Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Ebook452 pages7 hours

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Τα θέματά του συγγραφέα είναι καθημερινές,  απλές ανθρώπινες καταστάσεις...Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Κούρδοι συνθέτουν τον καμβά της κοσμοπολίτικης Κωνσταντινούπολης και των ατόμων με ιδιότητες. Οι καθημερινές, Πολίτικες ιστορίες του Ντενίζ μας ανοίγουν ένα παράθυρο στη «γειτονιά» μας και μας φέρνουν κοντά σ’ ένα κόσμο που είναι τόσο κοντινός μας, αλλά συγχρόνως και τόσο άγνωστος. Διαλύουν ψευδαισθήσεις που μας κρατούν ομήρους σ’ ένα κόσμο που καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα, δέσμιους προκαταλήψεων και λανθασμένων προτύπων.  Αξίζει να τον γνωρίσουμε. Τα οφέλη θα είναι ποικίλα. ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

LanguageΕλληνικά
PublisherIASON BOOKS
Release dateDec 6, 2014
ISBN9789609957922
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Related to ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Related ebooks

Reviews for ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - DENIZ KAVUKCUOGLU

    Συστήνοντας τα διηγήματα του Ντενίζ Καβουκτσούογλου

    Χρύσας Σπυροπούλου

    Για την σύγχρονη Τουρκική λογοτεχνία γνωρίζουμε πάρα πολύ λίγα, και γι’ αυτό, κάθε καινούρια έκδοση στα Ελληνικά Τούρκων συγγραφέων είναι ευπρόσδεκτη, πόσω μάλλον όταν μας συστήνονται εξαιρετικής ποιότητας κείμενα, όπως είναι τα διηγήματα του Ντενίζ Καβουκτσούογλου (Κωνσταντινούπολη 1943), δραστήριου διηγηματογράφου και αρθρογράφου στην εφημερίδα Τσουμχουριέτ. Η συλλογή του  ΚΑΗΘΜΕΡΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ είναι το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις νεοσύστατες εκδόσεις IASON BOOKS, οι οποίες υπόσχονται να μας παρουσιάζουν την καλή σύγχρονη Τουρκική λογοτεχνία.

    Τα τελευταία χρόνια κατά τα οποία εκδηλώνεται ραγδαία ανάπτυξη στην οικονομία της γειτονικής μας χώρας παρατηρούνται σημάδια προόδου και αναγέννησης σε κάθε μορφή τέχνης: αρχιτεκτονική, ζωγραφική, λογοτεχνία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και τα διηγήματα του Ντενίζ εντάσσονται στο δυναμισμό και την υγιή δημιουργικότητα της εποχής που διανύει η χώρα του.

    Οι τίτλοι της συλλογής είναι ενδεικτικοί: Κυρά Τζεβριγιέ, Ο θείος Λεβόν, Μαντάμ Κατίνα, Ο αξιωματικός Τεβφίκ, Ο θυρωρός, Τραγουδίστρια, Ο κομμωτής, Ένα πρωτοχρονιάτικο πρωινό, Μια μέρα στο Ορτάκιοϊ, Πιάνο με ουρά, Αυτοπεποίθηση, Γράφοντας  αστεία πράγματα, Ο άνθρωπος στο έδαφος.

    Τα θέματά του συγγραφέα είναι καθημερινές,  απλές ανθρώπινες καταστάσεις: οι κοινωνικές αλλαγές, η μοναξιά των γηρατειών, η συνειδητοποίηση ότι όλα περνούν γρήγορα, η παραδοχή ότι η δόξα και η ομορφιά δεν είναι παρά εφήμερες στιγμές, η αποδοχή του διαφορετικού, η αλληλεγγύη, τα παιχνίδια του έρωτα, τα παθήματα εκείνου που συγχέει τον εγωισμό με την αυτοπεποίθηση. Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Κούρδοι συνθέτουν τον καμβά της κοσμοπολίτικης Κωνσταντινούπολης και των ατόμων με ιδιότητες. Ανθρωπιά, τρυφερότητα, λεπτή παρατηρητικότητα, ατμοσφαιρικότητα, λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις των ολοκληρωμένων χαρακτήρων  είναι μερικές από τις αρετές της γραφής του Ντενίζ, τον οποίο δεν διστάζω να συγκρίνω με τον Γκυ ντε Μωπασάν και την Γαλλοκαναδή συγγραφέα Γκαμπριέλ Ρουά, την οποία γνωρίσαμε χάρη στη συλλογή διηγημάτων Ιστορίες από την Οδό Ντεσαμπώ. Οι ανθρώπινοι τύποι που παίρνουν σάρκα και οστά, -δεν σκιαγραφούνται απλώς, δεν είναι σκιώδεις-, δεν έχουν ημερομηνία λήξης, όπως και οι ήρωες των δύο άλλων συγγραφέων. Δεν είναι χαρακτήρες μιας χρήσεως, αλλά τα στοιχεία τους υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχει ζωή σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ναι, αυτό που επιτυγχάνει ο Ντενίζ είναι να δημιουργήσει ζωντανούς, κλασικούς τύπους και να συγκινήσει τον αναγνώστη. Η γλώσσα του είναι απλή και διακρίνεται ιδιαιτέρως για την διαύγεια και τη φυσικότητά της. Οι ιστορίες του κυλούν αβίαστα, οι λέξεις μεταφέρουν ιδέες και περιστατικά που έχουν την σοφία της απλότητας. Ο αναγνώστης τις διαβάζει και τις απολαμβάνει γιατί δεν καταβάλλει προσπάθεια να τις καταλάβει, επειδή σ’ αυτές τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο και ψεύτικο. Ο συγγραφέας παρατηρεί και καταγράφει με αμεσότητα το αυτονόητο ή εκείνο που δεν μπορούν να δουν οι άλλοι, ενώ παρουσιάζει το γεγονός, το συναίσθημα  πειστικά και με ενάργεια. 

    Οι καθημερινές, Πολίτικες και όχι μόνο, ιστορίες του Ντενίζ μας ανοίγουν ένα παράθυρο στη «γειτονιά» μας και μας φέρνουν κοντά σ’ ένα κόσμο που είναι τόσο κοντινός μας, αλλά συγχρόνως και τόσο άγνωστος. Διαλύουν ψευδαισθήσεις που μας κρατούν ομήρους σ’ ένα κόσμο που καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα, δέσμιους προκαταλήψεων και λανθασμένων προτύπων.  Αξίζει να τον γνωρίσουμε. Τα οφέλη θα είναι ποικίλα. 

    Ντενίζ Καβουκτσούογλου

    Καθημερινές

    Πολίτικες ιστορίες

    Κυρία Τζεβριγιέ

    ––––––––

    Άπλωσε την τελευταία φανέλα που σιδέρωσε πάνω στο κρεβάτι, ακριβώς δίπλα στη σιδερώστρα, με τρόπο ώστε το μπροστινό και πάνω μέρος να είναι προς τα κάτω, και αφού τη δίπλωσε μετρώντας τέσσερα δάχτυλα από το πλάι και μια πιθαμή από το κάτω μέρος, την τοποθέτησε ανάποδα πάνω στις άλλες. Έτσι ήθελε ο κύριος Μουμτάζ· ήταν πολύ σχολαστικός άνθρωπος. Την πρώτη μέρα τής είχε δείξει το σπίτι. Είχε ανοίξει όλα τα ντουλάπια στην κουζίνα και στο υπνοδωμάτιο και της είχε δείξει ό,τι είχαν μέσα, από τα πιάτα, τις κατσαρόλες, τα ποτήρια, τα πανωσέντονα και τα κατωσέντονα, μέχρι και τις κάλτσες του, και της είχε εξηγήσει πού πρέπει να μπαίνει το καθένα.

    «Μέσα στα ντουλάπια πρέπει να είναι όλα τακτοποιημένα» της είχε πει.

    Πρώτη φορά δούλευε στο σπίτι ενός εργένη. Η κυρία Χουμεϊρά, που δούλευε δυο χρόνια στο μεροκάματο, της είχε πει:

    «Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι, μη φοβάσαι. Ο κύριος Μουμτάζ είναι καθωσπρέπει άνθρωπος, στο εγγυώμαι».

    «Εντάξει, ας το δοκιμάσω» είπε κι εκείνη.

    Ο κόσμος δεν έβλεπε με καλό μάτι τις γυναίκες που δούλευαν σε σπίτια εργένηδων. Κυρίως οι άντρες τους δεν τις άφηναν. Και η κυρία Τζεβριγιέ ήταν παντρεμένη και ζούσε με τον άντρα της, την κόρη της και το γιο της σε ένα αυθαίρετο στη συνοικία Κούρτκιοϊ, στο Κάρταλ[1]. Ο άντρας της, ο μάστορας Μουσταφά, ήταν τσαγκάρης και μέχρι πριν πέντε χρόνια είχε το δικό του μαγαζί στο Κάρταλ, αλλά όταν λιγόστεψε η δουλειά και δυσκολευόταν να πληρώσει το ενοίκιό του, το έκλεισε και έπιασε δουλειά στο Γιακατζίκ[2], σε ένα εργοστάσιο υποδημάτων ως επικεφαλής της βάρδιας. Για τρία χρόνια, με τα λεφτά που ερχόντουσαν στο σπίτι συστηματικά είχαν μια πιο άνετη ζωή από ό,τι παλιότερα, και έγιναν μέλη σε έναν συνεταιρισμό που ξεκινούσε την ανέγερση μιας οικοδομής κοντά στο σπίτι τους. Κάθε μήνα πλήρωναν ουκ ολίγα χρήματα για συνδρομή. Εκείνο το διάστημα ήταν που ξεκίνησε η κυρία Τζεβριγιέ να κάνει μεροκάματα σε σπίτια. Αρχικά αυτό είχε κακοφανεί στην οικογένειά της και στην ίδια, αλλά επειδή ο σκοπός ήταν να μπορέσουν να αποκτήσουν ένα σωστό σπίτι, αναγκαστικά το αποδέχθηκαν. Ενώ όλα πήγαιναν καλά, ο άντρας της πριν δυο χρόνια είχε ξεκινήσει να βήχει πολύ. Για ένα μεγάλο διάστημα απέφευγε να πάει σε γιατρό. Όμως όταν ο βήχας του τράβηξε την προσοχή των προϊσταμένων του στο εργοστάσιο, αναγκάστηκε να πάει στο Κρατικό Νοσοκομείο του Κάρταλ.

    «Μου είπαν πως δεν έχω τίποτα» είπε στη γυναίκα του. «Το διαλυτικό μού έχει ερεθίσει το λαιμό».

    Ήταν καλός μάστορας ο Μουσταφά. Παρότι από τη διεύθυνση του εργοστασίου γνώριζαν το λόγο της ασθένειάς του, δεν τον έδιωξαν από τη δουλειά. Η κυρία Τζεβριγιέ, από την άλλη, έμαθε πως ο άντρας της είχε καρκίνο στο λάρυγγα πέντε μήνες πριν το θάνατό του, και μετά κατέρρευσε.

    Εκείνες τις δύσκολες μέρες, ο κύριος Μουμτάζ τη στήριξε πολύ. Ένας θεός ξέρει πόσες φορές δεν μπόρεσε να πάει για δουλειά, αλλά εκείνος δεν είπε ούτε μια κακιά κουβέντα. Αντιθέτως, ακόμα κι εκείνες τις ημέρες που έπαιρνε στη θέση της άλλες γυναίκες, δεν παρέλειπε να της δίνει τα λεφτά της.

    «Άνθρωποι είμαστε, μπορεί να συνέβαινε στον καθένα. Μη σκοτίζεσαι εσύ, κυρία Τζεβριγιέ» της έλεγε.

    Και τα έξοδα του σχολείου της κόρης της, που πήγαινε πρώτη λυκείου, τα πλήρωνε εδώ και πέντε χρόνια ο κύριος Μουμτάζ.

    Τα πρωινά τρένα που εκτελούσαν το δρομολόγιο Γκέμπζε[3] - Χαϊντάρπασα[4] ήταν γεμάτα με γυναίκες που δούλευαν στο μεροκάματο. Οι γυναίκες κατέβαιναν σωρηδόν στους ενδιάμεσους σταθμούς και σκορπίζονταν προς κάθε κατεύθυνση. Με μια ματιά καταλάβαινες πως ήταν γυναίκες του μεροκάματου, από τις μαντήλες που είχαν στα κεφάλια τους, τα πανωφόρια τους και τα παπούτσια τους με τα φαγωμένα τακούνια. Τα ρούχα και τα παπούτσια της κυρίας Τζεβριγιέ ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά των υπόλοιπων γυναικών. Με την καθοδήγηση της κόρης της, είχε εδώ και καιρό απαλλαχτεί από εκείνα τα παλιά λουλουδάτα φορέματα. Τα παπούτσια με φαγωμένα τακούνια, άλλωστε, δεν ταίριαζαν σε μια γυναίκα τσαγκάρη. Ήταν όμως διαφορετική και η συμπεριφορά τους, όπως και οι κουβέντες τους. Όταν οι άλλες γυναίκες έβγαζαν στη φόρα τα άπλυτα των κυριών στις οποίες δούλευαν, εκείνη δεν έβγαζε μιλιά. Οι άλλες γυναίκες γνώριζαν πως η κυρία Τζεβριγιέ πήγαινε στο σπίτι ενός εργένη. Μάλιστα, μια περίοδο είχε αρχίσει να συζητιέται στο τρένο πως διατηρούσε δεσμό με τον κύριο Μουμτάζ, κι εκείνη δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί και τι να πει. Σκέφτηκε πως το καλύτερο θα ήταν να σιωπήσει και να αδιαφορήσει, κι έτσι, αφού οι άλλες γυναίκες δεν δέχτηκαν τις αντιδράσεις που περίμεναν, μετά από λίγο καιρό τα κουτσομπολιά σταμάτησαν. Και η αλήθεια είναι πως ανάμεσά τους υπήρχαν γυναίκες που διατηρούσαν δεσμό με τους κυρίους στων οποίων τα σπίτια πήγαιναν, ή με τους ενήλικους γιους τους. Γυναίκες που μιλούσαν γι’ αυτά και για τις οποίες η κυρία Τζεβριγιέ απορούσε πώς γίνεται να μην ντρέπονται, να μην κοκκινίζουν.

    Καθώς τοποθετούσε στη σιφονιέρα τη φανέλα που είχε σιδερώσει, το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια γυναικεία κάλτσα. Την πήρε και, θέλοντας να καταλάβει ποιας είναι, την κοίταξε με προσοχή· έπειτα την ξανάβαλε στο μέρος που ήταν. «Ποιος ξέρει τι έχουν δει οι τοίχοι αυτού του υπνοδωματίου» σκέφτηκε. Ο κύριος Μουμτάζ ήταν εργένης, και παρόλο το ώριμο της ηλικίας του ήταν πολύ καλοστεκούμενος. «Γιατί με ενδιαφέρει εμένα τόσο το τι κάνει ο άνθρωπος στο υπνοδωμάτιό του;» αναρωτήθηκε. Ήταν περίεργο, αλλά σαν να τον ζήλευε γι’ αυτές τις γυναίκες. Τι συναίσθημα ήταν αυτό; Ήθελε να το αποβάλει, όμως δεν τα κατάφερνε. Δεν της έβγαινε να πει «τι με νοιάζει εμένα ξένος άνθρωπος, ας κάνει ό,τι θέλει». Είχαν περάσει δυο χρόνια από το θάνατο του άντρα της, δυο χρόνια είχε κρατήσει κι εκείνο το διάστημα του βήχα. Τέσσερα χρόνια δεν την είχε αγγίξει άντρας. Μήπως αυτός ήταν ο λόγος που καλλιεργούσε μέσα της αυτά τα συναισθήματα ζήλιας, που δεν κατάφερνε με τίποτα να διώξει;

    Το χέρι της πήγε στα μαλλιά της. Τις ώρες που δεν ήταν εκεί ο κύριος Μουμτάζ, δούλευε χωρίς τη μαντήλα. Εκείνη τη μέρα φορούσε ένα άσπρο μπλουζάκι και το τζιν που φορούσε πάντα. Όταν ήταν μόνη, δεν φορούσε παντόφλες. Κοίταξε το ρολόι της· πλησίαζε η ώρα που θα γυρνούσε ο κύριος Μουμτάζ. Τα Σάββατα εκείνος δούλευε μέχρι το μεσημέρι. Μετά τη δουλειά πήγαινε στην αγορά του Καντίκιοϊ[5] κι έκανε ψώνια. Όταν γυρνούσε σπίτι, άφηνε στην κουζίνα αυτά που έφερνε και ζητούσε από την κυρία Τζεβριγιέ να κάνει ένα φαγητό που επιθυμούσε. Έλεγε, φερ’ ειπείν:

    «Θα μπορούσες να μου κάνεις ένα καρνίγιαρικ[6];»

    Τι γλυκομίλητος άνθρωπος που ήταν, τι φιλόφρων!

    Η κυρία Τζεβριγιέ δεν έμενε μόνο στο καρνίγιαρικ, έφτιαχνε οπωσδήποτε και πιλάφι μαζί. Ο κύριος Μουμτάζ ήξερε πώς να επαινεί. Όταν εκείνη ξαναερχόταν, της έλεγε:

    «Τα φαγητά ήταν πραγματικά πεντανόστιμα».

    Όταν χτύπησε το κουδούνι, έβαλε τις παντόφλες κι έτρεξε στην πόρτα. Όπως είχε προβλέψει, ήταν ο κύριος Μουμτάζ, φορτωμένος με παραγεμισμένες σακούλες.

    «Να τις πάρω, κύριε Μουμτάζ...»

    «Όχι, μην μπαίνεις σε κόπο, τις πάω εγώ στην κουζίνα».

    Ο κύριος Μουμτάζ άφησε στο πάτωμα της κουζίνας αυτά που είχε στα χέρια του. Όπως γύρισε για να βγει από την πόρτα, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την κυρία Τζεβριγιέ. Εκείνη τη στιγμή σχηματίστηκε στο πρόσωπό του μια έκφραση απορίας. Ο λόγος της απορίας του δεν ήταν ότι είχε πέσει πάνω της, αλλά ότι πρώτη φορά την έβλεπε χωρίς μαντήλα. Μα τι ωραία μαύρα μαλλιά είχε αυτή η γυναίκα! Η γυναίκα κατάλαβε από το βλέμμα του πως κάτι περίεργο είχε γίνει. Μόλις έβαλε τα χέρια της στο σημείο που εκείνος κοιτούσε, δηλαδή στο κεφάλι της, ταράχτηκε για μια στιγμή. Πρώτη φορά στη ζωή της είχε εμφανιστεί μπροστά σε έναν ξένο άντρα χωρίς να καλύψει το κεφάλι της. Ξαφνικά, έκανε να γυρίσει προς τα πίσω. Ο κύριος Μουμτάζ, που κατάλαβε το λόγο, τη ρώτησε:

    «Γιατί δεν τα αφήνεις έτσι;»

    Δεν της ερχόταν καμία απάντηση, είχε παγώσει. Έπειτα αναρωτήθηκε: ήταν «ξένος» ο κύριος Μουμτάζ; Μπορεί να της ήταν ξένος ο άνθρωπος που την είχε στηρίξει τόσο τα τελευταία χρόνια;

    «Όπως θέλετε, κύριε Μουμτάζ» είπε.

    Καθώς άδειαζε τις σακούλες στην κουζίνα κι έβαζε τα πράγματα στα ντουλάπια, δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται:

    «Γιατί ήθελε να μην καλύψω το κεφάλι μου;»

    Ενώ τα σκεφτόταν αυτά, ακούστηκε από μέσα η φωνή του κυρίου Μουμτάζ.

    «Κυρία Τζεβριγιέ, εγώ θα ξαπλώσω λίγο στο υπνοδωμάτιο, εσύ κάνε άνετα τη δουλειά σου. Εν τω μεταξύ, θα χαρώ πολύ αν μου φτιάξεις σμυρναίικα σουτζουκάκια...»

    Το να πάει ο κύριος Μουμτάζ στο υπνοδωμάτιο να ξαπλώσει, ήταν το δεύτερο πράγμα εκείνη τη μέρα που η γυναίκα ζούσε για πρώτη φορά. Όλα αυτά ήταν απλά μια σύμπτωση ή ένα κάλεσμα; Μήπως ήθελε να πει «άσε τα μαλλιά σου λυτά κι έλα κοντά μου»; Υπάρχει περίπτωση να είχε βάλει επίτηδες εκείνη τη μεταξωτή δικτυωτή κάλτσα στη σιφονιέρα για να τη δει η κυρία Τζεβριγιέ; Το μυαλό της ήταν άνω - κάτω. Δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά της. Καθώς ψιλόκοβε το κρεμμύδι για τα σουτζουκάκια, της γλίστρησε το μαχαίρι και έκοψε το δάχτυλό της. Πήρε ένα κομμάτι χαρτί και το κόλλησε πάνω στο κόψιμό της. Μα τι στο καλό γίνεται σήμερα; Στο μυαλό της ήρθε πάλι εκείνη η γυναικεία κάλτσα. Πώς να ήταν άραγε η γυναίκα στην οποία ανήκε; Θα πρέπει να ήταν μια όμορφη, ελκυστική γυναίκα, γιατί αυτού του είδους τις κάλτσες μόνο τέτοιες γυναίκες τις φοράνε. Ποιος ξέρει πώς θα φαινόταν άραγε στα δικά της πόδια! Μακάρι να τη δοκίμαζε, να έβλεπε. Αμέσως διαμαρτυρήθηκε. «Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι!» συλλογίστηκε. Ντρεπόταν για τις σκέψεις που έκανε, αλλά δεν μπορούσε και να βγάλει απ’ το μυαλό της τον κύριο Μουμτάζ που ήταν μέσα στο υπνοδωμάτιο. Έβαλε το ταψί με τις πατάτες και τα σουτζουκάκια στο φούρνο κι έπειτα έπλυνε και σκούπισε τα χέρια της. Βγήκε από την κουζίνα. Το υπνοδωμάτιο βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου που ξεκινούσε από την πόρτα της κουζίνας. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα, που νόμιζε πως θα σπάσει. Έκανε δυο - τρία βήματα προς το υπνοδωμάτιο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. «Εμένα περιμένει» σκέφτηκε. Δεν είχε μέσα της καθόλου θυμό, καθόλου οργή γι’ αυτόν τον άντρα που ξάπλωνε στο δωμάτιο. Μήπως στην πραγματικότητα ήθελε να γίνει σαν τις γυναίκες που κατά καιρούς βρίσκονταν με τον κύριο Μουμτάζ σε εκείνο το δωμάτιο; Γιατί κατευθυνόταν προς τα εκεί, ενώ γνώριζε καλά τι την περίμενε; Για μια στιγμή πέρασε μπροστά από τα μάτια της ο άντρας της κι ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.

    «Συγχώρεσέ με, Μουσταφά. Έφυγες και με παράτησες μόνη κι αβοήθητη».

    Πλησίασε την πόρτα και την έσπρωξε αθόρυβα προς τα μέσα. Ο κύριος Μουμτάζ είχε χωθεί κάτω από το πάπλωμα και κοιμόταν. Τραβήχτηκε πίσω. Τώρα τι να σήμαινε αυτό; Έκανε στροφή, πέρασε από την κουζίνα να δει το φούρνο κι έπειτα πήγε στο σαλόνι και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Δεν ήθελε πλέον να σκεφτεί τίποτα. Μετά από δέκα λεπτά σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και έσβησε το φούρνο. Όσο εκείνη ήταν στο σαλόνι, ο κύριος Μουμτάζ είχε σηκωθεί κι είχε κλείσει την πόρτα. Ένιωσε μέσα της να απλώνεται μια γλυκιά γαλήνη, σαν να λυτρώθηκε από ένα έντονο βάρος. Πήγε προς τον καλόγερο, έδεσε τη μαντήλα της και έριξε στους ώμους της το παλτό που της είχε μείνει από τον άντρα της. Καθώς έβαζε τα παπούτσια της, κοίταξε τα τακούνια τους που είχαν φαγωθεί. Αναστέναξε. Έπειτα άνοιξε το συρτάρι δίπλα από τον καλόγερο, πήρε τα λεφτά που είχε αφήσει ο κύριος Μουμτάζ, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Καθώς έκλεινε την πόρτα, σιγομουρμούρισε:

    «Είσαι στ’ αλήθεια καλός άνθρωπος, κύριε Μουμτάζ. Ο Θεός να κάνει χρυσό ό,τι πιάνεις».

    Μόδι, Οκτώβριος 2006

    Ο θείος Λεβόν

    ––––––––

    Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν καθώς έβγαινα από την πόρτα ενός πανδοχείου στη λεωφόρο Ιστικλάλ[7], κοντά στο Τουνέλ[8]. Άρχισε να περπατάει με γοργό βήμα προς το Γαλατά Σαράι[9]. Ήταν μια βροχερή μέρα. Φορούσε ένα ελαφρύ πανωφόρι και μια τραγιάσκα. Είχε τυλίξει σε έναν μουσαμά τις εφημερίδες που κρατούσε κάτω απ’ τη μασχάλη του. Στάθηκα για λίγο και τον κοιτούσα από πίσω, καθώς κούτσαινε ελαφρά από το δεξί πόδι. Την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν χιλίων χρόνων, τώρα θα πρέπει να ήταν χιλίων πεντακοσίων. Ξαφνικά, γύρισε προς τα πίσω και χτένισε με τα μάτια του τους ανθρώπους στον πεζόδρομο, σαν να έψαχνε κάποιον. Εγώ ήμουν αυτή που έψαχνε; Με είχε αναγνωρίσει μετά από τόσα χρόνια; Του κούνησα το χέρι, μα δεν με είδε. Του το ξανακούνησα. Η ματιά του σταμάτησε πάνω μου. Κάτι μου έλεγε, αλλά με το θόρυβο του δρόμου και της βροχής δεν άκουγα. Μου έκανε νεύμα να πάω. Έτρεξα προς το μέρος του.

    «Εσύ είσαι, θείε Λεβόν! Είσαι πράγματι εσύ!» του είπα και όρμησα πάνω του.

    Πάνω από το ελαφρύ πανωφόρι ένιωθα τα κόκκαλα αυτού του γέρου άντρα.

    «Πω πω, πώς μεγάλωσες!» είπε.

    «Μεγάλωσα, θείε Λεβόν. Πλέον είμαι μητέρα δύο παιδιών» του είπα.

    Τον φίλησα στα μάγουλα.

    «Είχες κανένα νέο από τη Μαντάμ Σίλβα;» με ρώτησε.

    «Όχι» είπα.

    * * *

    «Άντε, άνοιξε την πόρτα, Μαντάμ Σίλβα...»

    Έτσι φώναζε στη Μαντάμ Σίλβα που έμενε πάνω από εμάς. Η Μαντάμ βαριάκουγε, δεν άκουγε το κουδούνι της πόρτας. Κάθε φορά που τον παρακολουθούσα από το παράθυρο του σαλονιού του ισόγειου σπιτιού μας, γελούσα. Στεκόταν στο πεζοδρόμιο και φώναζε προς τα πάνω, κι όσο δεν έπαιρνε απάντηση, τόσο αλάλαζε από τα νεύρα του. Αφού τον παρακολουθούσα για λίγο, έβγαινα στην πόρτα.

    «Δώσ’ τη σε μένα την εφημερίδα, θείε» του έλεγα. «Θα τη βάλω εγώ κάτω από την πόρτα της Μαντάμ».

    Χαιρόταν, μου χάιδευε το κεφάλι.

    «Έχω ακόμα πολλές πόρτες να πάω» έλεγε κι έφευγε.

    Εκείνα τα χρόνια μέναμε στο Σισλί[10], όπου είχαμε πολλούς Αρμένιους γείτονες. Εκείνος ήξερε πού έμενε ο καθένας. Όταν έμαθα πως έφερνε τις εφημερίδες από το Μπέγιογλου[11], μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου το πώς κουβαλούσε τόσο βάρος ο άνθρωπος σε αυτή την ηλικία. Το είπα, άλλωστε, ήταν χιλίων χρόνων ο θείος Λεβόν. Μια μέρα δεν άντεξα και ρώτησα.

    «Κορίτσι μου», είπε, «εμάς η δουλειά μας δεν γίνεται χωρίς να περπατάς και χωρίς να κουβαλάς. Άλλωστε, από το Μπέγιογλου μέχρι το Ταλιμχανέ[12] οι μισές εφημερίδες έχουν φύγει, κι όσες μένουν τις τελειώνω εδώ, σ’ εσάς. Όσο μοιράζω τις εφημερίδες, τόσο ελαφρώνει και το βάρος μου. Γυρνάω σπίτι μου ελαφρύς σαν πουλάκι».

    Εγώ πέρασα απ’ την παιδική ηλικία στην εφηβεία, αυτός όμως δεν είχε γεράσει καθόλου, ήταν πάντα ίδιος.

    Μια μέρα, ακούγοντας πάλι τη φωνή του θείου Λεβόν, έτρεξα στο παράθυρο και κοίταξα πίσω από την κουρτίνα. Φώναζε με όση δύναμη είχε, πήγαινε πάνω - κάτω, αλάλαζε. Πήγα προς την πόρτα, αλλά φοβόμουν να την ανοίξω και να βγω έξω. Πώς θα του έλεγα ότι η Μαντάμ Σίλβα πέθανε; Ξαφνικά, σταμάτησε να ακούγεται η φωνή του. «Δεν μπορεί να τα παράτησε έτσι εύκολα» ανησύχησα. Έτρεξα πάλι στο παράθυρο και κοίταξα. Είχε αφήσει τις εφημερίδες στο πεζοδρόμιο και έκανε μαλάξεις στο στήθος του.

    «Τρέξε, μάνα!» φώναξα στη μάνα μου που έραβε στο δωμάτιό της. «Κάτι έπαθε ο θείος Λεβόν! Εγώ πάω στην πόρτα!»

    Το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο.

    «Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά, ζαλίστηκα» είπε.

    Ήρθε κι η μάνα μου και τον κουβαλήσαμε απ’ τους ώμους στο σπίτι.

    «Οι εφημερίδες», είπε με φωνή που ακουγόταν με το ζόρι, «οι εφημερίδες μου...»

    «Τις πήρα μέσα» είπα. «Μην ανησυχείς, εδώ είναι οι εφημερίδες σου».

    Η μάνα μου του έτριψε με κολόνια λεμόνι τους καρπούς και τους κροτάφους. Του δώσαμε να πιει ένα ποτήρι νερό.

    «Εγώ να φεύγω σιγά - σιγά» είπε μόλις άρχισε κάπως να συνέρχεται.

    Επιμέναμε να μείνει λίγο ακόμα να ξεκουραστεί, μα δεν μας άκουγε.

    Μου έδωσε μια εφημερίδα.

    «Κάνε έναν κόπο και δώσε την εφημερίδα στη Μαντάμ» μου είπε.

    «Να τη δώσω» είπα.

    Εκείνη την ώρα μού ήρθε στο μυαλό!

    «Θείε Λεβόν», είπα, «αν θέλεις άφηνε σ’ εμάς κάθε μέρα την εφημερίδα, ακόμα κι αν δεν είμαστε στο σπίτι. Χώσ’ τη στα κάγκελα του παραθύρου μας, ποιος θα πάρει άλλωστε αρμένικη εφημερίδα! Δεν χρειάζεται να τη φωνάζεις κάθε μέρα, άσε που πλέον δεν ακούει και καλά. Και μια φορά την εβδομάδα, τα βρίσκουμε εμείς με το λογαριασμό».

    «Καλά θα ήταν» είπε.

    Εκείνη τη χρονιά πέρασα στη νομική. Εκείνα τα έξι χρόνια μέχρι να αρχίσω τη δικηγορική, ο θείος Λεβόν μάς άφηνε κάθε μέρα μια εφημερίδα. Μια μέρα του είπαμε πως η Μαντάμ Σίλβα μετακόμισε σε έναν συγγενή της στο Γεσίλκιοϊ[13] και πως δεν είχαμε τη διεύθυνση. Στεναχωρήθηκε, αλλά η στεναχώρια του περιορίστηκε στο ότι έχασε έναν πιστό πελάτη. Μετά από λίγο καιρό μετακομίσαμε κι εμείς από το Σισλί στο Καντίκιοϊ κι ο θείος Λεβόν βγήκε από τη ζωή μας.

    * * *

    «Ακόμα μοιράζεις εφημερίδες;» ρώτησα.

    «Ναι, κορίτσι μου», είπε, «δεν μπορώ να κάνω άλλη δουλειά... Αλλά οι δικοί μας μειώθηκαν πολύ τα τελευταία χρόνια, οι περισσότεροι σκόρπισαν σε μακρινές περιοχές της Κωνσταντινούπολης και κάποιοι μετανάστευσαν δια παντός. Οι νέοι, από την άλλη, δεν μαθαίνουν πλέον αρμενικά. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι κι άσχημα. Παλιά δεν μπορούσα να κουβαλήσω όλες τις εφημερίδες με τη μία, έκανα αρκετά δρομολόγια. Τώρα μέχρι και εξήντα εφημερίδες είναι πολλές για ένα δρομολόγιο».

    «Και πάλι είναι δύσκολο, σε αυτή την ηλικία...» είπα.

    Με διέκοψε.

    «Έχεις δίκιο, όταν περάσει τα εβδομήντα ο άνθρωπος, τα έχει φάει τα ψωμιά του».

    «Ο Θεός να σου δίνει χρόνια» είπα. «Μου είχες λείψει».

    «Κι εσύ» είπε. «Πώς είναι η μαμά σου;»

    «Κι εκείνη μεγάλωσε» είπα.

    Τον έπιασα αγκαζέ και περπατήσαμε προς το Γαλατά Σαράι.

    «Έχεις κανένα νέο απ’ τους Ρωμιούς γείτονές σας;» ρώτησε.

    «Από τον κύριο Νίκο;»

    «Νίκο τον λέγανε, αυτόν που έμενε στον τελευταίο όροφο;»

    «Η μητέρα του πέθανε πριν χρόνια, κι αυτός έφυγε στην Ελλάδα».

    «Όλοι κάπου πάνε» είπε.

    * * *

    Ο ηλικιωμένος άντρας είχε εκπληκτική μνήμη. Ήταν χρόνια που δεν είχαν περάσει από το νου μου ο κύριος Νίκος και η μητέρα του. Έμεναν στον τελευταίο όροφο, ήταν καλοί άνθρωποι. Ο κύριος Νίκος ήταν ένας ψηλός και γοητευτικός άντρας. Ήταν και μια νέα γυναίκα που ερχόταν στο σπίτι τους, όμορφη και σαγηνευτική, που φορούσε μίνι φούστες και ψηλοτάκουνα παπούτσια. Την έλεγαν Μαρίκα. Όσο μεγάλωνα, ήθελα κι εγώ να ντύνομαι σαν εκείνη, να φαίνομαι σαν εκείνη. Με τον κύριο Νίκο περπατούσαν πάντα αγκαζέ στο δρόμο. Μια μέρα είχα ακούσει τη Μαντάμ Σίλβα να μιλάει με τη μαμά μου.

    «Αυτοί είναι τρελά ερωτευμένοι» είχε πει.

    «Ναι», συμφώνησε κι η μαμά μου, «προφανώς θα παντρευτούν σύντομα».

    Αλλά δεν παντρεύτηκαν. Πέρασε πολύς καιρός, ήταν το 1963 ή το 1964 αν δεν κάνω λάθος, που άδειαζαν ένα - ένα τα σπίτια των Ρωμιών στη γειτονιά μας, αφού μετανάστευαν στην Ελλάδα. Κι η οικογένεια της Μαρίκας ήταν κομμάτι του καραβανιού που μετανάστευε. Είχε συζητηθεί πολύ τότε στο σπίτι μας το ότι η Μαρίκα είχε αντισταθεί έντονα για να μη φύγει, αλλά στο τέλος, όταν ο πατέρας της τής είπε «θα σε αποκληρώσω», αναγκάστηκε να υπακούσει στην απόφαση της οικογένειάς της. Και ο κύριος Νίκος ήθελε πολύ να πάει στην Ελλάδα, αλλά εκείνη την περίοδο η μητέρα του νοσηλευόταν στο ρωμέικο νοσοκομείο «Βαλουκλή». Είχαν παραλύσει τα πόδια της. Όταν ο κύριος Νίκος άνοιξε την κουβέντα για τη σκέψη του να μεταναστεύσει στην Ελλάδα, η ηλικιωμένη γυναίκα τρελάθηκε.

    «Σύντομα θα πεθάνω, κι εσύ θα με θάψεις εδώ, δίπλα στον άντρα μου» είχε πει στο γιο της.

    Όμως έζησε πολλά χρόνια ακόμα η κατάκοιτη γυναίκα.

    Με την αναχώρηση της Μαρίκας, η ζωή του κυρίου Νίκου έγινε άνω - κάτω. Μετατράπηκε σε έναν άνθρωπο αμίλητο και κλεισμένο στον εαυτό του. Η μόνη φίλη του στην πολυκατοικία ήμουν εγώ. Κάθε εβδομάδα έπαιρνε ένα γράμμα από Ελλάδα, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα πάντα πάνω στο φάκελο. Όταν του πήγαινα τα γράμματα, χαιρόταν και μου έδινε μικρά δωράκια, σοκολάτες, ζαχαρωτά, μπισκότα. Σε κάποια γενέθλιά μου, μου είχε φέρει και μια κούκλα που μιλούσε. Μετά ξαφνικά σταμάτησαν τα γράμματα. Όταν ο κύριος Νίκος έμαθε πως η Μαρίκα είχε παντρευτεί με έναν ιχθυέμπορο από τον Πειραιά, κλείστηκε τελείως στον εαυτό του. Παράτησε και τη δουλειά του και τον βλέπαμε μονάχα όταν πήγαινε στον μπακάλη, στο χασάπη ή στον μπαρμπέρη. Τη θέση εκείνου του γοητευτικού άντρα την πήρε ένας απεριποίητος με μια πιθαμή μούσι και πεσμένους ώμους. Για να μην τον κάνουμε να ντραπεί, είχαμε αρχίσει να μην τον κοιτάμε στο πρόσωπο. Η μητέρα του πέθανε οχτώ χρόνια αφότου είχε φύγει η Μαρίκα, κι εκείνος, μετά από λίγο καιρό, άδειασε το σπίτι του και πήγε στην Ελλάδα.

    * * *

    «Ήταν καλοί άνθρωποι» είπα.

    «Όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί, κορίτσι μου» είπε. «Αλλά δεν ξέρουν τον τρόπο να δείξουν την καλοσύνη τους...»

    «Έχεις δίκιο, θείε Λεβόν» είπα. «Εγώ θα φύγω από εδώ, θα κατέβω στο Ταρλάμπασι[14]. Σε παρακαλώ, να προσέχεις τον εαυτό σου».

    «Κι εσύ» είπε γελώντας. «Να δώσεις χαιρετίσματα στον άντρα σου και να μου φιλήσεις τα παιδιά σου».

    Καθώς χωριζόμασταν, αγκαλιαστήκαμε.

    Μαντάμ Κατίνα

    ––––––––

    Χτύπησε τρεις φορές μαλακά το σιδερένιο —σε σχήμα πέλματος λιονταριού— ρόπτρο, σαν να φοβόταν μην κάνει θόρυβο. Η πόρτα ήταν παλιά και οι μπλε μπογιές της είχαν χυθεί σε κάποια σημεία. Αφού περίμενε λίγο, άκουσε από μέσα ήχους βημάτων και έπειτα την ερώτηση:

    «Ποιος είναι;»

    «Εγώ είμαι», είπε, «μια παλιά σας γειτόνισσα...»

    Η πόρτα άνοιξε. Εμφανίστηκε μια γυναίκα γύρω στα τριάντα με τριάντα πέντε, με μαύρα μαλλιά, ωραίο πρόσωπο και κλαρωτό εμπριμέ φόρεμα. Δίπλα της ήταν ένα αγοράκι με σκανταλιάρικη ματιά, που της έφτανε μέχρι τη μέση.

    «Ορίστε, ποιον ψάχνετε;» ρώτησε η γυναίκα.

    «Την κυρία Μουζεγιέν» είπε. «Ήταν παλιά μου γειτόνισσα, πάνε πολλά χρόνια...»

    «Η μητέρα μου είναι τρεις μέρες άρρωστη, είναι πάνω και ξαπλώνει».

    «Περαστικά! Είναι κάτι σοβαρό;»

    «Δεν είναι πολύ σοβαρό. Απλά κρύωσε, αλλά δεν σηκώνεται απ’ το κρεβάτι».

    «Απ’ τα γεράματα είναι, κορίτσι μου, απ’ τα γεράματα... Όταν περνάει τα εβδομήντα ο άνθρωπος, έρχεται κι αποκάνει σιγά - σιγά. Ξέρεις, είμαστε συνομήλικες με τη μητέρα σου. Άντε, ενημέρωσέ την ότι ήρθα. Έχει έρθει η Μαντάμ Κατίνα, πες της, από την Ελλάδα...»

    «Εσείς... εσείς...» είπε με τρεμάμενη φωνή η νέα γυναίκα. «Είστε η σπιτονοικοκυρά μας. Γυρίσατε δηλαδή...»

    Φοβήθηκε. Έτρεξε πανικόβλητη στη σκάλα και ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά. Η Κατίνα Χατζοπούλου άκουγε τη φωνή της νέας γυναίκας.

    «Μαμά, σήκω, ήρθε η κυρία Κατίνα. Ήρθε η σπιτονοικοκυρά μας!»

    Μετά από λίγο ακούστηκαν τα βήματα μάνας και κόρης στην ξύλινη σκάλα. Εμφανίστηκαν μαζί στην πόρτα. Η Μαντάμ Κατίνα υποδέχτηκε την παλιά της γειτόνισσα με ανοιχτή την αγκαλιά της.

    «Έλα, Μουζεγιέν» είπε. «Έλα να σε αγκαλιάσω! Πόσο μου έλειψες...»

    Οι δύο ηλικιωμένες γυναίκες αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να κλαίνε.

    Είχαν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια που είχαν να ειδωθούν. Στην ανταλλαγή, ένα κρύο απόγευμα του Νοεμβρίου του 1924, είχαν αποχαιρετιστεί στην ίδια πόρτα. Ήταν γειτόνισσες. Ο άντρας της Μαντάμ Κατίνας, ο κύριος Σταύρος, ήταν έμπορος του εκλεκτού ελαιολάδου της Προύσας. Ο άντρας της κυρίας Μουζεγιέν ήταν υπάλληλος στη Νομαρχία, στη Διεύθυνση Χωροταξίας. Νοίκιαζαν το διπλανό σπίτι. Όταν άδειασε το σπίτι της Μαντάμ Κατίνας και του κυρίου Σταύρου, πήγαν εκείνοι να μείνουν εκεί, εκμεταλλευόμενοι την προτεραιότητα που είχαν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Το πληρεξούσιο του σπιτιού ήταν στο Ρωμέικο Ίδρυμα της Τουρκίας, που ασχολείτο με τα περιουσιακά των Ρωμιών. Ο κύριος Σταύρος, πριν μεταναστεύσει στην Ελλάδα, είχε βρει έναν δικηγόρο για να ασχοληθεί με τον τίτλο ιδιοκτησίας, κι εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε. Έτσι, φρόντισε να περάσει το σπίτι που έμεναν η κυρία Μουζεγιέν με τον άντρα της στο Ρωμέικο Ίδρυμα κι όχι στην Περιφερειακή Οικονομική Διοίκηση της Προύσας. Από τότε μέχρι και σήμερα, η κυρία Μουζεγιέν καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ο άντρας της είχε χρόνια που είχε πεθάνει. Με τη σύνταξη χηρείας που έπαιρναν και που με το ζόρι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα, είχαν φτάσει στο σημείο να μην μπορούν να πληρώνουν το ενοίκιο. Το Ρωμέικο Ίδρυμα είχε παγώσει το ενοίκιο για ένα διάστημα και δεν τους ζητούσε λεφτά, όμως δεν ήξεραν για πόσο ακόμα. Ήταν φυσικό η κόρη της, η Νερμίν, όταν είδε μπροστά της την κυρία Κατίνα, να σκεφτεί πρώτα απ’ όλα την πιθανότητα να τους πετάξουν έξω από το σπίτι που έζησαν τόσα χρόνια.

    «Άντε, έλα μέσα» είπε η κυρία Μουζεγιέν. «Η Νερμίν έκανε σήμερα "σου μπορεΐ[15]". Είσαι τυχερή».

    Η κόρη της, βλέποντας τη φυσικότητα της συμπεριφοράς της μάνας της, όσο να ’ναι ηρέμησε λίγο.

    «Είναι ακόμα ζεστούτσικο, θεία», είπε, «αλλά πρώτα να σας φτιάξω ένα μυρωδάτο τσάι για το καλωσόρισμα».

    «Καλά θα ’ταν» είπε η μάνα της. «Θα της έχει λείψει το δικό μας τσάι, πού να το βρει στην Ελλάδα!»

    «Σωστά» είπε η Κατίνα. «Η αλήθεια είναι ότι και σε μας εκεί υπάρχουν όλα, αλλά τι να πω, θες να ‘ναι απ’ τον αέρα, θες απ’ το νερό, τίποτα δεν έχει την ίδια γεύση όπως αυτά εδώ. Δεν υπάρχει τίποτα σαν την πατρίδα...»

    «Τα αναζητάς όλα αυτά, ε;» είπε η κυρία Μουζεγιέν.

    «Πώς θα μπορούσε να ’ναι αλλιώς; Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα... Οι τάφοι των γονιών μου και των συγγενών μου είναι εδώ, στην Προύσα. Εδώ είναι τα πατρικά μου εδάφη. Εσύ θα τα θυμάσαι, εκείνες τις μέρες μάς είπαν εμπρός, άντε και πήραμε τους δρόμους. Ούτε την περιουσία μας μπορέσαμε να πουλήσουμε, ούτε τα λεφτά που είχαμε μπορέσαμε να πάρουμε μαζί μας. Σκύβεις βέβαια το κεφάλι μπροστά στο κράτος... Μέχρι και την κόρη μου, τη Μαρία, μου τη στέρησαν. Τόσα χρόνια, κι ακόμα με τρώει η στεναχώρια. Θυμάσαι εκείνη τη μέρα, τότε που είχαν στηθεί οι χωροφύλακες μπροστά στην πόρτα μας και φώναζαν Άντε, βγείτε! Άντε, βγείτε!; Είναι στο νοσοκομείο το μωρό μας, μόλις γεννήθηκε τους είπαμε. "Έχει οπή στην καρδιά, είναι στην εντατική. Σας

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1