντρας της να βγάζει
όσα ο Παναγιώτης, ένα εμπορικό έχει, σιγά την επιχείρηση.

23
Δεν πέρασε πολλή ώρα, χτύπησε το κουδούνι. Έτρεξε ν’ ανοίξει, αυτή τη φορά ήταν ο
Ηρακλής.
-Καλησπέρα Κατίνα.
Είδε το ερωτηματικό στα μάτια της, την πρόλαβε πριν μιλήσει.
-Για τον μικρό μη ρωτάς, δεν μπορεί να κάνει τίποτα ο Καράμπελας. Έτσι μου είπε.
Τους το έχει ξεκαθαρίσει ο υπουργός, θα μετατεθεί λέει όταν έρθει η σειρά του.
Ο Πάνος, καθισμένος στη συνηθισμένη του γωνιά του καναπέ, ήταν βουλιαγμένος στην
εφημερίδα, το ένα αυτί όμως άκουσε τι είπε ο πατέρας του. Σήκωσε το κεφάλι.
-Αχά ! κάγχασε. Έτσι σου είπε ο βολευτάκος; ότι οι μεταθέσεις γίνονται με τη σειρά;
Ο Ηρακλής είπε να τον τσιγκλίσει λίγο. Του άρεσε να τον πηγαίνει κόντρα τούτον το
γιο, που ποτέ δεν είχε καταφέρει να τον φέρει βόλτα. Από μικρός έτσι ήταν, ατίθασος, πάντα
του κεφαλιού του έκανε, όλα τα ‘ξερε αυτός.
-Ναι, έτσι μου είπε. Τους το είπε ο υπουργός, λέει, έχει βάλει τάξη, λέει.
-Και τον πίστεψες;
-Αφού μου το είπε; γιατί δηλαδή να μου πει ψέματα, άμα δεν ήταν έτσι δε θα το ξέκοβε,
θα μου ‘λεγε τουλάχιστον ότι θα προσπαθήσει.
-Γιατί να σου πει ψέματα; γιατί είναι επαγγελματίες ψεύτες, γι’ αυτό, το ‘χουν στο αίμα
τους να κοροϊδεύουν τον κοσμάκη. Άκου λέει γιατί να του πει ψέματα.
-Βρε τι είχε να κερδίσει;
-Ξέρω ‘γω; πού να ξέρεις τι έχουν στο μυαλό τους αυτοί, μπορεί να θέλει να βολέψει
κάποιον άλλον, μπορεί να του ‘χουν βάλει λόγια, τρέχα γύρευε. Βγάζεις άκρη με τους
αλιτήριους; ναι αλιτήριοι, όπως ακριβώς στο λέω. Αλλά πού θα πάνε, λίγα είναι τα ψωμιά τους,
έρχονται οι εκλογές. Θα τους πάρει ο διάολος τον πατέρα, θα ψάχνουν να βρουν την ψήφο τους.
Δε γλιτώνουν με τίποτα.
-Μπα, μπα, τα ‘χουμε βάλει και με την κυβέρνηση βλέπω; εσύ, πριν από λίγο καιρό
ακόμα, άλλα μου ‘λεγες. Τώρα κάτι σαν πολύ φανατικό σε ακούω. Τι συμβαίνει; σε πατήσανε
πουθενά;
-Τι θέλεις να συμβαίνει, πρέπει να συμβαίνει κάτι το ιδιαίτερο; δε βλέπεις τι γίνεται; οι
άνθρωποι τρελάθηκαν, δεν ξέρουν τι τους γίνεται, έχουν πιάσει και διαλύουν τα πάντα. Να σου
πω για την οικοδομή, που είναι η δουλειά μου και ξέρω; μας έχουν καταστρέψει, ακριβώς έτσι
όπως στο λέω, να νόμος για υποχρεωτικά γκαράζ, να νόμος για υποχρεωτική θερμομόνωση, τι
θα γίνει; πού θα πάει η δουλειά; ξέρεις πόσο έχει ανέβει το κόστος; ποιός θα τα πληρώσει όλα
αυτά κύριε; πού θα τα βρει τα λεφτά ο κοσμάκης ν’ αγοράσει διαμέρισμα; Ούτε που τους
νοιάζει όμως. Όπως το πάνε θα πεθάνει η οικοδομή, στο λέω εγώ και στο υπογράφω. Να δούμε
μετά πού θα βρει δουλειά τόσος λαός που ζει απ’ αυτή.
-Αυτά που λες έχουν γίνει εδώ και χρόνια, εσύ τους υποστήριζες όμως. Γκρίνιαζες
λιγάκι, δε λέω, αλλά μαζί τους ήσουνα, δεν ήθελες ούτε ν’ ακούσεις για ΠΑΣΟΚ, παπατζή τον
ανέβαζες, παπατζή τον κατέβαζες τον Αντρέα. Και τώρα λες πως είναι σωτήρας; τι έγινε, είδες
ξαφνικά το φως σου;
-Τόσο βλάκας ήμουνα, νόμιζα πως ήταν σοβαροί οι άνθρωποι. Άργησα να τους μάθω τι
λαμόγια είναι. Εγώ πηγαίνω με το σταυρό στο χέρι κι αυτοί κοιτάνε πώς θα με πηδήξουν. Ως
εδώ ήταν όμως, τα κορόϊδα ξύπνησαν.
Είχε σκοτούρες ο Πάνος. Με το σεισμό έπαθε ζημιές η καινούργια πολυκατοικία στην
Ανθούπολη, ολόκληρη κολώνα στην πιλοτή κόπηκε λες κι ήταν πράσο, έτρεχαν σαν παλαβοί να

24
βάλουν προσωρινά υποστηρίγματα, μην πέσει και τους πλακώσει. Και τώρα έτρεχε ακόμα,
πάση θυσία έπρεπε να γίνουν γρήγορα οι επισκευές, να μη φαίνεται η ζημιά. Είχαν τρία δια-
μερίσματα απούλητα, ποιος θα πήγαινε ν’ αγοράσει σε λαβωμένη οικοδομή; Μωρέ την έβλεπε
αυτός την καταστροφή να ‘ρχεται, αμανάτι θα τους έμεναν και τα τρία. Και να ‘ταν μόνο αυτό;
έχει και τους άλλους, αυτούς που είχαν κιόλας αγοράσει, να γκρινιάζουν. Δεν ξέρουν τι τους
φταίει, απειλούν θεούς και δαίμονες, λένε πως έχει γίνει σκάρτη δουλειά, πως τους πούλησαν
διαμερίσματα σε οικοδομή σάπια, και θα βάλουν λένε δικούς τους μηχανικούς να το ψάξουν, δε
θα τ’ αφήσουν έτσι, θα τους πάνε στα δικαστήρια να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Και με τόκο
μάλιστα. Άντε τώρα να τους βάλεις μυαλό. Σκάρτη δουλειά λέει ο άλλος. Τι σκάρτη δουλειά
κύριε; οι μηχανικοί κάνουν τους υπολογισμούς, η οικοδομή έγινε σύμφωνα με τα σχέδια, αυτός
τι φταίει; φυσικό φαινόμενο είναι ο σεισμός, μπορείς να τα βάλεις μαζί του; Άκου σάπια
οικοδομή. Τι είναι η οικοδομή, ντομάτα είναι για να σαπίσει; Μωρέ καλά του λέει ο συνεταίρος
του να μη σκάει, ας κάνουν ότι θέλουν, δεν πρόκειται να βρουν άκρη. Έτσι είναι αυτός,
χοντρόπετσος, δε χαλάει εύκολα τη ζαχαρένια του. Ο Πάνος όμως δεν μπορεί να το πάρει
αψήφιστα, τη βλέπει την καταστροφή να ‘ρχεται και δεν τον κολλάει ύπνος. Και το κράτος τι
κάνει; σεισμός έγινε, καταστροφή, δεν πρέπει να βοηθήσει; Αμ δε. Αντί να βάλει ένα χεράκι, να
δουν πώς θα τα βολέψουν, να σταθούν οι επιχειρήσεις στα πόδια τους, τώρα βρήκε να τους
στείλει και την εφορία. Τους ειδοποίησαν τις προάλλες να πάνε για έλεγχο. Λες κι είναι βαλτοί
να τους καταστρέψουν. Γιατί εφορία είναι αυτή, δε θα σου βρει ένα κουσούρι; όσο εντάξει και
να θέλεις να είσαι, κάτι μπορεί να ‘χει ξεφύγει. Πόσο μάλιστα όταν δεν είσαι και τόσο εντάξει.
Και μόλις το βρουν το κουσούρι, να βροχή τα πρόστιμα. Τράβα εσύ μετά να παζαρεύεις με τον
έφορα. Σου παίρνει το κεφάλι. Και να πάρει ο διάολος, τώρα βρήκε ν’ αλλάξει κι ο έφορας, δε
θα ‘ναι ούτε τρεις μήνες. Όλες οι ατυχίες μαζεμένες. Με τον προηγούμενο την είχαν βρει την
άκρη, είχαν το κεφάλι τους ήσυχο. Πέντε πάνω-πέντε κάτω, έδιναν το κάτι τις τους και οι
έλεγχοι έκλειναν. Άντε τώρα να φέρουν βόλτα τον καινούργιο. Μωρέ την ψυλλιάστηκε αυτός,
δεν του το βγάζεις απ’ το μυαλό, επίτηδες τους ήρθε ο έλεγχος τώρα. Σίγουρα αυτός ο
καινούργιος το έκανε. Σου λέει οικοδομική επιχείρηση είναι, θα τα ‘χουν τα ζόρια τους τώρα με
το σεισμό, τους έχω στο χέρι. Θα σκύψουν το κεφάλι αμέσως. Τι να κάνει ο Πάνος; δοκίμασε
τα πάντα. Πήγε στο γενικό διευθυντή του υπουργείου, πήγε σε πολιτικούς, τίποτα. Και τι
ζητάει; μια μικρή αναβολή ζητάει, τόσο σπουδαίο είναι; γιατί τους το ‘πε ο λογιστής, έχουν
τρύπες τα βιβλία, θέλει χρόνο να τις κλείσει. Ούτε αυτό, ο έφορας έχει τοποθετηθεί από τον
υπουργό, του είπαν, είναι προσωπική επιλογή του, δεν μπορούμε να επέμβουμε, βρες τρόπο να
συνεννοηθείς μαζί του. Έτσι γίνονται τα πράγματα, πρόσθεσε ένας με λίγο συνωμοτικό ύφος, ο
υπουργός θέλει να ελέγχει τη ροή του χρήματος, αν μπορείς να καταλάβεις τι εννοώ. Τον υπο-
χρέωσαν κι αυτοί. Στην απελπισία του μέχρι και στον Καράμπελα πήγε. Ναι, ναι, στο φέρελπι
νέο. Μόλις δυό μέρες πριν την επίσκεψη του Ηρακλή. Όχι πως περίμενε κάτι το σπουδαίο απ’
αυτόν, αλλά είπαμε, στην απελπισία του όλα τα δοκίμασε. Πού ξέρεις, μπορεί να ‘χει τίποτα
άκρες με τον υπουργό, να πει δυό λόγια. Ο Καράμπελας όμως ήταν ψυχρός μαζί του. Αφού δεν
ψηφίζεις στην εκλογική μου περιφέρεια, του είπε, γιατί ήρθες σε μένα; Για δες, όλα τα ξέρει ο
μπαγάσας και δεν του φαίνεται. Ακόμα κι ότι ο Πάνος είχε μεταφέρει τα εκλογικά του δικαι-
ώματα στην Αθήνα. Μπράβο οργάνωση ! Δικαιολογήθηκε όπως μπορούσε, εντάξει εγώ δεν
ψηφίζω, μπορώ όμως να πείσω τον πατέρα μου να σε ψηφίσει. Και τον αδερφό μου. Τον πατέρα
σου; Ναι, τον πατέρα μου. Έτσι έγινε και τα ‘μαθε ο Καράμπελας, για να του κάνει τον καλό ο
Πάνος, κάρφωσε τον πατέρα του. Και να πεις έβγαλε και τίποτα; τζάμπα το κάρφωμα. Απορίας

25
άξιον είναι μόνο που δεν το φανέρωσε ο βουλευτής στον Ηρακλή, θα μπορούσε να του πει τα
χαιρετίσματα απ’ το γιο του. Δεν είπε λέξη όμως, έδειξε αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και αυτο-
συγκράτηση. Τον είχε βλέπεις καλά δασκαλεμένο ο πατέρας του, η παλιά αλεπού, αν θέλει να
προκόψει στην πολιτική, δε θα δείχνει ποτέ στους άλλους τι σκέφτεται, ούτε θ’ αφήνει την οργή
να τον παρασύρει. Φαίνεται πως ο «μικρός» το ‘χε μάθει το μάθημα.
Ήταν λοιπόν να μην έχει σκοτούρες ο Πάνος; δεν έβλεπε άλλη λύση, έπρεπε να βάλει
την ουρά στα σκέλια και να πάει να παζαρέψει με τον καινούργιο. Κράτος σου λέει μετά ο
άλλος. Σκατά στα μούτρα τους. Όλο τρικλοποδιές και αλισβερίσια. Να πάνε στο διάολο, δεν
πρόκειται να πάει πουθενά, θα στείλει το συνεταίρο του. Δεν αντέχει εκείνο το λοξό βλέμμα και
το σαρδόνιο χαμόγελο. Τα ‘χει ξαναζήσει τόσες φορές, φτάνει πια. Μωρέ χίλιες φορές καλύ-
τερα τότε, που ήταν το παιδί του βενζινάδικου. Μπορεί το παντελόνι του να ‘ταν τρύπιο, και να
κυνήγαγε το δίφραγκο με το ντουφέκι που λέει ο λόγος, αλλά δεν είχε σκοτούρες. Έβαζε
βενζίνη στους πελάτες, καθάριζε τα τζάμια, άμα ήθελαν άφηναν το αυτοκίνητο και για γενικό
πλύσιμο, σκούπιζε το μαγαζί, όλα τα ‘κανε ο Πάνος. Έπαιρνε το μεροκάματο, τσέπωνε κι ότι
φιλοδώρημα του άφηναν, όσοι του άφηναν, τη βόλευε. Σκοτούρα όμως καμία. Μόνο να
χτυπήσει καμιά γκομενίτσα τον ένοιαζε. Α, και να πάρει και επαγγελματικό δίπλωμα οδηγού.
Αυτό μάλιστα, το ‘χε έννοια, πριν ακόμα φύγει απ’ το χωριό για να βρει την τύχη του, αυτό
ήταν το όνειρό του. Να γίνει επαγγελματίας οδηγός. Τι ήθελε και τον έστειλε ο Ηρακλής στο
Γυμνάσιο; αφού του το ‘λεγε, δεν τα γουστάρει τα γράμματα. Καμιά όρεξη για διάβασμα δεν
είχε. Τίποτα ο γέρος, να πας ν’ ανοίξεις τα μάτια σου. Λες και δεν τα ‘χε ανοιχτά, περίμενε να
του τ’ ανοίξει το Γυμνάσιο. Ορίστε το αποτέλεσμα, απ’ την πρώτη κιόλας χρονιά έμεινε στην
ίδια τάξη. Ζορίστηκε λιγάκι την άλλη χρονιά, κατάφερε να πάει στη δευτέρα. Εκεί πάλι τα ίδια,
ξανά ‘μεινε στην ίδια τάξη. Αφού δεν είχε όρεξη για διάβασμα, τι να κάνει. Άνοιγε το βιβλίο
και τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Ήταν δουλειά αυτή; το πήρε απόφαση κι ο
Ηρακλής, δεν ήταν ετούτος σαν τον μικρό, που ήταν ξεφτέρι μονάχο. Τον κράτησε στο χωριό,
για τις δουλειές στα χωράφια. Όμως ο Πάνος δεν είχε τέτοιο σκοπό. Στα δεκαοχτώ του τα
παράτησε όλα και κατέβηκε στην Αθήνα. Έγιναν τρικούβερτοι καβγάδες τότε με τον πατέρα
του, που δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει, αλλά στο τέλος έκανε το δικό του. Στο κάτω-κάτω
δεν ζήταγε τίποτα από κανέναν, θα την έβρισκε μόνος του την άκρη. Ξεκίνησε σε κάτι
οικοδομές, μόλις τότε ήταν που είχαν αρχίσει οι δουλειές στα γιαπιά, αλλά δεν του ταίριαζε.
Μικρό το μεροκάματο και πολλή η κούραση. Πάρα πολλή. Με το που σχόλαγε, έπεφτε ξερός. Α
μπα, δεν ήταν αυτός για τέτοια. Ευτυχώς βρήκε το βενζινάδικο. Εδώ μάλιστα, δεν του κοβόταν
η μέση απ’ τον τενεκέ. Είχε και φιλοδωρήματα. Ψιλοπράγματα βέβαια, αλλά τι να περιμένεις,
πόσα αυτοκίνητα κυκλοφόραγαν τότε; μετρημένα στα δάχτυλα. Ζούσε όμως με όσα έβγαζε,
πλήρωνε και το δωματιάκι στο Αιγάλεω, περίσσευε και κάτι, να κεράσει μια πορτοκαλάδα κι
αυτός, τόσα κορίτσια κυκλοφόραγαν ελεύθερα. Τότε ήταν που γνώρισε και την Κατίνα. Στον
Άγιο Σπυρίδωνα, που κατέβαιναν ποδαράτο με τις φιλενάδες και σουλατσάριζαν. Ομορφούλα
και τσαχπινούλα ήταν, ψηλή και λυγερή, με μαύρα μακριά μαλλιά και μαύρα μάτια. Έριχνε
κλεφτές ματιές γύρω-γύρω, κι όλο χασκογέλαγε με νάζι. Ε, δεν ήθελε και πολύ, φτάνει που του
γυάλισε. Κι αυτηνής της γυάλισε απ’ την αρχή, δεν ήταν δα κατώτερός της σε θωριά, εκείνη την
εποχή κιόλας που ήταν ακόμα λεπτός, θα τον έλεγες ομορφάντρα. Την έφερε λοιπόν βόλτα,
αλλά τότε τα πράγματα δεν προχώραγαν γρήγορα, κράταγαν πισινή τα κορίτσια. Ίσια που είχε
προλάβει να της κλέψει το πρώτο φιλί όταν τον πήραν φαντάρο κι έφυγε απ’ την Αθήνα. Δυό
χρόνια ταλαιπωρία, τον περισσότερο καιρό τον έβγαλε στο Μπέλες, στην Ελληνοβουλγαρική

26
μεθόριο. Θλίψη κι ερημιά, μόνη του παρηγοριά, από ένα σημείο κι ύστερα, τα γράμματα της
καλής του. Αγγάρεψε το Γιώργη να πάει να τη βρει και να της δώσει τη διεύθυνσή του.
Τρόμαξε να τον καταφέρει κι αυτόν, δυό γράμματα χρειάστηκε να του στείλει, να του περι-
γράφει την Κατίνα και να του εξηγεί πού και πώς θα την ανταμώσει. Έτσι είχε τουλάχιστον τα
δικά της γράμματα για βάλσαμο, κάτι ήταν κι αυτό μέσα στη μαυρίλα. Κι έβγαζε και τον καημό
του στα δικά του γράμματα, που, για το φόβο του πατέρα της, της τα ‘στελνε μέσω του Γιώργη.
Τέλος πάντων, πέρασαν αυτά, ας μην τα θυμάται καλύτερα. Γιατί μόλις απολύθηκε, έστρωσαν
τα πράγματα. Το αφεντικό τον ξαναπήρε αμέσως στη δουλειά, δε χρειάστηκε να ψάξει αλλού.
Την κράταγε βλέπεις τη θέση ο Γιώργης, που σπούδαζε πια στο Πανεπιστήμιο. Μαθηματικός.
Κι όσο σπούδαζε, δούλευε κιόλας δώθε-κείθε, να τσοντάρει στα λιγοστά που ‘στελνε ο
Ηρακλής. Και το δωματιάκι στο Αιγάλεω τον περίμενε, ίδιο κι απαράλλαχτο. Κι αυτό ο
Γιώργης το κράταγε. Κι η Κατίνα, ακόμα στον Άγιο Σπυρίδωνα έκανε βόλτες. Και τον περίμενε
κι αυτή, όπως του είχε υποσχεθεί. Όλα βολικά σαν να λέμε, σαν να τα είχε βάλει στο πρό-
γραμμα. Το μόνο του μαράζι ήταν που δεν τον έκαναν οδηγό στο στρατό, δεν πειράζει όμως,
αυτός είχε τα μάτια του ανοιχτά, πήρε γρήγορα επαγγελματικό δίπλωμα κι έπιασε να δουλεύει
και νυχτερινή βάρδια ταξί. Είχαν αυξηθεί βλέπεις οι υποχρεώσεις, παντρεύτηκαν άρον-άρον με
την Κατίνα, αφού πήγε ο βλάκας και τη γκάστρωσε. Τέτοιο χαϊβάνι ήταν. Εκείνο που δε
μπόρεσε ποτέ να εξακριβώσει, ήταν αν έγινε κατά λάθος, ή του την έφερε η μικρή. Αυτή
ορκιζόταν σ’ ότι είχε ιερό, τι λες Παναγιώτη μου, εγώ τέτοιο πράγμα; ούτε που μου πέρασε απ’
το μυαλό. Αλλά τον Πάνο δεν τον έπειθε. Τι μπορούσε να κάνει όμως; είτε έτσι, είτε αλλιώς, το
παιδί ήταν δικό του, γι’ αυτό τουλάχιστον δεν υπήρχε αμφιβολία. Ας πρόσεχε, που παρίστανε
και τον ανοιχτομάτη. Αλλά είπαμε, τέτοιο χαϊβάνι ήταν, ακόμα κι η προίκα που του ‘δωσαν δεν
ήταν κανονική, προσωρινή ήταν. Το ‘χετε ξανακούσει αυτό; προσωρινή προίκα; Τέλος πάντων,
αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, δε θα καθόταν να χολοσκάσει. Μια γυναίκα του λάχαινε, γιατί
όχι η Κατίνα; μια χαρά κοπέλα ήταν, α όσο γι’ αυτό δεν είχε παράπονο. Την ομορφιά της δεν
την αμφισβητούσε κανένας, αντίθετα, όλοι του ‘λεγαν πως είναι τυχερός που παίρνει τέτοιον
κορίτσαρο. Κι εδώ που τα λέμε, από γκομενίτσες γεμάτος ο τόπος, άμα ήθελε περιπέτειες το
μόνο εύκολο. Κι από πάνω, κάθε εμπόδιο για καλό, τώρα είχε τζάμπα σπίτι να μένει και ζεστό
φαί να τον περιμένει. Κι η Κατίνα δεν ήταν ακαμάτα, ήξερε τη μοδιστρική κι έραβε στις γυναι-
κούλες της γειτονιάς. Όχι σπουδαία πράγματα, αλλά όσο να ‘ναι, έρχονταν κι από ‘κει λίγα
έσοδα. Έκλεβε κι ο Πάνος λιγάκι στο ταξίμετρο, όχι πολύ, αντί να χρεώσει πέντε δραχμές,
χρέωνε ας πούμε πεντέμισυ. Σιγά το κλέψιμο, ούτε που φαινόταν στον πελάτη. Γι’ αυτόν όμως
ήταν κάτι, λίγο απ’ τον έναν, λίγο απ’ τον άλλον, μαζευόταν ένα ποσό. Και στο βενζινάδικο,
άμα λάχαινε, ξάφριζε τίποτα ψιλά. Με τρόπο, ποτέ δεν πήρε είδηση το αφεντικό. Δεν του
‘λειψαν δα του γερο-τσιφούτη, ψιλά είπαμε έπαιρνε. Στο κάτω-κάτω ποιος τα ‘χε περισσότερο
ανάγκη, το αφεντικό ή αυτός; Με την οικονομία και τη σκληρή δουλειά λοιπόν, κατάφερε σε
λίγα χρόνια ο Πάνος και πήρε το ένα τρίτο απ’ το ταξί. Και μετά ολόκληρο το ταξί. Μετά πήρε
και το βενζινάδικο δικό του, το αφεντικό γέρασε και βγήκε στη σύνταξη, τα παιδιά του ήταν
σπουδαγμένα, δεν τα ένοιαζε να καταγίνουν με τις βενζίνες και τα λάδια. Θα το ‘δινε που θα το
‘δινε λοιπόν ο γέρος, γιατί να μην προτιμήσει τον υπάλληλο; Και το βενζινάδικο ήταν καλή
επιχείρηση τώρα, οι δουλειές είχαν μεγαλώσει, τ’ αυτοκίνητα πλήθαιναν μέρα με τη μέρα.
Όταν γνωρίστηκε με το Θρασύβουλο, το σημερινό του συνέταιρο, είχε κιόλας και
δεύτερο βενζινάδικο. Ο Θρασύβουλος επιχειρηματίας ήταν κι αυτός, χασάπης, με δικό του
μαγαζί στη Λένορμαν. «Κρεοπωλείον ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΤΡΙΚΑΛΑ – Θρασύβουλος Τσιώκας».

27
Έφερνε κρέατα απ’ την πατρίδα του, και τάϊζε τον κοσμάκη. Φτηνό και καλό κρέας, και ο
παράς έρρεε. Όλα τα δυτικά προάστια, που λέει ο λόγος, απ’ αυτόν ψώνιζαν. Τρεις βοηθούς είχε
στο μαγαζί και πάλι δεν προλάβαινε. Έγινε πελάτης του κι ο Πάνος, πήγαινε ταχτικά να ψωνίσει
κι ώσπου να τον εξυπηρετήσουν τα παιδιά έπιανε κουβέντα με το χασάπη. Του άρεσε τούτος
εδώ. Επαρχιώτης σαν και του λόγου του, καλό παιδί, λεβεντάνθρωπος. Και μάγκας. Με το
κατσαρό μαύρο μαλλί του, το ψιλό του μουστακάκι και τα κατακόκκινα μάγουλα. Είχε κι ένα
τσίπουρο καβάτζα, απ’ τα Τρίκαλα κι αυτό, και κέρναγε πότε-πότε τους πελάτες. Όχι όλους,
μόνο αυτούς που έκανε κέφι. Σαν τον Πάνο καληώρα. Στην πίσω γωνία, ανάμεσα στο χτισμένο
ψυγείο και τον τοίχο του μαγαζιού υπήρχε ένας μικρός χώρος, κι είχε βάλει εκεί ένα τραπεζάκι
και δυό καρέκλες. Τον φώναζε τον Πάνο να πάει μέσα απ’ τον πάγκο, τράβαγε το μπουκάλι που
το ‘χε χωμένο στο ψυγείο με τα κρέατα, κι έβαζε να πιουν ένα-δυό στα γρήγορα. Το κατέβαζαν
μονορούφι, τι να σου λέω, σκέτο βάλσαμο, όχι σαν τα ούζα της αγοράς, που σε βάραγαν στο
κεφάλι. Σίγουρα κάπως έτσι θα ‘ταν το νέκταρ των θεών, το έπινε ο Δίας, του άναβε το αίμα,
και άντε να τον κρατήσεις μετά, ξαμολιόταν και δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό.
Ο Θρασύβουλος δεν ήταν μόνο καλό παιδί, ήταν και έξυπνο. Δεν ήθελε πολύ να το
καταλάβεις, φαινόταν ο άνθρωπος, αστρίτης σωστός, σε πούλαγε και σ’ αγόραζε ώσπου να πεις
κύμινο. Ταίριαζαν τα χνώτα τους με τον Πάνο. Και μιας και ήταν κι οι δυό ανοιχτομάτηδες,
έβλεπαν πού είναι το χρήμα. Στην οικοδομή, δεν ήθελε φιλοσοφία, η Αθήνα χτιζόταν από άκρη
σε άκρη, θα ‘πρεπε να ‘σαι βλάκας ν’ αφήσεις την ευκαιρία να πάει χαμένη. Αυτοί οι δυό όμως,
μόνο βλάκες δεν ήταν. Ούτε κώλωναν εύκολα, έπαιρναν γρήγορα τις αποφάσεις τους. Δε χρειά-
στηκε λοιπόν να το σκεφτούν πολύ, βοήθαγαν φαίνεται και τα τσίπουρα στο να πάρει στροφές
το μυαλό, τα είπαν, τα συμφώνησαν. Άφησαν τα «παιδιά» στα μαγαζιά τους να τα φέρνουν
βόλτα κι έβαλαν πλώρη για τη μεγάλη επιχείρηση. Βρήκαν πρώτα λογιστή που ήξερε τα κόλπα
κι έστησαν την εταιρεία στα χαρτιά. «ΤΣΙΩΚΑΣ-ΚΑΝΑΒΡΑΣ ΟΕ». Έτσι, με τα ονόματά τους
για επωνυμία της, όπως κάνουν οι επιχειρηματίες σ’ όλο τον κόσμο. Είχε προβληματιστεί
μάλιστα ο Πάνος για το ποιο όνομα θα μπει πρώτο, θα ήθελε το δικό του και θα το διεκδικούσε
σίγουρα, το ‘βλεπε όμως και μόνος του πως το ΤΣΙΩΚΑΣ-ΚΑΝΑΒΡΑΣ ακουγόταν καλύτερα
απ’ το ΚΑΝΑΒΡΑΣ-ΤΣΙΩΚΑΣ, κύλαγε ευκολότερα στη γλώσσα. Έτσι δεν το ‘κανε θέμα.
Νοίκιασαν γραφεία στο κέντρο, πήραν και μια κοπελίτσα για γραμματέα και ξαμολήθηκαν για
οικόπεδα. Εδώ ο Θρασύβουλος αποδείχτηκε λίρα εκατό. Πώς διάολο τα κατάφερνε με τους
οικοπεδούχους, να δώσουν την αντιπαροχή, μυστήριο. Ο Πάνος δεν το είχε και τόσο, δε διέθετε
την απαιτούμενη ευελιξία για κάτι τέτοια, ήταν ορμητικός και ανυπόμονος, εύκολα μπορούσε
πάνω στην έξαψη που ένοιωθε να χαλάσει μια δουλειά. Ο χασάπης όμως ήταν μέγας
μαλαγάνας. Και δεν του το ‘χες, έτσι που τον έβλεπες με τα σουσούμια του μάγκα. Η σπορά του
όμως ήταν ανακατεμένη, βλάχικη και καμπίσια, είχε στο αίμα του τη γεμάτη πονηριά δυσπιστία
και την αφέλεια του αγαθού, τα χρησιμοποιούσε και τα δυό με μαεστρία όταν ήταν ανάγκη,
ανάλογα με το πώς το απαιτούσε η περίσταση. Έφερνε βόλτα τον κόσμο πηγαίνοντας με τα
νερά του καθ’ ενός, λες και είχε διαβάσει στα μάτια του τις μύχιες επιθυμίες της ψυχής του. Κι
όχι μόνο τους οικοπεδούχους, αργότερα ήταν το ίδιο καλός και με τους πελάτες που ήθελαν ν’
αγοράσουν. Και κυρίως με τους μεροκαματιάρηδες, μ’ αυτούς που ήταν αναγκασμένοι να
μετράνε και την τελευταία δεκάρα.
Χρειάζονταν και μηχανικό βέβαια για τα σχέδια και τις άδειες, εδώ υπήρχε μια μικρή
δυσκολία, έπρεπε να βρουν κάποιον που να μην έχει πολλές δικές του δουλειές και να του έχουν
και εμπιστοσύνη. Ρωτώντας από ‘δω και από ‘κει βρήκε ο Θρασύβουλος έναν, που, θα

28
μπορούσες να τον πεις και άνεργο, καθώς δούλευε μέχρι τότε στο Δημόσιο και τον είχαν
απολύσει. Είχε την ατυχία ο άνθρωπος να τον κατηγορήσουν για αριστερό, και η χούντα δεν τις
πολυβασάνιζε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, τον ξαπόστειλε με συνοπτικές διαδικασίες. Και να πεις
πώς ήταν αριστερός ο έρμος; ούτε κατά διάνοια, από παραδοσιακή κεντρώα οικογένεια ήταν,
για να διοριστεί είχε εφοδιαστεί και με το κατάλληλο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Πριν τη χούντα όμως. Γιατί τώρα, δεν χρειάστηκαν και πολλά για να τον διώξουν, έφτανε και
περίσσευε η ρουφιανιά κάποιου κακόβουλου. Ο κύριος τάδε «εμφορείται υπό ανατρεπτικών
ιδεών», έλεγε η ρουφιανιά, «συναναστρέφεται με γνωστούς κομμουνιστάς, και καταφέρεται
ιδιωτικώς κατά της εθνικής κυβερνήσεως». Μια και δυό δεν άργησαν τα επαγρυπνούντα
όργανα, του κοινοποιήθηκε επιστολή με την υπογραφή του Παττακού, κοτζάμ «υπουργός
εσωτερικών» ασχολήθηκε με την περίπτωσή του. Τον καλούσε να απολογηθεί για τις
κατηγορίες η επιστολή, να εξηγήσει στον υπουργό για ποιο λόγο αντιτίθεται «εις την εθνο-
σωτήριον επανάστασιν». Εδώ έκανε και το μοιραίο λάθος ο «κατηγορούμενος», δε φαντάστηκε
ότι είναι σοβαρά τα πράγματα, ιδέα δεν είχε τι θα πει να είσαι αριστερός και να σε κατατρέχει
όλος ο κρατικός μηχανισμός. Απάντησε λιτά πως «όλα είναι συκοφαντίαι και στερούνται
αληθείας», χωρίς να μπει στον κόπο ν’ αντικρούσει μία προς μία, και με στοιχεία, «τας
συκοφαντίας». Ούτε πήγε να προσπέσει στον αστυνομικό διευθυντή και να ζητήσει το έλεός
του. Έτσι, έμεινε άναυδος όταν του κοινοποιήθηκε η απόλυση, αλλά ήταν πλέον αργά. Οι
εξηγήσεις του δεν είχαν κριθεί ικανοποιητικές, συνεπώς η «εθνική κυβέρνησις ήτο
υποχρεωμένη να προφυλάξει την δημοσίαν διοίκησιν από τα στοιχεία που ήτο δυνατόν να τη
μολύνουν».
Δεν ήταν καιρός λοιπόν που είχε βρεθεί ξέμπαρκος όταν τον σύστησαν στο Θρασύ-
βουλο κάτι δικοί του, Τρικαλινοί, που έτυχε να γνωρίζουν την οικογένεια του μηχανικού. Το
συζήτησε με τον Πάνο, ήταν πολύ δισταχτικοί, δεν τους χρειάζονταν τώρα μπερδέματα με την
ασφάλεια. Γρήγορα όμως το αποφάσισαν, είχαν κιόλας βρει ένα οικόπεδο, έπρεπε να ξεκι-
νήσουν, η δουλειά δεν περίμενε. Συνεργάστηκαν λοιπόν με τον απολυμένο κι ο θεός βοηθός,
τουλάχιστον τους είχαν βεβαιώσει πως είναι καλό παιδί. Έτσι άρχισαν. Τη δουλειά δεν την
ήξεραν, αλλά μάθαιναν γρήγορα, σιγά το δύσκολο. Στην πρώτη πολυκατοικία που σήκωσαν δεν
τα πήγαν και τόσο καλά, στη δεύτερη όμως είχαν κιόλας γίνει ειδικοί. Και με την ασφάλεια δεν
υπήρξε πρόβλημα, η συνεργασία τους με το Βαγγέλη, το μηχανικό, έγινε πια μόνιμη, μιας και
είχε κιόλας αποδειχτεί σωστός σε όλα του απέναντί τους.
Σταμάτησε τότε και η Κατίνα τη μοδιστρική. Θα μπορούσε να το ‘χει κάνει και
νωρίτερα, αλλά δεν το αποφάσιζε, ήθελε να ‘χει το δικό της χαρτζιλίκι. Τώρα όμως τα λεφτά
ήταν πολλά, της έδινε ο Πάνος με το παραπάνω, δεν είχε ανάγκη. Μόνο που δεν τη χώραγε πια
το Αιγάλεω. Εδώ την ήξεραν από μικρό κορίτσι, όπως και να το κάνεις η μοδιστρούλα της
γειτονιάς ήταν, κι έτσι θα ‘μενε για πάντα. Γι’ αυτό λοιπόν, όταν ο Πάνος είπε να μην πουλήσει
το διαμέρισμα στο Χαλάνδρι, να το κρατήσει για λογαριασμό τους, πέταξε απ’ τη χαρά της. Κι
ας γκρίνιαζαν τα παιδιά, που δεν ήθελαν ν’ αφήσουν τις παρέες τους.
-Τα κορόϊδα ξύπνησαν που λες, είπε πάλι ο Πάνος, δυνατά, λες κι ήθελε να το πιστέψει
κι ο ίδιος. Τέρμα αυτά που ήξεραν, θυμήσου τη στιγμή που στο λέω, στις εκλογές θα τους πάρει
ο διάολος. Πρώτος θα βγω εγώ με τη σημαία. ΠΑΣΟΚ και πάσης Ελλάδος. Όχι θα τους
προσκυνήσω.

29
- 4 -

Την άλλη μέρα, Παρασκευή απόγευμα, έκανε ο Ηρακλής την πρώτη του επίσκεψη στο
ζαχαροπλαστείο. Ο κυρ-Αλέκος τον χαιρέτησε, ρώτησε για την υγεία του, ρώτησε και για τα
νέα απ’ την πατρίδα, τονίζοντας έτσι τον πατριωτικό δεσμό που τους ένωνε, κι ας είχε χρόνια
αυτός να πατήσει στα μέρη του. Που να τον αφήσουν τα τρεχάματα, το ζαχαροπλαστείο δεν
είναι παιγνίδι, δεν έχει γιορτές και σχόλες, σε θέλει εκεί, απίκου, όλες τις μέρες του χρόνου.
Ρώτησε τέλος τον Ηρακλή και αν θέλει καφέ.
-Μα το ρωτάς; για καφέ ήρθα.
Έκατσε σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία να βλέπει έξω την κίνηση. Ο δρόμος
κεντρικός, με μαγαζιά, κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν. Ήρθε ο καφές, μερακλίδικος, απ’ τα
χέρια της Αθηνάς, της γυναίκας του ζαχαροπλάστη, που συνήθως ήταν εξαφανισμένη πίσω, στο
εργαστήρι του μαγαζιού, δουλεύοντας ασταμάτητα ώρες ατέλειωτες. Έρεβε στα πόδια της, απ’
τα χέρια τους πέρναγε όλη η δουλειά. Τα δικά της και του κυρ-Αλέκου. Αλλά η Αθηνά ήταν ο
στυλοβάτης της οικογένειας. Βράχος. Πότε τα προλάβαινε όλα, και το μαγαζί και το σπίτι,
μυστήριο. Της έλεγε ο άντρας της να πάρουν μια γυναίκα να βοηθάει, τίποτα αυτή. Αργότερα,
έλεγε, αργότερα, δεν είμαστε για παραπανίσια έξοδα, τώρα που μπορούμε ακόμα, θα δου-
λέψουμε μόνοι μας, να βάλουμε κάτι στην πάντα, έχουμε παιδιά. Πότε αργότερα; άμα πέσουμε
απ’ τα ποδάρια μας; δεν τα βλέπεις που ‘ναι πρησμένα κάθε βράδυ; Αργότερα, αντέχουμε
ακόμα. Ε, άμα αντέχεις δούλευε σα σκλάβα, να δούμε πού θα βγει.
Τέτοια ήταν η Αθηνά. Γυναίκα απ’ τις λίγες. Την πονούσε ο κυρ-Αλέκος, αλλά καμά-
ρωνε κιόλας για τη γυναίκα που του ‘λαχε, εμ έτσι στήνονται τα νοικοκυριά, έλεγε, με το
καθισιό προκοπή δε γίνεται. Εμείς όμως είμαστε από χωριό, μαθημένοι στη σκληρή δουλειά,
δεν ξέρουμε το καθισιό και το καφενείο. Και δώσ’ του να πηγαινοέρχεται, να εξυπηρετεί τους
πελάτες, να βοηθάει την Αθηνά, όρθιος κι αυτός όλη μέρα. Σταμάταγε που και που να πει και
μια κουβέντα με τον Ηρακλή. Σήμερα μάλιστα σαν πολύ να σταμάταγε, έτσι του φάνηκε του
Ηρακλή, τον γυρόφερνε όλη την ώρα, σαν κάτι να τον βασάνιζε, σαν κάτι να είχε έτοιμο στη
γλώσσα να ξεστομίσει, μα όλο δίσταζε. Στο τέλος δεν άντεξε, πήρε μια καρέκλα, έκατσε δίπλα
του, έγειρε συνωμοτικά προς το μέρος του.
-Ηρακλή μου, έχω κάτι να σου πω, μα δεν ξέρω πώς, και να με συμπαθάς δηλαδή, μ’
όλο το θάρρος, κανονικά δεν πρέπει ν’ ανακατευτώ, δε μου πέφτει λόγος, αλλά απ’ την άλλη
δεν μπορώ και να μη μιλήσω, εγώ σ’ αισθάνομαι για δικό μου άνθρωπο, γι’ αυτό αποφάσισα
πως πρέπει να στο πω και κάνε εσύ μετά ότι καταλαβαίνεις, στο ξαναλέω, εγώ μ’ όλο το θάρρος
δηλαδή, και να με συμπαθάς δηλαδή.
-Τι είναι ρε Αλέκο, πολύ μου τα κλωθογυρίζεις, με κάνεις να τρομάζω.
-Κοίτα Ηρακλή μου, πώς να το πω, δύσκολο πράγμα, και να με συμπαθάς δηλαδή, για
τη νύφη σου πρόκειται, την Κατίνα.
-Την Κατίνα; έπαθε κάτι η Κατίνα;
-Αυτή τίποτα δεν έπαθε, μια χαρά περνάει. Άλλοι έπαθαν.

30
-Μίλα καθαρά Αλέκο κι άσε τα περιδιαγραμμάτου, θα με σκάσεις.
Έσκυψε πιο κοντά ο κυρ-Αλέκος, λες και φοβόταν μην τον ακούσουν ακόμα και οι
τοίχοι.
-Μου φαίνεται πως η νύφη σου δεν είναι τόσο φρόνιμη, την έχει κάνει την κουτσουκέλα
της, μακάρι να κάνω λάθος δηλαδή, αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν κάνω.
-Η Κατίνα; τι λες μωρέ, για ποιά κουτσουκέλα μου μιλάς; πρόσεξε Αλέκο, είναι σοβαρά
πράγματα αυτά.
Ξεροκατάπιε ο κυρ-Αλέκος, μπορεί και να μετάνιωνε τώρα που ξεκίνησε την κουβέντα,
τι ήθελε και μπερδευόταν σε ξένες δουλειές; Ήταν αργά όμως για να κάνει πίσω. Και μίλησε
στον Ηρακλή για το νεαρό το Σάκη, που ‘χει το ψιλικατζίδικο εδώ παραδίπλα, τον έχεις
προσέξει; Ναι, το ήξερε το μαγαζάκι ο Ηρακλής, ψώνιζε τσιγάρα κι εφημερίδα άμα λάχαινε, και
το νεαρό τον ήξερε, ένας λιμοκοντόρος ήταν. Ομορφονιός, δεν έλεγε, αλλά όλο ευγένειες και
τσιριμόνιες, του φαινόταν λιγάκι, πώς να το πει, παραπάνω «χαριτωμένος» απ’ όσο τουλάχιστον
σήκωνε ο δικός του οργανισμός. Ε, γι’ αυτόν του μίλαγε ο Αλέκος, που μπήκε μια μέρα στο
ψιλικατζίδικο για τσιγάρα κι έτυχε να ‘ναι εκεί και η Κατίνα.
-Ε και; τόσο σπουδαίο είναι; θα πήγε για κλωστές.
-Ναι, για κλωστές, δε λέω, μα πολύ χα-χα και χου-χου ήταν με το Σάκη, δε στεκόταν
έξω απ’ τον πάγκο, στο πλάϊ στεκόταν, όχι απ’ τη μεριά της βιτρίνας, απ’ την άλλη τη μεριά του
πάγκου, στο βάθος του μαγαζιού, και την είχε διπλαρώσει ο νεαρός, είχε σχεδόν κολλήσει πάνω
της δηλαδή, σαν να της μίλαγε ψιθυριστά στο αυτί, κι αυτή χαχάνιζε.
-Καλά ρε Αλέκο, κι επειδή γέλαγε πα’ να πει πως την έχει κάνει την κουτσουκέλα; δε
μπορεί ας πούμε να της είχε πει κάποιο αστείο;
-Μακάρι Ηρακλή μου, μακάρι να ‘ναι έτσι, αλλά δεν είναι μόνο τα γέλια.
Δεν ήταν τα χαχανητά που έκαναν τον κυρ-Αλέκο να ψυλλιαστεί, όχι, άλλο ήταν το
σπουδαίο, που μόλις μπήκε στο μαγαζί, δεν είχε προλάβει να πατήσει το κατώφλι δηλαδή, είδε
το χέρι του Σάκη να τραβιέται απότομα, και πού το ‘χε το χέρι δηλαδή, στα καπούλια της
Κατίνας το ‘χε, και μόλις τον είδε να μπαίνει το τράβηξε ένοχα, έκανε πως δεν το πρόσεξε ο
κυρ-Αλέκος αλλά δε γελάστηκε, μακάρι να ‘κανε λάθος δηλαδή, αλλά τι να πει, ο νεαρός τη
χούφτωνε κανονικά την Κατίνα. Κι αυτή χαχάνιζε.
-Αυτή είναι η αλήθεια Ηρακλή μου, και να με συμπαθάς δηλαδή, μακάρι να μην ήταν
έτσι, αλλά εγώ μ’ όλο το θάρρος στα λέω, και πράξε κατά πώς νομίζεις.
-Αλέκο πρόσεξε, μεγάλες φωτιές μ’ ανάβεις τώρα. Είσαι βέβαιος; μη και δεν είδες καλά;
Ο Ηρακλής σηκώθηκε αλαφιασμένος, βγήκε απ’ το ζαχαροπλαστείο, απ’ τη σκοτούρα
του ούτε τον καφέ δεν πλήρωσε. Το κεφάλι του κάπνιζε. Τι ήταν αυτά που του ξεφούρνισε ο
ζαχαροπλάστης; είναι δυνατόν; η Κατίνα; δεν το χώραγε ο νους του. Ο ζαχαροπλάστης όμως
τον βεβαίωνε πως είδε καλά, δεν τον γέλαγαν τα μάτια του. Πήρε το δρόμο προς την πλατεία,
σε λιγάκι έφτασε έξω απ’ το ψιλικατζίδικο. Ένα στενόμακρο μαγαζάκι ήταν, γεμάτο ράφια απ’
τις δυό μεριές, κι έναν πάγκο με τζάμι, που κι αυτός ήταν σα βιτρίνα, γεμάτος μικροπράγματα.
Έριξε μια ματιά μέσα, έκανε για μια στιγμή να μπει, μετάνιωσε όμως. Το νεαρό τον παίδευε μια
γριούλα, τον είχε βάλει να της αραδιάσει ένα σωρό κουμπιά πάνω στον πάγκο κι έψαχνε να βρει
ποιο της έκανε. Τον κοίταξε καλά-καλά ο Ηρακλής. Μ’ αυτόν τον τζιτζιφιόγκο η Κατίνα; μπα,
δεν μπορεί, λάθος θα ‘κανε ο κυρ-Αλέκος. Αλλά πάλι, τόσο να γελάστηκε; το είδε ξεκάθαρα,
είπε, της χούφτωνε τον πισινό κι αυτή χαχάνιζε. Τι άλλο να του πει για να τον πείσει, πόσο πιο
λιανά να του το κάνει; Και γιατί όχι άλλωστε, καθόλου να μην του φαίνεται παράξενο, όλα

31
μπορούν να συμβούν. Θα τη θάμπωσε με τις τσιριμόνιες του ο κύριος Σάκης. Ήταν και καμιά
δεκαριά χρόνια νεώτερός της, ήταν και ομορφονιός, πολύ ήθελε να τη φέρει βόλτα; Σου λέει
λεφτά έχει η κυρία, καλοστεκούμενη είναι ακόμα, τι έχουμε να χάσουμε αν τη διασκεδάσουμε
λίγο; αφού το τραβάει ο οργανισμός της.
Προχώρησε κι άλλο, προσπέρασε το σταυροδρόμι του σπιτιού, έφτασε στην πλατεία.
Πίσω απ’ την εκκλησία βρήκε ένα παγκάκι, έκατσε. Έπιασε το κεφάλι του που βούϊζε, προ-
σπαθούσε να βάλει μια τάξη στις σκέψεις του μα μάταια, ο θυμός δεν τον άφηνε. Ακούς εκεί η
Κατίνα. Κι έκανε τη σιγανοπαπαδιά. Φτωχό κορίτσι κι από σπίτι, σου λέει ο άλλος. Εμένα μου
λες; ποια η προκοπή; ορίστε, τώρα που σαραντάρισε βγήκε στο κλαρί. Σίγουρα τα πολλά λεφτά
θα φταίνε, της έχουν πάρει τα μυαλά. Ή να ‘ταν έτσι από μικρή; λες να του τα ‘χει ξαναφορέσει
του Πάνου; που μόνο τις δουλειές του βλέπει ο βλάκας; Τρέχει όλη την ώρα να βγάλει λεφτά, κι
άλλα λεφτά, πολλά λεφτά, δε χορταίνει με τίποτα. Να τον τώρα, βρέθηκε με περικοκλάδες στο
κεφάλι.
Δεν έμεινε πολλή ώρα στο παγκάκι. Σηκώθηκε, δεν τον είχε ο τόπος. Οι δεκαοχτούρες,
κρυμμένες μέσα στις φυλλωσιές, έκρωζαν ασταμάτητα και τον εκνεύριζαν ακόμα περισσότερο.
Γύρισε πίσω και ξαναπέρασε έξω απ’ το ψιλικατζίδικο. Κανένας πίσω απ’ τον πάγκο. Ούτε
κάπου αλλού. Ο νους του πήγε αμέσως στο κακό, έχει γούστο λέει να ‘χει μέσα την Κατίνα,
πίσω, σε καμιά αποθήκη. Η σκέψη τον τρέλαινε. Σίγουρα κάτι τέτοιο θα τρέχει, αλλιώς πού στο
διάολο είναι ο ψιλι-κατζής; Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο πιο βέβαιος γινόταν πως αυτό
είναι, πάει και τελείωσε, στην αποθήκη γίνεται γλέντι. Δεν είχε δει ποτέ του το πίσω μέρος του
μαγαζιού, ούτε αν υπάρχει αποθήκη ήξερε, αλλά τώρα ήταν σίγουρος. Α, δε γίνεται να κάθεται
με σταυρωμένα χέρια, θα μπουκάρει και θα τους περιλάβει και τους δυό, θα τους δείξει αυτός τι
εστί βερίκοκο, τα κεφάλια θα τους σπάσει με τη μαγκούρα. Έτοιμος ήταν να μπει, όταν είδε το
Σάκη να ‘ρχεται, μασουλώντας μια τυρόπιττα. Είχε πεταχτεί εκεί δίπλα για να πάρει κολατσιό.
Ξαφνιάστηκε που τον είδε, παράξενο του φάνηκε, τόσο σίγουρος ήταν πως είναι μέσα με τη
νύφη του. Ξεφύσηξε τότε ο Ηρακλής. Ανακούφιση ήταν, ή απογοήτευση που δεν του δόθηκε η
ευκαιρία να τους πιάσει στα πράσα; μήτε που ήξερε. Μωρέ τα ‘χω χαμένα, σκέφτηκε, α ρε
Αλέκο φωτιές που μ’ άναψες. Ο νεαρός του έριξε μιαν αδιάφορη ματιά και μπήκε στο μαγαζί
του. Να ξέρει άραγε πως είναι ο πεθερός της γκόμενας; Μπα, αν ήξερε δε θα ‘ταν τόσο αδιά-
φορος. Εξόν κι αν δεν τρέχει τίποτα, αν έκανε λάθος ο κυρ-Αλέκος. Οι ελπίδες του αναπτε-
ρώθηκαν. Μωρέ αυτό είναι, λάθος έχει κάνει, άει σιχτίρ από ‘κει, τζάμπα αναστατώνεται και
φουρκίζεται. Ησύχασε λιγάκι τώρα, ανάσανε βαθειά και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Στο
χτύπημα του κουδουνιού άνοιξε η Κατίνα.
-Καλώς τον πατέρα. Κάτι νωρίς γύρισες, δεν ήταν εκεί ο κυρ-Αλέκος να κουβεντιάσετε;
Την κοίταξε σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Πολύ πεταχτούλα και ναζιάρα του φάνηκε.
Έτσι να ‘ταν πάντα και δεν το ‘χε προσέξει, ή τώρα τελευταία έγινε; λες ο ψιλικατζής να ‘ναι η
αιτία; και τι την κόφτει αυτή που γύρισε νωρίς; μπας κι ετοιμαζόταν να ξεπορτίσει; τον λέει και
πατέρα κιόλας, αυτό τη μάρανε. Οι υποψίες ξαναγύρισαν, άγριες και βασανιστικές. Δίκιο θα
‘χει ο κυρ-Αλέκος, σκέφτηκε πάλι, τι, στραβός είναι; την έχει κάνει τη βρωμιά η Κατινίτσα και
μας παριστάνει την οσία. Του ‘ρθε η ιδέα να τη δοκιμάσει κάπως, μπας και ρίχνοντας άδεια
πιάσει γεμάτα.
-Εκεί ήταν αλλά είχε πολλή δουλειά, δεν ευκαιρούσε να στήσει κουβεντολόϊ κι έτσι
έφυγα γρήγορα. Πέρασα κι από ‘κείνον τον ψιλικατζή, εκεί παραδίπλα, το Σάκη, έτσι μου ‘πε
τον λένε. Άκου Σάκη. Απ’ το Θανάσης είναι αυτό; τέλος πάντων. Μπήκα για τσιγάρα και

32
πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα. Καλό παιδί φαίνεται, αλλά πολλές φιοριτούρες ρε παιδί μου, δε
μου φάνηκε να πατάει γερά, καταλαβαίνεις τι λέω. Τον ξέρεις καθόλου; τι λες εσύ, στέκει καλά
ή την κουνάει την αχλαδιά;
Τα μάτια του καρφωμένα στη νύφη του, προσπαθούσε να δει τι εντύπωση της έκαναν τα
λόγια του, να πιάσει και την παραμικρή της αντίδραση. Τίποτα, ούτε το βλέφαρό της δεν έπαιξε.
Είπε μόνο με αδιάφορο ύφος.
-Τι μου λες τώρα, πού να ξέρω εγώ τι κάνει; Ούτε που τον γνωρίζω καλά-καλά, σπάνια
ψωνίζω από ‘κει, καμιά κλωστή ή κάνα κουμπί, στη χάση και στη φέξη. Σα να μου φαίνεται
πως τα παραλές όμως, όλα τα βλέπετε κι όλα τα ξέρετε εσείς οι άντρες. Έτσι και είναι κάποιος
λιγάκι ευγενικός, μη και δεν τον προγκήξετε, αμέσως, να τον βγάλετε με τα πλευρά σπασμένα.
Δεν ήξερε τι να υποθέσει ο Ηρακλής. Τι ήταν αυτό τώρα; αδιάφορο σχόλιο ή υπερα-
σπιζόταν τον καλό της; και τι πρέπει να κάνει αυτός; να την πάρει μπροστά, ή να το βουλώσει;
να τα καταπιεί όλα, ή να μιλήσει στον Πάνο; Εδώ σε θέλω. Κι αν δεν τρέχει τίποτα και τους
ανάψει φωτιές στα καλά καθούμενα; σβήνουν μετά τέτοιες φωτιές; εμ δε σβήνουν, πάει, θα
τους χαλάσει το σπίτι χωρίς λόγο. Αλλά και ν’ αφήσει το γιο του στα σκοτάδια, να τον κορο-
ϊδεύει η γειτονιά; γιατί είναι κανόνας, όλοι το μαθαίνουν σιγά-σιγά, εξόν απ’ τον κερατά. Αυτός
το μαθαίνει πάντα τελευταίος. Κι αν το μάθει. Είναι λοιπόν δυνατόν να μην του το πει; μπορεί ο
Πάνος να ‘ναι λίγο σαρδανάπαλος, μπορεί κι αυτός, ποιος ξέρει, να της τα ‘χει φορέσει της
Κατίνας, αλλά ο Ηρακλής τι να κάνει; γιος του είναι, αίμα του. Θα τον αφήσει να γίνει
περίγελως;
Πέντε μέρες φύσαγε και ξεφύσαγε, άκρη όμως δεν έβγαζε. Στο μικροσκόπιο την είχε την
Κατίνα όλες αυτές τις μέρες, μπας και δει κάτι ύποπτο, μπας και της ξεφύγει καμιά κουβέντα,
τίποτα. Έριχνε και σπόντες, για μια παρδαλή τάχα, που είχαν παλιότερα στο χωριό, που δε
σεβόταν το στεφάνι της, μέχρι που την πήρε χαμπάρι ο άντρας της και τη σακάτεψε στο ξύλο.
Πάλι τίποτα. Καμιά αντίδραση. Ή αθώα είναι η κυρία, ή διαόλου κάλτσα. Η αμφιβολία τον
φούρκιζε, πήγαινε να σκάσει απ’ το κακό του, ούτε στο φίλο του το Θανάση ξανατηλεφώνησε,
ούτε βόλτες έκανε, ούτε στης Μελίνας είχε διάθεση να πάει. Μα μήτε κι αποφάσιζε να μιλήσει
στον Πάνο. Στο τέλος δεν άντεχε να κάθεται και να χολοσκάει, αποφάσισε να τα παρατήσει όλα
και να γυρίσει σπίτι του.
-Πώς κι έτσι νωρίς πατέρα; απόρησε η Κατίνα. Ούτε δέκα μέρες δεν έκατσες.
-Ε, λέω να περάσω κι απ’ το Γιώργη, να τον δω λιγάκι κι αυτόν, και να γυρίσω μετά στο
χωριό. Είναι κι η απογραφή φέτος, δε θέλω να λείπω, δικαιολογήθηκε ο Ηρακλής.
Και με το που το ‘πε, μάζεψε τα μπογαλάκια του και την άλλη μέρα πρωί-πρωί έφυγε.
Τον πήγε ο Πάνος με το αυτοκίνητο στις Τρεις Γέφυρες, στα ΚΤΕΛ. Στο δρόμο, καθώς
πήγαιναν, δυό φορές πήρε την απόφαση να του μιλήσει και τις δυό όμως μετάνιωσε και στο
τέλος δεν έβγαλε λέξη.
Στα πρακτορεία κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, φωνές, φασαρία, χαρτιά πεταμένα κάτω,
μαυρίλα απ’ τις εξατμίσεις των λεωφορείων. Ο Πάνος πήγε στο γκισέ και του έβγαλε το
εισιτήριο, μετά όμως έφυγε βιαστικά, είχε δουλειές, δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την ανα-
χώρηση.

Το λεωφορείο των οκτώ έφυγε σχεδόν στην ώρα του, με πέντε μόνο λεπτά καθυ-
στέρηση. Σε τρεις ώρες και κάτι, έφτασε στον προορισμό του. Τέτοια ώρα ο μικρός γιός του
Ηρακλή δεν ήταν στο σπίτι, είχε ακόμα μάθημα στο σχολείο. Μέχρι να μεσημεριάσει λοιπόν,

33
άφησε τη βαλιτσούλα του σ’ ένα μαγέρικο. Ήταν ένα μαγαζί με μεγάλη αίθουσα και μπόλικα
τραπέζια, που κάθε μεσημέρι γέμιζαν σχεδόν όλα απ’ τους εργένηδες της πόλης. Τρία
γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν όλη την ώρα, και το αφεντικό, καθισμένο σ’ ένα ψηλό κάθισμα
στην έξοδο της κουζίνας, έλεγχε απ’ αυτό το στρατηγικό σημείο τι γινόταν στο μαγαζί και
κατέγραφε λεπτομερώς τα πιάτα που έβγαιναν. Σ’ αυτό το μαγέρικο συνήθιζε να τρώει ο
Ηρακλής, όταν πέρναγε απ’ την πόλη, και είχε έτσι μια άλφα γνωριμία με τον ιδιοκτήτη. Γιατί,
μπορεί να μην ήταν και τόσο συχνές οι επισκέψεις του στο μαγαζί, αλλά ο εστιάτορας είχε την
ικανότητα να θυμάται όλους τους πελάτες, το μυαλό του ήταν ένα απέραντο κατάστιχο όπου
κατέγραφε τους πάντες και τα πάντα. Είχε το θάρρος λοιπόν ν’ αφήσει εκεί σε μιαν άκρη τη
βαλίτσα, και να βγει να τριγυρίσει λίγο στην πόλη που ζούσε ο Γιώργης, στην ίδια που είχε
ζήσει κι αυτός δυό χρόνια κάποτε, παλιά, τότε που πήγαινε στο σχολαρχείο. Γιατί είχε τελειώσει
το σχολαρχείο ο Ηρακλής, δεν ήταν αγράμματος, όπως οι περισσότεροι χωριανοί του. Τα κου-
τσοκατάφερνε βλέπεις με τα γράμματα στο δημοτικό, κι ο πατέρας του, πράγμα σπάνιο τότε,
αποφάσισε να τον στείλει να «σπουδάσει» κάτι παραπάνω. Έτσι κι αλλιώς ήταν το πέμπτο του
παιδί, είχε για βοήθεια τον μεγαλύτερο το Γιώργη και την Ευτυχία, που ακόμα ήταν ανύπαντρη,
μπορούσαν λοιπόν δυό χέρια να λείψουν. Τον πρώτο χρόνο τον έκανε στο κοντινό κεφαλοχώρι,
όπως όλοι τότε, οι λιγοστοί δηλαδή, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, που πήγαιναν
στο σχολαρχείο. Στην την πίσω μεριά του βουνού ήταν αυτή η «κωμόπολη», για να πάνε
ανέβαιναν το φιδωτό μονοπάτι μέχρι το διάσελο της ράχης και κατέβαιναν απ’ την άλλη, ποδα-
ράτο, σχεδόν δυό ώρες δρόμο. Κάθε βδομάδα η ίδια διαδρομή, έρχονταν Σάββατο βράδυ στο
χωριό (παρέα με άλλους τρεις χωριανούς του, που «σπούδαζαν» κι αυτοί εκεί), να τους δούνε
τα σπίτια τους, να λουστούν λιγάκι, να φάνε ένα πιάτο φαΐ. Και την Κυριακή τ’ απόγευμα πίσω
πάλι, φορτωμένοι τον τορβά με τα λιγοστά φαγώσιμα που μπορούσαν να κουβαλήσουν. Το
χειμώνα, που συχνά-πυκνά έκλεινε απ’ τα χιόνια η ράχη, άσ’ τα να πάνε, τους έτρωγε η
απλυσιά και τους θέριζε η πείνα. Ένα χρόνο κράτησε το τροπάρι αυτό, τα υπόλοιπα δυό τα
‘κανε στην πρωτεύουσα του νομού. Υπήρχε ένας γνωστός του πατέρα του εκεί, και ο γέρος τα
κανόνισε, τον έστειλε στην πόλη να σπουδάσει, για καλύτερα, να βρίσκεται και υπό την
επιτήρηση του γνωστού του. Σ’ ένα πλυσταριό έμενε ο Ηρακλής, που έμπαζε από παντού το
χειμώνα, και προσπαθούσε μάταια να το ζεστάνει λιγάκι μ’ ένα μαγκάλι. Ούτε κι ο ίδιος δεν
μπορεί να καταλάβει τώρα πώς κατάφερνε κι επιβίωνε. Μωρέ εκεί να τον είχε τον Ηρακλάκο,
που ζορίζεται τάχα μου σήμερα στο στρατό. Το σχολαρχείο πάντως, κουτσά-στραβά, το
τέλειωσε. Παραπάνω δεν υπήρχε, κι ως εδώ πολύ ήταν.
Έκανε μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο, στις πλατείες και τα πέριξ στενά. Κάποιες λίγες
οικοδομές ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες όπως τότε, διώροφες, τριώροφες, πέτρινες, με κεραμίδια,
και σκαλιστά σιδερένια στέγαστρα πάνω απ’ τα μαγαζιά. Λίγες όμως, πολύ λίγες. Οι πιο πολλές
είχαν αντικατασταθεί από άχαρα τσιμεντένια κτίρια με πολλούς ορόφους. Και το γκρέμισμα-
χτίσιμο συνεχιζόταν, κατάπινε ένα-ένα όσα είχαν απομείνει. Η πρόοδος, η πρόοδος, μουρ-
μούριζε ο Ηρακλής. Και θυμήθηκε τη μακαρίτισσα τη θειά του, την Αριστείδαινα, που ‘βλεπε η
καημένη τότε, στα εξήντα κάτι, τις πρώτες πολυκατοικίες να χτίζονται, τους ορόφους να
στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον, κι έλεγε, θαυμάζοντας; απορώντας; ποιος ξέρει. Μα πού
θα πάνε, στο θεό θέλουν να φτάσουν; Από χωριό ήταν η Αριστείδαινα, αλλά στα τελευταία της
ζούσε εδώ, ο άντρας της ο Αριστείδης ήταν Αμερικάνος βλέπεις, γύρισε με παραδάκι απ’ την
Αμέρικα μετά τον πόλεμο κι αγόρασε σπίτι στην πρωτεύουσα του νομού, να περάσει τα στερνά
του. Παιδιά δεν είχαν αποχτήσει και κοντά στο εβδομήντα που πέθανε η Αριστείδαινα (ο

34
Αριστείδης της είχε αφήσει χρόνους μιά δεκαετία νωρίτερα) το ‘δωσε αντιπαροχή το σπίτι ο
βαφτισιμιός της που του το ‘χε αφήσει κληρονομιά, καθόλου δεν καθυστέρησε. Πάει η πλακό-
στρωτη αυλή με τις νεραντζιές και τη σκαλιστή σιδερένια αυλόπορτα, πάει η μαρμάρινη
σκαλίτσα που ανέβαινες για να μπεις στο σπίτι, πάνε τα κεραμίδια και τα ακροκέραμα. Η Αρι-
στείδαινα δεν το είδε όμως να γκρεμίζεται, είχε πάει νωρίτερα μόνη της στο θεό, δεν περίμενε,
ούτε και τους είχε ανάγκη, τους πολλούς ορόφους.
Μόλις κουράστηκε απ’ το περπάτημα, πήρε μιαν εφημερίδα και χώθηκε σ’ ένα απ’ τα
παλιά ουζερί, απ’ αυτά που, χρόνια πολλά τώρα, έτερπαν τα λαρύγγια. Ένα στενόμακρο μαγαζί,
που άνοιγε κάπως στο βάθος, με τραπεζάκια στη σειρά δίπλα στον τοίχο, δυό καρέκλες στο
καθένα, με το ζόρι χώραγε τρίτη. Το μωσαϊκό στο πάτωμα λιγάκι γλιστερό, η λίγδα τόσων
χρόνων δεν έβγαινε εύκολα, όσο κι αν σφουγγάριζε ο μαγαζάτορας. Αν σφουγγάριζε κιόλας,
γιατί, πού να τα προλάβει όλα κι αυτός. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό ντουμάνι, απ’ τους
καπνούς των τσιγάρων κι απ’ τα τηγανόλαδα. Η τσίκνα τον χτύπησε στη μύτη με το που μπήκε.
Μετά από λίγη ώρα είχε ποτίσει και τα ρούχα του. Το τεράστιο τηγάνι, μόνιμα πάνω στη φωτιά,
άχνιζε. Κατάμαυρο απ’ έξω (μπορεί κι από μέσα, σάμπως ποιος το ‘βλεπε;), θαυματουργό
όμως. Οι μεζέδες που έρχονταν με το ούζο ανάσταιναν και πεθαμένο, που λέει ο λόγος.
Κατά τις δύο έφυγε για το μαγέρικο. Δεν είχε όρεξη να φάει, χόρτασε με τους ουζο-
μεζέδες, έπρεπε όμως να πάρει τη βαλίτσα. Με την ευκαιρία θα καθόταν να περιμένει και το
Γιώργη, εκεί έτρωγε κι αυτός τα μεσημέρια. Εργένης βλέπεις, δεν το ‘χε συνήθειο να μαγειρεύει
στο σπίτι. Πού και πού μόνο τον απασχολούσε η μαγειρική, και σίγουρα όχι το μεσημέρι, που
γύριζε απ’ τη δουλειά. Δεν μπορούσε ο πατέρας του να καταλάβει τι ζωή έκανε αυτό το παιδί.
Πολλές παρέες δεν είχε, έτσι είχε καταλάβει αυτός τουλάχιστον. Ώρες ολόκληρες ήταν
κλεισμένος στο σπίτι και διάβαζε. Είχε μια βιβλιοθήκη, δυό τοίχους έπιανε, απ’ το πάτωμα ως
το ταβάνι. Τίγκα στα βιβλία. Τα ‘χεις διαβάσει όλ’ αυτά; τον ρώτησε κάποτε. Τα περισσότερα,
απάντησε αφηρημένα ο Γιώργης. Όλο σαν αφηρημένος ήταν. Τον θαύμαζε όμως και λιγάκι ο
πατέρας του. Κοίταγε τις ράχες των βιβλίων και τα ‘χανε. Ότι μπορείς να φανταστείς. Ιστορία,
φιλοσοφία, λογοτεχνία. Και μαθηματικά φυσικά. Και καλά τα μαθηματικά, ήταν η δουλειά του,
αλλά τα υπόλοιπα; Έτσι ήταν όμως πάντα του. Χωμένος στα βιβλία. Τουλάχιστον έτσι έδειξε
από τότε που έφτιαξαν στο χωριό εκείνη τη βιβλιοθήκη. Ας είναι καλά ο «Αμερικάνος» που
έκανε τη δωρεά. Χωριανός τους ήταν, ξενιτεμένος χρόνια στην Αμερική, απ’ τη δεκαετία του
δέκα είχε φύγει, πριν τα βαλκανικά, τον είχαν σχεδόν όλοι ξεχασμένο, όσοι συγγενείς του είχαν
μείνει στο χωριό ήταν πεθαμένοι. Αυτός όμως δεν ξέχασε τη μικρή του γενέτειρα, κάποια μέρα
ήρθαν γράμματα, για τον πρόεδρο, τον παπά, το δάσκαλο, είχε την πρόθεση να στείλει χρήματα
για να φτιαχτεί μια βιβλιοθήκη, που θα βοηθούσε, έγραφε, τους συχωριανούς του στις
αγροτικές τους ασχολίες. Αυτός ήταν ο σκοπός του, θυμόταν το σκοτάδι που παράδερναν όταν
αυτός ήταν μικρός, θέλησε να στείλει τα φώτα της επιστήμης στους αγρότες, να μπορούν ν’
ανοίξουν ένα βιβλίο και να βρουν από τι αρρωσταίνουν τα ζώα και τα σπαρτά, να μάθουν νέες
μεθόδους καλλιέργειας, «ν’ ανοίξουν τα μάτια τους», όπως έγραφαν τα γράμματα. Ευγενικός
σκοπός, το δίχως άλλο. Συσκέφτηκαν τότε οι κεφαλές του χωριού να δουν τι θα κάνουν,
ανέλαβε ο γραμματέας το εγχείρημα, που ‘ταν τότε νέος κι ενθουσιώδης, γύρισε τα μεγάλα
βιβλιοπωλεία της Αθήνας αγοράζοντας βιβλία, πήρε κάμποσα με περιεχόμενο γεωπονικού ή
κτηνοτροφικού χαρακτήρα, αλλά μιας κι ήξερε τους χωριανούς του, αμφέβαλλε σοβαρά αν
κάποιος τους θ’ άνοιγε έστω κι ένα τέτοιο βιβλίο. Άλλωστε τα πράγματα δεν ήταν τώρα όπως
τα θυμόταν ο «Αμερικάνος» από τότε που ‘φυγε, το κράτος είχε οργανωθεί καλύτερα, είχε

35
γεωπόνους, είχε και κτηνιατρική υπηρεσία, εύρισκαν βοήθεια άμα ήθελαν. Ακολούθησε λοιπόν
κι αυτός τη δική του θέληση μάλλον, παρά του δωρητή, τα περισσότερα βιβλία ήταν ιστορικά
και λογοτεχνικά.
Σαν χτες θυμάται τα εγκαίνια ο Ηρακλής, που έγιναν με κάθε επισημότητα, Κυριακή
πρωί, μετά την εκκλησιά. Μαζεύτηκε το χωριό, έγινε αγιασμός απ’ τον παπά, τα παιδιά του
σχολείου παραταγμένα με τάξη, έβγαλε ο δάσκαλος λόγο για την αναμφισβήτητη αξία της
μόρφωσης και για τα άξια τέκνα του χωριού που προκόβουν στην ξενιτιά, έβγαλαν και φωτο-
γραφίες να τις στείλουν στο δωρητή.
Έτσι στήθηκε η «δανειστική βιβλιοθήκη» του χωριού. Μη φανταστούμε τίποτα
σπουδαίο, ένα ντουλάπι με συρόμενα τζάμια, που είχε καμιά τριακοσαριά τόμους όλους κι
όλους. Αλλά βιβλιοθήκη. Ο Γιώργης ήταν τότε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, και δεν
έχασε την ευκαιρία. Ένας απέραντος κόσμος άνοιξε ξάφνου μπρος του, που μέχρι τότε ακουστά
τον είχε, αλλά δεν τον γνώριζε παρά μόνο απ’ τα λίγα σχολικά αποσπάσματα. Σ’ όλες τις
διακοπές από ‘κει και πέρα, καλοκαίρι, Χριστούγεννα, Πάσχα, είχε τη συντροφιά των βιβλίων.
Καρκαβίτσας, Κονδυλάκης, Μυριβήλης, Παπαδιαμάντης, Βερν, Ουγκώ, Ντίκενς, Ντοστο-
γιέφσκι, μέχρι και Τσβάϊχ. Και του Κολοκοτρώνη τ’ απομνημονεύματα, και του Μακρυγιάννη,
κι η ιστορία του Παπαρηγόπουλου. Κανονική παρέλαση συγγραφέων και ιστορημάτων, που τα
καταβρόχθιζε με βουλιμία.
Και να τος τώρα, με μια βιβλιοθήκη δική του, πολύ μεγαλύτερη. Όταν τέλειωσε το
Πανεπιστήμιο τρία κουτιά ήταν όλα κι όλα τα βιβλία του. Αυτός όμως είχε πάρει φόρα, δεν
μπορούσε να ζήσει χωρίς να διαβάζει. Αγόραζε συνέχεια, το ένα μετά το άλλο, γέμισε τον τόπο.
Κι ακόμα αγοράζει. Μωρέ δε θα του φτάνει ούτε ο μισθός, σκεφτόταν ο Ηρακλής, τόσα που
ξοδεύει για βιβλία. Σάμπως θα κάνει και κάνα φροντιστήριο να ‘κονομάει κάτι παραπάνω;
τέτοιος μονόχνωτος που είναι, μήτε που θα το ‘χει σκεφτεί. Κλεισμένος στο σπίτι με τα βιβλία.
Ούτε και με γυναίκα τον έβλεπε ποτέ. Εξόν από τότε, που ‘χε γίνει εκείνη η ιστορία, θα ‘ναι
οχτώ-εννιά χρόνια τώρα. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπελίτσα; Μαρία, Μαρίνα, δε θυμόταν
καλά. Θυμόταν μόνο πόσο αλλαγμένος ήταν εκείνον τον καιρό ο Γιώργης. Άλλος άνθρωπος.
Τους είχε ανακοινώσει πως έχει σοβαρό σκοπό, να ετοιμάζονται για κουφέτα. Το πρόσωπό του
έλαμπε. Του ‘λεγε ο Ηρακλής πως το κορίτσι ήταν μικρό, το πράγμα ήταν λιγάκι αταίριαστο, να
το σκεφτεί δεύτερη και τρίτη φορά. Τι θα ‘ταν αυτό το κορίτσι, ένα παιδάκι θα ‘ταν, χαϊβάνι, με
τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι. Δεν την είχε δει ο Ηρακλής ποτέ του, αλλά δεν ήταν ανάγκη να
τη δει για να καταλάβει, μαθήτρια την είχε ο Γιώργης και μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Δεν
άκουγε τίποτα ο γιος του, ο έρωτας τον τύφλωνε. Τα πράγματα δεν έφτασαν μέχρι το τέλος
όμως, κάποια στιγμή αυτή τον παράτησε. Κατάλαβε πως δεν ταιριάζουν, του είπε. Έτσι είπε,
αλλά ο Γιώργης ήξερε πως άλλη ήταν η αιτία. Οι δικοί της έφταιγαν, που δεν ήθελαν ούτε
ζωγραφιστό να τον βλέπουν. Του το ‘χαν δείξει ξεκάθαρα, με τον τρόπο τους. Δεν τους ένοιαζε
η διαφορά ηλικίας, απλά δεν τους γέμιζε το μάτι ο καθηγητάκος, που κατέβηκε «ξυπόλητος»
απ’ τα βουνά. Αυτοί ήταν παλιά οικογένεια της πόλης, «άρχοντες» με μεγάλη περιουσία, κινητή
και ακίνητη. Και για την κόρη τους ήθελαν άνθρωπο της σειράς τους, όχι όποιον κι όποιον.
Πες-πες λοιπόν, της γύρισαν τα μυαλά της μικρής, κατάφεραν να την ξεκόψουν. Έπεσε τότε του
θανατά ο Γιώργης, μήνες έκανε να συνέλθει. Κι όσο και να πεις, ένα κουσούρι του τ’ άφησε
αυτή η ιστορία, ήταν που ήταν λιγάκι στον κόσμο του, ήρθε κι από ‘γινε η δουλειά. Από τότε,
όταν του ‘λεγαν πως είναι καιρός να νοικοκυρευτεί κι αυτός, άλλαζε κουβέντα. Ο Ηρακλής
δηλαδή δε μίλαγε, η Τασία η μάνα του ήταν, που τον έτρωγε με τη γκρίνια της, πότε θα

36
παντρευτεί και πότε θα παντρευτεί, θα κλείσει τα μάτια της και δε θα τον έχει δει γαμπρό,
διάφορα τέτοια. Τίποτα αυτός, έκανε πως δεν άκουγε.
Αυτά σκεφτόταν ο Ηρακλής όταν είδε το Γιώργη να μπαίνει. Ο μικρότερος γιος του
ήταν ένας άντρας αρκετά καλοφτιαγμένος, με κανονικά χαρακτηριστικά και σγουρό μαύρο
μαλλί. Στο ανάστημα μέτριος προς το κανονικός, σε αντίθεση με τον Πάνο που ήταν ψηλός και
σωματώδης, ετούτος εδώ είχε πάρει απ’ τη μάνα του φαίνεται. Εκείνο που χτύπαγε πάνω του
ήταν τα μάτια του, βαθιά και μαύρα, έλαμπαν λες και τα ‘καιγε ένας μόνιμος πυρετός. Μπήκε
στο μαγαζί όχι μόνος, αλλά παρέα με μια κυρία. Μάλιστα κάτι αστείο θα ‘χαν πει, τους είδε να
γελάνε με την καρδιά τους. Έμεινε για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό ο γέροντας. Άλλο και
τούτο. Ο Γιώργης; λες να ‘γινε κάνα θαύμα;
Μόλις τον είδε ο γιος του ξαφνιάστηκε και σαν να του κόπηκε κάπως απότομα το γέλιο.
Ήξερε πως είναι στην Αθήνα ο γέρος, μα δεν περίμενε να γυρίσει τόσο σύντομα. Τον είχε
ενημερώσει η μάνα του με το τηλέφωνο, αμέσως μόλις έφυγε απ’ το χωριό ο Ηρακλής έδωσε
αναφορά. Πήγαινε συχνά-πυκνά η Τασία στο καφενείο του χωριού και τηλεφωνούσε στο γιο
της, ν’ ακούσει τη φωνή του, να ξέρει πως είναι καλά. Του ‘λεγε κι όλα τα νέα, μπορεί ο
Γιώργης να ‘ταν στον κόσμο του, αλλά για το τι γίνεται στο χωριό έδειχνε ένα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, ήθελε να τα ξέρει όλα. Άλλο που δεν ήθελε και η Τασία. Στο κάτω-κάτω σε
κάποιον έπρεπε να τα πει κι αυτή, εκείνον τον Πάνο δεν τον έβρισκε ποτέ στο σπίτι, όλο την
Κατίνα πετύχαινε στο τηλέφωνο. Καλή είναι, δε λέει, αλλά τι να πει στην Κατίνα; σάμπως
ήξερε τον έναν και τον άλλο χωριανό; πού να τους ξέρει. Γι’ αυτό λοιπόν, τον καιρό που ο
Γιώργης δεν είχε βάλει ακόμα τηλέφωνο, πήγαινε να σκάσει. Τρόμαξαν να του το βάλουν κι
αυτοί οι ΟΤΕδες, από τότε που τους είχε πει το παιδί πως έκανε αίτηση, τέσσερα χρόνια
πέρασαν. Αμάν κι αυτοί, δε ρωτάνε τη μάνα που θέλει να μιλάει με το παιδί της; δεν είχαν
γραμμές, λέει. Τι θα πει δεν είχαν γραμμές; να βάλουν και γραμμές, αυτή δεν είναι η δουλειά
τους;
Προχώρησε ο Γιώργης προς το τραπέζι του πατέρα του, σηκώθηκε ο Ηρακλής και τον
χαιρέτησε. Έγιναν και οι συστάσεις, από ‘δω ο πατέρας μου, από ‘δω η Ελένη, συνάδελφος. Θα
καθίσετε; ρώτησε ο Ηρακλής. Έκατσαν. Οι πρώτες απαραίτητες ερωτήσεις, πώς είναι η υγεία
του καθ’ ενός, πώς πάει η δουλειά στο σχολείο για τον έναν, πώς τα πέρασε στην Αθήνα για τον
άλλον, ρώτησε ο Γιώργης και για τον Πάνο, την Κατίνα και τα παιδιά. Όλα καλά. Μια μικρή
αμηχανία στην ατμόσφαιρα. Κι εσύ κυρία Ελένη μαθηματικός; ρώτησε ο Ηρακλής. Όχι,
φιλόλογος. Α, ωραία, πολύ ωραία. Πάλι μια μικρή αμηχανία.
-Καθίστε εσείς να φάτε, είπε ο Ηρακλής, εγώ θα φύγω, είμαι χορτάτος.
Κανείς δεν επέμενε να μείνει. Του έδωσε το κλειδί του σπιτιού ο Γιώργης για να πάει να
ξεκουραστεί. Άσε τη βαλίτσα, του είπε, θα τη φέρω εγώ. Σιγά ρε Γιώργη το βάρος, μη σε
νοιάζει, τα καταφέρνω ακόμα. Χαιρέτησε την Ελένη, είπε πως χάρηκε πολύ για τη γνωριμία,
έφυγε.
Όταν μετά από κάμποση ώρα πήγε κι ο γιος του στο σπίτι, λέξη δεν είπε ο Ηρακλής για
την κυρία Ελένη, αν και τον έτρωγε η περιέργεια. Δεν ένοιωθε πολύ άνετα με το μικρό του γιό
για ν’ ανοίξει τέτοιες κουβέντες. Πάντα είχαν μιαν απόσταση, σαν να είχε γύρω του ένα αόρατο
τείχος που δεν μπορούσε κανείς να το διαβεί. Για να λέμε την αλήθεια, και με το μεγάλο του γιο
υπήρχε μια απόσταση, για άλλους όμως λόγους, τελείως διαφορετικούς. Εκείνος εκεί ήταν
σαρδανάπαλος, όπως συνήθιζε να λέει ο Ηρακλής, έκανε ότι γούσταρε, δεν υπολόγιζε κανέναν,
ούτε γονείς, ούτε φίλους, δε σταμάταγε μπροστά σε τίποτα προκειμένου να κάνει τη δουλειά

37
του. Αυτό ήταν που τον ενοχλούσε τον Ηρακλή. Θα μου πεις τι τον ένοιαζε αυτόν; εντάξει, να
μην τον νοιάζει, αλλά κι απ’ την άλλη να μην τον ακούει ποτέ; διάολε, δεν ήταν πατέρας αυτός,
δε μέτραγε η γνώμη του σε τίποτα; μπα, από μικρός όλα τα ‘ξερε ο Πάνος, λέξη δεν άκουγε. Εξ
ου και η απόσταση. Δε δίσταζε όμως να του τα λέει χύμα ο πατέρας του, να τον κοπανάει όποτε
ήθελε, σ’ αυτό τουλάχιστον δεν υπήρχε πρόβλημα. Τούτος εδώ όμως ο μικρός δε σήκωνε
πολλές κουβέντες, όχι πως θύμωνε, ή σου ‘λεγε τίποτα, όχι, άχνα δεν έβγαζε. Με τον τρόπο του
όμως δε σ’ άφηνε να μιλήσεις, ένοιωθες βαρύ τον ίσκιο του. Δεν ήταν έτσι από μικρός, παιδάκι
ήταν χαρούμενο, τον ενθουσίαζαν όλα τα όμορφα μικροπράγματα, ακόμα και τα πιο ασήμαντα.
Έτσι τον θυμόταν ο πατέρας του. Και μετά όμως, μαθητής στο γυμνάσιο και φοιτητής στο πανε-
πιστήμιο, πάλι καλά ήταν. Καθώς διορίστηκε άρχισε λίγο-λίγο ν’ αλλάζει. Στις καλοκαιρινές
διακοπές που βρισκόταν για μεγάλο διάστημα στο χωριό, όλο και πιο βαρύς, όλο και πιο από-
μακρος ήταν. Με το τσιγκέλι να του βγάλουν μια κουβέντα. Κουβάλαγε μαζί του βιβλία και δεν
σήκωνε το κεφάλι απ’ αυτά. Ή έπαιρνε τη φοράδα, και χανόταν στα βουνά. Πήγαινε βέβαια και
στο καφενείο, έκανε παρέα με τους χωριανούς, αλλά κι εκεί λιγομίλητος ήταν. Μόνο η Τασία
δεν έβλεπε διαφορά, όλα καλά της φαινόταν. Φτάνει που καθόταν και την άκουγε να του λέει τα
νέα του χωριού. Ευχαριστημένη ήταν αυτή, ο Γιώργης όχι μόνο στις διακοπές, αλλά και τον
υπόλοιπο χρόνο, πήγαινε πότε-πότε στο χωριό, δεν ήταν εξαφανισμένος σαν τον άλλον. Αυτά
της έφταναν και με το παραπάνω της Τασίας. Αλλά τι να πεις για την Τασία, τόσο μυαλό είχε,
τόσο καταλάβαινε.
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε έτσι, χωρίς πολλά-πολλά. Ξάπλωσε μισή ωρίτσα για μεσημέρι
ο γέροντας στον καναπέ, είδε λίγο τηλεόραση, πέρασε η ώρα. Τα τσούγκρισαν και λιγάκι το
απόγευμα, έλεγε ο Ηρακλής στο γιο του να πάει στο χωριό για την απογραφή, αυτός όμως
αρνιόταν. Ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου, γιατί να μην έρθεις, να φαίνεται λίγο ζωντανό το χωριό,
αφού τις πιστώσεις στις Κοινότητες τις δίνουν ανάλογα με το πόσα κεφάλια θα βγάλει η απο-
γραφή. Εδώ ετοιμάζονται να ‘ρθουν απ’ την Αθήνα, που ‘ναι μακριά, εσύ εδώ δίπλα; ντροπή
είναι, τι θα πω στον πρόεδρο; Τίποτα αυτός.
-Δεν κάνω εγώ τέτοια, πρέπει καθ’ ένας να απογράφεται στον τόπο κατοικίας του, να
βγαίνουν σωστά τα αποτελέσματα. Και δε με νοιάζει ούτε ο πρόεδρος, ούτε η προεδρίνα, πες
ότι θέλεις. Εγώ θα απογραφώ εδώ που μένω, αυτό λέει ο νόμος κι αυτό είναι και το σωστό
άλλωστε.
-Ρε Γιώργη, άσε τι λέει ο νόμος, εδώ ο σκοπός είναι άλλος, να βοηθήσουμε το χωριό
μας, κοντεύει να σβήσει, δε σε νοιάζει αυτό; στο νόμο κολλάς εσύ; σιγά τη μεγάλη παρανομία
που θα κάνεις, τι να σου πω. Στο κάτω-κάτω, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, έτσι δε λένε;
-Ώστε, έτσι λες; ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; ποιοι το λένε αυτό;
-Έ, άμα ο σκοπός είναι καλός.
-Βέβαια, άμα ο σκοπός είναι καλός, άμα είναι ένας ευγενικός σκοπός, δε χάλασε ο
κόσμος να χρησιμοποιήσουμε κάποια, ας πούμε όχι και τόσο ευγενικά μέσα, δε θα γίνει δα και
κανένα κακό, ή και αν γίνει, είναι πολύ μικρό το «κακό», μπορεί να είναι ένα «κακό» ηθικής ας
πούμε τάξεως, δε θα πάθει κανένας κάποια ζημιά. Δε μου λες όμως, αν ο σκοπός είναι ευγε-
νέστερος, τότε δικαιολογείται ένα κάπως μεγαλύτερο «κακό»; κι αν γίνει ακόμα πιο ευγενικός ο
σκοπός, αν ο σκοπός είναι «ευγενέστατος» και «ιερότατος», δεν πειράζει τότε, ας μεγαλώσει κι
άλλο το «κακό»; και πού σταματάει αυτό; ποιος είναι αυτός που κρίνει αν ο σκοπός είναι καλός;
ποιος αποφασίζει για το πόσο ευγενικός και πόσο ιερός είναι ο σκοπός και για το πόσο
«βαρειά» μέσα αγιάζει; Αλλά ακόμα κι αν υπάρχει ένας σκοπός που για όλους, όσους έχουν τον

38
κοινό νου τουλάχιστον, είναι καλός, από πού βγαίνει πως έχουμε το δικαίωμα να χρησιμο-
ποιούμε άτιμα μέσα για να τον πετύχουμε; άτιμα μέσα δε σημαίνει ότι, αν μη τι άλλο παρα-
βιάζουμε τους κανόνες που έχουμε σαν κοινωνία; κι αν μπορούμε να τους παραβιάζουμε, τότε
γιατί τους έχουμε; για να τους εφαρμόζουμε μόνο αν μας βολεύει; Όχι πατέρα, ότι και να
νομίζεις εσύ, στο λέω εγώ και βάλ’ το καλά στο νου σου. Κανένας σκοπός δεν αγιάζει κανένα
μέσο, τελεία και παύλα.
Πού να κάθεται τώρα ο γέροντας να τα βγάλει πέρα σε τέτοιες κουβέντες με το σπου-
δαγμένο, αυτός μπορούσε να του κατεβάσει τη σολομωνική ολόκληρη και να τον κάνει να τα
χάσει. Μωρέ πώς κάνει έτσι, λες και του ζήτησα να σκοτώσει κανέναν, σκέφτηκε μόνο, και δεν
επέμεινε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, ψύχρανε η ατμόσφαιρα, η υπόλοιπη μέρα πέρασε με
λιγοστές κουβέντες. Μόνο για τη Ρούσα τον ρώτησε ο Γιώργης, τη φοράδα τους. Τη μεγάλη του
αγάπη.
-Γέρασε κι αυτή καημένε, είπε ο Ηρακλής, λίγα είναι τα ψωμιά της. Δε βαριέσαι, εδώ
γεράσαμε εμείς, τη φοράδα θα κλάψουμε;
Είδε όμως το πρόσωπο του γιου του να σκοτεινιάζει και δεν είπε τίποτα παραπάνω.

39
- 5 -

Το πράσινο «φορτοεπιβατικόν», το λεωφορείο της άγονης γραμμής, έφευγε κάθε μέρα


στις δύο το μεσημέρι για τα τρία ορεινά χωριά που εξυπηρετούσε. Λεωφορείο, ο θεός να το
κάνει, πιο πολύ με κλειστό φορτηγό έμοιαζε. Τέσσερες σειρές όλες κι όλες διπλά καθίσματα, το
όλον δεκαέξι θέσεις για καθιστούς. Για όρθιους δε γίνεται λόγος, όσοι κι αν ήταν έπρεπε να
χωρέσουν. Ειδικά τις μέρες που έρχονταν γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, και πήγαινε ο κόσμος
στα χωριά του, ή αν είχε κάνα πανηγύρι, τότε ήταν σαν τις σαρδέλες στο κουτί. Πίσω η
«καρότσα», για τα εμπορεύματα. Κι όταν δε χώραγαν όλα στην καρότσα, υπήρχε και σχάρα
στην οροφή, κανένας δε θα έμενε να μην εξυπηρετηθεί. Η αφετηρία του ήταν στο κέντρο της
πόλης. Δύο παρά τέταρτο ήταν εκεί ο Ηρακλής, στο συγκεκριμένο σημείο, με τη βαλίτσα του.
Απ’ το πρωί δεν ήταν σίγουρος, θα φύγει, θα μείνει; Βλέπεις δεν ήταν καλός ο καιρός σήμερα,
κατά τις εννιά είχε ξεσπάσει δυνατή μπόρα, άνοιξαν οι ουρανοί κι έβρεχε ασταμάτητα τρεις-
τέσσερες ώρες. Μόλις πριν λίγο είχε σταματήσει. Ο ουρανός ήταν βαρύς ακόμα, αλλά απ’ τα
δυτικά πήρε να καθαρίζει κι έτσι το αποφάσισε. Κάτι λιγοστοί ταξιδιώτες περίμεναν κι αυτοί
εκεί, στο πεζοδρόμιο, με τα συμπράγκαλά του ο καθένας, ταλαιπωρημένοι απ’ τη βροχή. Οι πιο
πολλοί, μόνιμοι κάτοικοι των χωριών, που κατέβαιναν με το πρωινό δρομολόγιο στην πρωτεύ-
ουσα του νομού, για να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα. Μερικοί ίσως για να ταχτοποιήσουν και
κάποια υπόθεσή τους στις Δημόσιες Υπηρεσίες. Γι’ αυτούς, έβρεχε δεν έβρεχε, δεν υπήρχε
καιρός για χάσιμο, τρεις ώρες όλες κι όλες είχαν διορία, μέχρι τις δύο έπρεπε να είναι έτοιμοι
για την επιστροφή.
Δύο παρά πέντε ήρθε το λεωφορείο, φόρτωσε τάκα-τάκα και ξεκίνησε για το «μακρινό»
ταξίδι. Η απόσταση μέχρι το χωριό του Ηρακλή (που ήταν το τελευταίο στη σειρά της γραμμής)
καμιά εβδομηνταριά χιλιόμετρα ήταν όλη κι όλη. Χρειαζόταν όμως κοντά τέσσερες ώρες για να
την κάνει. Δεν έφτανε μόνο που πήγαινε με μικρή ταχύτητα, έκανε κι ένα σωρό στάσεις. Να
πάρει έναν επιβάτη εδώ, να φορτώσει κάτι μικροπραγματάκια εκεί, να δώσει μια παραγγελιά
παραπέρα. Όλοι έπρεπε να εξυπηρετηθούν. Για τους ορεσίβιους στα τρία χωριά αυτής της
άγονης γραμμής, αλλά και όλων των άλλων που υπήρχαν, το πράσινο λεωφορειάκι τους ήταν η
σύνδεσή τους με τον υπόλοιπο κόσμο, σαν ομφάλιος λώρος που τους κρατούσε ζωντανούς.
Μετά από εξήντα χιλιόμετρα και σχεδόν τρεις ώρες, αφού ανέβηκαν ατέλειωτα
καγκέλια, έφτασαν στο πρώτο χωριό. Από δω και πέρα ο δρόμος ήταν χωμάτινος. Λακκούβες,
νεροφαγώματα, πέτρες να ξεπροβάλουν, όλα μαζί έκαναν τη διαδρομή ακόμα πιο αργή. Κι από
ταρακούνημα; ας μη γίνεται λόγος καλύτερα. Τώρα μάλιστα, μετά τη νεροποντή, τα πράγματα
ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Κανένας όμως δε βαρυγκόμαγε, αυτή ήταν η φυσική τάξη των
πραγμάτων. Δηλαδή τότε που δεν είχαν καθόλου αμαξιτό δρόμο, και πήγαιναν ποδαράτο μιά-
μιση ώρα για να πιάσουν λεωφορείο, ήταν καλύτερα; Δεν ήταν δα και πολύ μακρινός εκείνος ο
καιρός, είκοσι, εικοσιδυό χρόνια πίσω. Κάπου τόσο. Όλοι οι κάπως παλιοί, θυμούνται τα
μαρτύρια που πέρναγαν. Άμα είχες και μπαγκάζια να κουβαλήσεις έπρεπε να σε περιμένει δικός
σου άνθρωπος με υποζύγιο. Πολλές φορές μέσα στη βροχή. Κι ακόμα πιο παλιά, πριν τον

40
πόλεμο; τότε που ο κοντινότερος αμαξιτός ήταν στις τρεις ώρες; Μην το συζητάς, τώρα είναι
μια χαρά, κάθε μέρα συγκοινωνία, να κάνεις τη δουλειά σου. Και τι έγινε δηλαδή που κάνει
τέσσερες ώρες τη διαδρομή; Σιγά το πρόβλημα. Όποιος βιάζεται ας πάει με ταξί.
Στο δεύτερο χωριό κατέβηκαν οι τελευταίοι, από ‘κει και πέρα έμεινε μοναδικός
επιβάτης ο Ηρακλής. Ευκαιρία να γκρινιάξει ο οδηγός και ιδιοκτήτης του λεωφορείου, ένας
κοντός και μαυριδερός σαραντάρης με αρειμάνιο τσιγκελωτό μουστάκι. Τα βλέπεις τα χάλια
μας, είπε, ρημάξαν τα χωριά, με δυό τρία άτομα πάμε και ‘ρχόμαστε, ούτε τα έξοδα δε
βγάζουμε. Ζητάμε να μπούμε στο ΚΤΕΛ, αλλά ούτε ν’ ακούνε δε θέλουν αυτοί. Κορόϊδα είναι;
έχουν τις γραμμές που βγάζουν ψωμί, τις άγονες τι να τις κάνουν; Ο Ηρακλής δε μίλησε. Τι να
του πει; έβλεπε πως τα ‘χει τα δίκια του, αλλά δεν ήθελε και να του δώσει θάρρος να συνεχίσει
τη γκρίνια. Τέσσερα χιλιόμετρα είχαν ακόμα και θα ‘φταναν στο τέρμα. Αμ δε όμως. Δεν είχαν
κάνει ούτε το πρώτο χιλιόμετρο όταν έπεσαν σε αδιέξοδο. Απ’ τη βροχή κατολίσθησε η πλαγιά,
το πρανές του δρόμου κατέβηκε μέσα στη δημοσιά και την έκλεισε. Ποιος ξέρει πόσο νερό
έριξε εδώ πάνω στα βουνά. Τώρα; Ο οδηγός του λεωφορείου άρχισε τις χριστοπαναγίες. Δεν
τον ένοιαζε τόσο για τον επιβάτη, όσο για τον εαυτό του. Έβλεπε πως θα ‘πρεπε να διανυ-
κτερεύσει στο λεωφορείο. Αλλιώς πού διάολο να πάει; στο τελευταίο χωριό βλέπεις, στο τέρμα
της διαδρομής, είχε νοικιασμένο δωμάτιο, του ετοίμαζαν και το βραδινό του, όλα ταχτο-
ποιημένα. Και το πρωί, φρέσκος και ξεκούραστος, ξεκίναγε νωρίς-νωρίς, από τις έξι, για το νέο
δρομολόγιο. Απόψε όμως, πάνω στα καθίσματα θα την έβγαζε. Χώρια που για να βρει τόπο να
γυρίσει, έπρεπε να πάει με την όπισθεν κάμποση απόσταση. Ήταν να μη βρίζει; Μάταια προ-
σπαθούσε να τον καλμάρει ο Ηρακλής, μέχρι να σκεφτεί κι αυτός τι θα κάνει. Στο τέλος απο-
φάσισαν αυτό που απ’ την αρχή φαινόταν ότι ήταν η μοναδική λύση. Ο επιβάτης θα συνέχιζε με
τα πόδια, και το λεωφορείο θα γύριζε στο προηγούμενο χωριό. Τη βαλίτσα θα την κράταγε ο
οδηγός και θα του την πήγαινε όταν θα άνοιγε ο δρόμος.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Ηρακλής ποδαράτο, όπως τον παλιό καιρό. Πέρασε όσο γινόταν προ-
σεχτικότερα την κατολίσθηση, με τις λάσπες να κολλάνε στα παπούτσια του και να τον αναγ-
κάζουν να ρίξει κι αυτός με τη σειρά του μερικούς διαόλους. Από ‘κει και πέρα όμως ήταν
εύκολα τα πράγματα. Σε μισή ωρίτσα είχε φτάσει στο σημείο που, μόλις έπαιρνες τη στροφή,
αντίκριζες απέναντί σου το χωριό. Μια ρεματιά σε χώριζε, και η δημοσιά έκανε κύκλο, μέχρι να
περάσει το ρέμα και φιδογυρίζοντας να φτάσει στα πρώτα σπίτια. Έτσι ήταν το χωριό του
Ηρακλή, καμιά πενηνταριά σπίτια όλα κι όλα, από πέτρα και κεραμίδι, πνιγμένα στο πράσινο,
απλωμένα σε κάτι σαν κατηφορικό πλάτωμα που σχημάτιζε η πλαγιά του βουνού στο φρύδι της
ρεματιάς. Στα δεξιά, σ’ ένα μικρό ύψωμα, τ’ αλώνια του χωριού με τις καλύβες τους, σε
αχρηστία τώρα πια, μιας και τα ‘χαν παρατήσει τα στάρια από χρόνια, άγονα τα χωράφια,
ορεινά και άνυδρα, δεν άξιζε τον κόπο. Λίγο-λίγο χάνονταν και τα εργατικά χέρια, ποιος να
σπείρει και ποιος να θερίσει. Αριστερά, στην άκρη, η εκκλησιά με το καμπαναριό της. Και
κολλητά το νεκροταφείο. Η εκκλησιά στην άκρη; σπάνιο πράγμα, αλλά εδώ έτσι ήταν.
Απέναντί του άλλο βουνό, περιόριζε τη θέα σε μερικές εκατοντάδες μέτρα όλα κι όλα. Χωμένο
κυριολεκτικά στη ρεματιά ήταν το χωριό, κρυμμένο μέσα στα βουνά, μ’ ένα ταψί ουρανό
πάνωθέ του. Οι πλαγιές των βουνών καταπράσινες, καλυμμένες με δάση βελανιδιάς στα χαμηλά
και έλατου λίγο ψηλότερα. Χαρακωμένες οι πλαγιές από μικρά και μεγάλα ρέματα, που όλα
κατέληγαν κάτω, στην κύρια ρεματιά, που μάζευε τα νερά και τα ταξίδευε για τη θάλασσα.
Νερά, πολλά νερά, ευλογία θεού. Γύρω απ’ τις ρεματιές, τα χωράφια του χωριού, τα ποτιστικά.
Και στις πλαγιές όμως, όπου υπήρχε μια μικρή ισιάδα, είχε γίνει χωράφι, έστω και άνυδρο.

41
Λιγοστός βλέπεις ο τόπος που μπορούσε να καλλιεργηθεί, πού να θρέψει τόσα στόματα. Γιατί
μην κοιτάς τώρα, που ‘χαν απομείνει καμιά πενηνταριά γέροι, και τα παράτησαν τα ορεινά
χωράφια, προπολεμικά το χωριό είχε πάνω από τρακόσιες ψυχές. Πώς να ζήσουν; σκληρή ζωή,
αγώνας καθημερινός για την εξασφάλιση του επιούσιου. Γενιές ολόκληρες είχαν τσακίσει τα
κόκαλά τους, να ξεστρεμματίζουν κάθε χειμώνα, να ξεριζώνουν δέντρα, να βγάζουν τις πέτρες
στην άκρη. Πάσκιζαν να μετατρέψουν το δάσος σε καλλιεργήσιμη γη, να την ημερέψουν, να
σπείρουν λίγο σιτάρι, λίγο καλαμπόκι, να θρέψουν τη φαμίλια.
Προχώρησε λίγο ακόμα κι έφτασε στο σημείο που το παλιό μονοπάτι κατηφόριζε και
πέρναγε τη ρεματιά, χωρίς να κάνει τον κύκλο που έκανε τώρα η δημοσιά. Τα ζωντανά βλέπεις
δεν τα δυσκόλευαν κλίσεις και στροφές, τα κατάφερναν ευκολότερα από τ’ αυτοκίνητα. Να και
η σημαδιακή κοτρώνα. Κάθισε πάνω της για λίγο, να πάρει μιαν ανάσα. Στην ίδια ακριβώς
κοτρώνα, που είχε κάτσει τόσες και τόσες φορές. Κυρίως εκείνη τη φορά, τότε που πήρε την
απόφαση να μείνει στο χωριό. Πάνω σ’ αυτή την κοτρώνα ήταν που το αποφάσισε. Πριν πόσα
χρόνια; Τα λογάριασε στα γρήγορα. Σαράντα έξι. Μάλιστα κύριε, σαράντα έξι χρόνια. Μια ζωή.
Όλη η δική του ζωή. Έβγαλε από την τσέπη τα τσιγάρα, πήρε ένα, το χτύπησε λίγο απ’ τη μεριά
του φίλτρου πάνω στο πακέτο, άναψε.

Δευτέρα απόγευμα ήταν όταν έφεραν το τηλεγράφημα στο μαγαζί. Στο υπόγειο της
Βερανζέρου. Μαύρο απόγευμα. Τόσα χρόνια πέρασαν, μα τα θυμάται όλα λες κι ήταν χτες. Δεν
ήταν τηλεγράφημα αυτό, σκέτος κεραυνός εν αιθρία ήταν. «ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΝΕΚΡΟΣ ΣΤΟΠ ΑΤΥΧΗΜΑ ΠΡΙΟΝΙ ΣΤΟΠ ΕΛΑ ΓΡΗΓΟΡΑ ΣΤΟΠ ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΟΠ».
Ταμπλάς του ήρθε. Κατά πού να κάνει; Έτρεξε όσο μπορούσε πιο γρήγορα στο δωματιάκι, πήρε
ένα μικρό μπόγο με ότι ρούχο βρήκε πρόχειρο (δεν είχε δα και πολλά) κι από ‘κει κατ’ ευθείαν
στο σταθμό.
Σ’ όλη τη διαδρομή σκεφτόταν το Γιώργη. Πόσο χαρούμενος φαινόταν στα γράμματα
που του ‘γραφε για το «πριόνι». Και με το δίκιο του, δική του ήταν η ιδέα, και με τη δική του
επιμονή την έβαλαν μπρος με τον πατέρα, κι είχαν καταφέρει να στήσουν σωστό εργοστάσιο
ξυλείας, που το κινούσε η δύναμη του νερού. Μέσα στη ρεματιά το είχαν φτιάξει, μισή ώρα
δρόμο ψηλότερα απ’ το χωριό, εκεί που στένευε ο τόπος και κατέβαιναν απ’ τις δυό μεριές οι
πλαγιές του βουνού, απότομες και σκιερές, γεμάτες έλατα. Πριόνιζαν τα κούτσουρα, μεγάλους
ελάτινους κορμούς, και τα ‘καναν μαδέρια και καδρόνια. Η δουλειά πήγαινε καλά,
εμπορεύονταν την ξυλεία κι είχανε κέρδη. Το χειμώνα και την άνοιξη, που το ποτάμι ήταν φου-
σκωμένο, έριχναν το εμπόρευμα μέσα, και το νερό, τζάμπα μεταφορικό μέσο, το ταξίδευε.
Εργάτες απ’ τις όχθες, με μακριά κοντάρια και τσιγκέλια στα χέρια, παρακολουθούσαν τη
«μεταφορά», για να ξεσκαλώνουν τα ξύλα άμα σκαλώσουν και να φροντίζουν να φτάσουν με
ασφάλεια στον προορισμό τους, χιλιόμετρα μακριά, εκεί που πέρναγε ο αμαξιτός δρόμος.
Ενθουσιασμένος ήταν ο Γιώργης, μέχρι που έγραφε στον Ηρακλή να τα παρατήσει και να πάει
στο χωριό, έχουμε επιχείρηση τώρα, έγραφε, δεν έχεις ανάγκη να δουλεύεις μεροκάματο σε
ξένους, εδώ είμαστε αφεντικά, έχουμε δικούς μας μεροκαματιάρηδες. Θέλω κι εγώ βοήθεια,
πόσο ακόμα θα μπορεί ο πατέρας; Έτσι έγραφε, κι ούτε που μπορούσε να φανταστεί πως αυτή η
επιχείρηση, που τη στήσανε για να φτιάξουν τη ζωή τους, θα του ‘παιρνε τελικά τη ζωή.
Νύχτα έφτασε το τραίνο στο σταθμό που θα κατέβαινε. Λίγος ύπνος πάνω στον ξύλινο
πάγκο στην αίθουσα αναμονής μέχρι να ξημερώσει, και μετά ότι έβρισκε, ένα φορτηγό, μια
μοτοσυκλέττα, ύστερα από είκοσι ώρες και βάλε απ’ τη στιγμή που έφυγε, έφτασε στο

42
τελευταίο σημείο που πήγαινε τροχοφόρο. Από ‘κει και πάνω ποδαρόδρομος. Τρεις ώρες και
βάλε στην ανηφόρα, χωρίς να σταθεί πουθενά. Μόνο σε τούτη την κοτρώνα έκατσε να πάρει
μιαν ανάσα, όπως τώρα. Είχε φτάσει πια, το χωριό απέναντί του. Έστησε αυτί, νεκρώσιμη
καμπάνα δεν ακουγόταν. Θα είχε βγει το ξόδι. Πάει ο Γιώργης, κι ούτε να τον νεκροφιλήσει δεν
πρόλαβε. Τον πήρε τότε το παράπονο. Διάολε, γιατί να μην προλάβει; Κι όσο πιο πολύ το
σκεφτόταν, τόσο πήγαινε να σκάσει. Του φαινόταν πως δεν ήταν τόσο ο σκοτωμός του αδερφού
του που τον έκανε να παραπονιέται, πως χειρότερο κι απ’ τον ίδιο το θάνατο ήταν αυτό ακρι-
βώς, που δεν πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει. Και ξέσπασε σε κλάμα. Γιατί να μην προλάβει;
Καλά να πάθει όμως, τι δουλειά είχε στις Αθήνες; Ήθελε τη ζωή στην πόλη, τρομάρα του. Στην
πρωτεύουσα. Τον κακό του τον καιρό. Τι να κάνει στην πρωτεύουσα; Εδώ ήταν η οικογένειά
του, το σπίτι του, οι δικοί του άνθρωποι, οι παιδικοί φίλοι, οι χωριανοί. Η πατρίδα του. Εδώ που
μεγάλωσε, εδώ που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Πέρα από ‘δω τι ήταν; ένας ξένος ήταν, μέσα
σε ξένους. Μια κρυάδα τον διαπέρασε, ένα ρίγος αλλιώτικο, όχι του σώματος μα της ψυχής, λες
και μόλις τώρα συνειδητοποίησε πόσο μόνος ήταν εκεί, στα «ξένα». Και μέσα του το απο-
φάσισε. Πες ότι ήταν η συγκίνηση της στιγμής, πες ότι θες, το αποφάσισε όμως. Εδώ θα μείνει.
Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού τα δάκρυα, άει στο διάλο, κοτζάμ άντρας και κλαις σα
γυναικούλα, είπε στον εαυτό του. Πάλι καλά που δε σε πήρε και κάνα μάτι. Σηκώθηκε ήσυχος
πια, είχε γαληνέψει. Ο ήλιος έγερνε στη δύση, πήγαινε να κρυφτεί πίσω απ’ το βουνό, που
έστεκε, γίγαντας σωστός, πάνω απ’ το χωριό. Αρχές του Απρίλη ήταν, τα κλαδιά των δέντρων
ήταν γυμνά, δεν είχαν πρασινίσει ακόμα εδώ στα ορεινά. Μόνο οι κορομηλιές και οι κερασιές
ήταν ανθισμένες, άσπρες πινελιές εδώ και ‘κει. Το ‘νοιωθες όμως, η φύση ήταν γκαστρωμένη,
δεν την ένοιαζαν τ’ ανθρώπινα θανατικά, αυτή ετοιμαζόταν για τη δική της ανάσταση, τη
σίγουρη, που θα ξέσπαγε σε λίγο ορμητική, μια πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων.
Ανάλαφρος έκανε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Παράξενο πράγμα, ψυχή δεν
απάντησε στο δρόμο μέχρι να φτάσει στο πατρικό του. Μόνο ένα-δυό σκυλιά, που, ξαπλωμένα
σε μια γωνιά, τον κοίταξαν από μακριά με βαριεστημένο βλέμμα, αρνούμενα να χαλάσουν για
χάρη του το χουζούρι τους. Έφτασε στην αυλόπορτα, έσπρωξε μέσα απ’ την τρυπούλα στο
πάνω πρέκι το μάνταλο, με το ειδικό ξυλάκι που ήταν κρεμασμένο με σκοινί στο πλάι. Η πόρτα
άνοιξε, να η αυλή μπροστά του, την αντίκριζε ίδια κι απαράλλαχτη, όπως την άφησε εδώ και
τέσσερα χρόνια. Απ’ το γάμο του Γιώργη, για τις χαρές του είχε έρθει τότε. Και τώρα πάλι,
μαύρη μοίρα, για το ξόδι του. Ποιος να το ‘λεγε. Που δεν το πρόλαβε κιόλας. Στα δεξιά της
αυλής η κουζίνα, ένα μικρό κτίσμα ξέχωρο απ’ το υπόλοιπο σπίτι, με το τζάκι της να καπνίζει
λίγο. Μόλις πάτησε το πρώτο σκαλί για ν’ ανέβει στο μπαλκόνι, η πόρτα της κουζίνας άνοιξε.
Μαυροφορεμένη πρόβαλε η Αγγελική, η μάνα του. Μαύρα ρούχα και μαύρη μαντήλα που της
τύλιγε σφιχτά το κεφάλι. Μόνο μια μικρή τούφα γκρίζα μαλλιά ξεπρόβαλε. Τα μανίκια
σηκωμένα, να μην την εμποδίζουν στις δουλειές του σπιτιού. Άκουσε η χαροκαμένη μάνα το
μάνταλο, βγήκε να δει ποιος μπήκε. Ίσως η καρδιά της να ‘ξερε κιόλας, πως ήταν ο γιος της,
που τον περίμενε. Με το που τον είδε, πήγε και τον αγκάλιασε με λαχτάρα.
-Ήρθες Ηρακλή μου, ήρθες Ηρακλή μου, είπε μόνο και ξέσπασε σε λυγμούς.
Πίσω της ξεπρόβαλαν η μια μετά την άλλη, μαύρη κουστωδία, οι γυναίκες. Οι δυό
αδερφές του Ηρακλή και τελευταία η νύφη, η χήρα πια του μακαρίτη του Γιώργη. Τα μάτια
τους κομμένα, με μαύρους κύκλους. Και στεγνά, είχαν στερέψει πια τα δάκρυα. Τον χαιρέτησαν
κι αυτές με τη σειρά τους, βουβές, ανέκφραστες, και μπήκαν όλοι στο κουζινάκι. Τέσσερες
τοίχοι λασπόχτιστοι, μέσα-έξω ασοβάτιστοι, το δάπεδο από πατημένο χώμα και πάνω η σκεπή

43
χωρίς ταβάνι, να φαίνονται τα ξύλα και τα κεραμίδια. Κατάμαυρα όλα απ’ την κάπνα. Στη μια
μεριά το τζάκι, όπου πάνω στην πυροστιά ζέσταιναν νερό σ’ ένα μικρό καζάνι. Στην απέναντι
μεριά ο «νεροχύτης», μια ξύλινη γούρνα, ντυμένη εσωτερικά με λαμαρίνα, που πιο πολλή
σκουριά έδινε, παρά προστασία. Εδώ έπλεναν οι γυναίκες τα πιατικά και τα ταψιά, που είχαν
απομείνει μετά τη μακαριά. Είχαν μείνει και οι αδερφές του Ηρακλή, να βοηθήσουν τη νύφη
και τη μάνα τους. Και οι δυό, η μικρή, η Μαρίκα, που ήταν παντρεμένη στο χωριό τους, και η
μεγαλύτερη, η Ευτυχία, που είχε πάει νύφη σε διπλανό χωριό.
Έκατσε ο Ηρακλής σ’ ένα χαμηλό ξύλινο σκαμνί, και δίπλα, σ’ ένα δεύτερο, η μάνα του,
που του κράταγε το χέρι και τον κοίταζε, αναστενάζοντας που και που. Αυτός ο γιος ήταν ο
μόνος που της είχε απομείνει ζωντανός. Είχε και τα κορίτσια βέβαια, αυτά όμως ήταν παντρε-
μένα, ήταν στο σπίτι τους, ανήκαν πια σε άλλες οικογένειες. Οι γιοι όμως; απ’ τους τρεις που
γέννησε, ένας της έμενε τώρα. Οι άλλοι πάνε, τους πήρε ο χάρος. Πρώτα τον Ιπποκράτη, το
πρώτο της παιδί. Δυό χρονώ μικρούλι και τον έχασε, δεν πρόλαβε μήτε να τον χαρεί, μήτε να
τον μεγαλώσει. Τι να κάνει όμως, αρρώστησε το παιδί και πάει, πέταξε η ψυχούλα του, ούτε
πέντε μέρες δε βάσταξε. Αυτό ήταν το ριζικό του. Αλλά ο Γιώργης; τριάντα χρονώ παλλήκαρος
και να πάει έτσι; Τον έπιασε το θεόρατο το κούτσουρο από κάτω και τον έλιωσε. Γιατί
Παναγία μου; δε σου ‘φτανε που μου πήρες τον Ιπποκράτη μου; δε σου ‘φτανε που μου πήρες
και την Πηνελόπη μου, το κοριτσάκι μου, δέκα χρονώ λουλούδι, μόλις που είχε αρχίσει να
μπουμπουκιάζει; πήρες τώρα και το Γιώργη; γιατί, τι έχω κάνει η έρμη και με τυραννάς έτσι;
και θα σταματήσεις εδώ, ή θέλεις κι άλλα; Ανατρίχιασε στη σκέψη, αναστέναξε για μια ακόμα
φορά.
-Έτσι το ‘θελε η Παναγιά, είπε φωναχτά, απαντώντας μόνη στις μαύρες της σκέψεις,
σαν για να ξορκίσει το κακό. Τι να κάνουμε, μπορούμε να κάνουμε τίποτα;
Ο Ηρακλής πέρασε στοργικά το χέρι πάνω απ’ τους ώμους της μάνας, την έσφιξε λίγο
πάνω του, να της δώσει κουράγιο. Έβλεπε τις αδερφές του να πηγαινοέρχονται. Έβλεπε και τη
χήρα του Γιώργη, αμίλητη, να κάνει μηχανικά τις δουλειές. Τι να σκέφτεται άραγε; αναρωτή-
θηκε. Ένοιωσε πως πιο πολύ αυτή έπρεπε να συμπονέσει, παρά τη μάνα. Τι θα κάνει τώρα η
δόλια; από ξένο χωριό, σε ξένο πια σπίτι. Γιατί, χωρίς τον άντρα της, ξένο ήταν γι’ αυτήν τούτο
το σπίτι. Ο θεός βλέπεις δεν την αξίωσε να κάνει παιδιά, μόνη κι έρημη ήταν. Όχι βέβαια πως
θα την έδιωχναν οι δικοί του, κάθε άλλο, σαν παιδί τους θα την είχαν, αλλά όσο και να το
κάνεις ξένο αίμα ήταν, αυτό δεν άλλαζε.
-Ο πατέρας;
-Πάνω είναι, θα σε περιμένει κι αυτός ο έρμος. Άϊντε γιε μου να τον δεις.
Ανέβηκε ο Ηρακλής την ξύλινη σκάλα, σιγά-σιγά, λες και φοβόταν μην ακουστεί το
τρίξιμο των σκαλιών. Πάτησε στο μπαλκόνι, κοντοστάθηκε για λίγο στην εξώπορτα. Εκείνη η
σφίξη μέσα του, που πάντα την αισθανόταν μπροστά στον πατέρα του, τον έπιασε πάλι. Και
πώς να μην την αισθάνεται, στριφνός ήταν πάντα ο γέρος του, δύσκολος και αυταρχικός χαρα-
κτήρας. Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια, όλο και πιο πολύ παραξένευε. Τώρα μάλιστα; πώς θα ‘ναι
τώρα με το κακό που τους βρήκε; Τράβηξε το σκοινί, η πόρτα άνοιξε, μπήκε στη σάλα.
Αριστερά το δωμάτιο των γέρων, που ήταν και καθημερινό καθιστικό, δεξιά του νέου ζευγα-
ριού, που αλλοίμονο, έπαψε πια να υπάρχει σαν ζευγάρι. Αυτό ήταν και το πιο επίσημο, άνοιγε
στις γιορτές, για τις επισκέψεις.
Ο πατέρας του είχε αναμμένο το τζάκι και καθόταν πλάι στην παραστιά, σχεδόν κατά-
χαμα, πάνω σ’ ένα χοντρό μάλλινο μαξιλάρι. Γερασμένος πολύ του φάνηκε, κι ας μην είχε

44
κλείσει ακόμα τα εξήντα. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει για τα καλά, το κορμί του είχε
σκεβρώσει, τα μάγουλα είχαν βουλιάξει. Αλλιώς τον θυμόταν ο Ηρακλής πριν τέσσερα χρόνια.
Να ‘ταν η θλίψη των ημερών που τον έκανε να φαίνεται τόσο τσακισμένος; Γονάτισε δίπλα του,
του φίλησε το χέρι.
-Πώς είσαι πατέρα;
Σήκωσε το κεφάλι ο γέροντας, τον κοίταξε. Τα μάτια του απλανή, και θολά μια στάλα.
-Πώς να ‘μαι Ηρακλή μου; είπε ήσυχα, ξέπνοα σχεδόν. Τι καλό έχω, για να ‘μαι καλά;
Παραξενεύτηκε ο Ηρακλής. Τούτο το αδύναμο γεροντάκι που έβλεπε μπροστά του δεν
είχε καμιά σχέση με τον αυταρχικό πατέρα, που του προκαλούσε παλιότερα τόσο φόβο. Του
κράταγε το χέρι που είχε φιλήσει, κρύο το ‘νοιωθε και λίγο τρεμάμενο. Ένα κύμα συμπόνοιας
τον συνεπήρε.
-Κάνε κουράγιο πατέρα, αυτό ήταν το γραφτό του, τι να κάνουμε; έλα μονάχα, πες μου,
πώς έγινε το κακό;
Σιγά-σιγά πήρε να του ‘στοράει τα καθέκαστα ο γέρος, με ουδέτερη φωνή, λες κι έλεγε
μια ιστορία για κάποιον ξένο, που του ήταν αδιάφορος. Ίσως έτσι να προσπαθούσε να κρατήσει
μιαν απόσταση, μη και τον πάρουν τα κλάματα. Άρχισαν όπως κάθε μέρα τη δουλειά στο
πριόνι, είπε, όλα καλά πήγαιναν, τίποτα δεν προμήνυε το κακό. Οι εργάτες μόλις είχαν ξεκινή-
σει, δεν είχαν βάλει ακόμα κούτσουρο στη γραμμή για να το τσιγκελώσουν και να το τραβή-
ξουν στη θέση του. Ο Γιώργης, ανάθεμα την ώρα, ήταν από κάτω, γρασάριζε τα γρανάζια της
τροχαλίας. Με το που πήραν το πρώτο κούτσουρο οι εργάτες, ξεπιάστηκε απ’ τη θέση του κι
αυτό που σκότωσε το Γιώργη, κανένας δεν κατάλαβε πώς έγινε. Παραήταν μεγάλο το άτιμο,
ελάτι θεόρατο, πήρε τον κατήφορο, έπεσε πάνω στην τροχαλία και την τσάκισε. Μαζί της
τσάκισε και το Γιώργη, ούτε ωχ δεν πρόλαβε να πει.
Σταμάτησε για κάμποση ώρα, κοντανάσαινε, λες κι η κουβέντα τον λαχάνιασε. Ξανα-
κοίταξε τον Ηρακλή. Είχε μια σπιρτάδα τώρα το βλέμμα του ή του φάνηκε;
-Πάει ο Γιώργης, είπε, πάει και το πριόνι. Αυτός ήταν η ψυχή του. Ποιος να το δουλέψει
τώρα πια;
Αναγνώρισε τώρα ο Ηρακλής τον πατέρα που ήξερε. Δεν ήταν μόνο στριφνός κι ανά-
ποδος, ήταν και συμφεροντολόγος. Μέτραγε το κάθε τι. Βρε τον άτιμο, σκέφτηκε μέσα του. Δεν
κοιτάει το χάλι του, δε σκέφτεται το κακό που μας βρήκε, ψάχνει να με ψαρέψει, να δει τι
σκοπό έχω, θα πάρω τη θέση του Γιώργη, ή θα ξαναφύγω; Ακόμα δεν τον έθαψε, και το μυαλό
του είναι στην επιχείρηση, τι θα γίνει το πριόνι. Είχε σκοπό να του ανακοινώσει την απόφαση
που είχε πάρει, ότι θα μείνει δηλαδή στο χωριό, αλλά μετάνιωσε. Άσε, αργότερα, ας βράσει λίγο
στο ζουμί του.
Σε λίγο μπήκαν οι γυναίκες. Είχαν αποτελειώσει με τη λάτρα. Σουρούπωνε πια.
-Θα πάμε στο Γιώργη, είπε η Αγγελική, ν’ ανάψουμε το καντηλάκι.
Σηκώθηκε κι ο Ηρακλής να πάει μαζί τους. Ο τάφος νωπός ακόμα, μόλις είχε κλείσει
μέσα του το σκοτωμένο. Στην κεφαλή ένας πρόχειρος ξύλινος σταυρός μπηγμένος στο χώμα,
και μπροστά του ένα φαναράκι. Οι γυναίκες σιωπηλές, έβγαλαν το καντηλάκι που ήταν μέσα,
καθάρισαν το φυτίλι, έβαλαν λάδι και το άναψαν. Έκαναν το σταυρό τους. Τελετουργικές οι
κινήσεις, λες κι απ’ αυτές εξαρτιόταν πια αν θα ησυχάσει η ψυχούλα του. Κι ο Ηρακλής δεν
είπε λέξη. Μέσα του μόνο χαιρέτησε τον αδερφό του για πάντα.

45
Έσβησε πάνω στην πέτρα το τσιγάρο ο Ηρακλής, και, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί,
αναστέναξε. ΄Ετσι που λες έγιναν τα πράγματα τότε και γύρισε στο χωριό. Με το που γύρισε,
ανέλαβε και το πριόνι, προς μεγάλη χαρά του πατέρα του. Η δουλειά μάλιστα πήγαινε καλά,
κατάφερε να βάλει στην μπάντα λίγα λεφτουδάκια. Κι ευτυχώς να λες, που βρέθηκε ο Θανάσης
και του άνοιξε τα μάτια, αλλιώς ότι είχε μαζέψει θα τα ‘χανε όλα με τον πόλεμο, τότε που τα
λεφτά έχασαν την αξία τους κι έγιναν κουρελόχαρτα. Ο Θανάσης όμως, μόλις πήγε στο χωριό
στην κατοχή, ας είναι καλά ο άνθρωπος, τον ορμήνεψε, αν έχεις τίποτα λεφτά, κάν’ τα λίρες,
του είπε, ο πόλεμος είναι άτιμο πράγμα. Έτσι τον είχε δασκαλέψει κι αυτόν το αφεντικό, που
όσο και να πεις, είχανε δει περισσότερα τα μάτια του. Ίσια που πρόλαβε ο Ηρακλής να κάνει
μερικές λίρες, είχε αρχίσει κιόλας η κατρακύλα. Έχασε πολλά, αλλά όχι τα πάντα. Μετά κατα-
στράφηκε και το πριόνι, κάποιοι φθονεροί το ‘καψαν, τότε, στον εμφύλιο, που τους είχαν
μαζέψει όλους και τους πήραν απ’ το χωριό. Δήθεν το ‘καψε ο στρατός, τότε που ‘καψε και τα
σπίτια του χωριού, αλλά ο Ηρακλής ρώτησε κι έμαθε, το πριόνι δεν το πείραξε ο στρατός, χέρι
χωριανού έβαλε τη φωτιά. Ποτέ δε λείπουν οι κακορίζικοι, που, από φθόνο και μόνο, μπορούν
να κάνουν ότι κακό μπορεί να βάλει ο νους σου. Η «επιχείρηση» λοιπόν έληξε άδοξα, εκείνες
όμως οι λιρίτσες, έμειναν. Κι ήταν η συρμαγιά για κάποια εμπόρια που έκανε αργότερα ο
Ηρακλής. Και μ’ αυτά έγινε και το κομπόδεμα, αυτό που άνοιγε για να δανείζει όποιον είχε
χρεία.
Σε δυό χρόνια μετά το γυρισμό νοικοκυρεύτηκε κι αυτός πια, παραείχε ωριμάσει για τα
δεδομένα της εποχής. Παντρεύτηκε την Τασία, μια χαρούμενη χωριατοπούλα, με κατάμαυρα
μάτια και μαλλιά, με ροδοκόκκινα μάγουλα, λίγο κοντή, λίγο στρουμπουλή, απ’ το είδος της
γυναίκας που είναι λίγο στρουμπουλή από γεννησιμιού της, ποτέ όμως δε γίνεται χοντρή. Ήταν
και λίγο αγαθή, αλλά δεν πειράζει. Κόρη της χήρας, της Μήτραινας, ήταν η Τασία, που ήταν
ακόμα πιο αγαθή απ’ τη θυγατέρα της. Ανέκδοτα έχουν γίνει όσα είχε πει κατά καιρούς, μέσα
στην αφέλειά της. Όπως τότε για παράδειγμα, το σαρανταεφτά, που έγινε βασιλιάς ο Παύλος.
Μόλις το ‘μαθε η Μήτραινα έμεινε με το στόμα ανοιχτό για μια στιγμή, και μετά το ξεστόμισε.
-Ο Παύλος βασιλιάς; μπράβο, μπράβο. Ε, γιατί όχι; καλός είναι, ήξερε και λίγα γραμμα-
τάκια. Μια χαρά είναι, μια χαρά.
Κι ούτε που κατάλαβε γιατί οι άλλοι σκάσανε στα γέλια, τι, δεν ήταν καλός ο Παύλος
του Κουφοκώστα; που είχε πάει δυό-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο και μετά έγινε και χωρο-
φύλακας;
Όσο και να ‘ταν αγαθή η Μήτραινα όμως, άμα ήταν για το συμφέρον της, ξύπναγε
λιγάκι. Και τη μεγαλύτερη κόρη της την είχε παντρέψει, και τώρα βάλθηκε να ταχτοποιήσει και
τη μικρή. Τον έβαλε στο μάτι τον Ηρακλή, κελεπούρι γαμπρός ήταν, και έγινε τσιμπούρι στην
ξαδέρφη της τη Λεμονιά, να κάνει τα προξενιά. Κι όταν η Λεμονιά τον πλεύρισε τον Ηρακλή,
κι αυτός σαν πρώτη αντίδραση της είπε, μωρέ αυτή είναι χοντρή, η Μήτραινα δεν έκανε πίσω,
να του πεις πως δε θα μείνει έτσι, είπε, θ’ αναλάβει κι αυτή τις ευθύνες της και θ’ αδυνατίσει. Η
Τασία «δεν ανέλαβε τις ευθύνες της» και δεν αδυνάτισε, πες-πες όμως η Λεμονιά, τον κατάφερε
τον Ηρακλή, την παντρεύτηκε λοιπόν και σκάρωσε και δυό γιούς, βαφτίζοντας τον δεύτερο με
το όνομα του αδικοσκοτωμένου αδερφού.
Όσο για τη χήρα του Γιώργη, τη ζήτησε κάποια στιγμή ένας άλλος χήρος, με παιδιά, απ’
το δικό της το χωριό, έφυγε κι αυτή. Γλίτωσαν έτσι απ’ την άβολη κατάσταση, να τριγυρνάει
μέσα στο σπίτι μια νέα γυναίκα. Γιατί, όπως και να το κάνεις, η Τασία αγαθή-αγαθή, αλλά με

46
μισό μάτι την έβλεπε τη χήρα τη «συνυφάδα». Κι ο κόσμος δεν το ‘χε για τίποτα ν’ αρχίσει τα
σούσουρα.
Έκανε καλά που γύρισε; κι αν δεν είχε γυρίσει; πώς θα ‘ταν η ζωή του; καλύτερα;
χειρότερα; σαν του Θανάση, μια ζωή τυφλοπόντικας σ’ ένα υπόγειο; ποιος να ξέρει; ποτέ του
δεν τον είχε απασχολήσει αυτό το ερώτημα από τότε. Τώρα, και να τον απασχολούσε, ήταν
πολύ αργά για να δώσει απάντηση. Ούτε είχε κάποιο νόημα.
Σηκώθηκε, είχε σουρουπώσει για τα καλά, πήρε το παλιό μονοπάτι. Μόλις έφτασε στο
σπίτι, τον είδε η Τασία να μπαίνει και παραξενεύτηκε.
-Ήρθες Ηρακλή μου; είπε, δεν άκουσα το λεωφορείο να ‘ρχεται, τόσο να κουφάθηκα
πιά;
Και μήτε που αναρωτήθηκε, πώς γίνεται κι ήρθε ο γέρος της χωρίς τη βαλίτσα. Ούτε
γιατί είχαν τόση λάσπη τα παπούτσια του.

47
- 6 -

Πριν ακόμα βγει ο Απρίλης, ο Πάνος είχε λίγο-πολύ απαλλαγεί απ’ τις επαγγελματικές
του σκοτούρες. Τις σοβαρές σκοτούρες τουλάχιστον, γιατί οι άλλες, οι καθημερινές, ποτέ δε
λείπουν. Οι ζημιές που προκάλεσε ο σεισμός είχαν διορθωθεί όλες, έστω κι αν χρειάστηκε λίγο
παραπάνω τρέξιμο γι’ αυτό. Φυσικά και παραπάνω έξοδα, αλλά τι να γίνει; έπρεπε να ξεμπερ-
δεύουν όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό. Οι καθηγητάδες του Πολυτεχνείου είχαν βγάλει αμέσως
οδηγίες για το πώς πρέπει να γίνουν οι επισκευές, ειδικά συνεργεία στήθηκαν στο πι και φι, η
δουλειά έγινε. Τώρα, άμα κάποιοι μυστήριοι ήθελαν να βάλουν μηχανικούς να ψάχνουν, και να
πάνε στα δικαστήρια, ας πήγαιναν, αυτά τα πράγματα έτσι κι αλλιώς τραβάνε χρόνια, θα
πορευόταν βλέποντας και κάνοντας. Μέχρι στιγμής πάντως, κανένας δεν το είχε κάνει.
Είχε ησυχάσει λοιπόν, τουλάχιστον προς το παρόν, απ’ το ένα βάσανο. Όσο για την
υπόθεση με την εφορία την έφερε τελικά κι αυτή βόλτα. Έπιασε επαφή με τον έφορα από ‘κει
που δεν το περίμενε. Ο άνθρωπος δεν ήταν μόνο κολλητός του υπουργού που τον διόρισε, είχε
πάρε-δώσε και με την αντιπολίτευση. Γάτα με πέταλα ο κύριος, πάταγε σε δυό βάρκες. Τυχαία
το ανακάλυψε αυτό το τελευταίο, όταν είπε τον πόνο του στον καινούργιο φίλο που είχε κάνει
πριν λίγους μήνες. Πολύ χρήσιμος άρχισε να φαίνεται αυτός ο καινούργιος φίλος. Στο γραφείο
γνωρίστηκαν, που είχε πάει σαν πελάτης για να παζαρέψει ένα διαμέρισμα. Μικρό διαμέρισμα
ζήταγε και το ‘θελε και με δόσεις. Έλαχε να είναι όμως ένα απ’ τα ανερχόμενα στελέχη του
σοσιαλισμού, σκοτώθηκε ο Πάνος να τον εξυπηρετήσει, να τον διευκολύνει, να του κάνει συμ-
φέρουσα την αγορά του ακινήτου. Ότι ήθελε και κατά πώς τον βόλευε, σχεδόν χωρίς κέρδος του
το ‘δωσε. Γκρίνιαζε ο Θρασύβουλος, τι περιμένεις απ’ τον ξεβράκωτο και του κάνεις
τεμενάδες; έλεγε. Ο Πάνος όμως έβλεπε μακρύτερα, πάψε Θρασύβουλε, αυτοί αύριο θα είναι
κυβέρνηση, θα τους χρειαστούμε. Έτσι έγινε και φίλος με τον αγοραστή. Τον έβγαλε για ένα
κρασί, ένα ποτηράκι για να βρέξουμε τη συμφωνία, είπε, δεν το ‘χω σε καλό βρε αδερφέ να μην
κεράσω τον πελάτη. Στα καλύτερα τον πήγε, μετά το «κρασί», που δεν ήταν ένα απλό κρασί,
τραπέζωμα ήταν με τα όλα του, μετά το κρασί λοιπόν πρότεινε και μια τσάρκα στα ξενυ-
χτάδικα. Κι απ’ ότι είδε, το «στέλεχος» δεν έλεγε όχι, ακολούθησε με προθυμία κι έδειξε και να
τις έχει σπουδαγμένες τις νυχτερινές πίστες. Ξόδεψε κάτι παραπάνω ο Πάνος αλλά δεν πειράζει,
αυτά ήταν ένα είδος επένδυσης. Επένδυση που άρχισε να αποδίδει πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι
είχε φανταστεί, μόλις είπε στο φίλο του για τον έφορα που του ‘κανε δύσκολη τη ζωή, βρέθηκε
η άκρη, μην ανησυχείς είπε ο φίλος, αυτός είναι δικός μου. Μα πώς; Βρε άμα σου λέω, άσ’ το
σε μένα. Ορίστε, κι ο Πάνος έτρεχε τόσον καιρό από ‘δω κι από ‘κει, και φίλαγε κατουρημένες
ποδιές. Έτσι καθάρισε με την εφορία. Πλήρωσε βέβαια τα χρειαζούμενα, ίσως και λίγο παρα-
πάνω απ’ το συνηθισμένο, ο έφορας εξήγησε πως δεν ήταν μόνος του, είχε και το «αφεντικό»
(έτσι είπε) πάνω απ’ το κεφάλι του. Αυτό όμως δεν τον πείραζε, ήταν μέσα στο παιγνίδι που
ήξερε από καιρό. Επένδυση ήταν κι αυτά.
Έτσι είχαν ταχτοποιηθεί οι υποθέσεις του. Οι επαγγελματικές. Δεν έλεγε να ησυχάσει
όμως, άλλες σκοτούρες ξεφύτρωσαν τώρα, πιο προσωπικές. Εκείνη η μικρή, που τα ‘χε ψήσει

48
μαζί της από πέρυσι, άρχισε να του κάνει νερά. Μικρή, τρόπος του λέγειν, είχε περάσει τα
εικοσιτρία σίγουρα, γυναικάρα με τα όλα της, αλλά για τον Πάνο, όπως και να το κάνουμε,
μικρή ήταν. Κι αυτή σαν πελάτισσα τη γνώρισε, κοίτα να δεις που η δουλειά είχε πολλά παρά-
πλευρα οφέλη, είχαν πάει με τον πατέρα της να δουν ένα διαμέρισμα, να της το αγοράσει για
προίκα. Η αγορά τελικά δεν έγινε, ο πατέρας της, ένας μικρομπακάλης στα Κάτω Πετράλωνα,
εκεί που σήκωνε τότε μια οικοδομή ο Πάνος, δεν έλεγε να το αποφασίσει. Είχε μάθει να τα
υπολογίζει όλα αυτός, να μετράει με κάθε προσοχή «κέρδη και ζημίες», κι αν η ζυγαριά έγερνε
προς τα κέρδη να κάνει τη δουλειά. Εδώ όμως δεν του έβγαινε ο λογαριασμός, ήθελε μεγάλο
διαμέρισμα για την κόρη του, στο μυαλό του είχε ένα τεσσάρι, αλλά την τιμή που του ‘καναν
δεν την έβλεπε συφερτικιά. Έτσι τελικά η μικρή δεν ψώνισε διαμέρισμα, ψώνισε όμως αυτήν ο
Πάνος. Ή το αντίθετο, δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος. Ο Πάνος μόνο δεν είχε αμφιβολία,
αυτός ήταν που την κατάφερε την πιτσιρίκα, και μάλιστα εύκολα, σ’ αυτά πια, όχι που να το
παινευτεί δηλαδή, αλλά είχε γίνει εξπέρ. «Καθηγητής» με διδακτορικό. Κι αυτή την έκοψε
αμέσως, έβλεπε τον τρόπο που τον κοίταγε όσο ο πατέρας της έκανε τους λογαριασμούς του,
δεν ήθελε και πολύ να μπει στο νόημα. Κι όταν σηκώθηκαν να φύγουν, την ώρα που τους
χαιρέταγε, της έχωσε με τρόπο ένα χαρτάκι με το τηλέφωνό του στο χέρι, και της έκλεισε
συνωμοτικά το μάτι. Ήταν σίγουρος πως το ψάρι είχε τσιμπήσει. Και δεν είχε πέσει έξω, την
άλλη μέρα κιόλας δέχτηκε το τηλεφώνημα που έλπιζε. Τώρα, η περίπτωση να έλπιζε η μικρή
ότι έτσι θα πάρει φτηνά το διαμέρισμα, ή ότι θα το πάρει ακόμα και τζάμπα, δεν είχε περάσει
τότε απ’ το μυαλό του Πάνου. Κι αν κάποιος του ‘λεγε πως η μάνα της την είχε μεγαλώσει με
την ιδέα πως προίκα της είναι η ομορφιά της, και να κοιτάξει ν’ ανοίξει τα μάτια της, και να μην
τη χαραμίσει με κανέναν ομορφονιό φτωχοδιάβολο στα Κάτω Πετράλωνα, πάλι δε θα τον
ένοιαζε. Σιγά μην έπιαναν κορόιδο τον Πάνο.
Η Στέλλα λοιπόν, αυτό ήταν το όνομα της μικρής, ήταν όλο νάζια τελευταία, όλο κάτι,
και πού θα πάει αυτή η δουλειά, έλεγε, και, τι θα γίνει με τη γυναίκα σου, εγώ σε αγαπάω αλλά
πρέπει να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου, δεν μπορώ να σε μοιράζομαι, ή αυτή ή εμένα. Διάφορα
τέτοια. Και πού να ‘ξερε κιόλας ότι ο Πάνος, εκτός απ’ τη γυναίκα του, κι εκτός απ’ την ίδια,
«έβλεπε» πότε-πότε και μια τρίτη, παντρεμένη αυτή με άλλον. Έτσι και το μυριζόταν η Στέλλα,
θα γινόταν επανάσταση. Δε θα το ‘χε σε τίποτα ακόμα και στην Κατίνα να πάει και να της τα
ιστορήσει όλα. Και το χειρότερο ποιο ήταν, το χειρότερο ήταν που δεν ήθελε κι αυτός να
ξεκόψει απ’ τη μικρή. Θα μπορούσε να πει, αυτή είναι η κατάσταση κορίτσι μου, εγώ δε χωρίζω
απ’ τη γυναίκα μου, αν σ’ αρέσει καλώς, δε σ’ αρέσει με γεια σου με χαρά σου, παίρνω το
καπελάκι μου και φεύγω. Απλές και καθαρές κουβέντες, που τις είχε πει κι άλλες φορές σε
παρόμοιες περιστάσεις. Έλα όμως που δεν ήθελε. Πρώτη φορά έπιανε τον εαυτό του να ‘ναι
σαν χαμένος, να μη μπορεί να ξεκολλήσει απ’ τη Στέλλα, όσο κι αν το ‘βλεπε πως η κατάσταση
άρχισε να γίνεται τουλάχιστον περίεργη. Λες να ‘μαι τσιμπημένος μαζί της; αναρωτιόταν.
Ξόρκιζε όμως μια τέτοια πιθανότητα, α μπα, δεν ερωτεύεται ο Πάνος, μόνο τον ερωτεύονται.
Απλά μου τη δίνει που η Στελλίτσα μου κάνει κόλπα. Είναι ζήτημα αντρικής τιμής να μην την
αφήσω να γίνεται το δικό της. Αυτό μας έλειπε, να μην είμαι σε θέση να κουμαντάρω ένα
νιάνιαρο.
Αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Καλές οι παχιές κουβέντες, αλλά εδώ κάτι καινούργιο
υπήρχε, κάτι που δεν το πολυκαταλάβαινε. Τόσα τσιλιμπουρδίσματα είχε κάνει, ποτέ του δεν
ένιωθε τέτοιαν ανησυχία όπως τώρα. Γιατί από ξενοπηδήματα, άλλο τίποτα. Παλιά μου τέχνη
κόσκινο. Ούτε δέκα χρόνια δεν είχαν περάσει απ’ το γάμο του, όταν άρχισε να λοξοκοιτάει. Και

49
πολύ άργησε, εδώ που τα λέμε. Έτσι δεν το ‘χε σκεφτεί απ’ την αρχή, τότε που γκάστρωσε την
Κατίνα κι αποφάσισε να την παντρευτεί; Μια γυναίκα μας πέφτει, γιατί όχι η Κατίνα, κι από
γκομενίτσες γεμάτος ο τόπος. Ε, κάποια στιγμή το ‘βαλε μπροστά. Τον πρώτο καιρό είχε μιαν
αγωνία, μην το μάθει η γυναίκα του, και τι θα γινόταν τότε. Αλλά γρήγορα τον ξεπέρασε αυτόν
το φόβο. Στο κάτω-κάτω, και να το μάθαινε η Κατίνα, τι θα ‘κανε; θα γκρίνιαζε σίγουρα, θα
φώναζε, θα ‘σπαγε και τίποτα, αλλά πού θα πήγαινε; πού θα ‘βρισκε τη ζωή που της πρόσφερε
ο Πάνος; στο τέλος θα συμβιβαζόταν. Θα της έκανε κι αυτός κάνα δωράκι, θα της έλεγε ότι
παραμύθι του ‘ρχόταν στο νου, θα της ορκιζόταν πως δεν πρόκειται να ξανασυμβεί, θα την
καλμάριζε. Έτσι συνέχισε χωρίς φόβο τα στραβοπατήματα. Και χωρίς τύψεις βέβαια, αυτή η
λέξη ήταν άγνωστη γι’ αυτόν. Μέχρι που του ‘γινε συνήθεια, δεν το ‘χε σε καλό να μην έχει μια
γκομενίτσα. Και δυό καμιά φορά, άμα λάχαινε, γιατί όχι. Όπως τώρα καληώρα. Περαστικές
περιπέτειες, πότε μικρότερες, πότε μεγαλύτερες, τίποτα το σοβαρό όμως. Ίσια-ίσια για την
ανανέωση. Την ποικιλία στο συνηθισμένο βρε αδερφέ. Γιατί, όλα κι όλα, την Κατίνα και την
ήθελε και την είχε κορώνα στο κεφάλι του. Εξακολουθούσε να ‘ναι όμορφη και λαχταριστή, κι
όσο να πεις, την αγάπαγε κιόλας. Ήταν η μάνα των παιδιών του, μαζί της είχε φτιάξει οικο-
γένεια. Άλλωστε για ποιόν έτρεχε ο Πάνος και σκοτωνόταν στη δουλειά; γι’ αυτή την οικογέ-
νεια δεν τα ‘κανε όλα; δεν τους είχε μέσα στα πλούτη; δεν είχαν ότι ήθελαν; Ε λοιπόν, δικαι-
ούνταν κι αυτός λίγη διασκέδαση, πώς να το κάνουμε. Να ξεδίνει απ’ τις σκοτούρες.
Μια χαρά λοιπόν τα είχε ταχτοποιημένα. Και τη δουλειά, και το σπίτι, και τις γκόμενες.
Είχε κρατήσει και μια γκαρσονιέρα, Νεάπολη μεριά, που την έφτιαξε ειδικά για το σκοπό αυτό.
Την είχε εξοπλίσει και στολίσει όμορφα, σωστή ερωτική φωλιά, με όλα τα χρειαζούμενα. Όλα
ήταν σε τάξη λοιπόν. Και να τη τώρα η μικρή, να θέλει να του χαλάσει τη βολή του. Μωρέ δε
θα της περάσει. Ή θα κάτσει φρόνιμα, ή θα της δώσει τα παπούτσια στο χέρι. Φαίνεται πως δεν
έχει καταλάβει με ποιόν έχει να κάνει. Σήμερα κιόλας θα ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Αρκετά
τράβηξε.
Το απόγευμα εκείνης της μέρας είχε ραντεβού με τη Στέλλα. Στο συνηθισμένο τους
μέρος, στο πατάρι μιας καφετέριας, στο κέντρο της Αθήνας. Μακριά απ’ το σπίτι, μακριά κι απ’
το γραφείο. Στοιχειώδη πράγματα, ποτέ δεν ξέρεις ποιο μάτι θα σε πάρει. Πήγε πρώτος και
περίμενε, η μικρή αργούσε όμως, κι άρχισε να εκνευρίζεται. Δε φτάνουν τ’ άλλα, μου κάνει και
καψόνια, σκέφτηκε. Ένας λόγος παραπάνω για να την ξαποστείλει. Η απόφασή του δυνάμωσε,
αμάν πια, το δίχως άλλο αυτό θα κάνει. Να ξεμπερδεύει μια και καλή.
Είχε σχεδόν τελειώσει τον καφέ που παράγγειλε, όταν φάνηκε η λεγάμενη. Όπως την
έβλεπε ν’ ανεβαίνει στο πατάρι, κάτι μέσα του αναπήδησε. Δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί πόσο
όμορφη ήταν. Γυναικάρα, όχι παίξε-γέλασε, ψηλή και καμαρωτή, με πληθωρικά πιασίματα,
καστανόξανθη, με κουκλίστικο πρόσωπο και μπιρμπιλωτά μάτια. Κι έδωσε για μια ακόμα φορά
συγχαρητήρια στον εαυτό του, μπράβο ρε φιλάρα, τέτοια τεφαρίκια μόνο μάγκες σαν κι εσένα
τα κυκλοφοράνε. Και δεν ήταν μόνο που ήταν γυναικάρα στη θωριά. Του άρεσε και επειδή
ήξερε να ζει. Με το κέφι της, με τα γλέντια της, ρούφαγε άπληστα κάθε ηδονή που μπορούσε να
της προσφέρει η ζωή.
Τον πλησίασε χαμογελαστή, μ’ εκείνο το χαμόγελο που σχημάτιζε τα λακκάκια στα
μάγουλά της και τον τρέλαινε. Συνήλθε όμως αμέσως, θυμήθηκε πως ήταν θυμωμένος πριν από
λίγο. Κοίτα η αναίσθητη, σκέφτηκε, μ’ έχει στήσει τόση ώρα και χαζογελάει σαν να μη συμ-
βαίνει τίποτα. Η Στέλλα έκατσε δίπλα του, και του ‘δωσε στα πεταχτά ένα φιλί.
-Με συγχωρείς, άργησα λιγάκι, είπε. Και κόλλησε πάνω του όλο νάζι.

50
Το άρωμά της ήταν μεθυστικό, του ‘φερε αμέσως στο νου τις ιδιαίτερες στιγμές τους.
Ήθελε να της πει πως δεν τη συγχωρεί, η γλώσσα του όμως δεν πήγαινε. Λες κι ήταν ναρκω-
μένος. Ας μην αρχίσουμε καυγά εδώ μέσα, σκέφτηκε, θα γίνουμε ρεζίλι σ’ όλο τον κόσμο. Άσε,
θα της δώσω το πασαπόρτι άλλη φορά, να ‘μαστε κάπου οι δυό μας.
-Ε καλά, δε χάλασε κι ο κόσμος, κατάφερε στο τέλος να πει. Συνηθισμένοι είμαστε να
περιμένουμε τις γυναίκες. Είναι το χούι σας, δεν το ‘χετε ποτέ σε καλό να ‘ρθετε στην ώρα σας.
Χασκογέλασε για την «εξυπνάδα» που είχε πει. Ένοιωθε αμήχανος, σα μαθητούδι. Το
μόνο που ήθελε τώρα ήταν μην και του αρχίσει τη γκρίνια η Στέλλα. Όμως η μικρή, λες και το
ψυχανεμίστηκε, λέξη δεν είπε. Το αντίθετο μάλιστα, ήταν όλο χαρούλες. Ακόμα και να ‘θελε να
βάλει τέρμα, πώς να το κάνει σε τέτοιες στιγμές; Όχι, καλά το σκέφτηκε πιο πριν, άλλη φορά,
που θα ‘ναι μόνοι τους, χωρίς πολύ κόσμο γύρω τους. Τότε του ‘ρθε μια ιδέα.
-Σε δυό μέρες είναι πρωτομαγιά, είπε. Τι λες, θέλεις να πάμε μια εκδρομούλα οι δυό
μας;
Ορίστε, έτσι και δεχτεί, θα ‘χει όλη την άνεση να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Στην εξοχή,
που δε θα τους βλέπει κανένας. Η Στέλλα έπεσε πάνω του, τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του.
Αν ήθελε, λέει! είναι να το ρωτάει; δεν το ‘χει καταλάβει πως αυτή δε θέλει τίποτ’ άλλο, παρά
να είναι μαζί του;
Μετά τον καφέ έφυγαν για τη γκαρσονιέρα. Την ώρα που η Στέλλα πήγε στο μπάνιο, ο
Πάνος έβγαλε στα γρήγορα τα ρούχα του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, που έπιανε το μεγα-
λύτερο μέρος του ενός τοίχου. Δική του ήταν η ιδέα, ένας καθρέφτης φτιάχνει με τον τρόπο του
την ατμόσφαιρα, πώς να το κάνουμε. Ήξερε αυτός από τέτοια. Τον παράγγειλε λοιπόν, κι ας
χασκογέλαγαν κάτω απ’ τα μουστάκια τους τα μαστόρια που τον τοποθετούσαν. Σιγά που θα
τους έδινε λογαριασμό. Έτριψε με τα δυό χέρια τη φουσκωμένη του κοιλιά. Παρά έχω παχύνει
τώρα τελευταία, σκέφτηκε. Τα κωλόκρασα φταίνε, πρέπει να τα περιορίσω. Δεν πρόλαβε να
σκεφτεί περισσότερα όμως. Το μάτι του πήρε τη Στέλλα να πλησιάζει πίσω του, ολόγυμνη
λαφίνα. Παναγία μου, τι τεφαρίκι είναι αυτό; καμάρωσε για μια φορά ακόμα. Ήρθε και τον
αγκάλιασε. Δεν έβλεπε τίποτα πια, μεθυσμένος γύρισε προς το μέρος της, την άρπαξε και την
έριξε στο κρεβάτι.

Την Πρωτομαγιά είχε φροντίσει απ’ την παραμονή να πει στην Κατίνα πως θα πήγαινε
στην εργατική συγκέντρωση, στο Πεδίον του Άρεως. Παραξενεύτηκε η Κατίνα, εσύ στη συγ-
κέντρωση; τι μύγα σε τσίμπησε; Της εξήγησε όμως ο Πάνος, πως εκείνος ο φίλος του, το στέλε-
χος ντε της αντιπολίτευσης, του είπε πως είναι σημαντικό να μαζευτεί κόσμος, είμαστε στην
τελική ευθεία, του είχε πει, πρέπει ο λαός να δείξει τη δύναμή του. Σαν να του ‘λεγε πως πρέπει
οπωσδήποτε να πάει, φως φανάρι δηλαδή, γίνεται τώρα να του χαλάσει το χατήρι; σε καμία
περίπτωση, δεν τις διαλύεις εύκολα τέτοιες φιλίες. Φεύγοντας μάλιστα το πρωί, της είπε πως
δεν ξέρει τι ώρα θα γυρίσει, μπορεί μετά να τον καλέσουν να πάνε κάπου όλοι μαζί, ευκαιρία θα
είναι να κάνει κι άλλες χρήσιμες γνωριμίες. Κάλυψε έτσι κάθε ενδεχόμενο, κι ας παρα-
ξενεύτηκε πάλι η Κατίνα για τις τόσες εξηγήσεις, δεν το ‘χε βλέπεις συνήθειο να της δίνει λογα-
ριασμό πού πάει και πότε θα γυρίσει. Δεν έδωσε σημασία όμως, ούτε πήγε ο νους της σε κάτι
ύποπτο.
Ο καιρός ήταν ζεστός, από μέρες είχε λιακάδες και φύσαγε νοτιάς. Γι’ αυτό και η
Στέλλα ζήτησε η εκδρομή να γίνει στη θάλασσα. Καλοκαίριασε, είχε πει, να κάνουμε και το
πρώτο μας μπάνιο. Μπάνιο; δεν είμαστε καλά. Αυτός δεν έμπαινε εύκολα στο νερό το κατα-

51
καλόκαιρο, θα μπει Μάη μήνα; Και το άλλο πού το βάζεις, είναι τώρα ώρα να ψάχνει για μαγιό
και τέτοια; ούτε πού βρίσκονται δεν ήξερε, αυτά ήταν δουλειά της Κατίνας. Γινόταν να της τα
ζητήσει; δε γινόταν. Έτσι της το ξέκοψε, εγώ δεν μπαίνω στη θάλασσα τέτοιον καιρό, είναι
παγωμένη. Γέλασε τότε περιπαιχτικά η μικρή.
-Σιγά ρε μπέμπη μην κρυώσεις, είπε. Κάνε ότι θέλεις, εγώ πάντως θα βουτήξω.
Τον περίμενε στη γωνία, δυό τετράγωνα μακριά απ’ το σπίτι της, όπως πάντα. Ντυμένη
για εκδρομή, με αθλητικά παπούτσια, καπέλο στο κεφάλι, και την τσάντα με τα είδη για τη
θάλασσα στα χέρια. Με το που μπήκε τη ρώτησε αν έχει κάποια προτίμηση. Όχι, δεν είχε, ας
πήγαινε όπου ήθελε αυτός, αρκεί να ήταν παραλία. Έβαλε μπρος λοιπόν για το Σχοινιά. Την
ήξερε την περιοχή, υπήρχε και μια παραλιακή ταβερνίτσα, θα μπορούσε να περάσει την ώρα
του, μέχρι να κάνει το καπρίτσιο της η μικρή.
Ήταν περασμένες έντεκα όταν έφτασαν. Στην παραλία είχε κιόλας πολύ κόσμο. Οι
περισσότεροι λιάζονταν, ή έπαιζαν με ρακέτες. Δυό-τρεις μόνο ήταν στο νερό. Πάρκαρε το
αυτοκίνητο και κατέβηκαν.
-Είσαι σίγουρη πως θα βουτήξεις; τη ρώτησε. Δε βλέπω και πολλούς να το τολμάνε.
Η Στέλλα ήταν σίγουρη.
-Εγώ, όταν λέω κάτι, το εννοώ, είπε. Δε λέω και ξελέω. Να το θυμάσαι αυτό, πρόσθεσε,
σηκώνοντας το δάχτυλο σα δασκάλα.
Βρήκε μιαν άπλα, τράβηξε απ’ την τσάντα ψάθα και πετσέτα, τα έστρωσε. Έβγαλε σιγά-
σιγά τα ρούχα της, έμεινε με το μαγιό.
-Εσύ μείνε εδώ, είπε στον Πάνο.
Δεν άρθρωσε λέξη και στρώθηκε υπάκουα στην ψάθα. Πανάθεμά με, μουρμούρισε, τι
κάνω εδώ πέρα, θα γεμίσουν τα ρούχα μου άμμο. Την έβλεπε που προχώραγε στην αμμουδιά,
ένοιωθε τους γύρω του να την κοιτάζουν λαίμαργα. Πάλι ένοιωσε περήφανος, αυτός ήταν που
κυκλοφόραγε αυτή τη γυναικάρα, που τη βλέπουν οι άλλοι και τους τρέχουν τα σάλια. Η
Στέλλα έβαλε το πόδι της με χάρη, να δοκιμάσει πόσο κρύο είναι το νερό. Γύρισε προς το μέρος
του και χαμογέλασε. Ήταν λίγο περιπαιχτικό το χαμόγελο ή του φάνηκε; Προχώρησε λίγο πιο
μέσα, έσκυψε κι έβρεξε τα μπράτσα της. Ξαναγύρισε προς το μέρος του. Ο Πάνος είχε την
αίσθηση πως όλη η παραλία είχε σταματήσει κι είχε στρέψει τα βλέμματα στη Στέλλα και σ’
αυτόν. Άρχισε να νοιώθει αμήχανα. Ρε λες να φαίνομαι πολύ μεγαλύτερός της και μας κοιτάνε
έτσι; αναρωτήθηκε. Στο τέλος η Στέλλα βούτηξε και τον έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση. Ξεφύ-
σηξε με ανακούφιση. Δεν πρόλαβε όμως να ησυχάσει, και είδε μια παρέα από τρεις-τέσσερεις
μαντράχαλους να μπαίνουν όλοι μαζί στο νερό με φασαρία. Χοροπηδούσαν, έσπρωχναν ένας
τον άλλον, πέταγαν μια μπάλα εδώ κι εκεί, έπαιζαν σαν μικρά παιδιά. Κι όλο πλησίαζαν προς
το μέρος της. Ή μήπως η Στέλλα ήταν που τους πλησίαζε; Διάολε, αυτή ήταν, που πήγε κι
άρχισε να παίζει μαζί τους. Έπιανε τη μπάλα και την έριχνε χαχανίζοντας, βούταγε στο νερό και
ξανάβγαινε, έβγαζε μικρές κραυγές. Πότε-πότε του ‘ριχνε και μια λοξή ματιά, να δει, την παρα-
κολουθεί ή όχι; Και δώσ’ του οι μαντράχαλοι να την περιτριγυρίζουν, κι αυτή να χαχανίζει. Τι
διάολο γίνεται εδώ πέρα; αναρωτήθηκε. Αυτοί όπου να ‘ναι θα τη χουφτώσουν κιόλας. Ένα
σουβλί του κάρφωσε την καρδιά και συνάμα το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Δεν ήξερε τι να
κάνει. Να το παίξει αδιάφορος; να τη φωνάξει να βγει; να σηκωθεί να φύγει; Μωρέ αυτό πρέπει
να κάνει, να την παρατήσει σύξυλη και να την κοπανήσει. Να της δείξει αυτός ποιος είναι ο
Πάνος. Που νομίζει πως μπορεί να τον περιπαίζει έτσι, μπροστά στον κόσμο. Πήγε να σηκωθεί,
αλλά ξανάκατσε. Άμα φύγει θα πει πως κόβεται το σκοινί. Μια και καλή. Είναι έτοιμος γι’

52
αυτό; Και βέβαια είναι, τι το συζητάμε τώρα, γι’ αυτό δεν κανόνισε την εκδρομή; ορίστε, τώρα
του δίνει και την αφορμή. Ναι αλλά αυτός είναι άντρας σωστός, γίνεται να φερθεί έτσι σε μια
γυναίκα; όποια και να ‘ναι αυτή. Να σηκωθεί και να φύγει; δε γίνεται. Όχι, θα φερθεί σαν
κύριος, θα την περιμένει να βγει και τότε θα της ξηγηθεί. Έτσι είναι το πρέπον. Ησύχασε
κάπως, που βρήκε τη λύση. Ξανακοίταξε προς τη Στέλλα. Τα ίδια, συνέχιζε να παίζει με τους
νεαρούς. Κι αυτοί οι μαλάκες γύρω-γύρω γιατί τον κοιτάνε έτσι; βρε μήπως είναι αυτός ο
μαλάκας; Αισθάνθηκε ξαφνικά απίστευτα γελοίος, έτσι όπως καθόταν στην ψάθα ντυμένος. Του
ανέβηκε πάλι το αίμα στο κεφάλι. Α, δε θα κάτσω εδώ να γίνομαι περίγελως, σκέφτηκε.
Σηκώθηκε απότομα, τίναξε τη λιγοστή άμμο απ’ τα ρούχα του και τράβηξε προς το
ταβερνάκι. Διάλεξε ένα τραπέζι έτσι που να μπορεί να παρακολουθεί τι γίνεται και παράγγειλε
ένα ούζο. Α μα πια, που καθόταν τόση ώρα στην ψάθα, σαν τις συμπεθέρες. Χάζεψε τελείως; Οι
θαμώνες στα τραπέζια ήταν λιγοστοί, έτσι η παραγγελία ήρθε γρήγορα. Το ήπιε μονορούφι και
παράγγειλε δεύτερο. Καλμάρισε κάπως τώρα. Ήρεμα μάγκα μου, είπε μέσα του, χαλάρωσε,
όπως πας θα σε τρελάνει η μικρή. Κάθισε όσο μπορούσε πιο αναπαυτικά στην ψάθινη καρέκλα
και τσίμπησε το τυράκι, που είχε έρθει με το ούζο για μεζές. Ήρθε και η δεύτερη παραγγελία
και πήρε να το πίνει σιγά-σιγά, με ρέγουλο.
Η Στέλλα άργησε να βγει απ’ το νερό. Από ώρα δεν έβλεπε τον Πάνο στην ψάθα που
τον είχε αφήσει, δεν ήθελε να δείξει όμως πως ανησύχησε, ούτε πως ψάχνει να τον βρει. Πού θα
πάει; σκέφτηκε, κάπου εδώ γύρω θα ‘ναι και θα βράζει στο ζουμί του. Ήταν σίγουρη πως την
παρακολουθούσε, κι αυτή ήθελε να τον κάνει να σκάει. Έτσι δεν έλεγε να σταματήσει τους
χαριεντισμούς με τους άλλους. Κι όχι μόνο γέλια και παιγνίδια, προχώρησε και παραπέρα, τους
ακουμπούσε δήθεν τυχαία, έπεφτε πάνω τους, τους άφηνε να την αγκαλιάζουν. Τόσο που στο
τέλος της πέρασε απ’ το μυαλό ότι μπορεί και να το παράκανε. Αλλά του χρειαζόταν. Να μάθει
ότι δεν τον έχει ανάγκη. Τι νομίζει δηλαδή, έτσι και κουνήσει αυτή λίγο το δαχτυλάκι της, έχει
όποιον θέλει.
Την ώρα που η Στέλλα σκουπιζόταν, ο Πάνος είχε κιόλας κατεβάσει τέσσερα ούζα, κι
είχε παραγγείλει το πέμπτο. Μια γλυκιά θολούρα πήρε να τον κυριεύει. Από ώρα είχε σταμα-
τήσει να παρακολουθεί τη μικρή και τα παιγνίδια της, μετά το τρίτο ποτήρι την έστειλε νοερά
στο διάολο. Αγόρι μου, κοίτα την πάρτη σου, είπε μέσα του. Κι από πιτσιρίκες άλλο τίποτα.
Τότε όμως ήταν που την είδε να τον ψάχνει γύρω-γύρω με το βλέμμα. Πάλι κάτι αναπήδησε
μέσα του. Σηκώθηκε κι άρχισε τα νοήματα, κούναγε δυνατά τα χέρια, φώναζε, Στέλλα εδώ,
τόσο δυνατά που ξανά γύρισαν όλοι και τον κοίταγαν. Τώρα όμως δεν τον ένοιαζε, συνέχισε να
φωνάζει μέχρι που τον είδε και πήγε κοντά του. Είχε βάλει μόνο ένα παρεό πάνω απ’ το μαγιό
της και το καπέλο στα μαλλιά.
-Ούζα πίνεις; ρώτησε. Δε θα φάμε;
-Πείνασε το κορίτσι μου; ότι θέλει το κορίτσι μου.
Σαν να μπέρδευε λίγο τα λόγια του. Σήκωσε το χέρι, κάλεσε το σερβιτόρο.
-Φέρε ότι θέλει το κορίτσι. Τα καλύτερα που έχεις. Και τι θέλει να πιει.
Θαλασσινά ήθελε το κορίτσι, κι άρχισαν να ‘ρχονται τα εδέσματα το ένα πίσω απ’ τ’
άλλο, να τα χταποδάκια και τα καλαμαράκια, να οι γαρίδες και τα μύδια, να οι σαλάτες. Και
κρασί, το κορίτσι θέλει κρασί. Πάρε το ούζο από ‘δω, φέρε και για μένα κρασί, ότι πίνει το
κορίτσι μου. Υπερδιέγερση είχε πιάσει τον Πάνο, φέρε ρε παιδί μου, έλεγε στο σερβιτόρο,
αστακό, δεν έχεις αστακό; Δυστυχώς το κατάστημα δεν διέθετε αστακό, να φάει το κορίτσι του

53
Πάνου. Και να βλέπουν οι γύρω να σκάνε, και να θαυμάζουν το χουβαρντά τον άντρα, που
ξέρει να γλεντάει τις γυναίκες.
Τα μεγάφωνα του καταστήματος έπαιζαν ρεμπέτικα, ο Πάνος κατέβαζε το κρασί,
τσιμπολόγαγε απ’ τα φαγητά, και καμάρωνε τη Στέλλα που έτρωγε με βουλιμία. Της είχε
ανοίξει η όρεξη για τα καλά με το μπάνιο κι είχε πέσει με τα μούτρα στα θαλασσινά. Σήκωσε
πάλι το χέρι να παραγγείλει κι άλλα.
-Σταμάτα πια αγάπη μου, είπε η Στέλλα, θα σκάσουμε απ’ το πολύ φαΐ.
Άκουσε καλά; αγάπη μου τον είπε; Κοριτσάρα μου εσύ. Την τράβηξε προς το μέρος του
και τη φίλησε. Η Στέλλα έδειξε να ντρέπεται λίγο, ή έκανε πως ντρέπεται.
-Ήσυχα καλέ, είπε, μας βλέπει ο κόσμος.
-Μωρέ δεν πα’ να μας βλέπει όποιος θέλει, ο Πάνος δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Τι
νομίζεις δηλαδή, χεσμένους τους έχω όλους.
Η μουσική συνέχισε να παίζει, ένα βαρύ ζεϊμπέκικο ακουγόταν, κι έπιασε τώρα να
χτυπάει παλαμάκια στο ρυθμό του τραγουδιού. Είχε μερακλωθεί για τα καλά. Τα ούζα και το
κρασί τον μέθυσαν, η Στέλλα τον μέθαγε ακόμα περισσότερο. Και δώσ’ του να χτυπάει παλα-
μάκια, και να φωνάζει ώπα, και να τραβάει πάνω του τη Στέλλα, να τη γεμίζει φιλιά.
Πάνω στην ώρα φάνηκαν δυό νεαροί γύφτοι, ο ένας με κλαρίνο στο χέρι κι ο άλλος με
νταούλι. Ούτε παραγγελιά να τους είχε, με το που τους είδε ο Πάνος, ενθουσιάστηκε.
-Εδώ παιδιά, φώναξε.
Ήρθαν κοντά οι μελαμψοί μουσικοί, λιγνοί και οι δυό, με παρδαλά ρούχα, με κολλημένα
τα κορακίσια μαλλιά. Έβγαλε ο Πάνος ένα κατοστάρικο, το πέταξε επιδεικτικά. Στον αέρα το
‘πιασε ο νταουλιέρης και το κλαρίνο άρχισε με μιας να παίζει. Ο ήχος βγήκε γλυκός, αναστε-
νάρικος, και το νταούλι τον συνόδευε μαλακά, ήρεμα, λες και δεν ήθελε να τον τρομάξει. Κι ο
ρυθμός; τι ρυθμός ήταν αυτός; κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει. Κάτι σαν καρσιλαμάς,
αλλά δεν ήταν καρσιλαμάς, κάτι σαν τσιφτετέλι, αλλά δεν ήταν ούτε τσιφτετέλι, κάτι σαν
αμανές, ούτε αμανές ήταν όμως. Μακρόσυρτος, μονότονος ρυθμός, με μικρούς κυματισμούς,
και πότε-πότε μ’ ένα απότομο σκίρτημα, ένας ρυθμός που έμπαινε κατ’ ευθείαν στην ψυχή και
τους έκανε όλους να στέκονται μαρμαρωμένοι. Σώπασαν και τα μεγάφωνα, τα πηρούνια σταμά-
τησαν, έμειναν οι θαμώνες ν’ ακούνε το κλαρίνο κι ένοιωθαν μιαν ανατριχίλα να τους συνε-
παίρνει. Πέταξε κι άλλο κατοστάρικο ο Πάνος, να προλάβει, μην τυχόν και σταματήσει ο
κλαριτζής, και χαθεί η μαγεία. Το χαρτονόμισμα εξαφανίστηκε στην τσέπη του νταουλιέρη με
κίνηση ταχυδακτυλουργού, χωρίς ούτε δευτερόλεπτο να χαθεί ο ρυθμός.
Η Στέλλα είχε αρχίσει σιγά-σιγά να λικνίζεται πάνω στην καρέκλα της, κουνούσε το
κορμί πέρα-δώθε, άπλωνε τα χέρια, έγερνε το κεφάλι απ’ τη μια και την άλλη. Την είδε ο
μουζικάντης, έπιασε το νόημα. Με τα μάτια συνεννοήθηκε με το σύντροφό του, γύρισαν με
τέχνη το σκοπό, ένα λάγνο τσιφτετέλι ακουγόταν τώρα. Δεν περίμενε άλλο η Στέλλα, σηκώθηκε
κι άρχισε αμέσως το χορό. Ο Πάνος έβγαλε πεντακοσάρικο αυτή τη φορά.
-Νταρντάνα μου εσύ, κορμάρα μου, έλεγε ψευδίζοντας απ’ το μεθύσι.
Την κράτησε λιγάκι απ’ το χέρι, πάτησε στην καρέκλα η Στέλλα κι ανέβηκε στο τραπέζι.
Πέταξε και το παρεό, έμεινε με το μαγιό. Πέταξε και το καπέλο, χύθηκαν τα μαλλιά στις
πλάτες. Το κορμί κινούνταν σαν φίδι, οι τροφαντοί γοφοί τινάζονταν, η κοιλιά έτρεμε
κυματιστά. Όρθιος αυτός χτύπαγε παλαμάκια, προσπαθούσε να κάνει κι ο ίδιος μερικές
χορευτικές κινήσεις, ακούμπαγε το ξαναμμένο μούτρο του στα μπούτια της, ούρλιαζε. Και το
κλαρίνο με το νταούλι απογειώθηκαν.

54
Αμυδρά θυμόταν την άλλη μέρα ο Πάνος τα χειροκροτήματα των θαμώνων μόλις
σταμάτησε η Στέλλα το χορό, το γκαρσόνι που έφερε το λογαριασμό, τη διαδρομή μέχρι το
ξενοδοχείο στη Νέα Μάκρη. Πώς έφτασε ως εκεί και δε βρέθηκαν αναποδογυρισμένοι σε
κάποιο χωράφι στη διαδρομή, θαύμα ήταν. Το ξενοδοχείο το θυμόταν όμως, το είχε σταμπάρει
πηγαίνοντας, είχε προσέξει πως είναι ανοιχτό, και το ‘χε στο μυαλό του, παρ’ όλο το μεθύσι.
Και με το ρεσεψιονίστα μια χαρά τα βόλεψε, που τους έκανε κόλπα δήθεν, και δεν ήθελε να
τους δώσει δωμάτιο για λίγες ώρες, το ξενοδοχείο είναι σοβαρό, είχε πει, δεν είναι για ραντε-
βουδάκια. Λίγα χαρτονομίσματα όμως τον έκαναν να ξεχάσει τη σοβαρότητα. Θυμόταν κιόλας
ο Πάνος πως πριν τον πάρει ο ύπνος τα ‘χε κανονίσει με τη Στέλλα, αυτό το θυμόταν καλύτερα
απ’ όλα, της είπε πως πρέπει να κάνει υπομονή ένα χρόνο, δε γινόταν να χωρίσει τώρα που η
κόρη του θα πήγαινε τελευταία τάξη, είχε να δώσει εξετάσεις για το πολυτεχνείο, ένας
χωρισμός των γονιών της μπορεί να τα τίναζε όλα στον αέρα. Και κοίτα να δεις που την
κατάφερε τη Στέλλα, υποσχέθηκε η μικρή πως θα κάνει αυτόν το χρόνο υπομονή. Πα’ να πει
πως δεν ήταν και τόσο μεθυσμένος. Ή είναι τόσο μάγκας, που ακόμα και μεθυσμένος μπορεί να
τα φέρνει βόλτα.

55
- 7 -

Την ίδια Πρωτομαγιά, ο Γιώργης πήγε κι αυτός εκδρομή. Με την Ελένη, τη φιλόλογο.
Πόσα χρόνια είχε να πάει εκδρομή την Πρωτομαγιά; ούτε που θυμόταν. Καθώς άρχισε να
δουλεύει πήγε ποτέ του; Καλά, σ’ εκείνη τη μικρή κωμόπολη που πρωτοδιορίστηκε, δε
συνήθιζαν τις εκδρομές. Αλλά κι αργότερα, που ήρθε στην πρωτεύουσα του νομού, είναι
ζήτημα αν πήγε μία φορά όλη κι όλη.
Εκείνο που θυμόταν καλά όμως, ήταν οι εκδρομές που έκαναν παλιά, τότε που ήταν
ακόμα μαθητής γυμνασίου και φοιτητής, μαζί με τ’ άλλα παιδιά του χωριού. Στις Πασχαλινές
διακοπές, που βρίσκονταν όλοι στο χωριό, οπωσδήποτε θα την έκαναν μιαν εκδρομούλα. Τώρα,
αν τύχαινε να πέφτει κι η Πρωτομαγιά μέσα στις διακοπές, τόσο το καλύτερο. Ωραίες εκδρομές
εκείνες. Ξεκίναγαν πρωί-πρωί, κι ανέβαιναν στο βουνό. Ποδαράτο, έπαιρναν το παλιό μονο-
πάτι, που, μέσα απ’ τη ρεματιά, κρυμμένο στα πλατάνια και τα έλατα, ανέβαινε κι ανέβαινε,
μέχρι που σ’ έβγαζε στο μεγάλο οροπέδιο, μιάμιση ώρα μακριά απ’ το χωριό. Τι όμορφο μέρος
ήταν εκείνο. Τόπος ανοιχτός, επίπεδος, περιτριγυρισμένος από ομαλές ραχούλες γεμάτες έλατα.
Μόλις έφταναν τους χτύπαγε στα μάτια ο ήλιος που είχε από ώρα προβάλει, αλλά μέχρι τότε
τους τον έκρυβαν μέσα στις σκιερές ρεματιές οι φυλλωσιές των δέντρων. Εδώ ήταν το λιβάδι
του χωριού, με πλούσιο χορτάρι, που το καλοκαίρι ανέβαζαν τις αγελάδες τους για βοσκή. Κάθε
χρόνο. Έρχονταν οι άντρες, έφραζαν ένα μέρος για να τις κλείνουν μέσα τα βράδια, μιας και δε
γινόταν να τις πηγαινοφέρνουν κάθε μέρα στο χωριό τόσο δρόμο, και μετά, όλες οι οικογένειες
αναλάμβαναν τη φύλαξη με την αράδα. Απ’ τα δέκα του, τον έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του
για βοηθό, όταν ερχόταν η σειρά τους. Πότε αυτόν, πότε τον Πάνο. Κι όταν μεγάλωσαν λίγο,
στα δεκατέσσερα, δεκαπέντε, τους έστελνε ο Ηρακλής να φυλάξουν μόνοι, οι δυό τους, με τον
αδελφό του. Άλλο που δεν ήθελε ο Γιώργης. Έφταναν λίγο νωρίς το απόγευμα, τόσο που να
προλάβει η προηγούμενη βάρδια να γυρίσει στο χωριό πριν πέσει το σκοτάδι. Το βράδυ
κοιμούνταν εκεί έξω, σε γιατάκια, κάτω απ’ τα έλατα, ακούγοντας το ιδιαίτερο θρόϊσμα που
κάνει ο αγέρας μέσα απ’ τα ελάτινα αγκάθια. Ο Πάνος βέβαια όλα με το ζόρι τα ‘κανε, κι όλο
γκρίνια ήταν, πάλι πάνω στις μπάτσες θα κοιμηθούμε, έλεγε. Λες κι ήταν κάνας αριστοκράτης
των σαλονιών. Αυτός όμως μια χαρά τα έβρισκε τα ελατοκλώναρα για στρώμα, με την τραγίσια
βελέντζα πάνω τους. Κοιμόταν σαν πουλάκι και ξύπναγε νωρίς το πρωΐ, μόλις έσκαγε ο ήλιος
στον ορίζοντα, θεόρατος και κόκκινος. Έχεις δει την ανατολή ψηλά στο βουνό; σαν θαύμα του
φαινόταν του Γιώργη, πετάριζε η καρδιά του. Καταλάβαινε τότε τη χαρά που ένιωθε ο πρωτό-
γονος άνθρωπος σαν έβλεπε το φωτεινό δίσκο να ξεπροβάλει κάθε πρωί, δες, ξαναβγαίνει ο
θεός ήλιος, δε χάθηκε το φως. Μετά άνοιγαν τη μπάρα, έβγαζαν τα γελάδια για βοσκή κι αυτός
καβάλαγε τη Ρούσα και κάλπαζε για ώρα στην ανοιχτωσιά.
Τις μέρες του Πάσχα όμως δεν είχε ακόμα φουντώσει το χορτάρι, τόσο ψηλά ο τόπος
μόλις που είχε βγει απ’ το χειμώνα. Έτσι το λιβάδι μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν για
γήπεδο. Άφηναν στην άκρη τα σακίδια ή τους τροβάδες με τα λιγοστά φαγώσιμα που
κουβάλαγαν, και στρώνονταν στο παιγνίδι. Κι όταν αποκαμωμένοι σταμάταγαν κάποτε, την

56
έστρωναν στον ίσκιο, δίπλα στη βρυσούλα, κι έπεφταν με τα μούτρα στο ψωμοτύρι που ‘χαν
φέρει μαζί τους. Το νερό έβγαινε παγωμένο μέσα απ’ τα σπλάχνα του βουνού και τους δρόσιζε,
έσπαγε την κάψα του παιγνιδιού, και την αρμύρα του τυριού. Τι άλλο να ζητήσουν; βασιλιάδες
ένοιωθαν, στην κόψη της νιότης τους.
Αργότερα όμως οι εκδρομές σταμάτησαν. Πήγε φαντάρος, έπειτα διορίστηκε,
μεγάλωσαν όλοι και σοβάρεψαν τάχα. Αλλά σκόρπισαν κιόλας. Οι συνομήλικοί του είχαν φύγει
απ’ το χωριό οι περισσότεροι, ψάχνοντας τη μοίρα τους στις πολιτείες. Άσε που σχεδόν όλοι
νοικοκυρεύτηκαν κι έκαναν οικογένειες. Για μπάλα και παιγνίδια ήταν; Ο Βασίλης για
παράδειγμα, που πιτσιρικάδες ήταν αχώριστοι. Παντρεύτηκε στα εικοσιδύο του ο Βασίλης κι
έφυγε για την Αθήνα. Με την προικούλα που πήρε αγόρασαν θυρωρείο σε πολυκατοικία. Αυτός
έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο, κι η γυναίκα του θυρωρός. Σφουγγαρίζει και σκάλες, ότι μπορεί
κάνει. Έχουν σκαρώσει και τρία κουτσούβελα, και παλεύουν να τα μεγαλώσουν. Δεκαπέντε
χρόνια έβγαλαν, ένας πάνω στον άλλον, στο υπόγειο διαμερισματάκι του θυρωρού. Μέσα στη
μούχλα. Τρόμαξαν να τα καταφέρουν να ξεφύγουν από ‘κει και να μείνουν σ’ ένα μεγαλύτερο,
ισόγειο. Στο χωριό, ούτε που τον έβλεπαν, ζήτημα αν πήγαινε μια φορά στα τρία χρόνια. Πώς
να βρεθούν λοιπόν; και να ‘ταν μόνο αυτός; έτσι ήταν όλοι.
Μωρέ ωραίοι καιροί ήταν τότε, σκεφτόταν ο Γιώργης, κι ας υπήρχε φτώχια. Άλλωστε
στο χωριό, στην ίδια πάνω-κάτω μοίρα ήμασταν οι πάντες, το ίδιο φτωχοί, το ίδιο πλούσιοι.
Κανένας δε νοιαζόταν αν τα ρούχα σου ήταν μπαλωμένα, ή τα παπούτσια σου τρύπια. Όλοι τα
ίδια φόραγαν. Όλοι όμως ήταν μια παρέα, κυρίως οι συνομήλικοι. Οι χαρές και οι λύπες του
ενός, ήταν χαρές και λύπες των άλλων. Κανένας δεν ήταν μόνος του. Ενώ τώρα; έχουμε με το
παραπάνω τα χρειαζούμενα της ζωής, αλλά τι μ’ αυτό; παρατήσαμε τα χωριά μας, εγκατα-
λείψαμε τη φύση, και χωθήκαμε στα τσιμέντα. Απ’ τα μικρά και ανθρώπινα σπιτάκια, στις θεό-
ρατες πολυκατοικίες, στοιβαγμένοι φύρδην-μίγδην και κλεισμένοι ο καθ’ ένας στο κλουβί του,
άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Ορίστε, κι εγώ που μ’ αρέσουν τόσο τα βουνά, γιατί δεν ξαναπήγα
εκδρομή την Πρωτομαγιά; μα, και με ποιον να πάω; μ’ αυτούς τους ηλίθιους τους συναδέλφους
μου; που όλο βλακείες συζητάνε;
Εντάξει, εδώ παραδεχόταν πως δεν ήταν δα και όλοι ηλίθιοι, μην τα παραλέμε, υπήρχαν
και αξιόλογοι συνάδελφοι. Θα μπορούσε με κάποιους απ’ αυτούς να κάνει παρέα. Είχαν όμως ο
καθ’ ένας τη σειρά του, την οικογένειά του, δεν ήθελε ο Γιώργης να τους μπαίνει σφήνα, ή να
τους γίνεται βάρος. Αυτός ήταν ελεύθερος, αλλιώς ήταν η δική του ζωή. Είχε και τα βιβλία του
αυτός, δεν του έμενε πολύς καιρός για βόλτες. Δεν τους έκανε παρέα λοιπόν. Ακόμα κι όταν τον
καλούσαν, παλιότερα δηλαδή, σπάνια πήγαινε κάπου, τις πιο πολλές φορές έβρισκε μια δικαιο-
λογία να τ’ αποφύγει. Έτσι οι προσκλήσεις όλο και αραίωναν, μέχρι που στο τέλος σταμάτησαν.
Καλύτερα έτσι, βρήκε την ησυχία του. Κι ας τον έλεγαν μερικοί παράξενο, πίσω απ’ την πλάτη
του. Το ‘χε καταλάβει κι αυτό, άκουγε κάτι ψιθύρους, έπιανε κάποια υπονοούμενα, αλλά τι τον
ένοιαζε; σιγά μην έδινε λογαριασμό στους κάφρους. Το μόνο που ένοιαζε τους περισσότερους
ήταν το φαΐ και το ποδόσφαιρο. Και οι γκόμενες μερικούς-μερικούς, που το ‘παιζαν μεγάλοι
εραστές. Τι να κουβεντιάσει μαζί τους; άσε, καλύτερα τα βιβλία.
Με την Ελένη ήταν λίγο διαφορετικά. Έμενε κι αυτή μόνη της, χωρίς να έχει από δίπλα
την οικογένεια. Ξενομερίτισσα βλέπεις. Αργότερα, που τη ρώτησε ο Γιώργης πώς και δεν
ζήτησε μετάθεση, να πάει στα μέρη της, του ξομολογήθηκε πως δεν ήθελε. Δεν είχε καμιά
όρεξη να βρεθεί κοντά στους δικούς της, να την έχουν μόνιμα υπό επιτήρηση, τι κάνει και πού
πάει. Της έφταναν όσα είχε περάσει μέχρι να διοριστεί. Το σπίτι τους ήταν σα μοναστήρι, με

57
αυστηρές αρχές, οι γονείς της έκαναν λες και μοναδικός σκοπός της ζωής τους ήταν η
διαφύλαξη της «αρετής» της κόρης τους. Άσε, καλύτερα μακριά κι αγαπημένοι, μια χαρά ήταν
εδώ. Ήταν και λίγο απόμακρη η Ελένη, δεν είχε πολλές παρέες. Σαν το Γιώργη ένα πράμα. Και
να πεις ότι ήταν παράξενη; μια χαρά κοπέλα ήταν. Τους ξίνιζε όμως μερικών-μερικών, γιατί
είχε άλλα ενδιαφέροντα, δεν ήταν σαν κι αυτούς. Της άρεσε το θέατρο και δεν έχανε καμιά απ’
τις λίγες ευκαιρίες που είχε να δει μια παράσταση. Έτρεχε στις εκθέσεις ζωγραφικής, όποτε,
στη χάση και τη φέξη, γίνονταν τέτοιες στην επαρχιακή πόλη. Λαχταρούσε τον καλό κινηματο-
γράφο, κι ευτυχώς γι’ αυτήν τώρα τελευταία ξεκίνησε τη δραστηριότητά της η κινηματογρα-
φική λέσχη. Διάβαζε λογοτεχνία, κυρίως ποίηση. Τέτοια ωραία πράγματα την απασχολούσαν,
έφταναν αυτά όμως για να τη σχολιάζουν οι κάφροι χασκογελώντας, η «διανοούμενη», η
«ρομαντική», η έτσι, η αλλιώς. Όταν ανακάλυψαν ότι είναι και χορτοφάγος, τότε πια ξεπέρασαν
τον εαυτό τους, έγινε η «μυστήρια», η «βαρεμένη» και πάει λέγοντας. Έτσι είναι ο κόσμος,
αυτοί που τους λέμε η «κοινωνία». Όποιον δεν μοιάζει με τους πολλούς, όποιον είναι λίγο δια-
φορετικός, όποιον ξεχωρίζει από τη γενική μετριότητα ή έχει άλλα ενδιαφέροντα απ’ τη συνη-
θισμένη καθημερινή ρουτίνα, πάνε να τον ισοπεδώσουν. Να τον κάνουν σαν τα μούτρα τους. Κι
αν δεν τα καταφέρουν, αν το «θύμα» αντιστέκεται και δε λέει να ενσωματωθεί, τότε γίνονται
ανελέητοι, αποβάλλεται δια παντός, τον πετάνε στην άκρη όπως την τρίχα απ’ το ζυμάρι, του
δείχνουν με κάθε τρόπο πως δεν είναι ευπρόσδεκτος. Κι αν τύχει να ‘ναι καλύτερός τους, να
υπερέχει στο νου και το πνεύμα, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν, ο σκοπός του εξοστρακισμού
γίνεται πλέον «καθήκον», πρέπει με κάθε τρόπο να του δείξουν τη δύναμή τους, να μάθει ποιοι
είναι, να καταλάβει πως μπορούν μια χαρά και χωρίς αυτόν, που θέλει να τους κάνει και τον
έξυπνο.
Τη φετινή χρονιά βρέθηκαν στο ίδιο σχολείο με το Γιώργη. Απ’ την αρχή, θέλεις γιατί
ήταν κάπως απομονωμένοι απ’ τους άλλους, θέλεις γιατί ένιωθαν να ταιριάζουν, άρχισαν να
κάνουν παρέα. Τον πρώτο καιρό μόνο στο σχολείο, στα διαλείμματα. Έπιαναν κουβέντα για τη
δουλειά, τα παιδιά, την εκπαίδευση, τέτοια καθημερινά πράγματα. Λίγο-λίγο όμως άφησαν τα
επαγγελματικά, κουβέντιαζαν διάφορα, περί ανέμων και υδάτων. Για μήνες όμως είχαν μείνει
σ’ αυτά. Φιλικές κουβέντες και μόνο στο ωράριο του σχολείου. Ο Γιώργης δεν έβλεπε παρά μια
συνάδελφο, που μπορούσε να κουβεντιάζει κάπως καλύτερα απ’ τους υπόλοιπους. Τίποτα άλλο.
Έτσι η Ελένη ήταν που έκανε το επόμενο βήμα. Τον κάλεσε να πάνε μαζί στο θέατρο. Είχε
έρθει στην πόλη θίασος με γνωστούς πρωταγωνιστές, ανέβαζε σοβαρό έργο, του κλασσικού
παγκόσμιου ρεπερτορίου, όχι σαχλαμαρίτσες της σειράς. Δυό παραστάσεις θα παίζονταν όλες
κι όλες, την ίδια μάλιστα μέρα. Η Ελένη δε θα το ‘χανε με τίποτα, είπε όμως και στο Γιώργη, αν
το ήθελε βέβαια, να πάνε μαζί. Αυτός δεν πέταγε δα και τη σκούφια του, το θέατρο κάθε άλλο
παρά το φόρτε του ήταν, αλλά δε βαριέσαι, είπε να μην της χαλάσει το χατήρι. Στο κάτω-κάτω
δεν έχανε τίποτα, θα ήταν και μια αλλαγή στην καθημερινή ρουτίνα.
Πήγαν λοιπόν να δουν το έργο. Η Ελένη ήταν ασυνήθιστα ομιλητική, σχεδόν σε έξαψη.
Λες και για κάποιο λόγο λύθηκε η γλώσσα της και τα ‘πε όλα μαζεμένα. Απ’ την αρχή ακόμα,
πριν ξεκινήσει η παράσταση την έπιασε η λογοδιάρροια, τα ίδια και στο διάλειμμα, και συνέ-
χισε και μετά το τέλος, που είπαν να πάνε τσιμπήσουν κάτι στα γρήγορα. Μίλαγε με ενθου-
σιασμό, για το θέατρο γενικά, για το έργο που είδαν ειδικά, για τα μηνύματά του, για το συγ-
γραφέα του, για τους ηθοποιούς και τον τρόπο που έπαιζαν, για τη σκηνοθεσία και τα σκηνικά.
Όλα τα ‘ξερε, για όλα είχε άποψη. Κι ήθελε να δείξει στο Γιώργη τις γνώσεις της και τις ευαι-
σθησίες της. Το παρά ‘κανε λίγο, αλλά ήταν και δικαιολογημένη, πρώτη φορά έβρισκε άνθρωπο

58
να την ακούει. Άλλωστε ο συγκεκριμένος ακροατής ήταν ευγενικός, δεν άφησε καθόλου να
φανεί η μικρή δυσφορία που ένιωθε με την πολυλογία, ή για το γεγονός ότι το τσίμπημα στα
γρήγορα τράβηξε πολύ. Στο τέλος την πήγε μέχρι το σπίτι της και την καληνύχτισε στην εξώ-
πορτα, τυπικά, ίσως και λίγο ξερά κι απότομα.
Έτσι έγινε η αρχή. Την πρώτη έξοδο ακολούθησαν κι άλλες. Πότε για καφέ, πότε για
φαγητό, πότε κανένα σινεμαδάκι. Και πάλι δεν έλεγε τίποτα ο Γιώργης, δεν έφερνε αντιρρήσεις
όσο κι αν δυσφορούσε κάποιες φορές, που τον έσερνε να δούνε έργα του «νέου κινηματο-
γράφου», του «ποιοτικού». Δεν μπορούσε πάντως να καταλάβει τον ενθουσιασμό της για κάτι
τέτοια, αυτός είχε την αίσθηση πως ήταν έργα μιας ομάδας ανθρώπων, που σπούδασε σκηνο-
θεσία έχοντας μια ειδική αποστολή. Να διώξει τον κόσμο απ’ τις αίθουσες. Κι έκανε φιλότιμες
προσπάθειες να το καταφέρει. Η Ελένη όμως δεν πήγαινε έτσι, στα κουτουρού, ήταν προετοι-
μασμένη απ’ τα πριν, διάβαζε τις περισπούδαστες αναλύσεις για το «νόημα» ή το «μήνυμα» του
έργου, «νόημα» και «μήνυμα» που, απ’ ότι φαίνεται, κανένας δεν έβλεπε, εκτός απ’ τους
κριτικούς που έγραφαν τις αναλύσεις.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως οι συναντήσεις τους ήταν όλο και πιο συχνές όσο πέρναγε ο
καιρός. Μέχρι που έφτασαν να είναι κάθε μέρα μαζί. Ακόμα και για το μεσημεριανό φαγητό, η
Ελένη σχεδόν σταμάτησε το μαγείρεμα στο σπίτι της, για να τρώει παρέα με το Γιώργη. Έτσι
όμως άρχισαν και τα σχόλια απ’ τους άλλους. Τα ‘βλεπε ο Γιώργης τα πονηρά χαμογελάκια, τις
κρυφές κουβεντούλες, αποφάσισε όμως πως πολύ τους πήγαινε να τους δώσει σημασία και
συνέχισε να κάνει παρέα με την Ελένη. Τώρα τι σόι παρέα ήταν αυτή, δεν πολυκαταλάβαινε.
Αυτός σαν φιλία την έβλεπε, δεν ήταν το ίδιο βέβαιος όμως και για τη συνάδελφό του. Κάπως
σαν να ‘θελε κάτι παραπάνω φαινόταν αυτή, κάπως σαν να τον λιγουρευόταν έδειχνε. Φαινόταν
απ’ τον τρόπο που τον κοίταζε ή του μίλαγε. Αλλά κι έτσι να ‘ταν, που ήταν δηλαδή, μην
κρυβόμαστε, αυτός δεν της έδινε θάρρος. Δεν είχε διάθεση για έρωτες. Κι όχι μόνο έρωτες,
ποιος ξέρει και τι άλλο μπορεί να ονειρευόταν η Ελένη, παντρειές, παιδιά και πάει λέγοντας.
Σίγουρα πράγματα, υπάρχει γυναίκα που να μη σκέφτεται το γάμο; όταν μάλιστα είναι στην
ηλικία της; όπως και να το κάνουμε, δεν ήταν δα και στην πρώτη νιότη της. Α μπα, δεν ήταν
αυτός για τέτοια. Ν’ αρχίσει τώρα, στα καλά καθούμενα, να τρέχει πίσω από τίποτα κουτσού-
βελα και να μη σώνει; να λείπει το βύσσινο. Όσο για τον έρωτα, του φτάνουν δυό φορές που
κάηκε μέχρι τώρα. Μία με ‘κείνη τη συμφητήτριά του, δεύτερη με τη μικρή, τη Μαρίνα. Να
δοκιμάσει και τρίτη; πάει πολύ. Οι αρχαίοι δε δέχονταν ούτε το δις εξαμαρτείν, αυτός θα φτάσει
στο τρις; Άλλωστε έχει μεγαλώσει τώρα, έχει τα χούγια του, μπορεί και τις ιδιοτροπίες του, πού
να χαλάει τη βολή του. Δεν είναι εύκολες οι αλλαγές. Ούτε και τις θέλει. Γι’ αυτό, απέφευγε
όπως ο διάολος το λιβάνι κουβέντες για τέτοια θέματα, ούτε καν σε θεωρητικό επίπεδο που λέει
ο λόγος.

Η πρωτομαγιάτικη εκδρομή έγινε στο βουνό που ήταν απέναντι απ’ την πόλη. Εκεί
ψηλά, μέσα στα έλατα, υπήρχε μια μικρή λιμνούλα και γύρω της μερικές λάκκες, παλιά
χωράφια που τώρα είχαν εγκαταλειφθεί και μόνο φτέρες κι αγριολούλουδα φύτρωναν σ’ αυτές.
Πέρα απ’ τις λάκκες ομαλές πλαγιές έκλειναν γύρωθε το τοπίο, κατάφυτες με έλατα, που
καθρεφτίζονταν στα ήσυχα νερά, μαζί με το γαλάζιο τ’ ουρανού και τα λίγα σκόρπια σύννεφα
που τον διέσχιζαν νωχελικά. Το καθάριο νερό μιας πηγής έβγαινε κρύσταλλο μέσα απ’ το
βουνό και κύλαγε γουργουρίζοντας στην πλαγιά, τροφοδοτώντας τη λίμνη. Ένα πολύχρωμο

59
χαλί χλωρής πρασινάδας ανάκατης με λογιών-λογιών λουλούδια, στόλιζε τα παλιά χωράφια,
που κάποτε, τέτοια εποχή, πρασίνιζαν απ’ το σιτάρι.
Ο τόπος αυτός ήταν συνηθισμένο μέρος για εκδρομές, καθώς ήταν ψηλά, αλλά όχι και
σε πολύ μεγάλη απόσταση απ’ την πόλη. Το μικρό οτομπιάνκι της Ελένης ανέβηκε παλλη-
καρίσια τα τελευταία τέσσερα χιλιόμετρα του χωματόδρομου που οδηγούσε εκεί. Επέμενε να
πάνε με το δικό της, και ο Γιώργης δεν της χάλασε το χατήρι, άφησε την «κορτίνα» του στην
πόλη. Μόλις όμως βγήκαν απ’ την άσφαλτο η Ελένη τα χρειάστηκε και τότε πήρε αυτός το
τιμόνι, που ήξερε από κακοτράχαλους δρόμους κι απέφευγε επιδέξια τις λακκούβες και τα νερο-
φαγώματα. Όταν έφτασαν, πολύς κόσμος ήταν στρωμένος γύρω απ’ τη λίμνη. Παρέες νεαρών,
ζευγαράκια, οικογένειες με παιδιά και παππούδες. Κάποιοι είχαν ανάψει κιόλας τις φωτιές, είτε
κατάχαμα, είτε σε ψησταριές που κουβάλησαν μαζί τους, και περίμεναν, να γίνει η θράκα, να
ρίξουν τα κρεατικά στη σχάρα, ν’ ανέβει η κνίσα προς τον ουρανό, να ευφρανθεί πρώτα η μύτη
των θεών, και στο κατόπι η κοιλιά των ανθρώπων.
Άφησαν το αυτοκίνητο σ’ ένα επίπεδο χωράφι, που το μέρος ήταν ελεύθερο, κι είπαν να
κάνουν μια βόλτα στο δάσος. Αυτοί δεν είχαν σκοπό να ψήσουν, είχαν φέρει μαζί τους κεφτε-
δάκια, τυροπιτάκια, χορτόπιτα για τη χορτοφάγο την Ελένη, τέτοια πράγματα. Όλα από τα χέρια
της. Της είχε πει ο Γιώργης απ’ την προηγούμενη, που τα σχεδίαζε, πως δε χρειάζεται να παι-
δεύεται, μπορούσαν να πάρουν ετοιματζίδικα, αλλά αυτή δεν άκουγε. Δεν είναι υγιεινά αυτά,
είπε. Ποιος ξέρει τι παλιολίπη βάζουν μέσα. Μα να φτιάξεις και κεφτεδάκια; αφού εσύ δεν
τρως. Ας μην τρώω, θα τα φτιάξω για σένα, είπε η Ελένη, και σαν να είδε ένα λίγωμα στα μάτια
της ο Γιώργης, που έκανε όμως πως δεν το πρόσεξε.
Πήραν κάποια παλιά μονοπάτια που ανέβαιναν ψηλότερα, μέσα από τα έλατα. Μεριές-
μεριές υπήρχαν ξέφωτα, γεμάτα λουλούδια, και η Ελένη δεν έχανε την ευκαιρία να μαζεύει. Η
διάθεσή της ήταν παραπάνω από καλή, η φύση τη συνέπαιρνε.
-Άκου τα πουλιά, είπε, υπέροχα δεν είναι;
-Και τα πουλιά υπέροχα είναι, είπε ο Γιώργης, και τα λουλούδια είναι υπέροχα, έτσι
ήταν όμως πάντα. Δε βλέπω ειδικά σήμερα να έχουν κάτι το ξεχωριστό.
Η Ελένη όμως δεν το ‘βαζε κάτω.
-Σήμερα είναι Πρωτομαγιά, είπε. Όλα είναι ένα ποίημα, η φύση είναι ένα ποίημα.
Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθειά ανάσα, άρχισε δειλά-δειλά ν’ απαγγέλει.
-Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα – που ωραιότερη η φύση ξυπνάει…
-Και την κάνουν λαμπρά και γελάει, συνέχισε ο Γιώργης, που και η ποίηση δεν ήταν το
φόρτε του, του ήρθαν όμως οι στίχοι στο μυαλό, αναδύθηκαν απ’ τα βάθη που ήταν καταχω-
νιασμένοι απ’ τα μαθητικά του ακόμα χρόνια. Η Ελένη πήρε θάρρος, έπιασε άλλο.
-Και τώρα μπήκε, ο Μάης ο μήνας μπήκε, με την Πρωτομαγιά τη χαροκόπα θυγατέρα…
Εδώ ο Γιώργης δεν είχε να συμπληρώσει κάτι, αλλά ούτε η Ελένη θυμόταν παρακάτω.
Δε σταμάτησε όμως, συνέχισε με άλλο και με άλλο. Στο τέλος πέρασε και σε μελοποιημένη
ποίηση.
-Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, τραγούδησε με χαρούμενη φωνή, κι ας μην ήταν χαρού-
μενο το τραγούδι.
Ο Γιώργης δε μίλαγε πια, είπε να την αφήσει στις υψιπετείς ονειροπολήσεις της. Περπά-
τησαν κάμποση ώρα. Η Ελένη εδέησε κάποια στιγμή να σταματήσει τις απαγγελίες. Της είχαν
τελειώσει τα ποιήματα για το Μάη και τη φύση; κατάλαβε απ’ τη σιωπή του Γιώργη πως δεν

60
είχαν και τόση πέραση στην παρέα της; ποιος ξέρει. Το πολύχρωμο μπουκέτο στο χέρι της είχε
πια αξιοπρεπές μέγεθος, πείνασαν και λιγάκι, αποφάσισαν να γυρίσουν.
Ο κόσμος διασκέδαζε κατά πώς βολευόταν ο καθ’ ένας. Άλλοι έπαιζαν με τα παιδιά
τους, άλλοι το ‘χαν ρίξει από ώρα στο φαΐ, κάποιοι είχαν βάλει τα κασετόφωνα στη διαπασών.
Μερικοί χόρευαν κιόλας. Κάτι λίγες φωτιές κάπνιζαν ακόμα, αυτών που είχαν καθυστερήσει να
τις ανάψουν. Πήραν απ’ το αυτοκίνητο τα φαγητά της Ελένης και το κρασί που είχε φροντίσει
να προμηθευτεί ο Γιώργης, πήραν και μια κουβέρτα που είχαν φέρει μαζί τους, ανέβηκαν λίγο
στην πλαγιά, απόμερα απ’ τον πολύ κόσμο. Μέχρι να πάει ο Γιώργης στην πηγή για νερό και να
γυρίσει, έστρωσε η Ελένη την κουβέρτα πάνω στο χαλί της φύσης, άνοιξε τα ταπεράκια με τα
φαγώσιμα, ταχτοποίησε, έτοιμα όλα για το τσιμπούσι. Έβαλε κρασί ο Γιώργης σ’ ένα πλαστικό
ποτήρι, νερό σε άλλο, μιας και η Ελένη δεν έπινε, τσούγκρισαν στην υγειά τους. Τσούγκρισαν
τρόπος του λέγειν δηλαδή, τι τσούγκρισμα να κάνουν τα πλαστικά;
Ο Γιώργης πήρε ένα κεφτεδάκι. Χορτοφάγος ξεχορτοφάγος η Ελένη, ο κεφτές ήταν
πολύ νόστιμος. Δεν άντεξε τότε να μην τη ρωτήσει, πώς και διάολο της ήρθε αυτή η πετριά με
τη χορτοφαγία. Το είχε αποφύγει τόσον καιρό, μιας και δεν ήθελε να μπαίνει σε προσωπικά
ζητήματα, τώρα όμως το ξεφούρνισε.
-Με τι δικαίωμα σκοτώνουμε άλλους ζωντανούς οργανισμούς για να τους φάμε; όταν
διαπίστωσα το μέγεθος της δολοφονίας που γίνεται, συγκλονίστηκα. Τι είμαστε; αφεντικά της
φύσης; και τι είδους τροφή είναι αυτή; πτώματα δεν είναι;
-Κι ο λύκος πτώματα τρώει, σκοτώνοντας άλλους οργανισμούς. Να του το απαγο-
ρεύσουμε;
-Ο άνθρωπος δεν είναι λύκος.
-Έτσι λες; και τι διαφορά έχει;
Σώπασαν για λίγο. Το ποτήρι του Γιώργη με το κρασί ξαναγέμισε. Κάτι τον τσίγκλαγε
μέσα του όμως. Ήθελε να τη στριμώξει; να τη φέρει σε δύσκολη θέση; να την ταπεινώσει; ούτε
κι ίδιος ήξερε τι ήθελε και γιατί. Μασούλησε ένα κεφτεδάκι ακόμα, βγάζοντας γρυλλισμούς
ικανοποίησης.
-Δεν ξέρεις τι χάνεις, είπε.
-Ξέρω, δεν πάνε ούτε πέντε χρόνια που έτρωγα κι εγώ κρέας.
-Αυτά είναι το κάτι άλλο. Πού έμαθες να τα κάνεις τόσο ωραία; ούτε η μάνα μου δεν τα
φτιάχνει έτσι, που στο μαγείρεμα είναι άπιαστη.
-Γιατί όλοι οι άντρες νομίζετε πως μόνο εσείς έχετε μάνα;
Έκρυβε κάποιο παράπονο αυτή η ερώτηση; Ο Γιώργης δεν έδωσε σημασία, κάρφωσε
μόνο άλλο ένα κεφτεδάκι και της το πρότεινε.
-Δοκίμασε λίγο, επέμεινε, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Για χάρη μου.
Μετάνιωσε αμέσως για την κουβέντα που ξεστόμισε, μόλις είδε ένα καινούργιο λίγωμα
στο βλέμμα της. Ήταν αργά όμως. Η Ελένη δίστασε για λίγο, στο τέλος άπλωσε το χέρι κι
έπιασε το πηρούνι.
-Αν είναι για χάρη σου, ας το φάω.
Ο Γιώργης την παρακολουθούσε. Δε φάνηκε ν’ αηδιάζει, κάθε άλλο, θα έλεγε μάλιστα
πως σαν να ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της μια έκφραση ικανοποίησης.
-Είδες πόσο ωραίο είναι;
-Με έκανες όμως να παραβώ την υπόσχεση πως δε θα ξαναφάω κρέας.
-Σε ποιόν έδωσες την υπόσχεση;

61
-Στον εαυτό μου.
-Ε καλά, δε θα του το πούμε.
-Μην κοροϊδεύεις, άμα δεν τηρούμε τις υποσχέσεις που δίνουμε στον εαυτό μας, πώς θα
τηρούμε αυτές που δίνουμε σε άλλους;
Το ποτήρι με το κρασί γέμιζε και ξαναγέμιζε. Ήταν τέταρτη, πέμπτη φορά; είχε χάσει το
λογαριασμό. Η κουβέντα συνεχίστηκε για άλλα, συνηθισμένα και καθημερινά πράγματα. Και το
φαγοπότι συνεχιζόταν. Η Ελένη, μιας κι έκανε την αρχή, έφαγε κι άλλα κεφτεδάκια. Με
δισταγμό πάντα, και με κάποια θλίψη μέσα της. Αντίθετα, ο Γιώργης φαινόταν πια να το δια-
σκεδάζει. Έτρωγε τα πάντα με μεγάλη όρεξη κι έπινε του καλού καιρού. Έφταναν στ’ αυτιά του
κατά κύματα, όπως τα ‘φερνε ο αέρας, μουσικές απ’ τις παρέες των συνεκδρομέων, ανάκατα
κλαρίνα και μπουζούκια. Μαζί με τα γέλια τους και τις φωνούλες των παιδιών. Αγνάντευε απ’
την πλαγιά κάτω τη λίμνη, και το δάσος γύρω. Μια ευφορία πήρε να τον πλημμυρίζει. Μωρέ
καλά λέει η Ελένη, πως η φύση είναι ένα ποίημα. Δε χρειαζόταν την Ελένη όμως να του το πει,
το ήξερε αυτό κι ο ίδιος, στην αγκαλιά της φύσης μεγάλωσε, παιδί της ήταν. Άει στο διάλο,
σκέφτηκε μέσα του, έγινα ρομαντικός τώρα. Το κρασί θα φταίει. Ας πιω λίγο ακόμα, να δω τι
άλλο θα μου ‘ρθει. Και κατέβασε μια γερή γουλιά.
Αφού απόφαγαν μάζεψαν τα ταπεράκια και κάθισαν στην κουβέρτα. Ήταν αμίλητοι. Ο
Γιώργης μισοξαπλωμένος, είχε αδειάσει πια το μπουκάλι με το κοκκινέλι και το κεφάλι του
γύριζε. Τα γέλια και τα τραγούδια αραίωναν λίγο-λίγο. Ο ήλιος πήρε να χαμηλώνει προς τη
δύση. Προσπαθούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, μη και τον πάρει ο ύπνος και γίνει
ρεζίλι στην Ελένη. Στο τέλος αποφάσισε να σηκωθεί, αν και καταλάβαινε πως ήταν ζαλισμένος.
-Ώρα να φεύγουμε, είπε λίγο απότομα.
Σηκώθηκε και η Ελένη, μάζεψε την κουβέρτα, πήραν τα συμπράγκαλα στα χέρια,
κατέβηκαν την πλαγιά. Τον κατάλαβε που δε στεκόταν στα καλά του, κι όλο είχε το νου της,
μην τυχόν σκοντάψει πουθενά και πέσει. Και τι θα τον κάνει μετά. Άσε που μπορεί να τους
πάρει και κάνα γνωστό μάτι, που πάντα τυχαίνει να βρίσκεται εκεί που δεν το περιμένεις. Με
δυσκολία έφτασαν στο αυτοκίνητο.
-Θα οδηγήσω εγώ, είπε η Ελένη.
Ο Γιώργης σωριάστηκε σχεδόν στο κάθισμα του συνοδηγού.
-Η αλήθεια είναι πως ήπια λίγο παραπάνω, είπε με μια μικρή αμηχανία.
Μέχρι να βγουν απ’ το χωματόδρομο τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος, παρ’ όλα τα
τραντάγματα. Ροχάλιζε και λιγάκι, αλλά ο ίδιος δεν το πήρε είδηση. Σίγουρα το κρασί θα
έφταιγε. Κατά καιρούς άνοιγε τα μάτια, αλλά δεν κατάφερνε να τα κρατήσει για ώρα ανοιχτά,
λες και τα βλέφαρα ήταν ασήκωτα. Φτάνοντας στην πόλη η Ελένη δεν ήξερε τι να κάνει. Να
τον πάει σπίτι του; Φοβόταν να τον αφήσει μόνο. Στο τέλος αποφάσισε να τραβήξει για το δικό
της. Τον σκούντησε να ξυπνήσει.
-Φτάσαμε, είπε. Ανέβα να σου κάνω έναν καφέ να συνέλθεις.
Ξύπνησε τώρα και την ακολούθησε χωρίς αντίρρηση. Η Ελένη έμενε σ’ ένα δυάρι, στον
τρίτο όροφο, σε μια πολυκατοικία λίγο μακριά απ’ το κέντρο. Μακριά για το μέγεθος της επαρ-
χιακής πόλης, στην Αθήνα κοντά θα το έλεγες. Ίσως και πολύ κοντά. Πήρε μόνη της όλα τα
πράγματα της εκδρομής απ’ το αυτοκίνητο και, προχωρώντας προς της είσοδο, πάσχιζε να βρει
στην τσάντα της τα κλειδιά της. Αυτός έμοιαζε ναρκωμένος, ούτε που σκέφτηκε να τη βοη-
θήσει, να κρατήσει έστω για λίγο την κουβέρτα και τις τσάντες, για να μπορέσει η φίλη του να
ξεκλειδώσει. Μπήκαν στο στενό ασανσέρ και ανέβηκαν. Το μικρό διαμέρισμα έκανε μάλλον

62
κακή εντύπωση στο Γιώργη. Ασφυκτικά γεμάτο με κάθε είδους μικροπράγματα και διακο-
σμητικά. Σε αντίθεση με το δικό του, που ήταν σχεδόν άδειο και γυμνό. Κλασσικό σπίτι γερον-
τοκόρης, σκέφτηκε καθώς έπεφτε βαριά στον καναπέ, κι ούτε που παραξενεύτηκε για τον
άκομψο χαρακτηρισμό που του ‘ρθε στο μυαλό. Σε λίγο φάνηκε απ’ την κουζίνα η Ελένη με τον
καφέ στα χέρια.
-Τον έφτιαξα σκέτο, είπε και ακούμπησε το δίσκο με το φλυτζάνι και το ποτήρι στο
τραπεζάκι μπροστά του.
Ήπιε μια γουλιά. Πικρός ήταν, αλλά δεν του κακοφάνηκε. Το κεφάλι του συνέχιζε να
γυρίζει κι έγειρε πίσω, ακουμπώντας το στη ράχη του καναπέ. Η Ελένη τον έβλεπε να είναι και
λίγο χλωμός και τότε έκανε κάτι που ούτε και η ίδια κατάλαβε πώς το αποφάσισε. Πήγε πίσω
του, έπιασε το κεφάλι του και πήρε να του τρίβει απαλά τα μηλίγγια με τους αντίχειρες. Αυτός
δεν αντέδρασε, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα χέρια της. Χαλάρωνε έτσι, και σαν να συνερ-
χόταν λίγο-λίγο απ’ τη ζαλάδα. Ήπιε μια γουλιά ακόμα και ξανάγειρε πίσω, κάνοντας μιαν
αδιόρατη κίνηση με το κεφάλι σαν να της έλεγε να συνεχίσει. Κι αυτή συνέχισε να του τρίβει τα
μηλίγγια, αλαφριά, σαν χάδι, μέχρι που κάποια στιγμή έγειρε πάνω του και τον φίλησε στα
μάτια. Απόρησε κι αυτή με την τόση αποκοτιά της, αλλά δε σταμάτησε. Έσκυψε και τον ξανα-
φίλησε. Ένα ζεστό κύμα τον πλημμύρισε μέχρι τα λαγόνια. Άπλωσε τα χέρια, την έπιασε και
την τράβηξε προς τα κάτω ψάχνοντας τα χείλη της. Μετά σηκώθηκε, την έπιασε από τη μέση
και πήγαν στην κρεβατοκάμαρα.
Κάποια στιγμή που ξύπνησε ο Γιώργης, άργησε να καταλάβει που βρίσκεται. Σκοτάδι
τον τύλιγε. Όταν ένοιωσε δίπλα του την Ελένη, που κοιμόταν γυμνή, τα θυμήθηκε όλα. Και πιο
πολύ απ’ όλα θυμήθηκε το πάθος της. Και ‘κείνο που μουρμούριζε συνέχεια, αγάπη μου, αγάπη
μου, που τον τρόμαξε. Και τις κραυγές της πάνω στην κορύφωση. Μόνο πότε τον πήρε ο ύπνος
δε θυμόταν. Όσο μπορούσε πιο ήσυχα σηκώθηκε κι έψαξε τα ρούχα του. Ντύθηκε αθόρυβα στα
σκοτεινά, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Η ώρα ήταν τρεις τη νύχτα. Είχε λίγο ψύχρα, ευτυχώς
όμως είχε το μπουφάν που είχε πάρει μαζί του για την εκδρομή. Περπάτησε στους άδειους
δρόμους. Τώρα; τι γίνεται τώρα; δηλαδή αυτός τώρα τα έφτιαξε με την Ελένη; μακάρι να ‘ξερε
τι ήθελε και τι να κάνει. Είσαι βλάκας, έλεγε στον εαυτό του, κι απ’ τα νεύρα του επιτάχυνε το
βήμα χωρίς να το καταλάβει. Λες κι έτρεχε να ξεφύγει από κάτι που τον κυνηγούσε.
Η Ελένη δεν κοιμόταν. Τον πήρε είδηση που ξύπνησε, αλλά δε μίλησε. Κράταγε ακόμα
και την ανάσα της, για να δει τι θα κάνει. Όταν αυτός έφυγε, κατάλαβε πως δεν τον είχε
κερδίσει. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Την πήρε τότε το παράπονο. Γιατί θεέ μου; κανένας δε με
θέλει εμένα; τι έχω; τόσο για πέταμα είμαι πια; Έτσι έμεινε άγρυπνη, μ’ ένα μικρό αγκάθι να
της τρυπάει την καρδιά. Μόνο κοντά στο ξημέρωμα ησύχασε μια στάλα.
Ο Γιώργης συνέχισε να τριγυρίζει στους δρόμους. Μια ακόμα σκέψη του τριβέλιζε το
μυαλό. Ήταν άραγε παρθένα η Ελένη; δεν είχε καταλάβει τίποτα, αλλά πώς να το καταλάβει μες
το μεθύσι του; Πήγαινε να σκάσει που δεν είχε την απάντηση. Λες κι ήταν αυτό το πιο
σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Μέχρι που του ‘ρθε μια καινούργια σκέψη, που τον έκανε ν’
ανατριχιάσει και να ξεχάσει την προηγούμενη. Έχει γούστο λέει να μείνει και έγκυος. Αυτό θα
ήταν το τελειωτικό χτύπημα, ούτε που ήθελε να το διανοηθεί. Έλα όμως που ήταν κι αυτό μια
πιθανότητα. Και δε γινόταν να ρωτήσει την Ελένη αν υπήρχε τέτοιος φόβος, γι’ αυτήν δε θα
‘ταν φόβος, ευτύχημα θα ‘ταν. Είσαι μεγάλος βλάκας, είπε για μια φορά ακόμα στον εαυτό του,
πήγαινες γυρεύοντας. Αφού τα ‘βλεπες τα σημάδια, δεν τα ‘βλεπες; καλά να πάθεις τώρα.

63
Ξημέρωνε σιγά-σιγά. Προς τη μεριά της ανατολής πήρε ν’ ασπρογαλαζιάζει ο ουρανός,
κάποιοι καφετζήδες φάνηκαν ν’ ανοίγουν τα μαγαζιά τους, να ταχτοποιούν τις καρέκλες και τα
τραπέζια, ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τους πρώτους πελάτες, τους μεροκαματιάρηδες που
ξεκινάνε χαράματα για τη βιοπάλη. Μπήκε σ’ ένα απ’ αυτά και παράγγειλε καφέ. Σκέτον, είπε,
καθώς θυμήθηκε πως ο καφές που του ‘φτιαξε η Ελένη δεν ήταν και τόσο άσχημος. Τον ήπιε
και περίμενε για κάμποση ώρα. Στις εφτά έφυγε, πέρασε απ’ το σπίτι του, σουλουπώθηκε λίγο
και ξεκίνησε για το σχολείο.
Έφτασε νωρίς, κανένας συνάδελφος δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Κάθισε σε μια γωνιά
του γραφείου των καθηγητών κι είπε στον επιστάτη, που μαζί με τη γυναίκα του κράταγε και το
κυλικείο, να του φέρει καφέ. Σκέτον, είπε πάλι, χωρίς να τον νοιάζει για την έκπληξη του
επιστάτη, που κάθε πρωί είχε συνηθίσει να του πηγαίνει τον καφέ μέτριο. Σε λίγο άρχισαν να
καταφτάνουν ένας-ένας οι υπόλοιποι. Μόλις μπήκε η Ελένη και τον είδε, ένα χαμόγελο ζωγρα-
φίστηκε στο πρόσωπό της, και πήγε κατ’ ευθείαν προς το μέρος του. Καθώς πλησίαζε όμως το
χαμόγελο πάγωσε όπως τον είδε με το κατσούφικο ύφος του. Κάθισε δίπλα του ανήσυχη. Το
αγκαθάκι που της τρύπαγε την καρδιά τη νύχτα, έπιασε πάλι δουλειά. Καλημέρα, είπε σιγανά.
Εξερεύνησε για λίγο με το βλέμμα το πρόσωπό του και πρόσθεσε. Έχεις κάτι; Εκείνος δεν
απάντησε αμέσως. Θα τα πούμε αργότερα, ψιθύρισε στο τέλος, και πήγε να σηκωθεί.
Πέρναγαν οι μέρες όμως και το αργότερα που είχε πει, δεν ερχόταν. Δεν αποφάσιζε να
κάνει την κουβέντα που χρώσταγε, γιατί δεν ήξερε τι να πει. Ούτε τι ήθελε ήξερε. Προσπα-
θούσε να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, να τα αναλύσει λογικά, όπως έκανε πάντα και για
όλα. Δεν του ‘βγαινε όμως. Η λογική σήκωνε τα χέρια ψηλά. Απ’ τη μια, ήξερε πως αυτός δεν
ήθελε έρωτες και τέτοια. Έλεγε συνέχεια στον εαυτό του πως θα μείνει μια ζωή μόνος, έτσι
είναι καλύτερα. Ιδεολόγος μαγκούφης, έλεγε, πάει τελείωσε. Και πίστευε πως το ‘χε πάρει
απόφαση. Ήταν σίγουρος δηλαδή. Τώρα το σίγουρος, μια κουβέντα είναι, και μάλιστα μεγάλη
κουβέντα. Κι όπως λένε, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες. Αλλά αυτός το ‘λεγε, πως
έτσι ήταν. Απ’ την άλλη όμως, αφού ήταν έτσι, τι διάολο τον έτρωγε το τομάρι του και κόλλησε
με την Ελένη; λογικό δεν ήταν μια τέτοια σχέση να καταλήξει εκεί που κατέληξε; πόσο μπορεί
να είναι συνέχεια μαζί ένας άντρας και μια γυναίκα και να παριστάνουν τα φιλαράκια; και πολύ
περισσότερο, όταν ο ένας απ’ τους δύο δεν θέλει να παριστάνει το φιλαράκι; Ή μήπως δεν το
‘θελε κανένας απ’ τους δύο; στο βάθος είχε μια μικρή υποψία, πως μπορεί να ‘ταν κι έτσι.
Ιδεολόγος μαγκούφης δηλαδή, ή στα λόγια «ιδεολόγος» επειδή έτσι το ‘φεραν οι περιστάσεις;
την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος; μόνο και μόνο για να μη φάει κι άλλες κατραπακιές; Γιατί
οι κατραπακιές που ‘φαγε δεν ήταν και λίγο. Όχι τόσο με τη Δώρα, τη συμφοιτήτρια, μ’ αυτή
δεν ήταν πολύ ερωτευμένος, κι ας ήταν η πρώτη του σχέση. Άλλο πάλι και τούτο. Ο πρώτος του
έρωτας, και δεν ήταν καν έρωτας. Μάλλον σαν παιγνίδι το ‘βλεπε. Εκείνο που τον πείραξε
όμως, ήταν που αυτή τα ‘φτιαξε με άλλον, ενώ ήταν ακόμα μαζί του. Κεράτωμα κανονικό
δηλαδή. Αυτό τον έκανε να λυσσάξει απ’ το κακό του, πληγώθηκε βλέπεις ο εγωισμός του.
Αλλιώς, δεν έβλεπε μέλλον με τη Δώρα, έτοιμος ήταν κι ο ίδιος να το διαλύσει. Αλλά με τη
μικρή, τη Μαρίνα, εκεί ήταν που έπαθε μεγάλη νίλα. Μ’ αυτήν την είχε δαγκώσει για τα καλά
τη λαμαρίνα. Τι ιδεολόγος, και πράσινα άλογα. Εδώ είχε ανακοινώσει στους δικούς του να ετοι-
μάζονται για κουφέτα. Κοροϊδευόμαστε τώρα; Έτοιμος για όλα ήταν, γάμο, παιδιά, πεθερικά,
όλα αυτά τέλος πάντων που συνθέτουν μιαν ευτυχισμένη οικογένεια.
Και τώρα; τι πρέπει να κάνει; μήτε που ήξερε. Την απέφευγε λοιπόν την Ελένη, μέχρι να
ξεκαθαρίσει μέσα του τι θέλει. Στο σχολείο μίλαγαν μόνο τυπικά, εκεί την είχε τη δικαιολογία,

64
ήταν συνέχεια γύρω τους άλλοι συνάδελφοι. Τηλέφωνο στο σπίτι της δεν υπήρχε, μόλις ένας
χρόνος ήταν που είχε κάνει αίτηση και δεν το ‘χαν ακόμα τοποθετήσει. Αλλιώς μπορεί να
‘παιρνε το θάρρος να του τηλεφωνήσει. Οι καθημερινές παρέες σταμάτησαν με το μαχαίρι.
Ούτε η Ελένη βλέπεις πρότεινε να πάνε κάπου, όπως συνήθιζε. Έτσι η συζήτηση όλο και
έπαιρνε αναβολή. Πόσο θα πήγαινε αυτό όμως; Γύρω στις δέκα μέρες κράτησε, μέχρι που η
Ελένη πήγε και του χτύπησε το κουδούνι. Πάλι απόρησε βέβαια κι η ίδια με το θάρρος της.
Τώρα τελευταία είχε πάρει πολλές πρωτοβουλίες, που ούτε να τις φανταστεί δεν μπορούσε
παλιότερα. Τόσο απελπισμένη να ήταν άραγε; ή μήπως αυτό ήταν το φυσιολογικό, και κακώς
δεν το ‘κανε μέχρι τώρα; Ερωτήματα που της πέρναγαν απ’ το μυαλό, αλλά δεν είχε καιρό να
δώσει απαντήσεις, άλλα την έκαιγαν τώρα. Στο κάτω-κάτω και να εύρισκε την απάντηση, ποιο
το όφελος; Ότι έγινε δεν ξεγίνεται. Ούτε μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω.
Απογευματάκι ήταν. Την είδε απ’ το ματάκι της πόρτας ο Γιώργης και προς στιγμήν τον
έπιασε πανικός. Η πρώτη του σκέψη ήταν να μην της ανοίξει, να κάνει ότι λείπει. Αλλά πάλι, τι
θα κέρδιζε; αφού ήρθε μια φορά, θα ερχόταν και δεύτερη, και τρίτη. Για πόσο καιρό θα ‘κανε
τον ψόφιο κοριό; Ύστερα, ήταν συμπεριφορά αυτή; να κρύβεται πίσω απ’ το δάχτυλό του;
Ντροπή τον έπιασε και που το είχε σκεφτεί μόνο. Έτσι άνοιξε την πόρτα κι έκανε στην άκρη,
για να της κάνει χώρο να περάσει. Η Ελένη σαν να πήγε να κάνει μια κίνηση να τον φιλήσει,
μια ανεπαίσθητη κίνηση ήταν, της φάνηκε όμως πως αυτός μαζεύτηκε, και η κίνηση πάγωσε
πριν καν εκδηλωθεί. Κάθισε στο λιτό σαλονάκι του. Ο Γιώργης ακόμα όρθιος.
-Τι θα σε κεράσω; ρώτησε, κι αμέσως σκέφτηκε πως δεν είχε δα και τίποτα που θα
μπορούσε να την κεράσει, μιας και η Ελένη δεν έπινε αλκοόλ. Ευτυχώς η απάντησή της τον
έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση, τουλάχιστον ως προς το μικρό αυτό ζήτημα. Τον έβαλε όμως σε
δύσκολη θέση ως προς το άλλο, το μεγαλύτερο ζήτημα, αλλά το ‘χε πάρει απόφαση πια πως
αυτό ήταν αναπόφευκτο.
-Δε μου χρειάζονται κεράσματα Γιώργη. Μια καθαρή εξήγηση μου χρειάζεται.
Για μια φορά ακόμα δεν αναγνώριζε ούτε η ίδια τον εαυτό της. Ούτε αυτός την ανα-
γνώριζε. Η Ελένη ήταν αυτή που μίλαγε έτσι απότομα; και τον κοίταζε κατάματα; Ένοιωσε το
βλέμμα της να τον καρφώνει, δεν τολμούσε να την αντικρύσει, κοίταζε αμήχανα τριγύρω, περι-
εργαζόταν τα κάδρα στον τοίχο λες και τα ‘βλεπε για πρώτη φορά. Ποτέ δεν εύρισκε τα κατάλ-
ληλα λόγια σε τέτοιες περιστάσεις, πάντα τα ‘χανε, θα μπορούσε ας πούμε να πει καμιά
εξυπνάδα να ελαφρύνει λίγο την κατάσταση, είχε γνωρίσει κατά καιρούς ανθρώπους που ήταν
μανούλες σε κάτι τέτοια. Αυτός πάντα βλακείες έλεγε, και μετάνιωνε εκ των υστέρων που είχε
ανοίξει το στόμα του και τις ξεστόμισε. Ή, συνήθως, δεν έλεγε τίποτα. Τώρα όμως δεν μπο-
ρούσε να σιωπήσει άλλο. Αφού αυτή μίλαγε καθαρά, έπρεπε κι αυτός να ξεκαθαρίσει την κατά-
σταση. Της το χρώσταγε, κι ας οδηγούσε αυτό το ξεκαθάρισμα στη διακοπή κάθε σχέσης. Που
και πάλι, ότι κι αν έλεγε στον εαυτό του, ούτε αυτό το ήθελε.
-Κοίτα να δεις Ελένη, εσύ μια χαρά κοπέλα είσαι, εγώ όμως είμαι μπερδεμένος αυτόν
τον καιρό, ή, για να είμαι ειλικρινής, όχι αυτόν τον καιρό μόνο, συνέχεια μπερδεμένος είμαι,
είναι ο χαρακτήρας μου έτσι, τι να κάνουμε. Ωραίο ήταν αυτό που συνέβη, αλλά κι απ’ την
άλλη δεν ήθελα να συμβεί, δηλαδή και ήθελα και δεν ήθελα, πώς να σ’ το εξηγήσω.
-Κάνε μια προσπάθεια, μπορεί και να καταλάβω.
-Να εγώ, εκείνο που δε θέλω είναι μια δέσμευση απέναντί σου, δεν είμαι έτοιμος για
κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό του να κάνει μόνιμη και κανονική σχέση, με
όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται αυτό, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

65
Κι επειδή η Ελένη δεν καταλάβαινε, ή έτσι έλεγε τουλάχιστον, αναγκάστηκε να το κάνει
λιανά, δε θέλει οικογένεια, είναι μια ευθύνη που δεν είναι σε θέση να την αναλάβει, θέλει την
ησυχία του βρε αδερφέ, πώς να το κάνουμε. Η Ελένη τον διέκοψε.
-Και ποιος σου μίλησε για οικογένεια;
Έμεινε για λίγο με ανοιχτό το στόμα. Αυτό ήταν μια πιθανότητα που ούτε του ‘χε
περάσει απ’ το μυαλό. Να μην έχει το νου της η Ελένη σε παντρειές και τα τοιαύτα; δεν ήταν
φυσιολογικό, αυτός ήξερε πως οι γυναίκες μόνο αυτό σκέφτονται, είναι ο μόνιμος και διακαής
τους πόθος. Άσε που αυτή η εκδοχή του ανέτρεπε και όσα επιχειρήματα είχε κατά νου, το να μη
θέλεις οικογένεια είναι κάτι που ο άλλος μπορεί να το καταλάβει, να το αποδεχτεί σαν δική σου
άποψη, έστω κι αν αυτός δεν την ενστερνίζεται. Αλλά να μη θέλεις μια ελεύθερη σχέση; Εκείνο
το «ήθελα και δεν ήθελα» που μόλις είχε ξεφουρνίσει ταίριαζε στη γραμμή άμυνας που είχε
μέχρι τώρα, σαν να ‘λεγε θέλω να είμαστε μαζί αλλά και δε θέλω γιατί φοβάμαι μη σοβαρέψουν
τα πράγματα. Τώρα όμως η Ελένη τον εξουδετέρωσε με μια απλή φράση, είπε πως ούτε αυτή
ήθελε να σοβαρέψουν, αυτό δεν είπε; ή δεν κατάλαβε καλά;
-Για να καταλάβω, δε σε νοιάζει αν κάνουμε μια σχέση που δε θα οδηγήσει πουθενά;
που απ’ την αρχή θα το ξέρεις πως δεν έχει προοπτική;
-Άμα αυτό θέλεις, τότε ναι, δε με νοιάζει. Στο είπα πως σ’ αγαπάω, αν και νομίζω πως
δε χρειάζεται να το πω, το ξέρεις από μόνος σου. Εκείνο που θέλω λοιπόν είναι να είμαι μαζί
σου, τα υπόλοιπα δεν έχουν καμία σημασία για μένα.
Μωρέ την ένοιαζε και την παραένοιαζε την Ελένη, η ψυχούλα της το ήξερε, αλλά τι να
κάνει; δεν ήθελε με τίποτα να σπρώξει τα πράγματα στα άκρα και να σπάσει το σκοινί. Θα συμ-
βιβαζόταν με την κατάσταση κι όπου πήγαινε. Απ’ τ’ ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα. Δε θα
τα παράταγε όμως. Φτάνει πια. Τι διάολο, όλη της τη ζωή μόνη θα την πέρναγε; δε θα δοκίμαζε
αυτή ποτέ τις χαρές και τα βάσανα του έρωτα; τις αγωνίες του; τα καρδιοχτύπια; Του έρωτα,
του χιλιοτραγουδισμένου; του υμνημένου απ’ τους ποιητές; Όχι, ήθελε κι αυτή το μερτικό της.
Έστω και τώρα, στα τριανταπέντε της.

66
- 8 -

Τον επόμενο χειμώνα ο Ηρακλής έκανε νωρίς την ετήσια επίσκεψη στην πρωτεύουσα.
Τέλος του Γενάρη ήταν όταν αριβάρισε στο σπίτι του Πάνου. Ούτε κι αυτός ήξερε γιατί
βιάστηκε. Κάπου μέσα του κάτι τον τριβέλιζε. Εκείνη η ιστορία με την Κατίνα, όσο κι αν προ-
σπαθούσε να την ξεχάσει, να τη σπρώξει στην αφάνεια, δεν έλεγε να τον αφήσει. Ρε, λες η
Κατίνα; ερχόταν και ξαναερχόταν στο νου του το ερώτημα, και τον βασάνιζε η αμφιβολία. Ίσως
γι’ αυτό δεν κρατιόταν άλλο. Και να που, πριν καλά-καλά φτάσει, ένιωσε πως κάτι δεν πηγαίνει
καλά. Ένας ηλεκτρισμός υπήρχε στην ατμόσφαιρα, μια ένταση ανεξήγητη. Προσπαθούσε να
καταλάβει αν είχε δίκιο ή μήπως ήταν ιδέα του. Αλλά γιατί να είναι ιδέα του; τις άλλες φορές
δηλαδή, γιατί δεν ένιωθε κάτι; μπα, κάτι έτρεχε. Τι όμως; Προσπάθησε απ’ έξω-απ’ έξω να
ψαρέψει την Κατίνα, αλλά δεν πήρε λέξη. Όλα καλά, πατέρα. Δεν ησύχαζε όμως ο Ηρακλής, κι
εκείνο το τριβέλισμα μέσα του δεν έλεγε να φύγει.
Ο Πάνος ήταν εξαφανισμένος σχεδόν. Βλέπεις, κοντά στα παλιά, μόλις τώρα είχε
ανοίξει καινούργιες δουλειές. Δουλειές με φούντες. Δεν του ‘φταναν οι αντιπαροχές, πήγε κι
ανακατεύτηκε και με τα δημόσια έργα. Εργολάβος. Έτσι είναι. Κάθε επιχειρηματίας που
σέβεται τον εαυτό του πρέπει να ‘χει δουλειές με το Δημόσιο. Εκεί είναι το πολύ χρήμα, αρκεί
να ξέρεις να το αρπάξεις. Ο Πάνος όμως ήταν καινούργιος σ’ αυτή την πιάτσα, κι έπρεπε να
μάθει. Χρειαζόταν λοιπόν παραπάνω τρέξιμο για να καλύψει την απόσταση απ’ τους παλιούς.
Ευτυχώς όμως είχε και το φίλο του, το παλιό στέλεχος της αντιπολίτευσης. Που τώρα είχε γίνει
στέλεχος της κυβέρνησης. Όπου κόλλαγε κάποια υπόθεση, θα το ‘χε ένα χεράκι βοήθειας.
Άλλωστε, αυτός ήταν που τον ξεσήκωσε να χωθεί στα δημόσια έργα. Τώρα, με μας στην
κυβέρνηση, οι δημόσιες επενδύσεις θ’ απογειωθούν, του είπε. Έχουμε σκοπό ν’ αλλάξουμε τη
χώρα. Κοίτα λοιπόν ν’ ανέβεις στο τραίνο.
Τον Οκτώβρη είχαν γίνει οι πολυαναμενόμενες εκλογές. Ένα μήνα σχεδόν, η χώρα ήταν
άνω-κάτω με τον προεκλογικό αγώνα. Συγκεντρώσεις, ομιλίες, τσακωμοί, φασαρία, ανάστα ο
κύριος. Γέμισε ο τόπος αφίσες και σημαιούλες. Και φωτογραφίες υποψήφιων. Λεωφορεία
κουβάλαγαν τους χειροκροτητές από πόλη σε πόλη, όπου είχε ομιλία του αρχηγού. Οι αφισο-
κολλητές, τις νύχτες, μπουλούκια-μπουλούκια, γέμιζαν τους τοίχους. Αν ήταν δυνατόν να
καλύψουν τα πάντα, κυρίως τις αφίσες του αντίπαλου. Και οι συμπλοκές έδιναν κι έπαιρναν,
ήταν σε «νυχτερινή διάταξη». Σωστό πανδαιμόνιο. Όλα «δικαιολογημένα», βλέπεις η μάχη
ήταν «μεγάλη», συγκρούονταν το «παλιό» με το «καινούργιο», η κατεστημένη ακινησία με την
«αλλαγή». Έτσι τουλάχιστον έλεγαν αυτοί που θα ‘φερναν την «αλλαγή».
Μόνο στα μικρά ορεινά χωριά τα πράγματα ήταν ήσυχα. Οι ψηφοφόροι ήταν λίγοι, και
οι περισσότεροι ετεροδημότες. Οι μόνιμοι κάτοικοι μετριούνταν στα δάχτυλα, που λέει ο λόγος,
δεν άξιζε τον κόπο να φτάσουν οι υποψήφιοι ως εκεί. Ούτε οι φασαρίες.
Το ίδιο και στο χωριό του Ηρακλή, φύλλο δεν κουνιόταν σχεδόν όλη την «προεκλογική
περίοδο». Από την Παρασκευή μόνο, παραμονές των εκλογών, άρχισε να ζωηρεύει λίγο η ατμό-
σφαιρα, τότε που πήραν να καταφτάνουν οι ξενιτεμένοι, αυτοί που διατηρούσαν πεισματικά τα

67
εκλογικά τους δικαιώματα στο χωριό. Έρχονταν να ψηφίσουν εκεί που γεννήθηκαν και μεγά-
λωσαν, μια ακόμα δήλωση πως εδώ ήταν ο τόπος τους. Και μια ακόμα ευκαιρία, πέρα από
Πάσχα και Χριστούγεννα, να βρεθούν οι παλιοί φίλοι. Το Σάββατο η κίνηση μεγάλωσε κι άλλο.
Ήρθαν και οι δυό φαντάροι που θα ‘ταν φρουρά στο εκλογικό τμήμα, εγκαταστάθηκαν στο
κτίριο του δημοτικού σχολείου, που έτσι κι αλλιώς ήταν άδειο, εδώ και λίγα χρόνια είχε
στερέψει από μαθητές το χωριό. Όλα ήταν ήσυχα, και μόνο το απόγευμα του Σαββάτου υπήρξε
μια μικρή αναστάτωση, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά ο Πάνος. Δεν τον περίμεναν οι δικοί του,
ούτε που είχε ειδοποιήσει πως θα πάει. Σάμπως πήγε γι’ αυτούς; ίσια που πέρασε λίγο απ’ το
σπίτι να τους πει ένα γεια, και ξαναβγήκε στο δρόμο. Έβγαλε ρολά με αφίσες του ΠΑΣΟΚ και
γέμισε τον τόπο. Μπούκαρε και στο καφενείο φουριόζος, φωνάζοντας με θριαμβευτικό ύφος,
ΠΑΣΟΚ και πάσης Ελλάδος, κι ήταν έτοιμος να τσακωθεί μ’ όποιον είχε αντίρρηση. Το καφε-
νείο ήταν γεμάτο κόσμο, έπαιζαν πρέφα και δηλωτή, έπιναν και κάνα ούζο, κι ας ήταν απαγο-
ρευμένο το αλκοόλ παραμονή εκλογών, εδώ πάνω οι απαγορεύσεις δεν είχαν καμιά ισχύ. Και
μόνο για τα κόμματα δε συζήταγαν, είχε καθ’ ένας βέβαια τις προτιμήσεις του, αλλά δεν ήταν
ώρα τώρα για διαφωνίες και τσακωμούς, μια χαρά πέρναγαν χωρίς αυτά. Έτσι η εισβολή του
Πάνου τάραξε τα νερά, χάλασε για λίγο την καλή ατμόσφαιρα. Παραξενεύτηκαν κιόλας μ’ όσα
έλεγε, δεν τον ήξεραν για Πασοκτζή, κάθε άλλο μάλιστα. Τον άκουγαν λοιπόν και σταυροκο-
πιούνταν.
-Εσύ ρε δεν είσαι που το εβδομηντατέσσερα φώναζες, γειά σου Κώστα Καραμανλή
σωτήρα; βρήκες καινούργιο σωτήρα τώρα; του είπε κάποιος.
Το καλοκαίρι του εβδομηντατέσσερα ήταν επιστρατευμένος ο Πάνος. Εκεί, όχι πολύ
μακριά απ’ την περιοχή τους, σ’ ένα πρόχειρο στρατόπεδο, απ’ αυτά που ‘χαν στηθεί στα
γρήγορα, σ’ εκείνη την επιστράτευση-οπερέτα. Πού και πού έπαιρνε καμιά μονοήμερη άδεια, κι
όπως ήταν κοντά, πήγαινε στο χωριό. Τότε ήταν που ζητωκραύγαζε και για τον Καραμανλή, γι’
αυτό και του την έριξαν τώρα την μπηχτή. Σιγά όμως που θα κώλωνε ο Πάνος.
-Και τότε δίκιο είχα, είπε. Ο Καραμανλής μας έσωσε απ’ τη χούντα. Ήταν εποχή που
χρειαζόταν σταθερότητα και μπορούσε να την εγγυηθεί. Μετά όμως τα ‘κανε μούσκεμα.
Χρειάζεται αλλαγή, και μόνο ο Αντρέας μπορεί να κάνει την αλλαγή. Τον είδατε τον
Καραμανλή; το ‘βαλε στα πόδια, την έκανε για την Προεδρία. Γιατί την έκανε; γιατί έβλεπε πως
θα χάσει. Βρε είναι τελειωμένοι σου λέω.
Τότε μόνο είδε τον αδερφό του, που καθόταν σε μια γωνιά, παρέα με άλλους. Είχε πάει
απ’ την προηγούμενη στο χωριό αυτός, μιας και τα σχολεία είχαν κλείσει για τις εκλογές. Προ-
χώρησε με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος του, συμπληρώνοντας.
-Ορίστε, ρωτήστε και τ’ αδερφάκι μου, που είναι ο πιο διαβασμένος απ’ όλους. Να σας
πει, έχω δίκιο ή δεν έχω;
Δεν υπήρξε συνέχεια στην κουβέντα για τα πολιτικά. Θα μπορούσαν να του πουν ότι και
με τη χούντα αυτός δεν είχε πρόβλημα, αλλά κανένας δεν είχε όρεξη να κάθεται να τσακώνεται
με τον Πάνο. Έτσι κι αλλιώς τον ήξεραν τι ισχυρογνώμονας και συμφεροντολόγος ήταν, τώρα
θα τον μάθαιναν; Ούτε ο Γιώργης αποφάνθηκε αν ο αδερφός του έχει δίκιο ή όχι, τον κάλεσε
μόνο να καθίσει κοντά τους.
-Έλα κάτσε μωρέ μαλάκα, είπε, κι άσε τις παχιές κουβέντες.
Τον ρώτησε τι κάνουν η Κατίνα και τα παιδιά, κι αν θα μείνει απόψε. Μπα, πού να
μείνει. Το ίδιο απόγευμα έφυγε, φουριόζος όπως ήρθε, δεν περίμενε να ξημερώσει η Κυριακή κι
ας τον σταύρωσε η μάνα του, κάτσε παιδάκι μου να σε δούμε λιγάκι, ούτε μια φορά το χρόνο

68
δεν έρχεσαι, τόσες δουλειές έχεις πιά; Τίποτα αυτός, δεν έχω καιρό μάνα, άλλη φορά. Ο
Ηρακλής τον αποχαιρέτησε χωρίς να πει κουβέντα, δεν απέφυγε όμως τον πειρασμό να κοιτάξει
το μέτωπο του γιού του, να δει μπας κι είχε κάνα εξόγκωμα. Φεύγοντας ο Πάνος τράβηξε και
μερικές φωτογραφίες στους δρόμους του χωριού, να φαίνονται οι αφίσες που κόλλησε, να δείξει
στο φίλο του πως αυτός δεν έκατσε άπραγος, το πρασίνισε το χωριό. Αν και δεν είχε ανάγκη να
του αποδείξει τη συμμετοχή του στον «αγώνα», όλη την προεκλογική περίοδο βλέπεις έτρεχε
μαζί του στη Β΄Αθηνών, που ο δικός του ήταν υποψήφιος. Το είχαν οργώσει το λεκανοπέδιο,
από γειτονιά σε γειτονιά. Κι από πάνω τσοντάριζε γενναία και στα έξοδα. Παρ’ όλο το τρέξιμο
όμως, ο φίλος δεν εκλέχτηκε. Δύσκολη περιφέρεια η Β΄Αθηνών. Ο θρίαμβος όμως του κόμ-
ματος γλύκανε κάπως τη δική του αποτυχία. Κι όταν σε λίγο καιρό έγινε γενικός γραμματέας
υπουργείου, τότε την ξέχασε την αποτυχία τελείως. Είχε πλέον θέση για να υπηρετήσει τη
χώρα, καλύτερη ίσως κι απ’ του βουλευτή. Και στρώθηκε στη δουλειά, γιατί έπρεπε πολλά να
γίνουν. Το ξεκαθάρισε και στους υπαλλήλους του υπουργείου αυτό, τη μέρα που ανέλαβε καθή-
κοντα. Πρέπει πολλά να γίνουν, τους είπε, ο λαός μας ψήφισε για να κάνουμε την αλλαγή, και
σας καλώ να συστρατευτείτε σ’ αυτό. Όποιος διανοηθεί να υπονομεύσει το έργο μας, μαύρο
φίδι που τον έφαγε. Δεν το ‘πε ακριβώς έτσι, αλλά όλοι κατάλαβαν πως αυτό εννοούσε. Α μα,
χρειαζόταν η προειδοποίηση, γιατί το ‘ξερε αυτός, η υπαλληλική ιεραρχία ήταν με τους προ-
ηγούμενους, δεν έβλεπε με καλό μάτι τη νέα κυβέρνηση. Αυτά έλεγε στον Πάνο, που του τηλε-
φώνησε για να τον συγχαρεί, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του. Και του το ‘πε του Πάνου,
εννοείται πως για σένα η πόρτα του γραφείου μου είναι ανοιχτή όποια ώρα θελήσεις. Έτσι του
‘πε, αν και δε χρειαζόταν η διευκρίνιση, το ‘ξερε αυτό από μόνος του. Κι ακόμα περισσότερο,
ήξερε πως ούτε καν χρειαζόταν να περάσει την πόρτα του γραφείου του στο υπουργείο, άμα
ήθελε τον εύρισκε άλλες ώρες, εκτός γραφείου.
Σε μια απ’ αυτές τις άλλες ώρες ήταν, που ο γραμματέας του ‘βαλε την ιδέα για τα
δημόσια έργα. Ο Πάνος δίσταζε στην αρχή, δεν τα ήξερε τα κόλπα, αλλά ο άλλος επέμενε.
-Μην είσαι χαζός, έλεγε, όλο με τις αντιπαροχές θα παλεύεις; δε λέω, καλές είναι κι
αυτές, αλλά οι χρυσές εποχές τους είναι πίσω. Πόσο θα κρατήσει αυτή η ιστορία; έχουν χτιστεί
τα πάντα. Ο επιχειρηματίας πρέπει να ‘ναι ευέλικτος, ν’ αλλάζει, να προσαρμόζεται στις
συνθήκες. Στο κάτω-κάτω τι φοβάσαι; προχώρα κι εγώ είμαι εδώ.
Η αλήθεια να λέγεται, ήταν στ’ αλήθεια εδώ, όταν χρειαζόταν. Όπως με το νέο έφορα.
Γιατί πάλι άλλαξε ο προϊστάμενος στην εφορία που υπαγόταν η επιχείρηση του Πάνου. Δια-
μαρτυρήθηκε τότε στο φίλο του, καλά αφού δικός σας ήταν ο προηγούμενος, τι διάολο τον
αλλάξατε; πάλι πρέπει να ψάχνω πώς θα τα βρω με τον καινούργιο; Ε, να κονομήσει και κάνας
άλλος, είπε ο γραμματέας. Αρκετά έκατσε αυτός. Κι ο καινούργιος υπουργός θέλει να βάλει
τους δικούς του, πρέπει να ‘χει κι αυτός το μερτικό του, τι, θα κάτσει να παζαρεύει τους
παλιούς; έτσι γίνονται αυτές οι δουλειές Πάνο μου, τι νομίζεις; δούναι και λαβείν είναι. Μην
ανησυχείς πάντως, εγώ είμαι εδώ, θα σε συστήσω και στον καινούργιο. Κι ο Πάνος, παιδί της
πιάτσας, που νόμιζε πως αυτός τα ‘ξερε όλα τα κόλπα, είχε μείνει με την απορία. Μωρέ αυτοί
είναι κιόλας ξεσκολισμένοι. Πότε πρόλαβαν;
Έτσι και τώρα. Τον ενθάρρυνε να προχωρήσει και να μην ανησυχεί. Του είχε έτοιμη και
λύση, του βρήκε μηχανικό που είχε δουλέψει στα δημόσια έργα και την ήξερε καλά τη δουλειά.
Και το τεχνικό κομμάτι, αλλά και το γραφειοκρατικό. Προ πάντων το γραφειοκρατικό, αυτό
ήταν το βασικό, γιατί αυτά φοβόταν πιο πολύ ο Πάνος. Τα χαρτιά. Δεν είχε ιδέα από τέτοια, και
δεν εμπιστευόταν εύκολα έναν ξένο. Άμα ο ίδιος δεν είχε τον έλεγχο, δεν αισθανόταν καλά.

69
Νόμιζε πως θα φύγει η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Κι ο δικός τους ο μηχανικός, ο Βαγγέλης, του
το ‘πε απ’ την αρχή, από δημόσια έργα δεν ήξερε, ήταν άλλη η νομοθεσία, άλλες οι προδια-
γραφές, αυτός μια ζωή με άδειες οικοδομών είχε ασχοληθεί, και στο δημόσιο όταν υπηρετούσε,
στην Πολεοδομία ήταν. Αλλά ας είναι καλά ο γραμματέας, που είχε τις λύσεις για όλα.
-Είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης, τον καθησύχασε τον Πάνο. Κι άμα θες για πιο σίγουρα,
πες του να βάλει κι αυτός λίγα λεφτά και να μπει μέτοχος στην εταιρεία.
Το σκέφτηκαν και το ξανασκέφτηκαν με το Θρασύβουλο, στο τέλος το αποφάσισαν. Ο
Πάνος πιο πολύ ήταν αυτός που πήρε την απόφαση και ακολούθησε κι ο άλλος. Εκεί, μετά την
Πρωτοχρονιά, προχώρησαν στις αλλαγές που χρειάζονταν. Μεγαλοπιάστηκαν τώρα, έκαναν την
εταιρεία ανώνυμη, ΤΣΙΩΚΑΣ-ΚΑΝΑΒΡΑΣ ΑΤΕΒΕ, τεχνική και εμπορική και βιομηχανική
εταιρεία, έτσι για να μπορούν ν’ ανοίγονται σε κάθε είδους δουλειά, με διοικητικό συμβούλιο,
με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο. Τη μεγάλωσαν κιόλας, έβαλαν νέα κεφάλαια, και νέους
συνέταιρους, γιατί είχαν πολλά έξοδα, έπρεπε πια να προμηθευτούν βαρύ εξοπλισμό και μηχα-
νήματα. Ο Πάνος πάντως κράτησε το πενήντα στα εκατό που είχε πάντα, ήταν ανένδοτος σ’
αυτό. Οι νέοι συνέταιροι αναγκαστικά πήραν μεράδι απ’ το άλλο μισό του Θρασύβουλου, που
δεν τον πολυένοιαζε, έτσι κι αλλιώς αυτός δίσταζε να κάνει μεγάλο άνοιγμα στα νέα μονοπάτια
που πορεύονταν. Έτσι μπήκε με μικρό ποσοστό στην εταιρία ο Βαγγέλης, που μέχρι τότε ήταν
απλός συνεργάτης. Αφού το θέλησε, δεν του χάλασαν το χατήρι, τον είχαν άλλωστε ανάγκη ν’
ασχολείται με τις οικοδομές, δεν είχαν σκοπό να παρατήσουν τις δουλειές που έκαναν τόσα
χρόνια. Είχαν όμως και καινούργιο πρόσωπο στο «μαγαζί». Το Μάριο. Το μηχανικό ντε, που
ήξερε από δημόσια έργα, αυτόν που τους τον σύστησε ο κύριος γενικός γραμματέας. Κι ούτε
που πήγε στο μυαλό του Πάνου, ούτε και του Θρασύβουλου, κι ας ήταν τόσο έξυπνοι, πως τα
λεφτά που έβαλε ο Μάριος δεν ήταν μόνο δικά του, αλλά και του κυρίου γενικού. Μόνο
διεύθυνση δεν άλλαξαν, νοίκιασαν όμως στον ίδιο όροφο τρία διπλανά γραφεία και τα ένωσαν
με τα δικά τους. Έπρεπε να χωρέσει κι ο Μάριος τώρα, και οι δυό νέες κοπέλες που πήραν στη
δουλειά.
Έτρεχε λοιπόν τώρα ο Πάνος. Μόνο για να παραγγείλει τα πρώτα μηχανήματα και
φορτηγά, ήθελε του κόσμου τα χαρτιά, στο συγκοινωνιών, στις τράπεζες, στην εφορία κι όπου
μπορείς να φανταστείς. Έπρεπε να βρει και κάποιο χωράφι όσο γινόταν πιο κοντά, να το
περιφράξει, να στήσει εκεί πρόχειρα γραφεία και στοιχειώδη συνεργεία, να είναι έτοιμη η
«μάντρα» για να βάλουν μέσα τον καινούργιο εξοπλισμό. Ένα σωρό δουλειές. Ο Θρασύβουλος
φαινόταν να μην μπορεί να παρακολουθήσει το νέο άνοιγμα, ως εκεί έφταναν οι δυνατότητές
του. Τον άφησε λοιπόν το Θρασύβουλο ν’ ασχολείται με την οικοδομή και τα μαστόρια, παρέα
με το Βαγγέλη, και πήρε πάνω του τη δουλειά. Ευτυχώς ο Μάριος αποδείχτηκε καλό κελεπούρι,
έτρεχε κι αυτός για τα χαρτιά, να βρει να «νοικιάσει» κάνα εργολαβικό πτυχίο, να χτυπάνε
μεγάλα έργα, μη μείνουν με τα ψιλολόγια που δικαιούνταν αυτός με το δικό του.
Έτσι, από τότε που ήρθε, δεν τον πολυέβλεπε στο σπίτι το γιο του ο Ηρακλής. Και τις
λίγες ώρες που ήταν παρών, δε μιλιόταν σχεδόν. Βαρύς κι ασήκωτος. Αλλά κι όταν έλειπε, πάλι
ο αέρας βαρύς ήταν. Δεν ήξερε τι να υποθέσει ο γέροντας. Να τσακώθηκαν; εντάξει, πάντα
τσακώνονται τα ζευγάρια για χίλια δυό μικροπράγματα, αλλά αυτό είναι κάτι που περνάει. Δε
γίνεται μόνιμο. Ούτε ρίχνει τη σκιά του στο σπίτι. Ακόμα κι η μικρή, η Αναστασία, φαινόταν
μαζεμένη. Είχε και τα διαβάσματά της βέβαια, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Σαν να είχε μια
μελαγχολία το κορίτσι, σαν να διέκρινε ένα φόβο στα μάτια της. Μόνο ο Ηρακλής ο νεώτερος,
ο εγγονός, δε φαινόταν να χαμπαριάζει τίποτα. Έφευγε πρωί-πρωί για το στρατόπεδο και γύριζε

70
το μεσημέρι. Έτρωγε και το ‘ριχνε στον ύπνο, για να ‘ναι φρέσκος το βράδυ, να μπορεί να
τριγυρνάει μέχρι αργά. Ούτε σκοπιές, ούτε αγγαρείες, λες και δεν ήταν φαντάρος, αλλά υπάλ-
ληλος. Μόνο κάνα Σαββατοκύριακο έμενε μέσα για υπηρεσία. Στρατός ήταν αυτός; καθώς τον
έφεραν στην Αθήνα, την πέρναγε ζάχαρη. Καλοπέραση κι άγιος ο θεός, και με την τσέπη
γεμάτη χαρτζιλίκι. Α, όσο γι’ αυτό, το φρόντιζε η μάνα του, αυτό δα έλειπε, να κυκλοφοράει ο
δικός της ο γιος μπατίρης. Γιατί, άποροι ήταν; Κοντά δυό μήνες ήταν που είχε πάρει τη μετά-
θεση ο νεαρός, και δεν ήξερε ο παππούς του, την πήρε γιατί είχε έρθει η σειρά του, ή χάρη στις
καινούργιες γνωριμίες του Πάνου; Αλλά δεν είχε και καμιά πρεμούρα να μάθει, γι’ αυτό και δε
ρώτησε. Σιγά το μεγάλο γεγονός. Άλλωστε γιατί να ρωτήσει; για να κοκορεύεται ο γιος του για
το πόσο σωστή είναι η καινούργια κυβέρνηση; άσε καλύτερα, δεν του χρειαζόταν οι θριαμβο-
λογίες του. Αλλά ούτε και την Κατίνα ρώτησε. Έτσι όπως την έβλεπε ανόρεχτη και συνοφρυ-
ωμένη, δεν ήξερε πώς να της φερθεί. Πού οι παλιές μαλαγανιές και περιποιήσεις. Τίποτα, όλο
τυπικότητες και ψύχρα. Μωρέ κάτι τρέχει εδώ, αλλά τι; το ερώτημα τον βασάνιζε, έτσι που
ούτε τον Παντελή δεν πρόσεξε καλά-καλά, μόλις έκανε την πρώτη σύντομη επίσκεψη στο
«Καφενείον Ο ΕΛΑΤΟΣ». Γιατί αν τον πρόσεχε, θα ‘χε παρατηρήσει πως κι ο Παντελής είχε
αλλάξει, το πρόσωπό του έλαμπε και το απλανές βλέμμα είχε ζωηρέψει, σχεδόν αστραπές
πέταγε. Δεν τα είδε όμως ο Ηρακλής, είχε τη σκοτούρα του, είχε και την έγνοια του Θανάση,
που δεν μπορούσε λέει να βγει στο καφενείο, τον είχαν περιορίσει άσχημα τ’ αρθριτικά, ίσια
που κατάφερνε να κυκλοφοράει μέσα στο σπίτι και να μην κάθεται καρφωμένος στο κρεβάτι.
Έπρεπε να κανονίσει να τον επισκεφτεί κι’ αυτόν.

Στο σπίτι του Πάνου όμως στ’ αλήθεια κάτι έτρεχε. Και μάλιστα κάτι σοβαρό, αλλά
πού να τα ξέρει τα καθέκαστα ο Ηρακλής. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ήταν που έγινε ο κακός
χαμός, τότε που ο Πάνος ανακάλυψε πως η γυναίκα του τον κερατώνει. Γιατί όπως και να το
κάνεις, μπορεί ο κερατάς να το μαθαίνει τελευταίος, καθώς λένε, αλλά τις πιο πολλές φορές, με
τον άλφα ή βήτα τρόπο, το μαθαίνει. Έτσι και τώρα, το έμαθε ο Πάνος, και στην περίπτωσή του
μάλλον δεν ήταν ο τελευταίος, η Κατίνα βλέπεις φυλαγόταν κι έτσι δεν την είχε πάρει χαμπάρι
η γειτονιά. Άλλο αν ο ανοιχτομάτης κυρ-Αλέκος την υποψιαζόταν, ή αν υπήρχαν κι άλλοι
ανοιχτομάτηδες. Τέλος πάντων, το γεγονός είναι ότι ο Πάνος το ανακάλυψε από μόνος του. Μια
Κυριακή ήταν, που είχε κανονίσει να πάει με τη Στέλλα εκδρομή στον Παρνασσό. Είχε ακούσει
η μικρή για το χειμερινό τουρισμό, για το σκι και τα σαλέ, και τα μυαλά της φούσκωσαν,
φανταζόταν τέρατα και σημεία. Εκεί στα Νικολοβάρβαρα έπεσε το πρώτο καλό χιόνι στα
βουνά, και μόλις το είδε στις ειδήσεις άρχισε να του γανώνει το κεφάλι.
-Έχει ανοίξει το χιονοδρομικό, είπες πως κάποτε θα με πας, εμπρός κανόνισέ το.
Ούτε που θυμόταν ο Πάνος αν το είχε υποσχεθεί και πότε, αλλά τι σημασία είχε, έτσι κι
αλλιώς δε θα γλίτωνε. Ανακοίνωσε λοιπόν ένα Σάββατο πως την άλλη μέρα θα λείπει για
δουλειές. Βέβαια, όταν στ’ αλήθεια έλειπε για δουλειές, δεν έλεγε τίποτα. Τώρα, πώς του ‘χε
κολλήσει αυτή η συνήθεια, κάθε που την έκανε με τη Στέλλα να ξεφουρνίζει διάφορες ψευτιές,
δεν μπορούσε να καταλάβει. Η Κατίνα τον άκουσε χωρίς καμιά αντίδραση, ρώτησε μόνο
αδιάφορα. Όλη μέρα; Ναι, θα φύγει νωρίς το πρωί και θα γυρίσει το βράδυ. Α, καλά. Έτυχε
κιόλας εκείνο το Σαββατοκύριακο να ‘χει υπηρεσία και ο Ηρακλής στο στρατόπεδο. Ήταν λίγες
μέρες που είχε έρθει με τη μετάθεση, και τα πρώτα Σαββατοκύριακα τον έβαζαν συνέχεια
υπηρεσία, για να την κοπανάνε οι παλιότεροι. Σαν δε ντρέπονται, έλεγε η Κατίνα, που φέρονται

71
μ’ αυτόν τον τρόπο. Γιατί, όλοι το ίδιο δεν πρέπει να υπηρετούνε την πατρίδα; Άντε τώρα να
‘ξηγήσεις στην Κατίνα τη λογική του στρατού. Αυτή μόνο τη λογική της μάνας καταλάβαινε.
Αυτή την Κυριακή όμως, που θα ‘λειπε κι ο Πάνος, η Κατίνα δε διαμαρτυρόταν για την
υπηρεσία του γιου της. Τη βόλευε βλέπεις. Η Αναστασία έλειπε κι αυτή πολλές ώρες με τα
φροντιστήριά της, έτσι θα ‘χε το πεδίο ελεύθερο, να μπάσει στο σπίτι τον γκόμενο. Καλή και
περίκαλη η μετάθεση του Ηρακλή της, ήρθε σπίτι του το παιδί και ησύχασε, ξαναβρήκε και
τους φίλους του, αυτηνής όμως, πώς να το κάνουμε, της χάλαγε λίγο, θε’ μου σ’χώρα με, τη
βολή της. Δεν είχε την ελευθερία που ήθελε, για να βρίσκεται με το Σάκη. Αυτόν ντε, με το
ψιλικατζίδικο. Το «αμόρε» της. Γιατί μια χαρά είχε δει και καταλάβει ο έρμος ο ζαχαρο-
πλάστης, δε λάθεψε, η Κατίνα το είχε το νταραβέρι της με τον ομορφονιό. Από καιρό. Μπορεί ο
νεαρός να μην του γέμιζε το μάτι του Ηρακλή, να τον εύρισκε πολύ «χαριτωμένο», αλλά ήταν
μεγάλος γυναικάς. Δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό που να μην το κυνηγήσει. Άμα έβαζε στο μάτι
κάποια, έκανε λες και τον έπιανε αμόκ. Δεν ησύχαζε αν δεν την κατάφερνε. Ούτε που τον
ένοιαζε αν ήταν μικρή ή μεγάλη, η και άσχημη καμιά φορά, αυτός εκεί, δεν έκανε διακρίσεις,
δεν υποτιμούσε καμία, λες κι είχε βάλει στοίχημα να μακραίνει συνέχεια τον κατάλογο. Κι αν
ήταν και μεγαλούτσικη, ακόμα καλύτερα, δεν έκανε και έξοδα. Το αντίθετο μάλιστα, όλο και
κατάφερνε να έχει τα δωράκια του.
Έτσι και με την Κατίνα. Είχε μπει μια μέρα στο μαγαζί για να ψωνίσει κλωστές
κεντήματος. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά, συχνά-πυκνά πήγαινε, μιας και το κέντημα ήταν η
αγαπημένη της ασχολία. Το χόμπυ της. Ήταν μια απ’ τις λίγες συνήθειες που είχε κρατήσει απ’
τα φτωχικά της νιάτα. Ένα σωρό κεντήματα είχε, αλλά δεν έλεγε να σταματήσει. Την ενθου-
σίαζε να βλέπει το σχέδιο να προχωράει σιγά-σιγά, να γίνεται όμορφο, ένα πραγματικό έργο
τέχνης. Την ενθουσίαζε και τη χαλάρωνε, ίσως και να τη γύριζε πίσω, στην εποχή που ήταν
κοπελίτσα και κένταγε τα προικιά της. Όπως και να ‘χει ήταν κάτι που την ευχαριστούσε και δε
θα το σταμάταγε ποτέ. Ούτε και έβρισκε πως ήταν κακιά λαϊκή συνήθεια, που έπρεπε να την
κόψει τώρα που έγινε «κυρία». Όχι, είχε ακούσει πως και τα κορίτσια των καλών οικογενειών
το είχαν το κέντημα για να περνάνε την ώρα τους, άρα δεν υπήρχε ούτε «κοινωνικός λόγος» να
το σταματήσει. Ψώνιζε λοιπόν τις κλωστές της απ’ το ψιλικατζίδικο του Σάκη. Ωραίες κλωστές,
η καλύτερη μάρκα της αγοράς. Κι εκείνη τη μέρα γι’ αυτό είχε πάει. Ο νεαρός ήταν μ’ ένα φίλο
του, και κουβέντιαζαν μέσα στην καλή χαρά. Φαίνεται πως κάτι του διηγούνταν κι έσκαγαν στα
γέλια. Τον άκουσε μάλιστα να λέει, την ώρα που έμπαινε, «έξι φορές σε τρεις ώρες, το
πιστεύεις;». Τώρα πώς της ήρθε αυτό της Κατίνας; αμέσως στο μυαλό της μπήκε η ιδέα πως ο
ψιλικατζής διηγείται τα ερωτικά του κατορθώματα. Γιατί είχε ακούσει κι αυτή τα κουτσομπολιά
της γειτονιάς, αλλά μέχρι τότε δεν έδινε σημασία. Στο κάτω-κάτω, ότι έκανε καθ’ ένας, δικός
του λογαριασμός. Ακούγοντάς τον όμως να καμαρώνει, και τον άλλον να μένει έκθαμβος, μ’
ένα «έλα ρε!», δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Ένα μικρό γελάκι, σχεδόν αόρατο χαμόγελο ήταν, ο
Σάκης όμως το είδε. Και τότε γύρισε και την πρόσεξε καλά-καλά, λες και την έβλεπε πρώτη
φορά. Ωραία κυρία ήταν η Κατίνα, όσο γι’ αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία, η ομορφιά της δεν είχε
χαλάσει καθόλου. Ούτε που φαίνονταν τα σαράντα της χρόνια, για μικρότερη την έλεγες.
Απόρησε ο ψιλικατζής, πώς και δεν της είχε δώσει σημασία τόσον καιρό; Και γιατί χαμο-
γέλασε; φως φανάρι, κατάλαβε τι έλεγαν. Και για να χαμογελάσει, πάει να πει πως της αρέσουν
κάτι τέτοια. Δεν ήθελε και πολύ για να τη βάλει στόχο, αυτά του έφταναν. Φόρεσε λοιπόν κι
αυτός το καλύτερό του χαμόγελο, κι άρχισε τις τσιριμόνιες.

72
Η Κατίνα, όταν πρωτοκατάλαβε πως της κάνει τα γλυκά μάτια, τα ‘χασε για τα καλά.
Μέχρι τότε νόμιζε πως απλά είναι λίγο παραπάνω ευγενικός απ’ ότι συνηθίζει. Αυτός όμως δεν
είχε μείνει στις ευγένειες, κάθε που έμπαινε στο μαγαζί του τη διπλάρωνε κανονικά, όλο κομ-
πλιμέντα και ρεβεράντσες ήταν. Μέχρι που άρχισε να ξεπερνάει τα όρια. Τα ‘χασε λοιπόν η
Κατίνα, αλλά, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, της άρεσε κιόλας. Στην αρχή ξεγέλαγε τον
εαυτό της, έλεγε πως μόνο περιέργεια ήταν, έτσι, να δει μέχρι πού θα το πάει. Κι όλο εύρισκε
αφορμή να πηγαίνει στο ψιλικατζίδικο. Στο τέλος κατάλαβε κι η ίδια πως δεν της ήταν
αδιάφορη όλη αυτή η ιστορία. Δίσταζε όμως. Οι αναστολές της ήταν δυνατές, έτσι την είχαν
μάθει οι δικοί της από μικρή, το στεφάνι μας είναι ιερό και δεν το λερώνουμε. Κι ότι και να
πεις, τον Παναγιώτη τον είχε αγαπήσει και τον αγάπαγε ακόμα. Όχι δε γίνεται, δε θα το κάνει
αυτό. Αλλά και πάλι, τα ζαφειρένια μάτια του ψιλικατζή, με τα μεγάλα κοριτσίστικα ματο-
τσίνορα, δεν έβγαιναν απ’ το νου της. Ένα τέτοιο ομορφόπαιδο να της κάνει κόρτε; Κι όταν ο
Σάκης της ξεφούρνισε το παραμύθι, πως είναι τρελός και παλαβός μαζί της, ήταν σχεδόν
έτοιμη. Θέλεις γιατί δεν ήταν μόνο όμορφος, αλλά ήταν και μικρότερός της, και την κολάκευε
που την ήθελε; θέλεις γιατί την αναστάτωνε η απιστία; Ότι και να ‘ταν, στο τέλος ενέδωσε. Και
γιατί όχι παρακαλώ; στο κάτω-κάτω, έτσι δεν κάνουν όλες οι κυρίες του καλού κόσμου; μήπως
δηλαδή και ο Παναγιώτης δε θα ‘χει γκόμενες; ναι καλά, απ’ αυτούς είναι. Τάχα μου τάχα μου
λέει συνέχεια πως λείπει για δουλειές. Και τι νομίζει δηλαδή, πως τα καταπίνει αμάσητα αυτά η
Κατίνα; επειδή δε μιλάει;
Στο ψιλικατζίδικο έγινε πρώτη φορά το «κακό». Πίσω στην αποθήκη, αυτήν που είχε
φανταστεί ότι υπάρχει ο Ηρακλής. Βλέπεις, ούτε αυτός λάθεψε, έστω και από ένστικτο. Εκεί
την παρέσυρε ο Σάκης, και την ξάπλωσε πάνω σε κάτι άδεια και πατικωμένα χαρτόκουτα.
Μπορεί να ήταν άβολα, αλλά η Κατίνα αισθάνθηκε πως μπήκε στον παράδεισο. Τα σκληρά
χαρτόκουτα της φαινόταν το καλύτερο στρώμα. Κι όταν έφτασε στην κορύφωση, μούδιασε
ολόκληρη. Σαν να ήταν στον έβδομο ουρανό. Όπως τότε, τον πρώτο καιρό με τον Παναγιώτη.
Αλλά είναι τόσος πολύς καιρός, που δεν θυμόταν πλέον πόσο ωραία ήταν. Σίγουρα θυμόταν
πόσο βαρετό είχε γίνει καθώς πέρναγαν τα χρόνια. Σχεδόν αγγαρεία το έκανε. Τα συζυγικά
καθήκοντα που λένε. Αλλά από κάποιο σημείο και μετά, διαπίστωσε πως και ο Παναγιώτης δεν
ήταν τόσο ορεξάτος. Αυτός, που τα πρώτα χρόνια το νου του συνέχεια εκεί τον είχε. Λοιπόν, τι
να συνέβη; μα τι άλλο, εκτός απ’ το να άρχισε να γκομενίζει; κι ύστερα σου λέει να μην τον
απατήσει. Μωρέ φόρα του εκεί το κέρατο, για να μάθει.
Έτσι «τα ‘φτιαξε» η Κατίνα με τον ψιλικατζή. Όποτε εύρισκε ευκαιρία κλεινόταν μαζί
του στην αποθήκη. Κρέμαγε μέσα απ’ την πόρτα την ταμπελίτσα «ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΕ ΛΙΓΟ» ο
μορφονιός, και την ξεπέταγε στα γρήγορα. Ακόμα και στα όρθια. Κι έτσι όμως δεν την ένοιαζε
την Κατίνα. Της έφτανε και με το παραπάνω. Η καλύτερή της όμως ήταν όταν κατάφερνε να
τον μπάσει στο σπίτι της. Για το σπίτι του Σάκη βλέπεις δε γινόταν λόγος, έμενε με τη μάνα του
και την αδερφή του. Ούτε για ξενοδοχεία και τέτοια, αυτό δε χώραγε στο μυαλό της Κατίνας.
Είχε τις αναστολές της. Στο σπίτι της όμως, τώρα που η μικρή έλειπε πολλές ώρες κάθε μέρα με
τα φροντιστήρια, ήταν μια χαρά. Όταν ήξερε πως σίγουρα θ’ αργήσει ο Πάνος, ειδοποιούσε από
νωρίς, για να κανονίσει και ο Σάκης ν’ αφήσει στο μαγαζί την αδερφή του. Έτσι πέρναγαν μια-
δυό ώρες όμορφα. Ούτε που την πείραζε να ξαπλώνει με άλλον στο συζυγικό κρεβάτι. Το
ξενοδοχείο πάντως την πείραζε. Άβυσσος η ψυχή.

73
Εκείνη την Κυριακή λοιπόν, ετοιμαζόταν να το γλεντήσει. Απ’ το βράδυ του Σαββάτου
κατάφερε στα κρυφά να τηλεφωνήσει στον καλό της. Ο Πάνος έφυγε το πρωί, κατά τις εννιά.
Στις δέκα έφυγε και η Αναστασία, και τότε ξανατηλεφώνησε. Το πεδίο ήταν ελεύθερο. Δεν
πέρασαν ούτε δέκα λεπτά, και να τον, κατέφτασε ο εραστής. Όλα έδειχναν πως το πράγμα
πήγαινε πρίμα, κανένας απ’ τη γειτονιά δεν τον είδε να μπαίνει, ήταν λοιπόν ήσυχοι για κάνα
τρίωρο ν’ απολαύσουν τον έρωτά τους. Έτσι νόμιζαν, έλα όμως που στράβωσε η δουλειά. Τι να
πει κανείς; αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη; τώρα, ποιος είναι ο κλέφτης
και ποιος ο νοικοκύρης εδώ, τρέχα γύρευε. Εκείνα που έχουν σημασία πάντως είναι τα
γεγονότα. Κι αυτά λένε πως δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα απ’ την είσοδο του Σάκη, όταν ο
Πάνος γύρισε. Τι είχε συμβεί; μα τι άλλο; του ‘σπασε τα νεύρα η Στέλλα. Με το που μπήκε στο
αυτοκίνητο, άρχισε τα δικά της. Να σταματήσουν κάπου να πάρει αντηλιακό, γιατί άκουσε πως
στο χιόνι μπορεί να σε κάψει ο ήλιος. Μα πού να βρούνε αντηλιακό χειμωνιάτικα; Δεν μπορεί,
κάπου θα πουλάνε, τι θέλει δηλαδή, να γυρίσει με τα μούτρα κατακόκκινα; Άντε να ψάχνουν
κάμποση ώρα εδώ κι εκεί, μέχρι που το πήρε απόφαση πως δεν υπάρχει. Τουλάχιστον να πάρει
μαύρα γυαλιά. Γιατί δεν πήρες απ’ το σπίτι σου αυτά που έχεις; Εντάξει, το ξέχασα, τι να
κάνουμε τώρα. Ο Πάνος είχε αρχίσει να βράζει. Ευτυχώς, γυαλιά υπήρχαν στα περίπτερα,
ξεμπέρδεψαν γρήγορα μ’ αυτά και ξεκίνησαν. Κόντευαν στο Μπογιάτι όταν η Στέλλα κάτι
θυμήθηκε πάλι. Αμάν, ξέχασε το σπουδαιότερο, δεν πήρε τις γόβες της. Άλλο πάλι και τούτο, τι
να τις κάνεις τις γόβες στο βουνό; Ε πώς, μετά το σκι δε θα πάνε κάπου; με τα χοντροπάπουτσα
της εκδρομής θα κάνει εμφάνιση; Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, πού να γυρνάμε τώρα πίσω;
μια χαρά δεν είναι τα παπουτσάκια σου; Δεν ξέρεις εσύ, μια γυναίκα δεν μπορεί να εμφανίζεται
όπως-όπως, σιγά, πόση ώρα θα κάνουμε, ακόμα δε βγήκαμε απ’ την Αθήνα. Ο Πάνος δεν
άντεξε άλλο. Έκανε μεταβολή και, σιχτιρίζοντάς την σ’ όλη τη διαδρομή, παράτησε τη Στέλλα
στο σπίτι της. Ούτε Παρνασσός ούτε τίποτα, φτάνει, μου το ‘βγαλες απ’ τη μύτη πριν καλά-
καλά ξεκινήσουμε.
Ακόμα έβριζε μέσα του την ώρα που άνοιγε την πόρτα του ρετιρέ στο Χαλάνδρι. Το
παράνομο ζευγάρι είχε κιόλας κυλιστεί στο κρεβάτι, και πάνω στην έξαψη, μήτε που τον
άκουσαν να μπαίνει. Έτσι, μόλις πήγε να μπει στην κρεβατοκάμαρα για να κρεμάσει το
μπουφάν στη ντουλάπα, έμεινε σαν στήλη άλατος με το θέαμα που αντίκρισε. Δυό γυμνά
κορμιά να παλεύουν στο κρεβάτι. Τι θέλουν αυτοί στο κρεβάτι του; διάολε, μήπως μπήκε σε
λάθος σπίτι; μπα, τα κλειδιά ήταν του δικού του σπιτιού. Τότε; Άργησε να συνειδητοποιήσει
πως το ένα κορμί ήταν της Κατίνας. Και το άλλο; ποιανού είναι το άλλο; ενός ξένου; δηλαδή η
Κατίνα τον κερατώνει; Λίγο-λίγο το μυαλό του πήρε μπροστά, μπήκαν τα κομμάτια στη θέση
τους. Φως φανάρι τι γίνεται εδώ, όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια. Κι αυτός κοιμάται
τον ύπνο του δικαίου. Και κάθεται τώρα αποσβολωμένος και τους κοιτάει. Η αρχική σαστι-
σμάρα και θολούρα έφυγε με μιας, οργή τον κυρίεψε.
-Άτιμη πουτάνα, ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη και χίμηξε πάνω τους στα τυφλά.
Τότε μόνο τον πήραν είδηση. Κι ενώ η Κατίνα δεν πρόλαβε ούτε να σκεφτεί τι
συμβαίνει, ο νεαρός αντέδρασε με ταχύτητα που θα τη ζήλευε κι ο πιο εκπαιδευμένος κατα-
δρομέας. Ποιος ξέρει, μπορεί και να ‘ταν συνηθισμένος σε παρόμοιες καταστάσεις. Σαν
αίλουρος πετάχτηκε, έσπρωξε μ’ όλη του τη δύναμη τον απατημένο και τον πέταξε πάνω στο
κομό. Χτύπησε το κεφάλι του στη γωνία ο Πάνος, ζαλίστηκε, έμεινε για λίγο ακίνητος.
-Παναγία μου, έκανε μόνο η Κατίνα, κι έμεινε άλαλη, μαρμαρωμένη.

74
Ο Σάκης όμως δε φάνηκε να νοιάζεται. Άρπαξε το παντελόνι και το πουκάμισο, τα
φόρεσε όπως-όπως, έβαλε και τα παπούτσια, πήρε το μπουφάν στα χέρια κι εξαφανίστηκε. Λίγα
μόνο δευτερόλεπτα του χρειάστηκαν. Εσώρουχα και κάλτσες έμειναν στο πεδίο της μάχης, ούτε
να τα πάρει στα χέρια δεν προλάβαινε καθώς έβλεπε τον πεσμένο σύζυγο να σηκώνεται, όχι να
τα φορέσει κιόλας. Η Κατίνα τυλίχτηκε με το σεντόνι, το πρόσωπό της είχε γίνει μια μάσκα
τρόμου, το σαγόνι έτρεμε, τα μάτια παρακολουθούσαν με αγωνία. Θεέ μου, τι θα κάνει τώρα; Ο
Πάνος σηκώθηκε με κόπο, έτριψε το χτυπημένο του κεφάλι, έμεινε για λίγο ακίνητος μέχρι να
συνέλθει καλά. Προσπάθησε να σκεφτεί την κατάσταση. Δεν μπορούσε όμως. Η δική του η
γυναίκα να τον κερατώνει; αυτόν; τον Πάνο τον Καναβρά; δεν το χώραγε ο νους του. Μωρέ τι
κάθεται και την κοιτάει την πουτάνα; Πήγε τότε προς το κρεβάτι βγάζοντας τη ζώνη του
παντελονιού του. Τράβηξε με βιά το σεντόνι, έμεινε η Κατίνα γυμνή, ανυπεράσπιστη μπροστά
του. Άρχισε να τη χτυπάει, απανωτές βουρδουλιές, δυνατά, με σταθερό χέρι, τρίζοντας μόνο τα
δόντια και γρυλίζοντας συνέχεια, πουτάνα, θα σε σκοτώσω. Κράταγε τη ζώνη απ’ την ανάποδη,
η αγκράφα πλήγωνε το κορμί της. Η Κατίνα προσπάθησε για λίγο να φυλαχτεί, αλλά του
κάκου, σύρθηκε μετά κι έπεσε στα πόδια του, κλαίγοντας και παρακαλώντας τον να τη συγχω-
ρέσει. Στο τέλος σταμάτησε τα παρακάλια, έμεινε να υπομένει τις βουρδουλιές της δερμάτινης
ζώνης, και μόνο τα αναφιλητά τράνταζαν το κορμί της, και οι σουβλιές απ’ τα χτυπήματα της
αγκράφας.
Κάποτε ξεθύμανε ο Πάνος, κουράστηκε και το χέρι του, σταμάτησε. Τραβήχτηκε λίγο
προς τα πίσω και της κοπάνησε μια κλωτσιά, που την πέτυχε στο ζυγωματικό, έτσι σαν ένα
τελευταίο ξέσπασμα. Ύστερα πέρασε ήσυχα τη ζώνη στο παντελόνι του, πήρε το μπουφάν που
είχε παρατήσει στο πάτωμα, κι έφυγε αμίλητος, χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Η Κατίνα έμεινε κάμποση ώρα στο πάτωμα. Σιγά-σιγά σταμάτησε τα αναφιλητά,
σηκώθηκε με κόπο και ντύθηκε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που της είχε συμβεί.
Το ξύλο δεν το λογάριαζε, κι ούτε που της πέρναγε απ’ το μυαλό να τον καταγγείλει που την
έδειρε. Εντάξει, είχε τα σημάδια, θα γινόταν πιστευτή, θα ‘πρεπε όμως να ομολογήσει και το
λόγο του ξυλοδαρμού. Α μπα, χαμένη θα ‘βγαινε στο τέλος. Τα σημάδια; πήγε και κοιτάχτηκε
στον καθρέφτη της ντουλάπας. Το ζυγωματικό είχε κιόλας πρηστεί και πήρε να μπλαβίζει.
Κάποια δικαιολογία πρέπει να βρει για να πει στα παιδιά. Αυτό ήταν το λιγότερο όμως, το θέμα
ήταν να ζυγίσει τις συνέπειες, να δει τι θα γίνει από ‘δω και πέρα. Αλλά όσο και να το
σκεφτόταν, έβλεπε με τρόμο πως ήταν στο έλεός του. Αν τη χώριζε τι θα ‘κανε; εις βάρος της
θα ‘βγαινε το διαζύγιο, ούτε διατροφή δε θα της έδινε, με τη μανία που της είχε. Πώς θα ζούσε;
θα ξαναγύριζε στη μοδιστρική; ανατρίχιασε και στην ιδέα μόνο. Κι άντε πες πως ξαναγύριζε. Τι
θα κατάφερνε; πόσες πάνε σε μοδίστρα σήμερα; Πάνε εκείνες οι εποχές. Και ποια θα της έδινε
τώρα δουλειά; σε μια πουτάνα σαν κι αυτή; ακόμα κι αν ήθελε να το κάνει καμιά παλιά
πελάτισσα, δε θα την άφηνε ο άντρας της. Και πού θα πήγαινε; στο Αιγάλεω, στου πατέρα της;
θα την έβαζε ο γέρος μέσα; πολύ αμφίβολο. Ακόμα θυμάται τα χαστούκια που της άστραψε,
όταν έμαθε πως η κόρη του είναι γκαστρωμένη. Και δεν ηρέμησε, παρά μόνο όταν πήγε και τη
ζήτησε ο Πάνος. Αλλιώς, θα τράβαγε τα ελέη, δε σήκωνε πολλά-πολλά ο κυρ-Αντώνης. Μπορεί
τα πνευμόνια του να είχαν σακατευτεί απ’ τις αναθυμιάσεις τόσα χρόνια στα λιπάσματα, το
κούτελο όμως το κράταγε καθαρό. Να πάει τώρα και να του πει πως ο άντρας της την έδιωξε
γιατί τον κεράτωσε; ούτε ψύλλος στον κόρφο της. Μήπως θα τη στήριζε ο Σάκης; τώρα
μάλιστα. Αυτός δεν κατάφερνε καλά-καλά να ζήσει τον εαυτό του. Κι είχε και τη μάνα του και
την αδερφή του, που από αυτόν περίμεναν. Ήταν φορές που ήταν τελείως άφραγκος. Γιατί, μια

75
και δυό μόνο χρειάστηκε να τον συντρέξει η Κατίνα; Κι έτσι να μην ήταν όμως, αυτός πάει
τώρα, μήπως δεν τον είδε που την κοπάνησε σαν λαγός; Έπρεπε να μείνει και να την υπερα-
σπιστεί, έτσι κάνουν οι άντρες. Αλλά πού τέτοιο πράγμα. Τίποτα, να γλιτώσει το τομαράκι του
τον ένοιαξε μόνο. Απ’ ότι φαίνεται, φούμαρα ήταν όλοι οι έρωτες που της πούλαγε. Να
γλεντήσει ήθελε και τίποτ’ άλλο. Αυτή όμως τον είχε στ’ αλήθεια ερωτευτεί και είχε πιστέψει
κάποια στιγμή πως το ίδιο συνέβαινε και μ’ αυτόν. Μέγα λάθος της. Κι αυτό ήταν που την
πονούσε περισσότερο. Στο τέλος το πήρε απόφαση, δεν μπορεί ν’ αλλάξει κάτι, θα υποταχτεί
στον Παναγιώτη, θα ζητήσει συγχώρεση, θα ορκιστεί πως δε θα ξανασυμβεί ποτέ, θα βάλει
μπροστά το συμφέρον των παιδιών. Ίσως τελικά τα καταφέρει. Ίσως. Στο κάτω-κάτω έφταιξε,
θα πληρώσει τώρα το τίμημα. Τι τα ‘θελε τα γκομενιλίκια; ήταν αυτή για τέτοια; δεν ήταν, κι ας
είχε πιστέψει το αντίθετο. Κατά βάθος, η μοδιστρούλα απ’ το Αιγάλεω ήταν πάντα. Όλα τ’
άλλα ήταν παραμύθια της φαντασίας της. Καλά να πάθει λοιπόν. Αναστέναξε, συμμάζεψε με
κόπο το δωμάτιο και πήγε στην κουζίνα να μαγειρέψει το Κυριακάτικο φαγητό. Θα γυρίσει το
κορίτσι και θα θέλει να φάει. Ποιος ξέρει, μπορεί να πεινάσει κι ο Παναγιώτης και να γυρίσει.
Ο Πάνος τριγύριζε στους δρόμους σαν χαμένος. Τι πρέπει να κάνει τώρα; Έπρεπε να
‘χει ένα πιστόλι, να το τραβήξει και να τη σκοτώσει επί τόπου, εκεί πάνω στο κρεβάτι. Κι
αυτήν και τον άλλον. Αλλά δεν έχει πιστόλι. Θα μπορούσε όμως να πάρει ένα μαχαίρι και να
της κόψει το λαιμό. Μωρέ αυτό της χρειαζόταν της πουτάνας. Ποιο θα ‘ταν το όφελος όμως; θα
πάει φυλακή και θα τελειώσουν όλα. Θα του ’χει μείνει μόνο η ικανοποίηση πως εκδικήθηκε.
Και τα παιδιά; τι θα γίνουν τα παιδιά; Δεν είναι λύση λοιπόν αυτή. Τότε; να τη χωρίσει; σιγά
την τιμωρία. Θα ‘χει και το ελεύθερο μετά να είναι με τον γκόμενο. Να τη συγχωρέσει; ούτε
που να το σκέφτεται. Η οργή τον έπνιγε πάλι. Και για το κέρατο που έφαγε, και γιατί δεν είχε το
κουράγιο να τη σφάξει. Τι σόϊ άντρας είναι; σκατά στα μούτρα του. Ο παππούς του θα τους είχε
κιόλας καθαρίσει και τους δυό. Κι ο πατέρας του το ίδιο θα ‘κανε. Κι αυτός κάθεται και λογα-
ριάζει, μην και πάει φυλακή, μη το ένα, μη το άλλο. Εδώ πρόκειται για την τιμή του, δεν
υπάρχει τίποτα παραπάνω. Απ’ την άλλη όμως, ότι και να κάνει, θα γίνει γνωστό πως του τα
φόρεσε. Αυτό πώς το ‘χεις; θα βουίξει ο τόπος. Είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο; να τον δείχνουν
και να λένε κρυφογελώντας, να ο κερατάς; αυτόν, τον Πάνο τον Καναβρά; όχι, κάτι τέτοιο δε
γίνεται, δεν μπορεί να το αντέξει. Ότι κι αν γίνει, το κέρατο πρέπει να μείνει κρυφό. Δε θα το
παραδεχτεί ποτέ.
Δυό ώρες μετά, γύρισε στο σπίτι. Είχε ηρεμήσει κάπως, είχε πάρει τις αποφάσεις του. Η
Αναστασία είχε κιόλας γυρίσει, ήταν μπροστά την ώρα που μπήκε, έτσι μόλις αντίκρισε την
Κατίνα έκανε τον έκπληκτο.
-Τι έπαθε το πρόσωπό σου, ρώτησε, γεμάτος αγωνία δήθεν.
-Σκόνταψα, είπε η Κατίνα, και χτύπησα στη γωνία, στο κομό. Δεν είναι τίποτα, θα μου
περάσει, πρόσθεσε με νόημα, κοιτάζοντας τον άντρα της με κάποια ελπίδα στα μάτια.
-Βάλε μου να φάω, είπε ξερά ο Πάνος. Και φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω,
πρόσθεσε χαμηλόφωνα.
Όσο όμως χαμηλόφωνα κι αν το ‘πε, το κορίτσι έπιασε την ένταση, ψυχανεμίστηκε πως
κάτι δεν πάει καλά. Κι όταν αργότερα τους άκουσε να τσακώνονται πάλι, δηλαδή τον πατέρα
της άκουσε, η Κατίνα τσιμουδιά δεν έβγαζε, όταν τον άκουσε λοιπόν να βρίζει, και να λέει πως
της χρειάζεται σκότωμα, η πρώτη αμφιβολία έγινε βεβαιότητα. Τα πράγματα ήταν σοβαρά, κι
αυτό το χτύπημα μπορεί να μην ήταν απ’ το κομό. Εξομολογήθηκε τους φόβους της στον
Ηρακλή, αλλά, στον κόσμο του αυτός, την αποπήρε.

76
-Τι μου λες τώρα, ότι χτύπησε ο πατέρας τη μάνα; δε γίνονται αυτά. Μπορεί να την
ειρωνεύεται πότε-πότε, να ρίχνει κάνα διάολο όταν νευριάζει, αλλά μέχρις εκεί. Να σηκώσει
χέρι; δεν το πιστεύω με τίποτα.
Ο Πάνος πάντως της το ξεκαθάρισε της Κατίνας, μαζί με μπόλικα γαμοσταυρίδια. Θα
την ανεχτεί, μόνο και μόνο για χάρη των παιδιών. Της Αναστασίας κυρίως. Ούτε θα της μιλάει
όμως, ούτε να τη βλέπει καλά-καλά δε θέλει, αν είναι δυνατόν. Ίσα-ίσα για τα απαραίτητα του
σπιτιού, τίποτα παραπάνω. Να τον αποφεύγει όσο γίνεται, γιατί μπορεί να του τη δώσει κάποια
στιγμή, να τα ξεχάσει όλα, και να τη σφάξει σαν κατσίκι. Και για να επιβεβαιώσει την αποφασι-
στικότητά του, τη βούτηξε απ’ το μαλλί, πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της και ρώτησε
αγριεμένα.
-Κατάλαβες;
Η Κατίνα έγνεψε ναι με τα μάτια. Άφησε τότε το μαλλί της, της άστραψε ένα χαστούκι
και την έριξε με δύναμη στον καναπέ.
-Για να θυμάσαι καλά τι σου είπα, είπε, κι έφυγε πάλι απ’ το σπίτι.

77
- 9 -

Όταν ο Ηρακλής επισκέφτηκε «ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ» είχαν περάσει τρεις-


τέσσερες μέρες από την άφιξή του στην Αθήνα. Έκατσε όπως πάντα για τον καφέ στο μαρμά-
ρινο τραπεζάκι. Του τον έφερε ο κυρ-Αλέκος και, χωρίς χασομέρι, πήρε μια καρέκλα κι έκαστε
δίπλα του. Ρώτησε για τα νέα του Ηρακλή, πώς πάει η ζωή στην επαρχία, τι λέει ο κόσμος τώρα
με την καινούργια κυβέρνηση.
-Τι νέα να ‘χουμε εμείς Αλέκο μου, δεν αλλάζει τίποτα στα ορεινά, όσες κυβερνήσεις
και να ‘ρθουνε. Πάνε πια τα χωριά που ξέραμε, σβήνουν σιγά-σιγά, για να μην πω έχουν κιόλας
σβήσει. Πέντε γερόντια μείναμε, που λέει ο λόγος, τι περιμένεις; Άσε μας εμάς, εσείς εδώ, πώς
τα πάτε; από υγεία καλά; η δουλειά καλά;
Σαν να την περίμενε την ερώτηση ο ζαχαροπλάστης, πιάστηκε αμέσως απ’ αυτήν για να
ξεφουρνίσει αυτό που του ‘καιγε τη γλώσσα.
-Από υγεία καλά είμαστε Ηρακλή μου, κρατάμε ακόμα. Και η δουλειά, δε βαριέσαι,
πότε καλά, πότε αχαμνότερα, δόξα τω θεώ να λέμε. Στη γειτονιά όμως είχαμε γεγονότα.
Σταμάτησε για λίγο, παρακολουθώντας τον Ηρακλή, για να διαπιστώσει αν τα λόγια του
προξένησαν την εντύπωση που αυτός ήθελε να δώσει. Δεν είδε κάποια σοβαρή αντίδραση.
Μήπως δεν είχε δώσει το σωστό τόνο; μήπως έπρεπε να πει «συνταρακτικά γεγονότα»; τέλος
πάντων, τώρα έπρεπε να συνεχίσει.
-Θυμάσαι εκείνον το νεαρό που σου ‘λεγα πέρσι; αυτόν με το ψιλικατζίδικο; και να με
συμπαθάς δηλαδή γι’ αυτά που σου είχα πει, δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε και αράδιασα ένα σωρό
ανοησίες, τότε δηλαδή ήμουνα σίγουρος, αλλά τώρα που το σκέφτομαι μάλλον λάθος είχα
κάνει. Να με συμπαθάς, σε αναστάτωσα χωρίς λόγο. Τι να πω, βλακεία μου.
-Άσε τα περσινά, είπε ο Ηρακλής λίγο εκνευρισμένος, και δεν ήξερε, αν τα νεύρα ήταν
απ’ τις λεκτικές φιοριτούρες του κυρ-Αλέκου, ή επειδή του θύμισε κάτι που θα ήθελε να
ξεχάσει. Τι έγινε με το νεαρό;
-Ε, τι να γίνει δηλαδή, ο νεαρός πάπαλα. Μας άφησε χρόνους.
Έκανε μια μικρή παύση και συμπλήρωσε δίνοντας στη φωνή του όλο το δραματικό τόνο
που κατάφερε να επιστρατεύσει.
-Τον σκότωσαν.
Εδώ πια ένιωσε την ικανοποίηση πως το νέο έπεσε σαν μπόμπα, ο Ηρακλής σάστισε για
τα καλά.
-Τον σκότωσαν; πώς; πότε;
-Είναι καμιά δεκαπενταριά μέρες τώρα. Τον βρήκαν μαχαιρωμένο, κατά τις έντεκα το
βράδυ. Κάποιος περαστικός, που μπορεί να ήταν και γνωστός του, είδε που το μαγαζί του είχε
ακόμα φώτα, παραξενεύτηκε, πώς κι έτσι, δοκίμασε λοιπόν την πόρτα και είδε πως ήταν
ανοιχτή, και μόλις μπήκε παραμέσα τον είδε πεσμένο πίσω απ’ τον πάγκο. Μεσ’ τα αίματα. Θα
μου πεις, έπρεπε να πάει έντεκα η ώρα, μέχρι τότε δηλαδή δεν πέρασε άλλος μπροστά απ’ το
ψιλικατζίδικο; μωρέ ένα σωρό κόσμος πέρασε, και γνωστοί της γειτονιάς θα πέρασαν, αλλά δεν

78
έδωσαν σημασία, έτσι έχουμε καταντήσει, και να πεθαίνεις δηλαδή, κανένας δε θα γυρίσει να
σε κοιτάξει. Ζούγκλα. Γιατί ποιος μου λέει εμένα, αν κάποιος δηλαδή είχε ενδιαφερθεί να ρίξει
μια ματιά νωρίτερα, μπορεί και να ζούσε ακόμα το παλληκάρι, να τον είχαν προλάβει. Ο
θάνατος επήλθε μεταξύ εννιά και δέκα, έτσι έβγαλε το πόρισμα ο ιατροδικαστής, απ’ ότι λένε
δηλαδή, ορίστε, αν τον είχαν βρει απ’ τις εννιά και τον πήγαιναν στο νοσοκομείο, ποιος ξέρει,
το αποκλείεις δηλαδή να την είχε σκαπουλάρει; Σίγουρα θα τον είχαν μαχαιρώσει νωρίτερα, τα
μαγαζιά στις εννιά κλείνουν, ο δολοφόνος λοιπόν, λέω εγώ, θα είχε μπει μέσα πριν κλείσει.
Έτσι δεν είναι; Άρα θα ήταν κάμποση ώρα ζωντανός ο έρμος, και θα χαροπάλευε πεσμένος
εκεί, πίσω απ’ τον πάγκο. Άστα, όσο το σκέφτομαι ανατριχιάζω.
Σταμάτησε για λίγο την αφήγηση ο κυρ-Αλέκος, κάνοντας και μια κίνηση των ώμων
που έδειχνε την ανατριχίλα του, για να δώσει και τον απαραίτητο χρόνο στο συνομιλητή του να
συνειδητοποιήσει το βάρος των γεγονότων και την τραγικότητα της περίπτωσης. Ο Ηρακλής
όμως δεν έδειχνε ν’ ανατριχιάζει. Εκμεταλλεύτηκε μόνο την ανάπαυλα για να ρωτήσει.
-Και τι είπε η αστυνομία, γιατί τον σκότωσαν; ο φονιάς βρέθηκε;
-Μπα, πού να βρεθεί. Η αστυνομία μιλάει για ληστεία, βρήκαν ανοιχτά τα συρτάρια
λένε και λεφτά πουθενά. Ούτε δραχμή. Φως φανάρι, λένε, μπήκε να ληστέψει, θα πήγε ν’
αντισταθεί ο μακαρίτης και τον καθάρισε. Ούτε μία, ούτε δύο, πέντε μαχαιριές του ‘δωσε το
σκυλί το μαύρο. Τι τα θέλεις Ηρακλή μου, Σικάγο γίναμε, θα μας σκοτώνουν στη μέση του
δρόμου για πέντε δεκάρες.
Σταμάτησε πάλι, ερευνώντας με τα μάτια το πρόσωπο του άλλου που φαινόταν
σκεφτικός. Στο τέλος ο Ηρακλής, περισσότερο σαν να μονολογούσε παρά να συμμετέχει στην
κουβέντα, είπε.
-Βέβαια, φως φανάρι, για ληστεία πρόκειται. Αφού έλειπαν τα λεφτά.
-Έτσι λέει η αστυνομία, μονολόγησε κι ο κυρ-Αλέκος, δείχνοντας με το ύφος του και
τον τόνο της φωνής ότι αυτή ήταν η άποψη της αστυνομίας, καθαρά της αστυνομίας, η δική του
μπορεί και να διέφερε, ή τουλάχιστον να είχε τις αμφιβολίες του, δεν ξέρει τι άλλο μπορεί να
έτρεχε εδώ, όχι δηλαδή πως είχε κάποιο στοιχείο, αλλά, όπως και να το κάνουμε, το δικό του
ένστικτο δεν κατάπινε εύκολα την επίσημη άποψη. Σαν κάτι να μην του κόλλαγε. Όλα τούτα
όμως μέσα του τα σκεφτόταν, κρατήθηκε, δεν τα ξεστόμισε στον Ηρακλή, κι ας τον γαργάλαγε
η επιθυμία να το κάνει. Σκέφτηκε πως πολλές φωτιές του είχε ανάψει πέρσι, ας μη βάλει κι
άλλες. Και μετάνιωσε, μέσα του πάλι, γι’ αυτά που είχε πει τότε, όχι δηλαδή που δεν πίστευε
πως είχε δίκιο, σίγουρος ήταν, αλλά να, τι ήθελε και τα ‘πε στο γέροντα; τέλος πάντων, ό
γέγονε, γέγονε, τώρα δεν υπάρχει τρόπος να το πάρει πίσω. Ας όψεται η γλώσσα του, που δεν
μπορεί να κρατηθεί. Απ’ την άλλη όμως, γιατί να σκέφτεται πως αν εκμυστηρευτεί τις
αμφιβολίες του, θ’ ανάψει κι άλλες φωτιές στον Ηρακλή; άλλο και τούτο, πώς του ‘ρθε πάλι
τέτοια ιδέα; μπα σε καλό του δηλαδή.
-Γι’ αυτό λοιπόν είναι κλειστό το ψιλικατζίδικο, είπε ο Ηρακλής, το είδα την ώρα που
ερχόμουνα και είπα να πάρω τσιγάρα, η πόρτα είναι κλειδωμένη, αλλά δεν έδωσα σημασία,
είπα πως κάπου θα ‘χει πεταχτεί. Πού να πάει ο νους μου σε τέτοιο κακό.
-Αν δεν έχεις τσιγάρο να σου φέρω, είπε πρόθυμα ο κυρ-Αλέκος. Και πρόσθεσε. Εγώ
δεν είμαι φανατικός, στη χάση και στη φέξη καπνίζω από κανένα, αλλά πάντα μου βρίσκεται
ένα πακέτο.
Είχε ακόμα από τα δικά του ο Ηρακλής, δε χρειάστηκε τη συνδρομή του ζαχαροπλάστη,
που ποιος ξέρει από πότε θα το φύλαγε το πακέτο. Και, σαν μόλις τότε να τα θυμήθηκε, μιας

79
και το ‘φερε ο λόγος, έβγαλε να καπνίσει. Απόρησε που τόσην ώρα δεν είχε ανάψει ένα. Θα τον
είχε απορροφήσει η κουβέντα. Κι ο καφές μισοτελειωμένος ήταν, είχε σχεδόν κρυώσει.
Χτύπησε με αργές κινήσεις το τσιγάρο απ’ την ανάποδη στο μάρμαρο του τραπεζιού, το ‘φερε
στο στόμα, άναψε. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά, και το ακούμπησε στο τσίγκινο τασάκι καθώς
έβγαζε τον καπνό απ’ τα ρουθούνια. Έμεινε εκεί, να κοιτάει σκεφτικός την κίνηση στο δρόμο.
Ο κυρ-Αλέκος είχε σηκωθεί, μπήκε πελάτης στο μαγαζί και τσακίστηκε να τον εξυπηρετήσει.
Βρε για δες ο Σάκης, ο μορφονιός. Κρίμα, νέο παιδί. Να πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι; για
μερικά φραγκοδίφραγκα; Ένα κύμα συμπόνιας τον πλημμύρισε. Γιατί, άλλο πράγμα είναι να
σου είναι κάποιος άγνωστος τελείως, κάθε λίγο και λιγάκι ακούς για θανατικά, πότε νέων
ανθρώπων, πότε μεγαλύτερων, από ατυχήματα, από αρρώστιες, από φονικά, απ’ ότι μπορεί να
βάλει ο νους σου. Τα προσπερνάς όμως. Άγνωστοι μες τους αγνώστους, πεθαίνουν κάθε μέρα
σωρηδόν, σαν τις μύγες, αλλά μήτε που δίνεις σημασία. Άντε το πολύ-πολύ να πεις ένα, κρίμα
τον κοσμάκη, έτσι και γίνει κάνα μαζικό ατύχημα ας πούμε, και να πάς αδιάφορα παρακάτω.
Όταν όμως πεθάνει πριν την ώρα του κάποιος γνωστός, έστω και λίγο να τον ξέρεις, δεν είναι
το ίδιο. Σαν κάπως να σου ‘ρχεται. Είναι λύπηση; δε θα το ‘λεγες έτσι ακριβώς, είναι ένα
αλλόκοτο συναίσθημα, ένα δέος, είναι που αισθάνεσαι το θάνατο να περνάει δίπλα σου και να
σ’ ακουμπάνε οι φτερούγες του. Δεν είναι άγνωστος και απρόσωπος, παίρνει συγκεκριμένη
μορφή, τον αντικρίζεις κατάφατσα στο πρόσωπο του γνωστού που πέθανε, και βλέπεις πόσο
ανίσχυρος είσαι. Αρχίζουν οι φιλοσοφικές κουβέντες τότε, τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα
είναι, μια χούφτα χώμα. Και μέσα σου, χωρίς ούτε ο ίδιος να το συνειδητοποιείς, ελπίζεις
κρυφά και ξορκίζεις το κακό, δε θα είσαι ‘σύ η επόμενη χούφτα χώμα, δεν ήρθε η ώρα σου,
έχεις καιρό. Μ’ αυτή την ελπίδα ζει ο άνθρωπος, πως πάντα έχει καιρό. Όσα χρόνια και να
κουβαλάει στην πλάτη του θαρρεί πως έχει κι άλλα πολλά μπροστά του. Σαν εκείνον το
μάστορα, που ‘ταν τεχνίτης μαρμαράς, και θέλησε λέει να ετοιμάσει ο ίδιος τον τάφο του, να
τον φτιάξει με τέχνη, με το δικό του το μεράκι. Τι διάολο, είχε σκεφτεί, πώς να εμπιστευτεί σε
άλλον την τελευταία του κατοικία; ήταν σαν να παραδεχόταν πως δεν ήταν ο ίδιος καλός
τεχνίτης. Έπιασε λοιπόν ο καλός σου και σκάρωσε ένα μνήμα περίτεχνο, με χρωματιστά
μάρμαρα και σκαλίσματα, να το βλέπουν οι άλλοι και να σκάνε απ’ το κακό τους. Κι όταν το
τέλειωσε, του ‘ρθε τότε μια φαεινή ιδέα. Στην ταμπέλα με τ’ όνομά του λοιπόν σκάλισε και την
ημερομηνία θανάτου, έτσι για να κάνει πλάκα, να χλευάσει όσους φοβούνται το θάνατο, να
δείξει πως αυτός είναι παλληκάρι και δεν κωλώνει. Στα πενήντα πέντε του ήταν όταν τα ‘κανε
όλα αυτά, και την έβαλε μετά από τριάντα χρόνια την ημερομηνία, εντάξει του φάνηκε τότε,
είχε μπροστά του καιρό, τα τριάντα χρόνια τον πήγαιναν ως τα ογδόντα πέντε, έφταναν λοιπόν
και περίσσευαν. Πόσο να ζήσει; Όταν όμως πέρασε τα ογδόντα, άρχισαν να τον ζώνουν τα
φίδια, λίγος ήταν ο καιρός που είχε ορίσει, λάθος έκανε τότε, δεν μπορεί να είναι έτσι, αυτός
έχει κι άλλο καιρό. Κι όλο άρχισε να μουρμουράει, «μωρέ πρέπει να πάω ν’ αλλάξω κι εκείνη
την ταμπέλα», έλεγε, προκαλώντας τώρα το χλευασμό των «χλευασθέντων».
Τον συμπόνεσε λοιπόν τον ψιλικατζή ο Ηρακλής, κι ας ήθελε κάποτε να του σπάσει το
κεφάλι. Μόλις τα θυμήθηκε τα περσινά όμως, ένα μικρό αγκάθι τον κάρφωσε πάλι. Μωρέ, λες
η Κατίνα; και με τρόμο διαπίστωσε πως, μαζί με τη λύπηση, σαν να ένοιωθε και μιαν ανα-
κούφιση μέσα του βαθειά, όσο κι αν δεν το ‘θελε. Ανακούφιση που ο νεαρός βγήκε απ’ τη
μέση. Απ’ το μυαλό του μάλιστα πέρασε μια σκέψη που τον έκανε αυτή τη φορά ν’ ανατρι-
χιάσει κι αυτός με τη σειρά του. Κι αν δεν ήταν ληστεία; Έκανε μια κίνηση όπως όταν

80
διώχνουμε μια ενοχλητική μύγα. Τι λέω τώρα, η αστυνομία το ξεκαθάρισε. Και για την Κατίνα,
ακόμα κι ο Αλέκος λέει πως βλακείες έλεγε πέρσι, εγώ τι θέλω και μουρμουράω;
Αποτέλειωσε τον κρύο καφέ του, έσβησε το τσιγάρο, σηκώθηκε. Χαιρέτησε τον κυρ-
Αλέκο, που του ‘λεγε να κάτσει κι άλλο να τα πούνε. Θα ξανά ‘ρθω, είπε, και βγήκε στο δρόμο.
Ούτε που σκέφτηκε να πάρει γλυκά για τα παιδιά και την Κατίνα, όπως το συνήθιζε. Κούμπωσε
το παλτό και σήκωσε τους γιακάδες, καθώς τον χτύπησε ένας παγωμένος αέρας. Προχώρησε
προς τα πάνω, έφτασε στο ψιλικατζίδικο και κοίταξε μέσα απ’ τη τζαμαρία. Τώρα που έδινε
προσοχή, φαινόταν η εγκατάλειψη. Πεταμένα δώθε-κείθε διάφορα πράγματα, λογαριασμοί κι
άλλα χαρτιά ριγμένα κάτω απ’ την πόρτα και η σκόνη είχε πάρει να σκεπάζει σιγά-σιγά τα
πάντα. Λες και ήθελε να τα θάψει, να χαθούν όλα στη λησμονιά, μαζί με τον πρώην ιδιοκτήτη
και την ανόσια πράξη που τον έστειλε στον άλλο κόσμο.
Με βαριά καρδιά γύρισε στο σπίτι. Η Κατίνα ήταν εκεί, αλλά ίσα που του άνοιξε και,
χωρίς να μιλήσει, χάθηκε στην κουζίνα της. Ο Ηρακλής έμεινε στο σαλόνι, άνοιξε την τηλε-
όραση. Δεν μπορούσε να ησυχάσει όμως και στο τέλος το αποφάσισε. Πήγε προς στην κουζίνα
και στάθηκε στην πόρτα.
-Ακούς τι μου ‘πε σήμερα ο κυρ-Αλέκος, ο ζαχαροπλάστης;
-Τι σου είπε; ρώτησε η νύφη του, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι.
-Για ‘κείνον το νεαρό, τον ψιλικατζή, που είχε το μαγαζάκι εδώ παραδίπλα. Πήγαν να
τον ληστέψουν, λέει, και τον σκότωσαν. Το ‘ξερες εσύ;
-Φυσικά και το ‘ξερα, πώς να μην το ξέρω, εδώ βούιξε η γειτονιά. Τις τελευταίες μέρες
όλοι γι’ αυτό συζητάνε. Πάει τζάμπα και βερεσέ το παιδί.
Υπήρχε ένας μικρός λυγμός στη φωνή της; Κάπως έτσι ακούστηκε, αλλά το αυτί του
Ηρακλή δεν τον έπιασε. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πια τόσο οξεία η ακοή του, χώρια που, σε κάτι
τέτοια θεματάκια, ίσως και να μην ήταν ποτέ.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε η εξώπορτα. Παράξενο, ήταν ο Πάνος. Βαρύς και αμίλητος,
όπως το συνήθιζε τελευταία, έπεσε στον καναπέ. Ο Ηρακλής πήγε κοντά, αποφασισμένος να
του πιάσει κουβέντα. Κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι του, τεντώνοντας το χέρι και γέρνοντας
πίσω το κεφάλι, για να μην αναγκαστεί να βάλει γυαλιά. Ήταν μία το μεσημέρι.
-Πώς κι από ‘δω μεσημεριάτικα; ρώτησε. Και τόσο νωρίς μάλιστα; Δεν το συνηθίζεις
κάτι τέτοιο, αν δεν κάνω λάθος.
Ο Πάνος ίσως και να μην είχε όρεξη ούτε να βγάλει καν μια λέξη. Το χούι όμως δεν
κόβεται, είναι, κατά πώς λένε αυτοί που ξέρουν, κάτω απ’ την ψυχή. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει
τίποτα να πέσει κάτω.
-Εσύ σε πολλά έχεις κάνει λάθος, αλλά δε θέλεις να το παραδεχτείς. Έκανε μια μικρή
παύση και πρόσθεσε. Ποτέ δεν ήθελες.
Αλλά και ο Ηρακλής δεν ήταν απ’ αυτούς που θ’ άφηνε εύκολα κάτι να πέσει κάτω.
Ειδικά από τούτον τον ατίθασο γιό.
-Για πες μου λοιπόν, εσύ που τα ξέρεις όλα, πού έχω κάνει λάθος και δεν το έχω
παραδεχτεί; απάντησε στον ίδιο επιθετικό τόνο.
-Και πού δεν έχεις κάνει. Ένα θα σου πω μόνο. Θυμάσαι τότε που σταμάτησα το
γυμνάσιο κι εσύ δεν ήθελες να μ’ αφήσεις να φύγω απ’ το χωριό; πού θα ήμουνα τώρα αν σ’
άκουγα; να σου πω εγώ πού θα ήμουνα; θα έσκαβα σαν σκλάβος τα κωλοχώραφα μέσα στις
ρεματιές, ή πάνω στα βουνά, για ένα κομμάτι ψωμί. Τι ζωή θα ήταν αυτή, μπορείς να μου πεις;
Κι άσε εμένα. Τα παιδιά μου τι θα γίνονταν; τι θα είχα να τους προσφέρω; πού θα πήγαιναν

81
σχολείο; Άκου πού έχει κάνει λάθος. Δε σ’ ένοιαζε όμως, εσύ θα ήσουνα ευχαριστημένος,
φτάνει να είχε γίνει το δικό σου.
-Γιατί, εσείς δεν πήγατε σχολείο; ήταν το μόνο που βρήκε ν’ απαντήσει ο Ηρακλής. Κι
άμα εσύ είχες όρεξη για γράμματα, όπως ο αδερφός σου, δε θα σε σπούδαζα;
-Ωραίο σχολείο, τι να σου πω. Με συνθήκες όλο ανέσεις. Στο νοικιασμένο δωματιάκι,
που ψοφάγαμε απ’ το κρύο το χειμώνα, και μαγειρεύαμε στην γκαζιέρα, δεκατριών, δεκα-
τεσσάρων χρονών παιδιά. Τώρα τι σόι μαγείρεμα ήταν αυτό, ο θεός κι η ψυχή του. Και τρώγαμε
το ξεραμένο ψωμί, που είχαμε απ’ το χωριό, και το μουλιάζαμε στο νερό να μαλακώσει. Μήπως
και νομίζεις πως μου ήταν ευχάριστο να ‘ρχομαι, κάθε δεκαπέντε, τρεις ώρες ποδαρόδρομο στο
χωριό;
-Έτσι ήταν η ζωή τότε, όλοι το ίδιο δεν έκαναν;
Ανατρίχιαζε ο Πάνος και μόνο με τη σκέψη για το πώς ήταν η ζωή τότε, και τι τον περί-
μενε έτσι κι έμενε στο χωριό. Απ’ την άλλη βέβαια, στην Αθήνα δε ζορίστηκε; μωρέ ζορίστηκε
για τα καλά, αλλά, τα πρώτα χρόνια. Μετά έστρωσαν τα πράγματα, και στο τέλος ήρθε και η
‘κονόμα. Θα μου πεις, όλοι που πήγαν στην Αθήνα, ‘κονόμησαν; Ε, όσοι είχαν μυαλό να κόβει,
τα κατάφεραν. Οι υπόλοιποι έμειναν στο μεροκάματο. Τι να κάνουμε; έτσι είναι η κοινωνία.
Στο κάτω-κάτω, αν δε δουλεύουν κάποιοι μεροκάματο, πώς θα προκόψουν οι ξύπνιοι; καθ’ ένας
με την αξία του. Αυτός πάντως, φτιάχτηκε. Ενώ στο χωριό; όσο ξύπνιος και να ‘ταν, μια ζωή θα
δούλευε σα σκύλος, ίσια-ίσια για τον επιούσιο. Θυμόταν τις δυό-τρεις νυχτερινές πορείες που
είχε κάνει με τον πατέρα του, δεκαπεντάχρονο παιδί, κουβαλώντας παράνομα ξυλεία στον
κάμπο, και τον έπιανε σύγκρυο. Καταχείμωνο, γιατί τότε γίνονταν αυτές οι δουλειές, τα καλο-
καίρια βλέπεις δούλευαν τα χωράφια. Πότε με κρύα, πότε με λάσπες και βροχές, από νύχτα σε
νύχτα, με σκοτάδι πίσσα, για το φόβο του δασοφύλακα. Κι όλη η ταλαιπωρία για τι; για να
κουβαλήσουν δυό φορτώματα ξυλεία, πότε καδρόνια, πότε σανίδια, ακόμα και παλούκια
κέδρινα άμα τους τα ‘χαν ζητήσει. Καδρόνια και σανίδια που τα ‘βγαζαν μόνοι τους, πριονί-
ζοντας με τα χέρια τους κορμούς, αφού η μηχανοκίνητη πριονοκορδέλα δεν είχε ακόμα εγκατα-
σταθεί στο χωριό. Να κουβαλήσουν την ξυλεία στα πεδινά, που την είχαν ανάγκη οι καμπίσιοι,
μιας και δεν υπήρχαν δάση εκεί, και να φορτώσουν στο γυρισμό τα ζώα με σιτάρι, να συμπλη-
ρώσουν έτσι τη δική τους φτωχή παραγωγή και να εξασφαλίσουν όσο δύνονταν το ψωμάκι της
χρονιάς. Ατέλειωτες τέτοιες ιστορίες ταλαιπωρίας είχαν να διηγηθούν όλοι οι χωριανοί. Σαν
αυτή που τους έλεγε ο Καμαρογιάννης, με το γάιδαρο το Μανώλη, ένα θεόρατο Κυπραίικο
γαϊδούρι, που το ‘χε φορτώσει κι αυτό, μαζί με το μουλάρι του, με παλούκια. Είχαν κάνει λέει
το μεγαλύτερο μέρος της πορείας, είχαν κατέβει στα ριζά, πλησίαζαν το πρώτο καμποχώρι, εκεί
που δρόμος δρασκέλιζε μ’ ένα ξύλινο γεφύρι το ποτάμι. Για κακή τους τύχη όμως είχε βρέξει
πολύ από βραδύς, κι όλη την προηγούμενη μέρα, τα ποτάμια είχαν φουσκώσει και κατέβαιναν
απ’ τα βουνά ορμητικά και μανιασμένα. Στη μέση στο γεφύρι λοιπόν κώλωσε το γαϊδούρι, το
ποτάμι κάτωθέ του άφριζε και μπουμπούνιζε, φοβήθηκε ο Μανώλης και στύλωσε τα ποδάρια.
Μήτε μπρός, μήτε πίσω. Πήρε να τον τραβάει ο Καμαρογιάννης και να τον γαμοσταυρίζει,
αλλά τίποτα. Και στην πάλη πάνω για να τον ξεκολλήσει, πισωπατώντας ο έρμος ο Μανώλης,
βρέθηκε ένα πόδι του στο κενό, πάτησε έξω απ’ το ξύλινο κατάστρωμα του γεφυριού, αναποδο-
γύρισε κι έπεσε, όπως ήταν φορτωμένος, στα θολά νερά του ποταμού. Γλίτωσε όμως, ούτε
γρατζουνιά δεν έπαθε, τον προστάτεψε στην πτώση το ξύλινο φορτίο, και τον ξέβρασε το
ποτάμι σώο και αβλαβή καμιά πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω, εκεί που ήταν λιγότερο
ορμητικό. Τα παλούκια πάντως χάθηκαν. Τέτοιες ιστορίες έλεγαν οι χωριανοί, κι όπως τις ανα-

82
θυμούνταν αργότερα, οι ίδιοι που είχαν ταλαιπωρηθεί, έσκαγαν στα γέλια. Δεν ήταν για γέλια
όμως, για κλάματα ήταν, σκεφτόταν ο Πάνος. Κι ο γέρος του ‘λεγε να κάτσει στο χωριό. Να ζει
μια ζωή μαρτύριο. Μωρέ δεν υπήρχε περίπτωση, δεν πα’ να χτύπαγε τον κώλο του κάτω. Γι’
αυτό και τώρα του χώθηκε.
-Ακριβώς αυτό λέω κι εγώ, έτσι ήταν η ζωή στο χωριό, για όλους το ίδιο, κανένας δεν
μπορούσε να γλιτώσει απ’ τη φτώχεια. Σ’ αυτή τη ζωή ήθελες να με καταδικάσεις, αλλά δεν το
παραδέχεσαι. Σιγά όμως που θα καθόμουνα να σ’ ακούσω.
Ακόμα μέσα του τους έχει τους καβγάδες που κάναμε τότε, σκέφτηκε ο Ηρακλής. Ανα-
γνώριζε όμως πως ο γιος του το είχε το δίκιο του. Εκ των υστέρων βέβαια και εκ του αποτε-
λέσματος. Γιατί τότε ποιος μπορούσε να προβλέψει τι θα γινόταν ένα παιδί, που θα πήγαινε
μόνο του στην Αθήνα; χωρίς να γνωρίζει κανέναν και χωρίς καμιά υποστήριξη; Στο χωριό, όσο
να πεις, την είχαν τη σειρά τους, δεν ήταν δα κι απ’ τους τελευταίους. Πήγε ν’ ανοίξει το στόμα
του για να πει κάτι, ο Πάνος όμως είχε πάρει φόρα, δεν τον άφησε.
-Κι όσο για το ότι θα με σπούδαζες, άλλη ξεροκεφαλιά κι αυτή. Καλά και σώνει να
σπουδάσω, ν’ ανοίξω τα μάτια μου, έλεγες. Τι λες εκεί. Είδα και το Γιώργη που σπούδασε, και
μου τον είχες όλη την ώρα για παράδειγμα. Δηλαδή, αυτός τώρα έχει ανοίξει τα μάτια του, κι
εγώ τα ‘χω κλειστά; Εντάξει, είναι μορφωμένος, δε λέω, έχει στο κεφάλι του ένα σωρό γνώσεις
και σοφίες. Και λοιπόν; πού τον βοηθάνε αυτά; Μ’ ένα ψωρομισθό τη βγάζει, που ίσια-ίσια του
φτάνει για να ζήσει.
Ο Ηρακλής είχε πάρει να φουντώνει με την αλαζονεία του γιού του. Έβλεπε όμως την
κουβέντα να μπαίνει σ’ επικίνδυνα μονοπάτια, αν συνέχιζαν μπορεί ν’ ακούγονταν κακίες που
δε θα μπορούσαν μετά να τις πάρουν πίσω. Έτσι έκανε κράτει, κατάπιε το θυμό του. Μωρέ τι
θέλω κι ανοίγω κουβέντα με το σαρδανάπαλο; σκέφτηκε μόνο μέσα του και σώπασε.
Αλήθεια, τι ήθελε να πάει κόντρα στον Πάνο; και μάλιστα αυτόν τον καιρό, που τόσα
τον βασάνιζαν; Και δεν ήταν οι δουλειές που τον βασάνιζαν, όχι, αυτές καλά πήγαιναν. Οι
παλιές δουλειές όπως τις ήξερε, αλλά και με τις καινούργιες δουλειές μια χαρά προχώραγε η
οργάνωση, το μοντάριζαν σιγά-σιγά το σύστημα, παρ’ όλους τους φόβους που είχε στην αρχή.
Ο Θρασύβουλος βέβαια γκρίνιαζε λιγάκι, θα βγάλουμε λεφτά απ’ αυτή την ιστορία, ή θα είναι η
καταστροφή μας; γιατί προς το παρόν μόνο ξοδεύουμε. Δίκιο είχε ότι μόνο ξόδευαν, αλλά ο
Πάνος τον καθησύχαζε. Ρε συ, τόσοι και τόσοι έχουν πλουτίσει απ’ τα δημόσια έργα, εμείς θα
πιαστούμε κορόϊδα; μην είσαι χαζός, άλλωστε έχουμε τις άκρες μας, μη σε νοιάζει. Δεν ήταν
λοιπόν οι δουλειές που τον βασάνιζαν τον Πάνο, ίσια-ίσια, τα τρεχάματα ήταν τα μόνα που τον
έκαναν να ξεδίνει. Τον είχε πιάσει μια έξαψη που χρόνια είχε να τη νοιώσει, όπως τότε για
παράδειγμα, όταν πρωτοξεκίναγε τις δουλειές και δεν έκανε πίσω σε τίποτα. Κι αν το φιλο-
σοφούσε το πράγμα, θα ‘λεγε πως αυτό ακριβώς είναι η κινητήρια δύναμη της ελεύθερης
οικονομίας, η δημιουργική μανία, η ιερή μανία, θα μπορούσε να πει κανείς, του επιχειρηματία,
που τον κάνει να προοδεύει. Ναι, ιερή, χωρίς υπερβολή, γιατί προοδεύοντας αυτός, παρασύρει
στην πρόοδο όλη την κοινωνία. Τώρα, αν στην προσπάθειά του αυτή χρειάζεται να ξεζουμίσει
κάποιους που δουλεύουν για λογαριασμό του, έ, τι να κάνουμε, δε γίνεται αλλιώς, έτσι δουλεύει
το σύστημα. Καθ’ ένας με τις ικανότητές του. Κι αν πάλι κάνει και καμιά υπερβολή, αν ξεφύγει
λιγάκι απ’ τον κανόνα, δε χάλασε ο κόσμος, όλα μέσα στο παιγνίδι είναι, ο ανταγωνισμός είναι
βλέπεις ανελέητος, πρέπει με κάποιο τρόπο να τα βγάλει πέρα. Εκεί άλλωστε είναι η μαγκιά.
Αυτά ίσως θα έλεγε κάποιος, που θα του άρεσε να στοχάζεται λιγάκι, μέσα στον καθημερινό
αγώνα. Ο Πάνος όμως δεν ήταν της σκέψης, ήταν της δράσης. Ούτε ήξερε από θεωρίες και

83
οικονομικές αναλύσεις. Λειτουργούσε μόνο με το ένστικτό του, αυτό ήταν που τον έσπρωχνε να
πετύχει στις δουλειές, να τα ‘κονομήσει, να ‘ναι αυτός ο νικητής, να πατήσει τους άλλους κάτω,
να τους κάνει να νιώσουν τη δύναμή του. Να δούνε τι θα πει Πάνος Καναβράς. Τώρα όμως, όσο
κι αν έβλεπε μπροστά του νέους θριάμβους, που θα έκαναν όλο τον κόσμο να του βγάζει το
καπέλο, ή και να τον φθονεί, αδιάφορο του ήταν, όσο λοιπόν κι αν ένοιωθε εκείνη την παλιά
έξαψη, δεν μπορούσε διάολε να τη χαρεί. Και πώς να τη χαρεί; μ’ όλα αυτά που είχαν γίνει στο
σπίτι του, ήταν αυτό δυνατόν; Κάθε λίγο και λιγάκι τα ‘φερνε στο νου του και πήγαινε να
σκάσει. Αλλά κι όταν δεν τα ‘φερνε στο νου του, ποτέ δεν έφευγαν, ήταν εκεί, μέσα του, τα
‘νοιωθε στο βάθος να του τσιμπάνε την καρδιά, να του μαυρίζουν την ψυχή. Όταν σκότωσαν
τον εραστή μια άγρια χαρά τον συνεπήρε, φαντάστηκε τότε πως αυτό θα ήταν η λύτρωσή του,
πως θα φύγει από πάνω του το βάρος. Τίποτα όμως. Έμενε εκεί και τον πλάκωνε, όσο κι αν
έτρεχε όλη μέρα από ‘δω κι από ‘κει, τάχα μου για τις δουλειές. Αφού πολλές φορές το κατα-
λάβαινε, πως έτρεχε έτσι, χωρίς λόγο, για υποθέσεις που θα μπορούσε να τις τελειώσει μ’ ένα
τηλέφωνο. Λες και τον κυνήγαγαν. Κι’ εκείνη τη Στέλλα, που κανονικά θα ‘πρεπε τώρα να ‘ναι
η απαντοχή του, να του μαλακώνει την ψυχή, ούτε να τη δει δεν είχε όρεξη. Εύρισκε χίλιες δυό
δικαιολογίες για να την αποφεύγει. Παράξενο πράγμα, μέχρι προχτές δεν ήθελε με τίποτα να τη
χάσει, πίστευε πως αν υποχρεωνόταν να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτήν και την Κατίνα, μπορεί και
να διάλεγε τη μικρή. Τώρα όμως δεν ήταν σίγουρος. Διάολε, είναι δυνατόν να προτιμήσει αυτήν
που του τα φόρεσε; Δεν ήξερε, δεν ήξερε, κι ήταν κι αυτό ένας λόγος παραπάνω που πήγαινε να
σκάσει. Πάντως σίγουρος ήταν πως, αυτόν τον καιρό τουλάχιστον, δεν είχε όρεξη να βλέπει τη
Στέλλα. Όσο για την άλλη, την τρίτη ρεζέρβα, την παντρεμένη, δε μιλάμε γι’ αυτήν, το ‘χε
αποφασίσει πως θα κόψει με το μαχαίρι το νταραβέρι μαζί της. Απορούσε κιόλας τώρα, πώς το
‘κανε τέτοιο πράγμα τόσον καιρό, να πηγαίνει με τη γυναίκα ενός άλλου. Κι όχι μόνο να
πηγαίνει, αλλά να το δικαιολογεί κι από πάνω, στη γλώσσα την είχε έτοιμη τη θεωρία, αυτός ο
άλλος άμα ήθελε τη γυναίκα του να τη φρόντιζε, να μην έχει ανάγκη να ψάχνει χαρές σε ξένες
αγκαλιές. Για να μην μπορεί να την κρατήσει, κάτι πάει στραβά μ’ αυτόν. Έτσι σκεφτόταν. Και
δεν το σκεφτόταν μόνο, το ‘λεγε και φανερά άμα λάχαινε, δεν είχε πρόβλημα. Λάθος κύριε,
μέγα λάθος. Να που τώρα «του ήρθανε αυτουνού τα μοσχάρια», όπως θα ‘λεγε κι η μάνα του.
Σαν να λέμε, σύμφωνα με τη θεωρία του, ότι αυτός δεν ήταν ικανός να κρατήσει την Κατίνα. Ο
Πάνος να μην μπορεί να κρατήσει γυναίκα; αν είναι δυνατόν. Γι’ αυτό σου λέω, λάθος η
θεωρία. Δε φταίνε οι άντρες τους για τις μοιχαλίδες, αυτές οι πουτάνες φταίνε. Όσες στραβο-
πατάνε την έχουν στο αίμα τους την πουτανιά, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Πολύ μπερδεμένος ήταν λοιπόν ο Πάνος, κι έτσι αρπάχτηκε με το που πήγε να τον
τσιγκλίσει ο πατέρας του. Κι άμα το συνέχιζε ο γέρος, θα του τα ‘σουρνε για τα καλά. Ο
Ηρακλής όμως, όπως είπαμε, την ψυχανεμίστηκε τη δουλειά. Σηκώθηκε, πήρε το παλτό και την
τραγιάσκα, πήγε στην κουζίνα.
-Εγώ δε θα κάτσω για φαΐ, είπε στην Κατίνα, μη με υπολογίζεις.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ο Πάνος ούτε που τον ρώτησε για πού το ‘βαλε. Δεν πα’
να πάει όπου θέλει. Σιγά μην κάτσει, μέσα στις τόσες σκοτούρες του, ν’ ασχολείται με το γέρο
και τις παραξενιές του.

84
- 10 -

Ο Ηρακλής κατέβηκε απ’ το λεωφορείο στην Κάνιγγος και τράβηξε προς τα κάτω.
Μπήκε στη γνωστή στοά κι έπιασε μια γωνιά στο μαγαζί, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Το
«Καφενείον Ο ΕΛΑΤΟΣ» ήταν άδειο σχεδόν τέτοια ώρα, δυό πελάτες σ’ ένα τραπεζάκι όλοι κι
όλοι, άγνωστοί του. Ο Παντελής όμως εκεί. Ούτε στιγμή δεν το ‘κλεινε, απ’ το πρωί μέχρι το
βράδυ. Ευτυχώς, το βράδυ να πεις δεν καθόταν μέχρι αργά, με το που έκλειναν τα εμπορικά,
έκλεινε σιγά-σιγά κι αυτός. Οι πελάτες του ήταν περαστικοί, οι γύρω μαγαζάτορες, τα γραφεία
στους ορόφους του μεγάρου. Κι οι χωριανοί βέβαια, αλλά κι αυτοί συνήθως έμεναν σε άλλες
γειτονιές, έφευγαν νωρίς, δεν κάθονταν εκεί αργά το βράδυ, όπως συνηθίζεται στα συνοικιακά
καφενεία. Κι έτσι όμως, πάλι στο πόδι ήταν ίσαμε δεκατρείς-δεκατέσσερες ώρες τη μέρα, εφτά
μέρες τη βδομάδα. Πώς διάολο άντεχε; Εμ, γι’ αυτό είχε γίνει σαν σκουράντζος. Κατέφτασε
όμως γελαστός-γελαστός.
-Τι θα σε κεράσουμε μπάρμπα;
-Φκιάσε έναν καφέ ρε Παντελή. Κι άσε τα κεράσματα τώρα, όλη την ώρα τι θα κεράσω
και τι θα κεράσω.
Ο καφετζής έφερε το φλυτζάνι στο πιατελάκι και το ποτήρι με το νερό, τ’ ακούμπησε
στο τραπεζάκι, κι έκατσε κι αυτός, χωρίς να τον προσκαλέσει ο Ηρακλής. Γύρισε και τον
κοίταξε καλά-καλά ο γέροντας. Τότε ήταν που πρόσεξε για πρώτη φορά την αλλαγή. Ο
Παντελής ήταν τούτος εδώ; χαμογελαστός και με γυαλιστερό πρόσωπο; μπα, θα τον γελάνε τα
μάτια του.
-Τι νέα Παντελάκο; πώς πάνε τα κέφια;
-Μια χαρά μπάρμπα, μια χαρά. Καλύτερα από ποτέ.
Και δώσ’ του να μη φεύγει το χαμόγελο. Μωρέ κάτι τρέχει εδώ, είναι φως φανάρι, ο
σκουντούφλης που ήξερε είχε εξαφανιστεί. Σκέφτηκε για μια στιγμή να μην τον ρωτήσει, τι
λόγος του ‘πεφτε αυτουνού; άσ’ τον, κι άμα θέλει, θα τα πει μόνος του. Απ’ την άλλη όμως, τον
έτρωγε η περιέργεια, είχε κάνει σωστή διάγνωση; υπήρχε αλλαγή στον Παντελή ή ήταν ιδέα
του; Στο τέλος η περιέργεια νίκησε, είπε να τον σιγοντάρει λίγο, μπας και βγάλει κάτι.
-Σε βλέπω, σε βλέπω, όλο χαμόγελα είσαι. Να μη σου πω κιόλας πως σαν να ‘χεις
ασπρίσει και λιγάκι. Και πρόσθεσε με ύφος λίγο συνωμοτικό. Τρέχει τίποτα;
Αν τρέχει; μα, γι’ αυτό ήρθε κι έκατσε στο τραπέζι του ο Παντελής, για να του πει τα
καθέκαστα, αν δεν τα πει σ’ αυτόν, που τον έχει πατέρα και φίλο μαζί, σε ποιόν θα τα πει; Και
τι καθέκαστα, πού να τα πει και να τον πιστέψουν, ήρθανε τα πάνω κάτω. Ποια νομίζει δηλαδή
ο μπαρμπα-Ηρακλής πως πήγε και τον βρήκε;
-Ποια ήταν μωρέ, λέγε και μ’ έσκασες.
Οι δυό πελάτες είχαν κιόλας φύγει, έμειναν οι δυό τους. Έκατσε πιο αναπαυτικά στην
καρέκλα του ο Παντελής, το χαμόγελο μεγάλωσε κι άλλο, έφτασε ίσαμε τ’ αυτιά.
-Η Φωτούλα.
-Μωρέ τι μου λες;

85
Ξαφνιάστηκε ο Ηρακλής. Η Φωτούλα; ναι η Φωτούλα. Ένα Σάββατο ήταν, κάνα δυό
μέρες μετά τ’ Αϊ-Γιαννιού, που ήρθε στο μαγαζί του. Εμφανίστηκε ξαφνικά, στάθηκε μια
στιγμή στην πόρτα του, έφερε με το βλέμμα ένα γύρο τους θαμώνες, η ματιά της σταμάτησε
τέλος σ’ αυτόν. Ο Παντελής τα ‘χασε, η καρδιά του χοροπήδηξε στο στήθος. Ούτε στιγμή δεν
αναρωτήθηκε ποια είναι αυτή, ίδια κι απαράλλαχτη του φάνηκε, κι ας είχαν περάσει τόσα
χρόνια. Και να ‘χε αλλάξει όμως, πάλι θα την αναγνώριζε, την κατάλαβε η καρδιά βλέπεις, αυτή
δεν υπήρχε τρόπος να σφάλλει. Την είδε να χαμογελάει και να προχωράει προς το μέρος του.
Έμεινε μαρμαρωμένος, άσπρα-γαλάζια του ‘ρθαν όλα γύρω του, νόμιζε πως θα λιποθυμήσει.
Σαν σε όνειρο την άκουσε να του μιλάει.
-Γειά σου Παντελή.
Συνήλθε λίγο απ’ τη σαστισμάρα, ξεροκατάπιε, κατάφερε στο τέλος να ψελλίσει.
-Φωτούλα, εσύ είσαι στ’ αλήθεια, ή ονειρεύομαι;
Όχι, δεν ονειρευόταν ο έρμος ο καφετζής. Ήταν στ’ αλήθεια η αγαπημένη του, ο πόθος
των ονείρων του, το εικόνισμα της καρδιάς του, που την είχε για πάντα χαμένη. Κι αυτή είναι
τώρα εδώ, ήρθε μόνη της να τον βρει, ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια. Συνήλθε τότε για τα
καλά, της έπιασε το χέρι να τη χαιρετίσει κι έλεγε να μην τ’ αφήσει ποτέ, ντράπηκε όμως,
υπήρχαν μάτια στο μαγαζί που είχαν αρχίσει να κοιτάνε με περιέργεια, κάποιοι σίγουρα θα την
είχαν αναγνωρίσει την κόρη του Μάγκλη. Για μια στιγμή ο παιδικός φόβος πήγε να ξεφυτρώσει
πάλι, αλλά ο Παντελής, για πρώτη ίσως φορά, σήκωσε ανάστημα μέσα του. Μωρέ δεν πάνε
όλοι στο διάολο, εδώ ήρθε η Φωτούλα να τον δει, κι αυτός θα σκέφτεται τι θα λέει ο κόσμος; ή,
ακόμα χειρότερα, θα φοβάται τον πατέρα της; Άντε να μην τους διώξει όλους τώρα και το
κλείσει το ρημάδι. Ορίστε μας. Αψήφησε κι αυτός τα βλέμματα, και την έβαλε να καθίσει εκεί,
μέσα απ’ τον πάγκο, για να μπορούν να τα λένε με την ησυχία τους.
Η Φωτούλα είχε παντρευτεί σε ξένο χωριό, δεν είχε ξεκόψει όμως απ’ το δικό της,
πήγαινε πού και πού να δει τους δικούς της. Στη χάση και τη φέξη όμως, ίσια για να μη λέει ο
κόσμος πως έριξε μαύρη πέτρα. Αυτή, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε και πολλή όρεξη να βλέπει τα
μούτρα του πατέρα της, ποτέ δεν του συχώρεσε το κακό που της έκανε. Άλλωστε, δεν την
άφηναν και οι δουλειές της. Γιατί από δουλειές, άλλο τίποτα. Το χωριό του άντρα της ήταν στα
χαμηλά, σχεδόν καμπίσιο, κι είχαν χωράφια κάμποσα. Και τα χωράφια ήθελαν χέρια να τα
δουλέψουν. Έτσι η Φωτούλα ανάσα δεν έπαιρνε. Δουλειά στα χωράφια, δουλειές στο σπίτι με
το νοικοκυριό, έκανε και δυό παιδιά, άντε να τα βγάλει πέρα. Απ’ τα χαράματα μέχρι αργά το
βράδυ στο πόδι. Και να ‘χει και την πεθερά πάνω απ’ το κεφάλι της, να δίνει εντολές και να την
κρίνει στο κάθε τι. Όσο για το λεγάμενο; εντάξει δεν μπορούσε να πει, στη δουλειά στο χωράφι
κάτι έκανε, αλλά μετά, τίποτα. Πρέφα και ούζα στο καφενείο, και με την απαίτηση να τα ‘χει
όλα έτοιμα και στην ώρα τους. Ακόμα κι αν χάλαγε κάτι στο σπίτι, έπρεπε να τον σταυρώσει
για να το φτιάξει. Μέχρι που πολλές φορές, βαριότανε να τον παρακαλάει, και τα ‘κανε μόνη
της και τα μαστορέματα. Νοικοκυρά και νοικοκύρης μαζί.
Αυτό με τα ούζα πάρα είχε γίνει τα τελευταία χρόνια, κάθε τρεις και λίγο τύφλα γύριζε ο
άντρας της στο σπίτι. Και την έτρωγε όλη την ώρα με τη γκρίνια του και τα βρισίδια του. Από
αφορμές, δε χρειαζόταν και πολύ, ποτέ δεν του έλειπαν, το ένα του μύριζε, το άλλο του
βρώμαγε. Μέχρι και πως έχει γκόμενο την υποψιαζόταν. Κάποια στιγμή μάλιστα πήρε να
σηκώνει και χέρι. Ευτυχώς όμως, όταν τον πήρε χαμπάρι ο μεγάλος της γιος, ένα παλληκάρι ίσα
με ‘κει πάνω, τον αγρίεψε και του ‘πε πως αν το ξανακάνει θα του το κόψει σύριζα. Να ‘ναι
καλά το παιδάκι της. Η αλήθεια είναι πως σ’ αυτό το ζήτημα πήρε το μέρος της και η πεθερά

86
της. Σπάνιο πράγμα, ίσως επειδή είδε τον εγγονό της, που είχε το όνομα του Γιάννη της και του
‘χε αδυναμία, να ‘ναι στεναχωρημένος και θυμωμένος. Τον μάλωσε λοιπόν κι αυτή το γιο της,
και του’ πε πως έχει δίκιο το παιδί. Τώρα, φοβήθηκε το γιο του; σεβάστηκε τη μάνα του;
κατάλαβε από μόνος του πως πάρα ήταν χοντρό να χτυπάει τη γυναίκα του; Πάντως δεν το
ξανατόλμησε. Αλλά η γκρίνια και οι χριστοπαναγίες δε σταμάτησαν. Κι όσο πιο πολύ βυθιζόταν
στο ποτό, τόσο και λιγότερο είχε όρεξη για δουλειά. Και τόσο περισσότερο έπεφταν τα βάρη σ’
αυτήν, μέχρι και το τρακτέρ είχε μάθει να το δουλεύει μόνη της, γυναίκα πράμα. Την έβλεπαν
οι χωριανοί τους και σταυροκοπιούνταν, δεν τους είχε ξαναλάχει τέτοια κατάσταση. Τι να κάνει
όμως, άμα ο άλλος δεν ξεκούναγε, θ’ άφηνε τα χωράφια ακαλλιέργητα; τα έξοδα έτρεχαν, τα
παιδιά ήθελαν να σπουδάσουν.
Αυτά δεν τα ‘πε όμως η Φωτούλα στον Παντελή, μέσα της τα κράτησε. Τι να του ‘λεγε
τώρα, πως η ζωή της γινόταν όλο και πιο μαύρη όσο πέρναγαν τα χρόνια; ότι ώρες-ώρες
ευχόταν να πεθάνει ο άντρας της; να ψοφήσουν, θε μου σχώρα με, κι αυτός κι η μάνα του, για
να ησυχάσει; Η μόνη χαρά που είχε ήταν τα παιδιά της. Δόξα σοι ο θεός, ήταν και τα δυό καλά
παιδιά, και τα γράμματα τα ‘παιρναν, και στα χωράφια βοήθαγαν. Να ‘ναι καλά τ’ αγόρια της,
αυτά ήταν η απαντοχή της.
Έτσι λοιπόν, μια φορά στο τόσο, πήγαινε η Φωτούλα στους δικούς της. Και πάντα
χειμώνα, που οι δουλειές λιγόστευαν. Σ’ αυτές τις επισκέψεις, απ’ έξω απ’ έξω την ξεψάχνιζε τη
μάνα της, κοντά στ’ άλλα νέα του χωριού μάθαινε και τα δικά του, ήξερε πως ο Παντελής είχε
καφενείο στην Αθήνα. Νέα, τρόπος του λέγειν, είχε μάθει η μάνα της κάποτε, πριν χρόνια, πως
είχε το καφενείο. Από τότε νεώτερα δεν υπήρχαν. Τώρα όμως, μιας και ήρθανε έτσι τα
πράγματα, και βρέθηκε μόνη της στην πρωτεύουσα, είπε να ψάξει να τον βρει. Και πώς ήρθανε
τα πράγματα; Να, ο μεγάλος της ο γιος, ο Γιάννης της, είχε τελειώσει τις σπουδές του,
απόφοιτος απ’ τα ΚΑΤΕ, ηλεκτρολόγος. Είχε ορκωμοσία αυτές τις μέρες, κι η Φωτούλα το
πήρε απόφαση. Τρία χρόνια και, που σπούδαζε ο γιος της, κι άλλο ένα ο μικρός, δεν είχε έρθει
ποτέ της στην Αθήνα. Να δει κι αυτή σα μάνα, πού μένουνε τα παιδιά της, πώς περνάνε, τι
τρώνε. Ιδέα δεν είχε, ότι της λέγανε μόνο. Ήρθε ο μεγάλος, όταν πέρασε στη σχολή, βρήκε σπίτι
να νοικιάσει, μάζεψε κάτι κουτσοεπιπλάκια, ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες,
βολεύτηκε όπως μπορούσε. Όλα μόνος του. Ο μικρός ήταν πιο τυχερός, μπήκε κι αυτός στην
Αθήνα, πάλι καλά να πεις, τα βρήκε όσο να ‘ναι έτοιμα. Χώρια που και γι’ αυτήν τα έξοδα ήταν
πολύ λιγότερα. Η Φωτούλα, το μόνο που φρόντισε, ήταν να πάρουν το χαρτί, να τρώνε στη
λέσχη. Αλλά δεν τους έφτανε το φαΐ της λέσχης, αναγκάζονταν να μαγειρεύουν και μόνα τους,
γιατί, για να φάνε έξω, λεφτά δεν υπήρχαν. Ευτυχώς, είχε καταφέρει πριν δυό χρόνια να του
δώσει του μεγάλου όσα χρειάζονταν για ένα ψυγειάκι. Είχαν έτσι πού να βάζουν τα φαγιά, να
μη χαλάνε. Κούτσα-κούτσα λοιπόν τα κατάφερναν τα καημένα, τώρα που ήρθε είδε πως την
είχαν τη σειρά τους. Κι ας ήταν αγόρια, το διαμερισματάκι στην Κολιάτσου ήταν μια χαρά.
Φτωχικό, αλλά καθαρό και συμμαζεμένο.
Η ορκωμοσία ήταν τη Δευτέρα, η Φωτούλα όμως ήρθε τρεις μέρες νωρίτερα, παρα-
τώντας τον άντρα της και την πεθερά της που γκρίνιαζαν. Μωρέ σταματημό δεν είχαν, τι θέλει
τώρα να πάει στην Αθήνα, και τι θα κάνει τόσες μέρες, και πού θα παρατήσει το σπίτι της, ένα
σωρό τέτοια. Αυτή όμως το ‘χε πάρει απόφαση, δε θα έκανε πίσω. Τους έστειλε λοιπόν στο
διάολο, από μέσα της, και πήρε το λεωφορείο για την πρωτεύουσα. Παρέα με τα παιδιά της, που
είχαν πάει στο χωριό για τις γιορτές. Κουβάλησε μαζί της και τρόφιμα, χοιρινό κρέας, και
λουκάνικα, και αυγά, και πατάτες, να ‘χει να τους μαγειρέψει. Όλα από δικά τους, όχι του

87
εμπορίου. Πριν φύγει είχε πάει και στην τράπεζα και σήκωσε λίγα λεφτά, ο διευθυντής τη
γνώριζε και της έδινε χωρίς να ‘χει το βιβλιάριο μαζί της. Βλέπεις, το βιβλιάριο το κράταγε
κρυφό ο λεγάμενος, να μην ξέρει η Φωτούλα τι γίνεται. Έτσι νόμιζε. Ευτυχώς όμως είχε βάλει
στο λογαριασμό και τ’ όνομά της, και τ’ όνομα των παιδιών. Κάποιος τον είχε συμβουλέψει γι’
αυτό, άνθρωποι είμαστε, του είχε πει, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Είχε βάλει λοιπόν
δικαιούχους κι αυτήν και τα παιδιά, χωρίς να της το πει όμως. Αλλά της το μαρτύρησε ο διευ-
θυντής της τράπεζας, που είχε καταλάβει τι ρεμάλι ήταν ο άντρας της και την έβλεπε ν’ αγωνί-
ζεται μόνη της. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος. Κι όποτε χρειαζόταν λεφτά, της έδινε, έτσι κι αλλιώς
ο άλλος ούτε που το ‘παιρνε χαμπάρι, σάμπως θυμότανε πόσα είχε ο λογαριασμός και πόσα
έπαιρνε αυτός;
Παρασκευή απόγευμα έφτασαν στην Αθήνα. Συγύρισε η Φωτούλα, μαγείρεψε, όλο χαρά
ήταν που έκανε δουλειές μόνο για τα παιδιά της. Και το Σάββατο το πρωί πήγε και ψώνισε κι
άλλα τρόφιμα, να ‘χει να τους φτιάξει περισσότερα φαγιά, να τους αφήσει να ‘χουνε. Και κοντά
στ’ άλλα ψώνισε κι ένα φορεματάκι γι’ αυτήν, να το φορέσει στην ορκωμοσία. Πού ξέρεις,
μπορεί να ‘βγαζαν και καμιά φωτογραφία, να μην είναι με τα παλιά της. Στο μαγαζί λοιπόν που
πήρε το φόρεμα, είδε δίπλα στο ταμείο το τηλέφωνο, και κάτω απ’ το τηλέφωνο τον τηλεφω-
νικό κατάλογο. Έτσι βρήκε τον Παντελή. Γιατί απ’ την αρχή το ‘χε στο μυαλό της να ψάξει να
τον βρει. Και μόλις είδε τον κατάλογο, βρήκε και το πώς θα τον βρει. Γιατί, μπορεί να είχε
ζήσει όλη τη ζωή της σε χωριό, δεν ήταν όμως χαϊβάνι, είχε μυαλό ξουράφι. Δεν ήταν πια
εκείνη η Φωτούλα που ήξερε ο Παντελής, η ντροπαλή και χαμηλοβλεπούσα, η ζωή την έκανε ν’
αλλάξει. Εδώ κατάφερνε κοτζάμ τρακτέρ, που καμιά άλλη δεν το ‘κανε. Και τώρα ήταν αποφα-
σισμένη. Ρώτησε μονάχα τα παιδιά πού είναι η Βερανζέρου και πώς μπορεί να πάει.
Να ‘την λοιπόν, Σάββατο απογευματάκι, στο μαγαζί του Παντελή. Με το καινούργιο της
φόρεμα. Και κάθεται τώρα πίσω απ’ τον πάγκο, δίπλα-δίπλα μ’ εκείνον που αγάπησε κάποτε, να
τα λένε. Κάποτε; ή μήπως τον αγαπάει ακόμα; Μακάρι να ‘ξερε. Αν δεν τον αγαπάει όμως,
γιατί να τον έχει στο νου της; γιατί να ψάξει να τον βρει; Όχι, σίγουρα η καρδιά της αυτόν
λαχταράει. Αυτόν λαχταρούσε πάντα, ακόμα κι όταν την αγκάλιαζε ο άντρας της, κι ας μην το
καταλάβαινε. Ή και να το καταλάβαινε, δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Γιατί σήμερα φόρεσε το
καινούργιο της φόρεμα; Φως φανάρι, κατά βάθος ήθελε να του αρέσει. Και χτενίστηκε, και
συγυρίστηκε πριν φύγει, μέχρι και λίγο κραγιόν έβαλε στα χείλη της. Ευτυχώς που τα παιδιά
λείπανε εκείνη την ώρα απ’ το σπίτι, αλλιώς ποιος ξέρει τι θα σκέφτονταν. Αλλά κι εκεί να
‘ταν, πάλι τα ίδια θα ‘κανε η Φωτούλα. Πώς θα την έβλεπε ο Παντελής; αυτός ήξερε το ασπρο-
κόκκινο και γυαλιστερό της πρόσωπο, που το στεφάνωναν τα χρυσά της τα μαλλιά. Πού είναι
τώρα εκείνο το πρόσωπο; το ‘καψε ο ήλιος και οι αγέρηδες, που με ατέλειωτη υπομονή
σκάβουν λίγο-λίγο, ανεπαίσθητα κάθε φορά, αλλά σταθερά, τις ρυτίδες. Ευτυχώς που τα μαλλιά
της δεν είχαν ακόμα ασπρίσει, έχασαν όμως εκείνη τη λάμψη που είχαν κάποτε. Μόνο τα μάτια
της έμειναν ίδια. Γαλάζια και φωτεινά, έβγαζαν το φως και την καλοσύνη της ψυχής της.
Κοίταζε λοξά και τον Παντελή, παρατηρούσε και σ’ αυτόν τα σημάδια του χρόνου. Άθελά της
άφησε έναν αναστεναγμό.
-Γεράσαμε ρε Παντελή, πότε πέρασαν τόσα χρόνια τα έρ’μα;
Τον Παντελή όμως δεν τον ένοιαζαν τα χρόνια. Ήταν έτοιμος να τα ξεχάσει όλα με μιας,
σαν να μην είχαν συμβεί, σαν να ήταν μόλις χτες που είχε σκύψει να τη φιλήσει και δεν
πρόλαβε. Τι σημασία είχαν μερικές ρυτίδες; σημασία είχε η καρδιά. Γερνάει αυτή; Δε γερνάει η
μαγκούφα, κι ας περνάνε τα χρόνια. Δεν πα’ να σου λέει ο καθρέφτης πως δεν είσαι πια για

88
τέτοια; έχει το δικό της τροπάρι η καρδιά και δεν ακούει. Στο κάτω-κάτω, αν ήταν ν’ ακούει το
μυαλό, τότε τι τη θέλαμε; πορευόμασταν μονάχα με το νου, και ήμασταν ήσυχοι. Χωρίς μπερδέ-
ματα. Αλλά τι ζωή θα ήταν αυτή; άνοστο χορτάρι θα ήταν.
Σε καμιά ώρα σηκώθηκε η Φωτούλα να φύγει. Μη γυρίσουν τα παιδιά και την ψάχνουν,
είπε. Κι άμα αργήσει πολύ, τι δικαιολογία να τους πει; Ο Παντελής δεν ήξερε τι να κάνει.
Δηλαδή αυτό ήταν; θα φύγει τώρα και θα ξανακάνει είκοσι χρόνια να τη δει; ήρθε στο μαγαζί
του και κουβέντιασαν λες κι ήταν δυό παλιοί γνωστοί, και τίποτα παραπάνω; Δεν το χώραγε ο
νους του. Όχι δε γίνεται. Δεν μπορεί να γίνει έτσι. Δε θα το αφήσει αυτός, μια φορά υποτάχτηκε
στη μοίρα του, δεύτερη πάει πολύ. Τουλάχιστον να προσπαθήσει, να μη λέει πως έπεσε πάλι
αμαχητί. Έτσι ρώτησε δειλά-δειλά τη Φωτούλα, αν θα μπορεί, κι αν θα θέλει κιόλας, να
ξανάρθει αύριο, σήμερα δεν μπόρεσε να τη φιλοξενήσει όπως πρέπει, με τόσο κόσμο στο
μαγαζί. Την Κυριακή όμως το ‘χει κλειστό το καφενείο, θα μπορέσει να της κάνει το τραπέζι,
να τα πούνε και καλύτερα, με την ησυχία τους. Αυτός πολύ θα το ‘θελε, κι αν το θέλει κι αυτή,
κι αν θα μπορεί κιόλας, δεν ξέρει, να με τα παιδιά δηλαδή. Μέσα του σκεφτόταν πως μπορεί και
να μην έκανε καλά, πώς θα το ‘παιρνε τώρα αυτό, παντρεμένη γυναίκα; Αλλά τι άλλο να ‘κανε;
Και για το καφενείο ψέματα είπε, πως το κλείνει τις Κυριακές, αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό του
‘ρθε στο μυαλό. Κι αυτή η ξαφνική του ιδέα αποδείχτηκε σωτήρια. Η Φωτούλα έμεινε για λίγο
δισταχτική. Και ήθελε και φοβόταν. Είναι σωστό τώρα αυτό; καλά να έρθει να τον δει μια
φορά, αλλά ξανά την άλλη μέρα; Είδε όμως τον Παντελή να κρέμεται από τα χείλη της, το
βλέμμα του όλο προσδοκία, το πήρε απόφαση.
-Άμα τα καταφέρω θα ‘ρθω, είπε, κι η καρδιά του καφετζή αγαλλίασε.
Κανόνισαν πως θα την περιμένει στις δώδεκα, στη στάση του τρόλλεϋ.
-Κι αν δεν έρθεις, είπε ο Παντελής, δεν πειράζει, το καταλαβαίνω πως είναι κομμάτι
δύσκολο.
Το βράδυ που έκλεισε κόλλησε ένα χαρτί στο τζάμι της πόρτας, «ΚΛΕΙΣΤΟΝ ΛΟΓΟ
ΑΣΘΕΝΙΑΣ», και την άλλη μέρα όσοι πήγαν ως εκεί απόρησαν. Άρρωστος ο Παντελής; ποτέ
μέχρι τότε δεν είχε αρρωστήσει. Λες και είχε ανοσία στα πάντα, ούτε γρίπες τον έπιαναν, ούτε
κάν ένα συνάχι, κι ας συναναστρεφόταν τόσο κόσμο κάθε μέρα. Μερικοί κούνησαν και το
κεφάλι, σκέφτηκαν πως ακόμα κι ο Παντελής πήρε να γερνάει.
Όλη νύχτα ύπνος δεν τον κόλλησε τον έρμο. Όλο αμφιβολία ήταν, θα ‘ρθει, δε θα ‘ρθει;
Κι αν έρθει; τι θα γίνει αν έρθει; ακόμα μεγαλύτερη αγωνία, τόσο που στιγμές-στιγμές νόμιζε
πως κατά βάθος ευχόταν να μην έρθει. Καλύτερα να μείνει όπως μέχρι τώρα, με τη γνωστή του
μελαγχολία και απόγνωση, τόσα χρόνια τα είχε συνηθίσει, πώς θα πορευτεί από ‘δω και πέρα
χωρίς αυτά; Αμέσως όμως τρόμαζε, μόνο και που το σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Σηκώθηκε απ’ το
κρεβάτι νωρίς, νύχτα αξημέρωτη, αλλά πού να πάει; στο μαγαζί δεν έπρεπε ούτε να πλησιάσει,
υποτίθεται πως ήταν άρρωστος. Τριγύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί στη γκαρσονιέρα του,
και κάθε τρεις και λίγο κοίταζε το ρολόι. Αυτή η άτιμη η ώρα δεν πέρναγε με τίποτα.
Έντεκα παρά βγήκε στο δρόμο, στις έντεκα ακριβώς βρέθηκε στημένος στη στάση.
Καλύτερα να περιμένει εδώ, να καλύψει κάθε ενδεχόμενο, πού ξέρεις, μπορεί και να ‘ρθει
νωρίτερα. Αυτός οπωσδήποτε πρέπει να είναι παρών, γιατί έτσι και κατέβει και δεν τον βρει,
ποιος ξέρει τι θα βάλει με το νου της. Κι όταν έφτασε δώδεκα και δεν την είδε να κατεβαίνει
απ’ το πρώτο τρόλλεϋ που σταμάτησε, πήρε ν’ απελπίζεται. Ούτε με το επόμενο δρομολόγιο
φάνηκε, και τότε πια η απελπισία τον κυρίεψε. Δε θα έρθει. Κοίταξε το ρολόι του. Δώδεκα και
δέκα. Μπα σε καλό μου, σκέφτηκε, πώς κάνω έτσι. Πάντως ήταν αποφασισμένος να περιμένει.

89
Και μια ώρα άμα χρειαστεί. Δε χρειάστηκε όμως. Σε πέντε λεπτά, να ‘την που κατέβηκε η
Φωτούλα. Τον χαιρέτησε μ’ ένα δισταχτικό χαμόγελο, μια αμηχανία πλανιόταν στον αέρα.
Αλλιώς ήταν χτες στο μαγαζί, υπήρχε κόσμος εκεί, και η παρουσία του διευκόλυνε την
κατάσταση. Τώρα ήταν οι δυό τους, ενώπιος ενωπίω. Δεν ήταν και τόσο εύκολο.
-Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε ο Παντελής.
-Εγώ πού να ξέρω; απάντησε αυτή και σε λίγο πρόσθεσε. Νωρίς είναι για φαγητό, δεν
κάνουμε μια βόλτα; Να μου δείξεις την Αθήνα.
Πήγαν μέχρι την Ομόνοια, να δει η Φωτούλα τα συντριβάνια, και να μάθει πού είναι ο
Μπακάκος. Ανέβηκαν μετά όλη την Πανεπιστημίου σιγά-σιγά. Ο ήλιος έλαμπε, κι η ατμό-
σφαιρα είχε μια γλύκα που σου ζέσταινε την καρδιά. Οι Αλκυονίδες μέρες ήταν στις δόξες τους.
Η αμηχανία του Παντελή υποχώρησε κάπως, την καταπολέμησε με το να εξηγεί τι είναι το ένα,
τι το άλλο, σε ποιο σημείο της πόλης βρίσκονται, πού βγάζει ο κάθε δρόμος. Έφτασαν έτσι
μέχρι το Σύνταγμα, και στάθηκαν για να χαζέψουν τους τσολιάδες και τους τουρίστες που τους
φωτογράφιζαν. Η ώρα πέρασε, κι ο Παντελής πρότεινε να πάνε προς την Πλάκα για φαγητό. Η
Φωτούλα δεν είχε αντίρρηση.
-Όπου θέλεις εσύ, είπε, εγώ δεν ξέρω.
Είχε φύγει πια κι απ’ την ίδια η αρχική συστολή. Τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέ-
λασε, κι ο Παντελής κόντεψε να ζαλιστεί. Το ίδιο χαμόγελο με τότε, τα ίδια φωτεινά μάτια. Δεν
κρατήθηκε, την έπιασε λίγο απ’ το μπράτσο.
-Πόσο όμορφη είσαι !
Το είπε χωρίς να το σκεφτεί, απορώντας μετά κι ο ίδιος με το θάρρος του. Την άφησε
αμέσως, καθώς φοβήθηκε πως το παρά ‘κανε, πώς να, τώρα θα ντραπεί, ή θα φοβηθεί, και θα
φύγει. Αυτή όμως δεν είπε τίποτα, μόνο χαμήλωσε τα βλέφαρα.
Προχώρησαν στη Φιλελλήνων, κι έστριψαν μετά στην Κυδαθηναίων. Στην πλατεία τα
εστιατόρια είχαν βγάλει τραπέζια έξω, κι ας ήταν Γενάρης. Λιγοστοί τουρίστες έτρωγαν κι απο-
λάμβαναν τη λιακάδα. Μερικοί με κοντομάνικα.
-Μωρέ δεν κρυώνουν; αναρωτήθηκε η Φωτούλα.
-Δεν έχουν ανάγκη αυτοί, είπε ο Παντελής με έμφαση, και σαν να καμάρωνε λίγο για
όσα ήξερε. Είναι βόρειοι. Στις πατρίδες τους, τέτοιον καιρό κάνει το κατακαλόκαιρο.
Οι δυό τους πάντως, που δεν ήταν βόρειοι, μπήκαν στο εσωτερικό μιας ταβέρνας.
Σχεδόν άδεια ήταν, έτσι δε δυσκολεύτηκαν να βρουν μια γωνιά ελεύθερη κοντά σε παράθυρο,
για να βλέπουν έξω. Ήρθε ο σερβιτόρος, με λευκό πουκάμισο και παπιγιόν, παράγγειλαν. Εκτός
απ’ το κυρίως πιάτο έδωσε παραγγελιά και για ένα σωρό ακόμα ο Παντελής, σαλατικά και
τυριά και ορεκτικά διάφορα. Και κρασί μπόλικο. Έκανε το τραπέζι στη Φωτούλα βλέπεις, δεν
ήταν ώρα για τσιγγουνιές. Και, τρώγοντας και πίνοντας, λύθηκε τελείως η γλώσσα του, έφυγε
κάθε αμηχανία, πήρε να μιλάει για το ένα και το άλλο, και σταματημό δεν είχε. Σωστή λογο-
διάρροια, περί ανέμων και υδάτων. Κάποια στιγμή μόνο, που έκοψε λίγο να πάρει ανάσα, τον
ρώτησε η Φωτούλα.
-Άστα όλα αυτά και πες μου για σένα. Πώς είσαι, πώς περνάς.
Εδώ κόλλησε λίγο ο καφετζής. Τι να πει γι’ αυτόν; ποια είναι η ζωή του; ζωή ενός μονα-
χικού ανθρώπου, αυτό είναι. Μην κοιτάς τη μέρα, έχει το καφενείο, κόσμος μπαινοβγαίνει,
αυτός πέρα-δώθε στη δουλειά, δεν του φαίνεται. Γνωστός κόσμος οι περισσότεροι, πελάτες.
Αλλά όχι φίλοι, μόλις κλείσει, αυτοί όλοι χάνονται. Και μένει μόνος στη μικρή του γκαρσο-
νιέρα. Άντε να περάσει απ’ το μαγέρικο του μπαρμπα-Γιάννη να φάει. Όλος ο κόσμος τον ξέρει

90
κι εκεί, μόνος τρώει όμως. Από διασκέδαση; έ, πηγαίνει κάνα σινεμά πότε-πότε, τι άλλο; πάλι
μόνος. Γι’ αυτό δίστασε στην αρχή. Τι να πει για τη ζωή του; Αυτή ακριβώς ήταν, μια απέραντη
μοναξιά. Στο τέλος όμως νίκησε το δισταγμό. Βοήθησε και το κρασί, άνοιξε την καρδιά του στη
Φωτούλα. Με το νι και με το σίγμα. Βέβαια δεν τα ‘πε όλα ακριβώς, για παράδειγμα δεν είπε
τίποτα για τη Μελίνα, που όσο να πεις ήταν μια παρηγοριά στη μοναξιά του, αλλά λέγονται
αυτά; σε βασανιστήρια να τον έβαζες, να του ‘βγαζες τα νύχια ή να τον έκαιγες με ζεματιστό
λάδι, τέτοιο πράγμα δε θα το ‘λεγε. Μην κοιτάς που τα ‘πε στον Ηρακλή, άλλο αυτός. Στη
Φωτούλα όμως, ποτέ. Αλλά για τα υπόλοιπα, τίποτα δεν έκρυψε.
-Να φανταστείς, ένα Πάσχα τα μάζεψα απ’ το Μεγάλο Σάββατο και πήγα στη μια
αδερφή μου, στο χωριό της. Δεν μπορώ να πω, μια χαρά με δέχτηκαν και με περιποιήθηκαν, κι
ο γαμπρός μου έδειχνε να χάρηκε, και τ’ ανίψια μου, αλλά εγώ δεν αισθανόμουνα καλά. Λες κι
ήμουν ξένος. Από τότε δεν ξαναπήγα πουθενά, το Πάσχα είναι κλειστό δυό μέρες το μαγαζί, κι
εγώ τριγυρνάω δώθε-κείθε. Τι τα θέλεις, άμα δεν έχει δική του οικογένεια ο άνθρωπος.
-Και, πώς και δεν έκανες οικογένεια;
Η ερώτηση του ‘ρθε αναπάντεχη, αν και θα ‘πρεπε να την περιμένει. Σκέφτηκε καλά για
λίγη ώρα την απάντηση. Στο τέλος την ξεστόμισε.
-Η μόνη που θα μπορούσα να κάνω οικογένεια μαζί της είσαι ‘συ Φωτούλα. Δεν ήταν
τυχερό μας, τέλειωσε. Δεν υπάρχει άλλη για μένα. Το ξέρεις αυτό, μη με ρωτάς λοιπόν.
Και λέγοντάς τα, άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το δικό της. Πού το βρήκε τέτοιο
θάρρος; και πώς έγινε το θαύμα; η Φωτούλα δεν το τράβηξε, τον άφησε να της το κρατάει. Είπε
μόνο.
-Τι τα θέλεις και τα θυμάσαι αυτά Παντελή;
-Νομίζεις θυμάμαι και τίποτ’ άλλο;
Ένα δάκρυ φάνηκε να λαμπυρίζει λίγο στην άκρη του ματιού της. Έτοιμη ήταν κι αυτή
να του ιστορήσει τα δικά της, τα βάσανα που πέρναγε με τον αχαΐρευτο που την πάντρεψαν.
Τον λυπήθηκε όμως, δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει κι άλλο. Του είπε μονάχα πως κι αυτή,
όταν την αρραβώνιασαν ευχόταν να πεθάνει. Τι να κάνει όμως, υπέκυψε στη μοίρα της.
Κράταγε ακόμα το χέρι της ο Παντελής, όταν ζήτησε το λογαριασμό. Βγήκαν απ’ την
ταβέρνα, κι η Φωτούλα πιάστηκε απ’ το μπράτσο του. Προχώρησαν αντίθετα στην πορεία που
είχαν έρθει. Ένιωθε να τον καίει το χέρι της, πάνω απ’ το σακάκι του. Δεν κρατήθηκε άλλο,
γύρισε, την αγκάλιασε, κι εκεί, στη μέση του δρόμου, σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του,
ολοκληρώνοντας το φιλί που είχε μείνει μισό πριν από είκοσι τόσα χρόνια. Η Φωτούλα αφέ-
θηκε χωρίς αντίδραση. Μόνο, όταν ξεκόλλησαν κάποια στιγμή τα χείλη τους, φάνηκε να
ντρέπεται λίγο.
-Ρε Παντελή, μας βλέπει ο κόσμος.
Τι τον ένοιαζε όμως αν τους έβλεπε ο κόσμος; αυτός δεν έβλεπε κανέναν, μόνο εκείνη.
Μόλις έφτασαν στη Φιλελλήνων, σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε. Σε λίγο ήταν οι δυό
τους στη μικρή του γκαρσονιέρα. Ούτε την ακαταστασία, που συνήθως υπήρχε εκεί, έβλεπε. Κι
αν την έβλεπε, σιγά που θα τον απασχολούσαν τώρα τέτοια μικροπράγματα.
Ύστερα από δυό ώρες, η Φωτούλα ήταν ακόμα στο κρεβάτι του Παντελή, και
ακούμπαγε το κεφάλι της στο στήθος του. Κανείς τους δε μίλαγε. Απ’ το μυαλό της πέρναγαν
χίλιες σκέψεις. Τι ήταν αυτό που έγινε; και τι θα γίνει από ‘δω και πέρα; Έπρεπε να τα σκεφτεί,
να τα βάλει σε τάξη. Σίγουρη όμως ήταν για ένα πράγμα. Πως ότι και να ‘γινε, αυτή δε μετά-
νιωνε. Οι στιγμές που έζησε στην αγκαλιά του αγαπημένου της, ήταν οι ομορφότερες της ζωής

91
της. Πρώτη φορά ένιωσε τι θα πει έρωτας και πόση γλύκα έχει. Του αγαπημένου της; παράξενο
που τον σκέφτεται έτσι, αλλά αυτό της ήρθε στο μυαλό. Και γιατί όχι; αυτόν δεν είχε αγαπήσει;
αυτόν και κανέναν άλλον. Μόνο μαζί του θα ήταν ευτυχισμένη. Ας όψεται ο πατέρας της, που
της είχε καταστρέψει αυτή την ευτυχία. Τι ένοιωθε για τον πατέρα της; μακάρι να ‘ξερε. Ένα
διάστημα πάντως, σίγουρα μίσος φώλιαζε στην καρδιά της. Τι άλλο να ήταν αυτό που ένιωθε,
αφού ευχόταν να είχε πεθάνει; τέτοιος σκληρός και άκαρδος που ήταν, αυτό του άξιζε. Ποτέ του
δεν κατάλαβε το κακό που έκανε στην κόρη του. Ακόμα και τώρα, αν μάθαινε τι έγινε σήμερα
με τον Παντελή, ήταν ικανός να τη σκοτώσει. Μέσα της ευχήθηκε για μια στιγμή να γινόταν
κάτι λέει, και να το μάθαινε. Μωρέ έτσι πρέπει, να τα τινάξει όλα στον αέρα και να πάει με τον
Παντελή. Να μάθει ο παλιόγερος, ταμπλάς θα του ‘ρθει. Ναι, αλλά τώρα δεν είναι μόνη της,
έχει οικογένεια, έχει παιδιά. Όλα πρέπει να τα βάλει στη ζυγαριά. Αχ αυτή η ζυγαριά, άτιμο
πράγμα, καλύτερα να μην υπήρχε. Έλα όμως που δε γίνεται να ξεφύγεις, δε σ’ αφήνει η
μαγκούφα η κοινωνία. Κι η Φωτούλα έτσι είχε μάθει, έτσι τη μεγάλωσαν, δεν μπορείς ν’ αγνο-
ήσεις την κοινωνία. Με το που θυμήθηκε τα παιδιά, κοίταξε το ρολόι της κι αναστέναξε. Πρέπει
να γυρίσει, πολλές ώρες λείπει. Τους είχε πει πως θα πήγαινε να βρει μια παλιά της φιλενάδα,
απ’ τα παιδικά της χρόνια στο χωριό, που τώρα μένει στην Αθήνα. Πού να φανταστούν κι αυτά,
πως η παλιά φιλενάδα, ήταν γκόμενος. Σκοτείνιασε λίγο που της ήρθε στο μυαλό τέτοια λέξη.
Τέτοια της έλεγε ο άντρας της και δεν της άρεσε. Όσο και να μην της άρεσε όμως, τώρα έπρεπε
να το παραδεχτεί πως ήταν αλήθεια. Ήταν όμως γκόμενος ο Παντελής; ωραία, βρέθηκε στην
αγκαλιά του, κάποια στιγμή που το ‘φεραν οι περιστάσεις. Θα συνεχιστεί αυτό όμως; ούτε που
ήξερε κι αν το θέλει, αλλά ας πούμε ότι το θέλει. Εντάξει, όχι ας πούμε, το θέλει. Πώς όμως θα
μπορούσε να γίνει; Δύσκολο το ‘βλεπε. Ας μην κάνει όνειρα λοιπόν, ωραία ήταν σήμερα, αλλά
για παρακάτω, τρέχα γύρευε τι ξημερώνει.
Τραβήχτηκε τότε απ’ την αγκαλιά του Παντελή. Ώρα να φεύγω, είπε και σηκώθηκε. Με
έκπληξη συνειδητοποίησε πως δεν την ένοιαζε που ήταν γυμνή. Παράξενο πράγμα, αυτή, και
μπροστά στον άντρα της ακόμα, ντρεπόταν. Ίσως άλλη μια απόδειξη ότι αυτός είναι ο
άνθρωπός μου, σκέφτηκε. Ντύθηκε σιγά-σιγά, περιμένοντας να δει τι θα πει ο Παντελής. Αυτός
όμως δε μίλαγε. Με μισόκλειστα μάτια την παρακολουθούσε. Έβλεπε τώρα το στήθος της που,
όσο να πεις, ήταν πεσμένο, την κάπως ζαρωμένη κοιλιά. Οι γέννες θα φταίνε, σκέφτηκε, μπορεί
και η σκληρή δουλειά. Ούτε της Μελίνας δεν ήταν έτσι, κι ας ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια
μεγαλύτερη. Αν την είχε αυτός τη Φωτούλα, δε θα την άφηνε να τσακίζεται. Δεν την έχει όμως.
Θα φύγει τώρα, και, κύριος οίδε, αν και πότε θα την ξαναδεί. Όχι χωρίς να παραξενευτεί, δια-
πίστωσε πως δεν τον τρόμαζε αυτό. Δεν τον έπιανε απελπισία, όπως θα ‘πρεπε. Ότι είναι
γραφτό, σκέφτηκε, και σηκώθηκε κι αυτός. Έπρεπε να τη συνοδέψει, να τη βάλει στο τρόλλεϋ.
Καθώς ντυνόταν, ρώτησε μόνο.
-Πότε θα σε ξαναδώ;
Η Φωτούλα αναστέναξε.
-Ποιος ξέρει Παντελή μου. Αν καμιά φορά καταφέρω να ξανά ‘ρθω στην Αθήνα, τότε
θα σε ‘δω οπωσδήποτε. Ο κόσμος να χαλάσει.
Ο Παντελής δεν την πήγε στο τρόλλεϋ τη Φωτούλα. Σταμάτησε ένα ταξί, μπήκε κι
αυτός μέσα και τη συνόδεψε μέχρι την Κολιάτσου. Σε όλη τη διαδρομή της κράταγε το χέρι.
Κατέβηκαν παρέα, έφτασαν μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας που έμεναν τα παιδιά της.
Έριξε μια κλεφτή ματιά γύρω του, τη φίλησε στα πεταχτά και την άφησε να βγάλει τα κλειδιά

92
που της είχε δώσει ο ένας γιός. Στην πόρτα γύρισε και τον κοίταξε για μια στιγμή, του χαμο-
γέλασε θλιμμένα και μπήκε μέσα.

-Ώστε έτσι λοιπόν μπαγάσα, είπε ο Ηρακλής. Και τώρα τι σκέφτεσαι να κάνεις; θα τη
βάλεις να χωρίσει απ’ τον άντρα της;
-Όχι βέβαια, απάντησε ο Παντελής, με μια σιγουριά που δεν την περίμενε ο γέροντας.
Δεν έχω τέτοιο σκοπό, κάθε άλλο. Θες πίστεψέ το, θες μην το πιστεύεις μπάρμπα, ούτε που με
νοιάζει τι θα γίνει από ‘δω και πέρα. Καρφί δε μου καίγεται πια. Λες και δεν είμαι εγώ που
έλιωνα τόσα χρόνια. Που δε σκεφτόμουνα τίποτα άλλο, παρά, γιατί να χάσω τη Φωτούλα.
Τώρα, όσο περνάνε οι μέρες, τόσο και πιο αδιάφορο μου γίνεται, πώς να στο πω, ένα πράμα σαν
να μου πέρασε ο καημός μια και καλή.
Έμεινε με ανοιχτό το στόμα ο Ηρακλής. Τι σου είναι ο άνθρωπος, θα συλλογιζόταν άμα
ήταν απ’ αυτούς που συνηθίζουν να φιλοσοφούν πάνω στα γεγονότα. Μυστήριο πλάσμα.
Μπορεί να έχει ένα πάθος που να το κουβαλάει χρόνια, θέλεις έρωτας είναι αυτό, θέλεις μίσος,
θέλεις μια ιδέα που να του ‘χει γίνει εμμονή, κάτι που τον βασανίζει τέλος πάντων και του
τριβελίζει την ψυχή, δεν ξεκολλάει ο νους του από ‘κει, μέρα και νύχτα. Και να σου, έρχεται
κάποτε η κρίσιμη στιγμή, κάτι συμβαίνει και πάει, φεύγουν όλα, καθαρίζει το μυαλό του απ’
την εμμονή, γαληνεύει η ψυχή του, απαλλάσσεται. Μπορεί και να μη συμβεί κάτι, αλλά έτσι
ξαφνικά, να διαπιστώσει μια ωραία στιγμή πως του πέρασε το «βάσανο», είναι ελεύθερος.
Ο Ηρακλής όμως δεν ήταν απ’ αυτούς που το φιλοσοφούν και τόσο. Το πολύ-πολύ να
σκέφτηκε πως όλος ο καημός του Παντελή τόσα χρόνια ήταν ψεύτικος, μια ιδέα του ήταν, που
του ‘χε καρφωθεί στο μυαλό και την κουβάλαγε, έτσι, από πείσμα. Σηκώθηκε λοιπόν να φύγει,
μιας και η ώρα είχε περάσει και πείνασε. Μετά το φαγητό είχε κατά νου να πάει να δει το
Θανάση. Όταν όμως μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο, αντί για τον αριθμό του φίλου του, σχη-
μάτισε αυτόν της Μελίνας. Με όσα είχε ακούσει, για άλλα πράγματα είχε διάθεση τώρα. Ο
Θανάσης δε θα πήγαινε πουθενά, μια χαρά θα μπορούσε να τον επισκεφτεί κι αργότερα.

93
- 11 -

Ο διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας Χαλανδρίου καθόταν στο γραφείο του, λες και
καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Γυρόφερνε συνέχεια στο μυαλό του τη ληστεία στο ψιλι-
κατζίδικο και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήταν καινούργιος στην περιοχή, κι αυτή ήταν η
πρώτη σημαντική υπόθεση που του ‘λαχε καθώς ανέλαβε διοικητής. Ληστεία μετά φόνου, όχι
ψιλοπράγματα. Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται πως δε θα τη βγάλει πέρα, μέχρι τώρα όμως δεν
υπήρχε φως. Είχε ακολουθήσει όλους τους κανόνες που ήξερε για τέτοιες περιστάσεις, ότι είχε
μάθει τόσο στη σχολή, όσο και στην πολύχρονη πορεία του στην υπηρεσία. Έβαλε κι έψαξαν
σπιθαμή προς σπιθαμή το μαγαζί για κάποιο στοιχείο, μάζεψε με το τσουβάλι κάθε «εν
δυνάμει» ύποπτο και τον ανέκρινε, πήρε κατάθεση από γείτονες, από συγγενείς, από φίλους του
θύματος. Τίποτα, ούτε ίχνος.
Μπροστά του είχε το φάκελο με τα στοιχεία. Τον άνοιξε κι έριξε πάλι μια ματιά σε όσα
είπαν στην κατάθεσή τους τα γνωστά κλεφτρόνια που «προσήχθησαν». Ο ίδιος χαβάς από
όλους, δεν ξέρουμε. Τους έφερνε στο νου του έναν-έναν, όπως τους ανέκρινε. Δεν έγινε από
δικούς μας, του είπαν ένας-δυό εμπιστευτικά, αλλά αυτό δε γράφτηκε στην επίσημη κατάθεση.
Πώς διάολο, ήρθαν από άλλη περιοχή σε ξένα χωράφια; κι αυτοί εδώ το δέχτηκαν; Γιατί δε μου
τον δίνετε, να γλιτώσετε κι εσείς από δαύτον, αφού δεν είναι δικός σας; Επέμεναν ότι δεν
ξέρουν. Μπα, δεν μπορεί, κάτι θα ‘χει πάρει το αυτί τους, αλλά δε μιλάνε, σκέφτηκε. Πρέπει να
πιεστούν περισσότερο. Έτσι κι αλλιώς η έρευνα ήταν σε αδιέξοδο, κάτι έπρεπε να κάνει.
Κάλεσε τότε τον αστυνομικό του γραφείου του, και του έδωσε εντολή να ξαναφέρουν έναν-
έναν τους προσαχθέντες. Πρώτον απ’ όλους εκείνον τον Μπάμπη. Αυτός είχε αφήσει κάτι υπο-
νοούμενα, ότι μπορεί και να καταφέρει να μάθει κάτι. Δεν είχε βέβαια υποσχεθεί τίποτα, ούτε
πως θα μάθει, ούτε και πως θα τους δώσει. Έτσι στον αέρα το πέταξε, αυτές οι κουφάλες απ’
την Καλογρέζα δεν είναι εντάξει, είχε πει, αλλά πού θα μου πάνε; Φως φανάρι, κάτι είχε στο
μυαλό του. Ας ξανάρθει λοιπόν στο τμήμα, όλο και κάτι μπορεί να βγει.
Ο διοικητής συνέχισε να ψάχνει το φάκελο. Έβγαλε την κατάθεση της αδερφής του
θύματος. Δεν είχε εχθρούς ο αδερφός μου, είχε καταθέσει. Ένα μαγαζάκι κράταγε, δεν πείραζε
κανέναν. Παρακάτω είχε προσθέσει. Ήταν και λίγο γυναικάς, αλλά τι σημασία έχει τώρα πια;
Τη ρώτησε αν είχαν γίνει τίποτα φασαρίες για καμιά γυναίκα. Όχι, δε είχε καταλάβει κάτι
τέτοιο. Τότε, πώς της ήρθε να το πει; Κάτι θα υπήρχε, κάπως θα έγινε ο συνειρμός στο μυαλό
της, χωρίς ίσως κι η ίδια να το καταλαβαίνει. Το ερεύνησε το θέμα ο διοικητής, ρώτησε τους
συγγενείς. Η αδερφή του θύματος ήταν κορίτσι για σπίτι, δεν ήξερε από νυχτοπερπατήματα και
γκομενιλίκια, είπαν όλοι. Σχεδόν γεροντοκόρη. Κι όλο έλεγε πως οι άντρες είναι προνομιούχοι,
κάνουν ότι θέλουν χωρίς να τους κατηγοράει κανένας. Ίσια-ίσια, όσο πιο πολλές γκόμενες έχει
κάποιος, τόσο πιο μάγκα τον λένε. Να, σαν τον αδερφό της για παράδειγμα. Για το ίδιο πράγμα
όμως, τις γυναίκες τις λένε τσούλες. Τέτοια έλεγε η αδερφή του Σάκη, είπαν οι συγγενείς.
Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ο διοικητής πως ήταν άσχετη με το φόνο η αναφορά στην

94
ερωτική ζωή του θύματος. Ένα παράπονο που βγήκε από μέσα της ήταν, ένας καημός. Ποτέ δεν
ξέρεις όμως, ας το ‘χουμε στο μυαλό μας, σκέφτηκε, όλα μπορεί να έχουν τη σημασία τους.
Ύστερα από ώρα του έφεραν τον Μπάμπη, τον επιλεγόμενο στην πιάτσα και Γύφτο.
Βέρος ντόπιος ήταν, Αρβανίτης, κύριος οίδε όμως γιατί, το χρώμα του ήταν σκούρο. Έτσι του
κόλλησαν το παρατσούκλι. Τον κάθισε στην καρέκλα απέναντί του και ρώτησε αν θέλει καφέ.
Ο Γύφτος παραξενεύτηκε. Κοίταξε πίσω του, νόμισε για μια στιγμή πως κάποιον άλλο ρωτάει.
Δεν είδε κανέναν όμως και κατάλαβε πως γι’ αυτόν ήταν η ερώτηση. Πολύ μελιστάλαχτος είναι
ο διοικητής, φως φανάρι, τραβάει ζόρια. Φόρεσε τότε κι αυτός το ευγενικό του χαμόγελο.
-Έ, αφού έχετε την καλοσύνη κύριε διοικητά, δε θα έλεγα όχι για ένα καφεδάκι. Να μη
σας προσβάλω κιόλας.
Ορίστε, σκέφτηκε μέσα του ο διοικητής. Μας δουλεύει κι από πάνω ο Γύφτος. Να του
αστράψω δυό χαστούκια, να δει τι καλοσύνη έχω. Πού είναι όμως εκείνες οι εποχές, που όχι
μόνο τα χαστούκια αλλά και οι κλωτσιές και ότι άλλο ήθελες επιτρεπόταν, να μην πω ήταν επι-
βεβλημένο κιόλας, χωρίς αυτά δεν υπήρχε ανάκριση σε τέτοια ρεμάλια. Τώρα πρέπει να το
σκεφτώ δυό φορές, με τούτη την καινούργια κυβέρνηση δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, έχουμε
χάσει τις βεβαιότητες μας, τα στάνταρ που ξέραμε βρε αδερφέ. Μέχρι να δούμε που θα το πάει
το πράγμα, ας κρατάμε πισινή, όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά. Γιατί, πώς να το
κάνουμε, ήταν αξιωματικός καριέρας ο κύριος διοικητής. Είχε βλέψεις για ψηλά. Κι αν είχε
μάθει κάτι καλά στην υπηρεσία, ήταν πως, καριέρα, χωρίς να τα ‘χεις καλά με τους πάρα πάνω,
δεν υπάρχει. Οπωσδήποτε χρειάζονται και προσόντα, αλλά δε φτάνουν. Τόσους και τόσους είχε
δει, που είχαν πολλά προσόντα, αλλά τερμάτισαν νωρίς τη διαδρομή τους. Γιατί δεν είχαν το
κυριότερο προσόν, δεν ήταν, πώς να το πούμε, ευέλικτοι. Χωρίς αυτό, προκοπή δε γίνεται.
Πρέπει να έχεις τη δυνατότητα ελιγμών, να προσαρμόζεσαι στις συνθήκες. Και τις συνθήκες τις
καθορίζει κάθε φορά η πολιτική ηγεσία. Αυτό δα, το ξέρουν και οι πέτρες. Γι’ αυτό, κάθε
πράγμα που έκανε, το σκεφτόταν καλά, δεν ήθελε να κάνει κάποιο λάθος που θα το ‘βρισκε
μετά μπροστά του. Ένα σωρό καραδοκούν και σε ξεσκονίζουν, ψάχνουν να βρουν το παρα-
μικρό ψεγάδι, ένα στραβοπάτημα, κάτι τέλος πάντων, για να το χρησιμοποιήσουν μετά και να
σε φάνε στη στροφή. Κράτησε λοιπόν την ψυχραιμία του, έκανε πως δεν κατάλαβε την ψιλο-
ειρωνία και παράγγειλε τον καφέ για το Γύφτο. Κι έναν δεύτερο για τον εαυτό του. Έβγαλε και
τσιγάρο να κεράσει τον «επισκέπτη» του.
-Λοιπόν Μπάμπη, θα μου πεις τώρα πού ήσουνα το βράδυ εκείνο;
-Ποιο βράδυ; έκανε πως δεν κατάλαβε ο άλλος.
-Ξέρεις καλά για ποιο βράδυ μιλάω. Για τη ληστεία στο ψιλικατζίδικο λέω, και μη μου
κάνεις εμένα το χαζό.
-Μα σας το είπα κύριε διοικητά, από νωρίς ήμουνα στα σφαιριστήρια του Ελευθερίου,
πάλι να τα λέω; δεν καταλαβαίνω, αν δε με πιστεύετε ρωτήστε, ένα σωρό κόσμος με είδαν εκεί,
μπορούν να το βεβαιώσουν.
-Ποιοι να το βεβαιώσουν; τα ρεμάλια σαν και σένα;
-Με προσβάλετε τώρα κύριε διοικητά.
-Ναι, σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου. Κι αν σου πω πως υπάρχει άνθρωπος που
κατέθεσε ότι το βράδυ εκείνο σε είδε εκεί γύρω στο ψιλικατζίδικο;
-Παλιό το κόλπο κύριε διοικητά, μη ρίχνεις άδεια για να πιάσεις γεμάτα. Στον Μπάμπη;
δεν κάνει. Αποκλείεται να υπάρχει τέτοια κατάθεση, κι αν υπάρχει, λέει ψέματα. Κάποιος
εχθρός μου είναι, που θέλει να με κάψει.

95
-Ότι και να ‘ναι, μπορώ να τη χρησιμοποιήσω και να σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί.
Ξέρεις ρε τι θα πει ληστεία μετά φόνου; θα σε χώσουν μέσα για όλη σου τη ζωή.
-Κύριε διοικητά, είναι άδικο και το ξέρεις. Εμείς δεν είμαστε φονιάδες. Δε λέω ότι
είμαστε αγγέλοι, αλλά φονιάδες δεν είμαστε.
-Αυτά να τα πεις στον ανακριτή. Νομίζεις θα σε πιστέψει κανένας; μόλις δουν το
ποινικό σου μητρώο, αφορμή θα ψάχνουν για να στα φορτώσουν όλα.
Ήρθε ο καφές, ρούφηξαν και οι δυό από μια γουλιά, άναψαν δεύτερο τσιγάρο. Καθένας
απ’ τα δικά του αυτή τη φορά. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, μέχρι που ο διοικητής ξαναρώτησε.
-Λοιπόν;
-Τι λοιπόν;
-Θα μου πεις ποιος το ‘κανε, ή θα σε στείλω αδιάβαστο;
Ο Γύφτος έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι, χωρίς να το τελειώσει.
-Κύριε διοικητά, σου είπα πως δεν ξέρω. Αλλά πες πως ήξερα, με τα σωστά σου
πιστεύεις πως θα σου έλεγα; Γύφτος και καρφί γίνεται; δε γίνεται.
Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και συμπλήρωσε.
-Το ξέρεις κι εσύ πως άδικα με τραβολογάς. Μπορώ να πηγαίνω τώρα;
Ο διοικητής ξεφύσηξε.
-Πήγαινε, αλλά δεν τελειώσαμε. Θα τα ξαναπούμε σύντομα.
Σε δυό μέρες, ξανάφεραν το Γύφτο στην ασφάλεια. Αυτή τη φορά τον πήγαν κατ’
ευθείαν στα υπόγεια, κι ο διοικητής του το ξεκαθάρισε, αν δε μαρτυρήσει ποιος το έκανε, δεν
πρόκειται να βγει ζωντανός από ‘κει. Είχε εν τω μεταξύ μιλήσει με τους ανωτέρους του, που
μόλις είχαν τοποθετηθεί στις θέσεις τους, άρα ήταν το δίχως άλλο κυβερνητικοί και ήξεραν. Ότι
του έλεγαν θα έκανε λοιπόν, και θα είχε την κάλυψή τους. Έχω κάποιον που φαίνεται πως κάτι
ξέρει, είπε, όχι φαίνεται, σίγουρα θα ξέρει, αυτός ελέγχει τα κλεφτρόνια στην περιοχή εδώ.
Αλλά δεν ξέρω πώς να τον χειριστώ, πόσο να τον πιέσω δηλαδή, καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Απόρησαν οι ανώτεροι, δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς δεν ξέρει. Τι μάθαινε τόσα χρόνια που
είναι στο σώμα; αν δεν ξέρει, κακώς είναι διοικητής τμήματος. Ε, να, η καινούργια κυβέρνηση
λέει και ξαναλέει για εκδημοκρατισμό των σωμάτων και διάφορα τέτοια. Και πάλι απόρησαν οι
ανώτεροι, πού κολλάει αυτό με τον, πώς τον είπες, το Γύφτο; Του το ξεκαθάρισαν λοιπόν, εκδη-
μοκρατισμός δε σημαίνει πως η αστυνομία θα ευνουχιστεί. Τι διάολο, θα καταργήσει τις
μεθόδους που την κάνουν αποτελεσματική; α, όλα κι όλα, αυτό θα είναι η διάλυση του
σώματος, και η καινούργια κυβέρνηση δεν ήρθε για να διαλύσει, αλλά για να χτίσει. Μη
μπλέκει λοιπόν τα πράγματα, ο εκδημοκρατισμός έχει να κάνει μ’ αυτά που έλεγαν κοινωνικά
φρονήματα, και διάφορες τέτοιες αηδίες. Κι αυτά ως ένα σημείο, δε θα σβηστούν τα πάντα. Για
τα υπόλοιπα δεν αλλάζει τίποτα. Μόνο διακριτικότητα χρειάζεται, πάντα χρειαζόταν αυτό όμως,
εντάξει; Εντάξει, κατάλαβε ο διοικητής. Το ήθελε όμως αυτό το ξεκαθάρισμα, να ξέρει την
πορεία που θ’ ακολουθούσε στο εξής.
Έτσι λοιπόν κατέβασε τον «ύποπτο» στο υπόγειο κι άρχισε «συστηματική» ανάκριση.
Από εκείνο το μπουντρούμι εκεί κάτω, ότι και να γινόταν, κανένας δεν έπαιρνε είδηση. Είχαν
φράξει και τις σκάλες με διπλές πόρτες, ούτε κιχ δεν ακουγόταν. Ο έρμος ο Γύφτος, παρ’ όλη τη
σημαντική του «καριέρα», πρώτη του φορά κατέβαινε εκεί, κι ακούγοντας τις πόρτες να
κλείνουν πίσω του, τον έζωσαν τα φίδια. Πίστευε πως ήταν γενναίος, αλλά, άλλο να το
πιστεύεις, άλλο να το δοκιμάσεις στην πράξη, εδώ πέρα τα πράγματα ήταν αλλιώτικα. Έτσι,
μόλις ξεκίνησαν οι βιαιότητες, άρχισε να το ξανασκέφτεται. Στο κάτω-κάτω, τι ήθελαν απ’

96
αυτόν; μια πληροφορία που να τους δίνει κάποιο φως. Να την πληρώνει λοιπόν αυτός για
άλλους; και μάλιστα ξένους; γιατί αν ήταν για τους δικούς του, δεν το συζήταγε, λέξη δε θα του
‘παιρναν, ακόμα κι αν τον σκότωναν στο ξύλο. Ήταν θέμα τιμής. Και θέμα αυτοπροστασίας
βέβαια, γιατί έτσι και μάθαιναν πως τους κάρφωσε, θα τον σκότωναν αυτοί. Τώρα όμως δεν
έμπαινε τέτοιο πρόβλημα. Είχαν φτάσει στ’ αυτιά του οι κατάλληλες πληροφορίες. Τη δουλειά
την είχαν κάνει ξένοι, άσχετοι με την περιοχή. Ούτε καν εκείνοι της Καλογρέζας, που τους είχε
υποπτευθεί στην αρχή. Και μάλιστα οι πληροφορίες έλεγαν πως ήταν παράξενη δουλειά. Αυτοί
δεν ήρθαν για να χτυπήσουν την περιοχή. Μόνο για το ψιλικατζίδικο, και μετά εξαφανίστηκαν.
Περίεργο δεν ήταν; νέες καταστάσεις, που δεν τις καταλάβαινε. Τι σκοτούρα λοιπόν είχε να
τους καλύπτει; και να κάτσει να του στραπατσάρουν οι μπάτσοι την ωραία του μούρη; γιατί,
μαύρη-ξεμαύρη, αυτός ήταν περήφανος για τη μούρη του. Άλλωστε το αποδείκνυε η επιτυχία
του στις γυναίκες. Όχι πως να το παινευτεί, αλλά μάτσο τις είχε τις γκόμενες. Καμία δεν του
χάλαγε το χατήρι. Απ’ την άλλη όμως, να συνεργαστεί ο Μπάμπης με τη μπατσαρία; δεν του
πήγαινε. Ήταν ζήτημα αρχών. Για ένα φιλότιμο ζούμε, πώς να το κάνουμε. Το σκέφτεσαι να το
μάθουν στην πιάτσα; θα χάσει την εμπιστοσύνη, πάει τέλειωσε. Λίγο το ‘χεις αυτό;
Τέτοια διλλήματα τον βασάνιζαν τον Μπάμπη, όταν κατέβηκε ο διοικητής στο υπόγειο.
Πήγε κοντά του και στάθηκε. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Τα
παιδιά είχαν κάνει καλή δουλειά, επιστημονική, πουθενά δε φαίνονταν τα σημάδια απ’ την
«περιποίηση». Χωρίς να μπορεί να κρύψει την ειρωνεία, ρώτησε.
-Πώς είσαι Μπάμπη; μια χαρά σε βλέπω.
Ο Γύφτος έκανε μια προσπάθεια να την πάει στον ίδιο τόνο την κουβέντα.
-Καλά κύριε διοικητά, ευχαριστώ. Τα παιδιά από ‘δώ με περιποιούνται, δεν έχω
παράπονο.
Σήκωσε το βλέμμα του. Όσο κι αν προσπάθησε να το καλαμπουρίσει, ο διοικητής είδε
μέσα σ’ αυτό το φόβο. Το ήξερε αυτό το βλέμμα, τόσα και τόσα είχε δει στη ζωή του. Εδώ
είμαστε, σκέφτηκε, όπου να ‘ναι θα κελαηδήσει. Έσκυψε και πλησίασε το πρόσωπό του στο
δικό του. Η φωνή του έγινε ζεστή, πατρική θα έλεγες.
-Ρε χαμένε, τι κάθεσαι και παριστάνεις εδώ πέρα; τον ήρωα; αφού στο τέλος θα μάθουμε
αυτό που θέλουμε. Πες τα λοιπόν μιαν ώρα αρχύτερα να ξεμπερδεύεις.
Ο Μπάμπης έκανε μια τελευταία προσπάθεια αντίστασης, έτσι για την τιμή των όπλων.
-Αφού σου έχω πει κύριε διοικητά, δεν ξέρω τίποτα.
-Αυτό θα το δούμε, απάντησε ο διοικητής κι έφυγε, κάνοντας νεύμα να συνεχίσουν.
Όταν σε μισή ώρα κατέβηκε πάλι, είδε καθαρά πως είχε έρθει η στιγμή. Ούτε να
σηκώσει το κεφάλι του δεν είχε κουράγιο ο ανακρινόμενος. Έκανε νόημα στους άλλους να τον
αφήσουν μόνο μαζί του. Ήταν κι αυτό στο παιγνίδι, να αισθανθεί κάποια ασφάλεια, δήθεν ότι
να, κανένας δε σ’ ακούει, ότι πεις θα μείνει μεταξύ μας. Πήρε τώρα μια καρέκλα, κάθισε δίπλα
του, έβγαλε τσιγάρο και του πρόσφερε. Το πήρε με τρεμάμενα χέρια. Του το άναψε ο διοικητής
και τον άφησε λίγη ώρα, να κατεβάσει μια-δυό ρουφηξιές, να συνεφέρει. Όταν τον είδε μια
σταλιά καλμαρισμένο, ρώτησε.
-Λοιπόν; μήπως έχεις κάτι να μου πεις; λέω ρε παιδί μου, μήπως θυμήθηκες κάτι που το
είχες ακούσει, αλλά το ξέχναγες μέχρι τώρα.
Σχεδόν τον λυπήθηκε το Γύφτο, όταν είδε το κουρασμένο και απελπισμένο βλέμμα του.
-Όπως σου έχω πει κύριε διοικητά δεν το ‘χουν κάνει δικοί μας. Άμα τον ήξερα λοιπόν
θα σου ‘λεγα το όνομα, γιατί να χαλάμε τις καρδιές μας, εγώ θέλω να τα ‘χω καλά με την

97
αστυνομία. Μόνο να, κάτι περίεργα πήρε το αυτί μου, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να δώσω βάση,
δεν ήταν τόσο έμπιστος αυτός που τα ‘λεγε, καταλαβαίνεις τώρα.
-Εγώ θ’ αποφασίσω αν έχουν βάση. Πες μου τι άκουσες.
Έτσι μίλησε ο Μπάμπης για κάποιον τύπο που ήρθε από αλλού, μάλλον από νότια
προάστια άκουσε, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουροι αυτοί που το είπαν. Κι απ’ ότι φαίνεται,
αυτοί εκεί κάτω δεν ήταν μπουκαδόροι, άλλου είδους συμμορίες ήταν.
-Σαν να λέμε, τι είδους;
-Πού να ξέρω, οργανωμένες σαν τη μαφία, λέει, προστασίες, φονικά, ναρκωτικά, τέτοια.
Πάει χάλασε ο κόσμος, ούτε που ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Νέα ήθη, όπως λένε, άγρια
πράγματα.
Και πρόσθεσε με κάποια μελαγχολία.
-Δεν είναι για μας αυτά, αλλιώς είμαστε μαθημένοι. Να το δεις κύριε διοικητά, μακάρι
να βγω ψεύτης, αλλά φοβάμαι πως θα βρεθούμε στην απ’ έξω, δε θα μας χωράει πια η πιάτσα.
Ο διοικητής είδε πως δεν είχε κάτι παραπάνω να βγάλει από τούτον εδώ. Δεν κατα-
λάβαινε μόνο γιατί τόσο καιρό δε μίλαγε, κι έπρεπε πρώτα να τον καταχεριάσουν. Ίσως και να
φοβόταν, να κράταγε πισινή, μιας και ήταν έξω απ’ τον έλεγχό του αυτά τα «νέα ήθη». Το ‘πε
και μόνος του, δεν ήξερε τι του ξημερώνει. Άλλη εξήγηση δεν έβλεπε. Δεν ήταν πρόβλημα του
διοικητή όμως αυτό, ας το ‘λυνε ο Γύφτος κι οι όμοιοί του. Σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα,
έβαλε μέσα τους δικούς του. Συμμαζέψτε τον κι αφήστε τον να φύγει, είπε, κι ανέβηκε στο
γραφείο του. Ήθελε να σκεφτεί τι θα κάνει από ‘δω και πέρα. Συμμορίες απ’ τα νότια προάστια;
και γιατί ήρθαν εδώ; για να ληστέψουν ένα ψιλικατζίδικο; όχι βέβαια. Κάποιος τους έφερε. Και
γιατί τους έφερε; να σκοτώσουν έναν ψιλικατζή; τι είχε κάνει για ν’ αξίζει να πεθάνει; Έπρεπε
να βάλει την έρευνα σε νέα βάση.
Τα λαγωνικά του τμήματος ασφαλείας Χαλανδρίου πήραν πάλι σβάρνα όλα τα μαγαζιά
γύρω απ’ το ψιλικατζίδικο, ακόμα και τα σπίτια που ήταν πάνω απ’ τα μαγαζιά. Όχι μόνο τα
κοντινά του, αλλά κι αυτά που ήταν πάρα πέρα, σε μια μεγαλούτσικη ακτίνα. Ρώταγαν μ’ επιμο-
νή, ποιοι ήξεραν το μακαρίτη το Σάκη, αν είχαν δει κάτι που να τους κίνησε την περιέργεια, όχι
μόνο τη μέρα του φόνου, γενικά, για όλη τη συμπεριφορά του και τις κινήσεις του. Τους ξεσκό-
νισαν όλους, τους ζήτησαν να το σκεφτούν ξανά και ξανά, αν θυμηθούν το παραμικρό να μη δι-
στάσουν να τους ειδοποιήσουν, ότι και να ‘ταν αυτό, όσο και να τους φαινόταν άνευ λόγου και
σημασίας. Ποτέ δεν ξέρεις, όλα μπορούν να έχουν τη σημασία τους. Έφτασαν έτσι και στο
ζαχαροπλαστείο «ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ». Όχι, ο κυρ-Αλέκος δεν είχε δει κάτι, είπε όμως
να ρωτήσει και τη γυναίκα του, κι άμα θυμηθούν οτιδήποτε θα τους το πει. Κι όταν ξανα-
πέρασαν σε δυό μέρες, πάλι δεν είχε θυμηθεί κάτι, κάτι που να ‘ναι συγκεκριμένο δηλαδή, μόνο
που να, και δεν ήξερε αν είχε σημασία δηλαδή, αλλά πολύ γκομενιάρης ήταν ο μακαρίτης. Αυτό
μόνο, και, μετά από κάποιο δισταγμό, πρόσθεσε.
-Και κάτι ακόμα, δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, μπορεί και να κάνω λάθος δηλαδή.
Ο αστυνομικός τον ενθάρρυνε να συνεχίσει, δεν έχει σημασία αν κάνει λάθος, αυτοί θα
το αξιολογήσουν.
-Να, έχω την εντύπωση πως μερικές απ’ αυτές που σαλιάριζαν μαζί του ήταν και
παντρεμένες, όχι πως τις γνώριζα δηλαδή, αλλά τέτοια εντύπωση μου έδιναν. Δεν ξέρω, έτσι
έδειχναν δηλαδή.
Αυτά είπε ο κυρ-Αλέκος, δεν πήγε πάρα πέρα, να πει και τα ονόματα που είχε κατά νου.
Το σκέφτηκε καλά το ζήτημα απ’ την προηγούμενη, η αλήθεια είναι πως είχε μπει στον πειρα-

98
σμό να το κάνει, αλλά στο τέλος αποφάσισε πως δεν πρέπει, δεν είναι δική του δουλειά να το
τραβήξει τόσο. Ντρεπόταν και τον Ηρακλή, τι θα του ‘λεγε έτσι κι έφταναν στ’ αυτιά του όλα
τούτα; δε θα του ζήταγε το λόγο ο γέροντας, που ‘βγαλε στις ρούγες την οικογένειά του; ο ίδιος
ο κυρ-Αλέκος δεν ήταν που του ‘χε πει πως τα περσινά του λόγια ήταν σαχλαμάρες; Γι αυτό και
ήταν μετρημένες οι κουβέντες του, αυτός έδωσε την ιδέα, άναψε τη σπίθα που λένε, από ‘κει
και πέρα ας κάνει τη δουλειά της η αστυνομία να βρει την άκρη. Άλλωστε μπορεί στ’ αλήθεια
να μην είχε καμιά σχέση με το φόνο το γεγονός. Αυτό ήταν και το πιθανότερο δηλαδή, κανο-
νικά δε θα ‘πρεπε να το αναφέρει καθόλου, αλλά οι αστυνομικοί είπαν ότι και να σας έρθει στο
μυαλό να μας το πείτε, έχει δεν έχει σημασία. Και του κυρ-Αλέκου δεν του ήρθε τώρα στο
μυαλό αυτή η σκέψη, συνέχεια τον τριγύριζε. Δεν μπορούσε λοιπόν να τη θάψει, δε θα είχε
κάνει το καθήκον του σαν πολίτης τότε. Όχι, όσο το σκέφτεται, τόσο βρίσκει πως μια χαρά το
χειρίστηκε το θέμα. Και θα έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του, ένα μεγάλο μπράβο ίσως, αλλά
ήταν μετριόφρων και δεν του πήγαινε.
Σε λίγες μέρες όμως που τον επισκέφτηκε ο Ηρακλής, του διηγήθηκε, με όσες λεπτο-
μέρειες ήταν επιτρεπτό, τα καθέκαστα με την αστυνομία. Το ψάχνουν πάλι το πράγμα, είπε, και
πρόσθεσε με ύφος σχεδόν συνωμοτικό.
-Απ’ ότι μου είπαν, δεν πιστεύουν πια πως ήταν ληστεία.
Δεν είπαν κάτι τέτοιο οι αστυνομικοί, ούτε κάθονται να κουβεντιάζουν με τον πάσα ένα
τι ψάχνουν και ποια είναι η κατεύθυνση της έρευνας. Αυτό δα έλειπε. Όμως ο κυρ-Αλέκος το
είχε στο μυαλό του τόσο πολύ, που, αν τον ρώταγες, ήταν πλέον βέβαιος πως αυτό ακριβώς του
είχαν πει, ότι είχε γίνει μια εξαίρεση στον κανόνα και οι αστυνομικοί εκμυστηρεύτηκαν τις
λεπτομέρειες ειδικά σ’ αυτόν. Ίσως γιατί είχαν καταλάβει με τι άνθρωπο είχαν να κάνουν, είδαν
πως δεν ήταν σαν όλους τους άλλους, έκοβε το μάτι του και το μυαλό του και μπορούσε να τους
βοηθήσει. Αυτά θα σου ‘λεγε αν τον ρώταγες.
Πάντως, όταν η πληροφορία του ζαχαροπλάστη έφτασε στο διοικητή, αυτός τη βρήκε
ενδιαφέρουσα. Να ‘την πάλι η ερωτική ζωή του θύματος, σκέφτηκε, κι άλλος είναι που την
αναφέρει. Δε θα ‘ναι τυχαίο, θα ήταν περιβόητος ο ψιλικατζής. Οπωσδήποτε πρέπει να το δου-
λέψει αυτό.

99
- 12 -

Εκείνο το χειμώνα ο Γιώργης δεν ήταν και τόσο στα καλά του. Μια ακαθόριστη μελαγ-
χολία τον πλάκωνε, ένας εκνευρισμός για το κάθε τι, μια ανησυχία που δεν μπορούσε να την
προσδιορίσει. Κι άλλες φορές στο παρελθόν το είχε πάθει αυτό, αλλά ήταν ένα συναίσθημα
κάπως περαστικό, κράταγε λίγες μέρες κι έφευγε. Άντε το πολύ μια-δυό βδομάδες. Τώρα όμως
δεν έλεγε να περάσει, συνέχεια τον τριβέλιζε. Δεν ήξερε κι ο ίδιος τι του ‘φταιγε, όλα τον
πείραζαν. Το σχολείο, οι ηλίθιοι οι συνάδελφοί του, ο κουρέας του, τα μηχανάκια που πέρναγαν
έξω απ’ το σπίτι του, η Ελένη. Ακόμα κι αυτή, που τον έβλεπε σε μια τέτοια κατάσταση κι
έκανε ότι πέρναγε απ’ το χέρι της για να τον βοηθήσει να ξαλαφρώσει ο νους του. Και του ‘λεγε
πως μάλλον ο καιρός θα φταίει, είναι κρύος και μουντός, και του χαλάει τη διάθεση. Δε μας
παρατάς ρε Ελένη, που φταίει ο καιρός. Τι έχει ο καιρός; λίγο κρύο και βροχή έχει, γιατί να τον
πειράζει αυτό; κάθε χειμώνα έτσι δεν είναι;
Η Ελένη. Άλλο «βάσανο». Ακόμα δεν ήξερε καλά-καλά κι ο ίδιος τι ακριβώς θέλει απ’
αυτή. Ήταν ερωτευμένος μαζί της; μπα, δεν του φαινόταν για έρωτας αυτό που ένοιωθε. Δεν
υπήρχε η φλόγα που τον είχε κάψει τότε, με τη μικρή, τη Μαρίνα. Εκείνο μάλιστα, ήταν
έρωτας. Που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, που τον έκανε να σκέφτεται όλη την ώρα το αντικεί-
μενο του πόθου του, να μη μπορεί να ξεκολλήσει το νου του. Με τα σκαμπανεβάσματα και τα
πείσματα, με τις εντάσεις και τις μικροπρέπειες πολλές φορές. Που μια βρισκόταν στα ουράνια
και μια στα τάρταρα, δίχως και να μπορεί να καταλάβει γιατί.
Πώς είχε ξεκινήσει τότε; Ούτε που το είχε πάρει χαμπάρι. Μαθήτριά του ήταν η
Μαρίνα, στην τελευταία τάξη, στο πρακτικό του γυμνασίου θηλέων. Πρώτη του φορά αναλάμ-
βανε μια τέτοια τάξη ο Γιώργης, κι ήθελε να βάλει τα δυνατά του, να βοηθήσει τις μαθήτριές
του να πετύχουν. Όλα καλά φαίνονταν, κι η Μαρίνα μια χαρά τα πήγαινε στα μαθηματικά,
ήταν, θα έλεγε κανείς, πάνω απ’ το μέσο όρο της τάξης. Εκεί κατά το Γενάρη όμως άρχισαν
κάτι προβλήματα, όλο δεν καταλάβαινε, κι όλο έκανε ερωτήσεις και ζήταγε διευκρινίσεις.
Μερικές φορές αναρωτιόταν ο Γιώργης αν δούλευε καθόλου το μυαλό της, τόση ήταν η αφέλεια
των ερωτήσεων. Σαν να είχε κατέβει ξαφνικά ο διακόπτης ένα πράγμα. Πάσκιζε να της εξηγεί,
να της τα βάλει στο μυαλό, δε φαίνονταν όμως να ‘χουν αποτέλεσμα οι προσπάθειές του. Στα
διαγωνίσματα του Φλεβάρη όμως, η Μαρίνα πήγε καλά. Και μετά, άντε πάλι οι χαζοερωτη-
σούλες και οι απορίες. Άρχισε να ψυλλιάζεται ο Γιώργης πως, δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει.
Έτσι, μετά από κάποιο μάθημα, που τον είχε σκάσει με την αφέλειά της, μόλις χτύπησε το
κουδούνι, της είπε να μείνει λίγο, ήθελε να συζητήσουν. Τότε όμως ήταν που αλαφιάστηκε
κάπως, καθώς πήρε το μάτι του δυό-τρεις συμμαθήτριές της να χασκογελάνε κρυφά. Κι ο συνα-
γερμός χτύπησε για τα καλά μόλις άκουσε τη Μαρίνα να του λέει πως της αρέσει έτσι που
αυτός τα εξηγεί τα θέματα, έχει τον τρόπο του να την κάνει να τα καταλαβαίνει σε βάθος,
μαγεύεται να τον ακούει, είπε, γι’ αυτό ρωτάει, τι, κακό είναι; Κι έβγαλε τότε τη γαλάζια
κορδέλα απ’ το κεφάλι της, τινάζοντας τα πλούσια μαλλιά της. Κι όπως τα ‘πιασε για να τα
μαζέψει και να ξαναβάλει την κορδέλα, κοίταζε το Γιώργη με μάτια που έσταζαν μέλι.

100
Από τότε, κάθε φορά που σήκωνε το χέρι να ρωτήσει η Μαρίνα, τα πνιχτά γελάκια όλο
και δυνάμωναν. Μερικές αποθρασύνθηκαν κιόλας, δεν μας τα λέτε καλά κύριε καθηγητά και
δεν τα καταλαβαίνουμε, τόλμαγαν να πουν, αλλά παράξενο πράγμα, δεν τον πείραζε αυτό το
Γιώργη. Κι όλο και πιο συχνά έπιανε τον εαυτό του να έχει κάτι σαν αγωνία, θα ρωτήσει
σήμερα η Μαρίνα, ή θα τον αγνοήσει; Κι όλο και πιο συχνά, με το που έμπαινε στην τάξη, το
βλέμμα του πήγαινε κατ’ ευθείαν στη θέση της, να βεβαιωθεί πως είναι εκεί. Και το απόγευμα
γυρόφερνε στο μυαλό τις ερωτήσεις της, και βασανιζόταν, ήταν τάχα καλές οι δικές του
εξηγήσεις; Και τα μάτια της Μαρίνας, όλο κι έσταζαν μέλι καθώς τον κοίταζαν. Μέχρι που μια
μέρα του είπε στα ίσια πως, δεν της φτάνουν οι απαντήσεις στην τάξη, έχει πολλές απορίες και
κενά, κι αν ήθελε να της κάνει τη χάρη, τον θερμοπαρακαλούσε δηλαδή, να πάει σπίτι της το
απόγευμα, μήπως και καταφέρει να συμπληρώσει τα κενά της. Θα έλειπαν οι δικοί της, και θα
μπορούσαν να δουλέψουν με την ησυχία τους. Κι ο Γιώργης, χωρίς καν να το σκεφτεί, σα
μαγνητισμένος από τα μάτια που έσταζαν μέλι, πήγε. Μόλις μπήκε του όρμησε η μικρή, και,
πριν καταλάβει τι του γίνεται, συμπλήρωσε τα «κενά της».
Εκείνο μάλιστα, ήταν έρωτας, κι ας τον είχε κάψει στο τέλος. Ενώ η Ελένη; παρά ήταν
ήσυχη, παρά ήταν γλυκιά και υπάκουη θα ‘λεγε, μόνη της έγνοια ήταν μην τον κάνει να θυμώ-
σει ή να στεναχωρηθεί. Σε τέτοιο σημείο που του γινόταν ενοχλητικό, ήταν φορές που τον
νευρίαζε ακόμα και η ίδια της η ύπαρξη, αισθανόταν σαν βάρος αυτή τη συνεχή παρουσία δίπλα
του, κι ας έμεναν σε ξεχωριστά σπίτια. Απ’ την άλλη όμως, όταν του πέρναγε απ’ το μυαλό να
διακόψει μαζί της, πάλι βαρύ του φαινόταν. Δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει, σκεφτόταν, αλλά
αν το καλοεξέταζε δεν ήταν αυτός ο λόγος. Η αλήθεια ήταν πως φοβόταν κι ο ίδιος το τέλος,
τον τρόμαζε να μείνει πάλι μόνος, κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Και δεν ήταν μόνο η
μοναξιά, όπως και να το κάνουμε δεν μπορούσε να παραβλέψει και τη σαρκική πλευρά του
ζητήματος. Είχε εξασφαλισμένο το πήδημα της χρονιάς του, όσο γι’ αυτό ήταν ειλικρινής με
τον εαυτό του, είχε τον ελάχιστο νου που απαιτείται για ν’ αναγνωρίσει τη σημασία του. Κι έτσι
μπερδευόταν πιο πολύ, ένα αξεδιάλυτο κουβάρι υπήρχε μέσα του.
Μερικές φορές του ‘ρχόταν να τα βάλει και με τα παιδιά. Τους μαθητές του, που μέχρι
τώρα ήταν η χαρά του. Ίσως η μοναδική απαντοχή του. Έβλεπε σ’ αυτά το μέλλον, τη νέα
γενιά, που θα ‘φτιαχνε τα πράγματα. Μια γενιά που δε θα την κατάτρεχαν εμφύλιοι και χούντες,
σαν τις προηγούμενες. Τον τελευταίο καρό όμως, διαπίστωνε με τρόμο πως μάλλον τα βαριό-
ταν. Ή και, ακόμα χειρότερα, ώρες-ώρες τα απεχθανόταν. Σαν να μην ήθελε να τα βλέπει ένα
πράγμα.
Φέτος υπήρχαν και καινούργια «συστήματα» στη δουλειά, που του ‘διναν στα νεύρα.
Είχε φτάσει κι εκεί η «αλλαγή». Δεν είχε φτάσει απλά, είχε εισβάλει με ορμή, όπως έγινε
παντού, με τη μορφή των «εκπροσώπων» της νέας «εξουσίας». Μπουμπούκια σωστά οι περισ-
σότεροι. Μια νέα «φυλή», σκεφτόταν ο Γιώργης, μια κατηγορία από μόνοι τους. Τον έπιανε
θλίψη και που τους έβλεπε μόνο. Λες και δεν τους ήξερε; οι περισσότεροι ήταν κάτι ντενεκέδες,
που, αν τους έκρινες σαν καθηγητές, δεν πέρναγαν ούτε τη βάση. Είχαν όμως μεγάλη ιδέα για
τον εαυτό τους. Και μόλις άλλαξε η κυβέρνηση, τότε έδειξαν και ποιοί πραγματικά ήταν. Καβά-
λησαν το καλάμι για τα καλά. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα ήταν «νεοφώτιστοι», είχαν σπεύσει
να γίνουν ΠΑΣΟΚ λίγο καιρό πριν τις εκλογές, όταν κατάλαβαν ότι πάει για μεγάλη νίκη. Οι
μόνιμοι χαμαιλέοντες, που υπάρχουν σ’ όλες τις εποχές, και καταφέρνουν έρποντας και γλεί-
φοντας να βρίσκονται πάντα στον αφρό. Με αέρα δέκα καρδιναλίων λοιπόν, άρχισαν να λύνουν
και να δένουν, να κανονίζουν ποιος θα πάει πού, ποιος θα γίνει διευθυντής, τα πάντα. Μοναδικό

101
κριτήριο να είσαι δικός τους. Κι όχι μόνο του κόμματος, αλλά ίσως και της δικής τους κλίκας
μέσα στο κόμμα. Έτσι κατέλαβαν όλα τα πόστα οι «κολλητοί» της νέας κατάστασης. Δεν είχε
σημασία αν άξιζαν κάτι, το αντίθετο, όσο πιο άχρηστος ήταν κάποιος, τόσο το καλύτερο. Γιατί
οι άχρηστοι, είναι και οι περισσότερο χρήσιμοι σ’ όσους θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους μ’
αυτούς. Είναι υπάκουοι βλέπεις, ότι κι αν τους πουν οι παραπάνω, ότι και να τους ζητήσουν, δε
φέρνουν αντίρρηση. Σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω. Είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσουν την
καρέκλα που τους έδωσαν. Και η καρέκλα είναι μεγάλη υπόθεση, δεν είναι παίξε-γέλασε. Σε
καταξιώνει στην κοινωνία. Άσε που μπορεί να έχεις και κάνα παράπλευρο όφελος, ποτέ δεν
ξέρεις. Μόνο να ‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά, κι όλο και κάτι θα προκύψει.
Σιχαινόταν λοιπόν ο Γιώργης να βλέπει να σπρώχνονται οι ντενεκέδες και να διαγκω-
νίζονται για να πάρουν θέση. Όχι πως τον ενδιέφερε προσωπικά το θέμα, δεν είχε βλέψεις αυτός
για αξιώματα, αλλά, όσο να ‘ναι, τον ενοχλούσαν κάτι τέτοια. Του την έδιναν, πώς να το
κάνουμε. Όχι πως και πρώτα ήταν σωστά τα πράγματα, αλλά όχι κι έτσι ρε παιδί μου. Τώρα είχε
μόλις αρχίσει μια νέα περίοδος. Ο θρίαμβος της μετριότητας. Και τον έθλιβε ακόμα περισ-
σότερο που, μαζί με τους ντενεκέδες, έβλεπε ν’ ανακατεύεται με την εξουσία κι εκείνος ο
Κώστας, ο νεαρός συνάδελφος μαθηματικός, που ήταν απ’ τους λίγους που εκτιμούσε. Πριν
πέντε χρόνια είχαν γνωριστεί, όταν είχε έρθει στο σχολείο τους για λίγους μήνες, σαν ωρο-
μίσθιος. Μετά διορίστηκε κανονικά, πήγε τέσσερα χρόνια σε μικρές κωμοπόλεις, και ‘φέτος
ξανάρθε. Ο Γιώργης έβλεπε πως ξεχώριζε απ’ τους υπόλοιπους, ήταν σοβαρός, δεν έλεγε
κουβέντες του αέρα. Παρά τη διαφορά ηλικίας έγιναν σχεδόν φίλοι, μπορούσε να πει. Έκαναν
συχνά-πυκνά παρέα, συζητώντας με τις ώρες για πολλά θέματα, κυρίως όμως πολιτικά και
κοινωνικά. Του ήταν ευχάριστα όλα αυτά του Γιώργη, και μέχρι και στο χωριό τον είχε καλέσει
και τον φιλοξένησε ένα-δυό Σαββατοκύριακα. Είχε κάνει φοιτητής τα μισά χρόνια μέσα στη
χούντα ο Κώστας, και τ’ άλλα μισά στη μεταπολίτευση, είχε ζήσει τον πυρετό των πρώτων
χρόνων στ’ αμφιθέατρα. Και κουβάλαγε ακόμα μαζί του κομμάτι απ’ αυτόν τον πυρετό, τον
έκαιγε ο ενθουσιασμός της νεότητας, ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο. Εντάξει, στη θεωρία μπορεί
να συμφωνούσε μαζί του κι ο Γιώργης, αυτός όμως είχε από καιρό καταλάβει πως, άλλο
πράγμα η θεωρία, άλλο η πραγματικότητα. Κάτι ήξερε γι’ αυτό κι ο χωριανός του ο Φώτης,
παλιός αριστερός και τωρινός αμφισβητίας των πάντων, και τους τα ‘πε χύμα, ένα απ’ τα
Σαββατοκύριακα, που ο Κώστας ήταν φιλοξενούμενος. Έπιασαν κουβέντα για τα αγαπημένα
θέματα του νεαρού, αγόρευε με ζέση αυτός, ότι πρέπει να προσπαθούμε για την κοινωνική
αλλαγή, να διαφωτίσουμε το λαό, έλεγε, να σπείρουμε στα μυαλά του κόσμου τις ιδέες για μια
κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης.
-Αμ είναι χαλασμένο το χώμα Κωστάκη ! είπε μόνο ο Φώτης. Σπείρε ότι θέλεις, τίποτα
δε θα φυτρώσει.
Ο Φώτης. Άλλη ιστορία κι αυτός. Αντάρτης του δημοκρατικού στρατού, μετά την ήττα
στο Γράμμο ήταν απ’ τους λίγους που δεν πέρασαν στις ανατολικές χώρες, αλλά ξεκόπηκαν στο
εσωτερικό. Από βουνό σε βουνό, νηστικοί και ξέπνοοι απ’ την κούραση, προσπαθούσαν σαν
χαμένοι να γυρίσουν στον τόπο τους.
-Πώς αντέχαμε ρε παιδάκι μου; διηγούνταν ο Φώτης. Δεν ξέραμε καν τι θα βρούμε, δεν
είχαμε χαμπέρι για τίποτα, καμιά πληροφορία από κανέναν. Τα χωριά στα ορεινά ρημαγμένα,
στα καμποχώρια δεν πλησιάζαμε από φόβο. Στο τέλος, είδαμε ότι δεν πάει άλλο, νηστικοί και
ξεθεωμένοι μπήκαμε σερνάμενοι στην πρώτη πόλη που βρέθηκε μπροστά μας και παραδο-
θήκαμε. Τι να κάναμε; το πολύ-πολύ να μας σκότωναν. Και λοιπόν; έτσι κι αλλιώς πεθαμένοι

102
ήμασταν. Μας μπουζούριασαν αμέσως και σε λίγο καιρό βρεθήκαμε στη Μακρόνησο. Και
ποιόν λες πως συνάντησα εκεί; τον έρμο τον Καμαροβαγγέλη, που ούτε αριστερός ούτε δεξιός
ήταν, χαμπάρι δεν είχε απ’ αυτά, ένα αρνάκι του θεού ήταν. Κι έτσι είναι ακόμα δηλαδή. Μόλις
τον είδα έμεινα με το στόμα ανοιχτό, αμάν είπα, αν κι ο Βαγγέλης είναι εδώ, αυτοί πρέπει να
‘χουν στείλει εξορία όλη την Ελλάδα.
Εδώ ήταν που έσκαγε ένα πικρό χαμόγελο ο Φώτης και συνέχιζε.
-Και γιατί λες ήταν ο Βαγγέλης εκεί; χωρίς καμιά αιτία ο καημένος, του έστησαν παγίδα
κάτι χωριανοί μας, πατεντάτοι «εθνικόφρονες», και τον ξαπόστειλαν. Στην πόλη που τους είχαν
μαζεμένους όλους, ως «ανταρτόπληκτους», ο Βαγγέλης, ήσυχος και δουλευταράς όπως ήταν,
είχε καταφέρει ν’ ανοίξει ένα μικρομαγαζάκι με ψιλοπράγματα, κάτι σαν μπακάλικο, κάτι σαν
ψιλικατζίδικο, ότι μπορούσε. Έλα όμως που μπακάλικο είχαν και οι εθνικόφρονες που λέγαμε.
Αυτοί τον έβλεπαν το Βαγγέλη σαν ανταγωνιστή, γιατί είχαν βλέπεις τους ίδιους πελάτες, τους
χωριανούς που ήταν στοιβαγμένοι εκεί, «ανταρτόπληκτοι». Και τι έκαναν αυτοί οι στυλοβάτες
του έθνους; έφτιαξαν ένα ψεύτικο γράμμα, δήθεν γραμμένο από αντάρτες, που ζήταγαν λέει να
τους πάει ο Βαγγέλης τρόφιμα σε συγκεκριμένο μέρος. Έριξαν το γράμμα κρυφά τη νύχτα στο
μαγαζάκι του Βαγγέλη, και ειδοποίησαν και τους χωροφύλακες, αυτός συνεργάζεται με
αντάρτες, πάτε να ερευνήσετε. Τέτοια τομάρια. Έτσι, πριν καλά-καλά καταλάβει τι του έγινε,
βρέθηκε ο καλός σου, το αρνάκι του θεού, στη Μακρόνησο. Λίγο έκατσε, υπόγραψε δήλωση κι
έφυγε, το μαγαζάκι όμως δεν ξανάνοιξε. Κι ο Βαγγέλης ξαναγύρισε στο χωριό όπως όλοι, οι
καταδότες όμως έμειναν στην πόλη, έγιναν έμποροι και καζάντισαν.
Τέτοιες ιστορίες έλεγε ο Φώτης. Ο ίδιος έφαγε χρόνια σε φυλακές κι εξορίες. Δεν του
πήγαινε να υπογράψει βλέπεις, ήθελε κι αυτός τότε ν’ αλλάξει τον κόσμο. Μέχρι που σιγά-σιγά
σιχάθηκε και τους δικούς του, τους έβλεπε να τσακώνονται για την μικροεξουσία του κόμματος
και δεν το χώραγε ο νους του. Ακόμα και μέσα στη χούντα, δεν έλειπε η φαγωμάρα. Κρύωσε η
καρδιά του, να πάνε όλοι στο διάολο, είπε, αυτός ο κόσμος δεν έχει σωτηρία, μονάχα το
συμφέρον τους κοιτάνε όλοι, τον εαυτούλη τους. Να πάνε στο διάολο, εγώ σταματάω εδώ.
-Η ανθρώπινη ματαιοδοξία Φώτη μου, η ανθρώπινη ματαιοδοξία δεν έχει όρια, του
‘λεγε ο Γιώργης.
-Σκατά στα μούτρα τους, ας φάνε λοιπόν τη ματαιοδοξία τους, αποκρινόταν ο Φώτης.
Εμένα πάντως μη μ’ ανακατεύουν.
Ο Κώστας όμως δεν ήθελε ν’ ακούει τέτοια, αυτός ζούσε με το όνειρο ενός καλύτερου
κόσμου. Και τώρα, πίστεψε στα σοβαρά πως ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθούν τα όνειρά του.
Χρειαζόταν μιαν ελπίδα για να πιαστεί, πόσο να περιμένει; Πρέπει όλοι να προσπαθήσουμε,
έλεγε, τώρα είναι η ευκαιρία για την αλλαγή, στη βράση κολλάει το σίδερο, δεν μπορούμε να
μένουμε απ’ έξω, αμέτοχοι παρατηρητές. Ηγέτες σαν τον Αντρέα δεν εμφανίζονται συχνά, μία
στα εκατό χρόνια και βάλε, αυτός έχει την ικανότητα να σπρώξει τη χώρα μπροστά. Αν όχι
τώρα λοιπόν, πότε; όσο για τους πρασινοφρουρούς, ε, τι να κάνουμε ρε Γιώργη, η αλλαγή
χρειάζεται τους δικούς της ανθρώπους, πρέπει να τους εμπιστεύεται, μπορεί να μην είναι και οι
ικανότεροι, είναι όμως αυτοί που έχουν το ζήλο για να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο.

Δεν ήταν λοιπόν στα καλά του ο Γιώργης. Κι όταν πέρασε ο πατέρας του να τον δει,
γυρνώντας απ’ την Αθήνα, με κατεβασμένα μούτρα τον βρήκε. Δεν του ‘φταιγε τίποτα ο γέρος,
ίσα-ίσα, είχαν απ’ τις γιορτές να βρεθούν και χάρηκε τώρα που τον είδε, αλλά δεν έφτανε αυτό
για να του φτιάξει τη διάθεση. Και στενοχωριόταν πιο πολύ, γιατί θα νόμιζε ο πατέρας του πως

103
του είναι βάρος, πως η δική του παρουσία είναι που προκαλεί τη δυσθυμία του. Έκανε προσπά-
θεια λοιπόν να μη δείχνει βαρύς, έπιανε κουβέντα για το ένα και το άλλο, τον είχε πιάσει ένα
είδος ακατάσχετης φλυαρίας. Παραξενεύτηκε ο Ηρακλής, δεν τον ήξερε για τόσο ομιλητικό.
Κάθε άλλο. Μιας όμως και τον πέτυχε έτσι, είπε να του ανοίξει κι αυτός την καρδιά του. Ήθελε
να βγάλει από μέσα του την έγνοια που είχε από πέρσι ακόμα, με κάποιον έπρεπε να τα κουβεν-
τιάσει αυτά, κάπου έπρεπε να τα πει να ξαλαφρώσει. Σε ποιόν όμως; μόνο στο Γιώργη μπο-
ρούσε, αλλά πώς να τον πλησιάσει, έτσι που ‘ταν απόμακρος; Γι’ αυτό, τώρα που τον είδε ομι-
λητικό, το αποφάσισε, πού θα ξανάβρισκε την ευκαιρία να έρθει κοντά με τον «μικρό»; Έκατσε
λοιπόν και του είπε όλες τις υποψίες και τους φόβους του. Ένα απόγευμα, την ώρα που έπιναν
παρέα καφέ. Του εξιστόρησε όσα του είχε πει ο κυρ-Αλέκος τον περασμένο χειμώνα για την
Κατίνα. Και όσα έμαθε ετούτον το χειμώνα. Όταν τέλειωσε, ρώτησε όλο αγωνία.
-Τι λες κι εσύ;
-Για ποιο πράγμα;
-Να, για όσα σου είπα. Πιστεύεις να τον κεράτωσε η Κατίνα τον Πάνο;
-Πού θες να ξέρω; στην εποχή μας, όλα μπορούν να συμβούν.
-Και το άλλο;
-Ποιο άλλο πάλι;
-Αυτό με τον ψιλικατζή. Που τον σκότωσαν. Λες να ‘ταν ο αδερφός σου;
-Ορίστε;
Ξαφνιασμένος σώπασε για κάμποση ώρα. Δεν είχε πάει ο νους του ως εκεί, και η
υποψία του πατέρα του τον τάραξε. Είχε προχωρήσει πολύ το μυαλό του γέρου. Τον είχε
βλέπεις καλά «σπουδαγμένο» τον Πάνο, αυτός τον είχε γεννήσει. Ήξερε πως ήταν ικανός για
όλα. Κι ο Γιώργης το ‘ξερε αυτό, είχε τρομάξει πολλές φορές με τον αδερφό του. Αλλά να
φτάσει κι ως εκεί; σε φόνο; Όσο το σκεφτόταν όμως, έβλεπε πως η υποψία δεν ήταν χωρίς λόγο.
Ναι, κι εκεί θα μπορούσε να φτάσει, αν είχε μάθει για το κέρατο. Εφ’ όσον υπήρχε κέρατο
βέβαια, δεν ήταν σίγουρο αυτό. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Μπα, υπερβολές θα είναι, πολύ έτρεξε
η φαντασία του πατέρα του. Ή εκείνου του ζαχαροπλάστη, ποιος ξέρει τι σόι βλαμμένος θα ‘ταν
κι αυτός. Κι όπως τον έβλεπε το γέρο να περιμένει με αγωνία μιαν απάντηση, είπε να τον καθη-
συχάσει.
-Μην τα πάρα λέμε ρε πατέρα, πολύ μακριά το πήγες. Είπαμε, αλλά όχι κι έτσι. Δε
νομίζω πως υπάρχει τέτοια περίπτωση, μην κάθεσαι και σκας.

Ο Ηρακλής έφυγε την άλλη μέρα για το χωριό. Φαινόταν λίγο πιο ήσυχος, αλλά ο
Γιώργης τον ήξερε, μέσα του θα τρωγόταν. Τώρα, ο πατέρας του θα τρωγόταν πιο πολύ, ή ο
ίδιος; Όπως και να το δεις, σίγουρα νέες σκοτούρες ήταν ετούτες. Δεν του ‘φταναν όσα είχε,
του άναψε καινούργιες φωτιές κι ο γέρος μ’ αυτά που είπε. Γιατί, φωτιά στην αυλή του σπιτιού,
είναι φωτιά για όλους. Και, πώς να το κάνουμε, όσο κι αν ήταν λίγο σε απόσταση ο Πάνος απ’
τους υπόλοιπους, στο σπίτι τους ήταν κι αυτός. Οικογένειά τους ήταν. Κι ότι έφερνε συμφορές
σ’ έναν απ’ την οικογένεια, τις έφερνε για όλους. Έτσι ήξερε ο Γιώργης. Έτσι είχε μάθει από
μικρός. Δεν του το είχε «μάθει» κάποιος, δεν το δίδασκαν στο σχολείο αυτό, όχι, ήταν κάτι που
υπήρχε, ήταν αυτονόητο, το έβλεπε κάθε μέρα γύρω του καθώς μεγάλωνε, το αισθανόταν. Ήταν
οι παλιοί δεσμοί, που κράταγαν όρθιες τις κοινωνίες, τότε που η μόνη ασφάλεια και απαντοχή
ήταν η οικογένεια, το σόι. Από πουθενά αλλού δεν είχες να περιμένεις.

104
Το ‘χε δει και στην πράξη αυτό. Πώς να ξεχάσει για παράδειγμα εκείνες τις μέρες, μικρό
παιδάκι αυτός, εφτάχρονο, που κρύβονταν όλοι στις ρεματιές, γιατί δεν ήξεραν τι τους ξημερώ-
νει; Είχε βγει ο στρατός να τους μαζέψει στις πόλεις, έτσι ήταν το σχέδιο, ν’ αδειάσουν τα
ορεινά χωριά. Μόλις που είχε ξεκινήσει ο εμφύλιος κι ο κόσμος δεν ήξερε κατά πού να κάνει, κι
από πού να φυλάγεται. Το χωριό τους ήταν βλέπεις ανταρτοχώρι στην κατοχή, έτσι δεν είχαν
εμπιστοσύνη, ιδέα δεν είχαν γιατί τους ψάχνουν, και τι σκοπό έχουν. Ο φόβος τους έκανε να
πάρουν τις ρεματιές και τους λόγγους για να κρυφτούν, άμα φυλάς τα ρούχα σου έχεις τα μισά.
Οικογένειες-οικογένειες λούφαζαν στα ρουμάνια, εκεί είδε την αξία που έχουν οι συγγενικοί
δεσμοί, όλοι δεμένοι μεταξύ τους, ο ένας για τον άλλον, στον αγώνα για την επιβίωση. Έτρεμε
η καρδούλα του Γιώργη σαν άκουγε να λένε πως πλησιάζει ο στρατός και να κάνουν ησυχία,
χτύπαγε στο στήθος του όπως σ’ ένα μικρό πουλάκι. Αλλά και πάλι έλεγε μέσα του πως δεν έχει
τίποτα να φοβηθεί, είναι οι άλλοι γύρω του, οι δικοί του. Μικροί-μεγάλοι, παιδιά, γονείς, παπ-
πούδες, και η Μήτραινα μαζί, και η μικρή αδερφή του Ηρακλή, η θειά του η Μαρίκα με την
οικογένειά της, τον άντρα της το Μήτσο, την κόρη της και το μικρό της γιό. Είχε κι άλλο γιό η
Μαρίκα, μεγαλύτερο, δεκαεννιάχρονο παλληκάρι, αλλά αυτός δεν ήταν μαζί τους, είχε πάει στο
βουνό με τους αντάρτες, μόλις ένα μήνα πριν. Από τότε δεν τον ξανάδαν. Τον θυμάται εκείνον
τον ξάδερφο ο Γιώργης, έχει την εικόνα του καθαρά μέσα του καθώς τον έβλεπε να μπαίνει
τεράστιος στην αυλή τους. Ίσως και να μην ήταν τεράστιος, αλλά σ’ αυτόν, μικρό παιδάκι που
ήταν, έτσι φάνταζε. Σίγουρα όμως θυμάται καλά το γελαστό του πρόσωπο, όταν έπιανε το
Γιώργη τον σήκωνε ψηλά και τον στριφογύριζε, παίζοντας μαζί του. Ποιος ξέρει σε ποια βουνά
άφησε τα κοκαλάκια του, και ποιο χώμα έφαγε εκείνο το γελαστό πρόσωπο. Ποτέ τους δεν
έμαθαν. Ρώτησαν άλλους αντάρτες απ’ το χωριό τους, τίποτα, κανένας δεν τον είχε ανταμώσει
από τότε που έφυγαν, ούτε είχε ακούσει γι’ αυτόν. Τώρα τελευταία μάλιστα πήγαν και βρήκαν
κι’ ένα-δυό απ’ τα στελέχη, που έμαθαν ότι γύρισαν απ’ την εξορία, και που ήξεραν γι’ αυτούς,
πως, στην αρχή τουλάχιστον, τριγύριζαν εκεί, στα δικά τους τα βουνά. Πάλι τίποτα, κανένας
δεν ήξερε.
Κρύβονταν λοιπόν στις δασωμένες ρεματιές τότε, φροντίζοντας ο ένας τον άλλον. Τον
παππού Πάνο, που δεν ήταν και τόσο καλά στην υγεία του, τον κουβάλαγαν και στα χέρια όταν
χρειαζόταν, κανένας δεν είχε σκεφτεί να τον εγκαταλείψουν. Τον καημένο τον παππού. Ένα
ζαρωμένο γεροντάκι ήταν, κι ας μην ήταν και πολύ μεγάλος. Εβδομήντα, εβδομηνταένα; κάπου
εκεί. Έτσι τον θυμάται ο Γιώργης, σαν ένα ζαρωμένο αγαθό γεροντάκι, κι έτσι τον έχει ακόμα
στο νου του. Ας του ‘λεγε ο πατέρας του, αργότερα, πως αυτό το γεροντάκι δεν ήταν και τόσο
αγαθό. Έγινε αγαθό όταν έπεσε στην ανάγκη τους, όταν τον είχε τσακίσει η αρθρίτιδα, τότε που
τα δάχτυλά του είχαν στραβώσει και οι πόνοι τον βασάνιζαν. Παλιότερα όμως, την εποχή που
ήταν καλά, τότε που αυτός έκανε το κουμάντο, τότε να τον έβλεπες. Μόνο εκείνη την ιστορία
με την κότα να ήξερες, έφτανε για να καταλάβεις τι ζευζέκης ήταν. Παλιά ήταν αυτή η ιστορία,
πριν τα βαλκανικά. Είχε πάει λέει ένας ενωμοτάρχης στο χωριό, κι ο παππούς ο Πάνος ήθελε να
του κάνει το τραπέζι, να ‘χει φιλίες με την εξουσία. Πιάνει λοιπόν μια κότα και τη δίνει στη
γυναίκα του να τη σφάξει, για να ταΐσουν πλουσιοπάροχα τον «καπετάνιο». Πήγε η έρμη η
Αγγελική να φέρει αντίρρηση, εγώ δε σφάζω κότα να φάνε τα παιδιά μου, είπε, θα τη σφάξω για
τον ξένο άνθρωπο; Τι το ‘θελε; άναψε και κόρωσε ο Πάνος, μόνο και μόνο που τόλμησε να του
αντιμιλήσει. Κι όπως κράταγε την κότα απ’ τα πόδια, άρχισε να χτυπάει μ’ αυτήν τη γυναίκα
του με μανία, στο κεφάλι, στο πρόσωπο, όπου εύρισκε, σα λυσσασμένος. Δεν έλεγε να σταμα-
τήσει, ακόμα κι όταν ψόφησε το έρμο το πουλερικό. Είδαν κι έπαθαν να τον ηρεμήσουν.

105
Τέτοιος ήταν, έλεγε ο πατέρας του, αλλά τι να πεις τώρα, δεν υπάρχει λόγος να τα θυμόμαστε
αυτά. Ο νεκρός δεδικαίωται.
Πάντως, οι κακουχίες που πέρασαν τότε, μπορεί να ήταν και η αιτία που τον έχασαν
γρήγορα τον παππού, η υγεία του επιδεινώθηκε πολύ εκείνες τις μέρες. Εκείνες τις τρομερές
μέρες. Τι είχαν περάσει, μόνο αυτοί το ξέρουν. Θυμάται την ξαδέρφη του, τη Στάθω, που
κόντεψε να καεί ζωντανή, δεκαεφτά χρονώ κορίτσι. Είχε ένα χωράφι η Μήτραινα, όχι πολύ
μακριά απ’ το σημείο που κρύβονταν, και την έστειλαν την κοπελίτσα να βγάλει μερικές
πατάτες, να μαγειρέψουν. Τι το ‘θελαν να τη στείλουν; ξαφνικά πλάκωσε ο στρατός, κανένας
δεν είχε καταλάβει πού ‘θε ξεφύτρωσαν, μέχρι τότε ήταν απόλυτη ησυχία. Τους πήρε χαμπάρι
το κορίτσι, τι να κάνει να κρυφτεί, πέταξε βιαστικά το σκαλιστήρι της σε κάτι χορτάρια,
κοίταξε τριγύρω της, δεν έβλεπε κατάλληλο μέρος. Στην άκρη του χωραφιού όμως ήταν μια
κερασιά, εκεί της έκοψε το μυαλό να πάει, σκαρφάλωσε γρήγορα και κρύφτηκε ψηλά, μέσα
στην πυκνή της φυλλωσιά. Για κακή της τύχη όμως, στη ρίζα της κερασιάς ήταν στοιβαγμένο
τριφύλλι, που το ‘χαν κόψει και είχε ξεραθεί, και, ανάθεμα την παλιοκατάσταση, δεν είχαν
προλάβει να το κουβαλήσουν ακόμα στους αχυρώνες. Ψάχνοντας οι στρατιώτες για κρυμμένους
χωριανούς, πέρασαν κι από ‘κει. Ποιος διάολος τον έσπρωξε έναν απ’ αυτούς να βάλει φωτιά
στο τριφύλλι; Ποιος ξέρει, ίσως να σκέφτηκε πως μπορεί κάποιος να ‘ναι κρυμμένος εκεί μέσα.
Ή και να το ‘κανε έτσι, χωρίς λόγο, για το γούστο του. Το τριφύλλι πάντως λαμπάδιασε. Τώρα,
πώς δεν πήρε φωτιά όλη η κερασιά, ή πώς δεν πήδηξε κάτω η Στάθω, απ’ την απελπισία της
που την έπνιγε ο καπνός, ένας θεός το ξέρει. Πάλι καλά που γλίτωσε. Τους τα ‘λεγε μετά και
ανατρίχιαζαν, άγιο είχα, έλεγε, στην αρχή σκέφτηκα να κρυφτώ στο τριφύλλι, αλλά την
τελευταία στιγμή φοβήθηκα μην είναι κάνα φίδι εκεί μέσα, κι έτσι ανέβηκα στην κερασιά.
Τρόμαξες κορίτσι μου; ρώταγε όλο αγωνία η Μαρίκα, και την αγκάλιαζε με στοργή, πράγμα
σπάνιο για κορίτσια της ηλικίας της, τι κορίτσια δηλαδή, γυναίκες της παντρειάς. Μωρέ κατου-
ρήθηκα πάνω μου, είπε η Στάθω σκάζοντας στα γέλια, και θυμάται που απορούσε ο Γιώργης,
πώς και δεν την πήραν χαμπάρι οι στρατιώτες αφού κατουρήθηκε, και πώς μπορεί και γελάει
τώρα, με την τρομάρα που πήρε.
Τέτοια τράβαγαν εκείνες τις τρομερές μέρες. Μέχρι που σε κάποια νέα επιδρομή, είδαν
από μακριά οι στρατιώτες το θείο του το Μήτσο, που είχε πάει να φέρει νερό απ’ την κοντινή
πηγή. Έτρεξε να κρυφτεί μόλις τους κατάλαβε να έρχονται, αλλά δεν πρόλαβε. Έπεσαν μερικοί
πυροβολισμοί, κι έφαγε ο Μήτσος μια σφαίρα στην κοιλιά. Έτσι αναγκάστηκαν όλοι να βγουν
απ’ τους κρυψώνες τους και να «παραδοθούν». Ευτυχώς τουλάχιστον τη γλίτωσε ο άνθρωπος,
δεν τον σκότωσε η σφαίρα. Ακόμα όμως έχει προβλήματα από ‘κείνο το τραύμα.
Και μετά, στην πόλη που τους είχαν κουβαλήσει, τότε που τους έλεγαν «ανταρτό-
πληκτους» και «καταδιωκόμενους», πάλι η οικογένεια ήταν η απαντοχή. Όλοι μαζί έμεναν σ’
ένα σχολείο, στοιβαγμένοι με εκατοντάδες σαν κι αυτούς, και φρόντιζαν ο ένας τον άλλο, μέσα
στην καθημερινή αγωνία για την εξασφάλιση του ψωμιού. Τότε ήταν που έχασαν και τον
παππού, σε ένα-δυό μήνες τους άφησε χρόνους, κι ας τον είχαν πάει και στο νοσοκομείο, δεν
άντεχε πλέον άλλο. Και τον έθαψαν εκεί τον καημένο, στο ίδιο κοιμητήριο, που σε λίγο, πολύ
λίγο, θ’ άρχιζε να δέχεται με το σωρό τα κορμιά που έστελναν στα αποσπάσματα τα στρατο-
δικεία. Εκεί τον έθαψαν τον παππού, κι όχι στα χώματα του χωριού του, όπως ο ίδιος θα ήθελε.
Τουλάχιστον δεν έμαθε που τους έκαψαν το πριόνι. Κάτι ήταν κι αυτό, γλίτωσε από μια πίκρα.
Κι η γιαγιά Αγγελική, που πέθανε αργότερα, πολύ αργότερα, το εξήντα δύο (κι ας ήταν μόνο
δυό-τρία χρόνια μικρότερη απ’ τον παππού) φρόντισε να φέρουν τα κόκαλά του στο χωριό. Τον

106
είχε φάει τον Ηρακλή μέχρι να γίνει. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εκεί, θαμμένο σε ξένο
τόπο, έλεγε, εμείς εδώ τους ξεθάβουμε τους νεκρούς, και πλένουμε τα κόκαλά τους με κρασί,
και κάνουμε κι ένα μνημόσυνο. Αλλιώς δε θ’ αναπαυτεί η ψυχούλα του. Κι όταν έγιναν όλα
καθώς πρέπει, τότε μόνο ησύχασε κι η Αγγελική, ήταν ο άντρας της βλέπεις, το στεφάνι της,
όσο ζευζέκης κι αν ήταν δε γινόταν να τον εγκαταλείψει. Ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο.

Έτσι ήξερε λοιπόν ο Γιώργης, του είχε γίνει κάτι σαν «συνείδηση», όλο το σόι έτρεχε να
συνδράμει όποιο μέλος του είχε ανάγκη, ή ακόμα περισσότερο, να προστατέψει όποιον
κινδύνευε. Και τώρα, όσο κι αν το ξόρκιζε, κίνδυνο ψυχανεμιζόταν. Μπορεί να είπε στον
πατέρα του πως το πήγε πολύ μακριά, κάτι όμως του ‘λεγε μέσα του πως από μόνο του είχε πάει
πολύ μακριά το πράγμα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά έτσι ένοιωθε. Άμα τα ‘βαζε κάτω με τη λογική,
θα ‘λεγε πως δε γίνεται, ο Πάνος μπορεί να ‘ταν απρόβλεπτος, αλλά πάντα υπάρχουν και όρια.
Στο κάτω-κάτω δεν ήταν και βλάκας, να πάει να κάνει κάτι τέτοιο. Άμα του το ‘χε φορέσει το
κέρατο η Κατίνα, λέμε, αν, τότε μπορούσε μια χαρά να την ξαποστείλει. Γιατί να φτάσει σε
τέτοιες ακραίες λύσεις; είναι δυνατόν να νόμιζε πως μπορεί να τη γλιτώσει σε μια τέτοια περί-
πτωση; όχι, δεν ήταν βλάκας. Αυτό έλεγε η λογική. Γιατί όμως μέσα του κάποιος διάολος του
έλεγε άλλα;
Όλο το απόγευμα, απ’ την ώρα που ‘φυγε ο γέρος, όλο αυτά σκεφτόταν. Στο τέλος δεν
άντεξε και πήρε τους δρόμους, καθώς το ‘χε συνήθειο. Περπατώντας όμως, πάλι στα ίδια είχε
το μυαλό του. Πανάθεμά με, έλεγε κάποιες στιγμές στον εαυτό του, γιατί να με κόφτει εμένα;
αυτός έχει τα γένια, έχει και τα χτένια. Ας βρει άκρη, εγώ τι μπορώ να κάνω; Κι έτσι όμως, δεν
του ‘φευγε απ’ το μυαλό ή όλη ιστορία. Γιατί ήταν και το άλλο. Έτσι και την είχε κάνει την
κουτουράδα, γιατί να τη σκαπουλάρει; Έκανες έγκλημα κύριε; να πληρώσεις το τίμημα. Αυτό
είναι το σωστό. Ανατρίχιασε, μόνο και που του ‘ρθε στο μυαλό η λέξη έγκλημα. Παναγία μου,
τι είναι αυτά που σκέφτεται;
Στο τέλος, κουρασμένο απ’ τις βόλτες, τον έφεραν τα πόδια του στην πόρτα της Ελένης.
Είχε σουρουπώσει πια για τα καλά. Του άνοιξε όλο χαρά, ήξερε αυτή από πριν ποιος ήταν, τον
καταλάβαινε απ’ το χτύπημα. Του είχε δώσει και κλειδιά βέβαια, αλλά ποτέ του ο Γιώργης δεν
άνοιγε μόνος του, πάντα χτύπαγε το κουδούνι. Δεν ήθελε να δίνει λαβές για κουτσομπολιό στη
γειτονιά, έλεγε. Καλά τώρα, λες και η γειτονιά, η κάθε γειτονιά, κοιμάται. Δεν καταλαβαίνει
τάχα μου τι γίνεται, που τον βλέπει να μπαινοβγαίνει κάθε λίγο και λιγάκι. Να μη μιλήσουμε
και για τις κραυγές της Ελένης, που, όσο σεμνή και να ‘ταν, υπήρχαν φορές που δεν μπορούσε
να τις συγκρατήσει, στην αποκορύφωση του έρωτα. Το Γιώργη βέβαια δεν τον ένοιαζε η
γειτονιά. Όσο γι’ αυτό ήταν σίγουρος, κάτι τέτοια, τι θα πει ο κόσμος, και μη μας παρεξη-
γήσουν, γραμμένα τα είχε. Από καιρό. Τότε γιατί δεν άνοιγε με τα κλειδιά του; γι’ αυτό δεν του
τα ‘χε δώσει η Ελένη; γι’ αυτήν, το σπίτι της ήταν και σπίτι του. Αυτό όμως ήταν και το
πρόβλημα. Το να χτυπάει το κουδούνι ήταν μια υποσυνείδητη δήλωση προς την Ελένη πως δεν
είναι άνθρωπος του σπιτιού. Προς την Ελένη και προς τον εαυτό του. Πιο πολύ μάλιστα το
δεύτερο.
Έμεινε στης καλής του μέχρι αργά. Και, παράξενο πράγμα, της εξιστόρησε τα πάντα.
Όσα του είχε πει ο Ηρακλής, κι όσα φοβόταν ο ίδιος. Τώρα, γιατί το ‘κανε, ούτε που ήξερε,
ούτε που το κατάλαβε καλά-καλά. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πει σε μια «ξένη» τα μυστικά
της οικογένειας. Αυτά ήταν δικό τους θέμα. Κι ο ίδιος, το ξέρουμε δα, δεν ήταν άνθρωπος που
ανοίγεται εύκολα. Να όμως που δεν κρατήθηκε. Ίσως γιατί λέγοντάς τα, ξαλάφρωνε λίγο; ίσως

107
γιατί ο άνθρωπος, άμα ξέρει κάτι, δεν μπορεί να το κρατήσει μέσα του, σαν τον κουρέα του
Μίδα; Όπως και να ‘χει, ο Γιώργης χαλάρωσε και τα είπε όλα. Η Ελένη, άλλο που δεν ήθελε.
Και μόνο που της έδειχνε εμπιστοσύνη και της έλεγε τον καημό του, ήταν γι’ αυτήν μεγάλη
ικανοποίηση. Για να τον γλυκάνει, που τον έβλεπε στεναχωρημένο, τον αγκάλιασε και τον
κανάκευε σαν μικρό παιδί. Του χάιδευε τα μαλλιά, του ‘δινε πεταχτά φιλιά στο μάγουλο. Στο
τέλος, έτσι όπως το ένα φέρνει τ’ άλλο, κατέληξαν στο κρεβάτι. Ο Γιώργης ξέσπασε σ’ ένα
παθιασμένο αγκάλιασμα, λες κι ήταν η πρώτη τους φορά. Και οι κραυγές της Ελένης ακού-
στηκαν σε όλη την πολυκατοικία. Μπορεί και στις διπλανές.

108
- 13 -

Καθώς έφυγε ο πατέρας του, ο Πάνος ανάσανε λίγο. Όλες αυτές τις μέρες αισθανόταν
βαριά την παρουσία του και περίμενε πώς και πώς να τον δει να του αδειάζει τη γωνιά. Λες και
δεν του ‘φταναν όσα του είχαν τύχει, έπρεπε από πάνω να ‘χει και το γέρο μπάστακα, και να
είναι αναγκασμένος να υποκρίνεται μπροστά του, να φέρεται καλά στην Κατίνα, για να μη δίνει
αφορμή να καταλάβει πως κάτι τρέχει. Και μπροστά στα παιδιά το ίδιο έκανε, αλλά αυτά, τις
ώρες που ήταν στο σπίτι, ήταν κλεισμένα στα δωμάτιά τους, δεν τα είχε όλη την ώρα μέσα στα
πόδια του. Μόνο για φαΐ έβγαιναν από εκεί, ή άμα ήθελαν να ζητήσουν χαρτζιλίκι. Είχε την
άνεση λοιπόν τώρα, όποτε του έκανε κέφι, να γαμοσταυρίζει τη «μοιχαλίδα». Μερικές φορές
μάλιστα χωρίς λόγο κι αφορμή, έτσι, για να μην ξεχνιέται. Κι αν είχε τα νεύρα του λίγο παρα-
πάνω, της κοπάναγε και κάνα χαστούκι, με τη συνοδεία του απαραίτητου χαρακτηρισμού:
«παλιοπουτάνα». Ήταν απαραίτητο αυτό, για να της θυμίζει το μέγεθος του αμαρτήματος. Ούτε
λεπτό δεν έπρεπε να της περάσει απ’ το μυαλό πως μπορεί ο χρόνος να τα σκεπάσει όλα, να
ξεχαστεί σιγά-σιγά αυτό που είχε κάνει. Όχι. Έπρεπε να καταλάβει πως την είχε ικανή να το
ξανακάνει. Μια φορά πουτάνα, εσαεί πουτάνα. Κάποια στιγμή μάλιστα τη ρώτησε με
σαρκασμό, τι θα κάνεις τώρα που τον καθαρίσανε τον ομορφονιό σου παλιοπουτάνα, θα ψάξεις
για καινούργιο γκόμενο; Τελευταία σκαρφίστηκε και κάτι άλλο, για να την πικάρει πιο πολύ.
Άρχισε να τηλεφωνεί μπροστά της στη Στέλλα, και να σαλιαρίζει μαζί της σαν έφηβος. Όσο και
να μην είχε όρεξη να το κάνει, όσο κι αν την είχε αποφύγει τη μικρή από τότε που έπιασε τη
γυναίκα του στα πράσα, έβαλε μπροστά κι αυτή τη μηχανή. Θα σε μάθω εγώ κυρία Κατίνα
ποιος είναι ο Πάνος, που τόλμησες να τον κερατώσεις.
Σκεφτόταν λοιπόν πως θα τη χορέψει για τα καλά στο ταψί, θα την κάνει να μαρτυρήσει
το γάλα της μάνας της, κι όταν με το καλό τελειώσει κι η Αναστασία με τις εξετάσεις της,
τέρμα. Θα πάει από ‘κει που ‘ρθε. Θα βρει μιαν αφορμή για τον κόσμο. Στην ανάγκη θα πει πως
αυτός βρήκε άλλη και δε θέλει πια την Κατίνα. Άλλωστε, έτοιμη την έχει τη Στέλλα. Στο κάτω-
κάτω αυτό δεν της είχε υποσχεθεί της μικρής; αυτό, αλλά τότε που το υποσχέθηκε, δεν το
εννοούσε κιόλας. Έτσι το ‘πε, για να την καλμάρει. Γιατί τότε αισθανόταν πως του ήταν αδύ-
νατο να τη χάσει. Ή τέλος πάντων, για να μην τα παραλέει, γιατί τίποτα δεν είναι αδύνατο για
τον Πάνο, τη γούσταρε πολύ εκείνη την εποχή και δεν ήθελε να διακόψει μαζί της. Κέρδισε
χρόνο λοιπόν, και μετά θα ‘βλεπε. Το πιο πιθανό θα ήταν να τη βαρεθεί κάποια στιγμή και να
την ξαποστείλει, όπως τόσες και τόσες. Και να που ήρθανε ανάποδα τα πράγματα και τώρα
πρέπει να ξαποστείλει την Κατίνα. Δε γίνεται αλλιώς, δεν μπορεί να συνεχίσει μαζί της. Να τη
βλέπει και να θυμάται όλη την ώρα τα χαΐρια της; και μόνο που περνάει απ’ το μυαλό του το
σκηνικό με τα γυμνά κορμιά στο κρεβάτι, του ‘ρχεται πως θα πάθει εγκεφαλικό. Όχι δε γίνεται.
Αφού δεν τη σκότωσε τότε, τώρα πρέπει να τη διώξει. Να τελειώσει η μικρή τις εξετάσεις μόνο,
δε φταίει τίποτα το παιδί.
Και μετά; τι θα γίνει μετά; θα ξεκινήσει νέα ζωή με τη Στέλλα; Γιατί, άλλο που δε θα
θέλει αυτή. Θ’ αρχίσει να του ζητάει γάμο και τα τοιαύτα. Και τι θα κάνει; Θα την παντρευτεί

109
και θα τη φέρει στο σπίτι; στη θέση της Κατίνας; Ένοιωσε ένα σύγκρυο στην πλάτη. Πανάθεμά
σε πουτάνα, φωτιές που μ’ άναψες, είπε μέσα του. Κι εγώ σε είχα κορώνα στο κεφάλι μου.
Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Μπορεί ο ίδιος να ξενοπήδαγε, αλλά αυτά δεν είχαν σημασία. Περα-
στικά παιγνίδια ήταν. Ακόμα και με τη Στέλλα, που κάποια στιγμή νόμιζε πως την είχε πατήσει
μαζί της, τίποτα δεν ήταν τελικά. Μια περαστική μέθη. Η Κατίνα όμως; η Κατίνα ήταν πάντα
πάνω απ’ αυτά. Την Κατίνα την αγάπαγε στ’ αλήθεια. Ή μήπως την αγαπάει ακόμα; γιατί, αν
δεν την αγαπάει, τι κάθεται και σκάει έτσι; χωρίζουνε και τελειώνει. Μήπως δεν είναι αγάπη,
αλλά ο εγωισμός που τον κάνει να σκάει; δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει. Όπως και να ‘ταν όμως,
ένα ήταν σίγουρο. Η Κατίνα δεν ήταν η πρώτη τυχούσα χαζογκόμενα. Ήταν το στεφάνι του, η
σύντροφος της ζωής του, η μάνα των παιδιών του. Είναι μαζί πάνω από είκοσι χρόνια. Ολό-
κληρη ζωή. Πού τα πέταξες κυρία μου τα είκοσι χρόνια; τίποτα δε σ’ ένοιαξε; Κι ας αφήσουμε
τον άντρα σου. Την κοινωνία δεν τη σκέφτηκες; τον πατέρα σου δεν τον προσβάλεις μ’ αυτό
που έκανες; τα παιδιά σου τα ίδια; τίποτα δε σεβάστηκες; Αλλά και τον άντρα σου ακόμα, γιατί
να τον αφήσουμε; δε σε είχε κυρία; δε σου πρόσφερε τα πάντα; δεν είχες τα λούσα σου; τι σου
έλειπε; ότι ήθελες το ‘χες, μέχρι και γυναίκα πληρώνει, να ‘ρχεται να σε βοηθάει στις χοντρές
δουλειές του σπιτιού, λες και δεν μπορείς να τις κάνεις μόνη σου.
Πήγαινε να σκάσει ο Πάνος μ’ όλα τούτα που του μαύριζαν την ψυχή. Όσο κι αν το
‘ριχνε στη δουλειά, δε γινόταν να ξεχαστεί, να ξεκαπνίσει λίγο ο νους του. Και πολλές φορές,
τα βραδάκια, την ώρα που έφευγε απ’ το γραφείο, ξέπεφτε στο διπλανό μπαράκι. Δεν είχε καμιά
διάθεση να γυρίσει στο σπίτι, σχεδόν μόνο για ύπνο πήγαινε. Και, όλο και πιο συχνά, την ώρα
που γύρναγε, το χνώτο του βρώμαγε οινόπνευμα. Το καταλάβαινε η Κατίνα όταν ξάπλωνε
δίπλα της (τηρούσαν κι εδώ τα προσχήματα βλέπεις, δεν είχαν χωρίσει από κλίνης), το κατα-
λάβαινε, αλλά πού να τολμήσει να πει λέξη. Ξαγρυπνούσε μόνο, την ώρα που αυτός ροχάλιζε
δίπλα της, πασχίζοντας μάταια να βρει τι πρέπει να κάνει.
Ξανάρχισε βέβαια να βγαίνει και με τη Στέλλα. Αφού της τηλεφωνούσε και της αρά-
διαζε γλύκες, δε γινόταν να την αποφύγει άλλο. Κι εδώ όμως έπαθε ένα χουνέρι, τέτοιο, που
ούτε να το φανταστεί δε θα μπορούσε. Την πρώτη φορά που βγήκαν παρέα, πρώτη μετά απ’ όλα
αυτά τα γεγονότα τέλος πάντων, κατέληξαν στη γνωστή γκαρσονιέρα. Δεν έγινε τίποτα όμως
εκεί, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ερωτικά. Πλήρης αφλογιστία. Αν είναι δυνατόν, ο Πάνος
τέτοιο πράγμα; Κατάπιε τη γλώσσα του, και τι να πει κιόλας, ψέλλισε μόνο κάτι δικαιολογίες,
πως είναι κουρασμένος και τα τοιαύτα. Μέσα του έβραζε όμως, αυτή η πουτάνα φταίει,
σκεφτόταν, μέχρι και ανίκανο θα με καταντήσει. Ευτυχώς η Στέλλα δε φάνηκε να προβλη-
ματίζεται, δεν πειράζει, είπε μόνο, συμβαίνουν αυτά. Συμβαίνουν; και πού το ξέρεις εσύ ότι
συμβαίνουν; στον Πάνο ποτέ δε συνέβαιναν ως τώρα. Αυτό του ‘λειπε ακόμα. Έπρεπε πάση
θυσία να εξακριβώσει τι διάολο γίνεται. Την άλλη μέρα λοιπόν την ξαναπήγε στην γκαρσονιέρα
τη μικρή. Γεμάτος άγχος, ευτυχώς όμως αυτή τη φορά όλα πήγαν καλά. Και τις επόμενες φορές,
το ίδιο. Έτσι ησύχασε τουλάχιστον απ’ αυτό, δεν προστέθηκε ένα ακόμα πρόβλημα στα όσα
είχε. Και οι συναντήσεις με τη Στέλλα μπήκαν πάλι στον παλιό ρυθμό. Όλο και πιο συχνά
μάλιστα ξενύχταγαν τα βράδια παρέα. Την πήγαινε και στα μπουζούκια, πράγμα που σπάνια το
‘κανε παλιά, γιατί έπρεπε να βρίσκει δικαιολογίες. Τώρα όμως δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε
κανέναν, γύρναγε ότι ώρα του ‘κανε κέφι. Η Στέλλα τρελαινόταν για κάτι τέτοια, τα ‘σπαγε
κανονικά που λένε, ξεδιπλώνοντας πάνω στα τραπέζια το ταλέντο της στο λίκνισμα. Ο Πάνος
όμως μόνο έπινε. Σιωπηλός τις περισσότερες φορές, την παρακολουθούσε να γλεντάει, κι ανα-
ρωτιόταν πότε-πότε, τι διάολο να γύρευε απ’ αυτόν η μικρή. Να ήταν στ’ αλήθεια ερωτευμένη

110
μαζί του; λίγο παράξενο του φαινόταν. Όχι βέβαια γιατί δεν μπορούσε αυτός να εμπνεύσει
έρωτα, αλλά όπως και να το κάνουμε δεν ήταν και τόσο ταιριαστό, να ‘χει κολλήσει σα βδέλλα
σ’ έναν μεγαλύτερό της και παντρεμένο από πάνω. Η μόνη λογική εξήγηση ήταν πως είχε
βάλει στο μάτι τα λεφτά του. Μια δυσφορία τον έπιανε τότε, μόλις σκεφτόταν κάτι τέτοιο.
Μωρέ λες; γιατί όχι όμως, ίσα-ίσα, αυτό είναι και το πιο πιθανό, δεν το βλέπει; μην κοιτάς που
μέχρι τώρα δεν τον είχε απασχολήσει το ζήτημα, ήταν γιατί δεν τον ένοιαζε.
Έτσι κύλαγαν οι μέρες του Πάνου. Μπήκε η άνοιξη, έφτιαξε ο καιρός, αλλά η μαυρίλα
δεν έφευγε απ’ την ψυχή του. Η μόνη του καταφυγή ήταν το οινόπνευμα. Έπινε να πάνε οι
σκοτούρες κάτω, να ξεχνάει το βάσανό του. Είχε από καιρό βρει ένα καινούργιο μπαράκι της
αρεσκείας του, στη γειτονιά του, κοντά στο σπίτι, και παράτησε εκείνο που ήταν δίπλα στο
γραφείο. Δεν είχε λοιπόν το πρόβλημα να πρέπει να οδηγήσει πιωμένος, είχε τώρα την άνεση να
πιει και κάτι παραπάνω. Σχεδόν κάθε βράδυ πια, γύρναγε ζαλισμένος απ’ το ποτό, κι έπεφτε
ξερός.
Κάθε βράδυ, εκτός από ένα. Χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί, κάπως αλλιώτικα ένοιωθε
εκείνο το βράδυ. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε συμβεί, και η μεσημεριανή επίσκεψη στην γκαρ-
σονιέρα με τη Στέλλα, μέσα στη συνηθισμένη ρουτίνα ήταν. Αλλά κάτι δεν του πήγαινε καλά.
Είχε κάτσει στη μπάρα κι είχε κατεβάσει ένα-δυό ποτά, όταν άρχισε ν’ αναρωτιέται τι διάολο
έκανε αυτός εκεί πέρα. Κοίταξε γύρω του τους άλλους θαμώνες, τους μόνιμους πελάτες. Δεν
μπορούσε ν’ αναγνωρίσει στα πρόσωπά τους τον εαυτό του. Ήταν ένα άλλο είδος ανθρώπου
αυτοί οι τύποι, μπαρόβιοι και ξενύχτηδες από «ιδεολογία», που καμάρωναν κιόλας γι’ αυτό,
θεωρούσαν πως αυτοί δεν είναι κοινά ανθρωπάκια, πως τάχα μου ζούνε μιαν «αντισυμβατική»
ζωή, δεν είναι ζεμένοι στο μαγγανοπήγαδο. Ο Πάνος όμως μόνο κάτι μπεκρήδες έβλεπε τώρα
μπροστά του, που την εξάρτησή τους απ’ το αλκοόλ την είχαν βαφτίσει αντισυμβατικότητα.
Μωρέ τι δουλειά έχω εγώ εδώ πέρα; αναρωτήθηκε πάλι. Παρήγγειλε και τρίτο ποτό, μπας και
καλμάρει. Άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι το οινόπνευμα, κατέβασε κι ένα τέταρτο κι έφυγε
για το σπίτι του. Ζαλισμένος ξάπλωσε δίπλα στην Κατίνα, αλλά δεν το ‘ριξε στον ύπνο. Ήταν
σε μια παράξενη κατάσταση, σε μιαν ανεξήγητη ψυχική ισορροπία. Κάτι ανάμεσα σε ευφορία
και σε πείσμα. Ένα πείσμα για όλα όσα του συνέβαιναν, για την Κατίνα, για τη Στέλλα, για τον
άθλιο εαυτό του που μπεκρούλιαζε. Αλλά και μια ευφορία, που ποιος ξέρει, απ’ το ποτό να
ήταν; Είχε όμως ένα φούσκωμα στο νου, αυτός δεν είναι όποιος κι όποιος, είναι ο Πάνος ο
Καναβράς, κι ότι θέλει μπορεί να το κάνει, κι ότι του λείπει μπορεί να το ‘χει. Έμεινε κάμποσο
ξαπλωμένος ανάσκελα. Άκουγε την ανάσα της Κατίνας δίπλα του όπως κοιμόταν, αισθανόταν
τη ζέστη του κορμιού της. Του ήρθαν στο μυαλό παλιότερες ιδιαίτερες στιγμές τους. Την
έβλεπε μπροστά του γυμνή και λαμπερή, όχι στη συνηθισμένη σκηνή που του ‘χε γίνει
εφιάλτης, εκείνη που ήταν μπερδεμένη με τον άλλον, όχι, μόνη της ήταν, γυμνή μπροστά του,
μόνο γι’ αυτόν. Μια ακατανίκητη επιθυμία του ήρθε τότε, και χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω,
άπλωσε το χέρι και το ‘χωσε ανάμεσα στα μπούτια της. Η Κατίνα το ένοιωσε μέσα στον ύπνο
της. Έτσι όπως ήταν μισοκοιμισμένη, άργησε να καταλάβει πως ήταν ο Πάνος, αλλού πήγε ο
νους της στην αρχή και πάγωσε για μια στιγμή. Αυτό την έκανε να ξυπνήσει για τα καλά. Ο
Πάνος είχε κολλήσει πάνω της, κι είχε χώσει και το μούτρο του στο στήθος της μουγκρίζοντας
και ξεφυσώντας. Ανταποκρίθηκε τότε κι αυτή στα χάδια του με πάθος και οι στιγμές που
ακολούθησαν της θύμισαν κάτι απ’ τα παλιά. Κι όταν οι περιπτύξεις τέλειωσαν, περίμενε με
λαχτάρα, μήπως και ακούσει έναν καλό λόγο. Μάταια περίμενε όμως, της γύρισε την πλάτη κι

111
αποκοιμήθηκε. Και την άλλη μέρα το πρωί έφυγε, χωρίς να πει λέξη πάλι, όπως πάντα,
αφήνοντάς την ν’ αναρωτιέται τι ήταν αυτό που είχε συμβεί.
Το ίδιο όμως αναρωτιόταν όλη μέρα κι ο Πάνος. Και πιο πολύ, επειδή αισθανόταν
κάπως καλύτερα εκείνη τη μέρα. Σαν να είχε αλαφρώσει λίγο το βάρος που τον πλάκωνε όλον
αυτό τον καιρό. Δεν ήξερε αν ήταν απ’ αυτό που είχε συμβεί τη νύχτα (που όσο το ‘φερνε στο
μυαλό του καταλάβαινε πως του άρεσε, ναι το δίχως άλλο του άρεσε), δεν ήξερε λοιπόν, η
αλαφράδα απ’ αυτό ήταν άραγε, ή επειδή η δουλειά με τα δημόσια έργα είχε προχωρήσει κι
ήταν έτοιμοι να πάρουν μέρος στην πρώτη τους δημοπρασία; Πρωί-πρωί του είχε προφτάσει τα
μαντάτα ο Μάριος, τα χαρτιά τους ήταν όλα εντάξει, τον ειδοποίησε ο δικός του απ’ το
υπουργείο πως το μεσημέρι είχε μπει η τελευταία υπογραφή που χρειαζόταν, είχαν πλέον το
εργολαβικό πτυχίο που ήθελαν, ήταν έτοιμοι. Θα πήγαιναν να δώσουν προσφορά στην πρώτη
δημοπρασία που θα ‘σκαγε, κι ο θεός βοηθός. Σαμπάνιες άνοιξαν στο γραφείο το μεσημέρι, να
γιορτάσουν το γεγονός. Μόνο ο Θρασύβουλος μουρμούριζε, να δούμε τι λαγό θα βγάλουμε απ’
αυτή την ιστορία, έλεγε, κι οι άλλοι του ‘καναν πλάκα, πού να ξέρεις εσύ από λαγούς, χασάπης
είσαι, δεν μπορείς να πας πέρα απ’ τα κουνέλια.
Το βράδυ πήρε τη Στέλλα και πήγαν στα μπουζούκια. Ήπιε με την ψυχή του και χόρεψε
κιόλας μαζί της. Όχι πάνω στο τραπέζι βέβαια, δεν έφτανε ως εκεί, στην πίστα όμως τους έδειξε
ποιος είναι. Έριξε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, που τους έκανε όλους να πάνε στην άκρη και να του
βαράνε παλαμάκια. Άρχοντας, όχι παίξε-γέλασε.
Προχωρημένα μεσάνυχτα πια, μπήκαν στ’ αυτοκίνητο για να φύγουν με τη Στέλλα.
Έφτασαν χωρίς να μιλάνε στο σπίτι της και πάρκαρε στην άκρη του δρόμου. Έσκυψε προς το
μέρος του αυτή για το φιλί της καληνύχτας, δεν την άφησε όμως, την κράτησε σε απόσταση.
Κοιτάζοντας ίσια μπροστά, πήρε το πιο σοβαρό ύφος που μπορούσε, και της είπε ξερά πως
χωρίζουνε. Χωρίς καν να το ‘χει σκεφτεί από πριν, χωρίς να ξέρει γιατί διάλεξε αυτή ακριβώς
τη στιγμή. Έτσι του ήρθε και το πέταξε ξαφνικά. Γύρισε μετά και την κοίταξε. Δεν είχε αντι-
δράσει, δε φαινόταν να είχε καταλάβει, έτσι μισομεθυσμένη που ήταν, τι ακριβώς της είχε πει.
Γι’ αυτό επανέλαβε.
-Στέλλα, με άκουσες; χωρίζουμε είπα, ως εδώ ήταν, τέρμα.
Ανοιγόκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. Είχε ακούσει καλά; στο τέλος φάνηκε να
συνέρχεται και ρώτησε αργά-αργά.
-Χωρίζουμε είπες; και γιατί παρακαλώ; πώς σου ήρθε έτσι ξαφνικά;
-Έτσι πρέπει. Το σκέφτηκα πολύ τον τελευταίο καιρό και βλέπω πως δεν πάει άλλο.
Η Στέλλα ξεμέθυσε με μιας. Η κατάσταση ήταν σοβαρή.
-Ξέρεις τι καταλαβαίνω εγώ; Ότι αυτό το βλέπεις τώρα, που κοντεύει να δώσει η κόρη
σου τις εξετάσεις, και μετά δε θα ‘χεις δικαιολογία για να μη χωρίσεις την Κατίνα. Ψέματα μου
είχες πει τότε, που ‘λεγες να περιμένω. Ποτέ δεν είχες σκοπό να κάνεις κάτι μαζί μου, μόνο να
περάσεις τον καιρό σου, όλα ένα ψέμα ήταν, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος.
Πού να της εξηγήσει τώρα πως αλλιώς είναι τα πράγματα; και τι να της πει; σάμπως
ήξερε κι ο ίδιος πώς ακριβώς είναι τα πράγματα; το μόνο που ένοιωθε αυτή τη στιγμή ήταν πως
έκανε το σωστό. Ναι, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, έπρεπε να διακόψει με τη μικρή. Οριστικά. Έτσι,
το μόνο που κατάφερε ήταν να ψελλίσει κάτι δικαιολογίες, μην το παίρνεις έτσι κορίτσι μου,
είναι μπερδεμένη η κατάσταση, άλλο ήταν πέρυσι. Ούτε που ήξερε τι έλεγε. Η Στέλλα είχε γίνει
έξαλλη.
-Ασε τα παραμύθια, δεν περνάνε σε μένα.

112
Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε. Πριν την κλείσει, έσκυψε προς το μέρος του. Η φωνή
της ήταν αλλιώτικη.
-Να ξέρεις ότι τη Στέλλα δεν τη παρατάνε έτσι. Βάλ’ το καλά στο μυαλό σου αυτό.
Κοπάνησε μ’ όλη της τη δύναμη την πόρτα κι έφυγε. Ο Πάνος έμεινε για λίγο ακίνητος.
Στο τέλος σήκωσε τους ώμους κι έβαλε μπρος τη μηχανή.
Όταν έφτασε σπίτι του ξάπλωσε δίπλα στην Κατίνα, σχεδόν κολλητά της, και κοιμήθηκε
αμέσως. Έναν ύπνο βαθύ, χωρίς αναταραχές, τόσο βαθύ, που τον πήρε η ώρα μέχρι αργά για να
ξυπνήσει. Αυτός που, ότι ώρα και να ‘πεφτε το βράδυ, απ’ τις εφτά το αργότερο ήταν στο πόδι,
τώρα ξύπνησε κατά τις δέκα. Ένοιωθε ανάλαφρος. Πήγε στο μπάνιο, κι όσο ξυριζόταν σιγοτρα-
γουδούσε, από μέσα του σχεδόν, δεν ήθελε να τον ακούσουν.
Η Κατίνα ήταν στην κουζίνα, και κράταγε την ανάσα της. Δεν ήξερε τι να υποθέσει με
τούτα τα σημερινά, μέχρι που φάνηκε στην πόρτα ο Πάνος.
-Φτιάξε μου έναν καφέ, είπε ξερά, ενώ καθόταν.
Η Κατίνα πετάχτηκε σαν ελατήριο. Η καρδιά της πετάρισε. Μήνες είχε να της ζητήσει
καφέ το πρωί. Από τότε. Έβαλε αμέσως το μπρίκι και γύρισε προς το μέρος του.
-Να σου βγάλω λίγα κουλουράκια;
-Καφέ είπα. Και δε θέλω κουβέντες, αντιγύρισε αυτός.
Ο καφές έγινε και του τον σερβίρισε. Στεκόταν όρθια, περιμένοντας την επόμενη
διαταγή. Ο Πάνος ήπιε μια γουλιά και σήκωσε τα μάτια.
-Θα στέκεσαι πολλή ώρα πάνω απ’ το κεφάλι μου; είπε μόνο.
Όσο έπινε τον καφέ, δεν ξανά ‘βγαλε λέξη. Η Κατίνα καθόταν πάρα δίπλα και περίμενε.
Ήθελε ν’ ανοίξει κουβέντα, αλλά πού να τολμήσει. Έλεγε μήπως το κάνει αυτός, μα τίποτα. Κι
έτσι όμως, ευχαριστημένη ήταν. Κι ας έφυγε ο Πάνος, πάλι χωρίς να πει λέξη. Δε γελιόταν
αυτή, ήταν φως-φανάρι, κάτι είχε αλλάξει σήμερα.

Όταν ο Πάνος έφτασε στο γραφείο, τον πήρε παράμερα ο Θρασύβουλος. Πού είσαι, του
είπε, πριν από λίγο πέρασε από ‘δω εκείνη η γκομενίτσα και σε γύρευε. Την είδα να είναι
κάπως, τρέχει τίποτα σοβαρό; Ο Πάνος σήκωσε τους ώμους. Όλα καλά, να μην ανησυχεί. Για
μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί να φύγει, μήπως ξανά ‘ρθει η Στέλλα και κάνει τίποτα
φασαρίες, αμέσως όμως μετάνιωσε και που το σκέφτηκε μόνο. Τι διάολο, στο γραφείο του
είναι, αυτός είναι το αφεντικό. Σιγά μην κωλώσει μπροστά στην οποιαδήποτε Στέλλα. Έτσι,
όταν σε καμιά ώρα ξαναφάνηκε η μικρή, ήταν απόλυτα ήρεμος. Την έμπασε στο γραφείο του,
κι έκλεισε την πόρτα. Τη ρώτησε κιόλας αν θέλει να την κεράσει κάτι, όπως έκανε με τους
πελάτες.
-Άσε τα κεράσματα, αγρίεψε αυτή, δε μου χρειάζονται. Εξηγήσεις θέλω. Τι ήταν αυτό
που μου είπες χτες;
Της εξήγησε τότε κι αυτός πως τα αισθήματά του γι’ αυτήν είχαν ατονήσει, πως κατά-
λαβε ότι ποτέ δεν είχε πάψει ν’ αγαπάει τη γυναίκα του, ως εκ τούτου δεν έβλεπε γιατί θα
‘πρεπε να διαλύσει το γάμο του για ένα πάθος που τελικά αποδείχτηκε περαστικό, πως λυπάται
ειλικρινά αν την είχε κάνει να πιστεύει το αντίθετο, τότε κι ο ίδιος το πίστευε, δεν της έλεγε
ψέματα, αλλά τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Την παίνεσε κιόλας, πως της άξιζε κάποιος
καλύτερος απ’ αυτόν, ένας που θα την ήταν αφοσιωμένος, δεν ήταν δα και κανένα κελεπούρι ο
ίδιος, ένας αλλοπρόσαλλος παλιοχαρακτήρας ήταν, τι νόμιζε δηλαδή.

113
Κάθε του λέξη, και μια μαχαιριά για τη Στέλλα. Δεν ήταν που τον αγάπαγε και δεν
ήθελε να τον χάσει, ο πληγωμένος εγωϊσμός της γυναίκας ήταν που την έσφαζε. Να παρατήσει
ο Πάνος μια γυναικάρα σαν κι’ αυτή, για το χατήρι μιας Κατίνας; αυτό δεν το χώραγε ο νους
της. Ούτε να το αποδεχτεί μπορούσε. Όσο τον έβλεπε ψύχραιμο, να της αραδιάζει δικαιολογίες,
τόσο φούντωνε. Κι όταν άνοιξε το στόμα της, δεν έβγαλε ανθρώπινη φωνή, ουρλιαχτό πληγω-
μένου ζώου ήταν αυτό που ακούστηκε.
-Ρε παλιομαλάκα, για ποια με πέρασες; για κανένα κουτορνίθι και κάθεσαι και μου
αραδιάζεις αυτές τις μπαρούφες;
Και συνέχισε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη, τόσο που οι άλλοι έξω απ’ το γραφείο
του Πάνου αλαφιάστηκαν. Τον έλουζε με ότι χειρότερη βρισιά της ερχόταν στο νου, ή της κατέ-
βαινε στη γλώσσα, τον καταριόταν να ψοφήσει σαν κακό σκυλί, τον απειλούσε πως δε θα
ξεμπερδέψει εύκολα μαζί της. Ο Πάνος την άκουγε όσο μπορούσε πιο ήρεμος, στο τέλος όμως
πήρε να εκνευρίζεται, το είχε παρακάνει η μικρή. Σηκώθηκε κάποια στιγμή όρθιος και της είπε
άγρια.
-Δεν το βουλώνεις επί τέλους ρε Στέλλα, που σήκωσες τον κόσμο στο ποδάρι; σαν
πολλά δε μας τα ‘πες; τι θέλεις τώρα, έτσι γουστάρω και σε χωρίζω, λογαριασμό θα σου δώσω;
Άντε πάρε δρόμο να μη σε βλέπω.
Α μα πια, δεν ήθελε να της μιλήσει έτσι, αλλά το ‘χε παραξηλώσει. Έμεινε αυτή για μια
στιγμή με το στόμα ανοιχτό, στο τέλος άρπαξε την τσάντα της και γύρισε να φύγει. Στην πόρτα
στάθηκε λίγο και μισογύρισε προς το μέρος του.
-Θα δεις τι έχει να γίνει από ‘δω και πέρα, τον απείλησε για τελευταία φορά, βγήκε και
κοπάνησε την πόρτα πίσω της. Είδε τους άλλους απ’ έξω αμήχανους.
-Τι κοιτάτε ρε μαλάκες; τους αποπήρε. Τρέχει τίποτα;
Τίναξε περήφανα το κεφάλι, διέσχισε τα γραφεία αγέρωχη, με λικνιστό βάδισμα, κι
έφυγε χωρίς να ξανακοιτάξει κανέναν. Ο Πάνος ξεπρόβαλε κι αυτός στην πόρτα του γραφείου
του.
-Η παράσταση τελείωσε, είπε, κι έσκασε ένα ψεύτικο χαμόγελο. Στη δουλειά μας τώρα.

Η Στέλλα πήρε το λεωφορείο κατ’ ευθείαν για το Χαλάνδρι. Μέσα της έβραζε. Θα του
δείξω εγώ του μαλάκα, σκεφτόταν, τι νομίζει, πως θα τη βγάλει καθαρή; δεν ξέρει με ποια έχει
να κάνει. Θα τον κάνω να σκυλομετανοιώσει, να βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που είπε
πως δε με θέλει πια. Τζάμπα χαράμισα τόσον καιρό μαζί του; Τέτοια σκεφτόταν, κι όσο τα στρι-
φογύριζε στο νου της, τόσο φούντωνε. Η διαδρομή της φάνηκε ατέλειωτη. Στου διαόλου τη
μάνα μένει ο μαλάκας, δεν μπορούσε να ‘ναι πιο κοντά; Το λεωφορείο ήταν μισοάδειο, αυτή
όμως στεκόταν όρθια, δεν έλεγε να κάτσει. Δάγκωνε τα χείλη της, έτρωγε τα νύχια της, δεν τη
χώραγε ο τόπος. Κάποια στιγμή έφτασε επί τέλους και κατέβηκε. Τράβηξε κατ’ ευθείαν για το
σπίτι του Πάνου και, χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Μόλις της άνοιξε η
Κατίνα, έμεινε για λίγο να την κοιτάζει. Τη μέτρησε από πάνω ως κάτω και βεβαιώθηκε πως
είχε δίκιο. Λειψή τη βρήκε. Όχι πως δεν ήταν όμορφη, δεν μπορούσε να πει κάτι τέτοιο, μια
χαρά ήταν, αλλά, πώς να το κάνουμε, μπροστά της δε φτούραγε. Και μόνο μ’ αυτό, ησύχασε
κάπως, θα μπορούσε να της μιλήσει χωρίς να βρίζει. Στην αρχή τουλάχιστον, γιατί μετά, ποιος
ξέρει τι θα γινόταν. Πήρε βαθειά ανάσα και ρώτησε.
-Η κυρία Καναβρά;
-Η ίδια.

114
-Μπορώ να σας μιλήσω μια στιγμή;
-Ορίστε πέστε μου.
-Θα προτιμούσα να μην είμαστε στην πόρτα.
Η Κατίνα δίστασε για λίγο. Δεν της πολυγέμιζε το μάτι τούτη η τσαπερδόνα. Στο τέλος
όμως νίκησε η περιέργεια, την έμπασε μέσα. Δεν της είπε να καθίσει πάντως, όρθιες στέκονταν
και οι δυό. Η Στέλλα περιεργάστηκε για λίγο το σπίτι, ρώτησε αν η Κατίνα ήταν γυναίκα του
Πάνου, έτσι για να μπει κάπως στο θέμα. Στο τέλος το ξεφούρνισε.
-Ο άντρας σου είναι μεγάλο καθίκι.
Πήγε να διαμαρτυρηθεί η Κατίνα, δεν την άφησε όμως. Της είπε πως αυτός ο μαλάκας
τα είχε πάνω από τρία χρόνια μαζί της (εδώ τα παραφούσκωσε λίγο), πως της έταζε λαγούς με
πετραχήλια, πως της έλεγε ότι δεν αντέχει τη γυναίκα του και θα τη χωρίσει (κι εδώ τα παρα-
φούσκωσε λίγο), πως της έλεγε ότι γυναίκα σαν κι αυτή δεν υπάρχει άλλη στον κόσμο, κι ότι
είναι ξετρελαμένος μαζί της, ότι το ένα, ότι το άλλο, ένα σωρό λόγια. Για να καταλάβει τι στο
τέλος;
-Τι κατάλαβες στο τέλος;
-Ότι αυτός ο αλήτης, μαζί με σένα και μένα, έχει κι άλλες που νταραβερίζεται. Δεν
υπολογίζει τίποτα, χεσμένες μας έχει όλες. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αλλάζει και τις γκόμενες σαν
τα πουκάμισα. Βρήκε μια καινούργια τώρα τελευταία (εδώ έβαλε τη φαντασία της να δουλέψει)
κι όλο μ’ αυτή τραβιέται.
Η Κατίνα έμεινε για κάμποσο σιωπηλή. Το μυαλό της έφερνε σβούρα. Προσπαθούσε να
καταλάβει τι ήθελε τούτο το τσουλί (έτσι τη χαρακτήρισε με την πρώτη μέσα της) και της
κουβαλήθηκε εκεί πέρα. Να της ανοίξει δήθεν τα μάτια για τις απιστίες του Πάνου; σιγά τώρα
που θα τα ‘τρωγε αυτή κάτι τέτοια. Για να συμπονέσουν η μία την άλλη, που τις απατάει και τις
δυό; αυτό κι αν θα ‘ταν ανήκουστο. Όχι, κάποιον άλλο σκοπό είχε. Της ήρθε μια στιγμή να τη
βουτήξει απ’ το μαλλί και να την πετάξει έξω. Ή να της κοπανήσει κάνα βάζο στο κεφάλι, να
μάθει το πουτανάκι πως και το θράσος έχει όρια. Που πήγε εκεί πέρα να της μοστράρει τα νιάτα
της και την κορμάρα της. Κράτησε όμως την ψυχραιμία της. Μωρέ δε θα την κάνει η μικρή να
σκάσει, το αντίθετο θα γίνει. Και τότε, κάτι άστραψε ξαφνικά στο νου της, που την έκανε να
πλημμυρίσει από χαρά. Για να ‘ρθει αυτή εκεί, πάει να πει πως ο Πάνος την παράτησε. Ναι,
σίγουρα αυτό έγινε, γι’ αυτό και λύσσαξε απ’ το κακό της. Της έδωσε τα παπούτσια στο χέρι.
Θα πήγαινε αλλιώς, στα καλά-καθούμενα, στη γυναίκα του εραστή της; όχι, πήγε γιατί την
παράτησε. Φως φανάρι, πώς δεν το κατάλαβε απ’ την αρχή; την παράτησε. Αμ τώρα σ’ έχω στο
χέρι πουτανάκι, σκέφτηκε. Θα σε χορέψω για τα καλά. Περίμενε μέχρι να καλμάρει κάπως η
καρδιά της στο στήθος, που χοροπήδαγε σαν τρελή. Πήρε τότε μια βαθειά ανάσα και ρώτησε.
-Ωραία, και τώρα τι θέλεις από ‘μένα;
Η Στέλλα τα ‘χασε για λίγο. Δεν περίμενε πως η άλλη θα ‘ταν τόσο ψύχραιμη, έλεγε πως
δεν μπορεί, θα ‘χει κάποιο ξέσπασμα, θα γίνει κάποια φασαρία τέλος πάντων. Κι η κρυφή της
ελπίδα ήταν πως η Κατίνα θα γίνει έξαλλη, και θα φτάσει να τον χωρίσει τον Πάνο. Βάλθηκε
τότε να της λέει πως δε γίνεται ν’ αφήσουν το κέρατο που τρώνε να περάσει έτσι, του χρειά-
ζεται ένα μάθημα του άπιστου, να βρούνε μαζί τρόπο να τον εκδικηθούνε.
-Εγώ δεν έχω λόγο να τον εκδικηθώ, είπε η Κατίνα.
Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της, καθώς εξηγούσε στο κατάπληκτο
«τσουλί» ότι ο Πάνος, ότι και να ‘χε κάνει, τελικά γύρισε κοντά της. Αυτήν επέλεξε, ήταν
σίγουρη γι’ αυτό, η μεγαλύτερη απόδειξη ήταν πως τη συγχώρεσε για την απιστία που κι αυτή

115
είχε κάνει. Τι νόμιζε δηλαδή η, πώς σε είπαμε; Στέλλα; τι νόμιζε, ότι δεν ήξερε τις απιστίες του;
μωρέ όλα τα ‘ξερε και τα καταλάβαινε, γι’ αυτό και του το φόρεσε και του λόγου της το κέρατο,
έτσι από πίκα, μία σου και μία μου, έτσι πάει, και το ‘μαθε ο Πάνος κι έγινε ο κακός χαμός,
αλλά στο τέλος τη συγχώρεσε, και τώρα είναι μια χαρά οι δυό τους, και όλο γλύκες, και της έχει
ορκιστεί πως κι αυτός δεν πρόκειται να ξαναστραβοπατήσει. Εδώ κι αν τα παραφούσκωσε η
Κατίνα, αλλά σιγά που θ’ άφηνε την άλλη να της κοκορεύεται. Κι επειδή την έβλεπε αυτήν την
άλλη να την κοιτάει με δυσπιστία, σαν να μην πίστευε ότι η Κατίνα ήταν ικανή να ξενοκοι-
μηθεί, τη ρώτησε αν είχε διαβάσει στις εφημερίδες, ή αν είχε ακούσει στις ειδήσεις για ένα
νεαρό ψιλικατζή που τον σκότωσαν, ε, αυτός ήταν ο εραστής της. Λέγοντας αυτά ένοιωθε πως
δίνει το τελειωτικό χτύπημα, δε μιλούσε αόριστα για κάποιον γκόμενο αλλά για συγκεκριμένο
πρόσωπο, και μάλιστα για κάποιον νέον κι όμορφον, που επί πλέον είχε γίνει και «διάσημος»,
έστω μέσω του θανάτου του. Για να καταλάβει η τσουλίτσα πως μετράει σα γυναίκα η Κατίνα,
περνάει κι αυτηνής η μπογιά της, ίσως πιο πολύ κι απ’ τη δικιά της. Γι’ αυτό κι ο Πάνος τελικά
στη γυναίκα του γύρισε, όσο κι αν δεν της αρέσει της κυρίας Στέλλας, και να της αδειάζει τώρα
τη γωνιά, γιατί δεν έχει όρεξη να βλέπει τα μούτρα της.
Η Στέλλα σηκώθηκε.
-Είσαι μεγάλο βούρλο μωρ’ αδερφάκι μου, είπε μόνο, μιας και δεν της ερχόταν στο
μυαλό κάτι καλύτερο. Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.

116
- 14 -

Στο γραφείο του διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας Χαλανδρίου χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν ο αξιωματικός Υπηρεσίας.
-Κύριε διοικητά, μια κυρία είναι στη γραμμή και θέλει να σας μιλήσει.
-Ποια είναι;
-Δεν αναφέρει όνομα, επιμένει όμως πως πρέπει οπωσδήποτε να σας μιλήσει, είναι λέει
σημαντικό.
-Τέλος πάντων, πέρασέ μου τη γραμμή, είπε ο διοικητής, ξεφυσώντας με δυσφορία. Τι
σκατοδουλειά κι αυτή, σκέφτηκε, έχω που έχω τις σκοτούρες μου, έχω και την κάθε βαρεμένη,
που ντρέπεται ακόμα και τ’ όνομά της να πει, να νομίζει πως η δική της υπόθεση είναι σημαν-
τική. Κι εγώ πρέπει να κάτσω να την ακούω.
Τον βασάνιζε εκείνη η υπόθεση του ψιλικατζή. Βραχνάς του είχε γίνει. Πριν από κάνα
μήνα είχε πάλι χτυπήσει το τηλέφωνο ο αξιωματικός υπηρεσίας και είπε πως ο Μπάμπης ο
Γύφτος ήταν εκεί και ήθελε να τον δει.
-Στείλ’ τον μέσα, είπε, κι αμέσως έκλεισε το φάκελο που είχε μπροστά του και τον
έβαλε στο συρτάρι. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε το γνωστό κλεφτρόνι. Ο διοικητής πρόσεξε πως
είχε ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή του και το κάπως ειρωνικό ύφος. Δεν τον ένοιαζε όμως,
ήξερε πως άμα χρειαζόταν να τον στρώσει ξανά, υπήρχε ο τρόπος.
-Καλημέρα σας κύριε διοικητά, τι μου γίνεστε.
-Καλώς το φίλο μου.
Δεν είπε στο «φίλο» του να καθίσει, τον κοίταγε μόνο ερωτηματικά. Ο Μπάμπης όμως
δεν πτοήθηκε, πήρε μόνος του το θάρρος και θρονιάστηκε στην καρέκλα. Έριξε ένα βλέμμα στο
πακέτο με τα τσιγάρα του διοικητή πάνω στο γραφείο.
-Κύριε διοικητά, να πάρω ένα τσιγαράκι;
Ο διοικητής του πρόσφερε το πακέτο, ενώ αναρωτιόταν τι διάολο να θέλει τούτος εδώ.
Έσπρωξε και τον αναπτήρα προς το μέρος του. Ο Μπάμπης άναψε, έκατσε πιο αναπαυτικά
στην καρέκλα, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Ο διοικητής φάνηκε ν’ αγριεύει.
-Έχεις κάτι να μου πεις; έχω και δουλειά, δε θα μου φας όλη τη μέρα.
-Για ‘κείνη την υποθεσούλα, που λέγαμε τις προάλλες κύριε διοικητά. Ψάξτε κάποιον
Μαδαράκο στη Γλυφάδα. Αυτός είναι που κινεί τα νήματα. Για τα νέα ήθη που λέγαμε.
-Βρε άει στο διάολο, που μου ‘μαθες και την καθαρεύουσα.
-Γιατί κύριε διοικητά, εγώ που με βλέπετε έχω πάει μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου. Θα
πήγαινα και παραπάνω, τι νομίζετε, τα ‘παιρνα τα γράμματα. Ας όψονται όμως οι καταστάσεις.
-Ναι, θα μας βγεις κι αδικημένος τώρα. Λοιπόν;
-Τι λοιπόν;
-Αυτό είναι όλο κι όλο που έχεις;
-Ε αυτό έμαθα, κι είπα να σας ενημερώσω.

117
Το είχε σκεφτεί πολύ ο Μπάμπης. Αν πριν λίγο καιρό μονάχα, του έλεγες πως αυτός, ο
Μπάμπης ο Γύφτος, θα πάει από μόνος του να δώσει πληροφορίες στους μπάτσους, το λιγότερο
θα ήταν να σου πει ότι έχεις παραφρονήσει. Ή, το πιθανότερο, θα σήκωνε τσαμπουκά, για την
προσβολή που του έκανες. Πώς τα φέρνει όμως η άτιμη η ζωή. Τα πάνω, κάτω. Σε στριμώχνει
όπως αυτή γουστάρει, είναι φορές που σε αναγκάζει να γλύφεις εκεί που έφτυνες. Το είχε
σκεφτεί πολύ λοιπόν, το κουβέντιασε και με τους δικούς του. Δεν ήταν για το ξύλο που έφαγε,
όχι. Εδώ ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό. Ήταν τα «νέα ήθη», που είχε πει και στο διοικητή. Και
καθόλου δεν του άρεσαν αυτά τα νέα ήθη. Μέχρι τώρα αλλιώς την ήξεραν την παρανομία. Σαν
μια ευγενικιά, θα μπορούσε να πει, απασχόληση. Και κυρίως αναίμακτη. Ούτε τρίχα ανθρώπου
δεν πείραζαν. Ασκούσαν την «τέχνη» τους με όλους τους κανόνες. Ναι, το δίχως άλλο, τέχνη
ήταν. Κι αν βούταγαν κανένα χρυσαφικό, τι μ’ αυτό; θα πάθαινε κάτι η κυρία που έχανε ένα
βραχιολάκι; ή ένα σκουλαρίκι; το πολύ-πολύ να τριγύριζε χωρίς στολίδια. Σιγά την απώλεια.
Με το βραχιολάκι όμως εξασφάλιζαν ένα πιάτο φαΐ και οι δικές τους οικογένειες. Δίκαιη ανα-
κατανομή εισοδήματος. Αν το καλοσκεφτείς, ούτε καν παρανομία δε θα την έλεγες. Με τούτα
‘δω όμως πού πάμε; εδώ έχουμε φονικά, έχουμε άγριους εκβιασμούς και προστασίες, και
ναρκωτικά που καταστρέφουν τη νεολαία. Σαν κι αυτά που βλέπουμε στον κινηματογράφο να
γίνονται στην Αμερική. Κι ήταν και το άλλο βέβαια. Πού πας κύριε έτσι ξαφνικά σε ξένη επι-
κράτεια; εδώ έχει λόγο ο Μπάμπης ο Γύφτος, χρόνια και χρόνια τώρα. Όλοι το ξέρουν αυτό,
ακόμα κι ο διοικητής. Εσύ πούθε ξεφύτρωσες; ποιόν ρώτησες; Εδώ ήταν που πήρε την απόφαση
ο Μπάμπης. Γιατί είχε κιόλας τις πληροφορίες του από «συναδέλφους» των νοτίων προαστίων.
Αυτοί οι καινούργιοι, είχαν κάνει στην άκρη τους παλιούς. Ήθελαν να ελέγχουν τα πάντα, κι
ήταν αδίστακτοι σ’ αυτό. Όποιος δεν υπάκουε, έμενε άνεργος. Ή τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι.
Κατάλαβε λοιπόν πως αν δεν κάνει κάτι, θα έρθει κι η δικιά τους η σειρά, κι αυτή η σκέψη ήταν
η αποφασιστική για ν’ αλλάξει ρότα. Να τους «δώσουμε» στην αστυνομία, μπας και ξεριζωθεί
το κακό εν τη γενέσει. Του το ‘χαν πει πως ο αρχηγός, ο Μαδαράκος, ήταν κρυμμένος στη σκιά.
Κινούσε τα νήματα, όπως το διατύπωσε με ακρίβεια ο Μπάμπης, αλλά απ’ το παρασκήνιο, και
η αστυνομία της περιοχής χαμπάρι δεν έπαιρνε. Ε λοιπόν, ας τη βοηθήσουμε ν’ ανοίξει τα μάτια
της, σκέφτηκε ο Μπάμπης. Έτσι βρέθηκε στο γραφείο του διοικητή. Πού να ‘ξερε όμως τότε,
πως αυτά τα «νέα ήθη», ήρθαν για να μείνουν; Γιατί έφερναν μαζί τους και χρήμα. Όχι ένα
πιάτο φαΐ μόνο, πολύ χρήμα. Πακτωλό. Τόσο, που να είναι «αδύνατο» στην οποιαδήποτε αστυ-
νομία να τα ξεριζώσει. Δεν το ‘ξερε τότε αυτό ο Μπάμπης, ούτε να το φανταστεί μπορούσε.
Χρειάστηκε κάποια χρόνια για να το καταλάβει.
Η πληροφορία του Γύφτου διαβιβάστηκε αρμοδίως από το διοικητή. Ξαμολήθηκαν τα
λαγωνικά της Γλυφάδας να ξετρυπώσουν τον «αρχηγό». Βρήκαν κάποιες άκρες, εντόπισαν
κάποιους δικούς του, τον ίδιο όμως δεν κατάφεραν να τον πλησιάσουν. Σίγουρα θα χρησι-
μοποιούσε ψεύτικο όνομα. Και τα τσιράκια του ήταν σκληρά καρύδια. Δεν άνοιγαν το στόμα
τους με τίποτα. Όσο κι αν εφαρμόστηκαν όλες οι «επιστημονικές» πρακτικές της ανάκρισης,
λέξη δεν πήραν από κανέναν. Ίσως γιατί ήξεραν την τιμωρία που τους περίμενε, έτσι και «κελά-
ηδαγαν».
Πενιχρά λοιπόν αποτελέσματα έφερε και το κάρφωμα του Μπάμπη. Πάλι στο σκοτάδι
ήταν οι έρευνες. Μόνο επιβεβαιώθηκε κατά κάποιο τρόπο η πληροφορία πως, ετούτοι εδώ, της
Γλυφάδας, είχαν, εκτός των άλλων, και επαγγελματίες φονιάδες, που μπορούσαν να κάνουν τη
«δουλειά» σ’ όποιον τους χρειαζόταν. Ποιο το συμπέρασμα όμως; να μισθώθηκε εκτελεστής,

118
για λόγους ερωτικής αντιζηλίας; υπερβολικό του φαινόταν του διοικητή. Ποιος θα μπορούσε να
κάνει κάτι τέτοιο; και πού στο διάολο θα ‘πιανε επαφή με κάποιον σαν το Μαδαράκο;
Υπερβολικό, αλλά δεν είχε και κάτι άλλο. Αναγκαστικά θα δούλευε αυτό το σενάριο.
Έπρεπε λοιπόν να βρει ποιες ήταν οι ερωμένες του θύματος τα τελευταία χρόνια. Σαν να λέμε,
πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το. Πού να τις βρει; άρχισε να κουβαλάει πάλι στο τμήμα φίλους και
συγγενείς του ψιλικατζή, αλλά, για όσες του έδωσαν πληροφορίες, συμπέρασμα δεν έβγαινε.
Κάποιοι φίλοι του, ήξεραν δυό-τρεις κοπελίτσες, που είχαν κάποτε δεσμό μαζί του. Και τι μ’
αυτό; κοπελίτσες ήταν. Δεν έβγαινε άκρη μ’ αυτές.

Σ’ αυτό το σκοτάδι ήταν ο διοικητής, όταν του τηλεφώνησε η Στέλλα. Αυτή ήταν η
άγνωστη, που δεν έλεγε τ’ όνομά της. Είχε βάλει το μυαλό της να δουλέψει η μικρή, ψάχνοντας
τρόπους εκδίκησης. Το μυαλό της, που, μέχρι τότε, είναι ζήτημα αν είχε πάει μια-δυό φορές
πέρα απ’ τις μόδες και τα τσιφτετέλια. Ποτέ δεν ξέρεις όμως πού μπορεί να φτάσει μια γυναίκα,
που της έχουν πληγώσει ακριβώς τον εγωισμό της σαν γυναίκα. Βουνά μπορεί να κινήσει,
λέαινα να γίνει και να σε κατασπαράξει κι όχι μόνο να βάλει ένα μυαλουδάκι να πάρει στροφές.
Έτσι λοιπόν έψαξε η Στέλλα και βρήκε άκρη, μέχρι και παλιές εφημερίδες πήγε και ανακάλυψε,
για να μάθει τις λεπτομέρειες που έγραφαν για το φονικό που της είπε η Κατίνα. Έμαθε και πως
ο φονιάς δεν είχε ακόμα βρεθεί. Δεν την ένοιαζε βέβαια αυτό. Σκασίλα της κι αν τον εύρισκαν,
κι αν δεν το εύρισκαν. Ούτε και πήγαινε το μυαλό της πως μπορεί ο Πάνος να ήταν ο αίτιος.
Άλλο ήθελε αυτή. Της έφτανε να βγουν στη ρούγα τα γκομενιλίκια της συμβίας του και να γίνει
ρεζίλι. Τι νόμιζε δηλαδή, πως θα του τη χάριζε; Είναι καλύτερη από μένα η Κατίνα κύριε Πάνο;
την προτιμάς κι ας σε κεράτωσε; θα σε φτιάξω εγώ τώρα, για να μάθεις τι θα πει Στέλλα. Βού-
κινο θα σε κάνω.
Απ’ τις εφημερίδες έμαθε επίσης πως την υπόθεση την ερευνά η Ασφάλεια Χαλανδρίου.
Έτσι έγινε και σχημάτισε τον αριθμό, που βρήκε στον κατάλογο.
-Εμπρός, ακούστηκε η φωνή του διοικητή.
-Ο κύριος διοικητής;
-Ο ίδιος.
-Εσείς ερευνάτε την υπόθεση με τη ληστεία και το φόνο στο ψιλικατζίδικο;
Ξαφνιάστηκε λίγο ο διοικητής. Άλλο και τούτο.
-Ποια είστε κυρία μου;
-Δεν έχει σημασία. Πείτε μου, εσείς είστε ο υπεύθυνος για την υπόθεση;
Αυτός ήταν ο υπεύθυνος. Που όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε την άγνωστη να πει
τ’ όνομά της. Του είπε άλλα όμως. Του είπε πως ήξερε μια από τις ερωμένες του θύματος. Και
πως η ερωμένη αυτή, ήταν γυναίκα του Πάνου Καναβρά.
-Και τι σημαίνει αυτό; ρώτησε ο διοικητής.
-Δεν ξέρω, εσείς είστε η αστυνομία, εσείς πρέπει να ξέρετε, απάντησε η Στέλλα κι
έκλεισε το τηλέφωνο.
Άργησε ν’ ακουμπήσει το ακουστικό στη συσκευή του τηλεφώνου ο κύριος διοικητής.
Να και μια από τις γκόμενες που δεν είναι κοπελίτσα, σκέφτηκε. Αν βέβαια η άγνωστη πληρο-
φοριοδότης λέει την αλήθεια. Χρειάζεται προσοχή εδώ, όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά.
Μπορεί αυτή η άγνωστη να μη χωνεύει τη συγκεκριμένη κυρία για τους δικούς της λόγους, και
κοιτάει να τη μπλέξει. Συνηθισμένη ιστορία κάτι τέτοιο, είχαν δει κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις

119
τα μάτια του. Σημείωσε πάντως το όνομα, μην τυχόν και το ξεχάσει αργότερα. Πάνος
Καναβράς.
Έψαξε λοιπόν ο διοικητής πρώτα απ’ όλα να μάθει ποιος είναι αυτός ο Καναβράς. Και
οι πληροφορίες τον προβλημάτισαν. Πρόκειται για ευηπόληπτο μέλος της κοινωνίας, έλεγαν οι
πληροφορίες, επιχειρηματίας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Δεν του άρεσαν κάτι τέτοια του
διοικητή. Μπλεξίματα του μύριζαν. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή στο χειρισμό, δεν είχε εδώ να
κάνει με κάποιον φουκαρά, που βλέπει αστυνομία και τα κάνει πάνω του. Ούτε με κανένα
κλεφτρόνι, που του ρίχνεις και καμιά σφαλιάρα άμα λάχει. Και πώς να ξεκινήσει; να τον
καλέσει στο τμήμα; σάμπως τι είχε; μια ανώνυμη πληροφορία είχε. Με το δίκιο του ο άλλος να
γίνει θηρίο. Ή να καλέσει τη γυναίκα του; μπα, ακόμα χειρότερα. Τελικά αποφάσισε να πάει ο
ίδιος να βρει τον Πάνο στο γραφείο του. Ναι, αυτό είναι το καλύτερο, να το πάει γύρω-γύρω το
πράγμα, προσεχτικά, και θα δει μετά, βλέποντας και κάνοντας. Και μ’ αυτή τη σκέψη χτύπησε
ένα απόγευμα το κουδούνι των γραφείων της «ΤΣΙΩΚΑΣ-ΚΑΝΑΒΡΑΣ ΑΤΕΒΕ» και ζήτησε να
δει τον κύριο Καναβρά. Το κορίτσι που του άνοιξε πήγε πρώτα να ρωτήσει, και μετά τον
οδήγησε στο γραφείο του Πάνου.
Ήταν μεγαλοπρεπή τα γραφεία, με το μεγάλωμα της εταιρείας έγινε και η σχετική ανα-
καίνιση. Για το δικό του γραφείο πήρε καινούργια έπιπλα ο Πάνος, κρέμασε πίνακες στους
τοίχους, έβαλε γλάστρες με φυτά εσωτερικού χώρου, έστρωσε χαλιά. Ήταν διευθύνων
σύμβουλος τώρα, η σχετική ταμπέλα έξω απ’ την πόρτα του υπογράμμιζε τον τίτλο, όπως και
να το κάνουμε λοιπόν μια άλφα πολυτέλεια ήταν απαραίτητη. Αλλιώς σε υπολογίζει ο άλλος. Ο
διοικητής πάντως, με την πρώτη γρήγορη ματιά που έριξε γύρω του, εντυπωσιάστηκε.
-Καλησπέρα σας κύριε Καναβρά.
-Καλησπέρα. Καρούτης είπατε;
-Καρούτης, αστυνόμος.
Σταμάτησε για λίγο και πρόσθεσε.
-Διοικητής του τμήματος ασφαλείας Χαλανδρίου.
Ο Πάνος είχε κιόλας σηκωθεί και είχε απλώσει το χέρι του. Ο διοικητής τον κοίταζε στα
μάτια. Καμιά αντίδραση, ούτε ένα παίξιμο των βλεφάρων.
-Χαίρω πολύ, είπε μόνο. Παρακαλώ, καθίστε.
Πάτησε το κουδούνι στο γραφείο του και στην πόρτα εμφανίστηκε το κορίτσι που είχε
ανοίξει.
-Τι θα σας προσφέρουμε κύριε Καρούτη;
Ο αστυνόμος σημείωσε μέσα του πως δεν τον προσφώνησε «κύριε διοικητά», όπως ήταν
συνηθισμένος ν’ ακούει.
-Έναν σκέτο ελληνικό θα τον έπινα.
Το κορίτσι έφυγε, για να φέρει τον σκέτο στο διοικητή. Ο Πάνος είχε μισοτελειωμένο
τον δικό του πάνω στο γραφείο. Πήρε απ’ το συρτάρι τα τσιγάρα του και πρόσφερε στον
επισκέπτη του. Άναψε κι αυτός. Ο διοικητής τον παρακολουθούσε σιωπηλός. Προσπαθούσε να
καταλάβει αν όλες αυτές οι περιποιήσεις ήταν συνηθισμένες για τον Πάνο, αν ήταν το τελε-
τουργικό του γραφείου, ή αν τις έκανε από αμηχανία, αν προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο.
-Ασφάλεια Χαλανδρίου είπατε; ξέρετε, το Χαλάνδρι είναι η γειτονιά μου, εκεί μένω.
Και αναρωτιόταν μέχρι τότε ο διοικητής, θα μου πει ότι μένει στο Χαλάνδρι, ή θα κάνει
το κορόιδο; πάντως, έκανε πως δεν ήξερε, παράστησε τον έκπληκτο.
-Σοβαρά; τότε ίσως συνεννοηθούμε καλύτερα, σαν καλοί γείτονες.

120
Μπήκε το κορίτσι με τον καφέ. Άφησε στο γραφείο και λίγα μπισκοτάκια. Εκτός απ’ το
ευχαριστώ του διοικητή, έμεναν σιωπηλοί μέχρι να κλείσει η πόρτα πίσω της.
-Λοιπόν κύριε Καρούτη; για ποιο πράγμα να συνεννοηθούμε;
Πάλι δεν είπε «κύριε διοικητά». Δεν ήξερε γιατί, αλλά τον ενοχλούσε λιγάκι αυτό τον
αστυνόμο.
-Ήρθα να ρωτήσω για κανένα διαμέρισμα. Ξέρετε τώρα, έλεγα μήπως μπορούσα να
κάνω κάποια αγορά, έχω μερικά λεφτουδάκια στην πάντα, λέω να ζητήσω και δάνειο, δικαι-
ούμαι να πάρω απ’ το «Παρακαταθηκών και Δανείων». Αν βρω κάτι που θα μου κάνει βέβαια.
Γι’ αυτό ήρθα, μου είπαν κάποιοι συνάδελφοι, πως είστε καλός κατασκευαστής κι είπα να δω
αν μπορεί να γίνει κάτι.
-Και για τι διαμέρισμα ενδιαφέρεστε;
-Ε, κάνα τριάρι. Θα ήθελα παραπάνω, έχω δυό παιδιά βλέπεις, και θα προτιμούσα να
έχει καθένα το δωμάτιο του. Δεν έχω τη δυνατότητα όμως.
-Αν ενδιαφέρεστε για το Χαλάνδρι αποκλειστικά, αυτή τη στιγμή δεν έχουμε. Έχουμε
στα σκαριά όμως μια καινούργια δουλειά, είμαστε σε συζητήσεις με τους οικοπεδούχους. Είναι
κι αυτοί ένα σωρό και δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ξέρετε τι τραβάμε σε κάτι
τέτοιες περιπτώσεις; καθ’ ένας το κοντό του και το μακρύ του, ζητάει ότι του κατέβει. Αλλά για
την περίπτωση που σας λέω, μάλλον θα γίνει η δουλειά, θα καταφέρουμε να συμφωνήσουμε.
Γι’ αυτό και σας το λέω, αλλιώς δε θα ‘κανα κουβέντα. Τώρα, αν δεν σας ενδιαφέρει αποκλει-
στικά αυτή η περιοχή, έχουμε δυό τριάρια στο Βύρωνα, ετοιμοπαράδοτα. Ωραία οικοδομή, σε
πολύ καλή θέση. Κι όσο να ‘ναι, απ’ το Χαλάνδρι θα σας έρθουν και πολύ οικονομικότερα.
-Δεν ξέρω, τι να σας πω, για Χαλάνδρι έχουμε πει με τη σύζυγο. Μιας και δεν έχω πολύ
καιρό που πήγα στο τμήμα εκεί, και θα μείνω κάμποσο όπως φαίνεται, γι’ αυτό είπαμε, να
πάρουμε εκεί το σπίτι, κάποτε να ριζώσουμε κι εμείς κάπου, να μην αλλάζουν και τα παιδιά
συνέχεια σχολείο, όλο γκρίνια είναι κι αυτά με τις μεταθέσεις. Είναι και ωραία στο Χαλάνδρι,
μας αρέσει. Τι σας το λέω, το ξέρετε και μόνος σας. Αλήθεια, πού ακριβώς μένετε;
-Κοντά στην πλατεία, οδός Καραολή.
-Μάλιστα, μάλιστα. Ναι ξέρω που είναι, έχω και μια υπόθεση εκεί κοντά, σίγουρα κάτι
θα ‘χετε ακούσει, μιας κι είστε της γειτονιάς. Για τη ληστεία στο ψιλικατζίδικο λέω, που
κατέληξε και στο φόνο του φουκαρά του ψιλικατζή.
Συνέχιζε να κοιτάει τον Πάνο στα μάτια. Τίποτα πάλι.
-Φυσικά έχω ακούσει, έγινε πολύς ντόρος. Το ήξερα κιόλας λίγο το θύμα, εξ όψεως που
λέμε, καμιά Κυριακή που θα τύχαινε να μην έχω δουλειά. Γιατί αλλιώς τι νομίζετε, τις
περισσότερες φορές, ακόμα και τις Κυριακές εμείς δεν ησυχάζουμε, τα τρεξίματα δε λείπουν,
αλλά στη χάση και στη φέξη, που θα τύχαινε να είμαι σπίτι την Κυριακή, μπορεί να έπαιρνα
τσιγάρα κι εφημερίδα απ’ αυτόν. Κρίμα το παλληκάρι, πήγε τσάμπα και βερεσέ για λίγες πεντα-
ροδεκάρες.
-Να σας εκμυστηρευτώ κάτι; μιας και το ‘φερε η κουβέντα δηλαδή, και τα λέμε εδώ
πέρα φιλικά. Κατά βάθος έχω την υποψία πως δεν ήταν ληστεία.
Σταμάτησε για μια στιγμή και μετά πρόσθεσε.
-Μάλλον γυναικοδουλειά μου μυρίζει εμένα.
Έπαιξε λιγάκι το βλέφαρο του Καναβρά, ή έτσι του φάνηκε; Δεν ήταν σίγουρος, μπορεί
και να ‘ταν ιδέα του, μιας και περίμενε, δεν περίμενε μόνο, ευχόταν από μέσα του να δει κάτι,

121
μια μικρή αντίδραση, οτιδήποτε. Ακόμα κι αν έγινε όμως ήταν εντελώς φευγαλέο, το πρόσωπό
του παρέμενε ήρεμο κι αδιάφορο. Τον άκουσε μόνο να ρωτάει.
-Γιατί το λέτε αυτό;
-Ε, έχουμε κι εμείς τις πληροφορίες μας, έχουμε τις προσβάσεις μας στον υπόκοσμο,
όσο να ‘ναι όλο και κάτι μαθαίνουμε. Υπάρχουν και κάποια στοιχεία που δεν ταιριάζουν με
ληστεία, ακόμα κι ο τρόπος που τον μαχαίρωσαν ας πούμε, ήταν επαγγελματικό μαχαίρωμα,
αυτός που το ‘κανε ήθελε οπωσδήποτε να τον σκοτώσει, ο ληστής δε χτυπάει έτσι, πώς να το
πω, δε θέλει καλά και σώνει να προκαλέσει το θάνατο, του φτάνει να εξουδετερώσει κάποιον.
Απ’ την άλλη, όλες οι πληροφορίες αναφέρουν πως ο μακαρίτης ήταν μεγάλος γυναικάς, με το
σωρό τις είχε τις γκόμενες, παντρεμένες και λεύτερες (τόνισε λίγο παραπάνω το «παντρεμένες»
ο διοικητής), καμιά δεν άφηνε, σωστή παρέλαση γινόταν στο μαγαζί του. Γι αυτό μιλάω για
γυναικοδουλειά, δοσοληψίες άλλου είδους δεν υπήρχαν, δεν είχε εχθρούς το θύμα, ένας μικρο-
εμποράκος της γειτονιάς ήταν, που δούλευε για το μεροκάματο. Αν αφήσουμε στην άκρη τη
ληστεία, τι μας μένει; φως φανάρι, η ερωτική αντιζηλία.
-Και για μια ερωτική αντιζηλία, όπως λέτε, μπορεί να φτάσει κάποιος στο φόνο;
έγκλημα τιμής στην εποχή μας;
-Α, όσο γι’ αυτό να είστε σίγουρος, τα αστυνομικά χρονικά είναι γεμάτα με τέτοια περι-
στατικά, μη λέτε για την εποχή μας, τι νομίζετε, πως τώρα είμαστε πολιτισμένοι, πως έχουν εξη-
μερωθεί τα ήθη; πως δε γίνονται αυτά που λέγαμε εγκλήματα τιμής; ποια ήταν η τιμή; θιγόταν η
«αντρική τιμή», άμα, για παράδειγμα, απατούσε κάποιον η γυναίκα του; γιατί θιγόταν η τιμή
του; είχε κάνει τίποτα αυτός; κάποια ατιμία, κάποια παρανομία; όχι βέβαια, η μοιχαλίδα την
είχε κάνει την ατιμία, αυτή έπρεπε να ντρέπεται. Γιατί η ντροπή να βαραίνει τον άντρα; Δεν
ήταν αυτό λοιπόν, η «τιμή» μια βολική πρόφαση ήταν, για να δικαιολογείται κατά κάποιο τρόπο
το έγκλημα. Εκείνο που δεν μπορεί ν’ ανεχτεί ο «ατιμασμένος» είναι που η μοιχεία σημαίνει,
πώς να το πω, μια απώλεια, χάσιμο της αποκλειστικότητας, πληγώνει βαθειά τον εγωισμό,
κουρελιάζει την όποια αυτοπεποίθηση έχει κανείς. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το σήμερα, με
το ότι είμαστε τάχα πολιτισμένοι, η ανθρώπινη ψυχή είναι ίδια σε όλες τις εποχές, μια άβυσσος
είναι, άμα την κυριέψει το πάθος δεν ξέρει κανείς πού μπορεί να φτάσει. Έγκλημα πάθους
μάλιστα, να το δεχτώ σαν ορισμό, μη ξεχνάμε άλλωστε πως και γυναίκες έχουν διαπράξει
τέτοια εγκλήματα, που δεν έχουν ας πούμε το βραχνά της «τιμής» να τις βαραίνει, έχεις ακούσει
ποτέ να λένε για τη «γυναικεία τιμή»;
-Τι να πω κύριε Καρούτη, ωραία το τοποθετείτε το θέμα, και για να το λέτε εσείς κάτι
θα ξέρετε. Στη σχολή σας τα έμαθαν αυτά;
Ο αστυνόμος κοίταξε καλά-καλά τον Πάνο κι αναρωτήθηκε μέσα του αν μιλάει σοβαρά
ή αν τον κοροϊδεύει. Έχει γούστο να ήρθα για μαλλί και να φύγω κουρεμένος, σκέφτηκε. Κι
άντε πάλι αυτό το «κύριε Καρούτη». Πήρε να εκνευρίζεται για τα καλά, συγκρατήθηκε όμως,
έπρεπε να το χειριστεί σωστά το θέμα. Έτσι έδωσε τόπο στην οργή.
-Και στη σχολή, αλλά πιο πολύ είναι η εμπειρία της ζωής που μου τα δίδαξε, κύριε
Καναβρά. Τι νομίζετε, μέσα απ’ τις αστυνομικές έρευνες γινόμαστε αναγκαστικά παρατηρητές
της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και ψυχολόγοι, και ‘ξομολόγοι, και ότι χρειαστεί. Πώς αλλιώς
να εξιχνιάσουμε τις υποθέσεις; Πολλές φορές, να μη σας πω τις περισσότερες, δε φτάνουν τα
ευρήματα και τα στοιχεία απ’ τον τόπο του εγκλήματος, ειδικά σε περιπτώσεις σαν κι αυτές που
λέγαμε για παράδειγμα, πρέπει να μπούμε στη σκέψη του δράστη, στην ψυχολογία του, να

122
κατάλάβουμε πώς και γιατί έκανε το έγκλημα, τι τον έσπρωξε ως εκεί. Μόνο έτσι θα κατα-
φέρουμε να φτάσουμε σ’ αυτόν.
-Μάλιστα, μάλιστα. Καλά είναι αυτά που μου λέτε, έχουν ενδιαφέρον, αλλά κουβέντες
για το καφενείο είναι, για αργόσχολους. Με συγχωρείτε αλλά βλέπετε εγώ δεν έχω καιρό για
εγκυκλοπαιδικές συζητήσεις, ας γυρίσουμε λοιπόν στη δουλειά μας. Τι λέτε, αν κλείσουμε την
καινούργια δουλειά που σας έλεγα, που θα την κλείσουμε δηλαδή, να σας έχουμε υπ’ όψιν;
-Δεν ξέρω, να το σκεφτώ λίγο. Να το συζητήσω και με τη σύζυγο και θα δούμε.
Σηκώθηκε ο αστυνόμος και χαιρέτησε. Πηγαίνοντας προς την πόρτα ο Πάνος του είπε ν’
αφήσει το τηλέφωνό του, να τον ειδοποιήσουν, αυτός όμως απάντησε πως δεν είναι ανάγκη, θα
τον ξαναεπισκεφτεί ο ίδιος, αν καταλήξει σε κάποιαν απόφαση.

123
- 15 -

Καμιά δεκαριά μέρες μετά την επίσκεψη του διοικητή στον Πάνο, ένας αστυνομικός
χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. Ήταν ευγενέστατος, ζήτησε τον κύριο Καναβρά, τον
ήθελε είπε ο κύριος διοικητής του τμήματος ασφαλείας, τον παρακαλούσε, αν του ήταν εύκολο,
να περάσει απ’ το τμήμα. Ο Πάνος έλειπε, συνήθως έρχεται αργά το βράδυ, είπε η Κατίνα. Ο
αστυνομικός, πάντα με ευγένεια, της ζήτησε να τον ενημερώσει όταν έλθει, ή και νωρίτερα με
το τηλέφωνο αν ήταν δυνατόν, για την επίσκεψή του, και να του μεταφέρει την επιθυμία του
διοικητή του. Έφυγε, αφήνοντας την Κατίνα παραξενεμένη, κι όχι χωρίς κάποιο φόβο. Το
βράδυ όμως, που ανέφερε τα καθέκαστα στον Πάνο, δεν τον είδε να δείχνει την παραμικρή
ανησυχία.
-Τι να θέλει άραγε; τόλμησε τότε να ρωτήσει.
Θα μπορούσε να της απαντήσει, να της πει πως είχαν πάρε-δώσε με το διοικητή, πως
ενδιαφερόταν για κάποιο διαμέρισμα, πως σίγουρα γι’ αυτό τον ήθελε. Δεν το ‘χε σκοπό όμως
ν’ ανοίγει κουβέντες μαζί της, ούτε για τις δουλειές, ούτε για οτιδήποτε άλλο.
-Να μη σε νοιάζει, δική μου δουλειά, απάντησε μόνο, κι η Κατίνα το βούλωσε, χωρίς
όμως να της φεύγει ο κάποιος φόβος.
Ο Πάνος, την άλλη μέρα, πριν το μεσημέρι, ξέκλεψε λίγο καιρό απ’ τα τρεχάματα για να
περάσει απ’ το τμήμα. Είχε σκεφτεί να μην πάει, να τον αφήσει να περιμένει τον μπάτσο, έτσι
κι αλλιώς η δουλειά στο Χαλάνδρι δεν είχε κλείσει ακόμα, οπότε δεν θα είχε και κάποιο νέο να
του πει. Απ’ την άλλη όμως του πέρασε απ’ το νου ότι μπορεί τελικά ο διοικητής να ενδιαφε-
ρόταν και για το διαμέρισμα στο Βύρωνα, ποτέ δεν ξέρεις, ίσως κουβεντιάζοντας με τη σύζυγο,
που, όπως τον είχε διδάξει η πείρα του, έχει και τον τελικό λόγο σε τέτοια θέματα, ίσως λοιπόν
να το αποφάσισαν, μιας και θα τους ερχόταν και φτηνότερο. Κι έτσι, σκέφτηκε ο Πάνος, αν
είναι να σπρώξω κάποιο απ’ τα έτοιμα, ας μην το καθυστερώ, έχουμε και έξοδα που τρέχουν.
Εμφανίστηκε λοιπόν κατά το μεσημεράκι και ζήτησε τον κύριο Καρούτη. Ένας νεαρός αστυ-
νομικός τον έβαλε να περιμένει κάμποσο, ήταν απασχολημένος με επείγουσες υποθέσεις ο
κύριος διοικητής, όπως του εξήγησε. Πέρναγε η ώρα, είχε αρχίσει να δυσανασχετεί, δεν είχε και
πολύ καιρό για χάσιμο αυτός, αλλά την τελευταία στιγμή, σχεδόν μόλις που ήταν έτοιμος να
σηκωθεί να φύγει, βγήκε ο νεαρός απ’ το γραφείο του διοικητή, όπου είχε χωθεί νωρίτερα με
κάτι χαρτιά στα χέρια, και του είπε πως μπορεί να περάσει.
Το γραφείο που μπήκε ήταν λιτό, όπως κι ο προθάλαμος που περίμενε τόση ώρα. Ένα
παλιό ξύλινο γραφείο, ένα φοριαμό με χαρτιά και μερικές καρέκλες ήταν όλη κι όλη η επί-
πλωση. Μόνο η καρέκλα πίσω απ’ το γραφείο, αυτή που φιλοξενούσε τα οπίσθια του διοικητή,
ξέφευγε απ’ τα συνηθισμένα. Ήταν μια εντυπωσιακή περιστρεφόμενη πολυθρόνα, και, απ’ όσο
θυμόταν ο Πάνος, δεν είχε ξαναδεί τέτοια σε καμιά απ’ τις υπηρεσίες που είχε πάει.
-Καλημέρα σας κύριε Καρούτη.
Σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του ο αστυνόμος όλο χαμόγελα.

124
-Καλώς τον κύριο Καναβρά. Καλημέρα σας, καλημέρα σας. Με συγχωρείτε που σας
άφησα να περιμένετε, οι υποθέσεις βλέπετε τρέχουν συνέχεια, είναι κάποια θέματα που χρειά-
ζονται άμεση ενέργεια, δεν παίρνουν αναβολή ούτε λεπτό, με καταλαβαίνετε πιστεύω εσείς,
σίγουρα με καταλαβαίνετε. Όπως και να ‘χει ζητώ και πάλι συγνώμη. Καθίστε παρακαλώ, μη
στέκεστε. Τι θα σας προσφέρουμε;
-Δε θα πάρω κάτι, ευχαριστώ, δε θέλω να σας προσβάλλω αλλά έχω πιει κιόλας δυό
καφέδες απ’ το πρωί. Ας μην πάρω άλλον, έτσι κι αλλιώς η μέρα είναι ακόμα μπροστά και δε θα
μπορέσω ν’ αποφύγω και τρίτον και τέταρτον. Μην το παρακάνουμε.
Ο διοικητής επέμενε.
-Μια πορτοκαλάδα έστω, ένα χυμό;
Δεν έπινε τέτοια ο Πάνος. Ευχαρίστησε και πάλι και μπήκε μόνος του κατ’ ευθείαν στο
ψητό.
-Λοιπόν κύριε Καρούτη, για το διαμέρισμα που λέγαμε στο Χαλάνδρι δεν έχω ακόμα
κάτι χειροπιαστό. Αν πάλι σας ενδιαφέρει ο Βύρωνας, εδώ είμαστε.
-Το διαμέρισμα; α ναι, το διαμέρισμα. Ούτε κι εγώ έχω κατασταλάξει κάπου, αλλά δε
σας κάλεσα γι’ αυτό κύριε Καναβρά, αν ήταν θα ερχόμουν στο γραφείο σας. Βλέπετε εμένα δε
μ’ αρέσει να μπερδεύω τις προσωπικές δουλειές με την υπηρεσία, υπάρχουν οι ώρες εργασίας
και οι ελεύθερες ώρες, το κάθε τι στην ώρα του και στο χώρο του. Δεν σας κάλεσα να μιλή-
σουμε για το διαμέρισμα λοιπόν, ούτε που θα το είχα διανοηθεί να σας κουβαλήσω εδώ πέρα
για κάτι τέτοιο. Για υπηρεσιακούς λόγους σας κάλεσα.
Έμεινε έκπληκτος ο Πάνος.
-Για υπηρεσιακούς λόγους; δηλαδή; ρώτησε κάπως απότομα.
-Ω, τίποτα το σπουδαίο, μην ταράζεστε, πιο πολύ τυπικό είναι το θέμα θα έλεγα, πώς να
το πω, το επιβάλει η μεθοδολογία, πρέπει να ερευνάμε τα πάντα, και τα πιο απίθανα, τα πιο
ασήμαντα, δεν επιτρέπεται να παραβλέπουμε το παραμικρό.
Σταμάτησε για λίγο, παρατηρώντας προσεχτικά τον επισκέπτη του. Ακόμα φαινόταν
κάποια απορία στο πρόσωπό του.
-Για ‘κείνη την υπόθεση που συζητάγαμε τις προάλλες πρόκειται, με τον ψιλικατζή της
γειτονιάς σας. Που τον σκότωσαν. Θα μου πείτε, τι δουλειά έχετε εσείς μ’ αυτό, τίποτα, απλώς,
μιας και μου είπατε ότι τον βλέπατε πότε-πότε, ότι ψωνίζατε από ‘κει, είπα να σας ρωτήσω,
μήπως και προσέξατε κάτι, μήπως σας φάνηκε κάτι παράξενο, είστε και έξυπνος άνθρωπος, το
μάτι σας σίγουρα θα κόβει παραπάνω απ’ του μέσου παρατηρητή. Έστω και θεωρητικά λοιπόν
θα μπορούσατε να έχετε κάποια ενδιαφέρουσα παρατήρηση, απίθανο βέβαια, αλλά ποτέ δεν
ξέρεις από πού μπορεί να έρθει μια πληροφορία, υπάρχουν φορές που ξεπηδάει απ’ το απίθανο,
γι’ αυτό και πρέπει να τα ψάχνουμε όλα. Η μεθοδολογία που λέγαμε.
Έγινε σιωπή. Έπρεπε να του αφήσει το χρόνο του, να σκάψει στη μνήμη του. Πέρασε
κάμποση ώρα, ίσως υπερβολικά πολλή, μέχρι να μιλήσει ο Πάνος.
-Δε νομίζω πως μπορώ να σκεφτώ κάτι που θα βοηθούσε.
-Το παραμικρό; οτιδήποτε, ακόμα κι αν νομίζετε πως είναι κάτι άνευ σημασίας.
-Όχι, τίποτα.
-Το νεαρό, το θύμα δηλαδή, πώς τον βλέπατε, τι άνθρωπος σας φαινόταν;
-Τι να πω, ένας συνηθισμένος νεαρός. Ευγενικός με τον κόσμο. Και καλοφτιαγμένος, αν
θέλετε να κάνω μια περιγραφή, αυτό ήταν κάτι που το ‘βλεπε ο καθένας.

125
-Ναι, ναι, αυτό όλοι μου το λένε. Γι’ αυτό και η επιτυχία του στις γυναίκες, όλοι οι
γνωστοί του μου λένε πως ήταν και μεγάλος γόης. Θηλυκιά γάτα δεν του ξέφευγε.
Συνέχιζε ο διοικητής να παρατηρεί τον Πάνο. Έπαιξε πάλι το βλέφαρό του; αυτή τη
φορά σαν να το είδε πιο καθαρά. Και σαν να ήταν λίγο εκνευρισμένος όταν μίλησε.
-Δεν τα ξέρω εγώ αυτά, δεν ασχολούμαι με τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, έχω σοβαρό-
τερες δουλειές να κάνω.
Ο διοικητής σηκώθηκε.
-Ναι οπωσδήποτε, έχετε τις δουλειές σας κι εσείς. Να μη σας κρατάω άλλο κύριε
Καναβρά, ευχαριστώ που μπήκατε στον κόπο να έλθετε.
Το ύφος του ήταν στεγνό τώρα, καθαρά υπηρεσιακό. Αφού έφυγε ο επισκέπτης του,
έκατσε να το σκεφτεί λίγο το πράγμα. Μετά την πρώτη επίσκεψη στο γραφείο του Καναβρά
είχε αποφασίσει να προχωρήσει όπως θα ‘κανε με τον οποιονδήποτε, μπορεί να ρίσκαρε λίγο,
αλλά και τι να ‘κανε, δεν είχε φως από πουθενά αλλού. Κι απ’ ότι φάνηκε τώρα, δεν πήγε
στράφι το ρίσκο, σίγουρα κάτι έτρεχε με τον κύριο αυτόν. Κάτι φαινόταν να κρύβει. Ορίστε,
όταν τον ρώτησε αν είχε παρατηρήσει κάτι περίεργο, σαν πολύ δεν άργησε ν’ απαντήσει; ένας
που δε θα ‘χε να κρύψει κάτι, θα ‘λεγε αμέσως πως δεν ξέρει τίποτα, δεν είδε τίποτα. Αυτή θα
ήταν μια φυσιολογική αντίδραση. Αυτός όμως έκανε πως το σκεφτόταν, πως προσπαθούσε να
θυμηθεί, σαν να ήθελε να δηλώσει δηλαδή πως θέλει να βοηθήσει την αστυνομία, είναι
πρόθυμος. Κι έτσι να βγαίνει το συμπέρασμα πως ο ίδιος είναι καθαρός και άσχετος με την
υπόθεση. Κι εκείνο το παίξιμο στο βλέφαρο, κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στις γκομενο-
δουλειές του θύματος; αυτό τι σου λέει; Υπάρχουν λοιπόν οι πρώτες ενδείξεις, και η ανώνυμη
πληροφορία ίσως είχε βάση. Άρα; άρα επιβάλλεται να συνεχίσει τη «στενή πολιορκία», κι αν
υπάρχει κάτι αργά ή γρήγορα θα βγει.
Σε λίγες μέρες, ο αστυνομικός υπηρεσίας τηλεφώνησε στον Πάνο και του ζήτησε να
ξαναπεράσει απ’ το γραφείο του κυρίου διοικητή. Ο Πάνος άρχισε να εκνευρίζεται, τι θέλει
πάλι ο κωλόμπατσος, σαν πολύ δε μου τα ζαλίζει; Σκέφτηκε να τον αγνοήσει, τελικά όμως δεν
το έκανε.
Όταν μπήκε στο γραφείο του, ο διοικητής δε σηκώθηκε καν. Τον καλημέρισε ξερά.
Ούτε χαμόγελα, ούτε προσφορά για κέρασμα.
-Κύριε Καναβρά, σας φώναξα για μια-δυό λεπτομέρειες ακόμα. Κατ’ αρχάς, μπορείτε
να μου πείτε από πότε κατοικείτε στο Χαλάνδρι, στη συγκεκριμένη διεύθυνση;
Ο Πάνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
-Τι σχέση έχει αυτό; ρώτησε κάπως απότομα.
-Παρακαλώ, παρακαλώ, αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου όπως εγώ ξέρω και
απαντήστε στις ερωτήσεις μου.
Σταμάτησε για μια στιγμή ο αστυνόμος, μια ελάχιστη στιγμή, και, πριν ο άλλος πάρει
ανάσα, άφησε ένα υπονοούμενο.
-Αν έχει ή δεν έχει σχέση θα το δούμε αργότερα. Λοιπόν, πότε εγκατασταθήκατε εδώ;
-Πριν τέσσερα χρόνια. Κι επειδή είστε μεθοδικός άνθρωπος εσείς, θα σας ενδιαφέρει
σίγουρα η ακρίβεια. Ιούνιος του εβδομήντα οχτώ ήταν.
Ο διοικητής φάνηκε να χαλαρώνει λίγο.
-Κύριε Καναβρά, αφήστε παρακαλώ τις ειρωνείες. Μπορεί να σας φαίνονται άσχετες οι
ερωτήσεις, και μάλλον άσχετες θα είναι, το πιθανότερο ίσως, όμως σας το ξανά ’χω πει, η μεθο-
δολογία, όλα ερευνώνται και καταγράφονται, και τα πιο ασήμαντα, και τα πιο άσχετα, δεν

126
πρέπει να μένει το παραμικρό κενό. Ας συνεχίσουμε λοιπόν. Έχετε τέσσερα χρόνια στη γειτο-
νιά. Κι απ’ την αρχή, από τότε που ήλθατε, είχατε εντοπίσει το ψιλικατζίδικο; ψωνίζατε από
εκεί όλα αυτά τα χρόνια;
-Ε, ναι, μάλλον, δε θυμάμαι ακριβώς.
-Ωραία, δε νομίζω πως θέλω κάτι άλλο. Μπορείτε να πηγαίνετε.
Ο Πάνος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Σηκώθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του πήρε ν’
αγριεύει.
-Και γι’ αυτό με κουβαλήσατε εδώ πέρα; δε γινόταν να με ρωτήσετε απ’ το τηλέφωνο ας
πούμε; ή μήπως νομίζετε πως είμαι κάνας αργόσχολος, που δεν έχει πώς να σκοτώσει την ώρα
του;
Ο διοικητής έμενε ατάραχος στη θέση του.
-Δε γίνεται απ’ το τηλέφωνο ανάκριση κύριε Καναβρά.
Παρά λίγο να του ‘ρθει κόλπος του Πάνου.
-Ανάκριση; ρώτησε με βραχνή φωνή, σαν να πνιγόταν.
-Τυπικός είναι ο όρος, μην ταράζεστε.
Έκανε μια κίνηση με το χέρι του ο Πάνος, σα να ‘διωχνε κάτι ενοχλητικό από ‘μπρος
του. Γύρισε να φύγει. Πριν φτάσει στην πόρτα, τον σταμάτησε πάλι η φωνή του διοικητή.
-Και μιας και είστε εδώ, για να μη σας ξαναφέρνω και εκνευρίζεστε, ξέρετε μήπως να
μου πείτε αν η σύζυγός σας ψώνιζε καθόλου απ’ το μαγαζί του θύματος;
Η οργή του αυτή τη φορά ξεχείλισε.
-Δε με παρατάς άνθρωπέ μου; πού θες να ξέρω;
Βγήκε χωρίς άλλη κουβέντα, κοπανώντας την πόρτα πίσω του.

Αυτή τη φορά, ο αστυνομικός που στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού ζήτησε την κυρία
Καναβρά. Την ήθελε ο κύριος διοικητής, να περάσει απ’ το τμήμα. Η Κατίνα τα ‘χασε.
-Είστε σίγουρος πως θέλει εμένα κι όχι τον άντρα μου;
Απόλυτα σίγουρος ήταν ο αστυνομικός.
-Και τι με θέλει; δε σας είπε;
Όχι δεν συνήθιζε να λέει κάτι τέτοια ο κύριος διοικητής. Το μόνο που ήξερε ο αστυ-
νομικός ήταν πως έπρεπε να πάει όσο πιο γρήγορα γινόταν, έτσι του είχε πει. Την παρακαλούσε
λοιπόν να μην αργήσει, μη βρει κι αυτός τον μπελά του. Της εξήγησε και πού ακριβώς ήταν το
τμήμα, μιας και τον ρώτησε.
-Να ετοιμαστώ και θα ‘ρθω.
Μόλις έφυγε, το αρχικό σάστισμα της Κατίνας έγινε τρόμος. Ο διοικητής της ασφά-
λειας; τι διάολο να τη θέλει; και θα πάει μόνη της; τον Πάνο, να ειδοποιήσει τον Πάνο. Έτρεξε
στο τηλέφωνο, λες κι ήταν η σωτηρία της. Ο άντρας της όμως δεν ήταν στο γραφείο, έλειπε για
δουλειές.
-Να του πεις πως τηλεφώνησα, είπε απογοητευμένη στην κοπέλα.
Και τώρα τι κάνει; να μην πάει καθόλου; δε γίνεται, ο αστυνομικός ήταν αυστηρός σ’
αυτό. Να πάει όσο γίνεται πιο γρήγορα. Πήρε να ντύνεται, με το μυαλό της να παίρνει φωτιά.
Βάφτηκε στα πεταχτά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένη απ’ το
αποτέλεσμα. Δεν πάει στο διάολο, είπε μέσα της, αυτά μας μάραναν τώρα. Πριν φύγει, ξανα-
πήρε τηλέφωνο στο γραφείο. Ο Πάνος έλειπε ακόμα. Κατέβασε το ακουστικό, πήρε την τσάντα
της, έκανε το σταυρό της. Παναγία μου, βοήθεια. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

127
Η καρδιά της χτύπαγε όταν πέρναγε την πόρτα της ασφάλειας. Προσπαθούσε να ηρε-
μήσει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ο διοικητής την έβαλε να καθίσει, ενώ αυτός κάτι διάβαζε.
Ύστερα από μερικά λεπτά, που η Κατίνα παρακάλαγε μέσα της να μην τελειώσουν ποτέ, άφησε
τα χαρτιά που κράταγε στην άκρη και σήκωσε το κεφάλι.
-Λοιπόν κυρία Καναβρά, σας φώναξα εδώ στα πλαίσια των ερευνών που κάνουμε για
ένα φόνο που έγινε στη γειτονιά σας.
Η αγωνία της Κατίνας έγινε τρόμος.
-Για φόνο; εμένα;
-Ησυχάστε, δεν είπα πως κάνατε εσείς φόνο, έγινε ένας φόνος είπα. Πριν λίγους μήνες,
για την ακρίβεια στις δέκα εννιά Ιανουαρίου, σκότωσαν έναν ιδιοκτήτη ψιλικατζίδικου. Εκεί
κοντά στο σπίτι σας. Έχετε υπ’ όψιν σας το γεγονός;
-Ναι, το άκουσα, όλη η γειτονιά μιλούσε γι’ αυτό.
-Εσείς προσωπικά, γνωρίζατε το θύμα;
Η φωνή της βγήκε με κάποια δυσκολία.
-Αν τον γνώριζα προσωπικά; πώς προσωπικά δηλαδή;
-Δεν ξέρω, εσείς θα μου πείτε. Είχατε γνωριμία; κι αν είχατε, τι είδους γνωριμία ήταν; εξ
όψεως μόνο; πιο στενή; Αυτό σας ρωτάω.
-Ε, τι να πω, ψώνιζα απ’ το μακαρίτη τον κύριο Σάκη. Κυρίως κλωστές, για τα κεντή-
ματα.
-Για τα κεντήματα, μάλιστα. Να υποθέσω πως το κέντημα είναι η αγαπημένη σας
ασχολία, αφού, όπως φαίνεται, φτιάχνετε πολλά κεντήματα.
-Γιατί το λέτε αυτό;
-Γιατί κάποιοι μάρτυρες μας είπαν πως σας έβλεπαν συχνά στο ψιλικατζίδικο.
Η καρδιά της Κατίνας πήγαινε να σπάσει. Κι αυτός ο διοικητής, δεν έλεγε να σηκώσει
τα μάτια από πάνω της. Σα γεράκι την παρακολουθούσε, έτοιμος να την κατασπαράξει. Η φωνή
της έτρεμε για τα καλά όταν μίλησε.
-Κάποιοι μάρτυρες; εμένα;
-Ναι εσάς.
Ο διοικητής σηκώθηκε απ’ η θέση του, έκανε το γύρο του τραπεζιού και στάθηκε μπρος
της, κοιτάζοντάς την από ψηλά.
-Κυρία Καναβρά, θα σας ρωτήσω ευθέως. Είχατε μήπως ερωτική σχέση με το θύμα;
Η Κατίνα χλώμιασε. Ένας κρύος ιδρώτας την έλουσε. Πήγε να μιλήσει, αλλά της
φάνηκε πως δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Ύστερα από λίγες στιγμές, που της φάνηκαν
αιώνας, κι ενώ ο αστυνόμος την κοίταζε εξεταστικά, κατάφερε να ψελλίσει.
-Ερωτική σχέση; εγώ; με τον ψιλικατζή;
Αυτό το τελευταίο από μόνο του της βγήκε. Σαν περιφρονητικό ακούστηκε για το θύμα,
μια κυρία Καναβρά με το φτωχαδάκι; αν είναι δυνατόν. Μέσα της πικράθηκε εκείνη τη στιγμή
που το ‘πε έτσι, αλλά τι να κάνει, το ‘πε και δεν μπορούσε να το πάρει πίσω. Αργότερα όμως,
που κλωθογύριζε στο νου της όλα τα καθέκαστα, σκεφτόταν ότι δεν πειράζει, αντίθετα, καλά
ήταν ειπωμένο, ευτυχώς να λέει που της ήρθε και το πέταξε έτσι. Άφηνε όμως και μια υπόνοια
αυτός ο λόγος, ότι να, με τον ψιλικατζή όχι, ποτέ, αλλά με κάποιον της σειράς της δεν απο-
κλειόταν, θα μπορούσε να έχει ερωτική σχέση. Έτσι, μόλις ξαναβρήκε λίγο την ψυχραιμία της,
σήκωσε το κεφάλι και συμπλήρωσε, πάντα με τρεμάμενη φωνή.
-Τι λέτε κύριε, για ποια με περάσατε;

128
-Εγώ κυρία μου δε λέω τίποτα, τα γεγονότα ψάχνω και προσπαθώ να βγάλω άκρη. Ο
ψιλικατζής που λέτε, είχε ερωτικά πάρε δώσε με τη μισή γειτονιά. Κι όχι μόνο με τη γειτονιά,
με το μισό Χαλάνδρι θα μπορούσα να πω. Με συγχωρείτε λοιπόν αν το πήρατε προσβλητικά, η
δουλειά μου όμως με υποχρεώνει να ρωτάω τους πάντες και τα πάντα.
Δεν ξέφυγε απ’ τον αστυνόμο μια μικρή αντίδραση της Κατίνας, όταν της είπε πως το
θύμα ήταν μεγάλος γυναικάς. Συνέχισε όμως.
-Λέτε λοιπόν ότι δεν είχατε τίποτα με το θύμα. Ούτε, ας πούμε είχε προσπαθήσει ποτέ
να σας πλησιάσει, ερωτικά εννοώ, να σας κάνει τα γλυκά μάτια;
-Δεν, δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο. Ήταν πάντα ευγενικός, πολύ ευγενικός, αλλά να μου τα
ρίξει, όχι, δε θα το ‘λεγα.
Ύστερα από λίγο ο διοικητής, αφού είχε ξανακαθίσει στη θέση του, είπε στην Κατίνα
πως μπορεί να πηγαίνει. Τούτη ‘δω την έχει σίγουρα λερωμένη τη φωλιά της, σκεφτόταν μέσα
του. Φως φανάρι, κόντεψε να λιποθυμήσει με το που ήρθε η κουβέντα στα ερωτικά. Το αρνή-
θηκε με τα λόγια, αλλά το πρόσωπό της, η στάση της, άλλα έδειχναν. Πού θα πάει όμως; δεν
αντέχει, με λίγη πίεση θα τα ξεράσει όλα. Δεν υπάρχει περίπτωση να του ξεφύγει, θα τη φέρει
βόλτα. Και τότε να σε δω κύριε Καναβρά, που μου παριστάνεις το σκληρό και τον καμπόσο
εδώ πέρα.
Όταν η Κατίνα έφτασε στο σπίτι της, ακόμα έτρεμε. Και μέχρι αργά το απόγευμα, που
γύρισε ο Πάνος, δεν έλεγε να της περάσει η ταραχή. Μόλις του είπε ότι την κάλεσε ο διοικητής
ασφαλείας και της έκανε ερωτήσεις για το φόνο στο ψιλικατζίδικο, εκείνος αλαφιάστηκε. Έχει
γούστο να του είπε πως τον είχε γκόμενο, σκέφτηκε. Του ήρθε στο νου η ερώτηση του μπάτσου,
που τον ρώτησε αν η γυναίκα του ψώνιζε απ’ το μαγαζί του θύματος. Πόσο βλάκας ήταν.
Έπρεπε να το καταλάβει πως θα την καλέσει κι αυτή, να προλάβει, να της πει να μη βγάλει
λέξη. Τώρα; μπορεί να είναι κιόλας αργά. Σίγουρα θα του τα ξεφούρνισε το κουτορνίθι.
-Δεν πιστεύω να του είπες πως τον είχες γκόμενο, είπε, χωρίς μεγάλες ελπίδες.
-Όχι Παναγιώτη μου, δεν είπα τίποτα.
-Σε ρώτησε κάτι τέτοιο;
-Με ρώτησε, αλλά είπα όχι.
-Πώς και σε ρώτησε; σ’ έκοψε απ’ τη φάτσα τι πουτάνα είσαι;
Η Κατίνα δαγκώθηκε. Δε θα σταματήσει ποτέ να της το κοπανάει, σκέφτηκε.
-Είπε πως το θύμα είχε πολλές σχέσεις, γι’ αυτό ρωτάει.
Ο Πάνος δεν έχασε την ευκαιρία.
-Αμ τι νόμιζες κυρά μου, πως ήταν ερωτευμένος με σένα ο τζιτζιφιόγκος σου; για
παιγνίδι σε είχε, όπως κι όλες τις άλλες.
Την έβαλε να του πει με λεπτομέρειες τι ακριβώς τη ρώτησε ο διοικητής και τι του
απάντησε. Στο τέλος της είπε μην τολμήσει, έτσι και την ξανακαλέσει, να ομολογήσει τις
ντροπές της. Μου τα φόρεσες που μου τα φόρεσες, είπε, δε θα με κάνεις και ρεντίκολο στην
κοινωνία.

129
- 16 -

Κατά τα τέλη του Μάη, ο Γιώργης, ενώ τον τελευταίο καιρό είχε ησυχάσει κάπως,
άρχισε πάλι να βασανίζεται. Μπαίνοντας η άνοιξη είχε πάρει ν’ αλαφρώνει η ψυχή του. Έφυγε
σιγά-σιγά το βάρος που τον πλάκωνε. Μωρέ λες να ‘φταιγε στ’ αλήθεια ο καιρός; Ήρθε και το
Πάσχα, πήγε στο χωριό κάμποσες μέρες, σχεδόν όλες τις μέρες των διακοπών εκεί τις έβγαλε,
κι έτσι ξέχασε τις σκοτούρες του για τα καλά, χαλάρωσε. Ούτε την Ελένη δεν έβαζε στο μυαλό
του. Χόρτασε τις κουβέντες με τους παλιούς παιδικούς του φίλους, όσους έτυχε να ‘ναι εκεί.
Ήταν κι ο Βασίλης, ο κολλητός του απ’ το δημοτικό, που είχε κάποια χρόνια να τον δει. Είχε
έρθει κι αυτός οικογενειακώς. Έκανε και βόλτες στον καθαρό αέρα, λαμπικάρισε ο νους του.
Κάποια στιγμή μάλιστα σκέφτηκε να καβαλήσει τη Ρούσα και να πάρει τα βουνά, τη λυπήθηκε
όμως, πολύ κοκκαλιάρα και αδύναμη την έβλεπε. Δίκιο είχε ο πατέρας του, είχε γεράσει. Πήγαν
όμως ποδαράτο με το Βασίλη, οι δυό τους, έφτασαν μέχρι το μεγάλο λιβάδι. Θυμάσαι ρε
μαλάκα τι μπάλα έχουμε παίξει εδώ πέρα; ρώτησε ο φίλος του. Αν θυμόταν λέει; ξεχνιούνται
κάτι τέτοια; Σε κάθε εκδρομή που έκαναν στα νιάτα τους, το να παίξουν μπάλα ήταν ο κανόνας.
Ο αντικειμενικός σκοπός. Τέτοια μεγάλη ισιάδα δεν υπήρχε κοντά στο χωριό, μιας κι έφταναν
λοιπόν ως εδώ δε θ’ άφηναν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Στρώνονταν στο ποδόσφαιρο με τις
ώρες. Πού την έβρισκαν τόσην όρεξη; Μετά από τόσο ποδαρόδρομο που έκαναν μέχρι να
φτάσουν, ίσα που κάθονταν μια στάλα, να πάρουν ανάσα. Αμέσως μετά, άρχιζε η διαδικασία
του παιγνιδιού. Πρώτα να χωριστούν σε δυό ομάδες. Το πράγμα δεν ήταν και τόσο εύκολο.
Έπρεπε οι ομάδες να ζυγιαστούν καλά, ανάλογα με τη δεξιοτεχνία του καθ’ ενός, να ‘ναι ισο-
δύναμες. Αλλά και κάθε ομάδα, κοίταγε να κλέψει λίγο, να ‘ναι έστω μια στάλα καλύτερη, για
να κερδίσει. Κι όταν τέλειωναν τα διαδικαστικά, άρχιζε ο αγώνας. Μ’ εκείνη την ιστορική
μπάλα, που κύριος είδε ποιος τους την είχε προμηθέψει. Χρόνια ολόκληρα την είχαν και τη
φύλαγαν ως κόρην οφθαλμού. Την έραβαν όταν ξηλωνόταν στις ραφές, την μπάλωναν άμα τρύ-
παγε η σαμπρέλα, τη συντηρούσαν πάση θυσία. Κι επειδή εδώ πάνω υπήρχαν γύρω-τριγύρω
θεριεμένες τσαπουρνιές και αγριοτριανταφυλλιές, με κάτι αγκάθια σωστά σουβλιά, κουβάλαγαν
μαζί τους, αχρείαστα να ήταν, χοντρό βελόνι και σπάγκο, κομμάτια σαμπρέλας, κόλλα, όλα τα
σύνεργα επισκευής τέλος πάντων. Και την τρόμπα του χασάπη, αυτή που την είχε για να
φουσκώνει τα κατσίκια πριν τα γδάρει. Γιατί είχε εκσυγχρονιστεί ο χασάπης του χωριού, είχε
προμηθευτεί τρόμπα, δεν τα φούσκωνε πια τα κατσίκια όπως παλιά, με το στόμα και το καλάμι.
Καθώς άρχιζε το παιγνίδι, κανένας δεν ήξερε πότε θα τελειώσει. Δεν κράταγαν δα χρόνο, και
πώς να τον κρατήσουν, αφού κανένας τους δεν είχε ρολόι. Κέρδιζε όποιος θα ‘φτανε πρώτος τα
δέκα γκολ. Κι αν δεν είχαν χορτάσει, συνέχιζαν ως τα δεκαπέντε. Κι ακόμα παραπέρα άμα
λάχαινε, μέχρι τελικής πτώσεως.
Ο Βασίλης ήταν απ’ τους καλύτερους. Δεξιοτέχνης σωστός, δύσκολα κατάφερναν να
τον μαρκάρουν. Αναστέναξε που τα θυμήθηκε.
-Ήμασταν νέοι τότε ρε φίλε, αντέχαμε. Τώρα ούτε να πάρουμε τα πόδια μας δε θα
μπορούσαμε, φουσκώσαμε για να φτάσουμε ως εδώ, όχι να παίξουμε και μπάλα.

130
Είχε σχεδόν ηρεμήσει λοιπόν ο Γιώργης. Γι’ αυτό, τι το ‘θελε κι αυτή η Ελένη και του
το θύμισε; βαλτή ήταν; Τον ρώτησε τις προάλλες, έτσι ξαφνικά, τι έγινε με ‘κείνο το θέμα που
της είχε πει για τον αδερφό του. Υπήρχε τίποτα; καμιά εξέλιξη; ή τζάμπα είχε φοβηθεί; Αθώα
ερώτηση ήταν, από ενδιαφέρον για τον ίδιο έγινε, αλλά να του έλειπε. Του ξανάφερε στο μυαλό
τους φόβους του. Κι όχι μόνο τους φόβους, αλλά και το ερώτημα. Αυτό ήταν που τον βασάνιζε
πιο πολύ. Αν ο Πάνος είχε κάνει το κακό, έπρεπε να τη σκαπουλάρει; είναι σωστό αυτό; δέχεται
κάτι τέτοιο αυτός; ο Γιώργης; γιατί, επειδή είναι ο αδερφός του; και λοιπόν; αυτός δεν είναι που
λέει ότι πρέπει να τηρούνται οι νόμοι; πως οι κανόνες είναι κανόνες και ισχύουν για όλους,
αλλιώς η κοινωνία διαλύεται; παύει να είναι «κοινωνία» και γίνεται ζούγκλα; με το νόμο του
ισχυρότερου; Πού πάνε αυτά τώρα; τα ξεχνάει επειδή δεν αφορούν τους άλλους, αλλά τον ίδιο;
η οικογενειακή αλληλεγγύη που έλεγε; η «συνείδηση» ότι το σόι πρέπει να αλληλο-
ϋποστηρίζεται; Ωραία δικαιολογία. Βολική, δεν μπορείς να πεις. Να κρυφτεί πίσω της και να
κάνει την πάπια. Το ίδιο δε θα ‘καναν οι περισσότεροι; όχι οι περισσότεροι, όλοι αυτό θα
‘καναν. Αυτός όμως είναι οι «όλοι»; είναι σαν αυτούς που δε βλέπουν παρά μόνο τον εαυτούλη
τους; που πέρα απ’ το νιτερέσο τους δεν υπάρχει τίποτα; Όχι, δεν το δέχεται πως αυτός είναι
έτσι. Έχει αρχές αυτός, και δεν του ‘ρχεται καλά να τις παραβαίνει. Δε γίνεται, πώς να το
κάνουμε. Θα κάνει αυτά που κοροϊδεύει; τι τα κοροϊδεύει δηλαδή, δεν τα κοροϊδεύει μόνο, τα
απεχθάνεται. Τον εξοργίζουν, τον κάνουν να βγαίνει απ’ τα ρούχα του. Δεν μπορεί ούτε να τους
βλέπει κάποιους, που κάνουν ότι τους γουστάρει, δεν υπολογίζουν το διπλανό τους, δε λένε να
συμμορφωθούν σε τίποτα. Μόνο τη βόλεψή τους. Κι από πάνω έχουν και το θράσος να κάνουν
και κριτική στους υπόλοιπους, την ώρα που οι ίδιοι συμπεριφέρονται σαν γαϊδούρια. Όχι κύριε.
Όσο γι’ αυτό είναι βέβαιος. Το ‘χει χωνέψει μέσα του. Οι κανόνες είναι κανόνες, πάει και
τελείωσε. Κι όποιος τους παραβαίνει πρέπει να έχει συνέπειες.
Τέτοια σκεφτόταν ο Γιώργης και τρωγόταν με τα ρούχα του. Μια βδομάδα, δυό βδο-
μάδες, κι άκρη δεν έβγαζε. Έλεγε πως η αστυνομία πρέπει να γνωρίζει όλα τα δεδομένα. Αυτό
είναι το σωστό. Να έχει τουλάχιστον όλες τις εκδοχές, κι από ‘κει και πέρα ας πράξει όπως
νομίζει κι όπως ξέρει. Πώς όμως να έχει όλες τις εκδοχές; η αστυνομία με πληροφορίες από ‘δω
κι από ‘κει πορεύεται. Ποιος να δώσει τις πληροφορίες; εδώ σε θέλω. Στο τέλος, με μια ξαφνική
απόφαση, χωρίς να το καλοσκεφτεί, και χωρίς να πει τίποτα στην Ελένη, μπήκε ένα Σάββατο
μεσημέρι στην «κορτίνα» του και κατέβηκε στην Αθήνα. Έπρεπε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
να τελειώνει μ’ αυτή την ιστορία, δεν άντεχε άλλο.
Με ανοιχτό το στόμα έμεινε η Κατίνα μόλις άνοιξε και τον είδε να στέκεται στην πόρτα.
Χρόνια και χρόνια είχε να τον δει στο σπίτι της, την τελευταία φορά που τους είχε επισκεφτεί
έμεναν ακόμα στο Αιγάλεω. Δεν της φαινόταν βέβαια παράξενο, τέτοιος μονόχνωτος που ήταν.
Αλλά, μήπως κι αυτοί πήγαιναν συχνά να δουν τους συγγενείς του άντρα της; στη χάση και τη
φέξη. Παλιότερα, που τα παιδιά ήταν μικρά, τους άρεσε το χωριό, είχαν την ελευθερία τους
εκεί, μπορούσαν να γυρνάνε στα σοκάκια και να παίζουν όλη μέρα. Τα ‘παιρνε λοιπόν η Κατίνα
το καλοκαίρι και πήγαινε να μείνει με τα πεθερικά, μια βδομάδα, ένα δεκαήμερο, ανάλογα,
μπορεί και περισσότερο αν κατάφερνε να πάει λίγες μέρες κι ο Πάνος. Μεγαλώνοντας όμως,
ούτε ν’ ακούσουν δεν ήθελαν τα βλαστάρια της για το χωριό και τους «χωριάτες». Προτι-
μούσαν τις παραλίες. Έτσι οι επαφές ήταν σπάνιες πια, σχεδόν μόνο απ’ το τηλέφωνο. Εκτός
από τη σταθερή ετήσια επίσκεψη του πεθερού της στην Αθήνα. Γι’ αυτό και τώρα, ο τελευταίος
που θα περίμενε να βρεθεί μπροστά της όταν χτύπησε το κουδούνι, ήταν ο κουνιάδος της.
Μόλις της πέρασε η έκπληξη, σταυροφιλήθηκαν.

131
-Βρε, βρε, ο Γιώργης. Καλώς τον. Πώς ήταν αυτό το ξαφνικό;
Τον τράβηξε μέσα, έκλεισε την πόρτα πίσω της.
-Ε, είπα κι εγώ να σας κάνω έκπληξη. Έκανα καλά, ή είναι δυσάρεστη η έκπληξη;
-Μα τι λες τώρα; άκου δυσάρεστη.
Τον έβαλε να καθίσει και φώναξε την κόρη της, που ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της
και διάβαζε του σκοτωμού.
-Αναστασία έλα, ήρθε ο θείος σου.
Εμφανίστηκε η μικρή, την αγκάλιασε και τη φίλησε ο Γιώργης.
-Μωρέ πώς ομόρφυνες έτσι;
Τη ρώτησε πώς πάει ο αγώνας. Οι πανελλήνιες άρχιζαν σε λίγες μέρες. Ζόρικα ήταν,
πολύ ζόρικα, την είχε φάει το άγχος.
-Έλα, δε σε φοβάμαι εσένα, θα τα καταφέρεις, την ενθάρρυνε αυτός. Γύρισε στην
Κατίνα.
-Ο Ηρακλής;
Ο Ηρακλής έτυχε να ‘ναι υπηρεσία στο στρατόπεδο. Κι ο αδερφός του δεν είχε φανεί
ακόμα. Πήρε τηλέφωνο στο γραφείο, κανείς δεν απαντούσε.
-Να σου βάλω να φας;
-Δεν πεινάω πολύ, είπε ψέματα αυτός. Άσε, θα περιμένω τον Πάνο, αφού δεν απαντάει,
μπορεί να ‘ναι στο δρόμο.
Πραγματικά, σε λίγο φάνηκε ο «αφέντης» του σπιτιού. Έμεινε κι αυτός έκπληκτος όταν
είδε τον αδερφό του, τον παράξενο. Άλλες εποχές δε θα τον άφηνε, θα του αμόλαγε κάνα
πείραγμα για τη σοφία του, τώρα όμως δεν ήταν στα κέφια του. Αρκέστηκε μόνο στο καλω-
σόρισμα.
-Καλώς το αδερφάκι μου το μικρό. Πώς κι έγινε αυτό το θαύμα και μας θυμήθηκες;
-Είχα κάτι δουλειές, ξανά ‘πε ψέματα ο Γιώργης. Και μιας και κατέβηκα, ήρθα και να
σας δω. Να μη λέτε κιόλας πως δεν έρχομαι ποτέ.
Τους έβαλε η Κατίνα να φάνε. Τέλειωσαν, έκατσαν στο σαλόνι, ο Πάνος άναψε
τσιγάρο.
-Δε λες να το κόψεις το κωλοτσίγαρο, είπε ο Γιώργης. Αυτός δεν κάπνιζε, ποτέ του δεν
το ‘χε βάλει στο στόμα του, ούτε για δοκιμή.
-Και να θέλω να προσπαθήσω, μ’ αφήνουν οι σκοτούρες;
Η Κατίνα τους ρώτησε αν θα φτιάξει καφέ. Τότε πρότεινε ο Γιώργης στον αδερφό του
να πήγαιναν μια βόλτα οι δυό τους, να πιουν έναν καφέ έξω, να γνωρίσει και τη γειτονιά τους.
Ποτέ του δεν είχε έρθει στο Χαλάνδρι, είπε. Ο Πάνος δεν είχε αντίρρηση. Βγήκαν στον
κεντρικό δρόμο, πήγαν μέχρι τη Δούρου, ξαναγύρισαν. Έκατσαν σ’ ένα απ’ τα καφενεία της
πλατείας, παράγγειλαν.
-Έχει και ωραίο παγωτό καϊμάκι εδώ πέρα, είπε ο Πάνος. Αν θέλεις δοκίμασέ το, είναι η
σπεσιαλιτέ τους.
Δεν ήθελε παγωτό ο Γιώργης, του έφτανε ο καφές. Έπεσε λίγο σιωπή. Το απόγευμα
ήταν κάπως ζεστό, αλλά όχι πολύ. Είχε σηκωθεί κι ένα μικρό αεράκι που έκανε πιο ευχάριστη
την ατμόσφαιρα.
-Ωραία περιοχή μου φαίνεται το Χαλάνδρι, είπε ο Γιώργης. Σα μια γειτονιά είναι.
Ανθρώπινη, όχι κρύα κι άχαρη.

132
Ο Πάνος συμφώνησε κουνώντας μόνο το κεφάλι. Έπεσε πάλι σιωπή, που κράτησε
περισσότερο αυτή τη φορά. Τέλος πήρε την απόφαση, μίλησε πάλι ο Γιώργης.
-Ρε συ Πάνο, είναι κάτι που με βασανίζει καιρό τώρα, και δε γίνεται, πρέπει να στο πω.
Έλεγα, μαλακίες θα ‘ναι, να μην ασχολούμαι, αλλά δεν μπορώ, όλο και γυροφέρνει στο νου
μου. Θα στο πω λοιπόν για να φύγει από μέσα μου, κι εσύ κάνε ότι καταλαβαίνεις.
Έκατσε και του εξιστόρησε όσα του είχε πει ο πατέρας τους, για τις παλιές υποψίες του
κυρ-Αλέκου, και για το φόνο του ψιλικατζή, χωρίς όμως ν’ αναφέρει και αυτό που φοβόταν ο
γέρος, μήπως δηλαδή ο Πάνος ήταν ο αίτιος. Βαρύ ήταν κάτι τέτοιο, δεν ήξερε πώς θα το πάρει,
και φοβόταν τίποτα βίαιες αντιδράσεις μέσα στον κόσμο. Όχι δηλαδή πως τα υπόλοιπα δεν ήταν
βαριά, γι’ αυτό και απορούσε που τον έβλεπε ν’ ακούει ήσυχα-ήσυχα, χωρίς να μιλάει. Δεν
έδειχνε έκπληξη, ούτε πήγε να διαμαρτυρηθεί, να βγει απ’ τα ρούχα του βρε αδερφέ, δεν ήταν
και μικρό πράγμα αυτά που ακούγονταν. Κάποιοι μικρομορφασμοί πάντως, έδειχναν πού και
πού ότι παρακολουθεί την εξιστόρηση. Όταν σταμάτησε ο Γιώργης, έμεινε ακόμα λίγο
σιωπηλός και μετά ρώτησε.
-Αυτά είναι όλα;
-Ναι, γιατί, υπάρχουν κι άλλα;
-Όχι, αλλά λέω. Εσύ να μου πεις, που τα ξέρεις.
Σταμάτησε πάλι για λίγο και συνέχισε.
- Και δε μου λες ρε μαλάκα, πιστεύεις τώρα με τα σωστά σου ότι θα με κεράτωνε ποτέ
εμένα η Κατίνα;
-Για να πω την αλήθεια, όχι, δεν μπορούσα να το φανταστώ κάτι τέτοιο. Ούτε κι ο
πατέρας το πιστεύει, γι’ αυτό και δε σου είπε τίποτα τόσον καιρό.
-Τότε τι μου αραδιάζεις εδώ πέρα ότι σε βασανίζει αυτό το πράγμα; και θέλεις να το
βγάλεις από μέσα σου για να ησυχάσεις; Τέλος πάντων, καλά έκανες και μου τα ‘πες, έπρεπε να
το ‘χεις κάνει και νωρίτερα. Ώστε έτσι, αυτός ο μαλάκας ο ζαχαροπλάστης είναι που τα διαδίδει
αυτά. Γι’ αυτό μου τα ‘χει πρήξει κι εκείνος ο μπάτσος.
Ο διοικητής ασφαλείας τον είχε καλέσει ξανά τον Πάνο για «ανάκριση». Αυτή τη φορά
όμως είχε πάει αποφασισμένος. Δε θα καθόταν ν’ ακούει τις μπαρούφες του μπασκίνα. Του τα
‘ψαλε λοιπόν για τα καλά. Απαίτησε να μάθει με ποιο δικαίωμα ρώταγε τη γυναίκα του αν είχε
ερωτικές σχέσεις με το θύμα. Ακούς εκεί. Το σκέφτηκε καλά; η δική του η γυναίκα; πώς το
φαντάστηκε αυτό; Με μεγάλη του έκπληξη όμως διαπίστωσε πως του άλλου το αυτί δεν ίδρωνε.
Αντίθετα, του συνέστησε ατάραχος να μην είναι τόσο εριστικός, γιατί ποτέ δεν μπορεί να είναι
σίγουρος. Κι αν θέλει να ξέρει, πρόσθεσε με έμφαση, υπάρχουν μαρτυρίες που λένε ότι η
γυναίκα του μπαινόβγαινε όλη την ώρα στο μαγαζί του θύματος. Κι ότι όλο χαριεντίσματα και
τσιριμόνιες ήταν μαζί του. Να προσέχει λοιπόν τα λόγια του, και να θυμηθεί πού ήταν το βράδυ
της δεκάτης ενάτης Ιανουαρίου, μεταξύ οχτώ και δέκα, γιατί μπορεί και να χρειαστεί να το
κατάθέσει επίσημα. Ο Πάνος είχε κοντέψει να πνιγεί. Τον κατηγορούσε σαν να λέμε για το
φόνο; με τι αποδείξεις; Σηκώθηκε κι έφυγε τρέμοντας απ’ τα νεύρα του. Βρε μπελά που βρή-
καμε στα καλά καθούμενα. Ρε τον κωλόμπατσο. Αλλά δεν ήξερε με ποιόν είχε να κάνει. Δε θα
το άφηνε έτσι το θέμα αυτός. Ως εδώ ήταν. Μόλις ηρέμησε πήρε τηλέφωνο το φίλο του, το
γενικό γραμματέα, και του είπε πως πρέπει να τον δει. Όχι δε γινόταν να τα πούνε απ’ το
τηλέφωνο. Κι όταν βρέθηκαν, ζήτησε να τον απαλλάξει απ’ τις ενοχλήσεις του μπάτσου. Δεν το
ζήτησε, το απαίτησε. Δεν μπορεί κύριε, ο κάθε κομπλεξικός γαλονάκιας να φέρεται έτσι σ’
ευηπόληπτους πολίτες. Ακούς εκεί, να υπονοεί ο παλιόμπατσος ότι η γυναίκα του είχε γκόμενο.

133
Και να τον υποπτεύεται αυτόν, ποιόν; τον Πάνο τον Καναβρά. Που τον ξέρει όλη η Αθήνα. Να
τον υποπτεύεται για το φόνο. Πώς δεν του είπε πως είναι και ληστής κιόλας. Δεν ξέρω τι θα
κάνεις, είπε στο γραμματέα, αλλά αυτό το αστείο πρέπει να σταματήσει. Δεν πάει άλλο. Γιατί
αλλιώς μπορεί στ’ αλήθεια να κάνω φόνο. Θα σπάσω το κεφάλι του μπάτσου, αν με ξανα-
νευριάσει έτσι. Ο γραμματέας του είπε να ηρεμήσει, και ζήτησε μόνο τη διαβεβαίωση του
Πάνου ότι δεν τρέχει τίποτα απ’ όλα αυτά, κι ότι οι υποψίες του αστυνομικού είναι χωρίς βάση.
Χωρίς κανένα δισταγμό, του έδωσε το λόγο της τιμής του. Αυτό μου αρκεί, είπε ο γραμματέας,
μην ασχολείσαι άλλο, άσ’ το σε μένα.
Την άλλη μέρα, ο κύριος γενικός είπε στη γραμματέα του να καλέσει τον ομόλογό του
στο Δημοσίας Τάξεως. Είπε τα καθέκαστα στο συνάδελφο και σύντροφο, και του ζήτησε να
διευθετήσει το ζήτημα. Δεν υπήρχε πρόβλημα, είπε, αυτός εγγυόταν. Έτσι ο Πάνος δέχτηκε ένα
τηλεφώνημα απ’ το ιδιαίτερο γραφείο του γενικού, όχι του δικού του γενικού, του άλλου. Του
ζήτησαν να τους επισκεφτεί, για να δουν την υπόθεσή του. Κι όταν πήγε, τον υποδέχτηκε ένας
νεαρός, σχεδόν παιδάριο, που του συστήθηκε ως «σύμβουλος» του κυρίου γενικού. Δεν τον
ρώτησε και πολλά ο «σύμβουλος», σε γενικές γραμμές το ήξερε το θέμα, είπε, τους είχε ενη-
μερώσει το γραφείο του πρώτου γενικού. Κάποιες μικρολεπτομέρειες μόνο. Και μετά πήγε την
κουβέντα στην όλη πολιτική κατάσταση, ορίστε τι τραβάμε, είπε, πρέπει εμείς να φροντίζουμε
για όλα, αν αφήσουμε τη Διοίκηση μόνη της θα κάνει του κεφαλιού της. Είναι που δεν έχουμε
πολλούς δικούς μας ακόμα, δεν έχουμε εδραιωθεί για τα καλά, υπάρχουν οι παλιοί που δεν
μπορούν να χωνέψουν τη νίκη μας και μας υπονομεύουν. Δεν θα κάνουμε πίσω όμως, θα
δώσουμε τον αγώνα και θα τον κερδίσουμε. Και στο σημείο αυτό σημείωσε με έμφαση ο «σύμ-
βουλος» πως ο αγώνας χρειάζεται και ενίσχυση, έχει και τα έξοδά του. Ορίστε, πλησιάζουν κι οι
δημοτικές εκλογές, που χρειάζονται μεγάλη κινητοποίηση, για να θριαμβεύσουν και σ’ αυτές οι
δυνάμεις της «αλλαγής». Ο Πάνος δεν είχε αντίρρηση να ενισχύσει τον αγώνα, και την άλλη
μέρα η ενίσχυση αυτή έφτασε στον κύριο «σύμβουλο».
Ο διοικητής ασφαλείας Χαλανδρίου δεν πίστευε στ’ αυτιά του, όταν η φωνή στο τηλέ-
φωνο είπε ότι τον καλούν απ’ το γραφείο του γενικού γραμματέα του υπουργείου, κι ότι θέλει
να του μιλήσει ο κύριος γενικός. Και πιο πολύ δεν πίστευε στ’ αυτιά του, όταν άκουσε απ’ τον
κύριο γενικό τι τον ήθελε. Τον ρώτησε αν έχει μια υπόθεση, στην οποία εμπλέκεται ο κύριος
Καναβράς. Δεν είπε ένας κύριος Καναβράς, ο κύριος Καναβράς είπε, σαν να ήθελε δηλαδή να
υποδηλώσει πως δεν ήταν ένας τρίτος, αδιάφορος, αλλά κάποιος δικός του. Ο διοικητής απάν-
τησε πως ναι, είχε μια τέτοια υπόθεση, αλλά δεν θα έλεγε ακριβώς ότι «εμπλέκεται» ο κύριος
Καναβράς, δεν είναι σίγουρο ακόμα, ένα ενδεχόμενο είναι, κατά την άποψή του βέβαια πολύ
ισχυρό ενδεχόμενο, ακόμη όμως είναι υπό έρευνα το πράγμα κι ελπίζει σχετικά σύντομα να ‘χει
αποτελέσματα. Ο κύριος γενικός ρώτησε αν υπάρχουν στοιχεία που να εμπλέκουν τον κύριο
Καναβρά, κι εδώ ο διοικητής αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως, όχι, χειροπιαστά στοιχεία δεν
υπάρχουν, αλλά η δική του αίσθηση, αίσθηση ισχυρή, που την αποκόμισε από τη στάση και τη
συμπεριφορά τόσο του κυρίου Καναβρά όσο και της συζύγου του, ιδίως της συζύγου του, η
αίσθησή του, το ξαναλέει, είναι ότι κάτι έχουν να κρύψουν. Πιστεύει βάσιμα λοιπόν πως αργά ή
γρήγορα θα σπάσουν, όπως λέμε, και θα φανερώσουν το μυστικό τους, ότι κι αν είναι αυτό.
Τότε ήταν που έμεινε άναυδος ο διοικητής, γιατί άκουσε τον κύριο γενικό να του λέει ξερά πως
δεν μπορεί να τον ακούει να μιλάει για «αισθήσεις» και για το τι «πιστεύει» ή δεν «πιστεύει»
αυτός, με την αίσθηση και την ενόραση δουλεύει; τι είναι, καμιά χαρτορίχτρα; και πως, αν μετά
από τόσους μήνες που έγινε το περιστατικό, δεν έχει κάτι το χειροπιαστό, ν’ αφήσει τους

134
ανθρώπους στην ησυχία τους και να σταματήσει να τους ενοχλεί. Κι αφού τον ρώτησε αν κατά-
λαβε τι του είπε, έκλεισε το τηλέφωνο. Κατάλαβε, πώς δεν κατάλαβε ο διοικητής, μια χαρά
κατάλαβε. Κι αφού κατάλαβε, δεν ξανακάλεσε τον Πάνο για «ανάκριση». Όσο κι αν του φαι-
νόταν βαρύ κάτι τέτοιο, το αίσθημα δικαίου που τον κατείχε έμπαινε σε δεύτερη μοίρα,
μπροστά στην προστασία του δικού του μέλλοντος.
Ήταν η σειρά του Γιώργη να μείνει άναυδος.
-Ο μπάτσος; ποιος μπάτσος; ρώτησε.
-Ένας ασφαλίτης εδώ πέρα, που ερευνάει την υπόθεση του φόνου.
-Και, σε κάλεσε κι εσένα στην ασφάλεια; γιατί;
-Κι εμένα και την Κατίνα. Τις ίδιες μαλακίες με σένα μου τσαμπουνάει, αν η Κατίνα
είχε γκόμενο τον ψιλικατζή, και διάφορα τέτοια. Τώρα εξηγούνται όλα όμως. Ρε το μαλάκα τον
κυρ-Αλέκο. Φταίω εγώ τώρα, να πάω να τον πλακώσω στις φάπες;
Ο Γιώργης πήρε βαθειά ανάσα. Ένιωσε μέσα του μιαν ανακούφιση, σαν να ‘φυγε ένα
βάρος απ’ το στήθος του. Η αστυνομία είχε και την εκδοχή που τον έκαιγε, ας έκανε λοιπόν ότι
νόμιζε από ‘κει και πέρα. Αυτός μια φορά, δε χρειαζόταν να κάνει τίποτα. Ευτυχώς. Γύρισε
χαρούμενος προς τον αδερφό του, χαμογέλασε.
-Έλα ρε, που θα τον πλακώσεις. Όρεξη για φασαρίες έχεις; έτσι είναι ο κόσμος, ο κάθε
ανθρωπάκος, είτε από κακία, είτε για να παραστήσει τον καμπόσο, λέει ότι κατεβάσει η κούτρα
του. Μη δίνεις σημασία.
-Μα να πιάνει στο στόμα του τη γυναίκα μου; και φάπες και κλωτσιές του χρειάζονται,
αλλά ας έχει χάρη που δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος.
Μωρέ ήταν και παραήταν τέτοιος άνθρωπος ο Πάνος, δεν το ‘χε σε τίποτα να σηκώσει
χέρι για να λύσει μια διαφορά, αλλά εδώ καταλάβαινε πως δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει.
Δε φοβόταν τις μηνύσεις για τον ξυλοδαρμό, σιγά το πρόβλημα, σ’ έδερνε και σε πλήρωνε, άμα
λάχαινε. Τώρα όμως δεν το σήκωνε η περίσταση, θα γινόταν ντόρος, αργά ή γρήγορα θα μάθαι-
ναν όλοι την αιτία. Κι αυτό ήταν το μόνο που τον ένοιαζε.
Ο Γιώργης χαμογέλασε πάλι, που τον άκουσε να λέει πως δεν είναι τέτοιος άνθρωπος.
Από πότε; αναρωτήθηκε. Αλλιώς τον θυμόταν αυτός από μικρός. Ο ίδιος μόνο πόσες φορές δεν
είχε δοκιμάσει τι άνθρωπος ήταν; γιατί, δεν έφτανε που ήταν μεγαλύτερός του, ήταν κι απ’ τη
φύση του πιο μεγαλόσωμος. Έτσι, μέχρι να φτάσουν σε κάποια ηλικία τουλάχιστον, η θέληση
του Πάνου επιβαλλόταν πάντα. Με κάθε μέσο. Όπου δεν έπιπτε λόγος, έπιπτε σφαλιάρα. Αλλά
μόνο μ’ αυτόν; με όλους έτσι έκανε στο χωριό. Δε σήκωνε αντίρρηση, ανά πάσα στιγμή είχε το
ζωνάρι του λυμένο για καβγά. Βέβαια δεν ήταν όλοι Γιώργηδες, υπήρχαν φορές που τις έτρωγε
για τα καλά από κάποιους, αλλά μυαλό δεν έλεγε να βάλει.
Τέλος πάντων, σκέφτηκε ο Γιώργης, αυτά πάνε τώρα. Στο κάτω-κάτω, παιδιά ήταν τότε.
Μετά, από τότε που ο Πάνος έφυγε απ’ το χωριό, δε θυμάται να ξαναμάλωσαν. Ούτε καν τα
δυό-δυόμιση χρόνια που έμεναν μαζί, στο δωματιάκι στο Αιγάλεω. Εντάξει, κάποιες διαφωνίες
πάντα υπήρχαν, αλλά μικροκαυγάδες μόνο. Στα λόγια. Άγριοι πλακωμοί, ποτέ. Ήταν περίεργο
αυτό, δεν το ‘χε συνειδητοποιήσει τότε καλά-καλά, αργότερα όμως που το σκεφτόταν, το
‘βλεπε καθαρά. Όλη τη διάρκεια της συγκατοίκησης ο Πάνος ήταν ασυνήθιστα ανεκτικός
απέναντί του. Σαν να τον σεβόταν ένα πράγμα. Λες στ’ αλήθεια να του προκαλούσε κάποιο
δέος, ας πούμε, το γεγονός ότι σπούδαζε στο πανεπιστήμιο; παράξενο θα ‘ταν, αυτός δεν είχε
ούτε ιερό ούτε όσιο. Για τίποτα. Και τους σπουδαγμένους τους κορόιδευε, ούτε λίγο ούτε πολύ
χαζοπρόβατα τους έλεγε τους περισσότερους. Ποιος ξέρει όμως, μπορεί μέσα του να μην το

135
πίστευε. Μπορεί έτσι να το ‘λεγε, για να κάνει αυτός τον καμπόσο, όπως το ‘χε συνήθειο. Τρέχα
γύρευε να βρεις τι σκεφτόταν, ή, ακόμα περισσότερο, τι αισθανόταν στ’ αλήθεια ο Πάνος.
Είχε πέσει πάλι σιωπή. Αυτή τη φορά όμως το Γιώργη δεν τον πείραζε, του φαινόταν
γαλήνια η σιωπή, ευλογημένη. Δεν υπήρχε ούτε αμηχανία, ούτε ένταση. Κοίταξε γύρω του τα
δέντρα της πλατείας, πήγε το μάτι του και πιο πέρα, στα πεύκα του μικρού πάρκου. Μέχρι και
τα σπουργίτια άκουσε, που τιτίβιζαν ασταμάτητα, και πάσχιζαν ν’ ακουστούν κι αυτά, πάνω απ’
το σαματά που έκαναν οι δεκαοχτούρες.
-Μωρέ στ’ αλήθεια είναι ωραία γειτονιά το Χαλάνδρι, ξανάπε.

136
- 17 -

Στα μέσα Ιουνίου του 1985, ένα Σάββατο βράδυ, μια μεγάλη παρέα από σαράντα-
πενήντα άτομα, διασκέδαζε στον κήπο κοσμικής ταβέρνας της Κηφισιάς. Ήταν όλοι τους μέσα
στην καλή χαρά, κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα, έλεγαν αστεία, γέλαγαν με τρανταχτά γέλια, την
ώρα που δε σταμάταγαν να τρώνε και να πίνουν με την ψυχή τους. Η βραδιά ήταν ζεστή, τα
πρόσωπα των περισσότερων είχαν αναψοκοκκινίσει, έβλεπες και τον ιδρώτα να κυλάει, δεν
έλεγαν να κάνουν κράτει όμως, το κρασί και οι μπύρες έρρεαν ποτάμι στα λαρύγγια τους. Κι
όσο για τα φαγητά, αφθονία, πιάτα με εκλεκτούς μεζέδες κατέφταναν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
κι άδειαζαν με θαυμαστή ταχύτητα. Μόνο οι κυρίες ήταν κάπως συγκρατημένες, προσπαθούσαν
να διατηρηθούν φρέσκες και ν’ αποφύγουν τις δυσάρεστες συνέπειες του ιδρώτα, κάνοντας
συνέχεια αέρα με τις βεντάλιες τους. Οι περισσότερες τουλάχιστον, γιατί υπήρχαν και μερικές
που δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν, ο πειρασμός του φαγητού και του ποτού ήταν ισχυρότερος
απ’ την όποια φιλαρέσκεια.
Η φασαρία που έκαναν ήταν παραπάνω από ενοχλητική, πολλοί απ’ τους άλλους
θαμώνες είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν, τους συνδαιτημόνες μας όμως δεν τους έκοφτε τι
έλεγαν οι άλλοι, αυτοί απόψε είχαν τον κόσμο στα χέρια τους. Ή στο πιάτο τους, όπως θέλεις
πες το. Ήταν εκεί για χάρη ενός δικού τους ανθρώπου, ενός εξαιρετικού ανθρώπου, που τους
είχε προσκαλέσει να γιορτάσουν μαζί του, και την εκλογική του επιτυχία στις πρόσφατες
εκλογές, αλλά, κι ακόμα παραπάνω, την υπουργοποίησή του. Μεγαλεία πράγματα. Τους άλλους
θα σκεφτούν τέτοια ώρα; αυτοί πια δεν ήταν όποιοι κι όποιοι, ήταν ο στενός κύκλος ενός
κυβερνητικού στελέχους, όπως και να το κάνουμε είχαν τώρα ανέβει πολλά σκαλιά στην κοινω-
νία. Όταν μάλιστα εμφανίστηκαν οι δημοσιογράφοι και οι φωτορεπόρτερ, κι άστραψαν τα φλας,
ένοιωσαν ακόμα πιο σπουδαίοι. Ορίστε, από ‘δω και πέρα θ’ ανήκουν σ’ αυτό το ξεχωριστό
είδος ανθρώπων που και η παραμικρή τους δραστηριότητα, η όποια τους ενέργεια, μπορεί να
τροφοδοτήσει τις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Κοσμικές στήλες, κουτσομπο-
λίστικες στήλες, παραπολιτικές στήλες, ότι να ‘ναι. Ποιος νοιάζεται άλλωστε; αρκεί η δημο-
σιότητα. Και το παιγνίδι της δημοσιότητας το είχε μάθει καλά ο φίλος τους. Καιρό πριν τις
εκλογές, μιας και είχε και την ιδιότητα του γενικού γραμματέα υπουργείου, όλο και κάτι
έγραφαν γι’ αυτόν οι εφημερίδες. Και στην τηλεόραση είχε εμφανιστεί κάμποσες φορές, ίσως
περισσότερες απ’ το κανονικό. Για θέματα του υπουργείου του βέβαια, αλλά τόσο πολλά
θέματα είχε αυτό το υπουργείο; αναρωτιόνταν λυσσώντας απ’ το κακό τους, κάποιοι «σύν-
τροφοί» του. Κι αυτή η δημοσιότητα έπαιξε το ρόλο της στην εκλογή του. Τον σπουδαιότερο
ρόλο όμως έπαιξαν οι φίλοι, αυτοί που τους είχε καλέσει απόψε να τους κεράσει. Η δική τους
συμβολή στον προεκλογικό αγώνα ήταν η καθοριστική, τόσο η προσωπική δουλειά που
πρόσφεραν εθελοντικά, όσο και η οικονομική ενίσχυση. Έτσι κατάφερε να εκλεγεί πανηγυρικά.
Τι να εκλεγεί, να θριαμβεύσει, μπορείς να πεις. Αν σκεφτεί κανείς ότι στις προηγούμενες
εκλογές είχε αποτύχει, η θέση που κατέλαβε τώρα στη σειρά εκλογής, ήταν μια μεγάλη νίκη. Κι
ο αρχηγός, αναγνωρίζοντας επί τέλους πως δεν έχει μπροστά του ένα μικρό, ή έστω ένα μεσαίο

137
στέλεχος, αλλά έναν στυλοβάτη της παράταξης, με ευρύ λαϊκό έρεισμα, αποφάσισε να τον
συμπεριλάβει στην πρώτη κυβέρνηση που σχημάτισε μετά το νέο εκλογικό θρίαμβο του κόμ-
ματος. Υφυπουργό βέβαια τον έκανε, αλλά δεν έχει σημασία, άλλωστε, άμα είσαι στην κυβέρ-
νηση, όλοι «κύριε υπουργέ» σε προσφωνούν, ούτε ένας δε διανοείται να πει «κύριε υφυ-
πουργέ». Κι ο τίτλος, άπαξ και τον πήρες, μένει για όλη σου τη ζωή μετά, δε διαγράφεται ποτέ,
ακόμα κι αν δεν καθίσεις παρά μόνο δυό-τρεις μήνες στον υπουργικό θώκο.
Ανάμεσα στους εκλεκτούς συνδαιτημόνες ήταν κι ο Πάνος με την Κατίνα. Ο «γνωστός
και ανερχόμενος επιχειρηματίας στο χώρο των κατασκευών με την ωραιότατη σύζυγό του»,
όπως έγραφε η λεζάντα της φωτογραφίας τους, την άλλη μέρα στον τύπο. Πώς να μην είναι; ο
νέος υφυπουργός, αυτός που απόψε γιόρταζαν την επιτυχία του, δεν ήταν άλλος απ’ το φίλο
του, το πάλαι ποτέ στέλεχος της αντιπολίτευσης, τον πρώην γενικό γραμματέα. Μπορούσε να
λείπει απ’ τη γιορτή του φίλου; Στο κάτω-κάτω, αν κάποιοι βοήθησαν να εκλεγεί, ο Πάνος ήταν
πάνω από όλους, χωρίς αμφιβολία. Σ’ όλη την προεκλογική περίοδο δεν άφησε πέτρα που να
μην τη σηκώσει. Όργωσε ξανά και ξανά όλη τη Β΄ Αθηνών, παρέα με τον υποψήφιο. Αλλά και
μόνος του. Όπου είχε στο παρελθόν κάποια συνεργασία επαγγελματική, σ’ όποιο καφενείο είχε
πιει έστω έναν καφέ και σ’ όποια ταβέρνα ένα κρασί, ακόμα κι όπου είχε πει μόνο μια καλη-
μέρα, έστιβε το μυαλό του να τα θυμηθεί και τίποτα δεν άφησε που να μην το επισκεφτεί. Όσο
για την οικονομική ενίσχυση; αυτή ήταν παραπάνω κι από γενναιόδωρη.
Απ’ την άλλη βέβαια, ο Θρασύβουλος είχε φροντίσει, πριν τις εκλογές, να πιάσει επαφή
και με υποψήφιο της Νέας Δημοκρατίας. Τον συνάντησε στο σπίτι μιας παλιάς πελάτισσας, στο
διαμέρισμα που ο ίδιος της είχε πουλήσει. Ο υποψήφιος ήταν φίλος της, κι αυτή ήθελε να τον
βοηθήσει στις εκλογές. Οργάνωσε λοιπόν στο σπίτι της μια συγκέντρωση, καλώντας όποιον
γνώριζε, για να τους μιλήσει ο φίλος της, να τους αναλύσει με λεπτομέρειες και σε βάθος το
πρόγραμμα του κόμματος και τις δικές του θέσεις. Έτσι τηλεφώνησε και στο Θρασύβουλο. Ο
Πάνος στην αρχή του είπε, βρε πού θα πας σ’ αυτόν, εμάς η νίκη του ΠΑΣΟΚ μας κόφτει, εκεί
έχουμε τις διασυνδέσεις μας. Μετά όμως που το καλοσκέφτηκαν κι οι δυό, είπαν γιατί όχι, ας
έχουμε κι από ‘κει μια πόρτα ανοιχτή. Καλό είναι να μην ποντάρουμε τα πάντα σ’ ένα μόνο
άλογο, ποτέ δεν ξέρεις. Στο κάτω-κάτω, σάμπως θα τον ψηφίσω; απόσωσε ο Θρασύβουλος.
Εγώ στα Τρίκαλα ψηφίζω, έτσι κι αλλιώς. Παραβρέθηκε λοιπόν στη συγκέντρωση κι έκανε τη
γνωριμία με τον υποψήφιο. Άκουσε και τις παρλαπίπες του, αλλά δε βαριέσαι, είχε άλλωστε
πάει προετοιμασμένος να τα υποστεί όλα. Γνώρισε κι ένα σωρό κόσμο ακόμα, υπήρχαν και τα
σχετικά ποτά, εντάξει ήταν. Εκεί, κάποια στιγμή η οικοδέσποινα βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία
κι έκανε διακριτικά λόγο για οικονομική συνεισφορά, με δική της πρωτοβουλία, όπως το
τόνισε, μη νομίσουν δηλαδή οι καλεσμένοι πως ήταν προσχεδιασμένο, πως της το είχε ζητήσει
ο υποψήφιος, όχι, αυτός ήταν υπεράνω τέτοιων πρακτικών. Όταν λοιπόν είπε πως θεωρεί
αναγκαίο να ενισχυθεί ο αγώνας του υποψήφιου, που δεν ήταν μόνο δικός του αγώνας, ήταν
όλου του κόμματος, ο Θρασύβουλος φάνηκε παραπάνω από γενναιόδωρος. Έκοψε επιταγή, δεν
είχε μαζί του πολλά χρήματα, άλλωστε έπρεπε να ξέρει ο υποψήφιος ποιος ήταν ο χορηγός ενός
τέτοιου ποσού. Αλλά και να μπορεί να θυμάται κι αυτός, αν τυχόν χρειαστεί, πότε και σε ποιόν
τα έδωσε.
Εν πάση περιπτώσει, τα πράγματα πήγαν όπως τα ήθελαν, κι ο Πάνος δίκαια φιγου-
ράριζε τώρα στις φωτογραφίες. Δίπλα στην Κατίνα, που και γι’ αυτήν, ο χαρακτηρισμός «ωραι-
ότατη», δίκαιος ήταν, το δίχως άλλο. Δικαιότατος. Ήταν ωραία γυναίκα, με μια ώριμη πλέον
ομορφιά, δεν υπήρχε αμφισβήτηση σ’ αυτό, κι ο Πάνος, αν και δε θα το ομολογούσε ποτέ

138
μπροστά της, μέσα του το παραδεχόταν. Α, όλα κι όλα, ήταν τυχερός σ’ αυτό, γιατί, πώς να το
κάνουμε, ένας «γνωστός» επιχειρηματίας, και μάλιστα «ανερχόμενος», πρέπει να ‘χει και ωραία
σύζυγο. Αλλιώς πώς θα εμφανίζεται στις κοινωνικές συναναστροφές; αλαμπρατσέτα με κάνα
μπάζο; δε γίνεται. Πρέπει να τους βλέπουν και να τον ζηλεύουν και γι’ αυτό, πέρα απ’ την επαγ-
γελματική του επιτυχία. Όχι, η Κατίνα ταίριαζε σ’ όλα αυτά. Όταν ντυνόταν και στολιζόταν,
ξεχώριζε. Και μπορούσε να την επιδεικνύει παντού με καμάρι, μαζί με την καινούργια του
μερσεντές. Όπως στο αποψινό τραπέζι, που έλαμπε με τη χάρη και τη σεμνότητά της, και δεν
του είχαν ξεφύγει του Πάνου τα ζηλιάρικα βλέμματα αντρών και γυναικών που έπεφταν πάνω
της. Πώς να μην καμαρώνει λοιπόν; Όσο για εκείνη την παλιά ιστορία, την είχε θάψει πια στο
πίσω μέρος του μυαλού του. Περασμένα-ξεχασμένα, που λένε. Έτσι πίστευε τουλάχιστον. Του
πήρε καιρό βέβαια να το καταπιεί, αλλά φυσικό ήταν, κεράτωμα ήταν αυτό, δεν ήταν παιγνι-
δάκι. Προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα σε μια λογική σειρά, να καταλάβει γιατί του είχε
συμβεί κάτι τέτοιο, πίεζε τον εαυτό του να το αποδεχτεί, είναι ένας σύγχρονος άντρας αυτός,
δεν μπορεί να σκέφτεται σαν χωριάτης του παλιού καιρού. Μήπως κι ο ίδιος δεν την κεράτωνε;
Ναι, αλλά αυτός ήταν άντρας, για τους άντρες είναι διαφορετικά, το ξενοπήδημα δεν μπορεί να
θεωρηθεί απιστία. Ορίστε, ο ίδιος ήταν η απόδειξη, μ’ όσες και να πήγε, την Κατίνα αγαπούσε.
Ποτέ δεν έπαψε να την αγαπάει, ακόμα κι όταν του τα φόρεσε. Αυτή όμως; να τον είχε ερω-
τευτεί εκείνον τον τζιτζιφιόγκο; Η Κατίνα προσπάθησε κάποια στιγμή να του πει πως όχι, μια
περιπετειούλα ήταν, που κι αυτή δεν ξέρει ποια τρέλα την έσπρωξε να την κάνει, την παρέσυρε
ο μορφονιός, κολάκεψε τη γυναικεία της φιλαρέσκεια. Όμως, όσο κι αν ήθελε να την πιστέψει,
ποτέ δεν ήταν βέβαιος. Πάντως σιγά-σιγά το χώνεψε, ήρθε ο χρόνος και στρογγύλεψε το αγκάθι
που τον τρύπαγε, απάλυνε τον πόνο, μπορούσε να πει πως ούτε καν ένοιωθε πια το τσίμπημα.
Μέχρι και στο κρεβάτι τα ξαναβρήκανε. Δεν υπήρχαν βέβαια και πολύ συχνές περιπτύξεις, όταν
όμως η Κατίνα τον πλησίαζε, δεν της γύριζε πάντα την πλάτη. Στο κάτω-κάτω έπρεπε και να
την ικανοποιεί, αλλιώς ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί, και δεν είχε όρεξη για νέες
λαχτάρες. Καμιά όρεξη δεν είχε, για τέτοια είμαστε τώρα; πάνω που είχαν στρώσει τα πράγ-
ματα; Είχε ηρεμήσει, δεν ήταν λίγο αυτό. Η μπόρα είχε περάσει. Κι από πάνω του ‘μεινε και το
«κέρδος», θα μπορούσε να το πει, να ‘χει την Κατίνα σούζα. Ότι κι αν έλεγε αυτός, αντίρρηση
δεν υπήρχε. Πώς να υπάρχει, είχε τη φωλιά της λερωμένη βλέπεις. Ανάσα δεν έβγαζε, ακόμα κι
όταν τη γαμοσταύριζε, όλο, ναι Παναγιώτη μου και ναι Παναγιώτη μου ήταν. Κι ακόμα πιο
πολύ απ’ ότι συνήθιζε πρωτύτερα, δεν της έδινε πια λογαριασμό για τίποτα, πού πάει, τι κάνει,
και πότε θα γυρίσει.
Έτσι η ζωή του Πάνου ξαναγύρισε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στους ρυθμούς που
είχε παλιά. Έτρεχε για τις δουλειές του, έκανε τις βόλτες του, έπινε τα κρασιά του με τους
φίλους, έβγαιναν παρέα και με τις γυναίκες τους πότε-πότε. Όλα καλά. Μέχρι και γκόμενα
ξανάπιασε, δεν μπορούσε να το παραλείψει άλλωστε, ήταν κι αυτό κομμάτι απ’ το δικό του
κόσμο, μέσα στις του συνήθειές του, στη ρουτίνα του βρε αδερφέ, πώς να το πει. Αυτή ήταν η
φύση του, ήταν πολυγαμικός, δε γινόταν να το αλλάξει. Τουλάχιστον όχι όσο τα νεφρά του
άντεχαν. Κι αν, όσο πέρναγαν τα χρόνια, λιγόστευε η γοητεία του και φούσκωνε η κοιλιά του,
μικρό το κακό, μιας και, μαζί με την κοιλιά, φούσκωνε και το πορτοφόλι του. Όσο για τις
άσπρες τρίχες, που εμφανίστηκαν στο πλάι του κεφαλιού, έ τι να κάνει, βολεύτηκε με τη θεωρία
πως οι γκρίζοι κρόταφοι είναι γοητεία, γιατί του φαινόταν εντελώς γελοίο το να καταφύγει σε
βαφές.

139
Τώρα τελευταία λοιπόν τα ‘χε ψήσει με μια τριζάτη τριανταπεντάρα, τι να σου λέω.
Τεφαρίκι. Εύθυμη ζωντοχήρα, που δεν του δημιουργούσε κανένα πρόβλημα. Δε ζήταγε τίποτα,
μόνο να περνάνε καλά. Τα ‘χε βέβαια τα δωράκια της, ποτέ δεν την άφηνε στο παράπονο, σ’
αυτά είναι γνωστό πως είναι γαλαντόμος ο Πάνος. Και για το γιο της, που τον μεγάλωνε μόνη
της, όλο και κάτι θα τσοντάριζε. Είχε όμως το κεφάλι του ήσυχο, ούτε γκρίνιες, ούτε απαι-
τήσεις. Δεν ήταν καιρός που την είχε γνωρίσει, είχαν μια μικροεργολαβία στη γειτονιά της, κάτι
πεζοδρόμια που ήταν διαλυμένα και ήθελαν φτιάξιμο απ’ την αρχή. Ένα κομμάτι της δουλειάς
ήταν μπροστά στο σπίτι της, και πώς έτυχε μια μέρα, τη στιγμή που ήταν κι ο Πάνος εκεί, βγήκε
η λεγάμενη και ρώτησε τους εργάτες αν θέλουν να τους ψήσει καφέδες, να κάτσουν να κάνουν
κι ένα τσιγάρο, ν’ ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά. Μωρέ ήθελαν και παραήθελαν αυτοί, αλλά
ζορίζονταν να το πουν στα ίσια. Ότι πει το αφεντικό, είπαν μόνο, κι έτσι έγινε και γνώρισε η
ζωντοχήρα το αφεντικό. Δεν ήθελε και πολύ για τα περαιτέρω, άλλωστε το αφεντικό ήταν
μάστορας σε κάτι τέτοια. Κι απ’ ότι φαίνεται, είχε έρθει και η ώρα να βγει ξανά στην επιφάνεια
ο παλιός καλός του εαυτός, που είχε λουφάξει μέσα του τόσον καιρό, με τούτα και με ‘κείνα
που του έλαχαν.
Όλα πήγαιναν καλά λοιπόν. Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν η δουλειά. Που κι αυτή είχε
αρχίσει να την απολαμβάνει ξανά, όπως κάποτε. Καθώς πήραν τις πρώτες τους εργολαβίες, σαν
να ζωντάνεψε μέσα του εκείνο το μεθύσι που ένοιωθε παλιά και τον έσπρωχνε να τα σαρώσει
όλα. Κι έτρεχε ακούραστος παντού. Γιατί τα δημόσια έργα δεν ήταν σαν τις πολυκατοικίες, εκεί
που αυτός ήταν το απόλυτο αφεντικό. Κι εδώ αφεντικό ήταν, αλλά στους εργάτες και τους
τεχνίτες. Στη δουλειά τον τελικό λόγο τον είχε η υπηρεσία, κι έπρεπε να το ‘χει στο μυαλό του
αυτό. Ήταν λοιπόν ταχτικός στα γραφεία της επίβλεψης. Όχι για ν’ ασχολείται με τα γραφειο-
κρατικά, που δεν ήταν και λίγα, γι’ αυτά είχαν το Μάριο. Η δική του δουλειά ήταν τα υπόλοιπα,
πώς να το πει, η γενικότερη εποπτεία, τα πάρε δώσε με προϊσταμένους και διευθυντές, οι
«δημόσιες σχέσεις» ας πούμε. Και σ’ αυτά, πώς να το κάνουμε, ήταν καλός, είχε μάθει κι από
άλλες υπηρεσίες, όπως η εφορία για παράδειγμα. Πολύ περισσότερο που, αυτοί που είχε
απέναντί του, το έβλεπαν αυτό, καταλάβαιναν πως είναι άνθρωπος που μπορούν να συνεν-
νοηθούν μαζί του. Είχε βρει λοιπόν τις απαραίτητες ισορροπίες. Εκεί όμως που τα κατάφερνε
ακόμα καλύτερα, ήταν οι δημοπρασίες. Μόλις πήραν το εργολαβικό πτυχίο είπαν πως θα πάνε
να δώσουν προσφορά στην πρώτη δημοπρασία που θα βγει. Όταν όμως βρέθηκαν εκεί δεν το
αποφάσισε, περίεργα πράγματα έβλεπε κι έτσι το ξανασκέφτηκε, πού πάνε, έτσι άμαθοι που
ήταν. Δεν το ‘χε σκοπό να πιαστεί κορόϊδο. Έπρεπε πρώτα να καταλάβει πώς λειτουργεί το
σύστημα. Συνέχισε λοιπόν να πηγαίνει σε δημοπρασίες, χωρίς ν’ ανακατεύεται όμως, καθόταν
στην άκρη, παρατηρούσε και κατέγραφε, να δει πώς παίζεται το παιγνίδι. Κι όταν μπήκε στο
νόημα, τότε πια έλαμψε το ταλέντο του. Λες κι ήταν γεννημένος για κάτι τέτοια. Η ορμητι-
κότητα και η ανυπομονησία, μπορεί στα ιδιωτικά έργα να ήταν ελάττωμα για να καταφέρεις να
ψήσεις τους ενδιαφερόμενους, εδώ όμως ήταν ότι πρέπει. Τους έπαιρνε όλους παραμάζωμα,
απαιτούσε τη δουλειά λες κι ήταν αναφαίρετο δικαίωμά του, τους έκανε να πιστεύουν πως
αυτός ήταν αδικημένος, πως ποτέ δεν τον είχαν αφήσει να πάρει «αχτύπητο» ένα έργο της
προκοπής. Αρκετές φορές έκαναν πίσω οι άλλοι γιατί δεν τον άντεχαν. Ή γιατί ήξεραν ότι δεν
το ‘χε σε τίποτα, αν δεν του ‘καναν τη χάρη, να τη χαλάσει τη δουλειά. Το ‘χε κάνει άλλωστε,
δεν ήταν αβάσιμος ο φόβος τους. Πάντα είχε μαζί του έτοιμες δυό και τρεις διαφορετικές
προσφορές. Έτσι, πότε με το καλό, πότε με τον τσαμπουκά, είχε καταφέρει να πάρει συμφω-
νημένες, με μικρή έκπτωση (και μοιράζοντας βέβαια το απαραίτητο «κολόκουρο»), κάμποσες

140
εργολαβίες. Όχι θα τους άφηνε. Η ‘κονόμα απ’ αυτές βλέπεις, άξιζε τη φασαρία με το
παραπάνω.
Τις πολυκατοικίες τις είχε αφήσει πια στο Θρασύβουλο. Αυτός πήρε απάνω του τα
δημόσια έργα, μιας και είχε μπει για τα καλά στα κόλπα. Είχε ψιλομάθει και τη σχετική νομο-
θεσία, του τα μάθαινε εκείνος ο μπαγάσας ο Μάριος, που ήταν ξεσκολισμένος σε κάτι τέτοια.
Και σκεφτόταν πως αυτά ήταν που έπρεπε να τα μάθει και η μικρή, η Αναστασία. Τα επιστη-
μονικά τα μαθαίνει στη σχολή, τα «επιστημονικά» της πιάτσας όμως, μόνο αυτός μπορεί να της
τα διδάξει. Σχεδίαζε μάλιστα το καλοκαίρι να την πάρει μαζί του στο γραφείο, καιρός είναι ν’
αρχίσει να ψήνεται. Ήταν κιόλας στο τρίτο έτος της σχολής Πολιτικών Μηχανικών η μικρή, σε
λίγο η οικογένεια θα είχε το δικό της μηχανικό. Και τότε θα ήταν καβάλα ο Πάνος, δε θα ‘χε
ανάγκη κανέναν. Αυτή η κόρη ήταν η απαντοχή του, είχε σχέδια στο μυαλό του, που μαζί της
θα τα πραγματοποιούσε. Στο κάτω-κάτω, αυτή ήταν και το μέλλον της εταιρίας, θα έπαιρνε το
τιμόνι όταν θα ερχόταν η ώρα ν’ αποσυρθεί η πρώτη γενιά. Άλλον δεν έβλεπε. Ο μοναχογιός
του Θρασύβουλου σπούδαζε γιατρός, είχε χαράξει ρότα σε άλλα μονοπάτια, ούτε ν’ ακούει δεν
ήθελε για επιχειρήσεις και οικοδομές. Δεν του ‘διναν άδικο βέβαια, το παιδί είχε τα δικά του
σχέδια και όνειρα, καλά έκανε και τ’ ακολουθούσε. Όσο για τον δικό του, τον Ηρακλή, αν περί-
μενε προκοπή απ’ αυτόν τον αχαΐρευτο, τζάμπα θα περίμενε. Δε στριμωχνόταν με τίποτα, το
μόνο που τον ένοιαζε ήταν η διασκέδαση. Καθώς απολύθηκε από φαντάρος, αν του ‘λεγες να
ξενυχτάει κάθε νύχτα με τους φίλους και τις γκόμενες, και τη μέρα να κοιμάται, δε θα ‘λεγε όχι.
Από ‘κείνους όμως ήταν ο Πάνος, που θα τον άφηνε να κοπροσκυλιάζει. Του το ξεκαθάρισε απ’
την αρχή, το ψωμί που τρώει πρέπει να το δουλεύει. Αν θέλει να ‘χει και λεφτά για διασκε-
δάσεις. Καλές οι διασκεδάσεις, δε λέει όχι, νέος άνθρωπος είναι. Και οι γκόμενες ακόμα καλύ-
τερες, έτσι πρέπει να κάνουν οι άντρες. Αλλά, όλα κι όλα, προηγείται η δουλειά. Διασκέδαση τα
Σαββατοκύριακα, τις άλλες μέρες εφτά το πρωί θα είναι στην οικοδομή, ή στο εργοτάξιο, ή
όπου αλλού υπάρχει ανάγκη. Για να βγουν τα λεφτά χρειάζεται τρέξιμο, δεν τα κόβει κανένας
τοίχος. Κι ο Πάνος τεμπέληδες δεν ταΐζει. Έτσι τον έστρωσε λιγάκι τον καλομαθημένο της
Κατίνας. Η εξήγηση μάλιστα μαζί του έγινε ενώπιόν της, για να ξέρει κι αυτή, μην τυχόν και
κάνει το λάθος να τον χαρτζιλικώνει στα κρυφά, και να τον ξαναχαλάσει. Του πήρε λοιπόν ένα
αυτοκινητάκι του μάγκα και τον έστελνε όλη τη βδομάδα από ‘δω κι από ‘κει, να παρακολουθεί
τους εργάτες, να τρέχει για να παραγγείλει ότι χρειάζεται, να φροντίζει τέλος πάντων όλες αυτές
τις δουλειές του ποδαριού. Δεν έβλεπε προκοπή όμως, ο γιόκας του δεν είχε μέσα του τη σπίθα
που χρειάζεται, όλα με το ζόρι και με βαρεμάρα τα ‘κανε. Αγγαρεία. Γι’ αυτό και το ‘χε πάρει
απόφαση, η μόνη ελπίδα του ήταν η Αναστασία. Μαζί της θα προχώραγε για τα ψηλά. Γιατί,
δεν το ‘χε σκοπό να μείνει στάσιμος, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα και χώθηκε στα δημόσια
έργα, ένα πράγμα τριγύριζε στο μυαλό του. Πως μια μέρα θα είναι ένας απ’ τους μεγάλους. Δε
θα συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο. Γι’ αυτό χρειαζόταν την Αναστασία, και περίμενε πώς και
πώς να πάρει το δίπλωμά της. Πέρα απ’ τη βοήθεια που θα του έδινε, έπρεπε να συμμετάσχει
στο χτίσιμο αυτής της μεγάλης εταιρείας, ήταν απαραίτητο αυτό, να κουραστεί, να καταλάβει
πως δεν είναι παιγνίδι η δουλειά. Έτσι θα την πονάει αύριο, όταν έρθει η ώρα ν’ αναλάβει τα
ηνία. Χώρια που θα είναι και έτοιμη γι’ αυτό. Υπήρχε κι άλλος λόγος όμως, που του ήταν
απαραίτητη. Η Αναστασία θα ήταν η μόστρα τους, η λαμπερή βιτρίνα της εταιρείας, δε θα
μπορούσε κανείς να τους κοιτάει αφ’ υψηλού και να ρίχνει και σπόντες, πως βγήκαν ο χασάπης
με το βενζινά να τους κάνουν τον καμπόσο.

141
Με τα τρεχάματα των εκλογών, είχε παρατήσει λίγο τη δουλειά, τώρα όμως ήταν
έτοιμος να επανέλθει δριμύτερος. Ο Μάριος, που παρακολούθαγε τι γίνεται, και τι δουλειές
πρόκειται να βγουν στον αέρα, τον ενημέρωσε πως ερχόταν μια μεγάλη ευκαιρία. Κι ότι αν
φανούν καπάτσοι, και καταφέρουν να την αρπάξουν, θα κάνουν την τύχη τους. Έτσι που του τα
‘πε δύσκολα τα ‘βλεπε, αλλά, μόνο νικώντας τα δύσκολα θα καταφέρεις να πας ψηλά. Αλλιώς,
κάτσε στ’ αυγά σου και μην κάνεις σχέδια. Είχαν αρχίσει λοιπόν να το μελετάνε το πράγμα και
να ετοιμάζονται. Και την αποψινή βραδιά το είχε κι αυτό στο μυαλό του. Έτσι, όταν αποφά-
σισαν πια να διαλύσουν το φαγοπότι και πήγε να χαιρετήσει τον αμφιτρύωνα, του είπε πως είναι
πιθανό να τον χρειαστεί το επόμενο διάστημα. Ο υπουργός τον αγκάλιασε.
-Δε χρειάζεται να σου το πω εγώ Πάνο μου, το ξέρεις πολύ καλά πως είμαι στη διάθεσή
σου όποτε το θελήσεις, είπε, χαμογελώντας εγκάρδια.
-Στο λέω γιατί ξέρω πως από ‘δω και πέρα θα ‘σαι πολύ απασχολημένος.
-Πάντα θα έχω καιρό για τον Πάνο.
Τον αγκάλιασε θερμά για μια φορά ακόμα, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και γύρισε
να χαιρετήσει και τους άλλους.

142
- 18 -

Εκείνο το Σεπτέμβρη, ο Γιώργης ξεκίναγε τη σχολική χρονιά με βαριά καρδιά. Είχε


λόγους να ‘ναι δύσθυμος. Πρώτα-πρώτα αισθανόταν αμήχανα που θα πήγαινε πάλι εφέτος εκεί
που δούλευε παλιά, και θα ξαναβρισκόταν έτσι με την Ελένη. Γιατί δεν ήταν πια «μαζί» με την
Ελένη, τα είχαν χαλάσει εδώ και μήνες. Με δική του πρωτοβουλία. Τη χρονιά που πέρασε είχε
αλλάξει σχολείο, και τότε, κατά το Δεκέμβρη, βρήκε το θάρρος και δήλωσε στην καλή του πως
χωρίζουν. Δεν ξέρει κι ο ίδιος γιατί το ‘κανε. Είχε από καιρό τη σκέψη αυτή στο μυαλό του,
χωρίς όμως να είναι και σίγουρος πως στ’ αλήθεια το θέλει. Ίσως λοιπόν το είδε σαν ευκαιρία
να προχωρήσει στο χωρισμό, μιας και δε δούλευαν στον ίδιο χώρο για να συναντιούνται καθη-
μερινά και να βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Έτσι το αποτόλμησε. Καιρός ήταν, έλεγε. Τον είχε
κουράσει αυτή η σχέση. Τρία χρόνια και βάλε. Αφού δεν έβγαζε πουθενά, τι νόημα είχε; Μια
σχέση από συνήθεια. Γιατί ο Γιώργης έβλεπε καθαρά μέσα του, αυτός δεν ήταν ερωτευμένος. Ή
μήπως έτσι νόμιζε μόνο; μπα, όχι, ήταν σίγουρος, δεν έτρεχε τίποτα από μέρους του. Η Ελένη
ήταν αυτή που ήταν κολλημένη πάνω του. Και τον πίεζε αυτό το πράγμα. Ότι και να σχεδίαζε
να κάνει, έπρεπε να την έχει κι αυτή στο μυαλό του. Δε γινόταν να την αγνοεί και να κάνει ότι
του καπνίσει. Αφού ήταν «μαζί», το λιγότερο που χρειαζόταν, το στοιχειώδες της καλής συμπε-
ριφοράς, ήταν να την ενημερώνει, ξέρεις, σκέφτομαι να κάνω αυτό αύριο, ή να πάω εκεί. Κι
από ευγένεια τουλάχιστον, έπρεπε και να τη ρωτάει αν θα πάει μαζί του. Αμ το άλλο; κάθε μέρα
σχεδόν, ή θα πήγαινε σπίτι της, ή θα ερχόταν αυτή στο δικό του. Διάολε, ήθελε να μείνει και μια
μέρα μόνος του, γιατί καλά και σώνει να ‘χει και την άλλη μπάστακα στο κεφάλι του; Έλα ντε.
Γιατί έτσι, το απαιτεί η καλή συμπεριφορά, κι ο Γιώργης δε γίνεται να μην έχει καλή συμπερι-
φορά, δεν το μπορεί, πώς να το κάνουμε. Να φέρεται σα γαϊδούρι; δεν υπάρχει περίπτωση.
Ώρες-ώρες αισθανόταν πως τον έπνιγαν όλα αυτά, δεν τον άφηναν ν’ ανασάνει. Έτσι,
μιας και του φάνηκε πως ήταν τώρα κάπως βολικά τα πράγματα, έδωσε τέλος στην ιστορία. Στο
σπίτι της Ελένης έγιναν όλα. Της είπε πως δε βλέπει να τραβάει η σχέση τους, έγινε μίζερη είπε,
το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να χωρίσουν. Άφησε κι ένα παράθυρο, τουλάχιστον για
ένα διάστημα, είπε, να πάρει λίγο ανάσα, να ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του. Έτσι το πέταξε
αυτό το τελευταίο, σαν ψίχουλο καλοσύνης, να λειάνει κάπως τη μαχαιριά, ο ίδιος δε θεωρούσε
μέσα του πως το εννοεί κιόλας. Εκείνη δεν αντέδρασε, το αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και
ψυχραιμία, δεν τον ρώτησε καν γιατί. Είπε μόνο πως τα δικά της αισθήματα είναι ξεκάθαρα, και
το ξέρει αυτό ο Γιώργης, δε θέλει όμως να τον κρατάει με το ζόρι, ας κάνει ότι λέει η καρδιά
του. Και μόνο όταν έμεινε μόνη της ξέσπασε σε κλάματα. Ο Γιώργης όμως είχε κιόλας βγει στο
δρόμο, δεν άκουσε τους λυγμούς της. Αλλά πριν φτάσει κι αυτός σπίτι του, είχε αρχίσει ν’
αμφιβάλει αν έκανε καλά. Σχεδόν μετάνιωνε. Διάολε, τι μ’ έπιασε; τι μου ‘χει κάνει η κακό-
μοιρη η Ελένη; χαλί γινόταν να την πατήσω. Αλλά κι απ’ την άλλη, αφού από καιρό το σκεφτό-
ταν, το είχε σχεδόν αποφασισμένο, τι θέλει τώρα και τον πιάνουν οι τύψεις κι οι αμφιβολίες;
όχι, καλά έκανε, έτσι έπρεπε. Στο κάτω-κάτω είχε αφήσει κι ένα παράθυρο ανοιχτό. Τώρα, αν κι
εκείνη θα το κράταγε ανοιχτό αυτό το παράθυρο, ένα θεός μόνο το ήξερε.

143
Έτσι, η προοπτική να γυρίσει στο παλιό σχολείο, και ν’ αντικρίζει καθημερινά την
Ελένη, του δημιουργούσε μια δυσφορία. Ένα πλάκωμα. Πώς θα είναι τα πράγματα; τι θα γίνει
στην πρώτη συνάντηση; Δύσκολο του φαινόταν, μιας και από τότε που χώρισαν, ούτε μια φορά
δεν είχαν βρεθεί, ούτε κατά τύχη στο δρόμο. Και οι άλλοι γύρω, οι συνάδελφοι, που ήξεραν τη
σχέση τους; πώς θα το πάρουν; θα τους κοιτάνε με περιέργεια σίγουρα, δεν υπάρχει αμφιβολία
γι’ αυτό. Στο μικροσκόπιο θα τους έχουν, μπας και πιάσουν το παραμικρό, για να ‘χουν να κου-
τσομπολεύουν.
Μωρέ δεν πάνε στο διάολο οι μαλάκες, σιγά μη σκοτιστεί και γι’ αυτούς. Γιατί δεν του
‘φταναν τα δικά του, είχε κι άλλη αιτία που του βάραινε την ψυχή. Το φιλαράκι του τον Κώστα,
που είχε κι αυτός τα προβλήματά του. Τον ξαπόστειλαν αυτή τη χρονιά σ’ ένα σχολείο, μια ώρα
δρόμο μακριά. Και να πεις πως ήταν η σειρά του, να το δεχτεί. Αλλά δεν ήταν. Ο Κώστας είχε
κάνει τα χρόνια που απαιτούνταν στην περιφέρεια, σε μικρές πόλεις. Είχε μαζέψει τα μόρια και
υπηρετούσε τώρα σε σχολείο της πρωτεύουσας του νομού κανονικά και με το νόμο. Αλλά η
κανονικότητα ήταν σχετική γι’ αυτούς που εξουσίαζαν την εκπαίδευση. Τους είχε μπει στο μάτι
ο Κώστας, γιατί δεν ήταν πια δικός τους. Είχε απογοητευτεί που τα πράγματα δεν πήγαν όπως
τα περίμενε, δεν είδε την αλλαγή που έλπιζε, και κατέβηκε απ’ το τραίνο. Κι όχι μόνο κατέ-
βηκε, αλλά έκανε και δημόσια κριτική, φωναχτά και εις επήκοον όλων, για το πώς στράβωσε η
πορεία, πώς εγκαταλείφθηκαν τα οράματα και οι υποσχέσεις, πώς κυριάρχησαν οι καιροσκόποι
κι οι συμφεροντολόγοι κάνοντας στην πάντα τους αγνούς ιδεολόγους.
-Ρε συ Γιώργη, έλεγε, ξέρεις τι έμαθα τις προάλλες; Ότι ο κύριος τάδε, ο πατριώτης μας
ο υπουργός, διορίζει με μίζα. Είναι σίγουρο, μου το ‘παν άνθρωποι που είχαν από πρώτο χέρι
την εμπειρία. Εκείνο το καθίκι, ο ιδιαίτερός του, έχει κανονικό τιμοκατάλογο. Τόσα για δουλειά
στον ιδιωτικό τομέα, τόσα για προσωρινή θέση στο δημόσιο, τόσα για μόνιμη. Καταλαβαίνεις
πού φτάσαμε δηλαδή; σημεία και τέρατα, τι να σου λέω.
Ο Γιώργης ήθελε να του πει, εγώ σου τα ‘λεγα, δεν το ‘πε όμως, να μην τον πικράνει κι
άλλο. Έβλεπε την απογοήτευσή του, καθώς τον άκουγε να ξεμπροστιάζει τους κυβερνητικούς.
Γιατί τους ξεμπρόστιαζε, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν. Σαν να ήθελε να βγάλει το άχτι του
ένα πράμα. Όλα αυτά όμως, τη φασαρία που έκανε δώθε κείθε, δεν μπορούσαν και να την κατα-
πιούν εύκολα οι πρώην «σύντροφοί του». Ποιος ήταν αυτός; νέος ήταν στο «κίνημα», δεν ήταν
απ’ τους παλιούς. Θα τους έκανε και κριτική από πάνω; Και τον εκδικήθηκαν, κατά κάποιο
τρόπο, με το να τον στείλουν όσο πιο μακριά μπορούσαν, να κάνει μιας ώρας δρόμο καθημε-
ρινά για να πάει στη δουλειά του. Σου λέει τι θα κάνει, θα πάει να μείνει εκεί, στο χωριό; ας
πάει, κι ας τσαμπουνάει εκεί όσο θέλει, απομονωμένον απ’ τον πολύ κόσμο ποιος θα τον
ακούει; Αν δεν πάει, και πηγαινοέρχεται, θα κουραστεί απ’ τα δρομολόγια, θα τον γονατίσουν
και τα έξοδα, στο τέλος θα ‘ρθει να προσκυνήσει, για να τον φέρουμε πίσω. Και για να το
κάνουμε, θα ‘χει βουλώσει πρώτα το στόμα του. Για να μη σου πω ότι θα πρέπει να εκφράσει
και θετική άποψη για την κυβέρνηση. Έτσι σκέφτηκαν οι μικροί σατραπίσκοι, γιατί έτσι
έβλεπαν αυτοί τον κόσμο. Πως ο καθ’ ένας, για να σώσει το τομάρι του, θα σκύψει το κεφάλι,
δεν υπάρχει περίπτωση. Κι αυτοί το ίδιο δεν έκαναν; κι όλος ο κόσμος το ίδιο δεν κάνει; Ο
άνθρωπος το συμφέρον του θα κοιτάξει πρώτα, να βολέψει τον εαυτούλη του. Όλα τ’ άλλα
έρχονται δεύτερα.
Ο Κώστας όμως ήταν απ’ αυτούς που δεν κάνουν ότι οι άλλοι, οι πολλοί. Ήταν απ’ τ’
αγύριστα κεφάλια, όχι απ’ αυτά που σκύβουν. Υπάρχουν πού και πού κάτι τέτοιοι βλέπεις. Οι
κουζουλοί, οι αναποδιασμένοι. Θέλεις οι εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα; πες το κι

144
έτσι. Υπάρχουν όμως. Όχι πως κι αυτοί αδιαφορούν για το συμφέρον τους, όχι. Αλλά, όσο να
‘ναι, έχουν και μια αξιοπρέπεια, βάζουν κάποια όρια. Να κοιτάνε τη βόλεψή τους, ναι, αλλά όχι
και να ξεφτιλίζονται για να το καταφέρουν. Δε δέχονται όλοι να φιλάνε κατουρημένες ποδιές,
πώς να το κάνουμε.
Κάπως έτσι ήταν και ο Κώστας. Τη δυσμενή μετάθεση την είδε σαν πρόκληση.
-Δε θα τους αφήσω σε χλωρό κλαρί, είχε πει στο Γιώργη. Ησυχία δε θα ‘χουν. Θα κάνω
όση περισσότερη φασαρία μπορώ, θα ξεσηκώσω τον κόσμο. Με αδικούν, κι όταν αδικείσαι
πρέπει να διεκδικείς αυτό που σου ανήκει, αλλιώς το χάνεις για πάντα. Δε θα κάτσω στ’ αυγά
μου λοιπόν, όπως νομίζουν, θα το παλέψω όσο μπορώ. Είσαι μαζί μου;
-Μαζί σου είμαι, αλλά τι μπορώ να κάνω;
-Να διαμαρτυρηθείς κι εσύ. Να προσπαθήσεις να κινητοποιήσεις κι άλλους συνα-
δέλφους. Αν σήμερα αδικούν εμένα, αύριο θα γίνει με σένα, με τον άλφα, τον βήτα. Δεν πρέπει
να τους περάσει. Έχουν καβαλήσει το καλάμι, και νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν.
Δεν υπάρχουν κανόνες γι’ αυτούς, δεν υπάρχουν νόμοι, θαρρούν πως είναι υπεράνω. Πώς το ‘πε
ο μέγας λαοπλάνος; δεν υπάρχουν θεσμοί, είπε, μόνος θεσμός είναι ο λαός. Άκου πράματα.
Δικαιολόγησε και «θεωρητικά» την αυθαιρεσία. Κι οι δικοί του από κάτω έπιασαν το μήνυμα,
έχουν αναγορεύσει τον εαυτό τους στο μόνο γνήσιο εκπρόσωπο του λαού. Τι εκπρόσωπο,
κάνουν λες και λαός είναι μόνο η αφεντιά τους.
-Μπα; ο μέγας ηγέτης, έγινε τώρα μέγας λαοπλάνος;
-Λαοπλάνος, λαοπλάνος. Αφού τις ικανότητές του δεν τις έχει βάλει στην υπηρεσία του
λαού, όπως έλεγε, αλλά κοιτάει μόνο την πάρτη του, τι είναι; Ξέρεις τι έγινε μ’ αυτόν Γιώργη;
Απ’ ότι φαίνεται τώρα, ποτέ δεν είχε σκοπό να κάνει αυτά που έλεγε. Θα μου πεις ότι πολλά απ’
αυτά ίσως δεν ήταν εφικτό να γίνουν. Δεκτό, αλλά ας έκανε τουλάχιστον μια προσπάθεια.
Αυτός τίποτα, είναι φανερό πια πως τα ‘λεγε μόνο για να πάρει την εξουσία. Και το πέτυχε
μαεστρικά, έκανε τον κόσμο να πίνει νερό στ’ όνομά του. Πριν το ΠΑΣΟΚ είχαμε για δεκαετίες
την απόλυτη κυριαρχία του κράτους της δεξιάς. Το κράτος που έστησαν «οι νικητές» μετά τον
εμφύλιο, με το χωροφύλακα να σε παρακολουθεί, τους παρακρατικούς να τραμπουκίζουν και
να τρομοκρατούν όταν χρειαζόταν, το στρατό να συνωμοτεί. Και τους μεγαλοκαρχαρίες να
είναι αυτοί που κάνουν το κουμάντο. Μεγάλο μέρος του λαού, η πλειοψηφία, αυτό που
ονομάζαμε «δημοκρατικός κόσμος», ήταν στην απ’ έξω. Η πλειοψηφία αυτή όμως, ήταν μια
τεράστια δύναμη, μια δύναμη που ήταν και ηθική, και αντιστεκόταν, όσο μπορούσε, στην
αυθαιρεσία και την ανομία. Ήταν ηθική, γιατί δεν είχε ίσως και την ευκαιρία να διαφθαρεί. Τι
έκανε λοιπόν ο λαοπλάνος; Έκλεισε πονηρά το μάτι σ’ αυτή την πλειοψηφία. Ήρθε η ώρα σου,
της είπε, να γευτείς κι εσύ τα οφέλη της εξουσίας. Δε θα σε κυνηγάει ο χωροφύλακας, θα
διορίσεις τα παιδιά σου στο δημόσιο, θα φτιάξεις το αυθαιρετάκι σου αν θέλεις, θα κλέβεις λίγο
την εφορία, θα παίρνεις τη μιζούλα σου αν μπορείς, κανείς δε θα σε πειράζει. Μόνο ψήφισέ με,
και μην ασχολείσαι με το τι κάνουμε εμείς εδώ πάνω, είναι υψηλή πολιτική αυτά, δεν είναι για
σένα. Εσύ κάνε τη δουλίτσα σου, κι εδώ είμαι εγώ. Έτσι έβαλε πολλούς, πάρα πολλούς, στο
κόλπο. Είδαν φως και μπήκαν, κι ότι κι αν γίνεται, ότι κι αν ακούνε για μπαγαποντιές, για
αυθαιρεσίες, για ανομίες, δεν ιδρώνει το αυτί τους. Όλα έχουν αρχίσει και θεωρούνται φυσιο-
λογικά κατά κάποιο τρόπο, πως είναι τάχα μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, έτσι είναι ο κόσμος
δηλαδή, τι να κάνουμε τώρα. Γι αυτό σου λέω, όσοι δεν τα θεωρούμε φυσιολογικά, πρέπει ν’
αντισταθούμε. Είναι καθήκον μας. Να σηκώσουμε το βάρος που σήκωνε ο «δημοκρατικός
κόσμος».

145
Καλά όλ’ αυτά, και του Κώστα μπορεί να το τράβαγε ο οργανισμός του να σηκώνει
βάρη, αλλά τώρα ζήταγε κι απ’ το Γιώργη να βάλει πλάτη. Ήταν όμως αυτός για τέτοια; να βγει
να κάνει φασαρία; να ξεσηκώσει τους συναδέλφους; ποιους συναδέλφους; αυτούς που μαζί
τους είχε μια τυπική καλημέρα; Δύσκολα προβλήματα του ‘βαζε ο Κώστας. Αλλά ήταν και
φίλος, μπορούσε να μην του παρασταθεί; πώς το ‘λεγαν τότε, στο σχολείο; ο φίλος τον φίλο εν
κινδύνοις γιγνώσκει. Άλλο να το μαθαίνεις σαν μάθημα όμως, και να λες, οπωσδήποτε σωστό
είναι αυτό, δεν τίθεται θέμα, και άλλο να το αντιμετωπίζεις στην πραγματικότητα. Εύκολο το
‘χεις; Και δεν ήταν που φοβόταν για τον εαυτό του, μην πάει δηλαδή κόντρα στην εξουσία και
ξεσπάσει τυχόν και πάνω του η οργή της, όχι, δεν του πέρασε κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό. Ή, κι
αν το σκέφτηκε, το προσπέρασε στα γρήγορα, δεν τον ανησυχούσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Απλά, δεν του πήγαιναν αυτά τα επαναστατικά βρε παιδί μου, δεν ήταν του χαρακτήρα του, πώς
να το πει. Ήθελε να βοηθήσει, καλός και χρυσός ήταν ο Κώστας, και το δίκιο του βουνό, αλλά,
το ξανά ‘παμε, ήταν αυτός για τέτοια; Αυτός ήθελε την ησυχία του, τα βιβλία του, άντε μια
καλή συζήτηση μ’ όποιον μπορούσε να συζητήσει. Τα τρεχάματα και τις φασαρίες, δεν τα
άντεχε.
Όσο και να μην του πήγαινε όμως, όσο και να ήθελε να το αποφύγει, δε γινόταν ν’ αδια-
φορήσει. Τουλάχιστον όχι αυτός, ο Γιώργης. Οι «αδιαπραγμάτευτες αρχές του» δεν τον άφηναν.
Γι’ αυτό και η δυσθυμία που τον πίεζε τον καιρό αυτό. Ένιωθε λίγο σαν να είναι στην κόψη του
ξυραφιού. Και την πρώτη μέρα που πήγε στη δουλειά, ήταν λες και τον πήγαιναν για κρέμασμα.
Αλλά τι να κάνει; τη Δευτέρα, στις δύο του μηνός, έπρεπε να παρουσιαστούν όλοι στο πόστο
τους. Τα μάζεψε λοιπόν πρωί-πρωί και, σέρνοντας τα βήματά του, τράβηξε για το σχολείο.
Όπως πλησίαζε, είδε να προχωράει μπροστά του μια γνώριμη γυναικεία φιγούρα κι ένιωσε σαν
κάτι να χοροπήδησε μέσα του. Αμέσως μετά όμως, δείλιασε. Διάολε, κατ’ ευθείαν απάνω της
θα πέσει; Κοντοστάθηκε, μην τυχόν και τη φτάσει πριν την αυλόπορτα. Προς στιγμήν σκέφτηκε
να γυρίσει πίσω, έτσι κι αλλιώς τα μαθήματα δεν ξεκίναγαν απ’ την αρχή του μήνα, ας πάει
μισή ώρα αργότερα, δε χάλασε ο κόσμος. Να ‘χουν μαζευτεί όλοι, να μη βρεθεί μόνος του
μπροστά της. Αλλά και πάλι μετάνιωσε. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα.
Τι διάολο, θα κρύβεται πίσω απ’ το δάχτυλό του; Τότε ήταν, έτσι όπως έστεκε αναποφάσιστος,
να προχωρήσει, να μην προχωρήσει, που γύρισε η Ελένη το κεφάλι. Ποιος ξέρει γιατί, ποια
αίσθηση την έκανε να κοιτάξει πίσω. Τον είδε, κι αναγκαστικά πλέον περπάτησε προς το μέρος
της. Την έφτασε. Κάτι σαν χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της.
-Γειά σου Γιώργη, τι κάνεις;
Μια στιγμή αμήχανης σιωπής.
-Ε, έχω υπάρξει και καλύτερα.
Αμέσως δαγκώθηκε, καθώς είδε μια μικρή λάμψη στα μάτια της. Λάθος απάντηση,
σκέφτηκε, και τον έπιασε ταραχή. Να, τώρα θα με ρωτήσει πότε ήταν αυτό το καλύτερα. Η
ερώτηση που ακολούθησε όμως, δεν ήταν αυτή που φοβήθηκε.
-Πάλι εδώ φέτος;
-Πάλι.
Προχώρησαν προς τα μέσα χωρίς άλλη κουβέντα. Ελάχιστοι ήταν οι συνάδελφοι που
είχαν κιόλας έρθει. Τα καλωσορίσματα κι οι ευχές για καλή χρονιά έδιναν κι έπαιρναν. Περί-
μενε πρώτα την Ελένη να καθίσει, και μετά πήγε κι έκατσε κι αυτός όσο πιο μακριά της
μπορούσε. Τον απασχολούσε τώρα το θέμα του Κώστα. Έπρεπε να το κάνει συζήτηση. Όχι
αμέσως, σκέφτηκε, να ‘ρθουν τουλάχιστον οι περισσότεροι. Αλλά κι όταν ήρθαν, πάλι δεν

146
ήξερε τι να κάνει και πώς ν’ αρχίσει. Να το αφήσει γι’ αργότερα; αύριο ίσως, να μην ξεκινήσει
απ’ την πρώτη μέρα, τους έβλεπε όλους μέσα στην καλή χαρά, να λένε πώς τα πέρασαν το
καλοκαίρι, να καλαμπουρίζουν, ν’ αναστενάζουν που ήρθε πάλι ο Σεπτέμβρης και πρέπει να
ξεκινήσουν τη δουλειά. Ήταν τώρα να τους βάλει στα προβλήματα; Αμέσως όμως, μόλις τα
σκέφτηκε αυτά, σιχτίρισε τον εαυτό του. Δικαιολογίες, είπε μέσα του, δεν έχεις το θάρρος να το
πεις, και κοιτάς πώς θα το αναβάλεις. Τότε, με μια αποφασιστική κίνηση, που ξάφνιασε και τον
ίδιο, σηκώθηκε όρθιος και μίλησε δυνατά.
-Συνάδελφοι, με συγχωρείτε, θα σας διακόψω για λίγο, αλλά θέλω να πω κάτι σε όλους.
Γύρισαν οι υπόλοιποι το κεφάλι. Μπα, ο Καναβράς είναι αυτός; και τι έχει να πει;
Ο Γιώργης, αν κι αισθανόταν πως θ’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί, συνέχισε το ίδιο
δυνατά. Είπε για την αδικία που έγινε στον Κώστα, και πως πρέπει κάτι να κάνουν γι’ αυτό.
Πολλοί τον άκουγαν βαριεστημένα. Τι μας λέει τώρα και τούτος, θα σκέφτηκαν. Δε μας αφήνει
να πιούμε τον καφέ μας με την ησυχία μας. Αρκετοί πάλι άκουγαν σιωπηλοί, αλλά με κάποιο
ενδιαφέρον. Και με κάποια ανησυχία ίσως, ή με κάποιο θυμό. Μερικοί όμως δυσφορούσαν
ανοιχτά. Να πάει στην ΕΛΜΕ, είπε κάποιος απ’ αυτούς, γι’ αυτό υπάρχουν τα συνδικαλιστικά
όργανα. Εμείς τι να κάνουμε, διαδήλωση; και χασκογέλασε λίγο με την εξυπνάδα του. Ο
Γιώργης κάτι πήγε να πει, αλλά δεν πρόλαβε, ακούστηκε δυνατή η φωνή της Ελένης, που τους
ξάφνιασε όλους.
-Πώς τι να κάνουμε, πολλά μπορούμε να κάνουμε.
Γύρισαν προς το μέρος της. Την είδαν με οργισμένο ύφος και ξαφνιάστηκαν ακόμα πιο
πολύ. Η Ελένη συνέχισε απτόητη.
-Σίγουρα και στην ΕΛΜΕ θα πάμε, αλλά μην περιμένουμε πολλά απ’ αυτούς, με την
κυβέρνηση είναι η πλειοψηφία. Θ’ αρχίσουν τις δικαιολογίες και τις αναλύσεις, κι όλο στις
κουβέντες θα μένουν. Άντε και να βγάλουν καμιά ουδέτερη ανακοίνωση. Εμείς πρέπει να κινη-
τοποιηθούμε. Να ενημερώσουμε ο καθ’ ένας όλους τους γνωστούς του συναδέλφους, σε όλα τα
σχολεία του νομού. Κι ο σύλλογος των διδασκόντων, εδώ ο δικός μας, πρέπει να βγάλει ανακοί-
νωση που θα είναι καταπέλτης. Όχι μισόλογα και στρογγυλέματα. Καθαρές και σταράτες κου-
βέντες. Και να τη στείλουμε παντού, και στην ΕΛΜΕ και στην ΟΛΜΕ και στον υπουργό και
στα κόμματα. Πρώτα-πρώτα όμως στη Δευτεροβάθμια. Κι εκεί, όχι απλά να τη στείλουμε, αλλά
να πάει και αντιπροσωπεία από μας, να ζητήσει ν’ ανακληθεί αυτή η μετακίνηση. Να τους
γίνουμε στενός κορσές, μέχρι να την πάρουν πίσω.
Τα λόγια της τα ακολούθησε έντονη συζήτηση. Φασαρία θα μπορούσες να την πεις.
Αυτοί που δεν ήθελαν να γίνει κάτι, προσπαθούσαν με διάφορα τερτίπια να πείσουν και τους
άλλους. Το θέμα δεν αφορά κάποιο πρόβλημα του σχολείου για να επιληφθεί ο σύλλογος διδα-
σκόντων, έλεγαν, είναι γενικό, γι’ αυτό πρέπει να το πάρει στα χέρια της η ΕΛΜΕ, έτσι γίνεται
ο σωστός συνδικαλισμός. Η Ελένη όμως είχε πάρει φόρα, και μαζί της σήκωσαν φωνή και δυό-
τρεις ακόμα. Συνδικαλισμός και κουραφέξαλα, αντέτειναν, η ΕΛΜΕ το μόνο που τη νοιάζει
είναι να συνδιοικεί με τη Δευτεροβάθμια, να κανονίζουν πώς θα βολέψουν τους δικούς τους.
Αλλά και σεις μ’ αυτούς είστε, γι’ αυτό μας παριστάνετε εδώ πέρα τις οσίες, τάχα μου σας
νοιάζει η συνδικαλιστική τάξη. Το πρόβλημα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε, κι όχι να κοιτάμε τους
τύπους. Και για ποιους τύπους μιλάμε, για τη συνδικαλιστική ιεραρχία; Τι λες εκεί, σπουδαίο
πράγμα. Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Ο Γιώργης τα ‘χε τελείως χαμένα. Όλος αυτός ο σαματάς ξεκίνησε απ’ αυτόν; ούτε που
θα το φανταζόταν πως ήταν ικανός να πυροδοτήσει κάτι τέτοιο. Απορούσε ακόμα και πώς

147
βρήκε το κουράγιο να μιλήσει, και μάλιστα με δυνατή φωνή, όχι μισοκακόμοιρα και συνε-
σταλμένα. Κι αυτή που μιλάει τώρα είναι η Ελένη, ή μήπως η Πασιονάρια; η Ελένη που αυτός
ήξερε; η δική του Ελένη; τέλος πάντων, η πρώην δική του; Και πού τα ξέρει όλα αυτά η Ελένη,
για την ΕΛΜΕ και για τα κόμματα και για τη Δευτεροβάθμια; όσο καιρό ήταν μαζί, ούτε που
είχαν κάνει κάποια σχετική κουβέντα. Αυτή για το θέατρο και τη μουσική ενδιαφερόταν.
Με τα πολλά, αποφάσισαν ν’ αναβάλλουν το θέμα για μια μέρα, να συνεδριάσει κανο-
νικά την επομένη ο σύλλογος διδασκόντων και να πάρει απόφαση. Έτσι σταμάτησε αυτή η
κουβέντα και ξαναγύρισαν στα καλαμπούρια. Μέχρι που μπήκε ο Διευθυντής, να τους πει τι
είχαν να κάνουν την πρώτη μέρα. Αυτός ο πονηρός είχε ακούσει τη φασαρία, κατάλαβε για ποιο
πράγμα μιλούσαν μιας και ήταν ενημερωμένος ότι τον είχαν ξαποστείλει τον Κώστα, κι έτσι
καθυστέρησε να φανεί, για να μην αναγκαστεί να πάρει θέση. Καθόταν στο γραφείο του και
περίμενε να λήξει η σχετική συζήτηση. Το ‘χε μάθει καλά το μάθημα βλέπεις, πως, όσο γίνεται,
πρέπει να τα ‘χεις καλά με όλους.
Προς το μεσημέρι, την ώρα που θα ‘φευγαν, τον πλησίασε η Ελένη.
-Καλά έκανες και μίλησες για τον Κώστα, είπε, να μάθουν μερικοί-μερικοί πως δεν
μπορούν να κάνουν ότι θέλουν κι εμείς να καθόμαστε άπραγοι.
Ο Γιώργης ένιωθε αμήχανα. Την ευχαρίστησε που σηκώθηκε και τον υποστήριξε και
δεν τον άφησε μόνο απέναντι σε όλους. Η Ελένη χαμογέλασε θλιμμένα.
-Αλήθεια Γιώργη, πιστεύεις πως υπήρχε περίπτωση να μην πάρω το μέρος σου;
-Όχι βέβαια, κάθε άλλο, αλλά και με τέτοια μαχητικότητα. Με εξέπληξες.
-Κρίμα που δεν το είχες καταλάβει τόσον καιρό, αλλά μπορώ να γίνω όσο μαχητική
χρειάζεται γι’ αυτούς που νοιάζομαι.
Μέσα του ταράχτηκε ο Γιώργης, αλλά δεν το έδειξε, έκανε πως δεν κατάλαβε τον υπαι-
νιγμό. Στο επόμενο σταυροδρόμι ζήτησε συγνώμη που έπρεπε να την αφήσει, δικαιολογήθηκε
πως ήθελε να βρει τον Κώστα, να του πει τα καθέκαστα. Τη χαιρέτησε και, στρίβοντας στη
γωνία, το ‘βαλε σχεδόν στα πόδια.
Τον Κώστα τον βρήκε, αλλά την άλλη μέρα το απόγευμα. Εν τω μεταξύ είχε γίνει η
συνεδρίαση των καθηγητών το πρωί και είχαν συμφωνήσει με την πρόταση της Ελένης, έστω
κατά πλειοψηφία. Είχαν λυσσάξει μερικοί να το ματαιώσουν, αλλά και το ψήφισμα βγήκε, και
αντιπροσωπεία θα πήγαινε στη Διεύθυνση. Μέλος της αντιπροσωπείας και η Ελένη. Τα ιστο-
ρούσε λοιπόν όλα αυτά στον Κώστα, να του δείξει πως αυτός το έκανε το καθήκον του. Κι όχι
μόνο στο σχολείο του, πήρε και ένα-δυό τηλέφωνα σε συναδέλφους άλλων σχολείων και του
υποσχέθηκαν κι αυτοί πως θα κάνουν κουβέντα για το ζήτημα. Ε, δεν είχε δα και πολλές
γνωριμίες, εκεί σταμάτησε. Έκανε ότι ήταν να κάνει και με το παραπάνω, δεν μπορούσε ο φίλος
του να περιμένει περισσότερα. Με όλα αυτά, ήδη ένιωθε σχεδόν εξαντλημένος.

148
- 19 -

Για το πρώτο πράγμα που ο Πάνος ζήτησε τη μεσολάβηση του υπουργού, λίγες μόνο
μέρες μετά το φαγοπότι, ήταν να εγγυηθεί γι’ αυτόν στο αφεντικό άλλης εταιρείας, που είχε
ανάγκη το εργολαβικό της πτυχίο. Η δουλειά που έβαζε στα σκαριά ήταν πολύ πάνω απ’ το δικό
τους πτυχίο, και για να την πάρουν χρειαζόταν άλλο, μεγάλης εταιρείας. Δεν ήταν όμως και
κολλητός με κάποιον απ’ αυτούς τους μεγάλους, για να του το ζητήσει. Έκανε μια-δυό
κρούσεις, εντάξει, οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονταν για τη συγκεκριμένη εργολαβία, αλλά έμπαινε
ζήτημα εμπιστοσύνης. Σου λέει ο άλλος, και με το δίκιο του, πού σε ξέρω εγώ εσένα, αν θα
καταφέρεις να τα βγάλεις πέρα μ’ ένα τέτοιο έργο, ή αν στο τέλος θα το παρατήσεις και θα βρω
τον μπελά μου; να πληρώνω τα σπασμένα αλλουνού; άσε καλύτερα, μου φτάνουν τα δικά μου.
Έτσι χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο υπουργός σε κάποιον που, λίγο-πολύ, τον ήξερε. Εγγυούμαι
εγώ, του είπε, ο Καναβράς είναι σπαθί. Τώρα τι εγγύηση μπορούσε να του δώσει; εδώ που τα
λέμε καμία, αλλά έκανε πως το ‘χαψε ο άλλος, να μη χαλάσει και το χατήρι σε κοτζάμ υπουργό,
πού ξέρεις, κάπου, κάποτε μπορεί να του ανταπέδιδε την εξυπηρέτηση. Αν είναι έτσι υπουργέ
μου, δεν έχω αντίρρηση, είπε, κι άναψε το πράσινο φως στον Πάνο να προχωρήσει.
Ο Πάνος, αν και τον ενθουσίαζε η προοπτική μιας μεγάλης δουλειάς, κάποια στιγμή είχε
σκεφτεί και να τα παρατήσει, δεν ήταν συνηθισμένος να παρακαλάει στην πιάτσα τον έναν και
τον άλλον. Άλλο να προσπέφτεις στην εξουσία, σκεφτόταν, άλλο στους ομοίους σου. Σ’ αυτούς
πρέπει να φέρεσαι με πυγμή, όχι με παρακάλια, αλλιώς θα σε θεωρούν αδύναμο και θα πέσουν
να σε κατασπαράξουν. Ο Μάριος όμως επέμενε και του έλεγε να κάνει λίγο υπομονή. Αυτή η
δουλειά, έλεγε, έτσι και την πάρουμε, θα είναι η ευκαιρία της ζωής μας. Με τα μέσα που έχεις
είναι ότι πρέπει για να ‘κονομήσουμε χοντρά. Άκου με που σου λέω. Και γιατί τα ‘λεγε αυτά ο
Μάριος; γιατί αυτός ο πονηρός, είχε γνωριμίες παντού, σ’ όλο το κύκλωμα των έργων και των
μελετών. Ήξερε λοιπόν και κάποιον απ’ το γραφείο που είχε κάνει τη μελέτη του δρόμου.
Τέτοιο έργο ήταν αυτό που τους ενδιέφερε, ένας καινούργιος μεγάλος δρόμος, πολλά χιλιό-
μετρα με τελείως καινούργια χάραξη, έξω από κάθε τι που υπήρχε μέχρι τώρα. Ήταν ένα πρώτο
πλεονέκτημα αυτό, ότι δε θα ‘χαν μέσα στα πόδια τους την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, αλλά
αυτό ήταν κάτι που όλοι το καταλάβαιναν, δεν ήταν μυστικό. Το μυστικό ήταν αλλού, και το
ψιθύρισε ο μελετητής στο Μάριο. Δεν ήταν τζάμπα η πληροφορία βέβαια, έκαναν συμφωνία, αν
πάρουν τη δουλειά και πετύχουν αυτό που θέλουν, θα ‘διναν και σ’ αυτόν το ρεγάλο του. Κι
αυτές είναι συμφωνίες κυρίων που τηρούνται στο ακέραιο, γιατί αλλιώς, έτσι και βγάλεις όνομα
στην πιάτσα πως είσαι ρίχτης, δε σε ξαναπλησιάζει κανένας. Του φανέρωσε λοιπόν του Μάριου
πως η μελέτη δεν ήταν δα και η τελειότερη, υπήρχε ένα σημείο που έπασχε, ας πούμε, και θα
μπορούσαν να την αλλάξουν, για να φέρουν τη δουλειά στα μέτρα τους. Πέρναγε ο δρόμος σε
μια ορεινή περιοχή, και κάπου προβλεπόταν μια γέφυρα, με μεγάλο μήκος και ύψος, για να
γεφυρωθεί μια βαθειά κοιλάδα. Το κόστος της γέφυρας τεράστιο και η ίδια η κατασκευή της μια
τεχνική πρόκληση. Είχαν γίνει όλες οι μελέτες, αλλά, όπως διαβεβαίωσε ο μελετητής το Μάριο,
θα μπορούσαν να τις αμφισβητήσουν. Τα θεμέλια της γέφυρας ήταν σε προβληματικά εδάφη,

149
με ρήγματα και μεγάλα κοιλώματα, κι ας φαινόταν πως το έδαφος ήταν συμπαγές, σε ξεγέλαγε
επιφανειακά. Από κάτω ήταν σουρωτήρι. Θα μπορούσαν λοιπόν να ζητήσουν να μη γίνει η
γέφυρα. Πώς θα το πετύχαιναν αυτό; απλά, θα μετατόπιζαν το δρόμο προς το βουνό, για ν’
αποφύγουν τη γεφύρωση του χάους. Το μόνο που θα χρειαζόταν τότε θα ήταν να φτιάξουν ένα
μικρό τεχνικό, ίσα να περνάει το ρεματάκι στην αρχή της κοιλάδας. Απ’ την άλλη όμως θ’
αυξάνονταν πολύ οι ποσότητες των εκσκαφών, μιας και ο δρόμος θα πήγαινε αναγκαστικά στις
πλαγιές του βουνού. Κι εδώ ήταν το κόλπο. Τα μπετά του προϋπολογισμού ήταν πολλά, πάρα
πολλά, όσα χρειάζονταν για να κατασκευαστεί η μεγάλη γέφυρα. Θα έδιναν λοιπόν μεγάλη
έκπτωση στο κομμάτι των τεχνικών, για να καταφέρουν να πάρουν τη δουλειά, στο τέλος όμως
τα μπετά που θα έριχναν θα ήταν πολύ λίγα. Αντίθετα, θα ήταν πολλές οι εκσκαφές, όπου θα
είχαν φροντίσει να δώσουν μικρή έκπτωση. Σίγουρα κέρδη. Τι κέρδη, υπερκέρδη. Έτσι τα
παρουσίαζε ο Μάριος, και φαινόταν βέβαιος. Κι αν δεν καταφέρουμε ν’ αλλάξουμε τη μελέτη;
πάμε για καταστροφή; ρώτησε ο Θρασύβουλος, που όλο και πιο πολύ φαινόταν να κωλώνει.
Τόσο που αναρωτιόταν ο Πάνος τι είχε πάθει, αυτός παλιά δεν πολυέσκαγε, πάντα πίστευε πως
όσο δύσκολα και να ‘ταν τα πράγματα, θα βρουν τρόπο να τα καταφέρουν. Μήπως έφταιγαν τα
χρόνια; Πάει, γέρασε το συνεταιράκι, σκεφτόταν. Και δεν μπορούσε να βάλει στο μυαλό του
πως ο Θρασύβουλος είχε χορτάσει πια, του έφταναν και με το παραπάνω όσα είχαν καταφέρει,
δεν έβλεπε γιατί θα ‘πρεπε καλά και σώνει να μπαίνει σε νέες περιπέτειες. Να ζήσει τη ζωή του
όσο πιο ευχάριστα μπορούσε ήθελε. Γι’ αυτό όλο και πιο πολύ καθόταν στην άκρη. Εδώ όμως
είχε κι αυτός λόγο, κι ας μη συνήθιζε ν’ ανακατεύεται με τα δημόσια έργα. Αυτή η δουλειά
παραήταν μεγάλη, κι αν οι σχεδιασμοί πήγαιναν κατά διαόλου, θα ήταν μεγάλη κι η ζημιά. Θα
παιζόταν η ίδια η επιβίωση της εταιρείας. Μην είσαι χαζός, επέμενε ο Μάριος, θα φέρουμε
άλλους μελετητές, που θα τους τα παρουσιάσουν σκούρα τα πράγματα. Ποιος θα πάρει την
ευθύνη να κινδυνεύει ένα τέτοιο μεγάλο τεχνικό έργο; στο κάτω-κάτω, αν η Υπηρεσία έχει
αντιρρήσεις, ας βάλουν ένα χεράκι οι παραπάνω. Αυτό το τελευταίο επιχείρημα ήταν
ατράνταχτο. Ο Πάνος έτσι κι αλλιώς απ’ την αρχή ήταν ζεστός για μια τέτοια δουλειά, μιας κι
έβλεπε μπροστά του το πρώτο μεγάλο βήμα. Πες, πες, στο τέλος συμβιβάστηκε με την ιδέα κι ο
Θρασύβουλος. Προχωράτε και το κρίμα στο λαιμό σας, είπε μόνο, όπως το ‘χε συνήθειο.
Στη δημοπρασία έκανε μια προσπάθεια ο Πάνος να φτιαχτεί η δουλειά, αλλά δε βρήκε
ανταπόκριση. Ίσως δεν πίστευαν οι υπόλοιποι πως είναι σε θέση αυτός να τους πάρει μια τέτοια
εργολαβία. Γι’ αυτό, όταν ανοίχτηκαν οι οικονομικές προσφορές, δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Τους άφησε όλους πίσω πάνω από πέντε μονάδες. Κάτι μουρμούρισαν μερικοί για τρελούς, κάτι
για νεοσσούς που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, στο τέλος όμως ευχήθηκαν τα τυπικά «καλά
κέρδη». Κι ας ήταν σίγουροι μέσα τους οι περισσότεροι πως, όχι κέρδη δε θα ‘χει, αλλά θα
πάθει τέτοιο τράκο που μάλλον δε θα τον ξαναβρούν μπροστά τους.
Με την περιφερειακή υπηρεσία που θα επέβλεπε το έργο δεν είχε ξανασυνεργαστεί ο
Πάνος. Γνώρισε τον προϊστάμενό της πρώτη φορά, όταν πήγε (μαζί με το αφεντικό της μεγάλης
εταιρείας που τυπικά είχε πάρει τη δουλειά) για την υπογραφή της σύμβασης. Ήταν ένας
μικρόσωμος και ισχνός ανθρωπάκος, που πίσω απ’ το μεγάλο του γραφείο φαινόταν ακόμα πιο
μικρός. Το μαλλί του ήταν κατάμαυρο, κι ας τον έκοβε να ‘ναι γύρω στα πενήντα, ούτε μια
άσπρη τρίχα δεν είχε, λες και τα ‘χε βαμμένα με καραμπογιά. Εντύπωση έκαναν στον Πάνο τα
πυκνά μαύρα του φρύδια, που έδιναν όλο τον τόνο στην έκφρασή του, και φαίνονταν να
κρύβουν κάτω τους τα μάτια του, που ήταν βαθιά χωμένα στις κόγχες τους. Είχε πάρει τις
πληροφορίες του γι’ αυτόν, είναι δύσκολος του είχαν πει, κι αλήθεια, έτσι έδειχνε το παρου-

150
σιαστικό του. Όταν όμως του είπαν ποιοι είναι, σηκώθηκε και τους υποδέχτηκε εγκάρδια, με
πλατύ χαμόγελο, πράγμα που έκανε το πρόσωπό του να φωτιστεί και ν’ αλλάξει όψη, λες κι
ήταν άλλος άνθρωπος. Ακόμα και τα φρύδια φαίνονταν να μικραίνουν εκείνη τη στιγμή. Τους
έβαλε να καθίσουν, ρώτησε τι καφέ θα πιουν, κι έκανε τη σχετική παραγγελία απ’ το τηλέφωνο.
Φώναξε και μια κυρία απ’ τη γραμματεία και της έδωσε το κουτί με τα γλυκά που είχε φέρει
μαζί του ο Πάνος (που τα πρόσεχε πολύ κάτι τέτοια) για να κεράσει όλο τον κόσμο στην
υπηρεσία. Η σύμβαση ήταν σχεδόν έτοιμη, να συμπληρωθούν μόνο κάτι στοιχεία χρειαζόταν,
να γίνει έλεγχος της εγγυητικής, και σε λίγο έπεσαν οι υπογραφές. Ειπώθηκαν και οι σχετικές
ευχές για καλή συνεργασία, που είναι απόλυτα απαραίτητη, «εκ των ων ουκ άνευ» όπως
εύστοχα το διατύπωσε ο προϊστάμενος, σ’ ένα τέτοιο έργο.
-Με τον κύριο Καναβρά θα συνεργάζεστε, είπε το αφεντικό της μεγάλης εταιρείας,
αυτός θα μας εκπροσωπεί.
Το πρόσωπο του προϊσταμένου σαν να σκοτείνιασε λίγο πάλι, και τα φρύδια ξανάγιναν
μαύρα και πυκνά, καθώς κατάλαβε πως το μεγάλο όνομα ήταν η βιτρίνα.
-Εσείς θα είστε ο μηχανικός του έργου κύριε Καναβρά; ρώτησε.
Το αφεντικό της μεγάλης εταιρείας πρόλαβε τον Πάνο πριν απαντήσει μόνος του, όχι,
είπε θα έχουμε άλλους μηχανικούς στην κατασκευή, ο κύριος Καναβράς θα κάνει το γενικό
κουμάντο.
Τώρα λοιπόν έπρεπε να κάνει το κουμάντο. Και η πρώτη φροντίδα ήταν η αλλαγή της
μελέτης. Δεν του φαινόταν και τόσο εύκολο, άλλωστε αυτός δεν τα καταλάβαινε αυτά τα επι-
στημονικά, κατ’ ανάγκην το πράγμα θα το χειριζόταν ο Μάριος. Να σε δω πώς θα τα βγάλεις
πέρα με το μαυροφρυδά, του είπε ο Πάνος. Ο Μάριος όμως είχε το σχέδιό του. Είχε ήδη βρει το
γεωτεχνικό γραφείο που θα τους βοηθήσει. Πήραν αυτοί τις μελέτες, τις έψαξαν σ’ όλες τις
λεπτομέρειες, κι έφτιαξαν την πρώτη έκθεση, όπου διατύπωναν τις αμφιβολίες τους για την
«ευστάθεια» της γέφυρας. Την υπέβαλαν στην υπηρεσία, και μετά, όλοι μαζί, Πάνος, Μάριος
και γεωτεχνικοί, πήγαν στο ραντεβού που είχαν κλείσει με τον προϊστάμενο και τον επιβλέ-
ποντα του έργου.
Ο προϊστάμενος ήταν απ’ την αρχή επιθετικός. Δεν μου αρέσουν αυτά κύριε Καναβρά,
είπε, πριν ακόμα ξεκινήσετε αρχίσατε τα χαρτιά. Είπαμε για καλή συνεργασία, κι αυτό για μένα
σημαίνει πως ανασκουμπώνεστε και στρώνεστε στη δουλειά. Το έργο έχει τη μελέτη του,
πιάστε λοιπόν κι εφαρμόστε την, χωρίς πολλά-πολλά. Ο Πάνος με μελιστάλαχτο ύφος απάντησε
πως δεν έχει καμιά αντίρρηση σ’ αυτό, κι ακριβώς επειδή βλέπει την υπηρεσία σαν συνεργάτη,
θεωρεί πως είναι και δική τους ευθύνη η ποιότητα και η ασφάλεια του έργου (τόνισε μάλιστα
αυτό το «ασφάλεια»), όχι μόνο της υπηρεσίας, γι’ αυτό και η εταιρεία τους ανέθεσε σε μελετη-
τικά γραφεία, με δικά της έξοδα (τόνισε πάλι κι αυτό το «με δικά τους έξοδα»), τον έλεγχο όλης
της μελέτης. Στο υπόλοιπο τμήμα του έργου που δεν εντοπίστηκε κάποιο πρόβλημα οι εργασίες
θα ξεκινήσουν πολύ σύντομα, και θα δείτε μάλιστα πως οι ρυθμοί θα είναι εντατικοί, είπε, πέρα
από κάθε σας πρόβλεψη. Όμως η θεμελίωση της γέφυρας είναι προβληματική, εγώ δεν τα ξέρω
αυτά, αλλά έτσι λένε οι ειδικοί επιστήμονες από ‘δω. Πρέπει να το δούμε αυτό, κανείς
φαντάζομαι δε θα ήθελε να διαπιστωθεί το πρόβλημα αφού θα έχουν προχωρήσει οι εργασίες, ή
ακόμα χειρότερα αφού θα έχουν τελειώσει, γιατί τότε ποιος πληρώνει το κόστος; Εμείς δε θα
έχουμε ευθύνη γιατί θα έχουμε εφαρμόσει τις δικές σας μελέτες (κι εδώ τόνισε το «δικές σας»),
αυτή είναι η υποχρέωσή μας. Αλλά δεν τα βλέπουμε έτσι τα πράγματα, είπαμε πως σας
θεωρούμε συνεργάτες και δε θέλουμε να βγείτε εκτεθειμένοι. Άλλωστε ο σκοπός δεν είναι να

151
βρούμε ποιος θα φταίει και ποιος όχι αν στραβώσει η δουλειά, σκοπός είναι να γίνει σωστή
δουλειά. Καλύτερα το προλαμβάνειν, παρά το θεραπεύειν, που λένε κι οι γιατροί.
Και τότε ανέλαβε ο ειδικός γεωτεχνικός να εξηγήσει πως οι μελέτες έγιναν μεν, αλλά η
γεωτεχνική έρευνα που είχε προηγηθεί δεν ήταν πλήρης, έπρεπε να γίνουν πιο πυκνές γεω-
τρήσεις, αλλά ως συνήθως, για λόγους κόστους, τα κάνουμε λειψά και τσιρούτικα τα πράγματα
στην Ελλάδα. Και σ’ αυτές τις λειψές έρευνες όμως υπάρχουν οι ενδείξεις πως το υπέδαφος δεν
είναι καλό, αλλά δεν δόθηκε η απαραίτητη προσοχή σ’ αυτές τις ενδείξεις, θεωρήθηκαν μεμο-
νωμένο και τοπικό φαινόμενο. Και συνέχισε αραδιάζοντας διάφορες θεωρίες, που τους ζάλισαν
όλους, για να καταλήξει πως η πρότασή του είναι να γίνουν τώρα όλες οι απαραίτητες γεω-
τρήσεις, να ερευνήσουν λεπτομερειακά όλη την περιοχή, για να είναι σίγουροι. Και τα ‘λεγε
αυτά, όντας σίγουρος πως θα διαπιστώσουν το πρόβλημα, γιατί τους το ‘χε σφυρίξει ο αρχικός
μελετητής, που «συνεργαζόταν» τώρα μαζί τους στο παρασκήνιο, οι γεωτρήσεις είχαν γίνει
κανονικά, τους είπε, αλλά αυτοί δεν τις είχαν εμφανίσει όπως πραγματικά ήταν, γιατί τότε απ’
την αρχή θα είχε αποφασιστεί η αλλαγή της χάραξης του δρόμου, και δε θα είχαν κάνει ποτέ
τους τη μελέτη της γέφυρας. Δεν ήταν κορόϊδα όμως, βλέπεις η αμοιβή της μελέτης για ένα
τέτοιο τεχνικό έργο ήταν μεγάλη, και δεν ήθελαν με τίποτα να τη χάσουν.
Η κουβέντα συνεχίστηκε για ώρα, ο προϊστάμενος βρέθηκε στριμωγμένος, τα φρύδια
του μαύρισαν ακόμα περισσότερο και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Πολύ θα ήθελε να τους
στείλει στο διάολο, αλλά η ευθύνη ήταν μεγάλη για να το ρισκάρει, εδώ τα πράγματα δεν ήταν
παίξε-γέλασε. Έτσι και είχαν δίκιο κι εμφανιζόταν η οποιαδήποτε ζημιά στο μέλλον, έπαιζε το
κεφάλι του. Δέχτηκε λοιπόν να γίνουν οι καινούργιες έρευνες, να «πυκνωθεί» το δίκτυο των
ερευνητικών γεωτρήσεων, για να ξέρουν τι τους γίνεται. Άλλωστε ο Καναβράς είπε πως θα τους
βαρύνουν αυτούς τα έξοδα των ερευνών, όχι την υπηρεσία. Έτσι δεν είχε τίποτα να χάσει, ας τις
έκαναν, και θα ‘βλεπε. Και θα τους έβαζε άνθρωπο πάνω απ’ το κεφάλι τους, να παρακολουθεί
μπάστακας όλη μέρα το γεωτρύπανο, να ξέρει η υπηρεσία με ακρίβεια τι βρίσκουν, μην έρθουν
και τους τα παρουσιάσουν πάλι όπως τα θέλουν αυτοί.
Έγιναν λοιπόν οι έρευνες και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πλέον, γέφυρα σ’ αυτό το
σημείο δεν μπορούσε να σταθεί, οι πάσσαλοι της θεμελίωσης θα βρίσκονταν ουσιαστικά στον
αέρα. Κλήθηκαν και οι αρχικοί μελετητές να πουν τη γνώμη τους και το βεβαίωσαν κι αυτοί.
Ούτε συζήτηση πια πως ήταν απαραίτητο ν’ αλλάξει η χάραξη του δρόμου. Αυτή τη φορά ο
Πάνος δεν προσφέρθηκε να πληρώσει η εταιρεία το κόστος για την τροποποίηση της μελέτης,
δεν έφταιγε αυτός, είπε, που η μελέτη δεν ήταν σωστή, πλήρωσε τις γεωτρήσεις, αλλά ως εκεί.
Βρήκε όμως μελετητή που δέχτηκε να κάνει μια γενναία έκπτωση στην αμοιβή, έτσι για να
διευκολύνει την υπηρεσία. Εν τω μεταξύ είχε δείξει την καλή του θέληση, οι εργασίες στο
υπόλοιπο κομμάτι του δρόμου είχαν ξεκινήσει. Όχι με τους «πέραν κάθε προβλέψεως» εντα-
τικούς ρυθμούς που είχε υποσχεθεί, αλλά τέλος πάντων, κάτι γινόταν.
Αφού έγινε η τροποποιητική μελέτη και εγκρίθηκε με όλους τους τύπους από την
προϊσταμένη αρχή, δεν έμενε παρά να μπουν στη σύμβαση οι ποσότητες των τροποποιημένων
πλέον εργασιών, να συνταχτεί όπως έλεγαν ο απαραίτητος «συγκριτικός πίνακας» για ν’ αλλά-
ξει ο προϋπολογισμός. Με τη μετατόπιση του δρόμου τα κυβικά των εκσκαφών είχαν τουλά-
χιστον τριπλασιαστεί, και στα μπετά δεν είχαν απομείνει παρά λίγες ποσότητες μιας και τα υπό-
λοιπα τεχνικά του έργου ήταν μικροί οχετοί. Κι εδώ ήταν τώρα που ετοιμάστηκε ο Πάνος για το
μεγάλο παζάρι. Τον είχε δασκαλέψει ο Μάριος, του ‘δειξε τη νομοθεσία, είχαν δικαίωμα του
είπε να ζητήσουν μεγαλύτερες τιμές στις εκσκαφές, «συμφωνημένες» τις λέει ο νόμος, μιας και

152
οι ποσότητες αυξήθηκαν πάνω από πενήντα τοις εκατό. Πήγε λοιπόν μόνος του κι επισκέφτηκε
τον προϊστάμενο, και κλείστηκαν στο γραφείο του οι δυό τους, να μιλήσουν για τον συγκριτικό
πίνακα. Ο προϊστάμενος δεν έβλεπε τι το ιδιαίτερο είχαν να συζητήσουν, τις ποσότητες τις ξέ-
ρουμε απ’ την τροποποιημένη μελέτη, είπε, ετοιμάστε ένα σχέδιο «συγκριτικού» και φέρτε το
να το δούμε. Εδώ όμως ήταν που ο Πάνος έβγαλε ένα λογύδριο κλάψας και δυστυχίας, τα έξοδα
που έχει ένα τέτοιο έργο είναι πολλά είπε, και η μεγάλη έκπτωση που είχαν δώσει κάνει ακόμα
χειρότερα τα πράγματα, και πληρώνουν κι από πάνω για τη χρήση του ξένου πτυχίου, είχαν
πάρει μεγάλο ρίσκο, αλλά τι να έκαναν, πρέπει κι αυτοί οι μικρότεροι να επιβιώσουν, και χωρίς
ρίσκο δεν μπορούν να σταυρώσουν δουλειά. Έτσι έχουν τα πράγματα κύριε προϊστάμενε,
κινδυνεύουμε να μπούμε μέσα και να χάσουμε ότι έχουμε και δεν έχουμε, τι κινδυνεύουμε
δηλαδή, σίγουρο είναι, εκτός κι αν βάλει η υπηρεσία ένα χεράκι βοήθειας, είναι απαραίτητο και
πολύ θα το θέλαμε, άλλωστε εσείς ο ίδιος το είπατε πως είμαστε συνεργάτες, όχι αντίπαλοι.
-Σας έχουμε ήδη βοηθήσει πολύ, είπε τότε ο προϊστάμενος, αλλάξαμε τη μελέτη, και με
την αλλαγή αυτή αυξήθηκαν τα χωματουργικά, που είναι οι εργασίες που αφήνουν κέρδος, και
μειώθηκαν τα τεχνικά. Λίγο είναι αυτό;
-Τι κέρδος ν’ αφήσουν τα χωματουργικά, κλαψούρισε πάλι ο Πάνος, σκληρός βράχος
είναι που δε βγαίνει με τίποτα, μέσα μπαίνουμε και σ’ αυτά. Εκτός, είπαμε, αν βοηθήσετε εσείς,
στο χέρι σας είναι.
Και τότε του έσκασε το παραμύθι, η βοήθεια που ζήταγε ήταν να του κάνουν συμφω-
νημένες τιμές στις εκσκαφές, είχαν το δικαίωμα, είπε, και το πρόβλεπε η νομοθεσία, κανείς
λοιπόν δε θα τους κατηγορούσε γι’ αυτό. Παρά λίγο να πνιγεί με το σάλιο του ο μαυροφρυδάς
μόλις το άκουσε, δεν πίστευε στ’ αφτιά του ότι θα υπήρχε μια τέτοια απαίτηση.
-Συμφωνημένες τιμές; ρώτησε για να δει μήπως δεν είχε καταλάβει καλά. Για τις
εκσκαφές;
Ο Πάνος το επιβεβαίωσε.
-Γιατί όχι; αφού μπορείτε να το κάνετε.
-Κύριε Καναβρά, συμφωνημένες τιμές δεν έχουμε κάνει, όσο εγώ είμαι προϊστάμενος
τουλάχιστον, σε κανέναν. Και θα κάνουμε τώρα για τις εκσκαφές; αν είναι δυνατόν. Όπως λέτε,
τυπικά έχουμε το δικαίωμα, ουσιαστικά όμως, εγώ σας λέω, πως δεν το έχουμε. Ουσιαστικά θα
‘πρεπε να μειώσουμε τις τιμές, να δώσετε μεγαλύτερη έκπτωση, όχι να τις αυξήσουμε.
-Τη βοήθειά σας ζητάμε κύριε προϊστάμενε, επέμεινε ο Πάνος. Βοηθήστε μας, και θα
σας βοηθήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας, δεν είμαστε αχάριστοι.
Τα φρύδια του προϊσταμένου έσμιξαν απειλητικά.
-Εμείς δε χρειαζόμαστε βοήθεια, γρύλισε, ούτε από σας ούτε από κανέναν. Η δουλειά
μας εδώ είναι να προστατεύουμε τα συμφέροντα του δημοσίου. Αυτό κάνουμε και θα συνε-
χίσουμε να το κάνουμε, να ‘στε βέβαιος.
-Δεν έχω καμιά αμφιβολία, κι εγώ όμως πρέπει να προστατέψω τα συμφέροντα της
εταιρείας μου. Μπορώ λοιπόν ν’ αρνηθώ να εκτελέσω τις παραπάνω εργασίες. Κι αν είναι να
μπω μέσα, λυπάμαι, αλλά είμαι αναγκασμένος να το σκεφτώ ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
-Ας μην τις εκτελέσετε, μπορώ να βάλω άλλον να το κάνει, έχω αυτό το δικαίωμα.
Ο Πάνος αιφνιδιάστηκε μ’ αυτό το τελευταίο, δεν τον είχε ενημερώσει σχετικά ο
Μάριος για μια τέτοια δυνατότητα της υπηρεσίας. Δεν άφησε να φανεί τίποτα όμως, κράτησε
την ψυχραιμία του.
-Πιστεύετε πως μπορείτε να βρείτε κάποιον να δεχτεί να μπλεχτεί στα πόδια μας;

153
Κάτι πήγε να πει ο μαυροφρυδάς, δεν τον άφησε όμως. Συνέχισε σε μαλακό τόνο.
-Κύριε προϊστάμενε, δεν ήρθα εδώ για να αντιδικούμε. Θα σας αφήσω να σκεφτείτε λίγο
το αίτημά μου και πιστεύω πως στο τέλος θα δείτε πως είναι δίκαιο. Στο κάτω-κάτω η δαπάνη
του έργου δε θα περάσει το νούμερο που απ’ την αρχή είχατε προϋπολογίσει, η έκπτωση που
έχουμε δώσει υπερκαλύπτει την αύξηση που ζητάμε. Φεύγω λοιπόν και θα περιμένω νέα σας.
-Όσο και να το σκεφτώ, όπως λέτε, η απάντησή μου θα είναι ίδια, αυτή που σας έχω ήδη
πει. Συμφωνημένη τιμή για τις εκσκαφές δε γίνεται. Μην περιμένετε λοιπόν.
Ο Πάνος τον χαιρέτησε, λέγοντάς του πως επιμένει ότι πρέπει να το ξανασκεφτεί. Βγήκε
απ’ το γραφείο του και κοντοστάθηκε να πάρει μιαν ανάσα. Μωρέ τι στρίντζος είναι τούτος
εδώ, σκέφτηκε και τράβηξε για το γραφείο του επιβλέποντα. Μ’ αυτόν, που έτυχε να ‘ναι και
συνονόματός του, είχε αποχτήσει μεγαλύτερη οικειότητα. Του εξιστόρησε τα καθέκαστα. Του
είπε για την κάθετη άρνηση του προϊσταμένου, αν και του είχε κάνει σαφές πως δεν είναι αχάρι-
στος, αν τον βοηθήσουν, θα τους βοηθήσει κι αυτός με τη σειρά του. Στο σημείο αυτό είδε μια
μικρή λάμψη στο μάτι του επιβλέποντα.
-Εσύ Παναγιώτη έχεις αντίρρηση να γίνουν συμφωνημένες τιμές στις εκσκαφές;
ρώτησε.
Προσωπικά ο Παναγιώτης δεν είχε καμιάν αντίρρηση, αλλά ξεκαθάρισε πως δεν ήταν
στο χέρι του, αυτά είναι δουλειά του προϊσταμένου.
-Ε, κοίτα τότε μήπως μπορέσεις να κάνεις τίποτα κι εσύ για να του αλλάξεις γνώμη, είπε
ο Πάνος καθώς τον χαιρετούσε. Κι εγώ εδώ είμαι, απόσωσε, κλείνοντας με νόημα το μάτι.

154
- 20 -

Νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής ήταν, που η Ελένη τηλεφώνησε στο Γιώργη και
του είπε να βρεθούνε, για να του πει τα καθέκαστα, καθώς εκείνη τη μέρα είχε γίνει η συνά-
ντηση της αντιπροσωπείας των καθηγητών με τη διεύθυνση της Δευτεροβάθμιας. Κανόνισαν να
βρεθούν σ’ ένα καφέ στο κέντρο. Πριν πάει, ο Γιώργης ήταν όλο νευρικότητα. Ορίστε, αρχίσα-
με τώρα τα πάρε-δώσε. Τι στο καλό θέλει κι αυτή να συναντηθούμε, δεν μπορούσε να μου τα
πει απ’ το τηλέφωνο; σκεφτόταν. Απ’ την άλλη όμως, ένιωθε να έχει και μια προσμονή για το
συναπάντημα. Ήταν η αδημονία του να μάθει τι θα γίνει με τον Κώστα; ε ναι, τι άλλο, προσπά-
θησε να πείσει τον εαυτό του, κατάλαβε όμως πως απλά τον κοροϊδεύει. Δεν ήταν αυτή η
καούρα του. Αλλά ποια ήταν τότε; να ξαναδεί την Ελένη; κάθε μέρα δεν την έβλεπε πια; ναι,
αλλά στη δουλειά, ενώ τώρα θα βρίσκονταν έξω. Οι δυό τους. Κάτι σαν ραντεβού δηλαδή; Δεν
είμαστε με τα καλά μας, μουρμούρισε καθώς έβαζε τα παπούτσια του. Ούτε σχολιαρούδι να
‘μουνα.
Η Ελένη ήταν όλο ένταση. Είχαν σπάσει τα μούτρα τους το πρωί. Ο διευθυντής της
Δευτεροβάθμιας τους αντιμετώπισε με το χειρότερο τρόπο. Σκαιότατα. Λες και δεν ήταν συνά-
δελφοι, αφού κι αυτός καθηγητής ήταν, αλλά σκουπίδια. Πότε τους κορόιδευε και πότε τους
απειλούσε. Στο τέλος τους το ξέκοψε ορθά-κοφτά ότι αυτή ήταν η απόφαση και δεν πρόκειται
ν’ αλλάξει. Κι άμα τους αρέσει, άμα δεν τους αρέσει να βρουν αυτοί ποιος θα πάει στη θέση του
Κώστα. Και πως δε δέχεται να του υποδεικνύει ο ένας κι ο άλλος πώς θα κάνει τη δουλειά του.
Ακούς εκεί; εμείς δεν είμαστε καθηγητές, δεν είμαστε συνάδελφοί του, είμαστε ο ένας κι ο
άλλος. Έτσι μας βλέπει. Ο άχρηστος, ο έτσι, ο αλλιώς, ο πείσιος, ο δείξιος. Σταματημό δεν είχε
η Ελένη. Ήταν βλέπεις και η πρώτη της φορά που ανακατευόταν με τέτοια θέματα, κι όσο να
‘ναι, την οδηγούσε όλο αυτό σε έντονες αντιδράσεις. Την έβλεπες καθαρά την έξαψη στο πρό-
σωπό της, ήταν αληθινή, κι όχι επειδή ήθελε να δείχνει το ενδιαφέρον της για χάρη του Γιώργη.
Μωρέ για δες, σκέφτηκε αυτός μέσα του, θα μας γίνει και συνδικαλίστρια τώρα. Μπα σε καλό
μου. Εγώ το ξεκίνησα όλο αυτό; Εκτός κι αν το βλέπει σαν μια μορφή «προσφοράς» προς την
κοινωνία. Βρήκε έναν τρόπο να δείξει τον αλτρουισμό της προς τον αναξιοπαθούντα συν-
άνθρωπο. Ίσως. Τίποτα δεν αποκλείεται.
-Και τώρα;
Η ερώτησή της τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του.
-Τώρα τι;
-Τι θα κάνουμε από ‘δω και πέρα;
-Τι άλλο να κάνουμε ρε κορίτσι μου, μπορούμε να κάνουμε κάτι;
Κάπως της ήρθε που της είπε «ρε κορίτσι μου», παρά λίγο να ξεχάσει και τον Κώστα
και το διευθυντή και την επιτροπή των συναδέλφων. Η έξαψη όμως ήταν ακόμα έντονη και την
επανέφερε.
-Τι, αυτό ήταν όλο; έτσι θα τ’ αφήσουμε;

155
-Για πες μου κυρία επαναστάτρια, μιας και είσαι και στην επιτροπή, εσύ τι λες να
κάνουμε;
Κάπως ειρωνικό ακούστηκε αυτό το τελευταίο και δεν ήταν στις προθέσεις του. Ευτυ-
χώς που την Ελένη δε φάνηκε να την πείραξε. Δεν έδειξε κάτι τέτοιο, τουλάχιστον.
-Η επιτροπή έχουμε κανονίσει να πάμε και στην ΕΛΜΕ, να τους τα ψάλουμε για τα
καλά, που παριστάνουν πως δεν είδαν και δεν άκουσαν τίποτα. Αλλά δε φτάνει. Αυτοί θα το
κλωθογυρίζουν από ‘δω κι από ‘κει. Εμείς πρέπει να δείξουμε μεγαλύτερη δυναμική. Τώρα. Στη
βράση κολλάει το σίδερο.
-Και πώς μπορούμε να το κολλήσουμε το σίδερο;
-Ξέρω ‘γω; να κάνουμε αποχή απ’ τα μαθήματα, να τους πούμε πως δεν ξαναμπαίνουμε
στην τάξη αν δεν εφαρμοστούν οι σωστές διαδικασίες. Κατάλαβες ο κύριος πονηρός; να βρείτε
εσείς, λέει, ποιον να στείλω. Δική του δουλειά δεν είναι αυτό; προβλέπεται απ’ τη νομοθεσία
πώς πρέπει να γίνονται οι τοποθετήσεις και οι μεταθέσεις. Να πάει να τα εφαρμόσει, όχι να
κοιτάει να μας πετάξει το μπαλάκι, για να μας βάλει να τσακωθούμε μεταξύ μας. Άκου δε θα
του υποδείξουμε πώς να κάνει τη δουλειά του. Άμα δεν την κάνεις σωστά, βεβαίως και θα σου
υποδείξουμε.
-Χαλάρωσε Ελένη, πολύ φόρα πήρες. Όσο για την αποχή απ’ τα μαθήματα, μην κάνεις
τέτοια όνειρα. Πρώτα-πρώτα είναι παράνομο, δε γίνεται όποιος θέλει να σταματάει τη δουλειά
όποτε του καπνίσει, αυτά προβλέπονται στο συνδικαλιστικό νόμο πώς θα γίνονται. Αλλά ακόμα
κι αν προκηρύξει την απεργία η ΕΛΜΕ, και γίνει νόμιμα, νομίζεις πως θα ‘χει επιτυχία; κάνε
πως το προτείνεις αύριο στο σύλλογο, να δεις, θα συμφωνήσει κανένας;
-Γιατί όχι; οι περισσότεροι δεν είπαν την άλλη φορά ότι πρέπει ν’ αγωνιστούμε;
-Είπαν να στείλουμε επιτροπή, αυτός θα ήταν ο αγώνας. Οι ίδιοι δεν είχαν να χάσουν
κάτι. Όταν έρθει η ώρα όμως να πρέπει να υποστούν κάποια συνέπεια, να χάσουν μέρος του
μισθού, η διάθεση για «αγώνα» πέφτει πολύ. Εδώ ρε Ελένη δεν απεργούν για να ικανοποιηθούν
αιτήματα του κλάδου, όταν δηλαδή έχουν να περιμένουν κι οι ίδιοι κάποιο όφελος. Σου λένε,
εμείς δεν μπορούμε να χάσουμε το μεροκάματο, έχουμε υποχρεώσεις εμείς. Κι από μέσα τους
σκέφτονται, κορόιδα είμαστε, ας τρέχουν οι άλλοι, οι κουζουλοί, κι άμα καταφέρουν κάτι, θα το
ωφεληθούμε κι εμείς. Και μου λες τώρα πως θ’ απεργήσουν για χάρη άλλου; ούτε που να το
σκέφτεσαι πως υπάρχει τέτοια περίπτωση.
-Τι θες να πεις δηλαδή, πως δεν υπάρχει και η συναδελφική, να μη σου η ανθρώπινη
γενικά, αλλά ούτε η συναδελφική αλληλεγγύη;
-Υπάρχει, αλλά άμα είναι «ανέξοδη». Μπορεί κάπου, καμιά φορά, να μην είναι και
ανέξοδη, αλλά σπάνια θα το δεις. Θα είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
-Πολύ κυνικός είσαι ρε Γιώργη, πότε έγινες έτσι.
-Γιατί είμαι κυνικός; επειδή βλέπω την πραγματικότητα;
-Δε νομίζω πως τη βλέπεις σωστά. Εγώ, το ξέρεις, πιστεύω στην καλή φύση του
ανθρώπου, είμαι σίγουρη πως την έχει μέσα του την αγάπη και τη συμπόνια για το διπλανό του.
Από γεννησιμιού του. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος ζει σε κοινωνίες, θέλει το συνάνθρωπο κοντά
του, θέλει την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση του ενός στον άλλο. Αλλιώς θα ζούσε ο καθ’
ένας στη σπηλιά του, και δε θ’ άφηνε τους άλλους μήτε να πλησιάσουν. Θα μου πεις δεν
υπάρχουν ένα σωρό κακοί; υπάρχουν αλλά οι κοινωνικές συνθήκες είναι που τους αναγκάζουν.
Εντάξει, φταίει σίγουρα κι ο χαρακτήρας τους, γιατί όλος ο κόσμος αντιμετωπίζει δύσκολες

156
συνθήκες αλλά δε γίνονται όλοι κακοί. Αλλά κι αυτοί οι κάποιοι, με το διαφορετικό χαρακτήρα,
αν δε στριμωχτούν απ’ τα βάρη της ζωής, γιατί να θέλουν το κακό;
-Έτσι λες; αν είναι έτσι, για πες μου, όλοι αυτοί γύρω μας, που τους βλέπεις να μη λογα-
ριάζουν κανέναν και τίποτα, να συμπεριφέρονται σαν εγωιστικά τετράποδα, αδιαφορώντας για
τον κόσμο που υπάρχει γύρω τους, αυτοί που μόλις βρουν την ευκαιρία θα κοιτάξουν πώς να
την εκμεταλλευτούν για να κερδίσουν κάτι σε βάρος σου, να σε ρίξουν στη δουλειά, να σου
φάνε τη σειρά, να σου κλέψουν το δίκιο, να σου πάρουν το πορτοφόλι, όλοι αυτοί, γιατί το
κάνουν; επειδή έχουν στριμωχτεί μήπως απ’ την άδικη κοινωνία; όχι βέβαια. Και τι είδους
«κοινωνικά όντα» είναι αυτοί; Ή νομίζεις πως είναι λίγοι που είναι τέτοιοι; αμ δεν είναι λίγοι
Ελενίτσα, είναι πολλοί, είναι οι περισσότεροι, φτάνει να βρουν την ευκαιρία. Κι εσύ μου λες για
αλληλεγγύη. Στο είπα και πριν, αλληλεγγύη υπάρχει άμα είναι ανέξοδη. Μπροστά στο ατομικό
συμφέρον όμως, πάει περίπατο η αλληλεγγύη. Πού τη βλέπεις εσύ την «εκ φύσεως καλοσύνη»
του ανθρώπου; όλο εκείνο το πλήθος που μαζεύονταν κάτω απ’ τις αγχόνες και τις λαιμητόμους
για να χαζέψει με αγαλλίαση το θάνατο ενός ανθρώπου, το πλήθος που πλημμύρισε το γολγοθά
και καθόταν με τις ώρες εκεί παρακολουθώντας το ψυχορράγημα των σταυρωμένων, όλοι αυτοί
τι σόι καλοσύνη είχαν; λυπάμαι αν μ’ αυτά που λέω σου χαλάω το όνειρο, αλλά εγώ, μάλλον
«εκ φύσεως κακία» βλέπω. Κι όσο για το ότι φτιάχνουμε κοινωνίες, και γιατί τις φτιάχνουμε,
και πώς είναι οργανωμένες αυτές οι κοινωνίες, άσ’ το καλύτερα, ας μην ανοίξουμε τώρα τέτοια
συζήτηση, θα πάει πολύ μακριά.
Κάπως έτσι σταμάτησαν εκείνη την ώρα οι φιλοσοφίες περί «καλοσύνης» και «κακίας»,
περί κοινωνιών και περί ανθρώπων γενικά, είπαν όμως πως κάποτε πρέπει να την κάνουν κι
αυτή τη συζήτηση. Άλλωστε και να πήγαινε μακριά, τι πείραζε; μήπως τους κυνήγαγε κανείς;
είχαν χρόνο να κουβεντιάσουν όσο ήθελαν, ακόμα και σε συνέχειες άμα χρειαζόταν. Γιατί, μιας
και βρέθηκαν εκείνη τη μέρα, αποφάσισαν να ξαναβρεθούν. Η Ελένη δηλαδή το πρότεινε,
εντάξει είπε, επειδή χωρίσαμε σημαίνει πως πρέπει να κόψουμε και την καλημέρα; μπορούμε
να είμαστε απλοί φίλοι, να πίνουμε παρέα έναν καφέ, να λέμε δυό κουβέντες. Ο Γιώργης συμ-
φώνησε αμέσως, ίσως και με κάποια ανακούφιση. Τακτοποιούνταν κατά κάποιον τρόπο μια
κατάσταση που την ένιωθε μέσα του σαν άβολη και σίγουρα αισθανόταν να τον πιέζει, επειδή
δεν ήξερε πώς θα ήταν από ‘δω και πέρα η σχέση του με την πρώην του, μιας και εκ των
πραγμάτων θα βρίσκονταν καθημερινά. Αυτή η εξήγηση όμως της Ελένης τον έκανε ν’ ανα-
σάνει κάπως. Βέβαια, εκείνο το «απλοί φίλοι» δεν του πολυάρεσε, δεν καταλάβαινε τι, αλλά
κάτι τον ενοχλούσε. Είπε όμως να μην κάτσει να το ψειρίσει εκείνη τη στιγμή. Θα το σκεφτόταν
αργότερα. Αλλά αργότερα το ξέχασε τελείως. Δεν ξέχασε όμως την πρόταση της Ελένης και την
Κυριακή το πρωί της τηλεφώνησε να πάνε για καφέ. Έτσι ξανάρχισαν να συναντιούνται, κι
ήταν λες και ξεκίναγαν απ’ την αρχή. Όπως τον πρώτο καιρό, που τη συνόδευε σε θέατρα και
κινηματογράφους. Αλλά πιο γρήγορα απ’ τον τότε καιρό έτρεχαν τώρα οι καταστάσεις. Μέσα
σ’ ένα δυό μήνες, οι συναντήσεις τους είχαν πυκνώσει πολύ. Έγιναν σχεδόν καθημερινές. Και
για καφέ έβγαιναν, και για φαγητό τα βράδια, κι ότι άλλο λάχαινε.
Το ‘βλεπε ο Γιώργης πως το πράγμα πήγαινε για αναθέρμανση της ιστορίας τους, αλλά
δεν τον ένοιαζε. Ίσως και να του καλάρεσε η σκέψη. Γιατί όχι; μήπως τώρα μόνος του ήταν
καλύτερα; κι αν μερικοί λένε πως άμα ραγίσει το γυαλί, δεν ξανακολλάει, άσ’ τους να λένε.
Άμα θέλουν κι οι δυό, μια χαρά κολλάει. Όμως ήταν αποφασισμένος να μην κάνει αυτός το
πρώτο βήμα. Ας το ‘κανε η Ελένη αν ήθελε. Γιατί, αν το ‘κανε αυτός, θα ‘ταν σαν να παραδε-
χόταν πως έκανε βλακεία τότε, που της είπε να χωρίσουν. Απ’ την άλλη βέβαια, και τι έγινε;

157
κακό είναι να κάνεις ένα λάθος και μετά να το παραδεχτείς; όχι, αλλά όπως και να το κάνουμε,
αυτός, αυτή τη στιγμή, δεν ήθελε. Να κάνει η Ελένη το πρώτο βήμα. Αν πραγματικά το θέλει,
που ήταν σίγουρος ότι το θέλει, ας ρίξει τα μούτρα της να του το ζητήσει. Μήπως όμως αυτό
είναι που ψάχνει κατά βάθος; δηλαδή, το θέλει κι αυτός να προχωρήσει το πράγμα, αλλά να
ταπεινωθεί και η Ελένη; να ‘χει μετά να της λέει πως αυτή φαγώθηκε να τα ξαναβρούνε; Όχι,
δεν είναι τέτοιος άνθρωπος αυτός. Αλίμονο. Ή μήπως είναι, κι ας μη θέλει να το παραδεχτεί;
Ένα Σάββατο βράδυ, στις αρχές του Δεκέμβρη, είχαν βγει για φαγητό. Υπήρχε μια
μικρή ταβερνίτσα, κάπως απόμερη, που την προτιμούσαν. Είχε και το πλεονέκτημα ότι έφτιαχνε
διαφόρων και πολλών ειδών εδέσματα, και μπορούσε έτσι να βολευτεί και η Ελένη, που επέ-
μενε στη χορτοφαγία. Επί πλέον, Παρασκευή και Σάββατο είχε και ζωντανή μουσική, μια μικρή
ορχήστρα νέων, ένα μπουζούκι, μια κιθάρα, και μια κοπελίτσα που τραγούδαγε χτυπώντας το
ντέφι της. Όχι τίποτα σπουδαία πράγματα, αλλά αρκετά συμπαθητικά, και η φωνή της νεαρής,
καθώς σήκωνε το κεφάλι της και τέντωνε το λαιμό, έπιανε τους τόνους που χρειαζόταν για να
σε ταξιδέψουν. Η νύχτα είχε προχωρήσει, ούτε που κατάλαβαν πώς πέρασε η ώρα, έτσι που
κύλαγε ευχάριστα. Είχαν πιει και λίγο παραπάνω, ήρθαν σε κέφι. Και δεν πρόσεξε ο Γιώργης
πως η Ελένη έπινε, αυτή που δεν έβαζε σταγόνα οινόπνευμα στο στόμα της. Αν το πρόσεχε θα
‘πρεπε να ρωτήσει, και τότε μάλλον δεν θα του άρεσε η απάντηση που θα ‘παιρνε. Ούτε καν το
θυμόταν όμως, γι’ αυτό και δεν απόρησε, για το μόνο που απορούσε μέσα του ήταν πού διάολο
εύρισκαν τόσα αστεία που έλεγαν, κι έσκαγαν στα γέλια. Το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Και δώσ’
του να γελάνε σα μαθητούδια. Μπα, δε θα μας βγει σε καλό τέτοιο ντελίριο, σκέφτηκε. Και πριν
προλάβει να το σκεφτεί, είδε την Ελένη να σταματάει απότομα το γέλιο, να παίρνει το σοβαρό
της ύφος, και να τον ρωτάει.
-Μπορείς να μου πεις ρε Γιώργη, γιατί χωρίσαμε εμείς οι δυό; μια χαρά δεν ήμασταν;
ακόμα και τώρα, μια χαρά δεν ήμαστε;
Να τα μας ! αυτό που φοβόταν, αλλά και το ευχόταν ταυτόχρονα, έγινε. Τι να πει τώρα;
έσκυψε και κοίταγε αμήχανα το πιάτο του, λες και θα ‘βρισκε εκεί μέσα την απάντηση. Το
πιάτο όμως ήταν άδειο, και από φαγητό και από απαντήσεις. Έμεινε σιωπηλός για κάμποσο. Η
Ελένη άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. Σήκωσε τότε το κεφάλι και την κοίταξε στα
μάτια. Είδε την προσμονή μέσα τους κι ένιωσε μιαν απέραντη τρυφερότητα. Της έσφιξε το χέρι.
-Έχεις δίκιο, είπε, έκανα μεγάλο λάθος.
Ζήτησε αμέσως το λογαριασμό, και ύστερα από λίγη ώρα ήταν οι δυό τους, σφιχταγκα-
λιασμένοι, στο κρεβάτι της Ελένης. Ο καιρός ήταν κρύος, τα πορτοπαράθυρα σφαλισμένα γερά
και η ώρα περασμένη, οι γείτονες κοιμούνταν βαθειά. Έτσι κανείς δεν άκουσε τους αναστε-
ναγμούς της.

Η Ελένη είχε πλέον από καιρό παρατήσει τα «συνδικαλιστικά». Από τότε που άρχισαν
να ξαναβγαίνουν με το Γιώργη, ήταν λες και είχε ξεχάσει τις ιδέες της για έντονες αντιδράσεις,
για αποχές και τα τοιαύτα. Βρέθηκαν μόνο μια φορά με την επιτροπή, όπως είχαν συμφωνήσει,
στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΜΕ, κι εκεί τελείωσε η ανάμιξή της. Αυτοί
ήταν οι εργατοπατέρες, δική τους δουλειά από ‘δω κι εμπρός να συντρέξουν τον αδικούμενο
συνάδελφο. Άλλωστε στο συμβούλιο τους ενημέρωσαν πως ο Κώστας τους είχε υποβάλει ένα
υπόμνημα και ασχολούνται ήδη με το πρόβλημα, έχει αναλάβει ένα μέλος του συμβουλίου να
συγκεντρώσει τα απαραίτητα στοιχεία, πώς έγινε η μετακίνηση, γιατί έγινε, όλα αυτά τέλος
πάντων, ώστε να έχουν την πλήρη και σωστή εικόνα πριν αποφασίσουν το οτιδήποτε. Κάθε

158
ενέργεια ενός συνδικαλιστικού οργάνου, τους τόνισε ο πρόεδρος, πρέπει να είναι γερά τεκμη-
ριωμένη, να μην μπορεί να την αντικρούσει ο «αντίπαλος», αλλιώς απαξιώνεται το όργανο,
καταρρακώνεται το κύρος του, κι αυτοί δεν μπορούν να επιτρέψουν κάτι τέτοιο, έχουν ευθύνη
απέναντι στον κλάδο και τους συναδέλφους που τους εξέλεξαν. Δεν είναι παίξε-γέλασε ο συνδι-
καλισμός, είπε και ο γραμματέας, που φάνηκε, απ’ τη φόρα που πήρε, πως κάτι ακόμα ήθελε να
πει, αλλά τελικά σταμάτησε, και συμπλήρωσε μόνο πώς οπωσδήποτε σε κάποια επόμενη συν-
εδρίαση θ’ ασχοληθούν μ’ αυτό, να είναι ήσυχοι. Εκεί έληξε η παράσταση της επιτροπής, μόνο
πριν φύγουν, ένας απ’ τους εκπροσώπους της μειοψηφίας του διοικητικού συμβουλίου πήρε το
λόγο και είπε πως στις συνθήκες της εργατικής βαρβαρότητας που υπάρχει στο καπιταλιστικό
σύστημα τέτοια φαινόμενα καθόλου δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν, είναι απόρροια της όλο και
λιγότερης διάθεσης κονδυλίων για τη δημόσια παιδεία, στη λογική της εμπορευματοποίησής
της που προωθεί η κυβερνητική πολιτική. Και πως το κυρίαρχο ζήτημα εδώ είναι να διεκδική-
σουμε πλήρη δημόσια δωρεάν παιδεία, με επαρκή αριθμό καθηγητών, και όχι μπαλώματα, με
αναπληρωτές και ωρομίσθιους και με μετακινήσεις των συναδέλφων πότε εδώ και πότε εκεί.
Αυτά έγιναν τότε, αλλά στις αρχές Δεκέμβρη, που ο Γιώργης με την Ελένη τα ξανά-
φτιαξαν, ο Κώστας ήταν ακόμα στο περίμενε. Συνέχιζε να κάνει καθημερινά το δρομολόγιο της
μιας ώρας να πάει, κι άλλο τόσο να γυρίσει, και δεν είχε κέφι ούτε για πολλές παρέες, ούτε για
συζητήσεις. Αραίωσαν κι οι επαφές του με το Γιώργη, σχεδόν σταμάτησαν, μόνο πού και πού
κάποιο Σαββατοκύριακο αν θα ‘πιναν έναν καφέ μαζί. Ήταν που ήταν κουρασμένος, αλλά και ο
Γιώργης τον απόφευγε, δεν μπορούσε να τον βλέπει έτσι, να αισθάνεται παγιδευμένος στη
μέγγενη του συστήματος. Τον ντρεπόταν και λίγο, σκεφτόταν πως δεν τον βοήθησε όσο θα
‘πρεπε, αλλά και τι άλλο να ‘κανε; και τώρα είχε και την Ελένη, δεν ήταν μόνος του, έπρεπε ν’
ασχολείται μαζί της σε καθημερινή βάση, όσο να ‘ναι ήταν κι αυτό ένα είδος υποχρέωσης.
Ευχάριστης, δεν έλεγε, αλλά υποχρέωσης. Ή μήπως «υποχρεωτικά» ευχάριστης, γιατί έτσι
πρέπει να ‘ναι;
Κάτι τέτοια τον βασάνιζαν, μέχρι που ήρθαν οι διακοπές των Χριστουγέννων και την
κοπάνησε για το χωριό, μπας κι ανασάνει λιγάκι. Είχε απαλλαγεί προσωρινά κι απ’ την «υπο-
χρέωση», η Ελένη του είχε πει πως καλό θα ‘ταν να πήγαινε κι αυτή λίγες μέρες στους δικούς
της. Της έδωσε δίκιο, είχε καιρό να τους επισκεφτεί, απ’ τις καλοκαιρινές διακοπές, και δεν
ήταν σωστό, γονείς είναι, και μάλιστα ηλικιωμένοι, όσο και να πεις η παρουσία της κόρης τους
στο σπίτι τις γιορτές θα ήταν ένα βάλσαμο γι’ αυτούς, μια ζεστασιά στις κρύες τους μέρες.
Αυτός πάντως δεν ανάσανε στο δικό του σπίτι, όπως το έλπιζε. Θέλεις γιατί ο καιρός
ήταν πολύ κρύος; θέλεις γιατί δεν είχε και πολύ κόσμο το χωριό; πέρα απ’ τους λιγοστούς μόνι-
μους, ελάχιστοι ήταν οι ξενιτεμένοι που ανέβηκαν για τις γιορτές. Μπορεί να ‘φταιγε που είδε
και τη Ρούσα πολύ αδύναμη. Πετσί και κόκκαλο είχε μείνει, ίσια που στεκόταν στα πόδια της.
Σφιγγόταν η καρδιά του να τη βλέπει έτσι, καταλάβαινε πως, όπου να ‘ναι, ερχόταν η ώρα της.
Μια μέρα είπε να πάρει τα βουνά, όπως το ‘χε συνήθειο όταν ζοριζόταν, ν’ ανέβει εκεί πάνω,
εκεί που ήταν η ανάσα του, εκεί που πάντα αναπαυόταν η ψυχή του κι έπαιρνε δύναμη σαν
άλλος Ανταίος. Περπάτησε στο παλιό μονοπάτι που ανέβαινε φιδογυριστά προς την Ψηλή
Κορφή. Μεριές-μεριές με κόπο το διέσχιζε, είχε σχεδόν κλείσει απ’ την πρασινάδα. Στη διαδρο-
μή που, αιώνες πριν, τη χάραξαν οι ανθρώπινες πατημασιές, και την κράταγε ανοιχτή το αδιά-
κοπο πήγαιν’ έλα, τώρα τα βάτα άπλωναν τις λαίμαργες καταβολάδες τους κι έκαναν κατά-
ληψη. Η φύση έκλεινε γοργά τα κενά που άφησαν οι άνθρωποι. Πολύ σύντομα θα γίνουν
αδιάβατα τα μονοπάτια, σκέφτηκε. Ανέβηκε ψηλά. Στα εγκαταλειμμένα ορεινά χωράφια ίδια

159
εικόνα. Ένα σωρό μικρά ελατάκια είχαν φυτρώσει και θέριευαν το ένα δίπλα στο άλλο. Ύστερα
από ώρα έφτασε στην κορφή, κι αγνάντεψε γύρω του. Καμιά γαλήνη δεν ένιωσε. Διάολε,
σκεφτόταν καθώς γύριζε πίσω, πάει και το τελευταίο μου καταφύγιο.

160
- 21 -

Με το που μπήκε η νέα χρονιά, ο Πάνος είχε πια καταφέρει να ταχτοποιήσει τα χαρτιά
της εργολαβίας όπως τα ήθελε. Αλήθεια, μεγάλο πράγμα να κουμαντάρεις τα χαρτιά. Ίσως
μεγαλύτερο κι απ’ την ίδια τη δουλειά. Ευτυχώς τα βόλεψε. Ζορίστηκε λίγο, αλλά τι μ’ αυτό;
γεννημένος για τα ζόρια δεν ήταν; άλλωστε, τέλος καλό, όλα καλά. Χρειάστηκε βέβαια πάλι η
παρέμβαση του υπουργού, αλλά και τι να ‘κανε; εκείνος ο μαυροφρυδάς ο προϊστάμενος, τα
είχε στυλώσει. Έκανε λες κι ήταν προσωπικό του θέμα, λες και θα ‘φτιαχνε το ίδιο του το σπίτι.
Συνέχιζε να αρνείται τις συμφωνημένες τιμές, και δε γύριζαν τα μυαλά του με τίποτα. Έφτασε
στο σημείο ο Πάνος να σταματήσει να δουλεύει, μπας και τον στριμώξει. Το έργο είχε κολλή-
σει, δυό μήνες δεν κουνιόταν φύλλο. Και πάλι όμως δεν έκανε πίσω ο προϊστάμενος, κι ας είχαν
αρχίσει οι παρατηρήσεις απ’ το υπουργείο, που ρώταγαν να μάθουν τι φταίει και δεν προχω-
ράνε. Και ντόπιοι παράγοντες τηλεφωνούσαν να μάθουν τι γίνεται, ένας κυβερνητικός βουλευ-
τής του ‘χε γίνει τσιμπούρι, τον ενδιέφερε πολύ η πρόοδος του έργου, έλεγε, είδαμε και πάθαμε
να καταφέρουμε να δημοπρατηθεί και τώρα που λέγαμε ότι μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, δε
βλέπουμε φως. Αυτός εκεί, ανένδοτος, κι εμένα μ’ ενδιαφέρει το έργο ήταν η απάντησή του,
αλλά μ’ ενδιαφέρει και το συμφέρον του Δημοσίου, είναι κι αυτό μέσα στα καθήκοντά μου.
Προσπάθησε και με πλάγιο τρόπο ο Πάνος, όσες φορές όμως πήγε να του τάξει κάτι, να
κάνει έστω και τον παραμικρό υπαινιγμό, τότε ήταν που έσμιγε τα φρύδια ο προϊστάμενος και
μαύριζε ολόκληρος. Για ποιον με πέρασες, έλεγε. Δεν έλεγε, γρύλλιζε κυριολεκτικά. Την τελευ-
ταία φορά που προσπάθησε να τον πείσει και δεν το κατάφερε, αγανάχτησε τόσο που στο τέλος
δεν συγκρατήθηκε, έβαλε τις φωνές.
-Κάθεσαι εδώ πέρα στην καρέκλα σου και δε μας λογαριάζεις εμάς πώς τα βγάζουμε
πέρα, του είπε. Που έχουμε ένα σωρό έξοδα και ΙΚΑ, κι εφορίες και δε συμμαζεύεται, και
τσακιζόμαστε απ’ το πρωί ως το βράδυ να τα φέρουμε βόλτα, να μη μας πάρουν φαλάγγι. Τι σε
νοιάζει όμως εσένα, το μεσημέρι θα πας στο σπιτάκι σου ν’ αράξεις, κι ο μισθός σου τρέχει,
μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει. Το μισθό αυτό όμως εγώ σου τον πληρώνω.
Ο προϊστάμενος σηκώθηκε όρθιος, τα φρύδια του έσμιξαν απειλητικά, το πρόσωπό του
μαύρισε και του ‘δειξε χωρίς άλλη κουβέντα την πόρτα.
Δεν κατάφερε λοιπόν να συνεννοηθεί μαζί του. Ε, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν, πήρε
πόδι και ησύχασε. Δεν υπήρχε άλλη λύση, ο Πάνος δεν μπορούσε ν’ αφήσει τέτοια ευκαιρία να
πάει χαμένη. Μήπως θα την εύρισκε κάθε μέρα; Έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει πάλι στον
υπουργό, κι αυτός για μια φορά ακόμα δεν του χάλασε το χατήρι, τα κανόνισε τάκα-τάκα με την
ηγεσία του Δημοσίων Έργων. Εύκολο ήταν, τον μετέθεσαν τον ξεροκέφαλο, κι έβαλαν άλλον
στη θέση του. Του το ξεκαθάρισε όμως ο υπουργός, αυτά τα πράγματα δε γίνονται τζάμπα. Το
κόμμα έχει ανάγκη από οικονομική ενίσχυση, για να μπορεί να δίνει τους αγώνες του και να
τους κερδίζει. Τι νομίζει, πώς φτάνουν οι συνδρομές των μελών για να τα βγάλει πέρα; ο
αγώνας τώρα είναι αδυσώπητος, τον αντίπαλο τον στηρίζει όλο το παλιό κατεστημένο. Συνεπώς
πρέπει να συνεννοηθεί και γι’ αυτά, μ’ αυτούς που θα του κάνουν τη δουλειά. Ο Πάνος τον

161
καθησύχασε. Δε χρειαζόταν η προειδοποίηση σ’ αυτόν, τα καταλάβαινε κάτι τέτοια κι από
μόνος του. Πρωτάρης ήταν;
Ο καινούργιος προϊστάμενος, ήξερε γιατί έφυγε ο προηγούμενος. Αλλά και να μην
ήξερε, αυτός ήταν ευέλικτος από μόνος του, δεν ήταν κανένας βλάκας, να πηγαίνει με το
σταυρό στο χέρι, την ώρα που έβλεπε ότι γύρω του γινόταν πανηγύρι. Σκεφτόταν πρακτικά ο
άνθρωπος, σου λέει, αφού θα κάνουν που θα κάνουν τη δουλειά τους όπως τη θέλουν, γιατί να
μην είναι αυτός που θα τους την κάνει; Άλλωστε, κι αυτό ήταν γνωστό στους πάντες, μια
μηχανή για να δουλέψει θέλει γρασάρισμα. Αλλιώς φθείρονται τα γρανάζια της και πάει κατά
διαόλου. Αυτό το είχε εμπεδώσει πολύ καλά, κι αυτός δεν το ‘χε με τίποτα σκοπό να γίνει ένα
φθαρμένο γρανάζι. Κορόιδο ήταν; τα φθαρμένα γρανάζια τα πετάνε στα σκουπίδια και βάζουν
άλλα στη θέση τους. Στην καλύτερη περίπτωση να τ’ αφήσουν σε κάποιαν άκρη, να
σκουριάζουν.
Την ήξερε λοιπόν την κατάσταση ο νέος προϊστάμενος. Κι όλα έγιναν κατά πώς πρέπει.
Αυτός γνώριζε, και πώς γίνονται οι συμφωνημένες τιμές, και πόσο πρέπει να ‘ναι, ώστε, και ο
«πελάτης» να είναι ικανοποιημένος, αλλά και να μην είναι υπερβολικές και γίνει σούσουρο.
Παστρικά και νοικοκυρεμένα πράγματα. Κι όταν ο Πάνος έκανε στο τέλος το λογαριασμό, τι
έδωσε, τι πήρε, διαπίστωσε πως είχε δίκιο ο Μάριος, που απ’ την αρχή μίλαγε για ευκαιρία. Τα
πράγματα ήταν παραπάνω κι από καλά.
Όλη αυτή η κατάσταση, τον είχε φέρει στα νερά του. Ήταν όπως τον παλιό καλό καιρό,
τότε που, από μεροκαματιάρης στο βενζινάδικο, είχε πάρει φόρα κι έχτιζε λίγο-λίγο τις επιχει-
ρήσεις του. Έτσι και τώρα, ένιωθε πως μπορεί να καταφέρει τα πάντα και τίποτα δεν του
φαινόταν ικανό να τον σταματήσει. Το τρέξιμο που θα χρειαζόταν από ‘δω και πέρα, ούτε που
το ‘βαζε στο μυαλό του. Γιατί σίγουρα θα χρειαζόταν πολύ τρέξιμο. Καλά τα είχε βολέψει με τα
χαρτιά, αλλά τώρα έπρεπε να βγάλει πέρα αυτή τη μεγάλη δουλειά. Δεν ήταν παίξε-γέλασε, εδώ
παίζονταν δισεκατομμύρια, έπρεπε να ‘χει το νου του στο κάθε τι. Κι ο σκοπός δεν ήταν μόνο
να τα βγάλει πέρα, ο σκοπός ήταν να ‘κονομήσει αρκετά, έτσι όπως τα λογάριαζε στα χαρτιά,
ώστε να κάνει το αρχικό μεγάλο βήμα, να δρομολογήσει για τα καλά την πορεία προς τα ψηλά.
Τώρα ήταν η ώρα.
Αλλά δεν τον κούραζαν κάτι τέτοια τον Πάνο. Κάθε άλλο, τον έτρεφαν θα μπορούσε να
πει. Και μέσα του αισθανόταν μιαν ευφορία, που την έβγαζε και προς τα έξω. Όλο κέφι, ανακοί-
νωσε στην Κατίνα πως φέτος, του Αγίου Αντωνίου, έλεγε να πάνε επίσκεψη στον πατέρα της.
Οικογενειακώς. Έλα Παναγία μου, απόρησε αυτή και σταυροκοπήθηκε. Κάνας φούρνος θα
γκρεμίστηκε. Τα χρόνια που έμεναν κι αυτοί στο χαμόσπιτο, η επίσκεψη στον πατέρα της, στην
ονομαστική του γιορτή, που συνοδευόταν μάλιστα από τραπέζωμα του γέρου στα παιδιά του
και τα εγγόνια του, ήταν κάτι σαν ετήσιος θεσμός. Άλλωστε και να μην ήθελαν, δε γινόταν να
ξεφύγουν, ντροπή θα ήταν, οι γονείς της σ’ ένα διπλανό χαμόσπιτο έμεναν. Μια πόρτα, που λέει
ο λόγος. Καθώς έφυγαν όμως για το Χαλάνδρι, αυτά, λίγο-πολύ, κόπηκαν. Ζήτημα να ‘χαν πάει
μια-δυό φορές όλες κι όλες. Τις υπόλοιπες χρονιές απ’ το τηλέφωνο του έλεγαν τα χρόνια
πολλά. Η Κατίνα δηλαδή ήταν που τηλεφωνούσε, αλλά ποτέ δεν παρέλειπε να διαβιβάσει και
τις ευχές του Πάνου και των παιδιών. Γκρίνιαζε βέβαια ο κυρ-Αντώνης, και της έλεγε πως
μεγαλοπιάστηκαν τώρα και δεν τους καταδέχονται, αλλά τι να ‘κανε κι αυτή; ο Πάνος είχε
δηλώσει πως τα βαριόταν πια όλα αυτά, επισκέψεις, και τραπεζώματα με όλο το σόι, και διά-
φορες τέτοιες βλακείες. Γι αυτό και φέτος, δεν πίστευε στ’ αυτιά της, που της είπε πως θα πάνε,
και πήρε αμέσως τη μάνα της για να το ανακοινώσει. Έτσι, όταν εκείνη την Παρασκευή το

162
μεσημέρι η γυαλιστερή μερσεντές σταμάτησε μπροστά στο σπιτάκι στην Άνω Λιούμη, ήταν
άπαντες ειδοποιημένοι πως φέτος θα ‘ρθουν κι οι Καναβραίοι. Κι όταν κατέβηκαν με τα γλυκά
και τα λουλούδια στα χέρια, κι ένα κουτί με το πουκάμισο που έφερνε δώρο η Κατίνα στον
πατέρα της, το σόι στεκόταν σε πλήρη παράταξη μπροστά στην πόρτα, λες κι ήταν άγημα που
θα απέδιδε τις τιμές στους επισήμους. Ήταν βέβαια ένα είδος επισήμων. Οι πλούσιοι συγγενείς.
Καρφί στο μάτι της γειτονιάς.
Τους χαιρέτησαν όλους έναν-έναν, με σταυροφίλημα. Πριν μπούνε μέσα όμως, ο Πάνος
πήρε τη γυναίκα του απ’ το χέρι και πήγαν εκεί δίπλα, να δούνε το σπιτάκι που έζησαν. Άλλο
παράξενο και τούτο, σκέφτηκε μέσα της η Κατίνα, να δείχνει ο Πάνος νοσταλγία; και τα μάτια
της βούρκωσαν. Στο σπιτάκι έμενε τώρα ένας ξάδερφός της, όχι τζάμπα όμως όπως αυτοί, οι
καιροί είχαν αλλάξει τώρα, τα υπόλοιπα αδερφοξάδερφα είχαν ζητήσει να τους πληρώνει ένα,
μικρό έστω, ενοίκιο. Μόνο η Κατίνα τους είχε δηλώσει τότε, πως αυτή δε θέλει τίποτα, ας
μοιραστούν οι υπόλοιποι το δικό της μερτικό.
Αυτό το σπιτάκι ήταν το πατρικό του κυρ-Αντώνη. Το είχε φτιάξει ο δόλιος ο πατέρας
του αυθαίρετο, με τα ίδια του τα χέρια, τούβλο-τούβλο, στη λίγη γη που με χίλια ζόρια είχε
καταφέρει ν’ αγοράσει, εκεί, στην ερημιά που ήταν τότε. Δεν πρόλαβε όμως να το χαρεί, αρρώ-
στησε και πέθανε ο έρμος, αφήνοντας τη γυναίκα του με δυό παιδιά, ο ένας δώδεκα κι ο άλλος
έντεκα, να παλεύουν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν. Δόξα τω θεώ όμως, τα κατάφεραν,
και μεγάλωσαν, και οικογένειες έκαναν, κι έφτιαξαν κι αυτοί ένας-ένας τα δικά τους χαμόσπιτα,
εκεί κοντά όλοι, αφήνοντας στο πατρικό τη γριά μάνα τους, που τη φρόντιζαν σαν τα μάτια
τους, μέχρι που, δεν άργησε και πολύ, τους άφησε χρόνους και πήγε να βρει το ταίρι της. Έτσι
έμεινε το χαμόσπιτο ελεύθερο, να το χρησιμοποιεί η οικογένεια σαν ρεζέρβα, κάθε που υπήρχε
ανάγκη. Ο ξάδερφος που έμενε τώρα είχε κάνει αρκετές επισκευές, κι είχε κολλήσει στο αρχικό
σπίτι ένα δωμάτιο ακόμα, να μην είναι ο ένας πάνω στον άλλο. Η αυλίτσα είχε μικρύνει έτσι, οι
τριανταφυλλιές όμως που είχε φυτέψει η Κατίνα στη γωνιά της μάντρας υπήρχαν ακόμα. Μόλις
τις είδε σφίχτηκε η καρδιά της, κι ασυναίσθητα έσφιξε το χέρι του Πάνου που, πράγμα παρά-
ξενο, δεν το είχε αφήσει καθόλου όλη αυτή την ώρα. Αργότερα, στο τραπέζι, ανακοίνωσε
μπροστά σ’ όλη την οικογένεια πως αυτή παραιτείται απ’ τα δικαιώματά της στο χαμόσπιτο, το
λέει τώρα που είναι όλοι παρόντες, κι αν θέλουν να τους υπογράψει και χαρτί για να είναι
σίγουροι. Λοξοκοίταζε τον Πάνο όταν τα ‘λεγε αυτά, μιας και δεν είχαν συνεννοηθεί απ’ τα
πριν για κάτι τέτοιο, περίμενε πως θα κατσούφιαζε γιατί καθόλου δεν του άρεσε να τον αιφνι-
διάζουν. Και για την Κατίνα, κάτι τέτοιες πρωτοβουλίες τις είχε απαγορευμένες. Ποιος ξέρει τι
θα τράβαγε αργότερα που θα ‘μεναν μόνοι τους, αλλά δεν την ένοιαζε, αυτή το είχε από καιρό
σκεφτεί, και σήμερα, έτσι που βρέθηκαν όλοι μαζί, της ήρθε αυθόρμητα να την κάνει αυτή την
προσφορά. Ο Πάνος δεν κατσούφιασε όμως, χαμογέλασε και είπε, μπράβο ρε γυναίκα, και τα
μάτια της Κατίνας βούρκωσαν πάλι.
Το βράδυ, στο σπίτι τους, όταν μετά από πολύ καιρό την αγκάλιασε ο Πάνος, η Κατίνα
ένιωσε για μια στιγμή πως ζούσε ακόμα στο χαμόσπιτο. Πως ζούσε στην εποχή που το μυαλό
του άντρα της, συνέχεια στα σκέλια της γυναίκας του ήταν καρφωμένο. Και δεν ήταν μόνο το
μυαλό του καρφωμένο, καμιά ευκαιρία δεν άφηνε να πάει χαμένη για να της καρφώσει και το
πουλί του. Όποια στιγμή και να ‘ταν. Κι αυτή ανέβαινε κάθε φορά στα ουράνια. Μια τρελή
ελπίδα την κυρίεψε τότε, πως θα ξανάρθουν οι παλιές καλές μέρες. Την άλλη μέρα το πρωί
όμως, ο Πάνος, με απόλυτη ηρεμία, αλλά και με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση, της είπε πως,
εντάξει, για το χαμόσπιτο δεν είχε αντίρρηση, καλά έκανε και τους το χάρισε, άλλωστε κι αυτός

163
το ‘χε σκεφτεί και θα της το είχε προτείνει, απλά δεν έτυχε να το φέρει η κουβέντα. Θα την
παρακαλούσε όμως, άλλη φορά, πριν πάρει την οποιαδήποτε πρωτοβουλία, να τον ρωτήσει
πρώτα. Για να μην σε πάρει ο διάολος, πρόσθεσε, κι έτσι, τα πράγματα που προς στιγμήν είχαν
πάει να ξεφύγουν, ξαναμπήκαν στη θέση τους. Κι ο Πάνος ξαναγύρισε ήσυχος στις δουλειές
του και τη ζωντοχήρα του.
Το πρώτο που έβαλε μπροστά, ήταν η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.
Έπρεπε να πέσει κι άλλο ρευστό στο ταμείο. Ο Θρασύβουλος δεν ακολούθησε, δε συμμε-
ριζόταν πλέον τα μεγαλεπήβολα σχέδια του συνεταίρου του. Εσύ έχεις αποτρελαθεί, του είπε,
έχουν φουσκώσει τα μυαλά σου με αέρα, κάνε ότι θέλεις κι άσε με ήσυχο. Έτσι, ένα μέρος απ’
αυτά που θα έβαζε ο Θρασύβουλος, το κάλυψε ο Πάνος και βρέθηκε να κατέχει τώρα το
πενήντα πέντε τοις εκατό της εταιρείας. Απόλυτο αφεντικό, αυτός θα αποφάσιζε πλέον για όλα.
Το άλλο μέρος το κάλυψε ο Μάριος, που κάλυψε και το δικό του μερτικό, αλλά και το μικρό
μερτικό του Βαγγέλη, που τους δήλωσε πως αυτός δεν έχει τη δυνατότητα. Αναρωτήθηκε προς
στιγμήν ο Πάνος, πού να τα βρίσκει τα λεφτά ο Μάριος, αλλά και πάλι το μυαλό του δεν έφτασε
μέχρι τον υπουργό. Άλλωστε για μια στιγμή μόνο αναρωτήθηκε και δεν έκατσε να το πολυ-
σκεφτεί. Δεν πα’ να τα ‘βρισκε όπου ήθελε; τι τον έκοφτε αυτόν;
Το δεύτερο που έκανε, χωρίς καθόλου χασομέρι και παράλληλα με το πρώτο, ήταν να
παραγγείλει καινούργια μηχανήματα. Μεγάλη παραγγελία, καμιά τριανταριά κομμάτια μαζε-
μένα. Φορτηγά, τσάπες, μπουλντόζες, όλα τα χρειαζούμενα. Δεν είχε κανένα δισταγμό, έτσι
όπως τα λογάριαζε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους θα το κάλυπταν απ’ τα κέρδη. Ίσως και
όλο, αν πρόσεχαν τη δουλειά. Γι’ αυτό όμως θα φρόντιζε ο ίδιος. Θα τα κατάφερνε να βγουν
σωστοί οι λογαριασμοί στην πράξη. Δε θ’ άφηνε τίποτα στην τύχη, δε θα του ξέφευγε η παρα-
μικρή λεπτομέρεια. Για να δει κι ο γκρινιάρης ο Θρασύβουλος πώς γίνονται οι μεγάλες
δουλειές, και ποιοι είναι γεννημένοι γι’ αυτές. Κι όχι μόνο ο Θρασύβουλος, που αυτός τον
ήξερε στο κάτω-κάτω, αλλά όλοι τους. Εχθροί και φίλοι. Τους έβλεπε να τρίβουν τα μάτια τους,
μόλις θα κατέβαζε το στόλο των καινούργιων μηχανημάτων στο έργο. Θα ‘βλεπε κι η υπηρεσία
τη δύναμή του. Γιατί, τους έβλεπε αυτός, καταλάβαινε πως τον αντιμετώπιζαν με κάποια
δυσπιστία, δεν ήταν σίγουροι πως θα τα καταφέρει. Σάμπως τον ήξεραν κι από χτες; Μωρέ θα
δείτε τώρα τι θα πει Καναβράς, σκεφτόταν ο Πάνος και μέσα του φούσκωνε.
Σ’ ένα ακαλλιέργητο χωράφι, δίπλα στο έργο, είχαν από καιρό στήσει το εργοτάξιο. Το
έφραξαν γύρω-γύρω, έστησαν συγκρότημα για μπετόν, έστησαν σπαστήρα για να βγάζουν άμμο
και χαλίκι, όλα με τάξη. Κι όταν άρχισαν να παρκάρουν ένα-ένα τα καινούργια μηχανήματα
που έρχονταν, ήταν λες και ομόρφυνε ο τόπος. Σε μιαν άκρη έβαλαν και κοντέινερ για γραφεία,
κι εκεί, εκτός απ’ τους μηχανικούς, εγκατέστησε και μια κοπελίτσα, να τα κρατάει ανοιχτά όταν
οι άλλοι θα έτρεχαν έξω. Κάτι σαν γραμματέας δηλαδή, κάτι σαν το κορίτσι για όλες τις
δουλειές, να του φτιάχνει κι έναν καφέ βρε αδερφέ, όταν θα ήταν κι αυτός εκεί. Και μη νομίσει
κανείς πως πήγαινε ο νους του και στο πονηρό, αυτό δε γινόταν, το ‘χε για κανόνα, τα κορίτσια
που δούλευαν γι’ αυτόν ήταν μόνο για τη δουλειά, ούτε που γύριζε ποτέ να τα κοιτάξει με άλλο
μάτι. Παράξενο για τον Πάνο κάτι τέτοιο, αλλά αυτός ήταν ένας κανόνας που τον έβαλε μόνος
του, και μάλιστα χωρίς τις εξαιρέσεις, που συμβαίνουν πότε-πότε, για να επιβεβαιώνουν τους
κανόνες. Από ένα κοντινό χωριό ήταν η μικρή, ο Πάνος είχε ρωτήσει έναν τοπικό βουλευτή
(κυβερνητικό φυσικά) και του τη σύστησαν απ’ το γραφείο του. Αφού θα ‘παιρνε που θα
‘παιρνε κάποια, γιατί να μην κάνει μια μικρή εκδούλευση στο βουλευτή; έχανε τίποτα;
αντίθετα, έκανε έναν ακόμα σύμμαχο, και ισχυρό μάλιστα. Τόσον καιρό θα ήταν εγκατα-

164
στημένος σ’ αυτή την περιοχή, αχρείαστος να ήταν βέβαια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, όλο και
κάποιο μπέρδεμα θα μπορούσε να γίνει και να του το ξεμπέρδευε. Να μην τρέχει κι όλη την
ώρα, και για το παραμικρό, στον υπουργό, τόσες σκοτούρες είχε κι αυτός. Άλλωστε ο υπουργός
είχε κάνει τον κόπο να τηλεφωνήσει και στους δυό κυβερνητικούς βουλευτές της περιοχής, τους
είπε ότι θα τους στείλει τον κύριο Καναβρά να τον εξυπηρετήσουν σε ότι χρειαστεί, είναι δικός
του άνθρωπος. Έτσι είχε κι αυτός, ο υπουργός, ένα όφελος, αποχτούσε όσο να ‘ναι μια κάποια
επί πλέον επιρροή στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Γιατί ο Πάνος δε χρειάστηκε
μόνο την κοπελίτσα για τα γραφεία, χρειάστηκε κι εργάτες, και μαστόρους, ακόμα και χειριστές
για τα μηχανήματα, σε καμιά περίπτωση δεν έφταναν οι δικοί του. Κι όλους αυτούς, τα γραφεία
των δυό βουλευτών τους σύστησαν.
Έτσι, κατά τα μέσα του Μάρτη, όλα είχαν οργανωθεί στην εντέλεια, και ξεκίνησαν να
δουλεύουν πια με τρελούς ρυθμούς. Ο Μάριος είχε εγκατασταθεί σχεδόν μόνιμα στο έργο, με
δυό ακόμα μηχανικούς να τον συντρέχουν, και μόνο άμα ήταν καμιά σοβαρή ανάγκη έφευγε για
την Αθήνα. Αλλά κι ο Πάνος, πού τον έχανες, που τον έβρισκες, όλο εκεί τριγύρναγε. Άλλωστε
δεν ήταν και πολύ μακριά, σκάρτες δυό ώρες διαδρομή. Κι η καινούργια του μερσεντές είχε
αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων, είχε κλιματισμό, η θέση του οδηγού ήταν ειδική παραγγελία για
να προσαρμόζεται στη μέση του και να μην καταπονείται η σπονδυλική του στήλη, όλα τα
κομφόρ τα είχε. Ούτε που το καταλάβαινε λοιπόν το πήγαιν’ έλα κι ήταν συνέχεια πάνω απ’ το
κεφάλι τους, δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Έτσι κι έβλεπε κάποιον να χαζολογάει, τον
έπαιρνε και τον σήκωνε. Είχε την απαίτηση να πονάνε όλοι τη δουλειά σαν να ‘ταν δική τους,
και δεν ανεχόταν καμιά σπατάλη. Ούτε μια πρόκα, που λέει ο λόγος. Το κατοστάρικο έχει
μεγαλύτερη αξία απ’ το χιλιάρικο, τους έλεγε. Έδιωξε κιόλας στην αρχή έναν-δυό ζευζέκηδες,
που έκαναν τον έξυπνο, κι έτσι τους είχε τους υπόλοιπους σούζα. Δούλευαν έξι μέρες αστα-
μάτητα, δεν τον ένοιαζε το πενθήμερο αυτόν, μόνο την Κυριακή τους έδινε για ξεκούραση. Και
σ’ όποιον άρεσε. Είχε όμως και τα χουβαρνταλίκια του, υπήρχαν Σάββατα που τους σταμάταγε
όλους μια ώρα νωρίτερα απ’ τη δουλειά, και τους κέρναγε εκεί, στο εργοτάξιο, ψητά και
μπύρες, που τα ‘χε παραγγείλει στο διπλανό χωριό. Κι έτσι, με λίγο καρότο και πολύ μαστίγιο,
η δουλειά πήγαινε πρίμα. Σ’ ένα μήνα μέσα είχε κιόλας φανεί πως τα πράγματα θα πάνε πολύ
καλά. Καλύτερα ακόμα κι απ’ ότι τα ‘χε λογαριάσει στα χαρτιά. Τόσο που σκεφτόταν μήπως
φάνηκε πολύ μετρημένος και δισταχτικός, μήπως έπρεπε να παραγγείλει περισσότερα μηχα-
νήματα. Τέλος πάντων, θα το είχε κι αυτό στα υπ’ όψιν.
Μέσα στη χαρά του, και μιας κι εκείνη τη χρονιά το Πάσχα ήταν αργά, αποφάσισε πως
θα πήγαιναν στο χωριό να το γιορτάσουν. Γιατί όχι; καθώς παντρεύτηκε κι ύστερα, ποτέ δεν
πήγε για Πάσχα στους δικούς του. Απαράδεκτο, αλλά τι να κάνει; τον άφηναν οι δουλειές;
Καιρός λοιπόν τώρα, έστω και αργά, να επανορθώσει. Σκέφτηκε κιόλας πως θα τηλεφωνήσει ο
ίδιος να τους το πει, δε θα βάλει ως συνήθως την Κατίνα. Σίγουρα θα ενθουσιαστούν.
-Να πεις στον πατέρα να κανονίσει για αρνί, είπε στην Τασία, που πάντα αυτή ήταν που
έτρεχε στο τηλέφωνο όταν τους ειδοποιούσε ο μπακάλης πως τους ζητάνε. Και τα έξοδα δικά
μου.
-Καλά, όσο για ένα αρνί, έχουμε κι εμείς λεφτά, ήταν η απάντηση του Ηρακλή, όταν του
πρόφτασε τα νέα η συμβία του. Ας αφήσει γι’ αλλού τα χουβαρνταλίκια του ο γιόκας σου.
Μέσα του όμως χάρηκε που, αυτό το Πάσχα, θα είχε όλο το Καναβρέικο μαζεμένο γύρω
του, μικρούς και μεγάλους.

165
- 22 -

Όταν ο Γιώργης δέχτηκε το τηλεφώνημα του Πάνου, που τον πήρε προσωπικά για να
τον ενημερώσει πως θα πάνε το Πάσχα στο χωριό, ήταν στις μαύρες του. Πιο μαύρα δε γινόταν,
και παραλίγο να τον στείλει στο διάολο, αλλά κρατήθηκε. Πάντως αυτός καμιάν όρεξη δεν είχε
για γλέντια και για σουβλίσματα. Για τέτοια ήταν τώρα; με το χάλι που τον είχε βρει;
Γυρίζοντας απ’ τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, δεν έλεγε να ησυχάσει. Όλα του
‘φταιγαν πάλι. Το σχολείο, οι συνάδελφοι, η Ελένη, η πόλη και οι άνθρωποί της. Ακόμα και οι
μαθητές του. Πάρα έχουν γίνει κωλόπαιδα, σκεφτόταν ώρες-ώρες, κι αμέσως μετάνιωνε που
σκεφτόταν έτσι. Δεν πρέπει η κακή σου διάθεση να ξεσπάει πάνω τους, του ψιθύριζε η φωνή
της λογικής, αλλά, λίγο-λίγο, είχε αρχίσει να την αμφισβητεί κι αυτή. Γιατί, ας αφήσουμε την
κακή του διάθεση. Αντικειμενικά να το δεις, τα παιδιά είχαν αλλάξει. Δεν ήταν όπως παλιά.
Μπορεί να είχαν δικαιολογία. Μπορεί να τα τρέλαινε που μεγάλωναν μέσα σε διαμερίσματα,
κλεισμένα σαν πλαστικά ανθρωπάκια στα κουτιά τους. Που δεν είχαν ελεύθερο χώρο, να
παίξουν, να κυλιστούν στο χώμα, να ματώσουν τα γόνατά τους στα χαλίκια. Μπορεί πάλι να
μην άντεχαν και τις προσδοκίες των γονιών τους, που, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι πάντως ήταν
σίγουροι πως τα δικά τους τα παιδιά ήταν το λιγότερο ιδιοφυίες. Και περίμεναν απ’ αυτά να
τους το αποδείξουν.
Σίγουρα λοιπόν, θα είχαν και τα παιδιά τα δίκια τους. Αλλά με τη συμπεριφορά τους, το
έχαναν το όποιο δίκιο τους. Ήταν συμπεριφορά αυτή; Πρώτο και κυριότερο, δεν είχαν πια
κανένα σέβας για τους καθηγητές. Είχαν κόψει καπίστρι τελείως, υπήρχαν στιγμές που η
αναίδειά τους δεν είχε όρια. Λες και δε μίλαγαν στους καθηγητές τους, αλλά στον οποιονδήποτε
τυχόντα. Όχι δηλαδή πως και τον τυχόντα δεν πρέπει να τον σέβονται, αλλά ούτε τους καθη-
γητές; τους ανθρώπους που τα μάθαιναν γράμματα; δεν μπορούσε να το χωνέψει. Κι ας έλεγε η
μάνα του πως δεν πειράζει. Είχε την πλάκα της η Τασία, μ’ αυτά που ξεφούρνιζε πότε-πότε.
Ένα Σαββατοκύριακο, που είχε πάει πάλι στο χωριό, την ώρα του τραπεζιού, τότε που ευφραί-
νεται η κοιλιά, και μαζί της ευφραίνεται και η ψυχή, και γίνονται πιο εύκολα τα λόγια, το ‘φερε
η κουβέντα και σ’ αυτό. Έλεγε τον καημό του ο Γιώργης, για τους μαθητές που δεν έχουν σεβα-
σμό, και η μάνα του θέλησε να τον παρηγορήσει.
-Ξέρεις Γιώργη μου τι έλεγε η γιαγιά μου; Άντρας με μουστάκι, και γυναίκα με βυζιά,
άμα δεν έχουν σέβας, τότε πάει, χάλασε ο κόσμος.
Παρ’ όλες τις σκοτούρες του και την κακή του διάθεση, δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει
τότε ο Γιώργης. Τα ‘λεγαν κάτι τέτοια οι γυναίκες του χωριού. Και πιο πολύ οι παλιότερες.
Έβλεπε τη γιαγιά Αγγελική, όταν κουβέντιαζε με άλλες. Δε μάσαγαν τα λόγια τους, ούτε είχαν
καμιά δήθεν σεμνοτυφία. Του ήρθε στο μυαλό μια περίσταση, δέκα-έντεκα χρονώ θα ήταν, όχι
παραπάνω, που καθόταν στο μπαλκόνι τους και πάσκιζε να φτιάξει «καραμούζες» από το μίσχο
κολοκυθόφυλλων. Είχε τα μάτια του εκεί, να καθαρίσει το φύλλο και τα λεπτά αγκαθάκια, να
κάνει τη σχισμή προσεχτικά, να βγαίνει ο ήχος που ήθελε. Το αυτί του όμως ήταν στημένο στις
κουβέντες που έλεγαν οι γριές, που ήταν στρωμένες σε χαμηλά καρεκλάκια, κάτω στην αυλή.

166
Η γιαγιά Αγγελική ήταν, με δυό γειτόνισσες, συνομήλικες πάνω-κάτω (άλλωστε άμα κουβαλάς
δεκαετίες στην πλάτη σου, τι σημασία έχουν δυό-τρία χρόνια πάνω ή κάτω;). Καθόταν λοιπόν η
γιαγιά και κουβέντιαζε με τη Ρήνω, γνωστή χωρατατζού και αθυρόστομη, και την άλλη, τη
Βασίλαινα, μια καλοσυνάτη γριούλα, που κακό λόγο για άνθρωπο δεν ήξερε. Σούρουπο ήταν,
καλοκαίρι, είχε πέσει δροσιά στην αυλή και οι καλές σου κράταγαν όλες τη ρόκα τους κι
έγνεθαν το μαλλί, στριφογυρίζονας στον αέρα το σφοντύλι, με τέχνη, με τρόπο σχεδόν ακρο-
βατικό, ασταμάτητα, κι ήταν ν’ απορεί κανείς που δεν πιάνονταν τα δάχτυλα τόση ώρα που
έκαναν την ίδια κίνηση. Ούτε τα δάχτυλα πιάνονταν όμως, ούτε και η γλώσσα τους, που
πήγαινε ροδάνι. Για τις φούστες που όσο πάνε και κονταίνουν, έλεγαν τότε, πάλι καλά που
τώρα φοράνε βρακί οι γυναίκες, είπε η Ρήνω, κι άμα φυσήξει αέρας και σηκωθεί καμιά φούστα
δε θα βγουν όλα στη φόρα. Και χαχάνισαν οι άλλες δυό, ναι, μη γελάτε, ξανάπε η Ρήνω, στον
καιρό μας δεν υπήρχαν βρακιά, χόρευαν τα κορίτσια σε κάνα γάμο και στεκόταν μια πιθαμή η
τρίχα στο πάτωμα. Δε θυμάστε τη Μαριγώ, που την έριξε το μουλάρι; ανασκελώθηκε πέφτο-
ντας και φάνηκε το πράμα της, κι ήταν ένα σωρό κόσμος μπροστά, ακόμα και άντρες. Μέρες
και μέρες το χωριό κουβέντιαζε για το πώς είναι το πράμα της Μαριγώς, βούκινο την έκαναν,
δεν ήξερε η δόλια πού να κρύψει τη ντροπή της. Τι έφταιγε αυτή, που ξαφνίστηκε το μουλάρι;
δεν της έφτανε ο πόνος, που στουμπίστηκαν τα πλευρά της με το πέσιμο, είχε και τα σχόλια του
κόσμου. Και ξαναχαχάνισαν οι άλλες δυό, ο Γιώργης όμως, άπραγο παιδάκι, κοκκίνισε άθελά
του και σηκώθηκε να μπει στο σπίτι. Α να χαθείς από ‘κει πέρα, είπε τότε η Βασίλαινα, μ’ αυτά
που λες ντράπηκε το παιδί και πάει μέσα.
Έτσι ήταν οι παλιές γυναίκες, πάταγαν στέρεα στη γη, κι ας τις φώναζαν τις περισσό-
τερες με τ’ όνομα του άντρα τους, λες κι αυτές δεν είχαν δικό τους. Τις περισσότερες, όχι όλες
όμως, υπήρχε κάτι σαν άτυπη συνήθεια, ένα κοινό ένστικτο, οι δυναμικές γυναίκες, σαν τη
Ρήνω καληώρα, διατηρούσαν στη γλώσσα του χωριού το βαφτιστικό τους και μετά το γάμο
τους. Και τώρα που το σκέφτεται, και τη γιαγιά του, που δε θα την έλεγες και τόσο δυναμική,
Αγγέλω τη φώναζαν. Ποιος ξέρει, ίσως το Πάναινα να μην τους έβγαινε, δεν ήταν και τόσο
εύηχο. Οι παλιές γυναίκες. Πόσα χρόνια πέρασαν που είναι πεθαμένες πια όλες αυτές; έχει
αρχίσει να τις ξεχνάει λίγο-λίγο. Αυτές και τόσους άλλους. Ανθρώπους που τους ήξερε καλά
από μικρός, τους έβλεπε σχεδόν καθημερινά, ήταν αυτονόητη η θύμησή τους, αλλά τώρα διαπι-
στώνει πως του ξεφεύγουν, σβήνουν σιγά-σιγά από τη μνήμη του, ξεθωριάζουν μέσα του οι
λεπτομέρειες της μορφής τους. Μόνο η γενική εικόνα, της κάποτε παρουσίας τους σ’ αυτό τον
κόσμο, απομένει.
-Γι’ αυτό μη στεναχωριέσαι με τα παιδιά, απόσωσε η Τασία. Παιδιά είναι. Τι κάνεις μ’
αυτούς που έχουν μουστάκι να λες.
Παιδιά, ναι, αλλά υπάρχουν όρια και για τα παιδιά, σκεφτόταν ο Γιώργης. Κι αν δε
μάθουν πώς πρέπει να φέρονται πριν βγάλουν μουστάκι, γιατί να το κάνουν μετά; αυτή είναι η
νέα γενιά που θα φτιάξει τα πράγματα; ας φτιάξουν τον εαυτό τους πρώτα, και μετά βλέπουμε.
Βέβαια, εδώ που τα λέμε, κι οι καθηγητές είχαν βάλει το χεράκι τους για να χάσουν το
σεβασμό, μερικοί-μερικοί έλεγες πως έκαναν ότι μπορούσαν γι’ αυτό. Κι αν το καλοεξετάσεις,
ήταν σεβασμός αυτό που υπήρχε παλιότερα, ή φόβος; Μπορεί και τα δυό. Ανάλογα με τον
άνθρωπο. Όπως και να το κάνουμε, υπήρχαν συνάδελφοί του, που μόνο φόβο ενέπνεαν. Χρησι-
μοποιούσαν όλα τα δικαιώματα που τους έδινε ο νόμος, ή η παράδοση, ή και το ξερό τους το
κεφάλι, για να ασκούν εξουσία στα παιδιά. Τις περισσότερες φορές χωρίς να τους νοιάζει αν
γίνονταν άδικοι. Κι όταν άλλαξαν λιγάκι τα πράγματα, και περιορίστηκε κάπως η «εξουσία»

167
τους, έχασαν τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους. Καλά να πάθουν όμως, γιατί αυτοί δεν ήταν παιδα-
γωγοί, εγωϊστικά καθίκια ήταν. Ο Γιώργης όμως για τον εαυτό του δε θα δεχόταν ποτέ κάτι
τέτοιο. Όχι, όσο και να το σκέφτεται, ποτέ δε θυμάται ν’ αδίκησε μαθητή του. Αυστηρός
μπορεί, πότε-πότε, όσο χρειαζόταν δηλαδή, αλλά δίκαιος. Γι’ αυτό και ήταν αγαπητός στα
παιδιά. Έτσι πίστευε τουλάχιστον. Και δεν είχε αλλάξει καθόλου με τα χρόνια. Ο ίδιος, απ’ την
αρχή μέχρι τώρα. Άρα, φως φανάρι, άλλαζαν σιγά-σιγά οι καιροί. Τα παιδιά άλλαζαν, οι νέοι
συνάδελφοι το ίδιο.
Οι νέοι συνάδελφοι. Ωραία φρούτα είναι κι αυτοί. Όχι όλοι βέβαια, οι περισσότεροι
όμως, σίγουρα. Το μόνο που τους νοιάζει είναι ο εαυτούλης τους. Ούτε το σχολείο, ούτε το
μάθημα, ούτε τίποτα. Σκασίλα τους αν θα μάθουν κάτι τα παιδιά, ή αν θα μείνουν ντουβάρια.
Άμα θέλουν ας πάνε στα φροντιστήρια να ξεστραβωθούν. Σάμπως κι αυτοί το ίδιο δεν κάνουν;
ψάχνουν πώς να βρουν κάνα ιδιαίτερο, να βγάλουν λεφτά. Λεφτά, όσο γίνεται περισσότερα
λεφτά, μιλάνε περιφρονητικά για τον «ψωρομισθό» που παίρνουν, θεωρούν πως είναι αδικη-
μένοι κιόλας, είναι, λένε, πολύ κατώτερος ο μισθός απ’ την «αξία» τους, κι απ’ το «έργο» που
προσφέρουν. Όχι «έργο», «λειτούργημα». Ας τους πλήρωνε καλά το κράτος λοιπόν, να μην
έχουν ανάγκη να κάνουν ιδιαίτερα. Όσα τους δίνει όμως δε φτάνουν, δεν μπορούν λέει μ’ αυτά
να ικανοποιήσουν τα όνειρά τους. Ποια είναι τα όνειρά τους; Μα τι άλλο, ένα μεγάλο σπίτι, ένα
καλό αυτοκίνητο, ένα εξοχικό ίσως. Γιατί όχι κι ένα σκάφος. Τους ακούει και δεν πιστεύει στ’
αυτιά του. Αυτά είναι τα όνειρά τους, λέει, που τα έχουν από παιδιά. Τι λες ρε παιδί μου,
«σπουδαία» όνειρα για τη ζωή, δίχως αμφιβολία. Κι αυτός ο βλάκας που νόμιζε ότι άλλα πρέπει
να ονειρεύεται ένας νέος άνθρωπος. Νόμιζε, ξέρω ‘γω, ότι ένας νέος πρέπει να έχει ευγενικά
ιδανικά. Ότι πρέπει να πασχίζει, να ψάχνει πώς θα γίνει καλύτερος ο ίδιος, ας πούμε, πώς θα
καλλιεργηθεί περισσότερο, πώς θα γίνει ενάρετος άνθρωπος, πώς θα γίνει χρήσιμος στην
κοινωνία. Πώς θα βοηθήσει ακόμα-ακόμα να γίνει καλύτερη η ίδια η κοινωνία. Να βάλει το
χεράκι του, στο μέτρο που του αναλογεί, και πάνω απ’ το μέτρο αυτό, για ν’ αλλάξει τον κόσμο.
Αυτά νόμιζε ο Γιώργης, κι απ’ όσο ήξερε, το νόμιζαν κι άλλοι σαν κι αυτόν, συνομήλικοί του.
Φαίνεται όμως πως κακώς το νόμιζε, όταν βλέπει τόσους και τόσους γύρω του να έχουν μονα-
δικό τους στόχο την ευημερία. Τη δική τους, αποκλειστικά, ευημερία. Τι τους νοιάζει η αρετή;
αυτά είναι για τους βλάκες, λένε. Άλλωστε τι σημαίνει αγαθός στις μέρες μας;
Αλλά κι ο ίδιος τι έκανε; τίποτα. Όταν τέλειωσε το στρατό, είχε τα δικά του όνειρα.
Ήθελε να κάνει κι άλλα πράγματα, να συνεχίσει τις σπουδές του με μεταπτυχιακά, ή να πάρει
και δεύτερο πτυχίο. Πώς να το κάνει όμως; ο Ηρακλής, με το δίκιο του, θα κλώτσαγε. Δεν ήταν
δα και κάνας εύπορος, τον σπούδασε για το πρώτο πτυχίο, κι αυτό πολύ ήταν, με τα χίλια ζόρια
τα κατάφερε. Τώρα περίμενε απ’ αυτόν να δουλέψει. Ούτε και θα καταλάβαινε ποτέ του τι
χρειαζόταν κι άλλες σπουδές. Αλλά πες πως μπορούσε, πως υπήρχε ας πούμε οικονομική
δυνατότητα. Πού θα πήγαινε για μεταπτυχιακά; σάμπως ήξερε καμιά ξένη γλώσσα; με τι μέσα
να τη μάθει; τα λίγα Γαλλικά που έκαναν στο Γυμνάσιο δεν έφταναν. Έτσι αναγκαστικά έκανε
τα χαρτιά και διορίστηκε, ελπίζοντας πως αργότερα θα μπορέσει κάτι να κάνει. Αυτό το αργό-
τερα όμως, δεν έλεγε να ‘ρθει. Όλο και πίστευε πως κάπως θα τα καταφέρει, όλο και έκανε
σχέδια, αλλά τίποτα. Μέχρι που άρχισε να συνειδητοποιεί πως έπρεπε να το πάρει απόφαση, τα
σχέδια θα μείνουν σχέδια. Μέσα στ’ άλλα, ήταν κι αυτό ένας λόγος που τον έκανε να σκάει.
Έβλεπε πως ήταν καταδικασμένος να μείνει στο μαγγανοπήγαδο. Διαπίστωνε πως δεν έχει πια
τη ζωή μπροστά του, η πιο πολλή ήταν κιόλας πίσω του.

168
Σε τέτοιο χάλι ήταν, μαύρο χάλι θα μπορούσε να το πει, όταν του ‘ριξε τη μπόμπα και η
Ελένη. Στα μέσα του Μάρτη, του ανακοίνωσε, όλο χαρά, πως ήταν έγκυος. Τριών μηνών, είπε,
και τον κοίταζε στα μάτια, να δει πώς θα το πάρει. Δεν έλπιζε πως θα χαρεί, ήξερε πως δε θα
του αρέσει, γι’ αυτό και είχε καθυστερήσει να του το πει. Αλλά και τόσο σκοτείνιασμα, δεν το
περίμενε. Ο Γιώργης έμεινε σαν κεραυνόπληκτος. Λες και του είχε ρίξει τη χαριστική βολή, και
τον αποτέλειωσε. Δεν το χώραγε ο νους του. Πώς διάολο έγινε αυτό; εκείνο το πρώτο βράδυ,
τότε που ξανάσμιξαν, θα φταίει. Σίγουρα αυτό ήταν. Τον παρέσυρε η στιγμή, το βλάκα.
Βλάκας, βλάκας, ηλίθιος του κερατά. Την πάτησε λες κι ήταν σχολιαρόπαιδο. Και τώρα; τι λένε
τώρα;
Η Ελένη τον διέκοψε απ’ τις σκέψεις του, αποτολμώντας την ερώτηση.
-Χάρηκες καθόλου;
Σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Όλο προσδοκία ήταν τα μάτια της. Έπρεπε λοιπόν
να ξεκαθαρίσει τη θέση του.
-Τι να χαρώ ρε Ελένη, για παιδιά είμαστε τώρα; στην ηλικία μας;
-Γιατί, τι έχει η ηλικία μας;
-Ε, δεν νομίζεις πως είναι κάπως περασμένη για τέτοια;
-Κάνεις λες κι είμαστε τίποτα γερόντια ρε Γιώργη. Μια χαρά είναι η ηλικία, δεν είναι
πρόβλημα αυτό. Αλλού είναι το πρόβλημα, δε γουστάρεις παιδιά και οικογένειες, αυτό είναι.
Πες το λοιπόν και μην ψάχνεις δικαιολογίες στην ηλικία.
Είδε την απογοήτευση στα μάτια της και πείσμωσε περισσότερο. Γιατί απογοητεύεσαι
κυρία μου; δεν σου τα ‘χα πει από καιρό αυτά, δε στο ‘χα ξεκαθαρίσει όταν ξεκινάγαμε αυτό το
νταραβέρι οι δυό μας; λοιπόν, τι θέλεις τώρα; να πετάξω απ’ τη χαρά μου; συγνώμη, αλλά δε
γίνεται, τι να κάνουμε. Και το άλλο; πού το βάζεις το άλλο, που έρχεσαι και μου σερβίρεις το
«χαρμόσυνο» νέο ενώ είσαι κιόλας τριών μηνών; άρα δε με ρωτάς τι θα ήθελα εγώ, εσύ την
έχεις πάρει ήδη την απόφασή σου ότι θα το κρατήσεις. Θέλεις μόνο, καλά και σώνει, να συμφω-
νήσω κι εγώ. Ε, δε θα συμφωνήσω.
Σηκώθηκε κι έφυγε, χωρίς άλλη λέξη. Πήρε τους δρόμους. Έπρεπε να τα δει ψύχραιμα
τα πράγματα. Αλλά πώς να κρατήσει ψυχραιμία; εδώ ήταν μια ξεκάθαρη κατάσταση. Η Ελένη
έγκυος, το παιδί δικό του, αυτή είχε αποφασίσει να το κρατήσει, άρα τι έμενε; να υποκύψει στο
μοιραίο. Δεν ήταν δυνατόν αυτός, ο Γιώργης, να μην «αναλάβει τις ευθύνες του», να το βάλει
στα πόδια και να την παρατήσει μόνη της. Ποτέ δε θα το ‘κανε αυτό. Να της ζητήσει να κάνει
έκτρωση; μάλλον είναι αργά πια. Αλλά και να μην ήταν, πάλι ξέρει ότι δε θα ‘κανε κάτι τέτοιο.
Όχι, αποκλειστικό δικαίωμα της Ελένης ήταν, να πάρει αυτή όποια απόφαση ήθελε. Κι αυτός
ήταν υποχρεωμένος να τη δεχτεί και ν’ ακολουθήσει. Αυτό έλεγε η σωστή συμπεριφορά, κι
αυτό θα έκανε. Το καταλάβαινε μέσα του πως δεν υπήρχε οδός διαφυγής. Κι όσο γρηγορότερα
το αποδεχόταν, τόσο το καλύτερο. Εύκολο ήταν όμως;
Οι επόμενες μέρες ήταν ένας εφιάλτης. Θα γίνω πατέρας, σκεφτόταν, ξανά και ξανά.
Πατέρας. Πρέπει να μεγαλώσω ένα παιδί. Και σε τι κόσμο θα το μεγαλώσω; σ’ έναν κόσμο που
οι άνθρωποι τρώνε ο ένας τον άλλον; που η κακία είναι ο κανόνας και η καλοσύνη η εξαίρεση;
Όσο γι’ αυτό, δεν είχε καμιά αμφιβολία πια ο Γιώργης. Είχε καταλήξει στα συμπε-
ράσματά του. Ο άνθρωπος, σκεφτόταν είναι απ’ τη φύση του «κακός». Κακός με την έννοια, όχι
ότι επιδιώκει να κάνει κακό στους άλλους έτσι, για γούστο, επειδή αυτό από μόνο του τον ικα-
νοποιεί (όχι πως δεν υπάρχουν και τέτοιοι, μωρέ υπάρχουν και παραϋπάρχουν, αλλά αυτούς
μόνο σαν διεστραμμένους μπορούσε να τους δει, που εν πάση περιπτώσει δεν είναι ο κανόνας),

169
όχι λοιπόν κακός από βίτσιο, αλλά για να πετύχει τους σκοπούς του, να ικανοποιήσει τις
επιδιώξεις του. Τότε δεν πρόκειται να διστάσει, μια χαρά μπορεί να γίνει ψυχρός, κυνικός,
ανελέητος απέναντι στους συνανθρώπους του. Ίδιος ήταν σ’ όλες τις εποχές, και στην αρχαι-
ότητα και στο μεσαίωνα και τώρα, τον έχουν περιγράψει όλοι οι κλασσικοί, απ’ το Σοφοκλή και
τον Αριστοφάνη, μέχρι το Σαίξπηρ και το Ντοστογιέφσκι, με τα ίδια πάθη και την ίδια συμπε-
ριφορά. Τι είναι λοιπόν κατά βάση; ένα ζώο που σκέφτεται είναι. Μπορεί με τη λογική που
διαθέτει να έχει κάνει εφευρέσεις, να έχει δημιουργήσει πολιτισμούς, πασκίζει ο έρμος να
ξεφύγει απ’ το ζώο και πιστεύει πως τα ‘χει καταφέρει, μπορεί και να ‘ναι σίγουρος γι’ αυτό,
και να καμαρώνει κιόλας σα γύφτικο σκεπάρνι. Τα αρχέγονα ένστικτα όμως δεν έχουν φύγει,
υπάρχουν στο βάθος και τον κυβερνάνε. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι αυτό που
κυρίως τον καθοδηγεί, απ’ αυτό πηγάζουν τα περισσότερα, αν όχι και όλα. Το ίδιο ένστικτο που
κάνει τη μέλισσα ν’ αποθηκεύει μέλι, και το σκύλο να θάβει κόκκαλα. Του ανθρώπου όμως δεν
του φτάνουν μερικά κόκκαλα, θέλει πολλά, η απληστία του για απόκτηση υλικών αγαθών δεν
έχει όρια, όλοι οι συγγραφείς σ’ όλες τις εποχές μιλάνε γι’ αυτήν. Είναι η σκάλα του κακού, που
‘λεγε και ο παππούς Επίκτητος. Απληστία και ακόρεστη επιθυμία. Κι από πάνω αχαλίνωτη
φιλοδοξία για κοινωνική διάκριση, για δύναμη και εξουσία, για διασημότητα. Η ρίζα τους εκεί
είναι, στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, γι’ αυτό και είναι ανίκητα. Το ξέρει καλά αυτό εκείνη
η στριμμένη πρωθυπουργός, που είπε δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα. «Κακός» λοιπόν ο
άνθρωπος, από ένστικτο, πάνω απ’ όλους τους άλλους είναι ο εαυτός του. Αυτή η ενστικτώδης
ανάγκη για επιβίωση είναι που τον οδηγεί στον ατομισμό, στο κυνήγι του προσωπικού οφέλους,
στην επιδίωξη της επιβολής πάνω στους άλλους. Ακόμα και στο φθόνο για τους άλλους. Κι αν
γίνεται «καλός» το κάνει από κοινωνική ανάγκη, εδώ είναι που έχει μπει η λογική. Υιοθετεί την
«καλοσύνη» θέλοντας και μη, απ’ την ανάγκη να ζήσει σε κοινωνίες χωρίς να σκοτωθεί με τους
διπλανούς του. Άλλωστε το καλό και το κακό δεν είναι απόλυτες έννοιες, προκύπτουν απ’ την
κοινωνική συμβίωση, αν ζεις μόνος στην ερημιά δεν έχουν νόημα. Προφανώς υπάρχουν πολλοί
που έχουν ενστερνιστεί το «καλό» και το ‘χουν κάνει τρόπο ζωής, έχουν καταφέρει με τη
λογική να έχουν μια ας πούμε επίκτητη συμπεριφορά, να σκεπάσουν το ένστικτο, να γίνουν
«καλοί». Και ασφυκτιούν οι έρμοι βλέποντας όλα όσα γίνονται γύρω τους, παραπαίουν απελπι-
σμένοι μέσα στη θάλασσα της «κακίας». Δεν το βάζουν κάτω όμως, προσπαθούν συνέχεια να
γίνουν ακόμα καλύτεροι με την εκπαίδευση και τη μόρφωση, αγωνίζονται να νικήσουν το
τέρας. Η αιώνια «μάχη του καλού με το κακό» δεν είναι παρά η μάχη της λογικής ενάντια στο
ένστικτο. Ακόμα και γι’ αυτούς όμως, που κάπως τα ‘χουν καταφέρει, το ένστικτο δεν έχει
χαθεί, είναι εκεί και καραδοκεί, πάντα υπάρχει η πιθανότητα να ‘ρθει μια μέρα που θα βγει στην
επιφάνεια. Εγώ για παράδειγμα, σκεφτόταν ο Γιώργης, που πιστεύω πως είμαι καλός άνθρωπος,
δεν ήμουνα έτοιμος να καρφώσω τον αδερφό μου στην αστυνομία; έλεγα πως θα το έκανα για
λόγους δικαιοσύνης, γιατί έχω τις αρχές μου. Μήπως όμως αυτή ήταν μια ψεύτικη δικαιολογία;
μήπως κάτω απ’ αυτή τη μάσκα η πραγματική αιτία ήταν ο φθόνος; επειδή αυτός έχει πλουτίσει
κι εγώ όχι;
Με το που του ήρθε στο μυαλό αυτή η σκέψη, νέα μαυρίλα τον έπιασε. Έπρεπε να το
αναλύσει κι αυτό οπωσδήποτε. Μπα, έλεγε, εμένα δε με νοιάζουν τα πλούτη. Όσο το σκεφτόταν
όμως, τόσο πιο πολύ αμφέβαλλε, δεν ήταν σίγουρος πια για τίποτα, κι όλο και περισσότερο
αποχτούσε την πεποίθηση πως, τελικά έτσι είναι, ο φθόνος ήταν το κίνητρο. Ναι, χωρίς αμφι-
βολία. Και παριστάνει και τον ακριβοδίκαιο. Παραμύθια. Ίδιος είναι κι αυτός με τους άλλους.

170
Οπότε; πώς θα μεγαλώσει αυτός ένα παιδί; με τι αρχές; να του διδάξει την καλοσύνη και
την αλληλεγγύη προς το συνάνθρωπο; σίγουρα αυτό είναι το σωστό. Αλλά, όταν αυτό το παιδί
καταλάβει πως δεν υπάρχουν αυτά στην κοινωνία, δε θα του ζητήσει το λόγο; που αλλιώς του
τα ‘λεγε, κι αλλιώς τα βρήκε; που δεν το προετοίμασε για τη ζωή; Είναι όμως δυνατόν να γίνει
το ανάποδο; να το μεγαλώσει ο Γιώργης με την ιδέα πως ο κόσμος είναι ζούγκλα, άρα να
κοιτάει πώς θα τη φέρει στους άλλους, για να βολέψει τον εαυτό του; να του πει δηλαδή, ούτε
λίγο ούτε πολύ, να γίνει λαμόγιο;
Όλα τούτα γυρόφερνε στο μυαλό του, κι έλεγε πως έτσι είναι, η «ανάλυση» των
πραγμάτων που κάνει είναι η σωστή, δίκιο έχει που δε θέλει παιδιά. Μέσα του βαθιά όμως
ήξερε πως όλες αυτές οι σκέψεις είναι φτηνές δικαιολογίες, «αναλύσεις» του γλυκού νερού, οι
αιτίες είναι άλλες, είναι γιατί δε θέλει να τον βαραίνουν σκοτούρες, και γιατί τον τρομάζει η
ευθύνη. Αλλά την έπνιγε αυτή τη γνώση εκεί μέσα βαθιά, δεν τολμούσε καν να την αφήσει να
βγει παραέξω.
Δέκα μέρες παράδερνε σε παραζάλη. Μέχρι και πυρετός τον έπιασε, κι έλειψε απ’ τα
μαθήματα για λίγο. Την Ελένη, ούτε που την πλησίαζε. Ακόμα και στο σχολείο, στεκόταν
μακριά της. Ούτε κι αυτή όμως έκανε απόπειρα να του μιλήσει. Τον έβλεπε από απόσταση με
βασανισμένο πρόσωπο, καταλάβαινε τη φουρτούνα που τον έδερνε και περίμενε. Έλπιζε πως
κάποια στιγμή θα ‘ρθει η νηνεμία.
Μετά τις δέκα ανταριασμένες μέρες, ο Γιώργης το πήρε απόφαση. Το πεπρωμένο φυγείν
αδύνατον. Το μάζεψε λοιπόν και πήγε ένα απόγευμα στο σπίτι της Ελένης για να της πει πως,
αν κι αυτή δεν έχει αντίρρηση δηλαδή, θα ξεκινήσει να ετοιμάζει τα χαρτιά για το γάμο τους.
Το μόνο που επιθυμούσε αυτός ήταν να γίνει ο γάμος στο δημαρχείο, με λίγους συγγενείς και
χωρίς νταβαντούρια. Αυτά τα λίγα είπε μόνο, κι αμέσως αισθάνθηκε να του φεύγει η αγωνία.
Η Ελένη πλησίασε και τον αγκάλιασε, ενώ ένα δάκρυ χαράς κύλησε απ’ τα μάτια της.
Άπλωσε κι αυτός τα χέρια του, δισταχτικά στην αρχή. Στο τέλος την τύλιξε και την έσφιξε στην
αγκαλιά του.

171
- 23 -

Ο Γιώργης πήγε στο χωριό την Κυριακή των Βαΐων. Η Τασία τον υποδέχτηκε μέσα στην
τρελή χαρά. Φέτος που θα ‘ρθει κι ο Πάνος, θα το γλεντήσουμε για τα καλά, έλεγε. Και σχε-
δίαζε τις πίτες που θα ‘φτιαχνε, και τα γλυκά, κι ότι άλλο βάζει ο νους σου.
Μη ρωτάς πως θα περάσουμε, σκεφτόταν ο Γιώργης, αλλά δεν ήθελε να πει τίποτα, μην
την κακοκαρδίσει. Αυτός πάντως είχε αποφασίσει πως, Μεγάλη Πέμπτη το πολύ, θα ‘φευγε. Δε
θα καθόταν εκεί, σύγκρυο τον έπιανε όταν σκεφτόταν τους Πασχαλιάτικους χορούς και τα τρα-
γούδια. Βασάνιζε μόνο το μυαλό του να βρει πώς θα τους το πει. Τώρα που μετά από τόσα
χρόνια θα ερχόταν κι ο αδερφός του, αυτός θα ‘φευγε; ανάποδα θα το ‘παιρναν. Έπρεπε λοιπόν
να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία. Βόλευε λιγάκι που ήταν κι ο γάμος στη μέση, τον είχαν κανο-
νίσει κιόλας με την Ελένη για τα μέσα του Μάη. Κάπως λοιπόν θα τα μπάλωνε. Και για το
εγγόνι που θα τους έκανε; να το πει; όχι αυτό θα τ’ άφηνε, φτάνει ο γάμος προς το παρόν, ας
μην τους πέσουν μαζεμένα. Άλλωστε μπορεί και να το καταλάβαιναν μόνοι τους, η κοιλιά της
Ελένης είχε κιόλας πάρει να φουσκώνει.
Τώρα όμως είχε κι άλλη σκοτούρα. Τη Ρούσα. Ο πατέρας του τον είχε πάρει τηλέφωνο
για να του πει πως η φοράδα ήταν στα τελευταία της. Δεν πάει άλλο, του είχε πει, δεν μπορεί
ούτε να φάει πια, μέρες μετράει. Πρέπει να ‘ρθεις, να πάμε να την κυλήσουμε στο Ζάλχα, δεν
υπάρχει άλλη λύση, έτσι και ψοφήσει μέσα στο κατώι τι θα την κάνουμε; θα την πήγαινα μόνος
μου, αλλά δε μ’ αφήνει ούτε να την πλησιάσω. Δεν ξέρω τι έχει πάθει, μόλις πάω κοντά της
αφηνιάζει, πάει να με δαγκώσει, θα με κλώτσαγε σίγουρα, αλλά φαίνεται πως δεν έχει το
κουράγιο. Αν κάποιος μπορεί να το κάνει, εσύ είσαι αυτός Γιώργη, είπε ο γέρος.
Τη Ρούσα. Τη Ρούσα του. Που αυτός τη μεγάλωσε. Σαν χτες θυμάται τη μέρα που, δεκά-
χρονο παιδί, τον φώναξε ο πατέρας του να δει το νιογέννητο πουλάρι. Ένα βρεγμένο κλαράκι
ήτανε που έτρεμε προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του.
- Βλέπεις Γιώργη; η φοράδα μας γέννησε. Κοίταξέ την τη νέα φοραδίτσα πόσο όμορφη
είναι. Τη θέλεις; αν τη θέλεις είναι δική σου.
Η καρδιά του πετάρισε. Αν τη θέλει λέει. Πρώτη φορά, στα δέκα χρόνια της ζωής του,
του χάριζαν κάτι τόσο σπουδαίο.
- Πατέρα, πώς θα την πούμε;
- Λέω να την πούμε Ρούσα, όπως το χρώμα της. Είσαι σύμφωνος;
Σύμφωνος ήταν, γιατί όχι; άλλωστε δεν ήταν μαθημένος να τον ρωτάνε και ν’ αποφα-
σίζει, οι άλλοι αποφάσιζαν, οι μεγάλοι, αυτοί ήξεραν καλύτερα, τι να ξέρει ένα μικρό παιδί. Σ’
αυτόν έφτανε, που, επίσημα, ο πατέρας τον ονομάτισε αφεντικό της φοραδίτσας, ήταν δικιά
του, όλα τ’ άλλα ήταν λεπτομέρειες. Όπως και να το κάνουμε δεν ήταν μικρό πράγμα, δίκαια
φούσκωνε από περηφάνια. Και δεν ήξερε πως ήταν τυχερός που του τη χάρισε, γιατί, πριν απ’
αυτόν, ο Ηρακλής είχε φωνάξει τον Πάνο, σαν μεγαλύτερος που ήταν. Αυτός όμως αδιαφόρησε,
σιγά που θα καθόταν ν’ ασχολείται με τις φοράδες.

172
Το μυαλό του Γιώργη ήταν πια συνέχεια εκεί, στο ακριβό του απόχτημα. Πού τον
έχανες, πού τον έβρισκες, μαζί με τη Ρούσα. Μόλις τέλειωνε το σχολείο, πριν πάει σπίτι για το
μεσημεριανό, πέρναγε να δει τι κάνει, της χάϊδευε λίγο το λαιμό, της ψιθύριζε στ’ αυτί τ’ όνομά
της. Έκλεβε απ’ το σπίτι ζάχαρη και της έδινε, την πήγαινε μόνος του στην ποτίστρα να πιει
νερό, δεν χρειαζόταν ούτε σκοινί, ούτε καπίστρι, ακουμπούσε μόνο το χέρι του στο λαιμό της
και βάδιζαν πλάι-πλάι σαν καλοί φίλοι.
Ψήλωνε αυτή γρήγορα, τον είχε περάσει κιόλας το Γιώργη, η χαίτη της μάκρυνε, το
κεφάλι ψηλά, πανέμορφο και περήφανο. Κι όταν πια μεγάλωσε η Ρούσα, κι έγινε φοράδα κανο-
νική, δεν του ‘κανε καρδιά να της βάλουν σαμάρι, δεν είναι γαϊδούρι να την πατάει το σαμάρι
στο λαιμό, δεν της πάει να σκύβει το κεφάλι, έτσι είπε. Βέβαια ο Ηρακλής δεν είχε σκοπό να
δώσει ένα σκασμό λεφτά για ν’ αγοράσει σέλλα, ο Γιώργης όμως δεν τη χρειαζόταν τη σέλλα,
παίζοντας με τη Ρούσα ανέβηκε για πρώτη φορά στη γυμνή της ράχη, έρποντας σιγά-σιγά με
την κοιλιά. Την είδε που δεν αντέδρασε, ήταν μέρος του παιχνιδιού κι αυτό, οπότε την καβά-
λησε κανονικά, και την άφησε να κάνει δειλά-δειλά τα πρώτα της βήματα. Το κορμί της
ζέσταινε το εσωτερικό των ποδιών του, το κοντό παντελονάκι του άφηνε να νιώθει τον ιδρώτα
της στο δέρμα του, ανατριχίλα τον διαπέρασε. Άρπαξε τη χαίτη της με τα χέρια, έσφιξε λίγο τα
πόδια του, ξεκίνησε αυτή ένα τροχαδάκι, σιγανό, ανάλαφρο σαν αεράκι. Μεθυσμένος από χαρά
έσφιξε κι άλλο τα πόδια, κατάλαβε η Ρούσα, το τροχαδάκι έγινε καλπασμός, έφυγε σαν σαΐτα,
γαντζώθηκε ο Γιώργης πάνω της, παιδί κι άλογο έγιναν ένα, σε τέλεια ισορροπία, σε απόλυτη
αρμονία.
Από τότε η εικόνα του Γιώργη πάνω στη Ρούσα ήταν μια γνώριμη εικόνα στο χωριό.
Όπου κι αν ήθελε να πάει, όταν ήταν μπορετό, καβάλα πήγαινε. Ισορροπούσε με άνεση στη
γυμνή της ράχη, της φόρεσε μόνο χαλινάρια για να ‘χει αυτός την καθοδήγηση, το μικρό του
βάρος ήταν παιχνιδάκι για το ρωμαλέο άτι, ούτε που τον ένιωθε στον καλπασμό. Μόλις
εύρισκαν ανοιχτό χώρο έσφιγγε λίγο τα πόδια ο Γιώργης, έδινε το σύνθημα, σηκωνόταν η
Ρούσα στα τέσσερα.
Όταν πήγε στο γυμνάσιο της φόρεσε και σαμάρι ο Ηρακλής, δε θα τάιζε κοτζάμ φοράδα
μόνο για τις βόλτες του μικρού, τη χρειαζόταν και για τις δουλειές. Κάθε φορά όμως που ο
Γιώργης ανέβαινε στο χωριό, πήγαινε κατ’ ευθείαν να τη δει. Τον κοίταζε με τα μεγάλα της
μάτια κι ήταν λες και τον προκαλούσε να βγουν βόλτα, να καλπάσουν μαζί στη δημοσιά, να
νιώσουν την ελευθερία του ανέμου. Και ποτέ δεν της χάλαγε το χατίρι.
Και τώρα; τώρα θα την οδηγήσει και στο θάνατο. Σ’ αυτόν πέφτει ο κλήρος, πρέπει να
βρει το κουράγιο να το κάνει, δεν υπάρχει άλλη λύση. Αυτή είναι η μοίρα των ζωντανών πλα-
σμάτων. Με το που έφτασε στο χωριό, χαιρέτησε τους δικούς του και κατέβηκε στο κατώι. Την
πλησίασε και δεν την είδε ν’ αντιδρά, είχε δίκιο ο γέρος που έλεγε ότι μ’ αυτόν δεν θα αφή-
νιαζε. Άπλωσε το χέρι του στη ράχη της, τη χάιδεψε. Πλησίασε στο κεφάλι, και την άφησε να
το τρίψει στο στήθος του. Την κοίταξε στα μάτια αλλά δεν είδε τα μάτια που ήξερε, είχαν
θολώσει τώρα. Πάλι δίκιο είχε ο γέρος, μέρες μέτραγε. Μπορεί και ώρες. Έπρεπε να βιαστεί,
αλλά δεν το αποφάσιζε, είπε ν’ αναβάλει το μοιραίο. Ας την αφήσει λίγο ακόμα. Ανέβηκε στο
σπίτι, κι ο πατέρας του τον ρώτησε μόνο.
-Την είδες;
Ο τόνος της φωνής του ήταν σαν να του ‘λεγε: καλά δε στα ‘λεγα;
Ο Γιώργης κούνησε μόνο το κεφάλι του κι έκατσε. Η Τασία ήταν στην κουζίνα, οι δυό
τους κάθονταν εκεί, αμίλητοι. Ο γέρος καταλάβαινε πως ο γιος του στενοχωριέται, αλλά δεν

173
ήξερε τι να του πει. Ποτέ του δεν ήξερε τι να πει στο Γιώργη, τώρα θα ‘βρισκε; Μέχρι που,
μέσα στη σιωπή, ακούστηκε να ‘ρχεται από κάτω κάτι σαν ένα πνιχτό βογγητό.
-Είναι κάποιες μέρες που κάνει έτσι, είπε ο Ηρακλής. Υποφέρει η καημένη.
-Δίκιο έχεις, είπε ο Γιώργης, δεν είναι να μένει άλλο. Αύριο πρωί-πρωί θα το κάνω.
-Θέλεις να πάμε μαζί;
-Όχι, καλύτερα μόνος μου. Θα είναι πιο ήμερη.
Κι ενώ είχε σκοπό να τους μιλήσει την ίδια μέρα για το γάμο, είπε να το αφήσει κι αυτό
γι’ αργότερα. Να ξεμπερδέψει πρώτα μ’ αυτή την ιστορία με τη Ρούσα.
Καμιά τρακοσαριά μέτρα πέρα απ’ το χωριό και λίγο πιο ψηλά, στην πλαγιά του
βουνού, υπάρχει ένα μικρό, στενόμακρο πλάτωμα. Στην άκρη αυτής της ισιάδας χάσκει
κατακόρυφος ένας φοβερός γκρεμός, ο «Ζάλχας». Η ρεματιά που κατεβαίνει απ’ το βουνό είχε
βρει στην περιοχή αυτή μαλακό κοκκινόχωμα και το νερό που κύλαγε, χιλιάδες χρόνια τώρα,
έσκαψε βαθιά, τρώγοντας λίγο-λίγο το μαλακό χώμα, μέχρι που, καμιά εκατονπενηνταριά
μέτρα χαμηλότερα, βρήκε σκληρό πέτρωμα και σταμάτησε τη διάβρωση. Έτσι προέκυψε ο
Ζάλχας, που, κύριος οίδε από πού βγήκε το όνομά του. Όταν στεκόσουν στο χείλος του, σ’
έπιανε δέος. Κι αν έβαζες φωνή, σου αποκρινόταν το φαράγγι, γύριζε πίσω ο αντίλαλος, γι’
αυτό κι οι χωριανοί, το κομμάτι αυτό του ρέματος το ονομάτισαν «Κουβεντόρεμα». Ο μύθος
λέει πως δεν είναι η ηχώ της δικής σου φωνής αυτό που ακούς, αλλά η φωνή του γέρο-Τάσιου,
που είχε χαθεί στον γκρεμό ετούτο, κι η ψυχή του τριγυρίζει μέσα στη ρεματιά, χωρίς να μπορεί
να βρει αναπαμό. Τα παλιά χρόνια είχαν γίνει αυτά, πόσο παλιά κανένας δεν ξέρει. Και λέει
επίσης ο μύθος, πως δεν έπεσε μόνος του ο γέρο-Τάσιος, έβαλε η Τάσαινα το χεράκι της, μιας
και δεν μπορούσε άλλο ν’ αντέξει τα μεθύσια του και το ξύλο που της έριχνε. Κανένας όμως
δεν της έριξε φταίξιμο, μεθυσμένος θα ήταν κι έπεσε, είπαν όλοι. Γι’ αυτό και η ψυχή του δεν
αναπαύτηκε ποτέ, παρά βολοδέρνει εκεί, και φωνάζει τους περαστικούς ζητώντας δικαίωση.
Αυτά λέει ο μύθος, και κανένας δεν ξέρει αν, ανάμεσα στα κόκκαλα των ζώων, που ασπρίζουν
στο βάθος του γκρεμού, είναι και τα κόκκαλα του όποιου γέροντα. Ποιος να τολμήσει να
κατέβει εκεί; Το μόνο σίγουρο είναι πως το μέρος αυτό είναι ένας σύγχρονος καιάδας, και τα
γέρικα ζωντανά, αυτά που δεν έχουν πια άλλη χρησιμότητα, οδηγούνται εκεί απ’ τους ανθρώ-
πους και σπρώχνονται στο γκρεμό, για να πορευτούν τη δική τους μακαρία οδό, αν βέβαια
υπάρχει τέτοια οδός για τα ζωντανά και δεν είναι οι άνθρωποι αυτοί που έχουν την αποκλει-
στικότητα.
Εκεί θα πήγαινε και τη Ρούσα ο Γιώργης. Όλη τη νύχτα την έβγαλε μέσα σε φοβερή
αγωνία. Κοιμόταν για λίγο και κάθε τόσο ξύπναγε ιδρωμένος. Εφιάλτες τάραζαν τον ύπνο του,
που τους ξέχναγε όμως με το που ξύπναγε. Και μέχρι να καταφέρει να κλείσει πάλι τα μάτια, το
μονότονο βογγητό της Ρούσας ανέβαινε σαν παράπονο απ’ το κατώι, και η ψυχή του μάτωνε.
Σιμά το πρωί, σκοτάδι ακόμα, σηκώθηκε. Έφτιαξε έναν καφέ και βγήκε στο μπαλκόνι.
Η νύχτα ήταν αφέγγαρη, ο καιρός καθαρός και μαλακός. Στην απόλυτη σιγαλιά ακουγόταν
μονάχα οι καντρίλιες ενός αηδονιού, που, κάπου εκεί κοντά, μέσα στα χαμόκλαδα και τα βάτα
στις άκρες του κήπου τους, είχε στήσει τη φωλιά του. Τραγούδαγε στο ταίρι του το μικρο-
σκοπικό πουλάκι, περήφανο και χαρούμενο για τους απογόνους που θα έρχονταν σε λίγο στον
κόσμο. Του Γιώργη η καρδιά ήταν βαριά όμως, δεν μπορούσε να συμμεριστεί τη χαρά του
μικρού τραγουδιστή, ούτε ν’ απολαύσει τη θεία φωνή του. Και τον καφέ, φαρμάκι τον ένιωθε
στη γλώσσα του.

174
Σε λίγο πήρε ν’ ασπρογαλαζιάζει ο ουρανός, το σκοτάδι υποχωρούσε, τ’ αστέρια
έσβηναν ένα-ένα. Βγήκε στο μπαλκόνι και η Τασία, με τη μακριά της νυχτικιά και τα γκρίζα της
μαλλιά ξέπλεκα, και ρώταγε κάπως αλαφιασμένη το γιό της, μην έπαθε τίποτα και σηκώθηκε
έτσι αξημέρωτα.
-Τίποτα μάνα, μην ανησυχείς, είπε αυτός, βγήκα ν’ ακούσω τ’ αηδονάκι.
Την έπιασε και την τράβηξε κοντά του, πέρασε το χέρι του στη μέση της έτσι όπως ήταν
καθιστός, της έτριψε λίγο την πλάτη. Ξαφνιασμένη αυτή απ’ τη σπάνια αυτή χειρονομία τρυφε-
ρότητας του Γιώργη, άπλωσε δειλά το χέρι της και του χάιδεψε λίγο τα μαλλιά.
Ξημέρωσε πια για τα καλά. Ήρθε η ώρα, ότι είναι να γίνει, ας γίνει. Είχε ξυπνήσει κι ο
Ηρακλής, και ρώτησε για μια φορά ακόμα αν ήθελε να πάνε μαζί, αλλά ο Γιώργης και πάλι το
αρνήθηκε. Κατέβηκε στο κατώι, πλησίασε τη Ρούσα, πέρασε το χέρι του στη ράχη της, της
έδωσε λίγη ζάχαρη. Πήρε το καπίστρι απ’ το καρφί του τοίχου που το κρέμαγαν, της το φόρεσε.
Άνοιξε την πόρτα του στάβλου και την τράβηξε έξω, μιλώντας της σιγά και τρυφερά, σαν σε
μικρό παιδί. Πήραν το δρόμο, διέσχισαν το χωριό προς τα πάνω. Απ’ την κορφή του οικισμού
ξεκίναγε το κάπως ανηφορικό μονοπάτι που έβγαζε στον Ζάλχα. Ανέβηκαν σιγά-σιγά, χωρίς
βιασύνη, διαδρομή πέντε λεπτών την έκαναν πάνω από τέταρτο. Η Ρούσα ακολουθούσε, αγκο-
μαχώντας στην ανηφοριά, αλλά χωρίς αντίσταση. Μόλις έφτασαν στην άκρη της ισιάδας στα-
θηκαν. Της έβγαλε ο Γιώργης το καπίστρι και το πέταξε. Της πέρασε στα μάτια το κάλυμμα που
είχε ετοιμάσει η Τασία από σκούρο χοντρό πανί. Αγκάλιασε το κεφάλι της, φίλησε τη μουσού-
δα της. Στο τέλος ακούμπησε το χέρι του στο λαιμό της, όπως τότε που ήταν μικρό πουλάρι, κι
έκαναν τα τελευταία μέτρα βαδίζοντας πλάι-πλάι. Πλησιάζοντας τον γκρεμό, της άφησε το
λαιμό, τη χτύπησε χαϊδευτικά στα καπούλια με την παλάμη του, κι η Ρούσα, αποφασιστικά,
χωρίς δισταγμό, μιας και το αγαπημένο χέρι της είχε δείξει το δρόμο, προχώρησε μόνη να συνα-
ντήσει τη μοίρα της.
Την ώρα ακριβώς που πήρε να πέφτει, εκείνο το δευτερόλεπτο του μετέωρου βήματος,
μόλις ένοιωσε το κενό κάτω απ’ το πόδι της, ένα μακρόσυρτο χλιμίντρισμα βγήκε από μέσα
της. Δεν ήταν χλιμίντρισμα αλογίσιο αυτό, ένα παράπονο ήταν, ένα κλάμα πνιχτό, ένας λυγμός
ανθρώπινος. Αυτό το τελευταίο παράπονο άφησε μόνο και προχώρησε στο επόμενο βήμα,
χωρίς να δειλιάσει, χωρίς κανένα πισωπάτημα, χωρίς έστω ένα μικρό σταμάτημα. Και γκρεμο-
τσακίστηκε στο βάραθρο.
Ανατρίχιασε ο Γιώργης, η ψυχή του σπαρτάρισε. Στεκόταν στο χείλος εκείνης της
αβύσσου, χωρίς να κοιτάζει κάτω, χωρίς να βλέπει καν το μικρό συννεφάκι σκόνης που
ανέβαινε. Συλλογιζόταν μόνο αυτόν τον τελευταίο λυγμό. Έκλαιγε τάχα το άλογο για τη ζωή
του που τέλειωνε; έκλαιγε γιατί ο έμπιστος φίλος του το είχε προδώσει, οδηγώντας το στο
γκρεμό; αναρωτιόταν. Μπορεί, σκέφτηκε, να έκλαιγε και γι’ αυτά. Αλλά του Γιώργη του φαι-
νόταν πως πιο πολύ έκλαιγε και για όλα τ’ άλλα, εκείνα που είχαν χαθεί πια, για έναν κόσμο
που τελείωσε οριστικά. Τον κόσμο της υπαίθρου, με τις μικρές κοινωνίες των ορεινών χωριών.
Κοινωνίες που, αποκομμένες στα βουνά, χωμένες σε ρεματιές ή σκαρφαλωμένες σε απότομες
πλαγιές, διέγραψαν μέσα στους αιώνες τη δική τους πορεία, αυτόνομη οικονομικά, κοινωνικά
και πολιτιστικά. Κοινωνίες που οι άνθρωποι είχαν ανάγκη τα άλογα, και τα πρόσεχαν το ίδιο
όπως τα παιδιά τους. Κοινωνίες που έφτασε τώρα το τέλος τους, το σιδερένιο χέρι της ιστορίας
τις οδηγεί στην εξαφάνιση. Την ψυχανεμίστηκε το άλογο ζώο την ανεπίστρεπτη πορεία, ήθελε
να σκέφτεται ο Γιώργης, την ένιωσε από ένστικτο και κατάλαβε πως ήταν μάταιο να κάνει μια

175
προσπάθεια να τη σταματήσει. Δεν έκανε λοιπόν καμιά κίνηση για να σωθεί, άφησε τη μοίρα
του να το παρασύρει, στέλνοντας μόνο, σαν μήνυμα, αυτόν τον τελευταίο λυγμό.
Την ώρα εκείνη έσκασε απ’ την κορυφογραμμή του απέναντι βουνού, στ’ αριστερά του,
η πρώτη αχτίνα του ήλιου και τον χτύπησε. Γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Η λίγη σκόνη,
που είχε σηκώσει η πτώση του αλόγου, ανέβαινε ακόμα, και φαινόταν έντονα τώρα, καθώς
χρύσιζε μέσα στο φως. Ο ήλιος σηκωνόταν γοργά, μεγαλόπρεπος και ζωοδότης, στέλνοντας τη
θέρμη του. Τίποτα δεν έχει τελειώσει, ήταν σαν να ‘λεγε η θέρμη αυτή, η ζωή συνεχίζεται. Ο
Γιώργης όμως δεν την ένιωθε. Η ψυχή του ήταν κρύα. Το χλιμίντρισμα της Ρούσας αντηχούσε
ακόμα στ’ αυτιά του. Αν κάνω κι εγώ ένα βήμα; πέρασε η σκέψη σαν αστραπή απ’ το μυαλό
του, αλλά μια ανατριχίλα τον έκανε να μαζευτεί. Όχι, όχι, δεν είναι λύση αυτή.
Δεν έλεγε όμως και να ξεκολλήσει απ’ την άκρη του γκρεμού. Στεκόταν εκεί, λες κι
ήταν πάνω σ’ ένα ψηλό βάθρο, έτοιμος να ξαπολύσει το δριμύ του κατηγορώ ενάντια σε όσους
έβαλαν το χέρι τους για να σβήσει ο κόσμος που αυτός μεγάλωσε. Αλλά ποιος ο λόγος; μήπως
νοιάζεται κανείς;
Γύρισε πάλι και κοίταξε τον ήλιο. Το φως τον τύφλωσε, ένιωσε πως το κεφάλι του
γύριζε, το μυαλό του σκοτείνιασε. Σκοτείνιασε και η πλάση γύρω του, δεν έβλεπε και δεν
άκουγε τίποτα. Το επόμενο δευτερόλεπτο βρέθηκε κι ο ίδιος στο κενό.

Μεγάλη Πέμπτη κηδεύτηκε ο Γιώργης. Έλαχε να ‘ναι Πρωτομαγιά εκείνη τη χρονιά, κι


ήταν, θα μπορούσε να πει κάποιος που θα ήθελε να κρατάει μιαν ελπίδα, σαν να ‘κανε έτσι την
τελευταία του εκδρομή, μια εκδρομή προς τον ουρανό. Κι ας ήταν μια εκδρομή «αλλόκοτη»,
μια πορεία προς το πουθενά.
Από τη Δευτέρα το απόγευμα, που τον έβγαλε απ’ το φαράγγι η πυροσβεστική, χρειά-
στηκε να γίνουν ένα σωρό διατυπώσεις. Ο αστυνόμος της περιοχής απαίτησε να γίνει νεκροψία.
Προσπάθησαν κάποιοι να τον πείσουν πως δε χρειάζεται, μην ταλαιπωρείται άδικα η οικο-
γένεια, ήταν φανερή η αιτία του θανάτου, αυτός όμως ήταν άκαμπτος στην τήρηση του κανο-
νισμού και τις εντολές που είχε απ’ την εισαγγελία για παρόμοιες περιπτώσεις.
Ο Ηρακλής ήταν που τον βρήκε πρώτος. Είδε πως ο Γιώργης δε γύρισε γρήγορα, δεν
ανησύχησε όμως αμέσως, σκέφτηκε πως μπορεί να πήρε πάλι τα βουνά. Δε θα ‘ταν η πρώτη
φορά άλλωστε, και τώρα υπήρχε και η αιτία. Ας πάει να ξεδώσει λίγο. Όσο πέρναγε η ώρα
όμως, κάτι τον έτρωγε μέσα του, κι έτσι, κατά το γιόμα, αποφάσισε να πάει να ρίξει μια ματιά.
Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά να ησυχάσει κι ο ίδιος. Ανέβηκε το μονοπάτι, έφτασε στο ίσιωμα. Τα
χνάρια του αλόγου διακρίνονταν καθαρά, και δίπλα τους, πού και πού, και χνάρια ανθρώπινα.
Τ’ ακολούθησε μέχρι την άκρη του γκρεμού, στάθηκε και κοίταξε κάτω, βάζοντας το χέρι
αντήλιο, για να καταφέρει να συγκεντρώσει καλύτερα το βλέμμα του. Λίγο έλειψε να βρεθεί κι
αυτός στο κενό, όταν κατάλαβε πως εκεί κάτω χαμηλά, δίπλα στη Ρούσα, ήταν και το σώμα του
Γιώργη. Έβγαλε σπαραχτική φωνή, αλλά μόνο ο αντίλαλος της ρεματιάς του απάντησε.
Στην κηδεία ο κόσμος ήταν πολύς. Εκτός απ’ τους χωριανούς, που ήταν κάμποσοι γιατί
είχαν μαζευτεί για τις γιορτές, υπήρχαν και πολλοί απ’ τα γύρω χωριά που ήξεραν τον Ηρακλή.
Και πολλοί συνάδελφοι του Γιώργη, τόσο πολλοί, που ο ίδιος ποτέ του δε θα το περίμενε. Μέσα
στα τεφτέρια του ο Ηρακλής βρήκε και το τηλέφωνο του Κώστα, που το είχε κρατημένο από
τότε που τον είχαν φιλοξενήσει. Δεν είχε κάποιο κακό προαίσθημα τότε. Έτσι, χωρίς κάποιο
συγκεκριμένο λόγο, ζήτησε να ‘χει το τηλέφωνο του Κώστα. Είχε σκεφτεί, μόνος του είναι ο
Γιώργης, μπορεί καμιά φορά να τον ψάχνω και να μην τον βρίσκω, ας έχω και με κάποιον

176
γνωστό του επαφή. Πού να ‘ξερε ότι θα το χρειαζόταν να ειδοποιήσει τους συναδέλφους του
γιου του για το θάνατό του. Κι απ’ τον έναν στον άλλον, μαθεύτηκε το θλιβερό νέο σαν
αστραπή. Όλοι εξέφραζαν τη λύπη τους, όλοι είχαν ένα λόγο συμπόνιας. Ο Καναβράς;
ατύχημα; τι λες ρε παιδί μου. Πω, πω. Ναι, θα πάμε, δε γίνεται να μην πάμε. Να μην αφήσουμε
και την Ελένη μόνη της.
Ένας ανέλαβε να εκφωνήσει και τον επικήδειο. Μίλησε με συγκινητικά λόγια για το
Γιώργη, για τη σοφία του, την καλοσύνη του, την πραότητά του. Όλα τα προτερήματα του
κόσμου τα είχε, σύμφωνα με τον ομιλητή, κι όσο κι αν έψαχνε, είπε, ψεγάδι δεν του ‘βρισκε.
Ο Ηρακλής απ’ την αρχή τη γνώρισε την Ελένη, τη θυμήθηκε από εκείνη την πρώτη και
μοναδική φορά που την είχε δει. Κι ίσως ήταν ο μόνος που πρόσεξε και τη φουσκωμένη της
κοιλιά. Μετά το ξόδι, όταν όλα είχαν τελειώσει και τους έφευγε η ένταση των ημερών πίνοντας
τον καφέ της παρηγοριάς, την πλησίασε. Με ερωτηματικό βλέμμα έδειξε την κοιλιά της. Συνεν-
νοήθηκαν αμέσως, δε χρειάζονταν λόγια.
-Ναι του Γιώργη είναι, είπε χαμηλόφωνα αυτή.
Βούρκωσαν τα μάτια του γέροντα. Θυμήθηκε το γιο του μωρό. Αυτός ήθελε να κάνει
πολλά παιδιά, να κάνει γιούς, που θα κάνουν το σόι τους τρανό και δυνατό, μιας κι απ’ τα δικά
του αδέρφια μόνο αυτός επιβίωσε. Και οι δύο πρώτοι τον είχαν ενθαρρύνει πως θα τα κατα-
φέρει, θα γεμίσει τον τόπο σερνικά. Δεν τον άφησαν οι καταστάσεις όμως, βυζανιάρικο τριών
μηνών ήταν ο Γιώργης όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος του σαράντα και τον επιστράτευσαν τον
Ηρακλή. Πλάκωσαν μετά κατοχές, αντάρτικα, εμφύλιοι, δεν ήξεραν τι τους ξημέρωνε, για
γκαστριές και γεννητούρια ήταν;
-Έκανα υπερηχογράφημα, ο γιατρός λέει πως είναι αγόρι, έκοψε τις σκέψεις του η
Ελένη. Αν είναι έτσι και δεν έχει κάνει λάθος, θα το πω Γιώργη. Και σκέφτομαι, αν δεν έχετε
και σεις αντίρρηση, να κανονίσω να πάρει και το επίθετο Καναβράς.
Ούτε που είχε ξανακούσει τη λέξη υπερηχογράφημα ο Ηρακλής. Κι ούτε ήξερε πως η
επιστήμη έχει φτάσει πλέον ως εκεί, να μπορείς να δεις αν θα γεννηθεί αγόρι ή κορίτσι. Αλλά τι
τον ένοιαζε; αφού το λέει ο γιατρός έτσι θα ‘ναι. Αγόρι. Ο γιός του Γιώργη. Και μήπως έχει
αντίρρηση, λέει, για το όνομα. Άκου πράγματα. Γιατί να ‘χει αντίρρηση; κάθε άλλο, σαν θαύμα
το βλέπει. Με το που χάσανε το Γιώργη, μπαίνει άλλος στη θέση του. Όπως κι ο ίδιος είχε μπει
κάποτε στη θέση του άλλου Γιώργη, εκείνου που τον πλάκωσε το κούτσουρο. Η μοίρα τους το
‘χει φαίνεται των Γιώργηδων, να πηγαίνουν σκοτωμένοι. Αλλά και σε πείσμα αυτής της κακής
μοίρας, το Καναβρέικο αντιστέκεται, δεν αφήνει την αλυσίδα να σπάσει. Να δούμε στο τέλος
ποιανού θα του περάσει.
Σύγκρυο τον έπιασε μ’ αυτές τις σκέψεις. Όχι, δε γίνεται, εδώ πρέπει να σταματήσει το
κακό. Έπιασε την Ελένη και την αγκάλιασε.
-Θέλω να μου δώσεις το τηλέφωνό σου, της είπε. Να ‘ρχομαι να το βλέπω όταν
γεννηθεί. Όσο τουλάχιστον είμαι ζωντανός, και με βαστάνε τα ποδάρια μου.
Ξάφνου ένιωσε πολύ κουρασμένος. Έκατσε. Άκουσε τον Πάνο, λίγο πιο ‘κει, να δίνει τη
δική του άποψη, για το τι μπορεί να συνέβη.
-Άμα δεν προσέχεις, αυτά γίνονται, έλεγε ο Πάνος. Απρόσεχτος κι αφηρημένος ήταν
πάντα ο Γιώργης, δε θα ‘χε το νου του και τον πήρε σβάρνα η φοράδα. Δεν εξηγείται αλλιώς.
Ο Ηρακλής δεν ήξερε αν έτσι εξηγείται. Δεν ήξερε όμως ούτε κι αν ήθελε, καλά και
σώνει, να βρει κάποιαν εξήγηση.

177

You might also like