Professional Documents
Culture Documents
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΑΠΘ : Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, έκδοση Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσ/νίκης, 1998.
Δ. Δηµητράκος : Ορθογραφικόν Ερµηνευτικόν Λεξικόν, εκδοτικός οίκος Χρ. Γιοβάνη, Αθήνα,
1957.
ΙΝΒΑ : " Η Κοζάνη και η περιοχή της – Ιστορία – Πολιτισµός ", Πρακτικά Α´ Συνεδρίου,
Σεπτέµβριος 1993, έκδοση ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1997.
Κ. Σ. : Κωνσταντίνου Ευαγγ. Σιαµπανόπουλου, ο Νοµός Κοζάνης στο χώρο και τον χρόνο,
έκδοση Συνδέσµου Γραµµάτων & Τεχνών Νοµού Κοζάνης, 1992.
Χ.Χ. : Χριστόδουλου Α. Χριστοδούλου, « Τα Κουζανιώτ’κα », - Λεξικό του Κοζανίτικου
Ιδιώµατος, Κοζάνη 2003.
Ηλιαδ. : Στράτος Ηλιαδέλης, κυρίως στα «Ελιµειακά», τ. 1 - 50
Παπασιώπης : Λεωνίδα Ι. Παπασιώπη, «Η παλιά η Κοζάνη», «Αδουκήθκα», «Τότι κι τώρα»,
«Απ’ ότ’ απόµνιν», Εκδόσεις Συνδέσµου Γραµµάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης και Τ.Ε.
Προσκόπων Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1972.
Τσότσος : Γαλατινή Βοΐου Κοζάνης, έκδοση Συνδ. Γραµµ & Τεχνών Ν. Κοζάνης, Θεσσαλονίκη
1998.
Μαλούτας : Πληθώρα και πληθωρική παρουσία δηµοσιευµάτων στις στήλες του «Χρόνου».
Ντίνας : Κοζανίτικα επώνυµα 1759 – 1916, έκδοση ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1995.
Π.Λ.ΜΠ. : Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα.
lias : Σχολιασµός Ηλία (lias) που αφορούν την εργασία για την καταγραφή των Κοζιανιώτικων
εθίµων.
Μ.Κ. : Μιχάλης Γκουντιός ή Καραντάνας
Ζ.Κ. : Ζήνων Καρατζέτζος ή Πεταλάρχης
Ζ.Φ. : Ζήσης Φίλιος
Ι. Κ. : Γιάννης Κορκάς σε δηµοσιεύµατα στον τύπο ( Χρόνος, Γραµµή κλπ.).
Α.Ρ. : Άννα Ρεπανά, διάφορα δηµοσιεύµατα.
Μ.Τ.Μ. : Ματίνα Τσικριτζή - Μόµτσιου, δηµοσιεύµατα στον τύπο και βιβλία ή έντυπα.
Nτίνας : Κώστα Δ. Ντίνα, «το γλωσσικό ιδίωµα της Κοζάνης», Δεύτερος τόµος, Κοζάνη 2005.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1.ΠΗΓΕΣ
2.ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
3.ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
4.ΦΡΑΣΕΙΣ
5.ΤΟΥ ΚΟΥΖΙΑΝΙΩΤΚΟΥ ΣΠΙΤ’ (υπό επεξεργασία)
6.ΤΑ ΖΑΝΑΤΙΑ
7.ΤΑ ΟΥΝΟΜΑΤΑ
α. αντρικά,
β. γυναικεία.
8.ΟΙ ΜΑΧΑΛΑΔΙΣ
9.ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
10.ΚΕΙΜΕΝΑ Βασ. Φόρη.
ά : (στιγµιαίο), α. ορίστε ; , β. έ ;.
Ά : λύση απορίας.
A ; : ερώτηση.
Α… . : συγκατάβαση. Άι = άντε, τι είναι αυτά που λες, δεν τα πιστεύω, Άου = επιφώνηµα
εκπλήξεως και ντροπής. Γενικά όλα τα φωνήεντα αποκτούν διαφορετικό νόηµα ανάλογα µε τον
τρόπο που εκφέρονται, αλλά και τις κινήσεις των χεριών που τον συνοδεύουν.
αβανιά (η) : α. η συκοφαντία. β. η άδικη κατηγορία. γ. η κακοτυχία λόγω συκοφαντίας. (έχει
κάποιος , κάποιο ελάττωµα και µεγαλοποιείται, π.χ. δεν πάει καλά η δουλειά του) , δ. αραβ.
hawan = προδότης.
αβλαγάς (ου) : α. η πλατεία της γειτονιάς, β. η κοινή αυλή της γειτονιάς, γ. η αλάνα, δ.
ακαλλιέργητο χωράφι δίπλα στη γειτονιά όπου έπαιζαν τα παιδιά, ε. Προέλευση : από το τουρκ.
avlaga, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256, στ. lias : ότ’ νάνι : από το αυλή. Ελληνικότατο.
αβλόϊρας (ου) : α. αυλή που περιβάλλει το κτίριο του σπιτιού (αλλά και της εκκλησίας, του
σχολείου κτλ.), β. η περιφραγµένη µε τοίχο αυλή του σπιτιού, γ. ο περίβολος του κτίσµατος, δ.
Προέλευση : από το αυλή+γύρος.
αβραϊά (η) : α. χώρος για φυτώριο, β. το σπορείο, γ. τα προς µεταφύτευση φυτά, δ. ("Νιάνια"
= αυλάκι στον κήπο ή στο χωράφι). ε. Προέλευση : από το βραγιά, ίσως το ιταλικό bra(ia),
πηγή : ΑΠΘ, στ. Δηµητράκος : από το βυζ. βράκτιον = τµήµα φυτού προς µεταφύτευση.
αγάλ' (επίρ.) : α. σιγά – σιγά, β. µαλακά, γ. ήρεµα, δ. Προέλευση : από το ελνστ. αγάλιν,
πηγή : ΑΠΘ.
αγάµτους (επίθ.) : ( υποτιµητική έως υβριστική λέξη ) : α. ο παρθένος -α, β. ο ανέραστος -η,
γ. αυτός που τον χτύπησε η αγαµία στο κεφάλι.
αγαρινός (ου) : α. ο άπιστος β. αυτός που δεν τηρεί τα ήθη και έθιµα γ. ο Μωαµεθανός και
ειδικότερα ο Τούρκος, δ. Προέλευση : από το Άγαρ. (Σηµ. lias : ήταν η παλλακίδα του Αβραάµ
που ο γιος της Ισµαήλ θεωρείται γενάρχης των Αράβων).
αγιάντς (ου) : α. φυτό που µοιάζει µε την καντηλίνα (φασκόµηλο) και ανθίζει στα τέλη
Ιουνίου, β. (lias) : το φυτό salvia sclarea.
αγγιό και αγγειό (τ’) : α. δοχείο, χάλκινο οικιακό σκεύος για τη µεταφορά, βράσιµο ή
µαγείρεµα υγρών (όχι φαγητού ή ποτού), β. το καθίκι των µικρών, γ. υβρ. παλιοτόµαρο,
αισχρός άνθρωπος, δ. πληθ. αγγιά = οι όρχεις,, ε. Φράσεις : «σιουλνάρσι τ´ αγγιά» = ξέπλυνε
τα δοχεία, «είσι τρανό αγγιό!» = είσαι µεγάλος παλιάνθρωπος, «τα µι ξίις τα’ αγγιά» = σιγά που
θα µε πειράξει, στ. Προέλευση : από το αρχαίο αγγείον, πηγή : ΑΠΘ.
αγγιλουκρούουµι (ρ.) : α. ψυχορραγώ, β. έχω παραισθήσεις (το παραλήρηµα των
ετοιµοθάνατων),
αγγουνάρ’ (του) : µεγάλη παραλληλεπίπεδη πέτρα για τη στήριξη των εξωτερικών πέτρινων
γωνιών των εξωτερικών τοίχων του σπιτιού.
αγγουράις (ου) : α. ο Σερβιώτης (επειδή τα Σέρβια φηµίζονταν για τα νόστιµα αγγούρια αλλά
κει ειρωνικά γιατί πολλές φορές ήταν πικρά), β. ο χωρικός που καλλιεργεί κηπευτικά.
αγίασµα (τ’) : α. το νερό που αγίασε ο παπάς β. το νερό πηγής κοντά σε εκκλησία, µοναστήρι
κτλ. γ. µετ. το εκλεκτό ποτό και ιδίως το τσίπουρο.
αγκαλιά (η) : α. η αγκαλιά β. η ποσότητα που µπορούν να κρατήσουν τα δύο χέρια, γ. Φράση :
«µια αγκαλιά τσάκνα», δ. Προέλευση : από το αρχαίο αγκάλη, πηγή : ΑΠΘ.
αγκάλιασµα (τ´) : α. το σφίξιµο κάποιου µε τα δύο χέρια, β. το άγριο µάλωµα, γ. Φράση : «πέ
ου ένας, πέ ου άλλους στουν πάτου αγκαλιάσκαν» = µάλωσαν άσχηµα.
αγκόνας (ου) : α. ο αγκώνας του χεριού β. Προέλευση : από το αρχ. αγκών, πηγή : ΑΠΘ.
αγκουνή (η) : α. η γωνία, β. το σηµείο ένωσης δύο τοίχων, γ. Προέλευση : από το ελνστ.
αγκωνή, πηγή : Δηµητράκος.
αγλέουρας (ου) : α. αυτός που τρώει όσα και ότι βρει µπροστά του, β. Προέλευση : από το
αρχαίο ελλέβορος, πηγή : ΑΠΘ.
αγνάντιµα (τ’) : α. παρατήρηση της θέας από ψηλά, β. το παρατηρητήριο, γ. Προέλευση : από
το έναντι, πηγή : ΑΠΘ.
αγόρου (η) : α. αντρογύναικα, β. δυναµική γυναίκα, γ. (lias : όταν η οικογένεια είχε πολλά
κορίτσια το τελευταίο το ονοµάτιζε µε αρσενικό όνοµα γιατί θα ήθελε να έχει και ένα παιδί
[αγόρι.]), δ. ( Φόρης : στα Κουζιανιώτκα δεν υπάρχει η λέξη αγόρ’ για το αρσενικό υπάρχει η
λέξη πιδί [δες και παράρτηµα]).
αγούλ’ (τ’) : α. ειρωνικό πείραγµα ποντίων που το επίθετό τους έληγε σε –όγλου και όταν
ήλθαν στην Ελλάδα µίλαγαν τουρκικά, β. 1.ο γιός του αγά (ο µικρός αγάς >αγούλ’), 2. το
αφεντόπουλο.
αγρατσούντστους (επίθ.) : α. αυτός που δεν προσπάθησε, β. αυτός που δεν µόχθησε, γ. ο
αχαΐρευτος, δ. Φράση : [/i]«ίιι, αυτήν έχ' τουν απλάτ’ς αγρατσούντστου»[/i] = είναι
ανοικοκύρευτη, ε. Προέλευση : από το ήχο «γράτσ-γράτς», πηγή : ΑΠΘ.
άγριµα (τ’) : α. νευρίασµα, β. αγρέβου (ρ) = 1. ξύνω και κάνω µία επιφάνεια τραχεία, 2.
νευριάζω - είµαι έτοιµος για µάλωµα, γ. επιδείνωση µια κατάστασης, δ. αγρίεµα, ε. Φράση :
«άγριψιν ου κιρός» = επιδεινώθηκε ο καιρός.
αγύρστους (επίθ.) : α. ο διάβολος αλλά και ο θάνατος, (βρισιά : «να παέντς στουν αγύρστου»
= να πάς στο διάβολο), β. ο ισχυρογνώµων, γ. Φράση : «όι, αγύρστου κιφάλ’» = για τον
ισχυρογνώµονα.
αδάµ (τ’) : α. το σήµαντρο (ξύλινο) του Αγίου Νικολάου, β. (lias : χτυπιόταν µε ένα ιδιαίτερο
τρόπο : νταµντάµ – νταµντάµ – νταµντάµ, και µετά νταµνταµντάν – νταµνταµντάν –
νταµνταµντάν και ακουγόταν σαν αδάµ, αδάµ…), γ. (Παπασιώπης : Αδάµ = επίµηκες, πλατύ
όσο µια σανίδα, ξύλο, που το χτυπούσαµε µε ιδιόρρυθµο τρόπο µε δύο ξυλάκια σαν µπαγκέτες,
ιδίως το Πάσχα µόλις ο Δεσπότης έλεγε το «Χριστός Ανέστη»).
Αδάµς (ου) : παρατσούκλι τύπου της παλιάς Κοζάνης που ήταν πολύ αδύνατος και κοντός.
αδέτσ’ (επίρ.) : α. το σκέτο β. το χωρίς, (lias : φράση : « άει, φάι ψίτσα κθαράκ’ αδέτσ’ να
πουρέψ’» = πχ. σκέτο κριθαράκι από γκιουβέτσι αλλά χωρίς κρέας, γιατί φαγώθηκε όλο και
έτσι βολεύεσαι µόνο µε το κριθαράκι. Μου το είπαν για Κουζιανιώτκου αλλά εγώ γνωρίζω το
ουδι έτσ’ ( ουδέτσ’ ), όταν πρόκειται για κάτι µόνο του. αδέτς λένε οι Βελβεδινοί το «χωρίς» : «
κιφτέδις αδέτς» ).
αδιρφουµίρ’ (του) : α. το µερίδιο της περιουσίας κάθε αδελφού, β. (σηµ. lias : όχι αδελφής
διότι αυτή έπαιρνε προίκα).
αδουκιούµι (ρ.) : α. θυµάµαι, β. αναπολώ, γ. Προέλευση από το αρχαίο δοκώ, πηγή : ΙΝΒΑ,
σελ. 247, Τσότσος : από το δοκέοµαι – δοκεί µοι = µου φαίνεται, νοµίζω, σ. 237.
αδράχνου (ρ.) : α. αρπάζω, πιάνω κάτι δυνατά µε τα χέρια για µη µου ξεφύγει, β. αρπάζω µε
βιαιότητα, γ. χουφτώνω, δ. επωφελούµαι, ε. (του) άδραχµα ή δράξιµου = το δυνατό πιάσιµο
από κάτι, στ. Φράση : «τουν έδραξα απ´ τουν λιµό», ζ. Σηµ. lias: στον Σιαµπανόπουλο, σελ
219, βρήκα τη φράση «µέχρι ν’ αδράξουν τα καρβέλια», η. Προέλευση : από το αρχαίο
δράσσοµαι, Δηµητράκος – ΑΠΘ /// Τσότσος : από το µσν. δράχνω.
αδράχτ' (τ´) : α. µακρουλό στρόγγυλο ξύλο στο οποίο τυλίγεται κατά το γνέσιµο το µαλλί, β.
η άτρακτος µε την οποία τυλίγουν το νήµα του αργαλειού, γ. Προέλευση : από το ελνστ.
άτρακτος – αρχαίο άδρακτος, πηγή : ΑΠΘ.
αδρουφόκαλου (του) : α. φουντωτή σκούπα από χοντρό χορτάρι, β. Προέλευση : από το αρχ.
αδρός, πηγή Π.Λ.Μπ.
αζούρστους (επίθ.) : α. ο άνετος, β. ο αεράτος, γ. αυτός που δεν δυσκολεύτηκε, δ. αυτός που
βολεύτηκε µε µεγάλη προίκα ή καλή κληρονοµιά.
άιντι – άιντι (φράση) : α. µε την έκφραση αυτή ο ακροατής µπορεί να εννοήσει οτιδήποτε,
καλό ή κακό, για το αναφερόµενο άτοµο : «δγιό λέξεις µούγκι τα σας πω γι’ αυτόν : άιντι –
άιντι……», β. αν ειπωθεί «άιντι, άιντι» σηµαίνει = άντε, άφησέ τα.
άισµα και άιζµα (του) : α. το φυτό δυόσµος (προέρχεται από το εύοσµος και ηδύοσµος), β.
lias : στα κουζιανιώτκα όµως αποδίδεται στο αγίασµα λόγω των ιδιοτήτων που έχει.
ακαµπέτ’ : (επιφ.) : α. και µετά ; β. τέλος πάντων, γ. πράγµατι! δ. Προέλευση : από το τουρ.
akibet, πηγή : Χ.Χ.
ακόλλα (η) : α. διπλή κόλλα αναφοράς (πηγή : Νιάνια), β. άριγη κόλλα χαρτιού (πηγή : Χ.Χ.).
ακουµπώ (ρ.) α. αγγίζω κάποιον, β. στηρίζοµαι κάπου, γ. κοντεύω να πετύχω κάτι, δ. "τς
ακουµπώ" = πληρώνω τους λογαριασµούς µου.
ακουτώ και κουτώ (ρ.) : α. τολµώ β. αγνοώ, δεν γνωρίζω, γ. παίρνω το θάρρος, δ. Φράση :
«τι ακουτάς ισί ρά;» = για τον αδαή, ε. Προέλευση : από το ελνστ. κοτώ = αποτολµώ, πηγή :
Δηµητράκος .
ακρουαλλή και ακραλλί (η) : µεταξωτό ή βελούδινο ύφασµα µε κρόσσια στις τέσσερις γωνίες.
αλαντζιάς (ου) : α. χοντροπλεγµένο και ανθεκτικό ύφασµα. (Προέλευση από το τούρκ. alaca
[πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256], β. το ρούχο που έγινε µε αλατζιά, γ. (Δηµητράκος : το βαµβακερό
ύφασµα ποικίλων χρωµατιστών ραβδώσεων), δ. (ΑΠΘ : βαµβακερό ύφασµα κατώτερης
ποιότητας).
αλαντόν’ και λαντόν’ (του) : α. τετράτροχη σκεπαστή ιππήλατος άµαξα για την µεταφορά
προσώπων, β. Προέλευση : από το γαλλ. landaux , πηγή : ΙΝΒΑ σελ. 254.
αλιάγας (επίθ.) : α. ο ανεπιθύµητος, β. ο διπρόσωπος, γ. αυτό που λέει πολλά αλλά δεν πρέπει
να του δίνεται εµπιστοσύνη.
αλιβράµπουρου (τ’) : α. το αµπάρι για την αποθήκευση του αλευριού, β. (αλεύρι + αµπάρι ).
αλοίφου (ρ.) : α. βάφω, β. ασβεστώνω, γ. απλώνω βούτυρο, µαρµελάδα κλπ. σε µία φέτα
ψωµιού, δ. πασαλείφω.
αλόυρα (επίρ.) : α. γύρω – γύρω σε κύκλο, β. ολόγυρα, γ. Φράση : «τουν ίφιρα αλόιρα» =
τον τύλιξα, τον κατάφερα, τον έπεισα.
αλ’πού και αλούπου (η) : α. η αλεπού, β. πονηρός άνθρωπος, γ. Φράση : «ικατό η αλπού
ικατόν δέκα τ’ αλπόπλου» = ο πιτσιρικάς που είναι παντογνώστης ή αντιρισίας.
άλτσους (ου) : α. χοντρή µεταλλική αλυσίδα, β. οι φουσκάλες του κρασιού στο ποτήρι (όταν
είναι φρέσκο το κρασί από το βαρέλι φαίνεται να δηµιουργείται αλυσίδα στο τοίχωµα του
ποτηριού από τις φυσαλίδες ), γ. Προέλευση : από το βυζ. αλύσιον, πηγή : ΑΠΘ.
αµίκους (επίθ.) : ο έντονα µελαχρινός (lias : οι νέγροι που πολεµούσαν µαζί µε τους Γάλλους
κατά τον Α´ Παγκόσµιο Πόλεµο).
αµπάδις : (οι) ……
αµπάρ’ (τ’) : α. αποθηκευτικός χώρος για τα γεννήµατα (και ιδίως του σιταριού) µέσα στο σπίτι
που είχε ένα συρταρωτό πορτάκι στο κάτω µέρος τους για την εξαγωγή της απαιτούµενης
ποσότητας, β. (τουρ. ambar, πηγή : ΑΠΘ ).
αµπάρα (η) : α. χοντρό κοµµάτι ξύλου ή σίδερου που ασφαλίζει από το εσωτερικό µέρος την
εξώπορτα του σπιτιού, β. αµπαρώνουµι (ρ.) = καταφεύγω και ασφαλίζοµαι µέσα στο σπίτι µου,
γ. αµπάρουµα (του) = το ερµητικό κλείσιµο, το σφράγισµα, δ. Προέλευση : από το ιταλ.
barra, πηγή : ΑΠΘ.
ανιβατό (του) : α. είδος κρεµώδους τυριού, το τουλουµοτύρι (lias : το ονόµαζαν έτσι διότι το
κρεµούσαν σε κλαδιά δέντρων για να στραγγίσει), β. είδος πλέξης κεντήµατος.
ανιµίδα (η) : το µουστάκι και τα ψιλά περιβλήµατα του σιταριού που τα παίρνει ο αέρας κατά
τον αλωνισµό.
άνιµους (επιφών.) : α. λέξη (που αποδίδεται σε παλιό, όχι Κοζανιώτη, ταχυδροµικό υπάλληλο)
και λέγεται όταν θέλουµε να διώξουµε κάτι ή κάποιον, β. να το πάρει ο αέρας.
ανιµουσούρ’ (τ’) : α. σωρός σκουπιδιών, πεσµένων φύλλων κλπ. που προήλθε από το
φύσηµα του αέρα, ο ανεµοστρόβιλος, β. λοφίσκος χιονιού που δηµιουργήθηκε µε τον αέρα, γ.
Προέλευση : από το ελνστ. ανεµόσουρις, πηγή : ΑΠΘ.
ανκώ : (ρ.) νικώ, (πηγή : Βασίλης Φόρης ).
αντέτ’ (τ’). η συνήθεια, β. το πρέπον, γ. το έθιµο, δ. Φράσεις : «κοίτα µην σ’ απουµείν αντέτ» =
πρόσεξε µη σου µείνει κακή συνήθεια, «έκαµιν όλα τ’ αντέτια» = τήρησε όλα τα έθιµα, ε.
Προέλευση : από τον αρχαίο τύπο δέοντα, πηγή : ΑΠΘ.
αντζιάκ' : α. (;) δεν γνωρίζω τι σηµαίνει. Το βρήκα στο ΙΝΒΑ, σελ. 256 και έχει προέλευση το
τουρκικό ancak β. επί του πιεστηρίου (Καραντάνας) = 1. δεν φτάνει, 2. δεν υπάρχει, γ. Φράση
στα τούρκικα : «αντζιάκ αϊράν, αϊράν ουσού».
αντί (τ’) : α. γερό και µακρύ στρογγυλό ξύλινο εξάρτηµα του αργαλειού για το τύλιγµα του
υφάσµατος, β. Φράση : «Θέλτς µι τ’ αντί» = θες γερό ξύλο, γ. Προέλευση : από το αρχαίο
αντίον, πηγή : ΑΠΘ.
αντίµα (του) : α. η ψίχα του καρπού (καρυδιού, κολοκυθόσπορου, κάστανου, σιταριού κτλ.),
β. το κάστανο έχει απ’ έξω τη φλούδα (πέτσα*) και ο καρπός του περιβάλλεται από ένα
χνουδωτό περιτύλιγµα το αντίµα, γ. Προέλευση : από το αρχαίο ένδυµα = ο φλοιός του καρπού
που ξεφλουδίζεται.
αντιρί (τ’) : α. µακρύ ανδρικό επανωφόρι, β. δες παράρτηµα αντρική φορεσιά*, γ. χιτώνας
ποδήρης, ένδυµα αντρών (Παπασιώπης), δ. Προέλευση : από το τουρκ. anteri<αραβ. entari,
πηγή : ΑΠΘ.
άντσα και άντζα (η) : α. τα σφαιρικά γυναικεία µόρια (στήθη, πισινός, γόνατα), β. Φράση :
«σφίξ να φαντάξν oι άντσις» = τόνισε το µπούστο σου για να δείξεις πως µεγάλωσες, γ.
Προέλευση : από το αρχαίο άντυξ = κυκλικό τµήµα, πηγή : Δηµητράκος.
αξούγκ’ (τ’) : α. το λίπος των ζώων που συνήθως πετιέται, β. το ξύγκι, γ. Φράση (υποτιµητική
για γέρο άνθρωπο) : «όλ’ αξούγκια είν’ αυτός», γ. Προέλευση : από το αρχαίο οξύγγιον, πηγή :
ΑΠΘ .
άξουνους (επιφ.) : α. άκουσε και µη µιλάς, β. σκασµός!, γ. (Χ.Χ. : άξι κι ξινός = µας κούρασε
µε το πολύ µίληµα).
αξυάλ’ (η): α. είδος βουκέντρας και ξύστρου, β. Φράση : «έδραξα τ’ αξιάλ'», γ. Προέλευση :
από το αρχ. ξυάλιον, πηγή : Δηµητράκος, δ. µακρύ λυγισµένο ξύλο για να οδηγούν τα
ζευγµένα ζώα, ε. (σηµ. lias : 1. ξυήλη = κυρτό µαχαίρι για ξύσιµο, 2. τρόπος υπολογισµού της
ώρας µε τη σκιά της βουκέντρας).
άου ! : επιφώνηµα µεγάλης (και δυσάρεστης, συνήθως θλιβερής) έκπληξης που επιτείνεται µε
το χτύπηµα των χεριών στους µηρούς.
απανσούιζ’ς (επίθ.) : α. ο βιαστικός (που κάνει µία δουλειά µε το έτσι θέλω χωρίς να εξετάσει
τις συνέπειες), β. ο προτρέχων, γ. ο ξαφνικός, δ. ο αφασιακός, ε. Προέλευση : από το
τουρκικό apaniz, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256, /// Χ.Χ. apansiz.
τ’ απίπκα : ανάσκελα.
άπλουµα (τ’) : α. το κρέµασµα της µπουγάδας στο σκοινί, β. µετ. η αγγαρεία της µπουγάδας,
γ. η ξάπλα, δ. η καταπάτηση και ιδιοποίηση µέρους του γειτονικού χωραφιού, ε. Φράση : «όι…
άπλουµα κι αυτός!…» = για τον καταπατητή ιδίως χωραφιών.
απλόχιρου (τ’) : α. ποσότητα που µπορεί να χωρέσει σε δύο ενωµένες χούφτες, β. η ανοιχτή
παλάµη.
απόϊρας (ου) : α. τα ορµητικά νερά της βροχής που παρασέρνουν χώµατα, πέτρες ακόµα και
καρέκλες όταν είναι πολλά, β. µετ. ο χειµαρρώδης άνθρωπος.
απόµνα (ρ. αόρ.) : α . έµεινα ανύπαντρος, β. έµεινα άφραγκος, γ. δεν έχω (ξύλα, τσιγάρα,
βενζίνη κτλ ), δ. απουµνάρ’ (τ’) = το υπόλειµµα.
Απουκρά : (η) : α. η Κυριακή της Τυρινής, β. απουκρές (οι) = το δωδεκαήµερο από την
Τσικνοπέµπτη ως και την Καθαρά Δευτέρα, γ. απουκρέβου (ρ.) = νηστεύω ιδίως από κρέας,
απέχω από το κρέας.
απουλνώ (ρ.) : α. αφήνω, β. ξαµολάω (περιστέρια, παµπόρια, πουρδές, του ζνάρ’ κτλ.), γ.
Φράσεις : «απόλνα ράµµα» = µη διστάζεις (να κάνεις, να πεις κλπ), «απόλκα τα µπλάρια» =
έκανα εµετό.
απόυρας : (ου) : α. ορµητικά βρόχινα νερά στο δρόµο, β. τα απόνερα, γ. Φράση : «Όϊ
απόϊρας!» = φουριόζος ή οξύθυµος άνθρωπος, δ. Προέλευση : από το ελληνστ. απορρέω,
πηγή : Χ.Χ.
απχάτ’ και ουπχάτ’ και απαπχάτ’ (επίρ.) : α. από κάτω, β. κάτω από (το ντιβάνι, το τραπέζι,
την καρέκλα, το πάπλωµα κτλ.), γ. Προέλευση : από το συνθ. από+κάτω.
αρά (επίρ.) : α. αραιά, β. ρα! (βρε, προσφώνηση σε άνδρες), γ. Φράση : «αρά κι πού» = στη
χάση και στη φέξη.
αράδα (η) : α. η σειρά, β. η σειρά αναµονής, γ. (ως επιρ.) = συνεχώς, δ. Φράσεις : «αράδα
συλουγιούµι» = 1. συνεχώς αναρωτιέµαι, 2. συνέχεια θυµάµαι, «µη τουν πέρς αράδα» = µην
τον υπολογίζεις, «δεν τουν πέρς αράδα» = δεν µπορείς να συνεννοηθείς µαζί του κτλ., ε.
(lias : τα καράβια που περιµένουν να ξεφορτώσουν έξω από το λιµάνι είναι «άροδο» = σε
αναµονή).
αραδώ (ρ.) : α. ψάχνω προσεκτικά και µε τάξη, β. ερευνώ, γ. αραδίζου (ρ.) = ψαχουλεύω τα
ρούχα.
αραλίκ’ (τ’) : α. το µπαλκόνι (στεγασµένος ανοιχτός χώρος στα παλιά σπίτια), β. το χουζούρι,
γ. η τεµπελιά, δ. Προέλευση : από το τουρκ. aralik = διακοπή – παύση, πηγή : ΑΠΘ #
Δηµητράκος λέει αραλίκι = ευρυχωρία, άπλα.
αργαλιά (τα) : το εργαστήριο των γυναικών όπου γινόταν η επεξεργασία του µαλλιού και η
ύφανσή του. Στον πληθυντικό γιατί συνήθως υπήρχε και δεύτερος αργαλειός στο σπίτι.
άργασµα (του) : α. η ζύµωση και ωρίµανση (π.χ. του αλευριού, του ψωµιού κτλ.), β. η
επεξεργασία µε τα χέρια, γ. άργαστους (επίθ.) = 1. ο ανώριµος, 2. ο ακατέργαστος, δ.
αργασµένους (επίθ.) = 1. ο ώριµος, 2. ο κατεργασµένος, ε. Προέλευση : από το αρχαίο
οργάζω, πηγή : ΑΠΘ.
αρίδα (η) : α. χειροκίνητο τρυπάνι, β. εργαλείο για την εξαγωγή κοµµατιού κολοκύθας σε
πλέγµα για την παρασκευή γλυκού του κουταλιού (κουλουκθάτου), γ. η γάµπα, δ. η ωραία
κορµοστασιά, το µπόι, ε. Προέλευση : από το αρχαίο αρίς, πηγή ΑΠΘ.
Αρίνταγας (ου) : α. η θάλασσα της Κοζάνης! β. βρίσκεται ΒΔ της πόλης και εκτείνεται από το
"ίσιωµα" του Αηλιά, ως το "Σµάθκου" και γειτονεύει µε το "Σιώπατου".
αρίτσιους (ου) : α. ο σκαντζόχειρος, β. µετ. ο έχων σκληρά µαλλιά και δεν χτενίζονται, γ.
δεικτικό πειραχτήρι, δ. αρίτσιουµα (του) = ο µεγάλος θυµός, ε. αριτσιώνουµι (ρ.) =
εξαγριώνοµαι, στ. Προέλευση : από το λατιν. : ericeus, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 253.
αρµάζου (ρ.) : α. κερδίζω σε τυχερό παιχνίδι χρήµατα κυρίως, β. Προέλευση : από το ρηµάζω
ή το αρπάζω, πηγή : Βασ. Φόρης .
αρµόζµους (ου) : α. το ζουµί της αρµιάς, β. ο «αέρας» του σχοινιού του χαρταετού.
αρνέκ’ (τ’) : α. δείγµα γυναικείου εργόχειρου, β. υπόδειγµα εργόχειρου για αντιγραφή (ιδίως
στα τσιγκελωτά), γ. Προέλευση : από το τουρ. φrnek = δείγµα, πηγή : Χ.Χ.
αρτιρµάς και αρτµάς (ου) : α. άλµα εις µήκος ( Παπασιώπης ), β. lias : ήταν παιχνίδι που
πηδούσαν τα παιδιά άλµα εις µήκος ή άλµα τριπλούν χωρίς να παίρνουν φόρα.
αρτµάς (ου) : α. το περίσσευµα της διανοµής (που έµεινε άρτιο, δηλ. ολόκληρο και
προορίζεται για εµάς ).
αρχιδουκρέµασ’ (η) : α. ειρ. έως υβρ. άχρηστος και ανίκανος άνθρωπος για εργασία, β. ο
γέρος που «κατέθεσε» τα γενετήσια όπλα, γ. η κήλη (ασθένεια).
ασισκλέτστους (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που δεν χολοσκάει, β. ο άνθρωπος που δεν νοιάζεται
εύκολα.
άσκουλτσούν τσιβιρινέ : α. φράση επιδοκιµασίας : µπράβο λεβέντη µου!, β. µπράβο για την
επιτυχία σου παλικάρι µου!, γ. συγχαρητήρια!
αστράφτου (ρ.) : α. λάµπω ολόκληρος, β. γυαλίζω τα ασηµικά, υαλικά κλπ. που µοιάζουν µε
καινούρια, γ. χαστουκίζω µε δύναµη κάποιον αναπάντεχα.
αστρέχα (ρ.) : α. υδρορροή, β. το αυλάκι που σχηµατίζεται µε τα νερά της βροχής που
πέφτουν από τα κεραµίδια, (σηµ. lias: προσωπικό βίωµα = παλαιότερα χωροθετούσαν τα όρια
του οικοπέδου του σπιτιού), γ. το γείσο των κεραµιδιών όπου συγκεντρώνονται τα νερά για να
καταλήξουν στο λούκι, δ. Προέλευση : από το σύνθετο ας+τρέχει.
ασφίρστους (επίθ) : α. ο άξεστος, β. αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, γ. αυτός που δεν
χαµπαρίζει τίποτα, δ. ο αδέξιος, ε. ο χοντροκοµµένος, στ. ο άψητος στη ζωή, ζ. ο ακοινώνητος.
αφιόν’ (του) : α. το όπιο, β. (Παπασιώπης : το ναρκωτικό, κάθε τι που φέρνει νάρκη : όπιο,
µάκους κτλ.), γ. µετ. τα πολύ άγουρα φρούτα (κορόµηλα, µήλα, αχλάδια κτλ. που είναι πολύ
ξινά και στυφά αν τα φας άγουρα).
άφκέµι : (σύνθ. λ.) : α. άσε µε στην ησυχία µου, β. ελευθέρωσέ µε (σε χωροφύλακα), γ.
απάλλαξέ µε.
αφκρούµι (ρ.) : α. κρυφακούω, β. στήνω αυτί, γ. αφκράζουµι (ρ.) = κάνω ησυχία για να
ακούσω καλά κάποιο θόρυβο, δ. αφκριέτι (ρ.) = µετ. πηδιέται (ο κίναιδος), ε. Φράσεις :
«αφκριέτι του χώµα» = στήνει αυτί στο χώµα και λόγω στάσης προβάλει τα οπίσθια
προκαλώντας να γα**θεί, «αφκριέτι τουν κάτ’ τουν κόσµουν» = είναι ετοιµοθάνατος, στ.
Προέλευση : από το ελνστ. αφουκράζοµαι, πηγή : Δηµητράκος.
αχυρόβουλου (του) : α. ξύλινο εργαλείο, αντί για γάντι, για την προστασία της παλάµης κατά
τον θερισµό, β. Προέλευση από το άχυρο+βάλω.
αχώρια (επίρ.) : α. χωριστά, β. ξεχωριστά, γ. εκτός από… δ. Φράση : «πέντι φράγκα του σακί κι
αχώρια τ’ αγώι» ), ε. Προέλευση : από το αρχαίο χωρίς, πηγή : ΑΠΘ.
Β
βαέν’ (του) : α. ξύλινο δοχείο αποθήκευσης και ωρίµανσης του κρασιού, β. το κρασοβάρελο,
γ. µεγάλων διαστάσεων βαρέλι (Παπασιώπης-τότι κι τώρα), δ. βαϊνάς = ο βαρελοποιός, ε.
Προέλευση : από το λατ. lagena, σερβ. vagan, πηγή : ΑΠΘ.
βαλαάς (ου) : ο Χριστιανός που εξισλαµίστηκε και έγινε φανατικότερος των Τούρκων!
βάνου (ρ.) : α. φορώ, β. τοποθετώ, βάζω, γ. νικώ, κατατροπώνω, δ. Φράση : «έλα να δούµι :
σι βάνου ή µι βάντς;» = έλα να δούµε : σε νικώ ή µε νικάς;
βαρά (η) : α. η βαριά, µεγάλο βαρύ σφυρί, β. η βαρυεστηµάρα, γ. Φράση : «έχου µια βαρά» =
βαριέµαι.
βαρόσ’ (του) : α. η κεντρική πλατεία της πόλης, β. η περιοχή γύρω από την κεντρική πλατεία
(όπου διέµεναν οι προύχοντες), γ. είναι λέξη µεταβυζαντινή και σηµαίνει το κέντρο της πόλης.
βαρτζίν’ (του) : ρίζα που όταν την ξέραναν και την έτριβαν, έβγαζε µία σκόνη που
χρησιµοποιούνταν για τη βαφή των αυγών, των µαλλιών κτλ.
βαστιούµι (ρ.) : α. κρατιέµαι – στηρίζοµαι από κάπου, β. έχω πολλά χρήµατα, (φράση :
«βαστιέτι καλά!» = είναι ευκατάστατος ), γ. είµαι κοτσονάτος, δ. βαστώ (ρ.) = 1. αντέχω, 2.
διαρκώ, 3. κρατώ.
βάψ’ (η) : α. η βαφή, β. ο χρωµατισµός, γ. βάψις (οι) = σταφύλια για τον χρωµατισµό του
κρασιού, δ. βαψίµ’ (του) = κάθε τι βαµµένο.
βιγγέρα (η) : α. η νυχτερινή συνάθροιση γυναικών το χειµώνα για διασκέδαση αλλά και την
κατασκευή χειροπλεκτηµάτων, εργόχειρων κα. β. Προέλευση : από το ιταλ. vegghera, πηγή :
ΑΠΘ.
βιγκλίζου και βιγλίζου (ρ.) : α. παρακολουθώ, β. παραµονεύω, γ. φρουρώ, δ. φυλάγω, ε.
Προέλευση : από το µσν. βίγλα = σκοπιά, πηγή : ΑΠΘ.
βίζιτα (η) : α. η φιλική επίσκεψη, β. επίσκεψη πόρνης µε σκοπό το σεξ, γ. βιζιτόγκα (η) = η
πόρνη, δ. Προέλευση : από το ιταλ. visita, αγγλ. visit, πηγή : ΑΠΘ, ε. (σηµ. lias : γιατί όχι από
το αρχαίο βαίνω ή το δωρικό βασεύµαι;).
βιός και βγιός (του) : α. η ακίνητη περιουσία, β. ο βίος του ανθρώπου, γ. ο χαρακτήρας, το
ήθος του ανθρώπου, δ. τα άφθονα αγαθά, ε. το κοπάδι των ζώων, στ. Φράσεις : «του βιός
παντρέβ´ του στχιό» = µε το χρήµα µπορείς να καταφέρεις οτιδήποτε, «ξέρς τι βιός είνι;» =
ξέρεις τι σόι άνθρωπος είναι; ζ. Προέλευση : από το βίος, πηγή : ΑΠΘ.
βίτσα : (η) : α. η ευλύγιστη βέργα, β. Προέλευση : από το µσν. βίτσα, πηγή : ΑΠΘ.
βόλουµι (ρ.) : α. σκοπεύω, β. επιθυµώ, γ. Προέλευση : από το ελνστ. βούλοµαι, δ. (σηµ. lias :
ΔΕΝ υπάρχει τέτοια λέξη στα Κουζιανιώτκα, το γράφω γιατί το βρήκα γραµµένο σε Κοζανιώτικο
κείµενο!).
βόλτα (η) : α. ο δρόµος (Διαδόχου Κωνσταντίνου Β´, σήµερα οδός Ειρήνης) που µετατρεπόταν
σε πεζόδροµο για να κάνουν τον απογευµατινό τους περίπατο οι Κοζανιώτες, β. η στροφή, ο
γύρος, γ. Φράση : «τουν ίφιριν βόλτα» = τον κατάφερε, δ. η κυκλική κίνηση, ε. Προέλευση :
από το ιταλ. volta, πηγή : ΑΠΘ.
βούγκρα (η) : α. σηµάδι από τσίµπηµα µύγας στο δέρµα του ζώου, β. το τσιµπούρι, γ.
Προέλευση : από το βουλ. vagre, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 255, Δηµητράκος : βούγγαρος = γένος
ερπετών της οικογένειας των προτερογλυφιδών.
βουϊνιά (η) : α. ζωικό κόπρανο µεγάλων ζώων (βοδιών, αλόγων κλπ.), β. η µεγάλη κηλίδα, γ.
Προέλευση : από το αρχαίο βοωνία, πηγή : ΑΠΘ.
βούλα (η) : α. κυκλικό σηµάδι, β. λακκάκι στο µάγουλο γ. στρόγγυλο σηµάδι στο πρόσωπο, δ.
η σφραγίδα, (σηµ. lias : οι επιστολές, παλαιότερα, ασφαλίζονταν µε βουλοκέρι όπου ο
αποστολέας αποτύπωνε το ίχνος του δακτυλιδιού του για σηµάδι), ε. Προέλευση : από το λατιν.
bulla, πηγή : ΑΠΘ.
βούπα : (η) : η κόρνα των αυτοκινήτων που λειτουργούσε µε αέρα (βρίσκονταν εξωτερικά και
µε το χέρι πατούσαν την φούσκα που έκανε «βούπ» αντί για «µπίπ»), (πηγή : Μακαράς
Γρηγόρης).
βρόνταγµα (του) : α. πέταγµα κατά γης κάποιου άχρηστου αντικειµένου µε θυµό, β. δυνατό,
θυµωµένο κλείσιµο της πόρτας, γ. βρουντώ (ρ.) = 1. κάνω µεγάλη φασαρία (φράση : «άναψιν
κι βρόντσιν» = νευρίασε και έκανε µεγάλο σαµατά ), 2. παραπετώ, δ. Φράση «τα βρουντώ» =
τα παρατώ, τα εγκαταλείπω.
βρουµώ : (ρ.) : α. έχω άσχηµη µυρωδιά (στο σώµα, στα ρούχα, στο χνώτο κτλ.), β. λερώνω
κάποιο χώρο, γ. αχρηστεύω κάτι µε τα λόγια ή τις πράξεις µου, δ. βρώµαρς (επίθ.) = 1. ο
ακάθαρτος, 2. ο παλιάνθρωπος, ε. βρώµου (η) =1. η βροµιάρα, η ακάθαρτη, 2. η πόρνη.
γαλάρα (η) : κάθε µηρυκαστικό ζώο (πρόβατο, αγελάδα, γίδα κτλ.) που αρµέγεται και δίνει
άφθονο γάλα.
γαλατσίδα (η) : το ραδίκι (επειδή όταν κοπεί από τη γή βγάζει έναν λευκό χυµό από το µίσχο).
γαλίκ’ (του) : α. το κοφίνι, β. µεγάλο καλάθι µε δύο λαβές και πλεγµένο µε κλαδιά λυγαριάς,
γ. µονάδα µέτρησης όγκου, (σηµ. lias : νοµίζω ίση µε τριάντα ή σαράντα οκάδες ).
γαλότσις (οι) : α. λαστιχένια µποτίνια που φοριούνται πάνω από τα παπούτσια για την
προστασία από την υγρασία (νερά, χιόνια, λάσπες κλπ), β. Προέλευση : από το βενετ. galozza,
πηγή : ΑΠΘ.
γαµώ (ρ.) : α. (για τον άντρα) συνουσιάζοµαι, β. (ως επίρ.) = βρισιά, (φράση : "για την Ελλάδα
ρε γαµώ το!"), β. µετ. πρόκληση ζηµιάς µε βρώµικα µέσα (φράση "τουν γάµσα" = του
προξένησα µεγάλη ζηµιά, γ. (σηµ. lias : οι Κουζιανιώτες αντί του «γαµώ» για την ερωτική
πράξη χρησιµοποιούν πλήθος άλλων λέξεων ή φράσεων : σαουλιάζου, τσαφλιακώνου,
τιτχιώνου, σιδηρώνου, απαφτώνου, τς τουν σφύρξα, τς τουν χουρχούλιαξα, τ’ γουνάτσα και
άλλα πολλά), δ. Προέλευση : από το αρχαίο γαµώ = κάµω σεξουαλική πράξη, (για τον άντρα),
πηγή : ΑΠΘ.
γαρνταλώνου (ρ.) : ξύνω το ξύλο για να το κάνω κοίλο ώστε να χρησιµοποιηθεί σα σκάφη,
πινακωτή κτλ.
γάρους (ου) : α. το αλατόνερο για την παρασκευή και συντήρηση των τυριών, β. η αλµύρα, γ.
Προέλευση : από το αρχ. γάρος = έµβαµµα εξ άλµης, πηγή : Τσότσος, σ. 255.
γάστρα (η) : α. πλατύ και µεγάλο πήλινο η χοντρό χάλκινο σκεύος µε ανάλογο καπάκι για
ψήσιµο (lias : τοποθετούσαν αναµµένα κάρβουνα στο καπάκι), β. Προέλευση : από το αρχ.
γαστήρ, πηγή : ΙΝΒΑ. σελ 247.
γδί (του) : α. πέτρινο και αργότερο ξύλινο σκεύος της κουζίνας για την πολτοποίηση διαφόρων
καρπών, β. Προέλευση: από το αρχ. ιγδίον, πηγή : Σιαµπανόπουλος, σελ. 92.
γιαζίκ (επίρ.) : α. κρίµα, β. άδικος κόπος, γ. άς την ευχή! δ. Προέλευση : από το τουρκ. yazik,
πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
γιαλί (του) : α. το µπουκάλι αλλά και κάθε γυάλινο σκεύος (προσοχή όχι ο υαλοπίνακας, οι
Κοζανιώτες τον λένε τζιάµ’*), β. ο γλιστερός δρόµος ιδίως από πάγο, γ. η τηλεόραση, δ. το
µατοκυάλι, ε. γιάλτζµα (του) = 1. το καθρέφτισµα, 2. το στίλβωµα των παπουτσιών, 3. το
στέγνωµα από τα νερά των σκευών µε πανί, στ. γιαλιούργια (τα) = τα γυάλινα σκεύη.
γιαπράκ’ : (του) : α. ο λαχανοντολµάς µε λάχανο αρµιά (= τουρσί λάχανου που µπαίνει στην
αλµύρα από την 14η Νοεµβρίου [εορτή του Αγίου Φιλίππου]), β. ( Ηλ.Ν.Π. : Μαγειρεύεται σε
τσουκάλι µε αρµιά*, [αν µαγειρευτεί µε άλλο υλικό λέγεται σαρµάς], χοιρινό κιµά, ελάχιστο
ρύζι και κοκκινοπίπερο, µαυροπίπερο, τοµατοπελτέ, νεροκρόµµυδο, µπαχάρι, και βράζεται µε
αρµόζµον, υποχρεωτικά σε σιγανή φωτιά και για πολλές ώρες. Το µέγεθός του πρέπει να είναι
ίδιο µε της τσιόµκας* (=χιονόµπαλας). Είναι το επίσηµο Χριστουγεννιάτικο φαγητό των
Κοζανιωτών, γ. Προέλευση : από το τουρκ. yaprak = αµπελόφυλλο, πηγή : ΑΠΘ, δ. Δείτε
περισσότερα στις Κοζανίτικες συνταγές στο giapraki com.
Γιαραµπής (ου) : α. ο Θεός, β. ο Αλλάχ, γ. Προέλευση : από το τουρκ. ya Rabbi = ώ Θεέ µου,
πηγή : ΑΠΘ.
γιασιά (επίφ.) : α. συγχαρητήρια, β. µπράβο, γ. Προέλευση : από το τουρκ. yasa, πηγή : ΑΠΘ.
γιάτις : (ακλ. λ.) : α. είδος παιχνιδιού µνήµης που γίνεται µε το κόκαλο του κοτόπουλου, το
γιάντες, β. (lias : κατά τον κανονισµό βάζουµε στοίχηµα και όποιος δώσει στον άλλο κάποιο
αντικείµενο εκείνος και το πάρει χωρίς να πει τη φράση «γιάτις, το ξέρω» χάνει ), γ. το
ξεγέλασµα.
γίγκλα : (η) : α. λουρί του σαµαριού ή της σέλας των ζώων που περνά κάτω από την κοιλιά
του αλόγου, β. δερµάτινο λουρί που περνούσε κάτω από την κοιλιά του ζώου για να κρατάει το
σαµάρι, γ. Προέλευση: από το λατ. Cingula, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 253 και Παπασιώπη : «Απ’ ότ’
απόµνιν», σελ. 113, «η παλιά η Κοζάνη», σελ. 157.
γίγκνα και γίσκνα και ίσκνα (η) : α. το χνούδι της οξιάς, β. η ίσκα για το άναµµα του
τσιγάρου, γ. βαφή µαλλιών και νυχιών, δ. παράσιτο που αναπτύσσεται στον κορµό της
αµυγδαλιάς, ε. Προέλευση : από το τουρκ. kina, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
γιδιάζου (ρ.) : τακτοποιώ τις κλωστές στο στηµόνι προκειµένου να υφάνω στον αργαλειό.
γίζµπα (η) : α. υπόγειος, αφώτιστος χώρος (lias : επειδή ήταν ψυχρός χώρος εκεί
αποθηκεύονταν τα ευαίσθητα προϊόντα), β. αµυντικό στρατιωτικό όρυγµα γ. Προέλευση : από
το συνθ. εµπας+γή .
γιλώ (ρ.) : α. γελώ, β. ξεγελώ, γ. απατώ, δ. Φράσεις : «ιµείς σιν Κόζιαν’ γιλούµι τουν Μάρτ’»,
«δεν γιλούν τα κουρίτσια σν Κόζιαν’» = δεν τα ξεγελούν τα κορίτσια στην Κοζάνη µε σκοπό να
τα γα**σουν και µετά τα παρατούν.
γιουβρέκ’ και γκιουβρέκ’ και κιβρέκ’ (του) : α. σισαµένιο κουλούρι, β. τραγανό κουλούρι γ.
Προέλευση : από το τουρ. gevrek = εύθραστος, πηγή : ΑΠΘ.
γιούκους (ου) : α. στοίβα οµοειδών αντικειµένων για φύλαξη, β. βαθύ ντουλάπι για την
φύλαξη των στοιβών (κλινοσκεπάσµατα, κιλίµια, παπλώµατα κτλ.), γ. Προέλευση : από το
τουρκ. yuk, πηγή : ΑΠΘ.
γιουµατίζου : γευµατίζω
Γιτιά (η) : α. συνοικία της Κοζάνης βορείως του Αγίου Κωνσταντίνου και κάτω από την Πλ.
Λασσάνη, β. η ιτιά ( το δέντρο ).
γκαγκαράντζις (οι) : α. τα ξεραµένα κόπρανα των αιγοπροβάτων, β. (lias : λέµε και όσα
κολλούν στο παντελόνι µας στην εξοχή), γ. Προέλευση : από το ρουµ. cacareadga , πηγή :
Μαλούτας.
γκαζιρό (του) : α. το δοχείο για τη µεταφορά και φύλαξη του πετρελαίου της γκαζόλαµπας, β.
µετ. αυτός που πίνει οτιδήποτε αδιακρίτως, γ. γκαζόλαµπα (η) = το λαµπογυάλι µε φυτίλι
γκαζόζα (η) : α. το αναψυκτικό, β. η µπίλια του µηχανισµού που χρησίµευε ως πώµα των
µπουκαλιών ανθρακούχων αναψυκτικών και ποτών, γ. ο βώλος της γκαζόζας µε την οποία
έπαιζαν τα παιδιά το παιχνίδι γκουργκόλια*.
γκαµάγκς (επίθ.) : α. ασουλούπωτος ψηλός και άχαρος άνθρωπος, β. Προέλευση : από την
καµήλα>γκαµήλα, πηγή : Π.Λ.Μπ.
γκέκας (επίθ.) : α. ο βρώµικος άνθρωπος, β. ο καταγόµενος από την οµώνυµη φυλή της
Αλβανίας, τούρκικης καταγωγής.
γκέµια (τα) : α. τα ηνία, β. τα χαλινάρια, γ. Προέλευση : από το τουρκ. gem, πηγή : ΑΠΘ.
γκζότ’ (του) : α. διάλυµα θειικού οξέως για απολύµανση και καθαριότητα, β. απορρυπαντικό
κουζινικών, γ. (τσακµακόπετρα και σπινθήρας, Τσότσος), δ. (lias : ο πατέρας µου εννοούσε
κάθε δυσάρεστο ή δηλητηριώδες χηµικό ιδίως παρασκεύασµα. Ποτό που δεν πινόταν, ή σκόνη
που µύριζε, ακόµα και το θειικό οξύ).
γκιζιρώ και γκιζιρνώ (ρ.) : α. περιφέροµαι άσκοπα, β. τριγυρίζω εδώ κι εκεί, γ. κάνω άσκοπα
βόλτες, δ. Προέλευση από το τουρκ. gezer, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
γκίζµπα και γίζµπα (η) : α. υπόγειος χώρος χωρίς φωτισµό (παλαιότερα εκεί φύλαγαν τα
ευπαθή τρόφιµα λόγω της χαµηλής θερµοκρασίας), β. κρύπτη µέσα στο έδαφος, γ. σκεπασµένο
στρατιωτικό όρυγµα.
γκιλέπ’ (του) : α. η αρχική χούφτα νήµατος πριν τυλιχτεί σε κουβάρι, β. Προέλευση : από το
τουρκ. kelep, gilep, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
γκιλσουί (του) : α. το µυροδοχείο µε το οποίο ραίνουν οι ιερείς τους πιστούς κατά την
περιφορά του Επιταφίου τη Mεγάλη Παρασκευή, αλλά και τη νύφη κατά τον πρώτο εκκλησιασµό
µετά το γάµο, β. Προέλευση : από το τουρκ. gul suyu = ροδόνερο, πηγή : Ντίνας.
γκινίσ’ (του) : ξυλουργικό εργαλείο για το άνοιγµα αυλακιών στο ξύλο, (Σιαµπανόπουλος σελ.
277).
γκιόλ’ (η) : α. µεγάλη λακκούβα µε νερό, β. έλος, γ. (lias : «Σαρή γκιόλ» = έλος στα Β. της
Κοζάνης και µέχρι το Δρέπανο και το Κλείτος που αποξηράνθηκε στη δεκαετία του 1950).
γκιόντς (ου) : α. νυκτόβιο πουλί της οικογένειας της κουκουβάγιας, β. Προέλευση : από τον
ήχο της λαλιά του : γκιον.
γκιόσα (η) : α. µεγάλη γίδα που έπαψε να γεννάει, β. βρισιά σε γυναίκα, γ. Προέλευση : από
το βλαχ. ghesu = µαύρη κατσίκα µε καστανές ρίγες, πηγή : ΑΠΘ.
γκιουβέτσ’ (του) : α. πήλινο πλατύ και βαθύ σχετικά σκεύος µε καπάκι, β. γκιουβιτσάτου
(του) = το φαγητό που ψήνεται µέσα στο γκιουβέτσι, γ. Προέλευση : από το τουρκ. guvec,
πηγή : ΑΠΘ.
γκιουζέµ (του) : α. το κριάρι ή πρόβατο ή και περιστέρι που οδηγεί το κοπάδι, β. Προέλευση :
από το τούρκικο kosem, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
γκιουζέλ : όµορφο.
γκιουλτζίκ’ (του) : α. λακκούβα όπου µαζεύονται νερά, β. η µπάρα, γ. η λακκούβα στο δρόµο.
γκιούµ’ (του) : α. χάλκινο ή σιδερένιο κωνικό σκεύος µε χερούλι, στενό λαιµό και πλατιά βάση
για τη µεταφορά ή βράσιµο υγρών, β. µονάδα χωρητικότητας, β. Φράσεις : «του γκιούµ’ τα’ Άη
Νικόλα» = 1. ο µεθύστακας, 2. ο εύχρηστος, 3. ο κοινόχρηστος, 4. ο χαµάλης, «τρυπάει τα
γκούµια» = είναι κοντός, «σβαρνίζ’ τα γκούµια» = περπατάει αργά σέρνοντας τα πόδια του,
«βαραίν (ή κρούει) τα γκούµια = είναι κίναιδος γ. (πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 371. "τα γκιούµια
χρησίµευαν για τη µέτρηση του τσίπουρου (ρακί) και του κρασιού … και ο φλαστήρας για το
σφράγισµα του σιταριού στ’ αλώνια"), δ. Προέλευση : από το τουρκ. gugum, πηγή : ΑΠΘ, ε.
(lias : η υδρία των αρχαίων ).
γκισέµ’ (του) : α. κριάρι ή πρόβατο ή και περιστέρι που οδηγάει το κοπάδι, β. µετ. ο αρχηγός,
γ. (Μ.Τ.Μ. : image makers,) δ. Προέλευση : από το τουρκ. kosem, πηγή : ΑΠΘ, ε. δες και
γκιουζέµ*.
γκλαβανή (η) : α. δίφυλλη οριζόντια πόρτα, συνέχεια του πατώµατος, ξύλινη ή σιδερένια, που
εµποδίζει την κάθοδο στο υπόγειο, β. τα ξύλινα παραθυρόφυλλα ή τα ρολά των καταστηµάτων,
γ. η καταπακτή, δ. µετ. τα µατοτσίνορα, ε. Φράσεις : «σφάλτσαν οι γκλαβανές» = έκλεισε το
µαγαζί, σχόλασε ή έπεσε έξω, «σφάλτσαν οι γκλαβανές τ’» = α. αποκοιµήθηκε, β. πέθανε, στ.
Προέλευση : από το σλαβ. glavan, πηγή : ΑΠΘ.
γκλιανός (ου) : α. το ψάρι γουλιανός ή γατόψαρο, β. Προέλευση : από το βυζ. γλάνιος, πηγή :
ΑΠΘ.
γκλιάρουµα (του) : α. το πνίξιµο του λαιµού από φαγητό ή έντονο βήχα, β. το στραγγάλισµα,
γ. γκλιαρώνουµι (ρ.) = πνίγοµαι επειδή στραβοκατάπια, δ. γλιαρώνου = πνίγω κάποιον
σφίγγοντας το λαιµό του.
γκόγκανου (του) : α. ο καρπός της γκογκανιάς (άγριας τριανταφυλλιάς), µικρός ωοειδής και
στυφός, µη βρώσιµος, β. µετ. επί ανθρώπων : 1. ο αχώνευτος, 2. αυτός που δεν τρώγεται µε
τίποτα, γ. γκουγκανιά = το φυτό αγριοτριανταφυλλιά, ο θάµνος, δ. Φράση : «είνι να τουν κλέν
οι γκουγκανιές» = για τον πολύ φτωχό.
Γκόµπλιτσα και Γκουµπλίτσ’ (η) : ονοµασία του χωριού Κρόκος επί τουρκοκρατίας.
γκουγκόσια (η) : α. πρόχειρο απογευµατινό φαγητό των παιδιών, (σηµ. lias : αποτελούνταν
από την ψίχα του ψωµιού ανακατεµένη µε λίγο τυρί που τυλίγονταν σφιχτά µε το µαντήλι σε
σχήµα αυγού), β. ο οισοφάγος της κότας.
γκουµπτζιάλτζµα (του) : έντονη φαγούρα από τσίµπηµα ή επαφή (π.χ. από τσουκνίδα, από
µέλισσα κτλ.)
γκουργκίλ’ (του) :α. µικρός σιδερένιος τροχός χωρίς ακτίνες, β. το τσέρκι των βαρελιών, γ.
παιδικό παιχνίδι, δ. γκουργκιλώ (ρ.) = 1. κυλώ, 2. τσουλάω, δ. Προέλευση : από το κυλώ.
γκούσια (η) : α. ο λάρυγγας, β. ο πρόλοβος των πτηνών, γ. γενικά το κάτω µέρος του λαιµού
των ζώων, δ. γκούσα = 1. το στοµάχι των πτηνών, 2. η βρογχοκήλη (Δηµητράκος), ε.
(Προέλευση : από το σλαβ. guse, πηγή : ΧΧ).
γκράνγκαρα (επιφ.) : ο ήχος που κάνουν τα σίδερα ή οι λαµαρίνες όταν πέφτουν ξαφνικά στη
γη.
γκράς (ου) : α. παλιό οπισθογεµές τουφέκι, β. Προέλευση : από το όνοµα του κατασκευαστή
Γάλλου Gras, πηγή : ΑΠΘ.
γκρέκ’ (του) : σφήνα ή κόντρα στον αρµό της σύνδεσης γωνιακά δύο µαδεριών.
γκριµούλα (επιφ.) : α. ρίξτον στο γκρεµό, β. lias : λέγεται για τον άχρηστο, το αχαΐρευτο
άνθρωπο.
γκριτσιλιάνους και γκρ’τσιλιάνους (ου) : α. ο λαιµός των πτηνών, β. το µήλο του Αδάµ, ο
οισοφάγος, γ. ο λάρυγγας, δ. γκ´ρτσιµέγκας (ου) = άνθρωπος µε ψηλό λαιµό.
γλύκα (τα) : α. οι µικροί στρόγγυλοι µαύροι καρποί της γλυκιάς (έχουν µαύρη φλούδα και
κίτρινο εσωτερικό µε µεγάλο, σχετικά, κουκούτσι), β. το αίσθηµα της σεξουαλικής
ικανοποίησης, η γκ*φλα, γ. η απόλαυση.
γνουριµία (η) : α. η συνάντηση δυο νέων µε σκοπό το προξενιό, β. συνάντηση και επαφή δύο
αγνώστων µέσω ενός κοινού φίλου, γ. Φράση : «έδουκα γνουριµία» = 1. συστήθηκα, 2.
γνωρίστηκα, 3. έδειξα την ταυτότητά µου.
γούπους (ου) : α. πήλινος κεσές γιαουρτιού, β. (Παπασιώπης : γούπους = βάζο γλυκού για
κέρασµα), γ. Προέλευση : από το ελνστ. γουβάς = λακκούβα, πηγή : ΑΠΘ.
γουργουσιά (η) : α. οι περιδινήσεις του χαρταετού λόγω της αστάθειας του αέρα, β. η
περιστροφική τροχιά των περιστεριών κατά την προσγείωσή τους, γ. ανώµαλη κίνηση και
πέσιµο του ανθρώπου λόγω γλιστερού εδάφους, δ. Προέλευση : από το συνθ. γοργός +γύρος.
γούτους (ου) : α. αρσενικό περιστέρι που συνήθως δεν πετάει, β. προσβλ. µονόχνοτος
άνθρωπος, γ. χαζός, άµυαλος, δ. ( Φράση : «είσι ντιπ γούτους» ).
γράδου (του) : α. µονάδα µέτρησης των οινοπνευµατικών βαθµών, β. µετ. το γερό ποτήρι, ο
µπεκρής, γ. γράδα (τα) = οι βαθµοί οινοπνεύµατος σε κρασί ή τσίπουρο, δ. γραδόµιτρου
(του) = η συσκευή µέτρησης των βαθµών του κρασιού κτλ. ε. Προέλευση : από το ιταλ. grado,
πηγή : ΑΠΘ.
γραπατσώνου (ρ.) : α. πιάνω δυνατά και απότοµα µε τα νύχια, β. αρπάζοµαι από κάτι
απελπισµένα, γ. γραπατσώνουµι = 1. έρχοµαι στα χέρια µε κάποιον, δ. ( Τσότσιος = πιάνοµαι
από κάπου µε χέρια και νύχια για να σκαρφαλώσω ).
γράφου : α. γράφω, β. συντάσσω επιστολή, γ. ψωνίζω βερεσέ απ’ τον µπακάλη, τον χασάπη
κτλ. (και τα γράφω στο µπακαλοτέφτερο).
γρένου (ρ.) : το «άνοιγµα» του µαλλιού µε την ειδική κατασκευή (lias : αποτελούνταν από ένα
σκληρό κοµµάτι κορµού στο οποίο κάρφωναν µυτερά καρφιά στη σειρά όπως ή κτένα).
γρικώ (ρ.) : α. γνωρίζω, β. καταλαβαίνω, γ. Προέλευση : από το µσν. αγροικώ, πηγή : ΑΠΘ.
γριντιά (η) : α. µακρύ ίσιο καδρόνι που στερέωνε στην κορυφή της σκεπής, β. ο στυλοβάτης,
γ. µετ. ψηλός και λεπτός άνθρωπος.
γριντώνουµι : α. πέφτω ξερός καταγής, β. αρρωσταίνω και πέφτω στο κρεβάτι, γ. γριντώνου
= ρίχνω κάποιον καταγής. δ. δές και γρέντα*.
γυρνώ (ρ.) : α. επιστρέφω κάποιο αντικείµενο, β. αλλάζω γνώµη (φράση «µη µι τα γυρνάς»),
γ. αλλάζω την όψη του υφάσµατος κάποιου ρούχου, δ. περιφέροµαι, ε. ανταποδίδω, στ.
αναστρέφω (γυρίζω το πάνω, κάτω ή το µέσα, έξω όπως π.χ. το ζυµάρι, το χωράφι, τον
αρµόζµο κτλ., ζ. Φράση : «γυρνώ τα δαχλίδια» = διαλύω τον αρραβώνα, η. επιστρέφω από
κάπου, θ. (σηµ. lias ο Δηµητράκος έχει 22 επεξηγήσεις στο γυρίζω ι. γύρα = 1. η βόλτα, 2. το
κέρασµα της παρέας µε τη σειρά.
Δ
δαµάλα (η) : α. το µικρό µοσχάρι, β. Προέλευση : από το βυζ. δάµαλις, πηγή : Π.Λ.Μπ.
δγιάρα και δυάρα (η) : α. επτάζυµο ψωµάκι, β. Προέλευση : από το εικοσάλεπτο νόµισµα που
ήταν η τιµή του παλαιότερα.
δγιάρ’ και δγιούρ’ (του). το διαµέρισµα δύο δωµατίων, β. ο αριθµός δύο π.χ. στα
τραπουλόχαρτα.
δέξιµου (του) : α. η υποδοχή επισκεπτών στο σπίτι, β. Φράση : «ίχαµι διξίµατα» = ήρθαν οι
συµπέθεροι για να δώσουµε λόγο για τον αρραβώνα.
(τα) δέουντα : α. χαιρετίσµατα, β. τα πρέποντα, αυτά που αρµόζουν, γ. (σηµ. lias : στέλνουµε
χαιρετίσµατα σε κάποιον µε τον προσήκοντα σεβασµό).
διαβαδιά (η) : αυλάκι χωραφιού που γίνεται µε δύο τσαπίσµατα στο ίδιο µέρος για να γίνει το
αυλάκι πιο βαθύ.
διαβένου (ρ.) : α. περνώ, β. ξεπερνώ κάποιον σε κάτι, (φράση : «αυτόν τουν διαβένου!» =
υπερέχω κάποιου), γ. προσπερνώ, δ. Φράση : «διάφκέ του αυτό του κουµµάτ’» = παράβλεψη
σε κείµενο, δ. ξεπερνώ, ε. διασχίζω, στ. Προέλευση : από το αρχαίο διαβαίνω = στέκοµαι µε τα
σκέλια ανοιχτά, πηγή : ΑΠΘ.
δικράν’ (του) : δυνατό ξύλινο διχαλωτό αγροτικό εργαλείο που χρησιµοποιούσαν στα αλώνια
για το λίχνισµα και κατασκευαζόταν µε ξύλο κρανιάς.
δισάκ’ (του) : α. διπλό ταγάρι ή σάκος για τη µεταφορά αγαθών, β. Προέλευση : από το διπλός
+ σάκος.
δισπουτκό : α. το κτίριο όπου διαµένει ο Δεσπότης, β. (σηµ. lias : στην Κοζάνη το λένε και
Μητρόπολη [από το Μητροπολίτης] διότι είναι το µητροπολιτικό µέγαρο).
διφτιρίζου (ρ.) : α. περνώ για δεύτερη φορά κάποια αγροτική δουλειά (π.χ κόβω για δεύτερη
φορά τις κορυφές των τρυφερών κλαδιών του αµπελιού, ξαναοργώνω το χωράφι κτλ.).
δόξα (η) : α. ή δόξα, β. το ουράνιο τόξα, γ. Φράση : «φάνκιν η δόξα» = βγήκε το ουράνιο
τόξο (άρα σταµάτησε η βροχή).
δράµ’ (του) : α. µονάδα βάρους ίση µε 3.20 γραµµάρια, β. (lias : 400 δράµια = 1 οκά = 1,280
κιλό).
δρίµις και δρίµνις (οι) α. οι ηµέρες που θεωρούνται γρουσούζικες (αποφράδες) και
αποφεύγεται κάθε εργασία, β. (σηµ. lias :το πρώτο τριήµερο του Μάρτη, το πρώτο οχταήµερο
του Αυγούστου και νοµίζω ακόµη µία φορά το χρόνο), γ. Προέλευση : από το ελνστ. δρίµαι =
κρύο < αρχαίο δριµύς, πηγή : ΑΠΘ.
Παραδείγµατα
ιεναντόνα : α. ένα σωρό, β. συνεχώς. ( Ηλ.Ν.Π. : στον Τιτέλη το βρήκα και εναντώνα )
ιέτσιαϊά : α. τοιουτοτρόπως.
έφιξιν : α. φώτησε, β. ξηµέρωσε. ( Φράσεις : «να σι φέξου µνιάν» = να σου δώσω µια
σφαλιάρα, «σ’ έφιξιν !» = µπράβο ήσουν τυχερός ! ). ( Αόριστος χρόνος )
Έντικα !!! : η µόνη λέξη που αρχίζει µε έψιλον στα Κουζιανιώτκα !!! Αµ δε. Είναι ΑΡΙΘΜΟΣ.
ζάβα (η) : είδος συνδετήρα για το κούµπωµα των ρούχων, (πληθ. ζάβις).
ζακάτσα (ρ. στον αόρ.) : α. τα έκρυψα και τα έχασα, β. σάστισα και δεν µπορώ να βρω κάτι, γ.
µπερδεύτηκα. δ. αναστάτωσα (ανακάτωσα) όλο το σπίτι για να βρω κάτι, (lias : Να το
διερευνήσω – µου τόπε ο Ζ. Φίλιος ), ε. ζακάτζµα = το κρύψιµο, στ. (Μαλούτας : ζάκατα =
άχρηστα αντικείµενα).
ζαλίκουµα (του) : α. το φόρτωµα των γαλικιών στα µουλάρια για τη µεταφορά της σοδιάς, β.
ζαλκώνου (ρ.) = 1. αγγαρεύω, 2. φορτώνω, 3. επωµίζοµαι, γ. ζαλίκ’ (του) = 1. το φορτίο, 2.
το βάρος των τύψεων, δ. ζαλικουµένους (επίθ.) = φορτωµένος, ε. (Μαλούτας : ζαλίκ’ι = το
βάρος που σηκώνει ο άνθρωπος).
Ζαµάρα και Τζαµάρα (η) : α. ονοµασία γειτονιάς της Κοζάνης, β. (lias : βρίσκεται Ανατολικά
του Πάρκου της Πλ. Ελευθερίας, πάνω από την οδό Γκέρτσου).
ζαρίφς (επίθ.) : α. ο κοµψός στους τρόπους, β. ο ευγενής, γ. Προέλευση : από το τουρκ. zarif,
πηγή : ΑΠΘ.
ζαρπόζ’ (του) : τσούλι κάτω από τη σέλα του υποζυγίου.
ζαχαρένια (η) : α. η άνεση β. το γλυκό που γίνεται ή σκεπάζεται µε ζάχαρη, γ. η καλή ψυχική
διάθεση, δ. το χουζούρι ε. Φράση : «µη χαλάς τ’ ζαχαρένια σ’» = µην ενοχλείσαι.
ζβόµππουρδας (ου) : α. ο µπόµπιρας, β. µετ. ο αδαή που πετάγεται να πει τη γνώµη του, ο
άσχετος, γ. η ξαφνική πορδή.
ζβώ (ρ.) : α. ξεχρεώνω το χρέος ή την υποχρέωσή µου, β. σβήνω (το κερί, τη λάµπα κτλ.).
ζγι (του) : α. το αντίβαρο, δηλ. το µεταλλικό υπόδειγµα µέτρου ζυγίσµατος, η στάθµη (οκά,
δράµια κτλ.) που τοποθετούνταν στη ζυγαριά στην πλάστιγγα αλλά και το βαρίδι στο καντάρι, β.
ζίγ’ (του) = 1. η ζυγισµένη ποσότητα κάποιου φορτίου, 2. το ζύγισµα, γ. ζγιά (τα) = το ζευγάρι
των σχοινιών του χαρταετού όπου δένεται η κλωστή της ουράς.
ζγιάζου : α. ζυγίζω, β. υπολογίζω βάρος, όχι µάζα ή όγκο, γ. σηµαδεύω, δ. υπολογίζω τα υπέρ
και τα κατά,, ε. Φράσεις : «όι ζίασµα!» = µπράβο επιτυχία!, «ζγιάζ’ τς’ αλαφρές» = 1. είναι
πόρνη, 2. είναι κίναιδος. «ζγιάζ’ απ´τς αλαφρές» = 1. ζυγίσει από την άλλη πλευρά του
κανταριού και κλέβει στο ζύγισµα, 2. είναι κουτός και δεν καταλαβαίνει τίποτα, «άµα σι ζγιάσου
µνιάν…» (απειλή) = αν σε χτυπήσω (δυνατά, όπως αν σε χτυπούσα µε το ζγί*), ζ. ζγιάσκιν (ρ.)
= µέθυσε, η. ζγιάζιτι (ρ.) = προσπαθεί να περπατήσει ευθύγραµµα αν και µεθυσµένος, θ. ζγί =
η ένωση τριών σχοινιών του χαρταετού, ι. Προέλευση : από το αρχαίο ζυγός, πηγή : ΑΠΘ.
ζγκράνα (η) : α. γεωργικό εργαλείο µε µακρύ ξύλο και πολλά δόντια για τον καθαρισµό του
χωραφιού από τα ξερά φύλλα και χόρτα, αλλά και το σπάσιµο των σβώλων, β. Προέλευση : από
το γρατζουνώ, πηγή : ΑΠΘ.
ζίαζµα (του) : α. το ζύγισµα στις ζυγαριές µε τάσια (lias : στο ένα τάσι έβαζαν τα βαρίδια [τα
δράµια] και στο άλλο τάσι το είδος για ζύγισµα. Το ζύγισµα ήταν ακριβές όταν οι δύο
«πεταλούδες» ήταν ευθυγραµµισµένες), β. µετ. η επιτυχηµένη βολή στο κέντρο, δ. δες και
ζγιάζου*.
ζιάµπα (η) : α. ο βάτραχος της στεριάς, β. ο γλοιώδης άνθρωπος, γ. Προέλευση : από το σερβ.
zaba, πηγή : Χ.Χ.
ζιάσκας (επίθ.): α. ζωηρό παιδί που έψαξε και βρήκε το γλυκό, β. Προέλευση: από το
ζακατίσκα*, γ. (σηµ. lias : παλιότερα έκρυβαν σε απίθανα µέρη τα γλυκά του κουταλιού για να
µην τα βρουν τα παιδιά και τα φάνε όλα, ώστε να έχουν κάτι να προσφέρουν στους επισκέπτες
του σπιτιού).
ζικέτα (η) : α. είδος πρόχειρου πλεκτού, µάλλινου ρούχου, β. η ζακέτα, γ. Προέλευση : από το
γαλλ. jaquette, πηγή ΑΠΘ.
ζιµπίλ’ (του) : α. µεγάλος κρεµαστός σάκος από χοντρό υφαντό, β. πλεκτό χορτάρινο καλάθι.
ζίµπρα (η) : το παντελόνι των παλαιών Κοζανιτών που κούµπωνε στις γάµπες και έµοιαζε µε
την κιλότα αυτών που παίζουν γκολφ σήµερα.
ζιρβίτκια (η) : α. χτύπηµα µε το αριστερό χέρι ή πόδι, β. δυνατή σφαλιάρα µε το αριστερό χέρι,
γ. ζιρβός και ζέρβους (επίθ.) = 1. ο αριστερός, 2. ο αριστερόχειρας.
ζίχνους και ζνίχους (ου) : α. το σβέρκο, β. ο αυχένας, γ. Προέλευση : από το αρχ. αυχήν,
πηγή : Π.Λ.Μπ.
ζµί (του) : α. ο ζωµός ή τα υγρά του φαγητού, β. η σάλτσα, γ. ο ζωµός, δ. η ουσία, το νόηµα
µίας οµιλίας ή ενός κειµένου, δ. Φράσεις : «κιφτέδις µι ζµί» = κεφτέδες µε σάλτσα, [/i]«έβριξα
κι λίγου ζµί»[/i] = µούσκεψα το ψωµί στη σάλτσα του φαγητού, «άκσέτουν, έχν ζµί αυτά π’
λέει!» = πρόσεξε αυτά που λέει γιατί έχουν µεγάλη σηµασία, ε. (σηµ. lias = σε αντίθεση µε τη
γύρω περιοχή οι Κοζανιώτες λέγοντας ζµί εννοούν την κόκκινη σάλτσα του φαγητού και
µάλιστα όχι µε τοµάτα αλλά µε κοκκινοπίπερο και σπάνια µε πελτέ, που την τρώνε βρέχοντας το
ψωµί), στ. Προέλευση : από το αρχ. ζωµός πηγή : Π.Λ.Μπ.
ζµπόµ’µπα (η) : α. το σκασιαρχείο, β. η κοπάνα, γ. (σηµ. lias : στα ιταλ. sbobba = µανέστρα
µε άσχηµη γεύση, πηγή : ΑΠΘ, -- ίσως από συνήθεια των παιδιών κατά την Κατοχή να φεύγουν
από το σχολείο, για να βρουν τροφή κοντά σε ιταλικά στρατόπεδα).
ζµώνου (ρ.) : α. ζυµώνω, β. ζµότρα (η) = 1. η γυναίκα που ζυµώνει, 2. όχι το σκαφίδι
(κινητό) αλλά η σταθερή (µόνιµη) ξύλινη κατασκευή για το ζύµωµα, γ. ζύµουµα (του) = 1. η
διαδικασία της µετατροπής του αλευριού σε ψωµί, 2. η ανάµειξη και οµοιογενοποίηση διαφόρων
υλικών.
ζνάρ’ (του) : α. µακριά µάλλινη ταινία υφάσµατος που τυλίγεται στη µέση, β. το ζωνάρι, γ.
ζνάρια (τα) = 1. η πέτρινες περιφράξεις γύρω από τους κορµούς των δέντρων (συνήθως
ασβεστωµένες) για τη συγκράτηση του νερού, 2. σκουρόχρωµες µπορντούρες χαµηλά στους
τοίχους για να µη λερώνεται ο υπόλοιπος.
ζντό (επιφών.) : α. ζητωκραυγή, β. Ζήτω, γ. (lias : χαιρετισµός των ποδοσφαιριστών προς τους
φιλάθλους πριν αλλά και µετά τον αγώνα όταν ήταν νικηφόρος).
ζούζουλου (του) : α. το ζωύφιο, β. το ζουζούνι, γ. µετ. ανυπάκουο και άτακτο µικρό παιδί, δ.
µετ. ο ενοχλητικός, ε. Προέλευση : από το σλαβ. zuzel = σκαθάρι, πηγή : ΑΠΘ.
ζουµπάς (ου) : α. µικρή βαριοπούλα, β. το εργαλείο των ξυλουργών για να χτυπούν τα καρφιά
ώστε να µη φαίνονται, γ. ειρων. ο µικροκαµωµένος άνθρωπος.
ζουρνάς (ου) : α. µικρό πνευστό µουσικό όργανο µε οξύ ήχο, β. Φράση : «ίιι… τιλιφταία τρύπα
πτουν ζουρνά !» = τιποτένιε.
ζ’ρτ (επιφών.) : α. έκφραση για πείραγµα κάποιου, β. το ζόρισµα κάποιου, γ. ζάρτ’- ζάρτ’- ζάρτ,
= το συνηθέστερο πείραγµα.
ζυγγί (του) : α. ο αναβολέας των αλόγων, β. Φράση : «είµι στου ζυγγί» = είµαι έτοιµος).
θα : δεν υπάρχει θα στα κουζιανιώτκα για τον µέλλοντα χρόνο. Χρησιµοποιείται αντ’ αυτού το
τα π.χ. "τα πααίνου" = θα πάω.
θάρρουµ’ και θάρριµ’ (επιρ.) : α. ίσως, β. µήπως, γ. µπας και…, δ. συνών. µπάριµ’*.
θαρρώ (ρ.) : α. νοµίζω, β. έχω τη γνώµη ότι … , γ. πιστεύω, δ. φαντάζοµαι, ε. υποθέτω, στ.
έχω την εντύπωση.
θέρµ’ (η) : α. ο ψηλός πυρετός, β. η µεγάλη ζέστα στο δωµάτιο από το τζάκι, γ. ζεστή υποδοχή
κάποιου, δ. ο ζήλος για κάτι.
θέρµασ’ (η) : α. η θερµότητα που εκπέµπει η σόµπα ή το τζάκι, β. το ζεµάτισµα από καυτό
υγρό.
θιά και θχιά (η) : α. η θεία, β. (lias : «τζιτζίκου» είναι η ηλικιωµένη θεία )
θιρµάρ’ (του) : α. µικρό χάλκινο σκεύος που τοποθετούνταν στο εσωτερικό του τζακιού για να
έχουν συνεχώς ζεστό νερό, β. µικρό γκιούµι ( Παπασιώπης ), γ. θιρµάστρα (η) = η τσιµπίδα
για το ανακάτεµα των ξύλων στην θερµάστρα, δ. ( Προέλευση : από το Μεσαιωνικό θερµάριον,
Πηγή : Κατσάνης, ΙΝΒΑ, σελ. 247 και µετά ).
θράψους (ου) : α. ρόφηµα φύλλων ή/και καρπών του φυτού µελιά ή φράψος,
Ιβγένα (η) : η Βιέννη της Αυστρίας, όπου υπήχε µεγάλη παροικία Κοζανιτών επί
τουρκοκρατίας.
ίδγιασµα (του) : α. το πέρασµα του στηµονιού στον ιστό του αργαλειού, β. Προέλευση : από το
διάζοµαι, πηγή : Κατσάνης, ΙΝΒΑ, σελ 247.
ιδώθι (επίρ.) : α. πιο εδώ, β. προς τα εδώ, γ. από τότε ως τώρα (φράση : «απ’ του ’12 κ’
ιδώθι» = από το 1912 και µετά).
ιέναντόνα (επίρ.) : α. συνεχώς, β. ένα σωρό, γ. αδιάκοπα, διαρκώς, δ. (lias : στο Τιτέλη και
τον Παπασιώπη το βρήκα εναντώνα και κάποιος µου το εξήγησε ως «αντιθέτως – απεναντίας
»).
ιλέκ και γιλέκ’* (του) : α. το γιλέκο, β. το αµάνικο ρούχο πάνω από την πουκαµίσα, γ.
Προέλευση : από του τουρ. yelek. Πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
ιλλινικούρις (οι) : εξεζητηµένες λέξεις που ενώ αγνοούµε το νόηµά τους τις εκστοµίζουµε για
να φανούµε σπουδαίοι και, συνήθως γινόµαστε καταγέλαστοι.
ιµάν’ (του) : α. το φιλότιµο, β. το έλεος, γ. Φράση : «δεν έχ’ ιµάν αφτός!» = είναι
σκληρόκαρδος.
ιµιράδ’ (του) : α. το εξηµερωµένο ζώο, β. ξυλεία από φυτεία (συνήθως χωρίς ρόζους).
Ιντζέκαρας (ου) : α. ο Αλιάκµων ποταµός, β. ο ποταµός που έχει ακανόνιστη ροή νερών.
ιξιτάζου (ρ.) : α. δίνω σηµασία σε κάτι (οιωνό, σηµάδι κτλ.), β. Φράση : «φλάξ’ αυτός τα
ιξιτάζ’ αυτά!» = πρόσεχε, αυτός δίνει µεγάλη σηµασία, τα ελέγχει.
ιπιτιώργια (επίρ.) : α. πριν από λίγο, β. πρωτύτερα, γ. νωρίτερα, δ. εδώ και λίγη ώρα.
Ίσιουµα : (του) : α. ο χώρος στο µέσον της Νότιας πλαγιάς του Ψηλού Αηλιά, β. ο επίπεδος
χώρος, γ. η ισοπέδωση, δ. Φράση : «τα πήρις όλα ίσιουµα» = τα ισοπέδωσες όλα.
ίσκνα (η) : α. το βαµβάκι κακής ποιότητας, λερωµένο, β. φλοιός οξιάς για προσάναµµα, γ.
παράσιτο στον κορµό της αµυγδαλιάς, δ. Προέλευση : από το λατ. esca. Πηγή : ΙΝΒΑ, σελ.
253. (σηµ. lias : Βρήκα στο Δηµητράτο το παράσιτο ύσκα ή ίσκα, αλλά επίσης άκουσα τη φράση
όπου υπάρχει αποδοκιµασία : "ίσκνα κι παλιουβάµπακου!…").
ισνάφ’ (του) : α. η συντεχνία, β. Προέλευση : από το τουρ. esnaf , πληθ. του sinif =
συντεχνία, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256, γ. (σηµ. lias : ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ : ίδε Δηµητράτος :
συνάφεια = άµεση σχέση, συνένωση, σύνδεση. (lias :Τα κάναµε όλα τούρκικα… σέρβικα,
κουτσοβλάχικα…. Άντε µην πώ καµµιά βαρειά κουβέντα…. ).
καδίσιου (του) : α. τυρί φέτα βαρελίσια, (όχι τελεµές = τυρί σε λαµαρινένιο δοχείο), β. καδί
(του) = 1. το ανοιχτό ξύλινο, µακρόστενο και όρθιο δοχείο που σκεπάζεται µε κινητό καπάκι, 2.
(σηµ. lias : εκεί χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο αλλά και υπήρχε και παρόµοιο
δοχείο µε κάνουλα στο κάτω µέρος όπυ έβαζαν τα λάχανα για την αρµιά), γ. Προέλευση : από
το κάδος.
καζαναργιό (του) : α. ο χώρος που είναι στηµένο το καζάνι του τσίπουρου, β. (σηµ. lias :
παλιότερα, που δεν υπήρχαν τα πλυντήρια οι νοικοκυρές χρησιµοποιούσαν τον χώρο αυτό για
το πλύσιµο της µπουγάδας επειδή εκεί µπορούσαν να ζεστάνουν άφθονο νερό).
καζάς (ου) : διοικητική περιφέρεια (επαρχία) µέρος του βιλαετιού (νοµού – ευρύτερης
περιοχής) που διοικείται απ’ τον καϊµακάµ’.
καϊκιώνου (ρ.) : α. ανταλλάσσω βρισιές, β. γίνοµαι κακός, γ. κρατώ κακία, δ. κρατώ µούτρα,
ε. θυµώνω,
καϊπκιώνου (ρ.) : α. κρύβω, β. σκεπάζω, γ. φυγαδεύω, δ. κρύβω επιµελώς κάτι σε σηµείο που
να θεωρείται χαµένο, ε. (Παπασιώπης – Ζ. Φ. : φράση : «τ’ αράτσα, τ’ αράτσα,
καρακαϊπχθιώθκιν» = το έψαξα , δεν το βρήκα, µαύρο χώµα τόφαγε).
κακάβ’ (του) : α. µικρό χάλκινο δοχείο µε ένα χερούλι στην άκρη για τη µετάγγιση αλλά και τη
µεταφορά υγρών, (πχ. γαλατιέρα), β. (σηµ. lias : στο Δηµητράκο βρήκα το ελληνστ. κάκαβος),
γ. Προέλευση : από το αρχ. κακκάβη = τρίποδο δοχείο, πηγή : ΑΠΘ.
κακαράτζις (οι) : α. οι ξεραµένες λάσπες ή βρωµιές στα ρούχα, β. µικρά κόπρανα ζώου (των
προβάτων και των γιδιών).
καλαµίδ’ (του) : α. το κόκαλο της κνήµης, β. µετ. ψηλός και αδύνατος άνθρωπος, γ. µακρύ
καλάµι.
καλαφάτζµα : α. το πάκτωµα, το γέµισµα των κενών των αρµών µε ξένη ύλη (βαµβάκι, στόκο
κτλ.), β. η στεγανοποίηση ξύλινων κατασκευών (βαρέλι, καδί, βάρκα, κτλ.), γ. µετ. η ερωτική
πράξη.
καλέµ’ : α. η σµίλη (µυτερό σιδερένιο εργαλείο για τον µαρµαρά ή και τον ξυλουργό), β.
µονάδα µέτρησης επιφάνειας (φράση : «Τ’ν έταξιν πέντι καλέµια χουράφ’ κι δγιό φτιά»), γ.
Προέλευση : από το αρχαίο κάλαµος, πηγή : ΑΠΘ.
καλίγουµα : α. το πετάλωµα των ζώων, β. µετ. η ερωτική πράξη, γ. καλιγώνου (ρ.) = α.
πεταλώνω, 2. µεταφ. γ**ώ, δ. Προέλευση : από το ελνστ. καλλίγη = παπούτσι, πηγή : ΑΠΘ #
Δηµητράκος.
καλιστάδις (οι) : α. οι νεαροί που ορίζονταν από τους οικείους των νεόνυµφων από κοινού,
να προσκαλέσουν τους χαρότδις* (δες χαρότς*) στο γάµο, β. (σηµ. lias : συνήθως την Πέµπτη
και την Παρασκευή πριν από το γάµο).
καλούδγια (τα) : α. τα ευπρόσδεκτα δώρα (γλυκά, παιχνιδάκια κτλ. που προκαλούν χαρά,
ιδίως στα παιδιά), β. τα αγαθά του σπιτιού, γ. Φράση : «ιέχουµι ένα σωρό καλούδια!» =δεν µας
λείπει τίποτε.
καλπάκ’ (του) : α. γυναικείο κάλυµµα του κεφαλιού, β. καπέλο χωρίς γύρο από τσόχα, γ.
Προέλευση : από το τουρκ. kalpac, πηγή : ΑΠΘ.
καλτσιούνια (τα) (πάντα στον πληθ. γιατί ήτανε ζευγάρι) : α. οι µάλλινες πλεχτές και χοντρές
κάλτσες ως τον αστράγαλο, για χρήση εντός του σπιτιού, β. Προέλευση : από το ιταλ. calza,
πηγή : ΑΠΘ.
καλτσούκ’ (του) : α. άµαξα µε σιδερένιες ρόδες καλυµµένες µε λάστιχο για να µην κάνουν
θόρυβο, β. ([Χ.Χ.] = άµαξα µε ένα, δύο ή και τρία άλογα), γ. Προέλευση : από το γαλλ.
caoutchouc, πηγή : X.X.
κανακιέυου (ρ.) : α. χαϊδεύω, β. φροντίζω υπερβολικά (ιδίως µικρό παιδί ή γέροντα), γ. κάµω
όλα τα χατίρια σε κάποιον.
κανάτ’ (του) : η πήλινη κανάτα, β. Προέλευση : από το λατιν. cannata, πηγή : ΑΠΘ.
κανάτ’ (του) : α. το συµπαγές φύλλο του παράθυρου ή της δίφυλλης πόρτας χωρίς γρίλιες, β.
τα πλαϊνά παράπετα του κάρου που άνοιγαν στα πλάγια για να είναι η καρότσα πιο ευρύχωρη,
γ. Προέλευση : από το τουρκ. kanat, πηγή : ΑΠΘ.
κανέστρα (η) : α. το πανέρι, β. πλατύ και ρηχό καλάθι χωρίς λαβές, γ. Προέλευση : από το
αρχαίο κάνιστρον, πηγή: ΑΠΘ.
κανίσ’ : (του) α. το δώρο που προσφέρεται σε µικρό πανέρι, σκεπασµένο µε κεντητό ύφασµα
σε επίσηµες περιστάσεις (γάµους, βαπτίσια, αρραβώνες κτλ.), ήταν συνήθως είδη χρήσιµα για
το νέο νοικοκυριό ή είδη ρουχισµού (σηµ. lias : αν τα δώρα ήταν εδώδιµα – γλυκά, ποτά,
µεζέδες κλπ – λέγονταν πεσκέσια* και προσφέρονταν στις γιορτές κυρίως, αλλά και τα
γεννητούρια), β. κανίσια (τα) = τα δώρα που κάνουν στο γάµο κάποιου ζευγαριού, γ.
Προέλευση : από το αρχ. κανίσκιον = καλαµένιο καλαθάκι, πηγή : ΑΠΘ.
καντάρ’ (του) : α. είδος ζυγού χωρίς τάσι αλλά µε τρεις γάντζους και µε αντίβαρο σιδερένιο
βαρίδι, β. µέτρο βάρους ίσο µε 44 οκάδες (σηµ. lias : 58 κιλά περίπου), γ. κανταρόξυλου
(του) = το ξύλο όπου κρεµούσαν το καντάρι για το ζύγισµα, δ. Προέλευση : από το αρχαίο
κεντηνάριον, λατιν. centenarium = εκατό ουγγιές, πηγή : ΑΠΘ ).
καντίλα (η) : α. το καντήλι, β. ίχνος λαδιού στη σούπα, γ. το πετυχηµένο πέταγµα του
χαρταετού (όταν µένει ακίνητος στον ουρανό), γ. το µεγάλο καντήλι των εκκλησιών.
κάντιλουιός (επίθ.) : α. κάθε κακής ποιότητα πράγµα (φαγητό ρούχο κτλ.), β. µετ. ο άσχηµος.
καρά (επίθ.) : α. τα µαύρα αλλά και τα άσχηµα, β. καράς (ου) = 1. το µαύρο άλογο, 2. µετ. το
τραίνο που λειτουργεί µε κάρβουνα, γ. καρά (η) = η καρυδιά, δ. οι Καρές = η γειτονιά γύρω
από τη σηµερινή πλ. Παπαγιάννη επί της οδού Παύλου Μελά όπου υπήρχε και η οµώνυµη
βρύση, ε. Προέλευση : από το καρέα = καρυδιά Δηµητράκος.
καραγάτσ’ (του) : α. η φτελιά, β. το ξύλο της φτελιάς που είναι εξαιρετικά σκληρό.
καραµπάσκου (του) : α. το µαύρο αρνί, β. Προέλευση : από το τουρ. karabas. Πηγή : ΙΝΒΑ,
σελ. 256.
καραµπουιά (η) : α. µαύρη µπογιά, β. η σκούρα µπογιά γενικώς, γ. µετ. ο µελαψός ή ό έχων
κατάµαυρα µαλλιά.
καραντάνα (η) : α. µεγάλο χάλκινο και βαρύ αντικείµενο (µε ιδιαίτερο ήχο), β. µικρής αξίας
αλλά µεγάλου µεγέθους νόµισµα, γ. µεταφ. άχρηστο αντικείµενο.
καρδάρ’ (του) : α. δοχείο για το µέτρηµα του γάλακτος ίσον µε 16 οκάδες (20.5 κιλά
περίπου), (πηγή : Κ. Σιαµπανόπουλος, σ. 225), β. το δοχείο που χρησιµοποιούµε για το
άρµεγµα των ζώων, γ. Προέλευση : από το λατ. caldarium. Πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 253,
Δηµητράκος : από το βυζ. καλδάριον.
καρκάλ’ (του) : α. το δυνατό γέλιο, β. καρκαλιούµι (ρ.) = γελώ δυνατά, γ. καρκάλας (επίθ.)
= αυτός που γελάει δυνατά.
καρκατσέλ’ (του) : σιδερένιος µηχανισµός αντί για το χερούλι της εσωτερικής πόρτας.
καρούλ’ (του) : α. η τροχαλία, β. κύλινδρος για το τύλιγµα του σχοινιού ή του σύρµατος, γ. το
πηνίο, δ. ο µακαράς*, ε. καρούλια (τα)(ειρων.) = τα πεταχτά αυτιά.
καρούτα και καρούτ’ (η) : το πατητήρι των σταφυλιών (σηµ. lias : ήταν σχήµατος µισού
οριζόντιου βαρελιού, σανιδωµένο στον πάτο για να εξέρχεται ο µούστος).
καρουτουστάσ’ (του) : ο χώρος όπου τοποθετούσαν την καρούτα* και πατούσαν τα σταφύλια
στον τρύγο (συνήθως υπαίθριος), αλλά και ο υπόγειος χώρος της αποθήκευσης των
αντικειµένων του τρύγου (καρούτα, γαλίκια κτλ.).
καρουφέλλους : (ου) : ρίζα χόρτου αλλά και φύλλων που πολτοποιούνταν µε χοντρό αλάτι
για την αντιµετώπιση διαφόρων δερµατικών παθήσεων, β. (Χ.Χ. = θαµνώδες φυτό
(αεροδυναµικού σχήµατος).
καρόφυλλου (του) : το φύλλο της καρυδιάς αλλά και οι φλούδες του καρυδιού που
χρησιµοποιούνταν ως χρωστική ουσία.
κα σ ί δ ’ ( το υ ) : α . το κ ρ ά ν ο ς ( Δ η µ η τρ . ) , το κ ρ α ν ί ο , β . [ b ] κ α σ ί δ α [ / ] ( η ) =
τριχοφάγος>αλωπεκίαση, γ. κασιδιάρς (επίθ.) = 1. ο ψωριάρης, 2. ο ψωροπερήφανος δ.
Προέλευση: από το βυζ. κασσίδιον, πηγή : ΑΠΘ.
κασιλάκ’ (του) : µικρό στολισµένο ξύλινο κουτί για την φύλαξη των κοσµηµάτων, (σηµ. lias :
το αστόλιστο χρησίµευε για το συµµάζεµα των ειδών ραπτικής (καρούλια, βελόνες, κλωστές
κτλ.).
Κασλάς (ου) : α. περιοχή της Κοζάνης, στο δρόµο προς Θεσσαλονίκη και δεξιά έως το Κουρί,
β. (Χ.Χ.= στρατώνας), γ. Προέλευση : από το τουρ. kisla, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
κασνάκ’ (του) α. το τελάρο της σήτας κοσκινίσµατος, β. η φόρµα για την παρασκευή κασεριού
ή άλλων στρόγγυλων τυριών (κεφαλοτύρι, γραβιέρα κτλ.), γ. Προέλευση : από το τουρ.
kasnak, πηγή : X.X.
κάστλιγκάρ’ (του) : α. δεν είναι Κοζανιώτικη λέξη, β. Πρόκειται για το νησί Garden Castle,
όπου οι Αµερικανοί υποδέχονταν τους µετανάστες για τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις, κατά
τον Παπασιώπη.
κατέβασ’ (η) : α. τα ορµητικά απόνερα της βροχής, β. συνών. ου απόιρας*, γ. το αυλάκι που
δηµιουργείται από τα νερά της βροχής, δ. κατιβασιά (η) = 1. το συνάχι, 2. το λούκι που
έρχεται από τα κεραµίδια στη γη, 3. η θυελλώδης εφόρµηση του κυνηγού στο ποδόσφαιρο.
κατλίκ’ (του) : α. ο άνευ λόγου φόβος, β. ο χαλασµός Κυρίου, γ. Φράση : «µας ίφιρις του
κατλίκ’» = µας έφερες συµφορά.
κατσιά (η) : α. η ποσότητα του φαγητού που τρώει κάποιος σε ένα γεύµα, β. η παρέα που
καταναλώνει την ποσότητα αυτή, γ. η καθισιά, δ. Φράση : «έφαγάµι µια κατσιά» = φάγαµε
αυτό που είχαµε (λίγο ή πολύ).
κάτσι καλά (φρ.) : α. ανεπανάληπτα, β. τα πολύ καλά, τα εξαιρετικά, γ. αυτά που δύσκολα
περιγράφονται.
κατφές (ου) : α. η καλέντουλα, είδος κίτρινου λουλουδιού που ανθίζει όλο το καλοκαίρι, β. το
µεταξωτό βελούδο (Δηµητράκος).
καφέθκου (του) : α. το τέως Χιλιόδραχµο επειδή είχε καφέ χρώµα, β. το καφετί χρώµα π.χ.
καφέθκου πουλόβερ.
καψαλνώ (ρ.) : α. καίω κάποιον επιφανειακά, β. καψαλίζω, γ. µετ. το σκάω, δ. καψάλτ´ (του)
= η φευγάλα, ε. καψαλιάρδις (οι) = (ειρων.) = οι κάτοικοι του χωριού Κρόκου.
κιαϊµέτ’ (επίρ.) : α. πολύ, β. ένα σωρό, γ. µεγάλη ποσότητα, δ. πλήθος, ε. Φράση : "ιένα
κιαϊµέτ'" = ένα σωρό.
κιβούρ (του) : α. ο χώρος όπου τοποθετείται η σωρός, β. (ΑΠΘ = φέρετρο και µε επέκταση ο
τάφος. Από το βυζ. κιβώριον = θολωτή κατασκευή που στηρίζεται σε µικρούς κίονες και
καλύπτει την Αγία Τράπεζα).
κιζάπ’ και γκιζάπ’* (του) : α. το υδροχλωρικό οξύ, β. Προέλευση : από το τουρκ. kezzap,
πηγή : ΑΠΘ.
κικλής (ου): α. το πουλί κιρκινέζι (µικρό είδος γερακιού) β. µικρός και αδύνατος άνθρωπος.
κιλάρ’ (του) : α. αποθήκη τροφίµων µέσα στο σπίτι, β. Προέλευση : από το λατιν. cellarium,
πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 253, γ. (σηµ. lias : γιατί όχι από το ελληνικό κελίον;).
κιλό (του) : α. µονάδα βάρους ίση µε είκοσι δύο οκάδες (σηµ. lias : είκοσι οκτώ κιλά περίπου),
β. το κιλό που αντικατέστησε την οκά στη µέτρηση του βάρους.
κινώ (ρ.) : α. αρχίζω κάτι (π.χ. µια δουλειά), β. ξεκινώ να πάω κάπου, γ. Φράση : «κίντσιν
γκαστρουµέν’» = έµεινε έγκυος.
κιουµέρ’ και κιµέρ’ (του) : πάνινο ή δερµάτινο πορτοφόλι που φυλάγονταν µέσα από το
ζωνάρι.
κιούπ’ (του) : πήλινο κιούπι µε µεγάλο στόµιο, (lias : παλιά αποθήκευαν εκεί το αλεύρι).
κιουσές (ου) : α. η κόχη, η γωνία του δρόµου που σχηµατίζεται από κτίρια, β. (Νιάνια : η
στροφή, η γωνία του σπιτιού ή του πεζοδροµίου), γ. (ΑΡ): δρόµος στενός, δ. Προέλευση : από
το τουρκ. kose.
κιουτέβου (ρ.) : α. αδρανώ, β. µένω αµήχανος, γ. τα χάνω και δεν κάνω τίποτα, δ. δεν µπορώ
να συνεχίσω άλλο, ε. φοβούµαι, στ. δειλιάζω, ζ. κιουτής (επίθ.) = ο δειλός, η. Προέλευση από
το τουρκ. kotu = κακός, πηγή : ΑΠΘ ).
κιπέγκ’ (του) : α. ξύλινα τάβλα µπροστά στη βιτρίνα του µαγαζιού, β. ο ξύλινος µπάγκος των
φούρνων για την τοποθέτηση των φρέσκων καρβελιών, γ. προεξέχουσα βάση του παραθύρου
του καταστήµατος (Παπασιώπης), δ. Προέλευση : από το τούρκ. kepeng = καταπακτή,
θυρόφυλλο, ε. δες και κάτχια*.
κιπρί (του) : το µεγάλο κουδούνι µε άλλο µικρότερο στο εσωτερικό του που φορούσε το
επικεφαλής ζώο του κοπαδιού.
Κιραµαριό (του) : α. συνοικία της Κοζάνης γύρω από τα φανάρια της οδού Παύλου Χαρίση
(lias : ονοµάστηκε έτσι διότι εκεί υπήρχε το κεραµοποιείο του Πάικου Δελιαλή), β. το
κεραµοποιείο.
κιράστρα (η) : α. ανύπαντρο κορίτσι που επιστρατεύτηκε για το κέρασµα των επισκεπτών σε
µια γιορτή, γάµο κτλ. (lias : παλαιότερα τα κορίτσια δεν κυκλοφορούσαν έξω και οι ευκαιρίες
να τις δει κάποιος ήταν τα γιορτάσια, οι χαρές κτλ. και µε τις εµφανίσεις αυτές γίνονταν η
πρώτη αλληλογνωριµία για να ξεκινήσει το προξενιό), β. η ανύπαντρη φίλη της νύφης και
παράνυµφος στο γάµο, (αντίθ. = µπράτιµους*), γ. κιραστάρ’ = µικρός µπουφές για τα
αντικείµενα του κεράσµατος, δ. κιραστάιδις (οι) = τα άτοµα που κερνούσαν πριν από το γάµο
όσους έφερναν τα πεσκέσια.
κιρδέις (ρ.) : α. σας συγχαίρω, β. (Νιάνια : να τους χαίρεστε, να χαίρεστε την ευτυχία τους).
κισές (ου) : α. ο κεσές, β. αβαθές πήλινο δοχείο για την παρασκευή γιαουρτιού, ρυζόγαλου
κτλ.
κιτσές (ου) : α. είδος χοντρού υφάσµατος από συµπιεσµένες τρίχες ή µαλλί, β. Προέλευση :
από το τούρκ. kece, πηγή : ΑΠΘ.
κιφαλάρ’ (του) : α. η νεροµάνα, β. πηγή µε άφθονο νερό, γ. το ξύλο του κρεβατιού όπου
ακουµπάει το κεφάλι, δ. κιφαλαρά (η) = το µέρος του χαλιναριού που εφάπτεται στο µέτωπο
του αλόγου, (πηγή : Καραντάνας).
κιφτιδάις (ου) : α. αυτός που τρώει πολλές κεφτέδες, β. µετ. ο πλαδαρός, ο χοντρός, γ. ο
δυσκίνητος, δ. ο καταβραχθίζων ευµεγέθη κοµµάτια κρέατος,
κιχί (του) : α. κοζανίτικο ατοµικό έδεσµα : είδος στριφογυριστής τυρόπιτας µε σπιτικό φύλλο,
β. (Προέλευση : από το γερµ. Kuchen, (Παπασιώπης), γ. (lias. : 1. βρήκα κιχλίζω = ευωχούµαι
στον Δηµητράτο , 2. Η γιαγιά µου το απλωµένο εσωτερικό φύλλο της πίτας που περίσσευε από
το σνί* το έκοβε βάζοντάς το στην άκρη (κόχη) και µε τα κοµµάτια αυτά έκανε τα κιχιά, 3. Στον
Δηµητράκο πάλι βρήκα το λήµµα κοθρί = το ξηρόν υπόλειµµα άρτου. Επιπλέον βρήκα και µία
άλλη άποψη. Προέρχεται από το (κίχ) = µη µιλάς, γιατί τα µικρά βιαζόταν να φάνε την πίτα και
µπούκωναν τρώγοντας κιχιά, που ετοιµάζονταν αρκετά νωρίτερα.
κ’κ (επιφών.) : α. κίχ, β. τσιµουδιά, γ. τίποτε, δ. κ’κ – µ’κ = 1. µισόλογα, 2. µασηµένα λόγια,
δ. δες και γκ’κ*.
Κλαδιά (τα) : η γειτονιά του Αγίου Νικάνορα στην Κοζάνη που φτάνει ως το Υπαίθρειο Θέατρο
Κοζάνης.
κλαρίζου (ρ.) : α. καθαρίζω τα δέντρα από τα περιττά κλαδιά του κορµού, β. κλαδεύω.
κλειδουµάχειρου (του) : α. ο σουγιάς, β. το µαχαιράκι που η λάµα του κρύβεται στο χερούλι.
κλειδουπνάκ’ (του) : α. σύστηµα 3 - 4 βαθιών αλουµινιένιων πιάτων (που έµοιαζαν µε κεσέδες
ο ένας επάνω στον άλλον) και ασφαλίζονταν για τη µεταφορά του φαγητού από το σπίτι στο
µαγαζί ή στο χωράφι, β. (σηµ. lias : παλιά δούλευαν από το πρωί ως τα µεσάνυχτα και τους
κουβαλούσαν το φαγητό στη δουλειά!).
κλέτσιους και γκλέτσιους (ου) : α. τα τρυφερά κλαδιά µε πλούσιο φύλλωµα για ζωοτροφή, β.
κλιτσιάδ’ = κοµµένο κλαδί µε φύλλωµα.
κλιά (η) : α. η κοιλιά, β. κλιές = φαγητό µε αρνίσιες ή κατσικίσιες κοιλιές (όχι µπουµπάρ*).
κλιούγκ’ (του) : α. το καλέµι (εργαλείο), β. Κλιούγκ’ = πηγή και τοποθεσία βόρεια της
Κοζάνης όπου βρίσκεται το πάρκο των Ηπειρωτών και η οµώνυµη ταβέρνα.
κλιούτς (επίθ.) : α. το νερουλό (φρούτο, λαχανικό κτλ.), β. το σάπιο πράγµα, γ. (ως επίρ.) = η
αποτυχηµένη προσπάθεια, δ. Φράση : «έκαµιν κλιούτς» = απέτυχε, έπεσε στο κενό η
προσπάθεια.
κλιτσινίκους (ου) : α. η µικρή γκλίτσα για το ξύσιµο της πλάτης, β. λεπτό ξύλο ως 40 πόντους
για την συγκέντρωση των σιταριών σε δεµάτια.
κλόθρα (η) : η δερµατική πάθηση του κεφαλιού (λεπίαση του τριχωτού) κάτι σαν έντονη
πιτυρίδα.
κλόστς (ου) : α. ο πλάστης για το άπλωµα του φύλλου της πίτας, β. µακρύ στρόγγυλο ξύλο για
το άπλωµα του φύλλου της πίτας.
κλούτσα (η) : α. η βελόνα πλεξίµατος µαλλιού, β. το γυριστό χερούλι της γκλίτσας (σηµ. lias :
έχει τέτοια κατασκευή που επιτρέπει το βοσκό να πιάνει τα κατσίκια ιδίως από το πόδι κατά το
άρµεγµα, γ. µεταφ. εµπόδιο, µπελάς, µπέρδεµα, δ. Φράσεις : «µι τσάκουσιν η κλούτσα τς…» =
µε συνέλαβαν (η τροχαία, η εφορία κτλ.), «µι πήριν η κλούτσα σβάρνα» = 1. έπεσα έξω στους
υπολογισµούς µου, 2. τρέχω και δεν προλαβαίνω, ε. Προέλευση : από το αγκύλη, πηγή
Π.Λ.Μπ., (Χ.Χ. ή από το κύκλος).
κλώσις (οι) : α. οι πλεξούδες των µαλλιών, β. (lias : και του τσουρεκιού, του ψωµιού, κτλ.), γ.
οι κότες που γενούν και επωάζουν, δ. οι κότες που έχουν κοτοπουλάκια, ε. κλώσα (η) = ειρ.
ανόητη, αφελής γυναίκα, στ. κλουσαρά (η) = η κότα που κλωσάει τα αυγά.
κόβουµι (ρ.) : α. κόβοµαι (στο χέρι, στο πόδι κτλ.), β. µετ. ενδιαφέροµαι υπερβολικά για
κάποια κοπέλλα.
Κόζιαν’ : α. η Κοζάνη, (σηµ. lias : ούτε Κουζάν’ ούτε Κόζιανη, ούτε Κόσδιάν, ούτε τίποτα, µόνο
Κόζιαν’), β. δες τοπωνύµια*, γ. (σηµ. lias : Δόθηκαν πολλές ερµηνείες για την προέλευση της
ονοµασίας της Κοζάνης. 1. Έτσι ο Νίκος Δελιαλής αναφέρει πως οι πρώτοι έποικοι της πόλης
προέρχονταν από την Κόστιανη της Ηπείρου : Κόστιανη>Κόσδιανη>Κόζιανη > Κόζιαν>Κοζάνη.
Ο Γεώργιος Σιώζιος γράφει πως προέρχεται από το κόζ και άνα που στα τούρκικα σηµαίνει ψίχα
καρυδιού, επειδή στην περιοχή, παλιά, υπήρχαν πολλές καρυδιές. Η ταπεινότητά µου δεν
συµφωνεί µε αµφότερους. Πρώτον. Η πόλη κατοικήθηκε από διωκώµενους Έλληνες
Χριστιανούς µετά την ήττα στη µάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389, άρα οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν
από Βορρά και δεύτερον, η Κοζάνη ήταν κατάφυτη από πλατάνια, βελανιδιές (δρύς) και προς
Ανατολάς µε αµυγδαλιές (µπαλαµιές). 2. Άνω σηµαίνει προς τα επάνω (προς ψηλό ή βορεινό
τόπο, Δηµητράκος) και Άνω Μακεδονία στην αρχαιότητα θεωρούνταν η Δυτική Μακεδονία.
Μάλιστα ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου και η κ. Καραµήτρου – Μεντεσίδου αναφέρουν ότι υπήρχε
κράτος – πόλη ανάµεσα στην Ελίµεια και την Εορδαία. Αναφέρουν το όνοµα Γρήια χωρίς, µέχρι
τώρα, να ανακαλυφθεί κάτι χειροπιαστό. 3. Ψάχνοντας εντόπισα την ουγγρική** λέξη «ΚΟΖ»
που σηµαίνει «πηγαίνω προς ..». Με τη λογική µου συνθέτω το ΚΟΖ και το ΑΝΩ και
δηµιουργείται η λέξη ΚΟΖΑΝΩ που σηµαίνει «πηγαίνω προς τα ψηλά». Με τη γλωσσοπλαστική
φαντασία των Κοζανιωτών γιατί να µην είναι βάσιµη κι αυτή η εκδοχή;
**Θεωρώ δεδοµένο τις εµπορικές σχέσεις των Κοζανιωτών µε την Ουγγαρία.
κόθαρους (ου) : α. η τραγανή στριφογυριστή άκρη της πίτας που εφάπτεται στα χείλη του
σινιού, β. κόθρις = οι στεγνές κόρες του ψωµιού (χρησίµευαν στην παπάρα*), γ. Προέλευση
από το αρχαίο κόθρος = χείλος ταψιού, πηγή : Δηµητράκος /// Π.Λ.Μπ.: κώθα = ποτήρι.
κόλιαντου (του) : α. µπισκότο σε διάφορα σχήµατα που πρόσφεραν στα παιδιά που έλεγαν τα
κόλιαντα, β. ειρ. = 1. ο τιποτένιος, 2. ο πεινάλας, γ. κόλιαντα (τα) = τα κάλαντα (τραγούδια)
των Χριστουγέννων, δ. (σηµ. lias : στα σέρβικα κόλιαντ σηµαίνει σφάζω και η λέξη παραπέµπει
στον Ηρώδη που έσφαξε τα µικρά όταν πληροφορήθηκε τη γέννηση του Χριστού, (µαρτυρία
Βασίλη Κιόρτση, Εδεσσαίου).
κόµπους (ου) : α. ο κόµπος του σχοινιού, β. πολύ µικρή ποσότητα, γ. το «στέγνωµα» του
λαιµού από τη στενοχώρια, δ. µετ. το µικρό κοµπόδεµα (συνήθως σε ένα δεµένο µαντήλι), ε.
Φράσεις : «τόδισα κόµπουν» = δεν πρόκειται να το ξεχάσω, «έχου έναν κόµπουν στου λιµό» =
έχω µεγάλη στενοχώρια, στ. (Νιάνια : κόµπος = η σταλαγµατιά), ζ. (Χ.Χ. κεφάλι καρφίτσας –
κοµπόδεµα).
κόπανους (ου) : α. πλατύ και χοντρό ξύλο για το χτύπηµα των ρούχων ή κλινοσκεπασµάτων
όταν τα έπλεναν για να καθαρίσουν καλλίτερα, β. µετ. ο ανέντιµος άνθρωπος, γ. Προέλευση :
από το αρχαίο κόπανον = γουδοχέρι, πηγή : ΑΠΘ.
κόπτσα (η) : α. γάντζος και κρίκος που αντικαθιστά το κουµπί στον γυναικείο ρουχισµό, β.
Προέλευση : από το τούρκ. kopca, πηγή : ΑΠΘ.
κόρδα : α. η χορδή, το τέλι, β. µετ. η πείνα γ. το σχοινί της ρόδας του τσικρικιού*, δ. το
κουράγιο, ε. Φράσεις : 1. «ιέχου κάτ’ κόρδις!» = πεινώ πολύ, 2. «µι κόπκαν οι κόρδις» = δεν
έχω κουράγιο, τέλειωσαν οι δυνάµεις µου, ε. (σηµ lias : οι χορδές των οργάνων παλαιότερα
γίνονταν µε στεγνά έντερα ζώων).
κόρις (οι) : α. οι στεγνές κόρες ψωµιού, β. µικρές φέτες κυδωνιού, µήλου κλπ. γ. κόρις µι
πιτµέζ’ = είδος γλυκού µε φέτες κυδωνιού, στεγνών δαµάσκηνων, βερίκοκων κτλ. µαζί µε
πετιµέζι, δ. δες Κοζανίτικες συνταγές.
κόσα (η) : α. είδος µεγάλου δρεπανιού µε µακρύ στειλιάρι για το κόψιµο των αγριόχορτων, β.
Προέλευση : από το βουλγ. kosa, πηγή : ΑΠΘ.
κότσ’ (του) : α. το κόκαλο του αστράγαλου, β. µετ. το τσαγανό, γ. Φράση : «δεν έχς τα
κότσια» = δεν έχεις το σθένος, δ. το στέλεχος του καρπού του καλαµποκιού που χρησίµευε σαν
πώµα σε µπουκάλια, ε. κουτσνάρ’* (του) = η άκρη του κόκαλου της φτερούγας των πουλιών.
Κουζάν’ : α. η Κόζιαν’, β. (σηµ. lias : είναι λαθεµένη η εκφορά αυτή του ονόµατος της πόλης,
περισσότερα στο Κόζιαν*).
κουκόνα (η) : α. η µικρή όµορφη κοπέλα, β. µορφή κοριτσιού µε το οποίο στόλιζαν τα λαήνια ,
γ. Φράση : «κουκόνα απου λαϊν’" = πολύ όµορφο κορίτσι.
κουκούδ’ (του) : α. το ξεραµένο αίµα µίας πληγής, β. ξεραµένο φλέγµα της µύτης, γ. το
εξάνθηµα.
κούκου (η) : α. ο κότσος των µαλλιών, β. (Ζ.Κ. αφήγηση) οι κοπέλες όταν αρραβωνιάζονταν
έκαναν τα µαλλιά τους κούκο, ήταν δηλαδή δηλωτικό, όπως και η βέρα, γ. δες και
ξικουκούµ’*, δ. ειρ. Φράση : «η κούκου στ’ φαλάκρα» = τα µαλλιά που σκεπάζουν τη
φαλάκρα, δ. µετ. η γενετήσια ορµή (φράση : «σι κάµ’ κούκου;» = σου σηκώνεται το πέος;
κουλί (του) : α. ο γλουτός, β. το γυµνό πίσω µέρος του µπουτιού, γ. το κωλοµέρι, δ. ο πισινός,
ε. Προέλευση : από το κοίλος, πηγή Π.Λ.Μπ.
κουλουκίθα (η) : α. η ξερή κολοκύθα (για γλυκό, πίτα κλπ.), β. µετ. ο κουτός άνθρωπος, γ. η
φλάσκα κολοκύθα (η νεροκολοκύθα) που αφού την ξέραναν, καθάριζαν εσωτερικά την ψίχα
της και τη χρησιµοποιούσαν για τη µεταφορά νερού, κρασιού κτλ., δ. κουλουκίθ’ (του) = 1. το
κολοκύθι, 2. µετ. ο χαζός, ε. κουλουκθάτου (του) = γλυκό του κουταλιού µε κολοκύθα, ε.
(lias : Προσοχή ! Ενώ για τα γλυκά προσδιορίζουµε την προέλευσή τους από τον καρπό που
αποτελεί την πρώτη ύλη, π.χ. κυδουνάτου, καρυδάτου, κουλουκθάτου κτλ. δεν συµβαίνει το
ίδιο και µε τα φαγητά. Δεν λέµε στα Κουζιανιώτκα : πρασάτου, λαχανάτου κτλ. αλλά λέµε
µουνάτου µι πράσα [σκέτα πράσα], γρουνίσιου µι λάχανου κτλ.)
κουλουργιάζου (ρ) : α. τυλίγω, β. καταφέρνω και πείθω κάποιον, γ. µπερδεύω, δ. κάνω µία
δουλειά πρόχειρα και µε βιασύνη, ε. καταφέρνω κάποιον για παντρειά.
κουµάσ’ (του) : α. µικρός προστατευµένος χώρος για χρήση από πτηνά (κότες, περιστέρια,
χήνες κτλ. – όχι ζώα), β. ο ορνιθώνας, γ. µετ. ο βρώµικος, ο ύπουλος άνθρωπος, δ. ο
παλιοχαρακτήρας.
κουµασλίκ’ : α. κοµµάτι υφάσµατος αρκετό για ένα φόρεµα, β. (σηµ. lias : Ο Ηλιαδ. στη
«χαρά» εξειδικεύει ότι πρόκειται για δώρα (κουµασλίκια) της νύφης στους οικείους του
γαµπρού που στέλνονταν το Σαββατόβραδο πριν από το γάµο), γ. Προέλευση : από το τουρκ.
kumas = ύφασµα, πηγή : ΑΠΘ.
κουµατιάις (επίθ.) : α. ο πεινάλας, β. αυτός που µαζεύει τα υπολείµµατα των τροφών (ιδίως
ψωµιού), γ. µετ. ο ζητιάνος.
κουµπές (ου) : α. ο οµφαλός του ταβανιού, β. ο τρούλος, γ. ( αραβ. kubbe, πηγή : ΑΠΘ ).
κουµπουλίτς (ου) : α. το µαχαίρι µε ξύλινη λαβή που διπλώνει στα δύο, β. ο σουγιάς, γ. δες
και κλειδουµάχιρου*.
κουνίστρα : (η) : α. η προκλητική γυναίκα (που κουνάει υπερβολικά τους γοφούς της), β.
µετ. ο οµοφυλόφιλος, γ. το κουνιστό αλογάκι, προβατάκι ή άλλο παιχνίδι των µωρών, δ. το
κρεβατάκι του µωρού που κινείται για να ηρεµήσει, ε. το µπισίκ’*.
κουντίλ’ (του) : α. µολύβι, β. κιµωλία, γ. Προέλευση : από το υποκ. της λ. κοντός = κοντάρι,
πηγή : Π.Λ.Μπ.
κουντό (του) : α. το κοντάρι, β. η λαβή του σκεπαρνιού, γ. Φράση : «θέλτς µι του κουντό» =
απειλή ξυλοδαρµού, δ. Προέλευση : από το αρχαίο κοντός = κοντάρι, πηγή : ΑΠΘ.
κουπανώ (ρ.) : α. χτυπώ δυνατά, β. ανταπαντώ µε σκληρά λόγια, γ. Φράση : «µνιά χαρά τς τα
κουπάντσα…» = πολύ καλά έκανα και την µάλωσα.
κουπούσα (η) : α. είναι είδος σούπας που γίνεται µε ψιλοκοµµένα κοµµάτια αρµιάς και µε
αρµόζµον και κοκκινοπίπερο, β. (lias = το έτρωγαν την παραµονή των Χριστουγέννων αφού
ήδη είχαν ετοιµαστεί τα γιαπράκια).
κουρασάν’ (του) : α. το αµµοκονίαµα για το σοβάτισµα των τοίχων, β. µίγµα ασβέστη και
άµµου.
κουρδώνου (ρ.) : α. ερεθίζω το πέος σε στύση, β. τεντώνω αγέρωχα (το σώµα, το κορµί κτλ.),
γ. κουρδώνουµι (ρ.) = 1. καµαρώνω, 2. περηφανεύοµαι.
κουρκούτ’ (του) : α. ο χυλός, β. Φράση : «µ’ έκαµις του µγιαλό κουρκούτ’» = µε ζάλισες ), γ.
κουρκούτας (επίθ.) = 1. ο ακάθαρτος, 2. (Χ.Χ.) = ο λερωµένος, δ. κουρκουτάζουµι (ρ.) =
1. ζαλίζοµαι, 2. µπερδεύοµαι.
κουρντίζου (ρ.) : α. κουρδίζω (το ρολόι, το πιάνο, την κιθάρα κτλ.), β. µετ. πειράζω τον άλλο
ώστε να τεντωθούν τα νεύρα του, γ. εκνευρίζω, δ. (Χ.Χ. : κουρντίζου = γεννάω), ε.
(Παπασιώπης : κουρντίζν = φορούν επιδεικτικά ), στ. Προέλευση : από το αρχαίο κόρδα =
χορδή, πηγή : ΑΠΘ.
κουσιέβου (ρ.) : α. τρέχω µε µια ανάσα, β. Φράση : «κόσιψι µέσα» = έλα γρήγορα µέσα, γ.
δες και κιουσέβου*, δ. Προέλευση : από το τουρκ. kosmak, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
κουσιός (ου) : α. η προσπάθεια, β. το τρέξιµο, γ. Φράση : «σίρι ιέναν κουσιό» = πήγαινε για
µια στιγµή.
κούσπα (η) : α. η τούµπα από κόπρανα, β. µετ. κούσπαρς (ου) 1. ο πλαδαρός άνθρωπος, 2. ο
δυσκίνητος, γ. κούσπου και κουσπαρέλου (η) = η κωλαρού και δυσκίνητη γυναίκα.
κουταλέβου (ρ.) : α. ψάχνω τις τσέπες των ρούχων για να βρω κάτι, β. ψαχουλεύω, γ. ψάχνω
κρυφά σε συρτάρια, ρούχα κτλ., δ. αναζητώ κάτι στα ρούχα ψάχνοντάς τα απ´ έξω.
κούτιου (του) : α. η κουτή, β. µετ. το άδειο κεφάλι, γ. το αδέσποτο µικρό σκυλί, δ. Φράση :
«χαµένου κούτιου» = χαµένο σκυλί.
κούτκας (ου) : α. το πίσω µέρος του κεφαλιού, β. µετ. άνθρωπος µε άδειο κεφάλι, γ.
Προέλευση : από το αρχ. κοττίς, = ινίο, πηγή : Χ.Χ.
κουτουλουγιόµουσ’ (η) : α. το κενό ανάµεσα στα κεραµίδια και τα ξύλα της στέγης, β. το
γέµισµα κάποια χαραµάδας µε διαφορετικά υλικά.
κουτσκαλνώ (ρ.) : α. κάνω γαργάρες, β. ανακατεύω ένα υγρό στο στόµα µου (π.χ. τσίπουρο
για τον πονόδοντο).
κουτσνάρ (του) : α. η άσαρκη άκρη των άκρων των πτηνών (ποδιών και πτερών), β. τα
ακροδάχτυλα, γ. το µέρος των ζώων από τον αστράγαλο µέχρι την πατούσα.
κουτσουλιά (η) : α. το περίττωµα των πουλιών, β. µετ. η µικρή ποσότητα, (φράση : «µ’
έδουκιν µνιάν κουτσουλιά φαΐ»), γ. κουτσουλιάης (ου) = αυτός που κάνει µισές δουλειές.
κουτσουρέινιους (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που επιµένει στην άποψή του έστω κι αν είναι
λαθεµένη, β. ο ισχυρογνώµων, γ. ο ξεροκέφαλος, δ. ο άξεστος, ε. συνών. : του ντβάρ’*.
κουτώ (ρ.) : α. ρισκάρω, β. τολµώ, γ. έχω το θάρρος της γνώµης, δ. γνωρίζω, κατανοώ, ε.
από το κόττος = τόλµη, πηγή : Τσότσος.
κουφουτίλ’ (του) : το πώµα (µε τρύπα στο κέντρο όπου έµπαινε ένα µικρό ξυλάκι για να τη
βουλώσει) στη θέση της κάνουλας του βαρελιού.
κούχν (η) : χαµηλό χειµωνιάτικο δωµάτιο µε µικρό ή και καθόλου παράθυρο για να θερµαίνεται
ευκολότερα.
κόχ’ (η) : α. το κοίλωµα του τοίχου, β. η στρογγυλεµένη γωνία µεταξύ δύο τοίχων, γ. θέση
δίπλα στο τζάκι, δ. Φράση : «τουν έβαλα σν κόχ’» = τον τίµησα, τον περιποιήθηκα., ε. (lias :
στη παλιά Κοζάνη η θέση που προορίζονταν για τον παππού ή τον επισκέπτη ήταν δίπλα στο
τζάκι).
κόψιµου (του) : α. το κόψιµο, β. η διάρροια, γ. µετ. το ενδιαφέρον για εκπρόσωπο του άλλου
φύλου, δ. η εµφάνιση.
κράζου (ρ.) : α. φωνάζω πολύ δυνατά, β. επιτιµώ κάποιον µε δυνατές φωνές, γ. καλώ
κάποιον από µακριά να έλθει προς το µέρος µου, δ. Φράση : «έφαγα ένα κράξιµου…» = µε
κορόιδεψαν αλλά και µε µάλωσαν.
κράκουρα και κράκαρα (τα) : α. τα µυτερά κατσάβραχα, β. σπασµένες πέτρες στο βουνό, γ.
Προέλευση : από τον ήχο «κράκ».
κράνου (του) : α. ο καρπός της κρανιάς, β. ειρων. ο εγωιστής, γ. κρανίσια (η) = βέργα
φτιαγµένη µε κλωνάρι κρανιάς, διακρίνεται για το µικρό βάρος, την µεγάλη αντοχή και τους
πολλούς κόµπους, γ. κρανιά (η) = το δέντρο κόρνος ο άρρην.
κρέµασ’ (η) : η κλίση του εδάφους και της σκεπής, β. βαριά σύννεφα για βροχή, γ. η ασθένεια
κήλη.
κρένου (ρ.) : α. µιλώ, β. εκθέτω την άποψή µου, γ. κρίνω, δ. Προέλευση : από το αρχ. κρίνω,
πηγή : Π.Λ.Μπ.
κρικέλα (η) : α. κρίκος εντοιχισµένος για το πρόχειρο δέσιµο των ζώων στην αυλή, β.
στρόγγυλος κρίκος στη πόρτα για ρόπτρο.
κριτουκόπ’µα (του) : α. το πιάσιµο της µέσης από απότοµο σήκωµα βάρους, β. το λουµπάγκο.
κριτσµάς (ου) : α. ο σταυρός από άχυρα που τον τοποθετούσαν στην κορυφή της τούµπας των
δεµατιών του σιταριού, β. το φαγοπότι µετά το τέλος του θερισµού.
κρούου (ρ.) : α. χτυπώ, β. δέρνω, γ. βαράω, δ. κρούουµι (ρ.) = χτυπιέµαι από πόνο κυρίως,
ε. Φράση : «του κρούει του µπακράτσ’» = είναι κίναιδος.
κρυάδα (η) : α. το ψύχος, β. µετ. η ψυχρολουσία, γ. κρυαδίζ’ (ρ.) = αρχίζει να κάνει κρύο.
κρυόντς και κρυώντς (επίθ.) : α. ο αδιάφορος, β. ο άνθρωπος που κάνει µία εργασία χωρίς
κέφι, χωρίς όρεξη, γ. ο χαραµοφάης, δ. ο χασοµέρης, ε. κρυουνάκς (επίθ.) = 1. ο χασοµέρης,
2. ο χαραµοφάης.
κτάρ’ (του) : το κατακάθι του ξυδιού που χρησιµοποιείται ως µαγιά για άλλο ξύδι.
κυδουνάτου (του) : α. γλυκό του κουταλιού µε τριµµένα κυδώνια και ξηρούς καρπούς
(αµύγδαλα ή φιστίκια), β. φαγητό φούρνου µε κρέας αλλά αντί για πατάτες έβαζαν χοντρές
φέτες κυδωνιά, γ. Φράση : «κυδουνάτου φαΐ» = εξαιρετικά ωραία γυναίκα.
κφάλας (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που δεν εννοεί να καταλάβει κάτι, β. ο άνθρωπος που
δύσκολα µπορεί να συνετιστεί, γ. κιφάλας* = άνθρωπος µε µεγάλο κεφάλι, δ. (ΧΧ =
κουφός ), ε. Προέλευση : από το κούφιος>κουφάλα, πηγή : Π.Λ.Μπ.
λάβα (η) : α. η λάβα του ηφαιστείου, β. η µεγάλη ζέστη, γ. η οχλοβοή, η µεγάλη φασαρία σε
κλειστό χώρο, δ. ο έντονος ερωτικός πόθος, ε. λαβακώθκα (ρ.) = ερωτεύτηκα σφοδρά, στ.
λαβατίζου (ρ.) = ζεµατίζω, ζ. Προέλευση : από το αρχ. λάβρος = σφοδρός, πηγή: ΑΠΘ.
λαγαρά (τα) : α. τα λαγόνια, β. το κάτω µέρος των πλευρών του σώµατος, (lias : επειδή δεν τα
έβλεπε ήλιος ήταν ολόασπρα).
λαγγιόλια (τα) : α. οι πτυχές της φουστανέλας (lias : οι πιέτες της Προεδρικής Φρουράς είναι
τετρακόσιες, όσα και τα χρόνια της σκλαβιάς), β. οι σούρες στο ρούχο, γ. οι πρόσθετες πιέτες
στα πλαϊνά µέρη του φουστανιού.
λαγγίτα (η) : α. είδος επίπεδου λουκουµά, β. τηγανίτα από αλεύρι περιχυµένη µε µέλι, γ.
Προέλευση : από το αρχ. λάγκη = πιατέλα, πηγή : Π.Λ.Μπ.
λαγουνίκα (η) : α. το εκπαιδευµένο σκυλί για το κυνήγι του λαγού, β. το λαγωνικό, γ. µετ. ο
ντετέκτιβ.
λαγουτσίµµπιδου (του) : α. η τσιµπίδα ή η µικρή τανάλια για την εξαγωγή αγκίδων ή και
δοντιών, β. Προέλευση : από το σύνθ. λαγός+συµπώ, πηγή : Π.Λ.Μπ.
λαδιρό (του) : α. το µεταλλικό δοχείο του λαδιού, β. µετ. αυτός που ήπιε υπερβολικά και έγινε
τύφλα στο µεθύσι.
λαδουπάπαρα (η) : πρόχειρο φαγητό µε µπουκιές ψωµιού που τσιγαρίζονταν µε λάδι ή λίπος,
(lias : δες στο giapraki.com : Κοζανίτικες Συνταγές)
λαΐν’ (του) : α. πήλινο δοχείο νερού µε στενό λαιµό, µικρότερο από τη στάµνα, β. λαΐνούλ’ =
µικρότερο από το λαΐν’ αλλά πολλές φορές είχε και δύο στόµια, δώρο στα µικρά κατά το Πάσχα
για να µεταφέρουν νερό από επτά βρύσες για το βάψιµο των αυγών αλλά και για να παίζουν µ’
αυτό, γ. Προέλευση : από το αρχαίο λάγυνος, πηγή : ΑΠΘ.
λάιου (του) : α. το µαύρο πρόβατο που δεν έχει κέρατα, έχει µόνο δύο εξογκώµατα (σαν
καρούµπαλα) στο κεφάλι , β. Προέλευση : από το κουτσοβλ. laiu, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 252.
λακίζου και λακιάζω (ρ.) : α. φεύγω κρυφά, β. παίρνω δρόµο, γ. την κοπανώ, δ. το σκάω
από κάπου, ε. Προέλευση : από το βυζ. εκλακώ, πηγή : ΑΠΘ.
λάκους (ου) : α. ο λάκκος, β. ο χείµαρρος, γ. βαθύ φυσικό όρυγµα που δηµιουργήθηκε από τα
νερά της βροχής.
λαλώ (ρ.) : α. παίζω κάποιο πνευστό µουσικό όργανο, β. κελαηδώ, γ. πολυλογώ, δ. λάλτσιν
(ρ.) = 1. λάλησε για πρώτη φορά, 2. µετ. τρελάθηκε, ε. λαλιστάις (ου) = γενικά κάθε
οργανοπαίκτης πνευστών οργάνων (κλαρίνου, ζουρνά κτλ.) ακόµα και ο τραγουδιστής.
λαντόν’ (του) : α. σκεπαστή άµαξα που την έσερναν δύο άλογα, β. (γαλλ. landaux, πηγή :
ΑΠΘ).
λάπατου (του) : α. ποώδες φυτό µε µεγάλα, πλατιά φύλλα και υπόξινη γεύση για την
παρασκευή ντολµάδων, χορτόπιτων κτλ. που βλαστάνει στις αρχές τη άνοιξης, β. Προέλευση :
από το αρχ. λάπαθον, πηγή : ΑΠΘ.
λάσπ’ (η) : α. η λάσπη, β. µετ. η συκοφαντία, γ. µείγµα διάφορων υλικών και νερού για το
χτίσιµο, γ. λάσπουµα (του) = 1. το λέρωµα από λάσπες, 2. η αποτυχία στην κατασκευή
γλυκών ή ζυµαρικών, (φράση : «λάσπουσαν τα πέτουρα» = έγιναν σαν λάσπη οι χυλοπίτες).
λαχούρ’ (του) : α. λεπτό ύφασµα πολυτελείας (συνήθως µεταξωτό) για γυναικείο σάλι, β. το
κασκόλ, γ. Προέλευση : από την πόλη του Πακιστάν Λαχώρη, πηγή : ΑΠΘ.
λείψαβους (επίθ.) : α. ο ανάπηρος, β. ο κοντός, γ. αυτός που του λείπει κάτι σωµατικά.
λέρα (η) : α. η κοπριά, β. το ζωικό λίπασµα, γ. µετ. γυναίκα µε άσχηµη γλώσσα, δ. το λέρωµα
από ακαθαρσίες, ε. λιαρώνου (ρ.) = λερώνω, στ. Προέλευση : από το αρχαίο ολερός = θολός,
πηγή : ΑΠΘ.
λέσ’ (του) : α. το σάπιο, το άχρηστο κοµµάτι κρέατος, β. η σαπίλα, η βρώµα, γ. το ψόφιο ζώο,
το ψοφίµι, δ. Προέλευση : από το µσν. λέσι < τουρκ. les, πηγή ΑΠΘ.
λιαίν’ και λιέν’ (του) : α. η λεκάνη, β. πορσελάνινη ή εµαγιέ λεκάνη που συνοδευόταν από
κανάτα µε ζεστό νερό, σαπούνι και πετσέτα, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά µετά το πλύσιµο
κάποιου.
λιανίζου (ρ.) : α. τεµαχίζω σε µικρά κοµµάτια, β. δέρνω πολύ άσχηµα κάποιον, γ. λιανίσκα =
χτύπησα πολύ άσχηµα, τραυµατίστηκα, δ. λιανά και λιανώµατα και λιανούργια (τα) = 1. τα
ψιλά και µικρά πράγµατα, 2. τα µικρής αξίας κέρµατα, 3. τα κοµµατάκια (κουµατσιούλια*)
λιβίθρις (οι) : α. παρασιτικά σκουλήκια του εντέρου, β. Προέλευση : από το ελνστ. λεβίθα,
πηγή : Δηµητράκος.
λίγδα (η) : α. χοιρινό µαγειρικό λίπος, (δες : Κοζανίτικες Συνταγές), β. λιγθώθκα (ρ.) =
λερώθηκα από σταγόνες λιωµένης λίγδας, γ. λίγδιασµα (του) = το λέρωµα από λιπαρή ουσία.
λιγδουπάπαρα (η) : είδος φαγητού µε κοµµάτια στεγνού ψωµιού και λιωµένη λίγδα, (δες
Κοζανίτικες Συνταγές).
λίγκα (η) : α. η βρωµιά, β. ο λεκές από λίπος, γ. λίγκαβους και λίγκαρς (επίθ.) = ο
λερωµένος, ο βρώµικος, δ. συνώνυµα : οι λίγκις, οι λέρις, οι ζγκούρις, οι λάσπις, οι βρώµις, οι
λίγδις,…. ε. λιγκαβιάζου (ρ.) = λερώνω υπερβολικά.
λιγκέρ’ (του) : α. το γυάλινο ή πορσελάνινο βάζο για το κέρασµα των γλυκών του κουταλιού
παλαιότερα.
λιγουβιργώ (ρ.) : περπατώ προσεκτικά µε µικρά βήµατα (πάνω σε πάγο, λάδια κτλ.)
προσπαθώντας να ισορροπήσω.
λίγουµα (του) : α. το αναφιλητό, β. το κόψιµο της αναπνοής των µωρών από το πολύ
κλάψιµο, γ. η δυσάρεστη διάθεση από υπερβολική κατανάλωση γλυκών.
λικνίζου (ρ.) : α. νανουρίζω το µωρό κουνώντας την κούνια του, β. Προέλευση : από το αρχ.
λίκνον, πηγή : Π.Λ.Μπ.
λίµα (η) : α. η µεγάλη πείνα, β. λίµαβους και λίµαρς (επίθ.) = 1. ο λαίµαργος, 2. µετ. ο
αρπαχτιάρης.
λιµαργιά (η) : α. το κεντηµένο εργόχειρο για το στόλισµα των προσκέφαλων στα µιντέρια, β.
(πηγή ΑΡ), γ. δες και µακάτ’*.
λιµπαντές (ου) : α. είδος κοντού γυναικείου γιλέκου, πολύ καλά στολισµένου µε κεντήµατα
από µεταξωτές ή χρυσές κλωστές, β. η φέρµελη (Κ. Σ.), γ. γυναικείο γιλέκο µε µανίκια, δ.
(Παπασιώπης : πολυτελές γιλέκο γυναικών χρυσοκεντηµένο).
λιούρου (η) : α. η θολή γκρίζα ρακή που τρέχει προς το τέλος της απόσταξης (lias : κάπου
στους 15˚), β. µετ. αηδιαστικό πράγµα, παρδαλό, γ. Προέλευση από το κουτσοβλ. laru, πηγή :
Ντίνας.
λισιά (η) : πλέγµα κληµατσίδων που έβαζαν επάνω στην αρµιά και από πάνω είχε και ένα
στούµπο για να κρατιούνται τα λάχανα µέσα στην αρµύρα.
λόγους (ου) : α. η οµιλία (πχ. του Δηµάρχου στην πλατεία), β. η υπόσχεση για κάτι, γ. η
υπόσχεση αρραβώνα, (φράση : «έδουκάµι λόγουν ιµείς!») δ. η αιτία για κάτι.
λουιούν – τουλουιούν ( αντων. εκφρ.) : α κάθε είδους, β. λογής – λογής, γ. (lias : το βρήκα
και λουϊούν του λουϊούν).
λουλούδου (επίθ.) : α. (η) = η γυναίκα που της αρέσει το υπερβολικό στόλισµα, φτιασίδωµα,
β. η προκλητική, γ. (ου) = ο κίναιδος.
λούνις (οι) : α. λακκούβες µε νερά, β. Λούνις = περιοχή της Κοζάνης ανατ. του Αγίου
Αθανασίου (σηµ. lias,: άρχισαν από : τ’ Διµισκή του πηγάδ’ και κατέληγαν µέσω Καρδίτσας
(Σπούρτας) στον Αλιάκµονα. Καταστράφηκαν λόγω των έργων του Υγιεινολογικού
καθαρισµού)
λουντίνια (τα) : α. δαντελωτά µεταξωτά υφαντά, που προορίζονταν κυρίως για διακόσµηση
κρεβατιών, ραφιών κτλ.
λουρίδα (η) : α. ο ζωστήρας, β. στενόµακρο κοµµάτι από πανί, χαρτί, δέρµα κτλ.
λουτρές (οι) : α. οι κλωστές (Σιαµπανόπουλος, σελ. 268, και πιο κάτω λουτριά = µεταξωτή
κλωστή, στριφτή και χοντρή κλωστή, σκέτη, επίχρυση ή επάργυρη κι άλλων χρωµάτων, µε δύο
αδέλφια), β. (ΧΧ.: λούταρου = 1. άχρηστο κοµµάτι ύφασµα που µένει από το ράψιµο, 2.
ύφασµα κατώτερης ποιότητας).
λυχτώ (ρ.) : α. ουρλιάζω, β. φωνάζω δυνατά χωρίς νόηµα, γ. λίχτσµα (του) = το ούρλιαγµα
του σκύλου, δ. Προέλευση : από το αρχ. υλακτώ, πηγή ΙΝΒΑ, σελ. 247.
µά (επιφ.) : µαµά.
µαβράδ’ : α. η κόρη του µατιού, β. µετ. το µελαχροινάκι, γ. το µαύρο στίγµα στο δέρµα, δ. το
µαύρο µικρό έντοµο.
µαγκάλ’ (του) : α. πλατιά σιδερένια λεκάνη µε πόδια όπου έµπαινε η θράκα για θέρµανση
δωµατίων.
µαγκούτα και µαµαγκούτα (η) : α. το βρωµόχορτο (σηµ. lias : την άνοιξη όταν βρέχει και
φυσάει στην ατµόσφαιρα διαχέεται µία οσµή που προέρχεται από τη µαγκούτα), β. το κώνιο.
µαγλίκ’ : α. µεταξωτός επίδεσµος από το σαγόνι ως την κορφή της γυναικείας κεφαλής, β.
(σηµ. lias : το φορούσαν οι αρραβωνιασµένες της παλιάς Κοζάνης), γ. Προέλευση : από το
µάγουλο.
µαειργιό (του) : α. η κουζίνα του σπιτιού (συνήθως έξω από το σπίτι), β. το λαϊκό εστιατόριο,
γ. µαέριµα (του) = το µαγείρεµα, δ. µαΐρσα και µαέρσα (η) = 1. η µαγείρισσα, 2. µετ. η
καταφερτζού, 3. η τεχνίτρα και µερακλού.
µαϊντάν’ και µεϊντάν’ (του) : α. δηµόσιος χώρος, β. Φράση : «βγήκιν στου µαϊντάν’» =
πολιτεύεται, γ. Προέλευση : από το τουρκ. meydan, πηγή : ΑΠΘ.
µακάτ’ (του) : α. κεντηµένα εργόχειρα που στρώνονται διακοσµητικά στο τραπέζι, τα ερµάρια,
τους καναπέδες κτλ. β. (Ηλιαδ. : µακάτια = λευκά κεντητά «καρρέ» που έστρωναν επάνω στα
µακριά µαξιλάρια πάνω στα µιντιρλίκια* σε επαφή κολλητά στον τοίχο.
µάκους (ου) : α. υπνωτικό χορτάρι (lias : το έδιναν στα παιδιά για να κοιµηθούν), β. η
παπαρούνα, γ. µακουπότης (ου) = ο χασικλής, δ. Προέλευση : από το δωρ. µάκων>αττ.
µήκων, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 247, «µήκων η υπνοφόρος» = όπιο.
µαλάς (ου) : α. το µυστρί, β. εργαλείο για ανακάτεµα (λάσπης, ζύµης κτλ. – Δηµητράκος), γ.
µετ. ο ανακατωσούρας.
µαλλί (του) : α. το έριον, το µαλλί, β. µετ. το χρήµα σε µετρητά, γ. ως επιρ. = τίποτε, καθόλου,
(φράση : «µαλλί τα πάρς» = δραχµή δεν θα πάρεις), δ. µαλλίτκους (επίθ.) = ολόµαλλος, ε.
µαλλιώτου (του) = µάλλινη µπέρτα ή ζακέτα.
µάλτα (η) : α. χονδρό και ανθεκτικό ύφασµα, β. (lias : όπως αυτό των σηµερινών µπλού
τζήνς).
µαµαλίγκα (η) : α. είδος εδέσµατος (χυλός) µε καλαµποκίσιο αλεύρι και λίπος, β. δόλωµα για
ψάρεµα µε αλεύρι καλαµποκιού, γ. πολτός καλαµποκάλευρου.
µαν’ (επίρ.) : α. σάµπως β. µήπως, γ. λες και … δ. (Φράση : «µαν’ είµι ντβάρ’ κι δεν γυρνώ»).
µανάρ’ (του) : α. το αρνί που καλοταϊζόταν για το Πάσχα ή για εξαιρετικές περιπτώσεις, β. µετ.
το καλοµαθηµένο παιδί, γ. ο Βενιαµίν της οικογένειας, δ. το θρεφτάρι, ε. Προέλευση : από το
µάνα.
µάνγκας και µάγκας : (ου) : α. (lias : το σηµειώνω µόνο και µόνο για την ετοιµολογία που
άκουσα από τον Ζ.Κ : επί βασιλείας Όθωνος, το επίλεκτο σώµα της φρουράς του ονοµαζόταν
µάγιστερ κτλ. (αλλά δεν ήξερε να µου πει ποια είναι τα λοιπά) και τα αρχικά τους σχηµάτιζαν τη
λέξη M.A.G.A.S. και επέµενε ότι ήταν κάτι σαν τα σηµερινά, ΕΚΑΜίτης, Ζητάς, ΑλφαΜίτης κτλ.
β. Ο Δηµητράτος πάλι το επεξηγεί «κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821 ο άτακτος
στρατιώτης, γ. (στα τουρκ. manga = µικρό στρατιωτικό σώµα, πηγή : ΑΠΘ).
µανταλώνου (ρ.) : α. σφραγίζω την πόρτα εσωτερικά µε χοντρό καδρόνι ή σιδερένια ράβδο, β.
µάνταλου (του) = 1. το καδρόνι ή η σιδερένια βέργα της πόρτας, 2. ο σύρτης, γ. Προέλευση :
από το βυζ. µάνδαλον , πηγή : ΑΠΘ.
µαντάν’ (του) : α. µηχανισµός που κινείται µε τεχνητό καταρράκτη, για το πλύσιµο χοντρών
υφασµάτων, κλινοσκεπασµάτων κτλ., (δες και ντριστέλα*), β. Φράση «έφαγα ένα µαντάν’»=
έφαγα δυνατό ξυλοκόπηµα.
µαντέκα (η) : α. αλοιφή για τη στερέωση του µουστακιού, β. (ιταλ. manteca, πηγή : ΑΠΘ).
µαντζαφλάρ’ (του) : α. το ανταλλακτικό που δεν γνωρίζουµε ή έχουµε ξεχάσει την ονοµασία
του, β. το εξάρτηµα, γ. το µαραφέτι.
µαξούς (επίρ.) : α. σκόπιµα, β. επί τούτω, γ. επίτηδες, δ. Προέλευση : από το τουρκ. maksus,
πηγή : ΙΝΒΑ, σελ 256, ε. (Μαλούτας : µάξους από το τουρ. mahsus).
µάρκα (η) α. η τρικλοποδιά, β. (µετ.) = ο έξυπνος, γ. ο άνθρωπος που σηµειώνει την εξέλιξη
του σκορ κάποιας αναµέτρησης, δ. Προέλευση : ιταλ. marca, πηγή : ΑΠΘ.
µαρκάλα (η) προβατίνα που είναι στον καιρό της πλέον να γονιµοποιηθεί.
µαρκαλνώ (ρ.) : α. καλώ την προβατίνα να γυρίσει στο κοπάδι, β. οδηγώ δύο ζώα για να
γονιµοποιηθούν, να βατευτούν, γ. µαρκάλτσµα (του) = 1. ο ερωτικός βρυχηθµός του κριαριού
ή της προβατίνας, 2. το βάτεµα.
µαρµάγκα (η) : α. είδος δηλητηριώδους αράχνης, β. µετ. η τυράνια αλλά και το µεγάλο κακό,
γ. Φράση : «µ’ έφαγιν η µαρµάγκα» = έλιωσα στη δουλειά, παιδεύτηκα πάρα πολύ.
Μάρτς (ου) : α. ο Μάρτιος, β. µάρτς (ου) = ασπροκόκκινη µάλλινη κλωστή µε τρύπιο κέρµα
που βάζουν στα παιδιά σαν βέρα στο δάχτυλο ή βραχιόλι στο χέρι τις παραµονές του µήνα για
να µη τα µαυρίσει ο δυνατός µαρτιάτικος ήλιος, γ. "µάρτ’-µάρτ’-µαρτ’" (φράση) = το ξεγέλασµα
την 1η Μαρτίου και όχι την Πρωταπριλιά όπως γίνεται αλλού, γ. (Σηµ. lias = Ο Μάρτιος ήταν ο
πρώτος µήνας του Ρωµαϊκού έτους).
µάσα (η) : α. τραπέζι και φαγητό (ΑΡ), β. χαµηλό τραπέζι µπροστά στο τζάκι, γ. µάγκικη λέξη
της Νεοελληνικής που σηµαίνει φαγητό, δ. Προέλευση : από το αρχ. µάσησις, πηγή Π.Λ.Μπ.
µασάλια (τα) (lias : στον πληθ. γιατί πάντοτε ήταν πολλά) : α. οι σαχλαµάρες, β. οι διηγήσεις
µε υπερβολές, γ. τα παραµύθια, δ. τα ανέκδοτα, τα αστεία, ε. Προέλευση : από το αραβ. mesel
= ψέµα, πηγή : ΑΠΘ.
µασάτ’ (του) : α. στρόγγυλο ατσάλινο ακονιστήρι των χασάπηδων, β. µακρύ σκληρό σίδερο
για να ακονίζουν τις κόρδες οι βυρσοδέψες, γ. ( τουρκ. masat).
µασιά (η) : α. χοντρή λαβίδα για το πιάσιµο των αναµµένων κάρβουνων, (σηµ. lias : πιο
µεγάλη και πιο βαρά από το τσιµπίδι), β. Προέλευση : από το τουρκ. masa, πηγή : ΑΠΘ.
µασκαρέτα (η) : α. το επί πλέον κοµµάτι δέρµατος για ενίσχυση της µύτης του παπουτσιού, β.
η µάσκα.
µασούρ’ (του) : α. ο κύλινδρος, β. ποσότητα µαλλιού τυλιγµένη σε καλάµι ώστε να µπει στη
σαΐτα για τον αργαλειό ή την ραπτοµηχανή, γ. δεσµίδα µετρηµένων και ισόποσων νοµισµάτων
σε χαρτί, δ. Φράση : «έχ’ τρανό µασούρ’ αυτός!» = είναι πολύ πλούσιος.
µαστέλα (η) : α. πλατύς µεγάλος κουβάς ή σκάφη, (lias : προορίζονταν για το µούλιασµα των
στεγνών ή ξεραµένων αντικειµένων, όπως τα δέρµατα των βυρσοδεψών) γ. Προέλευση : από
το αρχαίο µαστός = ποτήρι, πηγή : ΑΠΘ.
µάστου (ρ. προστ.) : α. µάζεψε τα πράγµατά σου και φύγε, β. φύγε και άφησέ τα όπως είναι.
µατιούκου (η) : α. η Ματίνα, (= η Μαλαµατή, δες ονόµατα* στο τέλος), β. µετ. το τσίπουρο, γ.
µετ. το µπουκάλι µε το τσίπουρο που συνήθως έκρυβαν οι γυναίκες από τους άνδρες τους, γ.
(lias : οι Κουζιανιώτις πότες για να µη τους λένε µπεκρήδες κλπ. εφηύραν πάµπολλα όπως :
Βαλιντέ [ =βάλε ντε ] και Ματιούκου [πρόκειται για την Ματίνα που σερβίριζε στο κατάστηµά
της οινοπνευµατώδη σε φλιτζάνια τσαγιού στις παραµονές και την ηµέρα των εκλογών που
ίσχυε η ποτοαπαγόρευση]), δ. Προέλευση : από το αρχ. µυτώ = µεθώ, πηγή Π.Λ.Μπ.
µάτκα (η) : ξύλινο εργαλείο για το χτύπηµα του γάλακτος ώστε να βγει το βούτυρο, (σηµ.
lias : έµοιαζε µε κουπί).
µατσόλα (η) : α. ξύλινη βαριοπούλα, β. Προέλευση : από το ιταλ. mazzola, πηγή : ΑΠΘ.
µατσούκ’ (του) : α. χοντρό ραβδί, β. η γκλίτσα, γ. Φράση : «έφαγιν ένα µατσούκ’» = έφαγε
γερό ξύλο, δ. µατσκώνου (ρ.) = χτυπώ δυνατά µε το µατσούκ’, ε. Προέλευση : από το ιταλ.
mazzoca, πηγή : ΑΠΘ.
µατχιάζου (ρ.) : α. σηµαδεύω, β. έχω κάτι υπ’ όψιν µε σκοπό να το αποκτήσω, (φράση :
«µάτχιασα ένα φουστάν’!»), γ. βασκάνω, δ. µατιάζω.
µαχµούιζ’ς (επίθ.) : α. ο ύπουλος, β. µαχµούζ’ (του) = το πίσω νύχι του ποδιού του κόκορα
(πηγή : Χ.Χ.), γ. Προέλευση : από το τουρκ. mahmuz = σπιρούνι.
µεσάλα και µισάλα (η) : α. η ποδιά χωρίς επιστήθιο αλλά µε τσέπη που δένεται γύρω από τη
µέση, β. (Νιάνια : το ύφασµα που σκεπάζουν το ζυµάρι ή το ψωµί), γ. (Δηµητράκος =
τραπεζοµάνδηλον), δ. (σηµ. lias : έχω παρασυρθεί από κάποιον «γραµµατιζούµινου». Δες και
µισάλα* για σιγουριά).
µιντέρ’ (του) : α. χαµηλός καναπές µε στρώµα που εφάπτεται στο ντουβάρι, πλάι στο τζάκι,
που χρησίµευε και για κρεβάτι. Συνήθως εάν ήταν ξύλινος ήταν κενός, για να αποθηκεύονται
µέσα του τα κλινοσκεπάσµατα, β. (αραβ. minder, πηγή : ΑΠΘ), γ. (Παπασιώπης : σοφάς,
στρώµα).
µιντέρου (η) : α. υπερβολικά χοντρή γυναίκα, β. η χοντρή και αχαΐρευτη γυναίκα, γ. η
ανοικοκύρευτη γυναίκα (σηµ. lias : η ανοικοκύρευτη που κρύβει τα άπλυτα πίσω από το
µιντέρι).
µίξα (η) : α. οι βλέννες της µύτης, β. µίξαβους και µίξαρ’ς (επίθ.) = 1. µυξιάρικος, 2. άτοµο
που του τρέχουν οι µύτες, 3. µετ. ο άνθρωπος που θέλει να κάνει κάτι ενώ δεν µπορεί, ο
πιτσιρικάς, γ. µύξους = 1. το φλέγµα, 2. απαξιωτική φράση : «τα σι φτίσου µύξουν
παπτσίθκουν», δ. Προέλευση από το αρχ. µύξα, πηγή : ΑΠΘ.
µιρά (η) : α. η πλευρά, β. η µεριά, (φράση : «τηράει να κάµ’ τ’ µιρά τ’» = φροντίζει να
τακτοποιηθεί, γ. τα µιρά = τα πλευρά.
µισάλα : α. ο κεντρικός χώρος του σπιτιού, το xολ, β. (ΧΧ= ποδιά κλπ και µετά γράφει
µεσάλα).
µισάντρα (η) : α. ξύλινη ντουλάπα ιδίως για τα κλινοσκεπάσµατα, χωρίς ενδιάµεσο χώρισµα,
ώστε να επικοινωνεί µε δύο δωµάτια, β. ( Σιαµπανόπουλος : µέσα + άντρα ), γ. Προέλευση :
από το µέσον+άνδηρον = ύψωµα, πηγή : Π.Λ.Μπ. = ανάχω, δ. επίπεδος στέγη οικοδοµήµατος
(Δηµητράκος).
µισιά (η) : α. ο κεντρικός χώρος ενός σπιτιού, το χολ, β. ενδιάµεσος χώρος µεταξύ των
οντάδων.
µισιάζου (ρ.) : α. χωρίζω στη µέση ένα αντικείµενο, β. ελαττώνω κατά το ήµισυ κάτι, γ.
καταναλώνω το µισό (φαγητό, ποτό κτλ.), δ. στενεύω στη µέση ή στο µέσον, ε. µισιακός = ο
συνεταιρικός.
µισισιόλα : α. πηγή (Ζ. Κ.) και µιντζισιόλα (η) = κοµµάτι δέρµατος που βρίσκεται ενδιάµεσα
από τον πάτο και τη σόλα του παπουτσιού, γ. Προέλευση : από το ιταλ. mezza suole, πηγή :
ΑΠΘ .
µιτζίτ’ (του) : α. τούρκικο χρυσό ή ασηµένιο νόµισµα, β. Προέλευση : από το τουρκ. mecit,
πηγή : ΑΠΘ.
µνι (του) : α. το αιδοίον, β. µετ. ο παλιάνθρωπος, γ. Προέλευση : από το αρχ. ευνή = κρεβάτι,
γαµήλιο κρεβάτι, πηγή : ΑΠΘ.
µουλουχτός (επίθ.) : α. ο ύπουλος, β. αυτός που δεν γίνεται αντιληπτός, γ. αυτός που ενεργεί
παρασκηνιακά.
µουνίκακας (ου) : α. ο ροµαντικός, β. ειρων. ο αφηρηµένος από έρωτα, γ. αυτός που ενώ
προσπαθεί δεν έχει ερωτικές επιτυχίες.
µουρός (επίθ.) : α. (Β. Φόρης : δεν υπάρχει τέτοια λέξη στην κοζιανιώτικη διάλεκτο ), β. στο
Βελβενδό εννοούν τον χαζό, τον βλάκα (lias : προσωπικό άκουσµα).
µουρσιώνου (ρ.) : α. χτυπώ και τραυµατίζω κάποιον στη µύτη γεµίζοντάς τον µε αίµατα, β.
µούρσιουµα (του) = η αιµορραγία της µύτης, γ. µουρσιώνουµι (ρ.) = µατώνωµαι στο
πρόσωπο (στη µούρη).
µουταφτσής (ου) : α. ο ράφτης χοντρών υφασµάτων από γίδινη τρίχα (π.χ. υποστρωµάτων
σαµαριών, ταγαριών κτλ., β. µουταφτσίθκου (του) = το εργαστήρι του µουταφτσή, δ. δες και
ζανάτχια* στο παράρτηµα.
µουτλιάγκας (επίθ.) α. αυτός που δεν µπορείς να καταλάβεις τι λέει ή τι θέλει να πει, β. ο
αδρανής τύπος, γ. αυτός που δεν µιλάει για τον εαυτό του (όταν χρειάζεται), αλλά είναι πολύ
εργατικός, δ. (Χ.Χ. = ακοινώνητος).
µουτσιαλνώ (ρ.) =. µασουλώ την τροφή χωρίς να την καταπιώ, β. µετ. µπερδεύω ή µασώ τα
λόγια µου, γ. (σηµ. lias : παλαιότερα που δεν υπήρχαν µπλέντερ κτλ. οι µαµάδες µασουλούσαν
τις σκληρές τροφές ώστε να πολτοποιηθούν για να µπορέσει να τις φάει το βρέφος ή το µωρό).
µουτφός : α. ο συνεσταλµένος, β. ο ικανός άνθρωπος που δεν τον υπολογίζεις για τις
δυνατότητές του, γ. η σιγανοπαπαδιά, δ. (Γκίνας : ο αµίλητος και ύπουλος άνθρωπος).
µπαζντραβίτσα (η) : α. καλοήθες δερµατικό εξόγκωµα που µοιάζει µε κρεατοελιά αλλά είναι
σγουρή, σαν κολλιτσίδα, β. η µυρµηγκιά.
µπαϊάτκους (επίθ.) : α. ο παλιωµένος, β. ο ξεπερασµένος, γ. Φράση : «µπαϊάτκου λείψανου»
= βρισιά, δ. Προέλευση : από το τουρκ. bayat, πηγή : ΑΠΘ.
µπάκα (η) : α. η φουσκωµένη κοιλιά, β. Προέλευση : από το αλβ. baka, πηγή : ΑΠΘ.
µπακιά (επίρρ.) : α. µεθεορτίως, β. 40ήµερο µετά τη γιορτή που δέχονταν επισκέψεις για την
ονοµαστική γιορτή.
µπακούρ’ (του) : α. µετ. ο εργένης, ο ανύπαντρος, (lias : γιατί ο χαλκός πρασινίζει εύκολα),
β. Φράση : «απόµνιν µπακούρ’» = έµεινε ανύπαντρος.
µπακράτσ’ (του) : α. χάλκινο µικρό δοχείο νερού µε στρόγγυλο χερούλι (όχι µε λαβή), β.
µπακράτσας (επίθ.) = 1. ο ανήµπορος, 2. ο δυσκίνητος, γ. µπακρατσούλ’ (του) = το µικρό
µπακράτσ’, δ. Φράσεις : «πάει ου µπακράτσας στα Γιαντσά, κ’ ίφιριν µήλα παρδαλά» = λόγω της
ανηµπορίας του τα έφερε όλα σάπια, "του βαρέν’ του µπακράτσ’" = είναι πόρνη ή κίναιδος.
µπαλένα (η) : α. έλασµα για τη σταθεροποίηση του γιακά, β. (Δηµητράκος : από το µπαλαίνα =
φάλαινα).
µπάµπαλου (του) : α. µικρό µόριο κάποιας ύλης, β. το µικρό σκουπίδι, γ. (Νιάνια : µπάµπαλα
= κόκκοι άµµου ή χαλίκια).
µπαµπίτσα (η) : α. µικρή µπάρα*, β. λεκές από κατούρηµα ή ρεύση στο στρώµα, γ.
(Μαλούτας : η έκταση στο χώµα που καταλαµβάνει το κάτουρο).
µπάρα (η) : α. λακκούβα γεµάτη µε νερά, β. Προέλευση : από το σλαβ. bara, πηγή : ΑΠΘ.
µπάριµ’ (επίρ.) : α. τουλάχιστον, β. µήπως και..., γ. Προέλευση : από το τουρκ. bari, barim,
πηγή : ΑΠΘ.
µπάσ’ (του) : α. το τσίπουρο που εξάγεται στο αρχικό στάδιο της απόσταξης και είναι υψηλών
βαθµών, β. (ως επίρ.) = 1. εντελώς, 2. τελείως, (φράσεις : «µπάσ’ σιούρδους» = βέρος
Κοζανιώτης, «µπάσ’ παλιόπτανα» = γνήσια µαντάµα (πόρνη).
µπάτζιους (ου) : α. είδος άπαχου, αλµυρού και σκληρού είδος τυριού κατωτέρας ποιότητος,
(κατά το παρελθόν), γευστικότατο και περιζήτητο είδος τυριού σήµερα, β. µπατζιόσταµνα (η)
= µετ. ο πολύ ανόητος άνθρωπος, γ. (lias : κάποιο παλιό τυροκόµο απ’ τον οποίο
προµηθευόταν ο πατέρας τα τυριά του µαγαζιού µας, τον αποκαλούσαν µπατζιό επειδή (µου
εξηγήθηκε) ήταν πολύ καλός τεχνίτης στα σκληρά τυριά, [µπάτζιο, κεφαλοτύρι κλπ.]).
µπάτσκα (η) : παιδικό παιχνίδι που παιζόταν µε ραβδί (κλούτσα) και οπλές ή πέταλα ζώων,
(σηµ. lias : κάτι σαν το µοντέρνο χόκεϊ).
µπαχτιαβά (επίρ.) : α. η δωρεάν προσφορά κάποιου είδους, β. χωρίς λόγο, στα καλά
καθούµενα, γ. Προέλευση : από το τουρκ. bedava, πηγή : ΑΠΘ.
µπέξάιτ (ου) : α. ο κίναιδος, β. Προέλευση : από το αγγλ. back side, πηγή : open20h.
µπιντέµια (τα) : οι δαντέλες σε µεταξωτό πανί για το στόλισµα των µανικιών, του ποδόγυρου
κτλ.
µπίρ : α. τούρκικη λέξει που σηµαίνει πλήθος από κάτι (µεγάλος, πολύς, τρανός κτλ.), β.
Φράσεις : «µπίρ Αλλάχ», «µπίρ ντουνιά» κτλ.
µπιρέκ (του) : (Α.Ρ.) προφανώς εννοεί το µπουρεκάκι, το τρίγωνο τυροπιτάκι µε ούρδα (?).
µπιρικέτ’ (του) : α. η πλούσια σοδιά, β. όσα έδωσε ο Θεός, γ. µετ. µου φτάνει και αυτό, δ.
Προέλευση : από το τουρκ. bereket, πηγή: ΑΠΘ.
µπιρσίµ’ (του) : α. µεταξωτή κλωστή, β. Προέλευση : από το τουρκ. ibrisim, πηγή : ΑΠΘ.
µπισίκ’ (του) : α. το λίκνο, το κρεβατάκι του µωρού, β. ειρων. ο χτεσινός, το µικρό παιδάκι, γ.
Προέλευση : από το τουρκ. besik,, πηγή : ΑΠΘ.
µπίσκις (οι) (lias : πάντα στον πληθ.) : α. τα κότσια των ποδιών, β. το παιδικό παιχνίδι, γ. οι
πατούσες, δ. (Παπασιώπης : οπλές ζώων χρησιµοποιούµενες στα παιχνίδια), ε. Φράση : «µι
βγήκαν οι µπίσκις» = ξεθεώθηκα στο περπάτηµα, στ. δες και µπάτσκα*.
µπίτσιν (ρ.) : α. τελείωσε, β. Προέλευση : από το τουρκ. biter = τέλος, πηγή : ΑΠΘ.
µπλάνα (η) : α. µεγάλη πλάκα (π.χ. τυριού, επίπεδης πέτρας κτλ.), β. µεγάλο κοµµάτι
φαγώσιµου, γ. το παραλληλεπίπεδο αντικείµενο.
µπόλια (η) : α. η σκέπη των σπλάχνων των αµνοεριφίων, το περιτόναιο, β. λεπτό γυναικείο
µαντήλι.
µπόντους (ου) : α. το κεντρί, β. µεταφ. ο δηκτικός άνθρωπος, γ. η µεταλλική µυτερή άκρη της
βουκέντρας (ξυάλης), µπουντώνου (ρ.) = κεντρίζω, τσιµπώ, ε. µπουντόσα (η) = είδος
χοντρής µέλισσας ή σφήκας, στ. Προέλευση: από το ελληνστ. εµβόλιον , πηγή : Π.Λ.Μπ.
µπουγάζ’ (του) : α. το ρεύµα αέρος που φυσάει στα στενά δροµάκια, β. στενό πέρασµα
ανάµεσα σε δύο βουνά, γ. ( τουρκ. bogaz, πηγή : ΑΠΘ ).
µπουγάτσια (η) : α. µεγάλο ψωµί που ψηνόταν σε στρόγγυλο ταψί (φόρµα) για ιδιαίτερες
στιγµές και γι αυτό το φρόντιζαν και το στόλιζαν ιδιαίτερα, β. το ψωµί του γάµου, στολισµένο
µε διάφορες παραστάσεις (Σιαµπανόπουλος σ. 334).
µπούζ’ (επιθ. προσδ.) : α. το µεγάλο κρύο, β. κάτι που είναι πολύ παγωµένο (π.χ. καρπούζι),
γ. Φράση : [ι]«όι µπούζ’ σήµιρα!»[/ι] = σήµερα έχει ασυνήθιστο κρύο.
µπουµπάρ’ (του) : α. το φαγητό που γίνεται µε κοιλιά µοσχαριού γεµιστή µε κιµά πάλι από
κοιλιά και διάφορα µυρωδικά (σηµ. lias : δες Κοζανίτικες συνταγές στο giapraki.com), β. (σηµ
lias : το φαγητό µε κοιλιά αρνιών λέγεται κλιές ή κιλίτσις), γ. (τουρκ. bumbar, πηγή : ΑΠΘ.).
µπουµπούκα (η) : α. µικρό στρόγγυλο ψωµάκι (που περίσσευε από τη ζύµη του ψωµιού), κάτι
σαν τα σηµερινά ψωµάκια των χάµπουργκερς, β. µετ. το παχουλό ροδοκόκκινο κοριτσάκι.
µπουµπούντζµα (του) : α. ο ήχος της βροντής, β. ο ήχος της δυνατής φωτιάς στη σόµπα ή στο
τζάκι, γ. το δυνατό χτύπηµα γροθιάς, δ. µετ. το αναψοκοκκίνισµα του προσώπου από θυµό, ε.
µπο υ µπο υ ντστα ρ ό ς (ο υ) = η αστραπο βρο ν τή, στ. µπο υ µπο υ νί ζο υ (ρ.) = 1.
αναψοκοκκινίζω, 2. γρονθοκοπώ, ζ. µπουµπουντζµένους (επίθ.) = 1. ο έξαλλος, 2. ο
αναψοκοκκινισµένος.
µπούντα (η) : α. µακρύ γυναικείο επανωφόρι µε γούνα γύρω – γύρω, β. εξάνθηµα στο
πρόσωπο.
µπουντάκ’ : α. ο κόµπος στο κοµµένο σηµείο της ένωσης του κλαδιού µε τον κυρίως κορµό,
β. το σκληρό εξόγκωµα στο δέρµα, γ. ο ρόζος, δ. συνών. φουλτάκ’*.
µπουντουβέζα (η) α. κορδέλα µε κορδόνι και φούντα στην άκρη για το στερέωµα της κάλτσας
ή της χολέβας, β. δες Κουζιανιώτκια φουρισιά*.
µπουντουρλής (ου) : α. µεγάλο καφέ έντοµο που τριγυρίζει γύρω από την αναµµένη λάµπα,
β. µετ. ο µπουνταλάς, γ. µετ. ο αφελής.
µπουρανί (του) : φαγητό, σπανακόρυζο στο φούρνο, β. Προέλευση : από το τουρ. burani,
πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256, γ. δες Κοζανιώτικες Συνταγές στο giapraki.com.
µπουρέκ’ (του) : α. είδος γλυκίσµατος, β. γλυκιά πίτα µε σπασµένο ρύζι και κανέλα, γ. είδος
τρίγωνης τυρόπιτας, δ. µπουρικάκ’ (του) =ατοµική µερίδα του γλυκίσµατος, δ. Προέλευση :
από το τουρκ. burek, πηγή : ΑΠΘ.
µπουρί (του) : α. λαµαρινένιος κύλινδρος για την έξοδο του καπνού, β. Φράση : «τα τίναξις τα
µπουριά σ’;» = εκσπερµάτισες;, γ. Προέλευση : από το τουρκ. boru = σωλήνας, βούκινο,
πηγή : ΑΠΘ.
µπουρµάς (ου) : α. η µεταλλική βάση της γκαζόλαµπας που έχει το φυτίλι και εκεί στερεώνεται
το λαµπογιάλι, β. µετ. ο κατσούφης, ο σκυθρωπός.
µπουρνότ’ (του) : (lias : το βρήκα στη φράση «Ρούφσι ταµπάκου ή µπουρνότ’»). α. (Τσότσος :
µπουρνότας = φουσκωτός, µε φουσκωτά µάγουλα, ο φούσκας).
µπουρντάµισουν (επίρ.) : α. ειρων. καλώς όρισες, β. ήρθες; (ειρωνική ερώτηση για κάποιον
ανεπιθύµητο), γ. ειρων. εδώ είσαι; δ. αντίθετο του γκέλµπουρντά*, ε. Προέλευση : από το
τουρκ. burdamisin.
µπουρώ (ρ.) : α. µπορώ, β. στη φράση : «δεν µπουρώ» σηµαίνει είµαι αδιάθετος.
µπούφους (ου) : α. νυκτόβιο πουλί που µοιάζει µε την κουκουβάγια αλλά είναι πολύ
µεγαλύτερος, β. ειρων. ο βλάκας γ. ειρων. ο καθυστερηµένος, δ. Προέλευση : από το ιταλ.
bufo, πηγή : ΑΠΘ.
µπουχάρ’ (του) : α. η προεξοχή πάνω από το τζάκι που χρησίµευε και σαν ράφι, β.
(στολίζονταν µε µπουχαρί = στενόµακρο κέντηµα).
µπουχτσιάς (ου) : α. µεγάλο τετράγωνο πανί για περιτύλιγµα ή και µεταφορά πραγµάτων, β.
τετράγωνο σκούρο µαντήλι, γ. δέµα τροφίµων ή ρουχισµού τυλιγµένο µε πάνινη πετσέτα, δ.
µπουχτσιαλίκ (του) = πανί για ένα δύο πουκάµισα ή και για εσώβρακο (Ηλιαδέλης – «χαρά»),
ε. Προέλευση : από το τουρκ. bokca και bohca, πηγή : ΑΠΘ.).
µπράτιµους (ου) : α. ο νεαρός φίλος ή συγγενής, του γαµπρού ή της νύφης, που βοηθάει στο
γάµο, β. Προέλευση : από το βουλγ. brat, πηγή ΙΝΒΑ, σελ. 255.
µπρέ (επιφ.) : βρέ.
µπρόκουλας (ου) : α. το τελευταίο αυγό που γεννάει η κότα, β. (σηµ. lias : είναι πολύ µεγάλο
και µατώνει την κότα, µε αποτέλεσµα να την τσιµπούν οι υπόλοιπες κότες και, συνήθως,
ψοφάει).
µπυράλ (του) : α. αναψυκτικό, είδος βυσσινάδας, µε άφθονο αφρό όµοιο µε της µπύρας, απ’
όπου και η ονοµασία του, β. (σηµ. lias : προφανέστατα δεν είναι Κουζιανιώτκου. Αλλά ποιος να
θυµάται πλέον το µπυράλ; Κι όµως ήταν η coca cola της παλιάς εποχής).
µσιουκάρκια (η) : α. ποσότητα µισής οκάς, β. ορειχάλκινο δοχείο ή κύπελλο για τη µέτρηση
υγρών που ζύγιζαν µισή οκά, (σηµ. lias : τα κύπελλα αυτά ήταν διαφορετικά για το κρασί, το
γάλα, το πετρέλαιο κτλ. λόγω του διαφορετικού ειδικού βάρους).
µύτους (ου) : α. η κλωτσιά ή το κλώτσηµα µε τη µύτη του παπουτσιού, β. µύτ’ (η) = εξόγκωµα
µε οξεία γωνία.
µ’χάν’ : α. η µηχανή, το µηχάνηµα, (φράση : (ΑΡ) : «…τα τσιούγκα τς τώρα πάιναν σαν του
µ’χάν’»), β. το φυσερό του σιδερά.
νάχτ’ (του) : α. το χρηµατικό ποσόν της προίκας, β. ( lias : Ετοιµολογία : για νά ’χετε ).
νέισσα (ρ.) : α. αόριστος από το νοώ (Ζ.Κ.), β. έχω το νου µου, γ. κατάλαβα, δ. δεν πειράζει.
Νιάηµιρους (ου) : α. ο χώρος στη βόρεια είσοδο της Κοζάνης, β. η εµποροπανήγυρη που
κρατάει εννιά ηµέρες και αποκορυφώνεται την πρώτη Τρίτη του Οκτωβρίου (σηµ. lias : κατόπιν
άρχιζε ο τρύγος στην Κοζάνη), γ. µετ. ανακατεµένα αντικείµενα.
νίβουµι (ρ.) : α. πλένω τα χέρια ή το πρόσωπο, β. Προέλευση : από το αρχαίο νίζω, πηγή :
ΑΠΘ.
νινέ : α. η µάνα της µητέρας µου, η γιαγιά, β. (lias : τη µάνα του πατέρα την έλεγαν µάλι*), γ.
(κάποιος αποκαλούσε τον †Παπα-Ξυλοφόρο Νινέ. Γιατί;).
νιρουφαϊά (η) : το αυλάκι που σχηµατίστηκε από το πέρασµα του νερού της βροχής.
νισάφ’ (επιφ.) : α. έλεος, β. αµάν φτάνει πια, γ. Προέλευση : από το αραβ. nisaf =
µετριοπάθεια, πηγή : ΑΠΘ.
νουβουρός και ουβουρός (ου) : α. η αυλή, β. ο περιφραγµένος αύλειος χώρος του σπιτιού,
γ. (Παπασιώπης : οβορός, αυλή).
νούλα (επίθ.) : α. άχρηστος, β. µηδενικό, (lias : στα σέρβικα νούλα σηµαίνει µηδέν).
νουµάδις (οι) : α. πλατιές επίπεδες µικρές πέτρες, οι αµάδες, β. νουµάς (ου) = 1. η µεγάλη
µπίλια που τοποθετούνταν στην αρχή της σειράς όταν παιζόταν παιχνίδι µε βώλους, 2. κότσι
γεµισµένο µε µολύβι για το αντίστοιχο παιχνίδι.
Νούµτα (η) : α. η Ναούµα (τύπος της παλιάς Κοζάνης), β. µετ. νούµτα (επίθ.) : ο χαζός, -η
(προέλευση του β. : στην παλιά Κοζάνη ζούσε κάποια ζητιάνα, από τα Καραϊάνια [Καλαµιά,
Ανθότοπος κτλ.] που ονοµαζόταν Ναούµα και ήταν χαζή και τσεβδή, [φράση : «ιού Νούµτα απ’
τα Καραϊάνια» = είσαι παλαβός]).
νουντάς και ουντάς (ου) : α. το δωµάτιο, β. Προέλευση : από το αρχαίο ον >όντας> όντα,
πηγή : ΑΠΘ., γ. Προέλευση : από το τούρκ. oda, πηγή : Ντίνας, δ. νουντόπλου (του) = µικρό
δωµατιάκι που χρησίµευε ως αποθήκη, το κελάρι, ε. (σηµ. lias : Άιντι, άιιιντιιιι…. όλα τούρκικα
και κουτσοβλάχικα τάκανε … Δεν ήξερε, δεν ρώταγε;).
νταβάν’ (του) : α. η χοντρή µύγα που τσιµπάει τα ζώα, β. η αλογόµυγα, γ. το έντοµο οίστρος
(Δηµητράκος) δ. Προέλευση : από το λατιν. tabanus, πηγή : ΑΠΘ.
νταβάς (ου) : α. ο ταβάς*, β. Προέλευση : από το βυζ. ταβλίς = τάβλα (επίπεδο στρόγγυλο
ξύλο), πηγή : Π.Λ.Μπ.
ντανιά (η) : α. η στοίβα, β. η περιουσία (lias : γιατί ο πλούσιος είχε στοίβα τις λίρες), γ. η
στήλη, δ. ντανιασµένους (επίθ.) ο οικονοµηµένος.
ντάρ’ (του) : α. ενοχλητικός και υπόκωφος ήχος, β. Φράση (ειρων.) = «ντάρ, ντάρ, ντάρ!» =
λεγόταν από τα παιδιά στις γριές που ενοχλούνταν από τη φασαρία του παιχνιδιού και τα
έδιωχναν µακριά.
ντάρα (η) : α. ο ενοχλητικός, ο ανεπιθύµητος άνθρωπος, β. µετ. ο ανήθικος (το απόβρασµα
της κοινωνίας), γ. τα κατακάθια, δ. το απόβαρο, η τάρα ενός αντικειµένου, ε. Προέλευση : από
το ιταλ. tara, πηγή : ΑΠΘ.
νταρτµάς (ου) : α. γυναικείο µαντήλι της κεφαλής, β. (lias : οι γυναίκες τύλιγαν τα µαλλιά και
µε τη γωνιακή άκρη του σκέπαζαν τις κοτσίδες).
ντέγκ’ (του) : α. το φορτίο, β. η µισή µεριά του φορτίου ενός υποζυγίου, γ. το δέµα, (καπνών
συνήθως), δ. το βάρος ενός στατήρα = 44 οκάδες (Μαλούτας).
ντέισα (ρ.) : α. έµπλεξα, β. βρήκα το µπελά µου, γ. Φράση : «να µη ντέισς» = µη µπλέξεις), δ.
ντέσιµου (του) = 1. ο κακός µπελάς, 2. το άσχηµο µπλέξιµο σε κάποια υπόθεση, 3. το κακό
συναπάντεµα.
ντεµέκ’ (επίρ.) : α. δήθεν, β. τάχα, (φράση : «ντεµέκ’ µαγκιά»), γ. (Μαλούτας από το τουρκ.
demek = δηλαδή, λοιπόν, ώστε. Στα Κοζ. η ερώτησις ήτο: «ντεµέκ’ι τα παέντς σν’ αγορά;»).
ντιγκιντόγκας (ου) : α. ο θηλυπρεπής, β. Προέλευση : από τον ήχο ντίγκ – ντόνγκ, επειδή
κουνιέται σαν το γλωσσίδι της καµπάνας για να προκαλεί, πηγή : ΑΠΘ.
ντιζγκιρά (η) : α. καφασωτή κατασκευή µε ξύλινες λαβές για τη µεταφορά λάσπης, άµµου κτλ.
β. το πρόχειρο φέρετρο, γ. ξύλινο φορείο για µεταφορά οικοδοµικών υλικών.
ντιρέκ’ (του) : α. µακρύ και χοντρό καδρόνι που κρατάει το κέντρο της σκεπής, β. ο
στυλοβάτης, γ. µετ. ο ψηλός και λεπτός άνδρας, δ. Προέλευση : από το τουρκ. direk =κολώνα,
κατάρτι, πηγή : ΑΠΘ.
ντόνας (ου) : α. ο Αντώνης, β. µακρύ σίδερο για την ασφάλιση των γκλαβανών* ή της πόρτας
από µέσα, γ. (ίσως από το επίθετο του σιδερά Ντώνα, πηγή : Χ.Χ.).
ντού (του) : α. προσπάθεια προς επιτυχία, β. εµπρός !!!, γ. συνώνυµο του «Αέρα», δ. Φράση :
«άντι να κάµουµι ιένα ντού να σώνουµι...», ε. διώχνω, αποπέµπω κάποιον (φράση : «ντού! ου
λύκους!»), στ. ακόµα, σε φράση, σηµαίνει διάφορα : εισβάλω, αρπάζω, ακόµα και κλέβω,
(φράση : «ιέκαµαν ντού τα καρακόλια» = έκανε έφοδο η αστυνοµία).
ντουγρού (επίρ.) : α. στα ίσια, β. κατ’ ευθείαν, γ. Προέλευση : από το τουρκ. dogru, πηγή :
ΑΠΘ.
ντουλάπ’ (του) : α. εντοιχισµένο είδος επίπλου µε πόρτα για την τοποθέτηση διαφόρων
αντικειµένων, β. ο µπουφές, γ. το καβουρντιστήρι του καφέ, δ. σύνεργο για την παρασκευή
ποπ κόρν από καλαµποκόσπορο, ε. Προέλευση : από το τουρκ. dolap, πηγή : ΑΠΘ.
ντουµάν’ (του) : α. ο πολύς καπνός στην ατµόσφαιρα κάποιου χώρου ή στην ατµόσφαιρα, β.
ντουµανιάζου = βάζω δυνατή φωτιά στη σόµπα ή το τζάκι.
ντουµπέκ’ (του) : α. πέτρινο γουδί για την κονιορτοποίηση διάφορων καρπών (καφέ,
ρεβιθιού, σιταριού κτλ.), γ. ντουµπέκια (τα) = η καταρρακτώδης βροχή, (φράση : «ρίχν’
τουµπέκια» = ρίχνει δυνατή βροχή [προφανώς από τη σφοδρότητα του χτυπήµατος στο γουδί])
δ. ντουµπεκί και τουµπεκί = ο ψιλοκοµµένος καπνός για τον ναργιλέ.
ντουρής (του) : α. το κόκκινο άλογο, β. (σηµ. lias : στολίζονταν για το γάµο), γ. Φράση :
«τουν ιέχου στουν ντουρή καβάλα!» = τον περιποιούµαι εξαιρετικά.
ντουρµαρλίκ’ (του) : φαγητό µε φρούτα, ρύζι και κοµµατάκια κολοκύθας (είδος σούπας όπως
σχεδόν το ξιαφ´*).
ντουρντούκ’ (του) : α. γενικά η κάθε έξοδος από το σπίτι µε σκοπό τη διασκέδαση, την
καλοπέραση, β. το σεργιάνι, η εκδροµή, το ταξίδι κτλ. γ. το άσκοπο γύρισµα στο δρόµο, δ.
ντουρντούκας (επίθ.) = ο σεργιανατζής.
ντουρός (ου) : α. το σηµάδι , το ίχνος, β. Φράση : «τουν λύκου τουν βλέπουµε του ντουρό
κοιτούµι!». γ. η κοινωνική προσαρµογή του ατόµου.
ντουσµές : …;….. ( Προέλευση : από το τουρ. duceme, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256 ).
ντραγατσίκα (η) : το σακούλι από δέρµα όπου τοποθετούνταν το φαΐ του βοσκού για να µη
βρέχεται.
ντραµατζάνα (η) : α. µεγάλο γυάλινο µπουκάλι, χωρητικότητας πέντε (5) οκάδων για την
µέτρηση ή µεταφορά κρασιών, (συνήθως «πλεγµένο» µε ξερό χορτάρι για να µη σπάει), β. δες
και παπαµανόλτς*, γ. Προέλευση : από το ιταλ. damigiana<γαλλ. dame-Jeanne = κυρία
Ιωάννα (περιπαιχτικά), πηγή : ΑΠΘ.
ντριστέλα (η) : α. η νεροτριβή, β. (σηµ. lias : κατασκευή µε την οποία έπεφτε το νερό από
ψηλά µε πίεση σε πέτρινη γούρνα και πλένονταν ή επεξεργάζονταν τα χοντρά µάλλινα
αντικείµενα).
νυχτέρ’ (του) : η βραδινή, χειµωνιάτικη συνάθροιση γυναικών για διασκέδαση και συγχρόνως
ετοιµασία της προίκας κτλ.
ξάι (του) : α. η αµοιβή του µυλωνά για το άλεσµα που ήταν ίση µε το 1/20 του παραγόµενου
αλευριού, (Πηγή : Σιαµπανόπουλος, σελ. 97). β. τα υπολείµµατα του ζυµαριού στη σκάφη.
ξαµώνου (ρ.) : α. αγγίζω µε πονηρό σκοπό, β. πλησιάζω για να πιάσω κάτι, γ. πιάνω, δ.
Προέλευση : από το λατ. examinare = εξέταση, πηγή : ΑΠΘ.
ξανάχουµα (του) : η επαναταφή του λειψάνου γιατί δεν έλειωσε, β. ( lias : κακός οιωνός).
ξ’γκ’ (του) : α. το λίπος των ζώων, β. το στέαρ των αρχαίων, γ. Προέλευση : από το λατ.
axungia, πηγή : ΑΠΘ.
ξέβγαλµα (του) : α. το ξέπλυµα των ρούχων, β. µετ. το βίαιο µπάσιµο στη ζωή και ιδίως
πονηρά, γ. ξιβγάζου (ρ.) = συνοδεύω και αποχαιρετώ τον επισκέπτη ως την εξώπορτα, δ.
ξιβγάνου (ρ.) = ξεπλένω, ε. ξιβγαίνου (ρ.) = 1. δεν έχω πλέον υποχρέωση σε κάποιον, 2.
αναµετρώµαι, στ. ξιβγαλµένους (επίθ.) = 1. ο πεπειραµένος (ιδίως ερωτικά ), 2. ο
ξεπεταγµένος.
ξιακρίζου (ρ.) : α. αποταµιεύω, β. βάζω κάτι περιττό στην άκρη, γ. καθαρίζω τα υπολείµµατα
από τις άκρες (ζυµαριού, λάσπης, σιροπιού κτλ.).
ξιαλµίρσµα και ξιαρµίρζµα (του) : α. η αφαίρεση του αλατιού από φαγώσιµο, β. βάζω κάτι
φαγώσιµο στο νερό για να φύγει η αλµύρα και να γίνει βρώσιµο.
ξιαλόντσµα (του) : α. το τέλος του αλωνίσµατος και η καθαριότητα του αλωνιού, β. µετ. η
παταγώδης αποτυχία, γ. µετ. η αχρήστευση, δ. Φράση : «ίιιι… τουν ξιαλόντσα αυτόν» = τον
κατατρόπωσα.
ξιαντρόπιασµα (του) : η διατήρηση, εξασφάλιση ή αποκατάσταση της καλής φήµης (ιδίως της
νοικοκυράς) σε περίπτωση αναπάντεχης επίσκεψης.
ξιαπουµένου (ρ.) : α. ξεχνιέµαι µόνος µου κάπου, β. αποµένω στο ράφι (για το
γεροντοπαλίκαρο – γεροντοκόρη), γ. ξεµένω (από χρήµα, παρέες, τσιγάρα κτλ.).
ξιαπουχτώ : (ρ.) : α. χάνω κάτι οικείο, β. χάνω κάποιον δικό µου από θάνατο.
ξιαραδγιάζου (ρ.) : α. ξεπερνώ κάποιον, β. παίρνω τη σειρά κάποιου άλλου, γ. (σηµ. lias :
στις µεγάλες οικογένειες παντρεύονταν τα παιδιά κατά σειρά ηλικίας, δεν επιτρεπόταν να
ξιαραδγιαστεί ο µεγαλύτερος –η).
ξιαραθύµσα (ρ.) : α. θυµήθηκα κάτι και το πεθύµησα (να το δω, να το φάω, να το ακούσω
κτλ.), β. ξαναθυµήθηκα, γ. αναλογίστηκα.
ξιαρίζου (ρ.) : α. φτυαρίζω για να καθαρίσει ο χώρος από χιόνια, µπάζα κλπ. β. πετώ τον αφρό
του κρέατος που βράζει, γ. ισοπεδώνω µε φτυάρι, δ. καθαρίζω τα υπόλοιπα των µπαζών ή της
λάσπης.
ξιαφρίζου (ρ.) : α. καθαρίζω τον ακάθαρτο αφρό (σιροπιού, κρέατος, λίπους κλπ.) από κάποιο
δοχείο φαγητού που βράζει, β. µετ. κλέβω, γ. σταµατώ το άφρισµα του φαγητού που βράζει για
να µη χυθεί.
ξιγκιλνώ (ρ.) : α. τραβώ δυνατά από τα πόδια η τα φτερά για να κοµµατιάσω κάποιο σφάγιο
(κοτόπουλο, αρνάκι κτλ.), β. εξαρθρώνω, γ. τεντώνω πόδια ή χέρια υπερβολικά (φράση : «µη
ξιγκιλνιέσι τόσου…»).
ξιγλιντώ (ρ.) : α. διασκεδάζω κάποιον κάνοντάς τον να περάσει ευχάριστα, β. περνώ την ώρα
µου όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα.
ξικαπνιστίρ’ (του) : α. µπλεγµένα σύρµατα µαζί µε πατσαβούρες για το καθάρισµα της καπνιάς
από το τζάκι ως την καµινάδα, β. ειρων. η υπερβολικά µακιγιαρισµένη ή στολισµένη γυναίκα.
ξικλέβου (ρ.). εξοικονοµώ λίγο χρόνο ή κάποια χρήµατα για να τα διαθέσω αλλού, β. µετ.
ξεφεύγω.
ξικουκαλνώ (ρ.) : α. αφαιρώ τη σάρκα από τα κόκαλα του σφαγίου, β. ξεκοκαλίζω, γ. µετ.
ανακρίνω, δ. µετ. µελετώ προσεκτικά κάποιο βιβλίο.
ξικουκούµ’ (σηµ. lias : οι ανύπαντρες κοπέλες είχαν τα µαλλιά τους ριχτά ή πλεξούδα. Και
όταν αρραβωνιαζόταν τα χώριζαν στα δύο και έκαµαν δεξιά και αριστερά του κεφαλιού τους
από ένα κούκουν*. Όταν παντρεύονταν τους δύο «κούκους» τους έκαναν ένα (στο πίσω µέρος
του κεφαλιού). Αν τύχαινε να χωρίσει κάποια γυναίκα, οι υπόλοιπες γυναίκες έλεγαν «αυτήν
είνι ξικουκούµ’» που ήταν κάπως υποτιµητικό, διότι έκοβε τον κούκου και ξανάφηνε τα µαλλιά
της στους ώµους.
ξικώ (ρ.) : α. σχίζω µε τα χέρια πανί ή χαρτί, β. µετ. κατατροπώνω τον αντίπαλό µου (στο τάβλι,
το ποδόσφαιρο κτλ.), γ. Φράση : «του ξέκσιν του χουσµέτ’» = απέτυχε.
ξιλάκσµα (του) : α. το σκάλισµα γύρω από τον κορµό του φυτού για να καθαριστεί, β.
ξιλακίζου (ρ.) = ανοίγω λάκκο γύρω από το κλήµα ή από κάποιο δέντρο.
ξιµιτρώ (ρ.) : είδος µασάζ για να ανακουφιστούν τα χέρια, τα πόδια, η µέση κτλ.
ξιµπουρνταλέβου : (ρ.) : α. βγάζω στο κλαρί, β. διαφθείρω, γ. αποθρασύνοµαι και χαλώ κάτι.
ξινάδγια (τα) : α. διάφορα σαλατικά που παρασκευάζονται και συντηρούνται µε ξύδι (γεµιστές
πιπεριές, µελιτζάνες κτλ.), β. τα τουρσιά.
ξινίθρις (οι) : βρώσιµα αγριόχορτα µε υπόξινη γεύση και κίτρινα λουλουδάκια, εξαιρετική
γέµιση για χορτόπιτα αλλά και για σαλάτα.
ξιπρουβουδώ (ρ.) : α. αποχαιρετώ, β. συνοδεύω κάποιον στην έξοδο του σπιτιού ή λίγο πιο
πέρα, γ. µετ. διώχνω κάποιον ανεπιθύµητο.
ξιράδια (τα) : α. γενικά, ότι είναι στεγνό και κολληµένο κάπου, β. µετ. τα στεγνά φλέγµατα
στη µύτη, τα ξηρά κλαδιά δέντρου κτλ. γ. (Νιάνια ) υπολείµµατα ζυµαριού στη σκάφη.
ξιρατά (τα) : α. ο εµετός, β. το ξερατό.
ξισιλόιιαστους (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που κάνει µια δουλειά ή µια πράξη χωρίς να εκτιµήσει
τους κινδύνους της, β. ο ασυλλόγιστος, γ. ο επιπόλαιος, δ. ο απερίσκεπτος.
ξισέρνου (ρ.) α. ανασέρνω, β. τραβώ επάνω, γ. τακτοποιώ και συντηρώ τα κεραµίδια της
στέγης, δ. Φράση : «πήγα στου µπουντρούµ’ κι ξισέρσα τουν αρµόζµου» = ανακάτεψα την
αλµύρα της αρµιάς.
ξιτάζου (ρ.) : α εξετάζω, β. λαµβάνω υπ’ όψιν µου τις προλήψεις για κάποια πράξη µου, γ.
Φράση : «δεν κάµ’ να πλέντς Κυργιακάτκα, τα ιξιτάζουµι ιµείς αυτά».
ξιχέζου (ρ.) : α. καθαρίζω από τα κόπρανα τον πρωκτό της γριάς ή του µωρού, β. µετ. µαλώνω
άσχηµα, επικρίνω έντονα κάποιον.
ξόντ’ (του) : α. φάρµακο για την ανακούφιση των πόνων των δοντιών (φράση : «δεν θέλου
κανέλλα θέλου ξόντ!», β. (lias : ο πατέρας µου έλεγε ξόντ’ κάθε τί το καθαριστικό, ακόµη και
το βιτριόλι).
ξυλάκσµα (του) : α. το σκάλισµα του αγρού για την εξόντωση της αγριάδας, β. (Μαλούτας) =
πελεκώ ξύλα, γ. δες και ξιλάκσµα*.
ξυλουφάης (ου) : α. ξυλουργικό εργαλείο για τη λείανση των ξύλων, β. είδος ράσπας, γ. ο
δρυοκολάπτης.
ξύστρους (ου) : α. λειασµένο σίδερο ή ξύλο για το καθάρισµα του τριχώµατος των ζώων, β.
σπάτουλα µε την οποία καθαρίζουµε στεγνή λάσπη, τσιµέντο ή πάγου από τη γη ή και το στεγνό
ζυµάρι από τη σκάφη.
Ο : δεν υπάρχει άρθρο Ο στα Κουζιανιώτκα, για το αρσενικό γένος αντί Ο χρησιµοποιείται το
Ου, π.χ. ου πλάτανους, ου Λίας κλπ.
όι : επιφώνηµα για να καλέσουµε κάποιον, αλλά και για να εκφράσουµε απορία, έκπληξη,
θαυµασµό κτλ. ανάλογα µε τον τρόπο που θα το πούµε.
όπλατα (η) : α. το µπάλωµα, β. κοµµάτι υφάσµατος που αντικαθιστά φθαρµένο σηµείο του
ρούχου, γ. η τσόντα σε ύφασµα, δ. µετ. χοντρό τετράγωνο κοµµάτι σκεµπέ µαζί µε το
µπουµπάρι, ε. µετ. τετράγωνο µάλλινο ύφασµα, καταβρεγµένο µε οινόπνευµα, που
τοποθετούσαν στο στήθος ή την πλάτη σε περίπτωση κρυολογήµατος, στ. (lias : άς γελάσουµε
και λιγάκι : έχω µπροστά µου τέσσερα Λεξικά της Κοζανίτικης Διαλέκτου. Δεν µπορείτε να
φανταστείτε τι έχω διαβάσει! Γι αυτό καταθέτω και την δική µου έγκυρη ερµηνεία για την
προέλευσή της. Λοιπόν: Προέλευση : πιθανότατα προέρχεται από την µεγάλη τραγουδιστική
επιτυχία των Beatles, Ob-la-di Ob-la-da καθότι εκείνα τα χρόνια οι Κοζιανιώτες είχαν
καταληφθεί άπαντες από Μπητλοµανία. Σας ξέξα Μ, Χ.Χ.,Ντ. κλπ. !!! Ζάρ, ζάρ, ζάρ!).
ότ’ µ’ ότ’ : α. έκφραση αποδοκιµασίας που εννοεί : άλλα αντ’ άλλων, β. βλακώδεις πράξεις, γ.
παράβαλε µε τη φράση : «νέ θκάς, νέ θκάµ’» .
ουβουρός και νουβουρός (ου) : α. η αυλή, β. Προέλευση : από το βουλ. obory, πηγή :
ΙΝΒΑ, σελ. 255.
ούδι (επίρ.) : α. µήτε, β. ούτε, γ. έτσι, δ. Φράσεις :«ούδι έτσ’» = έτσι όπως είναι, «ούδι κεί» =
σε κείνο το µέρος, «ούδι ένας» = κανένας κτλ.
ουκάρκους (επίθ.) : α. αυτός που ζυγίζει µία οκά, β. µετ. ο ευµεγέθης, γ. µετ. ο
εντυπωσιακός, δ. Φράση : «αυτός έχ’ πού**ουν ουκάρκουν!» = για το µεγάλο πέος.
ουµούρ’ (του) : α. το παράπονο, β. µακρά εξιστόρηση γεγονότων (µε µπόλικη σάλτσα και
ναζιάρικα καµώµατα συνήθως), γ. (Παπασιώπης : ουµούργια = συνώνυµο του νάζια, καµώµατα,
κλαψουρίσµατα), δ. (Μαλούτας : ουµούρια = η γκρίνια).
ουπάν (επίρ.) : α. επάνω, β. σιαπάν (επίρ.) = προς τα πάνω, γ. ουπανουθό ’µ (επίρ.) = πάνω
µου (φράση : [i]«χέσκα ουπανουθό ’µ!»[/ι] = αφόδευσα επάνω µου.
ουπίσ’ (επίρ.) : α. πίσω, β. τ’ ουπίσ’ = 1. προς τα πίσω, 2. κάνε όπισθεν, γ. απ’ ουπίσ’ = 1.
από πίσω, 2. µετ. ο κίναιδος.
ούρδα (η) : α. το προερχόµενο πήγµα από το βράσιµο του τυρόγαλου, β. η µυζήθρα, γ. µαζί µε
λίγο βούτυρο το ανθότυρο, δ. απαξιωτικά ο ανόητος, ο χαζός.
ουρθάξουγκου (του) : α. το λίπος από τον πρωκτό της κότας, β. (lias : το ζέσταιναν, το
έλειωναν στο γουδί και το τοποθετούσαν σαν κοµπρέσα για τον πονόλαιµο, γ. Προέλευση : από
το ορθόν = απύθµενων, πηγή : Δηµητράκος .
ουρίζου (ρ.) : α. κατέχω ιδιοκτησία, β. κυβερνώ, γ. διατάζω, δ. Φράση : «δεν ουρίζου τα χέρια
µ’» = δεν µπορώ να κουνήσω τα χέρια µου από την πολύ κούραση.
ουριξέβουµι : (ρ.) α. επιθυµώ, β. µου άνοιξε η όρεξη για φαγητό, sex, εκδροµή κτλ. γ.
ουριξιάτκους (επίθ.)(λέγεται κυρίως µε ειρωνική έννοια) = 1. ο ευδιάθετος, 2. ο πρόθυµος, 3.
αυτό που προδιαθέτει ότι θα συνεχιστεί µε τον ίδιο ρυθµό, τρόπο κλπ., δ. Φράσεις :
«ουριξιάτκους κιρός», «ουριξιάτκου χιόν», "ουριξιάτκους µιζές" κτλ.
παένου (ρ.) : α. πηγαίνω, β. πάω κάτι σε κάποιον, µεταφέρω, γ. "δεν παέν’" = δεν ταιριάζει, δ.
"δεν παέν άλλου' = 1. ως εδώ και µη παρέκει, 2. δεν χωράει άλλο φαγητό το στοµάχι µου.
παζαριώτς (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που πάει στα παζάρια για ψώνια, β. παζάριµα (του) = η
προσπάθεια µείωσης της τιµής, γ. παζαρόσκυλου (του) : 1. το άτοµο που γυρνάει όλη µέρα
στο παζάρι χωρίς να ψωνίζει τίποτε, 2. το αδέσποτο σκυλί (που τριγυρνάει στο παζάρι µήπως
βρει κάτι να φάει).
παθµένους (επίθ.) : α. αυτός που πάσχει από µία µόνιµη ή ανίατη πάθηση, β. αυτό πού έπαθε
κάποια ζηµιά, γ. ειρων. ο παλαβός, ο τρελός.
παϊβάν’ (του) : ιµάντας στα πόδια των µικρών αλόγων για να τα εκπαιδεύσουν ώστε να
κάνουν µικρά βήµατα.
παϊτόν’ (του) : α. τετράτροχη άµαξα που την σέρνει ένα άλογο, β. Προέλευση : από το γαλλ.
µέσω τουρκ. phaeton (payton), πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 254, γ. (lias : Προέλευση : από το Φαέθων
που κατά τη µυθολογία ήθελε να οδηγήσει το άρµα του πατέρα του, πηγή : ΑΠΘ ).-
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ. Άκου Γαλλικό από το τούρκικο!
παλαµαρά (η) : α. ξύλινη προστατευτική καλύπτρα της παλάµης κατά το θέρισµα, για την
αποφυγή τραυµατισµού από το δρεπάνι,
παλάµζµα (του) : α. πρόχειρη και βιαστική δουλειά, β. βιαστικό και άτεχνο µερεµέτι χωρίς
εργαλείο αλλά µόνο µε τα χέρια (π.χ. σοβάτισµα σε τρύπα του τοίχου µε λάσπη), γ. το λέρωµα,
δ. το πασάλειµµα, ε. το επιπόλαιο βάψιµο, στ. παλαµστιάης (επίθ.) = 1. αυτός που κάνει
απρόσεκτα τις δουλειές, 2. ο βιαστικός να τελειώσει, ζ. παλαµίσκα (ρ.) = 1. λερώθηκα, 2.
βρωµίστηκα, η. παλαµίζου (ρ.) = 1. λερώνω, 2. κάνω κάτι πρόχειρα και βιαστικά.
παλάντζα (η) : α. είδος ζυγαριάς µε ένα τάσι, β. µετ. άνθρωπος µε ευµετάβλητη γνώµη,
συνήθως υπέρ του ισχυρότερου, γ. Προέλευση : από το ιταλ. balanza, πηγή : ΑΠΘ, δ.
Προέλευση : από το σύνθ. πάλιν+άνυσµα , πηγή : Π.Λ.Μπ.
παλιά (η) : ειρων. το πέος (συνήθως το ανήµπορο), β. Φράση : «να µας φάς ν’ παλιά» =
βρισιά.
παλιαρούτ’ (του) : α. παλιό και φθαρµένο πράγµα που δεν έχει αξία, β. η παλιαντζούρα, γ. το
παλιόρουχο, δ. δες και πιο κάτω παλιό- παλιού*.
παλιο- και παλιού- α. όταν µπαίνει µπροστά από κάποια λέξη της προσδίνει µειωτική ή
υβριστική σηµασία, π.χ. παλιόπτανα, παλιουχώργιατους, παλιάµπιλου, παλιόχαρτου,
παλιόσκυλου, παλιουσούργκουνου, παλιουδλιά κτλ.
παλιούκιρους (επίθ.) : α. κάθε τι που προέρχεται από τα παλαιότερα χρόνια (έθιµα, ρουχισµός,
τρόποι µαγειρικής ), β. παλιοµοδίτικος, γ. του παλιού καιρού.
παλιούρ’ (του) : α. σχετικά ψηλός και αγκαθωτός θάµνος, β. παλιουρόπτις (οι) = οι καρποί
του παλιουριού που είναι στρόγγυλοι και επίπεδοι, γ. Προέλέυση : από το αρχαίο παλίουρος,
πηγή : ΑΠΘ, δ. παλιουκόπους και παλιουρουκόπους (ου) = αγροτικό εργαλείο (κάτι
ανάµεσα σε δρεπάνι και µπαλτά) για την κοπή των αγκαθωτών θάµνων, ε. παλιούργια (τα) =
1. η συστάδα δένδρων παλιουριού, 2. τα παλιά αντικείµενα, 3. οι αντίκες.
πάλτσις (οι) : οι τούφες µαλλιού από το λανάρι ώστε να γίνουν κλωστή µε τη ρόκα.
παναγκόµ’ (του) : α. το επιπλέον βάρος, (Τιτέλης = "τ’ν είχα κι αφτήν παναγκόµ’…"), β. βάρος,
φόρτωµα, γ. έχω κάποιον υπό την προστασία µου, δ. απρόσκλητος ή απροσδόκητος
µουσαφίρης, ε. ο ανεπιθύµητος, ο φορτικός, στ. Προέλευση : από το αρχ. γόµος = φορτίο,
πηγή : Π.Λ.Μπ.
παντρά (η) : α. µε τη λέξη αυτή αναφερόµαστε στο θεσµό του γάµου, β. για την τελετή δες «η
χαρά»*, στον 17ο τόµο των «Δυτικοµακεδονικών Γραµµάτων».
παξιµαδαρά (η) : (lias) παλιότερα που δεν υπήρχαν τυπογραφεία κοινοποιούσαν την τέλεση
των µνηµόσυνων µε παξιµαδαρές. Αυτές ήταν ρεβυθένια στρόγγυλα ψωµιά µε σχηµατισµένο το
σταυρό στο επάνω µέρος. Όταν ξηραίνονταν τις έκαναν παξιµάδια για τον καφέ.
παπαµανόλτς (ου) : α. η νταµιτζάνα του κρασιού, β. γυάλινο δοχείο διπλάσιο της χιλιάρας*
(Παπασιώπης), γ. (lias : Παπαµανώλης ήταν ένας µερακλής παπάς µε ιδιαίτερη αγάπη στο καλό
κρασί).
παπάρα (η) : α. ανακατεµένα κοµµάτια στεγνού ψωµιού στη σούπα, το γάλα κτλ., β. Φράση :
«τάκαµις παπάρα» = έµπλεξες την υπόθεση,, γ. παπάρας (επίθ.) = 1. ο ανακατωσούρας, 2. ο
επιπόλαιος.
π’απχάτ’ (επίρ.) : α. από κάτω, β. κάτω από…(π.χ. το µαξιλάρι, το στρώµα, το τραπέζι κτλ.).
παραθυρόπλου (του) : α. παραθυράκι, β. κοινό µικρό παράθυρο δύο σπιτιών που επέτρεπε
την επικοινωνία µεταξύ τους, γ. (lias : υπήρχε στα παλιά σπίτια και πουρτόπλου*).
παρακούτ’ (του) : µικρή προφυλαγµένη θήκη του σεντουκιού για τη φύλαξη εγγράφων ή
χρυσαφικών.
παράς (ου) : α. τουρκικό νόµισµα µικρής αξίας, β. το νόµισµα της Βασιλόπιτας, γ. η µεγάλη
περιουσία σε χρήµα, δ. Φράσεις : «τουν φσάει τουν παρά» = είναι πολύ πλούσιος, «µ’ έκαµιν
ιέναν παρά» = µε ξεφτίλισε, ε. παραλ´ς (επίθ.) = ο πλούσιος (τονίζεται το λάµδα).
παραστάφυλα (τα) : σταφύλια µε ελάχιστες ρώγες που τις άφηναν στις κληµατσίδες κατά τον
τρύγο για να έχουν τροφή τα σπουργίτια και οι µέλισσες, διότι ωρίµαζαν αργότερα.
παραστάδια (τα) : α. τα δύο πλαϊνά δοκάρια της πόρτας, β. (Σιαµπανόπουλος σ. 89,
παραστάδες ήταν όρθιες πλάκες στο στόµιο του φούρνου), γ. Προέλευση : από το αρχαίο
παραστάδες, πηγή : ΑΠΘ.
παρδάλτσµα (του) : α. η έναρξη ωρίµανσης των φρούτων και ιδίως των σταφυλιών, β. η αρχή
του χρωµατισµού των φρούτων, χωρίς να είναι έτοιµα για να κοπούν.
παρµάρα (η) : α. η διακοπή της γαλακτοφορίας, β. η τύφλωση των ζώων και διακοπή της
γαλακτοφορίας, (πηγή : Καραντάνας).
παρσιά : α. κατασκευή µπροστά στο τζάκι για να αποφεύγεται το λέρωµα ή το κάψιµο του
πατώµατος, β. ο χώρος γύρω από την φωτιά (τζάκι, σόµπα ή µαγκάλι) όπου µαζευόταν η
οικογένεια για να ζεσταθεί, γ. (Παπασιώπης) : ο παρά την εστίαν χώρος µε τα µιντέρια, δ. (lias:
ανάµεσα στο Ρ και το Σ στο παρσιά από άλλον άκουσα παρστιά και από άλλον παρσχιά).
πασαµάντ’ (του) : α. σιρίτι στη στολή στρατιωτικών, διπλωµατών κτλ. β. (Α.Ρ.) διακοσµητικό
χρυσοΰφαντο σιρίτι, γ. Προέλευση : από το γαλλ. passement = πολυτελές ύφασµα που µπαίνει
σαν στολίδι, πηγή : ΑΠΘ.
πασβάντς (ου) : α. ο εργάτης του Δήµου που άναβε κι έσβηνε τα φώτα της πόλης, β. ο
νυχτοφύλακας, γ. Προέλευση : από το σύνθ. πάει+σβήνει, δ. (lias : κατά τη διάρκεια του
Μακεδονικού Αγώνα η Άµυνα όριζε νυχτοφύλακες για να φυλάνε, τάχα, τα µαγαζιά ενώ έργο
τους ήταν η διακίνηση των όπλων σε ειδικούς χώρους. Για να προκαλούν σύγχυση άναβαν και
τα λαµπόγυαλα σε ορισµένες αίθουσες του Βαλταδώρειου ώστε να νοµίζεται ότι γινόταν
µάθηµα).
παστό (του) : α. το ωµό χοιρινό λίπος απ´ όπου παίρνουµε τη λίγδα*, β. παστά (τα) = 1. τα
διατηρηµένα σε αλάτι, 2. τα παστωµένα.
πατίκια (τα) : α. τα τσόκαρα, β. πατίκ’ = βρισιά σε γυναίκα > τσόκαρο = γυναίκα κακής
διαγωγής προερχόµενη από κατώτερα κοινωνικά στρώµατα.
πατόζα (η) : α. ο οδοστρωτήρας, β. µετ. ο άνθρωπος που µε τον όγκο του σε καθηλώνει, γ.
πατόζας (ου) = (ο Χρήστος Χ. διότι στην Κατοχή, που µοίραζαν τα συσσίτια, πατίκωνε το
φαγητό του στην καραβάνα για να χωρέσει αυτή περισσότερο).
πατούνα (η) : α. το πέλµα του ποδιού, β. η πατούσα της κάλτσας, γ. χοντρή και κοντή κάλτσα
που φοριόταν πάνω από το παπούτσι για να αποφεύγεται το γλύστριµα στα χιόνια, δ.
Προέλευση : από το πατώ, πηγή : ΑΠΘ.
πατσιά (η) : α. η πατηµασιά, β. πατσιές (οι) = 1. βρωµιές λάσπης από πατηµασιές, 2. τα ίχνη,
γ. πατσιάς (ου) = η σούπα των ξενύχτηδων, (από χοιρινή κοιλιά, ποδαράκια ή
µοσχαροκεφαλή).
πατώ (ρ.) : α. πιέζω κάτι µε τα πόδια µου, β. παρασύρω µε το αυτοκίνητό µου κάποιον, γ.
οικειοποιούµαι µέρος κτήµατος κάποιου άλλου, δ. κάνω διάρρηξη, (φράση : «µας πάτσαν οι
κλέφτδις» = 1. µας έκλεψαν, 2. αρραβωνιάσαµε ή παντρέψαµε την κόρη µας), ε. τς πατώ =
έχω πολλά χρήµατα, στ. Φράση : «πάτσα τα πινήντα» = µπήκα στα πενήντα µου χρόνια.
πέλλα (η) : α. µακρύ και ψιλό διακοσµητικό ξύλο, β. ξύλινο πηχάκι για τις γωνίες του
ταβανιού.
πέρα – πέρα (επίρ.) : α. απ’ άκρου εις άκρη, β. Φράσεις : «όµνιασιν του µπαµπά τ’ πέρα –
πέρα» = είναι ολόιδιος ο πατέρας του, «κόψι µια φιλίτσα απ’ του πλαστό πέρα - πέρα» = κόψε
µία µεγάλη φέτα του πλαστού απ’ άκρη σ’ άκρη.
πέριξ (επίρ.) : α. εκτός από…, β. (Παπασιώπης : παρά µόνο, ει µη µόνο), Προέλευση : από το
αρχ. πάρεξ, πηγή : Π.Λ.Μπ.
πέρπιρας (ου) : α. η πεταλούδα, β. µετ. ο τρελός (µε καλή έννοια), γ. Φράση : «έχ’ τρανόν
πέρπιραν µι τ’ αυτά!» = ίνι µανιώδης µε κάτι (χόµπι, διάβασµα κτλ.).
πέτουρα (τα) : α. οι χυλόπιτες, β. απλωµένα φύλλα για να στεγνώσουν πριν γίνουν πίτα, γ. τα
µέρη του φύλου που περίσσευαν από το σινί, κόβονταν και γίνονταν συνήθως κιχιά.
πέτσα (η) : α. η επιδερµίδα, β. η κρούστα (στο γάλα, το γιαούρτι κτλ.), γ. το τσόφλι του
αυγού, δ. ο λεπτός φλοιός (δέντρου, κάστανου κτλ.), ε. η φλούδα (πορτοκαλιού, ροδάκινου,
µήλου κτλ.), στ. Προέλευση : από το ιταλ. pezza = κοµµάτι πανιού, πηγή : ΑΠΘ.
πιγάδ’ : α. βαθύ και στενό όρυγµα στο βάθος του οποίου αναβλύζει νερό (για άρδευση ή
πόση), β. βρύση απ’ όπου τρέχει νερό πηγής, γ. πηγαδούλ (του) = 1. µικρή βρύση µε πολύ
λίγο πηγαίο νερό, 2. τοποθεσία της Κοζάνης Νοτίως του Στρατοπέδου Μακεδονοµάχων, δ.
Προέλευση : από το αρχαίο πηγή, πηγή : ΑΠΘ., ε. (lias : Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι : άλλο
είναι το πιγάδ’, άλλο είναι η πηγή, άλλο είναι ο αρβανίκους , άλλο είναι τα νιρά, άλλο είναι η
βρύσ’, άλλο είναι το µπνάρ’*, και άλλο η κρήνη). (σηµ. Υπάρχει στο αρχείο µου δηµοσίευµα του
Βανίδη, για όσες λεπτοµέρειες χρειαστούν).
πιδί (του) : α. το αγόρι, β. (σηµ. lias : Ο Β. Φόρης για το αγόρι σηµειώνει άγουρος).
πιζούλ’ (του) : α. χαµηλός και πλατύς τοίχος της εισόδου των σπιτιών που χρησιµοποιούνταν
και για κάθισµα ή µπάγκος για την απόθεση βαριών αντικειµένων, (σηµ. lias : εκεί καθόταν τα
βράδια οι γυναίκες για το χωρατά*), β. το αντέρεισµα, γ. πιζούλια (τα) = λιθόκτιστα εδώλια
δεξιά και αριστερά της εισόδου, (Παπασιώπης).
πιλιγκούρια (τα) : α. µετ. οι όρχεις, β. Φράση : «τα µας φάς τα πιλιγκούρια» = απάντηση για
το ότι είναι αδύνατον να µας πειράξει κάποιος.
πιλιγόδους (ου) : α. χοντρή κουλούρα από τυλιγµένο πανί που το έβαζαν στο κεφάλι για να
µεταφέρουν το σινί, την πινακωτή κτλ. στο φούρνο, β. (open20h)= το µαξιλαράκι που έβαζαν
οι γυναίκες στο κεφάλι όταν πήγαιναν του σ’νί µι τ’ν πίτα στου φούρνου, γ. Προέλευση : από
το αρχ. πίλος = κάλυµµα κεφαλής, δ. (ο Παπασιώπης λέει ότι προέρχεται ίσως από το
τυλιγόδους).
πιλότα (η) : ξύλινο, βελούδινο µαξιλαράκι για να µπήγουν τις καρφίτσες οι ράφτες ή οι
µοδίστρες.
πιλτές (ου) : α. είδος νερουλής µαρµελάδας που δεν µπορεί να πήξει λόγω των φρούτων που
χρησιµοποιήθηκαν (κορόµηλα, δαµάσκηνα, κράνα κτλ.), β. η σάλτσα τοµάτας, γ. Προέλευση :
από το τουρκ. pelte, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ 256, το αυτό ΑΠΘ.
πινακουτή (η) : ξύλινη κατασκευή µε τέσσερις ή πέντε θέσεις για το φούσκωµα της ζύµης και
την µεταφορά της από/και στο φούρνο.
πινιβρέκ’ (του) : α. δεύτερο βρακί που το φορούσαν πάνω από το πρώτο ιδίως το χειµώνα, β.
το κάτω στενό µέρος του µάλλινου παραδοσιακού παντελονιού, γ. Προέλευση : από το σύνθ :
πάνω+βρακί.
πιντάρα (η) : α. το µικρότερο κέρµα της δραχµής µε τρύπα στο κέντρο, ίσο µε πέντε λεπτά, β.
ντραµατζάνα χωρητικότητας πέντε οκάδων, γ. κάθε ποσότητα πέντε µονάδων (µνιά πιντάρα
ζάχαρ’, λάδ’, αλεύρ’, γκολ! κτλ.), δ. πιντάρια (τα) = παιδικό παιχνίδι µε πέντε πετραδάκια ή
πέντε νοµίσµατα.
πιπ’καστί (επίρ.) : α. ανάποδα, (Α.Ρ. = «άµα µας άδειαζαν του γούπου κι µας τουν άφιναν
πιπ’καστί»), β. αναποδογυρισµένα, γ. δες : τ’ απίπκα* = µπρούµυτα.
πιρδικλώνου (ρ.) : α. µπερδεύω τα πόδια µου και πέφτω, β. µετ. µπερδεύω κάποιον, τον
παραπλανώ, γ. ανακατεύω (τα νήµατα, τα λόγια µου κτλ.), δ. πουρδουκλιά (η) = 1. το
εµπόδιο, 2. η τρικλοποδιά, ε. Φράση : «όλου πουρδουκλιές µι βάντς» = συνεχώς µε εµποδίζεις,
στ. δες πουρδουκλώνου* και µπουρδουκλώνου*, ζ. Προέλευση : από το αρχ. πεδικλώ, πηγή :
ΑΠΘ.
πιριστιράις (ου) : α. ο χοµπίστας µε την εκτροφή και το πέταγµα των περιστεριών, β. ειρων. ο
Σκ’ρκιώτς.
πιρκάλ’ (του) : α. είδος πολύ λεπτού υφάσµατος, β. ειρων. ο αδύνατος και αδύναµος
άνθρωπος.
πιρτσίν’ (του) : α. κούφιο καρφί µε πλατύ κεφάλι για τη σύνδεση µεταλλικών ή κυρίως
αντικειµένων, (lias : αφού το κάρφωναν το χτυπούσαν και από την µεριά της µύτης και αυτό
άνοιγε σαν µαργαρίτα, έτσι συνέδεαν διαφορετικά µέταλλα που δεν µπορούσαν να κολλήσουν
µε άλλο τρόπο).
πισκέσ’ (του) : α. η επίσκεψη και προσφορά δώρων σε γιορτή ή στα γεννητούρια (ιδίως
τρόφιµα και ποτά), β. (Νιάνια : τα δώρα που προσφέρονται για κάποιο σκοπό), γ. (lias : 1. τα
δώρα για τον άρρωστο λέγονται αρρουσκά* και για το γάµο κανίσια*), δ. Προέλευση : από το
τουρ. peskes, πηγή ΑΠΘ., ε. (lias : γιατί να µην προέρχεται από το επίσκεψις;).
πισκίρ’ (του) : α. η πετσέτα του προσώπου, β. βαµβακερή πετσέτα για το σκέπασµα του
καρβελιού, γ. το τραπεζοµάντιλο, δ. Προέλευση : από το τουρκ. peskir, πηγή : ΑΠΘ.
πιτάρζµα (του) : α. το ελαφρύ φτερούγισµα, β. µετ. τα πρώτα βήµατα στη ζωή, γ. πιταστάρ
(του) = 1. ο κράχτης των περιστεριών που πετούν (το περιστέρι κουνώντας τα φτερά του
προκαλεί τα υπόλοιπα να προσγειωθούν), 2. ειρων. ο αδύνατος πιτσιρικάς.
πιτ’κούρου : α. το θηλυκό ωδικό πουλί ( που δεν κελαηδάει ), β. µετ. µουλωχτή γυναίκα, γ.
άνθρωπος που συνέχεια µονολογεί.
πιτλίδα (η) : α. είδος µεγάλου λουκουµά που πασπαλίζεται µε κανελοζάχαρη ή περιχύνεται µε
µέλι.
πιτµέζ’ (του) : γλυκό και παχύρευστο υγρό (σαν µέλι), προϊόν του βρασµού του µούστου µε
κασταλαϊ*.
πιτνάρ’ και πέτνους (ου) : α. ο κόκορας, β. µετ. ο ευέξαπτος, ο ατίθασος νεαρός, γ. ειρων.
όποιος εκσπερµατώνει γρήγορα.
πιτουρούλ’ (του) : α. µικρή µπάλα ζύµης που προορίζεται για φύλλο πίτας, β. πιτουρούλια
(τα) = τα έτοιµα φύλλα της πίττας, γ. (lias : η µπάλα πλάθεται σε σχήµα µικρής πίτας (πιτούλας)
και βουτυρώνεται ελαφρά, επάνω της τοποθετούνται άλλες δύο πιτούλες και όλες µαζί
πλάθονται για να γίνει ένα φύλλο της πίτας, το οποίο απλώνουν σε σεντόνι να στεγνώσει
µέχρις ότου ετοιµαστούν και τα υπόλοιπα φύλλα της πίτας).
πιτρουζάχαρ : α. (Μαρτυρία Νίκου Κουζιάκη) = ήταν µαύρη ζάχαρη που χρησιµοποιούσαν για
τα σιρόπια οι ζαχαροπλάστες ή οι µελισσοκόµοι, ήταν πολύ πιο γλυκιά και αρκετά φθηνότερη
από την κοινή ζάχαρη, β. lias : από την εµπειρία µου λέγαµε την βρεγµένη ζάχαρη που πέτρωνε
και µη µπορώντας να διατεθεί πουλιόνταν φθηνότερα για σιρόπι.
πιτχιά (η) : α. επιτυχία, β. το καλό σηµάδι, (φράση : «όι πιτχιά π’ το καµις», = σε πέταγµα
πέτρας).
πιτώ (ρ.) : α. πετάω κάτι αχρείαστο, β. βάζω κάτι παράµερα, (φράση : «πέταξέ του σν άκρα» =
βάλτο στην άκρη) γ. αποθηκεύω κάτι αχρείαστο, γ. πετώ τον χαρταετό, δ. συν. φουρλιάζου*, ε.
ρίχνω καταγής, στ. (σηµ. lias : ο Βασ. Φόρης έχει ολόκληρο κατεβατό για το πιτώ = πουλιµώ).
πλακουτό (του) : α. παιχνίδι στο τάβλι και στην τράπουλα, β. παιδικό παιχνίδι (lias : από
κάποιο ύψος αφήνουµε να πέσουν χαρτάκια από λοταρίες όπως είναι αυτά από τα
κουκουρούκου σήµερα (ποδοσφαιριστές, γκαούρ ταρζάν κτλ.) και όποιο πλακώσει κάποια άλλα
τότε κερδίζει όλα όσα σκεπάζει), γ. η πλακόστρωση, δ. µετ. η συνήθης ερωτική στάση.
πλατσιάλτσµα και πλιατσάλτζµα (του) : α. το λέρωµα από κατά λάθος πάτηµα σε λάσπες ή
νερά, β. το πιτσίλισµα, γ. πλιάτς (του) = το τουλουµοτύρι.
πλέκου (ρ.) : α. πλέκω, β. µπλέκω µε τέχνη νήµατα, σχοινιά, καλάµια κτλ. για να
κατασκευάσω καλάθι, πουλόβερ κά., γ. µετ. κολυµπώ, πλέω σε κάτι (φράσεις «τα ρούχα τ’
πλέκν´ ουπανουθότ’» = είναι µεγαλύτερου µεγέθους από το κανονικό, «του σάµαλι πλέκ’ στου
σιρόπ’» = το γλύκισµα επιπλέει στο πολύ σιρόπι κτλ.), δ. πλέχτρα (η) = δέσµη από κρεµµύδια
η σκόρδα για αποθήκευση, ε. Προέλευση : από το αρχ. πλοκή>πλέξις , πηγή : Π.Λ.Μπ.
πλί (του) : α. ο νεοσσός, γ. η πούλια ή ο πεσσός στο τάβλι, τη ντάµα, το σκάκι, το ντόµινο
κτλ., γ. δε και πούλ’*.
πνάκ’ (του) : α. πήλινο ή ξύλινο πιάτο, β. κατασκευή τριών ή τεσσάρων πιάτων µε κρίκους για
την ασφαλή µεταφορά του φαγητού στο µαγαζί (σηµ. lias : η βάση του ενός ήταν συγχρόνως το
καπάκι του προηγουµένου και έτσι στο κάτω έµπαινε η φασουλάδα, στο πιο πάνω τα ξινάδγια*,
στο παραπάνω το ψωµί κοκ. διότι παλαιότερα δεν έκλειναν τα µαγαζιά το µεσηµέρι και οι
άνδρες αναγκάζονταν να τρώνε πρόχειρα στο µαγαζί. Ένας θείος µου µου είπε ότι το έλεγαν
και σιβέρ-τάσ’), γ. πνάκας (επίθ.) = 1. ο λαίµαργος, 2. ο πένης, που αγωνίζεται για τον
επιούσιο, δ. Προέλευση : από το αρχαίο πινάκιον<πίναξ, πηγή : ΑΠΘ.
πότζµα (του) : α. το πότισµα, β. η µετάδοση ενός λεκέ από ένα ρούχο σε άλλο µε την επαφή.
πουδαρίζουµι (ρ.) : α. χτυπώ τα πόδια µου κατά γης (ζητώντας κάτι), β. πουδάρζµα (του) =
η πράξη αλλά και ο ήχος των ποδιών που χτυπούν στο πάτωµα, γ. πουδαράτα (επίρ.) = στο
πόδι.
πουδένουµι (ρ.) : α. φορώ τα παπούτσια µου, β. Προέλευση : από το αρχαίο υποδέω, πηγή :
ΑΠΘ.
πουκάρ’ (του) : α. η ποσότητα του κουρεµένου µαλλιού ενός προβάτου, β. το βρώµικο και
ακατέργαστο µαλλί, γ. Προέλευση : από το αρχ. πόκος, πηγή: ΑΠΘ.
πουκρόβ’ (του) : α. γιδοµαλίσιο σάϊσµα (Σιαµπανόπουλος, σελ. 94), β. χοντρό στρωσίδι από
γίδινο µαλλί, γ. δες σαϊάκ*, δ. Προέλευση : από το σλαβ. και βουλ. pokrov, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ.
255.
πούλ’ (του) : α. το πιόνι του σκακιού, στο τάβλι, τη ντάµα κτλ. β. το γραµµατόσηµο, γ. µετ.
άνθρωπος µε άσχηµο όνοµα ή ποιόν, (φράση : «ξέρς τι πούλ’ είνι αφτός ;» = για τον
παλιάνθρωπο), δ. Προέλευση : από το τουρκ. pul, πηγή : ΑΠΘ.
πουλιµώ (ρ.) : α. παίρνω µέρος στον πόλεµο, β. πετώ κάτι στα σκουπίδια (Β. Φόρης), γ. πετώ
κάτι άχρηστο, δ. προσπαθώ έντονα να πετύχω κάτι, ε. πασχίζω, στ. Φράση : «πουλιµώ να τουν
κάµου ζάφκ’» = προσπαθώ να τον πιάσω.
πουλίτσα (η) : α. ράφι στους τοίχους της κουζίνας κυρίως για την τοποθέτηση των κουζινικών,
β. (Νιάνια) το ράφι γύρω, τριγύρω στους νοντάδες, γ. ειρων. το ράφι για τις µεγαλοκοπέλες.
πουρδή (η) : α. η κλανιά, β. µετ. η µικρή ποσότητα γ. ειρ. ο πολύ κοντός άνθρωπος, δ.
πουρδαλίκ’ = η παρατεταµένη κλανιά, ε. Φράση : «πιτάθκιν σαν πουρδή» = η παρέµβαση
κάποιου τρίτου σε συζήτηση.
πούρτσιους (ου) : α. ο τράγος, β. µετ. ο ζωηρός (άνδρας, κοριτσάκι κτλ.), γ. άτοµο που
ψάχνει να βρει οποιοδήποτε ερωτικό σύντροφο, δ. πουρτσίλα (η) = η βρώµικη µυρωδιά του
τράγου, ε. Προέλευση : από το βουλγ. Prac, πηγή : ΑΠΘ.
πούστρα (η) : α. ο κίναιδος, β. θηλ. η γυναίκα που αρέσκεται να συνουσιάζεται από τον
πρωκτό, γ. µετ. ο άτιµος, ο διαβολέα, ο µουλουχτός*.
πρατσαλνώ και παρτσαλνώ (ρ.) : α. ραντίζω, β. ρίχνω νερό µε τα δάχτυλά µου, γ. πιτσιλώ, δ.
πρατσάλτσµα (του) = το πιτσίλισµα, το µπουγέλωµα, παρτσαλνιούντι (ρ.) = πιτσιλίζονται
(Παπασιώπης).
πραχάλα (η) : α. η χειρονακτική βαριά εργασία, β. είδος κάρου που µετέφερε γρήγορα πολύ
βαριά αντικείµενα, γ. πραχάλτς (επίθ.) = 1. ο χειρόναξ, 2. ο σβέλτος χαµάλης, δ. ως επιρρ. µε
γρήγορο ρυθµό.
προυσφάι (του) : α. πρόχειρη και µικρή ποσότητα φαγώσιµου που τρώγεται πριν το
µεσηµεριανό φαγητό, β. το κολατσιό, γ. (Νιάνια : «προυσφάια» = µικρές ποσότητες. Τεµάχια
φαγητού ή ψωµιού).
προυσφόλ’ (του) : α. το πρώτο αυγό που γεννά και επωάζει η κότα (lias : το άφηναν για να
ξεγελιέται η κότα και να γεννάει πάντοτε στο ίδιο µέρος, πολλές φορές µπορεί να ήταν
στούµπος, ρόζος ή κάτι άλλο που έµοιαζε µε αυγό), β. ξύλινη κατασκευή που χρησιµοποιείται
για το µαντάρισµα των καλτσών και µοιάζει µε αυγό, γ. µετ. ο δηµοφιλής, το επίκεντρο µίας
συνάντησης.
πστρόφια (τα) : η επίσκεψη της νύφης στο πατρικό της την πρώτη Πέµπτη µετά το γάµο όπου
και διανυκτέρευε µε το γαµπρό.
πτάνα (η) : α. η πόρνη, β. πτανιά (η) = βρώµικη ενέργεια σε βάρος κάποιου, γ. πταναργιό
(του) = 1. το µπουρδέλο, 2. µετ. κλίκα ανθρώπων µε βρώµικους σκοπούς.
πτχιά (η) : α. η µαγιά για την παρασκευή του τυριού, β. ένζυµο του στοµαχιού της κατσίκας ή
του αρνιού που χρησιµοποιείται στην πήξη του τυριού, γ. το γαστρικό υγρό, δ. το αποξεραµένο
γάλα από το στοµάχι της βυζανιάρικης γίδας ή αρνιού, (Σιαµπανόπουλος, σελ. 229), ε. (lias :
µε τον τρόπο αυτό γινόταν πιο πικάντικο, πιπεράτο).
πυρουστιά (η) : τρίγωνος µεταλλικός τρίποδας που τοποθετείται πάνω από τη φωτιά για να
σταθεροποιούνται τα καζάνια για το µαγείρεµα.
πυτιάζου (ρ.) : βάζω µαγιά (πυτιά) στο γάλα για να το κάνω τυρί, γιαούρτι κτλ.
πχί (του) : α. το ποτό, β. η ποσότητα ποτού που πίνουµε, γ. Φράση : «όι πχί ιψές!».
ρα και αρά (µόριο) : α. αγενής προσφώνηση σε άνδρα, β. προσφώνηση ανδρών από άνδρες ή
αντρογύναικες.
ρακί (του) : α. αλκοολούχο ποτό µετά την επεξεργασία των υπολειµµάτων του σταφυλιού, β.
Προέλευση: από το αρχ. [u]ράκος[/b] = φθαρµένο, λιωµένο αντικείµενο, πηγή : Δηµητράκος,
γ. (από το αραβ. arak, πηγή : ΑΠΘ.//Ντίνας : Προέλευση : από το τουρκ. raki, Redhouse
1968:947). Άιντι πάλι να µην πω τίποτα…
ρακόσταµνα (η) : α. µεγάλη γυάλινη στάµνα, περιεκτικότητας 25-35 οκάδων, για την
αποθήκευση του τσίπουρου, β. ρακοκάζανου (του) = ο αποστακτήρας, γ. ρακουπότηρου
(του) = µικρό ποτηράκι (περιεκτικότητας 20-30 ml) για το σερβίρισµα της ρακής.
ραλίκ’ (του) : το κενό ανάµεσα σε δύο πέτρες του πλακόστρωτου, συνήθως βαµµένο µε
ασβέστη.
ραντζές (ου) : α. πρόχειρο φαγητό, κάτι σαν λαπάς, β. (lias : πηχτή σούπα που γινόταν µε τα
λειωµένα περισσεύµατα του φαγητού της προηγουµένης αφού προσέθεταν λίγο τραχανά,
καλαµποκάλευρο ή στην καλύτερη περίπτωση ρύζι).
ραστ’ (επίρ.) : α. βολικά, β. πολύ εύκολα, γ. Φράση : «µίρθιν απου ράστ’» = µου ήρθε βολικά,
δ. Προέλευση : από το αρχ. ράδιον>επιρρ. ράστα = ευκόλως, πηγή : ΑΠΘ.
ρέχα (η) : α. η αύρα, β. το δροσερό αεράκι, γ. µετ. το φλέγµα, η ροχάλα, δ. Προέλευση από το
αρχ. ρέγχω = ροχαλίζω, πηγή : ΑΠΘ.
ριντές (ου) : α. ο τρίφτης της κουζίνας (για τυρί, κρεµµύδι κτλ.), β. Προέλευση : από το τουρκ.
rede, πηγή : ΑΠΘ., γ. Προέλευση : από το ρίπτω>ριπτές, πηγή Π.Λ.Μπ.
ριφινές (ου) : α. εξ ίσου συµµετοχή σε κοινό γλέντι ή φαγοπότι, β. Προέλευση : από το τουρκ.
refene, < πέρσ. herifane, πηγή : ΑΠΘ.
ρόγα (η) : α. η αµοιβή σε είδος (του τζιοµπάνου, του κολίγου κτλ.), β. σπυρί σταφυλιού, γ. η
θηλή του µαστού, δ. η πιπίλα του µωρού.
ρόκα (η) : α. ο καρπός της καλαµποκιάς, β. το ραβδί που τοποθετούν το µαλλί για το γνέσιµο
µε το χέρι.
ρόπουτους (ου) : α. ο υπόκωφος και συνεχής θόρυβος, β. ρουπουτώ (ρ.) = θορυβώ
χτυπώντας κάτι, γ. Προέλευση : από το βουλ. ropot, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 255, δ. Προέλευση :
από το αρχαίο ρόπτρον, πηγή : ΑΠΘ.
ρούγα (η) : α. το σοκάκι, β. µικρό άνοιγµα στο σοκάκι για το χωρατά* της γειτονιάς, γ. το
µονοπάτι, δ. Προέλευση : από το ιταλ. ruga, πηγή : ΑΠΘ.
ρουδάν’ (του) : α. ο µικρός τροχός που παίρνοντας κίνηση από τον µεγαλύτερο της ανέµης
τυλίγει το νήµα στο αδράχτι, β. µετ. η γλώσσα που λέει πολλά, γ. Προέλευση : από το ελνστ.
ροδάνη, πηγή : ΑΠΘ.
ρουζαβιάζου (ρ.) : βγάζω κάλους (στα δάχτυλα του χεριού ή του ποδιού).
σάγµατα και η σαΐ (τα) : Όλα όσα χρειάζεται το άλογο για να ιππευθεί, να κουβαλήσει το κάρο
ή να οργώσει (σέλα, λουριά, καπίστρι, λουράκια, χαλινάρια κτλ.).
σαϊσανάς (ου) : το εφεδρικό άλογο για αλλαγή στο δρόµο ώστε να ξεκουράζεται κάποιο άλλο.
σαΐτα (η) : α. µυτερό ξύλινο εργαλείο που στη µέση του υπάρχει το καρούλι µε το νήµα για το
εύκολο πέρασµα του νήµατος (υφαδιού) ανάµεσα από τις κλωστές του στηµονιού, β. το βέλος,
γ. είδος σφεντόνας.
σακατεύου (ρ.) α. προξενώ µόνιµη αναπηρία σε κάποιον, β. µετ. δέρνω κάποιον πολύ άσχηµα,
γ. σακάτκους (επίθ.) = ο ανάπηρος, δ. σακατλίκ’ (του) = η αναπηρία.
σακούλ’ (του) : α. τετράγωνη πάνινη θήκη που κρέµεται στον ώµο για τη µεταφορά
αντικειµένων, β. µικρή πάνινη κατασκευή που έδενε µε σχοινί και χρησίµευε για πορτοφόλι, γ.
η τσάντα για το σχολείο παλαιότερα, δ. συνών. ταγάρ’*.
σάκους (ου) : ριχτό γυναικείο παλτό µε γούνινη µπορντούρα γύρω γύρω (από το λαιµό µέχρι
πίσω στον ποδόγυρο).
σαλβέτα (η) : α. η πετσέτα του φαγητού, β. Προέλευση : από το ιταλ. salvieta, ισπαν.
servietta, γ. (Ηλιαδ. - «χαρά»: σιαλ’βέτις = τα τυλιγµένα µέσα σε µεγάλο πανί (µπουχτσιά)
µαχαιροπήρουνα και πιατικά που έφερναν µαζί τους οι καλεσµένοι στο γαµήλιο γεύµα για να τα
χρησιµοποιήσουν επειδή οι συνδαιτυµόνες ήταν πολλοί).
σαλιάρα και σαλιαρίστρα (η) : η πετσετούλα που δένεται στο λαιµό των µωρών για να µη
λερώνονται από το φαγητό.
σαµντάν’ (του) : α. το σταθερό κηροπήγιο, β.(lias : όπως τα δύο ορειχάλκινα µπροστά από την
Ωραία Πύλη του Αγίου Νικολάου).
σαούλ’ (του) : α. το νήµα της στάθµης, β. σαουλιάζου (ρ.) = 1. ελέγχω την κατακόρυφο µε
το νήµα της στάθµης (lias : για το οριζόντιο χρησιµοποιείται το αλφάδι*), 2. µεταφ. γ**ώ στην
όρθια στάση.
σαπίµ’ (του) : α. το σάπιο (φρούτο, κρέας, ξύλο κτλ.), β. µετ. το άτοµο µε συνεχή προβλήµατα
υγείας.
σαραλί (του) : σουφρωτό στρόγγυλο σιροπιαστό γλυκό µε καρύδια και µπαχαρικά (αποκριάτικο
κυρίως).
σαρπόζ’ (του) : α. ανδρικό παλτό µε χοντρή επένδυση, β. παλιό χοντρό ύφασµα για να
καλύπτονται τα καπούλια των αλόγων, µουλαριών κτλ.
σβάρνα (η) : α. γεωργικό µηχάνηµα για το σπάσιµο των σβόλων µετά το όργωµα, β.
σβαρνίζου (ρ.) σέρνω κάτι στη γη, γ. σβαρνιάρς (επίθ.) = ο τσαπατσούλης, δ. Φράση : «τουν
πήρα σβάρνα» = 1. τον παρέσυρα, 2. τον κατατρόπωσα, ε. Προέλευση : από το βυζαντ. σβαρνώ
= παρασύρω κάτι, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σβουρίζου (ρ.) : α. χτυπώ δυνατή καρπαζιά, β. περιφέροµαι αδιάκοπα, γ. σφυρίζω (µε την
έννοια ό,τι πετώ κάτι που κινείται κυκλικά και σφυρίζει), δ. σβούρα (η) = ξύλινο ή κεραµικό
κωνικό παιδικό παιχνίδι που παίρνει φορά από το περιτυλιγµένο νήµα.
σέα (τα) : α. τα υπάρχοντα, β. Φράση : «τα σέα σου τα µέα µου» = ο καθένας τα δικά του), γ.
Προέλευση : από το αρχ. τα εµά, σά, κτλ., πηγή : Π.Λ.Μπ.
σιάβαλα (τα) : α. σκουπιδάκια που µπαίνουν στο σπίτι από τις χαραµάδες (φυλλαράκια, τρίχες
κτλ.), β. Προέλευση : από το ελνστ. εισβάλω, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σιαΐν’ (του) : α. το γεράκι, β. µετ. ο πανέξυπνος άνθρωπος, γ. Φράσεις : «τα τουν πάρ’ του
σιαϊν'», «τριουρνάει του σιαϊν στουν µαχαλά µας» = σηµαίνει πως κάποιος θα πεθάνει, δ.
Προέλευση : από το περσ.>τουρκ. sayen, πηγή : ΑΠΘ.
σιαρσιάρου (η) : α. η δυνατή βροχή, β. µετ. το δυνατό συνάχι, γ. (Μαλούτας : από τον ήχο
που κάνει «σιορ»).
σιβντάς (ου) : α. ο ερωτικός καηµός, β. Προέλευση : από το τουρκ. sevda, πηγή : ΑΠΘ.
σίβρασ’ (η) : α τρόπος µαγειρέµατος ώστε να πυκτώσει και να αυξηθεί το φαγητό (κυρίως στη
φασολάδα, το βραστό κτλ. [δες Κοζανίτικες συνταγές στο giapraki.com]), β. (lias :
καβούρδισµα αλευριού µε βούτυρο και συνένωση µε τη σούπα που βράζει στο τέλος).
σιβέρ’-τάσ’ (του) : σύστηµα µεταλλικών βαθιών δοχείων που εφάρµοζαν το ένα πάνω στο
άλλο για τη µεταφορά µερίδων φαγητού από το σπίτι στη δουλειά.
σιγκιργιάζου : (ρ.) συνδυάζω ανόµοια πράγµατα (π.χ. ποτό µε µεζέ, κσλοκαιρινό ρούχο µε
χειµωνιάτικο κτλ.).
σιϊσµός (ου) : α. η σκοτούρα, β. σύγχυση του µυαλού από κάτι, γ. σιίζουµι (ρ.) = 1.
συγχύζοµαι, 2. στενοχωριέµαι, δ. Προέλευση : από το σύγχυσις, αλλά και σεισµός, (Τσότσος σ.
250).
σιχτιρίζου (ρ.) : α. βρίζω, β. αποπέµπω µε βρισιές, γ. Φράση : «άει σιχτίρ’» = άντε στα
ξελουµπίδια.
σιλέµς (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που ζει εις βάρος των άλλων, β. το παράσιτο, γ. Προέλευση :
από το τουρκ. selem, πηγή : ΑΠΘ.
Σινικλιόστρατα (η) : ο δρόµος που πάει στα Μελίσσια (Σινικλί) και περνάει πίσω από το λόφο
του Αη Σαράντη.
σιντέφ’ (του) : α. ο διάκοσµος της κασέλας (µε φίλντισι ή αλάβαστρο), β. Προέλευση : από το
τουρκ. sedef, πηγή : ΑΠΘ.
σιούτου (του) : α. το πρόβατο δίχως κέρατα, β. πρόβατο που στη θέση των κεράτων υπάρχουν
δύο εξογκώµατα σαν καρούµπαλα, γ. Προέλευση : από το ΚΒ. sutu, αλβ. sut, πηγή : ΙΝΒΑ.
σιργιάν’ (του) : α. ο περίπατος, η βόλτα, β. η παρατήρηση, το χάζεµα της θέας ή του θεάµατος
γ. (Παπασιώπης : περίπατος, παρακολούθησις θεάµατος, διασκέδασις ), δ. σιργιανώ (ρ.) =
γυρίζω χαζεύοντας, άσκοπα, ε. σιργιανίσµατα (τα) = οι επισκέψεις των µελλονύµφων στους
οικείους τους (θείους, φίλους κτλ.), στ. Προέλευση : από το τουρκ. seyran = εκδροµή, πηγή :
ΑΠΘ.
σιρίτ’ (του) : α. στενή κορδέλα ή κορδόνι που προορίζεται για στολισµό στολών, επίπλων κτλ.
β. Προέλευση : από το τουρκ. sirit, πηγή : ΑΠΘ.
σίτα (η) : α. το κόσκινο του αλευριού, β. Προέλευση : από το αρχαίο σήθω, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σιχνισί και σαχνισί (του) : α. κλειστό µπαλκόνι που προεξέχει του κυρίως τοίχου, β.
(Παπασιώπης : κλειστά µπαλκόνια, προεξέχοντα της κυρίας οικοδοµής µε τζαµωτά ή καφάσια),
γ. Προέλευση : από το περσ. sahnisin, πηγή : ΑΠΘ, δ. (lias : γιατί όχι από το συχνάζω; ε. δες
του Κουζιανιώτκου σπίτ’*).
σκαµνάκ’ (του) : α. µικρό σκαµνί, β. µπλέξιµο τεσσάρων χεριών από δύο άτοµα για τη
µεταφορά κάποιου ατόµου, γ. τα σκαµνάκια = 1. υπαίθριο παιδικό παιχνίδι, 2. προσκοπικός
τρόπος µεταφοράς τραυµατία, δ. σκαµνί (του) = είδος ξύλινου χαµηλού καθίσµατος.
Σκατιάις (επίθ.) : α. ο κάτοικος της Καρυδίτσας (παλαιότερα, πριν τον βιολογικό καθαρισµό, οι
αγωγοί αποχέτευσης περνούσαν από το οµώνυµο χωριό), β. Ο Μάρκος !.
σκάφ’ και σκαφίδ’ (η) : α. µακρουλό ξύλινο βαθουλό σκεύος για το ζύµωµα του ψωµιού η το
πλύσιµο των ρούχων, β. Προέλευση : από το αρχαίο σκάφη, πηγή : ΑΠΘ.
σκέπ’ (η) : α. η σκεπή του σπιτιού, β. λεπτή µεµβράνη που καλύπτει τα σπλάχνα των ζώων, η
µπόλια.
σκιαχτάρ’ (του) : µαύρο πανί στερεωµένο σε µακρύ καλάµι για το διώξιµο των περιστεριών
από το κουµάσι.
σκλέντσα (η) : α. µικρή και ψιλή βέργα, β. µετ. ο σκελετωµένος άνθρωπος, γ. σκλέντζαβους
(επίθ.) = ο καχεκτικός, ο υπερβολικά αδύνατος, δ. παιδικό παιχνίδι, ε. σκλιντζάρ’ (του) = η
δεύτερη και µικρότερη βέργα για το οµώνυµο παιδικό παιχνίδι, στ. σκλιντζαράκ’ (του) =
παιδικό παιχνίδι µε κοµµάτια φλούδας πορτοκαλιού περασµένα σε σχοινί (όπως το κοµπολόι)
και αποξηραµένα.
σκλίκ’ (του) : α. το σκουλήκι, β. ο αεικίνητος άνθρωπος, γ. σκλίκαρς (επίθ.) = ο
ασιγούρευτος και ανήσυχος για κάποια δουλειά, δ. (Νιάνια : σκλίκου = η παραγινωµένη γριά),
ε. ειρων. το αχρηστεµένο µόριο του γέρου άντρα, στ. σκλικουφάγουµα (του) = η σκόνη που
αποµένει από το φάγωµα του ξύλου από το σαράκι (lias : παλιά το χρησιµοποιούσαν για το
σταµάτηµα της αιµορραγίας).
σκλίτκα (επίρ.) : α. φύγε µε την ουρά στα σκέλια για να µην έχεις συνέπειες, β. µουλωχτά.
σκουλνώ (ρ.) : α. τελειώνω τη δουλειά µου και φεύγω από το χώρο εργασίας, σχολάω, β.
φέρω σε πέρας µια δουλειά, γ. διώχνω κάποιον τελεσίδικα από τη δουλειά, δ. σκόλ’ (η) = 1. η
ανάπαυση, το ρεπό, 2. το διάλειµµα, 3. το σχόλασµα.
σκουρδάρ’ (του) : α. παρασκεύασµα που περιέχει λιωµένο σκόρδο (µε ψωµί, τυρί κτλ.), β. η
σκορδαλιά µε ψωµί.
σκουρτέκα (η) : α. µάλλινο κοντό γυναικείο επανωφόρι, µε γούνινη µπορντούρα, β. δες στο
παράρτηµα του giapraki.com : η γυναικεία φορεσιά*.
σκούφια και σχούφχια (η) : α. πλεκτό µάλλινο κάλυµµα του κεφαλιού για το κρύο, β. το
πάνω µέρος του κρανίου, γ. δες κουρφή*.
Σκ’ρκα (η) : α. συνοικία νοτιοανατολικά του υψώµατος του χαµηλού Αηλιά, Κοζάνης. β.
απόκρηµνο και βραχώδες ύψωµα, γ. (lias. = στο λεξικό Δηµητράκου βρήκα : από το σκύρον =
σύντριµµα πέτρας).
σκύβαλα (τα) : α. τα υπολείµµατα από το κοσκίνισµα του σιταριού ή άλλων δηµητριακών ( lias :
χρησίµευαν για το τάισµα των πουλερικών), β. µετ. ο τιποτένιος άνθρωπος.
σκφούν’ (του) : πλεκτή, µάλλινη, κοντή σχετικά, µέχρι πάνω από τον αστράγαλο, µάλλινη
πολύχρωµη κάλτσα.
σλιόφ’ (του) : ……
σλιούρτ’ (του) : α. λέξη που αναφέρεται σε νερουλό φαγώσιµο λόγω κακής κατασκευής, (πχ.
το γιαούρτι, το ρυζόγαλο, η µουσταλευριά κτλ.), β. το ρευστό ή το ρευστοποιηµένο φαγώσιµο.
Σµάθκου (του) : α. περιοχή της Κοζάνης στις νότιες πλαγιές του Ψηλού Αηλιά, β. Προέλευση :
ιδιοκτησίας Σιώµου>Σιωµάθκου.
σµάδ’ (του) : α. το σηµείο αναγνώρισης, β. ο στόχος, γ. η εγκοπή στα αυτιά των ζώων για να
αναγνωρίζει ο κτηνοτρόφος το κοπάδι του, δ. σµάδγια (τα) = 1. τα δώρα που αντάλλασσαν οι
οικογένειες πριν τον αρραβώνα, 2. τα ίχνη κάποιου (ανθρώπου ή ζώου), ε. ο οιωνός, το
προµήνυµα, στ. η προαίσθηση.
σµίτ’ (του) : α. επτάζυµο ψωµάκι για κολατσιό, β. Προέλευση : από το αρχαίο [u]σεµίδαλις[/b],
πηγή : Π.Λ.Μπ.
σνάφ’ (του) : α. η συντεχνία επαγγελµατιών. β. το σύνολο των ατόµων που ασκούν το αυτό
επάγγελµα, γ. Προέλευση : από το αττ. ξυνάφεια, πηγή : Δηµητράκος.
σνεικάζου (ρ.) : α. τρέχω γρήγορα, β. Προέλευση : από το αρχαίο συνεικάζω, πηγή : ΙΝΒΑ σ.
250.
[b]σνί (του) : µεγάλο χάλκινο, εγχάρακτα διακοσµηµένο στρόγγυλο ταψί για το φούρνο, ειδικό
για πίτες και κιχιά.
σόµ’ (του) : α. η αρµατωσιά, (η προφύλαξη του σώµατος σε περίοδο πολέµου, [το βρήκα σόµ
άλλά θα πρέπει να εννοούσε σώµ’ = σώµα]), β. (Δηµητράκος = σώος).
σουκάκ’ (του) : α. στενός και µικρός δρόµος στρωµένος µε πέτρες, β. σουκάκου (η) = η
κουτσοµπόλα γυναίκα, γ. Προέλευση : από το τουρκ. sokak, πηγή : ΑΠΘ.
σουντώ (ρ.) : α. ορµώ µε πάθος, β. σουντστιάρας και σούνταρς (επίθ.) = 1. αυτός που
χώνεται στο άλλο φύλλο ερωτικά, 2. αυτός που ορµάει αψηφώντας κάθε κίνδυνο.
σούρβα (τα) : α. τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (Σηµ. ΖΦ>προέρχεται από το σούρβον = είδος
δένδρου οι καρποί του οποίου ωρίµαζαν [γλύκαιναν την πρωτοχρονιά], β. (Παπασιώπης: λέξη
ρουµανική sβrba), γ. (εγκυκλ. Δοµή : Σόρβον : δέντρο της οικογ. των µηλοδών).
σουρούκ’ (του) : α. το ράµφος των πουλιών, β. κάθε τι µυτερό που χρησιµεύει για το
σερβίρισµα του ποτού από το µπουκάλι, γ. η κάνουλα, δ. η µύτη, ε. σουρούκας (επίθ.) =
άνθρωπος µε µεγάλη και µυτερή µύτη.
σουρφίξ (του) : το βραδινό κάθε Πέµπτης σε ταβέρνες όπου γινόταν και λαχειοφόρος αγορά.
σούστα (η) : α. δίτροχο κάρο µε ένα άλογο (οφείλει το όνοµά του στο ελατήριο όπου
στηριζόταν για να αποφεύγονται οι κραδασµοί), β. Προέλευση : από το βεν. susta = ελατήριο
αλλά και σχοινί για δέσιµο φορτίου, πηγή : ΑΠΘ.
σούφρα (η) : α. η κωλ****πίδα, β. µετ. η εύνοια της τύχης, γ. µετ. ο τυχερός, δ. η πτυχή
υφάσµατος, δέρµατος κτλ., ε. σουφρώνου (ρ.) = κλέβω, στ. σουφρουτό (του) = σιροπιαστό
γλυκό που το φύλλο του κάνει πολλές πτυχές (όπως περίπου το σαραλί*).
σουφράς (ου). στρόγγυλη χαµηλή τάβλα σε τρίποδα που χρησιµοποιούνταν για τραπέζι
φαγητού, β. το σύνολο των φαγητών που βρίσκεται στο τραπέζι, γ. το στρόγγυλο
τραπεζοµάντιλο για το σοφρά.
σπάζου (ρ.) : α. θρυµµατίζω, β. κάνω τρύπες (στο ζυµάρι, στον πάγο του δρόµου, στο κρέας
κτλ.), γ. του σπάζου = 1. φεύγω, 2. την κοπανάω.
σπιρί (του) : α. ο κόκκος, β. η ρώγα του σταφυλιού, γ. µετ. η µικρή ποσότητα (φράση : «ιένα
σπιρί ζάχαρ’»), δ. το εξάνθηµα µε πύο.
σπλινίζουµι (ρ.) : α. ζηλεύω για κάτι που ανήκει σε άλλον και προσπαθώ να το αποκτήσω κι
εγώ, β. Προέλευση : από το ελνστ. σπλήν, πηγή : Π.Λ.Μπ.
στάζου (ρ.) : α. ρίχνω κάποιο υγρό σταγόνα - σταγόνα, β. στάζουµι (ρ.) = λερώνοµαι από
µια σταγόνα υγρού, γ. στάχθκα (αόρ.) = λερώθηκα, 2. δ. σταξιά (η) = 1. η πιτσιλιά, 2. η
µικρή ποσότητα (φράση : «δόµι µνιά σταξιά ζάχαρ'» = δώσε µου λιγάκι ζάχαρη).
σταφιλαρµιά (η) : α. την εποχή του τρύγου αραδιάζουµε σε κιούπι εκλεκτά σταφύλια και στη
µέση τοποθετούµε ένα πανί µε σινάπι. Τα σκεπάζουµε µε βρασµένο µούστο, σφραγίζουµε µε το
καπάκι και τα καταναλώνουµε τη Σαρακοστή, β. δες Κοζανίτικες Συνταγές στο giapraki.com.
στιγνόπτα (η) : νηστίσιµη πίτα χωρίς λίπος, συνήθως µε ταχίνι και καρύδια.
στινό (του) : α. το στενό δροµάκι, β. στένουµα (του) = 1. το στενό πέρασµα ανάµεσα σε δύο
σπίτια, 2. η επιδιόρθωση για το στένεµα των ρούχων, γ. στινά (επίρ.) = 1. στριµωγµένα, 2.
άβολα, 3. στενάχωρα.
στινούρα (η) : α. πλακόστρωτο στενό δροµάκι (πιο στενό από το σοκάκι που ήταν σα χωνί ),
β. µετ. ο τσιγκούνης, γ. µετ. δυσχερής οικονοµική κατάσταση, δ. στινούρας (επίθ.) = 1. ο
άνθρωπος µε στενόµακρο κεφάλι, 2. µετ. ο ισχυρογνώµων.
στιρµάζου (ρ.) : α. προσέχω, β. εστιάζω την προσοχή µου, γ. δίνω σηµασία, δ. (ιταλ. stimare).
στουµπώνου (ρ.) : α. βουλώνω συµπιέζοντας, β. φράζω, γ. τρώω υπερβολικά (λες και πιέζω
µε στούµπο το φαγητό για να χωρέσει και άλλο) µέχρι κορεσµού.
στουπώνου (ρ.) : α. βουλώνω πρόχειρα κάποια τρύπα ή βαθούλωµα µε τάπα ή άλλο πώµα, β.
γεµίζω ή και παραγεµίζω κάποιο κενό, γ. στούπουσα = βούλωσε ο πισινός µου και δεν µπορώ
να ενεργηθώ, δ. Προέλευση : από το πώµα ή το αρχαίο στυπείον, πηγή : και τα δύο από το
ΑΠΘ.
(lias : τα στουµπώνου και στουπώνου τα έβαλα επίτηδες µαζί γιατί ενώ έχουν παραπλήσια
σηµασία είναι διαφορετικά).
στραβουκατσιαούλου (επίθ.) : α. αυτή που έχει στραβή την κάτω σιαγόνα, β. µετ. η δόλια και
φθονερή γυναίκα που µιλάει µε µισόλογα.
στρίβου (ρ.) : α. κλωθογυρίζω, β. στρίβω από τη γωνία, γ. την «κοπανάω» δ. αλλάζω γνώµη,
ε. τυλίγω τσιγάρο.
στρώσιµου (του) : α. απλώνω και καλύπτω µία επιφάνεια µε πάνινο αντικείµενο (εργόχειρο,
κουβέρτα, χαλί κτλ.), β. η συµµόρφωση κάποιου, γ. η βελτίωση, δ. το άπλωµα και η ισοπέδοση
χαλικιών ή ασφάλτου για την κατασκευή δρόµου, ε. στρώσ’ (η) = 1. το σύνολο των
εργόχειρων για διακόσµηση που συνήθως ήταν εξάδες ή δωδεκάδες, (πετσετάκια, πετσέτες,
τραπεζοµάντιλα κτλ.), 2. η πρώτη χεριά, το κάθε στρώµα υλικού (µπογιάς, τσιµέντου κτλ.), στ.
στρουσίδ’ (του) = το κλινοσκέπασµα.
στώ (ρ.) : α. στήνω (σκηνή, κοντάρι, στύλο κτλ.), β. ξεκινώ µία εργασία ή ένα επάγγελµα, γ.
στχιούµι = στήνοµαι (1. σε ραντεβού, 2. σε παράταξη για παρέλαση κτλ.)
συµπάθχιου (του) : α. η συγγνώµη µετά από µία απρεπή έκφραση, β. συγγνώµη που
συνοδεύεται από χειρονοµία, γ. Φράσεις : α. «γίγκαµι σαν τα γρούνια, µι του συµπάθχιου», β.
«αγόρασα ιένα αγγούρ’ τόσου ιά, µι του συµπάθχιου».
σύνουρου (του) : α. το όριο µίας περιοχής (αγρού, αµπελιού κτλ.), β. η άκρη της γειτονιάς.
σφαλνώ (ρ.) : α. κλείνω (πόρτα, µάτια, παράθυρα κτλ.), β. φυλακίζω, γ. συµφωνώ για κάποια
δουλειά.
σφκούν’ και σκφούν’ (του) : κοντή, χοντρή µάλλινη κάλτσα που τη φόραγαν το χειµώνα µέσα
στο σπίτι αντί για παντόφλα για να ζεσταίνονται τα πόδια.
σφούγκους (ου) : α. το βρέξιµο, β. το λέρωµα (φράση : «ίχιν ιένα σουφρά ντίπ σφούγγους»),
γ. Φράση : «ντίπ σφούγγους γίγκις» = βράχηκες πολύ, δ. σφούγκζµα (του) = το στέγνωµα
από τα νερά, ε. σφουγκ’ίσ’ (ρ.) = σκουπίσου, στ. Προέλευση : από το σπόγγος, πηγή :
Π.Λ.Μπ.
σχτί (του) : α. υφαντό στρωσίδι καµωµένο µε λωρίδες άχρηστου και σχισµένου υφάσµατος, β.
Προέλευση: από το αρχαίο σκύτος = λωρίδα από κατεργασµένο τοµάρι, πηγή : Δηµητράκος.
σχώρεσ’ και σχώργιου (του) : α. η οικογενειακή επίσκεψη το βράδυ της Αποκριάς στους
µεγαλύτερους συγγενείς, β. η αµοιβαία συγχώρεση πριν τη Θεία Μετάληψη.
σώγαµπρος (ου) : α. ο γαµπρός που διαµένει στο σπίτι της νύφης και πολλές φορές
απασχολείται στην δουλειά του πεθερού, β (lias : αυτό συνέβαινε κυρίως όταν η νύφη ήταν
µοναχοπαίδι και οι γονείς της δεν είχαν άλλα παιδιά να τους φροντίσουν στα γεράµατα. Σε
διαφορετική περίπτωση η λέξη έχει υποτιµητική σηµασία = ο άχρηστος, ο αχαΐρευτος κτλ.).
ταβάς και νταβάς (ου) : α. στρόγγυλο, βαθουλωτό είδος ταψιού µε χερούλια (µικρότερο από
το σνί*), β. Προέλευση : από το τουρκ. tava, πηγή : ΑΠΘ.
ταγάρ’ (του) : α. ο τορβάς, β. η ταΐστρα των ζώων (κρέµονταν από το λαιµό και όταν το ζώο
τελείωνε το φαγητό του χρησίµευε και σαν µαθητική σάκα), γ. µέτρο χωρητικότητας
δηµητριακών ίσο µε 10 οκάδες, δ. ταγαρουκέφαλους (επίθ.) = µε µεγάλο και πλατύ κεφάλι,
ε. Προέλευση: από το αρχ. ταγή = τροφή των ζώων, πηγή : ΑΠΘ.
ταγκίλα και τσαγκίλα (η) : α. η άσχηµη µυρωδιά αλλοιωµένου λιπαρού τροφίµου (βουτύρου,
τυροκοµικών κτλ.), β. Προέλευση από το αρχαίο ταγγός, πηγή : ΑΠΘ.
ταή (η) : α. η βρώµη, β. η τροφή των ζώων, γ. Προέλευση από το αρχαίο ταγή = σιτηρέσιο,
πηγή : Π.Λ.Μπ.
ταϊλιάκ’ (του) : α. νεογέννητο άλογο, β. πουλάρι, γ. Προέλευση : από το αρχ. ταγή πηγή :
Π.Λ.Μπ.
ταϊλιάτσ’ (του) : α. το ακατέργαστο αλλά πλυµένο µαλλί για το γέµισµα των στρωµάτων, β.
Προέλευση από το αρχ. ταγή, πηγή : Π.Λ.Μπ.
τακίµ’ (του) : α. το ταίρι, β. οµάδα εργαζοµένων στην ίδια δουλειά και τις ίδιες ώρες, γ.
τακιµιάζου (ρ.) = το ταίριασµα µίας «κολλητής» παρέας, δ. η συλλογή ίδιας κλάσης ή
οµοειδών αντικειµένων, ε. Προέλευση : από το τουρκ. takim, πηγή : ΑΠΘ.
τακούµ’ (επίρ.) : α. µε µέτρο, β. Φράση : «δεν έχ’ τακούµ’» = δεν έχει µέτρο.
ταµάµ (επίρ.) : α. ακριβώς, β. επάνω στην ώρα, γ. το τέλειο ταίριασµα, δ. Προέλευση : από το
τουρκ. tam am, πηγή : ΑΠΘ.
ταµπάκου (του) : σκόνη από φύλλα καπνού που ρουφιέται από τη µύτη.
ταντέλα (η) : α. η δαντέλα, β. µετ. ο λεπτός στην κατασκευή, γ. Φράσεις : «άπλουσιν ιένα
φύλλου! ταντέλα!» = έκανε εξαιρετικά λεπτοκαµωµένο φύλλο για την πίτα, «απόµνιν ταντέλα»
= έµεινε άφραγκος, δ. µετ. έγινε φύλλο και φτερό, ε. (φράση Α.Ρ. : «…τουν έκαµαν
ταντιέλα...»), στ.. Προέλευση : από το γαλλ. dentelle, πηγή : ΑΠΘ.
ταρατόρ’ και τηρατόρ’ (του) : α. τζατζίκι αραιωµένο µε νερό ή γάλα, δροσιστικότατο στις
ζεστές καλοκαιρινές ηµέρες. β. Προέλευση : από το τουρκ. tarator, πηγή : ΑΠΘ.
ταράτσα (επίρ.) : α. στη φράση «τν’ έκαµα ταράτσα» = έφαγα πάρα πολύ, β. (ουσ.) η επίπεδος
στέγη του σπιτιού, γ. ταρατσώνου (ρ.) = τρώω πολύ µε ευχαρίστηση.
ταχιά (επίρ.) : α. αύριο, β. Προέλευση από το ταχύς, πηγή : ΑΠΘ # από το ταχινή = πρωία,
Δηµητράκος. γ. (Μαλούτας : από το ταχινός = αυγινός).
τέλ’ (του) : α. η λεπτή χορδή (µαντολίνου, κιθάρας κτλ.), β. τέλια (τα) = 1. απαραίτητο στολίδι
του πέπλου της νύφης µε χρυσές ή ασηµένιες κλωστές, 2. τα τηλεφωνήµατα (φράση : «βάρισαν
τα τέλια» = έγιναν τα απαραίτητα τηλεφωνήµατα, γ. (Παπζήσης) : λεπτότατες µεταλλικές
κλωστές. Απαραίτητο εξάρτηµα του νυφικού πέπλου ήταν τα αργυρά ή τα χρυσά τέλια. Η
φάση : [i]«πότι τα βάλ’ τα τέλια;»[/b] σήµαινε = πότε θα παντρευτεί. Για το γαµπρό η φράση
ήταν : «πότι τα βάλ’ τα τσάκνα;» σήµαινε = πότε θα βάλει τον ακάνθινο στέφανο;
Τζαµάρα (η) : τοπωνύµιο της Κοζάνης, (lias : είναι η περιοχή (τούµπα) απέναντι από το
µνηµείο του Αγνώστου Στρατιώτη όπου βρίσκεται το δηµοτικό parking και δεξιά προς τη Γιτιά
και τον Άγιο Κωνσταντίνο).
τζιακλίκ’ (του) : πανί που στερεώνονταν πάνω από το τζάκι για να µη µαυρίζει το µπουχάρ’*.
τζιαµλίκ’ (του) : α. η τζαµαρία, β. το πλαίσιο µαζί µε το τζάµι της πόρτας ή του παράθυρου, γ.
Προέλευση : από το τουρκ. camlik = χώρος κλεισµένος µε τζάµι, η τζαµαρία, πηγή : ΑΠΘ.
τζιάµ’ πλιάφ’ (του) : α. πιλάφι µαγειρεµένο µε την συνταγή (ρύζι, καβουρδισµένος φιδές,
ζάχαρη, κανέλα) δες : Κοζανίτικες συνταγές, β. (Μαλούτας : «ατζέµ πιλάφι» είναι φαγητό ρύζι
και κρέας µαζί µαγειρευµένο µε την περσική συνταγή, [lias : No comment), γ. Προέλευση από
το τουρκ. acem= περσικός, πηγή : ΑΠΘ.
τζιαντίλα (η) : α. αραιοπλεγµένο βαµβακερό πανί που χρησιµοποιείται στην τυροκοµία για το
στράγγισµα των τυριών, του γιαουρτιού (όταν θέλουµε να το κάνουµε στραγγιστό) κτλ., β. το
τουλπάνι για τον καθαρισµό στην κατεργασία του γάλακτος, γ. Προέλευση : από το σλαβ. cedil,
πηγή : ΑΠΘ.
τζιαρσί (του) : α. ο χώρος του παζαριού ή της αγοράς στο κέντρο της πόλης, β. Προέλευση :
από το τουρκ. carci = αγορά, πηγή : ΑΠΘ.
τζιβώνου (ρ.) : α. κλείνω τα µάτια µου, β. τζιβουτό (του) = το παιδικό παιχνίδι «κρυφτό».
τζιέργια (τα) : α. τα σπλάχνα (φράση : «καλώς του τζέρι µ’» = προσφώνηση για αγαπηµένο
πρόσωπο), β. τζιέρ’ (του) = το συκώτι (Δηµητράκος), γ. η συκωταριά των ζώων κυρίως, δ.
Προέλευση : από το περσ. ciger, πηγή : ΑΠΘ.
τζιµάν’ (του) : α. ο ικανός άνθρωπος, β. αυτός που τα επιτυγχάνει όλα, γ. (lias : Προέλευση :
κατά την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ δηµιουργήθηκε το F.B.I. Κάθε στέλεχος αυτής
της υπηρεσίας ονοµάζονταν G. man που ήταν σύντµηση του Government man = κυβερνητικός
υπάλληλος).
τζίµπρα (η) : α. αντρικό µάλλινο παντελόνι που κουµπώνει από τον αστράγαλο ως το γόνατο,
β. δες και ζίµπρα*.
τζιουµπανίκα (η) : α. η γκλίτσα του τσοπάνου, β. χοντρή βέργα, γ. (lias : άκουσα να τη λένε
και τζιουµάκα από κατοίκους του Βοΐου), δ. Προέλευση : από το τζιουµπάνους.
τζίτζικας (ου) : α. το τζιτζίκι, β. µετ. ο άνθρωπος που µιλάει συνεχώς, γ. Φράση : «µούτους
τζίτζικας» = ο άνθρωπος µε κρυφά χαρίσµατα, δ. Προέλευση : από το αρχαίο τέττιξ, πηγή :
ΑΠΘ.
τζιτζίκου (η) : α. η θεία του πατέρα ή της µητέρας κάποιου, β. µετ. η παραµάνα, γ. η
ηλικιωµένη θεία, δ. ( lias : αρσ. θείος = τσιούτσιους*).
τζούρα (η) : α. η γουλιά, β. η ρουφηξιά του τσιγάρου, γ. µικρή δόση από κάτι.
τζούφχιους (επίθ.) : α. ο κούφιος, β. µετ. η πορδή που δεν ακούγεται αλλά µυρίζει, γ.
Προέλευση : από το αρχαίο σοµφός = πορώδης, πηγή : Π.Λ.Μπ.
τζούφους (ου) : α. η ρίζα του πράσου (το λευκό και τρυφερό µέρος), β. η καρδιά του
καρµπολάχανου, γ. µετ. η αποτυχία, δ. Φράση : «απόµνις τζούφους» = έµεινες ξεκάρφωτος.
τηρώ (ρ.) : α. κοιτώ, β. διατηρώ, γ. προσέχω, επιτηρώ, δ. Φράση : «τήρα τ’ δλιά σ’ !» = κοίτα
τη δουλειά σου και µην ανακατεύεσαι.
τιάφ’ (του) : α. το θειάφι, β. τιαφίζου (ρ.) = ραντίζω µε σκόνη θειαφιού το αµπέλι κυρίως, γ.
Φράση : «τιάφ’ κι πουρδουβότανου» = λέγεται για το άτοµο που θέλουµε να ξεφορτωθούµε.
τίγκα (επίρ.) : α. φίσκα, β. τελείως γεµάτος, γ. κατάµεστος χώρος, δ. Προέλευση : από το ιταλ.
tinga, πηγή : ΑΠΘ.
τιλατίν’ (του) : α. ψιλό, λεπτό και καλά επεξεργασµένο δέρµα µοσχαριού ή αλόγου για την
κατασκευή παπουτσιών αλλά και για κάλυµµα µπαούλων, β. µετ. ο λεπτός, ο ψιλός, β.
Προέλευση : από το ρώσ. (δεν µπορώ να γράψω τους χαρακτήρες), πηγή : ΑΠΘ.
τιντώνου (ρ.) : α. τεντώνω (το σχοινί, το σύρµα κτλ.), β. Φράση : «τέντουσα τ’ τζίφρα µ’» =
υπέγραψα φαρδιά πλατιά, γ. τιντώνουµι (ρ.) = 1. πέφτω για ύπνο, 2. ξαπλώνω, 3.
ανακλαδίζοµαι.
τιπιλίκια και τεπελίκια (τα) : γυναικεία ασηµένια καλύµµατα του κεφαλιού µε πολλά στολίδια.
τιπχιές (ου) : α. η κορυφή ενός λόφου, (δες Γκιόστεπε – τοπωνύµια), β. το πάνω µέρος του
καπέλου, η σκούφια, γ. Προέλευση : από το τουρκ. tepe = λόφος, κορυφή του κεφαλιού,
πηγή : ΑΠΘ.
τιρλίκια (τα) : α. κοντά πλεκτά καλτσάκια των παιδιών για να µη κρυώνουν τα πόδια (lias :
ήταν πλεγµένα µε χαρούµενα χρώµατα, και χρησίµευαν αντί για παντόφλες. Παρόµοια ήταν τα
καλτσιούνια*. Στα λεξικά αναφέρεται και τσόχινη έκδοση), β. Προέλευση : από το τουρκ. terlik,
πηγή : ΑΠΘ.
τιρµιντίνας (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που ενώ έχει κάτι δεν το µοιράζεται µε άλλον, ο
µοναχοφάης (Ν. Κοζιάκης), β. άχρηστος, ανίκανος να κάνει κάτι (Ντίνας).
τιρτίπ’ (του) : α. το τέχνασµα, β. το κόλπο, γ. Προέλευση : από το τουρκ. tertip, πηγή : ΑΠΘ.
τιρώ και τηρώ (ρ.) : α. βλέπω, β. παρατηρώ µε προσοχή, γ. συντηρώ, κρατώ, δ. διατηρώ, ε.
φυλάγω, στ. προσέχω, ζ. Φράσεις : «τιρώ τν Τιτράδ’» = νηστεύω κάθε Τετάρτη, «τα τιρούµι τα
παλιούκιρα» = συντηρούµε τα παλιά έθιµα, η. δες και τηρώ*.
τίτκας (ου) : α. ο πόνος του λαιµού, η βραχνάδα, β. η αρρώστια των ωδικών πτηνών στο λαιµό
ώστε να µη µπορούν να κελαηδήσουν.
τιτχιώνου (ρ.) : α. κάνω έρωτα, β. βλάπτω κάποιον, γ. γενικά κάνω κάτι εις βάρος κάποιου
χωρίς να αναφέρω κάτι συγκεκριµένο, δ. τέτχιους; (επίθ.) = (τι είναι δηλαδή; τέτχιους
[αοριστολογία – αµηχανία] που µπορεί να σηµαίνει ακόµα και κίναιδος!).
τκάλ’ (του) : το εσωτερικό λούστρο (σµάλτωµα) των κεραµικών για να γεµίσουν οι πόροι
ιδιαίτερα στα κιούνγκια* των βυρσοδεψών.
τνάζου (ρ.) : α. τινάζω (τα κλινοσκεπάσµατα, τα χαλιά κτλ. αλλά και την αµυγδαλιά, την
καρυδιά κοκ), β. πίνω ένα ποτήρι ποτού µονοκοπανιάς, γ. Φράση : «τίναξιν ν’ καρά» =
πέθανε, σκοτώθηκε, δ. Προέλευση από το αρχαίο τινάσσω, πηγή : ΑΠΘ., ε. τνάκας (επίθ.) = ο
µπεκρής, ο πότης.
τόπα (η) : α. δίχτυ παραγεµισµένο µε κουρέλια που χρησιµοποιούνταν για το ποδόσφαιρο των
µικρών. β. το τόπι.
τουλούµπα (η) : α. χειροκίνητη αντλία για την εξαγωγή υγρών (νερού, λαδιού, πετρελαίου
κτλ.) από το βαρέλι, το πηγάδι κά. β. το σιροπιαστό γλυκό.
τουµπουρλιέκ’ και τιµπιρλέκ’ (του) : µικρό είδος τύµπανου που παίζεται µε τα χέρια.
τούρλα (η) : α. η ζαλάδα µετά από µεθύσι, β. η µυτερή κορυφή βουνού, γ. τουρλένου (ρ.) =
1. τρελαίνω, 2. ζαλίζω, δ. Προέλευση : από το ελνστ. τρούλλα (η) = η µικρή κουτάλα, πηγή :
ΑΠΘ.// Δηµητράκος, : τούρλα = αιχµηρά κορυφή, ε. (lias : γιατί όχι από το τρούλος;)
τουρός (ου) : α. το ίχνος οπλής ζώου, β. Φράση : «τουν λύκου τουν γλιέπουµι, τουν τουρό
κοιτούµι;» = για κάτι το αυτονόητο, γ. Δηµητράκος : τορός = διατρητικός, σαφής, ευνόητος,
καθαρός, πρόχειρος, δ. (Προέλευση : από σλαβ. dira, πηγή: Τσότσος), ε. (lias : γιατί όχι από το
τηρώ*;).
τρακάσ’ (του) : πρόχειρος µηχανισµός σιδερένιος ή ξύλινος µε «γλώσσα» για το κλείσιµο (όχι
το κλείδωµα) της πόρτας.
τρανός (επίθ.) : α. ο µεγάλος, β. το αφεντικό, γ. αυτός που έχει το γενικό πρόσταγµα στην
οικογένεια (ο παππούς ή ο µπαµπάς), δ. τρανεύου (ρ.) = 1. µεγαλώνω, 2. αυξάνω, ε.
τρανεύιτι (ειρων.) = µεγαλοπιάνεται (φράση : «τράνιψιν η δλιά τ’» = δεν µας καταδέχεται γιατί
µεγαλοπιάστηκε).
τράχαλα και τρόχαλα (τα) : α. σωρός από πέτρες που κυλά, β. κατσάβραχα, γ. Προέλευση
από το αρχ. τροχαλός = που τρέχει, στρογγυλός, πηγή : ΑΠΘ.
τράχουµα (του) : α. τα µετρητά που δίνονταν µαζί µε την προίκα (νάχτ’*), β. Προέλευση : από
το µσν. τραχύ = ασηµένιο νόµισµα, πηγή : Π.Λ.Μπ.
τριβόλ’ (του) : α. ζιζάνιο των χωραφιών που έρπει, µε όµορφα κίτρινα λουλούδια που γίνονται
αγκαθωτοί καρποί, βοταν. τρίβολος, β. µετ. ο διάβολος (διάουλους, τρίβουλους κατά το δύο,
τρία), γ. Προέλευση από το αρχαίο τρίβολος, πηγή : ΑΠΘ.
τριότς (ου) : α. παιδικό επιτραπέζιο παιχνίδι µε δύο παίκτες που ο καθένας έχει τρία
πετραδάκια, β. η τρίλιζα.
τριουρνώ (ρ.) : α. τριγυρίζω άσκοπα χαζεύοντας, β. στριφογυρίζω ή τυλίγω κλωστή, γ.
τριουρστός (ου) = είδος δηµοτικού χορού, δ. τριούρζµα (του) = 1. η περιφορά, 2. το
τριγύρισµα, 3. η περιέλιξη.
τριπουσάκς (ου) : α. ο δρυοκολάπτης, β. µετ. ο άνθρωπος που χώνει τη µύτη του παντού.
τρούπ’ κιφαλού (έκφρ.) : α. (Νιάνια) τρύπιο κεφάλι, αδειανό χωρίς περιεχόµενο, β. (lias) = ο
µπουµπούνας.
τσαγκαρλίθρα (η) : α. η σπίθα της φωτιάς, β. πιτσιλιά από καυτό νερό, λάδι κλπ.
τσάκνου (του) : α. το ξερόκλαδο, β. µετ. υπερβολικά αδύνατο µικρό παιδί, γ. σπασµένο µικρό
κλαδί.
τσακούλ (του) : α. ανάχωµα από ξερολιθιά για τη συγκράτηση των χωµάτων στο αµπέλι, β.
(Μαλούτας : µετ. η οδοντοστοιχία), γ. (lias : πιθανή προέλευση από το τσακίζω, γιατί συνήθως
γινόταν µε σπασµένες πέτρες, από τα φουρνέλα που πυροδοτούσαν).
τσακστάρας (ου) : α. αυτός που κάνει πολλές φιγούρες στο χορό, β. µετ. ο επιδειξίας, γ.
τσακστάρου (η) = σεξοµανής γυναίκα (που το τσακίζει το πέος).
τσαλίµ’ (του) : α. η δεξιοτεχνία των κινήσεων του χορευτή, β. η προσποίηση (φράση : «άσι τα
τσαλίµνια κι φάει…»), γ. (Παπασιώπης : επιδεικτικές κινήσεις, ακκισµοί), δ. Προέλευση : από το
τουρκ. calim, πηγή : ΑΠΘ.
τσαπράζια (τα) : α. ασηµένια η χρυσά κοσµήµατα που τα φορούσαν οι άνδρες χιαστί στο
στήθος, β. (lias : µου είπαν ότι και τις φυσιγγιοθήκες τις έλεγαν τσαπράζια, γιατί και αυτές τις
φορούσαν χιαστί ).
τσατµάς (ου) : α. τοίχος µε λεπτά σανίδια ή καλάµια που γεµίζονται ενδιάµεσα µε λάσπη και
κατόπιν σοβατίζονται, β. Προέλευση : από το τουρκ. catma, πηγή : ΑΠΘ.
τσιάζου (ρ.) : α. εκτιµώ, β. υπολογίζω, γ. µετρώ, δ. Φράση : «έτσιαζιν του φράγκου» = για τον
οικονόµο.
τσιασίτ’ (του) : α. το εξαιρετικό είδος, β. η µεγάλη ποικιλία ειδών, γ. καλή ποιότητα, δ. µετ.
ιδιόµορφος άνθρωπος, ε. Προέλευση : από το τουρκ. cesit, πηγή : Χ.Χ.
τσιατµάς : α. τοίχος µε τούβλα από άχυρο και λάσπη στερεωµένα µε ξύλα, β. δες και
τσατµάς*, γ. Προέλευση : από το τουρκ. catma, πηγή : ΑΠΘ.
τσιβί (του) : α. ξύλινο καρφί, β. τσιβικώνου (ρ.) = κάνω έρωτα «από πίσω», γ. Προέλευση :
από το τουρκ. civi, πηγή : ΑΠΘ.
τσιγαρίδα (η) : α. το τραγανό υπόλειµµα του χοιρινού λίπους µετά την αφαίρεση της λίγδας*,
β. µετ. άνθρωπος πολύ λεπτός.
τσικρίκ’ (του) : χειροκίνητος τροχός για το τύλιγµα του νήµατος στα µασούρια.
τσιµινλίκ’ (του) : α. πολύ πυκνό στρώµα χλόης, β. το γκαζόν, γ. Προέλευση : από το τουρκ.
cimenlik = χορτάρι, πηγή : Χ.Χ.
τσινί (του) : α. είδος µεταλλικού ρηχού πιάτου (τσίγκινου ή χάλκινου), β. τσινιά (τα) =
παιδικό παιχνίδι µε κοµµάτια σπασµένης πορσελάνης (Προέλευση : από το Κίνα = China,
(Παπασιώπης).
τσίντσιλι – µίντζιλι (εκφρ.) : α. ποικιλία ειδών (π.χ. µπαχαρικών, µυρωδικών κτλ.) για την
παρασκευή του καθηµερινού φαγητού, β. τα διάφορα µικροπράγµατα.
τσιόκους (ου) : α. ξύλινο είδος σφυριού για το χτύπηµα της πόρτας του σπιτιού για να πούνε
τα παιδιά τα κάλαντα, β. (Παπασιώπης: ρόπτρο, ξύλινο τσιουκάνι µε το οποίο χτυπούσαν οι
καλαντάρηδες τις πόρτες. Συνήθως τους χρωµάτιζαν µε τα χρώµατα της σηµαίας, µπλε και
µαύρο), γ. (Προέλευση : από το τσόκι [Μαλούτας]).
τσιόµκα (η) : α. η χιονόµπαλα, β. σφαιρικό κατασκεύασµα µε τις παλάµες των χεριών από
χιόνι, κιµά, λάσπη κτλ.
τσιόνα (η) : α. ο σπίνος (το πτηνό), β. (Χ.Χ. : 1. πουλί που προαναγγέλλει τη χιονόπτωση, 2.
το σπουργίτι), γ. µετ. το πέος (φράση : «µαλλί ’που τσιόνα»), δ. µετ. το χαϊδεµένο κοριτσάκι
(lias : µανάρι = το αγοράκι, τσιόνα = το κοριτσάκι).
τσιούγκου (του) : α. το χέρι, β. το κουλό γ. το χέρι που είναι σφιχτό, δ. τσιουγκάθκα (ρ.) =
παρέλυσε το χέρι µου, ε. τσιούγκαβους (επίθ.) = 1. ο τσιγκούνης, στ. Προέλευση : από το
ιταλ. cionco, πηγή : ΙΝΒΑ σελ. 252.
τσιουκάν’ (του) : α. µικρό σφυρί., β. (Προέλευση : από το αλβ. cokan, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ.
252), γ. (Δηµητράκος : τσουκάνι = 1. σφύρα, 2. ρόπτρον, 3. ηχηρώς ηχών κώδων προβάτων,
4. τυκάνη ), δ. Προέλευση : από το αρχ. τυκάνη, πηγή Π.Λ.Μπ.
τσιούλ’ (του) : α. φτηνό υφαντό κιλίµι από παλιά ή φθαρµένα υφάσµατα, β. τσούλα (η) = η
ανήθικη γυναίκα, γ. τσιόλ’ (του) = ο τιποτένιος άνθρωπος, δ. τσιουλιέινιου (επίθ.) =
φτιαγµένο από τσιούλ’ (φράση (Α.Ρ.) = «…έφκιαναν τρουβάδγια, τ’σάκια τσιουλιέινα…», ε.
(τουρκ. cul, πηγή : ΑΠΘ), στ. συνών. σαρπόζ’*.
τσιούµπλα (η) : α. η τσίµπλα του µατιού, β. το µικρό µάτι στη βάση της κληµατσίδας που
πρέπει να καταστραφεί κατά το κλάδεµα.
τσιουρτσιβές (ου) : α. συρταρωτό παράθυρο που άνοιγε προς τα επάνω, β. (Προέλευση : από
το τουρκ. cerceve, πηγή : Χ.Χ.), γ. δες και τσιρτσιβές*.
τσίπα (η) : α. η ντροπή, β. το φιλότιµο, γ. το πέπλο του νυφικού της νύφης αλλά και της
χήρας, δ. η πέτσα του γιαουρτιού, ε. (σλαβ. tzipa, πηγή : ΑΠΘ).
τσιρίζ’ (του) : α. κόλλα από άµυλο που χρησιµοποιούσαν οι τσαγκάρηδες, β. (τουρκ. ciris,
πηγή : ΑΠΘ).
τσιρόν’ (του) : α. είδος µικρού λιµνίσιου ψαριού για τηγάνισµα, (είδος τσίρου), β. λιαστό µικρό
ψάρι της λίµνης.
τσίτ’ (του) : α. φτηνό χρωµατιστό βαµβακερό ύφασµα, β. (τουρκ. cit, πηγή : ΑΠΘ).
τσίτα (η) : α. διχαλωτό ξύλο (για το στήριγµα των κληµατσίδων), β. επιρ. τεντωµένα.
τσιτούρ’ (του) : α. το µεγάλο και πλατύ κεφάλι, β. στρόγγυλο δοχείο κρασιού, γ. σουπιέρα, δ.
τσιτούρας (επίθ.) = ο κεφάλας, ε. Προέλευση : από το αρχ. κοτύλη, πηγή : Π.Λ.Μπ.
τσίτσα και τσ´τσα (η) : α. µικρό ξύλινο δοχείο µε µικρό στόµιο για την µεταφορά και πόση
οινοπνευµατωδών (κρασιού, τσίπουρου), β. είδος µικρής φτσέλας*, γ. (Παπασιώπης : µικρό
δοχείο για ρακί), δ. Προέλευση από το αρχ. τίτθη = τροφός, πηγή : Π.Λ.ΜΠ. τ. 58,/// από το
βουλγ. tsitska = θηλή µαστού, πηγή : ΑΠΘ., ε (σχόλιο lias : Καθηγητάρες! Μας βρήκαν ή τους
βρήκαµε; όλα τούρκικα, Βουλγάρικα, Κουτσοβλάχικα και δεν συµµαζεύεται… ΕΛΛΗΝΙΚΑ
είναι !!!).
τσιτσί (του) : α. το κρέας, β. ο µαστός, γ. Προέλευση : από το αρχαίο τιτθός, πηγή : ΑΠΘ.
τσιτώνου (ρ.) : α. τεντώνω καλά ένα ύφασµα προκειµένου να το κεντήσω στο ειδικό τελάρο,
β. (Παπασιώπης : τυλώνω, τεντώνω, παραγεµίζω).
τσιφτσής (ου) : α. ο γεωργός, β. ο ζευγάς, γ. (Προέλευση : από το τουρκ. ciftsi, πηγή : Χ.Χ.).
τσιχρά (επίρ.) : α. η άσχηµη όψη του προσώπου, β. η στενοχωρηµένη όψη στο πρόσωπο, γ.
τσιχρές (ου) = η φάτσα, το πρόσωπο.
τσκάλ’ (του) : α. στρόγγυλη πήλινη χύτρα (lias : όπως η στάµνα αλλά µε φαρδύ στόµιο και
καπάκι – εκεί µαγειρευόταν η φασολάδα αλλά και τα γιαπράκια), β. τσκαλάς (ου) = ο
τσουκαλάς, γ. (λατιν. zucca = κολοκύθα, πηγή : ΑΠΘ.).
τσνιά (τα) : α. σπασµένα γυαλικά ή κεραµικά, β. (Προέλευση : πιθανόν από το China = Κίνα
γιατί τα πορσελάνινα σερβίτσια ήταν Κινέζικα, [Παπασιώπης]), γ. δες και τσινιά*.
τσότρα (η) : α. ξύλινο δοχείο για τη µεταφορά ή την πόση υγρών, µε πλατιά βάση που
στενεύει προς τα πάνω, β. συνών. φτσέλα*, γ. ( Προέλευση : από το αρχαίο. κύαθος ή κοτύλη,
> λατ. cotyla, > τουρκ. cotura, πηγή : ΑΠΘ ).
τσούριγµα (του) : α. η δυνατή και συριστική κραυγή, β. τσουρίζου (ρ.) = βγάζω δυνατές και
διαπεραστικές φωνές, γ. δες και σούριγµα*.
τύλους (ου) : α. ξύλινη τάπα βαρελιού, β. Προέλευση : από το αρχαίο τύλος, πηγή :
Δηµητράκος.
τυχαντζής (ου) : (Ν.Α.) : ο πλανόδιος στα πανηγύρια µε περιστέρια που έλεγαν την τύχη.
τ’φαρίκ’ (του) : α. εξαιρετικό πράγµα, β. εκλεκτό είδος, γ. (τουρκ. tefarik, πηγή : ΑΠΘ).
φαΐ (του) : α. το φαγητό, β. το εσωτερικό των καρπών (φράση : «τσάκσι τα µπαλάµια κι φάι
του φαΐ ’τα»), γ. µετ. η ουσία µίας υπόθεσης, δ. µετ. το κέρδος µιας δραστηριότητας, ε. µετ. η
καλλονή (φράση : «γιρό φαΐ αυτήνια» = για την ωραία και καλοστεκούµενη γυναίκα), στ. του
φάι = 1. η βρώση, 2. το φαγητό, 3. (φράση : «όι φάι κι αφτός…!» = για τον λαίµαργο).
φαγάνα (η) : α. ο άπληστος, β. µετ. κάποιος ή κάτι που καταναλώνει υπέρµετρη ποσότητα
(φαγητού, χρηµάτων, πετρελαίου κτλ., έτσι λέµε φαγάνα το αυτοκίνητο µεγάλου κυλινδρισµού,
τον µανιώδη χαρτοπαίχτη, την άπληστη γυναίκα, τα «φρουτάκια» κτλ. κτλ.), γ. το οδοποιητικό
µηχάνηµα (ο εκσκαφέας ή ο ισοπεδωτής).
φανάρ’ (του) : α. φωτιστικό µε γυάλινο περίβληµα ώστε να µη σβήνει η φλόγα από τον αέρα,
β. ντουλάπι από τσίγκο και σήτα για τη φύλαξη των τροφίµων που κρέµονταν, συνήθως, σε
ευάερο και δροσερό χώρο για προφύλαξη από µύγες ή ποντίκια.
φανός (ου) : α. ο χώρος όπου ανάβουν φωτιά σε βωµό για να διασκεδάσουν την Κυριακή της
Τυροφάγου στην Κοζάνη, β. ο βωµός της αποκριάτικης φωτιάς, γ. Προέλευση : από το αρχ.
φαίνω = πηγή : Νάσης Αλευράς, // Δηµητράκος : φαίνω>φαείνω = φωτίζω.
φάρδους (του) : α. το πλάτος, β. µετ. η κωλοφαρδία και επακόλουθο η µεγάλη τύχη, η ρέντα,
γ. φαρδόστρατα (η) = η λεωφόρος.
φασκιά (η) : α. το σπάργανο, β. στενόµακρο βαµβακερό ύφασµα για το τύλιγµα του βρέφους,
γ. φασκιόνουµι (ρ.) = τυλίγοµαι υπερβολικά για να αντιµετωπίσω το ψύχος, δ. φάσκιουµα
(του) = το σπαργάνωµα των βρεφών.
φέρνου (ρ.) : α. κουβαλώ, β. αναλογίζοµαι, (φράση : «του φέρνου να µνιάζ’ µ´ όσα µι λες»),
γ. (lias : στο Δηµητράκο υπάρχουν 43 διαφορετικές ερµηνείες και στο ΑΠΘ. άλλες 12 !).
φέσ’ (του) : α. το φέσι, β. µετ. το απλήρωτο χρέος, γ. το υπερβολικό µεθύσι (φράση : «γίγκαµι
φέσ’!» = µεθύσαµε, δ. Προέλευση : από το όνοµα της πόλης Fez του Μαρόκου όπου
κατασκευαζόταν, πηγή : Π.Λ.Μπ.
φιλί (του) : α. φέτα ψωµιού απ’ άκρη σ’ άκρη του καρβελιού, β. κοµµάτι φαγώσιµου που
κόβεται σε φέτες (πορτοκαλιού, καρπουζιού, πίτας, τυριού κτλ.), γ. φιλίτσα (η) = µικρή φέτα
ψωµιού, δ. Προέλευση : από το βυζ. οφέλλιον<λατ. offella, πηγή : ΑΠΘ., ε. (σηµ. lias : το φιλί,
o ασπασµός δηλαδή, λέγεται στα κουζιανιώτ’κα : του φλί).
φίντα (η) : α. το πουλί που χρησιµοποιείται ως κράχτης για τη σύλληψη άλλων ωδικών
πτηνών, δ. (σηµ. lias : ο φίλος µου Τάκης Πάπιστας ερµηνεύει : Προέλευση : από το Δάµων και
Φιντίας).
φίρτα (η) : α. η επίσηµη γυναικεία ποδιά, β. δες στο παράρτηµα γυναικεία φορεσιά*.
φιρχάν’ (του) : α. ύφασµα που κρύβει κάτι, β. το σεντόνι, γ. η κουρτίνα, δ. (lias : φιρχάν
έλεγε ο παππούς µου την κουβέρτα που στερέωνε στην πόρτα για να µην κρυώνει το δωµάτιο)
ε. (Μαλούτας : λέξη γερµανική : vorhang,), ε. (Παπασιώπης : κουρτινάκι παραθύρου, λ.
γερµαν. forhange), στ. (Γ. Κορκάς : η κουρτίνα του παραθύρου, προέλευση : από το φέρνει και
χάνει το φως), ζ. (ξανά lias : άντε να βγει συµπέρασµα για την προέλευση της λέξης...).
φίτσιους (ου) : α. ωοειδής ή κυβική πέτρα µε την οποία παίζαµε διάφορα παιχνίδια
(Παπασιώπης), β. δες πιχνίδγια*.
φκιά και φτχιά (η) : α. πρόσφατα φυτεµένη έκταση στο χωράφι, β. το φυτώριο.
φκιάρ’ (του) : α. το φτυάρι, (του χτίστη [µεταλλικό] αλλά και του φούρναρη [ξύλινο]), β.
φκιαρούλ’ (του) = µικρό φτυάρι για τον καθαρισµό της στάχτης του τζακιού ή της σόµπας, γ.
Προέλευση : από το αρχαίο πτύον, πηγή : Π.Λ.Μπ.
φλάγου (ρ.) : α. επιτηρώ, β. παραφυλάγω, (φράση : «φλάγου µην ιρθεί κάνας…») γ. προσέχω,
δ. αποταµιεύω, ε. προστατεύω, στ. κρατώ, συντηρώ, (φράση : «δέκα χρόνια τούχα φιλαγµένου
να στου δώσου»).
φλαστήρας (ου) : α. ανάγλυφο ξύλο για το στόλισµα ή το µαρκάρισµα του ψωµιού πριν πάει
στο φούρνο, β. η σφραγίδα του πρόσφορου για την εκκλησία.
φλέβου και φλεύου (ρ.) : α. φιλεύω, β. lias : στην Κοζάνη δεν σηµαίνει απλά τραπεζώνω
κάποιον αλλά κάτι περισσότερο, κάνω φίλο κάποιον και του προσφέρω την φιλοξενία µου, γ.
Προέλευση : από το φλεψ = φλέβα, πηγή : Π.Λ.Μπ., δ. (lias : Στην Κοζάνη αλλά και στη γύρω
περιοχή συνηθιζόταν παλαιότερα η αδελφοποίηση : έκοβαν τη φλέβα και ένωναν το αίµα της µε
το αίµα κάποιου άλλου που εκτιµούσαν και έτσι γινόταν όµαιµοι).
φλιά (η) : α. η παράθεση γεύµατος ή δείπνου σε φίλο –ους, β. η ποικιλία των φαγητών σε ένα
τραπέζωµα φίλων, γ. το φιλοδώρηµα, δ. δες και φλέβου*.
φλόκα (η) : α. η καραµέλα γάλακτος, β. Προέλευση : από το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα, που
πρώτος κυκλοφόρησε το προϊόν.
φλόκους (ου) : α. ο κόµπος που ενώνει δύο µάλλινα νήµατα, β. το στριµµένο νήµα που εξέχει
από τις φλοκάτες, γ. Προέλευση : από το ιταλ. flocci = κόµπος, πηγή : ΑΠΘ.
φλώ (ρ.) : α. φιλώ, β. φιλοξενώ, γ. παραθέτω γεύµα σε κάποιον, δ. δες και φλέβου*, φλί*.
φόλα (η) : α. δηλητηριασµένο δόλωµα για θανάτωση άγριων ζώων, β. το δόλωµα, γ. µετ. το
δηλητήριο, δ. κοµµάτι δέρµατος σε µπαλωµένο παπούτσι, ε. (Χ.Χ.) το µεγάλο πλακουτσωτό
κεφάλι του γυφτόκαρφου, στ. ο φανατικός, (είναι φόλα ΝΔ, ΠαΣοΚ , Ολυµπιακός κτλ.), ζ.
Προέλευση : από το βυζ. φόλλις = τροφή, µικρό νόµισµα, πηγή : ΑΠΘ.
φόντ’ (του) : α. το σώσµα του κρασιού στο βαρέλι, το ίζηµα, β. ο πάτος του βαρελιού, γ. το
πάνω µέρος του παπουτσιού πριν τοποθετηθεί στη σόλα, δ. Προέλευση : από το ιταλ. fonda,
πηγή : ΑΠΘ.
φουλιά (η) : α. η φωλιά, β. µετ. τα γυναικεία γεννητικά όργανα, γ. µετ. η γυναικεία αγκαλιά,
δ. αντίθετο της αντρικής φαµπλιάς*.
φουλτάκ’ (του) : α. η φουσκάλα στο σώµα από κάψιµο, (έγκαυµα 2ου βαθµού), β. η
φουσκάλα στο χέρι από πολύ έντονη χειρονακτική εργασία, γ. φουλτάκιασµα (του) = το
δυνατό κάψιµο, δ. φούλτακας = φουσκάλα από έγκαυµα, ε. Προέλευση : από το αρχαίο
[u]φλυκταίνη[/b] = φυσσαλίς, πηγή : Π.Λ.Μπ.
φούντα (η) : α. δέσµη νηµάτων, ο θύσανος, β. βέργα κλήµατος όπου κρέµονταν τα σταφύλια
για να καταναλωθούν το χειµώνα, γ. δέσµη ή αρµάθα ξηραµένων καρπών (πιπεριές, τοµάτες,
µπάµιες, σύκα κτλ.), δ. δέσµη από κοµµάτια σερπαντίνας που κρέµονται για διακόσµηση των
φανών, ε. δέσµη σερπαντίνας για την ουρά του χαρταετού.
φούρκα (η) : α. ο θυµός, β. διχαλωτή γερή βέργα για την υποβοήθηση του φορτώµατος των
ζώων, γ. Προέλευση : από το λατ. furca, πηγή : ΑΠΘ.
φούρλα (η) : α. η στροφή γύρω από τον εαυτό µας, β. το τριγύρισµα, γ. η περιστροφή, δ. η
«πέρα – δώθε» βόλτα, ε. η χορευτική στροφή, στ. η γυροβολιά, ζ. Φράση : «τουν ίφιρα
φούρλα» = τον κατάφερα, η. Προέλευση : από το ιταλ. frullo = περιστρέφοµαι γρήγορα, πηγή :
ΑΠΘ.
φουρούσ’ (του) : ξύλινη, µεταλλική ή πέτρινη προεξοχή του τοίχου για την υποστήριξη του
µπαλκονιού ή του γεισώµατος.
φουρφούρ’ (του) : α. παιδικό παιχνίδι που γίνεται µε χαρτί και µοιάζει µε ανεµόµυλο, β. η
ανεµοδούρα, γ. (Μαλούτας : από τον ήχο «φούρ»).
φούσκα (η) : α. η κύστη των ούρων, β. το µπαλόνι, γ. φούσκις (οι) = το πόπ κόρν, δ.
(Παπασιώπης : φούσ’κις = φλύκταινες), ε. φουσκαλίθρις (οι) = 1. οι φουσκάλες του καφέ, 2.
τα φουλτάκια*.
φρατσάλ’ (του) : το πατηµένο στη φτέρνα (συνήθως παλιό) παπούτσι που φοριόταν και σαν
παντόφλα.
φραψάνθ’ (η) : α. το βούρλο, β. καλαµοειδές φυτό, τον καρπό του οποίου χρησιµοποιούµε ως
φάρµακο (Παπασιώπης).
φρίγουµι (ρ.) : α. τροµάζω, β. λαχταρώ, γ. Φράση : «τουν φρίθκα» = µου έκανε µεγάλη
εντύπωση, τον παραδέχτηκα, δ. φρίξ’ (η) = 1. ο τρόµος, 2. η φρίκη, ε. φρίγου (ρ.) = τροµάζω
κάποιον, στ. Προέλευση : από το αρχαίο φρίττω, πηγή : ΙΝΒΑ, στ. (lias : από δω βγήκε το
«φρικιό» που είναι το ελληνοποιηµένο αγγλικό freak = τέρας).
φσώ (ρ.) : α. φυσώ, β. φουσκώνω, γ. έχω πολλά χρήµατα (φράση : «τουν φσάει τουν παρά»).
φτάνου (ρ.) : α. πλησιάζω, β. ωριµάζω, γ. απλώνω το χέρι και πιάνω κάτι από ψηλά, δ.
πλησιάζω στον προορισµό µου, ε. αρκούµαι, στ. αφικνούµαι, ζ. Προέλευση : από το αρχαίο :
φθάνω, πηγή : ΑΠΘ.
φτί (του) : α. το αυτί, β. Φράσεις : «βάλι φτί» = κρυφάκουσε, «έβαλιν τ’ αφτιά τ’ µέσα κι…» =
ταπεινώθηκε και υποχρεώθηκε να …, γ. φτίκαρς (επίθ.) = 1. άνθρωπος µε µεγάλα αυτιά 2. µε
δυνατή ακοή, 3. ο ωτακουστής.
φτίκαρς (ου) : α. άνθρωπος που φτύνει συνεχώς, β. άνθρωπος µε µεγάλα αυτιά, δες φτί*, γ. ο
λαγός (γιατί έχει µεγάλα αυτιά).
φτουρώ (ρ.) : α. είµαι αυτάρκης, β. κάνω µία δουλειά που είναι βολική και έτσι καταφέρνω να
την τελειώσω γρήγορα εύκολα και µε επιτυχία, γ. φτούρζµα (του) = 1. η επιδεξιότητα, 2. η
αποδοτικότητα, γ. φτουρκός (επίθ.) = ο αποδοτικός, δ. Φράση : «δεν φτουράει» = δεν αρκεί,
δεν φτάνει, ε. Προέλευση : από το λατ. obduro = αντέχω, υποµένω, πηγή : ΑΠΘ.
φτσέλα (η) : α. ξύλινο είδος παγουριού µε βάση για τη µεταφορά κρασιού ή νερού στο
χωράφι, την εξοχή κτλ. β. Προέλευση : από το βουτσέλλα<µσν. βουτσίν<αρχ. βυτίον>λατ.
buttia, πηγή : Τσότσος, σ. 287.
φτώ (ρ.) : α. φτύνω, β. περιφρονώ κάτι η κάποιον, γ. "σι φτώ" = φεύγω, δ. έφτσα (αόρ.) =
κάνε γρήγορα.
χαβαλές (ου) : α. το ενοχλητικό ή υπερβολικό βάρος και συνεπώς η φασαρία από κάποιον ή
κάτι, β. η τεµπέλικη συµπεριφορά, γ. η ατέρµονη ή άσκοπη συζήτηση, δ. Προέλευση : από το
αραβ. havale = µετάθεση υπόθεσης, πηγή : ΑΠΘ.
χαβάς (ου) : α. η µελωδία του τραγουδιού, β. το δροσερό αεράκι, η αύρα, γ. το κελάδηµα του
πουλιού, δ. Φράση : «τουν είπα να µην πααίν’! τουν χαβάτ’ αυτός» = για τον εγωιστή που θέλει
να κάνει το δικό του, ε. Προέλευση : από το αραβ. hava= αέρας, µελωδία, πηγή : ΑΠΘ., στ.
(lias : γιατί όχι από το αύρα; σηµαίνει σχεδόν το ίδιο).
χάβρα (η) : α. θερµή ατµόσφαιρα σε κλειστό χώρο, β. πολύβουη συγκέντρωση όπου µιλούν
όλοι συγχρόνως και δεν καταλαβαίνεις τίποτε, γ. Προέλευση : από το χάβρα που είναι η
Συναγωγή των Ιουδαίων.
χαϊβάν’ (του) : α. πολύ κουτός άνθρωπος, β. οικόσιτο ζώο, γ. τετράποδο ζώο, δ. (Χ.Χ. =
γαϊδούρι), ε. Προέλευση : από το περσ. hayvan, πηγή : ΑΠΘ.
χαϊρλίθκα (επιφ.) : α. ευχή για όφελος και προκοπή κάποιου µετά την υπογραφή της
συµφωνίας, β. γουρλίδικα, γ. χαΐρ’ (του) = η προκοπή, δ. χαϊρλίθκους (επίθ.) = γουρλίδικος,
ε. Προέλευση : από το τουρκ. hayir, πηγή : ΑΠΘ.
χαλέβου (ρ.) : α. ζητώ, β. επιθυµώ, γ. θέλω, δ. γυρεύω, ε. Προέλευση : από το αρχαίο χαλά =
παλάµη, πηγή : Δηµητράκος.
χάλκουµα (του) : α. µεγάλο χάλκινο σκεύος, µικρότερο από το καζάνι, β. χαλκώµατα (τα) =
το σύνολο των χάλκινων σκευών.
χαµέντριου και χαµέντιρου (του) : α. χαµηλό (έως 10 το πολύ εκατ.) βότανο, το τεύκριον η
χάµαιδρυς, πανάκεια για τους Κοζανιώτες, β. (lias : έχει πολύ πικρή γεύση και πίνεται µε µέτρο
λόγω των ισχυρών ιδιοτήτων του. Περισσότερα στην εργασία «57 ΒΟΤΑΝΑ & ΦΥΤΑ του ψηλού
Αηλιά Κοζάνης »).
χαµούργια (τα) : α. γενικά η σαγή των αλόγων και ιδιαιτέρως τα γκέµια, (Παπασιώπης), β.
µείγµα από διάφορα υλικά που χρησιµοποιούνται σα γέµιση π.χ. στα λουκάνικα, (Ντίνας).
χαντούµς (ου) : α. ο σεξουαλικά ανίκανος, β. µετ. αυτός που δεν έχει το σθένος (τα αρχ**ια)
για κάτι, γ. κυριολ. ο έχων κοµµένους όρχεις, ο ευνούχος, δ. Προέλευση : από το τουρκ.
hadim, πηγή : ΑΠΘ.
χαρά (η) : α. ο γάµος, (σηµ. lias : εννοείται : οι προετοιµασίες για την τελετή και η τελετή και
όχι ο θεσµός που λέγεται παντρά* ) β. το ευχάριστο συναίσθηµα, η χαρά,
χάρτσ’ (του) : α. το πρώτο και χοντρό χέρι του τριβιδιού στο σοβάτισµα, β. το σγουρό
σοβάτισµα, γ. το µείγµα µπαχαρικών, λαχανικών κτλ. για µαγείρεµα (π.χ. γεµιστά, λουκάνικα
κτλ.).
χάσκα (η) : α. αποκριάτικο έθιµο της Κοζάνης, (lias : µετά τη «συγχώρεση» και πριν πάνε στο
Φανό ο γεροντότερος δένει ένα αυγό ή ένα λουκούµι σε κλωστή και το κρεµάει στον κλώστη
ενώ τα παιδιά προσπαθούν να το αρπάξουν έχοντας το στόµα ανοιχτό (απαγορεύονται τα
χέρια), β. Προέλευση : από το αρχ. χάσκω = ανοίγω πολύ το στόµα, πηγή : ΑΠΘ.
χασµίσια (τα) : α. τα κάθε είδους φαγώσιµα, β. η ποικιλία εδεσµάτων, γ. γενικά όλα τα µικρά
γλυκά, καραµέλες, ξηροί καρποί κτλ. για προσφορά στα µικρά ή για να περνάει η ώρα, δ.
Προέλευση : από το ελνστ. χάσµησις, πηγή : Χ.Χ.
χατζηλίκ’ (του) : α. η στέψη κάποιου ως χατζή, β. ο τίτλος του χατζή, γ. το προσκύνηµα στους
Αγίους Τόπους, δ. χατζής (επίθ.) = το άτοµο που προσκύνησε τρεις φορές ους Αγίους Τόπους,
ε. Προέλευση : από το τουρκ. haci = µωαµεθανός προσκυνητής της Μέκκας, πηγή : ΑΠΘ.
χάφτου (ρ.) : α. τρώω λαίµαργα, β. µετ. πιστεύω εύκολα σε όσα ακούω, γ. χαψιά (η) = 1. η
µπουκιά, 2. η ποσότητα τροφής που χωράει το στόµα, δ. χάφταρς (επίθ.) = ο ευκολόπιστος, ε.
Προέλευση : από το αρχαίο κάπτω = καταπίνω µε βουλιµία, πηγή : ΑΠΘ.
χάχα – µπάχα (επιφ.) : α. γέλια και γλέντια, β. αστεία και γέλια, γ. οι διασκεδάσεις.
χιλιάρα (η) : α. µπουκάλι 2 ½ οκάδων ( και άρα 1.000 δραµιών ), β. µεγάλη βαρέλα
χωρητικότητας 1.000 κρασιού.
χιρά (η) : η ποσότητα που µπορεί και πιάνει το χέρι (από στάχυα στο θέρισµα, από κληµατσίδες
για προσάναµµα κτλ.
χιριτίµατα (τα) : α. χαιρετώ κάποιον µέσω άλλου (φράση : «δώσι χιριτίµατα στου…» ), β. στη
φράση : «αν δε σι πλήρωσ’ κι σήµιρα… χιριτίµατα» = αλίµονο αν δεν πληρωθείς σήµερα,
θα χάσεις τα λεφτά σου, γ. χιρέτσµα (του) = προσκύνηµα εικόνας, σταυρού ή άλλου
εκκλησιαστικού συµβόλου.
χιρόβουλου (του) : α. είδος ξύλινου γαµψού γαντιού που φορούσαν οι θεριστές για να
ξεχωρίσουν µία δέσµη σιταριών αλλά και να προστατεύουν τα χέρια τους από το κόψιµο του
δρεπανιού, β. ποσότητα θερισµένου σιταριού που αποτελείται από µερικές χεριές (Ντίνας), γ.
Προέλευση : από το αρχ. χείρ+βάλω, πηγή : Π.Λ.Μπ.
χλιώνου (ρ.) : α. ζεσταίνω τα χέρια µου µε την ανάσα µου, β. χλιαρώνω κάποιο ζεστό ρόφηµα
φυσώντας το, γ. χουχουλίζω, δ. χλιούτσ’κου (επίθ.) = το χλιαρό.
χνιούµι και χνιέµι (ρ.) : α. ορµώ να µπω κάπου µε εκδίκηση, β. εισέρχοµαι βίαια, γ.
Προέλευση : από το ελνστ. χύνοµαι, πηγή : Π.Λ.Μπ.
χούι (του) : α. συνήθεια που ενοχλεί τους άλλους, β. η ιδιορρυθµία, γ. το ελάττωµα του
χαρακτήρα, δ. χουιλούς (επίθ.) = 1. αυτός που έχει ιδιότροπες συνήθειες, 2. µετ. ο πούστης, ε.
Προέλευση : από το τουρκ. huy, πηγή : ΑΠΘ.
χουιάζου (ρ.) : α. µαλώνω, επιτιµώ κάποιον, β. φωνάζω για να διώξω τα σκυλιά µακριά, γ.
επιπλήττω κάποιον µεγαλόφωνα, δ. Προέλευση : από το σλαβ. hujati, πηγή : ΑΠΘ.
χουλέβα (η) : α. ρούχο των νεογέννητων, η φουφούλα, β. χοντρή κάλτσα που έµπαινε πάνω
από την κανονική, γ. (lias : κάτι σαν περικνηµίδα), δ. (Παπασιώπης: Δεν είναι οι γνωστές
χολέβες των τσολιάδων. Απλώς κόβαµε τις πατούσες από τις κάλτσες και µε ένα πετσί ή
λάστιχο, περασµένο από την κάµαρα του ποδιού, συγκρατούσαµε το πάνω µέρος τους. Το
πέλµα έµενε τελείως γυµνό.).
χουλ’κό (του) : α. χοντρό σπυρί µε πύο ή χωρίς, β. ο καλόγερος αλλά και κάθε είδους
δερµατικό απόστηµα, γ. µετ. βάσανο που δεν µπορώ να το ξεφορτωθώ.
χούµους (ου) : α. το φυτόχωµα, β. Προέλευση : από το λατιν. humus = χώµα, πηγή : ΑΠΘ.
χούρτα και χ´ρτα (η) : α. ο άχρηστος – ανίκανος κτλ. (ο κοιµισµένος), β. ΧΧ. : χ’ρτα = ο
φαληρηµένος.
χουσιάρας (επίθ.) : α. ο παράτολµος, β. ο εισβολέας, γ. αυτός που βάζει τη µύτη του παντού,
δ. ο γκοµενατζής, το «καµάκι».
χουτσχιανός (επίθ.) : ο χωµένος στα βαθιά µέρη του σπιτιού (το βρήκα στη φράση : «Χπούσαν
µα δεν τς άκουγαν οι Χουτσ’χιανοί», σε διήγηµα του Παπασιώπη).
χουχάς (ου) : πορσελάνινο ή πήλινο σµαλτωµένο δοχείο για την φύλαξη των γλυκών του
κουταλιού.
χούχλ’ (επίρ.) : α. το υπερβολικά χωνεµένο φαγητό (λόγω του υπερβολικού βρασίµατος ή του
πολύωρου ψησίµατος), β. τα παραγινωµένα φρούτα, (φράση : «του καρπούζ’ ίνι χούχλ’»), γ.
κάθε τι λιωµένο ή χωνεµένο φαγώσιµο δ. (Μαλούτας : από το χόχλος = βρασµός)
χπάρ’ (του) : α. επικίνδυνο παιχνίδι που γινόταν µε το µπαρούτι των σπίρτων και µικρά
πετραδάκια σε καλάµι, β. (lias : κάτι σαν τα σηµερινά «κανονάκια» για την εξολόθρευση των
αρουραίων στις φυτείες του κρόκου).
χπώ (ρ.) : α. χτυπώ, β. βρω µε δύναµη κάποιο αντικείµενο καταγής, γ. φορώ, δ. Φράση : «µι
χτίπσιν ένα κουµµάτ’ κρέας! τι να δείς...» = µε ξεγέλασε δίνοντάς µου άλλο αντί άλλου.
χράµ’ και ιχράµ’ (του) : α. υφαντό στρωσίδι από χοντρό µαλλί, β. χοντρό κλινοσκέπασµα, γ.
Προέλευση : από το τουρκ.<αραβ. ihram, πηγή : ΑΠΘ.
χτέν’ (του) : α. το εξάρτηµα του αργαλειού, β. χτένα µε αραιά δόντια για το ξέπλεγµα των
µαλλιών των γυναικών.
χτινάκ’ (του) : α. µικρή χτένα, η τσατσάρα, β. κόκαλο του κάτω µέρους του στήθους, γ. το
παϊδάκι, δ. οι κατωτέρω µεσοπλεύριοι µύες, δ. Προέλευση : από το κτένα, πηγή : Δηµητράκος.
ψαλίθρα (η) : α. πρόχειρος χαρταετός χωρίς καλάµια και µε δύο ζύγια, β. (Παπασιώπης: είδος
χαρταετού. Γινόταν εύκολα µε παντός είδους κόλλες χαρτιού µε την προσθήκη µιας ουράς), γ.
το σπάσιµο των µαλλιών στα δύο, δ. το µικρό ψαλίδι, ε. το σπάσιµο της άκρης της τρίχας στα
δύο.
ψίλους (ουδ. ουσ.) (του) : α. το ανάστηµα, το µπόι, β. ψίλους (ου) = ο ψύλλος (το παρασιτικό
έντοµο).
ψίχα (η) : α. το εσωτερικό του ψωµιού, β. το ψίχουλο, γ. το εσωτερικό των ξηρών καρπών
(καρυδόψιχα, αµυγδαλόψιχα, φουντουκόψιχα κτλ.), δ. η ελάχιστη ποσότητα.
ψουµί (του) : α. το καρβέλι, το ψωµί, ο άρτος, β. η σάρκα των φρούτων, γ. µετ. το κέρδος, το
όφελος (φράση : «έχ’ ψουµί η δλειά αυτήν!» = έχει µεγάλο κέρδος).
ψουµουµισάλα (η) : το πανί που τοποθετούνταν στην πινακωτή, από επάνω του
τοποθετούσαν τα καρβέλια (πλαστά) και µε τις πτυχές που περίσσευαν τα σκέπαζαν για να
µεταφερθούν στο φούρνο.
ψουµουσάνδου (του) : α. η πινακωτή, β. το σανίδι µεταφοράς του ψωµιού.
ψουµόφκιαρου (του) : ξύλινο επίπεδο φτυάρι µε µακρύ κοντάρι για το φούρνισµα του
ψωµιού ή των ταβάδων.
ψούν’ (του) : α. η αγορά (εννοείται η εµπορική πράξη), β. το παζάρεµα για την προµήθεια
πρώτων υλών, γ. Φράση παλιού εµπόρου : «µούγκι µι του ψούν’ κουνόµσα τς µσές παράδις
µ’!».
ψόφους (ου) : α. ο πολύ κρύος καιρός, β. η παγωνιά, γ. ο θάνατος ζώου (lias : όταν
αναφέρεται σε θάνατο ανθρώπου είναι υβριστικό : «κακόν ψόφου νάχς»), δ. ψόφχιους (επίθ.)
= 1. ο υπερβολικά κουρασµένος, ο ξεθεωµένος, 2. ο άτολµος, 3. ο άψυχος, 4. ο επιθυµών κάτι
υπερβολικά (φράση : «ψουφώ να πααίνου σπίτ’ ν' αράξου!»).
ψυπακό : α. το τενεκεδένιο πώµα των µπουκαλιών των αναψυκτικών, της µπύρας κτλ., β.
Προέλευση : από τα αρχικά : Ψυγεία – Παγοποιΐα – Κοζάνης.
ΦΡΑΣΕΙΣ
<Σηµείωση lias> Στο σηµείο αυτό καταγράφονται φράσεις που ακούστηκαν προσωπικά από
γεροντότερους. Στις περισσότερες φράσεις, όταν ζήτησα την ερµηνεία, µου αφηγήθηκαν
ολόκληρη ιστορία. Κάποιος που κατέχει το γλωσσικό ιδίωµα και τη γραφίδα θα µπορούσε να
γράψει µ’ αυτές τόµους ολόκληρους χιουµοριστικών κειµένων που συνέβησαν πραγµατικά.
« Σι ξένουν κώλουν χίλια δικανίκια » = Εγώ κοιτάζω το συµφέρον µου και δεν µε νοιάζει για
τον άλλο.
« Τ’ Τζιάτζ’ η µπαλαµιά » = Η αµυγδαλιά που ποτέ δεν έβγαλε αµύγδαλα, γιατί ήταν στο Βορρά
και πάγωναν τα λουλούδια της. Για τον άγονο ή και τον άκαρπο.
« Ου µπουµπός τς’ Νάζους » = Ο ποµπός της κυρίας Νάζου που ποτέ δεν έστειλε µήνυµα γιατί
ήταν αγράµµατη.
« Αυτός αφκριέτι ! » = αυτός είναι του τρίτου φύλλου.
« Αφκρέτι τουν κάτ’ τουν κόσµου » =
« Σώπα ρα µι σι φτύσου » = δεν έκανα κάτι σπουδαίο για να µε ευχαριστήσεις.
« Του ξέξιν του χουσµέτ’» = παράγινε το κακό µε κάποιον.
« Τουν ίφιριν τουν σκούφου αλόιρα » = τον κατατρόπωσε, τον κατάφερε, ( Μαλούτας: του
έκανε το βίο αβίωτο ).
« Σµά κουντά τα … (Γιάννινα) » = λέγεται για κάτι που δύσκολα επιτυγχάνεται, (αναθέτουµε µια
δουλειά σε κάποιον που ενώ φαίνεται εύκολη είναι πολύ δύσκολη ).
« Διάουλους µιταβγαλµένους » = πανέξυπνος άνθρωπος.
« Νότχια ψείρα » = λέγεται για τον τιποτένιο.
« Μούτκους τσίντσιρας » = ύπουλος άνθρωπος.
« Μ’ έριξις έναν παρά » = µε πρόσβαλες, µε περιφρόνησες, µε ταπείνωσες.
« Κίντσιν γκαστρουµέν’» = Έµεινε έγκυος.
« Κάθι µέρα Πασκαλιά…» = δεν είναι όλες οι µέρες χαρούµενες.
« Άι βάλι ιβλουγητόν » = άρχισε επιτέλους να κάνεις κάτι.
« Σάµατ’ τα ζίσου µι τα βνά » = για το εφήµερο της ζωής.
« Τόκαµα σιαπάν ( ή σιακάτ’, σιαπέρα κλπ.) = πηγαίνω προς τα επάνω ( κάτω κλπ ).
« Η τέτχια, η πάντγια, η ράντγια,… » = ο καθένας µπορεί να εννοήσει οτιδήποτε.
« Ιένα ντόνα » = µεγάλη ποσότητα.
« Ιένα κιαϊµέτ’ι » = ένα σωρό πράγµατα.
« Μι τσάκσιν ου κούκους » = την Πρωτοµαγιά έτρωγαν σκόρδο για το φόβο του
κοψοµεσιάσµατος από τις αγροτικές δουλειές.
« Σκλήκια έχς στουν κώλου; » = για τον άνθρωπο που δεν ησυχάζει µε τίποτα.
« Σά τς µπουµπαναίοι στου σκατό » = συγκέντρωση ατόµων γύρω από ένα ανάξιο λόγου
θέαµα.
« Τα ψουραβιάσ’ ου κώλους σ’ » = για κάτι εκτός εποχής ( κεράσια το χειµώνα )
« Του µάζουξα τ’ αραβάν’ » = έφυγα τρέχοντας.
« Ευτυχώς … γιατί χα να γίνουµι νοικουκυραίοι » = ευτυχώς… γιατί θα καιγόταν το σπίτι µας, θα
καταστρεφόµασταν κλπ.
« Μ’ έφαγιν η µαρµάγκα » = κουράστηκα υπερβολικά για κάτι.
« Μ’ έζουσαν του ζνάρ’» = Μ’ έβαλαν να δουλέψω στο επάγγελµα του πατέρα µου.
« Βουτιράτ’ι δλιά » κερδοφόρα επιχείρηση.
« Τράνιψιν η δλιά τ’ » = ο νεόπλουτος που έγινε ακατάδεχτος.
« Ίιιιι σουµέν’ δλιά » = πες ότι έγινε το χατίρι που µου ζήτησες.
« Γίγκα µπιρµπάτ’ι » = άσχηµο λέρωµα από κόπρανα ή βρώµικα νερά.
« Ίιι, τρανός γκαΐλές ! » = δεν χολοσκάζω µε όσα µου λες.
« Είσι να σι κλέν οι γκουγκανιές » = είσαι αξιοθρήνητος.
« Ψόφια ψείρα » = ο απένταρος.
« Φάτσα – φόρα » = ακριβώς απέναντι.
« Σώπα κι µούλουνι » = µη το συζητάς καθόλου (ΗλΝΠ : µούλουνι θα πει σιώπα ! )
« Αυτός τς’ ρίχν καλά ! » = περπατάει γρήγορα.
« Ντού !!! ου λύκους » = είσαι ανεπιθύµητος.
« Ιούού σκλιά ! » = φύγετε µακριά αρπαχτιάρηδες (λαίµαργοι).
« Μι τ’ αντί » = θες γενναίο ξυλοφόρτωµα.
« Έιντι ρα έιντι… » = Ώ! Ρε τι έχει να γίνει!…
«Του κατέχ’ του άθληµα » = είναι ειδικός σε κάτι, ξέρει τον τρόπο να τα καταφέρει ( όταν
πρόκειται για δυσκολία ).
« Μι τ’ ν’ αράδα ξιούντι τα γουµάρια » = µην ανησυχείς θάρθει και η σειρά σου.
« Ιιού! γούρνα βαθά » = εξαφανίσου, να µη σε βλέπω,
« Αρτµένους φιντές » =
« Ίιι φιντές ανάρτους….» = για άνθρωπο που µιλάει χωρίς ουσία.
« Μισιακό γουµάρ .. λύκους του τρώει » = δεν έχει προκοπή ο συνεταιρισµός.
« Τόχου πλάκα στού νταβάν’» = κάνω τον ανήξερο για µία ζηµιά που έκανα.
« Τα µας βαρέσν νταϊρέν’» = θα µας κάνουν βούκινο στη γειτονιά.
« Απού δώ κάµν οι άλλ’» = φοβήθηκαν και την κοπάνησαν.
« Μίρθιν ου ουρανός σφουντίλ’» = χτύπησα άσχηµα στο κεφάλι µου, έµεινα κατάπληκτος από
την αναποδιά που µου έτυχε.
« Τουν κουλούριασα » = τον κατάφερα.
« Τ’ν πάτσις…» = έκανες λάθος, έσφαλες.
« Μι τ’ ν ώρα σ’ » = εγκαίρως.
« Πάτ’ κιούτ’ » = όπως – όπως.
« Μι ψόφσις » = µε άφησες άφωνο µε τα λεγόµενά σου.
« Τς πατώ » = είµαι οικονοµηµένος.
« Τουν πάτσις του γάτου » = την έπαθες, ξεγελάστηκες.
« Σιχασχιές γρουνίσιις » = αηδίες.
« Μι πάτσιν του στχιό » = µου διέρρηξαν το σπίτι.
« Κάτσι στ’ αυγά σ’» = µην ασχολείσαι και µείνε αδιάφορος.
« Πού του γιννάει η µάνα του πιδί κι πού του βρίσκ’ ! » = λέγεται για κάτι που έγινε χωρίς να
είναι προγραµµατισµένο.
« Ιού αγά π’ του Πουρτουράζ’ » = πρόκειται για κάποιον από το Πρωτοχώρι που ήταν κοντός,
φτωχός και υπερβολικά άσχηµος.
« Άπλυτου αγγιό ! » = άνθρωπος µε άσχηµη γλώσσα, βωµολόχος.
« Μι πίρις αλά κάπα » = µε κατατρόπωσες, µε πήρες σβάρνα, δεν µ’ άφησες σε χλωρό κλαδί.
« Ιού αλαφρά γιουρτή » = τιποτένιε άνθρωπε.
« Ούρδα καργατσίσια » = ανόητε.
« Ιού χαµένου τσιόλ’ » = για τον άχρηστο.
« Ίσι στουν ντουρή καβάλα !» = δεν έχεις ανάγκη από τίποτε κι από κανέναν.
« Π’ να σι τσιουγκαθούν τα τσιούγκα σ’ απ’ τουν ώµου » = λέγεται για τον ζηµιάρη ή τον
ανίκανο άνθρωπο.
« Σι φρίθκιν του µάτι µ’» = έµεινα άφωνος µε όσα είδα να κάνεις.
« Απόλκιν τα µπλάρια » = έκανε εµετό.
« Όι ! µη σι χαλάσ’ ! » = λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι τρακαδόρος ή λαίµαργος.
« Όι χαλές άπλυτους ! » = άνθρωπος µε άσχηµη γλώσσα.
« Κουκόνα απ’ του λαϊν’ » = πολλά λαήνια συνήθιζαν να τα διακοσµούν µε οµοιώµατα µικρών
όµορφων κοριτσιών.
« Σουίντς τα γέντς ; » = υποτιµητική φράση για τον µανιώδη χαρτοπαίκτη.
« Έκαµάµι του συνήθιου…» = κάναµε έρωτα µε τον / την σύζυγο.
« Τουν έχς απάν’ τουν αµανέ ! » = είσαι τακτοποιηµένος και µιλάς αφ´ υψηλού.
« Τόχς γιρά χαµένου » = δεν ξέρεις τι σου γίνεται.
« Αυτός δεν κατέχ’ απ’ πού κατουράει η γάτα » = για τον αδαή.
« Αυτήν τσακών τουν κλώστ’ ανάπουδα » = η ανοικοκύρευτη.
« Ιιού παπάρα χουρίς γάλα » = λέγεται για άνθρωπο που δεν έχουν νόηµα τα λόγια του.
« Ιιού χουνιµέν’ αρµιά » = άχρηστε !
« Ιουού ούρδα ανάλατ’ » = λέγεται για γλυκανάλατο τύπο ανθρώπου.
« Τουν έχου απ´του κουντό » = τον προσέχω ιδιαιτέρως.
« Ιού, χαµένου ιργαλείου » = ο ασυνάρτητος στα λόγια και στις πράξεις.
« Σαν τουν µπουντουρλή στ’ λάµπα » = για τον περιπλανώµενο ασκόπως.
« Ιιού σουµένου φουκάλ’» = ο ξεζουµισµένος, αυτός που δεν µπορεί να προσφέρει τίποτε.
« Έφκιασιν τουν κόυκου µπούφου » = έκανε κάτι χωρίς επιτυχία.
« Έχου άρρουστουν τουν Αργύρ’» = βρίσκοµαι σε δυσχερή οικονοµική κατάσταση.
« Ιιού, γκιούµ’ τ’ ΑηΝικόλα » = λέγεται µε τρεις έννοιες. Α. Με το γκιούµι µετρούσαν την
ποσότητα του παραγόµενου τσίπουρου για να εισπραχθεί το συµφωνηθέν τίµηµα χρήσης του
καζανιού και ο φόρος. Λέγεται λοιπόν, για τον µεθυσµένο από τσίπουρο. Β. Δίπλα στη βρύση
του Αγίου Νικολάου υπήρχε ένα κοινόχρηστο γκιούµι. Το έπαιρναν για να µεταφέρουν νερό και
ξεχνούσαν να το επιστρέψουν. Λέγεται για τον ξεχασιάρη. Γ. Το γκιούµι ήταν τρύπιο και ώσπου
να µεταφερθεί στο σπίτι χυνόταν όλο το νερό. Λέγεται για αυτούς που κάνουν δουλειές χωρίς
αποτέλεσµα.
« Ίιι, του γουµάρ τ’ Καρακλάν’» = ο Καρακλάνης είχε ένα γαϊδουράκι που δεν µεγάλωσε
καθόλου έως ότου ψόφησε. Λέγεται ειρωνικά για τον ισχνό και µικροκαµωµένο.
« Τα τρυπίσ’ η σκούφια σ’ » ή « τα σι τρυπίσ' η σκούφια » = απειλή που λεγόταν από τις
γιαγιάδες όταν τα µικρά ζητούσαν περισσότερο φαγητό, ιδίως κολατσιό ή δειλινό.
« Καµάρουσιν τς µασκαρέτις » = µε τον τρόπο που τοποθετείται η σωρός στο φέρετρο ο νεκρός
το µόνο που µπορεί να αντικρίσει είναι οι µύτες των παπουτσιών, που τα παλιά χρόνια ήταν
ενισχυµένες µε µασκαρέτις.. Σηµαίνει πέθανε.
« Τς καµάρουσιν …» = έχει την ίδια έννοια µε το πιο πάνω.
« Φτού ! άλας κι αβγό » = περασµένα ξεχασµένα.
« Τς βάρσιν ντουρατζιάς » = τους ήρθε νταµπλάς.
« Νάλτσας γίνγκις ; » = για άνθρωπο που γνωρίζει πρόσωπα και πράγµατα ( ο Νάλτσας ήταν
παλαιότερα Ληξίαρχος ).
« Ντίπ φιντές ανάρτους » = άνθρωπος χωρίς κανένα ενδιαφέρον.
« Σιούκλα καργατσίσια » = ελαφρόµυαλος –η.
« Ιιού µουνό κουρδέλ’» = συνεχώς στερηµένος άνθρωπος, µονόχνοτος.
« Στινό κουρδέλ’» = ενοχλητικός άνθρωπος, κολλητήρι.
« Ούρδα κατσκαβαλίσια » = άτοµο χωρίς καµιά αξία.
« Αλαντάµ µπαµπαντάµ » = ανέκαθεν, πάππου προς πάππο ήθη και έθιµα, πατροπαράδοτες
συνήθειες.
« Τουν πάτσαν οι κλέφτις » = αρραβώνιασε τη θυγατέρα του και πρέπει να δώσει προίκα.
« Ζγιάζ’ απ’ τς αλαφρές » = ο κουτός.
« Όι απόιρας τ’ λάκκου τ’ Γιαχνίκα » = ο ασταµάτητος στα λόγια ή τις πράξεις. ( Ηλ.Ν.Π.: ο
συγκεκριµένος λάκκος κατέβασε απόνερα πολλές ώρες µετά το σταµάτηµα της βροχής ).
« Ορά τουν λύκου τουν γλέπουµι τουν τουρό κοιτούµι ; » = λέγεται για τον λεπτολόγο που
κοιτάει τα επί µέρους και αφήνει την ουσία.
« Λουιούν του λουιούν » = διαφόρων ειδών, µεγάλη ποικιλία.
« Ίσι ντιπ τ’ Γκόγκουρα του πλί » = το πουλί που δεν κελάηδησε ποτέ όσο κι αν προσπάθησε το
αφεντικό του. Λέγεται για κάτι δύσκολο ή ακατόρθωτο.
« Όι, αβέρτα λόια » = εξηγήσου ντόµπρα.
« Όλ’ σ’ Παναγιά κι ο Ντόµτσιους στουν Αηλιά » = λέγεται για τον ασυνάρτητο άνθρωπο, αυτόν
που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου..
« Έβαλιν τς φουστανέλις » = µέθυσε υπερβολικά και κάνει χαζοµάρες.
« Ίιι νουρλό αυγό » = λέγεται υποτιµητικά για τον ανίκανο άνθρωπο.
« Μας τσάκουσαν οι χαραές » = ξενυχτήσαµε ως το πρωί.
« Αυτός ίνι αναµένους φούρνους» = λέγεται για κάποιον υπερβολικά εκνευρισµένο.
« Έχ´ χίλια γρούνια στου βαλάν’ » = είναι πάρα πολύ πλούσιος.
« Ξίκ’ να γέν’» = ξέχνα το, άστο να πάει.. .
« Να γέντς ξίκ’ » = να απαλλαγώ από σένα.
« Μ’ έρχιτι νόηµα » = έχω προαίσθηση για κάτι.
« Αρχίντσιν του ιργόχειρου » = άρχισε να δέρνει.
« Σαν τ’ παπά του γρούν’ » =
« Μην του βάντς βαθά » = µην το παίρνεις κατάκαρδα.
« Χουρτέν’ η αρκούδα µι κικιρίκια ;» = λέγεται για τον παχύ άνθρωπο που του βάζουν µικρή
µερίδα φαγητού.
« Σών’ παζάρ’» = το τέλος του παζαριού. Λέγεται για κάποιον που πάει να ψωνίσει στο τέλος
του παζαριού για να τα βρει φτηνότερα, τον τσιγκούνη.
« Γκάζ’ να γέντς » = να εξαφανιστείς !, να διαλυθείς.
« Σ’ έφαγα γκαρµπουλάχανου » = σε κατατρόπωσα.
« Μάν είµι Μπούρνους »= για το πρόσκαιρο της ζωής.
« Όι φαΐ κυδουνάτου ! » = η νεαρή καλλονή.
« Τα τίναξις τα µπουριά ; » = έκανες έρωτα ; ξαλάφρωσες ;
« Πάρτς σβάρνα » = εµπρός, κατατρόπωσέ τους. Νίκησέ τους.
« Τα πήρις όλα σβάρνα » = δεν άφησες τίποτε όρθιο.
« Μι πήρις σβάρνα » = δεν µου έδωσες ευκαιρία να αντισταθώ.
« Ότ' µ’ ότ’» = λες ασυναρτησίες.
« Πέ γνουµκό να σι δώσου τάλιρου » = λες συνεχώς βλακείες.
« Του βγιό νικάει του στχιό » = µε το χρήµα όλα γίνονται.
« Σώνι λιβέντι µ’ τουν χουρό » = εµπρός να τελειώσουµε κάποια δουλειά επί τέλους.
« Τι σι µέλ’ ρά ; » = γιατί χολοσκάς ;
« Ίιι, χάχα – µπάχα » = αυτά που λες είναι γελοία πράγµατα.
« Τα σπάργανα τ’ Χριστού » = νηστίσιµο φαγητό προ των Χριστουγέννων. Ήταν τελείως
αλάδωτες τηγανότουρτες και τρώγονταν µε πετιµέζι και καρύδια.
« Έχ’ λουγαριασµόν αυτός » = είναι καλός νοικοκύρης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
« Ζβαρνίζ’ τα γκιούµια » = είναι ανίκανος να περπατήσει, σέρνει τα πόδια του (από κούραση,
από τα γεράµατα, από τη µέθη κτλ.).
« πάει τα γκιούµια » = είναι πούστης.
« Γίγκαµι γκουργκόλια » = λέγεται σε περίπτωση έντονης λογοµαχίας.
« Πέταξαν τα πλιά τ’ » = µεγάλωσαν τα παιδιά του και έχουν τη δική τους ζωή. Έγινε χωρίς
οικογενειακές υποχρεώσεις.
« Σάµατ’ είνι τ’ ς γούνας µανίκ’ κι τ’ σ κάπας µ’ λαγγιόλ’» =
« Ντάχτ’ τ’ αραβάν » = γενναίο δάρσιµο.
« Ίιι! Γκούτζινα γίνκα! » = καταλερώθηκα. (Η Γκούτζινα ήταν µία γριά που ήταν συνεχώς µε
λερωµένα και λαδωµένα ρούχα).
« Ικεί πούχαµι τ’ γρά στινά µας φάσκιουσιν κι ου γέρουντας « =
« Αυτός τρυγάει στα πέρα τα’ αµπέλια » = είναι τελείως αδιάφορος.
« Μπίρ – ντουνιά » = ποτέ, καµιά φορά.
« τριούρσιν του σιαΐν σ’ ν γειτουνιά µας » ή « τριουρνάει του σιαΐν σ’ ν γειτουνιά µας » =
πέθανε κάποιος γνωστός, γείτονας, φίλος κτλ. και ήλθε και η σειρά µας…
« Μ’ έµασιν η πείνα » = από την πολύ πείνα διπλώθηκα στα δύο.
( τ’ ) αµάρια είναι τα ντουλάπια, λέξη που φαίνεται καθαρά ότι προέρχεται από το ερµάριον.
( ου ) αναγκαίους στα σπίτια της Κοζάνης ο χώρος υγιεινής βρισκόταν έξω από το κτίριο, σε µία
άκρη της αυλής και χρησιµοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά για αφόδευση. Άλλες ονοµασίες
του χώρου είναι ου χαλές και ου απόπατους.
( του ) ανώι είναι ο κυρίως όροφος του σπιτιού, όπου συνήθως βρίσκονταν οι οντάδες και το
κελάρι.
( ου ) αρβανίκους ήταν στρόγγυλο κτίσµα στο κέντρο συνήθως της αυλής βάθους 10 ή και
περισσότερων µέτρων. Τα πλαϊνά του ήταν λιθόχτιστα και στο βάθος ήταν στρωµένος µε πέτρες
για να µη θολώνει το νερό κατά το ανακατέβασµα του κουβά. Χρησιµοποιούνταν και σαν
ψυγείο, κατά τους θερινούς µήνες, λόγω της σταθερής θερµοκρασίας του. Το φρέαρ των
Αρχαίων Ελλήνων.
( τ’ ) αργ αλ ιά ήταν το εργ αστήριο των γ υν αικ ών , όπου ύφαιν αν τα απαραίτητα
κλινοσκεπάσµατα και άλλα χρηστικά αντικείµενα της οικογένειας, αλλά και για εµπορικούς
λόγους διάφορα είδη υφασµάτων.
( ου ) αυλόιρας ήταν ο περίβολος χώρος του κτίσµατος, αυτός δηλαδή που κύκλωνε το σπίτι και
το προφύλαγε µε το λιθόκτιστο ψηλό ντουβάρι. …………. Και άλλα.
( ου ) βασιάτκους πρόκειται για το καθηµερινό δωµάτιο της οικογένειας. Εδώ µαζεύονταν η
οικογένεια για το µεσηµβρινό και βραδινό φαγητό αλλά και για να περάσει ευχάριστα η βραδιά
δίπλα στο τζάκι.
( η ) γκλαβανή ήταν ξύλινη οριζόντια πόρτα που ασφάλιζε τη σκάλα αλλά και χώριζε τους δύο
ορόφους.
( του ) ιτζιάκ’ δεν είναι τίποτε άλλο από το τζάκι διαφορετικό κάπως από το σηµερινό. Στο
εσωτερικό του υπήρχε πάντοτε ένα χάλκινο δοχείο (το µπακρατσούλ’) για να έχουν πάντοτε
πρόχειρο ζεστό νερό. Τα αρχοντόσπιτα είχαν τζάκι σε όλα τα δωµάτια σχεδόν, εκτός του
µαεριού και των αργαλειών – για ευνόητους λόγους.
( του ) καζαναριό ήταν ο χώρος (πολλές φορές και αυτοτελές κτίσµα) όπου γινόταν οι βαριές
χοντροδουλειές της νοικοκυράς. Στο καζαναριό έπλεναν τα βαριά κλινοστρώµατα αλλά κι εκεί
παρασκεύαζαν τα διάφορα γλυκά, µαρµελάδες πετιµέζια κλπ. ( Καζαναργιό ή καζάν’ λέγεται
επίσης και το µέρος όπου είναι εγκατεστηµένος ο αποστακτήρας του τσίπουρου ).
( τα ) κανάτια ήταν τα παραθυρόφυλλα από συµπαγές ξύλο χωρίς γρίλλιες. Που συνήθως
προστατεύονταν από σιδεριές σε αντίθεση µε τα παράθυρα των άνω ορόφων που στολίζονταν
µε ξύλινα κάγκελα και τον φεγγίτη.
( η ) κασέλα ήταν µεγάλο ορθογώνιο κιβώτιο , περίτεχνα στολισµένο µε αλάβαστρο, φίλντισι η
χρυσές πρόκες, όπου τοποθετούνταν τα κλινοσκεπάσµατα, τα χειµερινά ρούχα αλλά και τα
προικιά της νύφης.
( του ) κατώι είναι ο χειµερινός οντάς του σπιτιού που βρισκόταν συνήθως κοντά στο µαειριό
και χρησίµευαν και σαν αποθηκευτικοί χώροι των τροφίµων.
( του ) κιλάρ’ είναι µικρό δωµάτιο χωρίς τζάµια συνήθως που χρησίµευε ως αποθηκευτικός
χώρος για τα γλυκά του κουταλιού, τα στοµαχικά και τα καλά σερβίτσια της οικογένειας.
Λεγόταν και µαγαζές.
( ου ) κουµπές είναι ο οµφαλός του ταβανιού απ’ όπου κρέµονταν η λάµπα. Συνήθως ήταν
περίτεχνα διακοσµηµένος.
( η ) λεµαριά είναι του µακάτ’, κεντηµένα εργόχειρα δηλαδή, για των στόλισµα των µαξιλαριών
και των προσκέφαλων του µιντεριού.
( ου ) µαγαζές είναι το κελάρι, διέφερε µόνο στο ότι φυλάγονταν αποκλειστικά τρόφιµα.
( του ) µαγγάλ’ µεταλλικό δοχείο που µοιάζει µε λεκάνη όπου τοποθετούσαν χόβολη (ζιάρ’) για
να ζεστάνουν τους χώρους που δεν είχαν τζάκι.
( του ) µαειργιό είναι η σηµερινή κουζίνα. Βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού ή έξω αλλά
κολλητά µε το σπίτι κι εκεί η νοικοκυρά αποθήκευε τα τρόφιµα και µαγείρευε το καθηµερινό
φαγητό της οικογένειας.
( η ) µεσάλα είναι το µεσαίο δωµάτιο του σπιτιού όπου υπήρχαν κρεµάστρες και τοποθετούνταν
τα επανωφόρια και αφήνονταν τα παπούτσια της οικογένειας.
( τα ) µιντέρια είναι ξύλινοι µπάγκοι, απ´άκρη σ’ άκρη και κολλητοί στον τοίχο που χρησίµευαν
για καναπέδες, για ύπνο, αλλά και για µπαούλα όταν γίνονταν κουφωτοί. Συνοδεύονταν
απαραίτητα από :
( τα ) µιντντερλίκια που ήταν χοντρά στενόµακρα µαξιλάρια
( η ) µισάντρα ήταν ντουλάπα διαµπερής που χώριζε και επικοινωνούσε δύο οντάδες γιατί είχε
κανάτια και στους δύο χώρους. Εκεί αποθηκεύονταν τα κλινοσκεπάσµατα, αλλά και τα
κουζινικά του σπιτιού. Ο. Κ. Σιαµπανόπουλος αναφέρει ότι στις «µουσάντρες» έκρυβαν οι
Κοζανιώτες τα κυνηγηµένα από τους Τούρκους παλικάρια προκειµένου να τα φυγαδεύσουν
( Μέσα + άντρες = µουσάντρες ).
( ου ) µισαφίρθκους ήταν το υπνοδωµάτιο των φιλοξενουµένων, στα πλουσιόσπιτα των
εµπορευοµένων Κοζανιοτών.
( τα ) µπακράτσια είναι χάλκινα µαγειρικά σκεύη συνήθως µε χερούλι στο κέντρο τους.
( ου ) µπαχτσές είναι ο κήπος του σπιτιού αλλά και το περιβόλι όπου καλλιεργούνταν λαχανικά.
( του ) µπουντρούµ’ πέτρινη σκάλα µας οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού που κατελάµβανε
όλο το µήκος του και ήταν χτισµένο µε πελεκητή πέτρα. Στο χώρο αυτό ήταν αποθηκευµένα τα
βαρέλια των κρασιών, οι ρακόσταµνες και λόγω της σταθερής θερµοκρασίας χρησίµευε και σαν
τόπος φύλαξης των τροφίµων.
( του ) µπουχάρ’ είναι η χτιστή συνήθως εταζέρα πάνω από το τζάκι.
( ου ) νουβουρός είναι η αυλή του σπιτιού. Περιφραγµένη µε πέτρινο ντουβάρι όπου
βρίσκονταν ο αρβανίκους, ο µπαχτσές, ο αναγακαίους και το καζαναριό.
( ου ) ουντάς είναι το δωµάτιο ( καλός ουντάς, µισαφίρθκους, βασιάτκους κλπ).
( του ) παπουτσαριό είναι η ρούγα, ή η µεσάλα, είδος διαδρόµου ή χώλ πριν τον οντά όπου οι
επισκέπτες άφηναν τα παπούτσια τους και κρεµούσαν τα πανωφόρια τους.
( του ) προυσκέφαλου ήταν µαξιλάρι, που συµπλήρωνε τα µιντερλίκια,
( η ) πουλίτσα είναι το στενόµακρο ράφι µε ξύλινες κόντρες για την τοποθέτηση κυρίως των
πιατικών.
( του ) ραλίκ’ είναι το χαµηλό πετρόκτιστο πεζούλι, κολλητά µε τους εξωτερικούς τοίχους.
( η ) σαρµανίτσα είναι η κούνια των µικρών στην αυλή ή η αιώρα.
( του ) σαχνισί ( και σιχνισί ) είναι ένας κλειστός ξύλινος εξώστης µε µεγάλα παράθυρα όπου
σύχναζε η οικογένεια. Φανταστείτε ένα ευρύχωρο, µεγάλο σκεπαστό µπαλκόνι συνεχόµενο του
καλού οντά.
( τα ) σνιά σνί είναι το µεγάλο στρόγγυλο και σχετικά ρηχό χάλκινο ταψί. Ήταν πάντοτε
περίτεχνα διακοσµηµένο για να φέρει την υπογραφή της νοικοκυράς. Οι ξακουστές πίτες της
Κοζάνης στα σινιά ψένονταν γιατί τότε οι οικογένειες ήταν πολυµελείς.
( ου ) σουφράς ήταν χαµηλό στρόγγυλο τραπέζι. Γύρω του καθόταν οκλαδόν για φαγητό η
οικογένεια. Οι µεγαλύτεροι καθόντουσαν σε χαµηλά σκαµνάκια.
( ου ) φιγγίτς ήταν το ηµικυκλικό ή παραλληλόγραµµο τζαµωτό και διακοσµηµένο τζάµι πάνω
από το παράθυρο του πάνω ορόφου.
( του ) χαϊάτ’ στην τουρκική σηµαίνει σκεπασµένη αυλή. Βρίσκονταν στον όροφο, συνήθως, του
σπιτιού και ήταν κεραµοσκεπές. Εκεί περνούσαν την ώρα τους οι Κοζανιώτες τους θερινούς
µήνες. Το χαϊάτ’ χρησιµοποιούνταν και για την αποξήρανση των διαφόρων καρπών (πέτουρα,
τραχανάς, ντοµάτες, πιπεριές κλπ.).
( ου ) χαλές τον αναφέραµε και σαν αναγκαίους κι απόπατους.
ΤΑ ΖΑΝΑΤΙΑ
(τα Κοζανιώτικα επαγγέλµατα)
Αβτζής = ο κυνηγός
Αγουγιάτς = ο µεταφορέας
Αλµπάντς = ο πεταλωτής
Αραβάντς = ο µεταφορέας
Αραµπατζής = ο µεταφορέας επιβατών
Βαϊνάς = ο βαρελοποιός
Βιλιντσιάις = ο κατασκευαστής φλοκάτων
Γανουτής ( και γανουµατζής ) = πλανόδιος που γυάλιζε τα χάλκινα ή σιδερένια
κουταλοπείρουνα
Γιλαδάρς = ο βοσκός αγελάδων
Γουναράς = ο γουνοποιός
Κάλφας = ο µάστορας
Κανταρτζής = υπάλληλος υπεύθυνος για την µέτρηση
Καπιτάνιους = ο χωροφύλακας
Κιρατζής = ο µεταφορέας εµπορευµάτων ( από πόλη σε άλλη πόλη )
Κουδουνάς = ο κωδωνοποιός
Κράλιας = ο δραγάτης, o βιλάτορας, ο αγροφύλακας
Λαϊνάς = ο κεραµοποιός µε ειδικότητα τα λαγήνια
Μαραγκός = ο ξυλουργός
Μουταφτσής = ο υφαντής χοντρών αντικειµένων
Μπακάλτς = ο παντοπώλης
Μπαλοµατής = ο επιδιορθωτής ρούχων ή παπουτσιών.
Μπαχτσιβάνους = ο κηπουρός, ο περιβολάρης
Νταµπάκς = ο δερµατοποιός
Ντεµιρτζής = ο σιδηρουργός
Ντραγάτς = ο αγροφύλακας
Ντουγραµατζής = ο ξυλογλύπτης
Ντουλαπτζής = ο επεξεργαστής δερµάτων (?) – ο επιπλοποιός (?)
Παπλουµατάς = πλανόδιος συντηρητής παπλωµάτων, στρωµάτων κλπ.
Παπτσής = ο υποδηµατοποιός
Πινιρτζής = ο επεξεργαστής και λειαντής δερµάτων
Σακιλάρς = ο γραµµατέας
Σαµαράς = ο κατασκευαστής σαµαριών
Σαράφς = ο χρηµατιστής
Σιµιτζής = ο κουλουροποιός
Σιντουκάς = ο φερετροποιός
Τερζής = ο ράφτης ( ο ειδικευµένος στο χρησοκέντηµα των ρούχων ).
Τζιουµπάνους = ο βοσκός των αιγοπροβάτων
Τσιουρµπατζής = ο έµπορος, ο πραµατευτής
Τουλουµπατζής = παπουτσής ειδικός στα τουλουµπατζίθ’κα
Τσαγκάρς = ο ασχολούµενος µε την επιδιόρθωση αλλά και µε την κατασκευή τµηµάτων του
παπουτσιού
Τσιαµπάις = ο ζωέµπορος
Τσουκαλάς = ο κεραµοποιός, ο κατασκευαστής τσουκαλιών
Υφαντάδις = οι ασχολούµενοι µε την ύφανση
Χαµάλτς = ο αχθοφόρος
Χανιτζής = ο ξενοδόχος ( της εποχής )
Χασάπς = ο κρεοπώλης
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
Α. ΑΝΔΡΙΚΑ
Αλέκς = Αλέκος
Γιούτσιους = Γεώργιος
Γίτσιους = Χρήστος
Γκιγκέλας = Βαγγέλης
Γκόρης = Γρηγόρης
Γκουντέλας = Κώστας
Γόλης = Γρηγόρης
Γούλης = (χαϊδ.) Γιώργος (Γιωργούλης)
Γούλιας = Γιώργος
Γούλτς = Γιώργος
Γούσιας = Γιώργος
Καλίτσιας = Χαρίσης
Κίτσιους = Χρήστος
Κουκόλτς = Νικόλαος
Κουκουλιός = Νικόλαος
Κύρους = Κυριάκος
Κουτιούλτς = Κωστάκης
Κώτιας = Κωνσταντίνος
Κώτσιους = Κώστας
Λίας = Ηλίας
Λιάκους = Ηλίας
Λιάτσιους = Λάζαρος
Λιόλιους = Γεώργιος
Λίτσιους = Χρήστος
Λόλους = Γιώργος
Μάνους = Μανώλης
Μαρκούρς = Μερκούρης, Μάρκος
Μήκας = Δηµήτριος
Μίχους = Μιχάλης
Μπαλάσας = Βλάσης
Μπατζόλας = Μανόλης
Μπατσίλας = Βασίλης
Μπήτιας = Δηµήτριος ( Σιατιστινής προέλευσης )
Μτιούλτς = Δηµήτριος
Νανάς = Αθανάσιος
Νάννους = Γιάννης
Νιάκους = Ιωάννης
Νιανιάτσιους = Αθανάσιος
Νιάτσιους = Αθανάσιος
Νιούλτς = Ιωάννης
Νούµτσιους = Ναούµ
Ντιόντιους = Θεόδωρος
Ντίνας = Δηµήτρης
Ντόνας = Αντώνης
Πάικους = Παύλος
Πάρις = Παρασκευάς
Παυλής = Παύλος
Πίλιους = Σπύρος
Πτιόλτς = Απόστολος
Ρού(σ)ης = δεν υπάρχει Άγιος µε τέτοιο όνοµα. Προφανώς ονοµάτιζαν τον κοκκινοµάλλη.
Σαβούλτς = Σάββας
Σιδέρς = Ισίδωρος
Στάµκους = Στέφανος
Στάµους = Σταµάτης
Στέργιους = Στυλιανός
Στέφους = Στέφανος
Τάτσιους = Αναστάσης
Τζήκας = Ζήσης (των Τριών Ιεραρχών) και Ζήνων
Τζιότας = Παναγιώτης
Τζιουρτζιάκς = Γεώργιος ( Χαϊδ. )
Τιτιούλτς = Κωνσταντίνος
Τόλιους = Αποστόλης
Τρούλιας = Δηµήτριος
Τσάρης = ο άνθρωπος είχε πολλά παιδιά… τότε όλοι ήθελαν να µοιάσουν µε τον Τσάρο της
Ρωσίας. Να γίνουν Τσάροι δηλαδή. Οπότε όταν ήλθε η ώρα να πεί ο νονός το όνοµα πετάχτηκε
ο πατέρας και φώναξε Τσάρους. Ο αγράµµατος παπάς πήγε να το ελληνοποιήσει και είπε:
«βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Τσάρης…»
Τσέλιους = Στυλιανός, Στέργιος
Τσίλης = Στελάκης ( χαϊδευτ. )
Τσιουβάς = Παρασκευάς
Τσιώµους = Θωµάς
Φάνης = Θεοφάνης
Φόρης = Χριστόφορος
Φώτς = Φώτιος
Χαρίισς = Χαράλαµπος
Χριστάκς = Χρήστος
Β. ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ
Αννίκα = Άννα
Ασµίνου και Σιµίνα = Ασηµίνα
Αφρατή = Αφροδίτη
Βαγγιλή = Ευαγγελία
Βαγγιλούδα = Ευαγγελία
Βάια = Βάγια
Βακή =
Βιλίκου = Γλυκερία ( Παπασιώπης : είχα τη γνώµη ότι θα επρόκειτο περί Βασιλικής. Μου είπαν
όµως ότι έτσι λένε την Πασχαλιά ).
Βιτώργια = Βικτωρία
Γίτσα = Γεωργία
Γκιγκέλου = Ευαγγελία
Ζιόλια = Θεοδώρα
Ιβγένα = Ευγενία
Κάλια = Καλλιόπη
Κατίγκου = Αικατερίνη
Κατή = Αικατερίνη
Κατρίν’ = Αικατερίνη
Κουκούλα = Βασιλική
Λέγκου = Ελένη
Λιάγκα = Αλεξάνδρα
Λίνα = Μαλίνα, Μαρίνα
Λιόπου = Καλλιόπη
Λισάβ’ = Ελισάβετ
Μαλάµου = Μαλαµατή
Μαλίνα = Μαρίνα
Μαλιούκου = Μαρία
Μαργούλα και Μαργώ = Μαρίνα
Μαντώ = Διαµάντω
Ματή = Μαλαµατή
Ματιούκου = Ματίνα
Ματιώ = Ματίνα, Ματθίλδη ( Παπασιώπης )
Μητιώ = Σταµατία
Μιµία = Ευθυµία
Μίτσα = Ναούµα
Μπαλάσου = Βαλασία
Μπήινα = Πηνελόπη
Μπίλιου = Βασιλική
Μπλίκου = Γλυκερία
Μπουζίτσα = Θεανώ
Μπούλου = Ελισάβετ
Μπούντιου = Θεανώ
Νίνα = Ειρήνη
Νιάνια = Άννα ( Παπασιώπης : Ιωάννα, Γιάννου ).
Νινιούλα = Αθηνά
Νιούλα = Αθηνά
Νούµτα = Ναούµα
Ντουντούλα = Αλεξάνδρα
Ξιάγλια = Αλεξάνδρα
Πανάιου = Παναγιώτα
Πάση = Ασπασία
Πιπίνα = Δέσποινα
Πιλίνα = Πελαγία
Πόπη = Καλιόπη
Ρήνα = Ειρήνη ή και Κατερίνη µε ι. (Παπασιώπης).
Ρούλα = Θεοδωρούλα, Μαρούλα, Ζαχαρούλα κλπ.
Ρούσα = ( ? ) ( Κοκκινοµάλλα ) ( + Επισκ. Διονύσιος : «πού το βρήκατε αυτό το όνοµα ;» (σε
βάπτιση).
Σαβούλου = Ελισσάβετ
Σάννα = Άννα
Σαννούκου = Άννα
Σουλτάνα = (?)
Σουτήρου = Σωτηρία
Στιργιανή = Στυλιανή ( Στέλλα )
Τέλια = Περιστέρα
Τζιτζίκου = Θεοδότα
Τιάτιου και Τιάτια = Αναστασία ( 22 Δεκεµβρίου )
Τιτίκου = Αικατερίνη
Τιτιούλα = Δήµητρα
Τσιάντα = Αλεξάνδρα
Τσιβούλα = Παρασκευούλα
Τσιµούλα = Ευθυµία
Τσιόνια = Χιονία
Τσιτσιά = Αναστασία
Τσιτσιούλα = (χαϊδ.) Αναστασία
Φούλα = Φωτεινή
Φριδρίκου = Φρειδερίκη
Φρουσύν’ = Ευφροσύνη
Φώτου και Φουτούλου = Φωτεινή
Χιουνάτα και Χιόνου = Χιονία
ΟΙ ΜΑΧΑΛΑΔΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΠ’
ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Στη αρχή διαβάσατε ένα κείµενο του Βασίλη Φόρη. ‘Όνειρο ζωής του ήταν η σύνταξη του
λεξικού του Κοζανιώτικου λεξικού. Το κύκνειο έργο του πριν πεθάνει. Δεν πρόλαβε…, «άλλα ο
Κύριος κέλευσε» και τον πήρε από κοντά µας απρόσµενα, στις αρχές του 1996. Το πλούσιο
έργο του παραδόθηκε, από τους οικείους του, για αξιοποίηση στη Δηµοτική Βιβλιοθήκη
Κοζάνης. Το όνειρο του κυρ Βασίλη προσπαθεί και θα τα καταφέρει, σίγουρα, ένας Μυτιληνιός !
Και µάλιστα όχι φιλόλογος αλλά οφθαλµίατρος. Ο κ. Στράτος Ηλιαδέλης, που είναι τόσο τρανός
Σιούρδους που αµφιβάλλω αν µπορεί να υπάρξει άλλος.
Χρόνια τώρα, µαζώνου κείµενα που αναφέρονται στην Κοζάνη και επειδή τα θεωρώ
ενδιαφέροντα τα κρατώ σε ένα ντοσιέ ( εικοσιπέντε είναι µέχρι τώρα και µακάρι να
κατοστήσουν ). Πολλά αναφέρονται στον Βασίλη Φόρη. Τα καταθέτω, για να πάρει µία µικρή
ιδέα ο αναγνώστης, για το µέγεθος της προσφοράς αυτού του «τέρατος» της γλωσσολογίας.1
Για τον κ. Στράτο Ηλιαδέλη θα αναφερθώ ξεχωριστά. Και µόνο το γεγονός ότι είναι η ψυχή των
«ΕΛΙΜΕΙΑΚΩΝ» αρκεί. Κανείς άλλος δεν καταπιάστηκε µε τέτοιο µεράκι και µε τόσο ζήλο για
την Κοζάνη µας…
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΚΟΖΑΝΗΣ
Για να «ξεκουράσουµε» λίγο την Ματίνα Τσικριτζή – Μόµτσιου, που µε τόση αµεσότητα
καταγράφει σκηνές της Κοζανίτικης ηθογραφίας, και µε τόση αµεσότητα αποδίδει το γλωσσικό
µας ιδίωµα, σήµερα αναδηµοσιεύουµε τα « ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ » από το «Μακεδονικό
Ηµερολόγιο», (1974) του κορυφαίου Κοζανίτη γλωσσολόγου Β. Φόρη, που για πολλά χρόνια
διηύθυν ε το Ιν στιτούτο Νεοελ λ ην ικ ών Σπουδών του Α ριστοτελ είου Παν επιστηµίου
Θεσσαλονίκης.
Αν µια ιδιωµατική λέξη λέγεται ακριβώς όπως και στην Κοινή Νεοελληνική, η αυστηρή
δεοντολογία απαιτεί από τον συλλογέα ή τον ερευνητή να την παραθέσουν το πολύ ως τύπο,
όταν γράφουν το λεξιλόγιό τους, στα µακεδονικά π.χ. «λιβέντς – λεβέντης, (βλ. Φωνητική)» -
και τέλος. Τις φράσεις δηλαδή ξέρς τι λιβέντς είνι αυτός; ή πότι γίγκιν τέτοιους λιβέντς ου γιό
σ’; κ.τ.λ. κ.τ.λ. η αυστηρή κριτική θα τις έβλεπε γέµισµα χαρτιού και τίποτε άλλο. Φαίνεται
όµως ότι ο ενδόµυχος αυτός φόβος των συλλογέων, ίσως όµως και των επιστηµόνων ( που
αυτούς τους περιµένει και αυστηρότερη κριτική ), άφησε και αφήνει ακόµα στις µέρες µας
κάποια κενά στην επιστήµη, που πρέπει να τα συµπληρώση µία νέα έρευνα. Γιατί, µε τη
νοοτροπία αυτή, να µην αναφέρει δηλαδή κανείς στην οποιαδήποτε συλλογή του λέξεις
πραγµατικά πάγκοινες, αφήνεται στον αναγνώστη να καταλάβει ότι οι λέξεις αυτές λέγονται και
στο ιδίωµα όπως και στην Κοινή Νεοελληνική, στην ίδια έκταση και µε τις ίδιες εκφράσεις.
Είναι όµως έτσι πάντοτε τα πράγµατα; Αν αναφέρω ότι στην Κοζάνη η λέξη µεγάλος – µιγάλους
είναι άγνωστη, σίγουρα θα ξαφνιαστούν πολλοί – και δίκαια : «άγνωστη» δεν είναι, ο
Κοζανίτης θα την καταλάβη άµα την ακούση, αλλά εκείνο που ενδιαφέρει είναι ο ίδιος δε θα τη
χρησιµοποιήση ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, γιατί χρησιµοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τη συνώνυµη λέξη
τρανός ( µόνο στην πειραχτική έκφραση µιγάλους κι τρανός θα την πή). Εδώ βρίσκεται τώρα το
λεξιλογικό και ταυτόχρονα λεξικογραφικό πρόβληµα. Στο λήµµα τρανός ( µε τα παράγωγα και
τα σύνθετά του ) πρέπει οπωσδήποτε να σηµειωθεί ότι η λέξη χρησιµοποιείται αποκλειστικά και
ότι η συνώνυµή της *µιγάλους καθώς και τα παράγωγα και τα σύνθετά της, ενώ κατανοούνται,
δεν χρησιµοποιούνται.
Τότε, στο ίδιο αυτό λήµµα τρανός έχουν τη θέση τους την τελείως απαραίτητη όλες εκείνες οι
χρήσεις ή οι εκφράσεις που λέγονται στην κοινή Νεοελληνική µε το µεγάλος :
τρανός µπιλιάς αυτός ου Στέργιους ( επίθετο )
µκροί τρανοί τάβλι ( ουσιαστικοποιηµένο επίθετο )
τράνιψιν, αρά, τόσου ου γιός σ; ( ενεργ. ρήµα )
παρατράνιψιν του κακό ( σύνθετο ρήµα )
τί σόι τράνιµα είνι αυτό; ( παράγωγο ρήµατος )
κ.τ.λ., κ.τ.λ., κ.τ.λ..
Όλα αυτά δεν είναι διόλου, πιστεύω, γέµισµα χαρτιού, είναι αποδεικτικά στοιχεία και για ην
συχνότητα µε την οποία η λέξη χρησιµοποιείται στο ιδίωµα και για την αποκλειστικότητα της
χρήσης. Και στο λήµµα, λοιπόν, τρανός θα είχε θέση µία σηµείωση όπως : « Το επίθ. µεγάλος
δεν χρησιµοποιείται», και λήµµα ξεχωριστό µε αστερίσκο: «µιγάλους» θα µπορούσε να γίνη,
παραπεµπτικό στο τρανός. Μερικές παρόµοιες λέξεις που θα τις ονόµαζα «αρνητικά λήµµατα»,
αναφέρω παρακάτω.
* µουρό. Ποτέ δε λέγεται η λέξη αυτή στην Κοζάνη για το νεογέννητο ή το νήπιο. Λέγεται
πάντοτε του µ’κρό : πχιάλα µέσα, αγλιούγουρα, κλαίει του µ’κρό, θα πεί η µάνα ή η πεθερά στη
νύφη ή στην κόρη που άφησε του µ’κρό µόνο του στο δωµάτιο. Αλλά ούτε και το επίθετο
µουρός λέγεται, τουλάχιστον από τους Κοζανίτες που µένουν ανεπηρέαστοι από την κοινή
χρήση. Και µαζί µε αυτό µένουν σε αχρηστία, σαν σε ψυγείο, και άλλα συνώνυµα και συγγενικά
του επίθετα, όπως *τριλός, *ανόητους κτλ. και όλα αυτά γιατί τις πολυποίκιλες αυτές
αποχρώσεις της κεντρικής έννοιας αναλαµβάνει να τις καλύψει το ιδίωµα µε το πολυσήµαντο
επίθετο σιούρδους.
* αγόρ’. Αρνητικό και τούτο το λήµµα, και µάλιστα όχι µόνο στην Κοζάνη ή και στα βόρεια
ιδιώµατα, αλλά ίσως και σε άλλες περιοχές. Το χαριτωµένο ανέκδοτο µε το χωριάτη της
Κοζάνης που ακούει από το µαιευτήρα στην κλινική : Άιντι, Κουκουλιό, να σι ζήσ’ τ’ αγόρ’ και
ρωτάει φχαριστώ, γιατρέ, αλλά δέ µ’ είπις τί απόχτσιν η Αφρατούλα, πιδί ή κουρίτσ’; Αφήνει
ωστόσο την απορία : άραγε ούτε καν κατανοητή δεν είναι η λέξη ; Ίσως στα χωριά.
* κιρδίζου. Το ρήµα δεν λέγεται στο ιδίωµα. Με την έννοια του κέρδους από εργασία
χρησιµοποιείται το βγάνου. Με την έννοια πάλι του κέρδους από τυχερά παιχνίδια το κοζανίτικο
ρήµα είναι το αρµάζου. Έ, ρά, ποιος αρµάζ’ ; θα ρωτήσει κανένας για την έκβαση ενός τυχερού
παιχνιδιού. Έχει ιδιαίτερη σηµασία να τονιστεί η χρήση της λέξης για τα τυχερά παιχνίδια, γιατί ο
περιορισµός σ’ αυτά δείχνει και την προέλευση του ρήµατος. Από φωνητική άποψη τίποτα δε
δυσκολεύει να δεχτή κανείς ότι ο τύπος αρµάζου προέρχεται από το ρηµάζω ( µε κανονική
αποβολή του φθόγγου ι στο ρήµα και µε επίσης κανονική ανάπτυξη του α- από συνεκφορά : τα
ρήµαξα – τ’ αρήµαξα, να ρηµάξου – ν’ αρµάξου ). Εννοιολογικά τώρα : πρέπει να υπήρξαν
( ποιος όµως να το ξέρη ; για τον συλλογέα και τον ερευνητή ξανοίγεται άλλος δρόµος … )
περιπτώσεις µεγάλων οπωσδήποτε κερδών, έτσι που να πρωτοειπώθηκαν φράσεις όπως : ‘µ ισύ
µας ρήµαξις, - πόσα ρήµαξις, αρά ; κτλ. και ύστερα το ρήµα να πέρασε στην έννοια του
κερδίζω. Στ’ άλλα παιχνίδια λέγεται το νικώ – ανκώ.
* πιτώ. Με την έννοια ρίχνω κάτι ( κάτω ) που έχει το ρήµα πιτώ στην Νεοελληνική, το δε ρήµα
αυτό δεν λέγεται στην Κοζάνη. Μόνο από επίδραση της Νεοελληνικής θα πή ο Κοζανίτης πέτα ή
πέταξέ του πέρα του παλιουµάχιρου, η γνήσια χρήση είναι µε το ρήµα πουλιµώ : τί του
πολυλιµάς του πανταλόν’ όπ’ νάνι ; -- όταν σφαλνούσαν τα σκουλειά του καλουκαίρ,
πουλιµούσαµι τα βιβλία στουν αέρα κτλ. κτλ. Παράγωγο που δηµιουργεί και φωνητικά
προβλήµατα, το πουλέµ’µα. Εδώ τώρα πρέπει να βρή ο ερευνητής και την αρχή της χρήσης
αυτής, και ίσως δε θα δυσκολευτή να θυµηθεί το γνωστό και από τις άλλες περιοχές, τον
ένδοξο πετροπόλεµο, που µπορεί να µην άφηνε στις συνοικίες νεκρούς, αλλά πολλούς
γιατρούς και φαρµακοποιούς "επλούτιζε" µε τα σπασµένα κεφάλια και άλλους τόσους εµπόρους
«εχρύσωνε» µε τ’ αµέτρητα σπασµένα τζάµια. Ίσως λοιπόν από φράσεις των «πολεµάρχων» και
των µαχητών όπως : αυτός πουλιµάει γινναία, ισύ έριξις λίγις πέτρις, πουλιµούσα ως του
βράδ’,έριχνα συνέχεια πέτρις κτλ. να συµφύρθηκαν οι φράσεις και να ειπώθηκε κάποτε
πουλέµσα πουλλές πέτρις, κι από κεί η λέξη πουλιµώ ( πέτρα ) να πέρασε στη χρήση και µε
κάθε άλλο αντικείµενο. Συγγενική είναι στην Κοινή Νεοελληνική η έννοια προσπαθώ του ιδίου
ρήµατος : Τί πουλιµάς να κάνεις τόση ώρα ; Έτσι και το παλεύω. Ενισχυτικό γι αυτή την εκδοχή
είναι και το ότι το πουλιµώ σ’ αυτές τις περιπτώσεις έχει την έννοια της κάποιας βιαιότητας, της
πράξης που γίνεται µε κάποιο πάθος, και όχι της ήρεµης. Δε θα πή πχ. καµµιά νοικοκυρά τα
πουλιµας τα σκουπίδια ; µε την έννοια « τάριξες στον τενεκέ ;» Και ακριβώς από αυτή την
άποψη το ρήµα δε θα είχε την απόλυτα σωστή θέση του στα «αρνητικά λήµµατα», θα
αποτελούσε µία διάµεση βαθµίδα ανάµεσα σ’ αυτά και σε κάποια άλλα, όπως είναι τα
ακόλουθα :
ψήνου. Το ρήµα λέγεται, αλλά µόνογια τις περιπτώσεις που κατά το µαγείρεµα δε
χρησιµοποιείται νερό. Στην κατσαρόλα δεν ψίνιτι ούτε η φασολάδα, ούτε το αρνί µε τις πατάτες,
ούτε τίποτε άλλο. Η Κοζανίτισσα µαγειρεύ του φαΐ στη φωτιά, το φαΐ βράζ, ποτέ δε ρωτάει η µια
γειτόνισσα την άλλη τι τς ψήντς σήµερα τς θκοί σ ; πάντα τι τς µαειρεύς ; ή µε το ουδέτερο
ρήµα φκιάνου,τς έφκιασα ένα γιαχνί, θαραπαύκαν. Κι ο καφές δεν ψήνιτι ποτέ στην Κοζάνη,
βράζ’, φουσκών’, γένιτι αλλά να ψηθεί ποτέ. Όταν οι κοπελίτσες έπαιζαν κάποτε τις «κυρίες»
και έλεγαν το γνωστό πιράστι απ’ τουν καναπέ να σας ψήσου έναν καφέ, αυτές παπαγάλιζαν
ανυποψίαστα την φρασεολογία πανελληνίου παιχνιδιού, οι µάνες όµως που τις άκουγαν δεν
άφηναν ασχολίαστο το πράγµα : Τί µαρ’ ψηµένουν τουν πίν’ν τουν καφέ οι µκρές ; Τόσο
έντονα αντιδρά το γλωσσικό αισθητήριο στην ασυνήθιστη χρήση. Ας µην ξεχνούµε πάντως πως
και στα µη κοζανίτικα εστιατόρια γίνεται διάκριση ανάµεσα σε µοσχαράκι ψητό και βραστό κτλ.
ώστε µια κάποια δικαίωση της περιορισµένης χρήσης να υπάρχει.
Φλεύου. Όλα τα λεξικά της Κοινής Νεοελληνικής µιλούν αδιακρίτως για προσφορά φαγητού,
γλυκού, ακόµα και φιλοδωρήµατος. Για τα κοζανίτικα οι δύο τελευταίες περιπτώσεις είναι
αδιανόητες. Ιδίως το παράδειγµα του λεξικού της «Πρωίας» πχ. «δίδω µικρόν φιλοδώρηµα :
κάνε µου αυτό το θέληµα και κάτι θα σε φιλέψω». Φλεύου στα κοζανίτικα θα πή νέτα σκέτα
«τραπεζώνω» και φυσικά η φλιά προϋποθέτειφαγοπότι γερό. Κάποτε που µία µαθητριούλα
απάγγελνε το αριστουργηµατάκι εκείνο του Πάλλη «Καληµερούδια», όπου η µικρούλα λέει στα
ζωάκια της πάω να προφτάσω τον παππού που µε φιλεύει σύκα, «σύσσωµη» η συντροφιά
Κοζανιτών και Κοζανιτισσών, ενώ χάρηκε το ποίηµα γλωσσικά «διαµαρτυρήθηκε» : µ’ τί έρµ
φλιά ήταν αυτήν ; µι σύκα ; Νοµίζω ότι και στον ευρύτερο µακεδονικό χώρο έχει διάδοση η
έκφραση ( οπωσδήποτε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ) :
σ’ µά κουντά τα Γιάννινα για µια καλή φλιά, που λέγεται όταν απορρίπτη κανένας ελκυστική
κατά τα άλλα πρόταση εξαιτίας της µακρινής απόστασης.
Και στα λήµµατα αυτά νοµίζω ότι είναι τελείως απαραίτητο, µε οδηγό πάντοτε τα καλά λεξικά
της Νεοελληνικής, να σηµειώνεται η περιορισµένη χρήση : οι λέξεις λέγονται, αλλά όχι σε όλο
ο πλάτος το χρησυικό της Κοινής Νεοελληνικής. Ο ερευνητής έχει εδώ να κάνει µε
«µισοαρνητικά λήµµατα», λειψά – παίζοντας θα τα ονόµαζα «λείµατα».
Η λεξικολεγική ποικιλία του Κοζανίτικου ιδιώµατος δίνει και άλλη µία κατηγορία : των λέξεων
εκείνων που λέγονται και στην Κοινή Νεοελληνική, έχουν όµως τελείως άλλο νόηµα, είτε γιατί
στο ιδίωµα υπήρχε η βασική έννοια και µε το χρόνο περιορίστηκε σε µια µεταφορά είτε γιατί
ευθύς από την αρχή δεν υπήρξε τέτοια της λέξης στο ιδίωµα. Αντιπρόσωπος της κατηγορίας
αυτής είναι η λέξη λειψανάβατους. Είναι βέβαιο ότι µε την έκπληξη που θ’ ακούση ο Κοζανίτης
ότι η λέξη σηµαίνει στην Κοινή Νεοελληνική σχεδόν αποκλειστικά το «µη ανεβασµένο ψωµί» µε
την ίδια έκπληξη και ο µέσος Νεοέλληνας θα µάθη ότι στην Κοζάνη λειψανάβατους είναι
αποκλειστικά και µόνο ο ισχνός και καχεκτικός άνθρωπος, ο αδύνατος, ο ωχρός κτλ. Εδώ δεν
ξέρει κανείς να πή ποια από τις λέξεις οδήγησε στην παρετυµολόγηση : το λειψός, το λείψανο,
το αδιόρατο ( αλλά συχνά στην παρετυµολογία επιδρούν και τ’ αδιόρατα ) : σάβανο ; ίσως το
πρώτο, γιατί και στη δηµοτική κατά το «Μέγα Λεξικόν» του Δηµητράκου υπάρχει η έννοια ο ουχί
επαρκής ( άνθρωπος ), ο µη δυνάµενος να φέρη τι εις πέρας κτλ.
Τέλος, αντιπρόσωπος των λέξεων εκείνων που διακρίνονται από κάποιον κατακλυσµό
αποχρώσεων ειναι ο συµπιθιρός, ιδίως η συµπιθιρά. Οι λέξεις σηµαίνουν φυσικά ό,τι και τ’
αντίστοιχά τους της Κοινής Νεοελληνικής. Όπως όµως το κρητικό σύντεκνος χρησιµοποιείται,
ιδίως στην οικεία γλώσσα και µάλιστα και από µη Κρητικούς προς Κρητικούς , ως ισότιµο του
φίλος, πατριωτάκι κτλ. συχνότατα στην κλητική, έτσι και το συµπιθιρός – συµπιθιρά πήρε στην
Κοζάνη και παραπλήσια και ευρύτερη και πιο προχωρηµένη σηµασία. Για να συλλάβη κανείς τις
έννοιες αυτές, πρέπει να πλησιάσει µε πολλή προσοχή και – θα έλεγα – µε σεβασµό τη λαϊκή
ψυχή και τις εκφραστικότατες εκδηλώσεις και στάσεις της κοινωνικής ζωής. Γίνεται ένας
αρραβώνας, δυό σπίτια συµπεθεριάζουν. Ποιοί όµως συγγενείς συµπεθεριάζουν, δηλ. ως ποιο
βαθµό συγγένειας φτάνει το συµπεθέριασµα ; Βασικά συµπεθεροί είναι τα τέσσερα πρόσωπα, οι
γονείς των δύο µνηστευµένων – και το σοβαρό γλωσσικό ήθος ως εκεί απαιτεί και επιτρέπει την
ορολογία. Ποιος όµως θα βάλει δεσµά στη γλώσσα ; Στο δείπνο, δίπλα στους γονείς κάθονται τ’
αδέλφια. Να µας ζήσν’ συµπιθιρέ, προπίνουν οι γονείς, κλητική χρειάζονται και οι άλλοι…
Ακούν και τα ξαδέλφια της µιάς πλευράς και εύχονται στα ξαδέλφια της άλλης – πώς
αλλιώς ;Κι στα θκά σ’ συµπιθιρά. Τις Δευτέρες µετά τον αρραβώνα ένας κόσµος ολόκληρος
αλληλοπροσφωνείται µε το συµπιθιρέ – συµπιθιρά. Δεν υπάρχει χώρος για απορίες : Απού πού
συµπιθιρός σ ου κυρ’ Γιώρς ; Ιά ήµασταν σν αρραβώνα τα Λάζ κι κάθουµάσταν κουντά κι τά
‘πναµι. Αλλά κι οι νεαροί, που κρυφοκοιτούν στη σάλα τις νεαρές, πρέπει να βρούν τρόπο να
πλησιάσουν : Χουρεύουµι… συµπιθιρά ; κι ας µην είχαν ανταλλάξει χρόνια ούτε το πολυπόθητο
χαίριτι στο βραδινό περίπατο της Κοζάνης. Λίγο τώρα τα χαίριτι που πληθύνονται στη βόλτα,
λίγο η υπόµνηση του νεαρού στην κοπέλλα : αλλά, γλέντ’ από ‘καµάµι σν αρραβώνα !, τέλος
τα πειράγµατα των άλλων, που παρακολουθούν κρυφοµιλήµατα και µισοφοβισµένες
συναντήσεις, όλα οδηγούν σε νέες καταστάσεις και εποµένως και σε νέες έννοιες της λέξης :
Σα να σι πήριν ιψές του µάτι µ µι τ’ συµπιθιρά… Η λέξη τώρα πήρε την απόχρωση «φιλενάδα
ερωτική». Αλλά και την ουδέτερη σηµασία «µια κάποια γυναίκα» έχει ακόµα στην Κοζάνη η
λέξη συµπιθιρά, σηµασία που ξεκίνησε από την πολυπλήθεια, να πώ, των προσώπων που
καλλούνται σ’ αρραβώνα και γάµο. Όταν έτσι ή αλλιώς όλη η Κοζάνη είναι (ή µάλλον ήταν)
ένα µεγάλο συµπεθεριό, µε λίγη πειραχτική διάθεση λέγεται και µ’ αυτή την έννοια η λέξη : Σι
χάλιβιν µια συµπιθιρά, σι βρήκιν ; «Έτι και έτι…» η λέξη τοποθετείται και στην ατµόσφαιρα της
εγκάρδιας οικειότητας : όταν πριν από χρόνια ο κ. Ζ. Πιτένης έγραφε στη «Δυτική Μακεδονία»
της Κοζάνης για µια τοπική ιστορία, κάτι παρόµοιο από την Καστοριά της θυµήθηκε η
λογοτέχνισσα της Θεσσαλονίκης κ. Ιφιγένεια Διδασκάλου και του το θύµισε, µ’ έναν εγκάρδιο
τόνο. Άλλο που δεν ήθελε και ο κ. Πιτένης : της ανταπάντησε κι αυτός κι αναθυµήθηκε άλλα, η
προσφώνησή του όµως ήταν : συµπιθιρά. Από πού τώρα ο Κοζανίτης κ. Πιτένης που
κατοικοεδρεύει από χρόνια στην Αθήνα , συµπιθιρός της Καστοριανής κ. Ιφ. Διδασκάλου, που
ζή µόνιµα στη Θεσσαλονίκη, αυτό δε θέλει ρώτηµα : η Κοζάνη και η Καστοριά γειτονεύουν,
ώστε συγγενεύουν, άρα συµπεθεριάζουν.
Ο συλλογέας κι ο ερευνητής των ιδιωµάτων έχουν πολλά προβλήµατα στην εργασία τους.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Δ. ΦΟΡΗΣ
Το σχόλιο του « Χρόνου » ήταν «…είναι δείγµα µιας εποχής που τα «Κοζανίτικα Γράµµατα»
στηρίζονταν σε πραγµατικούς ΛΟΓΙΟΥΣ, που τα τιµούσαν: »
Τώρα που ο φίλτατος συµπατριώτης και εξαίρετος φιλόλογος Λεωνίδας Παπασιώπης εντελώς
απροσδόκητα µας ανακοίνωσε ότι σταµατάει τις χαριτωµένες αφηγήσεις του στη στήλη
ΑΔΟΥΚΗΘΚΑ του αγαπητού «Χρόνου», τον λόγο τον έχουν κάποιες επιτροπές που νοµίζω πως
είχαν συγκροτηθεί για ν’ απονείµουν βραβείο. Ο Λεωνίδας το δικαιούται «µε τα τσαρούχια»
προτείνω µάλιστα, εποχή που είναι, να βραβευτεί και µ’ ένα «κύπελλο» ο αγώνας του ήταν
κυριολεκτικά πρωτάθληµα – ή µαραθώνιος.
Μια δεύτερη πρόταση, στον ίδιο τον Λεωνίδα πιά, θα ήταν να µην τ’ αφήσει όλα αυτά τα
αφηγήµατά του να σκονίζονται στις ελάχιστες βιβλιοθήκες που αρχειοθετούν και τον «Χρόνο»
παρά να τα παραδώσει στον άλλο τον χρόνο, που είναι βέβαια πανδαµάτορας, ωστόσο όµως τα
βιβλία τα σέβεται.
Τώρα, αν ήθελα να πώ κι εγώ τι µου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις από όλα όσα έγραψε
τόσον καιρό ο αγαπητός φίλος, φοβάµαι πως, αναφέροντας ένα µόνο, θα αδικούσα το σύνολο.
Επειδή όµως έζησα τις πανεπιστηµιακές εξετάσεις και επειδή ακόµα – δεν το κρύβω – κάθε
φορά που το θυµάµαι αυτό το ένα, µα στο δρόµο, µα στο γραφείο ή στο σπίτι, γελώ µοναχός
µου και φοβάµαι πως γίνοµαι και στόχος… θα θύµιζα τις εξετάσεις που έδινε ο Λεωνίδας στο
Χαριτωνίδη. Εκείνη η σκηνή µε τους αγανακτισµένους συµφοιτητές του : « πού στουν κόρακα,
ρά, τα ξέρς ισύ αυτά, κι ιµείς δεν τα βρίσκουµι πουθινά; » αλλά και η απάντησή του : « Ί, αυτό
µας έ λ ε ιπιν τώρα, ν α µην ξ έ ρουµι τα πουτάµια τς Τροίας …», ε ίν αι γ ια µέ ν α η
αριστουργηµατικότερη διαπίστωσή τους. Υπέροχος σ´ αυτό ο Λεωνίδας, « ου µκρός »…
Μια άλλη όµως πλευρά, από τα «άσουτα» του Λεωνίδα θα ήθελα να επισηµάνω : τα
λογοπαίγνιά του, από τα οποία λίγα µόνο µας χάρισε. Πριν όµως προχωρήσω, ας µου
συγχωρεθεί να θυµίσω για άλλη µια φορά κι ας τα πω λίγο «δασκαλίτ’κα» - πόσο άστοχα
χρησιµοποιούµε οι Νεοέλληνες τη λέξη καλαµπούρι. Η λέξη στα γαλλικά, απ’ όπου και την
πήραµε, το calembour, σηµαίνει «παιγνίδι µε τις λέξεις», λογοπαίγνιο ακριβώς, και όχι το
οποιοδήποτε αστείο, το οποιοδήποτε ανέκδοτο, ούτε ακόµα και το άλλο το ξενόφερτο και τόσο
δυσκολοαπόδοτο στη γλώσσα µας, το χιούµορ. Ως χιούµορ γνησιότατα κοζανίτικο , είχα
αναφέρει του µακαρίτη του Νίκου του Τσίντζιλη την πρόταση στον ψυχίατρο που έφραζε τον
περίβολο της κλινικής του µε συρµατόπλεγµα : « δεν το βανις αλόυρα απου ν Κόζιαν’; ».
Ανέκδοτα κυκλοφορούν χιλιάδες , το «τελευταίο» όµως είναι από τα ελάχιστα που έχουν την
χροιά του λογοπαίγνιου : Πήρε, λένε, ο Γιωρίκαν ένα σφυρί κι έσπασε το πόδι του, και
κούτσαινε. Κι όταν τον ρώτησαν πως του ήρθε και το έκανε αυτό, απάντησε ότι ήθελε να τον
λένε Κουτσόγιωργα. Όταν λοιπόν λέµε : «Έλα απόψε σπίτι, έχω φίλους, θα περάσουµε ωραία,
θάχουµε γερό καλαµπούρι…», θα κυριολεκτούµε, αφού είναι αδύνατο σε µια συντροφιά να
κάνει για ώρες ολόκληρες διαρκώς καλαµπούρια, λογοπαίγνια. Τουλάχιστο στην Κοζάνη δεν
επιτρέπεται να χρησιµοποιούµε σ’ αυτές τις περιπτώσεις το εκφραστικότατο και µοναδικό:
ξέκλιασµα, ξικλιάσµατα…
Ο Λεωνίδας λοιπόν είναι αµίµητος στα λογοπαίγνιά του. Πατρική η κληρονοµιά, αφού ο
αείµνηστος «πάπας» τους, ο Ιωάννης Παπασιώπης δεν άφηνε ευκαιρία να του ξεφύγει, έπρεπε
για το κάθε τι να κάνει το λογοπαίγνιό του. Φοβάµαι πως πρέπει ν’ αρχίσω … από σιωπώντας
ένα απίθανο που του έγραψε ο Λεωνίδας, όταν τον παπά τον είχαν τοποθετήσει στην Έδεσσα
που λεγόταν παλιά Βοδενά. Το κάνω από ευλάβεια στη µνήµη του πατέρα του – και αποσιωπώ
άλλο ένα ευρηµατικότατο του Λεωνίδα, «διαπραγµένο» για µια κυρία που δυστύχησε
αργότερα… Πρέπει όµως ν’ αρχίσω. Και να θυµίσω αυτό που έγραψε : «Όταν ο ίδιος και όλα
του τ’ αδέλφια και η φιλοξενούµενή τους ξαδέλφη η Έλλη ψήνονταν στον πυρετό από την
αλησµόνητη προπολεµική ελονοσία, ο Λεωνίδας δεν το βάσταξε και , µέσα στο παραµιλητό του
µικρό παιδί ακόµα, το πέταξε : « Εµ πώς να µην µας θερίζει η ελονοσία; Κοτζάµ Έλλη έχουµε
στο σπίτι…». Μας έγραψε και το άλλο, το πώς αντέδρασε όταν στη Ρουµανία ο καθηγητικός
Σύλλογος τα είχε χαµένα µε την µαθήτρια που ήταν «ολίγον τι …» και έπρεπε να την
αποβάλουν : « Μη στενοχωριέστε, η αποβολή έτσι κι αλλιώς θα γίνει…».
Από τη Ρουµανία όµως είχε «φέρει» ο Λεωνίδας και το άλλο. Ο µάγειρας στο εστιατόριο που
έτρωγε ήταν ένας γίγαντας ίσαµε εκεί επάνω, θηρίο ο περίφηµος Σταύρος. Κάποτε λοιπόν
επισκέφτηκε το Λεωνίδα ένας φίλος του από εδώ, Σταύρος κι αυτός, όµως το άκρο αντίθετο µε
το µάγειρα : πετσί και κόκαλο. Κι ο Λεωνίδας κάνοντας τις συστάσεις δείχνει το µάγειρα και
λέει : « Από δώ, ως ταύρος », και γυρνώντας προς τον φίλο του τον δείχνει : «Και από δω
οστά –µόνο »…
Όταν ήρθε στην Κοζάνη από την Κύπρο, τοποθετήθηκε στην Εµπορική Σχολή, Σεπτέµβριος, µε
εγγραφές, εξετάσεις κτλ. κι ο διευθυντής του δίνει ένα πάκο µε κόλλες, να τις χαρακώσουν ,
µαζί µε µια καθηγήτρια, για καταστάσεις. Μηχανική η δουλειά, ο Λεωνίδας τα αστεία του, η
καθηγήτρια «χα, χα, χα,,,» και ο διευθυντής για να τον πειράξει : « Κύριε Παπασιώπη, να
συντοµεύουµε και όχι πειράγµατα στη δεσποινίδα συνάδελφο ». « Η δουλειά γίνεται, κύριε
διευθυντά », του αποκρίνεται ο Λεωνίδας, « κι όσο για τα πειράγµατα στη δεσποινίδα, δε µας
πιάνουν τα πειρά σας είµαστε στα … χαρακώµατα ».
Άλλη µια αρχή χρονιάς µπαίνει στην Ε’ του Αρρένων να δώσει πρόγραµµα και βλέπει πως ενώ η
διαταγή έλεγε να κόψουν οι µαθητές τα µαλλιά «εν χρώ», τα λεβεντόπαιδα όλα ήρθαν µε κάτι
µαλλούρες να, πολλοί σε στιλ … αρίτσιου. Ο Λεωνίδας κάνει πως εγκαταλείπει την τάξη, οι
µαθητές «γιατί, κύριε καθηγητά; » κι εκείνος : « Δεν µπορώ, δεν µπορώ, βλέπω µεγάλην άνω
µαλλίαν, ανωµαλίαν…».
Ο Γενικός Επιθεωρητής Φώτιος Κανιστράς, που µας είχε χρόνια µε το Λεωνίδα και τους
µακαρίτες Γιώργο Χρυσοχόου και Γιώργο Πάπιστα στο γραφείο (νε καλοκαίρια και νε γιορτές
στα σπίτια µας…), τον πήρε µία βραδιά στο Μανόλη τον Παπαδέλη, για να πεί κι αυτός τη γνώµη
του για το κοστούµι που έραβε ο Επιθεωρητής : « Πως σου φαίνεται Λεωνίδα, δεν είναι ωραίο;
». « Τι να σου πώ, µ’ αυτό το κουστούµι κάνεις τρα…», κι ο άλλος σούφρωσε τα φρύδια…
Χειµώνας στην Κοζάνη, από εκείνους του παλιού «καλού» καιρού, η πόλη αποκλεισµένη από το
«ένα µέτρο και» τα χιόνια κι ένα τσούρµο µαθητές συγκεντρωµένοι στον κεντρικό δρόµο γύρω
από το αυτοκίνητο κάποιων ξένων, που προσπαθούσαν …να το ζεστάνουν… Να κι ο Λεωνίδας
µε το µπαστουνάκι του : « Τι συµβαίνει , παιδιά; », « Τουρίστ, τουρίστ, κύριε καθηγητά », «
Τουρίστ ή τουρτουρίστ; » ρωτάει ο Λεωνίδας.
Το πιο απίθανο όµως το πιο ευρηµατικό που θα µπορούσε νοµίζω ν’ αξιώσει πανελλήνιες
δάφνες, ήταν το άλλο. Στα 1951, αν δεν κάνω λάθος, ο τότε πρωθυπουργός, ο αείµνηστος
Σοφοκλής Βενιζέλος, έφτασε απρόοπτα κάπως στην Κοζάνη. Λίγοι ήξεραν ότι είχε έρθει για να
εγκαινιάσει τα αποξηραντικά έργα στη Σαρη-γκιόλ – οι παλιότεροι θα θυµούνται τους βάλτους
εκεί, που τώρα έγιναν ευφορότατες εκτάσεις. Τον ρώτησε λοιπόν κάποιος : «Μήπως ξέρεις
Λεωνίδα, για πού πάει ο Βενιζέλος; » - « Μα…, νοµίζω ότι βαίνει εις έλος…».
Ατέλειωτα του Λεωνίδα. Και πάλι του προτείνω να τα αναδηµοσιέψει, εµπλουτισµένα και
καλοτυπωµένα, όσα «αδουκήθκιν» στο «Χρόνο» χάρισµα στην Κοζάνη και στους ανθρώπους
της. Για να χαίρεται και ο ίδιος και το πνεύµα του και το χιούµορ του και τα λογοπαίγνιά του.
Μόνο άµα βγώ στη σύνταξη, όπως ο Λεωνίδας από χρόνια τώρα, ίσως να συντάξω κανένα
κείµενο της προκοπής. Μολονότι φοβάµαι ότι και τότε θα µε φάει η γραµµατική του κοζανίτικου
ιδιώµατος και ιδίως η … σύνταξή του.
Β. Δ. ΦΟΡΗΣ
Η Ένωση Παλαιών Προσκόπων Κοζάνης εκδίδει από δεκαετίας την διµηνιαία εφηµερίδα της
«ΚΟΖΑΝΙΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ». Το λογότυπο του τίτλου της το φιλοτέχνησα πρόχειρα σε κάποιο
χαρτί µε χοντρό µαρκαδόρο ως δείγµα για να το µορφοποιήσει ο τυπογράφος. Ο γραφίστας κ.
Τσιόκανος θέλησε να παραµείνει αυτούσιο το σχέδιο, για να µη χάσει την αυθεντικότητα
γραφής. Κάποια στιγµή αµφισβητήθηκε η ορθότητα της γραφής. Κάποιος επέµενε ότι το ορθό
ήταν «Κοζανήτικοι Διάλογοι», από το «Κοζάνη». Αντέδρασα έντονα και χρειάστηκε να ζητηθεί η
γνώµη κάποιου πνευµατικότερου ανθρώπου.
Ποιος να ήταν περισσότερο ειδικός από τον δικό µας κυρ Βασίλη; Πήρα το θάρρος και τον
ενόχλησα ζητώντας την άποψή του. Σε δύο ηµέρες έµεινα έκπληκτος λαµβάνοντας την
επιστολή του. Την καταθέτω σε φωτοτυπία για να µη χάσει κάτι από την αξία της. Πιστεύω, είναι
µια πραγµατεία για ένα ασήµαντο, κατά τη γνώµη µου, ζήτηµα.
1.11.1992
Πήρα σήµερα το γράµµα σου και ευχαρίστως απαντώ στο ερώτηµα που µου κάνετε την τιµή να
µου υποβάλλεται (δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώµη, αφού αυτή είναι η δουλειά µου).
Αφού ο τύπος είναι καθαρά νεοελληνικός, πρέπει να δεχτούµε ότι δεν έχει κανένα λόγο η
αρχαία κατάληξη –ήτης (Αιγινήτης), όπως θα ζητούσε ο φίλος συν-αδερφός πρόσκοπος, που θα
έδινε ( πώς όµως το επίθετο της νεοελληνικής σε –ίτικος: κοζανή, -τικος.
Πολύ σωστά σηµειώνεις το Πόλη – Πολίτης – Πολίτικος. Επίθετα σε –ήτικος δεν έχουν αρχαίες
περγαµηνές !
Για όλα αυτά όµως και για πληρέστερη ενηµέρωσή σας, καλό θα ήταν να ξεκλέβατε µισή – µία
ώρα κ αι ν α πηγ αίν ατε στη Δηµοτικ ή µας Βιβλ ιοθήκ η, όπου ο αγ απητός Βασίλ ης
Σιαµπανόπουλος ή η κυρία Σιώµου θα σας έδιναν τα βιβλία :
1.Μιχ. Χ. Οικονόµου, Γραµµατική της Αρχαίας Ελληνικής, για απλή ενηµέρωση από $390, όπου
µάλιστα, εκτός από το Αιγινήτης, θα βρείτε και Αβδηρίτης…
2.Νεοελληνική Γραµµατική της Δηµοτικής, την «µεγάλη», την «κρατική», σελ 128, $ 281,1 –
ίτης και σελ. 139,7 Μοραΐτης κτλ. – µοραΐτικος. Ώστε και πάλι : κοζανίτικος.
Ας µην παραλείψω να σηµειώσω ότι ο µακαρίτης ο (κοντο)συµπατριώτης µας Ζήνων
Πιτένης (ο «Λιόλιος») τιτλο-γράφησε το βιβλίο του «κουζιανιώτκα µπέντια», προτιµώντας τον
άλλο τύπο του επιθέτου, σε –ιώτης, -ιώτκος.
Β.Δ.Φόρης.
Κάθε φορά που διαβάζω στις τοπικές εφηµερίδες µας, ιδίως στη «Δυτική Μακεδονία», ή σε άλλα
έντυπα, όπως π.χ. στο «Φανό» των Κοζανιτών της Θεσσαλονίκης, διάφορα κείµενα γραµµένα
στο ντόπιο γλωσσικό µας ιδίωµα, παρατηρώ πώς, όσο κι´ αν οι συντάκτες τους, άνθρωποι
ζωντανοί και γνήσιοι αντιπρόσωποί τους όλοι του γλωσσικού µας ιδιώµατος, φροντίζουν να
παρουσιάσουν στο χαρτί ό,τι βγαίνει από το στόµα του λαού, δεν τα καταφέρνουν πάντοτε.
Απόδειξη γι’ αυτό θα είχα να φέρω το ότι, αν διαβάσει τα κείµενα αυτά ένας που δεν είναι
Κοζανίτης, τότε αυτό που θ´ ακούσωµε δεν θα είναι πέρα για πέρα ο ιδιωµατικός µας λόγος. Με
αυτό δεν εννοώ βέβαια το χρώµα της φωνής που έτσι ή αλλιώς ο ξένος προς το ιδίωµα δεν θα
το πετύχη ποτέ. Εννοώ το ότι συνήθως δεν αποτυπώνονται στο χαρτί µε κάθε ακρίβεια όσα θα
ακούονταν π.χ. σε µια ραδιοφωνική εκποµπή. Η διαφορά αυτή µεταξύ προφορικού και γραπτού
λόγου ισχύει και στην κοινή νεοελληνική γλώσσα, αφού βέβαια: κόσµος γράφοµε αλλά κόζµος
προφέροµε, στο χαρτί βλέποµε: παιδιά αλλά από το στόµα µας βγαίνει η λέξη: παιδγιά κλπ. Η
διαφορά όµως αυτή µεταξύ προφορικού λόγου και γραπτής αποτυπώσεώς του γίνεται
µεγαλύτερη όταν πρόκειται για ένα κείµενο ιδιωµατικό. Τους λόγους για τους οποίους
παρουσιάζεται η διαφορά αυτή θα προσπαθήσω να εξετάσω όσο γίνεται πιο σύντοµα.
Πρώτα πρώτα το τυπογραφείο δεν βοηθάει πάντα. Ξέροµε από τη διαλεκτολογία ότι τα δικά µας
βόρεια ιδιώµατα το άτονο ι στη λήγουσα των ουδετέρων δεν αποβάλλεται εντελώς, όπως δεν
αποβάλλεται εντελώς και το ει στη λήγουσα των βαρυτόνων ρηµάτων, αλλά και το ένα και το
άλλο αφήνουν έναν ηµίφθογγο. Πώς παριστάνεται λοιπόν ο ηµίφθογγος αυτός στα έντυπα
κείµενά µας; Με µια απόστροφο. Έτσι το: κεφάλι θα γραφή κιφάλ’ το: παίρνει θα γίνη παίρν’.
Με απόστροφο όµως σηµειώνεται και η αποβολή ενός φθόγγου, ο οποίος ωστόσο δεν άφησε
κανέναν ηµίφθογγο. Έτσι πάλι το: κουτί θα µας παρουσιαστεί ως κ’τι, ο µικρός θα µα δώση την
οπτική εικόνα: µ’κρός. Αν λοιπόν τώρα ένας ξένος προς το ιδίωµα µας (και οι γλωσσολόγοι
µελετηταί πρέπει να θεωρούνται πάντα ξένοι) διαβάση κείµενα µε τέτοιες λέξεις, σίγουρα και τις
δύο πρώτες που αναφέρω παραπάνω θα τις διαβάσει κιφάλ, παίρν, κι έτσι µόνο απατηλή εικόνα
των φθόγγων του ιδιώµατός µας µπορεί να έχη. Τι πρέπει να γίνη λοιπόν; Σύµφωνα µ´ ένα
βιβλιαράκι που εξέδωσε από χρόνια τώρα για τη συλλογή του γλωσσικού υλικού «Εν Αθήναις
Γλωσσική Εταιρεία», πρέπει να παριστάνωµε στα γραπτά µας και τον ηµίφθογγο αυτό: κιφάλι ή
κιφάλ’, παίρνι ή παίρν’. Το µικρό αυτό γιώτα, που είναι σαν εκθέτης δίπλα στην κάθε λέξη,
δίνει στο τελικό σύµφωνο µία διαφορετική χροιά που ξέροµε πολύ καλά πώς το γλωσσικό µας
ιδίωµα την αποδίδει πάντα. Αν λοιπόν γραφή ο ηµίφθογγος, , τον οποίο στην ανάγκη θα
µπορούσαµε να τον σηµειώνωµε και µε ένα ανάποδο γιώτα (ι) ή µε µια οξεία: κιφάλι ή κιφάλ´,
παίρνι ή παίρν´, τότε όχι µόνο θα προσεγγίζαµε την ορθή προφορά του ιδιώµατος µε το γραπτό
µας, αλλά και θα αποφεύγαµε διάφορες συγχύσεις τύπων. Για παράδειγµα θα είχα να αναφέρω
την τελευταία λέξη: παίρνι. Αν αυτή προφερθεί καλά, τότε δεν µπερδεύεται µε τη λ.: παίρν’ν
(παίρνουν), η οποία ακριβώς προφέρεται όπως κι’ αυτή που γράφεται, όχι ορθά: παίρν’.
Ένας άλλος λόγος, για τον οποίον ο ιδιωµατικός προφορικός λόγος δεν αποδίδεται πιστά στο
χαρτί, είναι το ότι θα χρειαζόµασταν και πολλά άλλα σύµβολα φθόγγων δανεισµένα από το
λατινικό αλφάβητο. Αν µας έλεγαν δηλαδή να γράψωµε τις δύο λέξεις: στις γειτονιές
κοζανίτικα, αναµφισβήτητα θα γράφαµε: στ’ς γειτουνιές κι’ έτσι βλέποµε και διαβάζοµε κάθε
τόσο να γράφωνται παρόµοιες λέξεις. Νά όµως που και στην περίπτωσή αυτή πάλι απατηλή
εικόνα της προφοράς του ιδιώµατός µας δίνοµε σ’ εκείνους που δεν το ξέρουν. Άν
εγκαταλείψωµε για λίγες στιγµές τα γραπτά σύµβολα και εκφωνήσωµε φυσικά κι’ αβίαστα τις
δυό λέξεις, τότε εκείνο που θα προφέρωµε θα γραφή µόνον έτσι: ζd’ζ γειτουνιές. Έχουµε
δηλαδή στην περίπτωση αυτή µία πολλαπλή ηχηροποίηση των φθόγγων ς, τ και σ, που την
προκάλεσε η ηχηρότητα του γ. Το ίδιο θα γινόταν και µε τον φθόγγο β π.χ. ζd’ζ βρύσις (όχι:
στ’ς βρύσις) και όλοι οι άλλοι ηχηροί φθόγγοι, όχι όµως οι άηχοι, όπως π.χ. το π: στ’ς
παλιουγειτουνιές κλπ. Παρόµοια µε τα παραπάνω θα έπρεπε να γράφωµε όχι: απ’ τ’ς µπαλαµές
κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές το αλάνθαστο γλωσσικό αισθητήριό µας µόνο του µας οδηγεί να
εκφωνήσωµε τους φθόγγους αυτούς και µάλιστα πολλές φορές, όταν µας «κόψουν» απότοµα
την κουβέντα µας, θα δούµε πώς µένοµε µ’ ένα τέτοιο ζd’ζ ή άb’dζ στα χείλη µας, κι εκείνο που
επρόκειτο να εκφωνηθεί θα άρχιζε µ’ έναν απ’ τους ηχηρούς φθόγγους β, γ, δ, ζ, µπ, γκ, ντ,
τζ.
Τελευταίο λόγο στη σύντοµη αυτή επισκόπηση της ορθογραφίας του ιδιώµατός µας, θα είχα να
αναφέρω την επίδραση της γραφής της νέας ελληνικής κατά τη γραφή του ιδιώµατος. Σε
παλαιότερα ιδίως κείµενα βλέπω µάλιστα και επίδραση της καθαρεύουσας. Έτσι διαβάζοµε π.χ.
νά σοί πώ, νά µοί γράψ’ς, ενώ το ιδίωµα αγνοεί, όπως βέβαια και η νέα ελληνική, τη δοτική. Η
σωστή γραφή είναι βέβαια νά σί πώ, νά µί γράψ’ς κλπ. Κι άλλες όµως γραφές όχι µόνο δεν
είναι σωστές, αλλά και φέρνουν τον (ξένο) αναγνώστη σε αµηχανία. Στην αρχή µιάς επιστολής,
δηµοσιευµένης στη «Δυτική Μακεδονία» διαβάζω: «πστεύου ν’ αδουκιέσι τί γένουνταν...» και
λίγο παρακάτω: «Ιγώ νά σί πώ ν’ αλήθεια…» Είναι φανερό ότι τα δύο ν’ δεν έχουν καµιά σχέση
µεταξύ τους, το ένα είναι το να, το άλλο είναι το: την (τ’ν, ’ν). Αν τώρα γράφαµε λανθασµένα
στην πρώτη περίπτωση: «π’στεύου ’ν αδουκιέσι», τότε το νόηµα θα άλλαζε και θα εσήµαιναν οι
λέξεις: «πιστεύω την θυµάσαι»! Γι’ αυτό στις περιπτώσεις του θηλυκού άρθρου στην αιτιατική η
ορθή γραφή είναι ’ν, π.χ.: ’ν αλήθεια. Επίσης συχνά διαβάζοµε: «τού πιδί» (το του µε
περισπωµένη) κλπ., ενώ πρέπει να γράφεται: «τού πιδί» κλπ., γιατί η γενική της κοινής δεν
έχει εδώ λόγο, αφού είναι: «τό παιδί» που γίνεται στο ιδίωµα «τού πιδί». Πώς πρέπει να
γράφωµε τους τύπους της νεοελληνικής: παίζεις, να λούσης, Χαρίσης κλπ.; Πρέπει να
γράφωµε παίειζ, να λούησ’ς Χαρίησ’ς; Ο µακαρίτης Τζάρτζανος έδωσε την απάντηση σ’ αυτό το
σπουδαίο θέµα µε µια µελέτη του στην «Αθηνά», τόµ. 25 (1913), σελ. 65 – 77. Αποκρούοντας
τις απόψεις που είχαν εκφράσει δύο ξένοι σπουδαίοι γλωσσολόγοι διδάσκει πως στο θεσσαλικό
ιδίωµα (τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για το δικό µας) µόνον αποβολή του ατόνου φθόγγου ι
γίνεται κι εποµένως η κανονική µορφή των λέξεων αυτών θα ήταν: παίζ’ς, νά λούσ’ς, Χαρίσ’ς,
αλλά το ιδίωµα για λόγους ευκολώτερης προφοράς ανέπτυξε µετά την πρώτη αποβολή έναν
άλλο φθόγγο ι που ασφαλώς δεν είναι η παλιά κατάληξη, αλλά κάτι νέο. Συµβολικά λοιπόν
µπορούµε να γράφωµε: παίιζ, νά λούις, Χαρίις, όχι όµως παίειζ, νά λούης κλπ. Μια τέτοια
γραφή θα ίσχυε ίσως για τη γνήσια απόδοση της προφοράς παρόµοιων λέξεων από
Πελοποννησίους. Έτσι, αν προσέξη κανένας πολύ καλά έναν Πελοποννήσιο, συχνά θ’ ακούση:
«πότε έχετε εξετάεις, σ’ όλες τις περιπτώεις κλπ., δηλ. σ’ αυτούς γίνεται κανονική αποβολή του
πρώτου από τα δύο σ(ς). Το φαινόµενο µοιάζει µε το δικό µας, αλλά οι λόγοι που επέβαλλαν τα
δύο φαινόµενα είναι διαφορετικοί. Οι Πελοποννήσιοι εξ άλλου κάνουν το ίδιο και µε το τ: «δεν
έχω εγώ ειδικόητα, τού’ τή φορά» κλπ. Οι συγχύσεις µε τους τύπους της νεοελληνικής
δηµοτικής πρέπει επίσης ν’ αποφεύγονται στις περιπτώσεις όπως ο πληθ. της λ. πραχάλα.
Κάµποσες φορές διάβασα: «Οι πραχάλεις». Ένα ουσιαστικό όµως γραµµένο έτσι προϋποθέτει
ονοµ. ενικού: η πραχάλις, της πραχάλεως και πληθ. οι πραχάλεις, πράγµα βέβαια που δεν
συµβαίνει. Ό,τι στη δηµοτική θα λέγονταν: πραχάλες στο ιδίωµα θα ειπωθή: πραχαλις. Και για
να αναφέρωµε κάτι ακόµα σηµαντικό, πρέπει όσοι γράφουν στο ιδίωµα να προσέχουν
περισσότερο την οµοιότητά του µε τη νεοελληνική δηµοτική παρά µε την αρχαία. Έτσι δεν θα
γράφουν π.χ. κηρί, σίδηρου κλπ., αλλά κιρί, σίδιρου, δείχνοντας έτσι και τη σωστή προέλευση
των λέξεων αυτών από τις δηµοτικές κερί, σίδερο, και όχι από τις αρχαίες κατ’ ευθείαν κηρός,
σίδηρος κλπ.
Αλλά γι’ αυτά και πλείστα άλλα ορθογραφικά ζητήµατα θα ρωτούσε κανένας: «Σάµπως έχοµε
καµιά γραµµατική του ιδιώµατος, για να ξέρωµε πώς γράφεται το ένα και πώς το άλλο;» Είναι
όµως γνωστό ότι ακριβώς το αντίθετο συµβαίνει, πρώτα δηλ. παρουσιάζεται µια γλώσσα (στην
προφορά και την γραφή) κι’ απ’ αυτή ύστερα βγαίνει η γραµµατική, η σύνταξη και το λεξικό.
Και οι καθ’ όλα εξαίρετοι ιδιωµατογράφοι µας αν απέδιδαν όσο γίνεται πιο πιστά τους φθόγγους
του ιδιώµατος κι’ αν παρουσίαζαν στο χαρτί φυσική κι’ αβίαστη την τόσο πλούσια
εκφραστικότητά του, θα συνέβαλλαν πάρα πολύ στη µελέτη του ιδιώµατός µας από τους
γλωσσολόγους και θα τους βοηθούσαν αναµφισβήτητα στη λύση τόσων και τόσων
προβληµάτων που συναντούµε στα γλωσσικά ιδιώµατά µας.
Βασίλειος Δ. Φόρης
Φιλόλογος Καθηγητής