You are on page 1of 12

Η Πορεία Υλοποίησης της Οδηγίας 99/31 της Ε.Ε.

στην Ελλάδα

Αντώνης Μαυρόπουλος, Αντρέας Κουσκούρης, Φώτης Χάγιος


ΕΠΕΜ AE, Αχαρνών 141Β, 104 46 Αθήνα, τηλ. 210-8627598, e-mail: fchagios@epem.gr

Η παρούσα εργασία αποτυπώνει και αξιολογεί την πορεία υλοποίησης της οδηγίας 99/31 στην
Ελλάδα. Η εργασία βασίζεται στα πορίσματα της έρευνας “Study on the implementation of
Directive 1999/31 EC on the landfill of waste”, που εκπονήθηκε από ομάδα εταιρειών με τη
συμμετοχή και της ΕΠΕΜ ΑΕ για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την περίοδο Ιανουάριος
– Ιούλιος 2005. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα βασικότερα πορίσματα της εν λόγω εργασίας,
δομημένα γύρω από τους ακόλουθους άξονες: 1) Στοιχεία υφιστάμενης κατάστασης, 2) Θέματα
σχετικά με την προετοιμασία, κατασκευή και λειτουργία των έργων, 3) Θέματα σχετικά με τους
φορείς διαχείρισης και 4) Θέματα σχετικά με τη στρατηγική διαχείρισης των στερεών αποβλήτων

The Implementation of 99/31 Directive of E.U. in Greece


Antonis Mavropoulos, Adreas Kouskouris, Fotis Chagios
Β
EPEM SA, 141 Acharnon str, 104 46 Athens, tel. +30-2108627598, e-mail: fchagios@epem.gr

The scope of this paper is the recording of the progress of the harmonization of Greece with 99/31
directive. This paper is based on statistical data collected by EPEM in terms of the project: “Study
on the implementation of Directive 1999/31 EC on the landfill of waste” which was elaborated on
behalf of the EC between January and July of 2005. The conclusions of this study are presented
using the following structure: 1) Current situation of solid waste management sector in Greece, 2)
Issues regarding preparation, design, construction and operation of sanitary landfills, 3) Issues
regarding Greek solid waste management bodies and 4) Issues regarding strategies for the future
evolvement of solid waste management in Greece.
1. Εισαγωγή
Η κοινοτική οδηγία 99/31 αποτελεί βασικό στοιχείο των διαδικασιών σχεδιασμού Διαχείρισης
Στερεών Αποβλήτων (ΔΣΑ) (και όχι απλά ένα πλαίσιο προδιαγραφών για τους ΧΥΤΑ) και σε
συνάρτηση με τη θεσμοθέτηση του Περιφερειακού Σχεδιασμού ΔΣΑ προσδιορίζει εκ νέου το
πλαίσιο πολιτικής που οφείλει να διέπει τη ΔΣΑ. Η ΚΥΑ Η.Π. 29407/3508 (ΦΕΚ 1572Β, 16-12-
2002), με την οποία ενσωματώνεται στο ελληνικό δίκαιο η κοινοτική οδηγία 99/31 περί
υγειονομικής ταφής αποβλήτων:
• Δεσμεύει την χώρα στην εισαγωγή τεχνολογιών επεξεργασίας αποβλήτων με την
τοποθέτηση συγκεκριμένων στόχων σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα
• Κάνει πολύ αυστηρότερους τους κανόνες λειτουργίας των ΧΥΤΑ
• Εισάγει σημαντικές αλλαγές στην κοστολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών
• Απαιτεί σημαντική αναβάθμιση και μετασχηματισμό των φορέων διαχείρισης
• Απαιτεί αλλαγές στην διαδικασία σχεδιασμού και αδειοδότησης των έργων.

Η παρούσα εργασία αποτυπώνει και αξιολογεί την πορεία υλοποίησης της οδηγίας 99/31 στην
Ελλάδα. Η εργασία βασίζεται στα πορίσματα της έρευνας “Study on the implementation of
Directive 1999/31 EC on the landfill of waste”, που εκπονήθηκε από ομάδα εταιρειών με τη
συμμετοχή και της ΕΠΕΜ ΑΕ για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την περίοδο Ιανουάριος
– Ιούλιος 2005. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα βασικότερα πορίσματα της εν λόγω εργασίας
δομημένα γύρω από τους ακόλουθους άξονες:
1. Στοιχεία υφιστάμενης κατάστασης
2. Θέματα σχετικά με την προετοιμασία, κατασκευή και λειτουργία των έργων
3. Θέματα σχετικά με τους φορείς διαχείρισης
4. Θέματα σχετικά με τη στρατηγική διαχείρισης των στερεών αποβλήτων
2. Υφιστάμενη κατάσταση
2.1 Θεσμικό πλαίσιο
Σε επίπεδο θεσμικού πλαισίου, οι πλέον σημαντικές εξελίξεις την περίοδο 2002-2005 ήταν:
o Η θεσμοθέτηση του Περιφερειακού Σχεδιασμού Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΚΥΑ
αριθμ. Η.Π.50910/2727)
o Η έκδοση των Προεδρικών Διαταγμάτων για τα ειδικά στερεά απόβλητα
o Η έκδοση των προδιαγραφών για τις αποκαταστάσεις των Χώρων Ανεξέλεγκτης Διάθεσης
και τους μικρούς ΧΥΤΑ
Οι βασικές δράσεις που έγιναν για την υλοποίηση της κοινοτικής οδηγίας 99/31 στην Ελλάδα είναι:
o Η ΚΥΑ Η.Π. 29407/3508 (ΦΕΚ 1572Β, 16-12-2002), με την οποία ενσωματώνεται στο
ελληνικό δίκαιο η κοινοτική οδηγία 99/31 περί υγειονομικής ταφής αποβλήτων.
o Η εκπόνηση εθνικού σχεδίου για τη διαχείριση των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων [8]
o Η εκπόνηση τεχνικών προδιαγραφών για το σχεδιασμό των μικρών και απομονωμένων
ΧΥΤΑ [2]
2.2 Έργα ΔΣΑ
Σε σχέση με τα έργα διαχείρισης στερεών αποβλήτων, οι συνολικές δαπάνες από το Ταμείο
Συνοχής την περίοδο 2000 – 2006 ξεπερνούν τα 300 εκ. ευρώ [8]. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται η
κατάσταση των ΧΥΤΑ στην Ελλάδα, μέχρι τα μέσα του 2005.
Πίνακας 1: Οι ΧΥΤΑ στην Ελλάδα [8]

Κατασκευασμένοι ΧΥΤΑ υπό σχεδιασμό


Περιφέρεια ΧΥΤΑ ΧΥΤΑ εν λειτουργία ή κατασκευή
Αττική 1 1 3
Στερεά Ελλάδα 4 4 3
Πελοπόννησος 1 1 0
Δυτική Ελλάδα 1 1 6
Θεσσαλία 3 2 4
Κεντρική Μακεδονία 5 5 4
Δυτική Μακεδονία 1 0 0
Ανατολική Μακεδονία
- Θράκη 3 3 0
Ήπειρος 2 0 1
Ιόνια 4 4 1
Βόρειο Αιγαίο 0 0 4
Νότιο Αιγαίο 7 6 9
Κρήτη 11 9 1
Σύνολο 43 36 36

Τα σημαντικότερα νέα έργα ΧΥΤΑ (μη λαμβάνοντας υπόψη τις επεκτάσεις ήδη υφιστάμενων) που
έχουν δρομολογηθεί (με εγκεκριμένη χρηματοδότηση) παρουσιάζονται στον Πίνακα 2.

Πίνακας 2: Βασικά νέα έργα ΧΥΤΑ [8]

ΕΡΓΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟΤΗΤΑ (tn/έτος) ΜΕ ΑΝΑΔΟΧΟ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΔΟΧΟ


ΑΤΤΙΚΗ
ΧΥΤΑ Φυλής 1.072.500 Χ
ΧΥΤΑ Γραμματικού 127.500 Χ
ΧΥΤΑ Κερατέας 127.500 Χ
ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΧΥΤΑ Θήβας 20.000 Χ
ΧΥΤΑ Ιστιαίας 17.900 Χ
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
ΧΥΤΑ Τρικάλων 40.000 Χ
ΗΠΕΙΡΟΣ
Διανομαρχιακός ΧΥΤΑ 51.100 Χ
Ηπείρου
ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
ΧΥΤΑ Λέσβου 56.000 Χ
ΧΥΤΑ Λήμνου 10.000 Χ
ΧΥΤΑ Σάμου 17.500 Χ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΧΥΤΑ Θεσσαλονίκης 451.000 Χ
ΧΥΤΑ 2ης Διαχειριστικής 31.500 Χ
Ενότητας Ν. Χαλκιδικής
ΧΥΤΑ 3ης Διαχειριστικής 6.700 Χ
Ενότητας Ν. Χαλκιδικής
ΧΥΤΑ Κιλκίς 20.000 Χ
ΧΥΤΑ Έδεσσας 18.400 Χ
ΧΥΤΑ Νομού Σερρών 90.000 Χ
ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
ΧΥΤΑ Μυκόνου 10.500 Χ
ΧΥΤΑ Πάρου 12.000 Χ
ΧΥΤΑ Σύρου 11.900 Χ
ΣΥΝΟΛΟ: 2.192.000
Συγκρίνοντας την κατάσταση με το έτος 2002 [8] προκύπτει ότι την τριετία 2002-2005 έχουν
κατασκευαστεί 10 νέοι ΧΥΤΑ, ενώ μόνο 3 εξ’ αυτών βρίσκονται σε λειτουργία.

Από γεωγραφική άποψη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα σημαντικότερα κενά σε ΧΥΤΑ


εντοπίζονται σε Πελοπόννησο και Ανατολική Μακεδονία Θράκη.

Σε σχέση με τις μονάδες επεξεργασίας, σε πλήρη λειτουργία βρίσκεται μόνο η μονάδα των Χανίων
(δυναμικότητα 70.000 τόνοι/ έτος), ενώ η μεγάλη μονάδα της Αθήνας (δυναμικότητα περίπου
400.000 τόνοι/ έτος) παραμένει ακόμα σε καθεστώς δοκιμαστικής λειτουργίας. Η μονάδα της
Καλαμάτας (δυναμικότητα περίπου 15.000 τόνοι/ έτος) αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει σημαντικά
προβλήματα με αποτέλεσμα να μην θεωρείται ότι έχει κάποια συνεισφορά στα θέματα
επεξεργασίας.

Σημαντική εξέλιξη των τελευταίων ετών αποτελεί η συγκροτημένη προσπάθεια για την
ανακύκλωση των υλικών συσκευασίας που προωθείται κυρίως από την Ελληνική Εταιρεία
Αξιοποίησης και Ανακύκλωσης (ΕΕΑΑ) σε συνεργασία με τους ΟΤΑ, καθώς και η δρομολόγηση
σημαντικών προσπαθειών στην ανακύκλωση ειδικών κατηγοριών διαχείρισης στερεών αποβλήτων.
Σε πρόοδο βρίσκεται και η ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Εναλλακτικής Διαχείρισης
Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (ΕΟΕΔΣΑΠ) που θα συμβάλλει σημαντικά στη θεματική
στρατηγική για την πρόληψη και ανακύκλωση αποβλήτων που εγκρίθηκε απ’ την ΕΕ.

Στον Πίνακα 3 παρουσιάζονται τα έργα ανακύκλωσης που προωθούνται από την ΕΕΑΑ (με τον
εξυπηρετούμενο πληθυσμό και τις ανακτώμενες ποσότητες ανακυκλώσιμων), ενώ υπάρχουν και
άλλα έργα που λειτουργούν από μεμονωμένους φορείς.

Πίνακας 3: Έργα της ΕΕΑΑ [8]

ΕΡΓΑ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ – ΑΝΑΚΤΩΜΕΝΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ
Αθήνας – Πάτρας – Ζακύνθου – Χανίων - Πιερίας 743.000 κάτοικοι - 19.250 τόνοι /έτος Λειτουργούν
Δυτικής Θεσσαλίας – Καλαμάτας – Κέρκυρας – 965.000 κάτοικοι - 22.400 τόνοι/ έτος Άμεση έναρξη
Λαμίας – Ηρακλείου - Θεσσαλονίκης
Θέρμης – Ελευσίνας Προετοιμάζεται

Τέλος, πολύ σημαντική εξέλιξη αποτελεί η δρομολόγηση του σημαντικού προγράμματος


αποκαταστάσεων των ΧΑΔΑ από το ΥΠΕΧΩΔΕ [8], συνολικού ύψους 80 εκ. ευρώ, ως το 2008.

3. Εμπειρίες από την προετοιμασία, υλοποίηση και λειτουργία των έργων


Η οδηγία 99/31, απλά ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία (με την 29407/02) χωρίς όμως
αυτή να εξειδικευτεί σε στρατηγική η οποία θα προκύπτει από μια λεπτομερή εξέταση της
υφιστάμενης κατάστασης σε θέματα της προετοιμασίας και υλοποίησης των έργων διαχείρισης
στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα.

Η σημερινή κατάσταση όσον αφορά την προετοιμασία και το σχεδιασμό των έργων καθώς και της
μετέπειτα λειτουργίας τους παρουσιάζει τις παρακάτω αδυναμίες:
 Απουσία σχεδιασμού των έργων στα πλαίσια ολοκληρωμένων συστημάτων ΔΣΑ. Είναι
χαρακτηριστικό το ότι ενώ είναι σαφής η οδηγία στο θέμα της επεξεργασίας όλων των
στερεών αποβλήτων πριν την υγειονομική τους ταφή, όλοι οι Χ.Υ.Τ.Α. σχεδιάζονται χωρίς
να υπάρχει η πρόβλεψη μονάδας προεπεξεργασίας ή επεξεργασίας των αποβλήτων ή άλλου
εναλλακτικού συστήματος. Ο αποσπασματικός σχεδιασμός των έργων, αποκομμένων συχνά
από το υπόλοιπο σύστημα ΔΣΑ που θα υπηρετήσουν (ανακύκλωση, ΣΜΑ, μονάδες
επεξεργασίας κλπ) οδηγεί πολύ συχνά σε έργα υπερτιμημένα, στο όνομα των συντελεστών
ασφαλείας. Αυτή η αντιμετώπιση οδηγεί σε εσφαλμένες επιλογές, εφόσον το λειτουργικό
τους κόστος αντιμετωπίζεται απομονωμένο και όχι ως μέρος του λειτουργικού κόστους ενός
συστήματος. Επιπλέον, δεν γίνεται ανάλυση κόστους-οφέλους για τα επιμέρους συστατικά
στοιχεία ώστε να έχουμε βιώσιμους Χ.Υ.Τ.Α. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τεθούν ειδικοί
όροι στις εγκριτικές αποφάσεις σε ότι αφορά τα ειδικά απόβλητα και τα βιοαποδομήσιμα
γεγονός που οδήγησε σε σημαντικές καθυστερήσεις στην έκδοση των εγκριτικών
αποφάσεων του ΤΣ αλλά και μελλοντικά θέτει σε κίνδυνο την αποπληρωμή των έργων,
εφόσον οι όροι αυτοί είναι εξαιρετικά δύσκολο να ικανοποιηθούν στον χρονικό ορίζοντα
του 2006 [8].
 Δεν δίνεται έμφαση κατά το σχεδιασμό στις χημικοτεχνικές διεργασίες εντός του Χ.Υ.Τ.Α.
ώστε η λειτουργία της εγκατάστασης να γίνεται με τρόπο τέτοιο που να εντείνει τις
διεργασίες αποδόμησης των οργανικών με στόχο την εξάντληση του κύριου όγκου των
περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα (αν είναι δυνατόν
πριν την εξάντληση του χρόνου ζωής του εξοπλισμού του χώρου) [8].
 Ο σχεδιασμός ενός Χ.Υ.Τ.Α. υπηρετεί κατά κύριο λόγο την κατασκευή του και όχι τη
λειτουργία του. Δεδομένου ότι τα περισσότερα προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί στους
υφιστάμενους Χ.Υ.Τ.Α. έχουν να κάνουν με τη λειτουργία του [8] γίνεται εύκολα κατανοητό
ότι η λειτουργία δεν κατέχει τη δέουσα θέση στο σχεδιασμό ενός τέτοιου έργου, χωρίς
βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τα προβλήματα λειτουργίας οφείλονται μόνο στο σχεδιασμό.
 Οι αποφάσεις για χωροθέτηση των έργων δεν λαμβάνονται μετά από ανοιχτή και
πραγματική κοινωνική διαβούλευση με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολύ έντονες κοινωνικές
αντιδράσεις και προσφυγές πολιτών στο ΣτΕ οι οποίες οδηγούν με τη σειρά τους στην
ελλιπή ωρίμανση των έργων που συγχρηματοδοτούνται [8].
 Δεν έχει γίνει καμία πρόοδος στο θέμα της υιοθέτησης των κριτηρίων αποδοχής αποβλήτων
που προβλέπει η 99/31 (απόφαση 2003/33/ΕΚ). Όπως προέκυψε από την σχετική μελέτη [8]
στη χώρα μας δεν γίνεται τίποτε πέρα από έναν χονδρικό και δειγματοληπτικό οπτικό
έλεγχο για την αποδοχή ή μη των εισερχόμενων αποβλήτων. Αυτό οφείλεται τόσο στην
απουσία τεχνικών προδιαγραφών για τις συγκεκριμένες διαδικασίες (θέμα που χάνεται
μεταξύ ΕΕ και κρατικών αρμοδιοτήτων) όσο και στο ότι δεν υπάρχουν υποδομές, αλλά
κυρίως επαρκής χρηματοδότηση, στελέχωση και η απαιτούμενη εκπαίδευση του
προσωπικού για τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπει η 99/31.
 Από την έρευνα που έγινε στα πλαίσια της μελέτης “Study on the implementation of
Directive 1999/31 EC on the landfill of waste” [8] προέκυψε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των
Χ.Υ.Τ.Α. στην Ελλάδα δεν πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις λειτουργίας προκειμένου
να τους χορηγηθεί άδεια λειτουργίας βάσει των προδιαγραφών που ορίζονται στην οδηγία
99/31 και την ΚΥΑ 29407/02.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω προβλήματα, χρειάζεται μια ριζική αλλαγή στον


τρόπο αντιμετώπισης των έργων αυτών και πιο συγκεκριμένα να δοθεί πολύ μεγαλύτερο βάροςστην
προετοιμασία και το σχεδιασμό τους. Ο σχεδιασμός αυτός προκειμένου να είναι αποτελεσματικός
απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο και κόπο απ' ότι σήμερα ώστε να περιλαμβάνει τα εξής:
α) Να δίνεται έμφαση στις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα εντός του Χ.Υ.Τ.Α. Εάν γίνει
κατάλληλος σχεδιασμός της λειτουργίας μιας εγκατάστασης υπάρχει η δυνατότητα να εξαντληθούν
οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις αρκετά νωρίτερα από 30 χρόνια, μειώνοντας έτσι το χρόνο
μεταφροντίδας ενός κλειστού χώρου, μειώνοντας κατά συνέπεια και το λειτουργικό κόστος του. Με
τον τρόπο αυτό μπορούμε να έχουμε και επεξεργασία των αποβλήτων αφού με διατήρηση
συγκεκριμένων επιπέδων υγρασίας των αποβλήτων που έχουν ταφεί ο Χ.Υ.Τ.Α. λειτουργεί σαν
βιοαντιδραστήρας, επιτυγχάνοντας αποτελέσματα παρεμφερή με αυτά μιας μονάδας βιολογικής
επεξεργασίας και συνεισφέροντας με διπλό τρόπο στην μείωση του κόστους διαχείρισης των
αποβλήτων (μείωση χρόνου άρα και κόστους μεταφροντίδας, ελάττωση αναγκών για μονάδα
επεξεργασίας).
β) Να γίνεται σοβαρή μελέτη εκτίμησης κινδύνου κατά την εκπόνηση της μελέτης
περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε όλα τα έργα ανεξάρτητα από το μέγεθός τους (αυτή τη στιγμή
υπάρχει αυτή η δυνατότητα μόνο για μικρούς απομονωμένους Χ.Υ.Τ.Α.). Οι διαδικασίες εκτίμησης
κινδύνου είναι ευρέως διαδεδομένες στο εξωτερικό και μπορούν να συνεισφέρουν καθοριστικά στις
διαδικασίες επιλογής των βέλτιστων σεναρίων και στη μείωση του κόστους των έργων. Η ίδια η
οδηγία 99/31 περί υγειονομικής ταφής αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο σχεδιασμού χώρων ταφής όχι
με τα κριτήρια σχεδιασμού που περιέχει αλλά με εκτίμηση κινδύνων, σε δύο τουλάχιστον σημεία,
στο Παράρτημα 1 (αναφορικά με τη συλλογή και επεξεργασία στραγγισμάτων και αναφορικά με
τον γεωλογικό φραγμό[8]. Μια τέτοια διαδικασία, συνδεδεμένη με το σημείο γ, μπορεί να οδηγήσει
και σε δραστική μείωση επενδυτικού και λειτουργικού κόστους.
γ) Η μελέτη να περιλαμβάνει ανάλυση κόστους-ωφελειών. Δεδομένου ότι τα περισσότερα
προβλήματα που προκύπτουν στους Χ.Υ.Τ.Α. έχουν να κάνουν με την αδυναμία εξεύρεσης πόρων
για τη σωστή λειτουργία τους, πρέπει η μελέτη να έχει σαν βασικό κριτήριο τη βιωσιμότητα του
έργου. Για το λόγο αυτό πρέπει να καθοριστούν κάποιοι περιβαλλοντικοί δείκτες (performance
indicators) βάσει των οποίων θα τίθενται οι στόχοι της λειτουργίας του χώρου και βάσει των
οποίων θα ελέγχεται η σωστή λειτουργία του. Μόνο με τον τρόπο αυτό είναι εφικτό να γίνει
σύγκριση των παρεχόμενων υπηρεσιών με το κόστος της υγειονομικής ταφής. Αυτή η δυνατότητα
είναι που θα ανοίξει το δρόμο για αλλαγή του τρόπου κοστολόγησης των υπηρεσιών διαχείρισης
αποβλήτων πράγμα που όπως αναλύεται παρακάτω είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη
λειτουργία των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων.
4. Σχετικά με τους φορείς διαχείρισης
Οι διαχειριστικές ανάγκες που φέρνει η οδηγία 99/31 είναι πολύ σημαντικές [8] και προϋποθέτουν
δραστική τεχνική και διοικητική αναβάθμιση των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων
(ΦοΔΣΑ).

Σε σχετική μελέτη του ΥΠΕΧΩΔΕ [8] καταγράφονται 36 ΦοΔΣΑ στην Ελλάδα. Εκτιμάται ότι το
βασικό κριτήριο για την αντιμετώπιση των ΦοΔΣΑ πρέπει να είναι η δυνατότητα τους να
ανταποκριθούν στις ανάγκες της ολοκληρωμένης διαχείρισης αποβλήτων και σε σχέση με αυτό το
κριτήριο, η κατάσταση των ΦοΔΣΑ στην Ελλάδα κρίνεται απογοητευτική.

Τα σημαντικότερα προβλήματα που εντοπίζονται στους ΦοΔΣΑ είναι:


 Απουσία νομοθετικής ρύθμισης που να προσδιορίζει το πλαίσιο συγκρότησης και
λειτουργίας των ΦοΔΣΑ
 Κυριαρχία πολιτικών κριτηρίων στη χάραξη της πολιτικής τους
 Πλήρης απουσία επιχειρησιακών σχεδίων
 Απουσία εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας και οργανογραμμάτων
 Απουσία σύνδεσης της χρέωσης των υπηρεσιών με την ποσότητα και τον όγκο των
αποβλήτων
 Αδιαφάνεια στον τρόπο χρέωσης των υπηρεσιών και έλλειψη συσχέτισης τιμής – ποιότητας
προϊόντων
 Σημαντικές ελλείψεις, ποσοτικές και ποιοτικές, σε ανθρώπινο δυναμικό
 Έλλειψη πλαισίου συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα

Στην προαναφερθείσα μελέτη [8] προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αναβάθμιση των
ΦοΔΣΑ. Τα σημαντικότερα αφορούν:
 Το θεσμικό πλαίσιο συγκρότησης των ΦοΔΣΑ: προτείνεται η διαμόρφωση σύγχρονου θεσμικού
πλαισίου για τους ΦοΔΣΑ, αναμόρφωση του μητρώου αυτών και των σχετικών διατάξεων του
κώδικα των ΟΤΑ, με στόχο την εξασφάλιση μεγαλύτερης ευελιξίας και τη διευκόλυνση των
συνεργασιών τους με τον ιδιωτικό τομέα.
 Τη δομή και λειτουργία τους: προτείνεται η θεσμοθέτηση επιχειρησιακών σχεδίων καθώς και η
καθιέρωση κριτηρίων απόδοσης των παρεχόμενων υπηρεσιών. Επιπλέον προτείνεται η
καθιέρωση συστήματος πιστοποίησης προσόντων για κάθε θέση εργασίας σε αντιστοιχία με το
εργασιακό προφίλ.
 Το πλαίσιο σχέσεων με τον ιδιωτικό τομέα: προτείνονται μια σειρά μέτρα που θα διευκολύνουν
και επιταχύνουν τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, υπό το πρίσμα των Συμπράξεων
Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ανάγκη θεσμοθέτησης
ποσοτικών κριτηρίων για τον έλεγχο της απόδοσης των ΣΔΙΤ.
 Το σύστημα τιμολόγησης και χρέωσης: προτείνεται η θεσμοθέτηση σειράς μέτρων με στόχο την
εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», ξεκινώντας από τα όρια διαφοροποιήσεων εντός
της υφιστάμενης πρακτικής και φτάνοντας σε μια νέα τιμολογιακή πολιτική που θα είναι όσο
γίνεται πιο εξατομικευμένη για κάθε παραγωγό αποβλήτων.
Σε γενικές γραμμές, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει δρομολογηθεί, με αποτέλεσμα η σημερινή
κατάσταση των ΦοΔΣΑ να αποτελεί συχνά τροχοπέδη στην υλοποίηση ολοκληρωμένων
συστημάτων ΔΣΑ.
5. Ζητήματα κόστους λειτουργίας των ΧΥΤΑ
Ο υπολογισμός του πραγματικού κόστους ταφής είναι απαραίτητος προκειμένου να αποτιμηθεί η
οικονομική επιβάρυνση που φέρνει η 99/31 στους ΧΥΤΑ, αλλά και η σύγκριση του κόστους ταφής
με το κόστος επεξεργασίας.

Αυτό που συνήθως θεωρείται ως κόστος ταφής δεν λαμβάνει υπόψη του τις περιβαλλοντικές
επιπτώσεις από την ταφή, την μείωση της αξίας της γης που ο ΧΥΤΑ συνεπάγεται, αλλά ούτε και
τις απαιτήσεις πλήρους κοστολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών που προσφέρονται. Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι σε κανέναν ΧΥΤΑ στην Ελλάδα δεν κοστολογείται (επομένως
δεν μεταφέρεται και στους χρήστες του ΧΥΤΑ) το κόστος των έργων αποκατάστασης και το
κόστος κατασκευής των νέων ΧΥΤΑ (μετά το πέρας της λειτουργίας των υφιστάμενων) με το
σκεπτικό ότι αυτά τα χρήματα θα προέλθουν από κοινοτικά ή κρατικά κονδύλια και επομένως δεν
αφορούν τους χρήστες.

Όπως έχει αποδειχθεί [8], το πραγματικό κόστος της υγειονομικής ταφής είναι τουλάχιστον 3 φορές
μεγαλύτερο από αυτό που σήμερα χρεώνεται στους χρήστες. Το άμεσο χρηματικό κόστος
υγειονομικής ταφής πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 99/31. Αυτό
σημαίνει ότι στο κόστος ταφής πρέπει να συμπεριλαμβάνονται, πέραν των άμεσων λειτουργικών
εξόδων έργου, και τα λεγόμενα «κόστη αειφορίας» [8]. Τα κόστη αειφορίας είναι εκείνα που
εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη και περιβαλλοντικά ασφαλή λειτουργία του έργου τόσο στην φάση
λειτουργίας όσο και στην φάση μεταφροντίδας. Παράλληλα, τα κόστη αειφορίας διασφαλίζουν και
την κατασκευή του νέου χώρου απόθεσης αποβλήτων, που σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητος.
Στη συνέχεια αναφέρονται τα κόστη που πρέπει κατ’ ελάχιστον να συνυπολογιστούν για να
προσδιοριστεί το πραγματικό κόστος λειτουργίας του ΧΥΤΑ.
• Το κόστος της ασφάλισης του έργου ή ισοδύναμης χρηματο-οικονομικής εγγύησης που
πρέπει να πληρώνεται σε ετήσια βάση από τον φορέα διαχείρισης.
• Το κόστος των εργασιών αποκατάστασης του έργου
• Το κόστος κατασκευής του νέου ΧΥΤΑ, που πρέπει να κατασκευαστεί για να υποδέχεται
απόβλητα ή υπολείμματα επεξεργασίας με το πέρας της λειτουργίας του υφιστάμενου.
• Το κόστος της μεταφροντίδας - επιτήρησης του έργου, η οποία θα έχει διάρκεια 30 χρόνων,
ξεκινώντας αμέσως μετά την ολοκλήρωση της λειτουργίας του.
• Το κόστος της ασφάλισης του έργου της αποκατάστασης του ΧΥΤΑ, για την φάση
τερματισμού της λειτουργίας και της μετέπειτα φροντίδας.
• Το κόστος των αποσβέσεων της εθνικής συμμετοχής, εφόσον μέρος της χρηματοδότησης
του υπό λειτουργία έργου έχει προέλθει από κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.
• Εξωτερικά περιβαλλοντικά κόστη που προκύπτουν από τη λειτουργία του έργου
Επισημαίνεται ότι το σύνολο αυτών των χρημάτων θα πρέπει να προκύψουν κατά την φάση
λειτουργίας του ΧΥΤΑ. Εφαρμόζοντας τα προηγούμενα στην περίπτωση του υφιστάμενου ΧΥΤΑ
της Πάτρας, προκύπτει ότι το πραγματικό κόστος της ταφής κυμαίνεται μεταξύ 30-34 ευρώ/ τόνο,
έναντι των 9,5 ευρώ που ήταν η χρέωση για το 2003 (η χρέωση αυτή κάλυπτε οριακά και μόνο τα
άμεσα λειτουργικά κόστη). Στο Διάγραμμα 1 παρουσιάζεται η ποσοστιαία κατανομή του
πραγματικού κόστους.

Κατανομή του πραγματικού κόστους ταφής


6,3%
28,1%
22,3%

4,4%

12,4%
26,5%

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΟΣΤΟΣ ΑΠΟΣΒΕΣΕΩΝ ΚΟΣΤΟΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ


ΚΟΣΤΟΣ ΝΕΟΥ ΧΥΤΑ ΚΟΣΤΟΣ ΜΕΤΑΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ

Διάγραμμα 1: Ποσοστιαία κατανομή πραγματικού κόστους ταφής στο ΧΥΤΑ της Πάτρας [8]

Επομένως, από την άποψη της υλοποίησης της 99/31, ο σημερινός μη αντιπροσωπευτικός (αλλά
και μη νόμιμος) προσδιορισμός του κόστους ταφής οδηγεί σε αδικαιολόγητα χαμηλά τέλη ταφής με
αποτέλεσμα να αποτελεί σημαντικό φραγμό στις προσπάθειες προώθησης σχεδίων επεξεργασίας
των στερεών αποβλήτων, εφόσον η πλασματική σύγκριση του τέλους επεξεργασίας με τα τέλη
ταφής που σήμερα χρεώνονται προκαλεί συχνά δέος. Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές κοστολογίου
μεταξύ ταφής και επεξεργασίας είναι μικρότερες από τις αρχικά εκτιμώμενες, παραμένοντας
βέβαια σημαντικές. Όπως φαίνεται και από τον πίνακα 4 το κόστος ταφής στην Ελλάδα είναι από
τα χαμηλότερα στην Ευρώπη [3].

Πίνακας 4: Εκτιμώμενο κόστος ταφής ανά τόνο μη-επικινδύνων αποβλήτων [8]

Χώρα Κόστος (€/τόνο)


Αυστρία 50-150
Βέλγιο (Φλαμανδία) 116
Δανία 110
Φινλανδία 30-121
Γερμανία 123
Ελλάδα 8-35
Ιρλανδία 120-240
Ιταλία 90-110
Λουξεμβούργο 50
Ολλανδία 58
Πορτογαλία 26
Ισπανία 12
Σουηδία 70-90
Ηνωμένο Βασίλειο 21
6. Ζητήματα στρατηγικής
6.1 Στο πνεύμα της 99/31
Παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν έχει υπάρξει επίσημη υιοθέτηση στρατηγικής για τα
βιοαποδομήσιμα απόβλητα στην Ελλάδα - ανεξάρτητα από τη σημαντική προετοιμασία που έχει
γίνει [8, 8] - ξεχωρίζουν τρία κομβικά ζητήματα που πρέπει να θεωρούνται ζωτικής σημασίας.

1. Η επιτυχής υλοποίηση των στόχων και κατευθύνσεων της κοινοτικής οδηγίας 99/31/ΕΚ
προαπαιτεί σημαντικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα διαχείρισης στερεών αποβλήτων. Οι
αλλαγές αυτές αφορούν τόσο τη φιλοσοφία προσέγγισης της διαχείρισης αποβλήτων, όσο
και τις τεχνικές προσεγγίσεις που αναπτύσσονται.
2. Όρος για την επίτευξη των στόχων που τίθενται είναι η συντονισμένη δράση όλων των
εμπλεκόμενων: παραγωγών και διαχειριστών αποβλήτων, μη κυβερνητικών οργανώσεων,
Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α και Β βαθμού, Περιφερειών, Υπουργείων, μελετητών,
εργοληπτών κ.ο.κ. Η συντονισμένη δράση βασίζεται στην ενιαία κατανόηση των στόχων,
των μέσων και των προϋποθέσεων επιτυχίας καθώς και στην από κοινού οικοδόμηση
εθνικών και τοπικών δικτύων διαχείρισης στερεών αποβλήτων, εντός των οποίων θα
πραγματοποιείται η αναγκαία ανταλλαγή απόψεων και θα ενοποιούνται οι επιμέρους
προσεγγίσεις σε πρακτική συμβολή στα ζητήματα της διαχείρισης αποβλήτων.

Πολύ κρίσιμο ζήτημα είναι ο προσδιορισμός συγκεκριμένων στόχων, σε εθνικό και περιφερειακό
επίπεδο, οι οποίοι τελικά πρέπει να φτάσουν και στις υποχρεώσεις έκαστου ΦοΔΣΑ. Οι στόχοι
αυτοί πρέπει να έχουν διττό χαρακτήρα για να υπηρετούν τις κατευθύνσεις της 99/31[8]: πρέπει να
αφορούν τόσο τις μέγιστες ποσότητες που μπορούν να οδηγούνται προς ταφή όσο και τις ελάχιστες
ποσότητες που πρέπει να εκτρέπονται από αυτή, με την ανάλογη χρονική κλιμάκωση.

Σημαντικό θέμα, επίσης, κρίνεται και η υιοθέτηση εργαλείων περιορισμού της ταφής των στερεών
αποβλήτων. Τέτοια εργαλεία που μπορούν να θεσμοθετηθούν, όπως και σε άλλες χώρες είναι [8, 8]:
• Απαγόρευση της ταφής βιοαποδομήσιμων αποβλήτων
• Απαγόρευση της ταφής ορισμένων βιοαποδομήσιμων αποβλήτων
• Τερματισμός της λειτουργίας συγκεκριμένων ΧΥΤΑ
• Περιορισμός της ποσότητας των βιοαποδομήσιμων που μπορούν να δεκτά σε κάθε
χώρο ταφής (εφαρμογή ανά χώρο)
• Περιορισμός της ποσότητας των βιοαποδομήσιμων που επιτρέπεται να οδηγηθούν
σε χώρο ταφής (εφαρμογή σε επίπεδο σχεδιασμού)
• Φόρος ταφής

Η υιοθέτηση κάποιας εκ των συγκεκριμένων επιλογών πρέπει να γίνει λαμβάνοντας, τουλάχιστον,


υπόψη:
• Τα έργα που υπάρχουν και προγραμματίζονται σε κάθε Περιφέρεια
• Τις επιδράσεις που η κάθε επιλογή θα έχει στην λειτουργία του συστήματος
διαχείρισης
• Τις δυνατότητες ανταπόκρισης των φορέων διαχείρισης
• Τις επιπτώσεις στα κοστολόγια διαχείρισης αποβλήτων
• Τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θεωρείται μονόδρομος η κατασκευή μονάδων επεξεργασίας στερεών


αποβλήτων κατ’ ελάχιστον στις μεγάλες πόλεις με τελική κατάληξη τουλάχιστον μια ανά
περιφέρεια.
6.2 Μια εναλλακτική γραμμή
Η μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από την υγειονομική ταφή θα συνεχίσει για αρκετά χρόνια (βλέπε
πίνακα 5). Επιπλέον, από τις μέχρι σήμερα προσπάθειες για την προετοιμασία μονάδων
επεξεργασίας στις μεγάλες πόλεις, προκύπτει σαν συμπέρασμα ότι η αναμενόμενη σημαντική
αύξηση του κόστους επεξεργασίας αποτελεί φραγμό στην άμεση προώθησή τους. Το θέμα δεν είναι
εύκολο να ξεπεραστεί, πόσο μάλλον που οι δημοσιονομικές συνθήκες οδηγούν στις ΣΔΙΤ, οι οποίες
πιθανότατα θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση του κόστους. Αν σήμερα η Ελλάδα κινδυνεύει
διαρκώς από πρόστιμα επειδή δεν μπορεί να κλείσει τους ΧΑΔΑ, αύριο θα κινδυνεύει επειδή δεν
θα επεξεργάζεται τα απόβλητα σε κάθε ΧΥΤΑ και δεν θα επιτυγχάνει τους σχετικούς στόχους.

Πίνακας 5: Κατάταξη χωρών ανάλογα με το βαθμό στον οποίο χρησιμοποιούν την ταφή των αποβλήτων όλων
των ειδών σαν βασική μέθοδο διαχείρισης και των χωρών που διαχειρίζονται τη μεγαλύτερη ποσότητα αστικών
στερεών αποβλήτων με ταφή [8]

Κατάταξη χώρας Χώρες που χρησιμοποιούν την Χώρες που διαθέτουν τη


ταφή σαν βασική μέθοδο μεγαλύτερη ποσότητα
διάθεσης όλων των ειδών αστικών στερεών αποβλήτων
στερεών αποβλήτων μέσω ταφής
1 Ελλάδα Ιρλανδία
2 Σουηδία Ηνωμένο Βασίλειο
3 Ιρλανδία Ελλάδα
4 Πορτογαλία Ισπανία
5 Ισπανία Πορτογαλία
6 Γαλλία Ιταλία

Η προετοιμασία μιας εναλλακτικής στρατηγικής για τα βιοαποδομήσιμα απόβλητα είναι


απαραίτητη, ακόμα και αν τελικά όλα πάνε καλά (κάτι το οποίο μάλλον δεν τεκμηριώνεται). Το
θέμα δεν περιορίζεται φυσικά στην Ελλάδα, εφόσον και άλλες χώρες συναντούν σχετικές
δυσκολίες, ανάμεσά τους και οι πολύ αναπτυγμένες [8, 8]. Προφανώς, η όλη προσπάθεια πρέπει να
στοχεύει στην επαναδιατύπωση των δυνατοτήτων που η 99/31 αφήνει στις χώρες που είναι πολύ
εξαρτημένες από την ταφή.

Σημαντικό εφόδιο στην αναζήτηση μιας τέτοιας εναλλακτικής στρατηγικής αποτελούν οι εξελίξεις
σε σχέση με την υιοθέτηση των κριτηρίων της αειφορίας στο σχεδιασμό των χώρων ταφής. Σε
γενικές γραμμές, αυτές οι εξελίξεις [8, 8]:
o Εισάγουν με πρακτικό τρόπο την έννοια της ελεγχόμενης βιολογικής επεξεργασίας εντός
του ΧΥΤΑ και όχι απαραίτητα σε μονάδες
o Επιτρέπουν και τη μηχανική επεξεργασία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις
o Μειώνουν δραστικά το χρόνο μεταφροντίδας και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις
o Επιτρέπουν την εισαγωγή του ορισμού «αειφόρος» ή «βιώσιμη» ταφή (sustainable
landfilling), γεγονός που βρίσκεται σε αντίθεση με την κατεύθυνση της 99/31

Οι παραπάνω εξελίξεις μπορούν να οδηγήσουν σε μια εναλλακτική αντιμετώπιση της διαχείρισης


των βιοαποδομήσιμων εντός των χώρων ταφής, με πολύ μικρότερο κόστος σε σχέση με την
κατασκευή μονάδων επεξεργασίας και επομένως, με πολύ πιο βιώσιμη διαχείριση. Παρά το γεγονός
ότι οι σχετικές έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη, είναι μάλλον σίγουρο ότι μια τέτοια στρατηγική θα
πρέπει να συνδυάζει τουλάχιστον:
o Χωροθετήσεις σε περιοχές ελάχιστης ευαισθησίας
o Τεχνικές επιταχυνόμενης σταθεροποίησης των χώρων ταφής, αδρανοποίησης και
επαναχρησιμοποίησης αυτών
o Θεσμοθέτηση κριτηρίων τελικής ποιότητας χώρων ταφής, έτσι ώστε να είναι αποδεκτοί από
το περιβάλλον
o Δραστική μείωση των απαιτήσεων μεταφροντίδας, χρονικά και οικονομικά
Είναι μάλλον προφανές ότι μια τέτοια στρατηγική είναι πολύ πιο κοντά στην ελληνική
πραγματικότητα και στο βαθμό που μπορέσει να δουλευτεί σε βάθος, κρύβει μια πραγματική
δυναμική ως εναλλακτική στρατηγική για τα βιοαποδομήσιμα.
7. Συμπεράσματα
Είναι σαφές ότι την τριετία 2002- 2005 έγιναν αρκετά βήματα στην προετοιμασία και υλοποίηση
ΧΥΤΑ και έργων ανακύκλωσης, ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η πρόοδος του σχετικού
θεσμικού πλαισίου. Ωστόσο:
o Η υλοποίηση μεγάλου αριθμού ΧΥΤΑ χωρίς καμία πρόβλεψη επεξεργασίας των
αποβλήτων, σε αρμονία με την 99/31, αποτελεί σημαντική αστοχία.
o Η μη ύπαρξη επίσημης στρατηγικής για τη διαχείριση των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων,
δυσκολεύει την εναρμόνιση των σχεδιασμών ΔΣΑ με την 99/31 και αφήνει στο φιλότιμο
κάθε μελετητή ή ΦοΔΣΑ το θέμα της επεξεργασίας
o Η εκκρεμότητα στις απαραίτητες ρυθμίσεις για τους ΦοΔΣΑ διαιωνίζει ένα μη αποδεκτό,
διαχειριστικά και τεχνικά, καθεστώς.

Σε σχέση με τα ζητήματα προετοιμασίας έργων, η υλοποίηση της 99/31 προϋποθέτει μεγάλη


έμφαση στα ζητήματα του λειτουργικού κόστους και της αποδοτικής λειτουργίας των
εγκαταστάσεων, ενώ η θεσμοθέτηση τεχνικών προδιαγραφών για τις προβλεπόμενες διαδικασίες
εκτίμησης κινδύνου (πέραν των μικρών και απομονωμένων ΧΥΤΑ) στα πεδία που προβλέπει η
οδηγία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του επενδυτικού και λειτουργικού
κόστους.

Το πλέον σημαντικό θέμα στην προετοιμασία έργων είναι η αλλαγή της φιλοσοφίας αντιμετώπισης
του σχεδιασμού των ΧΥΤΑ προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ολοκληρωμένων συστημάτων
διαχείρισης αποβλήτων και όχι μεμονωμένων έργων. Η μελέτη της κατασκευής πρέπει να
συνδυάζεται με τη μελέτη της αποτελεσματικότερης λειτουργίας και της αποκατάστασής του ώστε
το κάθε στάδιο να υποστηρίζει και να προετοιμάζει επαρκώς το επόμενο.

Η υιοθέτηση μιας τέτοιας στρατηγικής απαιτεί σημαντική δουλειά έρευνας και ανάπτυξης το οποίο
σημαίνει σημαντική αύξηση των δαπανών για πανεπιστημιακή και εφαρμοσμένη έρευνα, ώστε να
μπορεί να υποστηριχθεί η πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση.

Η κατάσταση των ΦοΔΣΑ σήμερα, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα
παροχής υπηρεσιών ολοκληρωμένης διαχείρισης στερεών αποβλήτων και η ανάγκη άμεσης
τροποποίησης του σχετικού θεσμικού πλαισίου, συγκρότησης επιχειρησιακών σχεδίων και
θεσμοθέτησης δεικτών απόδοσης είναι άμεση. Επιπλέον, απαιτείται ριζική αλλαγή του συστήματος
τιμολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών με στόχο την παροχή κινήτρων για μείωση – πρόληψη
της παραγωγής και ανακύκλωση.

Σχετικά με το κόστος λειτουργίας των ΧΥΤΑ, είναι σαφές ότι η σημερινή πρακτική είναι
εσφαλμένη και παραπλανητική, ενώ έχει σαν αποτέλεσμα τη μη βιωσιμότητα των έργων. Η
υιοθέτηση των κατευθύνσεων της 99/31 οδηγεί μέχρι και σε τριπλασιασμό του κόστους, όπως
αποδείχθηκε στην παράγραφο 4. Η άμεση αλλαγή του τρόπου υπολογισμού και χρέωσης των τελών
ταφής αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα των έργων αλλά και για την προώθηση
των σχεδίων επεξεργασίας των αποβλήτων που απαιτεί η 99/31.

Τέλος, το πλέον σημαντικό θέμα που προκύπτει είναι το θέμα της στρατηγικής. Όπως αναλύθηκε
στην παράγραφο 5, η σκοπιμότητα που υπηρετεί η 99/31 (μείωση των περιβαλλοντικών
επιπτώσεων των ΧΥΤΑ, πιο βιώσιμη διαχείριση) μπορεί να επιτευχθεί με δέσμη μέτρων σχετικών
με τη διαχείριση των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων.
Ωστόσο, η σημερινή ανάπτυξη της έρευνας επιτρέπει την υιοθέτηση μιας σειράς τεχνικών και
μέτρων που εισάγουν την έννοια της αειφορίας στους ΧΥΤΑ, με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η
δραστική μείωση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων αλλά και της διάρκειας ενεργού
μεταφροντίδας και παρακολούθησης αυτών, μετά το πέρας της λειτουργίας τους. Επιπλέον, οι
πρόσφατες εξελίξεις δίνουν τη δυνατότητα δραστικής μείωσης του κόστους επεξεργασίας, εφόσον
οι ΧΥΤΑ αντιμετωπιστούν ως μονάδες βιολογικής επεξεργασίας και όχι απλά ως χώροι ταφής. Σε
μια τέτοια κατεύθυνση φαίνεται ότι η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες που έχουν σημαντικά
προβλήματα στην υλοποίηση της οδηγίας 99/31, μπορούν να αναζητήσουν μια νέα στρατηγική, πιο
κατάλληλη για το επίπεδο της ΔΣΑ που διαθέτουν.

8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. “Σχεδιασμός Διαχείρισης του Βιοαποδομήσιμου Κλάσματος των Αστικών Αποβλήτων”,
ΕΠΕΜ ΑΕ, ΥΠΕΧΩΔΕ, 2003
2. Υπό έκδοση ΚΥΑ: «Καθορισμός Τεχνικών Προδιαγραφών για Μικρούς Χ.Υ.Τ.Α. σε Νησιά
και Απομονωμένους Οικισμούς
3. “Study on the implementation of Directive 1999/31 EC on the landfill of waste”, EPEM
SA, 2005
4. «Οι ΧΥΤΑ στην Ελλάδα: υφιστάμενη κατάσταση και εμπειρίες» Α. Μαυρόπουλος, Β.
Στοϊλόπουλος, Κ. Κολοκοτρώνη, Ε. Φαγογένη, Συνέδριο ΕΕΔΣΑ 2002
5. Ιστοσελίδα ΕΕΑΑ www.herrco.gr
6. http://www2.minenv.gr/press/doc/0510111.doc
7. «Σχεδιασμός των Χ.Υ.Τ.Α.» Αντώνης Μαυρόπουλος για την έκδοση της ΕΕΔΣΑ/ΜΟΕ ΕΔ-
ΥΤ: Η Υγειονομική ταφή στην Ελλάδα πραγματικότητα, προβλήματα και προοπτικές,
Φεβρουάριος 2002
8. Θεματική Μελέτη: «Περιβάλλον», ΕΠΕΜ ΑΕ, ΥΠΟΙΟ, 2005
9. «Το νέο τοπίο στην διαχείριση στερεών αποβλήτων: θεσμικές αλλαγές και νέα εργαλεία
σχεδιασμού», Α. Καρκαζή, Σεμινάριο ΕΠΕΜ ΑΕ, Δεκέμβριος 2002
10. «Μελέτη εναλλακτικών μορφών φορέων διαχείρισης στερεών αποβλήτων», Ανάδοχος:
ENVECO, συνεργάτης: ΕΠΕΜ ΑΕ, ΥΠΕΧΩΔΕ 2004
11. «Μελέτες Προετοιμασίας Μονάδας Επεξεργασίας Απορριμμάτων Ν. Αχαΐας – Τεχνική
Έκθεση – Κεφάλαιο 2», ΕΠΕΜ ΑΕ, 2004
12. “Developing the strategy for biodegradable waste management in Greece” S. Skoulaxinou,
A. Mavropoulos, A. Karkazi, K.E. Lasaridi (EPEM S.A., Harokopion University), Συνέδριο:
“Biodegradable and Residual Waste Management”, Φεβρουάριος 2004
13. “The Landfill Directive: How Will the UK meet the challenge?” Malcolm Forster, Claire
Morris, European Environmental Law review, January 2000
14. “Waste Management policy in Germany- The effects of new European directives and
implementation status of waste law projects in Germany” Helmut Schnurer, Waste
Management Directorate of federal Ministry of Environment, Germany
15. “Landfill – the road less traveled” J. Gronow, D. Hall, K. Knox, International Waste
Working Group Seminar, Padova, 2004
16. “Establishing equilibrium and pollutant removal requirements for UK landfill”. Hall, D.H.,
Drury, D., Keeble, R., Morgans, A. and Wyles, R. Environment Agency, Bristol, R&D
technical report for project P1-465, 2004

You might also like