Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ντόπιες Ζωγραφιές
Ντόπιες Ζωγραφιές
Ντόπιες Ζωγραφιές
Ebook159 pages1 hour

Ντόπιες Ζωγραφιές

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview
LanguageΕλληνικά
Release dateNov 27, 2013
Ντόπιες Ζωγραφιές

Related to Ντόπιες Ζωγραφιές

Related ebooks

Reviews for Ντόπιες Ζωγραφιές

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ντόπιες Ζωγραφιές - Mitsos Chatzopoulos

    The Project Gutenberg EBook of Local Drawings, by Mitsos Chatzopoulos

    This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org

    Title: Local Drawings

    Author: Mitsos Chatzopoulos

    Release Date: June 7, 2010 [EBook #32729]

    Language: Greek

    *** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK LOCAL DRAWINGS ***

    Produced by Sophia Canoni

    Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise.

    Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.

    ΜΠΟΕΜ

    ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

    ΑΘΗΝΑ 1896

    ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ Μήτσου ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΠΟΕΜ) ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

    ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΜΗ Οδός Πραξιτέλους αριθ. 14 1896

    Στον φίλον Σπύρον Τσαγγάρην

    Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ

    Όντας βγήκαμε από τη βραδινή ακολουθία στη μεγάλη πέτρινη αυλή του μοναστηριού, είχε ξαστερώση. Οι καλόγεροι με τον ηγούμενό τους, έναν παχύ, ψηλόν, καλοθρεμμένον πανιερώτατον, ήρθαν κ' έκατσαν μαζί μου στα λιθαρένια πεζούλια, στο πλάι της μαρμαρένιας βρύσης, που έτρεχε ακούραστη στο πλάι μας. Ο λίγος ουρανός, απλόνουνταν καταγάλαζος, σπαρμένος από μικρουλάκια κοκκινόξανθα συγνεφάκια, απάνω στο κεφάλι μας, τριγύρω στους άγριους και κατάψηλους βράχους, που μας τριγύριζαν. Κι' η χινοπωριάτικη βραδιά, γλυκειά και δροσερή, ύστερα από τη βροχή του δειλινού, σκορπούσε στο άγριο εκείνο στένωμα των βράχων με τα σκίνα και τ' αγριοπουρνάρια, που στα πλευρά τους υψόνουνταν σαν τεράστιοι, χοντροκαμωμένοι πύργοι, τ' αμέτρητα κελιά του μοναστηριού, κ' η σκαμμένη κατάβαθα στη σπηλιά τους παλιά Μονή, με τη θαυματουργό εικόνα της, όλη τη θρησκευτική εκείνη γλύκα της μοναξιάς, της ησυχίας, της προσευχής και των ονείρων, που τον πιστόν τον φέρνει στενώτερα στην έννοια του Θεού, και τον άπιστο τον συγκεντρώνει περισσότερο στον εαυτό του. Απ' τη μικρούλα πόρτα της Μονής, το λιβάνι, που οι καλόγεροι σκόρπισαν άφθονο στους νοτερούς θόλους της σπηλιάς, ξατμίζουνταν στην αυλή, κι η μυρουδιά του, περίχυνε τ' άγριο εκείνο στένωμα από απαλότη και γαλήνη. Περαστικά πουλιά, που ταξείδευαν σ' άλλες χώρες, φεύγοντας την ψύχρα του χινόπωρου, περνούσαν κοπαδιαστά, του ψήλου, έσκιζαν τον αέρα μ' ένα γοργό, ξερό φτερούγισμα, όπως κάνη το μετάξι που σχίζεται, και χάνουνταν πίσω απ' τις κορφές άλλων βράχων, κι άλλων βουνών. Η κάνουλα της μαρμαρένιας βρύσης ξερνούσε ασταμάτηστη το βουνήσιο νεράκι της, δούλευαν ακούραστα τα κομπολόγια των καλογέρων τριγύρω μου, τσικ, τσικ, τσικ. Ένα παιδάκι με το δίσκο γεμάτο ποτηράκια και τη μπουκάλα με το βουνήσιο μουρόρακο, μας φίλευε αραδωτά. Οι καλόγεροι αποσταμένοι, άλλοι από την ορθοστασία της ακολουθίας, άλλοι από τον κάματο της ημέρας που έρχουνταν ολοένα απ' τα χωράφια τους, δίπλοναν τα ποτηράκια. Και με το δίπλωμα, η κουβέντα δούλευε. Ο ηγούμενος στο πλάι μου, μου ιστορούσε τα θαύματα της Εικόνας, της Παναγίας της Μονής, που απ' τον καιρό της εικονομαχίας, έφυγε από τη Προύσσα κι ήρθε και κρύφτηκε σ' αυτούς τούς βράχους. Γι αυτό και το χωριό αντίκρυ, βαφτίστηκε Προυσσός. Ακόμα φαίνεται από το δρόμο πούρθατε, μούλεγε, το Τ ύ π ω μ α, το βουνό, που έσκισε ψηλά η Χάρη της, όντας πέρασε για δω. Αράδιασε πολλά από τα θαύματά της, ο ηγούμενος, είπε και για τα νταραβέρια του μοναστηριού, μου μέτρησε τους καλογέρους του και καλός, χαμογελώντας, γλυκός και καλοΐσκιοτος μ' όλο το πάχος του, μου ζωγράφιζε με χάρη τη ζωή του μοναστηριού, της ερημιάς και του βουνού. Απάνω κάτου, έλεε, καλοπερνούμε, οι χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο λατρεύουν τη Χάρη της, το μοναστήρι έχει μπόλικα μετόχια, εσοδεύει αρκετά, αλλά μας σακατεύουν τα έξοδα. Το μοναστήρι, να καταλάβης, εδώ είνε ένα είδος ξενώνας. Δε μας λείπουν τη βραδιά δέκα είκοσι διαβάτες. Απώ δω περνούν όλοι, εδώ τρων, εδώ κοιμούνται. Πού να βρεθή χάνι εδώ πέρα, και τι να πρωτοκάμη κανένα κουτσομάγαζο απάνω στο χωριό. Βλέπεις, πολίτης και στρατιώτης, εδώ ξεπέφτει. Αν δεν βρίσκουνταν κι αυτό το μοναστήρι αλλοίμονο στον κοσμάκη. Το χειμώνα παραδέ με τις βροχές, με τα χιόνια, με τον αποκλεισμό, έχουμε σωστό ξενοδοχείο στο μοναστήρι. Το χειμώνα δύσκολη η βουνήσια ζωή, χιόνι πάρα πολύ, το κρύο είνε ανυπόφορο, ο δρόμος άσωτος, όπου και κακοτοπιά αποκλειέται, μαρτυράει ο κοσμάκης.

    Ένας καλόγερος κοντόχοντρος, κατακόκκινος, με κατάμαυρα γένεια, με χοντρά πλεχτά ράσα και μυτερό σκούφο, μ' ένα σωρό κλειδιά στο ζωνάρι του, μας ζύγωσε:

     — Ευλογείτε, πάτερ, τι καθόμαστε, δεν είν' ώρα για το τραπέζι;

    Είμαι ντιπ ρέμμα!

     — Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το

    χωριό τον αστυνόμο.

    — Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει;

    — Δεν τάμαθες!

    — Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω.

    — Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών.

    Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε.

    — Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!…

    Κι ο Συμεών, αγριεμμένος, ταραγμένος, απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα, κάμνοντας το σταυρό του.

    — Μας έκλεψαν και δε μας έκλεψαν, πες… Ας είνε. Ας τ' ακούση και του λόγου του από δω, δεν πειράζει. Εκείνοι οι δυο χωριάτες απάνω απ' το Καψί, που πλάγιασαν εδώ χτες νύχτα, έκατσαν ίσα με το γιόμα. Ο ένας έκανε τον ανήμπορο. Το φέρνουν από δω, απ' εκεί, μπαίνουν στη Μονή, γδαίνουν τη Χάρη της, δεν άφηκαν από σκεύος κι ανάθημα, φορτόνουνται τις καπότες τους και ξεκλέβουνται, απάνω που γιοματίζαμε. Προσκυνούμε όμως τη Χάρη της, έκαμε το θάμμα της, κι απάνω που δρασκέλαγαν την οξόπορτα, πιάστηκε μιανού η καπότα απόνα πουρναράκι, του φεύγει το σακκούλι του, βροντούν τ' ασημικά, κυλάει το κατάχρυσο καντήλι της Χάρης της, απάνω που περνούσε κι ο Γιώργης, το παιδί, πούρχονταν να ποτίση τα μουλάρια. Βάνει τις φωνές, πετιώμαστε, τους πιάσαμε απάνου που τα μάζευαν.

    — Ύπαγε οπίσω μου, Αμελέτητε, ύπαγε οπίσω μου!… έκανε σαστισμένος ο Συμεών.

    — Τόρα τους έχουμε πλάι στο κελί μου, πάτερ Συμεών, κλειδωμένους. Εγώ είπα να τους απολύσουμε, να παν στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας, κι' ας το βρουν απ' το Θεό μια μέρα, δεν μ' άφησαν όμως οι πατέρες, και στείλαμε για τον αστυνόμο στο χωριό.

    — Χίλια χρόνια τόρα σε τέτοια αμαρτία δεν έπεσε το μοναστήρι, έκανε ακόμα ο πάτηρ Συμεών, χίλια χρόνια. Ύπαγε οπίσω μου, ύπαγε οπίσω μου!… Να τους φάη η κίσσα η κακιά, να τους φάη!…

    Ύστερα από λίγη ώρα έφτασε απ' το χωριό κι ο αστυνόμος. Ένας ψηλός ανθυπολοχαγός του πεζικού, με το χρυσό του κορδονάκι μαυρισμένο στο καπέλλο, την πρασινισμένη στολή του, τη σακαράκα του, το στριμμένο του μουστάκι, και την πολλή του περηφάνεια. Ο ηγούμενος, οι καλόγεροι όλοι, ζύγωσαν, τον χαιρέτησαν, και του είπαν την κλεψιά. Αγρίεψε, έστριψε το μουστάκι του, γούρλωσε τα μάτια του, ξερόβηξε, βρόντηξε τη σακαράκα του, και κατέβασε δυο τρία μουρόρακα τόνα κοντά στ' άλλο. Ζήτησε να του φέρουν μπροστά του αυτούς τους δύο ι ε ρ ό σ υ λ ο υ ς, θέλησε να στείλη για δύναμη στο χωριό, για να τους κλείση την αστυνομία, για να τους στείλη νύχτα στην εισαγγελία, αλλ' ο ηγούμενος τον μπόδισε.

    — Τόρα νύχτωσε, κυρ αστυνόμε. Κάθησε να φάμε απόψε, με τους πατέρες, πλαγιάζεις μάλιστα εδώ απόψε, κι αύριο μπονορούλια τους παίρνεις.

    Έτσι κι έγινε. Ο ηγούμενος διέταξε να περιποιηθούν καλά τους ταξειδιώτας χωρικούς, που έρχουνταν μπλούκια μπλούκια να κονέψουν στο μοναστήρι, κάμνοντας το σταυρό τους, σαν περνούσαν την αυλόπορτα κι αντίκρυζαν τη Μονή, και μεις όλοι, ο κυρ αστυνόμος, ο ηγούμενος, κ' οι πατέρες ανεβήκαμε στην τραπεζαρία. Ντουβάρια άσπρα, γυμνά και αστόλιστα, ξύλινο καπνισμένο ταβάνι, μακριά τραπέζια και μακριά ξύλινα σκαμνιά — η καλογερική τραπεζαρία. Από μια χαμηλή πόρτα η μυρουδιά κι ο καπνός της κουζίνας, έρχουνταν μαζί με τους σερβιτόρους, δυο ασπροκόκκινα χωριατόπουλα.

    Ο ηγούμενος ευλόγησε, και το δείπνον άρχισε. Όσο έρχουνταν κι έφευγαν τα χοντρά πήλινα πιάτα, τόσο καταλάβαινα, πόσο δίκιο είχε ο ηγούμενος να παραπονιέται για τα έξοδα της Μονής. Η ξεχειλισμένη υγεία και το πάχος των πατέρων, έδειχνε πως η μαγειρική εκείνης της νύχτας είταν συνηθισμένο πράμμα. Και το δείπνο εκείνο με την ξεχωριστή καλογερική μαγειρική, το κερασένιο σουτλό κρασί, που το μέραζαν μπουκάλες μπουκάλες, με τους παχιούς εκείνους ρασοφόρους, με τον πολυλογά αστυνόμο, μέσα στην παράξενη εκείνη τραπεζαρία, ανάμεσα στους άγριους εκείνους βράχους με την αγιασμένη σπηλιά της Μονής, με την ευτυχισμένη ερημιά και τη ζωή αντάμα ενός βουνήσιου ξενοδοχείου, μόδιναν μια παράξενη κι ασυνήθιστη εντύπωση εκείνη τη νύχτα. Οι μπουκάλες έρχουνταν γεμάτες κ' έφευγαν αδειανές, η κουβέντα δεν κόβουνταν, ο ηγούμενος χαμογελούσε ακουμπώντας στην έδρα του, και παίζοντας το κομπολόγι του, και η κοσμική ζωή, έρριχνε μέσα στην καλογερική εκείνη τραπεζαρία ένα πιστότατο αντίλαλο, που παραξενεύουνταν κανείς, πώς οι καλόγεροι ήξεραν τόσα πράμματα της ημέρας, όσα δε θα μάθαινε κανείς διαβάζοντας μια αθηναϊκή εφημερίδα. Αργά, νυσταγμένοι σηκωθήκαμε απ'

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1