Professional Documents
Culture Documents
ααα; τι είπατε;
αααααααα σωστά, ή κατάλαβα
α! α! α! ναι! ναι! ναι!
απάν - απκάτ - σιακεί - σιαπάν δήλωση κατεύθυνσης
απθώνω αφήνω κάτι κάπου
αποσβολώθκα μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω
αντραποδίθκα περδικλώθκα, σκόνταψα
απστόμσει αναποδογύρισε
απόστασα κουράστηκα
αφσκιά ασχήμια!
ακορμένομαι ακούω με προσοχή
απδισιά πήδημα
απήδσα μσουρανίς σηκώθηκα στον αέρα
αναμέρα κάνε άκρη
αρπαλίκι η γκλίτσα
αστόησα ξέχασα
αλσίβα απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη
απστόμσε αναποδογύρισε
αύλακας αυλάκι, ρυάκι
άμπνασόμπ ου διάουλους άντε που να σου μπει ο διάολος
άμνασίεθαβα άντε που να σε έθαβα
αποκουντριασμένους αποχαυνωμένος
αλλομανάω μακελεύω, λιανίζω
αναχιτώνω αγριεύω
αντράλα, χαρβαλασιό φασαρία
αντάρα ομίχλη, θολούρα
αναφανταλιά (μου'ρθε αναφανταλιά) ζαλίστηκα
γούπατο εσοχή
γκλαγκανάω καταπίνω με έντονα γλου-γλου
γατσούλι γατάκι
γούρμασε ωρίμασε
γκοέρα στην κυριολεξία, το θηλυκό του σταγαλινίου, χρησιμοποιείται ως έκφραση
και για τους gay.
γκαβώθκα τυφλώθηκα
γκλιορεύω είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πριν με πάρει ο ύπνος
γίγκει αόριστος του γίνομαι
γέρεψα γιατρεύτηκα, έγινα καλά - έγινα γερός
γρούσπα κουφάλα, τρύπα
γραδώνω στριμώχνω,αγκιστρώνω, σκαλώνω , μπλέκομαι
γκεύω βουτάω, μουσκεύω (να γκέψω λίγο ψουμάκ')
γκουστέρα μεγάλη πράσινη σαύρα
γουργουλεύω ανακατεύω
γκρικι πισινός
γύκος σωρός από στρώματα
μη μι γκιουιζ μη με αγγίζεις
καταϊ κάτω
δαμάλι ταύρος
δρασκέλατο απήδατο, πηδηξέ το
λάιος μαύρος
(γ)λαρωνω ησυχαζω
λαβίδα κουτάλι
λούτα Η αχτένιστη,απεριποίητη γυναίκα
λιόκια αρ***α
λιμπά λιόκια
Λιάρδα φσέκι, μεθώ
λάκσα (πλυθ. λακίσαμαν) πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας
ξαποστάζω ξεκουράζομαι
ξιμπλιέτσοτο γυμνό
ξιτσαουλιάστκα μου έφυγε το στόμα μου έφυγε το σαγόνι
ξεντραχτώθκα διαλυθηκα
ξεσκλάω σκίζω
ξεκλιτσνιάσκει, ξεφιστουκιάσκει διαλύθηκε
ξεσκανταλίσκει απορυθμίστηκε
ξετσόνιασες απέκτησες θάρρος
ξεμτσουνιάσκαν τράκαραν μετωπικά
ξεμοτόχου αποκλειστικά
ξεσφυρου χώνω
ξίκι να γένει κομάτια να γίνει
ξιώτε Ξύνεται (Ο Στέφανος ξιώτε στμπλατ γιατί τουν έφαε ντάβανος)
Ούι Ο λόγος που η Άρτα θεωρείται το μικρό Παρίσι! Συνήθως εκφράζει έκπληξη
Π
πλομάτσα στρώμα
πομποσιά ασφυξία
πουμπόθκα πνίγηκα - δεν μπορώ να πάρω ανάσα
πριτσιαλάω κάνω sex
πριτσαλίστκα κάηκα
μ΄πρισκάλσι στραβοκατάπια
πλακοπάϊδα παγίδα για πουλιά με επίπεδη πέτρα
παρασόλισα φοβήθηκα, τρελάθηκα
πτσάς υποτιμητικά ο άνδρας
πτσαρας αγορι (αντίθετο τσουπρα=κοριτσι)
πρατίνα προβατίνα
πσλά ψηλά
πλακόφωνο πικάπ
πράματα τά πρόβατα
πετσί επιδερμίδα, δερμα σύνταξη με πετσί (πετσώνω=καλύπτω επιφάνεια αλλα και κάνω
sex, βερβέριξε το πετσί μου=ανατρίχιασα, θα σ΄σκωσω το πετσί=θα σε κάψω ή θα σε
κερδίσω στη δηλωτή, στα πετσιά μου= στα αρχ***α μου)
πρατζαφίλια μικρά τεμάχια -παρελκόμενα-μικρής χρηστικότητας!
πετρόβεργο πλάστης για πίτες
πιπίτιασα δίψασα πολύ
πουνιάζομαι τρώω
ποστιάζω βαζω το ένα πάνω στο άλλο
πάφλας(πλυθ. παφίλια) τενεκές τσίγκινος (ή μυαλό άστα να πάνε...)
πλουτούμ μούσκεμα
πεταστή λαγάνα
προφάν τό καλαμάκι(μέ αυτό πού ρουφάν)
πααίνω αντικιαστά πάω στα τυφλά
πθαμή παλάμη
φαρμακώθκα στεναχωρήθηκα
φραστ γρήγορη κίνηση
φκάρι θήκη
φκιαρ’ το φτιάρι
φουρδακλιάζω πήρα φωτιά
φκαρ η φλούδα που μένει από τα ξερά φασόλια, μεταφορικά: άχρηστος άνθρωπος: είσαι
φκαρ
φλιτράω πετάω
φουρτουλάω πετάω
φρουτζούλα το πεταξέ το
φσέκι Λιάρδα, μεθώ
χιζουβόλσια χέστηκα!
χλιάρ κουτάλι
χαλεύω ζητάω
τσ'χάλεψα ψουμάκι = της ζήτησα φαγητό
τσ'χάλεψα **ί = της ζήτησα να κάνουμε έρωτα
χάθκαμαν χαθήκαμε
χλιιμάρα η έντονη μιζέρια
χυμονικό καρπούζι
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ - ΑΠΟΡΙΕΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Η Διαφήμιση Ντιούαρς στα αρτινά: Τνα 'γνάντιψα σε΄να ΄πανγύρ. τ'ν τράου μι τράει.
Τ' μπλανάου μι πλανάει. Τ΄ζγώνω σμά μ' έπιασι αντράλα. Έπριπι να τούχα
χαμπαριάσ΄ότ' γκλαγκανάει μόνου ντγούας.
Του κυνηγού στα Τζουμέρκα: Σκώθκα του προυγάκ τράου όξου τι να ειδού χιον' !!
Πέρου κι 'γω απ΄λες τ' γκαραμπίνα κ΄εκουψα τουν ανήφουρου. Οπους πάηνα τράου καταϊ
ντουρός απου κνάβ'. Τουν πέρου κι γω απού πίσου, τράου χώθκη σι μια κλαρ'σιά! Απού
δω ιγώ απού κει αυτό, απού κει ιγώ απού δω αυτό, απού δω ιγώ απού κει αυτό...
τράει να φύγ' το 'ρξα μια μι τ' καραμπίνα.. τόκαμα. ήταν να μην του γλέπ'ς!!
Στο κρεβάτι του πόνου: Στου νουσουκουμείου, στου παρέκια κριβατ', κλιόρεβι μες'
στ' βιλέτζα κιου Πουρναράς που χει κουπανήσ' ξίδ'. Μιτά ήρθη ου Γιάννς για να τράξ
τ'κατάντια τ' Κωστάκ'. Ου fuzz όμους που ΄νει παλιά καραβάνα στου ξίδ' είπει:
"Αφού πιδίμ' δεν το σκόνσ' τι του πίνς;;;;". Κιου Κωστάκσ' Βόγγση και άρχισι να
γκλιέτι στου τραγότσουλου...Οϊ μανάμ' μι λιάνσι του Τζώνη!!!!!