You are on page 1of 373

Φυσική Γεωδαισία

Θεωρητικές και
Τεχνολογικές Βάσεις

ΔΗΜΗΤΡIOΣ ΔΕΛΗΚΑΡΑΟΓΛΟΥ

Αθήνα 2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1 Σύντομη Ανασκόπηση της Κλασσικής και της Σύγχρονης


Θεώρησης της Βαρύτητας ................................................................. 1

1.0 Εισαγωγή .......................................................................................................... 1

1.1 Βασικές έννοιες και η φύση του γήινου πεδίου βαρύτητας.............................. 2

1.2 Ο κεντρικός ρόλος της βαρύτητας στη Νευτώνεια Φυσική............................ 11

1.3 Οι θεμελιώδεις δυνάμεις του Σύμπαντος........................................................ 15

1.4 Τεχνητοί δορυφόροι και το γήινο πεδίο βαρύτητας........................................ 19

1.5 Το σχήμα της Γης και επιφάνειες αναφοράς – Η επίδραση του πεδίου
βαρύτητας στις γεωδαιτικές μετρήσεις ........................................................... 25

1.6 Το γνωστικό αντικείμενο της Φυσικής Γεωδαισίας ....................................... 31

1.7 Σύγχρονες εξελίξεις στις τεχνολογίες μέτρησης του γήινου πεδίου


βαρύτητας ....................................................................................................... 34

2 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων. Βασικές


έννοιες της Κλασσικής Μηχανικής .................................................. 38

2.0 Βασικές έννοιες της Νευτώνειας Μηχανικής ................................................. 38

2.1 Η Νευτώνεια θεώρηση της κίνησης των φυσικών σωμάτων.......................... 42

2.2 Πεδία Δυνάμεων ............................................................................................. 44

2.2 Οι Νόμοι του Νεύτωνα και η Αρχές Διατήρησης της Ενέργειας ................... 48

3 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού.............................. 57

3.1 Ο Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης του Νεύτωνα.............................................. 57

3.2 Το πεδίο δυνάμεων μιας σημειακής μάζας ..................................................... 60


3.3 Το πεδίο δυνάμεων ενός φυσικού σώματος.................................................... 61

3.4 Το πεδίο δυνάμεων ενός περιστρεφόμενου φυσικού σώματος....................... 64

3.5 Η έννοια του δυναμικού ................................................................................. 66

3.6 Το ελκτικό δυναμικό μιας σημειακής μάζας .................................................. 67

3.7 Το δυναμικό έλξης ενός φυσικού σώματος .................................................... 70

3.8 Το δυναμικό ενός περιστρεφόμενου φυσικού σώματος ................................. 72

3.9 Το δυναμικό της Γης ως λύση των εξισώσεων Poisson και Laplace.............. 73

3.10 Αρμονικές συναρτήσεις και οι ιδιότητες τους ................................................ 78

3.11 Γεωδαιτικά συνοριακά προβλήματα............................................................... 81

3.12 Λύση της εξίσωσης Laplace σε σφαιρικές συντεταγμένες ............................. 84

3.13 Συναρτήσεις και πολυώνυμα Legendre .......................................................... 89

3.14 Ιδιότητες και γεωμετρική σημασία των σφαιρικών αρμονικών


συναρτήσεων .................................................................................................. 95

3.15 Ανάπτυγμα του γήινου ελκτικού δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές............. 99

3.16 Φυσική σημασία των συντελεστών του Stokes ............................................ 106

3.17 Μοντέλα σφαιρικών αρμονικών του γήινου δυναμικού............................... 110

3.18 Η ανατομία των σύγχρονων μοντέλων του γήινου δυναμικού σε


σφαιρικές αρμονικές ..................................................................................... 121

3.19 Χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγχρονων μοντέλων του γήινου


δυναμικού ..................................................................................................... 124

3.20 Σφάλματα των μοντέλων σφαιρικών αρμονικών συντελεστών..................... 140

4 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας .. 147

4.0 Η δύναμη και το δυναμικό της βαρύτητας ................................................... 147

4.1 Ισοδυναμικές επιφάνειες και δυναμικές γραμμές ......................................... 149


4.2 Ορισμός και η σημασία του γεωειδούς......................................................... 153

4.3 Το κανονικό πεδίο βαρύτητας ...................................................................... 156

4.4 Το κανονικό χωροσταθμικό ελλειψοειδές .................................................... 158

4.5 Το δυναμικό του κανονικού χωροσταθμικού ελλειψοειδούς σε


ελλειψοειδείς συντεταγμένες ........................................................................ 159

4.6 Το δυναμικό του κανονικού χωροσταθμικού ελλειψοειδούς σε σφαιρικές


αρμονικές ...................................................................................................... 163

4.7 Η κανονική βαρύτητα και οι προσεγγίσεις της............................................. 164

4.8 Το διεθνές χωροσταθμικό ελλειψοειδές αναφοράς της βαρύτητας .............. 172

5 Στοιχεία Βαρυτημετρίας................................................................. 175

5.0 Το αντικείμενο της Βαρυτημετρίας .............................................................. 175

5.1 Μετρήσεις βαρύτητας βάσει της αρχής του εκκρεμούς................................ 177

5.1.1 Θεώρηση ενός μαθηματικού εκκρεμούς .............................................. 177

5.1.2 Θεώρηση ενός φυσικού εκκρεμούς ...................................................... 181

5.1.3 Θεώρηση ενός αναστρέψιμου εκκρεμούς............................................. 183

5.2 Μετρήσεις βαρύτητας βάσει της αρχής της παραμόρφωσης ελατηρίων ...... 186

5.3 Μετρήσεις βαρύτητας βάσει της αρχής της ελεύθερης πτώσης των
σωμάτων ....................................................................................................... 193

5.4 Υπεραγωγικά βαρυτήμετρα .......................................................................... 199

5.5 Διορθώσεις και αναγωγές των μετρήσεων βαρύτητας..................................... 201

5.5.1 Διορθώσεις για τις χρονικές παραλλαγές της βαρύτητας ..................... 202

5.5.2 Αναγωγές για τις χωρικές παραλλαγές της βαρύτητας ......................... 206

5.5.2.1 Αναγωγή της βαρύτητας εξ αιτίας του γεωγραφικού πλάτους...... 207

5.5.2.2 Αναγωγή υψομέτρου ή ελεύθερου αέρα......................................... 209


5.5.2.3 Αναγωγή Bouguer ........................................................................ 211

5.5.2.4 Αναγωγή τοπογραφικού αναγλύφου .............................................. 214

5.5.3 Ισοστατικές Αναγωγές ......................................................................... 217

5.5.3.1 Το φαινόμενο της ισοστασίας ....................................................... 217

5.5.3.2 H μαθηματική θεώρηση της ισοστασίας ....................................... 221

5.5.3.3 Τα γεωδαιτικά μοντέλα της ισοστασίας......................................... 222

5.5.3.4 Ισοστατικές ανωμαλίες των μετρήσεων βαρύτητας....................... 227

6 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς......................................... 229

6.0 Το διαταρακτικό δυναμικό και οι ιδιότητες του .............................................. 229

6.1 Βασικές σχέσεις δυναμικού-γεωμετρίας στο πραγματικό πεδίο


βαρύτητας ..................................................................................................... 232

6.2 Σχέσεις του διαταρακτικού δυναμικού με άλλες παραμέτρους του πεδίου


βαρύτητας ..................................................................................................... 241

6.2.1 Σχέση του διαταρακτικού δυναμικού και της απόκλισης του


γεωειδούς - Η δεύτερη σχέση του Bruns.............................................. 242

6.2.2 Σχέση του διαταρακτικού δυναμικού και των συνιστωσών της απόκλισης
της κατακορύφου .......................................................................................... 245

6.2.3 Η σχέση διαταρακτικού δυναμικού και διαταραχής της βαρύτητας...... 246

6.2.4 Η σχέση διαταρακτικού δυναμικού και ανωμαλίας της βαρύτητας ...... 247

6.2.5 Ανάπτυγμα του διαταρακτικού δυναμικού και των άλλων


παραμέτρων του πεδίου βαρύτητας σε σφαιρικές αρμονικές................ 249

6.3 Απαραίτητες εκτιμήσεις για τους τύπους των δεδομένων βαρύτητας και
τις φασματικές ιδιότητες τους....................................................................... 255

6.4 Ολοκληρωματικές μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς .............................. 261

6.4.1 Η ολοκληρωματική σχέση του Stokes .................................................. 261


6.4.2 Πρακτικές πτυχές υπολογισμού της συνάρτησης και του
ολοκληρώματος του Stokes.................................................................. 268

6.4.3 Η ολοκληρωματική σχέση του Vening Meinesz ................................... 270

6.5 Συνδυασμός της ολοκληρωματικής σχέσης του Stokes και μοντέλων του
γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές................................................... 274

6.5.1 Χρήση τροποποιημένων συναρτήσεων του Stokes ............................... 279

6.5.2 Γενίκευση της ολοκληρωματικής σχέσης του Stokes για αυθαίρετο


χωροσταθμικό ελλειψοειδές ................................................................ 281

6.5.3 Βαρυτημετρικές αποκλίσεις της κατακορύφου με την


ολοκληρωματική διαδικασία του Vening Meinesz............................... 283

6.6 Υψόμετρα του γεωειδούς και αποκλίσεις της κατακορύφου με φασματικές


μεθόδους (FFT)............................................................................................. 284

6.6.1 Υπολογισμός του ολοκληρώματος του Stokes με μετασχηματισμό


Fourier................................................................................................ 284

6.6.2 Υπολογισμός των ολοκληρωματικών σχέσεων του Vening Meinesz


με μετασχηματισμό Fourier................................................................. 289

6.6.3 Τοπογραφική αναγωγή των ανωμαλιών βαρύτητας με FFT ................ 290

6.6.4 Η έμμεση επίδραση της τοπογραφικής διόρθωσης στα υψόμετρα του


γεωειδούς ............................................................................................ 293

6.6.5 Διόρθωση εξ αιτίας της ατμόσφαιρας .................................................. 294

7 Υψόμετρα και βαρύτητα................................................................. 295

7.0 Εισαγωγή........................................................................................................... 295

7.1 Συστήματα υψομέτρων και ο ρόλος της βαρύτητας ........................................ 297

7.1.1 Μέτρηση υψομέτρων, γεωδυναμικοί αριθμοί και δυναμικά υψόμετρα.. 299

7.1.2 Ορθομετρικά και κανονικά υψόμετρα................................................... 306

7.1.3 Κανονικά υψόμετρα και υψόμετρα βασισμένα στην κανονική


βαρύτητα ............................................................................................. 312
7.1.4 Γεωμετρικά υψόμετρα και GPS ............................................................ 318

7.1.5 Κύρια προβλήματα συνδυασμού διαφορετικών τύπων υψομέτρων ....... 320

7.2 Χωροστάθμηση με GPS.................................................................................... 324

7.2.1 Υπολογισμός τοπικών υψομέτρων του γεωειδούς ................................. 333

7.2.1.1 Πολυωνυμικές μέθοδοι...................................................................... 334

7.2.1.2 Μέθοδος του πλησιέστερου γείτονα ................................................... 340

7.2.1.3 Μέθοδος των συναρτήσεων της αντίστροφής απόστασης .................. 340

7.3 Αξιολόγηση των βαρυτημετρικών λύσεων προσδιορισμού του γεωειδούς –


Στατιστική ανάλυση...................................................................................... 342

7.4 Παραμετρικά μοντέλα βέλτιστου συνδυασμού υψομέτρων h, H και N ....... 345

7.4.1 Ντετερμινιστικό μοντέλο συνόρθωσης .................................................. 348

7.4.2 Στοχαστικό μοντέλο συνόρθωσης ......................................................... 351


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η βαρύτητα, η πιο αινιγματική από τις θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, διέπει τα
πάντα, από την κίνηση των ωκεάνιων παλιρροιών μέχρι τη διαστολή του Σύμπαντος.
Αν και αόρατη, η βαρύτητα είναι μια σύνθετη δύναμη της φύσης που έχει
ανυπολόγιστο αντίκτυπο στην καθημερινή μας ζωή αφού στην πράξη πολλές
εφαρμογές όπως η σωστή λειτουργία ενός μεγάλου αριθμού μηχανών, συσκευών και
συστημάτων εξαρτάται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την επίδραση της. Για
παράδειγμα η υψομετρική διαφορά (από την οποία εξαρτάται η ασκούμενη δύναμη
της βαρύτητας) μπορεί να χρησιμεύσει σαν πίεση τόσο στις υδάτινες μάζες ενός
υδραγωγείου, όσο και σε έναν ιατρικό ορό. Επίσης, με τη βοήθεια της δύναμης της
βαρύτητας γίνεται εφικτή η δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από τα
υδροηλεκτρικά εργοστάσια ή η λειτουργία ενός εκκρεμούς για τον υπολογισμό του
χρόνου. Ακόμα και οι τεχνητοί δορυφόροι ταξιδεύουν αεικίνητοι στο διάστημα εξ
αιτίας του νόμου της παγκόσμιας έλξης της βαρύτητας που διατυπώθηκε από τον
Νεύτωνα πριν από τρεις αιώνες και στη συνέχεια ενσωματώθηκε στη Θεωρία της
Σχετικότητας από τον Αϊνστάιν στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ενώ πολλές από τις
εφαρμογές της έρευνας και των εμπειριών από τις επιδράσεις της βαρύτητας στο
διάστημα βρίσκονται σήμερα στην ιατρική και στην καθημερινή μας ζωή όπως,
παραδείγματος χάριν, οι περιστρεφόμενοι “βιοαντιδραστήρες” που έχουν διερευνηθεί
από τη NASA, οι οποίοι εξουδετερώνουν την βαρύτητα ώστε τα κύτταρα να
αναπτυχθούν στο αίμα και χρησιμεύουν για την δημιουργία ιστών ή τα πολύτιμα
επιστημονικά πειράματα στους διαστημικούς σταθμούς που δεν θα μπορούσαν να
συμβούν στη Γη λόγω της βαρύτητας και της ατμόσφαιρας.

Τα τελευταία χρόνια, εξ αιτίας μιας σειράς ραγδαίων εξελίξεων και προόδου όπως
στις δυνατότητες των οργάνων μέτρηση, στις μεθόδους προσδιορισμού της έντασης
και των χωρικών και διαχρονικών μεταβολών του πεδίου βαρύτητας, καθώς και η
σημερινή λειτουργία μιας σειράς από σύγχρονους ειδικούς δορυφόρους των οποίων η
αποστολή αποσκοπεί στον υψηλής ακρίβειας προσδιορισμό και περιγραφή του
πεδίου βαρύτητας για γεωεπιστημονικούς σκοπούς, έχουν δώσει μια περαιτέρω
ώθηση, ευρύτερες προοπτικές και νέα ενδιαφέροντα στο επιστημονικό αυτόν κλάδο
και στους Μηχανικούς που τον ακολουθούν. Ως εκ τούτου σήμερα, η μελέτη του
γήινου πεδίου βαρύτητας είναι ένα από τα βασικά αντικείμενα της επιστήμης της
Γεωδαισίας, και ειδικότερα του κλάδου της Φυσικής Γεωδαισίας. Επιπλέον καλύπτει
ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών των γεωεπιστημών, δεδομένου ότι οι προαναφερόμενες
εξελίξεις συνδέονται άμεσα τόσο με την κλίμακα απόδοσης των χαρακτηριστικών
γνωρισμάτων του πεδίου βαρύτητας στον τρισδιάστατο χώρο, γήινο και διαστημικό,
όσο και με τη διεπιστημονική προσέγγιση και αξιοποίηση πλήθους πρακτικών
εφαρμογών που βασίζονται στον βέλτιστο συνδυασμό μετρήσεων της βαρύτητας,
υψομέτρων και μοντέλων της γήινης τοπογραφίας, δορυφορικών δεδομένων
εντοπισμού, δορυφορικής αλτιμετρίας στις θαλάσσιες περιοχές, και μετρήσεων της

i
κατακόρυφης βαθμίδας της βαρύτητας με μετρήσεις από τον αέρα και από το
διάστημα.

Βάση για τη συγγραφή του βιβλίου αποτέλεσαν οι διδακτικές σημειώσεις με τον


τίτλο “Εισαγωγή στο Γήινο Πεδίο Βαρύτητας” που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά
το 2006 προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του μαθήματος με τον ίδιο τίτλο
που διδάσκεται στον προπτυχιακό κύκλο των μαθημάτων της Σχολής Αγρονόμων και
Τοπογράφων Μηχανικών (ΣΑΤΜ), Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.). Η
ανάγκη παροχής ενός ελληνόφωνου συγχρόνου συγγράμματος για τους φοιτητές της
ΣΑΤΜ επιτάχυνε τη δημοσίευση της πρώτης έκδοσης των εν λόγω σημειώσεων που
μετεξελίχθηκαν με πολλές διορθώσεις και βελτιώσεις στην παρούσα έκδοση του
συγκεκριμένου βιβλίου.

Η διδακτική τακτική που επιδιώχθηκε και για το βιβλίο αυτό έχει δύο κύριους
στόχους. Ο πρώτος αφορά στην κάλυψη μέρους των ακαδημαϊκών αναγκών
προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων με ανάλογο γνωστικό αντικείμενο, που
διδάσκονται στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. αλλά
και σε συναφή Τμήματα άλλων Σχολών και Πανεπιστημίων της χώρας μας. Ο
δεύτερος στόχος είναι να αποτελέσει ένα βασικό εισαγωγικό βοήθημα που θα
ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο ‘σύγγραμμα-παραδόσεων’ και να αποτελέσει ένα
σύγγραμμα «Βασικής Φυσικής Γεωδαισίας» για κάθε ενδιαφερόμενο σπουδαστή,
επιστήμονα ή ερευνητή, που ασχολείται με θέματα του γήινου πεδίου βαρύτητας σε
θεωρητικό και εφαρμοσμένο επίπεδο, παρέχοντας τους τις κατευθυντήριες γραμμές
αναφορικά με τις σημαντικές προόδους που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία
χρόνια σε επιστημονικές θεωρήσεις και τεχνολογίες που έχουν ως αντικείμενο τους
τη μελέτη του γήινου πεδίου βαρύτητας και την παραγωγή νέας γνώσης θεωρητικής
και πρακτικής σημασίας. Έτσι φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα βιβλίο αναφοράς για
όλους εκείνους που θέλουν να ανατρέξουν σε ένα σχετικό σύγγραμμα, να
κατανοήσουν τις συναφείς απαραίτητες γεωδαιτικές έννοιες όπως το γεωειδές, τα
υψόμετρα, τις αποκλίσεις της κατακορύφου ή τις δυναμικές παραμέτρους των
ελλειψοειδών αναφοράς, να μάθουν τη ‘γλώσσα’ της Φυσικής Γεωδαισίας και να
ενημερωθούν για τις σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις και τις μεθοδολογίες
χρήσης των μετρήσεων βαρύτητας και των μοντέλων περιγραφής του γήινου πεδίου
βαρύτητας και των τεχνικών εφαρμογών τους.

Στην κατεύθυνση αυτή, αξιοποιώντας και τη σχετική διδακτική εμπειρία,


καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε η δομή του βιβλίου να λάβει υπόψη τη σύγκρουση
που προκύπτει μεταξύ της ανάγκης η ύλη των θεματικών ενοτήτων να είναι εύλογα
περιεκτική ως προς το γνωστικό περιεχόμενο της Φυσικής Γεωδαισίας, αλλά να είναι
ταυτόχρονα με αρκετές θεωρητικές και πρακτικές λεπτομέρειες ώστε η συνολική
παρουσίαση των αναγκαίων εννοιών και οι οποιεσδήποτε αναφορές σε
συγκεκριμένες μεθοδολογίες και εφαρμογές της μελέτης του γήινου πεδίου
βαρύτητας να είναι ουσιαστικές και να αναπαραγάγουν τη βασική γνώση που ισχύει
σήμερα. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που η ύλη του βιβλίου καλύπτει ένα μάλλον

ii
ευρύ φάσμα θεωρητικών και πρακτικών θεμάτων, όπως ο ρόλος της βαρύτητας στον
καθορισμό των συστημάτων αναφοράς των υψομέτρων, τα σύγχρονα μοντέλα του
γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, τον προσδιορισμό του γεωειδούς από
επίγεια και δορυφορικά δεδομένα, τις δυνατότητες χωροστάθμησης με υψόμετρα
γεωειδούς και GPS κ.ά., πιστεύοντας ότι είναι σημαντικό για τους σπουδαστές να
εξοικειωθούν με τις φυσικές έννοιες που χαρακτηρίζουν την περιγραφή και τον
υπολογισμό του γήινου πεδίου βαρύτητας και να είναι σε θέση να κατανοήσουν πως
η ανάλυση και η ερμηνεία των διαφόρων συνιστωσών του παίζουν σημαντικό ρόλο
για τους σκοπούς της βαρυτημετρίας, της γεωδυναμικής, των γεωφυσικών
διασκοπήσεων και της γεωφυσικής έρευνας, της γεωτεκτονικής και των εφαρμογών
τους στα τεχνικά έργα.

Η “ξενάγηση” στο χώρο της Φυσικής Γεωδαισίας, με το βιβλίο αυτό, ξεκινάει στο
κεφ. 1 με μια σύντομη ανασκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της
βαρύτητας, προκειμένου να τονιστεί η διαχρονική σημασία της γνώσης του γήινου
πεδίου βαρύτητας για τις φυσικές επιστήμες και ειδικότερα τις γεωεπιστήμες. Γίνεται
σύντομη αναφορά στο ρόλο του γήινου πεδίου βαρύτητας στις γεωεπιστήμες και
στην επίδραση του πεδίου βαρύτητας στις γεωδαιτικές μετρήσεις και τους τεχνητούς
δορυφόρους. Η εισαγωγή στις θεμελιώδεις αρχές της Φυσικής Γεωδαισίας οδηγεί σε
μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις μεθόδους προσδιορισμού του σχήματος της Γης
και των μοντέλων για την προσέγγιση του (τη σφαιρική γη, το ελλειψοειδές, και το
γεωειδές) και πως οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις ανοίγουν νέους ορίζοντες για
τη μελέτη του γήινου πεδίου βαρύτητας.

Στη συνέχεια στο Κεφάλαιο 2 δίνονται οι βασικές έννοιες και μαθηματικές σχέσεις
που αφορούν στα πεδία δυνάμεων, τις ιδιότητες τους και την περιγραφή τους
αρχίζοντας από τον διανυσματικού χαρακτήρα των μεγεθών που χρησιμοποιούνται
από τη Νευτώνεια θεώρηση της κίνησης των φυσικών σωμάτων τόσο για την
περιγραφή των καμπυλόγραμμων κινήσεων και για τον προσδιορισμό της
συνισταμένης δύο ή περισσοτέρων δυνάμεων, όσο και για την διατύπωση του Νόμου
της παγκόσμιας έλξης, το πεδίο έλξης μιας σημειακής μάζας ή ενός φυσικού
σώματος, και από τη φυγόκεντρο δύναμη, το πεδίο δυνάμεων στην επιφάνεια ενός
περιστρεφόμενου σώματος μέχρι την επιτάχυνση της γήινης βαρύτητας.

Στο επόμενο κεφάλαιο 3 αναπτύσσονται, στην έκταση που απαιτούνται στο παρόν
βιβλίο, οι θεμελιώδεις έννοιες από την θεωρία του γήινου δυναμικού, όπως έχουν
διατυπωθεί διεξοδικά π.χ. στα κλασσικά συγγράμματα των Heiskanen and Moritz
(1967) και Vaniček and Krakiwsky (1986), αρχίζοντας από το δυναμικό έλξης μιας
σημειακής μάζας και ενός φυσικού σώματος και καταλήγοντας στο δυναμικό της
βαρύτητας ενός περιστρεφόμενου σώματος όπως είναι η Γη. Γίνεται αναφορά στις
μεταβολές του γήινου πεδίου βαρύτητας έξω από τη γήινη επιφάνεια και δίνονται οι
έννοιες της συνοριακής επιφάνειας, των αρμονικών συναρτήσεων και των ιδιοτήτων
τους, μαζί με μια ανασκόπηση των μεθόδων υπολογισμού του γήινου δυναμικού ως
λύση των θεμελιωδών εξισώσεων της Φυσικής Γεωδαισίας (εξισώσεις του Poisson

iii
και του Laplace) και ισχυρών εργαλείων όπως είναι τα πολυώνυμα και συναρτήσεις
Legendre και η ανάπτυξη του γήινου πεδίου βαρύτητας σε αριθμοσειρές σφαιρικών
αρμονικών συναρτήσεων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα θεμελιώδη γεωδαιτικά
συνοριακά προβλήματα της Φυσικής Γεωδαισίας και στη μέθοδο Fourier για την
επίλυση τους και περιγράφονται τα πλέον σύγχρονα (state-of-the-art) μοντέλα
σφαιρικών αρμονικών συντελεστών και η συνεισφορά τους στον υπολογισμό των
παραμέτρων του γήινου πεδίου βαρύτητας.

Στο κεφάλαιο 4, εξετάζεται η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις (μοντέλα) του γήινου


πεδίου βαρύτητας που χαρακτηρίζεται από τις δυναμικές γραμμές και της
ισοδυναμικές επιφάνειες του πεδίου, το γεωειδές και τις φυσικές συντεταγμένες που
περιλαμβάνουν τα υψόμετρα πάνω από αυτό. Δίνονται ο ορισμός του κανονικού
πεδίου βαρύτητας, του κανονικού δυναμικού και της κανονικής βαρύτητας που
σχετίζονται με τη χρήση ενός χωροσταθμικού ελλειψοειδούς εκ περιστροφής ως
κανονική επιφάνεια αναφοράς της βαρύτητας, γεγονός που έχει οδηγήσει στα
γεωδαιτικά συστήματα αναφοράς GRS30 και GRS67 στο παρελθόν και στα GRS80
και WGS84 σήμερα.

Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο 5, γίνεται μια σύντομη ανασκόπηση βασικών στοιχείων
της βαρυτημετρίας, το μέρος εκείνο της Φυσικής Γεωδαισίας που αφορά στις
μετρητικές διαδικασίες και διατάξεις που επιτρέπουν τη διεξαγωγή απόλυτων και
σχετικών μετρήσεων βαρύτητας και των αναγκαίων διορθώσεων και αναγωγών τους,
ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με τις επιδράσεις της παρακείμενης τοπογραφίας
και τον ρόλο της κλασσικής θεωρίας της ισοστασίας.

Στο έκτο μέρος του βιβλίου δίνονται οι ορισμοί των ανωμαλιών και διαταραχών της
βαρύτητας και εξετάζεται η συσχέτιση τους με τα υψόμετρα, οι σχέσεις τους με τις
αποχές του γεωειδούς και των αποκλίσεων της κατακορύφου, καθώς και οι σχέσεις
μεταξύ των εν λόγω παραμέτρων του πεδίου βαρύτητας και του διαταρακτικού
δυναμικού που εκφράζει τη διαφορά του πραγματικού πεδίου βαρύτητας από το
κανονικό πεδίο βαρύτητας που δημιουργείται από ένα επιλεγμένο χωροσταθμικό
ελλειψοειδές αναφοράς. Εξετάζονται διεξοδικά οι κυρίες μεθόδοι προσδιορισμού του
γεωειδούς, εστιάζοντας κυρίως στις εξισώσεις του Stokes και Vening Meinesz.
Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον πρακτικό συνδυασμό της ολοκληρωματικής μεθόδου
του Stokes και των μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, καθώς
και στην τεχνική του ταχέως μετασχηματισμού Fourier (FFT) σε σφαιρική
προσέγγιση σε 2- και 3-διαστάσεις.

Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, το κεφάλαιο 7 ασχολείται με τα προβλήματα που


σχετίζονται με τα διάφορα συστήματα αναφοράς των υψομέτρων και πως αυτά
σχετίζονται με τη βαρύτητα. Δίνεται ο ορισμός των γεωδυναμικών αριθμών και
γίνεται η διάκριση μεταξύ ορθομετρικών, δυναμικών και κανονικών υψομέτρων και
την αντίστοιχη σχέση τους με το γεωειδές, το ‘σχεδόν-γεωειδές’ και το
τελλουροειδές, καθώς επίσης και οι ορισμοί για τα υψόμετρα που βασίζονται στην

iv
κανονική βαρύτητα. Εξετάζονται τα κύρια προβλήματα συνδυασμού διαφορετικών
τύπων υψομέτρων και συζητούνται οι σημαντικές πτυχές προσδιορισμού
ορθομετρικών υψομέτρων από GPS. Παρουσιάζονται συνοπτικά οι κύριες υβριδικές
μέθοδοι προσδιορισμού ενός τοπικού γεωειδούς από παγκόσμια μοντέλα σφαιρικών
αρμονικών, ορθομετρικά υψόμετρα και ψηφιακά μοντέλα εδάφους και μετρήσεις
GPS, καθώς και οι παράγοντες που επιδρούν στην ακρίβεια τέτοιων μοντέλων.
Τέλος, παρουσιάζονται διάφορα μοντέλα βέλτιστης συνόρθωσης ορθομετρικών
υψομέτρων, υψομέτρων του γεωειδούς και γεωμετρικών υψομέτρων.

Οι βιβλιογραφικές αναφορές που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου δεν αποτελούν
ότι πιο πλήρες έχει να επιδείξει η ελληνική και η ξένη βιβλιογραφία στο
συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, αλλά επιδιώκεται να δώσουν στον αναγνώστη
ένα σημείο εκκίνησης για τις δικές του περαιτέρω διερευνήσεις. Μερικές σημαντικές
βιβλιογραφικές αναφορές μπορεί έτσι να έχουν διαφύγει αυτής της προσδοκίας, αλλά
αυτό δεν έχει γίνει σκόπιμα και οποιεσδήποτε υποδείξεις και εισηγήσεις θα ήθελε
κάποιος να προτείνει για την περαιτέρω βελτίωση του βιβλίου θα ενσωματωθούν σε
επακόλουθες εκδόσεις.

Σημαντική ήταν η ενθάρρυνση για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου από τους πρώτους
φοιτητές της ΣΑΤΜ που κλήθηκα να διδάξω το μάθημα «Εισαγωγής στο Γήινο
Πεδίο Βαρύτητας», αλλά και των σπουδαστών που ακολούθησαν, οι οποίοι στο
μεταξύ μου έδωσαν σημαντική βοήθεια στη διόρθωση των πρώτων κειμένων και
τους οποίους θερμά ευχαριστώ για την ανεκτίμητη συνεισφορά τους και τις
εποικοδομητικές συζητήσεις με τις οποίες συνέβαλαν στην πραγμάτωση αυτού του
στόχου.

Σημαντική επίσης ήταν η βοήθεια που είχα από τους υποψήφιους διδάκτορες της
ΣΑΤΜ, Γιάννη Μιντουράκη και Φωτεινή Καλλιάνου, για τους οποίους έχω τη χαρά
να είμαι ακαδημαϊκός και ερευνητικός σύμβουλος. Ανεκτίμητη ήταν επίσης η
συμβολή του εξαίρετου συναδέλφου στο Εργαστήριο Ανώτερης Γεωδαισίας Δρ.
Μηχ. Γεράσιμου Μανουσάκη που αφιέρωσε σημαντικό μέρος από τον χρόνο του,
ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις του, για τη υποστήριξη της διδασκαλίας του
μαθήματος “Εισαγωγή στο γήινο πεδίο βαρύτητας” και τις ερευνητικές του
δραστηριότητες, προκειμένου να βοηθήσει στον προσεκτικό ορθογραφικό,
γραμματικό και εννοιολογικό έλεγχο και διόρθωση των επιμέρους κειμένων, εικόνων
και σχημάτων του βιβλίου. Για την συνεισφορά τους αυτή τους ευχαριστώ όλους
θερμά.

Δημήτρης Δεληκαράογλου
Επίκ. Καθηγητής,
Σχολή Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Φεβρουάριος 2010

v
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 1
___________________________________________________________________________

1
Σύντομη Ανασκόπηση της Κλασσικής και της
Σύγχρονης Θεώρησης της Βαρύτητας

1.0 Εισαγωγή

Ο σκοπός σε αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο είναι να παρουσιαστούν οι βασικές αρχές


της κλασσικής και σύγχρονης θεώρησης και της σημασίας του γήινου πεδίου
βαρύτητας για τις φυσικές επιστήμες και ειδικότερα τις γεωεπιστήμες. Ορισμένες
βασικές έννοιες παρουσιάζονται με ικανοποιητικές λεπτομέρειες ώστε να επιτραπεί
μια πληρέστερη κατανόηση των επόμενων κεφαλαίων, όπου αναπτύσσονται
διεξοδικά το θεωρητικό και τεχνικό υπόβαθρο και ειδικά θέματα του δυναμικού
μέρους της Γεωδαισίας που αφορούν στη μελέτη του γήινου πεδίου βαρύτητας. Μέσα
από χαρακτηριστικά παραδείγματα επιχειρείται να σκιαγραφεί η σχέση και ο ρόλος
του γήινου πεδίου βαρύτητας με άλλες γνωστικές περιοχές της Φυσικής επιστήμης
και των γεωεπιστημών, όπως την ωκεανογραφία, τη γεωφυσική, τη γεωλογία, κ.ά.
και να αναφερθούν μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους το πεδίο βαρύτητας
είναι ζωτικής σημασίας σε βασικές εφαρμογές του ενδιαφέροντος πολλών κλάδων
Μηχανικών, όπως οι γεωφυσικές διασκοπήσεις, γεωτεχνικές εφαρμογές, κ.ά.

Συγκεκριμένα εξετάζονται συνοπτικά η επίδραση του πεδίου βαρύτητας στις


γεωδαιτικές μετρήσεις και γίνεται μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις μεθόδους
προσδιορισμού του σχήματος της Γης και των μοντέλων για την προσέγγιση του (π.χ.
τη σφαιρική γη, το ελλειψοειδές και το γεωειδές), προκειμένου να γίνει η απαραίτητη
σύνδεση του ρόλου του γήινου πεδίου βαρύτητας και της σχέσης της φυσικής Γης
(δηλαδή της γήινης επιφάνειας) με τη μαθηματική Γη (το ελλειψοειδές αναφοράς).
Παρουσιάζεται η οικεία σχέση μεταξύ των τεχνητών δορυφόρων και το γήινου
πεδίου βαρύτητας, η οποία χαρακτηρίζεται αφ’ ενός μεν από την αναγκαιότητα της
γνώσης του γήινου πεδίου βαρύτητας για το σχεδιασμό και τη επιτυχή λειτουργία
ενός δορυφόρου σε τροχιά, αφ’ ετέρου δε από τη σημαντική συνεισφορά των

___________________________________________________________________________
2 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

τεχνητών δορυφόρων στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις για τη μελέτη του γήινου
πεδίου βαρύτητας. Τέλος γίνεται μια σύντομη εισαγωγή στις θεμελιώδεις αρχές της
Φυσικής Γεωδαισίας, δηλαδή το μέρος εκείνο από το ευρύ γνωστικό αντικείμενο της
Φυσικής της Γης, που αφορά στις βασικές αρχές και μεθόδους μέτρησης του γήινου
πεδίου βαρύτητας και ειδικότερα του γεωειδούς που χρησιμεύει ως μια επιφάνεια
αναφοράς για τον προσδιορισμό των υψομέτρων.

1.1 Βασικές έννοιες και η φύση του γήινου πεδίου βαρύτητας

Ποια είναι η αιτία που κάθε αντικείμενο σε ελεύθερη πτώση πέφτει προς το κέντρο
της Γης; Τι είναι αυτό που κρατά τους γαλαξίες συνεκτικά συνδεδεμένους μεταξύ
τους ή τέτοια μεγάλης κλίμακας φαινόμενα όπως τη δομή των μαύρων οπών και της
επέκτασης του κόσμου, καθώς επίσης και περισσότερων στοιχειωδών αστρονομικών
φαινομένων όπως οι τροχιές των πλανητών γύρω από τον Ήλιο; Γιατί το βάρος ενός
ατόμου θα άλλαζε σε ένα διαπλανητικό ταξίδι ή ακόμα και σε ένα ταξίδι από τον
ισημερινό προς τους πόλους της Γης; Όλες αυτές οι ερωτήσεις αφορούν μια πτυχή
της φυσικής επιστήμης: τη βαρύτητα.

Σχήμα 1.1 – Καλλιτεχνική απόδοση της θεώρησης του Αριστοτέλη (και του
Πτολεμαίου) περί του γεωκεντρικού μοντέλου του Σύμπαντος.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 3
___________________________________________________________________________

Στη Φυσική, η βαρύτητα καθορίζεται ως η ιδιότητα των σωμάτων να έλκουν άλλα


υλικά σώματα. Στην περίπτωση της Γης, η βαρύτητα είναι η δύναμη που εξασκείται
σε όλα τα σώματα στο περιβάλλον της. Κάθε υλικό σώμα, πάνω και γύρω από τη Γη,
βρίσκεται στο χώρο που πεδίου βαρύτητάς της. Η βαρύτητα έχει επιπτώσεις σχεδόν
σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Από τα υδροηλεκτρικά φράγματα και τους
δορυφόρους, και τη λειτουργία ενός εκκρεμούς μέχρι τις παλίρροιες των ωκεανών, η
βαρύτητα διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο, ενώ μας κρατά από την πτώση από
την επιφάνεια μιας σφαίρας (τη Γη) που περιστρέφει στο διάστημα κατά περίπου
1700 km/ώρα στον ισημερινό. Παρ’ όλες τις παραπάνω επιδράσεις της βαρύτητας,
στην καθημερινότητα μας έχουμε εξοικειωθεί με την αντιμετώπιση των δυνάμεων
που αυτή ασκεί σε κάθε αντικείμενο. Στεκόμαστε εύκολα όρθιοι, περπατάμε,
ανυψώνουμε αντικείμενα και στέλνουμε ακόμη και αεροσκάφη και δορυφόρους στον
ουρανό και το διάστημα. Δηλαδή φαινομενικά είναι σαν να αγνοούμε τις επιπτώσεις
των δυνάμεων της βαρύτητας, οι οποίες περιβάλουν τη Γη και είναι αισθητές στη
γήινη επιφάνεια και πάνω από αυτή. Γιατί λοιπόν είναι απαραίτητη η μελέτη του
γήινου πεδίου βαρύτητας;

Είναι προφανές ότι τόσο αξιοπρόσεκτο φαινόμενο όπως η βαρύτητα προκάλεσε


ανάλογες ερευνητικές ανησυχίες από τους αρχαιοτάτους χρόνους (Darling, 2006),
όπου σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη ο φυσικός κόσμος αποτελούσε ένα
πεπερασμένο σύνολο με άρτια εσωτερική διάταξη στην οποία μπορούσε κανείς να
διακρίνει μια αμετάβλητη αξιοκρατική ιεραρχία. Έτσι ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.)
στην πραγματεία του “Περί Ουρανού”, διατείνεται ότι το Σύμπαν, «πάνω» από τη Γη,
διαιρείται σε δύο περιοχές: στον “υποσελήνιο” χώρο, την περιοχή που φθάνει μέχρι
τη τροχιά που διαγράφει η Σελήνη γύρω από τη Γη, όπου βασιλεύουν η φθορά και η
μεταβολή και, τον “υπερσελήνιο” χώρο, την περιοχή που φθάνει μέχρι τις ουράνιες
σφαίρες των απλανών αστέρων. Στον πρώτο λαμβάνει χώρα η κίνηση των τεσσάρων
απλών φυσικών στοιχείων: γης, νερού, αέρα και φωτιάς, Σχ. 1.1. Στον δεύτερο δεν
υπάρχουν τα τέσσερα βασικά στοιχεία αλλά η ύλη που αποτελείται από την πέμπτη
ουσία, τον “αιθέρα”. Κατά συνέπεια, το Σύμπαν στο σύνολό του αποτελεί ένα
σφαιρικό χώρο του οποίου το κέντρο κατέχει η επίσης σφαιρική Γη και από τον
αιθέρα του «υπερσελήνιου» τόπου σύγκεινται και οι διαφανείς ομόκεντροι ουράνιες
σφαίρες επί των οποίων είναι προσηλωμένοι οι απλανείς αστέρες και οι πλανήτες.
Αναζητώντας περαιτέρω το αίτιο της κίνησης των σωμάτων, ο Αριστοτέλης εισήγαγε
την έννοια της δύναμης πρεσβεύοντας ότι δεν υπήρχε δράση χωρίς εξωτερική αιτία
και συνεπώς δεν υπήρχε κίνηση χωρίς την ύπαρξη κάποιας δύναμης. Ειδικότερα,
διατύπωσε τη θεώρηση ότι η φυσική κίνηση ενός σώματος εξαρτάται από την
αναλογία των τεσσάρων πρωταρχικών φυσικών στοιχείων που περιέχει και από τη
θέση όπου αυτό βρίσκεται σε σχέση με τις φυσικές θέσεις των τεσσάρων φυσικών
στοιχείων, στις αντίστοιχες ουράνιες σφαίρες. Με τον τρόπο αυτό συμπέρανε ότι τα
βαριά σώματα, επειδή αποτελούνται κυρίως από τα στοιχεία ‘γη’ και ‘νερό’, η Γη
αναζητώντας τη φυσική τους θέση έπεφταν προς το κέντρο του σύμπαντος που είναι
ανάλογα με το βάρος τους. Αντίστοιχα, τα πιο ελαφρά αντικείμενα που αποτελούνται

___________________________________________________________________________
4 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

κυρίως από τα στοιχεία ‘αέρα’ και ‘φωτιά’ απομακρύνονται από τη Γη και


ανυψώνονται προς τον ουρανό, προς τη Σελήνη και τον Ήλιο. Κάθε κίνηση που
παραβίαζε τη φυσική κίνηση θεωρείτο “βίαιη” και είχε ως αίτιο κάποια ‘εξ επαφής
δύναμη’ ασκούμενη από κάποιο εξωτερικό αντικείμενο ή μέσον. Με όρους
σημερινής ορολογίας, στο εν λόγω πλαίσιο της αριστοτελικής Φυσικής θα λέγαμε ότι
η θεώρηση αυτή αρνιόταν τις ‘δυνάμεις εξ αποστάσεως’, όπως για παράδειγμα
γνωρίζουμε σήμερα ότι είναι οι δυνάμεις της βαρύτητας στις οποίες βασίζονται και οι
τροχιακές κινήσεις των πλανητών. Έτσι, ο Αριστοτέλης, στην προσπάθεια του να
εξηγήσει την επαναλαμβανόμενη κίνηση των ουράνιων σωμάτων, αναγκάζεται να
θεωρήσει ότι αυτά αποτελούνται από την πέμπτη ουσία και δεν υπόκεινται σε άλλη
μεταβολή εκτός της κατά τόπου κίνησης (κάποιο είδος φυσικής αυτό-κίνησης) εξ
αιτίας μιας μόνιμης ενεργητικής κατάστασης χωρίς την επίδραση κάποιας εξωτερικής
εξάρτησης.

Από την εποχή του Αριστοτέλη έως τον 17ο αιώνα ήταν αποδεκτό ότι η κίνηση ενός
σώματος διατηρείται εάν και µόνο εάν προωθείται διαρκώς από μια δύναμη. Ο
Γαλιλαίος (Galileo Galilei, 1564-1642) ήταν ο πρώτος που, το 1632, στο σύγγραμμά
του “Dialogo sopra i due massimi sistemi del mondo (Διάλογος για τα δύο κυριότερα
συστήματα του κόσμου)”, διατύπωσε την άποψη ότι καμιά εξωτερική δύναμη δεν
απαιτείται για τη διατήρηση της ταχύτητας ενός σώματος παρά µόνο για τη μεταβολή
της. Θεμελιωτής της Μηχανικής και της Πειραματικής Φυσικής, ο Γαλιλαίος
επανάφερε τον μαθηματικό ορθολογισμό στην επιστημονική σκέψη της εποχής του
και εξαιτίας των πρωτοποριακών εργασιών του σχετικά με τη βαρύτητα και την
κινηματική των σωμάτων διατύπωσε ανεπίσημα τις αρχές, που αργότερα
περιλήφθηκαν στους δύο πρώτους νόμους της Μηχανικής του Νεύτωνα. Με τις
θεωρήσεις του έδωσε σαφείς ωθήσεις στη Φυσική πριν από το Νεύτωνα (Isaac
Newton), διαμορφώνοντας αρχές όπως η “ελεύθερη πτώση” των σωμάτων και η
“έλξη” τους προς το κέντρο της Γης, χωρίς τις οποίες δεν θα ήταν δυνατή η κλασσική
Φυσική. Ωστόσο, το 1687, στο μνημειώδες έργο του “Philosophiae Naturalis
Principia Mathematica (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας)”  Σχ. 1.2, ο
Νεύτωνας ήταν εκείνος που διατύπωσε τη θεωρία ότι η ίδια αυτή δύναμη, η
βαρύτητα, που αναγκάζει κάθε αντικείμενο σε ελεύθερη πτώση να πέφτει προς το
κέντρο της Γης είναι επίσης η δύναμη που διατηρεί τη Γη όπως και τους άλλους
πλανήτες στην τροχιά τους γύρω από τον Ήλιο. Επίσης υπολόγισε ότι η Σελήνη θα
ταξίδευε σε μια ευθεία γραμμή, αν δεν υπήρχε η έλξη από τη Γη που την αναγκάζει
σε μια κυρτή (ελλειπτική) πορεία. Σήμερα, είναι γνωστό ότι η βαρύτητα είναι μια
καθολική δύναμη και, υπό αυτήν τη μορφή, δεν περιορίζεται μόνο στη Γη, αλλά
επηρεάζει κάθε σώμα στο Σύμπαν.

Σύμφωνα με τον αντίστοιχο Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης (Law of Universal


Gravitation) του Νεύτωνα, που θα αναλυθεί διεξοδικότερα στην κεφ. 3,
οποιαδήποτε δύο αντικείμενα στον κόσμο έλκουν το ένα το άλλο και όσο
περισσότερη είναι η μάζα τους όσο ισχυρότερη είναι η μεταξύ τους έλξη και, όσο πιο

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 5
___________________________________________________________________________

Σχήμα 1.2 – Το έργο του Νεύτωνα “Οι Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας”
και η θεμελίωση της Θεωρίας της Βαρύτητας

Σχήμα 1.3 – Οι κινήσεις των πλανητών στο ηλιακό σύστημα διέπονται από τον Νόμο
της Παγκόσμιας Έλξης του Νεύτωνα

___________________________________________________________________________
6 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Μάζα Μέση Απόσταση Πλησιέστερη Σχετική


Πλανήτης (σε σχέση με τη από απόσταση από Δύναμη
μάζα της Γης) τη Γη (σε AU 1) τη Γη (σε AU) Βαρύτητας
Σελήνη 0.01235 0.00257 - -
Ερμής 0.055 0.3871 0.6129 7.83 10-5
Αφροδίτη 0.815 0.7233 0.2767 5.69 10-3
Άρης 0.107 1.523 0.523 2.09 10-4
Δίας 317.9 5.202 4.202 9.63 10-3
Κρόνος 95.2 9.539 8.539 6.98 10-4
Ουρανός 14.5 19.19 18.19 2.34 10-5
Ποσειδώνας 17.1 30.06 29.06 1.08 10-5
Πλούτωνας 0.002 39.53 38.53 7.20 10-10

Πίνακας 1.1 – Δυνάμεις της βαρύτητας για τους πλανήτες σε σχέση με την βαρυτική
δύναμη που ασκεί η Σελήνη στη Γη

κοντά είναι μεταξύ τους, τόσο εντονότερα έλκουν το ένα το άλλο. Επιπλέον, όσο
μεγαλύτερη είναι η δύναμη της βαρύτητας, τόσο περισσότερο θα ζυγίζει ένα
αντικείμενο όταν είναι κοντά στην πηγή της εν λόγω δύναμης, ενώ ένα αντικείμενο
με μεγαλύτερη πυκνότητα (με άλλα λόγια, το πόσο πυκνά είναι κατανεμημένη η μάζα
του) θα ζυγίζει περισσότερο από ένα άλλο αντικείμενο ίδιου μεγέθους αλλά με
μικρότερη πυκνότητα. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι το ηλιακό μας σύστημα (Σχ.
1.3). Οι πλανήτες έχουν διαφορετικές μάζες, και έλκονται με διαφορετικές δυνάμεις ο
ένας με τον άλλο, όπως φαίνεται και στον Πίνακα 1.1. Ο πλανήτης Δίας, για
παράδειγμα, έχει μια μάζα που είναι 318 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα της Γης και
η Γη με τη σειρά της έχει μια μάζα 81 φορές μεγαλύτερη από αυτή της Σελήνης.
Ωστόσο, η δύναμη που ασκεί ο Δίας στην Γη είναι λιγότερο από το 1% της
αντίστοιχης έλξης της Σελήνης στην Γη, ενώ και η συνολική έλξη όλων των
πλανητών είναι μόνο 1.6% της αντίστοιχης έλξης της Σελήνης. Οι αριθμοί που
παρουσιάζονται υποθέτουν ότι κάθε πλανήτης είναι στην πιο κοντινή προσέγγισή του
στη Γη. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της "ευθυγράμμισης των πλανητών" που συνέβη
το 2000, οι πλανήτες ήταν στην αντίθετη πλευρά του Ήλιου από τη Γη προσθέτοντας
δύο επιπλέον AU στην απόσταση στη στήλη 4, μειώνοντας ακόμα περισσότερο το
μέγεθος της συνολικής έλξης τους στη Γη, γεγονός που υποδηλώνει πόσο αδύναμες
είναι οι ελκτικές δυνάμεις της βαρύτητας σε κοσμογονικό επίπεδο, αλλά και πως

1
Ως Αστρονομική Μονάδα (1 AU ή au ή α.μ.) λογίζεται η μέση απόσταση της Γης
από τον Ήλιο. Η τιμή της ορίζεται ως 149 597 870.691 ± 0.030 km ≈ 92 955 807
miles.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 7
___________________________________________________________________________

αυτές δεν μηδενίζονται ακόμα και για τις κοσμολογικές αποστάσεις μεταξύ των
ουράνιων σωμάτων.

Το γήινο πεδίο βαρύτητας είναι ένα πεδίο δυνάμεων, σε κάθε σημείο του οποίου η
ένταση της βαρύτητας ποικίλει λόγω της κατανομής των μαζών στο εσωτερικό της
Γης και των διαφορετικών υλικών, με διαφορετικές πυκνότητες, που τις συνιστούν.
Συγκεκριμένα, η Γη αποτελείται από τρία κύρια στρώματα – τον φλοιό, τον μανδύα
και τον πυρήνα (Σχ. 1.4). Κάθε στρώμα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά που, το
καθένα με τον τρόπο του, επιδρούν στη διαμόρφωση του γήινου πεδίου βαρύτητας
(Παπαζάχος, 1995, Pidwirny, 2008).

Σχήμα 1.4 - Η δομή του εσωτερικού της Γης (απλοποιημένο σχηματικό μοντέλο)

___________________________________________________________________________
8 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Ο Φλοιός – Αποτελεί το εξωτερικό στρώμα της Γης, από την επιφάνεια της μέχρι τη
λεγόμενη ασυνέχεια Mohorovisch ή απλά Moho, ένα στρώμα σε βάθος περίπου 30
km, που διαχωρίζει τον φλοιό από τον υποκείμενο μανδύα και έχει φυσικές ιδιότητες
πολύ διαφορετικές από εκείνες του εξωτερικού περιβλήματος της Γης. Ο φλοιός
ποικίλει σε πάχος από 40 έως 70 km κάτω από τις ηπείρους και σε λεπτότερο πάχος
μόνο 5-7 km κάτω από τους ωκεανούς και συνίσταται από διαφορετικά υλικά
ποικίλων πυκνοτήτων, κυρίως πυρίτιο και οξυγόνο, και άλλα κοινά στοιχεία όπως
αλουμίνιο, σίδηρο, ασβέστιο, νάτριο και μαγνήσιο. Το εξωτερικό, σκληρό και
άκαμπτο σφαιρικό κέλυφος της γης, πάχους περίπου 80 km, αποτελούμενο από τον
φλοιό και τον ανώτερο μανδύα συνιστά τη λιθόσφαιρα. Στο εσωτερικό της
λιθόσφαιρας οι παραμορφώσεις είναι πολύ μικρές. Επιπλέον δεν είναι ένα στερεό
κομμάτι, αλλά αποτελείται από μια σειρά τμημάτων σε διαφορετικές μορφές και
μεγέθη, τις γνωστές “τεκτονικές πλάκες” που κινούνται συνεχώς με πολύ αργούς
ρυθμούς σαν να πλέουν πάνω στην βαρύτερη διάπυρη ασθενόσφαιρα, με τρόπο που
είτε να συγκρούονται μεταξύ τους είτε να απομακρύνονται η μία από την άλλη, είτε
να βυθίζεται μία κάτω από την άλλη είτε να πλαγιολισθαίνουν και να διαμορφώνουν
την εικόνα του στερεού φλοιού που βλέπουμε σήμερα. Ωστόσο καθώς κινούνται, η
μάζα κάθε πλάκας ανακατανέμεται διαρκώς, μεταβάλλοντας έτσι το πεδίο βαρύτητας
της Γης. Επίσης η σύσταση των πετρωμάτων αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες που
προκαλούν την τιμή της βαρύτητας να ποικίλει από τοποθεσία σε τοποθεσία. Όπως
θα αναφερθεί λεπτομερέστερα στο κεφ. 5, ένα βαρυτήμετρο που μετρά τη βαρυτική
έλξη που εξασκεί η Γη σε μια μάζα μέσα σε αυτό παρουσιάζει μείωση ή αύξηση της
ένδειξής του αναλόγως εάν τα πετρώματα κοντά στην επιφάνεια του φλοιού έχουν
μικρή ή μεγάλη πυκνότητα. Επίσης μεγάλες τεκτονικές ενότητες όπως ζώνες
καταβύθισης, οροσειρές κλπ. εμφανίζουν διαφοροποιήσεις στην ένταση της
βαρύτητας, π.χ. αρνητικές βαρυτικές ανωμαλίες εξ αιτίας του γεγονότος ότι σε αυτές
συγκεντρώνεται μεγάλο πάχος ιζημάτων, ελαφρότερων από γειτονικά πυριγενή
πετρώματα.

Ο Μανδύας – Είναι το μεγαλύτερο ενιαίο μέρος του πλανήτη που επεκτείνεται


περίπου ως τη μισή απόσταση προς το κέντρο της Γης - περίπου 2900 km και μπορεί
να διαιρεθεί σε τρεις χωριστές περιοχές: το χαμηλότερο μανδύα (Lower Mantle), τη
ζώνη μετάβασης ή Μεσόσφαιρα (Mesosphere) και τον ανώτερο μανδύα (Upper
Mantle) ή Ασθενόσφαιρα (Asthenosphere). Είναι σε ημισταθερή κατάσταση, με μια
πιο πολύπλοκη σύνθεση από το μεταλλικό πυρήνα και αποτελεί περίπου 82% του
όγκου και 67% της μάζας της Γης. Αποτελείται από έναν πολύ εύθραυστο στρώμα
πετρωμάτων – κυρίως από μαγνήσιο και πυριτικά άλατα μεγάλης πυκνότητας – τα
οποία κάτω από τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν σε αυτά τα βάθη
λειώνουν και κινούνται αργά μέσα στον μανδύα. Δεδομένου ότι η πίεση αυξάνει
αρκετά κατά βάθος του μανδύα, το χαμηλότερο τμήμα είναι σχεδόν στερεό ενώ το
ανώτερο τμήμα είναι πλαστικό (ημι-τηγμένο). Μερικές φορές τα ρήγματα στις
τεκτονικές πλάκες του φλοιού επιτρέπουν σε αυτό το “λιωμένο” υλικό, το μάγμα, να
διαφεύγει – όπως γίνεται κατά την έκρηξη των ηφαιστείων. Οι παραλλαγές στην

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 9
___________________________________________________________________________

πυκνότητα του γήινου μανδύα έχουν επιπτώσεις άμεσα στη βαρύτητα που μετριέται
στην επιφάνεια της Γης.

Ο Πυρήνας - Το ενδότατο στρώμα της Γης, είναι σε τέτοια έντονη πίεση που
παραμείνει εν μέρει στερεό στο κέντρο του. Αποτελείται από μια στερεά μάζα, σε μια
κατ’ εκτίμηση θερμοκρασία 4.000 Kelvin, και η οποία συνίσταται κυρίως από
στοιχεία σιδήρου και νικελίου και περιβάλλεται από ένα ρευστό (σαν υδάτινο)
εξωτερικό στρώμα. Γενικά, όσο πλησιέστερα είναι τα τμήματα του εσωτερικού της
Γης στον πυρήνα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι θερμοκρασίες και τόσο μεγαλύτερη
γίνεται η πίεση που επικρατεί εκεί. Το στερεό εσωτερικό μέρος του πυρήνα (Inner
Core) έχει διάμετρο περίπου 2.500 χιλιόμετρα και αποτελεί περίπου το 1.7% της
συνολικής μάζας του πλανήτη. Έξω από το στερεό εσωτερικό στρώμα του πυρήνα,
ένα λειωμένο εξωτερικό τμήμα (Outer Core) έχει ένα πάχος περίπου 2.200
χιλιομέτρων που αποτελούν περίπου το 31% της γήινης μάζας. Ο πυρήνας χωρίζεται
από τον μανδύα με τη λεγόμενη ασυνέχεια Gutenberg.

Άλλοι ενδεικτικοί παράγοντες που έχουν επιπτώσεις στο πεδίο βαρύτητας, εκτός από
τις μεταβολές της πυκνότητας στο εσωτερικό της Γης, είναι επίσης:

(i) Τα στρώματα των πάγων στις αρκτικές περιοχές της Γης (π.χ. στη Γροιλανδία ή
στην Ανταρκτική), τα οποία συμπιέζουν το γήινο φλοιό από κάτω τους. Οι
οποιεσδήποτε αλλαγές στα υπερμεγέθη στρώματα πάγου, όπως η μείωση του
πάχους τους λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου, προκαλούν φαινόμενα
όπως η αναπήδηση του γήινου φλοιού και αλλάζουν διαχρονικά το πεδίο
βαρύτητας. Οι επιδράσεις αυτές μπορούν σήμερα να ανιχνευθούν από τις
μετρήσεις βαρύτητας που διενεργούν οι δύο υπερσύγχρονοι ειδικοί δορυφόροι
της αποστολής GRACE (βλ. και ενότητα 1.7) που περιστρέφονται από το 2002
γύρω από τη Γη και χαρτογραφούν με εξαιρετικές λεπτομέρειες τις παραλλαγές
του πεδίου βαρύτητας και τις οποιεσδήποτε αλλαγές στη γήινη μάζα 500
χιλιόμετρα κάτω από τις τροχιές τους. Οι οποίες τέτοιες αλλαγές οφείλονται
κατά ένα μέρος τους από το σημερινό λιώσιμο των πάγων και το υπόλοιπο
τμήμα οφείλεται στο φαινόμενο της αναπήδησης. Με τις μετρήσεις τους οι
δορυφόροι της αποστολής GRACE ελέγχοντας τις μεταβολές της μάζας του
γήινου φλοιού επιτρέπουν να παρατηρηθούν και οι σημαντικές μεταβολές των
παγετώνων, όπως διαπιστώθηκε από τα πρώτα χρόνια των μετρήσεων από τους
δορυφόρους GRACE ότι οι πάγοι της Γροιλανδίας μειώνονται με ένα ποσοστό
περίπου 200 κυβικών χιλιομέτρων ετησίως.

(ii) Οι ωκεανοί που καλύπτουν περίπου τα τρία τέταρτα της γήινης επιφάνειας. Η
στάθμη των ωκεανών αλλάζει με την προσθήκη νέων όγκων υδάτων από το
λιώσιμο των πάγων λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου και των
κλιματικών αλλαγών, την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, των
ωκεάνιων ρευμάτων, κ.ά. προκαλώντας ανακατανομές και μεταβολές της

___________________________________________________________________________
10 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

γήινης μάζας, επηρεάζοντας έτσι το γήινο πεδίο βαρύτητας Από την πρακτική
πλευρά, τα τελευταία χρόνια μετρήσεις από εναέρια συστήματα ραντάρ και νέα
όργανα μέτρησης της τοπικής βαρύτητας στην Γροιλανδία και την Ανταρκτική
έχουν δείξει ότι αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι κάτω από τέτοιες
συνθήκες, τα δίκτυα των υδάτινων μαζών μέσα και κάτω από τους παγετώνες
κάνουν τους επιφανειακούς πάγους πολύ πιο ασταθείς από ότι τα κλιματικά
μοντέλα θεωρούσαν μέχρι σήμερα και κατά συνέπεια πιο ευαίσθητους στην
υπερθέρμανση του πλανήτη. Για να ποσοτικοποιηθεί αυτή η συνεισφορά των
πολικών πάγων στις κλιματικές αλλαγές είναι απαραίτητες ακριβείς μετρήσεις
των μεταβολών του μεγέθους των παγοκαλυμμάτων που με τη σειρά τους θα
μπορούν να υποδείξουν τις υπόγειες ροές υδάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση,
οι δορυφόροι της αποστολής GRACE αποτελούν σήμερα από τα
σημαντικότερα εργαλεία που επιτρέπουν τη χαρτογράφηση από μήνα σε μήνα
ακόμα και των ‘μικρών’ παραλλαγών στο πεδίο βαρύτητας εξ αιτίας της
κίνησης υδάτινων μαζών από μία θέση σε μια άλλη, και την παρακολούθηση
των αλλαγών στους πολικούς πάγους (ή κατ’ αναλογία στις απρόσιτες λεκάνες
των μεγάλων ποταμών ή λιμνών) που επιβάλλονται από τις εποχές, τις καιρικές
συνθήκες και τις βραχυπρόθεσμες κλιματικές αλλαγές.

Σχήμα 1.5 – Οι γήινες παλίρροιες

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 11
___________________________________________________________________________

(iii) Οι παλίρροιες (Σχ. 1.5), που προκαλούνται από τις ελκτικές δυνάμεις της
βαρύτητας που ασκεί στους ωκεανούς η Σελήνη και σε μικρότερο βαθμό ο
Ήλιος, επίσης αλλάζουν συνεχώς. Σαν συνέπεια, η περιστροφή της Γης
επιβραδύνεται βαθμιαία, και με τη σειρά της, η απώλεια ταχύτητας αναγκάζει
τη Σελήνη να επιτελεί μια σπειροειδή κίνηση μακριά από τη Γη κατά περίπου 3
cm κάθε έτος. Αυτό έχει μια άμεση επίδραση στις θαλάσσιες παλίρροιες, η
οποία έχει επιπτώσεις στους ωκεανούς (ανακατανέμοντας περιοδικά τις
θαλάσσιες μάζες) - και κατά συνέπεια στο πεδίο βαρύτητας. Πρέπει επίσης να
σημειωθεί ότι ενώ η Σελήνη είναι πολύ μικρότερη σε μέγεθος από τον Ήλιο,
είναι επίσης πολύ πιο κοντά στη Γη, και έτσι η επίδρασή της στις παλίρροιες,
και στο πεδίο βαρύτητας είναι πιο σημαντική.

Για τους παραπάνω ενδεικτικούς λόγους, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι μελετάμε τη
βαρύτητα για να μάθουμε περισσότερα για την ίδια τη Γη, τη δυναμική συμπεριφορά
της ως ουράνιο σώμα και τη λειτουργία της ως σύστημα, αλλά και για να
αξιοποιήσουμε τις δυνάμεις του πεδίου βαρύτητας σε πρακτικές, επιστημονικές και
τεχνολογικές εφαρμογές, για τις οποίες η λειτουργία ενός μεγάλου αριθμού μηχανών,
συσκευών και συστημάτων εξαρτάται με το ένα ή τον άλλο τρόπο από τη βαρύτητα.
Για παράδειγμα η υψομετρική διαφορά (από την οποία εξαρτάται η ασκούμενη
δύναμη της βαρύτητας) μπορεί να χρησιμεύσει σαν πίεση τόσο στις υδάτινες μάζες
ενός υδραγωγείου, όσο και σε έναν ιατρικό ορό. Επίσης, με τη βοήθεια της
βαρύτητας έχουμε τη δυνατότητα να παράγουμε ηλεκτρικό ρεύμα στα υδροηλεκτρικά
εργοστάσια ενός φράγματος ή να υπολογίζουμε τον χρόνο με τη βοήθεια ενός
εκκρεμούς. Τέλος, οι τεχνητοί δορυφόροι είναι και αυτοί μια εφαρμογή της
βαρύτητας που μαθηματικά είχε διατυπωθεί στο έργο "Principia" του Νεύτωνα, ενώ
από το 2000 μέχρι σήμερα σειρά από ειδικά σχεδιασμένους σύγχρονους γεωδαιτικούς
δορυφόρους επιτρέπουν τον προσδιορισμό του γήινου πεδίου βαρύτητας και των
διαχρονικών μεταβολών του με πολύ μεγάλη ακρίβεια.

1.2 Ο κεντρικός ρόλος της βαρύτητας στη Νευτώνεια Φυσική

Άσχετα από το εάν ο Νεύτωνας καθόταν ή όχι πραγματικά κάτω από ένα δέντρο
μηλιάς ενώ προβληματιζόταν για τη φύση της βαρύτητας, το γεγονός ότι τα
αντικείμενα πέφτουν προς την επιφάνεια της Γης ήταν κατανοητό πολύ πριν από την
εποχή του. Αλλά και για τον καθένα μας η διαισθητική άποψή του κόσμου
περιλαμβάνει την κατανόηση του ότι οποιοδήποτε αντικείμενο που ρίπτεται προς τα
πάνω, πέφτει στη συνέχεια προς τα κάτω, ακριβώς εξ αιτίας της βαρύτητας.

Οι πρώτες επιστημονικές συλλήψεις της φύσης του κόσμου από τον Αριστοτέλη και
μετέπειτα από τον Πτολεμαίο (85-165 μ.Χ.) ήταν ένα “γεωκεντρικό” μοντέλο, με το
οποίο η Γη θεωρείτο ότι μένει ακίνητη στο κέντρο του κόσμο, ενώ ο Ήλιος, η

___________________________________________________________________________
12 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Σελήνη, οι πλανήτες και τ’ άστρα κινούνται γύρω από αυτή σε τέλειες κυκλικές
τροχιές, ενώ το ίδιο το Σύμπαν ήταν ένα πεπερασμένος σφαιρικός χώρος πέρα από
τον οποίο δεν υπήρχε τίποτα. Αυτό το μοντέλο του κόσμου εξουσίασε την
επιστημονική σκέψη για πολλούς αιώνες, με εξαίρεση τις απόψεις του Αρίσταρχου
του Σάμιου, και μέχρι που αντικαταστάθηκε από τις εργασίες σημαντικών
αστρονόμων όπως του Κοπέρνικου (Nicolaus Copernicus, 1473-1543), του Tycho
Brahe (1546-1601), του Γαλιλαίου και του Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630), οι
οποίοι θεμελίωσαν το “ηλιοκεντρικό μοντέλο” της άποψης του κόσμου (Σχ. 1.6), με
τον Ήλιο στο κέντρο του ηλιακού συστήματος και τους πλανήτες,
συμπεριλαμβανομένης και της Γης, να περιφέρονται σε τροχιές γύρω από τον Ήλιο
(Σχ. 1.3), βλ. Vollmann (2006) και Banvill (2008). Συγκεκριμένα, το 1530, ο

Σχήμα 1.6 – Το “ηλιοκεντρικό” μοντέλο της άποψης του κόσμου

Κοπέρνικος ολοκλήρωσε το σπουδαίο έργο του «De Revolutionibus Orbium


Coelestium Libri VI» (Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουράνιων Σφαιρών), το
οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της σύγχρονης Αστρονομίας (Rabin, 2005,
Smith, 2007, Rosen, 2008). Στο έργο αυτό, ο Κοπέρνικος ενσωματώνει περισσότερα
από χίλια χρόνια αστρονομικών παρατηρήσεων με διάφορους βαθμούς ακρίβειας.
Στο μοντέλο που παρουσιάζεται, το Σύμπαν αποτελείται από 8 ομόκεντρες σφαίρες,
από τις οποίες η όγδοη (εξώτατη) σφαίρα ήταν, όπως και στο μοντέλο του
Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου, πάλι η σφαίρα των απλανών αστέρων, αλλά τώρα ο
Ήλιος είναι ακίνητος στο κέντρο. Οι γνωστοί την εποχή του Κοπέρνικου πλανήτες (ο
Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης, ο Δίας και ο Κρόνος) περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο
με την ίδια σειρά που γνωρίζουμε και σήμερα, ενώ η Σελήνη περιφέρεται περί τη Γη.
Επιπλέον, η φαινομενική κίνηση του Ηλίου και των απλανών γύρω από τη Γη
εξηγείται από την ημερήσια περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της κάθε μέρα
και γύρω από τον Ήλιο κάθε χρόνο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το
πρωτότυπο χειρόγραφο του De Revolutionibus, ήταν χαμένο για 300 χρόνια και

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 13
___________________________________________________________________________

εντοπίστηκε στην Πράγα στα μέσα του 19ου αιώνα (Gingerich, 2005). Ακολουθώντας
μια τελείως αντίθετη πορεία σκέψης από εκείνη του Κοπέρνικου, ο Tycho Brahe
εστίασε στο να βελτιώσει την ποιότητα αλλά την ποιότητα των αστρονομικών
παρατηρήσεων και μετρήσεων της θέσης των πλανητών από τις οποίες θα μπορούσε
να καταλήξει σε ένα αξιόπιστο μοντέλο σου σύμπαντος. Διορισμένος ως
αυτοκρατορικός μαθηματικός στην Πράγα, επί 35 χρόνια έκανε ακριβείς μετρήσεις
του τότε γνωστού σύμπαντος, συντάσσοντας ένα ακριβέστατο για την εποχή του
κατάλογο περίπου 800 αστέρων και λεπτομερή στοιχεία της κίνησης των τότε
γνωστών έξι πλανητών, μεταξύ των οποίων και του Άρη, του οποίου η φαινομενική
κίνηση ήταν και η πιο προβληματική και δυσνόητη, σχετικά με τις τροχιές των άλλων
πλανητών. Ο Γαλιλαίος, εκατό περίπου χρόνια αργότερα από τότε που
δημοσιεύτηκαν οι απόψεις του Κοπέρνικου, προσπάθησε να αποδείξει ότι ήταν
σωστές στηριζόμενος στις παρατηρήσεις που έκανε ο ίδιος με το τηλεσκόπιο
(εξαιρετικού εργαλείου για την απόδειξη των επιχειρημάτων του), του οποίου υπήρξε
και ο εφευρέτης, και το 1610 με την έκδοση του έργου του «Αγγελιαφόρος του
Ουρανού» (The Starry Messenger) καθιστά σαφείς τις απόψεις του στον τότε
επιστημονικό κόσμο, ενώ το 1616 με το έργο του «Διάλογος περί αμπώτιδας και
παλίρροιας» (On the Ebb and Flow of the Tides), καταφέρνει μέσω πειστικών
επιχειρημάτων και πειραμάτων πλέον, να αποδείξει τη θεώρηση του Κοπέρνικου για
το ηλιοκεντρικό σύστημα (Machamer, 2005). Ωστόσο, ο Κέπλερ ήταν ο πρώτος που
κατανόησε σωστά, ποιοτικά αλλά και ποσοτικά, τον τρόπο με τον οποίο κινούνται οι
πλανήτες, αλλά και πώς λειτουργεί το ηλιακό σύστημα. Έχοντας διατελέσει μαθητής
και συνεργάτης του Brahe, μετά το θάνατο του τελευταίου το 1601, ασχολήθηκε
αποκλειστικά με την περίεργη κίνηση του Άρη, που δε φαινόταν να ακολουθεί την
κυκλική τροχιά και μετά από πολλές αποτυχημένες θεωρίες, αποφασίζει για πρώτη
φορά να δοκιμάσει το μοντέλο της ελλειπτικής κίνησης, το οποίο θα συμφωνήσει
απόλυτα με τις παρατηρήσεις του Brahe. Η νέα αυτή θεώρηση τον οδήγησε τελικά,
το 1596 και το 1619, στη δημοσίευση των περιώνυμων τριών νόμων της πλανητικής
κίνησης που προς τιμή του φέρνουν πλέον την ονομασία Νόμοι του Κέπλερ:

• 1ος Νόμος - Ένας πλανήτης κινείται σε ελλειπτική τροχιά, με τον Ήλιο να


βρίσκεται στο ένα εστιακό κέντρο της έλλειψης
• 2ος Νόμος - Ένας πλανήτης καλύπτει στην τροχιά του ίσα διαστήματα σε ίσους
χρόνους
• 3ος Νόμος - Το τετράγωνο της περιόδου των πλανητών, που είναι ο χρόνος μιας
περιφοράς γύρω από τον Ήλιο, είναι ανάλογο με τη μέση απόστασή τους από
αυτόν, υψωμένη στην τρίτη δύναμη, , με σταθερά αναλογίας ίδια για όλους τους
πλανήτες.

Οι νόμοι της πλανητικής κίνησης του Kepler ήταν εμπειρικοί και καθολικοί, αν και
ο Kepler ποτέ δεν αναφέρθηκε στα αίτια της μορφής των τροχιών, κάτι που έκανε
ωστόσο ο Νεύτωνας, ο οποίος τους εξήγησε και με φυσικό και μαθηματικό τρόπο.

___________________________________________________________________________
14 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Αυτή η σημαντική αλλαγή στην αντίληψη του κόσμου έθεσε τα θεμέλια για τον
Νεύτωνα να συσχετίσει τη βαρύτητα με τις κινήσεις των πλανητών.

Ο Νεύτωνας ήταν αναμφισβήτητα εξοικειωμένος με την έννοια που είχε ήδη


καταδείξει ο Γαλιλαίος, ότι δηλαδή όλα τα αντικείμενα πέφτουν προς την επιφάνεια
της Γης με την ίδια επιτάχυνση, και ότι αυτή η επιτάχυνση ήταν ανεξάρτητη από τη
μάζα του εν πτώση αντικειμένου. Έτσι διατύπωσε τελικά μια ευρύτερη θεωρία της
βαρύτητας που κάλυπτε όχι μόνο τη συμπεριφορά ενός μήλου κοντά στην επιφάνεια
της Γης, αλλά και τις κινήσεις των πολύ μεγαλύτερων σωμάτων (π.χ. πλανητών)
αρκετά μακρινών από τη Γη.

Ουσιαστικά, όπως αναφέρεται και στην επόμενη ενότητα, ακριβώς όπως οι φυσικοί
επιστήμονες σήμερα αναζητούν τρόπους για να ενοποιήσουν σε μια θεωρία όλες τις
θεμελιώδεις δυνάμεις του σύμπαντος, στην εποχή του ο Νεύτωνας επιδίωξε επίσης να
ενοποιήσει δύο φαινομενικά ανόμοια φαινόμενα: την κίνηση των αντικειμένων που
πέφτουν προς τη Γη και την κίνηση των πλανητών που κινούνται σε τροχιά γύρω από
τον Ήλιο. Η σημαντική ανακάλυψή του δεν ήταν ότι τα μήλα πέφτουν στη Γη λόγω
της βαρύτητας, αλλά ότι οι πλανήτες “πέφτουν” συνεχώς προς τον Ήλιο για ακριβώς
τον ίδιο λόγο: εξ αιτίας της βαρύτητας! Ο Νεύτωνας στηρίχτηκε στην εργασία των
πρώτων αστρονόμων, και ιδιαίτερα του Κέπλερ. Ο Νεύτωνας επέκτεινε την
περιγραφή της πλανητικής κίνησης από τους νόμους του Κέπλερ στην πρώτη
πραγματικά θεωρία της βαρύτητας, η οποία και προς τιμή του φέρνει την ονομασία
Νευτώνεια Θεωρία της Βαρύτητας. Με αυτήν διατυπώνει τη μαθηματική
θεμελίωση, που καλύπτει και επαληθεύει όχι μόνο τα ευρήματα του Γαλιλαίου και
του Κέπλερ για το ηλιακό μας σύστημα, αλλά και για το γαλαξία μας, και για το
Σύμπαν ολόκληρο, αντικαθιστώντας έτσι την αριστοτελική άποψη ενός κλειστού
κόσμου με την άποψη ότι το Σύμπαν είναι άπειρο, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει
κάποιο σημείο στο Σύμπαν που να είναι το κέντρο του κόσμου.

Με την παραπάνω συνεισφορά του ο Νεύτωνας ουσιαστικά θεμελίωσε τη σύγχρονη


Φυσική ως αυστηρή επιστήμη και ταυτόχρονα απομυθοποίησε παλαιότερες μη
επιστημονικές θεωρήσεις, ενώ με το έργο του συσχέτισε τη γεωμετρική ομοιογένεια
του χώρου με τη δύναμη της βαρύτητας. Σήμερα αυτό θεωρείται αυτονόητο, αλλά
χάρη σε αυτόν έχουμε μία πρώτη εικόνα ενός σύμπαντος, το οποίο δεν κυριαρχείται
από καμία φυσική ιεραρχία όπου όμως κυριαρχεί τάξη και η ενότητά του είναι
αποτέλεσμα των νόμων που το διέπουν και οι οποίοι ισχύουν για όλα τα μέρη που το
απαρτίζουν.

Ταυτόχρονα, αν και οι νόμοι της πλανητικής κίνησης του Kepler ήταν εμπειρικοί και
καθολικοί, και ο Kepler ποτέ δεν αναφέρθηκε στα αίτια της μορφής των τροχιών, το
έργο του Νεύτωνα ήταν μαθηματικά τεκμηριωμένο σε υψηλό βαθμό και περιείχε
άμεσα την ικανότητα για να γίνονται προβλέψεις στις κινήσεις των ουρανίων
σωμάτων, που ακόμα και σήμερα έχουν πρακτική αξία, όχι μόνο στην καθημερινή

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 15
___________________________________________________________________________

ζωή, αλλά και στις επιστημονικές δραστηριότητες όπως, για παράδειγμα, στη χρήση
των τεχνητών δορυφόρων και στα διαστημικά ταξίδια τους. Για παράδειγμα, η NASA
και o Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (European Space Agency, ESA), π.χ.,
δεν χρειάζονται σήμερα τίποτα περισσότερο από τη θεωρία του Νεύτωνα, για να
σχεδιάσουν τις τροχιές των πλανητών και τις πορείες που πρέπει να ακολουθήσουν
τα διαστημικά οχήματα που τίθενται σε τροχιά γύρω από τη Γη ή τους άλλους
πλανήτες.

1.3 Οι θεμελιώδεις δυνάμεις του Σύμπαντος

Η περιγραφή των δυνάμεων της βαρύτητας σύμφωνα με τη θεωρία του Νεύτωνα


αποδείχθηκε ικανοποιητική για σχεδόν δυόμιση αιώνες, μέχρις ότου καλύτερες
παρατηρήσεις άρχισαν να υποδηλώνουν ότι ο νόμος της βαρύτητας του Νεύτωνα δεν
είναι απόλυτα σωστός.

Η Νευτώνεια Φυσική είχε το μειονέκτημα ότι, εξαιτίας των εννοιών του απόλυτου
χώρου και χρόνου που περιείχε, οδηγούσε σε ένα στατικό σύμπαν, χωρίς παρελθόν
και μέλλον, με την έννοια ότι όλα τα ουράνια σώματα υπήρξαν ανέκαθεν όπως είναι
σήμερα και ότι κινούνται αρμονικά στον ουρανό. Αυτή η αδυναμία προέρχεται από
το γεγονός ότι οι Νόμοι του Νεύτωνα αναφέρονται σε ένα απόλυτα ακίνητο
(αδρανειακό) σύστημα αναφοράς, πράγμα που πρακτικά δεν είναι εφικτό, αλλά και
‘θεολογικά’ μη αποδεκτή η ύπαρξή του, και επιπλέον δεν έδινε ικανοποιητικές
εξισώσεις για να περιγραφούν αρκετά φυσικά φαινόμενα. Παράλληλα η ίδια η
δύναμη της βαρύτητας, η οποία με καταπληκτική ακρίβεια περιγράφεται από το νόμο
της Παγκόσμια Έλξης, παρέμενε ένα μυστήριο, αφού έπρεπε να θεωρηθεί πως δρα
από απόσταση και έτσι αποκτούσε μεταφυσικό νόημα.

Απάντηση σε αυτά τα προβλήματα έδωσε το 1915, ο Αϊνστάιν (Albert Einstein) που


πρότεινε μια λύση για τα προβλήματα που είχαν διαπιστωθεί με το νόμο του
Νεύτωνα. Παραδόξως, ο Αϊνστάιν δεν πρότεινε τροποποιήσεις στο νόμο του
Νεύτωνα για να τον καταστήσει ακριβέστερο. Αντί αυτού, πρότεινε έναν εξ
ολοκλήρου νέο τρόπο αντίληψης για τη βαρύτητα. Έτσι, έχτισε επάνω στη
Νευτώνεια θεωρία της βαρύτητας και ολοκλήρωσε στη λεγόμενη Γενική Θεωρία της
Σχετικότητας, μια ακριβέστερη περιγραφή της δύναμης της βαρύτητας η οποία
συνυφαίνεται με τη γεωμετρία του χώρο-χρόνου (geometry of space-time), η οποία
με τη σειρά της εξαρτάται από την πυκνότητα ύλης-ενέργειας. Με την εισαγωγή της
έννοιας του χώρο-χρόνου ως βάσης μελέτης, περιγραφής και ερμηνείας του
σύμπαντος, ο Αϊνστάιν απέδειξε ότι και ο χρόνος και ο χώρος είναι μεγέθη σχετικά
και ότι το Σύμπαν υπάρχει και εξελίσσεται μέσα στο χωρόχρονο.

Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, παρ’ όλη την επιρροή που ασκεί η βαρύτητα στις
καθημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες, τον έλεγχο που επιβάλλει στη δυναμική

___________________________________________________________________________
16 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

συμπεριφορά της Γης και σε ολόκληρο το Σύμπαν, και την δυνατότητά μας να
περιγράφουμε και να μοντελοποιούμε τα αποτελέσματά της, δεν κατανοούμε πλήρως
τους πραγματικούς μηχανισμούς των δυνάμεων της βαρύτητας που αυτή ασκεί στον
κόσμο μας.

Οι σύγχρονες απόψεις των φυσικών επιστημόνων αναγνωρίζουν την ύπαρξη


τεσσάρων θεμελιωδών δυνάμεων (Fundamental Forces) ή φυσικών
αλληλεπιδράσεων (Fundamental Interactions): της βαρύτητας, του
ηλεκτρομαγνητισμού, της δυνατής και της αδύναμης (πυρηνικής) δύναμης
(Weinberg, 1993, Padmanabhan, 1998).

Σχήμα 1.7 - Το δυσδιάστατο ανάλογο παραμόρφωσης του χώρο-χρόνου


κατά την μοντέρνα αντίληψη της βαρύτητας

Στο πλαίσιο των σύγχρονων αυτών θεωρήσεων, μια θεμελιώδης αλληλεπίδραση


νοείται ως ένας μηχανισμός με τον οποίο τα μόρια αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με
τρόπο που δεν μπορεί να εξηγηθεί από μια άλλη πιο θεμελιώδη αλληλεπίδραση. Κάθε
φυσικό φαινόμενο που μπορεί να παρατηρηθεί, από τους γαλαξίες που συγκρούονται
ο ένας με τον άλλον, μέχρι τα θεωρητικά υποατομικά σωματίδια (τα quarks) σε
διαρκή κίνηση μέσα σε ένα πρωτόνιο, μπορεί έτσι να εξηγηθεί από αυτές τις
αλληλεπιδράσεις.

Μερικές φορές αυτές οι εν λόγω αλληλεπιδράσεις αποκαλούνται θεμελιώδεις


δυνάμεις, αν και αυτή η ορολογία είναι μάλλον άστοχη επειδή αυτές δεν μπορούν να

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 17
___________________________________________________________________________

περιγραφούν από τις έννοιες του δυναμικού και των πεδίων δυνάμεων υπό τη
κλασσική Νευτώνεια θεωρία. Παραδείγματος χάριν, σύμφωνα με τη γενική θεωρία
της σχετικότητας, καμία δύναμη της βαρύτητας δεν ενεργεί σε μια μεγάλη απόσταση
για να αναγκάσει ένα σώμα να επιταχύνει. Αντί αυτού, εξηγεί τη βαρύτητα με την
έννοια της καμπυλότητας του χωροχρόνου (curvature of space-time), ως
αποτέλεσμα συνδυασμού της χρονικής διαστολής εξ αιτίας της βαρύτητας και της
καμπυλότητας του χώρου.

Οι εν λόγω θεμελιώδεις δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις έχουν διαφορετικές ιδιότητες


και έχουν προσδιοριστεί ότι διαδραματίζουν κεντρικούς ρόλους στην παραγωγή του
κόσμου μας. Συγκεκριμένα (University of Tennessee):

• Η ισχυρή αλληλεπίδραση (strong interaction) είναι μια πολύ ισχυρή δύναμη


(1038 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της βαρύτητας), αλλά ενεργεί σε πάρα πολύ
μικρές αποστάσεις, της τάξης του 10-13 cm, ως η συνεκτική δύναμη που διατηρεί
τους πυρήνες των ατόμων από κοινού. Είναι βασικά μια ελκτική δύναμη, αλλά σε
μερικές περιστάσεις μπορεί να ενεργεί και απωθητικά.
• Η ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση (electromagnetic interaction) προκαλεί τα
ηλεκτρικά και μαγνητικά αποτελέσματα όπως η απώθηση μεταξύ ομοειδών
ηλεκτρικών φορτίων ή της αλληλεπίδρασης των ράβδων ενός μαγνήτη. Ενεργεί
σε μεγάλες αποστάσεις, αλλά είναι πολύ πιο αδύναμη από την ισχυρή
αλληλεπίδραση (περίπου 1036 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της βαρύτητας). Το
αποτέλεσμα της μπορεί να είναι ελκυστικό ή απωθητικό, και ενεργεί μόνο μεταξύ
σωματιδίων της ύλης που φέρνουν ηλεκτρικά φορτία.
• Η αδύναμη αλληλεπίδραση (weak interaction) είναι η δύναμη που ευθύνεται για
το φαινόμενο της αποσύνθεσης της ραδιενέργειας και τις αλληλεπιδράσεις των
νετρονίων. Ενεργεί σε πάρα πολύ μικρές αποστάσεις και, όπως υποδηλώνει το
όνομά της, είναι πολύ αδύναμη (1025 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της
βαρύτητας).
• Η αλληλεπίδραση της βαρύτητας (gravity interaction) είναι πολύ αδύνατη αλλά
ενεργεί σε πολύ μεγάλες (ακόμα και κοσμολογικές) αποστάσεις. Επιπλέον, το
αποτέλεσμα της είναι πάντα ελκτικό, και ενεργεί μεταξύ οποιωνδήποτε δύο
σωμάτων στον κόσμο δεδομένου ότι η πηγή προέλευσης της είναι η μάζα τους.

Όσον αφορά τα μεγάλης κλίμακας θέματα που ενδιαφέρουν σήμερα την κοσμολογία,
η βαρύτητα θεωρείται η σημαντικότερη από τις παραπάνω τέσσερις θεμελιώδεις
δυνάμεις, εξ αιτίας των προαναφερόμενων δύο βασικών ιδιοτήτων της.

Αν και η ανωτέρω συζήτηση δείχνει ότι οι θεμελιώδεις δυνάμεις στον κόσμο μας
είναι ευδιάκριτες και έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, η τρέχουσα σκέψη
στη θεωρητική φυσική είναι ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Υπάρχει μια μάλλον ισχυρή
επιστημονική πεποίθηση (αν και δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί πειραματικά), ότι στον
πολύ πρόωρο κόσμο όταν οι θερμοκρασίες ήταν πολύ υψηλές σε σχέση με σήμερα, η

___________________________________________________________________________
18 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

αδύναμη, η ηλεκτρομαγνητική, και η ισχυρή δύναμη ενοποιήθηκαν σε μια ενιαία


δύναμη. Μόνο όταν η θερμοκρασία του σύμπαντος μειώθηκε, οι εν λόγω δυνάμεις
χωρίστηκαν μεταξύ τους, με την ισχυρή δύναμη να χωρίζεται πρώτη και έπειτα όταν
οι θερμοκρασίες έπεσαν ακόμα χαμηλότερα, η ηλεκτρομαγνητική και η αδύναμη
δύναμη διαχωρίστηκαν περαιτέρω. Η εν λόγω διαδικασία του χωρισμού των
δυνάμεων μεταξύ τους είναι γνωστή ως αυθόρμητο σπάσιμο συμμετρίας
(spontaneous symmetry breaking).

Σήμερα, η θεωρία που περιγράφει τις ενοποιημένες ηλεκτρομαγνητικές και αδύναμες


αλληλεπιδράσεις είναι γνωστή ως Τυποποιημένη Ηλεκτροαδύναμη Θεωρία
(Standard Electroweak Theory), ή μερικές φορές ως τυποποιημένο μοντέλο
(Standard Model) των θεμελιωδών δυνάμεων. Οι θεωρίες που θέτουν ως αίτημα τη
ενοποίηση της ισχυρής, της αδύναμης, και της ηλεκτρομαγνητικής δύναμης
καλούνται Μεγάλες Ενοποιημένες Θεωρίες (Grand Unified Theories, GUTs). Οι
θεωρίες που επιπλέον προσθέτουν και τη βαρύτητα και προσπαθούν να ενοποιήσουν
και τις τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις σε μια ενιαία δύναμη καλούνται
Υπερενοποιημένες Θεωρίες (Superunified Theories), οι οποίες αποπειρώνται να
διατυπώσουν μια “ενιαία προσέγγιση” όπου και οι τέσσερις από αυτές τις δυνάμεις
είναι ενωμένες σε ένα φυσικό μοντέλο που περιγράφει τη συμπεριφορά όλου του
σύμπαντος. Οι μεγάλες ενοποιημένες και υπερενοποιημένες θεωρίες παραμένουν ως
θεωρητικές υποθέσεις, αφού δεν έχουν αποδειχθεί μέχρι σήμερα, αλλά υπάρχουν
ισχυρά πειραματικά δεδομένα για τη ενοποίηση των ηλεκτρομαγνητικών και
αδύναμων αλληλεπιδράσεων στην τυποποιημένη ηλεκτροαδύναμη θεωρία
(Wikipedia, 2008β).

Η γενικότερη θεωρία, που προσπαθεί σήμερα να συγχωνεύσει τις θεωρίες της γενικής
σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής και την ενοποίηση της βαρύτητας με τις
άλλες τρεις αλληλεπιδράσεις σε μια ενιαία δύναμη που είναι απολύτως καθολική,
είναι γνωστή ως θεωρία της κβαντικής βαρύτητας (quantum gravity). Στις μέχρι
σήμερα εξελίξεις σε αυτή την προσπάθεια, η δύναμη της βαρύτητας είναι η πιο
δύσκολη να συμπεριληφθεί σε αυτό το τελευταίο ενιαίο μοντέλο, δεδομένου ότι οι
δύο θεωρίες έχουν αποδειχθεί ασυμβίβαστες και η κβαντοποίηση της βαρύτητας
παραμένει ένα εν πολλοίς άλυτο πρόβλημα και ένας από τους σημαντικότερους
τομείς έρευνας της φυσικής επιστήμης. Ωστόσο, έως ότου η αναζήτηση μιας
αποδεκτής θεωρίας της κβαντικής βαρύτητας είναι επιτυχής, η αλληλεπίδραση της
βαρύτητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δύναμη, αλλά σαν έμφυτη καμπυλότητα του
χωροχρόνου, επειδή θεωρείται ως γεωμετρικής παρά δυναμικής φύσης. Τα μόρια
κινούνται πιθανά όπως κάνουν επειδή η κυρτότητα του χωροχρόνου κατευθύνει τη
μετακίνησή τους, και όχι επειδή ωθούνται ή έλκονται από τις βαρυτικές δυνάμεις ως
αποτέλεσμα της ανταλλαγής υποθετικών μεσολαβητικών μορίων (gravity mediators)
που είναι γνωστά ως βαρυτόνια (gravitons).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 19
___________________________________________________________________________

1.4 Τεχνητοί δορυφόροι και το γήινο πεδίο βαρύτητας

Στη Μηχανική των δορυφορικών τροχιών (Orbital Mechanics), o όρος “κίνηση


βλήματος” (projectile motion) σημαίνει τη δυσδιάστατη κίνηση ή κίνηση σε ένα
επίπεδο. Ωστόσο, οι αρχές που διέπουν τη δυσδιάστατη κίνηση ενός βλήματος
μπορούν εύκολα να επεκταθούν στις τρεις-διαστάσεις, όπως για παράδειγμα στην
περίπτωση ενός δορυφόρου. Η απλούστερη περίπτωση που ενδιαφέρει περισσότερο
είναι το παράδειγμα της ελεύθερης πτώσης ενός αντικειμένου ενδιαφέροντος, που
συχνά αποκαλείται “βαλλιστική κίνηση” (ballistic motion). Η υπόθεση είναι η ίδια με
πριν – δηλαδή, η κίνηση επιτελείται κοντά στην επιφάνεια της Γης, έτσι ώστε η
επιτάχυνση της βαρύτητας να είναι σταθερή, και ελλείψει οποιασδήποτε αντίστασης
του αέρα η βαρύτητα είναι η μόνη δύναμη που ασκείται στο αντικείμενο. Στην
πράξη, αντί να αντιμετωπιστεί η ίδια η κίνηση, είναι ευκολότερο να ξεχωρίσει κανείς
την κίνηση στην κάθετη και οριζόντια συνιστώσα της, ανάγοντας το πρόβλημα σε
δύο προβλήματα γραμμικών κινήσεων ως συνάρτηση του χρόνου. Στην περίπτωση
αυτή, ισχύουν οι παρακάτω εξισώσεις του διανύσματος θέσης και ταχύτητας (x, v)

x = x o + v o t + 12 at 2
(1.1)
v = v o + at

Σχήμα 1.8 – Οι τροχιές έχουν τη μορφή κωνικών τομών, δηλ. κύκλου,


έλλειψης, παραβολής ή υπερβολής

___________________________________________________________________________
20 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

δεδομένου ότι η επιτάχυνση ′a′ θεωρείται σταθερή. Στην πραγματικότητα, το ισχυρό


πλεονέκτημα στην εν λόγω κίνηση είναι ότι κατ' αυτό τον τρόπο η βαρύτητα ενεργεί
μόνο στην κάθετη διεύθυνση. Δηλαδή, δεν ασκείται καμία οριζόντια δύναμη και,
επομένως καμία οριζόντια επιτάχυνση. Με άλλα λόγια, η ταχύτητα στην οριζόντια
κατεύθυνση δεν αλλάζει ποτέ. Στην κάθετη κατεύθυνση έχουμε την επιτάχυνση λόγω
της βαρύτητας. Μπορούμε έτσι να μεταχειριστούμε τις οριζόντιες και κάθετες
κινήσεις ως ανεξάρτητες και έπειτα να συνδυάσουμε τις δύο επιμέρους κινήσεις για
να παραγάγουμε την αληθινή τροχιά του αντικειμένου ενδιαφέροντος (π.χ. ενός
δορυφόρου). Η τελική τροχιά αποδεικνύεται ότι έχει περίπου τη μορφή μιας
κυκλικής, ελλειπτικής, παραβολικής ή υπερβολικής καμπύλης ανάλογα με την αρχική
ταχύτητα του αντικειμένου (Σχ. 1.8). Οι παραπάνω κατηγορίες καμπυλών
αποκαλούνται ‘κωνικά τμήματα’, επειδή όλες παράγονται ως η τομή ενός κώνου από
ένα επίπεδο υπό διαφορετικές γωνίες τομής. Στην πραγματικότητα, μια τροχιά έχει
περίπου τη μορφή μιας κωνικής τομής, επειδή ορισμένες υποθέσεις περί της
ελεύθερης πτώσης του αντικειμένου δεν ισχύουν στην πραγματική κατάσταση, π.χ.
λόγω της ύπαρξης της ατμοσφαιρικής τριβής.

Επιτάχυνση
Μέση
Ταχύτητα Μάζα σε της
ακτίνα σε
δορυφόρου σχέση µε βαρύτητας
Ταχύτητα σχέση με
σε τη μάζα στην
Πλανήτης κυκλική
διαφυγής την
της Γης: επιφάνεια
(km/hr) ακτίνα
τροχιά 5.97 x του
της Γης:
(km/hr) 1024 kg πλανήτη σε
6378 km
m/sec2
Ήλιος 1,570,000 2,220,000 109.75 333 x 103 273.0
Ερμής 7,080 10,000 0.38 0.06 3.6
Αφροδίτη 21,900 31,000 0.95 0.82 8.5
Γη 28,500 40,300 1.00 1.00 9.8
Σελήνη 6,100 8,640 0.27 0.012 1.6
Άρης 12,700 18,000 0.53 0.11 3.8
Δίας 58,200 82,400 11.2 333.33 26.0
Κρόνος 23,000 32,600 9.47 95.31 11.2
Ουρανός 19,800 28,000 3.70 14.57 9.4
Ποσειδώνας 28,000 39,600 3.53 17.25 15.0
Πλούτωνας 1,020 1,440 0.45 0.08 8.0

Πίνακας 1.2 – Ενδεικτικές ταχύτητες που απαιτούνται προκειμένου να υπερκεραστούν


οι δυνάμεις της βαρύτητας κατά την τροχιακή κίνηση ενός δορυφόρου γύρω από κάθε
πλανήτη

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 21
___________________________________________________________________________

Η περίπτωση της δορυφορικής κίνησης είναι απλά ένα πρόβλημα βαλλιστικής


κίνησης όπου ο δορυφόρος κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Δεδομένου ότι η κίνηση
ενός τεχνητού δορυφόρου είναι παρόμοια με την πλανητική κίνηση, η τροχιακή
κίνηση του υπακούει στους ίδιους φυσικούς νόμους της πλανητικής κίνησης του
Kepler (Τζίγκανος, 2004). Η καθολικότητα των νόμων του Kepler επιτρέπει τη χρήση
τους για τον υπολογισμό της τροχιακής κίνησης ενός δορυφόρου ή ποια ελάχιστη
αρχική ταχύτητα θα πρέπει να αναπτύξει αυτός προκειμένου να υπερνικήσει τη
βαρυτική έλξη που υφίσταται στην επιφάνεια ενός ουρανίου σώματος (Πίνακας 1.2).
Συγκεκριμένα, για τη περίπτωση της Γης, από τον 1ο Νόμο συνάγεται ότι οι
δορυφόροι περιστρέφονται γύρω από αυτή σε ελλειπτικές τροχιές, με το κέντρο της
Γης να είναι μια από τις εστίες της ελλειπτικής τροχιάς. Στην πράξη, προκειμένου να
υπερκεραστεί η επίδραση της δύναμης της γήινης βαρύτητας, για να τεθεί ένας
δορυφόρος, για παράδειγμα, σε κυκλική τροχιά, η απαραίτητη αρχική τροχιακή
ταχύτητα του δορυφόρου πρέπει να είναι περίπου 7.8 km/sec, η λεγόμενη κυκλική
τροχιακή ταχύτητα (circular orbital velocity). Στο στάδιο της εκτόξευσης, η
οριζόντια ταχύτητα είναι κρίσιμη, δεδομένου ότι από το μέγεθος της διασφαλίζεται
ότι ο πύραυλος της εκτόξευσης ενός δορυφόρου θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία
αντιστεκόμενος στη γήινη βαρύτητα που τον έλκει προς τα κάτω.

Σχήμα 1.9 – Η αρχική τροχιακή ταχύτητα είναι κρίσιμη για την τοποθέτηση ενός
δορυφόρου σε τροχιά γύρω από τη Γη

Εάν η ταχύτητα ήταν χαμηλότερη των 7 km/sec, ο πύραυλος απλά θα έπεφτε κάπου
στο έδαφος (Σχ. 1.9). Αν η αρχική ταχύτητα ήταν λιγότερη ή μεγαλύτερη από το όριο
της κυκλικής τροχιακής ταχύτητας, η τροχιά γίνεται ελλειπτικής μορφής. Σχεδόν όλοι
οι δορυφόροι τοποθετούνται αρχικά σε ελλειπτικές τροχιές επειδή είναι πρακτικά

___________________________________________________________________________
22 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

δύσκολο να αποκτηθεί ακριβώς η αρχική ταχύτητα για μια κυκλική τροχιά. Όταν η
τιμή της αρχικής ταχύτητας λαμβάνει τη λεγόμενη ταχύτητα διαφυγής (escape
velocity) των 11 km/sec, η τροχιά παίρνει τη μορφή μιας παραβολής και ο δορυφόρος
“απελευθερώνεται” από την έλξη της Γης. Στην πραγματικότητα, ένας τεχνητός
δορυφόρος εκτοξεύεται με μικρότερη ταχύτητα, την οποία αυξάνει με την πάροδο
του χρόνου και επιτυγχάνει την τελική ταχύτητα διαφυγής εκτός της γήινης
ατμόσφαιρας. Για αρχικές ταχύτητες μεγαλύτερες από την ταχύτητα διαφυγής, η
τροχιά γίνεται υπερβολική. Η ταχύτητα διαφυγής ενός τεχνητού δορυφόρου που
εκτοξεύεται από τη Γη από το ηλιακό βαρυτικό πεδίο είναι 40 km/sec, δεδομένου ότι
η εκτόξευση πραγματοποιείται σε απόσταση περίπου 15 x 107 km από το κέντρο του.
Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι όλα τα κλασσικά κωνικά τμήματα
αντιπροσωπεύονται ως πιθανές τροχιακές μορφές και των τεχνητών δορυφόρων κάτω
από την επιρροή της βαρύτητας (Curtis, 2005, Montenbruck and Eberhard, 2005).

Σχήμα 1.10 – Δορυφόροι σε διαφορετικά ύψη πάνω από την επιφάνεια της Γης
επηρεάζονται διαφορετικά από το πεδίο της γήινης βαρύτητας

Γενικά οι δορυφόροι σε χαμηλά ύψη τροχιάς (Low Earth Orbit, LEO) δοκιμάζονται
από μια ισχυρότερη έλξη της γήινης βαρύτητας και επομένως κινούνται
γρηγορότερα, ενώ αντίθετα όταν ένας δορυφόρος που τίθεται σε μια μεσαίου ύψους

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 23
___________________________________________________________________________

τροχιά (Medium Earth Orbit, MEO) ή σε γεωσύγχρονη τροχιά (Geosynchronous


Earth Orbit, GEO), κινείται πιο αργά σε αυτή, επειδή η βαρύτητα είναι πιο αδύνατη
(Σχ. 1.10). Ενδεικτικά, σε ένα ύψος 35800 χιλιόμετρα, ένας δορυφόρος ταξιδεύει με
ταχύτητα περίπου 11100 χιλιόμετρα ανά ώρα, ολοκληρώνοντας μια τροχιά κάθε 24
ώρες, δηλαδή με τροχιακή περίοδο που συμβαδίζει με τη διάρκεια μιας πλήρους
περιστροφής της Γης. Μια τέτοια τροχιά, αποκαλείται γεωστατική ή γεωσύγχρονη
τροχιά, και χρησιμοποιείται για τους μετεωρολογικούς και τηλεπικοινωνιακούς
δορυφόρους που τοποθετούνται πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο στη γήινη
επιφάνεια.

Ένας δορυφόρος σε ελλειπτική τροχιά κινείται σε μεταβλητή απόσταση από τη Γη,


με κοντύτερο σημείο στη Γη το λεγόμενο περίγειο και το πιο απόμακρο σημείο του,
το απόγειο, με άμεσο αποτέλεσμα καθώς αλλάζει συνεχώς το ύψος του δορυφόρου να
αλλάζει και η ταχύτητά του. Για ένα δορυφόρο σε κυκλική τροχιά, η κεντρική
δύναμη για να κρατηθεί ο δορυφόρος σε τροχιά παρέχεται από τη βαρύτητα, η οποία
παρέχει την απαραίτητη κεντρομόλο δύναμη. Η περίπτωση αυτή είναι ένα τυπικό
παράδειγμα ομοιόμορφης κυκλικής κίνησης δεδομένου ότι η βαρύτητα είναι παντού
κάθετη στην πορεία του δορυφόρου, δηλαδή η βαρύτητα δεν έχει ποτέ μια
συνιστώσα στην κατεύθυνση της κίνησης του δορυφόρου για να τον επιταχύνει.

Σε ειδικές περιπτώσεις, η ύπαρξη της βαρύτητας τόσο της Γης όσο και ενός από τους
πλανήτες, μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος μιας δορυφορικής αποστολής. Για
παράδειγμα, αν υποτεθεί ότι ένας δορυφόρος βρίσκεται σε ένα σημείο της γραμμής
μεταξύ Γης-Σελήνης, η δύναμη της βαρύτητας της Σελήνης σε αυτόν θα αντιδρούσε
με την δύναμη της γήινης βαρύτητας, με αποτέλεσμα η συνολική ελκτική δύναμη που
επιδρά στον δορυφόρο να ελαττώνεται, και κατά συνέπεια να αποδυναμώνεται η
κεντρομόλος δύναμης που ασκείται σε αυτόν. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ο
δορυφόρος κινείται με μειωμένη ταχύτητα, σε σχέση με εκείνη που θα είχε αν δεν
υπήρχε η Σελήνη. Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα σημείο στη γραμμή μεταξύ της
Γης και της Σελήνης όπου ο δορυφόρος κινείται ακριβώς με την ίδια ταχύτητα γύρω
τη Γη και γύρω από τη Σελήνη, και αυτό είναι ένα από τα λεγόμενα σημεία
ισορροπίας Lagrange μιας ειδικής τέτοιας τροχιάς, όπως ονομάστηκαν από το όνομα
του Γάλλου μαθηματικού Joseph-Louis Lagrange (1736-1813). Γενικά, στην
επιστήμη της Αστροναυτικής ως σημεία ισορροπίας Lagrange καθορίζονται τα
συγκεκριμένα ενός πεδίου βαρύτητας δύο ουράνιων σωμάτων στο οποίο εάν
τοποθετηθεί ένα τρίτο Ουράνιο Σώμα (δηλ. ένας πλανήτης ή ένας δορυφόρος) η
συνολική βαρυτική δύναμη που θα εξασκείται πάνω στο σώμα είναι μηδέν, αν
συνυπολογιστεί βέβαια και η φυγόκεντρος δύναμη.

Για παράδειγμα, υπάρχουν συνολικά πέντε τέτοια σημεία (LL1, LL2, …, LL5) στα
οποία η συνδυασμένη δύναμη της βαρύτητας που ασκούν η Γη και η Σελήνη σε ένα
σώμα ισορροπεί ακριβώς την κεντρομόλο δύναμη που είναι απαραίτητη για να
περιστρέφεται σε κυκλική (ή σχεδόν κυκλική) τροχιά (Σχ. 1.11α). Καθώς το ηλιακό

___________________________________________________________________________
24 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

σύστημα περιστρέφεται, ένας δορυφόρος σε αυτά τα σημεία διατηρεί πάντα την ίδια
θέση όσον αφορά τη Γη και τη Σελήνη. Αντίστοιχα υπάρχουν 5 τέτοια σημεία (L1,
L2, …, L5) στα οποία συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με τη συνδυασμένη δύναμη της
βαρύτητας που ασκούν σε ένα δορυφόρο η Γη και ο Ήλιος (Σχ. 1.11β).

(α) (β)

Σχήμα 1.11 – Σημεία Lagrange για την περίπτωση (α) Γης-Σελήνης και (β) Γης-Ήλιου

Τα σημεία Lagrange δεν σχετίζονται απλά με τα αποτέλεσμα κάποιων μαθηματικών


υπολογισμών, αλλά χρησιμοποιούνται ήδη από τα διαστημικά σκάφη που ερευνούν
το ηλιακό σύστημα, όπως για παράδειγμα ο δορυφόρος SOHO (Solar and
Heliospheric Observatory Satellite) που εκτοξεύθηκε το 1995 και κινείται σε τροχιά
(περίπου 1.5x106 km από τη Γη) γύρω από το σημείο ισορροπίας L1 (και συνεπώς οι
συνδυασμένες βαρυτικές δυνάμεις από τη Γη και τον Ήλιο τον διατηρούν είναι
συνεχώς στην ευθεία Γης-Ήλιου). Επίσης ο δορυφόρος WMAP (Wilkinson
Microwave Anisotropy Probe) που παρατηρεί την κοσμική ακτινοβολία από την
Μεγάλη Έκρηξη του σύμπαντος σε τροχιά γύρω από το σημείο L2, επίσης περίπου
1.5x106 km από τη Γη. Φυσικά το παραπάνω μοντέλο είναι πολύ απλουστευμένο,
δεδομένου ότι υπάρχουν περισσότεροι πλανήτες στο ηλιακό σύστημα, των οποίων οι
τροχιές είναι ελλειπτικές παρά κυκλικές, και υπάρχουν άλλες δυνάμεις που
ασκούνται στους δορυφόρους πέρα από εκείνες της βαρύτητας.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 25
___________________________________________________________________________

1.5 Το σχήμα της Γης και επιφάνειες αναφοράς – Η επίδραση του


πεδίου βαρύτητας στις γεωδαιτικές μετρήσεις

Στην Τοπογραφία ενδιαφερόμαστε κυρίως για τον προσδιορισμό της αμοιβαίας θέσης
μεταξύ σημείων ενδιαφέροντος στην επιφάνεια της Γης ή πάνω από αυτή. Όταν
εργαζόμαστε σε μικρές περιοχές η σχέση των συντεταγμένων μεταξύ σημείων μπορεί
να προσδιοριστεί απλά από τις εκτελούμενες μετρήσεις (π.χ. γωνίες, αποστάσεις,
υψόμετρα, κλπ.). Ως εκ τούτου, η σχέση μεταξύ δύο σημείων μπορεί να εκφραστεί

σχηματικά ως P1 P 2 , όπως φαίνεται και στο Σχ. 1.12α.

Σχήμα 1.12 – Ο συσχετισμός μεταξύ σημείων (α) από απευθείας μετρήσεις, ή


(β) δια μέσου της χρήσης μιας επιφάνειας (πλαισίου) αναφοράς

Σε εκτεταμένες περιοχές δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα, δεδομένου ότι


δεν μπορούμε να μετρήσουμε τις άμεσες σχέσεις μεταξύ των σημείων και πρέπει να
αναφέρουμε τις μετρήσεις μας σε ένα κοινό πλαίσιο ή επιφάνεια που συσχετίζει τα
δύο σημεία. Επομένως, στη προκειμένη περίπτωση μιλάμε πραγματικά για μια σχέση
→ →
της μορφής P1 f = f (r , W ) P 2 , όπως φαίνεται ενδεικτικά στο Σχ. 1.12β.
← ←

___________________________________________________________________________
26 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Η περιγραφή μιας τέτοιας επιφάνειας (ή ενός πλαισίου) αναφοράς και οι σχέσεις


μεταξύ των σημείων και της επιφάνειας (πλαισίου) αναφοράς είναι μια από τις κύριες
επιδιώξεις της γεωδαισίας, με σκοπό, τη μελέτη του σχήματος και του μεγέθους της
Γης και μεταξύ άλλων και τον προσδιορισμό της θέσης σημείων ενδιαφέροντος. Ο
όρος “Σχήμα της Γης” έχει τις διάφορες έννοιες στη Γεωδαισία ανάλογα με τον τρόπο
που χρησιμοποιείται και την ακρίβεια με την οποία το μέγεθος και η μορφή της Γης
πρόκειται να καθοριστούν. Στη πράξη, συνήθως μια επιφάνεια αναφοράς “κοντά”
στην τοπογραφική επιφάνεια της Γης επιλέγεται ως επιφάνεια αναφοράς που παίζει
τον επιδιωκόμενο ρόλο του πλαισίου αναφοράς.

Η συναρτησιακή σχέση f = f (r , W ) εκφράζει το γεγονός ότι όλες οι γεωδαιτικές


παρατηρήσεις εξαρτώνται από τη θέση της μέτρησης (το διάνυσμα r του σημείου)
και το πεδίο βαρύτητας της Γης (την τιμή του γήινου δυναμικού W). Όταν
παρατηρούμε τις θέσεις και τις σχέσεις μεταξύ των σημείων στην επιφάνεια της Γης
(καθώς επίσης και επάνω ή κάτω από τα σημεία της γήινης επιφάνειας) οι μετρήσεις
μας υπόκεινται σε ποικίλες φυσικές επιρροές από το φυσικό περιβάλλον. Τα όργανά
μας υπακούνε σε συγκεκριμένους φυσικούς νόμους και κανόνες που πρέπει να
κατανοήσουμε προκειμένου να είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε τις μετρήσεις μας.
Για παράδειγμα, η δύναμη βαρύτητας, η δύναμη Coriolis, η ατμοσφαιρική διάθλαση,
οι παραλλαγές της θερμοκρασίας είναι μερικές χαρακτηριστικές τέτοιες επιδράσεις.

Για τις γεωδαιτικές μετρήσεις, οι δύο πιο σημαντικές φυσικές επιδράσεις σε αυτές
είναι η ατμοσφαιρική διάθλαση και η βαρύτητα, δεδομένου ότι και οι δύο
επηρεάζουν τις μετρήσεις και συνεπώς “αλλοιώνουν” τη γεωμετρία του χώρου των
μετρήσεων. Κατά συνέπεια, η μελέτη τους και η όσο το δυνατόν καλύτερη
κατανόηση των επιπτώσεων τους είναι απαραίτητα για τη σωστή φυσική ερμηνεία
των αποτελεσμάτων των μετρήσεων. Η μελέτη των επιπτώσεων της διάθλασης είναι
εκτός του αντικειμένου του παρόντος και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Ωστόσο, οι επιδράσεις και οι επιπτώσεις της βαρύτητας έχουν μια άμεση σχέση με τις
επιμέρους επιλογές για την υλοποίηση του κατάλληλου πλαισίου αναφοράς και τον
προσδιορισμό του σχήματος της Γης. Ιδιαίτερα οι δορυφορικές μετρήσεις έχουν
κάνει περισσότερο σαφές ότι ο προσδιορισμός του σχήματος της Γης από
γεωδαιτικές μετρήσεις δεν είναι απλά ένα αμιγές γεωμετρικό πρόβλημα αλλά
περιλαμβάνει και τη μελέτη του πεδίου βαρύτητας της Γης. Συγκεκριμένα:

Η πραγματική τοπογραφική επιφάνεια χαρακτηρίζεται από την ποικιλία της


μορφολογίας του εδάφους και των υδάτινων περιοχών. Αυτή είναι, στην
πραγματικότητα, η επιφάνεια στην οποία γίνονται οι πραγματικές γήινες μετρήσεις.
Ωστόσο είναι προφανές ότι η αναλυτική περιγραφή της δεν προσφέρεται για την
επιλογή της ως µία κατάλληλη επιφάνεια αναφοράς δεδομένου ότι για ακριβείς
μαθηματικούς υπολογισμούς, οι τύποι που θα απαιτούνταν για να ληφθούν υπόψη οι
ανωμαλίες της τοπογραφικής επιφάνειας θα απαιτούσαν ένα απαγορευτικό ποσό
υπολογισμών. Για το λόγο αυτό, είναι φυσικά επιθυμητό η επιφάνεια αναφοράς που

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 27
___________________________________________________________________________

επιλέγεται για αυτό το σκοπό, να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην τοπογραφική
επιφάνεια έτσι ώστε τα μεμονωμένα σημεία (των οποίων θέση σε σχέση με την
τοπογραφική επιφάνεια μπορεί να μετρηθεί) να μπορούν να αναφερθούν στην
επιφάνεια αναφοράς κατά απλό τρόπο. Από την άλλη μεριά, για μαθηματική ευκολία,
είναι επιθυμητό η επιφάνεια αναφοράς να έχει το απλούστερο δυνατό γεωμετρικό
σχήμα.

Το οριζόντιο επίπεδο είναι μια αποδεκτή επιφάνεια αναφοράς κατάλληλη για τη


μελέτη μικρών περιοχών, π.χ. μερικών km2 ή του μεγέθους μιας πόλης, όπου δεν
δίνεται καμία προσοχή στην καμπυλότητα της Γης (Σχ. 1.12α). Για τέτοιες μικρές
περιοχές, οι ακριβείς θέσεις μπορούν να καθοριστούν η μια σχετικά με την άλλη
χωρίς εξέταση του μεγέθους και της μορφής ολοκλήρου της Γης. Στην προκειμένη
περίπτωση, η κατακόρυφος σε κάθε σημείο της μικρής έκτασης της περιοχής
ενδιαφέροντος είναι κάθετη στο οριζόντιο επίπεδο και διατηρεί την παραλληλία της
από σημείο σε σημείο. Έτσι τα παραδοσιακά γεωδαιτικά όργανα όπως οι θεοδόλιχοι
και οι χωροβάτες στηρίζονται στο πεδίο βαρύτητας για τον προσανατολισμό του
κάθετου άξονά τους σύμφωνα με την διεύθυνση της κατακορύφου ή της τοπικής
κάθετης διεύθυνσης. Για παράδειγμα, όταν οριζοντιώνουμε ένα θεοδόλιχο
ουσιαστικά υλοποιούμε τόσο το οριζόντιο επίπεδο (ως εφαπτόμενο στην ισοδυναµική
επιφάνεια στο κεντρικό σημείο της αεροστάθμης) όσο και την κατακόρυφο. Με τον
τρόπο αυτό, μετρούνται οι οριζόντιες γωνίες και διευθύνσεις και αναφέρονται επίσης
οι οριζόντιες αποστάσεις στο οριζόντιο επίπεδο. Οι χωροβάτες πάλι
χρησιμοποιούνται για να μετρηθούν οι
διαφορές του γήινου δυναμικού της
βαρύτητας μεταξύ σημείων στη γήινη
επιφάνεια, που με τη σειρά τους μπορούν να
εκφραστούν ως υψομετρικές διαφορές.

Ωστόσο για τη μελέτη μεγάλων περιοχών ή


και όλης της Γης, εξ αιτίας της γήινης
καμπυλότητας (ή της επίδρασης του γήινου
πεδίου βαρύτητας) οι κατακόρυφες “χάνουν”
την μεταξύ τους παραλληλία καθώς
συγκλίνουν προς το εσωτερικό της Γης. Έτσι
δεν είναι δυνατή η ίδρυση ενός ενιαίου
συστήματος αναφοράς ή τουλάχιστον ενός
Σχήμα 1.13 – Η σφαίρα αποτελεί μικρού αριθμού τοπικών συστημάτων
ένα ικανοποιητικό μοντέλο του αναφοράς για μεγάλα τμήματα της γήινης
σχήματος της Γης επιφάνειας.

Η σφαίρα θεωρήθηκε ως κατάλληλο μοντέλο του σχήματος της Γης από τους
αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, Πυθαγόρα (600 π.Χ.) και Αριστοτέλη, ενώ ο
Ερατοσθένης (276-194 π.Χ.) πραγματοποίησε την πρώτη ιστορικά διαπιστωμένη

___________________________________________________________________________
28 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

μέτρηση του μεγέθους της “σφαιρικής” Γης, όταν με απλούστατα αλλά μεθοδικά
τέλεια μέσα, υπολόγισε τη διαφορά του γεωγραφικού πλάτους μεταξύ των πόλεων
Συήνης (σημερινό Ασσουάν) και Αλεξάνδρειας με αστρονομικές μεθόδους και
υπολόγισε το μήκος της περιμέτρου της Γης σε 39.375 km (μια πολύ ακριβή τιμή
συγκρινόμενη με τη γνωστή σήμερα γήινη περίμετρο των περίπου 40008 km). Η
έννοια μιας σφαιρικής Γης, όπως εμφανίζεται και στις θεαματικές εικόνες από το
διάστημα (Σχ. 1.13), προσφέρει μια απλή επιφάνεια που είναι από μαθηματική άποψη
εύκολο να εξεταστεί. Πολλοί αστρονομικοί και υπολογισμοί πλοήγησης τη
χρησιμοποιούν ως επιφάνεια που αντιπροσωπεύει τη Γη, χωρίς ωστόσο η εν λόγω
προσέγγιση να είναι ικανοποιητική για γεωδαιτικές εφαρμογές, όπου απαιτούνται
μετρήσεις σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ σημείων, ακόμα και μεταξύ ηπείρων και
ωκεανών και κατά συνέπεια είναι απαραίτητη μια ακόμα ακριβέστερη επιφάνεια
αναφοράς.

Το γεωειδές είναι εκείνη η ισοδυναμική (χωροσταθμική) επιφάνεια του πεδίου της


γήινης βαρύτητας που προσεγγίζει περισσότερο τη Μέση Στάθμη Θάλασσας (ΜΣΘ,
Mean Sea Level) που εκτείνεται και κάτω από τις ηπείρους (αφού προηγουμένως
έχουν ληφθεί υπόψη οι επιδράσεις των παλιρροιών, των θαλασσίων ρευμάτων και
των μεταβολών της πυκνότητας και αλμυρότητας του θαλάσσιου νερού). Από τη
φυσική σκοπιά θα ήταν η καλύτερη επιλογή ως (φυσική) επιφάνεια αναφοράς, κάτι
που υποδηλώνει και η
ονομασία “γεωειδές”, που
σημαίνει στην κυριολεξία, η
επιφάνεια που είναι “κάτι σαν
τη Γη” (Σχ. 1.14), αφού
συμπίπτει με εκείνη την
επιφάνεια στην οποία οι
ωκεανοί θα προσαρμόζονταν
σε ολόκληρη τη Γη εάν ήταν
ελεύθεροι να ρυθμίσουν τη
συμπεριφορά τους στη
συνδυασμένη επίδραση της
έλξης της γήινης μάζας και τη
φυγοκεντρική ισχύ της γήινης
περιστροφής, δηλαδή, τα δύο
κύρια συστατικά της
βαρύτητας. Σε κάθε σημείο
του γεωειδούς η διεύθυνση της
δύναμης της βαρύτητας (η
Σχήμα 1.14 – Το γεωειδές είναι μια μαθηματική, κατακόρυφος) είναι κάθετη
αλλά με φυσική υπόσταση επιφάνεια αναφοράς στην επιφάνειά του. Το
τελευταίο είναι ιδιαίτερα
σημαντικό επειδή στα

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 29
___________________________________________________________________________

τοπογραφικά και γεωδαιτικά όργανα που χρησιμοποιούνται συνήθως για τις


γεωδαιτικές μετρήσεις, όταν ρυθμίζονται κατάλληλα, ο κάθετος άξονας τους
συμπίπτει με την διεύθυνση της βαρύτητας και είναι, επομένως, κάθετος στο
γεωειδές. Το γεωειδές υλοποιείται από τη MΣΘ, µε ακρίβεια ± 1 m για όλη τη Γη,
ενώ αποτελεί και την πιο γραφική αντιπροσώπευση του γήινου πεδίου βαρύτητας.

Από τη γεωδαισία είναι γνωστό ότι η MΣΘ λαμβάνεται ως η στάθμη µε μηδέν


(ορθομετρικό) υψόμετρο και θεωρείται ως η καταλληλότερη επιφάνεια αναφοράς για
τα ορθομετρικά υψόμετρα (υψομετρικό datum) που προσδιορίζονται συνήθως µέσω
των διαδικασιών γεωμετρικής χωροστάθμησης. Αντιθέτως, το γεωειδές ως μια
πολύπλοκη μαθηματική επιφάνεια δεν είναι κατάλληλη για τον οριζόντιο
(δυσδιάστατο) προσδιορισμό θέσης και συνεπώς αντί αυτού είναι αναγκαίο να
επιλεχθεί μια άλλη επιφάνεια αναφοράς που να διαφέρει λίγο από το γεωειδές και να
είναι απλούστερη από μαθηματική άποψη.

Από τα μέσα του 20ου αιώνα, η


χρήση των τεχνητών δορυφόρων και
η έρευνα στις γεωεπιστήμες
συνέβαλαν με δραστικές βελτιώσεις
στην ακριβέστερη προσέγγιση του
σχήματος της Γης. Η αρχική
σκοπιμότητα και το κίνητρο για την
επίτευξη αυτής της βελτιωμένης
ακρίβειας ήταν να παρασχεθούν
ακριβή γεωγραφικά δεδομένα και
στοιχεία βαρύτητας για τα
αδρανειακά συστήματα εντοπισμού
και πλοήγησης της εποχής.

Σχήμα 1.15 – Το γήινο ελλειψοειδές Δεδομένου ότι η Γη, όπως είναι


αναφοράς εύκολα αντιληπτό σήμερα και από
τους δορυφόρους, δεν είναι σφαιρική
αλλά στην πραγματικότητα είναι
ελαφρώς πεπλατυσμένη στους πόλους και αντίστοιχα ελαφρώς διογκωμένη στον
ισημερινό, το γεωμετρικό σχήμα που χρησιμοποιείται στη γεωδαισία ώστε να
προσεγγιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η μορφή της Γης είναι το ελλειψοειδές εκ
περιστροφής (ellipsoid of revolution) ή το διαξονικό ελλειψοειδές ή σφαιροειδές
(bi-axial oblate ellipsoid ή spheroid), δηλαδή το σχήμα που προκύπτει με την
περιστροφή μιας έλλειψης ως προς τον μεγάλο ή τον μικρό άξονά της. Ένα γήινο
ελλειψοειδές εκ περιστροφής που περιγράφει το σχήμα της Γης αποκαλείται γήινο
ελλειψοειδές αναφοράς (Σχ. 1.15).

___________________________________________________________________________
30 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Η χρήση του γήινου ελλειψοειδούς ως επιφάνειας αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο,


για μια ήπειρο ή ακόμα και για μια χώρα δημιουργεί επίσης την ανάγκη καθορισμού
με ακρίβεια της γεωμετρικής θέσης του κέντρου του ελλειψοειδούς σε σχέση με το
κέντρο μάζας της Γης. Η διαφορά μεταξύ ενός ελλειψοειδούς αναφοράς που
αντιπροσωπεύει τη Γη και μιας σφαίρας είναι πολύ μικρή, περίπου μόνο ένα μέρος σε
300, που ισοδυναμεί με μια διαφορά της πολικής ακτίνας (μικρού ημι-άξονα) του
γήινου ελλειψοειδούς κατά περίπου 21 km λιγότερο από την αντίστοιχη ισημερινή
ακτίνα (μεγάλου ημι-άξονα) του. Το πιο πρόσφατα γήινα ελλειψοειδή αναφοράς είναι
το GRS80 - Geodetic Reference System 1980 (IAG, 1980, Wikipedia, 2008α) και το
WGS84 - World Geodetic System 1984 (NIMA, 2000), όπου το GRS80 απλά
ορίζεται από ένα ελλειψοειδές αναφοράς και ένα πρότυπο μοντέλο του κανονικού
γήινου πεδίου βαρύτητας, όπως θα αναλυθεί στην ενότητα 4, ενώ το WGS84 είναι
ένα πλήρες γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς που επιπλέον περιλαμβάνει και ένα
μοντέλο του γήινου γεωδυναμικού, εκείνο του EGM96 (Lemoine et. al., 1998), Σχ.
1.16.

Σχήμα 1.16 – Χάρτης του γεωειδούς από το γεωδυναμικό μοντέλο αρμονικών


συντελεστών EGM96 (Earth Geopotential Model 1996).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 31
___________________________________________________________________________

Στις γεωδαιτικές εφαρμογές, ο υπολογισμός των γεωδαιτικών συντεταγμένων των


σημείων εκτελείται συνήθως στο ελλειψοειδές αναφοράς που από μαθηματική άποψη
είναι μια καθορισμένη κανονική επιφάνεια με συγκεκριμένες διαστάσεις. Οι
πραγματικές μετρήσεις που γίνονται στην επιφάνεια της γης με ορισμένα όργανα εν
τούτοις αναφέρονται στο γεωειδές. Εξ αιτίας της ανώμαλης διανομής της γήινης
μάζας, η επιφάνεια του γεωειδούς είναι ανώμαλη και, κατά συνέπεια, υπάρχουν
σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο επιφανειών, του ελλειψοειδούς και του
γεωειδούς, της τάξης των ±100 m, οι οποίες αναφέρονται ως αποχές του γεωειδούς
(geoidal undulations) ή υψόμετρα του γεωειδούς (geoid heights).

Η γωνία μεταξύ της καθέτου στο γεωειδές ή του διανύσματος της βαρύτητας (κατά
την “διεύθυνση της κατακορύφου”) και της κάθετου στο ελλειψοειδές ορίζεται ως η
εκτροπή ή απόκλιση της κατακορύφου (deviation of the vertical), η οποία έχει δύο
συνιστώσες: μια κατά τη διεύθυνση Ανατολής-Δύσης και μια κατά τη διεύθυνση
Βορρά-Νότου. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι ο συνδυασμός αστρονομικών και
γεωδαιτικών παρατηρήσεων απαιτεί τη γνώση της απόκλισης της κατακορύφου.
Αντίστοιχα, με τις αποχές του γεωειδούς, οι αποκλίσεις της κατακορύφου δεν
υπερβαίνουν τα ±60 arcsec (δευτερόλεπτα τόξου) σε όλη τη Γη.

1.6 Το γνωστικό αντικείμενο της Φυσικής Γεωδαισίας

Η Φυσική Γεωδαισία αποτελεί μέρος του ευρύτερου γνωστικού αντικειμένου της


επιστήμης της Φυσικής της Γης και εστιάζει στην μελέτη των φυσικών ιδιοτήτων του
πεδίου βαρύτητας της Γης και των διαχρονικών μεταβολών του. Αποτελεί όχι μόνο
μια επιστημονική περιοχή για τη μελέτη του σχήματος και του πεδίου βαρύτητας της
Γης, αλλά και μια χρήσιμη εφαρμοσμένη τεχνολογία για τη μελέτη της Γης ως ένα
δυναμικό σύστημα που υποβάλλεται συνεχώς σε αλλαγές. Δεδομένου ότι οι
διαδικασίες της αλλαγής έχουν επιπτώσεις στη γήινη τοπογραφία —τα ύψη του
εδάφους, των πάγων, και της επιφάνειας των ωκεανών — μεταβάλλουν επίσης τη
διανομή της μάζας μέσα στη Γη και αλλάζουν συνεπώς το πεδίο βαρύτητάς της.

Η φυσική γεωδαισία συνδυάζει τη γνώση που έρχεται κάτω από το μαθηματικό


γνωστικό αντικείμενο της θεωρίας του γήινου δυναμικού και τον επιστημονικό κλάδο
της γεωφυσικής. Ως μέρος της Γεωδαισίας, είναι διαφορετική από άλλες γνωστικές
υπό-περιοχές της Γεωδαισίας δεδομένου ότι ενδιαφέρεται για ποσότητες που
αφορούν πεδία δυνάμεων που είναι συνεχείς ποσότητες, αντίθετα π.χ. με άλλες
γεωδαιτικές μετρήσεις όπως σημείων εντοπισμού, γεωδαιτικά δίκτυα και
εικονοστοιχεία (pixels) που εκ φύσεως αφορούν σημειακές ποσότητες.

Η προσαρμογή του ελλειψοειδούς αναφοράς (συνήθως του μέσου γήινου


ελλειψοειδούς) στο γεωειδές και ο ακριβής προσδιορισμός των υψομέτρων του
γεωειδούς αποτελούν ένα από τα κύρια πρακτικά προβλήματα της Φυσικής

___________________________________________________________________________
32 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Γεωδαισίας, που μπορεί να αντιμετωπιστούν χρησιμοποιώντας είτε γεωμετρικές, είτε


φυσικές επίγειες ή δορυφορικές μεθόδους.

Οι επίγειες μετρήσεις βαρύτητας διακρίνονται σε δύο συγκεκριμένους διαφορετικούς


τύπους μετρήσεων: απόλυτες και σχετικές μετρήσεις βαρύτητας. Απόλυτες μετρήσεις
γίνονται κυρίως σε μικρό αριθμό επιλεγμένων σταθμών (εξ αιτίας του υψηλού
κόστους τους και των χρονοβόρων διαδικασιών που απαιτούν) και χρησιμεύουν
κυρίως να καθιερώσουν σημεία αναφοράς και την κλίμακα για σχετικές μετρήσεις
βαρύτητας. Μερικά από τα θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής γεωδαισίας απαιτούν
γνώση της επιτάχυνσης της βαρύτητας σε πάρα πολλά σημεία που πρέπει να
κατανέμονται ομοιόμορφα την ολόκληρη επιφάνεια της Γης. Δεδομένου ότι οι
απόλυτες μετρήσεις βαρύτητας έχουν υψηλό κόστος και είναι εξαιρετικά χρονοβόρες
και, μέχρι πρόσφατα, δεν μπορούσαν να ληφθούν με ικανοποιητική ακρίβεια, οι
σχετικές μετρήσεις βαρύτητας στο έδαφος, εν πλω, ή στον αέρα γίνονται με ειδικά
όργανα, με τα βαρύμετρα, τα οποία χρησιμοποιούνται για να καθιερώσουν ένα πυκνό
δίκτυο σημείων μετρήσεων βαρύτητας όπου αυτά απαιτούνται.

Οι σύγχρονες γεωμετρικές τεχνικές περιλαμβάνουν το GPS και τα δορυφορικά


ραντάρ αλτιμετρίας (satellite radar altimetry), βλ. Fu and Cazenave (2000) και
Hwang et al. (2004). Η γνώση των υψομέτρων του γεωειδούς με υψηλή ακρίβεια
αποκτά σήμερα ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι καθιστά πρακτικά εφικτό, σε
πολλές περιπτώσεις, τον μετασχηματισμό των γεωμετρικών υψομέτρων που παρέχει
το GPS σε υψόμετρα πάνω από τη μέση στάθμη θάλασσας (δηλ. το γεωειδές), χωρίς
την ανάγκη των χρονοβόρων και υψηλού κόστους των παραδοσιακών τεχνικών
χωροστάθμησης.

Αντίστοιχα, μετρήσεις GPS, όταν συνδυάζονται με ορθομετρικά υψόμετρα στα ίδια


σημεία, δίνουν διακριτές σημειακές τιμές της θέσης του γεωειδούς. Εντούτοις,
τέτοιες κοινές μετρήσεις δεν είναι γενικά διαθέσιμες σε πυκνό αριθμό σημείων και
δεν παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τη χρήση του γεωειδούς για τις
περισσότερες γεωδαιτικές και γεωφυσικές εφαρμογές. Ωστόσο, συνδυασμένη χρήση
τους με σύγχρονα μοντέλα του γεωδυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές επιτρέπει τον
ακριβή προσδιορισμό του γεωειδούς σε τοπικό επίπεδο.

Στις θαλάσσιες περιοχές, τα δορυφορικά ραντάρ αλτιμετρίας μπορούν να


χρησιμοποιηθούν για να υπολογισθεί η μέση ωκεάνια επιφάνεια (Mean Sea Surface),
η οποία περιλαμβάνει το γεωειδές και τη δυναμική τοπογραφία των ωκεανών (της
τάξης των ± 2m) που οφείλεται κυρίως στην γενική κυκλοφορία των ωκεανών, τα
μεγάλα ρεύματα (Gulf Stream, Kuroshio), κ.ά. (Σχ. 1.17). Αυτές οι δορυφορικές
μετρήσεις των υψομέτρων του γεωειδούς μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να
παραγάγουν άλλες ποσοτικές παραμέτρους του πεδίου βαρύτητας για της θαλάσσιες
περιοχές, όπως ανωμαλίες βαρύτητας.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 33
___________________________________________________________________________

Σχήμα 1.17 – Η μέση ωκεάνια επιφάνεια (επάνω) περιλαμβάνει το γεωειδές και την
δυναμική τοπογραφία των ωκεανών (κάτω)

___________________________________________________________________________
34 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Το γήινο πεδίο βαρύτητας συνδέει έννοιες της Φυσικής Γεωδαισίας με γεωφυσικές


και γεωδυναμικές εφαρμογές, όπως η χρήση των ανωμαλιών της βαρύτητας στις
γεωφυσικές διασκοπήσεις (π.χ. γεωμεταλλευτικές έρευνες) και την εξέταση
γεωδυναμικών φαινομένων. Γεωφυσικές παρατηρήσεις, όπως οι χρόνοι διάδοσης, το
εύρος και οι συχνότητες των σεισμικών κυμάτων, η ροή της θερμότητας δια μέσου
της επιφάνειας της Γης και μετρήσεις του γήινου μαγνητικού πεδίου, αποτελούν
παραδοσιακά τις κυρίες πηγές πληροφορίας για τη δομή του εσωτερικού της Γης.
Μαζί με γεωδαιτικές παρατηρήσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας στον εξωτερικό
χώρο της γήινης επιφάνειας και παρατηρήσεις για τον ακριβή προσδιορισμό του
σχήματος του πλανήτη μας παρέχουν περαιτέρω δεσμεύσεις για τα μοντέλα που
περιγράφουν τη δυναμική συμπεριφορά της Γης. Πολλές από τις γεωφυσικές
παρατηρήσεις είναι συμβατές με σφαιρικά μοντέλα της Γης που υποθέτουν μια
ακτινωτά συμμετρική κατανομή της γήινης μάζας. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες,
από δορυφορικές παρατηρήσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας έχει αναδειχθεί ότι η
πλευρική δομή των γήινων μαζών είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη μελέτη των
φυσικών ιδιοτήτων της Γης, δεδομένου ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις συνηγορούν για
την ύπαρξη μιας μη-υδροστατικής κατάστασης στο εσωτερικό της Γης. Τα εν λόγω
παγκόσμια μοντέλα βαρύτητας παρέχουν πλέον τις δυνατότητες μελέτης των
δυναμικών διεργασιών που επιτελούνται στο εσωτερικό της Γης και παρέχουν μια
επιπλέον δέσμευση στα μοντέλα για την παρούσα γεωλογική δομή και, εμμέσως, για
την γεωλογική εξέλιξη της Γης.

Για τους παραπάνω γεωφυσικούς σκοπούς, η μέχρι πρότινος κάλυψη της επιφάνειας
της Γης με μετρήσεις βαρύτητας δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί πλήρης.
Υπάρχουν πολλές μεγάλες περιοχές στις ηπείρους όπου οι επίγειες μετρήσεις
βαρύτητας λείπουν εντελώς ή είναι διαθέσιμες μόνο σε σχετικά μικρό αριθμό
σημείων. Η δορυφορική αλτιμετρία έχει εν πολλοίς υπερνικήσει σήμερα αυτήν την
ανεπάρκεια τουλάχιστον στις ωκεάνιες περιοχές. Ωστόσο, για τις άλλες περιοχές
όπου ο αριθμός των μετρήσεων βαρύτητας παραμένει ανεπαρκής, μια ουσιαστική
βελτίωση μπορεί μόνο να προέλθει από τις νέες τεχνικές, που είναι δυνατές από τις εν
ενεργεία ή επερχόμενες διαστημικές αποστολές που στοχεύουν αποκλειστικά στη
διαχρονική λεπτομερή παρατήρηση του γήινου πεδίου βαρύτητας.

1.7 Σύγχρονες εξελίξεις στις τεχνολογίες μέτρησης του γήινου πεδίου


βαρύτητας

Από τη συζήτηση που προηγήθηκε στις παραπάνω ενότητες, είναι εύκολα κατανοητό
ότι το πεδίο βαρύτητας διαδραματίζει έναν διπλό ρόλο στις γεωεπιστήμες.

Αφ' ενός, με τη σύγκριση του πραγματικού πεδίου με το πεδίο βαρύτητας ενός


εξιδανικευμένου σώματος (π.χ. ενός χωροσταθμικού ελλειψοειδούς σε υδροστατική

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 35
___________________________________________________________________________

ισορροπία) μπορούν να καθοριστούν ανωμαλίες της βαρύτητας που χαρακτηρίζουν


τις αποκλίσεις από μια κατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας της Γης (δηλαδή μη
ακτινικά διαμορφούμενες παραλλαγές της γήινης πυκνότητας) και συνεπώς
επιτρέπουν (σε συνδυασμό με άλλες γεωφυσικές μεθόδους όπως οι σεισμικές,
ηλεκτρομαγνητικές κ.ά.) τη αποτελεσματική μελέτη του εσωτερικού της Γης και την
καλύτερη κατανόηση διάφορων φαινομένων, όπως για παράδειγμα τη συσσώρευση
των πιέσεων που μπορούν να προκαλέσουν σεισμούς.

Αφ’ ετέρου, η γνώση ενός βελτιωμένου πεδίου βαρύτητας έχει ένα σημαντικό ρόλο
να παίξει στη σύνδεση του γήινου πεδίου βαρύτητας και της δορυφορικής
αλτιμετρίας, προσφέροντας, για παράδειγμα, νέες δυνατότητες διαχωρισμού των
υψομέτρων του γεωειδούς από τη δυναμική τοπογραφία των ωκεανών, κάτι που είναι
ιδιαίτερα σημαντικό για τον υπολογισμό των ωκεάνιων ρευμάτων από τις κλίσεις της
στάθμης θάλασσας σχετικά με την επιφάνεια αναφοράς. Επιπλέον, η παρατήρηση
των χρονικών μεταβολών της βαρύτητας θα βοηθήσει να μελετηθεί ένα ευρύτερο
φάσμα γεωφυσικών φαινομένων, π.χ. σχετικών με τη γήινη υδρολογία σε παγκόσμιο
επίπεδο.

Σχ. 1.18 – Οι δορυφόροι CHAMP, GRACE και GOCE

Για την εκπλήρωση των παραπάνω επιστημονικών στόχων, μια σειρά από
αντιπροσωπευτικές δορυφορικές αποστολές για τη μελέτη του γήινου πεδίου
βαρύτητας (Σχ. 1.18), όπως οι σε λειτουργία αποστολές του δορυφόρου CHAMP
(Challenging Mini-Satellite Payload for Geophysical Research and Application) που
εκτοξεύθηκε το 2000, των διδύμων δορυφόρων της αποστολής GRACE (Gravity
Recovery and Climate Experiment) που είναι σε τροχιά από το 2002 (Reigber, 2002),
καθώς και η επερχόμενη αποστολή GOCE (Gravity field and steady- state Ocean
Circulation Explorer) που η έναρξη της προγραμματίζεται για το 2009 (ESA, 2006).
Οι αποστολές αυτές έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να επιτρέψουν τον προσδιορισμό του
στατικού και μεταβλητού μέρους του γήινου πεδίου βαρύτητας, με ανεπανάληπτη
μέχρι σήμερα ακρίβεια. Οι ιδιαίτερα ακριβείς μετρήσεις της γήινης βαρύτητας μαζί
με την κατάλληλη χωρική και χρονική δειγματοληψία που αναμένεται να προκύψουν
μπορούν έτσι να χρησιμοποιηθούν για να καλύτερα κατανοητές οι διαδικασίες που
κινούν τη μάζα μέσα στη Γη, καθώς και τις μεταβολές στην επιφάνεια (π.χ.
γεωτεκτονικές διεργασίες, φυσικές απώλειες υδάτινων πόρων) ή ακόμα και επάνω

___________________________________________________________________________
36 Σύντομη επισκόπηση της κλασσικής και της σύγχρονης θεώρησης της βαρύτητας
___________________________________________________________________________

από την επιφάνειά της (π.χ. ατμοσφαιρικές μεταβολές στην ιονόσφαιρα και
τροπόσφαιρα).

Οι νέες αυτές δυνατότητες μέτρησης του γήινου πεδίου βαρύτητας αναμένεται να


προωθήσουν σημαντικά πολλούς γεωεπιστημονικούς τομείς και δραστηριότητες
όπως ενδεικτικά (NSF, 1997):

• Δυναμική συμπεριφορά των ωκεανών. Διαχρονικές μετρήσεις της


βαρύτητας θα επέτρεπαν τον προσδιορισμό των παραλλαγών της βαρύτητας
που προκαλεί ο ωκεάνιος φλοιός στους παγκόσμιους ωκεανούς σε χωρικές
κλίμακες μερικές εκατοντάδων χιλιομέτρων ή περισσότερο. Αυτό θα ήταν
χρήσιμο για να προσδιοριστούν τα μεταβλητά βαθιά ωκεάνια ρεύματα και,
σε συνδυασμό με τις παραλλαγές της θαλάσσιας επιφάνειας από μετρήσεις
της δορυφορικής αλτιμετρίας, θα βελτίωνε σημαντικά τα μοντέλα της
κυκλοφορίας των υδάτινων όγκων των ωκεανών.
• Έλεγχος υδάτινων πόρων. Οι εποχιακές και ετήσιες παραλλαγές στα επίπεδα
των υπόγειων νερών στα υδροφόρα στρώματα μπορούν ενδεχομένως να
ανιχνευθούν από διαχρονικές μεταβολές της βαρύτητας και μετρηθούν με ένα
υψηλό επίπεδο ακρίβειας σε ηπειρωτικού μεγέθους χωρικές κλίμακες. Η
ακριβέστερη ανίχνευση αυτών των παραλλαγών θα ήταν πολύ σημαντική
στην πρόβλεψη κατάλληλων συνθηκών για τη γεωργία, καθώς επίσης και την
συστηματικότερη μελέτη των υδρολογικών κύκλων.
• Επίδραση των κλιματικών αλλαγών στη στάθμη της θάλασσας. Οι
βελτιωμένες μετρήσεις βαρύτητας από τις εν λόγω δορυφορικές αποστολές
θα επέτρεπαν τον καλύτερο προσδιορισμό των αλλαγών στους πάγους της
Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας, που αποτελούν και την κύρια συνεισφορά
στην άνοδο της παγκόσμιας στάθμης της θάλασσας από την προσθήκη του
ύδατος στους ωκεανούς.
• Δομή και εξέλιξη του γήινου φλοιού και της λιθόσφαιρας. Μετρήσεις
βαρύτητας συνεισφέρουν σημαντικά στη μελέτη της δομής του γήινου
φλοιού, και συμπληρώνουν τα συμπεράσματα της γεωλογίας, της
σεισμολογίας, και της τοπογραφίας. Οι δορυφορικές μετρήσεις βαρύτητας θα
βοηθήσουν επιπλέον στην καλύτερη αξιολόγηση των διαθέσιμων
συμβατικών επίγειων μετρήσεων βαρύτητας.

Οι ιδιαίτερα ακριβείς μετρήσεις του τομέα γήινης βαρύτητας που γίνεται με την
κατάλληλη χωρική και χρονική δειγματοληψία μπορούν έτσι να χρησιμοποιηθούν για
να καταλάβουν καλύτερα τις διαδικασίες που κινούν τη μάζα μέσα στη γη, και σε και
επάνω από την επιφάνειά της. Για τον λόγο αυτό και οι προαναφερόμενες τρεις
τελευταίες δορυφορικές γεωδαιτικές αποστολές CHAMP, GRACE και GOCE έχουν
και θα συνεχίσουν να έχουν ένα τεράστιο επιστημονικό ρόλο στο να προάγουν τη
γνώση μας για τη μελέτη του γήινου πεδίου βαρύτητας και του γεωειδούς. Τα οφέλη
από αυτές τις αποστολές θα συνεχίσουν να επηρεάζουν πολλά επιστημονικά πεδία

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 37
___________________________________________________________________________

όπως η γεωδαισία, η ωκεανογραφία και η γεωφυσική, καθώς και πρακτικές


εφαρμογές όπως ενδεικτικά: την ενοποίηση των συστημάτων αναφοράς των
υψομέτρων, της υψομετρίας με GPS, τη χρήση των αδρανειακών συστημάτων
πλοήγησης, τον υπολογισμό των δορυφορικών τροχιών με μεγάλη ακρίβεια (π.χ. για
όλες τις δορυφορικές αποστολές με αλτίμετρα ραντάρ), τη μελέτη της στερεάς γης
και ειδικά της ηπειρωτικής λιθόσφαιρας, τον απόλυτο προσδιορισμό της μέσης
κυκλοφορίας των ωκεανών και της μεταφοράς των ωκεάνιων υδάτινων μαζών, τη
μελέτη των στρωμάτων των πάγων και, κυρίως στην μελέτη που γίνεται όλο και
περισσότερο ζωτικής σημασίας, δηλαδή μιας καλύτερης κατανόησης των αλλαγών
της στάθμης της θάλασσας και των καιρικών φαινομένων El Nino που έχουν
τεράστιες επιπτώσεις σε όλο τον πλανήτη.

___________________________________________________________________________
38 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

2
Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών
σωμάτων. Βασικές έννοιες της Κλασσικής
Μηχανικής

2.0 Βασικές έννοιες της Νευτώνειας Μηχανικής

Ο Νεύτωνας στο έργο του


“Philosophiae Naturalis Principia
Mathematica”, παρουσίασε το
πρώτο μαθηματικό πρότυπο για το
χρόνο και το χώρο και διατύπωσε
τις θεμελιώδεις αρχές για τη
κίνηση των φυσικών σωμάτων,
μέσα από τις οποίες αναζήτησε το
πεδίο δυνάμεων υπό την επίδραση
του οποίου τα ουράνια σώματα
εκτελούν τις κινήσεις που είχε
καταγράψει με τις παρατηρήσεις
του ο Tycho Brahe και είχε
υποδείξει ο Kepler με τους
περιώνυμους νόμους της
πλανητικής κίνησης. Στηριζόμενος
στις εν λόγω θεμελιακές αρχές, και
στην Ευκλείδειο Γεωμετρία
Σχήμα 2.1 – Περιγραφή της κατάστασης ενός
προσδιόρισε το βαρυτικό πεδίο
σημείου στο χώρο
δυνάμεων και οδηγήθηκε τελικά
στον Νόμο της Παγκόσμιας
Έλξης, που απετέλεσε και την απαρχή των θεωρήσεων του πεδίου βαρύτητας μέχρι
σήμερα.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 39
___________________________________________________________________________

Στην κλασσική θεώρηση του χώρο-χρόνου, ο όρος υλικό σημείο δηλώνει μια
σημειακή μάζα που διανύει την τροχιά μιας κίνησης στον ευκλείδειο χώρο 3. Η
έννοια του υλικού σημείου χρησιμοποιείται καθαρά για διδακτικούς και πρακτικούς
λόγους και υποδηλώνει μια οντότητα που έχει θέση στο χώρο καθώς και τις ιδιότητες
της ύλης, αλλά δεν έχει διαστάσεις. Η έννοια της θέσης έχει νόημα µόνο όταν
απαντάμε στο ερώτημα: “ως προς τι;”, γεγονός που υπονοεί τον καθορισμό ενός
συστήματος αναφοράς, δηλαδή ενός συστήματος αμοιβαία ορθογώνιων αξόνων, το
πλήθος των οποίων καθορίζεται από τις ανάγκες της θεωρίας στην οποία θα
εφαρμοστούν. Στη ‘Νευτώνεια Μηχανική’, την οποία στοιχειοθετούν οι παρακάτω
αναφερόμενοι περιώνυμοι ‘Νόμοι της Κίνησης’ μαζί με τον ‘Νόμο της Παγκόσμιας
Έλξης’ του Νεύτωνα που θα αναλυθεί ειδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο,
χρησιμοποιείται ένα τρισορθογώνιο σύστημα µε το οποίο μπορεί να περιγραφεί η
κίνηση οποιουδήποτε σημείου (Σχ. 2.1). Εν γένει το σύνολο των επαρκών φυσικών
μεταβλητών που περιγράφουν ένα δυναμικό σύστημα αποτελούν τον χώρο
κατάστασης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός σωματιδίου που κινείται σε
ευθεία ο χώρος κατάστασης είναι το επίπεδο θέσης - ταχύτητας του σωματιδίου, και
η χρονική εξέλιξη της κατάστασης του αντιστοιχεί σε μια συνεχή τροχιά στον
καταστατικό χώρο.

Συγκεκριμένα, σε κάθε χρονική στιγμή η θέση του σημείου, στον 3-διάστατο χώρο,
δίνεται από τη σχέση

r r r r
r (t ) = ( x(t ), y (t ), z (t ) ) = rx (t ) i + ry (t ) j + rz (t ) k (2.1)

r
όπου r (t ) , το διάνυσμα θέσης (position vector) του σημείου, και οι συνιστώσες

συναρτήσεις rx (t ) = x(t ), ry (t ) = y (t ), rz (t ) = z (t ) είναι διαφορίσιμες


συναρτήσεις του χρόνου και περιγράφουν τις συντεταγμένες του σημείου, ενώ τα
r r r
διανύσματα i , j , k είναι τα μοναδιαία διανύσματα σε κάθε μια από τις τρεις
διαστάσεις. Ουσιαστικά το διάνυσμα θέσης καθορίζει μια καμπύλη στο χώρο, την
τροχιά του σημείου. Η κίνηση του σημείου μπορεί να είναι μονοδιάστατη (π.χ.
ry (t ) = rz (t ) = 0 ), δυσδιάστατη (π.χ. rz (t ) = 0 ) ή τρισδιάστατη δηλ. να λαμβάνει
χώρα στο επίπεδο ή στο χώρο (Τζίγκανος, 2004, Knight, 2008).

Η χρονική εξάρτηση της θέσης προφανώς υποδηλώνει ότι η θέση του σημείου
μεταβάλλεται. Κατά συνέπεια, η στιγμιαία ταχύτητα του σημείου (στην τροχιά
κίνησής του) τη χρονική στιγμή t μπορεί να ορισθεί από τη χρονική παράγωγο του
διανύσματος θέσης, η οποία εκφράζεται από το εφαπτόμενο στην τροχιά της κίνησης
r
διάνυσμα στο σημείο στη θέση r (t ) ως

___________________________________________________________________________
40 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

r
r& ⎛ dx(t ) dy (t ) dz (t ) ⎞ dr (t ) dx(t ) r dy (t ) r dz (t ) r r
r (t ) = ⎜ , , ⎟= = i+ j+ k = v (t ) (2.2α)
⎝ dt dt dt ⎠ dt dt dt dt
r
r dr (t ) r
⇒ v(t ) = v (t ) = = r& (t ) (2.2β)
dt

όπου είναι κατανοητό ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του μέτρου της ταχύτητας
(που δεικνύει την τιμή της ταχύτητας κάθε χρονική στιγμή) και της συνιστώσας της
ταχύτητας, η οποία ενσωματώνει ταυτόχρονα και τη φορά του διανύσματος της
ταχύτητας, που προκύπτει και από τις θετικές ή αρνητικές τιμές που μπορεί αυτή να
λάβει.

Όταν η ταχύτητα αλλάζει τιμή από χρονική σε χρονική στιγμή, δεν αρκεί πλέον να
γνωρίζουμε απλά την έκφραση της ταχύτητας, αλλά και τον ρυθμό μεταβολής της. Ο
ρυθμός αυτός δίνεται από τη στιγμιαία επιτάχυνση (acceleration) του σημείου την ίδια
χρονική στιγμή, που ορίζεται αντίστοιχα ως η πρώτη παράγωγός της ταχύτητας ή η
δεύτερη παράγωγος του διανύσματος θέσης:
r
r&& ⎛ d 2 x(t ) d 2 y (t ) d 2 z (t ) ⎞ dr& (t ) r
r (t ) = ⎜⎜ , , ⎟= = a (t ) , (2.3α)
⎝ dt
2
dt 2 dt 2 ⎟⎠ dt
r r
r dr& (t ) d 2 r (t )
⇒ a (t ) = a (t ) = = . (2.3β)
dt dt 2

Η επιτάχυνση με τη σειρά της αποτελείται από δύο συνιστώσες:

&rr&(t ) = rr (t ) + rr (t ) , (2.4)
e k

r
(1) την επιτρόχια (in-orbit) συνιστώσα re (t ) που είναι ένα εφαπτόμενο διάνυσμα
στην τροχιά της κίνησης στο συγκεκριμένο σημείο και τη συγκεκριμένη χρονική
r
στιγμή και (2) την κεντρομόλο συνιστώσα rk (t ) που είναι ένα κάθετο διάνυσμα
στην τροχιά (και στην επιτρόχια συνιστώσα). Για παράδειγμα, η φυγόκεντρος δύναμη
που ασκείται, εξ αιτίας της περιστροφής της Γης, σε κάθε φυσικό σώμα πάνω στη
γήινη επιφάνεια, είναι μια μορφή κεντρομόλου δύναμης (όταν τεθεί θετικό πρόσημο)
που όπως θα δούμε σε επόμενες ενότητες παίζει καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό
της γήινης βαρύτητας.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 41
___________________________________________________________________________

Οι νόμοι της κίνησης των φυσικών σωμάτων, που διατύπωσε ο Νεύτωνας μαζί με τη
θεώρηση του για τη βαρύτητα, βασίζονται στη λεγόμενη αρχή του ντετερμινισμού 2
του Νεύτωνα που δηλώνει ότι η θέση και η ταχύτητα ενός υλικού σημείου (ή
γενικότερα ενός φυσικού σώματος) σε μια χρονική στιγμή του χρόνου ορίζουν
μονοσήμαντα τη χρονική εξέλιξη της κίνησης του. Με άλλα λόγια, εάν σε μια χρονική
στιγμή είναι γνωστή η θέση και η ταχύτητα ενός σώματος, μπορούμε να
προβλέψουμε την εξέλιξη της πορείας της κίνησής του σε μελλοντικές χρονικές
στιγμές. Στη γενική περίπτωση, η εν λόγω κίνηση ορίζεται ως λύση της θεμελιώδους
διανυσματικής εξίσωσης
r
d 2 r (t ) r r r
2
= f (r , r& , t ) , r (t ) ∈ R 3 (2.5)
dt
r r
όπου η διανυσματική συνάρτηση f (r , r& , t ) καθορίζεται από φυσικά δεδομένα και
r r
για αρχική θέση r (to ) και ταχύτητα r& (to ) , οι οποίες θεωρούνται γνωστές και για τις
r r
οποίες ικανοποιούνται οι συνθήκες r (t o ) ∈ R 3 , r& (t o ) ∈ R 3 .

Ο ορισμός της παραπάνω θεμελιώδους εξίσωσης είναι σημαντικός στη Γεωδαισία


γιατί οδηγεί στην αντίστοιχη αρχή της Σχετικότητας του Γαλιλαίου που δηλώνει την
ύπαρξη μιας προνομιούχου κατηγορίας συστημάτων αναφοράς, τα γνωστά στην
γεωδαισία ως αδρανειακά συστήματα αναφοράς. Για αυτά η θεμελιώδης εξίσωση
που ορίζεται από η αρχή του ντετερμινισμού του Νεύτωνα παραμένει αναλλοίωτη.
Δηλαδή στα αδρανειακά συστήματα αναφοράς, η θεμελιώδης εξίσωση δεν εξαρτάται
από το χρόνο και συνεπώς ισχύει

r
d 2r r r r r
= f (r , r& ) = f (r (t ), r& (t )) (2.6)
dt 2

2
Ντετερμινισμός ή αιτιοκρατία (Determinism) είναι η φιλοσοφική τάση που
επηρέασε ιδιαιτέρως την επιστημονική σκέψη από την αρχαιότητα μέχρι και
σήμερα. Αποδέχεται την ύπαρξη της αιτιότητας, την καθολική αιτιώδη και
νομοτελειακή συνάφεια όλων των φαινομένων. Το ευθέως αντίθετο της
αιτιοκρατίας πρεσβεύει η αναιτιοκρατία ή ιντετερμινισμός. Στην Ελληνική γλώσσα
αποδίδεται σήμερα με τους όρους Ετεραρχία ή Ετεροκαθορισμός και τούτο διότι
ο όρος Ντετερμινισμός όπως καθιερώθηκε σήμερα διεθνώς, υποδηλώνει κατά βάση
ένα θεωρητικό σύστημα που πρεσβεύει πως όλα τα αντικείμενα και όλα τα
συμβάντα ενός ορισμένου κάθε φορά είδους (που εμπίπτουν βεβαίως στο
ενδιαφέρον ενός επιστημονικού κλάδου) είναι εκ των προτέρων καθορισμένα είτε
λόγω κάποιων νόμων είτε κάποιων δυνάμεων που τα υποχρεώνουν να παραμένουν
ως έχουν.
___________________________________________________________________________
42 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

Με άλλα λόγια, αδρανειακά είναι τα συστήματα αναφοράς ως προς τα οποία τα


ελεύθερα υλικά σημεία κινούνται ευθύγραμμα ή με ίσες ταχύτητες, γεγονός που
αποτελεί μια ισοδύναμη έκφραση του νόμου της αδράνειας που θα εξηγηθεί στην
επόμενη ενότητα. Για παράδειγμα, ένα σταθερό σύστημα αναφοράς με αρχή στο
κέντρο της Γης θεωρείται πρακτικά αδρανειακό (αν αγνοηθεί το γεγονός ότι Γη
περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο), ενώ ένα σύστημα αναφοράς με αρχή στο κέντρο
της Γης αλλά το οποίο είναι ενσωµατωµένο σε αυτή και συνεπώς περιστρεφόμενο με
αυτή, είναι µη αδρανειακό. Ο παραπάνω αδρανειακός χαρακτήρας των συστημάτων
αναφοράς είναι εκείνος που επιτρέπει τη μελέτη της κίνησης των τεχνητών
δορυφόρων κάτω από την επίδραση του γήινου πεδίου βαρύτητας, δεδομένου ότι σε
ένα τέτοιο σύστημα βρίσκει εφαρμογή ο Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης, καθώς
επίσης και οι Νόμοι της Κίνησης που διέπουν τη κίνηση των υλικών σημείων στο
χώρο και το χρόνο ως προς ένα τέτοιο αδρανειακό σύστημα αναφοράς. Αξίζει να
τονιστεί ότι σήμερα πλέον η Νευτώνεια Μηχανική εφαρμόζεται μόνο σε γήινες
κλίμακες μεγεθών, δηλαδή εκείνων που συναντάμε καθημερινά στη ζωή μας, καθώς
επίσης και σαν εργαλείο υπολογισμού και πρόβλεψης τροχιών, δυνάμεων κλπ. για
μικρά ουράνια σώματα όπως η Γη και η Σελήνη. Αντίθετα στις διαστημικές
εφαρμογές που αφορούν μεγάλα ουράνια σώματα, όπως οι πλανήτες, και πολύ
υψηλές ταχύτητες που πλησιάζουν αυτή της ταχύτητας του φωτός, χρησιμοποιείται
σωστότερα η γενική θεωρεία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, ενώ στις εφαρμογές που
αφορούν φαινόμενα του μικρόκοσμου, δηλαδή των υποατομικών (κβαντικών)
σωματιδίων, όπως πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια, εφαρμόζονται αντίστοιχες
θεωρήσεις της Κβαντομηχανικής, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι εισάγει
την έννοια της τυχαιότητας στη συμπεριφορά (ως προς τη θέση και τη ταχύτητα) των
εν λόγω σωματιδίων, καταργώντας έτσι τον ντετερμινισμό του Νεύτωνα.

2.1 Η Νευτώνεια θεώρηση της κίνησης των φυσικών σωμάτων

Από τα προηγούμενα είναι προφανές ότι η κίνηση ενός σώματος περιγράφεται


ικανοποιητικά από τη μετατόπιση, την ταχύτητα και την επιτάχυνση. Όχι όμως
πλήρως διότι όταν ένα σώμα είναι σε ακινησία και στη συνέχεια κινείται, δε
γνωρίζουμε ποιο είναι το αίτιο που προκάλεσε την κίνηση ή αλλιώς τίθεται το
ερώτημα: όλα τα σώματα ενεργούν ισοδύναμα στην επίδραση που έχει το ίδιο αίτιο
πάνω τους;

Ερευνώντας τα αίτια της κίνησης ή της δυναμικής των φυσικών σωμάτων ο


Νεύτωνας διατύπωσε τους τρεις περιώνυμους θεμελιώδεις νόμους του, που
βασίζονται στην έννοια της δύναμης, την οποία, εισήγαγε από τη φυσική σκοπιά, ως
θεμελιακή έννοια στον αντίστοιχο Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης (βλ. κεφ. 3) και η
οποία, από τη μαθηματική σκοπιά, εκφράζεται ως διανυσματική συνάρτηση της
θέσης και ταχύτητας στον ευκλείδειο χώρο, δηλαδή

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 43
___________________________________________________________________________

r r r
F = f (r , r& ) (2.7)

Οι λεγόμενοι Νόμοι της κίνησης του Νεύτωνα (Newton’s Laws of Motion) εξηγούν
πώς τα αντικείμενα κινούνται όταν ενεργεί μια δύναμη επάνω τους (Knight, 2008):

1ος Νόμος του Νεύτωνα – Αρχή της Αδράνειας, που δηλώνει ότι κάθε υλικό σημείο
(σημειακή μάζα) στο οποίο δεν ασκείται καμία δύναμη (δηλαδή ισχύει
r r r r
F = f (r , r& ) = 0,
r& = σταθερή) εκτελεί ευθύγραμμη ομαλή κίνηση, γεγονός που
r
ισχύει όταν η κεντρομόλος επιτάχυνση του σημείου είναι μηδέν ( rk (t ) = 0 ), που
υποδηλώνει ότι η τροχιά κίνησης είναι ευθύγραμμη, και επιπλέον όταν η επιτρόχια
r
επιτάχυνση είναι επίσης μηδέν ( re (t ) = 0 ). Αυτό σημαίνει ότι κάθε “σώμα”
παραμένει στην κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής κίνησης στην οποία βρισκόταν αρχικά,
εκτός αν σε αυτό εφαρμοστεί μια δύναμη. Προφανώς, ο 1ος Νόμος του Νεύτωνα δίνει
αρνητική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα (και γι’ αυτό αποκαλείται και αρχή
της αδράνειας) και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η δύναμη είναι το αίτιο αλλαγής στην
κινητική κατάστασης ενός σώματος. Είναι ουσιαστικά μια ποιοτική δήλωση για την
ιδιότητα που έχουν τα σώματα να αντιστέκονται σε κάθε μεταβολή της κινητικής
τους κατάστασης, και η οποία εξαρτάται από την αδρανειακή μάζα του σώματος και
εκδηλώνεται πιο έντονα όσο πιο γρήγορος είναι ο ρυθμός με τον οποίο επιχειρείται η
μεταβολή της κινητικής κατάστασης του σώματος. Στην προκειμένη περίπτωση, η
διατήρηση της κίνησης υποθέτει ότι δεν υπάρχει καμία τριβή ή άλλη δύναμη που να
μπορούν να επιβραδύνουν ένα αντικείμενο. Η αδράνεια μπορεί να καταδειχθεί
καλύτερα στο διάστημα, π.χ. με τους τεχνητούς δορυφόρους σε τροχιά πάνω από τα
στρώματα της ατμόσφαιρας.

2ος Νόμος του Νεύτωνα – Αρχή της Δυναμικής ή Αρχή της Κίνησης, που δηλώνει
ότι σε κάθε υλικό σημείο στο οποίο ασκείται μια δύναμη αυτή προκαλεί μια επιτάχυνση
στη διεύθυνση και φορά της ασκούμενης δύναμης, ανάλογη με αυτή (τη δύναμη) και
αντιστρόφως ανάλογη της μάζας του σώματος. Με άλλα λόγια, ένα αντικείμενο
επιταχύνει στην κατεύθυνση της δύναμης που το κινεί. Η εν λόγω αρχή εκφράζεται
r
από τη σχέση μεταξύ της δύναμης F , της μάζας m και της επιτάχυνσης a:

r r
d 2r r r r r r r r r r F
m = F (r , r& ) = F (r (t ), r& (t )) = F (t ) = m a (t ) ή a= (2.8)
dt 2 m

Ο δεύτερος νόμος του Νεύτωνα υπαγορεύει μια διανυσματική σχέση, δεδομένου ότι
εκφράζει μια ποσοτική αναλογική σχέση μεταξύ των δυνάμεων και της κίνησης,
μέσα από την οποία υποδεικνύεται ο διανυσματικός χαρακτήρας της δύναμης και
εισάγεται η μάζα m του υλικού σημείου ως σταθερά της εν λόγω αναλογικότητας

___________________________________________________________________________
44 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

μεταξύ της ασκούμενης δύναμης και της προκαλούμενης επιτάχυνσης. Στην


r r
παραπάνω σχέση η δύναμη F και η επιτάχυνση α έχουν την ίδια κατεύθυνση. Είναι
αξιοσημείωτο ότι η αρχή της αδράνειας εμπεριέχεται στην αρχή της κίνησης ως
ειδική περίπτωση όταν η ασκούμενη δύναμη (και συνεπώς η επιτάχυνση) είναι μηδέν.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο 2ος νόμος του Νεύτωνα δεν είναι δυνατό να
εκληφθεί ως ορισμός της έννοιας της δύναμης, αλλιώς δεν θα είχε καμία αξία ως
δυναμικός νόμος για τον καθορισμό τής κίνησης των σωμάτων. Κατά συνέπεια,
προκειμένου αυτός να έχει πρακτική σημασία θα πρέπει η δύναμη να ορίζεται
ανεξάρτητα. Ο Νεύτωνας αναγνωρίζοντας το γεγονός αυτό, έδωσε επίσης στην
Principia Mathematica τον ορισμό της βαρυτικής δύναμης που αναπτύσσεται μεταξύ
των σημειακών μαζών, προκειμένου να προσδιορίσει την κίνηση που προκαλεί αυτή
η δύναμη στις εν λόγω μάζες.

3ος Νόμος του Νεύτωνα – Αρχή της Δράσης-Ανάδρασης ή Αρχή της Αμοιβαίας
Ενέργειας, που δηλώνει ότι τα υλικά σημεία ενός συστήματος αλληλοεπιδρούν ανά
ζεύγη µε αμοιβαίες δυνάμεις ίδιας έντασης (μέτρου) άλλα αντίθετης φοράς μεταξύ τους.
Ο τρίτος νόμος του Νεύτωνα εξετάζει τη φύση των δυνάμεων, καθορίζοντας ότι σε
κάθε δράση αντιτίθεται πάντα μια ίση αντίδραση:
r r
F12 = − F21 (2.9)

Η υπονοούμενη υπόθεση είναι ότι μια δύναμη είναι απλά μια εκδήλωση της
αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός ζεύγους υλικών σημείων ή σωμάτων. Με άλλα λόγια,
με τους όρους της Νευτώνειας θεώρησης της κίνησης δεν υφίσταται τέτοιο πράγμα
όπως μια απομονωμένη δύναμη. Όποτε ένα σώμα ασκεί μια δύναμη σε ένα δεύτερο
σώμα, το δεύτερο σώμα ασκεί εξίσου στην αντίθετη κατεύθυνση μια ίση δύναμη
επάνω στο πρώτο σώμα, δηλαδή για κάθε δράση υπάρχει μια ίση και αντίθετη
αντίδραση. Η Αρχή Δράσης-Ανάδρασης ισχύει επίσης για τη δύναμη της βαρύτητας,
που συνδυάζεται ειδικά με την Αρχή της Δυναμικής, όπως π.χ. στην περίπτωση της
ελεύθερης πτώσης ενός αντικειμένου, όπου η ελκτική δύναμη που ασκείται στο
r r r
αντικείμενο είναι απλά F = m g , όπου g είναι η επιτάχυνση λόγω της βαρύτητας.

2.2 Πεδία Δυνάμεων

Από τους θεμελιώδεις νόμους της κίνησης του Νεύτωνα, προκύπτει ότι μια δύναμη
είναι μια ώθηση ή ένα τράβηγμα επάνω σε ένα σώμα ως αποτέλεσμα της ποσοτικής
αλληλεπίδρασης του σώματος με ένα άλλο σώμα ή μεταξύ ενός σώματος και του
περιβάλλοντος του, και η οποία εκφράζεται ως διανυσματική ποσότητα που έχει ένα
συγκεκριμένο σημείο εφαρμογής, κατεύθυνση και μέτρο. Με άλλα λόγια, γενικά η

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 45
___________________________________________________________________________

έννοια μιας δύναμης ορίζεται ως το αίτιο της μεταβολής της κινητικής κατάστασης
ενός υλικού σημείου ή ενός σώματος. Η έννοια αυτή υπαγορεύει ότι οι δυνάμεις
υπάρχουν μόνο ως αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης. Από τη μαθηματική σκοπιά,
εάν σε κάθε σημείο P μιας περιοχής του τρισδιάστατου χώρου, που ορίζεται από ένα
r r r
διάνυσμα θέσης r , αντιστοιχεί μια δύναμη F = f (r , t ) , γενικά ως συνάρτηση της
χρονικής στιγμής t, τότε λέγεται ότι στην εν λόγω περιοχή του χώρου έχουμε ένα
πεδίο δυνάμεων.

Η ένταση (ή το μέτρο) μιας δύναμης είναι μια ποσότητα που μετριέται


χρησιμοποιώντας την τυποποιημένη μετρική μονάδα γνωστή ως Newton (=1 kg m
/sec2 ή σε συντομογραφία 1 Ν), που ισοδυναμεί με το ποσό της δύναμης που
απαιτείται για να δοθεί σε μια μάζα 1-kg μια επιτάχυνση 1-m/sec2.

Για λόγους απλότητας, όλες οι δυνάμεις (αλληλεπιδράσεις) μεταξύ φυσικών


σωμάτων μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν σε δύο ευρείες κατηγορίες:

• Επιφανειακές δυνάμεις ή δυνάμεις εξ επαφής (contact forces), και


• δυνάμεις ασκούμενες εξ αποστάσεως ή αλλιώς μαζικές δυνάμεις (body forces)
ή δυνάμεις πεδίου (field forces)

Οι δυνάμεις εξ επαφής είναι τύποι δυνάμεων όπου τα δύο αλληλεπιδρώντας σώματα


έρχονται σε φυσική επαφή μεταξύ τους, π.χ. οι δυνάμεις τριβής, οι δυνάμεις
αντίστασης του αέρα, οι δυνάμεις ενός ελατηρίου, κ.λπ.

Οι δυνάμεις ασκούμενες εξ αποστάσεως είναι τύποι δυνάμεων για τις οποίες τα δύο
αλληλεπιδρώντα σώματα δεν είναι σε φυσική επαφή το ένα με το άλλο, όμως είναι σε
θέση να ασκήσουν μια ώθηση ή να τραβήξουν το ένα το άλλο παρά τη φυσική
απόσταση μεταξύ τους. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων δυνάμεων περιλαμβάνουν τις
δυνάμεις βαρύτητας (π.χ., τις ελκτικές δυνάμεις που ασκούν ο Ήλιος και οι άλλοι
πλανήτες στη Γη), τις ηλεκτρικές δυνάμεις (π.χ., τις ελκτικές δυνάμεις που ασκούνται
μεταξύ των πρωτονίων στον πυρήνα ενός ατόμου και των ηλεκτρονίων έξω από τον
πυρήνα παρά τη μικρή απόσταση τους), και τις μαγνητικές δυνάμεις (π.χ., μεταξύ δύο
μαγνητών).

___________________________________________________________________________
46 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

(α) (β)

Σχήμα 2.2 – Περιγραφή της


μορφολογίας μιας περιοχής (α) με
ισοϋψείς καμπύλες,(β) ως εικόνα raster,
και (γ) ως διανυσματικό πεδίο των
κλίσεων του εδάφους σε επιλεγμένα
σημεία

(γ)

Γενικότερα, εάν σε κάθε σημείο P μιας περιοχής του χώρου, που ορίζεται από ένα
r r r
διάνυσμα θέσης r , αντιστοιχείται μια δύναμη F = f (r , t ) , γενικά ως συνάρτηση
της χρονικής στιγμής t, τότε λέμε ότι στην εν λόγω περιοχή του χώρου έχουμε ένα
πεδίο δυνάμεων (Janich, 2001, Σεραφειμίδης, 2004). Πρακτικά, όταν σε κάποια
περιοχή του χωροχρόνου ασκούνται κάποιες δυνάμεις, είναι ευκολότερο και
συνηθίζεται (π.χ. στη Φυσική) αντί να προσπαθεί κανείς να περιγράψει τις
ασκούμενες δυνάμεις, τις πηγές ή τις αιτίες δράσης τους και τα αντικείμενα στα
οποία ασκούνται, να απεικονίζεται η εν λόγω περιοχή ως ένα διανυσματικό πεδίο.
Για ένα διανυσματικό πεδίο η φυσική ποσότητα ενδιαφέροντος ορίζεται από το μέτρο
και την κατεύθυνση που σχετίζονται από ένα διάνυσμα σε κάθε σημείο στο χώρο του
πεδίου (και σε πιο γενική περίπτωση μπορεί να εξαρτάται και από το χρόνο t).
Παραδείγματα είναι η μετακίνηση ενός ρευστού, οι δίνες των ορμητικών νερών ενός
ποταμού, η μαγνητική δύναμη, η δύναμη της βαρύτητας ή η μετακίνηση του αέρα

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 47
___________________________________________________________________________

στην ατμόσφαιρα που σχετίζεται σε κάθε σημείο με ένα διάνυσμα που εκφράζει την
ταχύτητα (ένταση) και την κατεύθυνση των ανέμων για εκείνο το σημείο. Δηλαδή, το
διανυσματικό πεδίο είναι μια μαθηματική προτυποποίηση του πεδίου δυνάμεων.

Γραφικά ένα διανυσματικό πεδίο μπορούμε να το παραστήσουμε ως εξής: Σε κάθε


σημείο του πεδίου ορισμού του διανυσματικού πεδίου σχεδιάζουμε ένα διάνυσμα που
είναι η αντίστοιχη “τιμή” του διανυσματικού πεδίου. Ωστόσο, πρακτικά αυτό γίνεται
μόνο σε λίγα επιλεγμένα σημεία. Ένα τυπικό παράδειγμα δίνεται στο Σχ. 2.2 όπου
φαίνεται πως η μορφολογία μιας περιοχής μπορεί να περιγραφεί τόσο από τους
γνώριμους χάρτες υσοϋψών καμπύλων, raster εικόνες, αλλά και από το διανυσματικό
πεδίο των κλίσεων του εδάφους σε χαρακτηριστικά επιλεγμένα σημεία της περιοχής
ενδιαφέροντος

Εκτός από την εν λόγω περιγραφή ενός πεδίου μέσω της απεικόνισης διανυσμάτων
σε κάθε σημείο στο χώρο, εναλλακτικά κάθε διανυσματικό πεδίο μπορεί να
περιγραφεί επίσης με τις λεγόμενες δυναμικές γραμμές στο χώρο. Από κάθε σημείο
του χώρου διέρχεται μόνο μια δυναμική γραμμή. Το πεδίο εφάπτεται της δυναμικής
γραμμής σε κάθε σημείο του χώρου, ενώ το πλήθος των δυναμικών γραμμών
αντιστοιχεί στο μέτρο (ένταση) του διανυσματικού πεδίου. Όπως θα δούμε και στο
κεφάλαιο 4 για την περίπτωση του γήινου πεδίου βαρύτητας, η διάταξη των
δυναμικών γραμμών ενός πεδίου δυνάμεων είναι τέτοια που ο αριθμός τους σε κάθε
μονάδα εμβαδού σε μια κάθετη διατομή είναι ανάλογος της έντασης του πεδίου. Με
άλλα λόγια, εκεί που οι δυναμικές γραμμές είναι πυκνές η έντασης του πεδίου είναι
μεγάλη και το πεδίο χαρακτηρίζεται ως ισχυρό, ενώ εκεί που είναι αραιές, η ένταση
του πεδίου είναι μικρή και το πεδίο χαρακτηρίζεται ως ασθενές.

Από τη μαθηματική σκοπιά, ένα διανυσματικό πεδίο αναπαρίσταται γεωμετρικά ως


μια συνεχής απεικόνιση
r
F : ℜ3 → ℜ3
η οποία σε κάθε σημειακή μάζα m (υλικό σημείο) προσαρτά ένα διάνυσμα δύναμης
που καθορίζει την κίνηση του στον Ευκλείδειο χώρο ℜ 3 σύμφωνα με τον 2ο Νόμο
της κίνησης (αρχή της δυναμικής) του Νεύτωνα
r
d 2 r (t ) r r
m = F (r ) (2.10)
dt 2
r
όπου r ( x, y, z ) είναι το διάνυσμα θέσης (π.χ. οι καρτεσιανές συντεταγμένες) της
σημειακής μάζας τη χρονική στιγμή t.

___________________________________________________________________________
48 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

Στη Φυσική Γεωδαισία, θεωρούμε ότι το πεδίο των δυνάμεων ενδιαφέροντος σε κάθε
σημείο στο χώρο δεν μεταβάλλεται με το χρόνο (δηλαδή το πεδίο είναι στατικό ή
αναλλοίωτο σε οποιαδήποτε χρονική μετάθεση - stationary field). Στην προκειμένη
περίπτωση, το πεδίο μπορεί να απεικονιστεί σε κάθε σημείο του με μια συνάρτηση
τριών μεταβλητών – τις τρεις συντεταγμένες του σημείου στο χώρο – έτσι ώστε οι
τρεις συντεταγμένες (πραγματικοί αριθμοί) μπορούν να θεωρηθούν ως οι
συντεταγμένες του διανύσματος της ακτίνας του σημείου ενδιαφέροντος από το
r r r
κέντρο του συστήματος συντεταγμένων, δηλαδή ισχύει F ( r ) ∈ ℜ 3 , r ∈ ℜ 3 .
r
Αποσυνθέτοντας το πεδίο δυνάμεων στις συνιστώσες του Fi (r ) η γενική έκφραση
ενός διανυσματικού πεδίου F θα είναι:

r r r r
F (r ) = [ F1 (r ), F2 (r ), F3 (r )] , Fi : ℜ 3 → ℜ , i = 1,2,3
(2.11α)
ή

r r r r
F (r ) = F ( x, y , z ) = [ F1 ( x, y , x )i + F2 ( x, y, z ) j + F3 ( x, y , z )k ] (2.11b)

όπου οι συναρτήσεις F1, F2, F3 (που στην βιβλιογραφία συχνά συμβολίζονται και ως
Fx, Fy, Fz αντίστοιχα) είναι βαθμωτές συναρτήσεις των μεταβλητών x,y,z δηλαδή
βαθμωτά πεδία. Έτσι ο Νόμος της κίνησης του Νεύτωνα εκφράζεται εναλλακτικά
από το σύστημα τριών διαφορικών εξισώσεων:

r
d 2 ri r
m 2
= Fi (r ), i = 1,2,3 . (2.12)
dt

2.2 Οι Νόμοι του Νεύτωνα και η Αρχές Διατήρησης της Ενέργειας

Οι νόμοι της κίνησης του Νεύτωνα συνδέονται άμεσα με τις έννοιες της διατήρησης
της ορμής και της ενέργειας (Conservation of Momentum και Conservation of
Energy) του φυσικού σώματος, που με τη σειρά τους παίζουν βασικό ρόλο στον
ορισμό του γήινου δυναμικού της βαρύτητας.

Μια έννοια χρήσιμη στη Φυσική Γεωδαισία είναι το έργο μιας δύναμης που
παράγεται κατά μήκος της πορείας της κίνησης που προκαλεί η εν λόγω δύναμη σε
ένα υλικό σημείο ή σε ένα σώμα. Αυτό καθορίζεται ως το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 49
___________________________________________________________________________

b
r r

Wa,b = F • dr (2.13)
a

r
όπου ‘ • ’ δηλώνει το εσωτερικό γινόμενο μεταξύ των δύο διανυσμάτων και dr είναι
το εφαπτόμενο διάνυσμα της τροχιάς a → b του υλικού σημείου. Η εν λόγω σχέση
υποδηλώνει ότι το έργο μιας δύναμης είναι μια βαθμωτή (αριθμητική) ποσότητα,
δεδομένου ότι μόνο η συνιστώσα της δύναμης που κατευθύνεται κατά μήκος της
πορείας της κίνησης συμβάλλει στο έργο της δύναμης.

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του έργου για να πούμε κάτι για τη
φύση των δυνάμεων κατά μήκος της πορείας μιας κίνησης ενός υλικού σημείου.
Ειδικότερου ενδιαφέροντος είναι το έργο γύρω από μία κλειστή καμπύλη γ, που
αποκαλείται κυκλοφορία και μετράει πόση περιστροφή έχει το πεδίο των δυνάμεων
εντός του οποίου κινείται το υλικό σημείο.
Συγκεκριμένα, ολοκληρώνοντας μια κλειστή πορεία δεν παράγεται έργο, δηλαδή
ισχύει (Αραμπέλος, 2002)

r r
∫ • dr = 0
γ
F (2.14)

Εάν το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε κλειστή πορεία, η ασκούμενη δύναμη λέγεται ότι
είναι μια συντηρητική δύναμη.

Από τα μαθηματικά, είναι γνωστό το λεγόμενο θεώρημα του Stokes που συνδέει ένα
επιφανειακό ολοκλήρωμα με ένα επικαμπύλιο ολοκλήρωμα και δηλώνει ότι ισχύει η
σχέση

r r r r r r
∫ F • dr = ∫∫ (∇ × F ) • n dS = ∫∫ curlF • n dS (2.15)
C S S
r
όπου curl = ∇ × F (που είναι ένα διανυσματικό μέγεθος) είναι ένας διανυσματικός
τελεστής του οποίου η φυσική σημασία ορίζεται παρακάτω σε σχέση με την εξίσωση
(2.19).

Στην παραπάνω σχέση, η αριστερή ποσότητα είναι ένα επικαμπύλιο ολοκλήρωμα


κατά μήκος κάποιας απλής κλειστής καμπύλης C που είναι το σύνορο μιας ανοικτής
επιφάνειας S, η οποία με τη σειρά της θεωρούμε ότι καλύπτεται από πολλές τέτοιες
καμπύλες ως ένα πλέγμα. Στη βιβλιογραφία, η επιφάνεια S αναφέρεται και ως
καλύπτουσα επιφάνεια (capping surface) της καμπύλης C. Η ποσότητα στη δεξιά
πλευρά της εν λόγω σχέσης είναι ένα επιφανειακό ολοκλήρωμα στην εν λόγω

___________________________________________________________________________
50 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________
r
επιφάνεια, δηλαδή γύρω από τα σύνορα των επιφανειών του πλέγματος, όπου n είναι
το κάθετο (στη θετική κατεύθυνση) μοναδιαίο διάνυσμα σε κάθε υποπεριοχή dS του
πλέγματος στην επιφάνεια S (Σχ. 2.3). Με άλλα λόγια, η εξίσωση (2.15) εκφράζει ότι
r
το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα της εφαπτομενικής συνιστώσας του F επί της κλειστής
καμπύλης C ισούται με το επιφανειακό ολοκλήρωμα της κάθετης συνιστώσας του
r
curl F υπολογισμένου επί οποιασδήποτε καλύπτουσας επιφάνειας S της C, εφόσον η
διανυσματική συνάρτηση είναι συνεχής, παραγωγίσιμη και έχει συνεχείς πρώτες
παραγώγους επί της καμπύλης C και της επιφάνειας S.

Σχήμα 2.3 – Γραφική παράσταση του


θεωρήματος του Stokes

Επίσης, στην εξίσωση (2.15) με ∇ συμβολίζεται ο λεγόμενος διαφορικός


διανυσματικός τελεστής ‘Ανάδελτα’ (del ή nabla operator) ή τελεστής κλίσης
(gradient operator) που σε καρτεσιανές συντεταγμένες εκφράζεται ως [Spiegel
(1959), Schey (2005)]

∂ r ∂ r ∂ r
∇ = grad = i+ j+ k, (2.16)
∂x ∂y ∂z

r r r
όπου i , j , k είναι τα μοναδιαία διανύσματα στους άξονες x, y, z. Αξίζει προσοχής
ότι ο τελεστής κλίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν διάνυσμα, γιατί απλούστατα ο
παραπάνω ορισμός του δεν επιτρέπει να ορισθεί μέτρο και διεύθυνση. Μπορεί

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 51
___________________________________________________________________________

ωστόσο να θεωρηθεί ότι έχει διανυσματικό χαρακτήρα, αφού η έκφραση του περιέχει
r r r
τα μοναδιαία διανύσματα ( i , j , k ), όπως επίσης ότι έχει και διαφορικό χαρακτήρα
που δηλώνει μεταβολή στην περιοχή του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος, αφού
∂ ∂ ∂
περιέχει τις μερικές παραγώγους ( , , ).
∂x ∂y ∂z

Μόνος του ο τελεστής ανάδελτα δεν έχει νόημα, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί σε μια
βαθμωτή ή διανυσματική συνάρτηση διαφορικά και διανυσματικά με ανάλογες
ιδιότητες που θα αναδειχθούν παρακάτω. Για παράδειγμα, η εφαρμογή του σε
συναρτήσεις τριών μεταβλητών, π.χ. f ( x, y, z ) , δηλαδή σε ένα βαθμωτό πεδίο, δίνει
σε τυχόν σημείο P του πεδίου
r

∂f r ∂f r ∂f r
∫∫ f dS
∇f ( x, y, z ) = grad f ( x, y, z ) = grad f = i + j+ k = lim S (2.17α)
∂x ∂y ∂z V →0 V

που το αποτέλεσμα του είναι διανυσματικό πεδίο, η λεγόμενη βαθμίδα (gradient) του
βαθμωτού πεδίου που εκφράζει η συνάρτηση f. Στο τελευταίο σκέλος της (2.17α), S
είναι οποιαδήποτε κλειστή επιφάνεια που περικλείει το σημείο ενδιαφέροντος Ρ, V
r r r
είναι ο όγκος που περικλείει την επιφάνεια S, dS = n dS και n είναι το μοναδιαίο
διάνυσμα κάθετο στην επιφάνεια S με φορά προς το εξωτερικό του όγκου V. Η
βαθμίδα ενός βαθμωτού πεδίου ορίζεται σε κάθε σημείο του χώρου που υπάρχει το
πεδίο και είναι διάνυσμα που δείχνει την κατεύθυνση της μέγιστης μεταβολής του
βαθμωτού πεδίου, δηλαδή της συνάρτησης f, σύμφωνα με τη σχέση

r r ∂f ∂f ∂f r r
df = ∇f ( x, y, z ) ⋅ ds = dx + dy + dz = ∇f ( x, y, z ) ds cos θ (2.17β)
∂x ∂y ∂z

r r r r
όπου ds = dx i + dy j + dz k είναι μια στοιχειώδης μετατόπιση από ένα σημείο Ρ
σε ένα γειτονικό σημείο Ρ' της επιφάνειας και θ είναι η γωνία που σχηματίζουν τα
r r
διανύσματα ∇f και ds . Η γεωμετρική ερμηνεία της βαθμίδας δίνεται σχηματικά στο
Σχ. 2.4(α), όπου η συνάρτηση f(x,y,z) = 0 εκφράζει μια επιφάνεια στο χώρο, το
r
σημείο Ρ στην εν λόγω επιφάνεια ορίζεται με το διάνυσμα θέσης r ( x, y, z ) και
r r
αντίστοιχα το σημείο Ρ' ορίζεται με το διάνυσμα r + ds που για λόγους ευκρίνειας
δεν έχει σχεδιαστεί. Προφανώς επειδή τα δύο σημεία Ρ και Ρ' βρίσκονται στην ίδια
r r
επιφάνεια, από την εξίσωση (2.17β) συνάγεται ότι df = 0 και συνεπώς ∇f ⋅ s = 0 ,
r r
δηλαδή η κλίση ∇f της συνάρτησης f(x,y,z) στο σημείο Ρ και το διάνυσμα ds είναι

___________________________________________________________________________
52 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________
r
κάθετα μεταξύ τους. Με άλλα λόγια η κλίση ∇f δίνεται από το τοπικό κάθετο
διάνυσμα στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας στο σημείο ενδιαφέροντος Ρ,
r r r r
δηλαδή είναι ∇f = ∇f ⋅ n όπου n είναι το μοναδιαίο διάνυσμα κάθετο στην
r r
επιφάνεια f. Επιπλέον μπορεί να δειχθεί, βλ. Σχ. 2.4(β), ότι εάν s = dn ⋅ n συνάγεται
από την εξίσωση (2.17β) ότι
r r r r r r r r
df = ∇f ⋅ s = ∇f ⋅ dn n = ∇f n ⋅ dn n = ∇f dn

(α) (β)

Σχήμα 2.4 – Σχηματική παράσταση της γεωμετρικής ερμηνείας της βαθμίδας


μιας βαθμωτής συνάρτησης

r ∂f r ∂f r
ή αλλιώς ∇f = και ∇f = n που εκφράζει το ρυθμό μεταβολής της
∂n ∂n
συνάρτησης f ( x, y, z ) , δηλαδή του βαθμωτού πεδίου, στη διεύθυνση του
r
μοναδιαίου κάθετου διανύσματος n .

Οι χρήσιμες αυτές ιδιότητες επιτρέπουν ώστε τα διανυσματικά πεδία να μπορούν να


κατασκευαστούν από βαθμωτά (κλιμακωτά) πεδία χρησιμοποιώντας τον τελεστή
κλίσης και αυτό θα το χρησιμοποιήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο προκειμένου να
καθορίσουμε το πεδίο των ελκτικών δυνάμεων της βαρύτητας της Γης.

Υπάρχουν δύο άλλες περιπτώσεις χρήσης του τελεστή κλίσης, όπως:

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 53
___________________________________________________________________________

• Όταν ο τελεστής κλίσης επιδρά πάνω σε ένα διανυσματικό πεδίο


r
( )
δυνάμεων F = (F1 , F2 , F3 ) = Fx , Fy , Fz με την έννοια του εσωτερικού
γινομένου, τότε δίνει ως αποτέλεσμα το βαθμωτό πεδίο [Αραμπέλος (2002),
Schey, H.M. (2005)]
r r ∂F ∂F ∂F ∂F ∂F y ∂Fz
divF = ∇ • F = 1 + 2 + 3 = x + +
∂x ∂y ∂z ∂x ∂y ∂z
r r
∫∫
F ⋅ dS , (2.18)

= lim S
V →0 V

το λεγόμενο απόκλιση (div, από τον αγγλικό όρο divergence) του


r
διανυσματικού πεδίου των δυνάμεων F . Τα σύμβολα S και V στο
τελευταίο σκέλος της (2.18) έχουν την ίδια έννοια που δόθηκε για την
βαθμίδα και η επιφάνεια S μπορεί να είναι κλειστή ή ανοικτή. Η απόκλιση
r
divF είναι μονόμετρο μέγεθος και εκφράζει την ένταση (μέγιστη ή
ελάχιστη) των δυνάμεων που δημιουργεί το διανυσματικό πεδίο. Με άλλα
λόγια, εάν θεωρήσουμε μια κλειστή επιφάνεια S η οποία περικλείει ένα
στοιχειώδη όγκο V που περιέχει ένα σημείο Ρ τότε, όπως φαίνεται από τη
r
σχέση (2.18) η απόκλιση του διανυσματικού πεδίου F στο σημείο Ρ είναι η
r
ροή του F διαμέσου της κλειστής επιφάνειας S διαιρεμένης με τον όγκο V,
καθώς V→ 0.

Γεωμετρικά η απόκλιση ενός διανυσματικού πεδίου σε ένα σημείο Ρ δείχνει


r
πόσο το διανυσματικό πεδίο F απλώνεται ή αποκλίνει σε αυτό το σημείο. Η
φυσική σημασία του είναι ότι μας δίνει στο σημείο υπολογισμού, τη “ροή”
(flux) του διανυσματικού πεδίου. Αργότερα θα αναδείξουμε τη χρησιμότητα
της απόκλισης του διανυσματικού πεδίου της βαρύτητας προκειμένου να
διευκολυνθεί η αναζήτηση κατάλληλης λύσης για το πρόβλημα υπολογισμού
του γήινου δυναμικού.

Τέλος σημειώνεται ότι


r
Εάν ∇ • F > 0 τότε:
α) το σημείο (x,y,z) είναι “πηγή” μάζας ή
β) η “ροή” του διανυσματικού πεδίου ελαττώνεται στα γειτονικά
προς το σημείο (x,y,z) σημεία.
r
Εάν ∇ • F < 0 τότε:
α) το σημείο (x,y,z) είναι μια “απαγωγή” μάζας ή

___________________________________________________________________________
54 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

β) η “ροή” του διανυσματικού πεδίου αυξάνεται στα γειτονικά


προς το σημείο (x,y,z) σημεία.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί η περίπτωση της σχέσης


div(∇f ) = ∇ • ∇f = f xx + f yy + f zz , όπου:
α) ο λεγόμενος τελεστής Laplace ορίζεται ως ∇ 2 = ∇ • ∇
r
• Όταν ο τελεστής κλίσης επιδρά πάνω σε διανυσματικό πεδίο F με την έννοια
του εξωτερικού γινομένου, και σε ορθογώνιες καρτεσιανές συντεταγμένες
έχει ως αποτέλεσμα το διανυσματικό πεδίο
i j k i j k
r r ∂ ∂ ∂ ∂ ∂ ∂
∇ × F = curl F = = , (2.19)
∂x ∂y ∂z ∂x ∂y ∂z
F1 F2 F3 Fx Fy Fz

r
που ονομάζεται στροβιλισμός ή περιστροφή του διανυσματικού πεδίου F
(curl, από τον αγγλικό όρο curlation=στροβιλισμός ή rot, από τον γερμανικό
όρο rotation=περιστροφή), η φυσική σημασία του οποίου αναφέρεται
παρακάτω. Γεωμετρικά ο στροβιλισμός ενός διανύσματος μας δίνει ένα
r
μέτρο του κατά πόσο το διάνυσμα F στροβιλίζεται ή περιστρέφεται, γύρω
από κάποιο συγκεκριμένο σημείο του πεδίου. Με απλά λόγια, ο
στροβιλισμός
r
του πεδίου χαρακτηρίζει τις χωρικές μεταβολές των δυνάμεων
F ανεξάρτητα από τις διαχρονικές μεταβολές του πεδίου. Πολλές φορές
ονομάζεται και πυκνότητα κυκλοφορίας (circulation density).

Υπάρχουν μια σειρά ιδιότητες των διανυσματικών πεδίων που βασίζονται στον
στροβιλισμό του εκάστοτε διανυσματικού πεδίου. Για παράδειγμα, εάν μια
συνάρτηση f(x,y,z) έχει συνεχείς δεύτερες μερικές παραγώγους, τότε ισχύει
curl (∇f ) = ∇ x ∇f = 0 και το πεδίο χαρακτηρίζεται ως συντηρητικό πεδίο δυνάμεων
(conservative field). Επίσης, εάν μια συνάρτηση f(x,y,z) εκφράζει ένα συντηρητικό
r
πεδίο, τότε ισχύει curl f = 0.

Ένα συντηρητικό πεδίο δυνάμεων είναι ένα ειδικό είδος διανυσματικού πεδίου
δυνάμεων που μπορεί να αντιπροσωπευθεί ως η βαθμίδα (κλίση) μιας συνάρτησης
δυναμικού V, που ορίζεται ως ακολούθως:
r r
• Για τα συντηρητικά πεδία δυνάμεων, η σχέση ∫
C
F • ds = 0 ισχύει για όλες

τις πορείες και ως εκ τούτου η δεξιά πλευρά της σχέσης (2.15) του θεωρήματος

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 55
___________________________________________________________________________

του Stokes πρέπει να ισχύει για όλες τις εσωκλειόμενες περιοχές. Αυτό μπορεί να
συμβεί μόνο εάν το αποτέλεσμα του δεξιού ολοκληρώματος είναι και αυτό
r
μηδέν, ή αλλιώς ο στροβιλισμός (curl) του πεδίου της δύναμης F ή το μέτρο της
r
περιστροφικής κίνησης που εμπεριέχεται στο διανυσματικό πεδίο F ,
r
∇× F = 0

να είναι μηδέν. Από τη σχέση (2.19) συνάγεται εύκολα ότι το διάνυσμα του
r
στροβιλισμού ∇ × F έχει τις εξής συνιστώσες στο καρτεσιανό σύστημα αξόνων:

r ⎛ ∂F ∂Fy ∂Fx ∂Fz ∂Fy ∂Fx ⎞


∇ × F = ⎜⎜ z − , − , − ⎟⎟ (2.20)
⎝ ∂y ∂z ∂z ∂x ∂x ∂y ⎠
δηλαδή

r r ⎛ ∂F ∂F y ⎞ r ⎛ ∂Fx ∂Fz ⎞ r ⎛ ∂F y ∂Fx ⎞ r


curl F = ∇ × F = ⎜ z − ⎟i + ⎜ − ⎟ j +⎜ − ⎟k (2.21)
⎜ ∂y
⎝ ∂z ⎟⎠ ⎜⎝ ∂z ∂x ⎟⎠ ⎜⎝ ∂x ∂y ⎟⎠

r
• Παρατηρούμε ότι εάν η δύναμη F είναι βαθμίδα κάποιας συνάρτησης V δηλαδή
v ⎛ ∂V ∂V ∂V ⎞
F = ⎜⎜ , , ⎟⎟ τότε ο στροβιλισμός μηδενίζεται. Συνεπώς κάθε
⎝ ∂x ∂y ∂z ⎠
συντηρητική δύναμη έχει μηδενικό στροβιλισμό ή το αντίστοιχο πεδίο
δυνάμεων χαρακτηρίζεται ως αστρόβιλο πεδίο δυνάμεων (irrotational field).
r
Αντίστροφα, δεδομένου ότι ο στροβιλισμός ∇ × F είναι πάντα μηδέν, μπορούμε
r
να εκφράσουμε μια συντηρητική δύναμη F ως τη βαθμίδα κάποιας βαθμωτής
συνάρτησης V , που είναι τοπική συνάρτηση της θέσης του σημείου
ενδιαφέροντος, τέτοιας ώστε
r
F = ∇V (2.22)

Η ποσότητα V είναι γνωστή, στη φυσική, ως δυναμική ενέργεια ή συνάρτηση


r
δυναμικού του διανυσματικού πεδίου F , και στη Φυσική Γεωδαισία, όπως θα δούμε
στο επόμενο κεφάλαιο, ως συνάρτηση του δυναμικού έλξης της Γης. Δεδομένου ότι
r
η F συσχετίζεται με τις λειτουργικά καθορισμένες παραμέτρους του ενίοτε
προβλήματος ενδιαφέροντος, η δυναμική ενέργεια V καθορίζεται μόνο μέσω της
βαθμίδας (κλίσης) της. Από τις παραπάνω εξισώσεις είναι σαφές ότι μπορούμε να
καθορίσουμε το έργο που γίνεται στην κίνηση κατά μήκος οποιασδήποτε πορείας γ,

___________________________________________________________________________
56 Πεδία δυνάμεων και η κίνηση των φυσικών σωμάτων …
___________________________________________________________________________

που ορίζεται σε ένα διάστημα του χρονικού άξονα, με αρχή ένα σημείο α = γ(t1) και
τέλος ένα σημείο β = γ(t2) ως

r r ⎛ ∂V ∂V ∂V ⎞
Wa ,b = ∫ F • dr = − ∫ ⎜⎜ dx + dy + dz ⎟⎟
γ γ ⎝ ∂x ∂y ∂y ⎠
b ⎛ ∂V dx ∂V dy ∂V dz ⎞
= − ∫ ⎜⎜ + + ⎟⎟dt (2.23)
a
⎝ ∂x dt ∂y dt ∂y dt ⎠
b d
(V ( x(t ), y (t ), z (t ) ))dt = − ∫ dV = V (α ) − V ( β )
b
= −∫
a dt a

Συνεπώς σε ένα συντηρητικό (αστρόβιλο) πεδίο δυνάμεων, το έργο που


καταναλίσκεται για τη μεταφορά μιας μοναδιαίας μάζας από ένα σημείο α σε ένα
σημείο β του χώρου του πεδίου εξαρτάται μόνο από τη θέση των σημείων α και β και
όχι από την πορεία που ακολουθείται. Με άλλα λόγια, σε ένα συντηρητικό πεδίο
δυνάμεων, το έργο που καταναλίσκεται για τη μεταφορά μιας μοναδιαίας μάζας σε
ένα κλειστό κύκλωμα είναι μηδέν, και συνεπώς δεν υφίσταται μεταφορά ενέργειας.
Το πεδίο βαρύτητας της Γης είναι ένα τέτοιο συντηρητικό πεδίο δυνάμεων, που
προέρχεται από μια συνάρτηση δυναμικού, και έτσι το έργο που παράγει κατά μήκος
κάθε πορείας της οποίας τα άκρα ανήκουν στην ίδια ισοδυναμική επιφάνεια (δηλαδή
την επιφάνεια σταθερού δυναμικού) είναι μηδενικό και, ειδικότερα, μηδενικό είναι
και το έργο κατά μήκος κάθε κλειστής πορείας. Όπως θα αναλυθεί διεξοδικότερα στο
επόμενο κεφάλαιο, είναι δυνατόν σε πολλά σύνθετα προβλήματα της Φυσικής
Γεωδαισίας να αντικαταστήσουμε τις τρεις συνιστώσες της δύναμης της βαρύτητας
με μια μόνο συνάρτηση, το ελκτικό δυναμικό της Γης V, γεγονός που διευκολύνει
πάρα πολύ τους υπολογισμούς μας.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 57
___________________________________________________________________________

3
Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού

3.1 Ο Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης του Νεύτωνα

Ο Νόμος της βαρύτητας του Νεύτωνα ή Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης δηλώνει ότι:
κάθε αντικείμενο έλκει κάθε άλλο αντικείμενο με μια δύναμη, την ελκτική δύναμη της
βαρύτητας, που είναι ανάλογη προς το γινόμενο των δύο μαζών και αντιστρόφως
ανάλογη προς το τετράγωνο της μεταξύ τους απόστασης. Εάν τα αντικείμενα έχουν
αντίστοιχα μάζες m1 και m2 και χωρίζονται από μια απόσταση L (μεταξύ των κέντρων
της μάζας τους), το μέγεθος (η ένταση) της ελκτικής δύναμης μεταξύ των δύο
σωμάτων είναι (Σχ. 3.1):
m1 m2
F =G (3.1)
L2

Σχήμα 3.1 – Γραφική αναπαράσταση του Νόμου της Βαρύτητας του Νεύτωνα που
διατυπώθηκε στο έργο Principia Mathematica

___________________________________________________________________________
58 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

όπου G είναι η λεγόμενη Παγκόσμια Βαρυτική Σταθερά ή Παγκόσμια Σταθερά


Έλξης. Η τιμή του G μετρήθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο φυσικό και χημικό
Henry Cavendish το 1789 χρησιμοποιώντας μια μετρητική διάταξη γνωστή ως ζυγός
στρέψης ή στροφικό εκκρεμές (Luther and Towler, 1982, Chen and Cook, 2003). Ο
προσδιορισμός του G είναι συνδεδεμένος με το πρόβλημα του προσδιορισμού της
μέσης πυκνότητας της Γης και ο ακριβέστερος προσδιορισμός του παραμένει μέχρι
σήμερα μια συνεχής επιδίωξη των φυσικών επιστημόνων, ενώ εκφράζονται διάφορα
επιχειρήματα ως προς το αν η τιμή του G μεταβάλλεται με τον χρόνο. Η σημερινή
αποδεκτή τιμή από τους διεθνείς οργανισμούς όπως η Επιτροπή Δεδομένων για την
Επιστήμη και την Τεχνολογία (Committee on Data for Science and Technology,
CODATA) δίνεται σε διάφορες μονάδες ως [NIST (2008), Mohr et al. (2008)]

G = 6.67428 (±0.00067) × 10−11 N m2 / kg2


= 6.67428 (±0.00067) × 10−11 m3 kg-1 sec-2
= 6.67428 (±0.00067) × 10−8 cm3 gr-1 sec-2.

Αν και η εν λόγω σταθερά είναι μια από τις θεμελιώδεις σταθερές της Φυσικής
επιστήμης, είναι και από τις πιο δύσκολες να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ενδεικτικό
αυτής της δυσκολίας είναι ότι η NASA, παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιεί μια
διαφορετική τιμή που είναι G = 6.67259 (± 0.00030) x 10-11 kg-1 m3 s-2 (JPL, 2006).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι σημερινές δορυφορικές τεχνολογίες παρέχουν
δυνατότητες ακριβούς μέτρησης του γινομένου GM, όπου Μ είναι η μάζα της Γης
(συμπεριλαμβανομένης και της ατμόσφαιρας). Η πιο πρόσφατη τιμή που δίνεται από
την Διεθνή Υπηρεσία Περιστροφής της Γης3 (IERS, 2007) είναι GM = 3.986 004
418(8) (± 0.000000002) x 1014 m3sec-2.

Αναλυτικότερα, όταν εκφράζεται σε διανυσματική μορφή, ο νόμος της παγκόσμιας


έλξης δηλώνει ότι οι αμοιβαίες δυνάμεις που ασκούν δύο μάζες ή μία στην άλλη
δίνονται από τις σχέσεις

3
Η Διεθνής Υπηρεσία Περιστροφής της Γης (International Earth Rotation Service,
IERS) ιδρύθηκε το 1987 από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση και τη Διεθνή Ένωση
Γεωδαισίας και Γεωφυσικής και άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιανουαρίου 1988
αντικαθιστώντας τη Διεθνή Υπηρεσία της Κίνησης του Πόλου (International Polar
Motion Service, IPMS). Το 2003 μετονομάστηκε σε Διεθνής Υπηρεσία
Περιστροφής της Γης και Συστημάτων Αναφοράς (International Earth Rotation and
Reference Systems Service, IERS).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 59
___________________________________________________________________________

r M m r M m r
F1 2 = −G r 3 (r '− r ) = −G r 3 L (3.2α)
r '− r L
και
r r M m r M m r
F21 = − F12 = G r 3 (r '−r ) = G r 3 L (3.2β)
r '−r L

r r
όπου r και r ' είναι τα διανύσματα θέσης των δύο μαζών από το κέντρο του
r r r
συστήματος αναφοράς που επιλέγεται και L = r '− r είναι το διάνυσμα που συνδέει
τις δύο μάζες (Μ → m), βλ. Σχ. 3.2. Το αρνητικό πρόσημο στη σχέση (3.2α)
r
υποδηλώνει ότι η φορά της ελκτικής δύναμης F12 είναι αντίθετη από εκείνη του
r
διανύσματος L , το οποίο κατευθύνεται από τη μάζα Μ στην μάζα m. Όπως είναι
προφανές παρατηρούμε ότι η δύναμη της γήινης βαρύτητας είναι πολύ ασθενής με
την έννοια ότι το μέτρο του διανύσματος που την εκφράζει γίνεται γρήγορα πολύ
μικρό όσο απομακρυνόμαστε από την αρχή των αξόνων του συστήματος αναφοράς.

Μετά την δημοσίευση του Νόμου της βαρύτητας στην Principia Mathematica, o
Νεύτωνας δέχτηκε σφοδρή κριτική από τον Άγγλο μαθηματικό Huygens, για το
γεγονός ότι ο νόμος της παγκόσμιας έλξης υποδηλώνει ότι η δύναμη ασκείται από

Σχήμα 3.2 – Έλξη μιας μάζας Μ (στο σημείο Ρ(x,y,z) επί μιας μάζας m (στο σημείο
P(x’,y’,z’)

___________________________________________________________________________
60 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

απόσταση και ενεργεί “στιγμιαία” [Andriesse (2005), Bell (2007)]. Αυτό με τη


σημερινή άποψη για τη βαρύτητα είναι μια αφύσικη ιδιότητα. Για παράδειγμα, στη
θεωρία της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν, καμιά αντίδραση δεν είναι δυνατόν
να ενεργεί με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Ωστόσο, ο
Νεύτωνας δεν θεωρούσε τη σχέση της έλξης της βαρύτητας ως θεμελιώδη νόμο,
αλλά απλά ως μια βολική μαθηματική περιγραφή. Από αυτή τη σκοπιά, ο Νόμος της
παγκόσμιας έλξης βαρύτητας παραμένει μέχρι και σήμερα ο ακρογωνιαίος λίθος της
Νευτώνειας Μηχανικής και το βασικό μοντέλο περιγραφής της βαρύτητας στην
Φυσική Γεωδαισία.

3.2 Το πεδίο δυνάμεων μιας σημειακής μάζας

Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς από την εξίσωση (3.1) ή τις εξισώσεις (3.2) ότι ο
Νόμος της βαρύτητας είναι τελείως συμμετρικός, δηλαδή δεν γίνεται καμιά διάκριση
ως προς τις δύο μάζες: η μάζα Μ ασκεί μια δύναμη στην μάζα m και, αντίστοιχα η
μάζα m ασκεί μια ίση αλλά στην αντίθετη φορά δύναμη στην μάζα Μ. Ωστόσο, για
λόγους καλύτερης κατανόησης συνηθίζεται η μια μάζα να αποκαλείται έλκουσα (η
μάζα M) και η δεύτερη ελκυόμενη (η μάζα m). Επιπλέον η ελκυόμενη μάζα m
θεωρείται ως μοναδιαία. Αυτό επιτρέπει την αναδιατύπωση του Νόμου του Νεύτωνα
υπό τη μορφή ενός πεδίου δυνάμεων που εκφράζεται από τη σχέση (Heiskanen and
Moritz, 1967, Hofmann-Wellenhof and Moritz, 2005)

r M r
F = −G 3 L (3.3)
L
r
όπου το διάνυσμα F αντιπροσωπεύει τη δύναμη που ασκείται από την έλκουσα
μάζα M, , σε μια ελκυόμενη μοναδιαία μάζα m. Επιπλέον, εάν η μάζα Μ θεωρείται
ότι βρίσκεται συγκεντρωμένη σε ένα σημείο στο κέντρο του συστήματος των
r
συντεταγμένων, το διάνυσμα L δεν είναι τίποτα άλλο παρά το διάνυσμα θέσης της
r r r
σημειακής μάζας m (δηλαδή στο Σχήμα 3.2, r = 0, r ' ≡ L ) . Στην προκειμένη
περίπτωση, λέμε ότι το πεδίο δυνάμεων είναι κεντρικό ή ακτινωτό (central ή radial
force field). Με άλλα λόγια, σε παγκόσμιο επίπεδο, το Νευτώνειο πεδίο των ελκτικών
δυνάμεων της βαρύτητας, που εκφράζεται από το Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης,
μπορεί να θεωρηθεί ότι τυπικά αποτελείται από μια ομοιόμορφη σειρά διανυσμάτων
σε μια σφαιρική διάταξη που δείχνουν σε μια και μόνο μία κατεύθυνση - προς το
κέντρο της Γης, όπου θεωρείται ότι συγκεντρώνεται όλη η μάζα της Γης (Σχ. 3.3α).
Σε τοπικό επίπεδο, το πεδίο των δυνάμεων της βαρύτητας, κοντά στην γήινη

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 61
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.3 – (α) μακροσκοπική άποψη του κεντρικού πεδίου των ελκτικών δυνάμεων
της Γης (αριστερά) και, (β) μικροσκοπική άποψη του πεδίου βαρύτητας π.χ. σε ένα
δωμάτιο (δεξιά)

επιφάνεια μπορεί να θεωρηθεί ότι τυπικά αποτελείται από μια ομοιόμορφη σειρά
διανυσμάτων που δείχνουν σε μια κατεύθυνση - προς το έδαφος. Για παράδειγμα, σε
ένα δωμάτιο, η καμπυλότητα της Γης είναι αμελητέα σε αυτήν την κλίμακα, και τα
διανύσματα της βαρύτητας μπορούν να θεωρηθούν ως παράλληλα και με κατεύθυνση
‘προς το έδαφος’ (Σχ. 3.3β). Το σχηματιζόμενο τοπικό πεδίο δυνάμεων εκφράζεται
στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη διανυσματική σχέση
r r F Gm r
F = m a g (− z ) ή = a g = 2 , όπου z δηλώνει το κάθετο διάνυσμα στην
m r
κατεύθυνση μακριά από το έδαφος, m είναι η ελκυόμενη από τη Γη μάζα σε
r
απόσταση r ( ≡ r ) από το κέντρο της Γης και ag συμβολίζει την επιτάχυνση εξ αιτίας
της βαρύτητας.

3.3 Το πεδίο δυνάμεων ενός φυσικού σώματος

Όπως έχει θεμελιωθεί μέσω πειραμάτων, οι ελκτικές δυνάμεις της βαρύτητας


μπορούν να προστεθούν όπως τα τρισδιάστατα διανύσματα στον ευκλείδειο χώρο.
Εάν για παράδειγμα δύο μάζες Μ1 και Μ2 ενεργούν σε μια μοναδιαία μάζα m, η
συνδυασμένη ελκτική δύναμη τους θα είναι της μορφής

___________________________________________________________________________
62 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

r r r M r M r
F = F1 + F2 = G [− 31 L1 − 32 L2 ] (3.4)
L1 L2
r r
όπου L1 και L2 είναι τα αντίστοιχα διανύσματα που ενώνουν τις μάζες Μ1 και Μ2 με
τη μοναδιαία μάζα m. Στη γενικότερη περίπτωση που έχουμε ένα ολόκληρο σύστημα
μαζών Μ1, Μ2 , Μ3 … Μi , i = 1,2,…,n να επιδρούν σε μια μοναδιαία μάζα m, κατά
παρόμοιο τρόπο η συνολικά ασκούμενη ελκτική δύναμη στη μάζα m θα είναι

r n r n
Mi r
F = ∑ Fi = −G [∑ 3
Li ] (3.5)
i =1 i =1 Li

όπου προφανώς η παραπάνω σχέση υποδηλώνει ότι δεν ενδιαφέρουν οι ελκτικές


δυνάμεις που ασκούνται μεταξύ των μαζών Μ1 , Μ2 , Μ3 … Μi , ούτε η επίδραση της
μοναδιαίας μάζας m σε κάθε μια από τις μάζες Μi.

Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να υπολογίσουμε την ελκτική δύναμη που ασκεί ένα
φυσικό σώμα σε μια μοναδιαία μάζα m, αν θεωρήσουμε ότι αυτό έχει όγκο v στον
οποίο περικλείεται μάζα Μ ομοιόμορφης (για απλούστευση) πυκνότητας ρ. Αν ένα
σημείο Ρ(x, y, z) του εν λόγω φυσικού σώματος (Σχ. 3.4), περικλείεται από μια
στοιχειώδη μάζα dΜ, όγκου dv και πυκνότητας ρ, όπου dM = ρ dv = ρ dx dy dz, η
ελκτική δύναμη dF που ασκείται από τη στοιχειώδη μάζα dM σε μια μοναδιαία μάζα
m (σε ένα σημείο με συντεταγμένες x′, y′, z′) δίνεται από τη σχέση

r dM r ρ dv r
dF = −G 3
L = −G L (3.6α)
L L3
r
όπου L είναι το διάνυσμα που συνδέει την εκάστοτε έλκουσα στοιχειώδη μάζα dM
με τη μοναδιαία μάζα m (με κατεύθυνση dM → m). Συνεπώς η συνολική ελκτική
δύναμη που ασκεί το φυσικό σώμα στην μοναδιαία μάζα, διαμέσου όλων των
στοιχειωδών μαζών του dMi, i=1,2, …n δίνεται από τη σχέση

r r n
Mi r
F= ∫σώμα dFi ≈ −G [∑ r 3 Li ]
L
(3.6β)
i =1 i

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 63
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.4 – Η ελκτική δύναμη ενός φυσικού σώματος

Σχήμα 3.5 – Η ελκτική δύναμη ενός φυσικού σφαιρικού σώματος

Κατ’ επέκταση του παραπάνω συλλογισμού, ένα από τα κυριότερα σημεία στο έργο
Principia Mathematica ήταν ότι ο Νεύτωνας έδειξε ότι η δύναμη της βαρύτητας σε
ένα σώμα μάζας m, από ένα σφαιρικά συμμετρικό σώμα συνολικής μάζας Μ, της
οποίας το κέντρο βρίσκεται μια απόσταση r από τη μάζα m, είναι ισοδύναμη με τη

___________________________________________________________________________
64 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

δύναμη στο m από μια μάζα Μ συγκεντρωμένη σε ένα σημείο σε μια απόσταση r από
τη μάζα m. Η απόδειξη συνάγεται εύκολα με τη βοήθεια του Σχ. 3.5, όπου μια
σφαίρα μάζας Μ και ακτίνας R μπορεί να θεωρηθεί ως το σύνολο ομόκεντρων
σφαιρικών δακτυλίων (concentric spherical shells). Η ελκτική δύναμη σε μια
στοιχειώδη μάζα dM ενός σφαιρικού κελύφους από μια μάζα m σε απόσταση r
μπορεί να δειχθεί ότι δίνεται από τη σχέση

GM m cosφ sinθ dθ GM m (r 2 + s 2 − R 2 ) ds
dFr = − =− (3.7α)
2s 2 4r 2 R s2

και συνεπώς η συνολική δύναμη δίνεται ως

r+R
GM m (r 2 + s 2 − R 2 ) ds GM m

Fr = dFr ds = −
2 ∫
4r R r − R s 2
=−
r2
(3.7β)

δηλαδή ακριβώς όπως προβλέπει ο νόμος της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα για την
ελκτική δύναμη μιας μάζας Μ που είναι συγκεντρωμένη στο κέντρο μιας σφαίρας.

Ο Νεύτωνας έδειξε επίσης ότι η δύναμη της βαρύτητας που γίνεται αισθητή από μια
σημειακή μάζα σε ένα σημείο μέσα σε ένα σφαιρικά συμμετρικό σώμα (δηλ., r < R,
όπου το r είναι η απόσταση από το κέντρο του σφαιρικά συμμετρικού σώματος και το
R είναι η ακτίνα του) είναι ισοδύναμη με τη δύναμη που ασκείται εξ αιτίας μιας
σημειακής μάζας στο κέντρο της μάζας Μ(r), όπου Μ(r) είναι η συνολικά
περιλαμβανόμενη μάζα εντός της εσωτερική ακτίνας r. Για παράδειγμα, για μια
σφαίρα ακτίνας R με ομοιόμορφη πυκνότητα ρ, η δύναμη της βαρύτητας σε μια
σημειακή μάζα m δίνεται από μια εκ των δύο σχέσεων

4
F= π G ρ m r , για r ≤ R (3.8α)
3

4 R3
F= πG ρ m , για r ≥ R (3.8β)
3 r2

3.4 Το πεδίο δυνάμεων ενός περιστρεφόμενου φυσικού σώματος

Είναι γνωστό ότι μια εξαναγκασμένη περιστροφή μιας μάζας m που κινείται με
γωνιακή ταχύτητα ω σε απόσταση rc από τον άξονα περιστροφής, εξωθεί τη μάζα

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 65
___________________________________________________________________________

προς τη κάθετη διεύθυνση μακριά από τον άξονα περιστροφής. Η δύναμη που
ασκείται, είναι γνωστή ως φυγόκεντρος δύναμη και το μέτρο της εκφράζεται από τη
σχέση (Σχ. 3.6)

f c = rc ω 2 m (3.9α)

ή αντίστοιχα σε διανυσματική μορφή


r r
f c = rc ω 2 m (3.9β)

Στην περίπτωση μιας μοναδιαίας μάζας m, που είναι προσκολλημένη στην επιφάνεια
ενός περιστρεφόμενου φυσικού σώματος (όπως π.χ. στη Γη, η οποία κινείται με
γωνιακή ταχύτητα ω=0.72921151 x 10-4 rad sec-1), και κατά συνέπεια είναι
εξαναγκασμένη να περιστρέφεται με αυτό, αυτή υπόκειται στην επίδραση δύο
δυνάμεων: αφ’ ενός έλκεται από το φυσικό σώμα και, αφ’ ετέρου εξωθείται μακριά
από τον άξονα περιστροφής του φυσικού σώματος από την φυγόκεντρη δύναμη. Η
r
συνολική δύναμη f δίνεται από τη σχέση

Σχήμα 3.6 – Για κάθε σώμα στην επιφάνεια της Γης υπόκειται στην επίδραση της
φυγόκεντρης δύναμης

___________________________________________________________________________
66 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

r r r ρ r r
f = f g + fc = G ∫∫∫ L3
L dv + rc ω 2 (3.10)
Β
r
όπου f g είναι η νευτώνεια ελκτική δύναμη που ασκείται στην μοναδιαία μάζα από τη
Γη και έχει τη διεύθυνση από το σημείο ενδιαφέροντος (τη θέση της μάζας) προς το
κέντρο της Γης. Αυτή τη συνδυασμένη επίδραση των εν λόγω δύο δυνάμεων την
r r
δέχεται κάθε σταθερό σώμα στην επιφάνεια της Γης. Προφανώς, αν είναι f g > f c το
αντικείμενο έλκεται προς το κέντρο του φυσικούς σώματος (π.χ. τη Γη), ενώ αν είναι
r r
f g < f c το αντικείμενο απωθείται μακριά από το κέντρο του φυσικούς σώματος. Η
συνολική αυτή δύναμη εφαρμόζεται σε ένα αντικείμενο σε οποιοδήποτε σημείο του
χώρου, ανά μονάδα μάζας. Είναι πράγματι ίση με την βαρυτική επιτάχυνση στο
σημείο αυτό, δηλαδή αυτό που αποκαλούμε βαρύτητα (gravity) και που συνήθως
r r r
συμβολίζεται ως g (≡ f g + f ) .

3.5 Η έννοια του δυναμικού

Τα πεδία δυνάμεων διακρίνονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με το εάν σχετίζονται


με την ύπαρξη ή όχι μιας συνάρτησης δυναμικού, δηλαδή μιας συνάρτησης

V : ℜ3 → ℜ
έτσι ώστε να ισχύει
r r r r r
F ( r ) = ∇V ( r ) = gradV (r ) , ∀r ∈ ℜ 3 (3.11)

όπου ο τελεστής ∇( ), όπως έχει ήδη αναφερθεί είναι το διανυσματικό ανάλογο της
d
παραγώγου , δηλαδή
dx
r r r
r ∂V (r ) r ∂V (r ) r ∂V (r ) r
∇ V ( r ) = ∇V ( x , y , z ) = i+ j+ k (3.12)
∂x ∂y ∂z

Ένα πεδίο δυνάμεων, όπως στη περίπτωση του πεδίου βαρύτητας της Γης, είναι μια
χρήσιμη αναπαράσταση ενός φυσικού πεδίου, που ωστόσο δημιουργεί πρακτικές

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 67
___________________________________________________________________________

δυσκολίες εξ αιτίας της ανάγκης να γνωρίζουμε τις τρεις συνιστώσες - τιμές (τις
συντεταγμένες του διανύσματος της ασκούμενης δύναμης της βαρύτητας) σε κάθε
σημείο του πεδίου. Για το λόγο αυτό είναι πιο απλό να υιοθετηθεί η έννοια της
συνάρτησης του δυναμικού της βαρύτητας (Κατσάμπαλος και Τζιαβός, 1996,
Αραμπέλος και Τζιαβός, 2007). Με άλλα λόγια, μας επιτρέπει να μιλάμε για την
r r r
συνάρτηση V (r ) ως το δυναμικό των δυνάμεων της βαρύτητας F (r ) και για τις
r r
δυνάμεις της βαρύτητας F (r ) ως την κλίση της συνάρτησης του γήινου δυναμικού
r
V (r ) .

Το ότι από το δυναμικό προκύπτει το πεδίο δυνάμεων της βαρύτητας μπορεί να


r
∂V (r )
δειχθεί υπολογίζοντας τη μερική παράγωγο για τη συντεταγμένη x:
∂x
r
∂V ( r ) ∂ (1 / r ) ∂ (1 / r )∂r ⎛ 1 ⎞⎛ 2 x ⎞ GM
= GM = GM = GM ⎜ − 2 ⎟⎜ ⎟ = − 3 x (3.13)
∂x ∂x ∂r ∂x ⎝ r ⎠⎝ 2r ⎠ r
r r
που δίνει τη συνιστώσα Fx της δύναμης F (r ) , και το ίδιο μπορεί να δειχθεί για τις
συνιστώσες Fy και Fz κατά τις συντεταγμένες y και z [Heiskanen and Moritz (1967),
Torge (2000), Hofmann-Wellenhof and Moritz (2005)].
r
Στις παραπάνω σχέσεις r είναι το διάνυσμα θέσης του σημείου όπου ενδιαφερόμαστε
r r r
να υπολογίσουμε τη συνάρτηση του δυναμικού V (r ) ή τη δύναμη F (r ) . Στον
r r r r r r r r
ευκλείδειο χώρο είναι απλά r = r ( x, y, z ) = x i + y j + z k , όπου (i , j , k ) είναι
τα μοναδιαία διανύσματα κατά μήκος των αξόνων του συστήματος των
συντεταγμένων ( x, y, z ) . Αξίζει να σημειωθεί ότι συνήθως δεν είναι εύκολο να
υπολογιστεί η συνάρτηση του δυναμικού, ακόμα και αν η ύπαρξη της είναι δεδομένη.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, στην περίπτωση της Γης, η συνάρτηση του γήινου
δυναμικού είναι μια από τις η πιο σημαντικές έννοιες στη Φυσική Γεωδαισία.

3.6 Το ελκτικό δυναμικό μιας σημειακής μάζας

Κατά παρόμοιο τρόπο μπορεί να δειχθεί ότι το δυναμικό μιας μάζας Μ, που
θεωρείται ότι βρίσκεται τοποθετημένη στο κέντρο του συστήματος των
r r
συντεταγμένων ( r ≡ L ) , δίνεται από τη σχέση

___________________________________________________________________________
68 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.7 – Γεωμετρία του δυναμικού μιας σημειακής μάζας

r GM
V (r ) = (3.14)
r

η οποία προκύπτει από τον υπολογισμό του έργου (ανά μονάδα μάζας) που απαιτείται
r
για τη μεταφορά της μάζας Μ από το άπειρο (όπου V=0) στη θέση r ( x, y, z ) μιας
μοναδιαίας μάζας m (Σχ. 3.7):

B ∞
r r r r GM
V (r ) = ∫ F ( r ) dr := V (r ) = ∫ −
r2
dr
A r
rx (3.15)
GM GM
= lim rx → ∞ ∫ −
r2
dr =
r
r

Κατ’ ανάλογο τρόπο, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το εν λόγω δυναμικό σχετίζεται


με τη δύναμη της βαρύτητας μιας σημειακής μάζας, αρκεί να δειχθεί ότι η κλίση της
r r
παραπάνω συνάρτησης δυναμικού εκφράζει τη δύναμη F (r ) που ασκείται από τη
μάζα Μ στη μάζα m. Συγκεκριμένα, έχουμε
r r r
r ∂V (r ) r ∂V (r ) r ∂V (r ) r
∇V ( r ) = i+ j+ k
∂x ∂y ∂z
r r (3.16α)
∂V (r ) ∂r r ∂r r ∂r r ∂V (r )
= ( i+ j + k) = ∇r
∂r ∂x ∂y ∂z ∂r
∂r x ∂r y ∂r z
r = (x 2 + y 2 + z 2 ) ⇒ = , = , = (3.16β)
∂x r ∂y r ∂z r

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 69
___________________________________________________________________________
r
r ∂V (r ) GM
∇r = , =− (3.16γ)
r ∂r r2

Οπότε αποδεικνύεται τελικά ότι

r GM r r r
∇V (r ) = − 3 r = F (r ) (3.17)
r

που είναι και η ζητούμενη σχέση, ίδια με τη εκείνη που εκφράζει τη δύναμη μιας
σημειακής μάζας και συνεπώς αποδεικνύει την ικανή και αναγκαία συνθήκη ότι,
r r r
δηλαδή η συνάρτηση V (r ) είναι το δυναμικό της δύναμης F (r ) που ασκεί η
σημειακή μάζα Μ στη μοναδιαία μάζα m στο σημείο Ρ(x,y,z).

Αν έχουμε ένα σύστημα από πολλαπλές σημειακές μάζες dΜ1, dΜ2, …, dΜi, το
αντίστοιχο δυναμικό του συστήματος στο σημείο Ρ′(x′,y′,z′) θα είναι ισοδύναμο με το
άθροισμα των επιμέρους τιμών του δυναμικού για κάθε μάζα ξεχωριστά (Σχ. 3.8),
δηλαδή

GdM 1 GdM 2 GdM i n


dM i
V =
L1
+
L2
+ ... +
Li
=G ∑i =1 Li
(3.18)

Σχήμα 3.8 – Το δυναμικό πολλαπλών μαζών dM είναι ισοδύναμο με το άθροισμα των


επιμέρους δυναμικών για κάθε μάζα

___________________________________________________________________________
70 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι, από τη σκοπιά της φυσικής, η συνάρτηση του
δυναμικού καθορίζεται με προσέγγιση προσθετικής σταθεράς (που συνήθως
υπολογίζεται θέτοντας V(0)=0), αποδίδοντας σε κάθε σημείο στο χώρο μια τιμή
δυναμικής ενέργειας (της μοναδιαίας μάζας τοποθετημένης στο θεωρούμενο σημείο
ενδιαφέροντος στο χώρο) και, συνακόλουθα διαμερίζοντας τον χώρο σε ισοδυναμικές
επιφάνειες (δηλαδή επιφάνειες σταθερού δυναμικού), οι οποίες σε κάθε σημείο στο
χώρο τέμνουν κάθετα το πεδίο δυνάμεων. Αν σε κάθε σημείο στο χώρο προσαρτάται
το ίδιο σταθερό διάνυσμα δύναμης, το πεδίο αποκαλείται ομογενές πεδίο δυνάμεων
και τα ομογενή πεδία δυνάμεων που προέρχονται από συνάρτηση δυναμικού που
καθορίζεται με προσέγγιση προσθετικής σταθεράς διαμερίζουν τον χώρο σε
ισοδυναμικά επίπεδα. Για παράδειγμα, είναι πειραματικά διαπιστωμένο ότι εάν ένα
σώμα μάζας m κοντά στην επιφάνεια της Γης κινείται μόνο υπό την επίδραση του
βάρους του, η εξίσωση που διέπει την κίνηση του (ελεύθερη πτώση κατά μήκος της
r r
δυναμικής γραμμής r = r (t ) ) είναι ίδια με αυτή που ισχύει για την κίνηση σε ένα
ομογενές πεδίο δυνάμεων:

r r
m &r&( x) = mg (3.19)
r
όπου g = (0,0,− g ) δηλώνει το διάνυσμα της βαρυτικής επιτάχυνσης, και g είναι η
ένταση της βαρύτητας ή το μέτρο του διανύσματος της βαρύτητας, όπως θα
αναφερθεί αργότερα.

3.7 Το δυναμικό έλξης ενός φυσικού σώματος

Κατά επέκταση της προηγούμενης περίπτωσης, μπορεί να δειχθεί ότι το ελκτικό


δυναμικό ενός φυσικού σώματος Β (Σχ. 3.9), δίνεται από τη σχέση

ρ
V = G ∫∫∫ dv (3.20)
B
L

όπου L είναι η απόσταση μεταξύ μιας στοιχειώδους μάζας dM = ρ dv του εν λόγω


φυσικού σώματος, όγκου dv και πυκνότητας ρ, και μιας ελκυόμενης σημειακής
μοναδιαίας μάζας σε ένα σημείο Ρ(x′, y′, z′).

Κατ’ ανάλογο τρόπο, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το εν λόγω δυναμικό σχετίζεται


με τη δύναμη της βαρύτητας ενός φυσικού σώματος με ομοιόμορφη (για
απλούστευση) πυκνότητα ρ, αρκεί να δειχθεί ότι η κλίση της παραπάνω συνάρτησης

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 71
___________________________________________________________________________
r
δυναμικού εκφράζει τη δύναμη F που ασκείται από τη μάζα του φυσικού σώματος
σε μια μοναδιαία μάζα m.

Σχήμα 3.9 – Το δυναμικό έλξης


ενός φυσικού σώματος

Συγκεκριμένα, έχουμε

⎛ ⎞
⎜ ρ ⎟ ⎛1⎞
∇V = ∇⎜ G
⎜ L∫∫∫
dv ⎟ = G
⎟ ⎝L⎠∫∫∫
ρ∇⎜ ⎟ dv (3.21)
⎝ B ⎠ B

r r
Θεωρώντας τα διανύσματα θέσης r και r ' , αντίστοιχα της στοιχειώδους μάζας dM
και της μοναδιαίας μάζας στο σημείο ενδιαφέροντος Ρ(x′,y′,z′), όπου

r r r r r r r r
r = x i + y j + z k και r ′ = x ′ i + y ′ j + z ′ k
r r r r r r
⇒ L = r − r ' = [( x ′ − x) i + ( y ′ − y ) j + ( z ′ − z ) k ] και

L = [( x ′ − x) 2 + ( y ′ − y ) 2 + ( z ′ − z ) 2

υπολογίζεται εύκολα ότι

___________________________________________________________________________
72 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

1
∂( )
1 L ∂L r ∂L r ∂L r
∇( ) = ( i+ j+ k ) = ...
L ∂L ∂x ∂y ∂z (3.22)
r
1 r r r L
=− [( x ′ − x) i + ( y ′ − y ) j + ( z ′ − z ) k ] = −
L3 L3

και συνεπώς
r
1 L
∇V = G ∫∫∫ ρ ∇( ) dB = −G ∫∫∫ ρ 3 dv
B
L B L (3.23)
G r G r GM r r
= − 3 L ∫∫∫ ρ dv = − 3 L ∫∫∫ dM = − 3 L = F
L B L B L

που είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε η παραπάνω συνάρτηση V να είναι το
r
δυναμικό της δύναμης F . Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπολογισμού του δυναμικού
V, η μόνη υπόθεση που γίνεται είναι ότι η πυκνότητα ρ είναι πλήρως γνωστή σε όλη
τη Γη, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι καλύτερα γνωστή μόνο στα ανώτερα
στρώματα του γήινου φλοιού. Για το λόγο αυτό, στην πράξη θεωρούμε ότι σε πρώτη
προσέγγιση η Γη έχει μια σφαιρική ομοιόμορφή κατανομή της πυκνότητας.

3.8 Το δυναμικό ενός περιστρεφόμενου φυσικού σώματος

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η συνολική δύναμη της βαρύτητας που επιδρά σε μια μάζα
που βρίσκεται προσκολλημένη σε ένα περιστρεφόμενο σώμα όπως η Γη και
περιστρέφεται με αυτό, είναι συνισταμένη της νευτώνειας ελκτικής δύναμης και της
φυγόκεντρου δύναμης εξ αιτίας της περιστροφής της Γης (Κατσάμπαλος και Τζιαβός,
1996), δηλαδή

r r r σ r r
f = f g + f c = G ∫ 3 L dv + rc ω 2 (3.24)
B
L

όπου η γήινη γωνιακή ταχύτητα ω = 7.292115 x 10-5 rad/sec είναι γνωστή με μεγάλη
ακρίβεια από αστρονομικές και διαστημικές μετρήσεις.

Προκειμένου να υπολογιστεί το δυναμικό της εν λόγω δύναμης, μπορεί κανείς να


χρησιμοποιήσει την γραμμικότητα του τελεστή κλίσης, δηλαδή ότι ισχύει

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 73
___________________________________________________________________________

∇( A + B) = ∇( A) + ∇( B) για οποιασδήποτε βαθμωτές συναρτήσεις Α και Β και να


υπολογίσει το δυναμικό της βαρύτητας του περιστρεφόμενου σώματος ως το
άθροισμα δύο συναρτήσεων δυναμικού: του δυναμικού έλξης V και του δυναμικού Φ
της φυγόκεντρου δύναμης. Με άλλα λόγια αρκεί να δειχθεί ότι (Αραμπέλος και
Τζιαβός, 2007)
r r
∇(V + Φ) = ∇V + ∇Φ = f g + f c (3.25)

r r
όπου f c = ω 2 rc = (ω 2 x, ω 2 y,0) .

Από την προηγούμενη ενότητα έχει δειχθεί πως υπολογίζεται το δυναμικό ενός
φυσικού σώματος. Εν προκειμένω το πρόβλημα ανάγεται στο να υπολογιστεί το
δυναμικό Φ της φυγόκεντρου δύναμης. Το τελευταίο εκφράζεται από τη σχέση

1 2 1 2
Φ= ( x + y 2 ) ω 2 = rc ω 2 (3.26)
2 2

και συνεπώς το δυναμικό W της βαρύτητας της Γης δίνεται από τη σχέση

ρ 1 2
W = V + Φ = G ∫∫∫ dv + rc ω 2 (3.27)
B
L 2

Η πρακτική δυσκολία υπολογισμού του δυναμικού W έγκειται στο ότι ο υπολογισμός


του πρώτου όρου στην παραπάνω σχέση απαιτεί την ολοκλήρωση σε όλη τη Γη και
επιπλέον η πυκνότητα ρ στην πραγματικότητα δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη τη Γη
αλλά είναι συνάρτηση της θέσης κάθε σημείου ενδιαφέροντος. Συνεπώς απαιτούνται
κάποιες πιο πολύπλοκες διαδικασίες υπολογισμού, τα γνωστά στη Φυσική Γεωδαισία
ως γεωδαιτικά συνοριακά προβλήματα (Geodetic Boundary Value Problems) στα
οποία θα αναφερθούμε διεξοδικότερα στην ενότητα 3.11.

3.9 Το δυναμικό της Γης ως λύση των εξισώσεων Poisson και


Laplace

Συνεχίζοντας από τη βασική έννοια της απόκλισης ενός διανυσματικού πεδίου, όπως
αναφέρθηκε ήδη στην ενότητα 2.2 και είναι επίσης γνωστό από τη διανυσματική
r r
ανάλυση, εάν F είναι ένα διανυσματικό πεδίο, τότε η απόκλισή του divF σε ένα

___________________________________________________________________________
74 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

σημείο παριστάνει τη ροή (flux) του διανυσματικού πεδίου ανά μονάδα όγκου, δια
μέσου μιας απειροστής κλειστής επιφάνειας dS, που περιέχει το σημείο, και μπορεί
να οριστεί από τη σχέση (Σχ. 3.10):

r
Σχήμα 3.10 – Ροή ενός διανυσματικού πεδίου F
μέσω μιας επιφάνειας

r 1 r r
∇ • F = lim V →0
o Vo ∫∫ F • n dS (3.28)
S

όπου Vο είναι ο όγκος που περικλείεται από την κλειστή επιφάνεια S που ανήκει το
r
σημείο ενδιαφέροντος, n είναι το κάθετο μοναδιαίο διάνυσμα στο απειροστό
στοιχείο dS της επιφάνειας S και η ολοκλήρωση του κλειστού επιφανειακού
ολοκληρώματος γίνεται για όλη την επιφάνεια S.

Αν θεωρήσουμε για την περίπτωση της Γης ότι η επιφάνεια S είναι σφαιρική, η μάζα
που περικλείεται από αυτή δίνεται από τη σχέση M ΓΗ = ρ Vo όπου για απλότητα η
πυκνότητα ρ θεωρείται σταθερή για κάθε σημείο στο εσωτερικό της Γης (δηλαδή στο
εσωτερικό της επιφάνειας S). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η εν λόγω μάζα δημιουργεί
r
ένα ακτινωτό πεδίο δυνάμεων F που εκφράζονται από το νόμο της παγκόσμιας
r
έλξης του Νεύτωνα, και συνεπώς η κάθε ελκτική δύναμη F του πεδίου θα είναι
κάθετη στη γήινη σφαιρική επιφάνεια, έτσι ώστε πάνω στην σφαίρα να ισχύει

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 75
___________________________________________________________________________

r r r r GM
∫∫ F • n dS = ∫∫ F n cos 0 o dS = ∫∫ − r2
dS
S S S
(3.29)
GM GM
∫∫ dS = −
2
=− 4πr = −4πGM = −4πGρVo
r2 S r2
και τελικά

r 1 r r
∇ • F = lim V →0
o V o
∫∫ F ⋅ n dS = −4πGρ (3.30)
S

η οποία εξίσωση ισχύει για κάθε σημείο στο χώρο, και απλά εξαρτάται από την τιμή
της πυκνότητας ρ. Συνεπώς μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις:

(a) Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που το σημείο ενδιαφέροντος είναι στο εσωτερικό
r r r
της επιφάνειας S: ∇ ⋅ F = divF = −4πGρ , και επειδή η δύναμη F δίνεται από τη
r
κλίση του δυναμικού V ( F = ∇V ) συνάγεται ότι

r ⎛ ∂ 2V ∂ 2V ∂ 2V ⎞
∇ • F = ∇ ⋅ ∇V = ⎜ + + ⎟ = ΔV = −4πGρ . (3.31)
⎜ ∂x 2 ∂y 2 ∂z 2 ⎟
⎝ ⎠

Η παραπάνω σχέση υποδηλώνει ότι οι μάζες (με τις διαφορετικές πυκνότητες


τους) είναι “οι πηγές” του πεδίου βαρύτητας, όπου η ένταση κάθε πηγής, το
r
divF , είναι ανάλογη της πυκνότητας της εκάστοτε μάζας.

(b) Στην περίπτωση που το σημείο ενδιαφέροντος είναι έξω από την επιφάνεια S
(ρ=0) ισχύει:
r
∇ • F = ΔV = 0 (3.32)

⎛ ∂2 f ∂2 f ∂2 f ⎞
Tο τελεστής Δf = ⎜⎜ 2 + 2 + 2 ⎟⎟ για μια συνάρτηση f είναι ο
⎝ ∂x ∂y ∂z ⎠
αποκαλούμενος τελεστής Laplace (Laplacian operator), που συχνά συμβολίζεται και
ως ∇ 2 f .

___________________________________________________________________________
76 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Επανερχόμενοι στην περίπτωση για το εσωτερικό της Γης, η σχέση ΔV = −4πGρ


είναι γνωστή ως η εξίσωση του Poisson (προς τιμή του Γάλλου μαθηματικού και
φυσικού Siméon-Denis Poisson (1781-1840)), η οποία εξαρτάται από την πυκνότητα
ρ, που με τη σειρά της είναι συνάρτηση της θέσης του εκάστοτε σημείου
ενδιαφέροντος.

Στη περίπτωση του άδειου χώρου έξω από την επιφάνεια του έλκοντος σώματος (π.χ.
της Γης), η πυκνότητα είναι μηδέν και η σχέση ΔV = 0 είναι γνωστή ως η εξίσωση
2
Laplace, η οποία συχνά εκφράζεται και ως ΔV = ∇ V = div gradV = 0 .

Με άλλα λόγια, το δυναμικό έλξης της Γης πρέπει να ικανοποιεί την εξίσωση του
Poisson μέσα και πάνω στην επιφάνεια της Γης, και την εξίσωση του Laplace έξω
από τη γήινη επιφάνεια.

Οι δύο αυτές εξισώσεις αποτελούν τις βασικότερες διαφορικές εξισώσεις της


Φυσικής Γεωδαισίας. Οι λύσεις της εξίσωσης Laplace αποτελούν μια ειδική
κατηγορία συναρτήσεων, οι λεγόμενες αρμονικές συναρτήσεις (Hofmann-Wellenhof
and Moritz, 2005). Συνεπώς το ελκτικό δυναμικό της γήινης βαρύτητας είναι μια
αρμονική συνάρτηση έξω από τη γήινη επιφάνεια, άλλα όχι μέσα στη γήινη
επιφάνεια, εκεί δηλαδή που ισχύει η εξίσωση Poisson.

Κατ’ ανάλογο τρόπο μπορούμε να υπολογίσουμε την διαφορική εξίσωση που ισχύει
για το δυναμικό της φυγόκεντρου δύναμης. Συγκεκριμένα, θεωρώντας ότι ο άξονας z
του συστήματος των συντεταγμένων συμπίπτει με τον άξονα περιστροφής του
φυσικού περιστρεφόμενου σώματος, και ξεκινώντας από τη σχέση που εκφράζει το
δυναμικό της φυγόκεντρου δύναμης

1 2 1 2
Φ= ( x + y 2 ) ω 2 = rc ω 2 (3.33)
2 2

αρκεί να υπολογιστεί η αντίστοιχη σχέση

⎛ ∂ 2Φ ∂ 2Φ ∂ 2Φ ⎞ ⎛ ∂ 2Φ ∂ 2Φ ⎞ ∂ 2Φ
ΔΦ = ⎜⎜ 2 + 2 + 2 ⎟⎟ ή ΔΦ = ⎜⎜ 2 + 2 ⎟⎟ δεδομένου ότι =0.
⎝ ∂x ∂y ∂z ⎠ ⎝ ∂x ∂y ⎠ ∂z 2

Συνεπώς

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 77
___________________________________________________________________________

1 1 1
ΔΦ = Δ( ( x 2 + y 2 ) ω 2 ) = ω 2 Δ( ( x 2 + y 2 ))
2 2 2
(3.34)
1 ∂ 2 (x 2 + y 2 ) ∂ 2 (x 2 + y 2 )
= ω 2[ + ] = ... ⇒ ΔΦ = 2 ω 2
2 ∂x 2 ∂y 2

Επειδή ο τελεστής Laplace Δ έχει την ιδιότητα (Αραμπέλος και Τζιαβός, 2007)

Δ(kΑ+Β) = kΔ(Α) + Δ(Β)

για οποιεσδήποτε βαθμωτές συναρτήσεις Α και Β και οποιοδήποτε πραγματικό


αριθμό k, μπορεί εύκολα να υπολογιστεί η αντίστοιχη γενικευμένη εξίσωση του
Poisson για το δυναμικό της βαρύτητας W στο εσωτερικό ή στην επιφάνεια της Γης,
ως

ΔWI = Δ(V + Φ ) = ΔV + ΔΦ = −4πGρ + 2ω 2 (3.35)

Επειδή το φυγόκεντρο δυναμικό Φ είναι αναλυτική συνάρτηση, οι ασυνέχειες του


δυναμικού της βαρύτητας W ταυτίζονται με τις ασυνέχειες του ελκτικού δυναμικού
V, και συνεπώς οι δεύτερες παράγωγοι του παρουσιάζουν ασυνέχειες στα σημεία της
γήινης επιφάνειας όπου η πυκνότητα ρ, που είναι συνάρτηση της θέσης του εκάστοτε
σημείου ενδιαφέροντος, παρουσιάζει ασυνέχειες, δηλαδή στο εσωτερικό ή στην
επιφάνεια της Γης (π.χ. διαφορετικά πετρώματα, στρώματα, κλπ.).

Ένας τρόπος να λυθεί η εξίσωση του Poisson είναι χρησιμοποιώντας τις λεγόμενες
συναρτήσεις του Green για τις οποίες υπάρχουν διάφορες (αρκετά πολύπλοκες)
μέθοδοι για την αριθμητική επίλυση τους, που ωστόσο δεν είναι του άμεσου
ενδιαφέροντος μας.

Αντίστοιχα, παρατηρούμε ότι, σε αντίθεση με το ελκτικό δυναμικό V που ικανοποιεί


την εξίσωση Laplace ( ΔV = 0 ), το δυναμικό της βαρύτητας της Γης για τα σημεία
στον εξωτερικό χώρο της Γης, δεν ικανοποιεί την εξίσωση Laplace, δεδομένου ότι
στην προκειμένη περίπτωση ισχύει

ΔWE = Δ(V + Φ ) = ΔV + ΔΦ = 2ω 2 ≠ 0 (3.36)

___________________________________________________________________________
78 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

3.10 Αρμονικές συναρτήσεις και οι ιδιότητες τους

Όπως ήδη αναφέρθηκε οι συναρτήσεις που ικανοποιούν την εξίσωση Laplace σε


κάθε σημείο μιας περιοχής Α του χώρου αποτελούν μια ειδική κατηγορία
συναρτήσεων, που αποκαλούνται αρμονικές συναρτήσεις στην περιοχή Α. Αν η
περιοχή ενδιαφέροντος είναι το εξωτερικό μιας κλειστής επιφάνειας S, τότε επιπλέον
η συνάρτηση πρέπει επίσης να τείνει στην τιμή 1/L για L→∞. Για παράδειγμα, το
ελκτικό δυναμικό της Γης αποτελεί μια τέτοια συνάρτηση στο χώρο έξω από την
επιφάνεια της Γης.

Οποιαδήποτε αρμονική συνάρτηση f έχει τις εξής χρήσιμες ιδιότητες:

1. Διατηρεί τη μέγιστη και την ελάχιστη τιμή της στο σύνορο οποιαδήποτε κλειστής
περιοχής B ⊂ A , όπου οι τιμές της στο εσωτερικό της επιφάνειας Β είναι
μικρότερες από τη μέγιστη τιμή και μεγαλύτερες από την ελάχιστη τιμή της
συνάρτησης, που σημαίνει ότι η συνάρτηση f δεν μπορεί να έχει τοπικά μέγιστα ή
ελάχιστα, εκτός από την εξαιρετική περίπτωση όπου η f είναι σταθερά. Η
ιδιότητα αυτή είναι γνωστή ως αρχή της μέγιστης τιμής (maximum principle).

2. Είναι αναλυτική συνάρτηση, δηλαδή είναι παραγωγίσιμη και έχει παραγώγους


οποιαδήποτε τάξης, και όχι όλες μηδέν σε οποιοδήποτε σημείο της περιοχής Α.

3. Αν δύο συναρτήσεις είναι λύσεις της εξίσωσης Laplace, τότε το άθροισμά τους
(ή οποιοσδήποτε γραμμικός συνδυασμός τους) είναι επίσης λύση της εξίσωσης
Laplace. Αυτή η ιδιότητα, αποκαλείται αρχή της υπέρθεσης (superposition
principle) και είναι πολύ χρήσιμη, δεδομένου ότι οι λύσεις στα σύνθετα
προβλήματα μπορούν να κατασκευαστούν με το άθροισμα των απλών λύσεων.
r
4. Επιτρέπει την αντιστροφή της, που σημαίνει π.χ. εάν η συνάρτηση V (r ) είναι
αρμονική στο εσωτερικό (εξωτερικό) μιας μοναδιαίας σφαίρας, τότε η
1 r r rr
συνάρτηση V ( R ) , όπου R = 2 , είναι αρμονική στο εξωτερικό (εσωτερικό)
r r
της ίδιας μοναδιαίας σφαίρας. Η εν λόγω ιδιότητα μπορεί να γενικευθεί για κάθε
επιφάνεια B ⊂ A .

5. Για μια συνάρτηση αρμονική στο εσωτερικό μιας σφαίρας, η τιμή V που
λαμβάνει στο κέντρο της σφαίρας είναι ίση με τη μέση τιμή όλων των τιμών που
λαμβάνει στην επιφάνεια της σφαίρας. Με άλλα λόγια, εάν η σφαίρα έχει ακτίνα
R και είναι τοποθετημένη με το κέντρο της στην αρχή του συστήματος των
συντεταγμένων ισχύει

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 79
___________________________________________________________________________

r 1 r
V (0) =
4πR 2 ∫∫V (r )
S
dS (3.37)

Η ιδιότητα αυτή είναι γνωστή ως η ιδιότητα της μέσης τιμής (the mean value
property) ή το θεώρημα του Gauss για αρμονικές συναρτήσεις (Gauss harmonic
functions theorem).

6. Οι τιμές που λαμβάνει μια αρμονική συνάρτηση σε μια κλειστή συνοριακή


επιφάνεια προσδιορίζουν μια και μόνο μία αρμονική συνάρτηση στο εσωτερικό
της εν λόγω κλειστής συνοριακής επιφάνειας. Η ιδιότητα αυτή είναι γνωστή ως η
αρχή του Dirichlet (Dirichlet’s Principle), προς τιμή του Γάλλου μαθηματικού
Lejeune Dirichlet (1805-1859), οποίος τη διατύπωσε πρώτος. Έκτοτε έχει
αποδειχθεί ότι η εν λόγω αρμονική συνάρτηση υπάρχει εφόσον η αντίστοιχη
συνοριακή επιφάνεια είναι “ομαλή”, δηλαδή έχει παντού ένα εφαπτόμενο
επίπεδο.

Το πλέον απλό παράδειγμα αρμονικής συνάρτησης είναι η γνωστή αντίστροφη


συνάρτηση της απόστασης (Hofmann-Wellenhof and Moritz, 2005)

1 1
= (3.38α)
L
( x − x ′) 2 + ( y − y ′) 2 + ( z − z ′) 2

( x ′, y ′, z ′) , για την οποία αν θεωρηθεί ως


μεταξύ δύο σημείων ( x, y, z ) και
1
συνάρτηση των x, y, z μπορεί εύκολα να δειχθεί ότι Δ ( ) = 0 και συνεπώς η
L
1
συνάρτηση είναι αρμονική. Η απόδειξη προκύπτει υπολογίζοντας τις μερικές
L
1
παραγώγους της συνάρτησης ως προς x, y, z
L

∂ (1 / L) x − x′ ∂ (1 / L ) y − y' ∂ (1 / L ) z − z'
=− , =− , =− (3.38β)
∂x L3 ∂y L3 ∂z L3

___________________________________________________________________________
80 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

∂ 2 (1 / L) − L2 + 3( x − x' ) 2 ∂ 2 (1 / L) − L2 + 3( y − y ' ) 2
= , = ,
∂x 2 L3 ∂y 2 L3
∂ 2 (1 / L) − L2 + 3( z − z ' ) 2
= (3.38γ)
∂z 2 L3
1 ∂ 2 (1 / L) ∂ 2 (1 / L) ∂ 2 (1 / L)
→ Δ( ) = + + =0
L ∂x 2 ∂y 2 ∂z 2

Κατ’ επέκταση, η συνάρτηση του ελκτικού δυναμικού μιας σημειακής μάζας που
GM
δίνεται από τη συνάρτηση V = είναι επίσης αρμονική συνάντηση, δεδομένου
L
1
ότι η παραπάνω σχέση Δ ( ) = 0 δεν αλλάζει αν και τα δύο μέρη της
L
πολλαπλασιαστούν με GM. Το ίδιο συμβαίνει και με το ελκτικό δυναμικό
ρ
V = G ∫∫∫ dv ενός φυσικού σώματος, το οποίο είναι αρμονική συνάρτηση για
B
L
κάθε σημείο Ρ ( x′, y′, z ′) εξωτερικά του φυσικού σώματος, π.χ. στο εξωτερικό της
Γης (αν εξαιρέσουμε την επίδραση της ατμόσφαιρας). Ενώ αν το σημείο Ρ βρίσκεται
1
στο εσωτερικό της επιφάνειας του φυσικού σώματος δεν ισχύει ότι Δ ( ) = 0 ,
L
δεδομένου ότι η συνάρτηση αυτή δεν είναι αρμονική στο σημείο ( x ′, y ′, z ′) όταν τα
1
δύο σημεία ταυτίζονται, δηλαδή ( x, y, z ) ≡ ( x ′, y ′, z ′) → L = 0 → = ∞ και γι’
L
αυτό το λόγο το δυναμικό στο εσωτερικό της Γης δεν ικανοποιεί την εξίσωση
Laplace, αλλά την εξίσωση του Poisson.

Από το θεώρημα του Stokes, συνάγεται εύκολα ότι γενικά μια συνάρτηση V που
είναι αρμονική στο εξωτερικό μιας επιφάνειας S, προσδιορίζεται μοναδικά από τις
τιμές της στην επιφάνεια S. Ωστόσο, γενικά υπάρχουν άπειρες κατανομές της
έλκουσας μάζας που έχουν τη συγκεκριμένη συνάρτηση V ως δυναμικό στο
εξωτερικό της εν λόγω επιφάνειας. Στην περίπτωση της Γης, το πρόβλημα εύρεσης
της κατανομής των γήινων ελκτικών μαζών που έχουν συγκεκριμένη συνάρτηση V
ως δυναμικό στο εξωτερικό της γήινης επιφάνειας λέγεται αντίστροφο πρόβλημα της
θεωρίας του γήινου δυναμικού. Δηλαδή, να προσδιοριστούν οι μάζες της Γης από το
δυναμικό της – ένα πρόβλημα που δεν έχει μια και μοναδική λύση. Το πρόβλημα
αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε γεωφυσικές εφαρμογές, π.χ. στις γεωφυσικές
διασκοπήσεις, όπου το ενδιαφέρον είναι να εντοπιστούν οι διαφοροποιήσεις των

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 81
___________________________________________________________________________

υπεδάφιων μαζών από τις παρατηρούμενες παραλλαγές της βαρύτητας στην γήινη
επιφάνεια. Στην περίπτωση αυτή είναι αναγκαίες επιπλέον πληροφορίες που δίνονται
για παράδειγμα από γεωλογικές παρατηρήσεις ή σεισμολογικές μετρήσεις.

Από τα παραπάνω απλά παραδείγματα γίνεται αντιληπτό γιατί οι αρμονικές


συναρτήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στη Φυσική Γεωδαισία.

3.11 Γεωδαιτικά συνοριακά προβλήματα

Στη Γεωδαισία, ένα συνοριακό πρόβλημα αποτελείται από μια διαφορική εξίσωση
και τις αρχικές τιμές ή τις συνοριακές συνθήκες που απαιτούνται για την επίλυση της.
Η προκύπτουσα λύση όχι μόνο θα ικανοποιεί τη διαφορική εξίσωση παντού μέσα στο
σύνορο της περιοχής που ισχύει η διαφορική εξίσωση, αλλά θα ικανοποιεί επίσης τις
ίδιες τις συνοριακές συνθήκες (Σχ. 3.11). Τα συνοριακά προβλήματα μπορούν να
διατυπωθούν για συνηθισμένες διαφορικές εξισώσεις καθώς επίσης και για μερικές
διαφορικές εξισώσεις.

Στη Φυσική Γεωδαισία, τα


αντίστοιχα προβλήματα που
επιδιώκουν τον προσδιορισμό της
συνάρτησης του γήινου δυναμικού
από τιμές που δίνονται στην
επιφάνεια της Γης αποκαλούνται
γεωδαιτικά συνοριακά προβλήματα.
Το πρόβλημα του Dirichlet για την
εξίσωση Laplace συνίσταται στην
εύρεση μιας λύσης V της εξίσωσης
Laplace από τις τιμές της
συνάρτησης V στο όριο μιας
περιοχής D, π.χ. την εύρεση της
συνάρτησης V του ελκτικού
δυναμικού της Γης, από γνωστές
τιμές της βαρύτητας στην επιφάνεια
της Γης. Το πρόβλημα της
Σχήμα 3.11 – Η έννοια μιας συνοριακής ανεύρεσης της αρμονικής
επιφάνειας συνάρτησης που ικανοποιεί
συγκεκριμένες συνοριακές τιμές
αποτελεί ένα από τα βασικά γεωδαιτικά συνοριακά προβλήματα.

Υπάρχουν τρεις τέτοιοι τύποι γεωδαιτικών συνοριακών προβλημάτων [Κατσάμπαλος


και Τζιαβός (1996), Hofmann-Wellenhof and Moritz (2005)]:

___________________________________________________________________________
82 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

• Το 1ο είδος συνοριακών προβλημάτων που βασίζονται στο πρόβλημα του Dirichlet,


το οποίο μπορεί να επιλυθεί για πολλές διαφορικές εξισώσεις, αν και αρχικά τέθηκε
για την εξίσωση Laplace. Ουσιαστικά επιδιώκεται να λυθεί η εξίσωση Laplace
r r
(ΔV=0), γνωρίζοντας τις τιμές V (r ), r ∈ S , όπου S είναι η συνοριακή επιφάνεια
ενδιαφέροντος, δηλαδή η επιφάνεια της Γης στην προκειμένη περίπτωση.

• Το 2ο είδος συνοριακών προβλημάτων που βασίζονται στις λεγόμενες συνοριακές


συνθήκες του Neumann. Οι εν λόγω συνοριακές συνθήκες για την εξίσωση Laplace
αφορούν όχι η ίδια τη συνάρτηση V στη συνοριακή επιφάνεια S, αλλά την παράγωγό
της κατά μήκος της καθέτου σε κάθε σημείο της επιφάνειας, δηλαδή είναι γνωστές οι
τιμές
r
∂V (r ) r
r , r ∈S (3.39α)
∂n
r
όπου n είναι το κάθετο διάνυσμα της S. Στην προκειμένη περίπτωση, για να υπάρχει
λύση της εξίσωσης Laplace, πρέπει να ισχύει
r
∂V (r )
∫∫S ∂nr dS = 0 (3.39β)

Η εν λόγω συνθήκη απορρέει από την υπόθεση ότι η συνάρτηση V είναι αρμονική
συνάρτηση στην περιοχή ενδιαφέροντος και συνεπώς η ροή της κλίσης της σε όλη
την επιφάνεια S πρέπει να είναι μηδέν.

• Το 3ο είδος συνοριακών προβλημάτων τα οποία βασίζονται στη λεγόμενη συνοριακή


συνάρτηση του Robin (Robin boundary condition), που αποτελείται από ένα γραμμικό
συνδυασμό των συνοριακών συνθηκών των προηγούμενων δύο τύπων συνοριακών
προβλημάτων, που για αυτό το λόγο συχνά αναφέρονται και ως μικτά συνοριακά
προβλήματα. Συγκεκριμένα, στην επιφάνεια S ενδιαφέροντος είναι γνωστές οι τιμές
r
της συνάρτησης f (r )
r
r r ∂V (r ) r
f (r ) = c1 V (r ) + c 2 r , r ∈S ,
∂n
c1 = c1 ( x, y, z ) : S → ℜ, c2 ∈ ℜ

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 83
___________________________________________________________________________

Η παραπάνω συνθήκη σε συνδυασμό με την αρχή του Dirichlet, υποδηλώνει ότι


πρέπει να ικανοποιείται η συνθήκη
r
r r ∂V (r )
∫∫
S
f (r )dS = c1 ∫∫
S
V (r )dS , δεδομένου ότι c 2 ∫∫S ∂nr dS = 0 .
Τα συνοριακά προβλήματα στη Φυσική Γεωδαισία λύνονται με ποικίλες
μεθοδολογίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η μέθοδος των λεγόμενων
συναρτήσεων του Green και η μέθοδος Fourier.

Η μέθοδος των συναρτήσεων του Green, όπως εφαρμόζεται για την επίλυση του
προβλήματος του Dirichlet για το εσωτερικό μιας περιοχής S, αποτελείται ουσιαστικά
από δύο βήματα:
r r
(i) Αρχικά αναζητείται μια συνάρτηση G (r ′, r ) τέτοια ώστε
r r r r r r r
G (r ′, r ) = σ (r ) + V (r ′, r ), r ′, r ∈ S , (3.40)
r 1
όπου σ (r ) = είναι η λεγόμενη θεμελιώδης αρμονική συνάρτηση ή
4πρ
r r r
θεμελιώδης λύση της εξίσωσης Laplace, και V (r ′, r ) είναι, για κάθε σταθερό r ,
r
αρμονική συνάρτηση στη περιοχή S ως συνάρτηση του r ′ . Επιπλέον, επειδή η
r r
συνάρτηση G (r ′, r ) πρέπει να μηδενίζεται στο σύνορο της περιοχής S, πρέπει να
r r r r r
ισχύει σ (r ) = −V (r ′, r ) . Στην πράξη, η συνάρτηση G (r ′, r ) είναι δύσκολο να
ορισθεί αφού εξαρτάται από το σχήμα της επιφάνειας S.
r r
(ii) Ωστόσο, εάν η συνάρτηση G (r ′, r ) είναι γνωστή, η λύση του προβλήματος του
Dirichlet για το εσωτερικό μιας περιοχής Α δίνεται έμμεσα από τη σχέση

r ∂G r
V (r ′) = − ∫∫ r VS (r ) dS = 0 (3.41)
S
∂n
∂G r r
όπου r είναι η παράγωγος της G (r ′, r ) στη διεύθυνση της καθέτου στην
∂n
επιφάνεια S και Vs είναι η τιμή που λαμβάνει η συνάρτηση V στο σύνορο της
επιφάνειας S.

Εξ αιτίας της πολυπλοκότητας της μεθόδου των συναρτήσεων του Green, η μέθοδος
που χρησιμοποιείται συνήθως στη Φυσική Γεωδαισία είναι η μέθοδος Fourier, βάσει

___________________________________________________________________________
84 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

της οποίας αναζητείται η λύση V(x,y,z) για τη συνάρτηση του ελκτικού δυναμικού
ως το γινόμενο τριών ανεξάρτητων συναρτήσεων, έτσι ώστε

• V(x, y, z) = X(x) Y ( y ) Z ( z ), σε καρτεσιανές συντεταγμένες ή (3.42α)

• V(r, θ, λ) = f(r) g (θ ) h(λ ), σε σφαιρικές συντεταγμένες (3.42β)

Από τις παραπάνω δύο περιπτώσεις, η λύση της εξίσωσης Laplace εκφρασμένης σε
σφαιρικές συντεταγμένες είναι εκείνη που προτιμάται δεδομένου ότι οδηγεί στον
προσδιορισμό των πλέον χρήσιμων στη Φυσική Γεωδαισία αρμονικών συναρτήσεων,
τις γνωστές σφαιρικές αρμονικές. Αυτές με τη σειρά τους επιτρέπουν, όπως θα
δούμε αργότερα, να εκφραστούν και να υπολογίζονται σχετικά εύκολα οι διάφοροι
παράμετροι του γήινου δυναμικού σε αναπτύγματα (αριθμοσειρές) σφαιρικών
αρμονικών, έτσι ώστε είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για μοντέλα των μετρήσεων που
γίνονται στην επιφάνεια μιας σφαίρας ή στην επιφάνεια της Γης, και επιτρέπουν την
γεωφυσική αντιστροφή, π.χ. μετρήσεων βαρύτητας.

3.12 Λύση της εξίσωσης Laplace σε σφαιρικές συντεταγμένες

Η ανεύρεση της λύσης της εξίσωσης Laplace σε σφαιρικές συντεταγμένες απαιτεί τα


εξής βασικά βήματα (Heiskanen and Moritz, 1967, Hofmann-Wellenhof and Moritz,
2005):

• Την μετατροπή της εξίσωσης Laplace από καρτεσιανές (x,y,z) σε σφαιρικές


συντεταγμένες (r, θ, λ)
• Το διαχωρισμό της εκφρασμένης σε σφαιρικές συντεταγμένες εξίσωσης
Laplace, σε ανεξάρτητες συναρτήσεις καθεμία συνάρτηση μόνο μίας από τις
μεταβλητές (r, θ, λ)
• Την επίλυση τριών διαφορικών εξισώσεων
• Το γραμμικό συνδυασμό όλων των επιμέρους λύσεων σε μια γενική λύση
• Εφαρμογή των συνοριακών συνθηκών και την απόρριψη ασυμβίβαστων
λύσεων
• Αποδοχή συντελεστών και μορφοποίηση τελική λύσης

⎛ ∂ 2V ∂ 2V ∂ 2V ⎞
H εξίσωση Laplace ΔV = ⎜⎜ 2 + 2 + 2 ⎟⎟ = ∇ 2V = 0 για το ελκτικό
⎝ ∂x ∂y ∂z ⎠
δυναμικό, μπορεί να εκφραστεί σε σφαιρικές συντεταγμένες (r, θ, λ) στη μορφή

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 85
___________________________________________________________________________

1 ∂ ⎛ 2 ∂V ⎞ 1 ∂ ⎛ ∂V ⎞ 1 ∂ 2V
ΔV = 2 ⎜r ⎟+ ⎜ sin θ ⎟+ =0 (3.43α)
r ∂r ⎝ ∂r ⎠ r 2 sin θ ∂θ ⎝ ∂θ ⎠ r 2 sin 2 θ ∂λ2

ή μετά την εκτέλεση των αναγκαίων παραγωγίσεων

∂ 2V 2 ∂V 1 ∂ 2V cot θ ∂V 1 ∂ 2V
ΔV = + + + + =0 (3.43β)
∂r 2 r ∂r r 2 ∂θ 2 r 2 ∂θ r 2 sin 2 θ ∂λ2

Οι σφαιρικές συντεταγμένες (r,θ,λ) σχετίζονται με τις καρτεσιανές συντεταγμένες


(x,y,z) με τις γνωστές σχέσεις

r = (x 2 + y 2 + z 2 )
x = r sin θ cos λ
(x2 + y 2 )
y = r sin θ sin λ ⇔ θ = tan −1 (3.44)
z
z = cos θ −1 y
λ = tan
z

Ο διαχωρισμός των μεταβλητών (r,θ,λ) της συνάρτησης γίνεται θεωρώντας αρχικά

V(r, θ, λ) = f ( r ) Y (θ , λ ) (3.45)

έτσι ώστε μετά την αντικατάσταση στην προηγούμενη εξίσωση Laplace σε


σφαιρικές αρμονικές, η τελευταία μετασχηματίζεται στη σχέση

1 2 1 ∂ 2Y ∂Y 1 ∂ 2Y
(r f ′′ + 2rf ′) = − ( 2 + cot θ + ) (3.46)
f Y ∂θ ∂θ sin 2 θ ∂λ2

Όπου f ′, f ′′ είναι η πρώτη και η δεύτερη παράγωγος της συνάρτησης f. Επειδή τα


δύο μέρη της παραπάνω εξίσωσης εξαρτώνται το μεν αριστερό μόνο από τη
συντεταγμένη r, και το δεξιό μόνο από τις συντεταγμένες (θ , λ ) , σημαίνει ότι το
καθένα πρέπει να είναι σταθερό, γεγονός που επιτρέπει να καταλήξουμε σε δύο
εξισώσεις

(r 2 f ′′(r ) + 2rf ′(r )) = n(n + 1) f (r ) και (3.47α)

___________________________________________________________________________
86 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

∂ 2Y ∂Y 1 ∂ 2Y
( + cot θ + ) = −n(n + 1)Y (3.47β)
∂θ 2 ∂θ sin 2 θ ∂λ2

όπου η σταθερά λαμβάνεται ως n(n+1), και το n, όπως θα δούμε αργότερα δεν είναι
τυχαία σταθερά άλλα πρέπει να είναι ακέραιος αριθμός n = 0,1,2, …

Υπάρχουν δύο τύποι βασικών συναρτήσεων (radial base functions) που είναι λύσεις
της εξίσωσης (r 2 f ′′ + 2rf ′) = n(n + 1) f (r ) , που είναι γνωστή ως εξίσωση του
Euler, και δίνονται από τις σχέσεις

f (r ) = r n και f (r ) = r − ( n +1) (3.48)

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, προκειμένου το συνοριακό πρόβλημα να έχει λύση στο
εξωτερικό της σφαιρικής επιφάνειας, πρέπει η συνάρτηση-λύση του να τείνει στο
άπειρο. Συνεπώς η πρώτη λύση f (r ) = r n δεν μπορεί να αποτελεί τη ζητούμενη
λύση στο εξωτερικό της σφαιρικής επιφάνειας. Από την άλλη μεριά, η δεύτερη λύση
f (r ) = r − ( n +1) δεν μπορεί να είναι λύση στο εσωτερικό της σφαιρικής επιφάνειας
δεδομένου ότι δεν ικανοποιεί την πρώτη και την πέμπτη ιδιότητα των σφαιρικών
αρμονικών συναρτήσεων.

Περαιτέρω συμβολίζοντας με Yn (θ , λ ) την (άγνωστη ακόμα) λύση της εξίσωσης


(3.47β) καταλήγουμε ότι οι λύσεις της εξίσωσης Laplace δίνονται τελικά από τις
σχέσεις

Vi = r n Yn (θ , λ ) και Ve = Yn (θ , λ ) r −( n +1) (3.49)

όπου Vi και Ve αναφέρονται αντίστοιχα στο ελκτικό δυναμικό στο εσωτερικό και
στο εξωτερικό της σφαιρικής επιφάνειας, και οι συναρτήσεις Yn (θ , λ ) αποκαλούνται
επιφανειακές σφαιρικές αρμονικές του Laplace (Laplace surface spherical
harmonics) και προφανώς επειδή αν έχουμε διαφορετικές λύσεις για διαφορετικές
τιμές του n, ο γραμμικός συνδυασμός τους είναι επίσης λύση της εξίσωσης Laplace,
δηλαδή ισχύει γενικότερα ότι


Vi = ∑ r n Yn (θ , λ ) , που ισχύει στο εσωτερικό της Γης, και
n =0

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 87
___________________________________________________________________________


Ve = ∑ Yn (θ , λ ) r −( n +1) , που ισχύει στο εξωτερικό της Γης.
n =0

Η ανεύρεση των επιφανειακών σφαιρικών αρμονικών Yn (θ , λ ) είναι δυνατή με τον


περαιτέρω διαχωρισμό

Yn (θ , λ ) = g (θ ) h(λ ) (3.50)

και μετά την αντικατάσταση στην εξίσωση (3.47β)

∂ 2Y ∂Y 1 ∂ 2Y
( 2 + cot θ + ) = − n(n + 1)Y
∂θ ∂θ sin 2 θ ∂λ2

και τη στοιχειώδη αναδιοργάνωση των όρων της διαφορικής εξίσωσης που


προκύπτει, καταλήγουμε στις ανεξάρτητες εξισώσεις ως προς θ και λ αντίστοιχα

m2
sin θ g ′′(θ ) + cos θ g ′(θ ) + [n(n + 1) sin θ − ] g (θ ) = 0 (3.51α)
sin θ

h′′(λ ) + m 2 h(λ ) = 0 (3.51β)

Η διαφορική εξίσωση h ′′(λ ) + m 2 h(λ ) = 0 ανήκει στη κατηγορία των λεγόμενων


εξισώσεων τύπου Sturm-Liouville, οι λύσεις τις οποίας είναι

h(λ ) = cos mλ και h(λ ) = sin mλ

Η επίλυση τις πρώτης από τις παραπάνω διαφορικές εξισώσεις είναι πιο δύσκολη. Η
εν λόγω διαφορική εξίσωση αποκαλείται χαρακτηριστική διαφορική εξίσωση των
συναρτήσεων Legendre (Whittaker and Watson, 1990). Οι λύσεις της είναι της
μορφής

g (θ ) = Pnm (cos θ ) και g (θ ) = Q nm (cos θ ) (3.52)

όπου οι συναρτήσεις Pnm (cos θ ) είναι οι λεγόμενες συναρτήσεις Legendre 1ου


είδους και οι συναρτήσεις Qnm (cos θ ) είναι οι λεγόμενες συναρτήσεις Legendre 2ου
είδους, οι οποίες οφείλουν την ονομασία τους στον Γάλλο μαθηματικό Adrien-Marie
Legendre (1752-1833). Μπορεί να δειχθεί ότι από τις παραπάνω λύσεις, εκείνες που

___________________________________________________________________________
88 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

έχουν φυσική σημασία είναι οι συναρτήσεις Legendre της μορφής Pnm (cos θ ) που θα
εξεταστούν αναλυτικότερα στην επόμενη ενότητα. Οι λύσεις Qnm (cos θ ) παίρνουν
την απειροστή τιμή στους πόλους και για το λόγο αυτό απορρίπτονται ως αποδεκτές
λύσεις. Συνεπώς

Yn (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) cos mλ και Yn (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) sin mλ (3.53α)

είναι οι τελικά ζητούμενες λύσεις της παραπάνω διαφορικής εξίσωσης για τις
επιφανειακές σφαιρικές αρμονικές, όπως είναι επίσης και ο γραμμικός συνδυασμός
τους

n
Yn (θ , λ ) = ∑ [ Anm Pnm (cos θ ) cos mλ + Bnm Pnm (cos θ ) sin mλ ] (3.53β)
m =0

όπου Αnm και Βnm είναι οι λεγόμενοι αρμονικοί συντελεστές και n, m αποκαλούνται
αντίστοιχα ο βαθμός και η τάξη της συνάρτησης Legendre. Τελικά η ζητούμενες
λύσεις για το ελκτικό δυναμικό V δίνονται από τις αντίστοιχες σχέσεις,

• στο εσωτερικό της Γης:

∞ n
Vi (r , θ , λ ) = ∑ r n ∑ [ Anm cos mλ + Bnm sin mλ ]Pnm (cos θ )
n =0 m =0
∞ n
(3.54α)
=∑ r n
∑ [ Anm Y c
nm (θ , λ ) + Bnm Y S
nm (θ , λ )]
n =0 m =0

• στο εξωτερικό της Γης:

∞ n
1
Ve ( r , θ , λ ) = ∑ ∑ [ Anm cos mλ + Bnm sin mλ ]Pnm (cos θ )
n =0 r n +1 m =0
(3.54β)
∞ n
1
=∑ ∑ [ Anm Y c
nm (θ , λ ) + Bnm Y S
nm (θ , λ )]
n =0 r n +1 m =0

όπου οι συναρτήσεις
Y c nm (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) cos mλ και Y S nm (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) sin mλ

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 89
___________________________________________________________________________

είναι οι προηγούμενες επιφανειακές αρμονικές συναρτήσεις. Οι συναρτήσεις

1 1
n +1
Y c nm (θ , λ ), n +1
Y S nm (θ , λ ) (3.55)
r r

είναι οι λεγόμενες στερεές (τρισδιάστατες) σφαιρικές αρμονικές (solid spherical


harmonics), οι οποίες ικανοποιούν και την εξίσωση Laplace και τις συνοριακές
συνθήκες V → 0 εφόσον r → ∞.

Αυτό που παρατηρούμε από τις παραπάνω λύσεις είναι ότι

• Οι βασικές συναρτήσεις τους αφορούν και τις τρεις διαστάσεις: δύο


οριζόντιες διευθύνσεις (θ, λ) και την κατακόρυφη/ακτινική διεύθυνση (r)
• Οι συναρτήσεις rn και rn+1 εκφράζουν την ακτινική συμπεριφορά ή συνέχεια
(radial continuation) του δυναμικού, δηλαδή μια συνεχή ελάττωση ή
ενίσχυση του, που εξαρτάται από τον βαθμό n.

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι αν το γήινο ελκτικό δυναμικό εκφραστεί έξω από την
γήινη επιφάνεια με το ανάπτυγμα

∞ n
1
Ve ( r , θ , λ ) = ∑ ∑ [ Anm cos mλ + Bnm sin mλ ]Pnm (cos θ )
n =0 r n +1 m =0
(3.56)
∞ n
1
=∑ ∑ [ Anm Y c
nm (θ , λ ) + Bnm Y S
nm (θ , λ )]
n =0 r n +1 m =0

οι συντελεστές Anm, Bnm εκφράζονται στις μάλλον άβολες μονάδες ‘δυναμικού ανά
μονάδα μήκους’. Για το λόγο αυτό, στη Γεωδαισία χρησιμοποιείται ένα διαφορετικό
ανάπτυγμα που θα αναφερθεί αργότερα, στο οποίο οι χρησιμοποιούμενοι αρμονικοί
συντελεστές είναι χωρίς διαστάσεις.

3.13 Συναρτήσεις και πολυώνυμα Legendre

Η χαρακτηριστική διαφορική εξίσωση των συναρτήσεων Legendre


m2
sin θ g ′′(θ ) + cos θ g ′(θ ) + [n(n + 1) sin θ − ] g (θ ) = 0 (3.57α)
sin θ

μπορεί εύκολα να μετασχηματισθεί στη μορφή

___________________________________________________________________________
90 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

m2
(1 − t 2 ) g ′′(t ) − 2t g ′(t ) + [n(n + 1) − ] g (t ) = 0 (3.57β)
1− t2

θέτωντας t = cosθ και

dg dg dt
g (θ ) = g (t ) → g ′(θ ) = = = − sin θ g ′(t ) →
dθ dt dθ (3.58)

g ′′(θ ) = sin 2 θ g ′′(t ) − cosθ g ′(t )


Οι συναρτήσεις

n+m
1 2 m/2 d
g (t ) = Pnm (t ) = n
(1 − t ) n+m
(t 2 − 1) n (3.59)
2 n! dt
μπορεί εύκολα να δειχθεί ότι ικανοποιούν τη μετασχηματισμένη διαφορική εξίσωση
των συναρτήσεων Legendre, δηλαδή αποτελούν λύσεις της για κάθε t∈[-1,1] και για
κάθε ακέραιες τιμές n, m τέτοιες ώστε 0<m<n. Αν εξαιρέσει κανείς τους όρους
1
n
(1 − t 2 ) m / 2 είναι απλά οι παράγωγοι (n+m) τάξης του πολυώνυμου (t 2 − 1) n .
2 n!
Ιδιαίτερης σημασίας είναι η μορφή των συναρτήσεων Legendre για την περίπτωση
m=0, οπότε οι αντίστοιχες συναρτήσεις είναι της παρακάτω μορφής, που είναι
γνωστή ως εξίσωση του Rodriguez,

1 dn 2
Pn (t ) = Pn 0 (t ) = n n
(t − 1) n , (3.60)
2 n! dt
δηλαδή είναι απλά πολυώνυμα ως προς t, και για αυτό το λόγο αποκαλούνται
πολυώνυμα Legendre (Legendre polynomials).

Στον Πίνακα 3.1 δίνονται ως παραδείγματα οι σχέσεις που εκφράζουν τα πολυώνυμα


Legendre βαθμού n=0,1,2,… έως 6. Στο Σχ. 3.12 δίνονται οι αντίστοιχες γραφικές
παραστάσεις των πολυωνύμων Legendre P0(t), P1(t), …, P4(t). Οι τιμές τους μπορούν
επίσης να υπολογιστούν εναλλακτικά από την κυκλική σχέση

n −1 2n − 1
Pn (t ) = − Pn − 2 (t ) + t Pn −1 (t ). (3.61)
n n

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 91
___________________________________________________________________________

Πίνακας 3.1 – Πολυώνυμα Legendre για n = 0, 1, …, έως 5

1
1 P6 (t ) = (231t 6 − 315t 4
P0 (t ) = 1 P3 (t ) = (5t 3 − 3t ) 16
2 + 105t 2 − 5)
1
P1 (t ) = t P4 (t ) = (35t 4 − 30t 2 + 3) .....
8
1 2 1
P2 (t ) = (3t − 1) P5 (t ) = (63t 5 − 70t 3 + 15t )
2 8

Σχήμα 3.12 – Γραφικές παραστάσεις των πολυώνυμων Legendre,τάξης


n=0,1,2,3,4.

Για m≠0 ή m=1,2,…,n, οι συναρτήσεις Legendre αποκαλούνται προσαρτημένες


συναρτήσεις Legendre (Associated Legendre Functions), ή αλλιώς και γενικευμένες ή
συναφείς συναρτήσεις Legendre, και υπολογίζονται εύκολα από τα πολυώνυμα
Legendre από τις σχέσεις

___________________________________________________________________________
92 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

dm
Pnm (t ) = (1 − t 2 ) m / 2 Pn (t ) (3.62)
dt m

Σχήμα 3.13 – Γραφικές παραστάσεις μερικών προσαρτημένων συναρτήσεων


Legendre,βαθμού n=1,2,3,4 και τάξης m=1, m=2

Πίνακας 3.2 – Προσαρτημένες συναρτήσεις Legendre για n=1,2, 3, … και m = 1, …,n

3 2 5
P11 (t ) = 1 − t 2 P31 (t ) = (5t − 1) 1 − t 2 P41 (t ) = (7t 3 − 3t ) 1 − t 2
2 2
P32 (t ) = 15t (1 − t 2 ) 15 2
P21 (t ) = 3t 2
(1 − t ) P42 (t ) = (7t − 1)(1 − t 2 )
2
P22 (t ) = 3(1 − t 2 ) 3 .....
P33 (t ) = 15(1 − t 2 ) 2

Για παράδειγμα, στον Πίνακα 3.2 και στο Σχ. 3.13 δίνονται αντίστοιχα, οι σχέσεις
των προσαρτημένων συναρτήσεων Legendre για βαθμό n=1,2,3 και τάξης m=1,…n.
Οι προσαρτημένες συναρτήσεις Legendre ικανοποιούν επίσης μια σειρά από
αναδρομικές σχέσεις , όπως ενδεικτικά οι ακόλουθες της μορφής (Press et al., 1992)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 93
___________________________________________________________________________

(n − m + 1) P (t ) = (2n + 1) t Pnm (t ) − (n + m) Pn −1 m (t ) (3.63α)


n +1 m

P (t ) = P (t ) − (2n + 1) 1 − t 2 P (t ) (3.63β)
n +1 m n −1 m n m −1

1− t 2 P (t ) = (n − m) t P (t ) − (n + m) P (t ) (3.63γ)
n m +1 n m n −1 m

και πολλές παρόμοιες άλλες.

Στη Γεωδαισία, οι αναδρομικές σχέσεις που προτιμώνται είναι δύο κυρίως τύπων. Η
διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο αν διατηρούνται σταθερές οι τιμές του βαθμού n ή
της τάξης m στις αναδρομικές σχέσεις εκκίνησης. Η επιλογή της μιας ή της άλλης
περίπτωσης οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα και στον υπολογισμό όλων των
προσαρτημένων συναρτήσεων Legendre. Συγκεκριμένα, και στους δύο τύπους
κυκλικών σχέσεων οι τιμές εκκίνησης είναι οι συναρτήσεις για n=m, n=m+1 που
είναι της μορφής

(2n − 1)! n
Pnn (t ) = (1 − t 2
) 2
, (3.64α)
2 n −1 (n − 1)!

t
P (t ) = Pnn (t ) (3.64β)
n n −1
(1 − t )2

Ένας τρόπος είναι να υπολογιστούν οι συναρτήσεις Pnn και Pn n-1 και στη συνέχεια να
υπολογιστούν όλες οι συναρτήσεις βαθμού n και τάξης μικρότερης του βαθμού n-1
(δηλ. 1≤m<n-1) χρησιμοποιώντας τη σχέση

⎡ ⎤
1 ⎢ t
P (t ) = 2(m + 1) P (t ) − P (t )⎥ (3.64γ)
n m (n − m)(n + m + 1) ⎢ 2 n m +1 n m+ 2 ⎥
⎣⎢ (1 − t ) ⎦⎥

Εναλλακτικά, μπορούν να υπολογιστούν οι συναρτήσεις Pn n και Pn+1 n και στη


συνέχεια να υπολογιστούν όλες οι συναρτήσεις με μεγαλύτερο βαθμό n
χρησιμοποιώντας τη σχέση

___________________________________________________________________________
94 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

1
P (t ) = [(2n − 1) t P (t ) − (n + m − 1) P (t )] (3.64δ)
n m ( n − m) n −1 m n−2 m

Κατά παρόμοιο τρόπο, αντίστοιχες αναδρομικές σχέσεις ισχύουν για τις


κανονικοποιημένες συναρτήσεις Legendre, για τις οποίες γίνεται περαιτέρω
συζήτηση στην ενότητα 3.15. Για παράδειγμα, η αντίστοιχη αναδρομική σχέση της
(3.64γ) για τις κανονικοποιημένες συναρτήσεις Legendre είναι της μορφής

~ 1 t ~
Pn m (t ) = 2(m + 1) P (t )
(n + m + 1)(n − m) n m +1
(1 − t 2 )
(3.65α)
(n + m + 2)(n − m − 1) ~
− Pn m + 2 (t )
(n + m + 1)(n − m)

όπου
~
P (t ) = P (t ) , εάν m>0
n m n m

και
~
Pn (t ) = 2 Pn (t ) , εάν m=0.

Η αντίστοιχη κυκλική σχέση της (3.64δ) για τις κανονικοποιημένες συναρτήσεις


Legendre είναι της μορφής

(2n − 1)(2n + 1)
P (t ) = t P (t )
n m (n − m)(n + m) n −1 m
(3.65β)
(2n + 1) (n + m − 1) (n − m − 1)
− P (t )
(2n − 3) (n + m) (n − m) n−2 m

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 95
___________________________________________________________________________

3.14 Ιδιότητες και γεωμετρική σημασία των σφαιρικών αρμονικών


συναρτήσεων

Τα πολυώνυμα Legendre ικανοποιούν την παρακάτω λεγόμενη συνθήκη


ορθογωνικότητας (orthogonality condition)

1
2
∫ P (t ) P (t )
−1
n m dt =
(2n + 1)
δ n ,m (3.66)

όπου δ n , m είναι ο λεγόμενος συντελεστής Kronecker delta, που λαμβάνει τις τιμές


⎪1 εάν n = m
δ n,m = ⎨ . (3.67α)
⎪0 εάν n ≠ m

Ας σημειωθεί ότι πολλές φορές ο συντελεστής Kronecker delta εκφράζεται και ως


⎪1 εάν n = 0
δ 0n = δ n = ⎨ (3.67β)
⎪0 εάν n ≠ 0

Κατ’ αντιστοιχία οι συναρτήσεις Legendre, για 0 ≤ m ≤ n , ικανοποιούν την


παρακάτω συνθήκη ορθογωνικότητας για κάθε σταθερό m

1
Pkm (t ) Pnm (t ) 2(n + m)!

−1
1 − t 2
dt =
( 2 n + 1)( n − m )!
δ k ,n (3.68)

Επίσης ικανοποιούν την παρακάτω συνθήκη ορθογωνικότητας για κάθε σταθερό n


⎪ 0 αν m ≠ 0
1
Pnk (t ) Pnm (t ) ⎪⎪ (n + m)!
∫ 1− t2 dt = ⎨ αν m = n ≠ 0 (3.69)
−1 ⎪ m(n − m)!
⎪ ∞ αν m = n = 0
⎪⎩

___________________________________________________________________________
96 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Οι κανονικοποιημένες συναρτήσεις Legendre, εκτός από τις συνθήκες


ορθογωνικότητας, ικανοποιούν τις σχέσεις

2
1 ⎛ cos mλ ⎞
4π ∫∫⎜P
⎜ nm
sin mλ
⎟ dσ = 1

(3.70α,β)
s ⎝ ⎠

όπου η ολοκλήρωση γίνεται στη μοναδιαία σφαίρα. Δηλαδή, το ολοκλήρωμα του


τετραγώνου κάθε επιφανειακής σφαιρικής αρμονικής συνάρτησης πάνω στη
μοναδιαία σφαίρα είναι 4π.

Οι συνθήκες ορθογωνικότητας των πολυώνυμων και των συναρτήσεων Legendre


επιτρέπουν τον εύκολο υπολογισμό διαφόρων ολοκληρωμάτων που αφορούν το
δυναμικό της Γης, δεδομένου ότι η ολοκλήρωση σε ολόκληρη τη μοναδιαία σφαίρα
οποιωνδήποτε δύο συναρτήσεων Cnm ή Snm είναι μηδέν. Δηλαδή ισχύουν οι σχέσεις

2π π
∫∫σ C nm (θ , λ ) C sr (θ , λ )dσ = ∫
λ =0 ∫θ =0
C nm (θ , λ ) C sr (θ , λ )dσ = 0

⎪ (3.71α, β)

2π π ⎪
∫∫σ S nm (θ , λ ) S sr (θ , λ )dσ = ∫
λ =0 ∫θ =0
S nm (θ , λ ) S sr (θ , λ )dσ = 0 ⎭

για s≠n ή r≠m ή και τα δύο

2π π
∫∫ C nm (θ , λ ) S sr (θ , λ )dσ = ∫
σ
λ =0 ∫θ =0
C nm (θ , λ ) S sr (θ , λ )dσ = 0 , (3.71γ)

για κάθε άλλη περίπτωση

2π π
∫∫ [C n (θ , λ )] dσ = ∫ ∫θ [C n (θ , λ )]2 dσ = 0 , για m=0
2
(3.71δ)
λ =0 =0
σ

2π π 2π (n + m)!
∫∫ [C nm (θ , λ )] ∫λ =0 ∫θ =0 [C nm (θ , λ )]
2 dσ = 2 dσ =
2n + 1 (n − m)! ⎫
σ ⎪
⎬ για m≠0(3.71ε)
2 π π 2π (n + m)! ⎪⎭
∫∫[ S nm (θ , λ )] 2 dσ = ∫
λ =0 θ =0 ∫
[ S nm (θ , λ )] 2 dσ =
2n + 1 (n − m)!
σ

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 97
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.14 – Τυπική γεωμετρική ερμηνεία των σφαιρικών αρμονικών στη σφαίρα: (α)
αρμονικές ζώνης,m=0 (αριστερά), (β) τεσσεροειδείς αρμονικές,n≠m (στη μέση), (γ)
αρμονικές τομέα, n=m (δεξιά)

Σχήμα 3.15 – Σφαιρικές αρμονικές ζώνης

___________________________________________________________________________
98 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Τα πολυώνυμα και οι συναρτήσεις Legendre, και κατ’ επέκταση, οι επιφανειακές


αρμονικές συναρτήσεις Y c nm (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) cos mλ και

Y S nm (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) sin mλ που εμφανίζονται στο ανάπτυγμα του γήινου


δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, περιγράφουν επακριβώς τη γεωμετρική
συμπεριφορά αυτών των συναρτήσεων στην επιφάνεια της σφαιρικής θεωρούμενης
Γης. Συγκεκριμένα

• Τα πολυώνυμα Legendre, δηλαδή για m=0, είναι πολυώνυμα βαθμού n ως προς t


(=cosθ) και συνεπώς έχουν n μηδενικές τιμές στο διάστημα t ∈ [−1,1] ή
θ ∈ [0, π ] ή αλλιώς αλλάζουν από θετικές σε αρνητικές τιμές n φορές στο εν
λόγω διάστημα. Επιπλέον επειδή δεν εξαρτώνται από το γεωγραφικό μήκος λ,
διαιρούν την επιφάνεια της σφαίρας σε ζώνες (Σχ. 3.14, αριστερά) και για το
λόγο αυτό αποκαλούνται σφαιρικές αρμονικές ζώνης (zonal spherical
harmonics), σε τρόπο ώστε

• για n = ζυγή τιμή, η σφαίρα χωρίζεται σε συμμετρικές ζώνες ως προς τον


ισημερινό (θ=90ο)
• για n = μονή τιμή, η σφαίρα χωρίζεται σε ασύμμετρες ζώνες ως προς τον
ισημερινό

Για παράδειγμα, στο Σχήμα 3.15 απεικονίζεται το πολυώνυμο Legendre P6(cosθ)


γύρω από τη περιφέρεια μιας κυκλικής τομής της σφαίρας, ενώ οι λευκές και
γκρίζες περιοχές συμβολίζουν τις αρνητικές και θετικές που θα δημιουργούσε
στην επιφάνεια μιας σφαίρας, αν η εν λόγω συνάρτηση “τυλιγόταν” γύρω από τη
σφαίρα.

• Οι προσαρτημένες συναρτήσεις Legendre, δηλαδή για m≠0, αλλάζουν από


θετικές σε αρνητικές τιμές (n-m) φορές στο διάστημα t ∈ [−1,1] ή θ ∈ [0, π ] .
Αντίστοιχα οι συναρτήσεις cosmλ και sinmλ έχουν 2m μηδενικές τιμές στο
διάστημα λ ∈ [0, 2π ] . Συνεπώς για τις επιφανειακές σφαιρικές αρμονικές

συναρτήσεις Y c nm (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) cos mλ και

Y S nm (θ , λ ) = Pnm (cos θ ) sin mλ , διακρίνουμε τις εξής δύο περιπτώσεις:

• Στην περίπτωση m≠n, αυτές διαχωρίζουν τη σφαίρα σε τετραγωνικά τραπεζοειδή


κομμάτια, με εναλλακτικά θετικές και αρνητικές τιμές, και για το λόγο αυτό

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 99
___________________________________________________________________________

αποκαλούνται τεσσεροειδείς αρμονικές (tesseral harmonics), από τον λατινικό


όρο tessera που σημαίνει πλακάκι (tile) - Σχήμα 3.14, στο μέσο.

• Στην περίπτωση που είναι m=n, δεν υπάρχει εξάρτηση στη συντεταγμένη θ, και
συνεπώς η σφαίρα διαχωρίζεται από τις αντίστοιχες επιφανειακές αρμονικές
συναρτήσεις σε τομείς, με εναλλακτικά θετικές και αρνητικές τιμές, και για το
λόγο αυτό αποκαλούνται αρμονικές τομέα (sectorial harmonics) - Σχήμα 3.14,
δεξιά.

3.15 Ανάπτυγμα του γήινου ελκτικού δυναμικού σε σφαιρικές


αρμονικές

Η έκφραση του ελκτικού γήινου δυναμικού V σε σφαιρικές αρμονικές μπορεί να


εξαχθεί χρησιμοποιώντας τη θεμελιώδη σχέση

r dM dM
V = V (r ) = G ∫∫∫ = G ∫∫∫ (3.72)
Γη
L Γη
L

αφού προηγουμένως εκφραστεί η αντίστροφη σχέση της απόστασης L σε σφαιρικές


αρμονικές. Συγκεκριμένα, εφαρμόζοντας την αρχή των συνημίτονων στο τρίγωνο
που σχηματίζουν τα διανύσματα θέσης r ( x, y, z ) και r ′( x ′, y ′, z ′) μεταξύ του
σταθερού σημείου P ( x, y, z ) μιας έλκουσας μάζας και του σημείου P ′( x ′, y ′, z ′) της
μεταβλητής ελκυόμενης μάζας dM αντίστοιχα, ισχύει (για r > r′) ότι

1
= (r 2 + r ′ 2 − 2r r ′ cosψ )
L
2 n
(3.73)
⎛ r′ ⎞ 2r ′ 1 ∞ ⎛ r′ ⎞
1
1 −
= [1 + ⎜ ⎟ − cosψ ] = ∑ ⎜ ⎟ Pn (cosψ )
2
r ⎝r⎠ r r n =0 ⎝ r ⎠

n
1 1 ∞ ⎛ r′ ⎞
και για r > r′ ισχύει = ∑⎜ ⎟ Pn (cosψ ) ,
L r n =0 ⎝ r ⎠
n
1 1 ∞ ⎛r⎞
ή αντίστοιχα για r < r′ ισχύει = ∑⎜ ⎟ Pn (cosψ )
L r ′ n =0 ⎝ r ′ ⎠

___________________________________________________________________________
100 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

όπου ψ είναι η σφαιρική απόσταση μεταξύ των σημείων P και P′ (βλ. Σχ. 3.8), η
οποία συνδέεται με τις σφαιρικές συντεταγμένες (θ, λ) και (θ′, λ′) των δύο σημείων
με τη σχέση

cosψ = cos θ cos θ ′ + sin θ sin θ ′ cos(λ ′ − λ ) . (3.74)

Στη Γεωδαισία γενικότερα μας ενδιαφέρει το γήινο δυναμικό Ve έξω από την
επιφάνεια της Γης (δηλαδή για r > r′), και συνήθως χρησιμοποιείται απλά ο
συμβολισμός V και όχι Ve.

Η συνάρτηση Pn (cosψ ) εκφράζεται ως συνάρτηση των συντεταγμένων (θ, λ) και (θ′,


λ′) μέσω της παρακάτω λεγόμενης εξίσωσης αποσύνθεσης (decomposition formula)

Pn (cosψ ) = Pn (cos θ ) Pn (cos θ ′)


n
(n − m)!
+ 2∑ [ Pnm (cos θ ) cos mλ Pnm (cos θ ′) cos mλ ′
m =1 ( n + m)!

+ Pnm (cos θ ) sin mλ Pnm (cos θ ′) sin mλ ′]


(3.75)

Κατά συνέπεια, μετά την αντικατάσταση του αντίστροφου της απόστασης, 1/L με το
ανάπτυγμα σε σφαιρικές αρμονικές, στη σχέση του δυναμικού V, προκύπτει η σχέση

r dM ∞
1 ∞
Yn (θ , λ )
V = V (r ) = G ∫∫∫ = G ∑ n +1 ∫∫∫ rn′Pn (cosψ )dM = ∑ (3.76)
Γη
L n =0 r Γη n =0 r n +1

όπου

Yn (θ , λ ) = G ∫∫∫ rn′ Pn (cosψ )dM (3.77)


Γη

είναι οι επιφανειακές αρμονικές συναρτήσεις Laplace.

Θέτοντας την έκφραση (3.75) του Pn (cosψ ) στο ολοκλήρωμα (3.77) συνάγεται ότι

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 101
___________________________________________________________________________

r dM
V = V (r ) = G ∫∫∫ =
Γη
L
G ∞ n
(n − m)! 1

r n =0

m =0
δm
(n + m)! r n

[ Pnm (cos θ ) cos mλ ∫∫∫ r ′ n Pnm (cos θ ′) cos mλ ′ dM + (3.78)


Γη

Pnm (cos θ ) sin mλ ∫∫∫ r ′ n Pnm (cos θ ′) sin mλ ′ dM ] ,


Γη

όπου δ m = Kronec ker delta ( βλ . 3.67 β )

ή στην τελική μορφή

∞ n
GM ⎛ ae ⎞ n
V (r ,θ , λ ) =
r
∑ ⎜ ⎟
n =0 ⎝ r ⎠
∑ (C
m =0
nm cos mλ + S nm sin mλ ) Pnm (cos θ )

(3.79)

όπου a e είναι η ακτίνα της Γης στον ισημερινό και οι αριθμητικοί (χωρίς μονάδες)
συντελεστές Cnm και Snm αποκαλούνται συντελεστές του Stokes και δίνονται από τις
σχέσεις

n
1 ⎛ r′ ⎞
Cn0 = Cn =
M ∫∫∫⎜ ⎟
⎜a ⎟
⎝ e⎠
Pn (cosθ ′) dM για m = 0 (3.80α)
Γη

n
2 (n − m)! ⎛ r′ ⎞
Cnm =
M (n + m)! ∫∫∫ ⎜ ⎟
⎜a ⎟ Pnm (cos θ ′) cos mλ ′ dM και (3.80β)
Γη ⎝ ⎠
e

n
2 (n − m)! ⎛ r′ ⎞
Snm =
M (n + m)! ∫∫∫ ⎜ ⎟
⎜a ⎟ Pnm (cos θ ′) sin mλ ′ dM για m ≠ 0 (3.80γ)
Γη ⎝ ⎠
e

ή γενικότερα

___________________________________________________________________________
102 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

n
C nm ⎫ (2 − δ m ) (n − m)! ⎛ r ′ ⎞ ⎧cos mλ ′ ⎫
(n + m)! ∫∫∫
⎬= ⎜⎜ ⎟⎟ Pnm (cosθ ′)⎨ ⎬ dM (3.81)
S nm ⎭ M a
Γη ⎝ e ⎠ ⎩ sin mλ ′ ⎭

Στην βιβλιογραφία αναφέρεται επίσης η έκφραση


GM 2 n
ae
V (r ,θ , λ ) =
r
∑ ∑ ∑( r )
i =1 n =0 m=0
n
C inm Yinm (cos θ ) (3.82)

όπου

⎧cos mλ ′ ⎫ ⎧C nm ⎫ i =1
Yinm (cos θ ) = Pnm (cos θ ′)⎨ ⎬ και C inm = ⎨ ⎬ για (3.83)
⎩ sin mλ ′ ⎭ ⎩ S nm ⎭ i=2

Είναι προφανές ότι η δυνατότητα έκφρασης του γήινου ελκτικού δυναμικού V από το
παραπάνω ανάπτυγμα σε σφαιρικές αρμονικές εξαρτάται από τη δυνατότητα
καθορισμού κατάλληλων τιμών για τους αρμονικούς συντελεστές του Stokes. Αυτοί
οι συντελεστές είναι συνάρτηση της κατανομής της μάζας της Γης, η οποία δεν είναι
δυστυχώς γνωστή. Κατά συνέπεια, οι συντελεστές πρέπει να υπολογιστούν με κάποιο
άλλο τρόπο, όπως γίνεται στην πράξη, από τις διαταραχές που προκαλεί το βαρυτικό
πεδίο στις τροχιές των τεχνητών δορυφόρων ή από μετρήσεις της βαρύτητας στην
επιφάνεια της Γης.

Το μέγεθος των τιμών των συντελεστών Cn, Cnm, Snm ελαττώνονται όσο αυξάνει ο
βαθμός n και η τάξη m, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη φύση του γήινου πεδίου
βαρύτητας. Επιπλέον στην πράξη, επειδή για αυξανόμενο βαθμό n και τάξη m των
σφαιρικών αρμονικών, ο όρος (n+m)! συνεχώς αυξάνει, και προκειμένου να
αποφεύγονται τυχόν αριθμητικά προβλήματα στους υπολογισμούς, κατά τη χρήση
των αναπτυγμάτων σε σφαιρικές αρμονικές, χρησιμοποιούνται οι λεγόμενοι
κανονικοποιημένοι αρμονικοί συντελεστές (normalized spherical harmonics)
C n , C nm , Snm , που δίνονται ως συνάρτηση των συμβατικών αρμονικών
συντελεστών Cn, Cnm, Snm από τις σχέσεις

1
Cn = Cn για m = 0 (3.84)
( 2n + 1)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 103
___________________________________________________________________________

(n + m)!
Cnm = Cnm και
2(2n + 1)(n − m)!
(3.85)
(n + m)!
Snm = S nm για m ≠ 0
2( 2n + 1)(n − m)!

ή γενικά για κάθε n, m

1 1
C nm = C nm , S nm = S nm (3.86)
Π nm Π nm

όπου ο πολλαπλασιαστής Π nm δίνεται από τη σχέση

(2n + 1)(n − m)!


Π nm = (2 − δ nm ) , (δnm = Kronecker delta, βλ. 3.67α) (3.87)
(n + m)!

Τονίζεται ότι εφόσον χρησιμοποιούνται κανονικοποιημένοι αρμονικοί συντελεστές,


πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα κανονικοποιημένα πολυώνυμα
Legendre και αντίστοιχα οι κανονικοποιημένες συναρτήσεις Legendre

Pnm = Π nm Pnm (3.88)

Pn = (2n + 1) Pn για m = 0
(3.89)
2(2n + 1)(n − m)!
Pnm = Pnm για m ≠ 0
(n + m)!

οπότε η αντίστοιχη έκφραση του δυναμικού V, όταν χρησιμοποιούνται οι


κανονικοποιημένοι συντελεστές, δίνεται από τη σχέση

∞ n n
GM ⎛ ae ⎞
V (r , θ , λ ) =
r ∑ ⎜⎜
r
⎟⎟ ∑ (C nm cos mλ + S nm sin mλ ) Pnm (cos θ ) (3.90)
n =0 ⎝ ⎠ m =0

___________________________________________________________________________
104 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Η παραπάνω έκφραση του δυναμικού V συνήθως προτιμάται για τον υπολογισμό των
παραμέτρων του γήινου πεδίου βαρύτητας, ενώ το ανάπτυγμα που χρησιμοποιεί του
συμβατικούς συντελεστές του Stokes χρησιμοποιείται σε δορυφορικές εφαρμογές,
π.χ. για τον προσδιορισμό των τροχιακών διαταραχών και την περιγραφή της
τροχιακής κίνησης των δορυφόρων.

Στη δορυφορική γεωδαισία, αντί των αρμονικών συντελεστών Cn, Cnm, Snm
υπολογίζονται και χρησιμοποιούνται συνήθως οι συντελεστές Jn, Jnm, Knm, όπου

Jn= – Cn, Jnm= – Cnm και Knm= – Snm (3.91α)

ή στην κανονικοποιημένη μορφή τους

J n = −C n J nm = −C nm K nm = − S nm (3.91β)

GM
Για n=0, η ολοκλήρωση στις σχέση (3.90) δίνει το δυναμικό της γήινης μάζας
r
M μιας σφαιρικής υποτιθέμενης Γης, ως αυτή να ήταν συγκεντρωμένη στο κέντρο
της Γης. Απομονώνοντας τον εν λόγω όρο, καταλήγουμε εύκολα στη σχέση

∞ n
GM ⎛ ae ⎞ n
V (r ,θ , λ ) =
r
[1 + ∑ ⎜ ⎟
n =1 ⎝ r ⎠
∑ (C
m =0
nm cos mλ + S nm sin mλ ) Pnm (cos θ )] =

∞ n
GM ⎛ ae ⎞ n

r
[1 − ∑ ⎜ ⎟
n =1 ⎝ r ⎠
∑ (J
m =0
nm cos mλ + K nm sin mλ ) Pnm (cos θ )]

(3.93α)

ή όταν χρησιμοποιούνται κανονικοποιημένοι συντελεστές

∞ n n
GM ⎛ ae ⎞
V (r , θ , λ ) =
r
[1 + ∑ ⎜ ⎟
⎝ r ⎠
∑ (Cnm cos mλ + Snm sin mλ ) Pnm (cos θ )]
n =1 m =0
∞ n n
GM ⎛ ae ⎞
=
r
[1 − ∑ ⎝ r ⎠ ∑ ( J nm
⎜ ⎟ cos mλ + K nm sin mλ ) Pnm (cos θ )]
n =1 m =0
(3.93β)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 105
___________________________________________________________________________

Στην πράξη, ο συγκεκριμένος βαθμός nmax, στον οποίο διακόπτεται το ανάπτυγμα του
γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που
επηρεάζουν τον υπολογισμό των σφαιρικών αρμονικών, όπως είναι τα ύψη της
τροχιάς των εκάστοτε δορυφόρων, ο αριθμός των παρατηρήσεων που
περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των σφαιρικών αρμονικών συντελεστών και η
ομοιογένεια της κατανομής των δορυφόρων γύρω από τη Γη, από τους οποίους
προέρχονται οι εν λόγω παρατηρήσεις. Επιπλέον, πολλές φυσικές ιδιότητες της Γης
που σχετίζονται με το πεδίο βαρύτητας εξαρτώνται από το βαθμό n και όχι την τάξη
m του αναπτύγματος σε σφαιρικές αρμονικές. Αν και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι
σφαιρικές αρμονικές είναι συναρτήσεις σε μια δυσδιάστατη επιφάνεια, προκειμένου
να χαρακτηριστούν με αυτές ισοτροπικά φαινόμενα στην επιφάνεια της Γης, δηλαδή
φαινόμενα για τα οποία ισχύει η εξάρτηση τους από την απόσταση άλλα όχι τον
προσανατολισμό των σημείων ενδιαφέροντος, συνηθίζεται να χρησιμοποιείται μια
μονοδιάστατη παράμετρος το “μήκος κύματος” λ, που καθορίζει τη χωρική
διακριτικότητα ενός μοντέλου του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές.
⎧cos mλ
Δεδομένου ότι οι σφαιρικές επιφανειακές συναρτήσεις Ynm (θ , λ )⎨ έχουν n
⎩ sin mλ
μηδενικές τιμές στο διάστημα [0, π], το μήκος κύματος λ δίνεται από τη σχέση

2π RΓη 40000km
λ= ≈ (3.94)
nmax nmax

όπου RΓη είναι η μέση ακτίνα μιας σφαιρικής υποτιθέμενης Γης ή αντί αυτής μπορεί
να χρησιμοποιηθεί η τιμή του μεγάλου ημιάξονα a του γήινου ελλειψοειδούς. Με
άλλα λόγια, λ είναι το ελάχιστο μήκος κύματος σε ένα χαρακτηριστικό στην
επιφάνεια της Γης (ανεξάρτητο προσανατολισμού) που μπορεί να αποδοθεί από ένα
μοντέλο του γήινου δυναμικού σε ανάπτυγμα σφαιρικών αρμονικών μέχρι βαθμού
nmax. Αντίστοιχα μπορεί να θεωρήσει κανείς το μήκος κύματος λN-S στην διεύθυνση
Βορρά-Νότου ως

2π RΓη 40000km
λ N −S = ≈ (3.95α)
nmax − m nmax − m

και το μήκος κύματος λE-W στην διεύθυνση Ανατολής-Δύσης στον ισημερινό ως

___________________________________________________________________________
106 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

2π RΓη 40000km
λ E −W = ≈ (3.95β)
m m

Σε επόμενες ενότητες θα αναλυθεί διεξοδικά πως από τα ίδια μοντέλα σφαιρικών


αρμονικών μπορούμε να εκφράσουμε άλλες σημαντικές παραμέτρους του γήινου
πεδίου βαρύτητας, όπως τα υψόμετρα ή τις ανωμαλίες του γεωειδούς, τις ανωμαλίες
και διαταραχές της βαρύτητας, τις αποκλίσεις της κατακορύφου κ.ά., οι οποίες όλες
εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο και βαθμό δυσκολίας τις αποκλίσεις από ένα
πρότυπο μοντέλο του πεδίου βαρύτητας, το κανονικό πεδίο βαρύτητας. Οι
"ανωμαλίες βαρύτητας" είναι ανωμαλίες στο μέγεθος της επιτάχυνσης της βαρύτητας
(της τάξης περίπου ±30 x 10-6 της συνολικής επιτάχυνσης της βαρύτητας ή περίπου
±30 mgal4). Οι εκτροπές ή αποκλίσεις της κατακορύφου είναι ανωμαλίες στην
κατεύθυνση του διανύσματος της βαρύτητας, που εκφράζονται σε γωνίες της τάξης
των μερικών (±30) µrad, όπου 1 µrad είναι η υψομετρική διαφορά 1 mm σε μια
απόσταση 1 km. Οι ανωμαλίες του γεωειδούς ή υψόμετρα του γεωειδούς (της τάξης
±100 m) είναι οι παραλλαγές του γεωειδούς πάνω ή κάτω από την επιφάνεια ενός
ελλειψοειδούς αναφοράς που εκφράζει το σχήμα και το μέγεθος της Γης. Όλες οι εν
λόγω παράμετροι αποτελούν χωρικά παράγωγα του γήινου δυναμικού σε
διαφορετικές κατευθύνσεις και συνεπώς συνδέονται και μεταξύ τους μέσω της
εξίσωσης Laplace και μπορούν εύκολα να εκφραστούν με ανάλογα αναπτύγματα σε
σφαιρικές αρμονικές.

3.16 Φυσική σημασία των συντελεστών του Stokes

Οι συντελεστές του Stokes Cn, Cnm, Snm εξ ορισμού εκφράζουν ολοκληρώματα


συναρτήσεων που εξαρτώνται από την κατανομή της μάζας της Γης. Επιπλέον, σε
συνδυασμό με τον καθορισμό της τιμής της σταθεράς της παγκόσμιας έλξης και της
ακτίνας της Γης ae, ένα τέτοιο σύνολο συντελεστών έμμεσα καθορίζουν ένα
προσκολλημένο στη Γη σύστημα αναφοράς, δηλαδή εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται
και κατά τον υπολογισμό των συντελεστών Cn, Cnm, Snm από δορυφορικές και
επίγειες μετρήσεις.

Για βαθμό n=1 οι αντίστοιχοι συντελεστές του Stokes δίνονται από τις σχέσεις
[Vanicek and Krakiwsky (1986), Seeber, (2003)]

4
Οι μονάδες μέτρησης της βαρύτητας ορίζονται στο επόμενο κεφάλαιο. Προς το
παρόν αρκεί να σημειωθεί ότι 1 mgal ισοδυναμεί με επιτάχυνση (εξ αιτίας της
βαρύτητας) 10-5 m/sec2.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 107
___________________________________________________________________________

1 ⎛ r′ ⎞
C10 = C1 =
M Γ
∫∫∫η ⎜⎜⎝ a
⎟⎟ P1 (cos θ ′) dM
e ⎠
(3.96α)
1 1
= ∫∫∫
Ma e Γη
r ′ cos θ ′ dM =
Ma e ∫∫∫η
Γ
z ′ dM

1 1
C11 =
Mae ∫∫∫η
Γ
r ′ sin θ ′ cos λ ′ dM =
Mae ∫∫∫η
Γ
x′ dM (3.96β)

1 1
S11 =
Mae ∫∫∫ηΓ
r ′ sin θ ′ sin λ ′ dM =
Mae ∫∫∫η
Γ
y ′ dM (3.96γ)

στις οποίες τα ολοκληρώματα διαιρούμενα με τη μάζα της Γης είναι οι συντεταγμένες


του κέντρου κατανομής της μάζας της Γης, και συνεπώς μηδενίζονται εάν η αρχή του
συστήματος συντεταγμένων συμπίπτει με το κέντρο μάζας της Γης, όπως συνήθως
γίνεται εξ ορισμού στη Γεωδαισία. Δηλαδή

C10 = C11 = S11 = 0 . (3.97)

Για βαθμό n=2 οι αντίστοιχοι συντελεστές του Stokes δίνονται από τις σχέσεις

−1 1 1 ⎛ 2 x′ 2 + y ′ 2 ⎞
C 20 = C 2 =
Mae
2
[ I z − ( I x + I y )] =
2 Mae
2 ∫∫∫
Γη ⎝
⎜⎜ z ′ −
2
⎟⎟ dM

(3.98α)

I xz 1 I yz 1
C 21 =
Ma e
2
=
Ma e
2 ∫∫∫η
Γ
x ′z ′ dM , S 21 =
Ma e
2
=
Ma e
2 ∫∫∫η
Γ
y ′z ′ dM

(3.98β)

(I y − I x ) 1
C 22 =
4 Ma e
2
=
4 Ma e
2 ∫∫∫η
Γ
( x ′ 2 − y ′ 2 ) dM (3.98γ)

I xy 1
S 22 =
2 Ma e
2
=
2 Ma e ∫∫∫η
Γ
x ′y ′ dM (3.98δ)

όπου οι σχέσεις

___________________________________________________________________________
108 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Ix = ∫∫∫ ( y ′ 2 + z ′ 2 ) dM ,
Γη

Iy = ∫∫∫ ( x ′ 2 + z ′ 2 ) dM , (3.99)
Γη

Iz = ∫∫∫ ( x ′ 2 + y ′ 2 ) dM
Γη

εκφράζουν τις ροπές αδράνειας (moments of inertia) της Γης ως προς τους άξονες
αντίστοιχα x,y,z και οι σχέσεις

I xy = ∫∫∫ x ′y ′ dM , I xz = ∫∫∫ x ′z ′ dM , I yz = ∫∫∫ y ′z ′ dM (3.100)


Γη Γη Γη

τα γινόμενα αδράνειας (products of inertia).

Αν αγνοηθεί η κίνηση του Πόλου της Γης, συνεπάγεται ότι ο άξονας-z εμπεριέχει τον
μέσο άξονα περιστροφής της Γης, που συμπίπτει με ένα από τους κύριους άξονες
αδράνειας (εκείνον της μέγιστης ροπής αδράνειας), που με τη σειρά του σημαίνει ότι
Ιz είναι μια από τις κύριες ροπές αδράνειας και Ιyz και Ιxz είναι μηδέν και άρα C21 =
S21 = 0. Αν η Γη είχε τελείως συμμετρική περιστροφή θα ίσχυε και S22 = 0, κάτι που
δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα εφόσον η Γη δεν είναι απολύτως σφαιρική. Η
επιπλάτυνση της Γης στους πόλους εκφράζει την απόκλιση της Γης από μια τέτοια
συμμετρική περιστροφή, γεγονός που αποδεικνύει και η σημαντικά μεγαλύτερη τιμή
του συντελεστή C2 (κατά τρεις τάξεις μεγέθους, βλ. Πίνακα 3.3α) από όλους τους
άλλους όρους του αναπτύγματος του δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές. Οι μη
μηδενικές τιμές των συντελεστών C22 και S22 επίσης χαρακτηρίζουν τις αποκλίσεις
της πραγματικής κατανομής της μάζας της Γης από μια ιδανική συμμετρική
κατανομή. Οι αρμονικοί συντελεστές C10 = C11 = S11 = C21 = S21 = 0 στο ανάπτυγμα
του γήινου ελκτικού δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, συχνά αναφέρονται στη
Γεωδαισία ως απαγορευμένοι ή μη αποδεκτοί αρμονικοί συντελεστές (forbidden ή
inadmissible harmonics) του Stokes, εξ αιτίας των οποίων, στο εν λόγω ανάπτυγμα το
άθροισμα των όρων ∑
στις σχέσεις (3.93α) και (3.93β) πρέπει ουσιαστικά να
n
αρχίζει από n=2.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 109
___________________________________________________________________________

Πίνακας 3.3α – Παράδειγμα, τιμές των κανονικοποιημένων συντελεστών C nm (σε


μονάδες 10-6) από το μοντέλο EGM-96 μέχρι βαθμό n και τάξη m=7

n
2 3 4 5 6 7
m
0 -484.1652271 0.9572052 0.5399922 0.0686836 -0.1499537 0.0905163
1 -0.0002552 2.0304540 -0.5361434 -0.0629234 -0.0759216 0.2808854
2 2.4393644 0.9047817 0.3505045 0.6520836 0.0486591 0.3304131
3 0.7212821 0.9908625 -0.4518499 0.0572388 0.2504525
4 -0.1884942 -0.2953263 -0.0860108 -0.2749998
5 0.1747986 -0.2671691 0.0016503
6 0.0094628 -0.3588017
7 0.0015202

Πίνακας 3.3β – Παράδειγμα, τιμές των κανονικοποιημένων συντελεστών S nm (σε


μονάδες 10-6) από το μοντέλο EGM-96 μέχρι βαθμό n και τάξη m=7

n
2 3 4 5 6 7
m
1 0.0014410 0.2482049 -0.4735638 -0.0943669 0.0265096 0.0951209
2 -1.4002859 -0.6189863 0.6624770 -0.3233526 -0.3737949 0.0929928
3 1.4143785 -0.2009578 -0.2149623 0.0089429 -0.2171242
4 0.3088223 0.0498068 -0.4714244 -0.1240558
5 -0.6693734 -0.5365007 0.017923
6 -0.2373895 0.1517997
7 0.0241062

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παρατηρήσεις, μια πρώτη ικανοποιητική


προσέγγιση του γήινου δυναμικού δίνεται από το ανάπτυγμα σε σφαιρικές αρμονικές
μέχρι βαθμό και τάξη n, m=2 από τη σχέση

___________________________________________________________________________
110 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

GM G 1
V2 = + 3 [ I z − ( I x + I y )](1 − 3 cos 2 θ )
r 2r 2 (3.101)
3G 1
+ [( I y − I x ) cos 2λ + Ι xy sin 2λ ] sin θ + όροι τάξης ( 4 )
4 r3 r

που υποδηλώνει ότι για μεγάλες αποστάσεις (π.χ. μεγαλύτερες από την απόσταση
Γης-Σελήνης) μπορεί κανείς να αγνοήσει τους όρους τάξης (1/r4) για τις περισσότερες
εφαρμογές ή για πλανητικές αποστάσεις αρκεί ακόμα και μόνο ο πρώτος όρος,
δηλαδή V = GM/r, που σημαίνει ότι σε πολύ μεγάλες αποστάσεις κάθε φυσικό σώμα
ενεργεί ως σημειακή μάζα.

Για ένα σώμα, με ρευστή μάζα, κατανομή της πυκνότητας και γωνιακή ταχύτητα
όπως εκείνες της Γης, θα πρέπει να έχει C2 περίπου μεγέθους της τάξης του 10-3. Σε
αυτή τη τιμή οδήγησαν πράγματι ήδη οι πρώτες μετρήσεις των βαρυτικής φύσεως
τροχιακών διαταραχών στους πρώτους δορυφόρους στην αρχή της δορυφορικής
εποχής, όταν οι τιμές που υπολογίστηκαν στη δεκαετία του ‘60 ήταν

C2 = -1082.63 x 10-6, C21 = S21 = ≈ 10-9, C22 = 1.57 x 10-6, S22 = -0.9 x 10-6

3.17 Μοντέλα σφαιρικών αρμονικών του γήινου δυναμικού

Ο προσδιορισμός συνεχώς βελτιωμένων μοντέλων του γήινου δυναμικού στη μορφή


σφαιρικών αρμονικών βασίζεται στη χρήση μιας ευρείας ποικιλίας των διαφορετικών
τύπων μέτρησης και των τεχνικών υπολογισμού των συντελεστών του Stokes για
κάθε νέο μοντέλο. Οι κυριότεροι τύποι μετρήσεων που χρησιμοποιούνται αφορούν
κυρίως

• δορυφορικές παρατηρήσεις των βαρυτικών διαταράξεων στις τροχιές των


τεχνητών δορυφόρων
• επίγειες μετρήσεις βαρύτητας στην επιφάνεια της Γης ή στις θαλάσσιες περιοχές,
και
• δορυφορικές μετρήσεις αλτιμετρίας.

Τα συστήματα και οι τεχνικές παρακολούθησης της κίνησης των τεχνητών


δορυφόρων (από χαμηλές μέχρι και υψηλές τροχιές πάνω από τη Γη) καθώς και των
δορυφόρων σε διαπλανητικές τροχιές παρέχουν μετρήσεις των βαρυτικών
διαταραχών που έχουν επιπτώσεις στη λειτουργία των δορυφόρων, και συνεπώς είναι
από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια και τη
χωρική/χρονική διανομή των δορυφορικών δεδομένων και τις τελικά προκύπτουσες

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 111
___________________________________________________________________________

ακρίβειες των δορυφορικών μετρήσεων που παρέχουν οι συγκεκριμένες δορυφορικές


ή διαστημικές αποστολές. Ο ακριβής προσδιορισμός των τμημάτων του πεδίου
βαρύτητας που αντιστοιχούν σε μεγάλα μήκη κύματος (της τάξης μερικών χιλιάδων
χιλιομέτρων) στα τρέχοντα μοντέλα οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στα εκτενή
διαθέσιμα δορυφορικά δεδομένα παρακολούθησης των τροχιών δεκάδων δορυφόρων
από την αρχή της διαστημικής εποχής μέχρι σήμερα.

Αντίστοιχα, τμήματα του γήινου πεδίου βαρύτητας που αντιστοιχούν σε


χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεσαίου και μικρού μήκους κύματος καθορίζονται από
το συνδυασμό των δορυφορικών τροχιακών δεδομένων με ετερογενή σύνολα
επίγειων μετρήσεων βαρύτητας στις ηπειρωτικές και θαλάσσιες περιοχές και
ανωμαλίες βαρύτητας από δορυφορική αλτιμετρία.

Συγκεκριμένα, τα δεδομένα των μετρήσεων βαρύτητας στην επιφάνεια της Γης


παρέχουν μια αμεσότερη μέτρηση του πεδίου βαρύτητας, αλλά η συλλογή τους με
ομοιόμορφό τρόπο σε ολόκληρη τη γήινη επιφάνεια και ιδιαίτερα στις θαλάσσιες
περιοχές είναι πάντα δύσκολη. Η τεχνική της δορυφορικής αλτιμετρίας παρέχει
ακριβείς μετρήσεις του πεδίου βαρύτητας στις θαλάσσιες περιοχές, υπό την
προϋπόθεση ότι χρησιμοποιούνται επαρκή μοντέλα για τα δορυφορικά σφάλματα της
τροχιάς των αλτιμετρικών δορυφόρων και τις δυναμικές μεταβολές του ύψους της
επιφάνειας της θάλασσας.

Τα μοντέλα του πεδίου βαρύτητας πρέπει να ενσωματώνουν τους εν λόγω ανόμοιους


τύπους δεδομένων προκειμένου να υπολογιστούν οι σφαιρικοί αρμονικοί
συντελεστές, που περιγράφουν σε παγκόσμια κλίμακα το γήινο πεδίο βαρύτητας με
τα αναπτύγματα σε σφαιρικές αρμονικές της μορφής (3.93α) ή (3.93β). Ο
κατάλληλος συνδυασμός αυτών των στοιχείων, μαζί με την ανάγκη να μπορούν να
χαρακτηριστούν επακριβώς τα αντιπροσωπευτικά σφάλματα του εκάστοτε μοντέλου
του γήινου δυναμικού, απαιτούν την ανάπτυξη σύνθετων διαδικασιών για τον
υπολογισμό των εν λόγω μοντέλων.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, μερικές δεκάδες μοντέλα του γήινου δυναμικού
έχουν αναπτυχθεί και δημοσιευθεί από διεθνείς οργανισμούς, ερευνητικά κέντρα και
πανεπιστήμια. Κοινό χαρακτηριστικό των εν λόγω μοντέλων είναι η προοδευτική
βελτίωση τους. Το 1998 υπολογίστηκαν για πρώτη φορά μοντέλα με μέγιστο βαθμό
και τάξη μέχρι 1800, αν και οι βελτιώσεις στις διαδικασίες υπολογισμού των
σφαιρικών αρμονικών συντελεστών έδειξαν ήδη από το 2004 (π.χ. από τους Pavlis et
al., 2004), ότι είναι εφικτό να υπολογιστούν αντίστοιχα μοντέλα με μέγιστο βαθμό
nmax > 2000. Ήδη σήμερα έχει διατεθεί στην επιστημονική κοινότητα το μοντέλο
EGM08 (Earth Gravity Model 2008) που είναι πλήρες σε βαθμό και τάξη n,m = 2190
(Kenyon et al., 2007, NGA, 2008).

___________________________________________________________________________
112 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
________________________________________________________________________________________________________________

Πίνακας 3.4α – Ιστορική αναδρομή των μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές (ICGEM, 2008)

Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα* Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα*


GGM03S 2008 180 S(Grace) EIGEN-CHAMP03S 2004 140 S(Champ)
AIUB-GRACE01S 2008 120 S(Grace) EIGEN-GRACE02S 2004 150 S(Grace)
EIGEN-5S 2008 150 S(Grace, Lageos) TUM-2S 2004 70 S(Champ)
EIGEN-5C 2008 360 S(Grace, Lageos), DEOS_CHAMP01C 2004 70 S(Champ)
G,A
EGM2008 2008 2190 S(Grace), ITG_Champ01K 2003 70 S(Champ)
G,A
ITG-Grace03 2007 180 S(Grace) ITG_Champ01S 2003 70 S(Champ)
AIUB-CHAMP01S 2007 90 S(Champ) ITG_Champ01E 2003 75 S(Champ)
ITG-Grace02s 2006 170 S(Grace) TUM-2Sp 2003 60 S (Champ)
EIGEN-GL04S1 2006 150 S(Grace, Lageos) TUM-1S 2003 60 S (Champ)
EIGEN-GL04C 2005 360 S(Grace, Lageos), GGM01C 2003 200 TEG4, S (Grace)
G,A
EIGEN-CG03C 2005 360 S(Champ, Grace), GGM01S 2003 120 S (Grace)
G,A
GGM02C 2004 200 S(Grace),G,A EIGEN-GRACE01S 2003 140 S (Grace)
GGM02S 2004 160 S(Grace) EIGEN-CHAMP03Sp 2003 140 S(Champ)
EIGEN-CG01C 2004 360 S(Champ, Grace), EIGEN-2 2003 140 S(Champ)
G,A

_________________________________________________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 113
_________________________________________________________________________________________________________________

Πίνακας 3.4α – Ιστορική αναδρομή των μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές (ICGEM, 2008)

Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα* Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα*


EIGEN-1 2002 119 S(Champ) JGM2S ‘94 60 S
EIGEN-1S 2002 119 GRIM5,S GFZ93B ‘93 360 GRIM4C3, G,A
PGM2000A 2000 360 S,G,A GFZ93A ‘93 360 GRIM4C3, G,A
TEG4 2000 180 S,G,A JGM1 ‘93 70 S,G,A
GRIM5C1 ‘99 120 S,G,A JGM1S ‘93 60 S
GRIM5S1 ‘99 99 S OGE12 ‘92 360 GRIM4C2, G,A
GRIM4S4G ‘99 100 GRIM4S4, GRIM4C3 ‘92 60 S,G,A
S(GFZ-1)
GFZ97 ‘97 359 PGM062w, G,A GRIM4S3 ‘92 60 S
EGM96 ‘96 360 EGM96S, G,A OSU91A ‘91 360 GEMT2,G,A
GFZ96 ‘96 359 PGM055, G,A GRIM4C2 ‘91 50 S,G,A
TEG3 ‘96 70 S,G,A GRIM4S2 ‘91 50 S
EGM96S ‘96 70 S GEMT3 1991 50 S,G,A
GFZ95A ‘95 360 GRIM4C4, G,A GEMT3S 1991 50 S
GRIM4C4 ‘95 72 S,G,A TEG2B 1991 54 S,G,A
GRIM4S4 ‘95 70 S TEG2 1990 54 S,G,A
JGM3 ‘94 70 S,G,A GRIM4C1 1990 50 S,G,A
JGM2 ‘94 70 S,G,A GRIM4S1 1990 50 S

_________________________________________________________________________________________________________________
114 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
________________________________________________________________________________________________________________

Πίνακας 3.4α – Ιστορική αναδρομή των μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές (ICGEM, 2008)

Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα* Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα*


GEMT2 1989 50 S,G,A HAJELA84 1983 250 G
GEMT2S 1989 50 S GPM1 1983 200 GEM9,G,A
TEG1 1988 50 S,G GRIM3B 1983 36 S,G,A
OSU89B 1989 360 GEMT2,G,A GEML2 1982 20 S
1989 360 GEMT2, GRIM3 1981 36 S,G,A
OSU89A
G,A
GEMT1 1987 36 S OSU81 1981 180 GEM9,G,A
1986 360 GEML2, GEM10C 1981 180 GEM10B,
OSU86F
G,A G,A
1986 360 GEML2, OSU78 1978 180 GEM9,G,A
OSU86E
G,A
1986 250 GEML2, GEM10B 1978 36 GEM10,A
OSU86D
G,A
1986 250 GEML2, GEM10A 1978 30 GEM10,A
OSU86C
G,A
1984 200 GEML2, GEM10 1977 22 S,G
GPM2
G,A
GRIM3L1 1984 36 S,G,A GEM9 1977 20 S

_________________________________________________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 115
_________________________________________________________________________________________________________________

Πίνακας 3.4α – Ιστορική αναδρομή των μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές (ICGEM, 2008)

Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα* Μοντέλο Έτος nmax Δεδομένα*


GRIM2 1976 23 S,G SE3 1973 18 S,G
GEM8 1976 25 S,G GEM4 1972 16 S,G
GEM7 1976 16 S GEM3 1972 12 S
HARMO-GRAV 1975 36 G GEM2 1972 16 S,G
GRIM1 1975 10 S GEM1 1972 12 S
KOCH74 1974 15 S,G KOCH71 1971 11 S,G
GEM6 1974 16 S,G KOCH70 1970 8 S,G
GEM5 1974 12 S SE2 1969 16 S,G
OSU73 1973 20 GEM3,G OSU68 1968 14 S,G

*
Δεδομένα: S=Τροχιακές βαρυτικές διαταραχές (Satellite Tracking Data), G = Ανωμαλίες βαρύτητας (Gravity Data), A =
Μετρήσεις από δορυφορική αλτιμετρία (Altimetry Data)

_________________________________________________________________________________________________________________
116 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
________________________________________________________________________________________________________________

Πίνακας 3.4β – Σημαντικές δορυφορικές αποστολές για τη προοδευτική βελτίωση


των μοντέλων του γήινου πεδίου βαρύτητας

GEOS-3 GEOSAT ERS1/2 TOPEX/ CHAMP GRACE GOCE


Poseidon
Φορέας NASA US Navy ESA NASA/ GFZ Potsdam NASA/ ESA
CNES GFZ
Διάρκεια 1975 - 1985 - 1990 1991 - 1996 1992 - 2006 2000-σήμερα 2002 - Εκτόξευση
αποστολής 1978 (προγραμ- σήμερα το 2009
ματισμένη (προγραμ-
5ετής ματισμένη
αποστολή) 5ετής από-
στολή)
Ύψος 843 km 785 km 780 km 1335 km 454 km 485 km 250 km
τροχιάς
Κλίση 114.98˚ 108 ˚ 98˚ 66˚ 87˚ 89˚ 96.5˚
τροχιάς
Συστήματα C-Band SLR SLR/ SLR/DORIS/GPS GPS GPS GPS/
παρακο- Radar PRARE GLONASS
λούθησης
τροχιάς

_________________________________________________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 117
_________________________________________________________________________________________________________________

Πίνακας 3.4β – Σημαντικές δορυφορικές αποστολές για τη προοδευτική βελτίωση


των μοντέλων του γήινου πεδίου βαρύτητας

GEOS-3 GEOSAT ERS1/2 TOPEX/ CHAMP GRACE GOCE


Poseidon
Τύπος Κυκλική 18 μήνες 3-day Σχεδόν 9.97-day Σχεδόν Πολική Σχεδόν
τροχιάς επαναλαμβανόμενη πολική, ήλιο- επαναλαμβανόμενη κυκλική, κυκλική,
(Geodetic Mission) σύγχρονη σχεδόν ήλιο-
17-day σχεδόν 3-day, 35-day πολική σύγχρονη
επαναλαμβανόμενη και 168-day
(Exact Repeat επαναλαμ-
Mission) βανόμενες

Κύρια Θαλάσσιο Θαλάσσιο γεωειδές Υπολογισμός Υπολογισμός του Υπολογισμός Υπολογισμός Υπολογισμός
εφαρμογή γεωειδές του γήινου γήινου πεδίου του γήινου του γήινου του γήινου
με πεδίου βαρύτητας στις πεδίου πεδίου πεδίου
ακρίβεια βαρύτητας με θαλάσσιες περιοχές βαρύτητας βαρύτητας βαρύτητας
±1 m διακριτι- (Μεσαία και (Μεσαία και (Μικρά μήκη
κότητα μεγάλα μήκη μεγάλα μήκη κύματος)
±20 cm κύματος) κύματος)

_________________________________________________________________________________________________________________
118 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
________________________________________________________________________________________________________________

Πίνακας 3.4β – Σημαντικές δορυφορικές αποστολές για τη προοδευτική βελτίωση


των μοντέλων του γήινου πεδίου βαρύτητας

GEOS-3 GEOSAT ERS1/2 TOPEX/ CHAMP GRACE GOCE


Poseidon
Τεχνική Αλτιμετρία Αλτιμετρία Αλτιμετρία Αλτιμετρία Τροχιές Ζεύγος Βαθμιδομετρία
μετρήσεων Radar Radar Radar Radar υψηλής δορυφόρων βαρύτητας
ακρίβειας στην ίδια
τροχιά
(με δια-
χωρισμό 220
km)
Δια- 10 km 2-3 km 17 km 300 km 500 km 500 km 100 km
κριτικό-
τητα
Ακρίβεια 50 cm 10-25 cm υπό 10-20 cm 3-4 cm 1 cm για 0.1 mm 2.5 mm ως
(παγκόσμια κανονικές μήκη προς το
κλίμακα) συνθήκες και κύματος ύψος του
40-60 cm (σε >1000 km γεωειδούς και
περιόδους 0.08 mgal ως
ηλιακής προς τη
έξαρσης) βαρύτητα

_________________________________________________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 119
___________________________________________________________________________

Ο Πίνακας 3.4α συνοψίζει τις προόδους που έχουν πραγματοποιηθεί στα μοντέλα του
γήινου πεδίου βαρύτητας από το 1966 μέχρι σήμερα. Αντίστοιχα, στον Πίνακα 3.4β
δίνονται συνοπτικά τα κυριότερα χαρακτηριστικά των σημαντικότερων δορυφορικών
αποστολών που έχουν συντελέσει στην διαχρονική προοδευτική βελτίωση των
συγκεκριμένων μοντέλων. Τα δεδομένα βαρύτητας που έχουν χρησιμοποιηθεί για τον
υπολογισμό τους διαφέρουν από μοντέλο σε μοντέλο, ανάλογα με τις τεχνολογικές
δυνατότητες της εκάστοτε περιόδου, την κάλυψη που αυτά παρείχαν σε παγκόσμια
κλίμακα και ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιοχές της Γης (π.χ. στις πολικές περιοχές
και στους ωκεανούς) όπου παραδοσιακά η συλλογή συμβατικών επίγειων μετρήσεων
είναι δύσκολη και χρονοβόρα.

Στη δεκαετία του '80 η ανάπτυξη μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές
αρμονικές είχε βασιστεί αποκλειστικά σε δορυφορικές μετρήσεις των τροχιακών
διαταραχών μιας σειράς γεωδαιτικών δορυφόρων, ενώ στη δεκαετία του '90 και μέχρι
σήμερα οι τεχνικές υπολογισμού των νεότερων μοντέλων βασίζονται περισσότερο σε
έναν συνδυασμό των προαναφερόμενων τύπων μετρήσεων.

Συγκεκριμένα, στα μέσα της δεκαετίας του '80, η κύρια προσπάθεια προήλθε από τη
προσπάθεια της NASA να βελτιώσει ουσιαστικά τα μέχρι τότε υπάρχοντα μοντέλα
του γήινου πεδίου βαρύτητας προκειμένου να γίνει δυνατή η βελτίωση της ακρίβειας
της τροχιάς του δορυφόρου TOPEX/POSEIDON της σχεδιαζόμενης τότε σημαντικής
ομώνυμης δορυφορικής αποστολής αλτιμετρίας. Ως αποτέλεσμα, αναπτύχθηκαν μια
σειρά βελτιωμένων μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, όπως το
μοντέλο GEM-T3, με nmax=50, βασισμένα σε έναν συνδυασμό δορυφορικών
τροχιακών διαταραχών, μετρήσεων δορυφορικής αλτιμετρίας και μετρήσεων
βαρύτητας. Ταυτόχρονα, η εκτόξευση του γαλλικού δορυφόρου SPOT-2 και του
συστήματος DORIS παρείχε ένα σημαντικά καλύτερο διανεμημένο σύνολο
μετρήσεων τροχιακών διαταραχών με επακόλουθο τη σημαντική συνεισφορά τους
στα τροχιακά μοντέλα του δορυφόρου TOPEX/POSEIDON κατά τα αρχικά στάδια
της αποστολής, τα οποία ενισχύθηκαν περαιτέρω με την πρώτη πειραματική χρήση
ενός δέκτη GPS στον εν λόγω δορυφόρο.

Οι μεγαλύτερες βελτιώσεις εκείνης της περιόδου αφορούσαν κυρίως στον καθορισμό


του πεδίου βαρύτητας στις πολικές περιοχές, καθώς επίσης και στη χρήση νέων
τεχνικών πλήρους επανεπεξεργασίας των διαθέσιμων μετρήσεων, με άμεση συνέπεια
το πρώτο μοντέλο συνδυασμού δορυφορικών, αλτιμετρικών και επίγειων βαρυτικών
μετρήσεων (Joint Gravity Model) JGM-1, με nmax=70, που απετέλεσε και το τελικό
μοντέλο βαρύτητας πριν την εκτόξευση του δορυφόρου TOPEX/POSEIDON.
Περαιτέρω βελτίωση επήλθε με τον συνυπολογισμό επιπλέον δεδομένων από τα
δορυφορικά συστήματα λέιζερ (Satellite Laser Systems, SLR), DORIS και GPS του
TOPEX/POSEIDON, που οδήγησε σε νέα μοντέλα όπως το GEM-L2, JGM-2 και
JGM-3, η υψηλή ακρίβεια των οποίων τεκμηριώθηκε και από το γεγονός ότι

___________________________________________________________________________
120 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

επέτρεψαν τον υπολογισμό των δορυφορικών τροχιών και άλλων γεωδαιτικών


δορυφόρων με ακρίβειες (στην διεύθυνση της ακτίνας της τροχιάς) βελτιωμένες από
65 cm με το μοντέλο GEM-L2, σε 2 cm με το μοντέλο JGM-2 και σε 1 cm με το
μοντέλο JGM-3.

Στη δεκαετία του '90, συνεχείς βελτιώσεις οδήγησαν σε ένα συνδυασμό μεθόδων που
επέτρεψαν τον υπολογισμό κατάλληλων μοντέλων σε παγκόσμια κλίμακα, με χωρική
διακριτικότητα που αντιστοιχούσε σε μεγάλα χαρακτηριστικά μήκη κύματος των
παραλλαγών του γήινου δυναμικού ή ισοδύναμα με τον μέγιστο βαθμό nmax να
φτάνει μέχρι 360 στο ανάπτυγμα σφαιρικών αρμονικών. Ένα τυπικό παράδειγμα
είναι το μοντέλο EGM96 (Earth Gravity Model 96) .

Οι κυριότερες ιδιότητες που διαφοροποιούν κάθε αποστολή, ως προς τη συνεισφορά


καθεμίας στον προσδιορισμό του γήινου πεδίου βαρύτητας, είναι το ύψος της τροχιάς
κάθε δορυφόρου, η τροχιακή κλίση και η χαρακτηριστική ακρίβεια των μετρήσεων
κάθε αποστολής. Η ατμόσφαιρα και το ύψος του εκάστοτε δορυφόρου ενεργούν ως
“φίλτρα” απόσβεσης (dampeners) της δράσης του πεδίου βαρύτητας στον κάθε
δορυφόρο και επομένως συνεισφέρουν στον υπολογισμό των διαφόρων τμημάτων ή
τις διαφορετικές φασματικές συνιστώσες (spectral components) του πεδίου
βαρύτητας. Αυτό έχει επιπτώσεις άμεσα στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πεδίου
βαρύτητας
που είναι ανιχνεύσιμα σε συγκεκριμένα ύψη πάνω από τη Γη. Η κλίση των
δορυφορικών τροχιών σχετίζεται επίσης με το όριο των περιοχών στην επιφάνεια της
Γης που μπορούν να παρατηρηθούν από τον εκάστοτε δορυφόρο και συνεπώς να
βοηθήσουν τον προσδιορισμό του γήινου πεδίου βαρύτητας πάνω από αυτές.
Παραδείγματος χάριν, στην αποστολή TOPEX/POSEIDON ο δορυφόρος έχει τροχιά
σε μια κλίση 66˚ προκειμένου να χαρτογραφηθούν οι ωκεανοί της Γης. Αντίστοιχα,
οι υψηλότερες τροχιακές κλίσεις των δορυφόρων GEOS-3, GEOSAT και ERS1/2
είχαν ως σκοπό να βοηθήσουν στην αποτελεσματικότερη παρατήρηση των πολικών
περιοχών. Η σημερινή ανάγκη για τη συλλογή ενός μοναδικού συνόλου δεδομένων
βαρύτητας σε παγκόσμια κλίμακα έχει οδηγήσει στις πρόσφατες αποστολές CHAMP,
GRACE και την προγραμματισμένη αποστολή GOCE, σε τροχιές με κλίση μεταξύ
87˚ και 96.5˚ που παρέχουν ένα πιο ομοιογενές σύνολο μετρήσεων βαρύτητας, με
σκοπό τη συνεχή βελτίωση των μοντέλων περιγραφής του γήινου πεδίου βαρύτητας
και του γεωειδούς.

Σήμερα με τις εξελίξεις στις διαστημικές τεχνολογίες και όλες τις επακόλουθες
τεχνολογικές προόδους, είμαστε στο σημείο όπου μπορούμε να μελετήσουμε
συστηματικά τη Γη ως “σύστημα”. Ωστόσο, προκειμένου να κατανοήσουμε τη
μυριάδα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των γήινων υπό-συστημάτων, είναι
απαραίτητη μια διεπιστημονική προσέγγιση μέσα στην οποία η χαρτογράφηση του
γήινου πεδίου βαρύτητας, με έναν υψηλό βαθμό ακρίβειας και διακριτικότητας,

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 121
___________________________________________________________________________

διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο. Τα υψηλής ευκρίνειας μοντέλα του πεδίου


βαρύτητας και του μαγνητικού πεδίου της Γης, συνεισφέρουν στη δημιουργία
πολυσύνθετων μοντέλων για τη δομή και τις κατευθυντήριες δυνάμεις πίσω από τις
τεκτονικές πλάκες, τη μεταφορά ορυκτών υλικών στον μανδύα, τις
μικρομετακινήσεις της λιθόσφαιρας, κ.λπ. Ένα υψηλής ευκρίνειας μοντέλο του
πεδίου βαρύτητας θα βοηθήσει επίσης τον ακριβέστερο καθορισμό της φυσικής
επιφάνειας αναφοράς για τους ωκεανούς και τα υψομετρικά συστήματα στις
ηπειρωτικές περιοχές, το γεωειδές. Με τις διαχρονικά εκτενείς μετρήσεις
δορυφορικής αλτιμετρίας από προηγούμενες αποστολές όπως GEOS-3, GEOSAT,
TOPEX/Poseidon και ERS-1 και -2, και τις μετρήσεις από τις αποστολές CHAMP,
GRACE και GOCE, οι ωκεάνιες παραλλαγές όσον αφορά το γεωειδές θα μπορούν να
μελετηθούν σε διαφορετικές γεωμετρικές και χρονικές κλίμακες. Επιπλέον, από το
συνδυασμό δεδομένων αλτιμετρίας και μετρήσεων βαρύτητας, τα ωκεάνια ρεύματα
θα μπορούν να “χαρτογραφηθούν” επακριβώς και, ενδεχομένως, να μπορούν να
μελετηθούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κυκλοφορίας των ωκεανών και της
μεταφοράς των θαλάσσιων μαζών, όπως, για παράδειγμα, στις παγκόσμιες αλλαγές
του κλίματος και τα περιοδικά καιρικά φαινόμενα τύπου El Niño και La Niña που
επηρεάζουν τις αλλαγές της στάθμης της θάλασσας (Fu and Cazenave, 2000).

Ιδιαίτερα, τα οφέλη από τις δορυφορικές αποστολές CHAMP, GRACE και GOCE
αναμένεται να έχουν επίδραση σε πολλές επιστήμες όπως τη γεωδαισία, την
ωκεανογραφία και τη γεωφυσική, και σε ποικίλες πρακτικές εφαρμογές, όπως την
ενοποίηση των υψομετρικών συστημάτων αναφοράς, τον υπολογισμό ορθομετρικών
υψομέτρων από το GPS, τη χρήση των αδρανειακών συστημάτων πλοήγησης, την
ακρίβεια των δορυφορικών τροχιών, τη μελέτη της στερεάς Γης και ειδικά της
ηπειρωτικής λιθόσφαιρας, και τη μελέτη των στρωμάτων πάγου στις αρκτικές
περιοχές.

3.18 Η ανατομία των σύγχρονων μοντέλων του γήινου δυναμικού σε


σφαιρικές αρμονικές

Υπάρχουν τρεις κύριες κατηγορίες μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές


αρμονικές:

1. Μοντέλα δορυφορικών-μόνο μετρήσεων (Satellite-only models), τα οποία


προέρχονται από την ανάλυση της τροχιάς των τεχνητών δορυφόρων και την
επεξεργασία των διαθέσιμων γεωδαιτικών μετρήσεων τους με τη μεθοδολογία
των λεγόμενων ‘δυναμικών λύσεων (dynamic solution techniques)’ βάσει των
οποίων υπολογίζονται με αξιοπιστία οι αρμονικοί συντελεστές χαμηλού βαθμού
και τάξης [Kaula (2000), Vanicek and Krakiwsky (1986)]. Ιστορικά, αυτά τα

___________________________________________________________________________
122 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

μοντέλα έχουν περιορισμένη ακρίβεια εξ αιτίας της αντικειμενικής δυσκολίας να


συνδυαστούν διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν τη δυνατότητα να
ανιχνεύονται οι βαρυτικές διαταραχές στις διάφορες δορυφορικές τροχιές, όπως:

Σχήμα 3.16 – Η απόσβεση (μείωση) της δράσης της βαρύτητας με το τροχιακό ύψος
ενός δορυφόρου. Οι αριθμοί από 2 μέχρι 6 συμβολίζουν τροχιακά ύψη 200 μέχρι 600
km, αντίστοιχα

• H ελάττωση της δράσης του πεδίου βαρύτητας ως συνάρτηση του ύψους της
εκάστοτε τροχιάς (Σχ. 3.16)
• H αδυναμία συνεχούς παρακολούθησης από τους διαθέσιμους επίγειους
σταθμούς της πλήρους διαδρομής του εκάστοτε δορυφόρου στην τροχιάς του
• Οι ανακρίβειες των μοντέλων της εκάστοτε ασκούμενης στους δορυφόρους
ατμοσφαιρικής τριβής (ανάλογα με το ύψος της τροχιάς) και των μοντέλων
των μη-βαρυτικών τροχιακών διαταραχών (π.χ. από την ηλιακή ακτινοβολία)
και των διαταραχών εξ αιτίας των ελκτικών δυνάμεων από τους άλλους
πλανήτες
• Ο περιορισμένος αριθμός διαθέσιμων δορυφόρων σε διαφορετικές τροχιακές
κλίσεις, που με τη σειρά του περιορίζει τη δειγματοληψία των επιδράσεων
του γήινου πεδίου βαρύτητας σε διαφορετικά ύψη και διευθύνσεις γύρω από
τη Γη

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 123
___________________________________________________________________________

Κατά συνέπεια, αν και μερικά από τα πρώτα εν λόγω δορυφορικά μοντέλα του
γήινου δυναμικού είναι διαθέσιμα για βαθμό από nmax=70 (π.χ. τα μοντέλα
GRIM4S, EGM96S, ,,, TUM-2S, στον Πίνακα 3.4), οι συντελεστές τους πάνω
από βαθμό 20 ή 30, περιέχουν σημαντικά σφάλματα. Εντούτοις, αρκετοί από
τους ανωτέρω περιορισμούς έχουν εκλείψει με τη χρήση των ειδικών
δορυφορικών αποστολών των τελευταίων ετών (π.χ. CHAMP, GRACE) που
βασίζονται στην τεχνική της δορυφορικής βαθμιδομετρίας (satellite gradiometry)
μέσω μετρήσεων των δεύτερων παραγώγων (βαθμίδων) του δυναμικού έλξης της
γήινης βαρύτητας. Από αυτές μπορούν στη συνέχεια με ειδική επεξεργασία να
υπολογιστούν ανωμαλίες βαρύτητας, ειδικά σε περιοχές όπου η προηγούμενη
κάλυψη με ανάλογες επίγειες μετρήσεις βαρύτητας είναι περιορισμένη ή και σε
πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτη (π.χ. στις πολικές περιοχές, στις εξαιρετικά
ορεινές περιοχές και τις ερήμους, στις περιοχές βλάστησης κ.ά.). Ενδεικτικό της
προόδου που έχει επιτελεστεί προς αυτή τη κατεύθυνση με τους συγκεκριμένους
δορυφόρους είναι ότι τα σημερινά γεωδυναμικά μοντέλα από δορυφορικές μόνο
μετρήσεις είναι διαθέσιμα τυπικά για βαθμό nmax=140 ή nmax=150 (π.χ. τα
μοντέλα EIGEN-GRACE02S, EIGEN-GRACE03S).

2. Μοντέλα συνδυασμένων τύπων μετρήσεων (Combined models), τα οποία


προέρχονται από το συνδυασμό δορυφορικών δεδομένων, μετρήσεων βαρύτητας
στην επιφάνεια της Γης και στις θαλάσσιες περιοχές με συμβατικά βαρυτήμετρα,
θαλάσσιες ανωμαλίες βαρύτητας από τους δορυφόρους αλτιμετρίας με ραντάρ,
και πιο πρόσφατα δεδομένα μετρήσεων βαρύτητας από αερομεταφερόμενα
βαρυτήμετρα. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων μοντέλων είναι τα μοντέλα TEG3,
GRIM5-C1, TEG4, κ.ά. Γενικά τα δορυφορικά τροχιακά δεδομένα συνεισφέρουν
στον καλύτερο προσδιορισμό των αρμονικών συντελεστών χαμηλού βαθμού και
τάξης, ενώ τα επίγεια δεδομένα ενισχύουν τον καλύτερο προσδιορισμό των
αρμονικών συντελεστών υψηλού βαθμού και τάξης, επιτρέποντας έτσι μια
αύξηση στο μέγιστο βαθμό του αναπτύγματος (nmax) σε σφαιρικές αρμονικές του
εκάστοτε μοντέλου. Εντούτοις, αυτά τα μοντέλα έχουν επίσης περιορισμένη
ακρίβεια λόγω των ίδιων προαναφερθέντων περιορισμών για τα μοντέλα
δορυφορικών-μόνο μετρήσεων, καθώς επίσης και εξ αιτίας της περιορισμένης
χωρικής κάλυψης και της ποιότητας των πρόσθετων μετρήσεων που
περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του εκάστοτε μοντέλου. Για παράδειγμα,
οποιαδήποτε σφάλματα στα διαφορετικά υψομετρικά συστήματα αναφοράς
προκαλούν σφάλματα μεγάλου μήκους κύματος στις επίγειες ανωμαλίες
βαρύτητας, που με τη σειρά τους, αν δεν αντιμετωπιστούν με κατάλληλα
υψιπερατά (highpass) φίλτρα, προκαλούν χαμηλής συχνότητας σφάλματα στα εν
λόγω συνδυασμένα μοντέλα σφαιρικών αρμονικών.

___________________________________________________________________________
124 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

3. Προσαρμοσμένα μοντέλα υψηλής διακριτικότητας (high resolution tailored


models) αποτελούν “ρυθμισμένα” μοντέλα των παραπάνω δύο τύπων μοντέλων
του γήινου δυναμικού, τα οποία συχνά επεκτείνουν και τον μέγιστο βαθμό τους
χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, επιπλέον επίγεια δεδομένα βαρύτητας και
δεδομένα βαρύτητας από δορυφόρους αλτιμετρίας που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί
προηγουμένως. Αυτό τυπικά επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας κατάλληλες
διορθώσεις στους υπάρχοντες σφαιρικούς αρμονικούς συντελεστές του βασικού
μοντέλου, σε αντιδιαστολή με την δυνατότητα ενσωμάτωσής τους στο σύστημα
των κανονικών εξισώσεων που οδηγούν σε νέα συνδυασμένη λύση. Είναι
σημαντικό να σημειωθεί ότι τα προσαρμοσμένα μοντέλα του γήινου δυναμικού
συνήθως ισχύουν μόνο στην περιοχή στην οποία εφαρμόστηκε η εν λόγω
προσαρμογή, με αποτέλεσμα εάν χρησιμοποιηθούν σε άλλες περιοχές τα
αποτελέσματα μπορεί να περιέχουν σημαντικά σφάλματα. Τυπικά παραδείγματα
τέτοιων μοντέλων είναι τα μοντέλα GFZ97, και EGM96 και το πλέον πρόσφατο
μοντέλο EGM08.

Στην πράξη, τα μοντέλα του γήινου δυναμικού χαρακτηρίζονται από τέσσερα βασικά
συστατικά:
• Τους αρμονικούς συντελεστές του Stokes (Cnm και Snm ή C nm και S nm ) από
βαθμό n=2 μέχρι βαθμό n=nmax.
• Καθορισμένη τιμή της βαρυτικής σταθεράς (GM), δηλαδή τη τιμή που
χρησιμοποιήθηκε κατά τη δημιουργία του μοντέλου του γήινου δυναμικού σε
σφαιρικές αρμονικές
• Την τιμή της ακτίνας της Γης ae στον ισημερινό, που παίζει το ρόλο
συντελεστή κλίμακας του μοντέλου
• Το μοντέλο για τις γήινες μόνιμες παλίρροιες που χρησιμοποιήθηκε κατά τη
δημιουργία του μοντέλου του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές.
Υπάρχουν τρία συστήματα που χρησιμοποιούνται συνήθως: της μέσης
παλίρροιας, της υποτιθέμενης μηδενικής παλίρροιας και της ελεύθερης-
παλίρροιας. Σε κάθε σύστημα οι συνεισφορές των παλιρροιών στο γήινο
δυναμικό, στην παραμόρφωση του γήινου φλοιού, και στον καθορισμό του
βέλτιστου ελλειψοειδούς σε σχέση με το γεωειδές έχουν τους δικούς τους
ορισμούς. Συγκεκριμένα, ο συντελεστής C20 ορίζεται σε σχέση με το
συγκεκριμένο μοντέλο των γήινων παλιρροιών.

3.19 Χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγχρονων μοντέλων του γήινου


δυναμικού

Παρακάτω αναφέρονται ενδεικτικά μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα


σύγχρονων μοντέλων του γήινου δυναμικού που χρησιμοποιούνται ευρέως και
σήμερα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στις γεωδαιτικές εφαρμογές.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 125
___________________________________________________________________________

Το μοντέλο EGM96 (Earth Gravity Model 1996) χρίζει ιδιαίτερης μνείας δεδομένου
ότι την τελευταία δεκαετία και μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως από την
γεωδαιτική κοινότητα. Το εν λόγω μοντέλο είναι πλήρες μέχρι βαθμό και τάξη 360
(Lemoine et al., 1998), που σημαίνει ότι για το ανάπτυγμα του γήινου δυναμικού σε
σφαιρικές αρμονικές απαιτούνται περίπου 130.000 παράμετροι (αρμονικοί
συντελεστές). Ο υπολογισμός του μοντέλου ήταν αποτέλεσμα κοινής προσπάθειας
από το Διαστημικό Κέντρο Goddard (Goddard Space Flight Center, GSFC) της
NASA, της τότε Υπηρεσίας Τοπογραφίας και Χαρτογραφίας των ΗΠΑ5 (U.S.
National Imaging and Mapping Agency, NIMA) και της Σχολής Γεωδαιτικής
Επιστήμης του πανεπιστημίου του Ohio. Βασίστηκε στην επεξεργασία δεδομένων
δορυφορικών τροχιακών διαταραχών που αποκτήθηκαν από την παρακολούθηση για
δεκαετίες από σημαντικό αριθμό τεχνητών δορυφόρων και στο συνδυασμό επίγειων
και αλτιμετρικών (από τους δορυφόρους ERS-1 και GEOSAT) δεδομένων βαρύτητας
από διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων και νέων εναέριων
μετρήσεων βαρύτητας στην Γροιλανδία και τμήματα της Αρκτικής και της
Ανταρκτικής, καθώς και δεδομένων από δορυφορικές μετρήσεις από την
παρακολούθηση της τροχιάς πλήθους γεωδαιτικών δορυφόρων (π.χ. STARLETTE,
LAGEOS και LAGEOS-1, AJISAI, STELLA, κ.ά.). Επιπλέον, έγιναν σημαντικές
προσπάθειες για τη βελτίωση τόσο των δεδομένων μέσων ανωμαλιών βαρύτητας σε
διάφορες περιοχές συμπεριλαμβανομένης της Αφρικής, του Καναδά, τμημάτων της
Νότιας Αμερικής και της Αφρικής, της ΝΑ Ασίας, της Ανατολικής Ευρώπης και της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Η εκτίμηση της ακρίβειας των υψομέτρων του γεωειδούς από το μοντέλο EGM96, σε
παγκόσμια κλίμακα, είναι της τάξης από 1 έως 2 μέτρα στη μέγιστη ανάλυση (ίση με
μισό μήκος κύματος) των 30 λεπτών του τόξου, το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 55
χιλιόμετρα στον ισημερινό. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι παραλλαγές του γήινου
πεδίου βαρύτητας για χαρακτηριστικά μήκη κύματος μικρότερα από 56 km δεν
απεικονίζονται από το συγκεκριμένο γεωδυναμικό μοντέλο. Ομοίως, το επίπεδο
ακρίβειας 1-2 m σημαίνει ότι σφάλματα αυτού του μεγέθους μπορούν να εισαχθούν
στα υψόμετρα του γεωειδούς που υπολογίζονται από το EGM96. Στα σχήματα 3.17α
και 3.17β δίνονται χάρτες των υψομέτρων του γεωειδούς και των ανωμαλιών
βαρύτητας που έχουν υπολογιστεί από το μοντέλο EGM96 για τον ελλαδικό χώρο και
τις περιοχές γύρω από αυτόν.

5
Σήμερα έχει μετονομαστεί σε Εθνική Υπηρεσία Γεωχωρικών Πληροφοριών των
ΗΠΑ (U.S. National Geospatial Intelligence Agency, NGA)

___________________________________________________________________________
126 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.17 – Από το μοντέλο EGM96 στον ελλαδικό χώρο: (α) Επάνω, υψόμετρα
του γεωειδούς (υψομετρικές καμπύλες ανά 0.5 m), και (β) κάτω, ανωμαλίες βαρύτητας

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 127
___________________________________________________________________________

Το μοντέλο GGM02 είναι βασισμένο στην ανάλυση των δια-δορυφορικών


δεδομένων από τους δίδυμους δορυφόρους της αποστολής GRACE, για περίπου 363
πλήρεις μέρες στην περίοδο μεταξύ 4 Απριλίου, 2002 και 31 Δεκεμβρίου, 2003
(Tapley et al., 2005). Αποτελεί τη βελτιωμένη έκδοση ενός προκαταρκτικού
μοντέλου, του GGM01 (CRS, 2003), το οποίο είχε βασιστεί στην ανάλυση των
μετρήσεων από τις πρώτες 111 ημέρες της δοκιμαστικής λειτουργίας των δορυφόρων
της αποστολής GRACE (Commission phase). To GGM02 διαθέσιμο σε δύο μορφές:

• Το μοντέλο GGM02S – που περιλαμβάνει το πλήρες σύνολο αρμονικών


συντελεστών μέχρι βαθμό 160 – ανήκει στην κατηγορία των μοντέλων από
δορυφορικά μόνο δεδομένα της αποστολής GRACE, και ο υπολογισμός του έχει
γίνει χωρίς δεσμεύσεις από οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες.

• Το μοντέλο GGM02C – που περιλαμβάνει το πλήρες σύνολο αρμονικών


συντελεστών μέχρι βαθμό 200 – ανήκει στην κατηγορία των προσαρμοσμένων
μοντέλων αφού βασίζεται στο μοντέλο GGM02S και επιπλέον συμπεριλαμβάνει
και δεδομένα επίγειων μετρήσεων βαρύτητας υπό τη μορφή αρμονικών
συντελεστών (με κατάλληλα βάρη) από το μοντέλο EGM96 μέχρι βαθμό και
τάξη n, m=200. Επιπλέον, στον αρμονικό συντελεστή βαθμού και τάξης (2,0)
έχει δοθεί η τιμή που αντιστοιχεί στην αντίστοιχη μέση τιμή του μοντέλου
EGM95 που έχει προκύψει από πολυετείς μετρήσεις (μερικών δεκαετιών).

Όλα τα προαναφερόμενα μοντέλα GGM01S(C) και GGM02S(C) έχουν υπολογιστεί


από το Κέντρο Διαστημικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Τέξας. Οι βελτιώσεις
στη διακριτικότητα του μοντέλου GGM02 είναι προφανείς σε σχέσεις με
προηγούμενα μοντέλα του γήινου δυναμικού, όπως φαίνεται από το Σχήμα 3.18 όπου
απεικονίζονται τα σφάλματα στα υψόμετρα του γεωειδούς ανά βαθμό του
αναπτύγματος σε σφαιρικές αρμονικές των αντίστοιχων μοντέλων GGM02S και
GGM02C σε σύγκριση με το μοντέλο EGM96, σύμφωνα με τις σχέσεις που
αναφέρονται στην επόμενη ενότητα για τη χρήση των συντελεστών μεταβλητότητας
και των συντελεστών μεταβλητότητας σφάλματος ενός μοντέλου του γήινου
δυναμικού. Η πληροφορία (γραμμή GGM02C) από τα δεδομένα του δορυφόρου
GRACE κυριαρχεί εκείνης από τις επίγειες μετρήσεις βαρύτητας μέχρι περίπου τον
βαθμό n=110 και ακολουθεί το μοντέλο EGM96 για τους βαθμούς n>110, γεγονός
που επιτρέπει τη δημιουργία ενός προσαρμοσμένου μοντέλου, όπου το μοντέλο
GGM02C μπορεί να επεκταθεί μέχρι βαθμό και τάξη n,m=360 χρησιμοποιώντας
τους σφαιρικούς αρμονικούς συντελεστές του μοντέλου EGM96 για τους βαθμούς
και τάξη n, m>200.

___________________________________________________________________________
128 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.18 – Σφάλματα στα υψόμετρα του γεωειδούς ανά βαθμό του αναπτύγματος
των αντίστοιχων μοντέλων σε σφαιρικές αρμονικές (Tapley et al., 2005)

Βαθμός σφαιρικών αρμονικών

Σχήμα 3.19 – Σύγκριση υψομέτρων του γεωειδούς στον Καναδά από τα μοντέλα
σφαιρικών αρμονικών EGM96, GGM01C και GGM02C (Tapley et al., 2005).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 129
___________________________________________________________________________

Περισσότερα αποτελέσματα ενδεικτικά της ποιότητας των μοντέλων GGM01C και


GGM02C, σε σύγκριση και με το μοντέλο EGM96, είναι διαθέσιμα από μια
ανεξάρτητη αξιολόγηση που έγινε από τους Tapley et al. (2005) μέσω της σύγκρισης
υψομέτρων του γεωειδούς σε περίπου 1150 σημεία στον Καναδά, με γνωστά GPS και
ορθομετρικά υψόμετρα. Στη σύγκριση χρησιμοποιήθηκαν επίσης και τα μοντέλο
GGM01S και GGM01S, τα οποία είναι τα αντίστοιχα προγενέστερα των μοντέλων
GGM02S και GGM02S. Για τη συγκεκριμένη αξιολόγηση υπολογίστηκαν οι μέσες
διαφορές (RMS) αφ’ ενός μεταξύ των τιμών από τα ορθομετρικά υψόμετρα και GPS
και αφ’ ετέρου των υψομέτρων του γεωειδούς από τα αντίστοιχα μοντέλα GGM01
και GGM02 των σφαιρικών αρμονικών για τα οποία ο μέγιστος βαθμός και τάξη
περιορίστηκε αρχικά σε n,m=90. Οι παρατηρούμενες διαφορές ήταν 28.6 cm στην
περίπτωση του μοντέλου EGM96, 14.4 cm στην περίπτωση του GGM01S και 13.2
cm στην περίπτωση του GGM02S. Τα αντίστοιχα συγκριτικά αποτελέσματα όταν ο
μέγιστος βαθμός και τάξη επεκτάθηκαν σε n,m=120 ήταν 31.1, 32.7 και 18.1 cm
αντίστοιχα για τα μοντέλα EGM96, GGM01S και GGM02S. Όπως είναι προφανές
από τα εν λόγω αποτελέσματα, η ακρίβεια του μοντέλου GGM01S μειώνεται εάν το
ανάπτυγμα σφαιρικών αρμονικών επεκταθεί πέραν του βαθμού και τάξης 90. Στο
Σχήμα 3.19 συνοψίζονται τα αντίστοιχα συγκριτικά αποτελέσματα για τα μοντέλα
EGM96 και τα συνδυασμένα μοντέλα GGM01C και GGM02C. Γενικά το μοντέλο
GGM02C παρουσιάζει μια σχετική βελτίωση σε σχέση με το μοντέλο GGM01C
μέχρι περίπου βαθμό n=90, και rms διαφορές της τάξης των 12-13 cm που δεν
αλλάζει σημαντικά για βαθμούς πάνω από 90 και μέχρι το μέγιστο βαθμό n=200.

Τα μοντέλα EIGEN-CG03C και -GL04C. Το μοντέλο EIGEN-CG03C είναι μια


βελτίωση ενός προηγούμενου προκαταρκτικού μοντέλου βαρύτητας, του EIGEN-
CG01C (Reigber, 2006), της σειράς των γεωδυναμικών μοντέλων EIGEN- που
υπολογίζονται σε συνεχή βάση από το γερμανικό Κέντρο Γεωεπιστημονικών
Ερευνών του Potsdam (GeoForschungsZentrum, GFZ). Αμφότερα είναι βασισμένα
στον συνδυασμό των ίδιων ακριβώς δεδομένων από την αποστολή CHAMP και
επίγειων επιφανειακών μετρήσεων βαρύτητας (0.5οx0.5ο μέσες τιμές) καθώς και
αντίστοιχες μετρήσεις βαρύτητας από μετρήσεις δορυφορικής αλτιμετρίας (Förste et
al., 2005). Η διαφορά του CG03C από το CG01C είναι ότι για τον υπολογισμό του
χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν δύο φορές περισσότερα δεδομένα από την αποστολή
GRACE. Συγκεκριμένα έχουν χρησιμοποιηθεί δεδομένα από 376 μέρες (από τις
περιόδους από Φεβρουάριο μέχρι Μάιο του 2003, Ιούλιο μέχρι Δεκέμβριο του 2003
και Φεβρουάριο μέχρι Ιούλιο του 2004), αντί των αντίστοιχων δεδομένων GRACE
από μόνο 200 μέρες μετρήσεων που χρησιμοποιήθηκαν για το μοντέλο CG01C.
Περιλαμβάνει σφαιρικούς αρμονικούς συντελεστές βαθμού n και τάξης m μέχρι 360,
με ικανότητα στο να ‘διακρίνει’ χαρακτηριστικά γνωρίσματα του γήινου δυναμικού
(π.χ. του γεωειδούς και των ανωμαλιών βαρύτητας) μήκους κύματος της τάξης των
110 χιλιομέτρων. Σε σύγκριση με παρόμοια γεωδυναμικά μοντέλα της προ-
CHAMP/GRACE εποχής, για τον υπολογισμό υψομέτρων του γεωειδούς και

___________________________________________________________________________
130 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

ανωμαλιών βαρύτητας για χαρακτηριστικά μήκη κύματος 400 km, η ακρίβεια των
αποτελεσμάτων από τη χρήση του CG03C έχει δειχθεί ότι μπορεί να βελτιωθεί κατά
μία τάξη μεγέθους και είναι της τάξης των 3 cm (στα υψόμετρα του γεωειδούς) και
0.4 mgal (στις ανωμαλίες βαρύτητας) αντίστοιχα, ενώ για χαρακτηριστικά μήκη
κύματος της τάξης των 100 km οι αντίστοιχες ακρίβειες είναι 30 cm και 8 mgal.
Γενικά το μοντέλο CG03C εμφανίζει καλύτερες ακρίβειες στις ωκεάνιες από ότι στις
ηπειρωτικές περιοχές, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην υψηλή ποιότητα των
επιφανειακών και αλτιμετρικών μετρήσεων βαρύτητας που έχουν συμπεριληφθεί για
τον υπολογισμό του.

Το μοντέλο EIGEN-GL04C είναι μια σημαντική αναβάθμιση του μοντέλου EIGEN-


CG03C. Έχει υπολογιστεί από το συνδυασμό δεδομένων από την αποστολή GRACE
με δεδομένα από την παρακολούθηση του δορυφόρου LAGEOS (μετρήσεις από
τηλέμετρα λέιζερ), μαζί με δεδομένα ανωμαλιών βαρύτητας (0.5οx0.5ο) από επίγειες
μετρήσεις και από δορυφορική αλτιμετρία που ήταν ταυτόσημα με τα αντίστοιχα
δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του μοντέλου EIGEN-CG03C.
Τα δορυφορικά δεδομένα αναλύθηκαν ακολουθώντας ξεχωριστές στρατηγικές
επεξεργασίας από το GFZ και τη γαλλική Ερευνητική Ομάδα Διαστημικής
Γεωδαισίας (Groupe de Researche de Geodesie Spatiale, GRGS) χρησιμοποιώντας
και οι δύο πλευρές ως βάση το μοντέλο EIGEN-CG03C και τα ίδια μοντέλα για τη
διορθώσεις των δεδομένων από τις ωκεάνιες παλίρροιες (Förste et al., 2008b). Η
σημαντικότερη διαφορά, σε σχέση με τους υπολογισμούς για το CG03C, αφορούσε
τη χρήση ενός νέου μοντέλου για τον υπολογισμό των υψομέτρων της μέσης
επιφάνειας της θάλασσας (Mean Sea Surface Height, MSSH). Όπως και τα
προαναφερόμενα μοντέλα της σειράς EIGEN- περιλαμβάνει το πλήρες σύνολο
αρμονικών συντελεστών μέχρι βαθμό και τάξη 360.

Τα μοντέλο EIGEN-5C είναι επίσης ένα μοντέλο συνδυασμού των ίδιων δεδομένων
βαρύτητας που χρησιμοποιήθηκαν για το μοντέλο EIGEN-GL04C, το οποία
αποτέλεσε και τη βάση για τον υπολογισμό του νέου μοντέλου EIGEN-5C (Förste et
al., 2008a). Επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν νέα δεδομένα επιφανειακών μετρήσεων
βαρύτητας από την Ευρώπη, την Αυστραλία και την περιοχή της Αρκτικής. Όπως και
τα προαναφερόμενα μοντέλα της σειράς EIGEN- το μοντέλο EIGEN-5C
περιλαμβάνει το πλήρες σύνολο αρμονικών συντελεστών μέχρι βαθμό και τάξη 360.
Μαζί με το αντίστοιχο μοντέλο EIGEN-5S, στον υπολογισμό του οποίου
περιλήφθηκαν μόνο δορυφορικά δεδομένα, τα εν λόγω δύο μοντέλα έχουν επιλεγεί
για να χρησιμοποιηθούν ως βασικά μοντέλα για την επεξεργασία των δεδομένων που
θα συλλεχθούν από την άμεσα αναμενόμενη (μέσα στο 2009) νέα δορυφορική
αποστολή GOCE.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 131
___________________________________________________________________________

Πίνακας 3.5 – Σύγκριση υψομέτρων του γεωειδούς από χωροστάθμηση με GPS και
τα πρόσφατα γεωδυναμικά μοντέλα σφαιρικών αρμονικών (RMS διαφορές σε cm)

Γεωδυναμικό ΗΠΑ(1) Καναδά(1) Αυστραλία(1) Ιαπωνία(2)


μοντέλο (6169) (1930) (201) (837)
EIGEN-5C 34.1 25.1 24.4 -
EIGEN-GL04C 33.9 25.3 24.9 32.7
EIGEN-CG03C 34.6 30.6 26.0 -
EIGEN-CG01C 35.1 27.1 26.1 -
(2), (3)
EGM96 37.8 35.7 31.1 37.5

Γεωδυναμικό Ευρώπη(1) Γερμανία(1) Σουηδία(2) Κίνα(2)


μοντέλο (1234) (675) (1566) (1812)
EIGEN-5C 30.1 15.2 - -
EIGEN-GL04C 33.6 17.8 11.5 45.5
EIGEN-CG03C 35.5 19.8 13.8 45.8
EIGEN-CG01C 37.0 21.7 - 47.8
EGM96 48.4 28.6 15.6
(1)
Förste and Flechtner (2008), Förste et al. (2008a)
(2)
Huang et al. (2007)
(3)
Αριθμός σημείων: 197

Στον Πίνακα 3.5 παρουσιάζονται συνοπτικά αποτελέσματα μιας σειράς


αξιολογήσεων της ποιότητας των προηγούμενων μοντέλων μέσω συγκρίσεων των
υψομέτρων του γεωειδούς σε διάφορες περιοχές της Γης, με αντίστοιχές τιμές
προερχόμενες από ορθομετρικά υψόμετρα και γεωμετρικά υψόμετρα από GPS (GPS
Leveling). Σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιηθήκαν τα πλήρη αναπτύγματα των
γεωδυναμικών μοντέλων μέχρι βαθμό και τάξη 360. Ένα γενικό συμπέρασμα από τα
αναφερόμενα αποτελέσματα είναι ότι τα συγκεκριμένα μοντέλα της σειράς EIGEN-
προσεγγίζουν το γεωειδές στις ευρύτερες περιοχές της Γης με ακρίβειες που
κυμαίνονται από 12 cm (στην καλύτερη περίπτωση της Σουηδίας) μέχρι 48 cm (στην
περίπτωση της Κίνας), ενώ γενικά είναι εμφανής η σημαντική βελτίωση που
επιτυγχάνεται από τη χρήση του σε σύγκριση με την απόδοση του προηγούμενου
ευρέως χρησιμοποιούμενου μοντέλου EGM96.

___________________________________________________________________________
132 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Στα σχήματα 3.20α και 3.20β απεικονίζονται αντίστοιχα οι διαφορές


ΔΝ = Ν EGM 96 − N EIGEN −5C στα υψόμετρα του γεωειδούς και οι διαφορές
δ Δg = Δg EGM 96 − Δg EIGEN −5C στις ανωμαλίες βαρύτητας όπως έχουν υπολογιστεί
από τα μοντέλα EIGEN-5C και EGM96 αντίστοιχα για τον ελλαδικό χώρο και τις
παρακείμενες περιοχές. Στα υψόμετρα του γεωειδούς, οι ακραίες τιμές των εν λόγω
διαφορών, της τάξης ±2 m, παρατηρούνται στην ηπειρωτική ενδοχώρα της Τουρκίας,
ενώ στον ελλαδικό χώρο οι διαφορές κυμαίνονται μεταξύ ±1 m. Αντίστοιχα, για τις
ανωμαλίες βαρύτητας παρατηρούνται διαφορές της τάξης του ±60 mgal στις
αντίστοιχες περιοχές της Τουρκίας και της τάξης ±25 mgal στον ελλαδικό χώρο.
Θεωρώντας ότι η ακρίβεια και η διακριτική ικανότητα των δεδομένων που
χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των αρμονικών συντελεστών του
αναπτύγματος του μοντέλου EIGEN-5C είναι εμφανώς καλύτερες από εκείνες των
δεδομένων του EGM96, καθώς και η εμφανώς παρατηρούμενη βελτίωση της
ακρίβειας του μοντέλου EIGEN-5C, από τον Πίνακα 3.5, σε σχέση με το μοντέλο
EGM96 σε παγκόσμια κλίμακα, συνηγορούν στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω
παρατηρούμενες διαφορές είναι ενδεικτικές της καλύτερης προσέγγισης (στα μεσαίας
κλίμακας χαρακτηριστικά) του πεδίου βαρύτητας στον ελλαδικό χώρο από το
μοντέλο EIGEN-5C.

Το μοντέλο EGM08 (Earth Gravity Model 2008) αποτελεί την τελική έκδοση μιας
σειράς προκαταρκτικών νέων μοντέλων βαρύτητας της Γης (Preliminary Gravity
Models) που το καθένα οδήγησε σε σημαντικές διαδοχικές βελτιώσεις και συνεχώς
καλύτερη απόδοση μέχρι το τελικό προϊόν (Pavlis et al., 2004). Το αμέσως
προηγούμενο του EGM08 προκαταρκτικό μοντέλο PGM2007A αποτέλεσε και το
αντικείμενο λεπτομερούς αξιολόγησης από μια διεθνή επιστημονική ομάδα εργασίας,
υπό την αιγίδα της Διεθνούς Γεωδαιτικής Ένωσης (Inter-Commission Working Group
(IC-WG2) on the ‘Evaluation of Global Earth Gravity Models’). Οι εντατικές
προσπάθειες υπολογισμού του EGM08 ξεκίνησαν το 2004 με την πρωτοβουλία μιας
ειδικής ομάδας εργασίας της Υπηρεσία Γεωχωρικών Πληροφοριών των ΗΠΑ και
απαίτησαν τον συντονισμό πολλών γεωδαιτικών οργανισμών και ερευνητικών
ομάδων για τη συλλογή νέων μετρήσεων βαρύτητας και την επεξεργασία τους.

Το νέο μοντέλο EGM08 ενσωματώνει βελτιωμένες 5’x5’ επιφανειακές ανωμαλίες


βαρύτητας από διάφορες τράπεζες δεδομένων εθνικών οργανισμών, καθώς και
αντίστοιχες βελτιωμένες ανωμαλίες βαρύτητας από δορυφορική αλτιμετρία που
προέκυψαν από τη μετατροπή υψόμετρα της μέσης στάθμης της θάλασσας με τη
χρήση του προκαταρκτικού μοντέλου PGM2007Β (μια παραλλαγή του μοντέλου
PGM2007A) και το συνοδευτικό με αυτό μοντέλο της Δυναμικής Τοπογραφίας των
Ωκεανών (Dynamic Topography Model, DOT). Επιπλέον περιλαμβάνει υψηλής
ακρίβειας δεδομένα βαρύτητας από μια περίοδο 57 μηνών λειτουργίας (Αυγ. 2002-

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 133
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.20 – Διαφορές του μοντέλου EIGEN-5C από το EGM96 στον ελλαδικό
χώρο: (α) Επάνω, στα υψόμετρα του γεωειδούς (υψομετρικές καμπύλες ανά 0.1 m),
και (β) κάτω, στις ανωμαλίες βαρύτητας (καμπύλες ανά 5 mgal)

___________________________________________________________________________
134 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Απρ. 2007) των δίδυμων δορυφόρων της αποστολής GRACE, όπως αυτά είχαν
περιληφθεί στον υπολογισμό του γεωδυναμικού μοντέλου ITG-GRACE03S (Πιν.
3.4). Οι χαμηλές τροχιές των συγκεκριμένων δορυφόρων επιτρέπουν την ανίχνευση
ακόμα και μικρών παραλλαγών της βαρύτητας, με τρόπο ώστε κάνουν δυνατή την
εκτίμηση των μεγάλου μήκους κύματος χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του πεδίου
βαρύτητας με περίπου 100 φορές μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι ήταν δυνατόν για το
προηγούμενο μοντέλο EGM96.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το EGM08 δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε δεδομένα


χωροσταθμήσεων με GPS ή δεδομένα αποκλίσεων της κατακορύφου, που ωστόσο
χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για την τελική αξιολόγηση του μοντέλου.

Το EGM08 είναι πλήρες μέχρι βαθμό και τάξη 2159 και επιπλέον περιέχει
αρμονικούς συντελεστές μέχρι βαθμό 2190 και τάξη 2159 (Pavlis et al., 2008). Αυτό
σημαίνει ότι πρακτικά, για τη δημιουργία του εν λόγω μοντέλου απαιτήθηκε ο
υπολογισμός περίπου 4.7 εκατομμύρια παραμέτρων (αρμονικών συντελεστών) και
των σφαλμάτων τους, γεγονός που μόνο του είναι ενδεικτικό ανάλογων απαιτήσεων
για την εφαρμογή ιδιαίτερα καινοτόμων αναλυτικών και αριθμητικών μεθόδων για
την υλοποίηση του. Συνολικά, αποτελεί ένα ποιοτικό άλμα σε ότι καλύτερο έχει
σήμερα στη διάθεση της η επιστημονική κοινότητα για τη μελέτη και την ακριβή
περιγραφή του γήινου πεδίου βαρύτητας, παρέχοντας μια πρωτοφανή ανάλυση και
ακρίβεια, στις λεπτομέρειες των σημαντικών χαρακτηριστικών του γεωειδούς και
των ανωμαλιών βαρύτητας.

Σε σύγκριση με το EGM96, από το ανάπτυγμα του οποίου ήταν δυνατόν, όπως ήδη
έχει αναφερθεί, να προσδιοριστούν υψόμετρα του γεωειδούς με ονομαστική μέση
ακρίβεια της τάξης των ±50 cm και διακριτική ικανότητα 30 λεπτών του τόξου (55
χιλιόμετρα), το EGM08 μπορεί να υποστηρίξει τον υπολογισμό υψομέτρων του
γεωειδούς με μέση ακρίβεια της τάξης των ±15 cm (δηλαδή περίπου τρεις φορές
μεγαλύτερη ακρίβεια) και διακριτική ικανότητα 5 λεπτών του τόξου, που αντιστοιχεί
σε μήκος κύματος περίπου 9 χιλιόμετρα στον ισημερινό  δηλαδή περίπου τρεις
φορές μεγαλύτερη ακρίβεια και έξι φορές υψηλότερη ανάλυση, σε σύγκριση με
EGM96. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ιδιαίτερα σημαντική αυτή βελτίωση στην
υψηλή ανάλυση του EGM08 ήταν καθοριστικός ο ρόλος των υψομετρικών
δεδομένων στις ηπειρωτικές περιοχές του πλανήτη από την ειδική αποστολή SRTM
(Shuttle Radar Topography Mission) του διαστημικού λεωφορείου Endeavour το
2000. Η ειδική αποστολή SRTM ήταν η πρώτη στην οποία χρησιμοποιήθηκε
δορυφορικά η τεχνική της συμβολομετρίας ραντάρ συνθετικού ανοίγματος (Synthetic
Aperture Radar, SAR) απλής διέλευσης (single-pass interferometric SAR), που
επέτρεψε να καλυφθούν πάνω από το 80% της γήινης επιφάνειας (από 60ο Ν έως 56ο
S) με υψομετρικά δεδομένα υψηλής ακρίβειας καλύτερης από ±16 m και χωρική
ανάλυση (διακριτική ικανότητα) αντίστοιχα 1- και 3-arcsec που αντιστοιχούν σε

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 135
___________________________________________________________________________

οριζόντια απόσταση μεταξύ σημείων στο έδαφος περίπου 30 m και 90 m στον


ισημερινό (Rodrιguez et al., 2006).

Στον Πίνακα 3.6 συνοψίζονται από τους Pavlis et al. (2008) τα πρώτα συγκριτικά
αποτελέσματα της απόδοσης (εξωτερικής ακρίβειας) του μοντέλου EGM08 για τον
υπολογισμό υψομέτρων του γεωειδούς. Στην πρώτη στήλη, οι τιμές σε παρενθέσεις
δηλώνουν το μέγιστο βαθμό και τάξη του αναπτύγματος του αντίστοιχου μοντέλου.

Πίνακας 3.6 – Σύγκριση υψομέτρων του γεωειδούς από ορθομετρικά υψόμετρα και
GPS (χωροστάθμηση με GPS) από το πλέον πρόσφατο γεωδυναμικό μοντέλο
σφαιρικών αρμονικών EGM08 (RMS διαφορές σε cm)

Παγκόσμιο
Γεωδυναμικό ΗΠΑ(1) Αυστραλία(1)
επίπεδο(1)
μοντέλο [ # / rms] [ # / rms]
[ # / rms]
EGM08 (2190) 4197 4.8 534 26.6 12305 10.3
EGM08 (360) 4181 16.4 534 29.2 12283 20.9
EIGEN-GL04C (360) 4163 18.1 534 32.7 12252 23.5
GGM02C_EGM96 (360) 4165 17.6 534 32.2 12258 23.2
EGM96 (360) 4092 18.2 533 37.7 12173 27.0
(1)
Pavlis et al. (2008)

Το αναφερόμενο ως μοντέλο GGM02C_EGM96 αναφέρεται στη χρήση των


αρμονικών συντελεστών μέχρι βαθμό και τάξη 200 από το μοντέλο GGM02C και την
επέκταση του αναπτύγματος των σφαιρικών αρμονικών μέχρι βαθμό και τάξη 360
από τους συντελεστές του μοντέλου EGM96. Για κάθε περιοχή αναφέρονται ο
αριθμός των σημείων όπου έγινε η σύγκριση των υψομέτρων και τα μέσα
τετραγωνικά σφάλματα των διαφορών των υψομέτρων του γεωειδούς από τις δύο
λύσεις. Oι Huang and Véronneau (2008), στα πλαίσια των εργασιών της ειδικής
διεπιστημονικής ομάδας της Επιτροπής 2 της Διεθνούς Γεωδαιτικής Ένωσης και της
Διεθνούς Υπηρεσίας για το Πεδίο Βαρύτητας (Joint Working Group between the
Commission 2 (Gravity Field) of the International Association of Geodesy and the
International Gravity Field Service), αναφέρουν ότι από τη σύγκριση επιφανειακών
ανωμαλιών βαρύτητας και από αντίστοιχες τιμές που υπολογίστηκαν από το EGM08,
τα μέσα τετραγωνικά σφάλματα των διαφορών τους σε 215862 σημεία σε
ηπειρωτικές περιοχές του Καναδά ήταν της τάξης των 14 mgal, ενώ σε 455464
σημεία στις λίμνες και στις θαλάσσιες περιοχές του Καναδά παρατηρήθηκαν τιμές
της τάξης των 5 mgal. Παράλληλα, από τη σύγκριση υψομέτρων του γεωειδούς από

___________________________________________________________________________
136 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.21 – (α) Επάνω, υψόμετρα του γεωειδούς (υψομετρικές καμπύλες ανά 0.5
m) από το μοντέλο EGM08 στον ελλαδικό χώρο, και (β) κάτω, οι διαφορές τους από το
μοντέλο EGM96 (καμπύλες ανά 0.2 m).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 137
___________________________________________________________________________

χωροσταθμήσεις GPS και από το EGM08 στην ίδια εργασία αναφέρονται, για δύο
υποσύνολα σταθμών GPS, από 430 και 2579 σημεία αντίστοιχα, μέσα τετραγωνικά
σφάλματα των παρατηρούμενων διαφορών της τάξης των 10 cm και 13.3 cm.
Επιπλέον, από συγκρίσεις σε 939 σταθμούς, των αποκλίσεων (ξ,η) της κατακορύφου
και αντίστοιχων υπολογισμένων τιμών τους από το EGM08, τα μέσα τετραγωνικά
σφάλματα των διαφορών τους ήταν της τάξης των 1.8 δευτερόλεπτα τόξου (arcsec)
στις συνιστώσες ξ και 2.1 δευτερόλεπτα τόξου στις συνιστώσες η των αποκλίσεων
της κατακορύφου. Όλα τα παραπάνω αποτελέσματα επαληθεύουν το γεγονός ότι το
νέο αυτό μοντέλο του γήινου δυναμικού αποτελεί πραγματικά ένα ποιοτικό άλμα
στην περιγραφή του πεδίου βαρύτητας σε παγκόσμια κλίμακα.

Η απόδοση του μοντέλου EGM08 για τον ελλαδικό χώρο παρουσιάζει επίσης
σημαντικό ενδιαφέρον. Στα σχήματα 3.21α και 3.21β απεικονίζονται αντίστοιχα τα
υψόμετρα του γεωειδούς όπως υπολογίστηκαν από το μοντέλο EGM08 για τον
ελληνικό χώρο και τις παρακείμενες περιοχές, καθώς επίσης οι διαφορές δΝ = ΝEGM96
– ΝEGM08 από το μοντέλο EGM96. Αντίστοιχα στα σχήματα 3.21α και 3.21β
απεικονίζονται οι ανωμαλίες βαρύτητας από το μοντέλο EGM08 και οι διαφορές τους
δΔg = ΔgEGM96 – ΔgEGM08 επίσης από το μοντέλο EGM96.

Από την οπτική επιθεώρηση των σχημάτων 3.20α και 3.21α, καθώς και του σχήματος
3.21β είναι εμφανής η λεπτομερέστερη περιγραφή του γεωειδούς από τη χρήση του
ακριβέστερου αναπτύγματος του γήινου δυναμικού από το μοντέλο EGM08. Οι
παρατηρούμενες ακραίες διαφορές μεταξύ των δύο μοντέλων στον ελλαδικό χώρο
είναι της τάξης του ±1.5 m, ενώ ακόμα πιο ακραίες τιμές μέχρι 2.5 και -3.7 m
παρατηρούνται στις περιοχές της ηπειρωτικής της Τουρκίας. Οι εν λόγω διαφορές
συνιστούν κυρίως σφάλματα της ομαλής προσέγγισης του γεωειδούς στα μεσαία
μήκη κύματος από το μοντέλο EGM96. Αντίστοιχα από τη σύγκριση των σχημάτων
3.20β και 3.22α, καθώς και του σχήματος 3.22β για τις ανωμαλίες βαρύτητας
παρατηρούνται τυπικές διαφορές μεταξύ των δύο μοντέλων που κυμαίνονται μεταξύ
του ±100 mgal, με μερικές ακραίες διαφορές μέχρι -225 mgal και 152 mgal.

Για τον ελλαδικό χώρο, μια εκτενής αξιολόγηση της απόδοσης του μοντέλου
EGM08, αλλά και των προηγούμενων πρόσφατων μοντέλων του γήινου δυναμικού,
έχει γίνει από τους Kotsakis et al. (2008) στα πλαίσια των γενικότερων εργασιών για
την εγκατάσταση και πιλοτική λειτουργία του Ελληνικού Συστήματος Εντοπισμού
HEPOS (HEllenic POsitioning System), βλ. Γιαννίου και Μάστορης (2006),
Δεληκαράογλου (2006), Delikaraoglou (2006). Η εν λόγω μελέτη βασίστηκε στην
σύγκριση υψομέτρων του γεωειδούς από διαθέσιμα ορθομετρικά υψόμετρα και
υψηλής ακρίβειας μετρήσεις GPS σε 1542 βάθρα του εθνικού γεωδαιτικού δικτύου,
με αντίστοιχα υψόμετρα του γεωειδούς από τα συγκεκριμένα μοντέλα του γήινου
δυναμικού. Τα εν λόγω σημεία κάλυπταν ομοιόμορφα ολόκληρο τον ηπειρωτικό

___________________________________________________________________________
138 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.22 – (α) Επάνω, ανωμαλίες βαρύτητας από το μοντέλο EGM08 στον
ελλαδικό χώρο, και (β) κάτω, οι διαφορές τους από το μοντέλο EGM96.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 139
___________________________________________________________________________

Πίνακας 3.7 – Σύγκριση υψομέτρων του γεωειδούς, για τον ελλαδικό χώρο, από
ορθομετρικά υψόμετρα και GPS (χωροστάθμηση με GPS) από το πλέον πρόσφατο
γεωδυναμικό μοντέλο σφαιρικών αρμονικών EGM08 (RMS διαφορές σε m)

Μέση
Γεωδυναμικό μοντέλο Max (m) Min (m) σ (m) διαφορά
(m)
EGM08 (2190) 0.542 -0.437 0.142 -0.377
EGM08 (360) 1.476 -1.287 0.370 -0.334
EIGEN-GL04C (360) 1.773 -1.174 0.453 -0.282
EIGEN-CG03C (360) 1.484 -1.173 0.453 -0.270
EIGEN-CG01C (360) 1.571 -1.135 0.492 -0.231
CGM02C (200) 2.112 -1.472 0.551 -0.313
EGM96 (360) 1.577 -1.063 0.423 -0.446

ελλαδικό χώρο, ενώ δεν χρησιμοποιήθηκαν άλλα περίπου 900 σημεία στην υπόλοιπη
νησιωτική Ελλάδα και την Κρήτη, όπου επίσης είχαν γίνει ανάλογες μετρήσεις GPS
στα πλαίσια των εργασιών του έργου του HEPOS. Τα γεωμετρικά υψόμετρα τους
είχαν υπολογιστεί, από συνεχείς 24ωρης διάρκειας μετρήσεις GPS σε 33 από αυτά τα
σημεία, και από 3ώρης διάρκειας μετρήσεις στα υπόλοιπα σημεία, με ακρίβεια της
τάξης των 2-5 cm, ενώ η οριζόντια ακρίβεια τους ήταν καλύτερη από 1-2 cm (σε
επίπεδο αξιοπιστίας 1σ). Τα διαθέσιμα ορθομετρικά υψόμετρα των σημείων, στο
Εθνικό Χωροσταθμικό Σύστημα Αναφοράς, είχαν υπολογιστεί κατά καιρούς από τη
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) με μεθόδους γεωδαιτικής χωροστάθμησης ή
τριγωνομετρικής υψομετρίας, αλλά οι ακρίβειες τους που δεν είναι γνωστές με
βεβαιότητα εξ αιτίας ανεπαρκούς τεκμηρίωσης των διαθέσιμων δεδομένων.

Τα αποτελέσματα των συγκρίσεων των υψομέτρων του γεωειδούς από τα


ορθομετρικά υψόμετρα και τα γεωμετρικά υψόμετρα από τις μετρήσεις GPS στα εν
λόγω σημεία (ΝGPS Leveling), και τις αντίστοιχες τιμές ΝGGM από τα αναπτύγματα
σφαιρικών αρμονικών συντελεστών του EGM08 και των άλλων πρόσφατων
μοντέλων του γήινου δυναμικού συνοψίζονται στον Πίνακα 3.7, τα στοιχεία του
οποίου έχουν εξαχθεί από την εργασία των Kotsakis et al. (2008) όπου και
αναλύονται λεπτομερέστερα. Στην πρώτη στήλη του πίνακα, η τιμή στις παρενθέσεις
αναφέρεται στον βαθμό και τάξη του αναπτύγματος για το εκάστοτε μοντέλο του
δυναμικού που χρησιμοποιήθηκε, ενώ στις επόμενες στήλες αναφέρονται (σε μέτρα)
οι μέγιστες και οι ελάχιστες παρατηρούμενες διαφορές ΔΝ= ΝGPS Leveling – ΝGGM από
τις εκάστοτε δύο λύσεις, η μέση διαφορά (αποχή) των υψομέτρων του γεωειδούς
(bias) και η απόκλιση της μέσης διαφοράς (σ) σε κάθε περίπτωση. Η σημαντική
βελτίωση των υψομέτρων του γεωειδούς από το μοντέλο EGM08, είναι εμφανής από
την καλύτερη συμφωνία τους με τα αντίστοιχα ορθομετρικά και γεωμετρικά

___________________________________________________________________________
140 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

υψόμετρα των σημείων, όπως φαίνεται από την κατά 30% μείωση της
παρατηρούμενης τιμής της απόκλιση της μέσης διαφοράς (σ) τους, σε σχέση με τα
άλλα μοντέλα (βλ. στήλη 4). Ακόμα και η σύγκριση με το περιορισμένο μοντέλο
EGM08 μέχρι βαθμό και τάξη 360, δίνει καλύτερα αποτελέσματα (±37 cm) σε
σύγκριση με τις αποδόσεις των άλλων μοντέλων με ανάπτυγμα (n,m)=360 που
κυμαίνονται από ±42.3 cm (για το EGM96) έως ±49.2 cm (για το EIGEN-CG01C).
Προφανώς, η παρατηρούμενη βελτίωση από το EGM08 οφείλεται στη συνεισφορά
των αρμονικών συντελεστών από βαθμό και τάξη 361 μέχρι 2190 στο ανάπτυγμα του
μοντέλου, και δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος (περίπου 24%) των 1542 σημείων
που χρησιμοποιήθηκαν βρίσκονται στις ορεινές περιοχές της χώρας, αυτό σημαίνει
ότι το EGM08 υπερτερεί των άλλων μοντέλων σε αυτές τις περιοχές, όσον αφορά τα
μεσαία και μικρά μήκη κύματος των χαρακτηριστικών του γεωειδούς, και συνεπώς η
χρήση του αναμένεται να έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις σε μελλοντικές
γεωδαιτικές εφαρμογές στην Ελλάδα.

3.20 Σφάλματα των μοντέλων σφαιρικών αρμονικών συντελεστών

Η επιλογή του καταλληλότερου μοντέλου του γήινου δυναμικού για διάφορες


εφαρμογές καθορίζεται πρωτίστως από την ακρίβεια των αρμονικών συντελεστών
που έχουν υπολογιστεί από το συνδυασμό διαφόρων πηγών δεδομένων και την
διακριτική ικανότητα του εκάστοτε μοντέλου που εξαρτάται κυρίως από τον μέγιστο
βαθμό του αναπτύγματος σε σφαιρικές αρμονικές. Συνδυαστικά και οι δύο αυτοί
παράγοντες επηρεάζουν τον υπολογισμό των διαφόρων παραμέτρων που
περιγράφουν το γήινο πεδίο βαρύτητας (π.χ. N, Δg, δg, ξ, η, Τ) και συνεπώς
καθορίζουν την καταλληλότητα του εκάστοτε συγκεκριμένου μοντέλου για τον
προσδιορισμό της εκάστοτε συγκεκριμένης παραμέτρου. Οι εν λόγω επιδράσεις
σχετίζονται με συγκεκριμένα σφάλματα που αναφέρονται ως σφάλματα παράλειψης
(omission errors) και σφάλματα μεταφοράς (commission errors). Τα σφάλματα
παράλειψης οφείλονται στο γεγονός ότι το ανάπτυγμα του γήινου δυναμικού σε
σφαιρικές αρμονικές για τον υπολογισμό μιας συγκεκριμένης παραμέτρου του πεδίου
βαρύτητας περιορίζεται μέχρι τον εκάστοτε μέγιστο βαθμό nmax του επιλεγμένου
μοντέλου και όχι μέχρι το άπειρο, όπως είναι το θεωρητικά σωστό. Αντίστοιχα, τα
σφάλματα μεταφοράς οφείλονται στα επιμέρους σφάλματα των σφαιρικών
αρμονικών συντελεστών του μοντέλου που μεταφέρονται μέσω του εκάστοτε
αναπτύγματος, π.χ. τις σχέσεις (6.48) μέχρι (6.51), στην υπολογισμένη τιμή της
εκάστοτε συγκεκριμένης παραμέτρου ενδιαφέροντος.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 141
___________________________________________________________________________

Πίνακας 3.8 - Ενδεικτικό δείγμα αρμονικών συντελεστών από το μοντέλο EIGEN-5C


με τις αντίστοιχες ακρίβειες τους

n m C S sigma C sigma S
2 0 -.484165270522D-03 0.000000000000D+00 0.2709D-10 0.0000D+00
3 0 0.957212879862D-06 0.000000000000D+00 0.1142D-10 0.0000D+00

1 1 0.000000000000D+00 0.000000000000D+00 0.0000D+00 0.0000D+00


2 1 -.273478115204D-09 0.144340021207D-08 0.7852D-11 0.3742D-10
3 1 0.203046013963D-05 0.248210172197D-06 0.1017D-10 0.9800D-11

2 2 0.243937279232D-05 -.140026609089D-05 0.1212D-10 0.1185D-10


3 2 0.904816749120D-06 -.619008049961D-06 0.8262D-11 0.8220D-11
4 2 0.350494693606D-06 0.662477732126D-06 0.6269D-11 0.6266D-11

15 15 -.190321788662D-07 -.469578749348D-08 0.2122D-11 0.2122D-11


16 15 -.144154682441D-07 -.327735816843D-07 0.3405D-11 0.3406D-11
17 15 0.554490282674D-08 0.524589889368D-08 0.2163D-11 0.2163D-11

312 312 -.522569331413D-10 -.151356693732D-09 0.4056D-10 0.4056D-10


313 312 -.108992305282D-09 0.928239454857D-11 0.4014D-10 0.4014D-10
314 312 0.371446212200D-10 -.217351866994D-09 0.3974D-10 0.3974D-10

358 358 -.596311683338D-10 -.118431348144D-10 0.3294D-10 0.3294D-10


359 358 0.385897780053D-10 0.782200501000D-10 0.3277D-10 0.3277D-10
360 358 -.177930165805D-10 -.117846815773D-10 0.2666D-10 0.2666D-10
359 359 0.828923587148D-10 -.101697085589D-09 0.3294D-10 0.3294D-10
360 359 0.461880701859D-11 -.163231941982D-10 0.2676D-10 0.2676D-10
360 360 0.253065550020D-14 -.237906950149D-10 0.2685D-10 0.2685D-10

Γενικά, όπως φαίνεται και από το παράδειγμα του μοντέλου EIGEN-5C στον Πίνακα
3.8, οι χαμηλότερου βαθμού συντελεστές σε ένα μοντέλο του γήινου δυναμικού είναι
καλύτερα καθορισμένοι και η ακρίβεια των διαφόρων αρμονικών συντελεστών
υποβιβάζεται καθώς ο βαθμός ανάπτυξης του μοντέλου αυξάνει. Αυτή η διαβάθμιση
της ακρίβειας μεταξύ των συντελεστών χαμηλού βαθμού και τάξης και εκείνων
υψηλότερου βαθμού σχετίζεται με το γεγονός ότι τα δορυφορικά δεδομένα που
χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εκάστοτε μοντέλου σφαιρικών αρμονικών
εκφράζουν την ευαισθησία των δορυφόρων στις διαταραχές που προκαλεί το πεδίο
βαρύτητας στις τροχιές τους. Με άλλα λόγια, οι χαμηλού βαθμού συντελεστές
εκφράζουν μεγάλες διαταραχές στην τροχιακή κίνηση και οι υψηλού βαθμού
συντελεστές πολύ μικρότερες. Συνεπώς η ικανότητα να προσδιοριστούν με ακρίβεια
οι υψηλού βαθμού συντελεστές ενός μοντέλου του γήινου δυναμικού, οι οποίοι
αντιπροσωπεύουν τις λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών του πεδίου βαρύτητας,
εξαρτάται άμεσα από την ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται καθώς και
τη γεωγραφική κατανομή των εν λόγω δεδομένων. Για τους λόγους αυτούς, για τον

___________________________________________________________________________
142 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

υπολογισμό των μοντέλων του γήινου δυναμικού, χρησιμοποιούνται κυρίως


συνδυασμός δεδομένων από επίγειες μετρήσεις βαρύτητας στις ηπειρωτικές περιοχές
και από μετρήσεις δορυφορικής αλτιμετρίας στις ωκεάνιες περιοχές. Από την άλλη
πλευρά, επειδή οι συντελεστές χαμηλού βαθμού εκφράζουν τα ευρείας κλίμακας
χαρακτηριστικά του πεδίου βαρύτητας, είναι δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός τους
από δεδομένα που συνδέονται με τις τροχιές των δορυφόρων.

Ένας τρόπος αξιολόγησης της ποιότητας ενός συγκεκριμένου μοντέλου σφαιρικών


αρμονικών συντελεστών του γήινου δυναμικού είναι να εξετάζονται τα στατιστικά
ποιοτικά χαρακτηριστικά του πεδίου που εκφράζεται από το συγκεκριμένο μοντέλο
ομαδοποιημένα ανάλογα με τον βαθμό του αναπτύγματος. Αυτό επιτυγχάνεται
εξετάζοντας την φασματική ισχύ του σήματος (signal power), δηλαδή το περιεχόμενο
της παρεχόμενης πληροφορίας, και του αντίστοιχου σφάλματος, ως συνάρτηση του
μήκους κύματος των χαρακτηριστικών του πεδίου. Συγκεκριμένα, εάν για
παράδειγμα δίνονται οι κανονικοποιημένοι αρμονικοί συντελεστές [C nm, S nm] ενός
μοντέλου του γήινου πεδίου βαρύτητας και οι ακρίβειες τους [σ C nm , σ S nm ] (π.χ. του
μοντέλου EIGEN-5C, στον Πίνακα 3.8), μπορούν να υπολογιστούν οι λεγόμενοι
συντελεστές μεταβλητότητας (square root degree variances) από τη σχέση

n
σn = ∑ (C nm 2 + S nm 2 ) (3.102)
m =0

και αντίστοιχα οι συντελεστές μεταβλητότητας σφάλματος (square root degree


error variances) από τη σχέση

n
cn = ∑ [(σ C nm ) 2 + (σ Snm ) 2 ] (3.103)
m =0

Οι συντελεστές μεταβλητότητας σφάλματος περιγράφουν την φασματική


συμπεριφορά του πεδίου και ακολουθούν τον λεγόμενο κανόνα του Kaula (Kaula’s
rule of thumb) που εκφράζεται από την απλή, αλλά εξαιρετικά ακριβή σχέση (Kaula,
1966)

σn 10 −5
≈ (3.104)
2n + 1 n2

Είναι επίσης δυνατόν να συγκριθούν οι ακρίβειες δύο μοντέλων γεωδυναμικού,


συμβολικά EGM1 και EGM2, χρησιμοποιώντας τους συντελεστές σχετικής

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 143
___________________________________________________________________________

μεταβλητότητας (square root degree difference variances) που υπολογίζονται από


τη σχέση

n
Δσ n = ∑ (dC nm 2 + dS nm 2 ) (3.105)
m =0

όπου dC nm = (C nm) EGM 1 − (C nm) EGM 2 και dS nm = ( S nm) EGM 1 − ( S nm) EGM 2 .
Επιπλέον μπορεί να υπολογιστεί η λεγόμενη αθροιστική συνεισφορά σφάλματος
(cumulative error) μέχρι κάποιο βαθμό Ν (π.χ. Ν=nmax) από τη σχέση

N
Sn = ∑ ( Δσ n ) 2 (3.106)
n =0

Σχήμα 3.23 – Σύγκριση της συνεισφοράς στα υψόμετρα του γεωειδούς από τα μοντέλα
EGM96, GGM01S, και GGM02S

___________________________________________________________________________
144 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

Στην πράξη, η μεταβολή των παραπάνω συντελεστών του εκάστοτε μοντέλου (ή


μεταξύ δύο μοντέλων) ανά βαθμό του αναπτύγματος τους απεικονίζεται ως
σφάλματα στα υψόμετρα του γεωειδούς που προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό
των σφαιρικών αρμονικών συντελεστών στις προαναφερόμενες εξισώσεις με την
τιμή της ακτίνας της Γης στον ισημερινό ή τη μέση ακτίνας της γήινης σφαίρας.

Παραδείγματος χάριν, στο σχήμα 3.23 απεικονίζονται ενδεικτικά γραφήματα των


συντελεστών μεταβλητότητας των υψομέτρων του γεωειδούς και των σφαλμάτων
τους από το μοντέλο EGM96 του γήινου δυναμικού και συγκρίνονται με τα
αντίστοιχα σφάλματα των υψομέτρων του γεωειδούς από τα μοντέλα GGM01S και
GGM02S. Τα μοντέλα GGM01S (μέχρι βαθμό nmax=120) και GGM02S (μέχρι βαθμό
nmax=160), όπως έχει ήδη αναφερθεί στην προηγούμενη ενότητα και φαίνεται και
στον Πίνακα 3.4, ανήκουν στην κατηγορία των μοντέλων του γήινου δυναμικού που
έχουν υπολογιστεί από δορυφορικά μόνο δεδομένα της αποστολής GRACE. Το
μοντέλο EGM96 έχει προκύψει από το συνδυασμό επίγειων και δορυφορικών
δεδομένων και είναι πλήρες μέχρι βαθμό και τάξη 360, αν και στο σχήμα 3.23
απεικονίζεται η συνεισφορά του μοντέλου στα υψόμετρα του γεωειδούς (καμπύλη σn)
μέχρι βαθμό αναπτύγματος nmax=160 προκειμένου να γίνει ευκολότερη η σύγκριση
με τα προαναφερόμενα μοντέλα GGM01S και GGM02S. Για το μοντέλο EGM96,
από την καμπύλη των συντελεστών συμμεταβλητότητας σn, σύμφωνα με τη σχέση
(3.102), και την αντίστοιχη καμπύλη των συντελεστών συμμεταβλητότητας
σφάλματος cn, σύμφωνα με τη σχέση (3.103), είναι εμφανές ότι η συνεισφορά του
μοντέλου EGM96 στα υψόμετρα του γεωειδούς είναι σχεδόν σταθερή πέραν του
βαθμού 40 και τα σφάλματα στα υψόμετρα του γεωειδούς είναι της τάξης των 40 cm.
Συγκριτικά, τα μοντέλα GGM01S και GGM02S συνεισφέρουν στα υψόμετρα του
γεωειδούς με μικρότερα σφάλματα από το EGM96 μέχρι περίπου τον βαθμό 100 και
110 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καμπύλες cn των εν λόγω
μοντέλων και δίνουν για τους υψηλότερους βαθμούς μεγαλύτερα σφάλματα για τα
υψόμετρα του γεωειδούς από ότι το EGM96.

Στο σχήμα 3.24 αναπαράγονται ανάλογα ενδεικτικά γραφήματα, από το Διεθνές


Κέντρο διάθεσης γεωδυναμικών μοντέλων (ICGEM, 2008), που αναφέρονται στη
σύγκριση του πρόσφατου μοντέλου EIGEN-5C και των μοντέλων EGM96 και
EGM08. Από την ανάλυση των γραφημάτων συνάγονται τα εξής συμπεράσματα:

• Τα τρία μοντέλα του γήινου δυναμικού έχουν την ίδια σχεδόν συνεισφορά στα
υψόμετρα του γεωειδούς μέχρι και το βαθμό 360, όπως προκύπτει από τις
καμπύλες σn.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 145
___________________________________________________________________________

Σχήμα 3.24 – Συντελεστές μεταβλητότητας υψομέτρων του γεωειδούς από το μοντέλο


EIGEN-5C,σε σύγκριση με τα μοντέλα EGM08 και EGM96 του γήινου δυναμικού

___________________________________________________________________________
146 Στοιχεία από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού
___________________________________________________________________________

• Στην περίπτωση των μοντέλων EGM96 και EIGEN-5C, το συνολικό σφάλμα στα
υψόμετρα του γεωειδούς (καμπύλη Sn) διατηρείται κάτω από 1 cm μέχρι το
βαθμό 10, κάτω από 10 cm περίπου μέχρι το βαθμό 30, και κάτω από 50 cm
περίπου μέχρι το βαθμό 90.
• Στην περίπτωση των μοντέλων EGM08 και EIGEN-5C, το συνολικό σφάλμα στα
υψόμετρα του γεωειδούς (καμπύλη Sn) διατηρείται κάτω από 1 mm μέχρι περίπου
το βαθμό 55, κάτω από 2 cm περίπου μέχρι το βαθμό 85, κάτω από 10 cm
περίπου μέχρι το βαθμό 135, και κάτω από 20 cm μέχρι και το βαθμό 360.
Δεδομένου ότι γενικά το μοντέλο EGM08 είναι το καλύτερο από τα δύο μοντέλα,
τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία μπορεί να θεωρηθούν ότι χαρακτηρίζουν κυρίως
την ποιότητα του μοντέλου EIGEN-5C.
• Από τις προηγούμενες δύο διαπιστώσεις είναι εμφανής η υπεροχή των δύο
μοντέλων EGM08 και EIGEN-5C από την άποψη της ακρίβειας των αρμονικών
συντελεστών χαμηλών βαθμών, εξ αιτίας της συνεισφοράς των δορυφορικών
δεδομένων από την αποστολή GRACE (και επιπλέον των δεδομένων από το
δορυφόρο LAGEOS στην περίπτωση του μοντέλου EIGEN-5C), σε σύγκριση
με την ακρίβεια των αντίστοιχων αρμονικών συντελεστών χαμηλών βαθμών από
το μοντέλο EGM96 που περιέχει δορυφορικά δεδομένα μόνο από τροχιακές
διαταραχές.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 147
___________________________________________________________________________

4
Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του
γήινου πεδίου βαρύτητας

4.0 Η δύναμη και το δυναμικό της βαρύτητας

Όπως ήδη αναφέρθηκε στο κεφ. 3, σε κάθε σταθερό σώμα στην επιφάνεια της Γης, η
δύναμη της βαρύτητας που ασκείται σε αυτό είναι αποτέλεσμα του αθροίσματος της
ελκτικής και της φυγόκεντρου δύναμης της Γης, δηλ.

r r r ρ r r r
f = f g + f c = G ∫∫∫ 3 L dv + rc ω 2 = g (4.1)
B
L

όπου η σχέση (4.1) υποδηλώνει ότι η ελκτική και η φυγόκεντρος δύναμη ασκούνται
σε μια μοναδιαία μάζα ή με άλλα λόγια η επιτάχυνση της βαρύτητας ή απλά η
r
βαρύτητα g είναι το διανυσματικό άθροισμα των επιμέρους επιταχύνσεων στις
οποίες υπόκειται ένα σώμα μοναδιαίας μάζας τοποθετημένο στο πεδίο των ελκτικών
δυνάμεων της Γης και εξ αιτίας της περιστροφής της Γης. Αντίστοιχα, το δυναμικό W
του πεδίου της βαρύτητας της Γης είναι το αποτέλεσμα της αθροιστικής επίδρασης
των δυναμικών της ελκτικής και της φυγόκεντρου δύναμης, των V και Φ αντίστοιχα,
και δίνεται από τη σχέση W = V + Φ.
r
Η δύναμη της βαρύτητας g είναι συνεπώς το διάνυσμα της κλίσης του δυναμικού
της βαρύτητας W

r ∂W r ∂W r ∂W r r r r
g = gradW = i+ j+ k = gx i + gy j + gz k (4.2)
∂x ∂y ∂z

___________________________________________________________________________
148 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

με συνιστώσες [Vanicek and Krakiwsky (1986), Torge (2000)]

ρ
g x = −G ∫∫∫ x L dv + xω 2 ,
Γη
ρ
g y = −G ∫∫∫ y L dv + yω 2 ,
(4.3)
Γη
ρ
g z = −G ∫∫∫ z
L
dv
Γη
r
Η δύναμη της βαρύτητας g , ως διάνυσμα έχει μέτρο και διεύθυνση. Το μέτρο
r
g = g αποκαλείται και ένταση της βαρύτητας ή απλά βαρύτητα. Η φυσική μονάδα
μέτρησης της βαρύτητας είναι το

1 gal = 1 cm/sec2 (στο σύστημα c.g.s. – εκατοστόμετρο, γραμμάριο, δευτερόλεπτο)


= 10-2 m/sec2 (στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων – Système International d’
Unités, SI) ,

δηλαδή έχει τη διάσταση της επιτάχυνσης, και οφείλει την ονομασία του στο
Γαλιλαίο. Η τιμή της βαρύτητας σε σημεία κοντά στους πόλους της Γης είναι περίπου
983 gal, ενώ σε σημεία στον ισημερινό είναι περίπου 978 gal, με τη διαφορά να
οφείλεται κυρίως στην επιπλάτυνση της Γης. Στη Γεωδαισία και στη Γεωφυσική,
ενδιαφέρουν κυρίως οι αποκλίσεις των παρατηρήσεων της βαρύτητας από κάποιο
“κανονικό” μοντέλο του πεδίου βαρύτητας της Γης, των οποίων οι τιμές είναι
προφανώς πολύ μικρές εάν εκφραστούν σε μονάδες gal. Παραδείγματος χάριν, εάν
κάποιος απομακρυνθεί από την επιφάνεια της Γης κατά 3 mm, η δύναμη της
βαρύτητας που επιδέχεται ελαττώνεται κατά περίπου 10-6 gal (εξ αιτίας της
απομάκρυνσής του από το κέντρο μάζας της Γης) – δηλαδή, μια πολύ μικρή
μεταβολή όταν αυτή εκφράζεται σε μονάδες gal. Επειδή στις περισσότερες
εφαρμογές δεν ενδιαφέρει τόσο η τιμή της βαρύτητας αλλά οι παραλλαγές της
πραγματικής βαρύτητας από τις τιμές μιας “κανονικής Γης” από σημείο σε σημείο –
οι οποίες γενικά παραμένουν σε παρόμοια χαμηλά επίπεδα τιμών, για το λόγο αυτό
χρησιμοποιούνται επιπλέον και οι μονάδες του milligal ή εν συντομία του mgal (1
mgal = 10-3 gal = 10-5 m/sec2) και του microgal ή μgal (=10-6 gal =10-8 m/sec2).
Όπως θα αναλυθεί διεξοδικότερα αργότερα, η διεύθυνση του διανύσματος της
βαρύτητας σε κάθε σημείο επάνω ή γύρω από τη Γη είναι εκείνη της διεύθυνσης της
κατακορύφου, της οποίας η εκτροπή ή απόκλιση από την κάθετο στο γήινο

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 149
___________________________________________________________________________

ελλειψοειδές έχει ιδιαίτερη φυσική σημασία για τις γεωδαιτικές και αστρονομικές
μετρήσεις.

Το γήινο δυναμικό της βαρύτητας εκφράζεται αντίστοιχα ως η βαρύτητα επί την


απόσταση, ή σε μονάδες m2 sec-2. Ενδεικτικά, μια μετακίνηση κατά 1 μέτρο στην
κατεύθυνση του διανύσματος της βαρύτητας με επιτάχυνση 1 m sec-2 συνεπάγεται
μια αλλαγή στο δυναμικό κατά 1 m2 sec-2. Μια καταλληλότερη μονάδα για το
δυναμικό της βαρύτητας είναι η μονάδα γεωδυναμικού ή το GPU (geopotential unit),
που ισοδυναμεί με 10 m2 sec-2. Αυτό σημαίνει ότι μια μετακίνηση κατά 1 μέτρο στην
κάθετη κατεύθυνση του διανύσματος της βαρύτητας με επιτάχυνση 9.8 m sec-2 (την
τυπική τιμή της επιτάχυνσης εξ αιτίας της βαρύτητας) συνεπάγεται μια αλλαγή στο
δυναμικό κατά περίπου 1 GPU. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι, σε μονάδες GPU,
η διαφορά στο γεωδυναμικό ενός σημείου με την τιμή του γεωδυναμικού στη στάθμη
της θάλασσας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια καλή προσέγγιση του ύψους του
σημείου “επάνω από τη στάθμη της θάλασσας” σε μέτρα.

4.1 Ισοδυναμικές επιφάνειες και δυναμικές γραμμές

Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων όπου το δυναμικό της βαρύτητας είναι σταθερό,
δηλαδή
r
W ( r ) = Co = σταθ . (4.4)

αποκαλείται ισοδυναμική επιφάνεια του γήινου δυναμικού W (equipotential


surface). Προφανώς για διαφορετικές τιμές της σταθεράς Co προκύπτουν
διαφορετικές ισοδυναμικές επιφάνειες, κάτι ανάλογο με τις ισοϋψείς ενός
τοπογραφικού χάρτη, οι οποίες έχουν ορισμένες γενικές ιδιότητες:

1. Δεν τέμνονται μεταξύ τους (δηλαδή, ένα σημείο δεν μπορεί να είναι σε δύο
επιφάνειες με διαφορετικές τιμές δυναμικού) και διατάσσονται σε επαλληλία
γύρω από τη Γη.
2. Είναι κλειστές, συνεχείς, αλλά μαθηματικά πολύπλοκες επιφάνειες.
3. H κυρτότητα τους μεταβάλλεται ομαλά, εκτός στα σημεία όπου η πυκνότητα
του υπεδάφους αλλάζει απότομα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το
φυγόκεντρο δυναμικό Φ είναι αναλυτική συνάρτηση και συνεπώς οι
ασυνέχειες του W ταυτίζονται με εκείνες του ελκτικού δυναμικού V.

Οι καμπύλες (και όχι ευθείες) γραμμές στις οποίες οι κλίσεις του δυναμικού της
βαρύτητας, δηλαδή οι δυνάμεις της βαρύτητας, είναι εφαπτόμενες σε κάθε σημείο
τους αποκαλούνται αντίστοιχα δυναμικές γραμμές (force lines ή stream lines ή

___________________________________________________________________________
150 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

plumblines). Με άλλα λόγια, οι δυναμικές γραμμές τέμνουν κάθετα όλες τις


ισοδυναμικές επιφάνειες. Οι αρχικές έννοιες των ισοδυναμικών επιφανειών και των
δυναμικών γραμμών του γήινου πεδίου βαρύτητας καθορίστηκαν από τον Γάλλο
Μαθηματικό Alexis Claude Clairault ή Clairaut (1713-1765) στο έργο του Théorie de
la Figure de la Terre (1743), στο οποίο διατύπωσε επίσης και το περιώνυμο θεώρημα
του, το οποίο όπως θα δούμε στην ενότητα 4.7 συνδέει τη βαρύτητα σε σημεία στην
επιφάνεια ενός ελλειψοειδούς εκ περιστροφής με την επιπλάτυνση του ελλειψοειδούς
και τη φυγόκεντρη δύναμη στον ισημερινό. Η φυσική αυτή υπόσταση των
ισοδυναμικών επιφανειών και των δυναμικών γραμμών μπορεί να οδηγήσει σε ένα
τρισδιάστατο σύστημα καμπυλόγραμμων συντεταγμένων (curvilinear coordinates)
οι οποίες, σε αντιδιαστολή με τις καρτεσιανές ή τις ελλειψοειδείς συντεταγμένες,
μπορούν να μετρηθούν άμεσα. Για παράδειγμα, το αστρονομικό πλάτος Φ και μήκος
Λ, που προκύπτουν από αστρονομικές παρατηρήσεις, σε συνδυασμό με το
ορθομετρικό υψόμετρο H ή το δυναμικό W ή το γεωδυναμικό αριθμό C, δηλαδή τα
συστήματα των συντεταμένων (Φ, Λ, Η), (Φ, Λ, W) ή (Φ, Λ, C) είναι τέτοια
συστήματα φυσικών συντεταγμένων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο γεωδυναμικός
αριθμός C ορίζεται ως

H
C = Wo − W = ∫0 g dH = g H (4.5)

όπου Wo είναι το δυναμικό του γεωειδούς σε οποιοδήποτε σημείο-αφετηρία με


υψόμετρο Η=0, και g είναι η μέση ένταση της βαρύτητας κατά μήκος της διαδρομής
από το γεωειδές στο σημείο ενδιαφέροντος Ρ, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να
μετρηθεί στο εσωτερικό της Γης και συνεπώς υπολογίζεται κάτω από διάφορες
υποθέσεις που αφορούν την κατανομή και τις μεταβολές της πυκνότητα στο
εσωτερικό της Γης.

Το διάνυσμα της βαρύτητας σε κάθε σημείο στο χώρο είναι εφαπτόμενο στην
δυναμική γραμμή που διέρχεται από το εν λόγω σημείο, δηλαδή κατά τη διεύθυνση
της κατακορύφου, που είναι και η διεύθυνση της πτώσης των σωμάτων κάτω από την
επίδραση της γήινης βαρύτητας. Αυτό προκύπτει από τον υπολογισμό του έργου που
απαιτείται για τη μεταφορά μιας μοναδιαίας μάζας από ένα σημείο Ρ σε ένα σημείο Ρ′
στην ίδια ισοδυναμική επιφάνεια, το οποίο εξ αιτίας της σχέσης W (rr ) = Co = σταθ .
r
συνάγεται ότι είναι μηδέν. Επιπλέον εάν η απόσταση ds μεταξύ των σημείων Ρ και
Ρ′ είναι ένα στοιχειώδες μήκος, συνεπάγεται ότι είναι dWΡ → Ρ′ = 0 ή ισοδύναμα ότι

∂W ∂W ∂W r r r
dW ( x, y, z ) = dx + dy + dz = gradW ⋅ ds → g ⋅ ds = 0 (4.6)
∂x ∂y ∂z

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 151
___________________________________________________________________________
r r
που σημαίνει ότι εφόσον το εσωτερικό γινόμενο των δύο διανυσμάτων g και ds
r
είναι μηδέν, το διάνυσμα της βαρύτητας g είναι κάθετο στην ισοδυναμική επιφάνεια
r
(επί της οποίας βρίσκεται το διάνυσμα ds ).

Στη γενικότερη περίπτωση, που τα δύο σημεία Ρ και Ρ′ είναι σε διαφορετικές


ισοδυναμικές επιφάνειες, ισχύει η πρώτη από τις παραπάνω σχέσεις
r
dW ( x, y, z ) = gradW ⋅ ds και, επειδή στην εν λόγω σχέση υπεισέρχεται μόνο η
r
προβολή του διανύσματος ds κατά μήκος της δυναμικής γραμμής, συνεπάγεται ότι
το dW είναι ανεξάρτητο της πορείας από το σημείο Ρ στο σημείο Ρ′ και συνεπώς δεν
επιτελείται οποιοδήποτε έργο από την εν λόγω μετακίνηση, που με τη σειρά του
σημαίνει ότι οι ισοδυναμικές επιφάνειες είναι χωροσταθμικές επιφάνειες
(equilibrium surfaces).

Ειδικότερα, αν θεωρήσουμε ότι η μετακίνηση από το σημείο Ρ στο σημείο Ρ′ γίνεται


r
κατά μήκος μιας δυναμικής γραμμής, δηλαδή το διάνυσμα ds κατευθύνεται κατά
r
μήκος της προς τα πάνω καθέτου n στην ισοδυναμική επιφάνεια, τότε το
επιτελούμενο έργο δίνεται από τη θεμελιώδη σχέση

r
dW ( x, y, z ) = gradW ⋅ dn
(4.7)
r r
→ dW = g dn cos( g , dn ) = − g dn = − g dH

r
όπου dn = ds = dH και το αρνητικό πρόσημο έχει νόημα δεδομένου ότι το
διάνυσμα της βαρύτητας διευθύνεται προς το εσωτερικό της Γης (ενώ το διάνυσμα
r
dn έχει την αντίθετη διεύθυνση).

Η παραπάνω σχέση συνδέει για δύο γειτονικές ισοδυναμικές επιφάνειες, τη διαφορά


του γήινου δυναμικού, δηλαδή μια φυσική ποσότητα, με την υψομετρική διαφορά
μεταξύ δύο σημείων (dH=dn), που είναι μια γεωμετρική ποσότητα.

Από τη σχέση αυτή προκύπτει επίσης ότι εάν το μέτρο του διανύσματος της
r
βαρύτητας g αλλάζει από ένα σημείο σε ένα άλλο σημείο σε μια ισοδυναμική
r
επιφάνεια, η απόσταση dn μεταξύ δύο γειτονικών ισοδυναμικών επιφανειών πρέπει
επίσης να αλλάζει ανάλογα και συνεπώς οι ισοδυναμικές επιφάνειες δεν είναι
παράλληλες και επίσης οι δυναμικές γραμμές δεν είναι ευθείες γραμμές αλλά
καμπύλες. Στην πράξη, η αύξηση της έντασης της βαρύτητας από τον ισημερινό
στους πόλους κατά περίπου 0.05 m/sec2 σημαίνει ότι οι ισοδυναμικές επιφάνειες
συγκλίνουν στους πόλους. Το ποσοστό της σύγκλισης δύο ισοδυναμικών επιφανειών,

___________________________________________________________________________
152 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

κοντά στην επιφάνεια της Γης, από τον ισημερινό στους πόλους, είναι της τάξης του
0.5% της σχετικής απόστασης μεταξύ των δύο ισοδυναμικών επιφανειών.

Η κλίση της έντασης g της βαρύτητας δίνεται ως (Torge, 2000)

⎛ ∂g ⎞
⎜ ⎟
⎜ ∂x ⎟
⎜ ⎟ ⎛ W xz ⎞
grad g = ⎜⎜
∂g ⎟ = −⎜W ⎟
⎟ ⎜ yz ⎟ (4.8)
∂y ⎜W ⎟
⎜ ⎟ ⎝ zz ⎠
⎜ ∂g ⎟
⎜ ∂z ⎟
⎝ ⎠

και συνδέεται άμεσα με την καμπυλότητα των ισοδυναμικών επιφανειών και των
∂g ∂g
δυναμικών γραμμών, δεδομένου ότι οι οριζόντιες συνιστώσες και ,
∂x ∂y
διαιρούμενες με την ένταση της βαρύτητας g, εκφράζουν τις καμπυλότητες των
δυναμικών γραμμών στα επίπεδα xz- και yz- (Heiskanen and Moritz, 1967). Στην
προκειμένη περίπτωση, το σύστημα συντεταγμένων x, y, z είναι τοπικό και ορίζεται
έτσι ώστε ο άξονας των x είναι στη διεύθυνση ανατολή-δύση, ο άξονας των y στη
διεύθυνση βορράς-νότος (δηλαδή το επίπεδο που ορίζεται από τους άξονες x-y είναι
εφαπτόμενο στην ισοδυναμική επιφάνεια του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος για
την μέτρηση της βαρύτητας) και ο άξονας των z είναι στην διεύθυνση της
∂g
κατακορύφου και προς το ζενίθ. Η κατακόρυφη συνιστώσα = −Wzz εκφράζει τη
∂z
μεταβολή της βαρύτητας ως συνάρτηση του υψομέτρου και αν ληφθεί υπόψη η
γενικευμένη εξίσωση του Poisson, προκύπτει ότι ισχύει η σχέση

∂g W xx + W yy
= −2 g ( − ) + 4π Gρ − 2ω 2 (4.9)
∂z 2g

όπου οι δεύτεροι παράγωγοι του δυναμικού της βαρύτητας W xx και


Wxx + W yy
W yy υπολογίζονται στο σημείο Ρ και ο όρος − εκφράζει τη μέση
2g
καμπυλότητα της ισοδυναμικής επιφάνειας που διέρχεται από το σημείο Ρ. Η εν λόγω
θεμελιώδης σχέση είναι μια από τις βασικότερες σχέσεις της Φυσικής Γεωδαισίας.
που είναι γνωστή ως εξίσωση του Bruns ή εξίσωση της κατακόρυφης βαθμίδας της

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 153
___________________________________________________________________________

βαρύτητας και αποτελεί άλλη μια απόδειξη της σχέσης μεταξύ των γεωμετρικών και
φυσικών παραμέτρων της Γης.

4.2 Ορισμός και η σημασία του γεωειδούς

Η προσαρμογή της μέσης στάθμης θάλασσας σε μια (σχεδόν) ισοδυναμική επιφάνεια,


μετά από κάποιες παραδοχές (π.χ. την ισοστατική ισορροπία των θαλασσών),
επιτρέπει τον καθορισμό του γεωειδούς ως τη συγκεκριμένη ισοδυναμική επιφάνεια,
η οποία προσεγγίζει, τη μέση στάθμη των θαλασσών σε παγκόσμιο επίπεδο και για
την οποία ισχύει W = Wo (Σχ. 4.1). Το μαθηματικό αυτό ορισμό τον έδωσε πρώτος,
το 1828, ο Johann Carl Friedrich Gauss (1777-1855), θεωρώντας το γεωειδές ως τη
“μαθηματική επιφάνεια της Γης”, όπου σε αντιδιαστολή με την φυσική επιφάνεια της
πραγματικής Γης, το γεωειδές χαρακτηρίζει τη “δυναμική Γη”. Ως εκ τούτου, το
γεωειδές είναι ουσιαστικά μια αφηρημένη δυναμική επιφάνεια αναφοράς που
περιγράφεται από μια σταθερή συνάρτηση του γήινου δυναμικού και όχι η
μαθηματική υλοποίηση ενός σώματος όπως στην περίπτωση ενός ελλειψοειδούς,
όπως θα αναλυθεί στην επόμενη ενότητα.

Σχήμα 4.1 – Η κλασσική έννοια του γεωειδούς ως επιφάνεια αναφοράς

Αυτός ο ορισμός δεν είναι πολύ αυστηρός. Αφ’ ενός επειδή, η μέση στάθμη της
θάλασσας στην πραγματικότητα δεν είναι μια ισοδυναμική επιφάνεια εξ αιτίας των
δυναμικών διεργασιών από τη κίνηση και τη μεταφορά των θαλάσσιων υδάτινων
όγκων υπό την επίδραση των ανέμων, τα φαινόμενα των παλιρροιών, των ρευμάτων
κ.ά. Κατά δεύτερο λόγο, η θεωρούμενη ισοδυναμική επιφάνεια διέρχεται και κάτω

___________________________________________________________________________
154 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Σχήμα 4.2 – Τυπικές γραφικές παραστάσεις του γεωειδούς

από της ηπειρωτικές εδαφικές μάζες και κατά συνέπεια κάτω από τις ηπείρους
στρεβλώνεται από τη βαρυτική έλξη που ασκούν οι εν λόγω μάζες. Για το λόγο αυτό,
η συνήθης υπόθεση του εμπεριέχεται στον παραπάνω ορισμό του γεωειδούς είναι
πως οι τοπογραφικές μάζες βρίσκονται πάντα κάτω από την επιφάνεια του γεωειδούς.
Στην πράξη, η πραγματική επίδραση των τοπογραφικών μαζών πάνω από το γεωειδές

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 155
___________________________________________________________________________

λαμβάνεται υπόψη μέσα από κατάλληλες αναγωγές, π.χ. των μετρήσεων βαρύτητας
που γίνονται στην γήινη επιφάνεια.

Στη γεωδαισία, ο κύριος ρόλος του γεωειδούς συνίσταται στο ότι αυτό αποτελεί μια
φυσική αναφορά για τη μέτρηση των υψομέτρων, τα οποία μετρούνται κατά μήκος
των δυναμικών γραμμών. Συγχρόνως, το γεωειδές είναι η πιο παραστατική
αντιπροσώπευση πεδίου της γήινης βαρύτητας, που εκφράζεται από αντίστοιχους
χάρτες ή τρισδιάστατες γραφικές παραστάσεις του γεωειδούς, όπως φαίνονται στο
Σχήμα 4.2.

Σχήμα 4.3 – Το γεωειδές της βορειοαμερικανικής ηπείρου με χαρακτηριστικά


γνωρίσματα της δυναμικής δομής του εσωτερικού της Γης

Η επιφάνεια του γεωειδούς περιγράφεται από τα υψόμετρα (ή αλλιώς τις αποκλίσεις ή


αποχές) του γεωειδούς που αναφέρονται σε ένα κατάλληλο ελλειψοειδές αναφοράς
της γήινης επιφάνειας. Οι τιμές των υψομέτρων του γεωειδούς είναι σχετικά μικρές.
Η ελάχιστη τιμή είναι περίπου -107 m και βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό, ενώ το
μέγιστο υψόμετρο του γεωειδούς είναι περίπου 85 m στην ανατολική Ινδονησία. Από
τη σκοπιά της γεωφυσικής, τα υψόμετρα του γεωειδούς, περισσότερο από
οποιαδήποτε άλλη παράμετρο του γήινου πεδίου βαρύτητας, εκφράζουν τη δυναμική
δομή του εσωτερικού της Γης. Για παράδειγμα όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.3, το πιο
χαρακτηριστικό γνώρισμα στο γεωειδές της βορειοαμερικανικής ηπείρου είναι το
λεγόμενο καυτό σημείο (hot spot) του Yellowstone, που θεωρείται ως μια γεωλογική
δομή λοφίσκων που αυξάνονται μέσω του γήινου μανδύα και αποτελούν τη
σημαντικότερη συνεισφορά στη διαμόρφωση του υψηλότερου σημείου του

___________________________________________________________________________
156 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

γεωειδούς στην πολιτεία της Μοντάνα. Οι λεπτομέρειες των τοπογραφικών


ανωμαλιών στα δυτικά βραχώδη όρη (Western Rocky Mountains) είναι επίσης
ευδιάκριτες, αν και έχουν πολύ μικρότερες τιμές, όπως επίσης περιγράφεται
λεπτομερώς η μεγάλη κοιλάδα (San Joaquin Valley) της Καλιφόρνιας, που έχει
διαμορφωθεί μέσω της τεκτονικής καταβύθισης της τεκτονικής πλάκας του
Ειρηνικού κάτω από την τεκτονική πλάκα της Βόρειας Αμερικής.

4.3 Το κανονικό πεδίο βαρύτητας

Σε πρώτη προσέγγιση το σχήμα του γεωειδούς, όπως φαίνεται και από δορυφορικές
εικόνες της Γης από το διάστημα, είναι εκείνο της επιφάνειας μιας σφαίρας. Ωστόσο,
σε δεύτερη προσέγγιση, το σχήμα του τείνει σε εκείνο ενός ελλειψοειδούς εκ
περιστροφής, το οποίο θεωρείται ως και η “κανονική” προσέγγιση της πραγματικής
Γης και, ειδικότερα αν το ελλειψοειδές είναι γεωκεντρικό αυτό συχνά αποκαλείται
και “μαθηματική Γη” (Σχ. 4.5).

Σχήμα 4.5 - Η σφαιρική μορφή (πρώτη προσέγγιση) της πραγματικής Γης (αριστερά),
και το γεωειδές (στη μέση) και το ελλειψοειδές εκ περιστροφής (δεξιά) ως
προσεγγίσεις της “δυναμικής Γης” και της “κανονικής Γης” αντίστοιχα

Η καθιερωμένη πρακτική που ακολουθείται στη Γεωδαισία είναι να χρησιμοποιείται


το ελλειψοειδές εκ περιστροφής με την αναλυτική περιγραφή του, προκειμένου να
μπορούν να εκφραστεί εύκολα το μεγαλύτερο ποσοτικά “κανονικό μέρος” διαφόρων
φυσικών και γεωμετρικών μεγεθών που αφορούν τη Γη και στη συνέχεια να
μελετάται το “υπόλοιπο μέρος” (ή διαταρακτικό ή ανωμαλιστικό μέρος) των εν λόγω
μεγεθών, που είναι πολύ μικρό σε σχέση με το κανονικό μέρος και κατά συνέπεια
μπορεί να προσεγγιστεί καλύτερα με αναλυτικές μεθόδους. Ειδικότερα, στη Φυσική
Γεωδαισία, η εκλογή ενός συγκεκριμένου ελλειψοειδούς εκ περιστροφής ως

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 157
___________________________________________________________________________

μαθηματική προσέγγιση της πραγματικής Γης, δεν σταματάει μόνο στην επιλογή του
μεγέθους του και των διαστάσεων του (δηλαδή τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του),
αλλά επεκτείνεται και σε μηχανικά χαρακτηριστικά του, ώστε αυτά να πλησιάζουν
όσο το δυνατόν περισσότερο τα μηχανικά χαρακτηριστικά της πραγματικής Γης. Για
παράδειγμα, η επιφάνεια του συγκεκριμένου ελλειψοειδούς να είναι ισοδυναμική
επιφάνεια της περιστρεφόμενης μάζας της Γης.

Για τους λόγους αυτούς, επιλέγεται ένα ελλειψοειδές εκ περιστροφής τέτοιο ώστε να
δημιουργεί ένα πεδίο βαρύτητας όσο το δυνατόν ίδιο με το πραγματικό πεδίο της
γήινης βαρύτητας. Από μαθηματική άποψη, αυτό επιτρέπει το πραγματικό πεδίο
βαρύτητας να μπορεί να αναλυθεί σε δύο μέρη: (α) το κανονικό πεδίο βαρύτητας
(normal gravity field) του οποίου το δυναμικό συμβολίζεται ως U(x,y,z) ή απλά U,
και το οποίο αντιστοιχεί στην μαθηματική Γη που εκφράζει το ελλειψοειδές εκ
περιστροφής, και (β) το ανωμαλιστικό ή διαταρακτικό πεδίο βαρύτητας
(anomalous ή disturbing gravity field), του οποίου το δυναμικό συμβολίζεται ως
Τ(x,y,z) ή απλά Τ, και οι αποκλίσεις του από το πραγματικό πεδίο είναι τόσο μικρές
ώστε να μπορούν να θεωρηθούν γραμμικές (ή να θεωρηθούν διαφορικά πρώτης
τάξης) και το οποίο όταν προστίθεται στο κανονικό πεδίο βαρύτητας προσεγγίζει όσο
το δυνατόν καλύτερα το πραγματικό πεδίο βαρύτητας της Γης.

Συμβολικά η σχέση του κανονικού, του διαταρακτικού και του πραγματικού πεδίου
βαρύτητας εκφράζεται από τα αντίστοιχα δυναμικά τους U(x,y,z), Τ(x,y,z) και
W(x,y,z) ως

W(x,y,z) = U(x,y,z)+ Τ(x,y,z) ⇔ U + T = W (4.10)

που υποδηλώνει ότι όταν το διαταρακτικό δυναμικό προστίθεται σε εκείνο του


κανονικού πεδίου βαρύτητας προσεγγίζει όσο το δυνατόν καλύτερα το πραγματικό
πεδίο βαρύτητας της Γης, δηλαδή το γήινο δυναμικό της πραγματικής Γης. Επιπλέον
εξ ορισμού ισχύει ότι

U(x,y,z) = Uο = σταθ. = Wo (4.11)

δηλαδή, η επιφάνεια του συγκεκριμένου ελλειψοειδούς εκ περιστροφής θεωρείται ότι


είναι μια ισοδυναμική επιφάνεια του πραγματικού πεδίου βαρύτητας και ειδικότερα
ότι η τιμή του δυναμικού της συμπίπτει με την τιμή του πραγματικού δυναμικού στην
επιφάνεια του γεωειδούς, αφού εξ ορισμού το ελλειψοειδές παριστάνει την κανονική
μορφή του γεωειδούς, η οποία είναι η βασική ισοδυναμική επιφάνεια του γήινου
πεδίου βαρύτητας.

___________________________________________________________________________
158 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

4.4 Το κανονικό χωροσταθμικό ελλειψοειδές

Από τη γεωμετρική άποψη το εν λόγω ελλειψοειδές καθορίζεται από το μεγάλο


ημιάξονα a και τον μικρό ημιάξονα b (ή την επιπλάτυνση f), και από τη φυσική
άποψη, εισάγονται ως φυσικοί παράμετροι του η μάζα του, ίση με τη μάζα της
πραγματικής Γης (περιλαμβανομένης και της μάζας της ατμόσφαιρας), και η γωνιακή
ταχύτητα περιστροφής του, ίση με τη γωνιακή ταχύτητα της πραγματικής Γης. Το
παραπάνω ελλειψοειδές εκ περιστροφής, με όλες τις προαναφερόμενες ιδιότητες και
τις παραμέτρους που το καθορίζουν αποκαλείται Κανονικό ή Χωροσταθμικό
Ελλειψοειδές Αναφοράς (level ellipsoid) ή καλύτερα το Μέσο Γήινο Χωροσταθμικό
Ελλειψοειδές (mean level ellipsoid) που είναι εξ ορισμού γεωκεντρικό, και
κατάλληλα προσανατολισμένο. Αυτό διασφαλίζει, ότι το καθορισμένο ελλειψοειδές
εκ περιστροφής, ως επιφάνεια αναφοράς για τις τρισδιάστατες γεωδαιτικές
συντεταγμένες είναι συγχρόνως και η ισοδυναμική επιφάνεια του κανονικού πεδίου
βαρύτητας, έτσι ώστε η τιμή του κανονικού δυναμικού στην επιφάνεια του
ελλειψοειδούς είναι ίση με την τιμή του πραγματικού δυναμικού στο γεωειδές. Κατ’
αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ο φυσικός σύνδεσμός μεταξύ των γεωδαιτικών
συντεταγμένων και του κανονικού πεδίου βαρύτητας. Επομένως, με αυστηρούς
όρους, οι οποιεσδήποτε παρατηρήσεις του διαταρακτικού δυναμικού θα επιδέχονται
μια φυσική ερμηνεία μόνο εάν οι θέσεις τους αναφέρονται στο μέσο γήινο
χωροσταθμικό ελλειψοειδές. Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον
υπολογισμό των κανονικών τιμών της βαρύτητας (που με τη σειρά τους επιδρούν
στον υπολογισμό των ανωμαλιών βαρύτητας) στις πρακτικές περιπτώσεις που
χρησιμοποιείται ένα τοπικό ελλειψοειδές που μπορεί να είναι μη-γεωκεντρικό (όπως
το ΕΓΣΑ ’87 στην Ελλάδα) και/ή πολλές φορές μη προσανατολισμένο κατάλληλα ή
με μέγεθος μη συμβατό με το μέσο γήινο ελλειψοειδές.

Για το κανονικό χωροσταθμικό ελλειψοειδές ισχύει το λεγόμενο θεώρημα του


Stokes: εάν ένα σώμα με συνολική μάζα Μ περιστρέφεται με σταθερή γωνιακή
ταχύτητα ω γύρω από ένα σταθερό άξονα περιστροφής, και εάν η επιφάνειά του So
είναι μια ισοδυναμική επιφάνεια του πεδίου βαρύτητας που εσωκλείει ολόκληρη τη
εν λόγω μάζα, τότε το δυναμικό της βαρύτητας στον εξωτερικό χώρο της επιφάνειας
So μπορεί να υπολογιστεί με μοναδικό τρόπο. Τα στοιχεία (Μ, ω, So) είναι τα
λεγόμενα στοιχεία του Stokes.

Από τη γεωφυσική άποψη, το κανονικό σχήμα της Γης είναι αναγκαίο να είναι
συμβατό με καθαρά γεωφυσικούς στόχους, όπως για παράδειγμα, οι διαφορές των
πραγματικών μετρήσεων βαρύτητας που εκφράζουν το πραγματικό γήινο πεδίο και
των αντίστοιχων τιμών που προκύπτουν από το κανονικό πεδίο βαρύτητας πρέπει να
εκφράζουν χαρακτηριστικά της εσωτερικής δομής της Γης. Αυτή η ανάγκη με τη
σειρά της επιβάλλει το κανονικό σχήμα της Γης να είναι επίσης ένα σφαιροειδές σε

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 159
___________________________________________________________________________

ισοστατική ισορροπία (spheroidal equilibrium figure), στην οποία περίπτωση οι


ισοδυναμικές επιφάνειες θα συμπίπτουν με τις επιφάνειες ίσης πυκνότητας και ίσης
υδροστατικής πίεσης. Αυτό ωστόσο απαιτεί πιο πολύπλοκα μοντέλα που θεωρούν ότι
ένα υδροστατικά ισορροπημένο κανονικό σχήμα (hydrostatic equilibrium normal
figure) προκύπτει από την ανακατανομή των πραγματικών γήινων μαζών
(regularization of earth masses). Προφανώς, ο παραπάνω ορισμός του γήινου
κανονικού ελλειψοειδούς δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε πρόνοια για την
ανακατανομή των πραγματικών γήινων μαζών στο εσωτερικό της Γης, αν και έχει
δειχθεί, π.χ. από τους Moritz (1968) και Marussi et al. (1974), ότι μια τέτοια
ανακατανομή των γήινων μαζών μπορεί να θεωρηθεί για το μέσο γήινο κανονικό
ελλειψοειδές, έτσι ώστε η δομή των εσωτερικών μαζών να προσεγγίζει την κατανομή
των μαζών της πραγματικής Γης. Πρακτικά, αφού μας ενδιαφέρει έτσι και αλλιώς η
έκφραση του δυναμικού του κανονικού πεδίου στην επιφάνεια και τον εξωτερικό
χώρο του κανονικού ελλειψοειδούς, η κατανομή των μαζών δεν είναι του άμεσου
ενδιαφέροντος για τις περισσότερες εφαρμογές.

4.5 Το δυναμικό του κανονικού χωροσταθμικού ελλειψοειδούς σε


ελλειψοειδείς συντεταγμένες

Κατ’ αναλογία με τη σχέση του γήινου δυναμικού, ως αποτελούμενου από το μέρος


του ελκτικού δυναμικού V και από το δυναμικό Φ της φυγόκεντρου δύναμης, δηλαδή
ως το άθροισμα W=V+Φ, το κανονικό δυναμικό του μέσου χωροσταθμικού
ελλειψοειδούς So που εκφράζεται από τη σχέση

x2 + y2 z2 x2 + y 2 z2
+ = + =1 (4.12)
a2 b2 u2 + ε 2 u2

μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από δύο μέρη, εκφρασμένα σε καρτεσιανές


συντεταγμένες ως

1
U ( r ) = V N ( r ) + Φ ( r ) = V N ( x, y , z ) + ω 2 ( x 2 + y 2 ) (4.13)
2

όπου VN είναι το κανονικό μέρος του γήινου ελκτικού δυναμικού, το οποίο είναι
αρμονική συνάρτηση στο εξωτερικό της επιφάνειας του κανονικού ελλειψοειδούς. Οι
παράμετροι u και ε σχετίζονται με το επιλεγμένο χωροσταθμικό ελλειψοειδές και τις
ελλειψοειδείς συντεταγμένες που καθορίζονται σε αυτό και ορίζονται με τον τρόπο
που περιγράφεται παρακάτω. Το δυναμικό του κανονικού ελλειψοειδούς επιπλέον
έχει τις εξής προφανείς ιδιότητες:

___________________________________________________________________________
160 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

• Παρουσιάζει συμμετρία ως προς τον άξονα περιστροφής του κανονικού


ελλειψοειδούς
• Παρουσιάζει συμμετρία ως προς το ισημερινό επίπεδο του κανονικού
ελλειψοειδούς
• Έχει σταθερή τιμή στην επιφάνεια του κανονικού ελλειψοειδούς

Σχήμα 4.6 – Ελλειψοειδείς συντεταγμένες (επάνω άποψη από μπροστά, κάτω άποψη
από πάνω)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 161
___________________________________________________________________________

Οι εν λόγω ιδιότητες επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας σειράς βασικών εξισώσεων


που εκφράζουν το κανονικό δυναμικό και την κανονική βαρύτητα.

Ο P. Pizzetti (1894) και ο C. Somigliana (1929) έδειξαν ότι το δυναμικό του


κανονικού πεδίου μπορεί να εκφραστεί από κλειστές μαθηματικές σχέσεις, εάν
χρησιμοποιηθούν, όχι σφαιρικές συντεταγμένες (r, θ, λ) ή γεωγραφικές
συντεταγμένες (φ,λ,h), αλλά ελλειψοειδείς συντεταγμένες (u, β, λ). Όπως φαίνεται
στο Σχ. 4.6, εάν θεωρήσουμε ένα σημείο Ρ με καρτεσιανές συντεταγμένες (x,y,z)
πάνω στο επιλεγμένο ελλειψοειδές εκ περιστροφής με διαστάσεις a, b (μεγάλο και
μικρό ημιάξονα αντίστοιχα), η συντεταγμένη u είναι ο μικρός ημιάξονας της
έλλειψης που διέρχεται από το σημείο Ρ και έχει την ίδια εκκεντρότητα με το εν λόγω
ελλειψοειδές, β είναι το λεγόμενο ανηγμένο πλάτος που ορίζεται ως η γωνία της
επιβατικής ακτίνας από το κέντρο της έλλειψης που διέρχεται από την προβολή του
σημείου Ρ στον ομόκεντρο κύκλο ακτίνας α, και λ είναι το ίδιο με το γεωγραφικό ή
γεωδαιτικό μήκος του σημείου Ρ. Το ανηγμένο πλάτος β ορίζεται επίσης και ως το
συμπλήρωμα της πολικής γωνίας θ του σημείου της προαναφερόμενης προβολής του
Ρ, δηλαδή β = 90ο – θ.

Οι ελλειψοειδείς συντεταγμένες συνδέονται με τις σφαιρικές συντεταγμένες (r, θ, λ)


ή τις γεωγραφικές συντεταγμένες (φ, λ, h) και κατά συνέπεια με τις καρτεσιανές
συντεταγμένες (x, y, z) με τις σχέσεις [Κατσάμπαλος και Τζιαβός (1996), Torge
(2000)]

⎛ 2 2 ⎞
⎜ (u + ε ) cos β cos λ ⎟
⎜ ⎟
⎛ x⎞ ⎜ ⎟ ⎛ r sin θ cos λ ⎞ ⎛ ( N + h) cos φ cos λ ⎞
⎜ ⎟ ⎜ 2 2 ⎟ = ⎜ r sin θ sin λ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ y ⎟ = ⎜ (u + ε ) cos β sin λ ⎟ ⎜ ⎟ = ⎜ ( N + h) cos φ sin λ ⎟ (4.14)
⎜z⎟ ⎜ ⎟ ⎜⎝ r cos θ ⎟ ⎜ [ N (1 − e 2 ) + h] sin φ ⎟
⎝ ⎠ ⎠ ⎝ ⎠
⎜ u sin β ⎟
⎜ ⎟
⎝ ⎠

a
όπου e = (a-b)/b και N = είναι αντίστοιχα η πρώτη εκκεντρότητα και η
1− ε 2 sin 2 φ
ακτίνα καμπυλότητας της πρώτης καθέτου τομής του ελλειψοειδούς, και

ε = (a 2 − b 2 ) (4.15)

είναι η λεγόμενη γραμμική εκκεντρότητα του ελλειψοειδούς και

___________________________________________________________________________
162 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

u
cot θ = tan β (4.16)
(u 2 + ε 2 )
r = (u 2 + ε 2 cos 2 β ) (4.17)

Οι απευθείας σχέσεις που εκφράζουν τις συντεταγμένες (u, β) ως συνάρτηση των (φ,
λ) είναι αρκετά πολύπλοκες και συνήθως ο υπολογισμός τους γίνεται με διαδοχικές
προσεγγίσεις. Οι σχέσεις μετασχηματισμού από τις καρτεσιανές συντεταγμένες (x, y,
z) στις ελλειψοειδείς συντεταγμένες (u, β, λ) προκύπτουν εύκολα από τις αντίστοιχες
σχέσεις (4.14) και την εξίσωση (4.12) του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς σε
ελλειψοειδείς συντεταγμένες και δίνονται αντίστοιχα ως

⎡ 2⎤
⎛ x2 + y2 + z2 −ε 2 ⎞⎢ ⎛ 2ε z ⎞ ⎥
u= ⎜ ⎟ 1+ 1+ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎢ ⎜ x2 + y2 + z2 −ε 2 ⎟ ⎥
2
⎝ ⎠⎢ ⎝ ⎠ ⎥
⎣ ⎦

z (u 2 + ε 2 )
β = arctan
u (x 2 + y 2 )

y
λ = arctan
x

Ακολουθώντας, μια αρκετά πολύπλοκη διαδικασία ανάλογη με την επίλυση της


εξίσωσης Laplace για το γήινο ελκτικό δυναμικό σε σφαιρικές αρμονικές, μπορεί να
δειχθεί ότι το ελκτικό μέρος του δυναμικού του κανονικού ελλειψοειδούς μπορεί να
αναπτυχθεί σε ελλειψοειδείς συντεταγμένες ως συνάρτηση πολυώνυμων Legendre 2ου
είδους. Οι αντίστοιχες εκφράσεις δεν είναι του άμεσου ενδιαφέροντος εν προκειμένω
και μπορούν να βρεθούν στην συναφή βιβλιογραφία, π.χ., Heiskanen and Moritz
(1967) και Αραμπέλος (2002).

Για τον εξωτερικό χώρο της επιφάνειας So του κανονικού ελλειψοειδούς, η τελική
έκφραση του δυναμικού του κανονικού ελλειψοειδούς δίνεται από την κλειστή σχέση

GM ε 1 q 1 1
U (u , β , λ ) = arctan + ω 2α 2 (sin 2 β − ) + ω 2 (u 2 + ε 2 ) cos 2 β (4.18)
ε u 2 qo 3 2

όπου

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 163
___________________________________________________________________________

1 u2 ε u 1 b2 ε b
q= [(1 + 3 ) arctan − 3 ], q o = q(u = b) = [(1 + 3 ) arctan − 3 ] (4.19)
2 ε 2 u ε 2 ε 2 b ε

είναι αδιάστατες σταθερές και ο τελευταίος όρος στην σχέση (4.18) εκφράζει το
δυναμικό της φυγόκεντρου δύναμης σε ελλειψοειδείς συντεταγμένες. Σύμφωνα με το
προαναφερόμενο θεώρημα του Stokes, οι παράμετροι (a, b, GM, ω) είναι οι
παράμετροι του Stokes που καθορίζουν πλήρως το δυναμικό του κανονικού
χωροσταθμικού ελλειψοειδούς και επιπλέον η παραπάνω σχέση είναι ανεξάρτητη του
γεωγραφικού μήκους λ, όπως και απαιτείται εξ αιτίας της συμμετρίας περί τον άξονα
περιστροφής του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς.

Εάν θέσει κανείς u=b και q=qo στην (4.18) προκύπτει το δυναμικό του κανονικού
ελλειψοειδούς σε οποιοδήποτε σημείο στην επιφάνειά του So ως

GM ε 1
U (u = β , λ ) = U o = arctan + ω 2a 2 (4.20)
ε b 3

4.6 Το δυναμικό του κανονικού χωροσταθμικού ελλειψοειδούς σε


σφαιρικές αρμονικές

Το δυναμικό του κανονικού πεδίου, κατ’ αναλογία με το δυναμικό της πραγματικής


Γης, μπορεί να εκφραστεί επίσης από ένα ανάλογο ανάπτυγμα σφαιρικών αρμονικών.
Στην προκειμένη περίπτωση, εξ αιτίας της γνωστής συμμετρίας περί τον άξονα
περιστροφής του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς δεν υπάρχει εξάρτηση στο
γεωγραφικό μήκος λ και συνεπώς, στο εν λόγω ανάπτυγμα του κανονικού δυναμικού
σε σφαιρικές αρμονικές, οι τεσσεροειδείς σφαιρικοί αρμονικοί όροι δεν υφίστανται
και το ανάπτυγμα περιλαμβάνει μόνο σφαιρικούς αρμονικούς ζώνης. Επιπλέον, εξ
αιτίας της συμμετρίας του ελλειψοειδούς ως προς το επίπεδο του ισημερινού, από
τους αρμονικούς ζώνης στο ανάπτυγμα για το κανονικό μέρος VN του ελκτικού
δυναμικού περιλαμβάνονται μόνο οι αρμονικοί ζώνης ζυγού βαθμού n=2,4,6,….
Κατά συνέπεια, το VN εκφράζεται σε σφαιρικές αρμονικές ως [Vanicek and
Krakiwsky (1986), Seeber (2003)]

∞ n
GM ⎛ ae ⎞
V N (r , θ , λ ) =
r
[1 + ∑ ⎜ ⎟ Cn Pn (cos θ )]
n = 2 , 4 ,.. ⎝ r ⎠
n
(4.21)

GM ⎛a ⎞
= [1 − ∑ ⎜ e ⎟ J n Pn (cos θ )]
r n = 2 , 4 ,.. ⎝ r ⎠

___________________________________________________________________________
164 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

ή όταν χρησιμοποιούνται κανονικοποιημένοι συντελεστές

∞ n
GM ⎛ ae ⎞
V ( r ,θ , λ ) =
N

r
[1 + ∑ ⎜ ⎟ C n Pn (cosθ )]
n = 2 , 4 ,... ⎝ r ⎠
(4.22)
∞ n
GM ⎛ ae ⎞
=
r
[1 − ∑ ⎜ ⎟ J n Pn (cosθ )]
n = 2 , 4 ,... ⎝ r ⎠

Αν προστεθεί στις παραπάνω σχέσεις το δυναμικό του φυγόκεντρου δυναμικού Φ,


προκύπτει εύκολα το δυναμικό του κανονικού ελλειψοειδούς U = VN + Φ, και εάν το
ανάπτυγμα περιοριστεί στον πρώτο αρμονικό όρο J2, συνάγεται εύκολα ότι

2
GM ⎛a⎞ 1
U ( r ,θ , λ ) = [1 − ⎜ ⎟ J 2 Pn (cosθ )] + ω 2 r 2 sin 2 θ (4.23)
r ⎝r⎠ 2

και εάν επιλύσουμε ως προς r (το μήκος του διανύσματος θέσης ενός σημείου
ενδιαφέροντος στην επιφάνεια του ελλειψοειδούς), λαμβάνοντας υπόψη ότι στην
επιφάνεια του κανονικού ελλειψοειδούς ισχύει U=Uo και θέτοντας r = ae στο δεύτερο
όρο, συνάγεται εύκολα ότι

GM ⎡ ⎛3 1⎞ 1 2 ⎤
r= ⎢1 − J 2 ⎜ 2 cos θ − 2 ⎟ + 2GM ω a sin θ ⎥ (4.24)
2 2 3

Uo ⎣ ⎝ ⎠ ⎦

4.7 Η κανονική βαρύτητα και οι προσεγγίσεις της

Σε αναλογία με το διάνυσμα της πραγματικής βαρύτητας που διευθύνεται πάντα προς


το κέντρο της Γης, μπορούμε να ορίσουμε το διάνυσμα της κανονικής βαρύτητας ως
την κλίση του δυναμικού του κανονικού ελλειψοειδούς

⎛γu ⎞
r ⎜ ⎟
γ = gradU = ⎜ γ β ⎟ (4.25α)
⎜γ ⎟
⎝ λ⎠

όπου οι συνιστώσες του δίνονται από τις σχέσεις

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 165
___________________________________________________________________________

1 ∂U 1 ∂U 1 ∂U
γu = , γβ = , γλ = =0 (4.25β)
w ∂u ∂β ∂λ
w u2 + ε 2 cos β u 2 + ε 2

όπου

u 2 + ε 2 sin 2 β
w= (4.26)
u2 +ε 2

και η συνιστώσα γ λ είναι μηδέν εξ αιτίας της προαναφερόμενης συμμετρίας περί τον
άξονα περιστροφής του κανονικού ελλειψοειδούς και επιπλέον επειδή για το
κανονικό ελλειψοειδές ισχύει u = b, συνάγεται ότι γ β = γ β (u = b, β ) = 0 .
Παρόμοιες σχέσεις με εκείνες των εξισώσεων (4.8) και (4.9) μπορούν επίσης να
διατυπωθούν για τις συνιστώσες γ x , γ y ,γ z του διανύσματος της κανονικής
βαρύτητας.

Σχήμα 4.7 – Το κανονικό ελλειψοειδές, οι ισοδυναμικές επιφάνειες του και το


διάνυσμα της κανονικής βαρύτητας

___________________________________________________________________________
166 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Για το διάνυσμα της κανονικής βαρύτητας ισχύουν όλες οι προηγούμενες θεωρήσεις


για τις ισοδυναμικές επιφάνειες και τις δυναμικές γραμμές, όπως για παράδειγμα, για
r
μια στοιχειώδη μετακίνηση dS από ένα σημείο Ρ σε μια ισοδυναμική επιφάνεια του
r r
κανονικού ελλειψοειδούς, όπου ισχύει U(Ρ)=σταθ., ισχύει < γ , dS >= 0 . Δηλαδή το
r
διάνυσμα γ της κανονικής βαρύτητας διευθύνεται κατά μήκος της καθέτου στην
ισοδυναμική επιφάνεια του κανονικού ελλειψοειδούς που διέρχεται από το σημείο
r
ενδιαφέροντος Ρ (Σχ. 4.7), ενώ η διεύθυνση του διανύσματος g της πραγματικής
βαρύτητας στο Ρ είναι εκείνη της κατακορύφου στην ισοδυναμική επιφάνεια του
πραγματικού πεδίου βαρύτητας W(P)=σταθ., και η διαφορά των δύο διευθύνσεων
είναι η απόκλιση της κατακορύφου. Αντίστοιχα για μια στοιχειώδη μετακίνηση του
σημείου Ρ από μια ισοδυναμική επιφάνεια του κανονικού ελλειψοειδούς σε μια
γειτονική ισοδυναμική επιφάνεια κατά μήκος μιας δυναμικής γραμμής θα ισχύει

r r r
dU = gradU ⋅ dS = γ ⋅ dS = −γ dH (4.28)

Όπου γ είναι το μέτρο του διανύσματος της κανονικής βαρύτητας και dH είναι η
απόσταση μεταξύ των δύο ισοδυναμικών επιφανειών του κανονικού ελλειψοειδούς.

Όσον αφορά το σχήμα των ισοδυναμικών επιφανειών του κανονικού ελλειψοειδούς,


είναι προφανές ότι λόγω της συμμετρίας του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς αυτές
έχουν ελλειψοειδή μορφή με καμπυλότητες ίδιες με τις οικείες από τη Γεωδαισία
καμπυλότητες της μεσημβρινής τομής και της πρώτης καθέτου στην μεσημβρινής
τομής. Για την επιφάνεια του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς, η οποία υπενθυμίζεται
ότι εξ ορισμού είναι ισοδυναμική επιφάνεια του κανονικού πεδίου και λόγω της
προαναφερόμενης συμμετρίας, συνάγεται αμέσως ότι η κανονική βαρύτητα θα είναι
συνάρτηση μόνο του γεωγραφικού πλάτους φ.
r
Η ανάπτυξη των σχέσεων που εκφράζουν το μέτρο γ = γ της κανονικής βαρύτητας
είναι αρκετά πολύπλοκες και σχετίζονται με τη γεωμετρία του ελλειψοειδούς και την
έκφραση του κανονικού δυναμικού ως συνάρτηση των ελλειψοειδών ή σφαιρικών
συντεταγμένων.

Σε ελλειψοειδείς συντεταγμένες, η κανονική βαρύτητα εκφράζεται γενικά ως


(Αραμπέλος και Τζιαβός, 2007)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 167
___________________________________________________________________________

r u2 + ε 2
γ = γ (u, β ) = ⋅
u 2 + ε 2 sin 2 β
⎡ GM a 2ω 2 ε q′ ⎛ 1 2 1⎞ ⎤
⋅⎢ 2 + ⎜ sin β − ⎟ − ω u cos β ⎥
2 2

⎣u + ε u2 + ε 2
2
qo ⎝ 2 6⎠ ⎦
(4.29)
όπου

⎛ u2 ⎞⎛ u
⎟⎜1 − arctan ε ⎞⎟ − 1, 1 ⎡⎛⎜ b2 ⎞ ⎤
⎟ arctan ε − 3 b ⎥
q ′ = 3⎜1 + qo = ⎢ 1+ 3 (4.30)
⎜ ε2 ⎟⎝ ε u⎠ 2 ⎢⎜ ε2 ⎟ b ε⎥
⎝ ⎠ ⎣⎝ ⎠ ⎦

Λαμβάνοντας υπόψη ότι για τα σημεία στον ισημερινό είναι β=0 και για τους πόλους
είναι β=±90ο και μετά από στοιχειώδεις υπολογισμούς, συνάγεται ότι στον ισημερινό
η κανονική βαρύτητα γΕ στο κανονικό ελλειψοειδές δίνεται από τη σχέση

GM ⎛ m (ε / b)q ′ ⎞
γE = ⎜⎜1 − m − ⎟ (4.31α)
ab ⎝ 6 qo ⎟⎠

Αντίστοιχα στους πόλους η κανονική βαρύτητα γΡ στο κανονικό ελλειψοειδές δίνεται


από τη σχέση

GM ⎛ m (ε / b)q ′ ⎞
γP = ⎜⎜1 + ⎟ (4.31β)
a2 ⎝ 3 qo ⎟⎠

Η μεταξύ τους σχέση συνάγεται εύκολα ως

a −b γ P −γ E ω 2 b ⎛ (ε / b)q ′ ⎞
+ = f + f∗= ⎜1 + ⎟ (4.32)
a γE γ E ⎜⎝ 2qo ⎟⎠

που είναι η πρωτογενής θεμελιώδης σχέση που διατύπωσε ο Clairault το 1738 και
είναι γνωστή στη Φυσική Γεωδαισία ως το θεώρημα του Clairault, όπου f = (a-b)/a
είναι η γνωστή (γεωμετρική) επιπλάτυνση του ελλειψοειδούς και f* = (γb - γa)/γa είναι
η λεγόμενη πλάτυνση της βαρύτητας.

Η κανονική βαρύτητα ως συνάρτηση των γΕ και γΡ δίνεται από τη σχέση

___________________________________________________________________________
168 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

aγ P sin 2 β + bγ E cos 2 β
γ = = γο (4.33)
a 2 sin 2 β + b 2 cos 2 β

όπου συχνά χρησιμοποιείται ο συμβολισμός γο αντί του γ, απλά για να υποδηλωθεί


ότι η τιμή της κανονικής βαρύτητας υπολογίζεται στην επιφάνεια του κανονικού
ελλειψοειδούς.

ή εναλλακτικά, αν αντί του ανηγμένου πλάτους β χρησιμοποιηθεί το γεωγραφικό


πλάτος φ (που συνδέονται με τη σχέση tan β = b tan φ ), από τη λεγόμενη σχέση του
a
Somigliana (1929)

aγ E cos 2 φ + bγ P sin 2 φ
γ = . (4.34)
a 2 cos 2 φ + b 2 sin 2 φ

Οι παράμετροι του Stokes για το γήινο κανονικό ελλειψοειδές (a, b, M, ω) μαζί με τις
τιμές της κανονικής βαρύτητας στον ισημερινό και τους πόλους, γΕ και γΡ, συνδέονται
με τη λεγόμενη σχέση ή το θεώρημα του Pizzetti

γE γP 3GM
2 + = 2
− 2ω 2 (4.35)
a b a b

Αν θεωρήσουμε τη σχέση (4.23) του κανονικού δυναμικού U ως ανάπτυγμα σε


σφαιρικές αρμονικές και περιορίσουμε το ανάπτυγμα στον δεύτερο αρμονικό όρο J2,
η κανονική βαρύτητα μπορεί επίσης να υπολογιστεί, με ικανοποιητική προσέγγιση,
από τη μερική παράγωγο του U ως προς r, που δίνει τη σχέση

GM ⎡ ⎤
2
⎛a⎞ ⎛3 1 ⎞ ω 2r 3
γ = 2 ⎢1 − 3⎜ ⎟ J 2 ⎜ cos 2 θ − ⎟ − sin 2 θ ⎥ (4.36)
r ⎣⎢ ⎝r⎠ ⎝2 2 ⎠ GM ⎦⎥

Από την παραπάνω σχέση θέτοντας θ = 90ο (για σημεία στον ισημερινό) ή θ = 0ο (για
τους πόλους) προκύπτουν εύκολα οι τιμές της κανονικής βαρύτητας στον ισημερινό
και τους πόλους αντίστοιχα, και επιπλέον μπορούν να υπολογιστούν η επιπλάτυνση
του ελλειψοειδούς και η πλάτυνση της βαρύτητας από τις σχέσεις

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 169
___________________________________________________________________________

3 m 3
f = J2 + , f ∗ = − J 2 + 2m (4.37)
2 2 2

όπου

ω 2 a 2b ω 2a
m= =& (4.38)
GM γE

είναι ο λόγος της φυγόκεντρης επιτάχυνσης προς την τιμή της κανονικής βαρύτητας
στον ισημερινό.

Αντίστοιχα μπορούν να υπολογιστούν οι εναλλακτικές προσεγγιστικές σχέσεις του


θεωρήματος του Pizzetti (βλ. 4.35)

⎛ 3 ⎞
GM = aγ E ⎜1 − f + m ⎟ (4.39)
⎝ 2 ⎠

και του θεωρήματος του Clairault (βλ. 4.32),

5
f + f∗= m (4.40)
2

που υποδηλώνει ότι η επιπλάτυνση του κανονικού ελλειψοειδούς f , μια καθαρά


γεωμετρική ποσότητα, μπορεί να υπολογιστεί από τις τιμές των f* και m που
υπολογίζονται από μετρήσεις βαρύτητας. Επίσης μπορεί να υπολογιστεί και η
λεγόμενη εξίσωση της βαρύτητας του Νεύτωνα (Newton’s gravity formula)

γ = γ ο = γ E (1 + f ∗ sin 2 φ ) (4.41)

που εκφράζει την εξάρτηση της κανονικής βαρύτητας ως προς το γεωγραφικό


πλάτος, δηλαδή την αύξηση της βαρύτητας από τον ισημερινό προς τους πόλους.

Οι παραπάνω σχέσεις για τον υπολογισμό των παραμέτρων γ, f, f* και m δεν είναι
ικανοποιητικές ως προς την παρεχόμενη ακρίβεια τους σε σχέση με τις σημερινές
ανάγκες. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται οι παρακάτω αντίστοιχες, πιο ακριβείς,
σχέσεις που προκύπτουν κατά παρόμοιο τρόπο από το ανάπτυγμα του κανονικού
δυναμικού μέχρι τον αρμονικό όρο J4 δηλαδή περιλαμβάνοντας μέχρι και όρους σε
μέγεθος της τάξης του f2:

___________________________________________________________________________
170 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

3 m 9 2 15 3
f = J 2 + + J 2 + J 2 m + m 2 ωγ (4.42)
2 2 8 28 56

5m 17 15
f* =−f + − f m + m2 (4.43)
2 14 4

ω 2 a 2b 3 ω 2a
m= ή m + m2 = (4.44)
GM 2 γE

1 2 5
γ = γ E (1 + f ∗ sin 2 φ + β1 sin 2 2φ ), β1 = f − f m (4.45)
8 8

Αντίστροφα οι αρμονικοί συντελεστές J2 και J4 μπορούν να υπολογιστούν ως


συνάρτηση των f και m από τις σχέσεις

2 m 1 2
J2 = f − − f2+ f m (4.46)
3 3 3 21

4 2 4
J4 = − f + f m (4.47)
5 7

Στις παραπάνω περιπτώσεις που εξετάστηκαν, όταν το ανάπτυγμα του κανονικού


δυναμικού περιορίζεται μέχρι τον αρμονικό όρο J2, η αντίστοιχη επιφάνεια αναφοράς
αποκαλείται σφαιροειδές του Bruns, ενώ όταν το ανάπτυγμα του κανονικού
δυναμικού περιορίζεται μέχρι τον αρμονικό όρο J4, η αντίστοιχη επιφάνεια αναφοράς
αποκαλείται σφαιροειδές του Helmert. Προφανώς και οι δύο επιφάνειες
προσεγγίζουν γεωμετρικά το ελλειψοειδές εκ περιστροφής, αλλά είναι μαθηματικά
πιο πολύπλοκες επιφάνειες και συνεπώς δεν είναι περισσότερο κατάλληλες ως
επιφάνειες αναφοράς του κανονικού σχήματος της Γης.

Για μικρά υψόμετρα h πάνω από το κανονικό ελλειψοειδές, η κανονική βαρύτητα στο
συγκεκριμένο υψόμετρο δίνεται από τη σχέση

2
⎛ ∂γ (φ ,h =0 ) 1 ⎛⎜ ∂ γ (φ ,h =0) ⎞ 2
2

γ h = γ + ⎜⎜ ⎟⎟h + ⎟ h + ... = γ + δγ (φ , h) (4.48)
⎝ ∂h ⎠ 2 ⎜⎝ ∂h 2 ⎟

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 171
___________________________________________________________________________

όπου η κανονική βαρύτητα γ και οι παράγωγοι της ως προς το ύψος υπολογίζονται


στην επιφάνεια του κανονικού ελλειψοειδούς, δηλαδή για το γεωγραφικό πλάτος φ
του σημείου ενδιαφέροντος και για γεωμετρικό υψόμετρο μηδέν. Ο όρος
⎛ ∂γ ⎞
⎜ ⎟ υπολογίζεται εφαρμόζοντας την εξίσωση (4.9) του Bruns στον εξωτερικό χώρο
⎝ ∂h ⎠
του κανονικού ελλειψοειδούς όπου η πυκνότητα είναι μηδέν, έτσι ώστε

⎛ ∂γ ⎞
⎜ ⎟ = −γ Η * −2ω
2
(4.49)
⎝ ∂h ⎠

Όπου Η* , η μέση καμπυλότητα του ελλειψοειδούς, δίνεται ως συνάρτηση των


παραμέτρων του ελλειψοειδούς από τη σχέση

2b
H* = (1 + 2 f cos 2 φ ) (4.50)
a2

και κατά συνέπεια, μετά από κάποιες ενδιάμεσες αντικαταστάσεις και αναδιάταξη
των όρων, προκύπτει ότι

⎛ ∂γ ⎞ 2γ
⎜ ⎟ = − (1 + f + m − 2 f sin φ )
2
(4.51)
⎝ ∂h ⎠ a

Θέτοντας φ=45ο στην παραπάνω σχέση προκύπτει, σε πρώτη προσέγγιση, ότι είναι

⎛ ∂γ ⎞ ⎛ mgal ⎞
δγ h = ⎜ ⎟h ≈ −⎜ 0.3086 ⎟ h (4.52)
⎝ ∂h ⎠ ⎝ m ⎠

μια σχέση που είναι γνωστή ως διόρθωση “ελεύθερου αέρα”.

⎛ ∂ 2γ ⎞
Ο όρος ⎜⎜ ⎟ μπορεί να υπολογιστεί κατά σφαιρική προσέγγιση από τις παρακάτω
2 ⎟
⎝ ∂h ⎠
διαδοχικές σχέσεις

GM ∂γ ∂γ ∂ 2γ ∂ 2γ 6GM 6γ
γ = → = → = = = 2
a2 ∂h ∂a ∂h 2 ∂a 2 a4 a

___________________________________________________________________________
172 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

οπότε τελικά η κανονική βαρύτητα σε ένα σημείο σε γεωγραφικό πλάτος φ και σε


υψόμετρο h δίνεται από τη σχέση

2
⎛ ∂γ ⎞ 1 ⎛ ∂ γ ⎞
2
⎡ 2 3 ⎤
γ h = γ + ⎜ ⎟h + ⎜⎜ 2 ⎟⎟ h 2 + ... = γ ⎢1 − (1 + f + m − 2 f sin 2 φ )h + 2 h 2 ⎥
⎝ ∂h ⎠ 2 ⎝ ∂h ⎠ ⎣ α a ⎦
(4.53)

όπου υπενθυμίζεται ότι η τιμή γ (=γο) υπολογίζεται στο κανονικό ελλειψοειδές για το
γεωγραφικό πλάτος φ.

4.8 Το διεθνές χωροσταθμικό ελλειψοειδές αναφοράς της βαρύτητας

Η Φυσική Γεωδαισία είναι εκ της φύσεως ένας επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο


παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Αυτό απαιτεί τη χρήση από όλους τους χρήστες, σε
διεθνές επίπεδο, ενός κοινά αποδεκτού χωροσταθμικού ελλειψοειδούς. Όπως έχει
ήδη αναφερθεί το κανονικό χωροσταθμικό ελλειψοειδές και το αντίστοιχο κανονικό
πεδίο βαρύτητάς του καθορίζονται πλήρως από τις παραμέτρους (a, b, γΕ και ω).
Προκειμένου να διασφαλίζεται η προαναφερόμενη απαίτηση, η Διεθνής Γεωδαιτική
Ένωση (International Association of Geodesy, IAG), κατά καιρούς υιοθετεί τις πλέον
έγκυρες τιμές των παραπάνω παραμέτρων που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό του
εκάστοτε διεθνώς αποδεκτού Γήινου Χωροσταθμικού Ελλειψοειδούς. Ως
αποτέλεσμα, διάφορα χωροσταθμικά ελλειψοειδή έχουν καθοριστεί μέχρι σήμερα, τα
λεγόμενα Γεωδαιτικά Συστήματα Αναφοράς (Geodetic Reference Systems ή GRS),
όπως: GRS 24/30, GRS67 και το GRS80 (βλ. Πίνακα 4.1).

Το πρώτο διεθνές γήινο ελλειψοειδές ήταν το λεγόμενο ελλειψοειδές εκ περιστροφής


του Hayford, του οποίοι οι τιμές (a, f, γΕ, ω) υιοθετήθηκαν το 1924 στην Μαδρίτη και
δίνονται στη στήλη (1) του Πίνακα 4.1, και η κανονική βαρύτητα η οποία δίνεται από
τον παρακάτω διεθνή τύπο της βαρύτητας, ή αλλιώς αποκαλούμενο τύπο βαρύτητας
του Cassini,

γ1930 = 978.0490 (1+0.005 2884 sin2φ - 0.59 x 10-5 sin2 2φ) σε μονάδες gal, ή

= 9.780490 (1+0.005 2884 sin2φ - 0.59 x 10-5 sin2 2φ) σε μονάδες m sec-2 (4.54α)

που έγινε αποδεκτός από την IAG το 1930.

Το 1967, στην Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Γεωδαισίας και Γεωφυσικής
(International Union of Geodesy and Geophysics) στην Λουκέρνη το παραπάνω

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 173
___________________________________________________________________________

γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς 1924/1930 αντικαταστάθηκε από το Γεωδαιτικό


Σύστημα Αναφοράς 1967 (Geodetic Reference System 1967, GRS67) που
καθορίζεται από τις παραμέτρους που δίνονται στη στήλη (2) του Πίνακα 4.1 και τον
αντίστοιχο διεθνή τύπο της βαρύτητας [IAG (1967), Kovalevsky (1971)]

γ1967 = 9.780318 (1+0.005 3024 sin2φ


- 0.59 x 10-5 sin2 2φ) σε μονάδες m sec-2 (4.54β)

Με τη σειρά του, εξ αιτίας νέων βελτιώσεων από νέες μετρήσεις βαρύτητας, το 1979
στην Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Γεωδαισίας και Γεωφυσικής στην
Καμπέρα, Αυστραλίας το παραπάνω γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς
αντικαταστάθηκε από το Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1980 (Geodetic Reference
System 1980, GRS80) που καθορίζεται από τις παραμέτρους που δίνονται στη στήλη
(3) του Πίνακα 4.1 και τον αντίστοιχο διεθνή τύπο της βαρύτητας (Moritz, 1980,
2000)

γ1980 = 9.780327 (1+0.005 3024 sin2φ - 0.58 x 10-5 sin2 2φ) σε m sec-2 (4.54γ)

Η σχέση (4.54γ) δίνει τιμές της κανονικής βαρύτητας με ακρίβεια της τάξης του ± 0.1
mgal. Για ακρίβειες της τάξης του ± 0.0001 mgal χρησιμοποιείται η σχέση

γ1980 = 9.7803267715 (1+0.005 279 0414 sin2φ + 0.000 023 2718 sin4 φ

+ 0.000 000 1262 sin6 φ + 0.000 000 0007 sin8 φ) σε m sec-2 (4.54δ)

Οι διαφορές μεταξύ των τύπων της βαρύτητας του 1980 και 1930 δίνονται από τη
σχέση

γ1980 - γ1930 = -16.3 + 13.7 sin2φ σε mgal (4.55α)

όπου το μεγαλύτερο μέρος της τιμής του όρου -16.3 οφείλεται σε ένα συστηματικό
σφάλμα περίπου 14 mgal στην τιμή της βαρύτητας που είχε υιοθετηθεί για την τιμή
αναφοράς της βαρύτητας στον βασικό σταθμό βαρύτητας στο Γεωδαιτικό Ινστιτούτο
του Potsdam.

Αντίστοιχα οι διαφορές μεταξύ των τύπων της βαρύτητας του 1980 και 1967 δίνονται
από τη σχέση

γ1980 - γ1967 = 0.8316 + 0.0782 sin2φ – 0.0007 sin4φ σε mgal (4.55β)

___________________________________________________________________________
174 Η γεωμετρία και οι προσεγγίσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας
___________________________________________________________________________

Πίνακας 4.1 – Βασικοί παράμετροι χωροσταθμικών ελλειψοειδών για διάφορα


γεωδαιτικά συστήματα αναφοράς

Χωροσταθμικό 1924/1930 1967 1980


Ελλειψοειδές / (1) (2) (3)
Παράμετροι
Μεγάλος 6378388.000 m 6378160.000 m 6378137.000 m
ημιάξονας, a
Επιπλάτυνση, f 1/297.000 1/298.247 * 1/298.257222101*
Γωνιακή 0.72921151 x 10-4 7.2921151467 x 10-5 7.292115 x 10-5
ταχύτητα rad sec-1 rad sec-1 rad sec-1
περιστροφής, ω
GM 398632.9 x 109 m3 398603.0 x 109 m3 398600.5 x 109 m3
sec-2 sec-2 sec-2
J2 1092.0 x 10-6 * 1082.7 x 10-6 1082.63 x 10-6
Uo 6.2639787 x 107 6.263703 x 107 6.2636860850 x
m2sec-2 * m2sec-2 107
m2sec-2 *
* Υπολογισμένες παράμετροι από τις υιοθετημένες παραμέτρους (χωρίς *)

Για το σύστημα GRS80, σε δεύτερη προσέγγιση, η διόρθωση της κανονικής


βαρύτητας ως προς το ύψος δίνεται από τη σχέση

δγ = γh – γ1980 = (– 0.3087691 – 0.0004398 sin2φ) h + 7.2125 x 10-8 H2 σε mgal

όπου το υψόμετρο H του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος μετριέται σε μέτρα.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 175
___________________________________________________________________________

5
Στοιχεία Βαρυτημετρίας

5.0 Το αντικείμενο της Βαρυτημετρίας

Η επιτάχυνση της βαρύτητας είναι μια ποσότητα που έχει διαφορετική τιμή από ένα
μέρος σε ένα άλλο και που επίσης, σε οποιαδήποτε δεδομένη θέση, μεταβάλλεται με
το χρόνο. Η τιμή (ένταση) της είναι συνεπώς ενδιαφέρουσα για έναν ευρύ τομέα των
φυσικών επιστημών, όπως για τις παρούσες ανάγκες στην μετρολογία, στη
γεωφυσική και στη γεωδαισία. Για μετρολογικούς λόγους, η τιμή του g μπορεί να
θεωρηθεί ως μια τοπική φυσική σταθερά, εν τούτοις οι παρούσες ανάγκες διαφόρων
εφαρμογών καθιστούν απαραίτητο τον υπολογισμό σχετικών τιμών (δηλ. της
διαφοράς των τιμών της βαρύτητας) σε διάφορα σημεία ανά τον κόσμο. Αυτός ο
στόχος μπορεί σήμερα να επιτευχθεί χρησιμοποιώντας τα πρόσφατα αναπτυγμένα,
και με δυνατότητες πλέον σχετικά εύκολης μεταφοράς τους, απόλυτα βαρυτήμετρα
των οποίων η ακρίβεια (μερικά μέρη στα 109) ικανοποιεί όλες τις παρούσες
μετρολογικές ανάγκες.

Για τις ανάγκες της γεωφυσικής και της γεωδαισίας, οι απαιτήσεις ακρίβειας
ποικίλλουν από 10-6 σε 10-8. Η υψηλότερη ακρίβεια μετρήσεων απαιτείται για τη
μελέτη γεωδυναμικών και τεκτονικών γήινων διεργασιών, π.χ. παραμορφώσεις του
γήινου φλοιού που εκφράζονται ως χρονικά εξαρτημένες παραλλαγές της έντασης
της βαρύτητας. Φαινόμενα όπως οι τεκτονικές μικρομετακινήσεις της γήινης
επιφάνειας όπως εμφανίζονται στις σεισμογενείς περιοχές, οι υπεδάφιες μετακινήσεις
του μάγματος των ηφαιστείων, η γεωθερμική δραστηριότητα, και οι παραλλαγές στο
βάθος της στάθμης των υδάτων όλες οδηγούν στις αλλαγές του g που απαιτούν
μετρήσεις βαρύτητας με την υψηλότερη δυνατή ακρίβεια (μερικά μέρη σε 109)
προκειμένου να ανιχνευθούν.

Η βαρυτημετρία αποτελεί το μέρος εκείνο της Φυσικής Γεωδαισίας που ασχολείται


με τις πρακτικές μεθοδολογίες των μετρήσεων βαρύτητας για γεωδαιτικές,
γεωφυσικές ή άλλες εφαρμογές. Ιστορικά, και μέχρι πριν τα τελευταία χρόνια, η
μετρήσεις βαρύτητας περιορίζονταν σε μετρήσεις του μέτρου του διανύσματος ή της

___________________________________________________________________________
176 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

έντασης της βαρύτητας. Ωστόσο, με τις πιο σύγχρονες


τεχνικές μπορούμε πλέον να μιλάμε για διανυσματική
βαρυτημετρία, δηλαδή μεθοδολογίες που επιτρέπουν και
την ακριβή μέτρηση της διεύθυνσης του διανύσματος της
βαρύτητας. Σε μερικές περιπτώσεις, με την ευρύτερη
έννοια, έμμεσες μετρήσεις της βαρύτητας όπως η εξαγωγή
βαρυτημετρικής πληροφορίας από τις διαταραχές της
τροχιάς των δορυφόρων από την κανονική τροχιά τους,
θεωρούνται ότι εμπίπτουν επίσης στο πλαίσιο της
βαρυτημετρίας.

Γενικά τα όργανα μέτρησης της βαρύτητας ή βαρυτήμετρα


(ή συχνά αναφερόμενα και ως βαρυτόμετρα), διακρίνονται
σε απόλυτα και σε σχετικά βαρυτήμετρα, και ανάλογα
αποκαλούνται επίσης οι μετρήσεις που προκύπτουν από
αυτά. Απόλυτες μετρήσεις της βαρύτητας προκύπτουν
από ειδικές μετρητικές διατάξεις που προσδιορίζουν την
ένταση (τιμή) της βαρύτητας σε ένα σημείο από μετρήσεις
του μήκους και/ή του χρόνου. Όπως θα δούμε στις
επόμενες ενότητες, οι μετρητικές διατάξεις που
στηρίζονται στην αρχή λειτουργίας των εκκρεμών ή στην
ελεύθερη πτώση των σωμάτων, ανήκουν κυρίως σε αυτή
την κατηγορία. Σχετικές μετρήσεις της βαρύτητας
αναφέρονται σε διαφορές της τιμής της βαρύτητας στα
σημεία ενδιαφέροντος σε σχέση με την απόλυτη τιμή της
βαρύτητας σε ένα ή περισσότερα γνωστά σημεία
αναφοράς. Πρακτικά, η εκτέλεση σχετικών μετρήσεων της
βαρύτητας αποτελεί μια πιο εύκολη διαδικασία από την
αντίστοιχη της μέτρησης της απόλυτης βαρύτητας. Όργανα
όπως τα εκκρεμή μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως
σχετικά βαρυτήμετρα, ενώ τα μοντέρνα γεωδαιτικά
σχετικά βαρυτήμετρα βασίζονται σε μια άλλη λειτουργική
αρχή, εκείνη της παραμόρφωσης ελατηρίων.

Σε αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τις βασικές


θεωρητικές και πρακτικές αρχές των τεχνικών μέτρησης
της βαρύτητας. Ειδικότερα θα αναφερθούν οι μαθηματικές Σχήμα 5.1 –
σχέσεις πίσω από τις θεωρητικές αρχές λειτουργίας των Αναπαράσταση του
μετρητικών διατάξεων και θα συζητηθούν συνοπτικά τα περιώνυμου
τεχνολογικά θέματα ου αφορούν την υλοποίηση των εκκρεμούς (κάτω)
μετρήσεων, καθώς επίσης και τα σφάλματα που πρέπει να του Christiaan
Huygens (επάνω)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 177
___________________________________________________________________________

αντιμετωπίζονται κατά το στάδιο των αναγωγών των μετρήσεων.

5.1 Μετρήσεις βαρύτητας βάσει της αρχής του εκκρεμούς

Τα βαρυτήμετρα που βασίζονται στην λειτουργία ενός εκκρεμούς αποτέλεσαν τα


παλαιότερα όργανα μέτρησης της βαρύτητας. Η πρώτη εφεύρεση εκκρεμούς για τη
μέτρηση του χρόνου αποδίδεται στον Ibn Yunus, Άραβα αστρονόμο του 10ου αιώνα.
Ωστόσο, η ακρίβεια της μέτρησης του χρόνου μέχρι την εποχή του Γαλιλαίου ήταν
πολύ χαμηλή. Βασική επιτυχία στην τεχνική μέτρησης του χρόνου υπήρξε η
διαπίστωση ότι ένα εκκρεμές θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ρυθμιστής της
κίνησης ενός χρονομέτρου. Οι πρώτες απόπειρες της μαθηματικής μελέτης του
μηχανισμού της κίνησης ενός εκκρεμούς αποδίδονται στον Γαλιλαίο (1602), ο οποίος
παρατηρώντας την κίνηση της μάζας ενός εκκρεμούς, είχε διαπιστώσει ότι ο χρόνος
ταλάντωσής του ήταν πάντα ο ίδιος, δηλ. σταθερός. Η μόνη μεταβολή του εκκρεμούς
με την οποία η κίνησή του βρισκόταν σε συνάρτηση ήταν το μήκος του. Οι
παρατηρήσεις του τον οδήγησαν να διατυπώσει τη λεγόμενη αρχή του ισοχρονισμού,
που καθορίζει ότι κάθε ταλάντωση ενός εκκρεμούς διαρκεί το ίδιο χρονικό διάστημα
παρά τη διαφορά στο εύρος της ταλάντωσης, και αναγνωρίζοντας την πιθανή
σημασία αυτής της παρατήρησης για τη μέτρηση του χρόνου, ο Γαλιλαίος διατύπωσε
τη σχέση που δηλώνει ότι το τετράγωνο της περιόδου ενός εκκρεμούς ποικίλλει με
το μήκος του (και είναι ανεξάρτητο από τη μάζα του εκκρεμούς).

Ο Ολλανδός μαθηματικός Christiaan Huygens (1629-1695), στο έργο του


Horologium Oscillatorium που δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1673, περίγραψε το
πρώτο εκκρεμές (Σχ. 5.1), το οποίο είχε ήδη κατασκευάσει με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
από το 1656 και αύξησε κατά πολύ την ακρίβεια της μέτρησης του χρόνου. Με τις
μαθηματικές αποδείξεις που συμπεριέλαβε στο εν λόγω έργο, ο Huygens διατύπωσε
τις φυσικές αρχές μέτρησης της βαρύτητας από τη μέτρηση του χρόνου ταλάντωσης
ενός μαθηματικού εκκρεμούς.

5.1.1 Θεώρηση ενός μαθηματικού εκκρεμούς

Ένα απλό εκκρεμές αποτελείται από μια απλή σφαιρική μάζα που αιωρείται από ένα
νήμα που είναι σταθερό στο ένα άκρο του. Ένα μαθηματικό εκκρεμές είναι ένα
φανταστικό απλό εκκρεμές αποτελούμενο από μια θεωρούμενη ως σημειακή μάζα m,
η οποία αιωρείται από ένα αβαρές νήμα μήκους L, όπου η αιώρηση γίνεται κατά
μήκος ενός κυκλικού τόξου S με κέντρο το σταθερό σημείο του νήματος και στο
επίπεδο που διέρχεται αυτό και χωρίς την επίδραση οποιασδήποτε τριβής (π.χ. στο
σταθερό σημείο του εκκρεμούς ή εξ αιτίας του αέρα).

___________________________________________________________________________
178 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

(b)
(a)

Σχήμα 5.2 – Σχηματική παράσταση ενός απλού εκκρεμούς (a)


και η γεωμετρία της ταλάντωσης του (b)

Όπως φαίνεται στο σχήμα 5.2, κατά την κίνηση της μάζας m, η δύναμη της
r
βαρύτητας F = mg προσπαθεί να τραβήξει προς τα κάτω την αιωρούμενη μάζα, έτσι
ώστε όταν αυτή δεν είναι στη θέση ισορροπίας της ασκείται σε αυτή η εφαπτομενική
r r r
συνιστώσα Fg = g sin θ της δύναμης F της βαρύτητας, με κατεύθυνση προς το
σημείο ηρεμίας του εκκρεμούς (για τον λόγο αυτό συχνά αναφέρεται και ως “δύναμη
r
επαναφοράς”), ενώ η ακτινική δύναμη Fr αντισταθμίζεται από τη δύναμη της τάσης
που ασκείται από το νήμα του εκκρεμούς.

Η εξίσωση της κίνησης της μάζας του εκκρεμούς κατά μήκος του κυκλικού τόξου
δίνεται από τη σχέση

d 2θ g
2
+ sin θ = 0 (5.1)
dt L

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 179
___________________________________________________________________________

Εάν η κίνηση του εκκρεμούς περιορίζεται σε ένα σχετικά μικρό εύρος ταλάντωσης
(π.χ. από μερικά arcmin μέχρι μερικές μοίρες), δηλαδή η γωνία θ θεωρείται ότι είναι
σχετικά μικρή ώστε να ισχύει η προσέγγιση sinθ ≈ θ μέσα στα όρια κάποιας
επιθυμητής ανοχής, η παραπάνω εξίσωση απλουστεύεται στη μορφή

d 2θ g
2
+θ = 0 (5.2)
dt L

της οποίας η λύση είναι η οικεία εξίσωση της αρμονικής ταλάντωσης

⎛ g ⎞
θ (t ) = θο cos ⎜⎜ t ⎟, θο << 1 (5.3)
⎝ L ⎟ ⎠
όπου θο είναι το ήμισυ της γωνίας του μέγιστου εύρους (πλάτους) της ταλάντωσης
και θ είναι η γωνία του εκκρεμούς ως συνάρτηση του χρόνου t.

Ο χρόνος Τ που απαιτείται για μια πλήρη ταλάντωση του εκκρεμούς π.χ. από την
απώτατη δεξιά θέση του, στην απώτατη αριστερή θέση του και επιστρέφοντας στην
επόμενη απώτατη δεξιά θέση του, είναι η λεγόμενη περίοδος του εκκρεμούς
(oscillation time) η οποία, για μια ταλάντωση με απειροστό πλάτος (τυπικά θο < 30′),
δίνεται από τον αποκαλούμενο νόμο του Huygens που εκφράζεται από τη σχέση

L
T = 2π (5.4)
g

όπου

g 2π
ω= = (5.5)
L Τ

είναι η κυκλική συχνότητα της ταλάντωσης. Δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση, η


συχνότητα ταλάντωσης του εκκρεμούς εξαρτάται μόνο από το μήκος του εκκρεμούς
και την ένταση της βαρύτητας στο σημείο της μέτρησης, και είναι ανεξάρτητη από τη
μάζα και το εύρος της ταλάντωσης του εκκρεμούς. Συνεπώς από την ακριβή μέτρηση
της περιόδου ταλάντωσης και του μήκους ενός εκκρεμούς, μπορεί να υπολογιστεί η
ένταση της βαρύτητας σε ένα σημείο ενδιαφέροντος. Προφανώς αυτή η τεχνική
οδηγεί σε απόλυτες μετρήσεις της βαρύτητας.

___________________________________________________________________________
180 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

g Τ2
Από τη σχέση (5.4) συνάγεται εύκολα ότι L = και εάν η ένταση της
π2 4
βαρύτητας εκφραστεί σε m sec-2 και υποτεθεί ότι οι μετρήσεις γίνονται στην
επιφάνεια της Γης, όπου κατά προσέγγιση είναι g=9.81 m sec-2, προκύπτει ότι
g Τ2
≈1→ L ≈ που υποδηλώνει ότι στην επιφάνεια της Γης, κατά προσέγγιση το
π2 4
μήκος ενός εκκρεμούς (σε m) είναι περίπου το ένα τέταρτο του τετραγώνου του
χρονικού διαστήματος της περιόδου (σε sec) ταλάντωσης του εκκρεμούς. Για
παράδειγμα, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ένα εκκρεμές με περίοδο ταλάντωσης Τ
≈ 2 sec, το μήκος του εκκρεμούς θα πρέπει να είναι L = 1 m.

Από τη σχέση (5.4) συνάγεται εύκολα ότι η ένταση της βαρύτητας μπορεί να
υπολογιστεί από τη σχέση

2
⎛ 2π ⎞
g = L⎜ ⎟ (5.6)
⎝ Τ ⎠

και εφαρμόζοντας στην εν λόγω σχέση τον νόμο της διάδοσης των σφαλμάτων
προκύπτουν εύκολα
2 2
2 ⎛ 2π ⎞ ⎛ 2π ⎞
1. τα σφάλματα για απόλυτες μετρήσεις: dg = − ⎜ ⎟ LdT + ⎜ ⎟ dL
T⎝ Τ ⎠ ⎝ Τ ⎠
(5.7α)
dg 2 dL
2. τα σφάλματα για σχετικές μετρήσεις: = − dT + (5.7β)
g T L

Για παράδειγμα, με το εκκρεμές του προηγούμενου παραδείγματος, για να γίνουν


απόλυτες μετρήσεις με ακρίβεια της τάξης του 1 mgal ή σχετικές μετρήσεις με
ακρίβεια της τάξης του 10-6, η ακρίβεια της μέτρησης του χρόνου ταλάντωσης του
εκκρεμούς πρέπει να γίνει με ακρίβεια 1 μsec και αντίστοιχα το μήκος του εκκρεμούς
πρέπει να είναι γνωστό με ακρίβεια 1 μm. Στην πράξη, η μέτρηση του χρόνου
ταλάντωσης του εκκρεμούς γίνεται ακριβέστερα μετρώντας ένα ικανό αριθμό
ταλαντώσεων, προκειμένου να ελαττωθούν τα ενδογενή σφάλματα των μετρητικών
διατάξεων και να απαλειφθούν τυχόν σφάλματα από μικροσεισμικές επιδράσεις. Για
παράδειγμα, η μέτρηση 100 περιόδων ταλάντωσης του προηγούμενου εκκρεμούς
μπορεί να ελαττώσει την απαιτούμενη ακρίβεια στην μέτρηση του χρόνου κατά 10
φορές.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 181
___________________________________________________________________________

5.1.2 Θεώρηση ενός φυσικού εκκρεμούς

Το μαθηματικό εκκρεμές, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αντιπροσωπεύει μια φανταστική


ιδανική μετρητική διάταξη που δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί. Στην
πραγματικότητα, ένα φυσικό εκκρεμές υπόκειται σε ένα πλήθος επιδράσεων. Για
παράδειγμα, ένα φυσικό εκκρεμές είναι ένα στερεό σώμα, π.χ. μια ράβδος ή ένα
σύστημα μιας αιωρούμενης μάζας (Σχ. 5.3). Συνεπώς, κατά κύριο λόγο, η μάζα m
ενός φυσικού εκκρεμούς δεν μπορεί να θεωρηθεί σημειακή, ενώ η κίνησή του μπορεί
να επηρεάζεται από μια δύναμη απόσβεσης από την τριβή λόγω της αντίστασης από
την εξάρτηση του εκκρεμούς στο σταθερό σημείο του ή την ατμοσφαιρική τριβή του
αέρα ή και τα δύο. Επιπλέον, απαιτείται να ληφθούν υπόψη οι ροπές αδράνειας που
δημιουργεί η δύναμη της βαρύτητας ως προς το κέντρο της μάζας του εκκρεμούς.

(α) (β) (γ)

Σχήμα 5.3 – Σχηματική παράσταση (α), και τυπικά παραδείγματα φυσικών εκκρεμών
(β και γ)

Μπορεί να δειχθεί ότι η αντίστοιχη εξίσωση κίνησης του φυσικού εκκρεμούς δίνεται
από τη σχέση (Nelson and Olsson, 1986)

d 2θ d 2θ mgL
I + mgL sin θ = 0 → + θ =0 (5.8)
dt 2 dt 2 I

___________________________________________________________________________
182 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

όπου θεωρείται πάλι ότι η γωνία θ είναι σχετικά μικρή ώστε να ισχύει
η προσέγγιση sinθ ≈ θ και στην προκειμένη περίπτωση το μήκος L
είναι από το σταθερό σημείο του στελέχους του φυσικού εκκρεμούς
ως το κέντρο της μάζας του φυσικού εκκρεμούς. Η κίνηση είναι
επίσης μια αρμονική ταλάντωση από την οποία προκύπτει η σχέση
της έντασης της βαρύτητας με την περίοδο ταλάντωσης Τ και του
μήκους L του φυσικού εκκρεμούς ως

2 2
mgL 2π I I ⎛ 2π ⎞ ⎛ 2π ⎞
ω= = → g= ω2 = ⎜ ⎟ = Lr ⎜ ⎟ (5.9)
I Τ mL mL ⎝ Τ ⎠ ⎝Τ ⎠

I
όπου ο όρος Lr = είναι το λεγόμενο ανηγμένο μήκος του
mL
2
⎛ 2π ⎞
φυσικού εκκρεμούς (βλ. την ομοιότητα της σχέσης g = Lr ⎜ ⎟ με
⎝ Τ ⎠
την σχέση (5.6) για ένα μαθηματικό εκκρεμές) και η παρουσία του
I
όρου υποδηλώνει ότι η περίοδος ταλάντωσης Τ δεν είναι πλέον
m
ανεξάρτητη από τη μάζα m, και επιπλέον αυτή θα επηρεάζεται από
την κατανομή της μάζας. Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση
έγκειται στη δυσκολία υπολογισμού της ροπής αδράνειας Ι ως προς το
κέντρο της μάζας m, και με τη σειρά του στον ακριβή υπολογισμό του
μήκους L. Για τον λόγο αυτό, ένα φυσικό εκκρεμές μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως μια μετρητική διάταξη μέτρησης της βαρύτητας,
λειτουργώντας με ένα από τους παρακάτω δύο τρόπους:

• ως σχετικό βαρυτήμετρο, μετρώντας την αναλογία των τιμών της


βαρύτητας με το ίδιο φυσικό εκκρεμές σε δύο τοποθεσίες ως

2
g1 ⎛ T2 ⎞
=⎜ ⎟ (5.10)
g 2 ⎜⎝ T1 ⎟⎠

Σχήμα 5.4α – Σύγχρονο αναστρέψιμο εκκρεμές τύπου Kater

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 183
___________________________________________________________________________

όπου οι φυσικές παράμετροι Ι, m και L του εκκρεμούς δεν εμφανίζονται στην


παραπάνω σχέση και συνεπώς μετρώντας τις περιόδους ταλάντωσης στις δύο
τοποθεσίες και γνωρίζοντας την τιμή της βαρύτητας σε ένα από τα δύο σημεία,
μπορεί να υπολογιστεί η βαρύτητα στο άλλο (άγνωστο) σημείο. Με αυτό τον τρόπο
μπορούν να γίνουν μετρήσεις της βαρύτητας με μια ακρίβεια της τάξης του ±0.5
mgal.

• ως ημί-απόλυτο βαρυτήμετρο, στις περιπτώσεις που διεξάγοντας μετρήσεις σε δύο


ή περισσότερα σημεία όπου είναι γνωστή η τιμή της βαρύτητας (κατά προτίμηση
σε σημεία με μεγάλες διαφορές της τιμής της βαρύτητας), ώστε να μπορεί να
I
υπολογιστεί, εν είδη βαθμονόμησης, η σταθερά του συγκεκριμένου φυσικού
mL
εκκρεμούς, και με τη σειρά τους να γίνουν απόλυτες μετρήσεις της βαρύτητας σε
άλλα σημεία.

5.1.3 Θεώρηση ενός αναστρέψιμου εκκρεμούς

Ένας συγκεκριμένος τύπος φυσικού εκκρεμούς, γνωστού με την ονομασία


αντιστρέψιμο εκκρεμές, μπορεί επίσης να λειτουργήσεις ως ημι-απόλυτο εκκρεμές.
Ο εν λόγω τύπος εκκρεμούς κατασκευάστηκε αρχικά από τον Άγγλο στρατιωτικό και
φυσικό Henry Kater (1777-1835) και ουσιαστικά είναι ένα φυσικό εκκρεμές που,
όντας “αντιστρέψιμο” (Σχ. 5.4α), μπορεί να λειτουργήσει αιωρούμενο και από τα δύο
άκρα του (Kater, 1818).

Στη συμβατική του μορφή, στο βραχίονα ενός αναστρέψιμου εκκρεμούς Kater
υπάρχουν δύο ή περισσότερα κινούμενα βάρη (W1, W2, W3) που τοποθετούνται,
κατά τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε η περίοδος του εκκρεμούς να είναι η ίδια για τους δύο
άξονες ταλάντωσης (είτε το εκκρεμές ταλαντώνεται αιωρούμενο από το σημείο Κ1,
είτε από το σημείο Κ2). Οι αποστάσεις των σημείων Κ1 και Κ2 από το κέντρο μάζας
του εκκρεμούς συμβολίζονται ως L1 και L2 αντίστοιχα. Από την κλασσική μηχανική,
ισχύει το λεγόμενο θεώρημα των παράλληλων αξόνων (parallel axis theorem), βάσει
του οποίου η ροπή αδράνειας Ι ενός σώματος ως προς έναν άξονα παράλληλο προς
τον άξονα που διέρχεται από το κέντρο της μάζας του σώματος σχετίζεται με τη ροπή
αδράνειας ΙC ως προς το κέντρο της μάζας του σώματος με τη σχέση I = I c + mR 2 ,
όπου m είναι η μάζα του σώματος και R είναι η απόσταση του άξονα ως προς τον
οποίο υπολογίζεται η ροπής αδράνειας Ι από το κέντρο μάζας του σώματος.

Αν οι ροπές αδράνειας ως προς το σημείο Κ1 και το σημείο Κ2 αντίστοιχα είναι Ι1


και Ι2, από την εξίσωση (5.9) που εκφράζει την περίοδο ενός φυσικού εκκρεμούς
συνάγεται εύκολα ότι ισχύουν οι σχέσεις

___________________________________________________________________________
184 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

2 2
( I c + mL1 ) ( I c + mL2 )
T1 = 2π , T2 = 2π (5.11)
mgL1 mgL2

Όταν, με κατάλληλη μετακίνηση των βαρών, οι περίοδοι ταλάντωσης ρυθμίζονται


έτσι ώστε να είναι T1 = T2 = Τ, τότε προκύπτει μετά από κάποιους βασικούς
υπολογισμούς ότι I c = mL1 L2 , υπό την προϋπόθεση ότι τα μήκη L1 και L2 διαφέρουν
σημαντικά μεταξύ τους, και συνεπώς η περίοδος Τ από τη σχέση

( L1 + L2 ) L
T = 2π = 2π (5.12)
g g

ή ισοδύναμα

2 2
⎛ 2π ⎞ ⎛ 2π ⎞
g = ( L1 + L2 )⎜ ⎟ = L⎜ ⎟ (5.13)
⎝ T ⎠ ⎝ T ⎠

όπου το L είναι το διάστημα μεταξύ των δύο σημείων Κ1 και Κ2 από τα οποία
διέρχονται οι δύο άξονες ταλάντωσης του αντιστρέψιμου εκκρεμούς.

Η σχετική αβεβαιότητα στην εκτίμηση του g καθορίζεται από την παραπάνω σχέση,
εφαρμόζοντας τον νόμο διάδοσης των σφαλμάτων, και δίνεται από τη σχέση:

2 2
Δg ⎛ ΔL ⎞ ⎛ 2ΔT ⎞
= ⎜ ⎟ +⎜ ⎟ (5.14)
g ⎝ L ⎠ ⎝ T ⎠

υποθέτοντας τυχαία σφάλματα στη μέτρηση του L και του Τ. Για παράδειγμα, εάν η
αβεβαιότητα στην μέτρηση της περιόδου Τ είναι της τάξης του 3×10-4 sec και (ΔL/L)
≈ 1.× 10-4, η αναμενόμενη αβεβαιότητα (Δg/g) για τη μέτρηση g είναι της τάξης του
6×10-4. Κατά συνέπεια το παραπάνω σύστημα ανατρέψιμου εκκρεμούς είναι
ισοδύναμο με ένα απλό εκκρεμές μήκους L και δεδομένου ότι το L μπορεί να
μετρηθεί με σχετική ευκολία με ακρίβεια της τάξης του 10-4, το εκκρεμές Kater είναι
μια αποτελεσματική μετρητική διάταξη για την ακριβή μέτρηση της απόλυτης τιμής
της βαρύτητας σε σημεία ενδιαφέροντος.

Το πλεονέκτημα αυτής της διαδικασίας είναι ότι στην παραπάνω σχέση υπεισέρχεται
τελικά το συνολικό μήκος L, το οποίο είναι ευκολότερο να μετρηθεί με ακρίβεια

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 185
___________________________________________________________________________

μέρους του χιλιοστόμετρου, σε σχέση με τα επιμέρους μήκη L1 και L2, η μέτρηση


των οποίων εξαρτάται από την ακρίβεια καθορισμού του κέντρου μάζας του
εκκρεμούς. Το συμβατικό εκκρεμές Kater είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί, εν μέρει
επειδή η προσαρμογή της περιόδου του εκκρεμούς μετά κάθε αναδιάταξη
(αναστροφή) του συστήματος είναι συνήθως αρκετά χρονοβόρα. Στην πράξη,
προκειμένου να ληφθεί υπόψη ότι οι περίοδοι T1 και T2 είναι σχεδόν, αλλά όχι
ακριβώς ίδιες, η ένταση της βαρύτητας υπολογίζεται από τις σχέσεις

8π 2
g=
⎛ Τ 2 + Τ 2 ⎞ ⎛ Τ 2 −Τ 2 ⎞
⎜ 1 2 ⎟+⎜ 1 2 ⎟
⎜ L1 + L 2 ⎟ ⎜ L1 − L2 ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ (5.15)
4π 2 ⎡ ⎛ Τ1 − Τ 2 ⎞⎛ L ⎞⎤
≈ ⎢1 + 2⎜⎜ ⎟⎟⎜⎜ ⎟⎟⎥
⎛ Τ1 + Τ 2 ⎞ ⎣
2 ⎢ ⎝ Τ1 + Τ 2 ⎠⎝ L − 2 L1 ⎠⎦⎥
⎜⎜ ⎟⎟
⎝ 2 ⎠

όπου η δεύτερη σχέση είναι μια ικανοποιητική


προσέγγιση εάν Τ1 − Τ2 << Τ1 + Τ2 και το μήκος L1 είναι
σημαντικά διαφορετικό από το L/2 και επιπλέον δεν
χρειάζεται να είναι γνωστό με μεγάλη ακρίβεια,
δεδομένου ότι στον όρο που εμφανίζεται στην δεύτερη
από τις παραπάνω σχέσεις παίζει τον ρόλο μιας μικρής
διόρθωσης.

Βαρυτήμετρα βασισμένα στις αρχές λειτουργίας των


αντιστρέψιμων εκκρεμών είχαν ευρεία χρήση για
γεωδαιτικούς σκοπούς μέχρι και το μέσα της δεκαετίας
του 20ου αιώνα παρέχοντας μετρήσεις της βαρύτητας με
ακρίβειες καλύτερες από 1 mgal (Αραμπέλος, 2000).
Ήδη περί το τέλος του 19ου αιώνα, ο γερμανός γεωδαίτης
F.R. Helmert (1843–1917) δημιούργησε τον πρώτο
βασικό Σταθμό Βαρύτητας στην Αυστριακή Γεωγραφική
Υπηρεσία Στρατού στη Βιέννη χρησιμοποιώντας ένα
αναστρέψιμο εκκρεμές με δυνατότητες μετρήσεων
σχετικής ακρίβειας της τάξης των ±10 mgal.
Σχήμα 5.4β – Επακολούθησε, το 1906, η ίδρυση του πρώτου βασικού
Ανατρέψιμο εκκρεμές σημείου βαρύτητας στο Γεωδαιτικό Ινστιτούτο στο
Kater στο σταθμό του Potsdam (στην πρώην Ανατολικά Γερμανία), του οποίου
Potsdam η τιμή βασίστηκε εξ ολοκλήρου στην συνδυασμένη χρήση
έξι εκκρεμών Kater για τον υπολογισμό της απόλυτης

___________________________________________________________________________
186 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

βαρύτητας (Σχ. 5.4β). Ο εν λόγω σταθμός υιοθετήθηκε αργότερα ως το πρώτο βασικό


γεωδαιτικό σημείο βαρύτητας στον κόσμο. Η ακρίβεια της εν λόγω μέτρησης της
βαρύτητας στο Potsdam ήταν της τάξης των ±3 mgal, γεγονός που επέτρεψε να
διορθωθεί και η τιμή της βαρύτητας στο σταθμό της Βιέννης κατά -16 mgal.
Χρησιμοποιώντας σχετικές μετρήσεις βαρύτητας, διάφορα άλλα σημεία σε κάθε
ήπειρο συνδέθηκαν με το Potsdam, και οι εν λόγω σταθμοί βαρύτητας χρησίμευσαν
ως οι θεμελιώδεις σταθμοί βαρυτημετρικών βάσεων από τις οποίες δημιουργήθηκε το
λεγόμενο παγκόσμιο σύστημα αναφοράς βαρύτητας του Potsdam, το οποίο παρέμεινε
σε ισχύ μέχρι το 1971, οπότε αντικαταστάθηκε από το Διεθνές Δίκτυο Τυποποίησης
της Βαρύτητας 1971 (International Gravity Standardization Net 1971, IGSN71).
Κατά την ίδρυση του δικτύου IGSN71 συμμετείχαν περίπου 2000 σταθμοί σε όλο τον
κόσμο, εκ των οποίων περίπου 450 στις ΗΠΑ Οι τιμές της βαρύτητας στους εν λόγω
σταθμούς είχαν ακρίβειες της τάξης των ±50 μgals, ενώ η τιμή της βαρύτητας στο
βασικό σημείο του Potsdam αναθεωρήθηκε κατά -14.0 mgal [Morelli et al. (1974)].
Το δίκτυο IGSN71 παραμένει μέχρι σήμερα το επίσημο βασικό δίκτυο αναφοράς της
βαρύτητας σε παγκόσμιο επίπεδο και κάθε μια από τις χώρες που συμμετέχουν σε
αυτό διεξάγουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα μετρήσεις βαρύτητας στους
σταθμούς της αρμοδιότητας τους, προκειμένου να παρακολουθούνται τυχόν
διαχρονικές μεταβολές της βαρύτητας εξ αιτίας γεωλογικών και γεωφυσικών
αλλαγών.

5.2 Μετρήσεις βαρύτητας βάσει της αρχής της παραμόρφωσης


ελατηρίων

Ένα από τα πιο απλά συστήματα αρμονικών ταλαντώσεων είναι η μετρητική διάταξη
που φαίνεται στο σχήμα 5.5. Εάν μια μάζα m (π.χ. ένα σφαιρίδιο) κρεμαστεί από το
ελεύθερο άκρο ενός (ακλόνητου στο άλλο άκρο του) κατακόρυφου αβαρούς
ελατηρίου, η δύναμη της βαρύτητας που ενεργεί στο ελατήριο εξ αιτίας της μάζας
προκαλεί μια παραμόρφωση του ελατηρίου που εκφράζεται υπό τη μορφή μιας
επιμήκυνσής του. Συνεπώς, αν ένα τέτοιο σύστημα υλοποιείται σε μια μετρητική
διάταξη, μετρώντας την επιμήκυνση ενός ελατηρίου από τη θέση ισορροπίας του, εξ
αιτίας της επίδρασης της βαρύτητας, μπορεί να υπολογισθεί η ένταση της βαρύτητας.

Στην προκειμένη περίπτωση μπορούμε να θεωρήσουμε το εν λόγω σύστημα ως ένα


ιδανικό ελατήριο με ελαστική σταθερά k και ότι η μάζα m κινείται χωρίς
ατμοσφαιρικές τριβές μόνο κατά μήκος της κατακόρυφης διεύθυνσης (κατά την
οποία κινείται το ελατήριο). Συνεπώς, το ελατήριο μπορεί να θεωρηθεί ως
ταλαντωτής με ένα κινητό μέρος (τη μάζα m) και ένα βαθμό ελευθερίας στη
κατακόρυφη διεύθυνση, δεδομένου ότι απαιτείται μια μόνο μεταβλητή για να
περιγράψει τη θέση της μάζας. Αν υποτεθεί ότι χωρίς τη μάζα m (στη θέση

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 187
___________________________________________________________________________

ισορροπίας), το μήκος του ελατηρίου χωρίς φορτίο είναι Lo και μετά τη ανάρτηση της
μάζας το ελατήριο επιμηκύνεται έτσι ώστε το μήκος του γίνεται L, τότε σύμφωνα με
τον νόμο του Hooke ισχύει η συνθήκη ισορροπίας

k ( L − Lo ) = mg (5.16)

Μετά από διαφόριση της (5.16) προκύπτει ότι m dg − k dL = 0 ή


k
Δg = ΔL = ω 2 ΔL (5.17)
m

Σχήμα 5.5 – Μέτρηση της βαρύτητας μέσω της παραμόρφωσης ενός ελατηρίου.

όπου ω=(k/m)1/2 είναι η κυκλική συχνότητα και επειδή η ελαστική σταθερά k μπορεί
να εκληφθεί ότι ικανοποιεί τη σχέση F = k x, όπου x είναι το διάστημα μετατόπισης
της μάζας από τη θέση ισορροπίας και F είναι η δύναμη επαναφοράς του ελατηρίου,
το τετράγωνο της κυκλικής συχνότητας ουσιαστικά εκφράζει τη δύναμη επαναφοράς
ανά μονάδα μάζας και ανά μονάδα μετατόπισης. Κατά συνέπεια, ευαίσθητα ελατήρια
επιδεικνύουν μακράς περιόδου ταλαντώσεις, ενώ πιο δύσκαμπτα ελατήρια
ταλαντώνονται γρηγορότερα.

___________________________________________________________________________
188 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Στην πράξη η φυσική ελαστική σταθερά k ενός ελατηρίου είναι δύσκολο να


υπολογιστεί με ακρίβεια. Για αυτό το λόγο, οι μετρητικές διατάξεις που στηρίζονται
στην παραμόρφωση ελατηρίων εξ αιτίας της βαρύτητας ανήκουν ουσιαστικά στην
κατηγορία των σχετικών βαρυτήμετρων. Η κυκλική συχνότητα ω=(k/m)1/2 δεν
επηρεάζεται προφανώς από τη βαρύτητα. Αυτό σημαίνει ότι η περίοδος ταλάντωσης
του ελατηρίου είναι επίσης ανεξάρτητη του g (αφού ισχύει ότι T = 2π m / k ), και
συνεπώς η μέτρηση της περιόδου Τ δεν παίζει κανένα ρόλο στη μέτρηση της
βαρύτητας από τέτοιες μετρητικές συσκευές.

Από τη σχέση (5.16) είναι προφανές ότι όταν αλλάζει η βαρύτητα αλλάζει και το
μήκος της επιμήκυνσης του ελατηρίου και συνεπώς ανεξάρτητες μετρήσεις με την
ίδια μετρητική διάταξη σε δύο σημεία Ρ1 και Ρ2 θα ικανοποιούν τη σχέση

g1 L1
= (5.18)
g 2 L2

όπου L1 και L2 είναι τα μήκη του ελατηρίου στις θέσεις Ρ1 και Ρ2 και εάν η βαρύτητα
και το μήκος του ελατηρίου στο Ρ2 αλλάζουν έτσι ώστε g2 = g1 + Δg και L2 = L1 +
ΔL , συνάγεται εύκολα ότι

Δg ΔL Δg
= → g2 = L2 (5.19)
g 2 L2 ΔL

Δηλαδή, μετρώντας σχετικές αλλαγές στο μήκος του ελατηρίου σε μια θέση Ρ2
μπορεί να υπολογιστούν οι διαφορές της βαρύτητας στο εν λόγω σημείο σε σχέση με
ένα γνωστό σημείο Ρ1. Στην πράξη, η διαφορά ΔL δεν μπορεί να υπερβαίνει π.χ.
ενδεικτικά το 1 m, συνεπώς για να μετρηθεί με τις συγκεκριμένες μετρητικές
διατάξεις η βαρύτητα με μια ακρίβεια της τάξης του 0.5 mgal (δηλαδή στο επίπεδο
της ακρίβειας ενός εκκρεμούς), η μέτρηση της αλλαγής του μήκους του ελατηρίου εξ
αιτίας της βαρύτητας θα πρέπει, όπως προκύπτει από τη σχέση (5.19), να μπορεί να
μετρηθεί με μια ακρίβεια της τάξης του 5x10-5 cm, πράγμα που είναι πρακτικά
αρκετά δύσκολο.

Ένας τρόπος προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η πρακτική δυσκολία είναι να


γίνουν τέτοιες αλλαγές στο εν λόγω σύστημα ώστε να αυξηθεί όσον το δυνατόν η
φυσική περίοδος ταλάντωσης του ελατηρίου. Δεδομένου ότι T = 2π m / k , και από
τις σχέσεις (5.17) και (5.19) συνάγεται εύκολα ότι

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 189
___________________________________________________________________________

2
⎛ 2π ⎞
Δg = ΔL ⎜ ⎟ (5.20)
⎝ Τ ⎠

που υποδηλώνει ότι αν μπορεί να αυξηθεί η φυσική περίοδος T, τότε για κάθε μικρή
αλλαγή Δg μπορεί να ανιχνευθεί (και συνεπώς να μετρηθεί) η ανάλογη
προκαλούμενη μικρή αλλαγή ΔL στο μήκος του ελατηρίου. Κατά συνέπεια, η αύξηση
της περιόδου Τ θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να κατασκευαστεί ένα ελατήριο
με μεγάλο μήκος L.

Η εκτέλεση μετρήσεων με μια τέτοια μετρητική διάταξη σε δύο σημεία με γνωστές


τιμές της βαρύτητας επιτρέπει τον υπολογισμό της σταθεράς k/m, παρακάμπτοντας
την ανάγκη ακριβούς μέτρησης του αρχικού μήκους Lo εφόσον κατ’ αναλογία με τη
σχέση (5.17) ισχύει ότι
k k
Δg1−2 = g 2 − g1 = (ΔL2 − ΔL1 ) = ( L2 − L1 ) (5.21)
m m
Εάν η παραπάνω σχέση γραφεί ως Δg = κ ΔL , μετά από απλή διαφόριση
προκύπτουν οι εξής σχέσεις που εκφράζουν την αβεβαιότητα των μετρήσεων με μια
τέτοια μετρητική διάταξη, στις περιπτώσεις που αυτή χρησιμοποιείται αντίστοιχα ως:
• απόλυτο βαρυτήμετρο: dΔg = ΔL dκ + κ dΔL (5.22α)

dΔg dκ dΔL
• σχετικό βαρυτήμετρο: = + (5.22β)
g κ L

Με άλλα λόγια, για τη μέτρηση της απόλυτης τιμής της βαρύτητας σε ένα σημείο με
ακρίβεια 1 mgal, η σταθερά κ (=k/m) πρέπει να είναι δυνατόν να υπολογιστεί, π.χ. με
βαθμονόμηση, και το μήκος L να μετρηθεί με σχετική ακρίβεια της τάξης του 10-6.

Τα παραπάνω επίπεδα ακρίβειας δεν μπορούν να επιτευχθούν με απλά σταθερά


κατακόρυφα αναρτημένα ελατήρια. Αυτό έγινε πραγματικότητα με την κατασκευή
των σύγχρονων βαρυτήμετρων του τύπου LaCoste-Romberg, τα οποία είναι
σχεδιασμένα σαν να έχουν μια περίοδο ταλάντωσης που σχεδόν τείνει στο άπειρο
(LaCoste & Romberg, 2004). Αυτό επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας ένα ελατήριο
“μηδενικού μήκους” (zero length spring), που ουσιαστικά αποτελείται από ένα
μεταλλικό νήμα σφικτά τυλιγμένο γύρω από ένα μικροβραχίονα (θεωρούμενου
μηδενικής μάζας), έτσι ώστε να ισχύει F = k L, όπου L είναι το συνολικό μήκος του
μεταλλικού νήματος (Σχ. 5.6).

___________________________________________________________________________
190 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Σχήμα 5.6 – Η κεντρική έννοια ενός μηδενικού μήκους ελατηρίου (αριστερά).


Σχηματική λειτουργία του ελατηρίου στα βαρυτήμετρα LaCoste-Romberg (δεξιά)

Στην προκειμένη περίπτωση, ένας βραχίονας με μια ανηρτημένη μάζα m στο ένα
άκρο του μπορεί να κινείται (να περιστρέφεται γύρω) από το άλλο άκρο του, ενώ ένα
ελατήριο αποτρέπει τον βραχίονα να κινείται προς τα κάτω. Η γωνία μεταξύ του
βραχίονα και τη διεύθυνση του διανύσματος της βαρύτητας είναι δ. Στη θέση
ισορροπίας οι ροπές που δημιουργούνται εξ αιτίας της βαρύτητας και εξ αιτίας του
ελατηρίου δίνονται αντίστοιχα από τις σχέσεις

mga sinδ = mga cosβ (5.23)

y
k ( L − Lo ) b sin α = k ( L − Lo ) b cos β (5.24)
L

όπου οι γωνίες α, β, δ και τα μήκη a, b φαίνονται στο σχήμα (5.6), και επειδή στη
θέση ισορροπίας οι δύο ροπές είναι ίδιες συνάγεται ότι

y k b ⎛ Lo ⎞
mga cos β = k (L − L o ) b cos β → g= ⎜1 − ⎟y (5.25)
L ma⎝ L ⎠

και μετά από μια απλή διαφόριση της (5.25), προκύπτει ότι η ευαισθησία του
συστήματος δίνεται από τη σχέση

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 191
___________________________________________________________________________

dg k b L o dg
= y → dg = κ dL ⇔ dL = (5.26)
dL m a L2 κ

k b Lo
όπου ο συντελεστής κ = y αποκαλείται αποτελεσματική σταθερά (effective
m a L2
constant) του συστήματος και η σχέση dg = κ dL δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο
νόμος του Hooke σε διαφορική μορφή, όπου αντί της σταθεράς k/m του ελατηρίου
έχουμε την αποτελεσματική σταθερά κ που είναι συνάρτηση περισσότερων σταθερών
και παραμέτρων (k/m, a, b, …). Κατά συνέπεια, με κατάλληλες επιλογές των εν λόγω
παραμέτρων, η εκάστοτε μετρητική διάταξη ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να
παράγει μια συγκεκριμένη κυκλική συχνότητα ω (αφού αυτή είναι συνάρτηση της
ελαστικής σταθεράς k του ελατηρίου). Η τελευταία διαπίστωση έχει οδηγήσει

Σχήμα 5.7 – Βαρυτήμετρο LaCoste & Romberg (αριστερά). Βαρυτήμετρο Worden


(δεξιά)

___________________________________________________________________________
192 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

πρακτικά και στην κατασκευή ανάλογων μετρητικών διατάξεων στις οποίες


βασίζεται και η λειτουργία των σύγχρονων σεισμογράφων.

Ένα ελατήριο μηδενικού μήκος έχει Lo = 0, εφόσον είναι σε κατάσταση ηρεμίας ή


αλλιώς δεν επιδρά σε αυτό κάποια δύναμη τάσης του. Στα βαρυτήμετρα αυτού του
τύπου, η κατάσταση ηρεμίας τους δεν σχετίζεται με τη γωνία β ή το μήκος L, σε
τρόπο ώστε εάν όλες οι άλλες παράμετροι του συστήματος λαμβάνουν τέτοιες τιμές
μεταξύ τους ώστε το σύστημα να είναι σε κατάσταση ηρεμίας, τότε οποιαδήποτε
κίνηση του βραχίονα δεν ταράζει το σύστημα από την κατάσταση ηρεμίας. Στη
πράξη στα βαρυτήμετρα αυτού του τύπου, οι παράμετροι επιλέγονται έτσι ώστε το
σύστημα παράγει μια συγκεκριμένη επιμήκυνση dL για μια καθορισμένη αλλαγή dg
στην βαρύτητα.

Τα εν λόγω βαρυτήμετρα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα όργανα καθώς επηρεάζονται από


τις μεταβολές της ατμοσφαιρικής πίεσης και της θερμοκρασίας. Για τον λόγο αυτό
τοποθετούνται μέσα σε ειδικές θήκες ή θερμοστατικούς θαλάμους, όπου η
θερμοκρασία και η πίεση διατηρούνται σταθερές. Επίσης απαιτείται ιδιαίτερη
προσοχή προκειμένου να ανιχνεύονται τυχόν μεταβολές των ελαστικών ιδιοτήτων
των ελατηρίων, η αποφυγή των οποίων όμως είναι πολλές φορές δύσκολη, καθώς δεν
μπορούν εύκολα να προβλεφθούν παρά μόνο με ειδικές διαδικασίες βαθμονόμησης.

Τα βαρυτήμετρα LaCoste & Romberg μαζί με τα βαρυτήμετρα Worden (Σχ. 5.7), για
τα οποία ισχύει η σχέση (5.25), ανήκουν στα λεγόμενα βαρυτήμετρα αστατικού
τύπου (astatic ή astatized gravimeters) ή μη γραμμικά βαρυτήμετρα. Αξίζει να
τονιστεί ότι η παρουσία τόσων πολλών παραμέτρων στη σχέση (5.25) υποδηλώνει ότι
τα βαρυτήμετρα αστατικού τύπου είναι όργανα σχετικών μετρήσεων της βαρύτητας.
Αυτά κατασκευάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε ορισμένα από τα μηχανικά στοιχεία
τους έχουν μεγάλη ευαισθησία σε οποιασδήποτε αλλαγή στην κατάσταση ηρεμίας
του συστήματος και χρησιμοποιούν ένα μηχανισμό επαναφοράς που ενεργοποιεί
άλλες δυνάμεις αποκατάστασης προκειμένου να μεγεθύνει οποιαδήποτε μικρή
αλλαγή εξ αιτίας της βαρύτητας. Σε αντιδιαστολή, τα βαρυτήμετρα στατικού τύπου
(stable gravimeters) χρησιμοποιούν οπτικούς ή μηχανικούς τρόπους μεγέθυνσης των
παραμορφώσεων των ελατηρίων τους, έτσι ώστε οποιαδήποτε μικρή αλλαγή στην
θέση της κινούμενης μάζας ή των μηχανικών στοιχείων του συστήματος να μπορεί να
μετρηθεί με μεγάλη ακρίβεια.

Οι ακρίβειες των βαρυτήμετρων που βασίζονται στην αρχή της παραμόρφωσης


ελατηρίων είναι της τάξης του 10-20 μgal (0.01-0.02 mgal), που είναι πολύ
καλύτερες από τις αντίστοιχες τυπικές ακρίβειες που μπορεί να επιτευχθούν από
μετρητικές διατάξεις βασισμένες στην αρχή λειτουργίας ενός εκκρεμούς. Σύγχρονα
γεωδαιτικά βαρυτήμετρα του τύπου LaCoste-Romberg παρέχουν ακόμα καλύτερες
ακρίβειες στην περίπτωση μακροχρόνιων μετρήσεων στον ίδιο σταθμό. Γενικά οι

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 193
___________________________________________________________________________

επιδόσεις των συγκεκριμένων οργάνων εξαρτώνται κυρίως από τις ιδιότητες των
υλικών από τα οποία είναι κατασκευασμένα τα ελατήρια τους. Για το λόγο αυτό, τα
υλικά από τα οποία κατασκευάζονται τα ελατήρια των σύγχρονων βαρυτήμετρων
είναι είτε από ειδικά κράματα μετάλλων (π.χ. NiFe) με μικρό θερμοελαστικό
συντελεστή (όπως στα βαρυτήμετρα LaCoste-Romberg), είτε από χαλαζία με
γραμμικό θερμοελαστικό συντελεστή και μικρό συντελεστή θερμικής διαστολής
(όπως στα βαρυτήμετρα Worden). Ωστόσο στα προαναφερόμενα επίπεδα ακρίβειας,
προφανώς τα ελατήρια δεν είναι απολύτως ελαστικά, γεγονός που εκφράζεται
μακροπρόθεσμα από ένα ποσοστό ερπυσμού (instrumental drift) που με τη σειρά του
επηρεάζει τις μετρήσεις με τη μορφή μιας σταδιακής ολίσθησης, δηλαδή μιας
συνεχούς αργής μεταβολής των ενδείξεων ενός βαρυτήμετρου, μη οφειλόμενες σε
πραγματικές αλλαγές της έντασης της βαρύτητας. Το εν λόγω φαινόμενο είναι
αποτέλεσμα της μακροχρόνιας κόπωσης του υλικού των ελατηρίων, εξ αιτίας των
συνθηκών θερμοκρασίας, ατμοσφαιρικής πίεσης, των επιδράσεων του μαγνητικού
πεδίου και των μηχανικών κραδασμών στο εκάστοτε περιβάλλον των μετρήσεων. Η
ολίσθηση μπορεί να εμφανίζεται τόσο σε σταθερά βαρυτήμετρα (στατική ολίσθηση),
όσο και σε συνθήκες εργασιών πεδίου (δυναμική ολίσθηση). Το μέγεθος της
στατικής ολίσθησης είναι τυπικά της τάξης του 10-6 έως 10-8 m/sec2 ανά ημέρα, ενώ
κάτω υπό συνθήκες εργασιών πεδίου μπορεί να φθάσει στα επίπεδα 10-5 έως 10-7
m/sec2 ανά ημέρα. Στην πράξη ο έλεγχος και η επίδραση της ολίσθησης στις
μετρήσεις βαρύτητας επιτυγχάνεται με επαναληπτικές μετρήσεις σε μικρό αριθμό
σημείων στο πεδίο ακολουθώντας τυποποιημένα σχήματα μετρήσεων (π.χ. κλειστές ή
εξαρτημένες οδεύσεις).

5.3 Μετρήσεις βαρύτητας βάσει της αρχής της ελεύθερης πτώσης


των σωμάτων

Ιστορικά, τα πρώτα πειράματα για τη μελέτη της ελεύθερης πτώσης σωμάτων


αποδίδονται στον Γαλιλαίο και τα ιστορικά πειράματα του από τον πύργο της Πίζας.
Αν και με αυτά ο Γαλιλαίος προσπαθούσε να αποδείξει πειραματικά την αρχή της
ισοδυναμίας της βαρυτικής και της αδρανειακής μάζας, οι μετρήσεις του έδειξαν τη
δυνατότητα χρήσης της ελεύθερης πτώσης των σωμάτων για τη μέτρηση της
επιτάχυνσης της βαρύτητας.

Πράγματι, σ’ ένα σώμα που αφήνεται αρχικά ακίνητο από ύψος h, δρα µόνο το βάρος
του, οπότε, κάτω από την επίδραση του, αυτό θα αρχίσει να κινείται. Η γενική
περίπτωση της ελεύθερης πτώσης ενός σώματος εικονίζεται στο σχήμα (5.8), και η
εξίσωση κίνησης του σώματος (κατά τον 2ο νόμο του Νεύτωνα) είναι:

___________________________________________________________________________
194 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

d 2z r 1 2
=g → z (t ) = gt + vo t + z o (5.27)
dt 2 2

όπου η δεύτερη από τις παραπάνω σχέσεις προκύπτει μετά από δύο διαδοχικές
ολοκληρώσεις της πρώτης διαφορικής εξίσωσης και (zo, vo) είναι η αρχική θέση και η
ταχύτητα του σώματος, που παίζουν τον ρόλο των σταθερών ολοκλήρωσης. Στην
απλούστερη των περιπτώσεων όπου είναι zo = vo = 0, συνάγεται εύκολα ότι

Σχήμα 5.8 – Η ελεύθερη πτώση των σωμάτων ως βασική αρχή μέτρησης της
βαρύτητας

1 2 2 z 2h
z (t ) = gt = h(t ) → g= = (5.28)
2 t2 t2

που υποδηλώνει ότι εάν μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια ο χρόνος της ελεύθερης
πτώσης ενός σώματος από ένα καθορισμένο ύψος h, μπορεί να μετρηθεί η
επιτάχυνση της βαρύτητας g. Προφανώς μια τέτοια μέτρηση δίνει την απόλυτη τιμή
της βαρύτητας σε ένα σημείο ενδιαφέροντος.

Σε διαφορική μορφή η παραπάνω σχέση μας παρέχει την απόλυτη και τη σχετική
ακρίβεια τέτοιων μετρήσεων αντίστοιχα από τις ακόλουθες σχέσεις:

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 195
___________________________________________________________________________

2 4z
για απόλυτες μετρήσεις: dg = 2
dz − 3 dt (5.29α)
t t

dg dz dt
για σχετικές μετρήσεις: = −2 (5.29β)
g z t

Για παράδειγμα, κατά τη μέτρηση της βαρύτητας από την πτώση ενός σώματος που
διαρκεί 1 sec από μια κατακόρυφη απόσταση 5 m, εάν επιδιώκεται μια απόλυτη
ακρίβεια dg της τάξης του 1 mgal ή μια σχετική ακρίβεια dg/g=10-6, η ακρίβεια της
μέτρησης του χρόνου της πτώσης πρέπει να είναι της τάξης του 0.5 μsec και η
αντίστοιχη ακρίβεια στην μέτρηση της απόστασης της πτώσης της τάξης του 5 μm.

Στις σύγχρονες μετρητικές διατάξεις αυτού του τύπου, η εν λόγω λειτουργική αρχή
υλοποιείται με την πτώση ενός μικρού σώματος (π.χ. ένα πρίσμα) σε ένα ελεγχόμενο
περιβάλλον πτώσης (π.χ. ένα σωλήνα κενού), όπου η μέτρηση του ύψους της πτώσης
γίνεται με τεχνικές συμβολομετρίας με ακτίνες λέιζερ (συγκρίνοντας τις αλλαγές
στους σχηματιζόμενους κροσσούς συμβολής κάτω από τις μεταβολές του ύψους και
της ταχύτητας του πίπτοντος πρίσματος) και η μέτρηση του χρόνου της πτώσης
γίνεται με ατομικά χρονόμετρα. Οι ακρίβειες που επιτυγχάνονται από τέτοια
βαρυτήμετρα είναι της τάξης του 1 έως 10 mgal (απόλυτη ακρίβεια) ή της τάξης του
10-9 της τιμής της βαρύτητας (σχετική ακρίβεια) στο εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος,
με την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη και διορθώνονται διάφορα σφάλματα
των μετρήσεων που οφείλονται στις επιδράσεις φυσικών παραγόντων όπως: οι
θαλάσσιες και γήινες παλίρροιες, οι επιδράσεις από την κίνηση του γήινου πόλου, η
ατμοσφαιρική πίεση από τις ατμοσφαιρικές μάζες πάνω από το σημείο
ενδιαφέροντος, τυχόν μεταβολές στη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, στις κλίσεις
της βαρύτητας ως συνάρτηση του ύψους, αφού για κάθε 1 m πτώσης η βαρύτητα
αλλάζει κατά 0.3 mgal (μια επίδραση που είναι τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από την
επιδιωκόμενη ακρίβεια).

Στην πράξη, η μέτρηση του χρόνου δεν αρχίζει ακριβώς από τη θέση που ισχύει zo =
vo = 0, αλλά από ένα δεδομένο σημείο κατά μήκος της πτώσης, γεγονός που επιβάλει
τον υπολογισμό των αρχικών τιμών zo και vo ως μέρος της διαδικασίας της μέτρησης.
Π.χ. από τρεις μετρήσεις κατά μήκος της πτώσης, οι εν λόγω αρχικές τιμές
απαλείφονται και η τιμή της βαρύτητας μπορεί να υπολογιστεί από τη σχέση (π.χ.
Torge, 2000)

( z3 − z1 )(t 2 − t1 ) − ( z 2 − z1 )(t 3 − t1 )
g=2 (5.30)
(t 3 − t1 )(t 2 − t1 )(t 3 − t 2 )

___________________________________________________________________________
196 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Σχήμα 5.9 – Λειτουργική αρχή ανοδικής και καθοδικής τροχιάς ενός ελεύθερου
σώματος

Στην πραγματικότητα, επειδή πραγματοποιούνται πολύ περισσότερες μετρήσεις, το


πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων, όπου και η
κλίση της βαρύτητας αντιμετωπίζεται ως μια επιπλέον άγνωστη παράμετρος.

Με τις εν λόγω μετρητικές διατάξεις, προκειμένου να μετρηθεί η απόλυτη βαρύτητα


σε ένα σημείο ενδιαφέροντος με σχετική ακρίβεια της τάξης του 10-8 (ή 0.01 x 10-5
m/sec2), εάν το μήκος της πτώσης του χρησιμοποιούμενου σώματος είναι π.χ. 1 m
τότε η ακρίβεια μέτρησής του θα πρέπει να είναι της τάξης του 0.01 μm και ο χρόνος

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 197
___________________________________________________________________________

της πτώσης του χρησιμοποιούμενου σώματος θα πρέπει να μετρηθεί με ακρίβεια 2


nsec.

Μια παραλλαγή της διαδικασίας της απλής ελεύθερης πτώσης (one-way free fall)
είναι να εκσφενδονιστεί ένα σώμα προς τα πάνω και να μετρηθεί το συνολικό
χρονικό διάστημα της ανοδικής και της καθοδικής του πορείας υπό την επίδραση της
βαρύτητας (Σχ. 5.9). Στην πράξη, μετρούνται τα δύο χρονικά διαστήματα

• ΔtΑ: η διαφορά των χρόνων διέλευσης κατά την άνοδο και την κάθοδο του
σώματος στην τροχιά του αντίστοιχα από το ύψος του επιπέδου Α Α′, και
• ΔtΒ: η διαφορά των χρόνων διέλευσης κατά την άνοδο και την κάθοδο του
σώματος στην τροχιά του αντίστοιχα από το ύψος του επιπέδου Β Β′

Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την άνοδο του σώματος από το σημείο Α (ή
Β) στο ανώτερο σημείο Τ της διαγραφόμενης τροχιάς συνάγεται ότι είναι ΔtΑ/2 (ή
ΔtΒ/2) και επειδή στο σημείο Τ η ταχύτητα είναι μηδέν προκύπτει εύκολα ότι

Δt A Δt A
vT = 0 = v A − g → vA = g (5.31)
2 2

και αντίστοιχα το χρονικό διάστημα για τη διέλευση από το σημείο Α στο σημείο Β
είναι (ΔtΑ - ΔtΒ)/2 και συνεπώς από την απόσταση z = z2 - z1 μεταξύ των δύο σημείων
Α και Β, προκύπτει εύκολα η τιμή της βαρύτητας, σύμφωνα με τις ακόλουθες
σχέσεις:

2
⎛ Δt A − Δt B ⎞ g ⎛ Δt A − Δt B ⎞ g
z = v A ⎜⎜ ⎟⎟ − ⎜⎜ ⎟⎟ = [(Δt A ) 2 − (Δt B ) 2 ] (5.32α)
⎝ 2 ⎠ 2⎝ 2 ⎠ 8

8z
→ g= (5.32β)
(Δt ) − (Δt B ) 2
A 2

Με άλλα λόγια, εάν είναι γνωστή η κατακόρυφη απόσταση z = zAB μεταξύ των δύο
σημείων Α και Β και μετρηθούν οι χρόνοι ΔtΑ και ΔtΒ μπορεί να υπολογιστεί η
επιτάχυνση της βαρύτητας. Τα πλεονεκτήματα αυτής της διαδικασίας σε σχέση με
εκείνη της απλής ελεύθερης πτώσης είναι ότι εξαλείφονται οι επιδράσεις της
ατμοσφαιρικής τριβής και επιπλέον, η ακρίβεια της μέτρησης του χρόνου δεν είναι
τόσο κρίσιμη, δεδομένου ότι μετρούνται χρονικές διαφορές. Επιπρόσθετα, στα
μοντέρνα βαρυτήμετρα που στηρίζονται σε αυτή τη λειτουργική αρχή η όλη
διαδικασία γίνεται σε σωλήνα κενού, οπότε οι εν λόγω επιδράσεις της ατμοσφαιρικής

___________________________________________________________________________
198 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

τριβής είναι αμελητέες, ενώ οι μετρήσεις του χρόνου γίνονται με μεγάλη ακρίβεια με
ατομικά χρονόμετρα.

(α) (β) (γ)

Σχήμα 5.10 – Απόλυτα βαρυτήμετρα τύπου JILA (α) και FG-5 (β και γ, δεξιά)
βασίζονται στην αρχή της απλής ελεύθερης πτώσης μιας μάζας. Η νέα γενιά απόλυτων
βαρυτήμετρων του τύπου Miniaturized FG-5 (εικόνα γ, αριστερά) βασίζονται στην
αρχή της “ρίψης και πτώσης”

Τυπικό παράδειγμα βαρυτήμετρων που χρησιμοποιούν την λειτουργική αρχή της


απλής ελεύθερης πτώσης είναι τα απόλυτα βαρυτήμετρα του τύπου JILA και FG-5
(Σχ. 5.10). Τα εν λόγω όργανα είναι εργαστηριακού τύπου (π.χ. το βαρυτήμετρο JILA
ζυγίζει περίπου 400 kg και μεταφέρεται σε 8 κιβώτια, ενώ το FG5 ζυγίζει περίπου
350 kg και μεταφέρεται σε 6 μεγάλα κιβώτια), γεγονός που δεν τα κατατάσσει στη
κατηγορία των φορητών οργάνων και συνεπώς αποκλείεται η χρήση τους για
εργασίες πεδίου. Από την άποψη λειτουργίας τους και τα δύο χρησιμοποιούν ένα
ατομικό χρονόμετρο, ένα συμβολόμετρο λέιζερ και ένα πολύ υψηλής ποιότητας
ελατήριο [Faller et al. (1983), Niebauer et al. (1995), Sasagawa et al. (1995)]. Ένα
πρίσμα ανυψώνεται μηχανικά και πέφτει ελεύθερα σε έναν κενό σωλήνα. Η
απόσταση πτώσης είναι περίπου 20 cm, και η διάρκεια της πτώσης είναι περίπου 0.2
sec. Στην πράξη, η διαδικασία των μετρήσεων επαναλαμβάνεται για ένα μεγάλο
αριθμό διαδρομών, καταγράφοντας τα δεδομένα και εκτελώντας ταυτόχρονα σε
πραγματικό χρόνο στατιστικές αναλύσεις σε έναν υπολογιστή προκειμένου να
εξαχθεί το αποτέλεσμα μιας μέτρησης της βαρύτητας από ένα τέτοιο σύνολο
παρατηρήσεων, τυπικής διάρκειας 24 ωρών. Στον Πίνακα 5.1 φαίνονται οι τυπικές
ακρίβειες των σύγχρονων απόλυτων βαρυτήμετρων FG-L, A-10 και FG-5 σύμφωνα
με την κατασκευαστική εταιρία Micro-g LaCoste Solutions. Όλα τα εν λόγω μοντέλα

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 199
___________________________________________________________________________

βασίζονται στην συμβατική αρχή της ελεύθερης πτώσης (δηλαδή, μόνο πτώση της
ελεύθερης μάζας). Το μοντέλο FG-L είναι μια μικρότερη έκδοση του FG-5
σχεδιασμένο σε μικρότερο μέγεθος, για γρηγορότερες μετρήσεις, καλύτερη
χρηστικότητα και φορητότητα (Brown et al., 1999), ενώ το Α-10 ανήκει στην
κατηγορία των φορητών βαρυτήμετρων για εργασίες πεδίου κάτω από ακραίες
συνθήκες (υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες, χιόνι, κλπ.).

Πίνακας 5.1 – Συγκριτικός πίνακας των χαρακτηριστικών σύγχρονων απόλυτων


βαρυτήμετρων

Επανα- Λει-
Θερμο-
Ορθότητα Ακρίβεια ληπτικότητα τουρ-
Τύπος κρασία DC AC
(Accuracy) (Repeat- γία στο
χρήσης
ability) πεδίο
μGal/
μGal μGal deg C
Sqrt(Hz)
15 έως
FG-L 10 100 10 x
30
-20 έως
A-10 10 100 10 x x x
+35
15 έως
FG-5 2 10 1 x
30

5.4 Υπεραγωγικά βαρυτήμετρα

Ένας νέος τύπος απόλυτων βαρυτήμετρων που αναπτύχθηκαν αρχικά στη δεκαετία
του ’60, χρησιμοποιούν ως βάση της λειτουργίας τους την ιδιότητα της
υπεραγωγιμότητας που εμφανίζουν ορισμένα υλικά των οποίων η ηλεκτρική
αντίσταση σχεδόν μηδενίζεται κοντά στην θερμοκρασία του απόλυτου μηδέν. Η
λειτουργία τους βασίζεται στην ίδια φυσική αρχή με εκείνη της παραμόρφωσης ενός
ελατηρίου, με τη διαφορά ότι το μηχανικό ελατήριο αντικαθίσταται από ένα
μαγνητικό μηχανισμό: μια σφαιρική μάζα διαμέτρου 2.5 cm από υπερκράμα (alloy)
ανοξείδωτου χάλυβα με το μεταλλικό στοιχείο νιόβιο (niobium, Nb) αιωρείται σε ένα
μαγνητικό πεδίο, το οποίο είναι εξαιρετικά σταθερό δεδομένου ότι παράγεται από τα
ηλεκτρικά ρεύματα που ρέουν σε μια σειρά από υπεραγωγικές σπείρες (Richter and
Warburton, 1998). Ολόκληρο το σύστημα περιβάλλεται από ένα υπεραγωγικό
μαγνητικά προστατευμένο κάλυμμα-δοχείο DEWAR που περιέχει υγρό ήλιο και
διατηρεί μια εσωτερική θερμοκρασία 4.2 οΚ που ρυθμίζεται με ακρίβεια της τάξης
των μερικών μ οΚ (μικροβαθμών Kelvin).

___________________________________________________________________________
200 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Αυτή η σταθερότητα του μαγνητικού πεδίου και η συμπεριφορά “μετεωρισμού” που


επιδεικνύει η μεταλλική μάζα ουσιαστικά εξαλείφουν κάθε τύπο σφαλμάτων όπως
εκείνων της ολίσθησης των ενδείξεων που παρουσιάσουν οι μετρητικές διατάξεις με
μηχανικά ελατήρια.

Σχήμα 5.11 – Υπεραγωγικό βαρυτήμετρο τύπου GWR (σχηματική διάταξη, αριστερά


και σε εργαστηριακό περιβάλλον, δεξιά)

Το υπεραγωγικά βαρύμετρα (Superconducting Gravimeters, SG) είναι σήμερα τα


πλέον ευαίσθητα και σταθερά βαρυτήμετρα. Με μια ευαισθησία της τάξης του ενός
nanogal, ή ένα μέρος σε 1012 της τιμής της βαρύτητας, τα εν λόγω όργανα
χρησιμοποιούνται σε εργαστηριακό περιβάλλον για ακριβείς μετρήσεις των
παραμέτρων που περιγράφουν τις γήινες παλίρροιες και της σχεδόν-ημερήσιας
ελεύθερης ταλάντευσης της Γης (nearly diurnal free wobble). Αυτή η υψηλή
ευαισθησία και σταθερότητα τους επιτρέπει τη εκτέλεση μακροχρόνιων μετρήσεων
των οποίων η ακρίβεια πλησιάζει τα επίπεδα των μερικών μgal ετησίως, γεγονός που
τα καθιστά ανεκτίμητα για γεωδαιτικούς και γεωφυσικούς σκοπούς, όπως ο έλεγχος
των αλλαγών της στάθμης της θάλασσας και των τεκτονικών παραμορφώσεων
(Baker, 1993).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 201
___________________________________________________________________________

5.5 Διορθώσεις και αναγωγές των μετρήσεων βαρύτητας

Η ένταση της βαρύτητας δεν είναι ίδια σε κάθε σημείο της επιφάνειας της Γης ή
πάνω από αυτή, εξ αιτίας της μη σφαιρικότητας του σχήματος της και της
ανομοιόμορφου πυκνότητας των υλικών στο εσωτερικό της. Επίσης από το γεγονός
ότι η Γη περιστρέφεται περί τον άξονα της και δεν είναι μόνη στο διάστημα και ως εκ
τούτου δέχεται τις επιδράσεις από τις ελκτικές δυνάμεις των άλλων ουράνιων
σωμάτων. Επίσης από σημείο σε σημείο παρουσιάζονται ποικίλου μεγέθους
υψομετρικές διαφορές, με συνέπεια π.χ. η ένταση της βαρύτητας να είναι
διαφορετική (μικρότερη) σε σημεία στις ορεινές περιοχές από ότι σε σημεία στο ύψος
της θάλασσας (μεγαλύτερη).

Επιπλέον, οι ίδιες οι μετρήσεις βαρύτητας επηρεάζονται από πολλούς εξωγενείς


παράγοντες και φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορεί να είναι [Peter (1993), Boedecker
(2000)]:

• Συναφή με την αλλαγή της συμπεριφοράς των οργάνων από παράγοντες όπως:
– θερμοκρασία ή/και σχετική υγρασία,
– ατμοσφαιρική πίεση εάν αυτή δεν αντισταθμίζεται καλά από το
μηχανισμό του βαρυτήμετρου.

• Γεωφυσικές αιτίες εξ αιτίας φυσικών φαινομένων στο εσωτερικό και το


εξωτερικό της Γης όπως:
– Γήινες παλίρροιες
– Ατμοσφαιρική πίεση
– Βροχοπτώσεις και χιόνι
– Στάθμη των υπόγειων υδάτων
– Γεωλογία της περιοχής

• Ηφαιστειακά αποτελέσματα μέσω των παραλλαγών της ανύψωσης του εδάφους


ή των αλλαγών στη μάζα ή την πυκνότητα του εσωτερικού της Γης

• Η συνδυασμένη επίδραση της κλίσης (κεκλιμένης θέσης) του βαρυτήμετρου και


των αλλαγών της βαρύτητα: οι αποκλίσεις εξ αιτίας της κλίσης ενός
βαρυτήμετρου προκαλούν μια λειτουργική επίδραση στα βαρυτήμετρα,
αλλάζοντας έτσι τις ενδείξεις που παράγουν οι πραγματικές αλλαγές της
βαρύτητας.

Από τις παραπάνω επιδράσεις, αυτές που είναι ιδιαίτερα σημαντικές είναι η
θερμοκρασία και η υγρασία, οι οποίες προκαλούν μια συστηματική αλλαγή στη
λειτουργική συμπεριφορά των βαρυτήμετρων, με αποτέλεσμα την αλλαγή των

___________________________________________________________________________
202 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

ενδείξεων στις παρατηρήσεις που μπορεί να φθάσει σε μέγεθος μέχρι και 1 mgal ως
μέση τιμή σε ετήσια βάση. Η επίδραση της κλίσης είναι αμελητέα εάν το
βαρυτήμετρο ρυθμίζεται κατάλληλα αλλιώς, η κλίση μπορεί να έχει μια μη γραμμική
επίδραση.

Συνεπώς, οι οποιεσδήποτε μετρήσεις βαρύτητας, είτε αυτές αναφέρονται σε απόλυτες


είτε σε σχετικές τιμές της έντασης της βαρύτητας, προκειμένου να αποβούν χρήσιμες
για τις συγκεκριμένες ανάγκες των εφαρμογών για τις οποίες γίνονται (π.χ.
γεωδαιτικούς σκοπούς, γεωφυσικές διασκοπήσεις κλπ.), πρέπει να διορθώνονται για
όσες από τις παραπάνω επιδράσεις ενδέχεται να επιδρούν σε αυτές. Στη Γεωδαισία
γίνεται διάκριση μεταξύ “διορθώσεων” και “αναγωγών” των μετρήσεων βαρύτητας.
Ο όρος αναγωγή εν προκειμένω υποδηλώνει την επεξεργασία των μετρήσεων
προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι επιδράσεις που οφείλονται αποκλειστικά στη
θεωρητική προσέγγιση και τη μεθοδολογία μοντελοποίησης που ακολουθείται στην
μελέτη του γήινου πεδίου βαρύτητας, όπως γίνεται με το διαχωρισμό του
πραγματικού και του κανονικού πεδίου βαρύτητας. Για παράδειγμα, οποιεσδήποτε
μετρήσεις βαρύτητας στην γήινη επιφάνεια ή πάνω από αυτή μπορούν να συγκριθούν
μεταξύ τους μόνο μετά από τις αντίστοιχες αναγωγές των μετρήσεων στο γεωειδές
που αποτελεί και την μοναδική επιφάνεια αναφοράς τους. Στην πράξη, οι αναγκαίες
διορθώσεις και αναγωγές των μετρήσεων βαρύτητας μπορούν να διαχωριστούν σε
εκείνες που αφορούν χρονικές και χωρικές παραλλαγές της βαρύτητας.

5.5.1 Διορθώσεις για τις χρονικές παραλλαγές της βαρύτητας

Χρονικές παραλλαγές της βαρύτητας σε ένα δεδομένο σημείο οφείλονται στις


παλιρροιακές επιδράσεις, στην μηχανική ολίσθηση ή στη διαφορετική συμπεριφορά
των οργάνων από τυχόν αλλαγές στις συνθήκες του περιβάλλοντος των μετρήσεων,
και σε μερικές περιπτώσεις σε πραγματικές αλλαγές (π.χ. από τεκτονικές, σε
ηφαιστειακές αίθουσες μάγματος, κ.ά.).

Η μηχανική ολίσθηση (drift) ενός βαρυτήμετρου, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι μια
βαθμιαία και ακούσια αλλαγή στις ενδείξεις του οργάνου εξ αιτίας της αλλοίωσης της
μηχανικής συμπεριφοράς ή της “κόπωσης” των ελατηρίων του, καθώς αυτά
υπόκειται διαχρονικά σε θερμικές διαστολές, επιδράσεις του μαγνητικού πεδίου, κ.ά.
Ολίσθηση των ελατηρίων ενός βαρυτήμετρου μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και αν το
όργανο είναι σταθερό σε ένα σταθμό ακόμα και για μακρά διαστήματα και όχι μόνο
όταν αυτό μετακινείται στο πεδίο, όπου εκεί επιπλέον εγκυμονεί ο κίνδυνος
κραδασμών εξ αιτίας απρόσεκτης χρήσης του οργάνου.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 203
___________________________________________________________________________

Σχήμα 5.12 – Τυπικά παράδειγμα της παρουσίας ολίσθησης στις ενδείξεις ενός
βαρυτήμετρου

Αν και τα βαρυτήμετρα κατασκευάζονται με πολύ υψηλές προδιαγραφές, οι ιδιότητες


των υλικών που χρησιμοποιούνται για να κατασκευάσουν τα ελατήρια τους μπορούν
να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου προκαλώντας μια επιμήκυνση τους ή
αλλάζοντας τη συμπεριφορά τους εξ αιτίας π.χ. των αλλαγών της θερμοκρασίας στο
περιβάλλον των μετρήσεων. Παρόλο που τα μεταλλικά συστατικά υλικά των
ελατηρίων στα σημερινά βαρυτήμετρα είναι τέτοια που ελαχιστοποιούνται οι εν
λόγω επιδράσεις, το μέγεθος της μηχανικής ολίσθησης ενός γεωδαιτικού
βαρυτήμετρου μπορεί να είναι της τάξης του 0.1 mgal/ημέρα (ή των μερικών
εκατοστών του mgal ανά ώρα) και σε πολλά μοντέρνα βαρυτήμετρα η εν λόγω
ολίσθηση μπορεί να είναι ακόμα μικρότερη, ενώ τυπικές τιμές μπορεί να ανέλθουν
και μέχρι 0.6-0.7 mgal/ημέρα.

___________________________________________________________________________
204 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Στο σχήμα 5.12 φαίνονται οι ενδεικτική τιμές των μετρήσεων ενός βαρυτήμετρου
(επάνω, συνεχής γραμμή) υπό τη παρουσία ολίσθησης, που υπολογίζεται ως
γραμμικό σφάλμα (επάνω, διακεκομμένη γραμμή) και οι διορθωμένες ενδείξεις του
βαρυτήμετρου (κάτω) μετά τις ανάλογες διορθώσεις για το εν λόγω γραμμικό
σφάλμα.

Σχήμα 5.13 – Ενδεικτικά αποτελέσματα υπολογισμού της ολίσθησης ενός


βαρυτήμετρου από επαναληπτικές μετρήσεις σε σταθμούς-βάσεις

Παλιρροιακές παραλλαγές στις παρατηρήσεις βαρύτητας είναι αποτέλεσμα της έλξης


της Σελήνης και του Ήλιου και των παραμορφώσεων που προκαλούν στους
ωκεανούς (oceanic tides) και στο στερεό φλοιό της Γης (earth tides).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 205
___________________________________________________________________________

Οι ωκεάνιες παλίρροιες έχουν περιοδικό χαρακτήρα με κύρια περίοδο περίπου 12


ώρες και η ηλιακή ή σεληνιακή συνεισφοράς στις ωκεάνιες παλίρροιες μπορεί να
υπολογιστεί από κατάλληλα μαθηματικά μοντέλα. Ωστόσο, οι ωκεάνιες παλίρροιες
προκαλούν επίσης ένα μεταβλητό φόρτο στο στερεό φλοιό της Γης (earth tidal
loading) εξ αιτίας των πιέσεων που ασκούνται από την μετακίνηση των τεράστιων
όγκων των θαλάσσιων μαζών. Προφανώς επειδή ο στερεός φλοιός ανταποκρίνεται
στις εξωτερικές δυνάμεις πολύ λιγότερο από τις υδάτινες μάζες, το ποσοστό που η Γη
παραμορφώνεται κάτω από αυτές τις εξωτερικές δυνάμεις είναι πολύ λιγότερο (της
τάξης των μερικών εκατοστόμετρων) από το ποσοστό της παραμόρφωσης των
ωκεανών από τις ωκεάνιες παλίρροιες (της τάξης μέχρι και μερικών μέτρων). Σαν
αποτέλεσμα, η συνδυασμένη επίδραση των ωκεάνιων και των γήινων παλιρροιών
στις μετρήσεις βαρύτητας μπορεί να είναι της τάξης του 0.15-0.2 mgal.

Σε αντιδιαστολή με τη μηχανική ολίσθηση ή την επίδραση των ωκεάνιων


παλιρροιών, η επίδραση των παλιρροιών αντιπροσωπεύει τις πραγματικές αλλαγές
στην επιτάχυνση της βαρύτητας, οι οποίες όμως δεν αφορούν την τοπική γεωλογία ή
την πυκνότητα των υπεδάφιων μαζών και ως εκ τούτου είναι μια μορφή θορύβων
στις παρατηρήσεις μας που πρέπει να διορθώνονται. Συνήθως, σε πολλά μοντέρνα
βαρυτήμετρα οι αναγκαίες διορθώσεις για τις παλιρροιακές επιδράσεις να γίνονται με
τη βοήθεια μοντέλων ως συνάρτηση του γεωγραφικού πλάτους του σημείου των
μετρήσεων και ως μέρος της διαδικασίας και καταγραφής των παρατηρήσεων.

Ένας πρακτικός τρόπος για την αντιμετώπιση της μηχανικής ολίσθησης και των
παλιρροιακών επιδράσεων στις μετρήσεις βαρύτητας είναι, κατά τη διεξαγωγή των
μετρήσεων βαρύτητας στο πεδίο, να γίνονται τουλάχιστον 2-3 επαναληπτικές
μετρήσεις π.χ. κάθε 1-3 ώρες σε καθορισμένους σταθμούς-σημεία βάσεις (Σχ. 5.13).
Τυπικά οι ενδείξεις του χρησιμοποιούμενου βαρυτήμετρου θα είναι ελαφρώς
διαφορετικές στον κάθε σταθμό-βάση από κάθε επίσκεψη στον εν λόγω σταθμό. Αν
υποτεθεί ότι οι πραγματικές αλλαγές στη βαρύτητα είναι ελάχιστες μέσα στο
διάστημα μιας έως τριών ωρών της εκάστοτε παρατήρησης, μπορεί κανείς να
υποθέσει περαιτέρω ότι το σφάλμα των μετρήσεων στο εν λόγω χρονικό διάστημα
είναι γραμμικό, δηλαδή της μορφής:

σφάλμα εξ αιτίας της ολίσθησης: y = α δΤ + β (5.33)

όπου δΤ είναι το χρονικό διάστημα των επαναληπτικών μετρήσεων, α και β (slope


και intercept) είναι συντελεστές που μπορούν να προσδιοριστούν από τις
επαναληπτικές μετρήσεις gB1(tB1), gB2(tB2) σε ένα σταθμό βάσης, έτσι ώστε οι
διορθωμένες εξ αιτίας της ολίσθησης μετρήσεις στον εκάστοτε σταθμό βάσης να
είναι ίδιες. Με άλλα λόγια, α είναι η ο ρυθμός μεταβολής της ολίσθησης (drift rate)
και β είναι η τιμή της ένδειξης της βαρύτητας στην αρχή των επαναληπτικών
μετρήσεων. Με τον τρόπο αυτό όλες οι ενδιάμεσες παρατηρήσεις gi(ti) στους άλλους

___________________________________________________________________________
206 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

σταθμούς μπορούν να διορθωθούν κάνοντας χρήση του παραπάνω απλού μοντέλου


γραμμικής διόρθωσης και από τη σχέση

g B 2 − g B1
g i = g B1 + (t i − t B1 ) (5.34)
t B 2 − t B1

5.5.2 Αναγωγές για τις χωρικές παραλλαγές της βαρύτητας

Στην πράξη οι μετρήσεις βαρύτητας για γεωδαιτικούς ή γεωφυσικούς διεξάγονται


στην γήινη φυσική επιφάνεια ή πάνω από αυτή σε σημεία όπου περνάει μια
χωροσταθμική επιφάνεια του γήινου πεδίου βαρύτητας. Ωστόσο, για τις ποικίλες
εφαρμογές των μετρήσεων βαρύτητας, αυτό που ενδιαφέρει είναι η αποκλίσεις των
τιμών της βαρύτητας στα εν λόγω σημεία από την τιμή της βαρύτητας που
αντιστοιχεί στο κανονικό πεδίο, οι λεγόμενες ανωμαλίες της βαρύτητας (gravity
anomalies), οι οποίες έχουν και το γεωδαιτικό ή γεωφυσικό ενδιαφέρον. Για τον
υπολογισμό τους, απαιτούνται μια σειρά αναγωγές των μετρήσεων που αποσκοπούν
στο να τις “αναγάγουν” στην κοινή οριακή χωροσταθμική επιφάνεια του γεωειδούς.

Χωρικές παραλλαγές της βαρύτητας αφορούν κυρίως τη διαφοροποίηση των τιμών


της βαρύτητας από σημείο σε σημείο των εκάστοτε μετρήσεων που οφείλονται είτε
στη διαφορετική θέση είτε στην συγκεκριμένη γεωλογία ή τη σύσταση του
υπεδάφους της περιοχής. Συγκεκριμένα τα κύρια αίτια διακρίνονται σε:

• Παραλλαγές εξ αιτίας του γεωγραφικού μήκους φ, οι οποίες προκαλούνται


από την ελλειψοειδή μορφή του σχήματος της Γης και την περιστροφή της
Γης
• Παραλλαγές εξ αιτίας του υψομέτρου Η των σημείων των μετρήσεων,
δεδομένου ότι όσο πιο απομακρυσμένο είναι το σημείο μιας μέτρησης από τη
γήινη επιφάνεια, τόσο πιο ασθενής είναι η επιτάχυνση της γήινης βαρύτητας
• Παραλλαγές εξ αιτίας της μάζας των υπεδάφιων πετρωμάτων κάτω από τα
σημεία των μετρήσεων.
• Παραλλαγές εξ αιτίας των παρακείμενων τοπογραφικών μαζών στην
περιοχή γύρω από τα σημεία των μετρήσεων.

Συνεπώς, η διαδικασία των αναγωγών που οδηγεί στις ζητούμενες ανωμαλίες


βαρύτητας σε ένα σημείο Ρ με συντεταγμένες (φ, λ, Η) συνοψίζεται στη σχέση

Δg (φ , λ , Η ) = g obs (φ , λ , Η ) − ∑ R − γ (φ ) (5.35)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 207
___________________________________________________________________________

όπου gobs και γ είναι η μετρούμενη και η κανονική βαρύτητα αντίστοιχα στο σημείο
ενδιαφέροντος και ∑ R συμβολίζει το σύνολο των επιμέρους αναγωγών της
μέτρησης από τη φυσική επιφάνεια ή πάνω από αυτή στο γεωειδές.

Οι ως άνω παραλλαγές είναι ευρέως γνωστές ως κανονικές παραλλαγές ή μεταβολές


(normal variations) δεδομένου ότι δεν οφείλονται στη διαφορετική σύσταση του
υπεδάφους (δηλαδή την ανομοιογένεια της λιθόσφαιρας), αλλά σε ολόκληρη τη
γενικότερη δομή της Γης. Αυτές είναι οι παραλλαγές που ενδιαφέρουν κυρίως τις
γεωδαιτικές εφαρμογές.

Στις γεωφυσικές εφαρμογές, αυτό που ενδιαφέρει είναι οι παραλλαγές της βαρύτητας
εξ αιτίας της διαφοράς της πυκνότητας των υλικών της λιθόσφαιρας. Με άλλα λόγια,
σε σημεία που είναι πάνω από στρώματα του υπεδάφους που είναι βαρύτερα, δηλαδή
αποτελούνται από συστατικά με μεγαλύτερη πυκνότητα, παρατηρείται μεγαλύτερη
ένταση της βαρύτητας, ενώ στα ελαφρότερα παρατηρείται μικρότερη ένταση. Οι εν
λόγω παραλλαγές είναι συνήθως περιορισμένης έκτασης, και για αυτό αποκαλούνται
τοπικές παραλλαγές ή τοπικές ανωμαλίες της βαρύτητας. Όπως επίσης
παρουσιάζονται μεγαλύτερης έκτασης παραλλαγές της βαρύτητας που οφείλονται
επίσης σε γεωλογικά ή γεωφυσικά αίτια που αποκαλούνται επιχώριες ανωμαλίες ή
ανωμαλίες βαρύτητας μεγάλης κλίμακας. Οι τοπικές ανωμαλίες είναι κυρίως του
ενδιαφέροντος των γεωφυσικών διασκοπήσεων.

5.5.2.1 Αναγωγή της βαρύτητας εξ αιτίας του γεωγραφικού πλάτους

Δεδομένου ότι Γη δεν είναι τελείως σφαιρική, αλλά η γήινη ακτίνα είναι περίπου 21
km μικρότερη στους πόλους απ' ό,τι στον ισημερινό, η δύναμη της βαρύτητας
αυξάνει όσο πλησιάζει κανείς στους πόλους ή με άλλα λόγια η ένταση της βαρύτητας
αυξάνει όσο αυξάνει το γεωγραφικό πλάτος (περίπου 978.05 gal ή 9.7805 m/sec2
στον ισημερινό και 983.22 gal ή 9.8322 m/sec2 στους πόλους). Επιπλέον, η γήινη
περιστροφή οδηγεί σε μια ελαφρώς μικρότερη μετρημένη βαρύτητα στον ισημερινό
απ' ό,τι κοντά στους πόλους, δεδομένου ότι η φυγόκεντρη δύναμη (που είναι μηδέν
στους πόλους και έχει μέγιστη τιμή στον ισημερινό) στο εκάστοτε σημείο μιας
μέτρησης την επηρεάζει εξ αιτίας της απόστασης του σημείου από τον γήινο άξονα
περιστροφής. Σαν συνέπεια, όσο προχωράμε από τους πόλους προς τον ισημερινό, η
ένσταση της βαρύτητας ελαττώνεται γιατί αφενός απομακρυνόμαστε από τις
έλκουσες γήινες μάζες, αφ’ ετέρου γιατί αυξάνεται η επίδραση της φυγόκεντρης
δύναμης εξ αιτίας της γήινης περιστροφής.

___________________________________________________________________________
208 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Προκειμένου να απομονωθεί η επίδραση των εν λόγω παραλλαγών στην ανίχνευση


αλλαγών στην πυκνότητα μέσα στη Γη, η κύρια επίδραση της βαρύτητας της Γης
λόγω του γεωγραφικού πλάτους πρέπει να εξαλειφθεί από τις μετρήσεις.

Στην ενότητα 4 αναφέρθηκε ήδη ότι η θεωρητική τιμή της βαρύτητας (δηλαδή η
κανονική βαρύτητα) δίνεται σε milligals (10-5 m sec-2) από το διεθνή τύπο της
βαρύτητας:

γ1980 = 9.780327 (1+0.005 3024 sin2φ - 0.58 x 10-5 sin2 2φ) σε m sec-2 (5.36)

σύμφωνα με το χωροσταθμικό ελλειψοειδές που ορίζεται από Γεωδαιτικό Σύστημα


Αναφοράς 1980 (GRS80), όπου φ είναι το γεωγραφικό πλάτος για κάθε σημείο
ενδιαφέροντος στην επιφάνεια της Γης. Η επίδραση του γεωγραφικού πλάτους
εξαλείφεται από μια μέτρηση της βαρύτητας με την αφαίρεση της θεωρητικής τιμής
της βαρύτητας από την παρατηρηθείσα τιμή.

Από την παράγωγο της παραπάνω σχέσης σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος και
εκφράζοντας την από μέτρα σε ακτίνια (rad) μπορεί να υπολογιστεί η προσεγγιστική
διόρθωση στη διεύθυνση Βορρά-Νότου ή διόρθωση πλάτους ανά χιλιόμετρο
απόστασης επί του μεσημβρινού από τη παρακάτω σχέση
Δg φ ≈ −0.0008 sin 2φ (σε mgal/m) x απόσταση από ένα σταθμό-βάση (5.37)

όπου Δg φ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διορθωθεί μια μέτρηση βαρύτητας σε


ένα σημείο ενδιαφέροντος ανάλογα με την κατά τη διεύθυνση Βορρά-Νότου
απόστασή του από ένα σταθμό-βάση. Ο όρος Δg φ εκφράζει μια γραμμική σχέση ως
προς το γεωγραφικό πλάτος που ισχύει για περίπου 1 km, από τον χρησιμοποιούμενο
σταθμό-βάση, και αφαιρείται για σημεία που είναι βόρεια από τον σταθμό-βάση, ενώ
προστίθεται για σημεία που είναι νότια από αυτόν. Για το μέσο γεωγραφικό πλάτος
της Ελλάδας (φ=40ο) η εν λόγω διόρθωση εξ αιτίας του γεωγραφικού πλάτους ανά
χιλιόμετρο απόστασης επί του μεσημβρινού είναι περίπου Δgφ = 0.8 mgal. Η
διόρθωση Δgφ εξ αιτίας του γεωγραφικού πλάτους είναι πάντα αφαιρετική, εάν το
σημείο ενδιαφέροντος είναι βόρεια από το σημείο-βάση στο Β. Ημισφαίριο και νότια
από το σημείο-βάση στο Ν. Ημισφαίριο. Σε αντιδιαστολή, η εν λόγω διόρθωση είναι
πάντα προσθετική, εάν το σημείο ενδιαφέροντος είναι νότια από το σημείο-βάση στο
Β. Ημισφαίριο και βόρεια από το σημείο-βάση στο Ν. Ημισφαίριο.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 209
___________________________________________________________________________

Σχήμα 5.14 – Αναγωγή υψομέτρου ή ελεύθερου αέρα

5.5.2.2 Αναγωγή υψομέτρου ή ελεύθερου αέρα

Η βαρύτητα σε ένα σημείο μεταβάλλεται ανάλογα με το ύψος του, δεδομένου ότι σε


κάθε σημείο σε μια θέση ψηλότερα από ένα άλλο σημείο, η ένταση της βαρύτητας
είναι μικρότερη επειδή αυτό βρίσκεται μακρύτερα από το κέντρο της Γης (όπου
θεωρείται ότι είναι συγκεντρωμένες όλες οι γήινες μάζες) και γιατί αυξάνεται σε αυτό
η επίδραση της φυγόκεντρου δύναμης, αφού απέχει περισσότερο από τον άξονα της
γήινης περιστροφής.

Οι παραλλαγές βαρύτητας που προκαλούνται από τις διαφορές του υψομέτρου στα
σημεία των μετρήσεων από το γεωειδές (Σχ. 5.14) απαιτούν μια περαιτέρω αναγωγή
των μετρήσεων που οδηγεί στη λεγόμενη βαρυτική ανωμαλία ελεύθερου αέρα που
εκφράζεται ως

dg
Δg FA = g obs − γ − H (5.38)
dH PS

dg
Ο όρος είναι η μέση βαθμίδα (μεταβολή) της βαρύτητας ως συνάρτηση του
dH
υψομέτρου πάνω από το γεωειδές, η οποία μπορεί να υπολογιστεί με καλή
προσέγγιση εφαρμόζοντας την εξίσωση του Bruns στον εξωτερικό χώρο του

___________________________________________________________________________
210 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

κανονικού ελλειψοειδούς και από τη σχέση (4.49), δίνοντας αντίστοιχα τη λεγόμενη


διόρθωση ελεύθερου αέρα δg FA , διότι θεωρείται ότι το σημείο της μέτρησης είναι
σαν να είναι “ελεύθερο στον αέρα”, όπου

dg ⎛ ∂γ ⎞ ⎛ mgal ⎞
δg FA = − H ≈ −⎜ ⎟ H = ⎜ 0.3086 ⎟H (5.39)
dH ⎝ ∂Η ⎠φ = 45ο ⎝ m ⎠

που εκφράζει ότι η βαρύτητα μεταβάλλεται κατά 0.3086 mgal ανά μέτρο ύψους, έτσι
ώστε το ποσό αυτό πολλαπλασιαζόμενο με το υψόμετρο του σημείου ενδιαφέροντος,
προστίθεται στην μετρηθείσα τιμή της βαρύτητας

Με άλλα λόγια, αγνοώντας τις τοπογραφικές μάζες μεταξύ του σημείου ΡS της
μέτρησης και της προβολής του στο σημείο PG στο γεωειδές, η μέτρηση ανάγεται
κατά μήκος της διεύθυνσης της κατακορύφου από το σημείο ΡS στο σημείο Ρ και η
ανωμαλία ελεύθερου αέρα δίνεται τελικά ως

⎛ mgal ⎞
Δg FA = g obs − γ + δg FA = g obs − γ + ⎜ 0.3086 ⎟H (5.40)
⎝ m ⎠

Ο όρος δg FA έχει προσθετική επίδραση στην παρατηρούμενη βαρύτητα gobs εάν το


σημείο της μέτρησης είναι πάνω από το γεωειδές (Η>0) και αφαιρετική επίδραση εάν
το σημείο της μέτρησης είναι κάτω από το γεωειδές (Η<0). Η αναγωγή ελεύθερου
αέρα δεν περιλαμβάνει την ελκτική επίδραση των μαζών μεταξύ του σημείου της
μέτρησης και του γεωειδούς και σε αυτό το λόγο οφείλεται η ονομασία “ελεύθερου
αέρα”. Η εν λόγω παραδοχή έχει σαν αποτέλεσμα η ανωμαλίες ελεύθερου αέρα να
εμφανίζουν μια ισχυρή συσχέτιση (correlation) με την τοπογραφία της περιοχής των
μετρήσεων. Αυτή είναι μια ανεπιθύμητη παράπλευρη επίπτωση για τη χρήση
ανωμαλιών ελεύθερου αέρα για τον υπολογισμό του γεωειδούς. Στην περίπτωση
αυτή η επίδραση της τοπογραφίας πρέπει να ληφθεί υπόψη με άλλο τρόπο, ιδιαίτερα
σε σημεία σε ορεινές περιοχές, δεδομένου ότι σε αυτά τα σημεία η βαρύτητα
επηρεάζεται έντονα από τις μάζες των ορεινών όγκων, μια επίπτωση που οφείλεται
στην πυκνότητα των πετρωμάτων στο εσωτερικό της Γης και όχι, όπως εκφράζεται
από την αναγωγή του ελεύθερου αέρα, εξ αιτίας του υψόμετρου της θέσης του
βαρυτήμετρου.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 211
___________________________________________________________________________

5.5.2.3 Αναγωγή Bouguer

Στην προηγούμενη διόρθωση ελεύθερου αέρα, προφανώς δεν λαμβάνεται υπόψη η


έλξη που ασκούν οι υπεδάφιες μάζες που παρεμβάλλονται μεταξύ του σημείου μιας
μέτρησης και του σημείου αναφοράς στο γεωειδές. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η
ένταση της βαρύτητας σε ένα σημείο ενδιαφέροντος με υψόμετρο Η θα είναι
μεγαλύτερη εκείνης που θα είχε στην επιφάνεια αναφοράς, λόγω της πρόσθετης
έλξης των παρεμβαλλομένων μαζών.

Η αναγωγή Bouguer είναι μια επιπλέον πρώτης τάξης διόρθωση προκειμένου να


ληφθούν υπόψη οι τοπογραφικές μάζες κάτω από τα σημεία των μετρήσεων που
βρίσκονται σε συγκεκριμένα υψόμετρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας ή το
γεωειδές. Αντίστοιχα, λαμβάνει υπόψη την ανεπάρκεια γήινων μαζών σε σημεία
μετρήσεων τα οποία βρίσκονται κάτω από το γεωειδές. Η εν λόγω αναγωγή φέρει το
όνομα του Γάλλου μαθηματικού και γεωδαίτη Pierre Bouguer (1698-1758) ο οποίος
κατά τη συμμετοχή του σε τοπογραφική αποστολή στο Περού παρατήρησε την
συσχέτιση μεταξύ των μετρήσεων βαρύτητας και της τοπογραφίας της οροσειράς των
Άνδεων.

Σχήμα 5.15 – Η αναγωγή Bouguer

Η πιο απλή περίπτωση για να ληφθούν υπόψη οι τοπογραφικές μάζες κάτω από το
σημείο PS μιας μέτρησης βαρύτητας gobs είναι να θεωρηθούν οι τοπογραφικές μάζες
που περιβάλουν το σημείο PS ότι είναι συγκεντρωμένες σε μια πλάκα, την
αποκαλούμενη πλάκα Bouguer, η οποία έχει άπειρο μήκους και πάχος Η, το

___________________________________________________________________________
212 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

υψόμετρο του σημείου πάνω από το γεωειδές (Σχ. 5.15). Η έλξη μιας τέτοιας πλάκας
δίνεται από τη σχέση

g(πλάκα Bouguer) = 2π G ρ Η (5.41)

από την οποία συνάγεται ότι η μεταβολή της ως συνάρτηση του υψομέτρου δίνεται
από τη σχέση
∂g(πλάκα Bouguer)
= 2π G ρ = 0.04193 ρ = 0.1119 mgal / m (5.42)
∂H

δηλαδή περίπου το 1/3 της αντίστοιχης μεταβολής ελεύθερου αέρα, όπου ρ είναι η
πυκνότητα των πετρωμάτων της πλάκας Bouguer, και η τελική τιμή 0.1119 mgal/m
(ή ισοδύναμα 0.0419 mgal, ανά μονάδα πυκνότητας και ανά μέτρο υψομετρικής
διαφοράς από το γεωειδές) προκύπτει θεωρώντας, όπως γίνεται συνήθως, ως μέση
πυκνότητα την τιμή ρ = 2670 kg/m3. Η λεγόμενη ελλιπής διόρθωση Bouguer δίνεται
ως

∂g (πλάκα Bouguer ) ⎛ mgal ⎞


δg B = − H = −2πGρH = −⎜ 0.1119 ⎟H (5.43)
∂H ⎝ m ⎠

και είναι αρνητική δεδομένου ότι αν απομακρυνθεί η πλάκα Bouguer, η ένταση της
βαρύτητας στο σημείο ενδιαφέροντος θα ελαττωθεί. Η αντίστοιχη λεγόμενη ελλιπής
ανωμαλία Bouguer δίνεται από τη σχέση

⎛ mgal ⎞
Δg B = g obs − γ + δg Β = g obs − γ − ⎜ 0.1119 ⎟Η
⎝ m ⎠

Δηλαδή ο όρος δg B έχει αφαιρετική επίδραση στην παρατηρούμενη βαρύτητα gobs


εάν το σημείο της μέτρησης είναι πάνω από το γεωειδές (Η>0) και προσθετική
επίδραση εάν το σημείο της μέτρησης είναι κάτω από το γεωειδές (Η<0).

Αν συνδυαστούν οι αναγωγές ελεύθερου αέρα και Bouguer, η διαδικασία ισοδυναμεί


με τα βήματα

Μέτρηση βαρύτητας gobs


+ αναγωγή Bouguer = απομάκρυνση της πλάκας Bouguer
+ αναγωγή ελεύθερου αέρα δgFA = αναγωγή στο γεωειδές

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 213
___________________________________________________________________________

ή τη συνδυασμένη αναγωγή, που αποκαλείται απλή αναγωγή Bouguer, και δίνεται


από τη σχέση

δg CB = δg FA + δg B
⎛ mgal ⎞ ⎛ mgal ⎞⎟ mgal (5.44)
= ⎜ 0.3086 ⎟ H − ⎜ 0.1119 H = 0.1967 H
⎝ m ⎠ ⎜ m ⎟ m
⎝ ⎠

που οδηγεί στην αντίστοιχη απλή ανωμαλία Bouguer

⎛ mgal ⎞
Δg CB = g obs − γ + δg CB = g obs − γ + ⎜ 0.1967 ⎟Η (5.45)
⎝ m ⎠

Πρέπει να τονιστεί ότι με τη χρήση της πλάκας Bouguer δεν σημαίνει ότι μια τέτοια
πλάκα αντιπροσωπεύει τις τοπογραφικές μάζες για μια ολόκληρη περιοχή
μετρήσεων. Αντίθετα, σε κάθε σημείο είναι σαν να θεωρούμε μια ξεχωριστή πλάκα
Bouguer ή θεωρητικά ένα κύλινδρο με ύψος Η και ακτίνα που τείνει στο άπειρο.
Στην πράξη ωστόσο, δεδομένου ότι συνήθως έχουμε μετρήσεις σε πολλά σημεία μιας
περιοχής, η διαδικασία είναι συνίσταται στον υπολογισμό μιας μέσης τοπογραφικής
επιφάνειας που διέρχεται από την περιοχή ενδιαφέροντος, έτσι ώστε όλη η
τοπογραφική μάζα είναι συγκεντρωμένη σε μια πλάκα Bouguer πάχους ίσου με το
μέσο ύψος της θεωρούμενης μέσης τοπογραφικής επιφάνειας.

Προφανώς τα παραπάνω συνδυασμένα βήματα ελαχιστοποιούν τη συσχέτιση των


μετρήσεων βαρύτητας διορθωμένων βάσει της πλήρους αναγωγής Bouguer και της
τοπογραφίας. Ωστόσο, η παραπάνω διαδικασία συνεχίζει να αποτελεί μια προσέγγιση
της απαιτούμενης πραγματικής αναγωγής των μετρήσεων στο γεωειδές για δύο
κυρίως λόγους:

1. Η πλάκα Bouguer δεν αποτελεί ακριβή παράσταση της τοπογραφίας της


περιοχής γύρω από τα σημεία ενδιαφέροντος
2. Συνήθως η πυκνότητα της πλάκας θεωρείται σταθερή, ενώ στην
πραγματικότητα οι υπεδάφιες μάζες αποτελούνται από διαφορετικά
πετρώματα και άλλα υλικά. Ειδικά το εν σημείο παρουσιάζει εξαιρετικό
ενδιαφέρον για τις γεωφυσικές εφαρμογές, όπου παραλλαγές στις
ανωμαλίες Bouguer είναι ενδεικτικές παραλλαγών στην πυκνότητα στο
εσωτερικό της Γης.

Η παραπάνω διαδικασία περιγράφει ουσιαστικά την περίπτωση που οι μετρήσεις μας


είναι στην επιφάνεια της Γης. Η διαδικασία δεν αλλάζει όταν κάνουμε μετρήσεις
στην επιφάνεια της θάλασσας. Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να ληφθούν

___________________________________________________________________________
214 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

υπόψη οι επιδράσεις της τοπογραφίας του πυθμένα των ωκεανών (sea floor
topography) και το γεγονός ότι οι πυκνότητες των μαζών του ωκεάνιου φλοιού είναι
μικρότερες από τις πυκνότητες των τοπογραφικών μαζών στις ηπειρωτικές περιοχές.
Είναι κατανοητό ότι οι εν λόγω επιδράσεις, εάν δεν ληφθούν υπόψη, μπορεί να
δημιουργήσουν ένα πρόβλημα ασυνέχειας των ανωμαλιών βαρύτητας στις παράκτιες
περιοχές.

Για το λόγο αυτό, προκειμένου να υπολογιστούν ανωμαλίες Bouguer από μετρήσεις


στις θαλάσσιες περιοχές, ακολουθείται μια παρόμοια διαδικασία σαν να έχουν
αντικατασταθεί οι θαλάσσιες μάζες με τοπογραφικές μάζες. Για παράδειγμα, αν έχει
γίνει μια μέτρηση g στη θάλασσα, σε ένα σημείο όπου ο ωκεανός έχει βάθος Η, ο
ωκεανός προσεγγίζεται ως μια “ωκεάνια” πλάκα Bouguer πάχους Η που δημιουργεί
μια μεταβολή της βαρύτητας που ισοδυναμεί με 2π G ρ w H , όπου ρw ≈ 1 είναι η
πυκνότητα του θαλάσσιου νερού.

5.5.2.4 Αναγωγή τοπογραφικού αναγλύφου

Η πλήρης αναγωγή Bouguer αποτελεί μια ρεαλιστική προσέγγιση της


πραγματικότητας μόνο στην περίπτωση που το ανάγλυφο της περιοχής
ενδιαφέροντος είναι πεδινό ή γενικά ομαλό (δηλαδή χωρίς παρακείμενους λόφους,
βουνά και κοιλάδες). Στην αντίθετη περίπτωση που η γύρω από το σημείο
ενδιαφέροντος μορφολογία είναι ανώμαλη, απαιτείται μια επιπλέον διόρθωση των
μετρήσεων προκειμένου να προσεγγιστεί με ρεαλιστικότερο τρόπο η πραγματική
τοπογραφία γύρω από το σημείο μιας μέτρησης.

Το πρόβλημα που προκύπτει από την αναγωγή Bouguer είναι ότι οι τοπογραφικές
μάζες γύρω από ένα σημείο ενδιαφέροντος, οι οποίες είναι υψηλότερα από το
υψόμετρο Η του σημείου, δεν λαμβάνονται υπόψη από τη θεωρούμενη πλάκα
Bouguer, αν και στην πραγματικότητα ασκούν μια αρνητική βαρυτική έλξη (δηλαδή
προς τα πάνω). Αυτό έχει σαν άμεση επίπτωση ότι η διορθωμένη με την αναγωγή
Bouguer μέτρηση πρέπει να “επαναδιορθωθεί” με μια θετική ποσότητα. Το αντίθετο
συμβαίνει για τις τοπογραφικές μάζες γύρω από ένα σημείο ενδιαφέροντος, οι οποίες
είναι χαμηλότερα από το υψόμετρο Η του σημείου. Στην προκειμένη περίπτωση, η
πλάκα Bouguer έχει σαν αποτέλεσμα μια υπέρμετρη διόρθωση της μέτρησης της
βαρύτητας στο σημείο ενδιαφέροντος, γεγονός που επιβάλλει ότι η διορθωμένη με
την αναγωγή Bouguer μέτρηση πρέπει να “επαναδιορθωθεί” με μια επίσης θετική
ποσότητα (προσθετική διόρθωση). Με άλλα λόγια, η αναγωγή Bouguer εισάγει ένα
συστηματικό σφάλμα στις διορθωμένες μετρήσεις βαρύτητας.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 215
___________________________________________________________________________

Κατά συνέπεια, επιπλέον της απλής αναγωγής Bouguer, απαιτείται μια περαιτέρω
διόρθωση των μετρήσεων βαρύτητας προκειμένου να ρυθμιστούν οι επιδράσεις των
υπέρμετρων μαζών ή των τοπογραφικών μαζών που λείπουν από τη θεωρούμενη
πλάκα Bouguer. Ο αναλυτικός υπολογισμός της εν λόγω τοπογραφικής αναγωγής
είναι αρκετά πολύπλοκος. Παλαιότερα ο υπολογισμός γινόταν με τη βοήθεια ειδικών
διαγραμμάτων (templates) και πινάκων, συναρτήσει της υψομετρικής διαφοράς του
εκάστοτε σημείου μιας μέτρησης βαρύτητας και του μέσου υψομέτρου της γύρω
περιοχής. Παράδειγμα αποτελεί η μέθοδος Hammer, που συνίσταται στη διαίρεση
της περιοχής γύρω από το σημείο της μέτρησης σε ομόκεντρους κύκλους με
μεταβλητές ακτίνες, βλ. Σχ. 5.16(α), και σε τομείς δακτυλίων για καθένα εκ των
οποίων υπολογίζεται η προκαλούμενη μεταβολή της βαρύτητας (η τοπογραφική
διόρθωση) για τα θεωρούμενα υλικά συγκεκριμένης πυκνότητας μέχρι ορισμένου
ύψους. Με άλλα λόγια, η τοπογραφική διόρθωση για κάθε πρίσμα που σχηματίζεται
από τους τομείς κυκλικών δακτυλίων υπολογίζεται από μια σχέση της μορφής

δg T ( prism ) = θ G ρ ⎡⎢( R2 − R1 ) + R12 + H m − R2 2 + H m ⎤⎥ (5.46)


⎣ ⎦

όπου δg T ( prism ) εκφράζει την επίδραση της βαρύτητας που ασκεί στο σημείο της
μέτρησης ένα πρίσμα πυκνότητας ρ, μέσου υψομέτρου Ηm και βάση τομέα κυκλικού
δακτυλίου που ορίζεται από ακτίνες R1 και R2 και γωνία θ. Με αυτό τον τρόπο, η

(α) (β)
Σχήμα 5.16 – Yπολογισμός της τοπογραφικής αναγωγής της βαρύτητας: (α) από ένα
σύστημα ομόκεντρων κυκλικών τομέων, με μεταβλητές ακτίνες από το σημείο
ενδιαφέροντος, ή (β) με πλέγματα διαφορετικής διακριτικής ικανότητας, για την εγγύς
και τη μακρινή τοπογραφία

___________________________________________________________________________
216 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

συνολική τοπογραφική αναγωγή δg T = ∑ δgT ( prism ) μπορεί να υπολογιστεί ως το


άθροισμα όλων των κυκλικών τομέων στους οποίους διαχωρίζεται η περιοχή μέχρι
μερικά χιλιόμετρα γύρω από ένα σημείο. Η εν λόγω διαδικασία διενεργείται για κάθε
σημείο των μετρήσεων και συνεπώς είναι ιδιαίτερα επίπονη.

Σήμερα, έχοντας στη διάθεση μας αρκετά λεπτομερή ψηφιακά μοντέλα εδάφους
(Digital Elevation Models, DEM), η εν λόγω τοπογραφική διόρθωση μπορεί να
υπολογιστεί, με τη χρήση πλεγμάτων μεταβλητής διακριτικής ικανότητας, βλ. Σχ.
5.16(β), και από τη σχέση

x 2 y2 H
z − HP
δg T = ∫ ∫ ∫
x1 y1 z = H P r3
ρ ( x, y, z) dx dy dz (5.47)

όπου r είναι η απόσταση από το σημείο Ρ της μέτρησης προς κάθε άλλο σημείο Q
της ευρύτερης περιοχής γύρω από το σημείο της μέτρησης, ΗP είναι το υψόμετρο του
σημείου της μέτρησης και ρ(x,y,z) είναι η πυκνότητα στο εκάστοτε σημείο Q. Η
πυκνότητα ρ μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ίδια με την πυκνότητα της πλάκας Bouguer
ή αν η κατανομή της πυκνότητας σε κάθε σημείο της περιοχής είναι γνωστή μπορεί
να χρησιμοποιείται διαφορετική πυκνότητα για κάθε σημείο Q.

Για τα σημεία που είναι υψηλότερα από το σημείο της μέτρησης, η εν λόγω
διόρθωση πρέπει να λαμβάνεται ως θετική, ενώ για τα σημεία που είναι χαμηλότερα
από το σημείο της μέτρησης, η εν λόγω διόρθωση πρέπει να λαμβάνεται ως
αρνητική, δεδομένου ότι αυτές οι περιοχές χαμηλότερων σημείων εκφράζουν
“έλλειψη μάζας”.

Λαμβάνοντας υπόψη και την τοπογραφική αναγωγή, οδηγούμαστε στις λεγόμενες


τοπογραφικές ανωμαλίες βαρύτητας (terrain-corrected gravity anomalies) ή αλλιώς
χαρακτηριζόμενες ως πλήρεις ή βελτιωμένες ανωμαλίες Bouguer (refined Bouguer
anomalies)

Δg TC = g obs − γ + δg CB + δg T (5.48)

Προφανώς, η τοπογραφική αναγωγή ελαττώνει περαιτέρω τη συσχέτιση μιας


μέτρησης βαρύτητας με την τοπογραφία και συνεπώς οι τοπογραφικές ανωμαλίες
εκφράζουν μια ομαλή (smooth) μορφή του πεδίου βαρύτητας, γεγονός που τις
καθιστά κατάλληλες για τον υπολογισμό μέσων τιμών της βαρύτητας για μεγάλες
περιοχές της γήινης επιφάνειας και για τη πρόγνωση αντίστοιχων τιμών ανωμαλιών
βαρύτητας σε συγκεκριμένα σημεία σε περιοχές διαθέσιμων ομόλογων ανωμαλιών

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 217
___________________________________________________________________________

βαρύτητας. Ωστόσο, επειδή οι τοπογραφικές μάζες έχουν μετακινηθεί αφαιρώντας ή


προσθέτοντας μάζες ανάλογα με το υψόμετρο του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος,
ο τύπος αυτός των ανωμαλιών βαρύτητας δεν είναι κατάλληλος για τον υπολογισμό
του γεωειδούς που αποτελεί και το κύριο ενδιαφέρον της χρήσης τους για
γεωδαιτικές εφαρμογές. Σε αντιδιαστολή, επειδή οι πλήρεις ανωμαλίες Bouguer είναι
απαλλαγμένες από τις επιδράσεις της παρακείμενης ορατής τοπογραφίας γύρω από το
εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος, οι τιμές τους οφείλονται στις παραλλαγές της
πυκνότητας των συστατικών υλικών της λιθόσφαιρας στο υπέδαφος. Κατά συνέπεια
αυτές είναι ενδεικτικές της γενικής τάσης του πεδίου βαρύτητας να μεταβάλλεται
ανάλογα με τις παραλλαγές της πυκνότητας στους εκτεταμένους γεωλογικούς
σχηματισμούς (περιφερειακή κλίμακα) ή τοπικά εξ αιτίας των παραλλαγών της
πυκνότητας σε μικρά βάθη κάτω από τη γήινη επιφάνεια. Οι ιδιότητες αυτές των
τοπογραφικά βελτιωμένων ανωμαλιών Bouguer τις καθιστούν κατάλληλες για
γεωφυσικούς σκοπούς ή για εφαρμογές γεωφυσικών διασκοπήσεων, όπου το
ενδιαφέρον ανίχνευσης και εντοπισμού τέτοιων παραλλαγών της πυκνότητας
συνδέεται με ενδιαφέροντες γεωλογικούς σχηματισμούς οικονομικής σημασίας (π.χ.
κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, πολύτιμα πετρώματα, κ.ά.).

5.5.3 Ισοστατικές Αναγωγές

Όλες οι προηγούμενες αναγωγές των μετρήσεων βαρύτητας, αποτελούν τις λεγόμενες


μη-ισοστατικές αναγωγές (non-isostatic reductions) της βαρύτητας, δεδομένου ότι
με αυτές θεωρείται γενικά ότι η πυκνότητα των τοπογραφικών μαζών κατανέμεται
ομοιόμορφα στις ορατές τοπογραφικές μάζες πάνω από το γεωειδές, ή με άλλα λόγια
ότι οι τοπογραφικές μάζες είναι τοποθετημένες σε ένα ομοιογενή σε πυκνότητα
φλοιό. Προφανώς, η εν λόγω υπόθεση δεν ικανοποιείται στην πραγματικότητα και
συνεπώς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η διαφορετική κατανομή μάζας-
πυκνότητας ιδιαίτερα στα ανώτερα τμήματα του γήινου φλοιού. Αυτό οδηγεί στις
λεγόμενες ισοστατικές αναγωγές (isostatic reductions) της βαρύτητας, οι οποίες
οφείλουν την ονομασία τους στο γεγονός ότι βασίζονται στο γνωστό φυσικό
φαινόμενο της ισοστασίας.

5.5.3.1 Το φαινόμενο της ισοστασίας

Ισοστασία (Isostasy) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να
υποδηλώσει την κατάσταση της ισορροπίας (balance ή equilibrium) μεταξύ της
γήινης λιθόσφαιρας και της ασθενόσφαιρας, έτσι ώστε οι τεκτονικές πλάκες
“επιπλέουν” σε ένα ύψος (ή βάθος) που εξαρτάται από το πάχος και την πυκνότητά

___________________________________________________________________________
218 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Πίνακας 5.2 - Χαρακτηριστικές συγκεκριμένες πυκνότητες των γήινων υλικών

Συγκεκριμένη
Υλικό
Βαρύτητα *
Θαλάσσιο νερό 1.02
Ασβεστόλιθος 2.68-2.76
Γρανίτης 2.64-2.76
Ψαμμίτης 2.14-2.36
Βασάλτης 2.4-3.1
Μέση συγκεκριμένη βαρύτητα των ηπείρων 2.7
Μέση συγκεκριμένη βαρύτητα του υλικού
του γήινου μανδύα SiMa 3.3
(Silicon/Magnesium)
* Οι πραγματικές τιμές της συγκεκριμένης βαρύτητας ποικίλλουν
ελαφρώς, ανάλογα με τη χημική σύνθεση κάθε υλικού.

Σχήμα 5.17 – Το φαινόμενο της ισοστασίας βασίζεται στην κλασσική αρχή της
άνωσης του Αρχιμήδη

τους. Η θεωρία της ισοστασίας χρησιμοποιείται για να εξηγήσει πώς τα διαφορετικού


ύψους τμήματα του γήινου φλοιού μπορούν να υπάρξουν στη γήινη επιφάνεια. Όταν
ένα ορισμένο τμήμα της λιθόσφαιρας φθάνει στην κατάσταση της ισοστασίας,
λέγεται ότι είναι σε ισοστατική ισορροπία. Τα πετρώματα του γήινου φλοιού είναι
λιγότερο πυκνά από εκείνα του μανδύα και έτσι επιπλέουν στον πυκνότερο μανδύα,
όπως ακριβώς ένα ξύλινο σώμα, ένα πλοίο ή ένα παγόβουνο επιπλέουν στο νερό (Σχ.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 219
___________________________________________________________________________

5.17) σύμφωνα με τη φυσική αρχή της άνωσης που πρώτος διατύπωσε ο Αρχιμήδης,
και με τρόπο που μόνο ένα μικρό μέρος του ξύλινου σώματος, του πλοίου ή του
παγόβουνου παρουσιάζεται επάνω από την επιφάνεια του νερού. Τα τμήματα του
γήινου φλοιού κάνουν το ίδιο πράγμα επιπλέοντας στο μανδύα εξ αιτίας των βασικών
αρχών της πλευστότητας (Buoyancy).

Η πρώτη αρχή της πλευστότητας είναι πολύ απλή: (1) εάν ένα στερεό που βυθίζεται σε
ένα ρευστό ζυγίσει λιγότερο από έναν ίσο όγκο του ρευστού, το στερεό θα επιπλεύσει.
Εκφράζοντας το ίδιο πράγμα με άλλο τρόπο, εάν ένα στερεό έχει χαμηλότερη
συγκεκριμένη βαρύτητα (specific gravity) από ένα ρευστό, το στερεό θα επιπλεύσει
στο εν λόγω ρευστό. Η συγκεκριμένη βαρύτητα ορίζεται ως το βάρος ενός υλικού
διαιρούμενο με το βάρος ενός ίσου όγκου νερού σε θερμοκρασία 4ο C και
ατμοσφαιρική πίεση μιας ατμόσφαιρας (1 atm = 760 mmHg), βλ. (Πιν. 5.2).

Σχήμα 5.18 – Η διάβρωση των πετρωμάτων αποτελεί μια από τις αιτίες της
ισοστατικής αντιστάθμισης

___________________________________________________________________________
220 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Εάν ικανοποιείται η παραπάνω πρώτη αρχή της πλευστότητας, στη συνέχεια το


επίπεδο στο οποίο το στερεό θα επιπλεύσει στο συγκεκριμένο ρευστό καθορίζεται
από τη λεγόμενη δεύτερη αρχή της πλευστότητας: (2) ένα αντικείμενο που επιπλέει θα
μετατοπίσει ένα μέρος ίσο με το βάρος του από το ρευστό. Κατά συνέπεια, το ποσοστό
του στερεού που βυθίζεται στο ρευστό θα είναι ίσο με τη συγκεκριμένη βαρύτητα του
στερεού διαιρούμενη με τη συγκεκριμένη βαρύτητα του εν λόγω ρευστού. Για
παράδειγμα, έναν τμήμα ξύλου (με συγκεκριμένη βαρύτητα 0.7) που επιπλέει στο
νερό (με συγκεκριμένη βαρύτητα 1.0), 70% του ξύλου θα είναι κάτω από την υδάτινη
επιφάνεια.

Στην περίπτωση της Γης, το φαινόμενο της ισοστασίας αποτελεί μια από της
βασικότερες αρχές της Γεωφυσικής που κατά παρόμοιο τρόπο, τα πετρώματα του
γήινου φλοιού επίσης βυθίζονται ή αναδύονται βαθμιαία ώσπου να ισορροπήσουν το
βάρος του υλικού του μανδύα που μετατοπίζουν, σε μια διαδικασία που είναι γνωστή
ως ισοστατική αντιστάθμιση ή ρύθμιση (isostatic adjustment) και περιλαμβάνει την
πίεση στο μανδύα εξ αιτίας του φλοιού που φορτώνεται με τις καταθέσεις ιζημάτων,
την αύξηση του όγκου των πάγων στις αρκτικές περιοχές κλπ. και την αύξηση του
φλοιού επάνω από το μανδύα όταν πραγματοποιείται η διάβρωση των πετρωμάτων.

Συγκεκριμένα, οι ψηλές γήινες μάζες, όπως τα βουνά έχουν τεράστιες ρίζες που
ωθούν τον μανδύα προς τα κάτω προκειμένου να σταθεροποιηθούν. Όσο πιο ψηλό
είναι ένα βουνό τόσο βαθύτερες οι ρίζες του που ωθούν τον μανδύα. Σε
αντιδιαστολή, οι κοιλάδες στις ηπειρωτικές περιοχές και οι ωκεάνιες τάφροι στις
θαλάσσιες περιοχές έχουν τις πιο ρηχές ρίζες.

Το σχήμα 5.18 παρουσιάζει ένα κομμάτι του ωκεάνιου και του ηπειρωτικού γήινου
φλοιού. Ο ηπειρωτικός φλοιός ωθεί περαιτέρω τον μανδύα επειδή είναι παχύτερος. Η
δεύτερη εικόνα του σχήματος παρουσιάζει τι συμβαίνει όταν πραγματοποιείται
διάβρωση. Ο ηπειρωτικός φλοιός διαβρώνεται σε ιζήματα που καταλήγουν στη
θάλασσα. Αυτή η διαδικασία εναποθέτει περισσότερο φορτίο στον ωκεάνιο φλοιό
που ωθεί τον μανδύα ακόμα βαθύτερα. Εν τω μεταξύ ο ηπειρωτικός φλοιός έχει χάσει
μέρος από το πάχος του λόγω της διάβρωσης, και έτσι αναδύεται προς τα επάνω, μην
ωθώντας τόσο βαθειά τον μανδύα όσο έκανε πριν από τη διάβρωση. Στο ίδιο
αποτέλεσμα οδηγεί και η λεγόμενη αναπήδηση των πάγων (Glacial Rebound) που
είναι ένα άλλο τυπικό γεωφυσικό παράδειγμα της ισοστατικής ρύθμισης. Ο βαρύς
πάγος ενός παγετώνα ωθεί τα πετρώματα του γήινου φλοιού στο υλικό του μανδύα
προκαλώντας μια αντίστοιχη πίεση (depression). Όταν ο παγετώνας λειώνει και δεν
υπάρχει πλέον το βαρύ φορτίο στο γήινου φλοιό, το έδαφος αναπηδά αργά
προκαλώντας την αποκαλούμενη αναπήδηση του γήινου φλοιού (crustal rebound),
που όταν αυτή προκαλείται ειδικά από έναν παγετώνα, αποκαλείται παγετώδης
αναπήδηση (glacier rebound). Το σημαντικό ποσοστό της ισοστατικής αναπήδησης
μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα από τις γνωστές μεταβολές στις περιοχές της

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 221
___________________________________________________________________________

Σκανδιναβίας, όπου 8.000 έως 10.000 χρόνια πριν ήταν καλυμμένες από ένα ογκώδες
στρώμα πάγου, κάτω από το βάρος του οποίου ολόκληρη η βόρεια Ευρώπη
βυθίστηκε περίπου κατά 700 m. Στα 8.000 έτη μετά το λιώσιμο των πάγων, το
έδαφος έχει αναπηδήσει περίπου κατά 550 m και αναπηδά ακόμα, με ένα ποσοστό
μέχρι 90 cm ανά αιώνα ή περίπου 68 mm το χρόνο.

5.5.3.2 H μαθηματική θεώρηση της ισοστασίας

Η μαθηματική θεώρηση της ισοστασίας μπορεί εύκολα να διατυπωθεί εφαρμόζοντας


την αρχή της άνωσης του Αρχιμήδη. Για παράδειγμα, αν θεωρηθεί ένα τμήμα του
γήινου φλοιού με πυκνότητα ρ - Δρ, που επεκτείνεται σε βάθος d κάτω από την
επιφάνεια και σε ύψος H πάνω από αυτήν, όπου ρ είναι η μέση γήινη πυκνότητα
(ρ=2.67 gr/cm3) και Δρ είναι η διαφορά της πυκνότητας του θεωρούμενου τμήματος
του γήινου φλοιού από την πυκνότητα ρ. Σύμφωνα με την αρχή της άνωσης του
Αρχιμήδη, η δύναμη της πλευστότητας (buoyancy force) δίνεται από τη σχέση

FB = ρ (Α d ) g (5.49)

όπου Α είναι το εμβαδόν της κάθετης τομής του τμήματος του γήινου φλοιού και g
είναι η επιτάχυνση της βαρύτητας. Η εν λόγω δύναμη πρέπει να ισορροπήσει το
βάρος του τμήματος του γήινου φλοιού, έτσι ώστε να είναι

( ρ − Δρ )( H + d ) A g = ρ ( Α d ) g (5.50)

ή αλλιώς, η πίεση της πλευστότητας να είναι ίση με την πίεση που παράγεται από το
υπερκείμενο τμήμα του γήινου φλοιού, δηλαδή

ρ d g = ( ρ − Δρ )( H + d ) g (5.51)

η οποία σε συνδυασμό με την (5.50) οδηγεί, μετά από μια αναδιοργάνωση των
επιμέρους όρων, στη σχέση

H Δρ
= (5.52)
H +d ρ

Κατά συνέπεια, σε ένα ύψος H επάνω από την επιφάνεια (δηλαδή στο ψηλότερο
σημείο τμήματος του γήινου φλοιού), η ισοστατική επίδραση στη βαρύτητα θα είναι

___________________________________________________________________________
222 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

Δg ≈ 2π G [ H ( ρ − Δρ ) − d Δρ )] = 2π G [ ρ H − Δρ ( H + d )] → Δg = 0 (5.53)

εξ αιτίας της εξίσωσης της ισοστασίας (5.52).

5.5.3.3 Τα γεωδαιτικά μοντέλα της ισοστασίας

Οι πρώτες γεωδαιτικές ενδείξεις του φαινομένου της ισοστασίας αναγνωρίστηκαν τον


19ο αιώνα κατά τη διάρκεια τοπογραφικών εργασιών στην περιοχή της κεντρικής
Ινδίας και τα Ιμαλάϊα. Από γεωδαιτικές και αστρονομικές μετρήσεις Βρετανοί
τοπογράφοι ανακάλυψαν μια απόκλιση 150 m στην οριζόντια απόσταση των περίπου
625 km, μεταξύ των τοποθεσιών Kalianpur (κεντρική Ινδία) και Kaliana (κοντά στα
Ιμαλάϊα).

Σχήμα 5.19 – Η εξήγηση του H. Pratt για τις μικρότερες αποκλίσεις της κατακορύφου
στη περιοχή των Ιμαλάϊων εξ αιτίας της ισοστασίας

O βρετανικός ιερωμένος και φυσικός John Henry Pratt εξήγησε την απόκλιση
υποστηρίζοντας ότι η μάζα των Ιμαλαΐων θα εξέτρεπε προς τα βόρεια την απόκλιση

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 223
___________________________________________________________________________

της κατακορύφου σε κάθε γεωδαιτικό σταθμό, έχοντας τη μεγαλύτερη επίδραση στο


σταθμό πιο κοντά στα Ιμαλάϊα, βλ. Σχ. 5.19. Ωστόσο, η εκτίμηση του Pratt για το
ποσοστό της προκαλούμενης εκτροπής εξ αιτίας της μάζας των Ιμαλαΐων ήταν κατά
τρεις φορές μεγαλύτερο από το ποσοστό που μετριέται πραγματικά, γεγονός που
αναδείκνυε ότι κάποια άλλη αιτία αναιρούσε τη θεωρούμενη βαρυτική επίδραση της
μάζας των ορεινών όγκων. Αυτό οδήγησε στην έννοια της ισοστασίας που υποθέτει
την ισορροπία μέσα σε κάθε στήλη της γης μέχρι σε ένα ορισμένο επίπεδο
αντιστάθμισης (level of compensation). Η κατάσταση ισορροπίας εκφράζεται από τη
σχέση

Η
Ισοστασία = ∫ρ
−Τ
dz (5.54)

όπου ρ είναι η πυκνότητα των υλικών του γήινου φλοιού, Τ είναι το βάθος του
επιπέδου ισοστατικής αντιστάθμισης και Η είναι το ύψος της στήλης πάνω από τη
γήινη επιφάνεια. Επειδή, η πυκνότητα των υλικών στο εσωτερικό της Γης δεν είναι
επακριβώς γνωστή, αναπτύχθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο διαφορετικά ισοστατικά
μοντέλα προκειμένου να εξηγηθούν οι παρατηρούμενες αποκλίσεις των
τοπογραφικών μετρήσεων στα Ιμαλάϊα (Σχ. 5.20).

Σχήμα 5.20 – Το μοντέλο ισοστασίας του Pratt (αριστερά) και


το μοντέλο του Airy (δεξιά)

Ο Βρετανός αστρονόμος George Biddell Airy (1801–1892), εξήγησε τη διαφορά


στηριζόμενος στη θεωρία της ισοστασίας και προτείνοντας ότι ο γήινος φλοιός
επιπλέει σε ένα πυκνό, πλαστικό υπόστρωμα και ότι η ακραία ανύψωση των
Ιμαλαΐων υποστηρίζεται από μια ρίζα των πετρωμάτων μικρότερης πυκνότητας. Η εν
λόγω θεώρηση του Airy υπονοεί ότι η πυκνότητα ρ είναι σταθερή και κατά συνέπεια

___________________________________________________________________________
224 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

η παράμετρος Τ μεταβάλλεται. Δηλαδή, το μοντέλο του Airy υποθέτει ότι η


υψηλότερη τοπογραφία έχει βαθύτερη επίπεδο αντιστάθμισης.

Ο Pratt αργότερα συμφώνησε ότι ο γήινος φλοιός είναι σε μια κατάσταση πλευστικής
ισορροπίας, αλλά υπέθεσε ότι η τοπογραφία υποστηρίζεται από μια κρούστα του
φλοιού που έχει ένα ομοιόμορφο πάχος κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, αλλά
ανομοιόμορφη πυκνότητα. Η εν λόγω θεώρηση του Pratt υπονοεί ότι το βάθος
ισοστατικής αντιστάθμισης έχει μια σταθερή τιμή Το, και κατά συνέπεια η πυκνότητα
ρ μεταβάλλεται. Με άλλα λόγια το μοντέλο του Pratt υποθέτει ότι όλη η τοπογραφία
αντισταθμίζεται στο ίδιο βάθος, αλλά ότι η υψηλή τοπογραφία αντισταθμίζεται από
το υλικό χαμηλότερης πυκνότητας.

Σχήμα 5.21 – Το μοντέλο Pratt-Hayford

Το μοντέλο Pratt – Hayford: Το αρχικό μοντέλο του Pratt, το επέκτεινε ο


Αμερικανός γεωδαίτης John Fillmore Hayford για γεωδαιτικούς σκοπούς. Το
αποκαλούμενο μοντέλο Pratt-Hayford υποθέτει ένα σταθερό βάθος ισοστατικής
αντιστάθμισης Το (βλ. Σχ. 5.21). Εκεί όπου δεν υφίσταται οποιαδήποτε τοπογραφία, η
πυκνότητα θεωρείται ίση με ρο, ενώ για κάθε στήλη της γήινης τοπογραφίας η

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 225
___________________________________________________________________________

πυκνότητα ποικίλει λαμβάνοντας τιμές ρ1, ρ2, … , ρi ανάλογα με το υλικό κάθε


στήλης. Η συνθήκη ισοστατικής ισορροπίας για κάθε στήλη εκφράζεται από μια από
τις αντίστοιχες παρακάτω σχέσεις ανάλογα με το αν η στήλη είναι σε ηπειρωτική ή
ωκεάνια περιοχή:

Στις ηπειρωτικές περιοχές: ρ i (To + H i ) = ρο To (5.55α)

Στις ωκεάνιες περιοχές: ρ i (To − d i ) + ρ w d i = ρο To (5.55β)

όπου σε μια ωκεάνια στήλη η πυκνότητα του θαλάσσιου νερού είναι ρw = 1.030
gr/cm3 = 1030 kg/m3. O Hayford από μετρήσεις της κατακορύφου στις ΗΠΑ και
υποθέτοντας κατάλληλες τιμές ρi για την πυκνότητα υπολόγισε το βάθος της
ισοστατικής αντιστάθμισης στην τιμή Το = 113.7 km, που αντιστοιχεί στις εκτιμήσεις
του βάθους της λιθόσφαιρας. Για γεωδαιτικούς σκοπούς, η κύρια επιδίωξη είναι να
εξομαλύνουμε τις μετρήσεις του πεδίου βαρύτητας. Συνεπώς θεωρητικά
οποιοσδήποτε κατάλληλος συνδυασμός τιμών (Τi , ρi) που ικανοποιεί αυτή την
επιδίωξη αρκεί για τη χρήση του εν λόγω μοντέλου.

Το μοντέλο Airy – Heiskanen: Το αρχικό μοντέλο του Airy, το επέκτεινε για


γεωδαιτικούς σκοπούς ο Φιλανδός γεωδαίτης Weikko Heiskanen. Το μοντέλο Airy –
Heiskanen είναι εννοιολογικά ίδιο με τη φυσική διεργασία ενός επιπλέοντος
παγόβουνου (Σχ. 5.22).

Συγκεκριμένα, αντί του πάγου έχουμε το υλικό του φλοιού με πυκνότητα ρc και, αντί
του πυκνότερου θαλάσσιου νερού, έχουμε το υλικό του μανδύα με πυκνότητα ρm.
Εάν υπάρχει μια στήλη τοπογραφίας (π.χ. ένα βουνό) πάνω από τη γήινη επιφάνεια,
πρέπει να υπάρχει αντίστοιχα μια “ρίζα” που εισέρχεται στον μανδύα. Επειδή το
υλικό του φλοιού είναι ελαφρύτερο από εκείνο του μανδύα, θα εξασκείται σε αυτή
μια δύναμη πλευστότητας προς τα πάνω, η οποία θα αντισταθμίζει τη προς τα κάτω
δύναμη της βαρύτητας που ασκείται στο βουνό. Στην πραγματικότητα, μεταξύ της
γήινης επιφάνειας και του μανδύα, ακόμα και με την απουσία οποιαδήποτε
τοπογραφίας, υπάρχει ένα στρώμα φλοιού πάχους περίπου 30 km, το αποκαλούμενο
Moho (από το όνομα του Κροάτη γεωφυσικού Andrija Mohorovičić), το οποίο
παρεμβάλλεται μεταξύ του θεωρούμενο βουνού και της ρίζας του, χωρίς ωστόσο
αυτό να επηρεάζει τη διαμόρφωση της κατάστασης ισοστατικής ισορροπίας.

Ένας παρόμοιος μηχανισμός συμβαίνει κάτω από τους ωκεανούς. Το ελαφρύτερο


θαλάσσιο νερό προκαλεί μια αρνητική ρίζα, δηλαδή ένα ελαφρύτερο τμήμα φλοιού
κάτω από τους ωκεανούς. Συνεπώς η κατάσταση ισοστατικής ισορροπίας εκφράζεται

___________________________________________________________________________
226 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

από μια από τις αντίστοιχες παρακάτω σχέσεις ανάλογα με το αν η στήλη είναι σε
ηπειρωτική ή ωκεάνια περιοχή:
Στις ηπειρωτικές περιοχές: ( ρ m − ρ c ) ti = ρ c H i (5.56α)

Στις ωκεάνιες περιοχές: ( ρ m − ρ c ) t i = ( ρ c − ρ w )d i (5.56β)

Σχήμα 5.22 – Το μοντέλο Airy - Heiskanen

Στο εν λόγω μοντέλο, το μέγεθος της θεωρούμενης ρίζας μπορεί να υπολογιστεί ως


συνάρτηση της τοπογραφίας αντίστοιχα από τις σχέσεις:

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 227
___________________________________________________________________________

ρc
Στις ηπειρωτικές περιοχές: ti = H i = 4.45 H i (5.57α)
(ρm − ρc )

(ρc − ρ w )
Στις ωκεάνιες περιοχές: ti = d i = 2.73 d i (5.57β)
(ρm − ρc )

Όπου στις παραπάνω σχέσεις οι τυπικές τιμές της πυκνότητας του ηπειρωτικού
φλοιού λαμβάνεται ως ρc = 2670 kg/m3, του μανδύα ως ρm = 3270 kg/m3 και του
θαλάσσιου νερού ως ρw = 1030 kg/m3 .

5.5.3.4 Ισοστατικές ανωμαλίες των μετρήσεων βαρύτητας

Τα μοντέλα του Pratt ή του Pratt-Hayford και του Airy ή του Airy-Heiskanen μόνα
τους ή σε συνδυασμό οδηγούν σε αντίστοιχες αναγωγές των μετρήσεων βαρύτητας,
από τις οποίες προκύπτουν αντίστοιχα οι λεγόμενες ισοστατικές ανωμαλίες
βαρύτητας. Η διαδικασία είναι πρακτικά ίδια με εκείνη της αναγωγής εξ αιτίας του
τοπογραφικού αναγλύφου, όπου οι ορατές τοπογραφικές μάζες μέχρι το επίπεδο
αντιστάθμισης θεωρούνται ως στήλες που αποτελούν τομείς ομόκεντρων
κυλινδρικών δακτυλίων ή ορθογώνιων πρισμάτων γύρω από το εκάστοτε σημείο μιας
μέτρησης. Η μόνη διαφορά, σε σχέση με την τοπογραφική αναγωγή, είναι να
αντικατασταθούν τα κατάλληλα όρια ολοκλήρωσης στην (5.47) και οι αντίστοιχες
κατάλληλες τιμές της πυκνότητας. Με τον τρόπο αυτό, οι ισοστατικές ανωμαλίες
βαρύτητας ΔgI προκύπτουν, αν επιπλέον στην εκάστοτε πλήρη ανωμαλία Bouguer
(5.48) προστεθεί η αντίστοιχη ισοστατική αναγωγή σε κάθε σημείο ενδιαφέροντος.
Τυπικά, οι ισοστατικές ανωμαλίες παρουσιάζουν μικρές τιμές και μεταβάλλονται με
ομαλό τρόπο, γεγονός που τις καθιστά κατάλληλες για την πρόγνωση και παρεμβολή
των ομόλογων τιμών ανωμαλιών της βαρύτητας.

Το κοινό χαρακτηριστικό και των δύο τύπων ισοστατικών αναγωγών είναι ότι οι
πλεονάζουσες μάζες δεν απομακρύνονται, όπως στην περίπτωση των τοπογραφικών
αναγωγών που χαρακτηρίζουν τις πλήρεις ή βελτιωμένες εξ αιτίας της ορατής
τοπογραφίας ανωμαλίες Bouguer, αλλά μετατοπίζονται στο εσωτερικό του
γεωειδούς, ώστε να καλύψουν τα ελλείμματα των τοπογραφικών μαζών που
υπάρχουν κάτω από τις ηπείρους και στη συνέχεια επιτελείται ο υψομετρικός
καταβιβασμός του σημείου της εκάστοτε μέτρησης από τη φυσική επιφάνεια στο
γεωειδές. Ουσιαστικά, στη περίπτωση των ισοστατικών ανωμαλιών βαρύτητας, οι
τοπογραφικές μάζες ανακατανέμονται προκειμένου να ομαλοποιηθεί η λιθόσφαιρα

___________________________________________________________________________
228 Στοιχεία βαρυτημετρίας
___________________________________________________________________________

σύμφωνα με το επιλεγμένο ισοστατικό μοντέλο ή με άλλα λόγια να δημιουργηθεί μια


λιθοσφαιρική πλάκα σταθερού πάχους και σταθερής πυκνότητας.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 229
___________________________________________________________________________

6
Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς

6.0 Το διαταρακτικό δυναμικό και οι ιδιότητες του

Έχοντας τη δυνατότητα να εκφράσουμε το κανονικό πεδίο βαρύτητας της Γης με το


δυναμικό U ενός χωροσταθμικού ελλειψοειδούς, όπως το GRS80, του οποίου η
επιφάνεια είναι εξ ορισμού μια ισοδυναμική επιφάνεια του κανονικού πεδίου
βαρύτητας που δημιουργεί, μπορούμε πλέον να το αφαιρέσουμε από το πραγματικό
δυναμικό W της πραγματικής Γης. Το αποτέλεσμα αυτής της διαφοράς είναι το
αποκαλούμενο διαταρακτικό δυναμικό (disturbing potential) ή ανωμαλιστικό
δυναμικό (anomalous potential):

T=W–U (6.1)

το όποιο αριθμητικά είναι πολύ μικρότερο από το W, και εκφράζει τις λεπτομερείς,
σύνθετες παραλλαγές του πεδίου βαρύτητας της πραγματικής Γης, σε περιφερειακό
και τοπικό επίπεδο, πέρα από τα γενικά χαρακτηριστικά του πεδίου βαρύτητας που
εκφράζονται από το κανονικό δυναμικό U σε παγκόσμιο επίπεδο. Ας σημειωθεί ότι ο
όρος “διαταρακτικό δυναμικό” χρησιμοποιείται συνήθως να δηλώσει τη διαφορά του
πραγματικού και του κανονικού δυναμικού του πεδίου βαρύτητας στο ίδιο σημείο,
ενώ ο όρος “ανωμαλιστικό δυναμικό” χρησιμοποιείται στην περίπτωση που η
σύγκριση γίνεται σε διαφορετικά σημεία του πεδίου βαρύτητας. Όπως θα δειχθεί
παρακάτω, το διαταρακτικό δυναμικό σε ένα σημείο συνδέεται με όλες τις
παραμέτρους που σχετίζονται με το πεδίο βαρύτητας της Γης.

Το διαταρακτικό δυναμικό σε ένα οποιοδήποτε σημείο Ρ εκφράζει τη διαφορά του


σχήματος της πραγματικής Γης από εκείνο του ελλειψοειδούς και μπορεί να
θεωρηθεί ότι προκαλείται από τις παραλλαγές της πυκνότητας δρ = ρ – ρο,
ενδεικτικές της ανομοιόμορφης κατανομής των υπεδάφιων μαζών, όπου ρ είναι η
πυκνότητα σε ένα σημείο, διαφορετική από την μέση γήινη πυκνότητα ρο, και
εκφράζεται από τη σχέση (Vanicek and Krakiwsky, 1986):

___________________________________________________________________________
230 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

δρ (Q)
TP = T ( P) = G ∫∫∫ dQ (6.2)
ΓΗ
LPQ

όπου LPQ είναι η απόσταση μεταξύ του συγκεκριμένου σημείου ενδιαφέροντος P και
του εκάστοτε μεταβλητού σημείου Q. Μπορεί επίσης να δειχθεί ότι το διαταρακτικό
Τ ικανοποιεί τις παρακάτω συνθήκες:

• ΔΤΡ = ∇2Τ = 0 για κάθε σημείο P έξω από την γήινη επιφάνεια
• TP = O(1/rP) για rP → ∞
• Tο Τ, καθώς και οι πρώτες και οι δεύτερες παράγωγοι του είναι συνεχείς
συναρτήσεις στην γήινη επιφάνεια και έξω από αυτή

Η πρώτη από τις παραπάνω συνθήκες είναι γνωστή ως αρμονική συνθήκη (harmonic
condition), η δεύτερη ως συνθήκη κανονικότητας (regularity condition) και η τρίτη
ως συνθήκη συνέχειας (continuation condition) του διαταρακτικού δυναμικού Τ.

Με τον ίδιο τρόπο που, όπως ήδη αναφέρθηκε στο κεφ. 4, είναι δυνατόν να
υπολογιστούν γεωμετρικά μεγέθη του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς από τις τιμές
της βαρύτητας στο κανονικό πεδίο, το διαταρακτικό δυναμικό επιτρέπει τη
περιγραφή της σχέσης του γήινου δυναμικού με τη γεωμετρία του πραγματικού
πεδίου βαρύτητας και τη δυνατότητα υπολογισμού γεωμετρικών μεγεθών της
πραγματικής Γης από μετρήσεις βαρύτητας στην επιφάνεια της – το λεγόμενο
κλασσικό γεωδαιτικό συνοριακό πρόβλημα [Forsberg and Tscherning (1997), Sünkel
(1997)].

Στην πράξη, το εν λόγω πρακτικό πρόβλημα διατυπώνεται μαθηματικά


εφαρμόζοντας τη λεγόμενη 3η ταυτότητα του Green (Heiskanen και Moritz, 1967)

ΔV ⎡ 1 ∂V ∂ ⎛ 1 ⎞⎤
∫∫∫
Β
L
dv = − pV ± ∫∫ ⎢
S ⎣ L ∂n
−V
∂n
⎜ ⎟⎥ dS
⎝ L ⎠⎦
(6.3)

που ισχύει στην επιφάνεια S ενός σώματος B ή στον εσωτερικό ή στον εξωτερικό
χώρο της επιφάνειας S, για κάθε συνάρτηση V=V(x,y,z) η οποία είναι συνεχής στο
χώρο του ενδιαφέροντος εφαρμογής της ταυτότητας και έχει συνεχείς πρώτες και
δεύτερες μερικές παραγώγους σε αυτόν. Το δεξί μέρος της (6.3) διαφοροποιείται
ανάλογα με τη θέση του σημείου εφαρμογής της ταυτότητας, και συγκεκριμένα:

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 231
___________________________________________________________________________

• Για κάθε σημείο Ρ στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό της επιφάνειας S, ισχύει το
θετικό πρόσημο στον δεύτερο όρο στο δεξί μέρος της ταυτότητας και επιπλέον η
παράμετρος p παίρνει αντίστοιχα τις τιμές

o p = 4π αν το σημείο Ρ είναι στον εσωτερικό χώρο της επιφάνειας S,


o p = 2π αν το σημείο Ρ είναι στην επιφάνεια S,
o p=0 αν το σημείο Ρ είναι έξω από την επιφάνεια S.

• Για κάθε σημείο Ρ έξω από την επιφάνεια S, ισχύει το αρνητικό πρόσημο στον
δεύτερο όρο στο δεξί μέρος της ταυτότητας και επιπλέον η παράμετρος p παίρνει
αντίστοιχα τις τιμές

o p = 4π αν το σημείο Ρ είναι έξω από την επιφάνεια S,


o p = 2π αν το σημείο Ρ είναι στην επιφάνεια S,
o p=0 αν το σημείο Ρ είναι στον εσωτερικό χώρο της επιφάνειας S.

Αντικαθιστώντας στην (6.3) αντί της συνάρτησης V, τη συνάρτηση του δυναμικού W


της πραγματικής Γης και θεωρώντας σημεία Ρ στην επιφάνεια της Γης (δηλ. για
p=2π), και λαμβάνοντας υπόψη ότι στην περίπτωση αυτή ισχύει η εξίσωση του
Poisson, δηλ. ΔW = ∇ 2W = −4π G ρ + 2ω 2 , προκύπτει μετά από μερικές
στοιχειώδεις ανακατατάξεις των όρων η ακόλουθη αποκαλούμενη εξίσωση του
Molodensky

⎛ ∂ (1 / L) g ⎞ 1
− 2πW + ∫∫ ⎜⎝W ∂n
+ ⎟ dS + 2πω 2 ( x 2 + y 2 ) + 2ω 2
L⎠ ∫∫ L dv = 0 , (6.4)
S v

η οποία συνδέει την τιμή g της βαρύτητας με το πραγματικό δυναμικό W και συνεπώς
εκφράζει το συνδετικό κρίκο της σχέσης δυναμικού-γεωμετρίας του πραγματικού
πεδίου βαρύτητας. Με άλλα λόγια, εάν το δυναμικό W και η βαρύτητα g είναι
γνωστά από μετρήσεις (π.χ. γεωμετρικής χωροστάθμησης, βαρυτημετρίας και
αστρονομικών παρατηρήσεων) σε όλα τα σημεία της γήινης επιφάνειας S, η εξίσωση
(6.4) αποτελεί την αφετηρία επίλυσης του κλασσικού γεωδαιτικού συνοριακού
προβλήματος και τον ζητούμενο προσδιορισμό της συνοριακής επιφάνειας S. Αυτό
επιτυγχάνεται μετά από κατάλληλη γραμμικοποίηση, όπου το πραγματικό δυναμικό
W προσεγγίζεται από το κανονικό δυναμικό U, γεγονός που επιτρέπει στην (6.4) την
αντικατάσταση του W με το διαταρακτικό δυναμικό Τ, το οποίο δεν έχει όρους
εξαρτώμενους από την περιστροφή της Γης.

___________________________________________________________________________
232 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

6.1 Βασικές σχέσεις δυναμικού-γεωμετρίας στο πραγματικό πεδίο


βαρύτητας

Διάφοροι παράμετροι του γήινου πεδίου βαρύτητας που παρατηρούνται σε τοπικό


επίπεδο είναι απαραίτητο στην πράξη να μετατρέπονται σε άλλες παραμέτρους που
να παρέχουν κατάλληλες πληροφορίες για τη μορφή του πεδίου, όπως για
παράδειγμα, τα τοπικά χαρακτηριστικά του πεδίου που επηρεάζουν τις τοπογραφικές
μετρήσεις. Συνεπώς είναι σημαντικό να είναι κατανοητές οι τοπικές παραλλαγές του
πεδίου και οι σχέσεις που συνδέουν τις παραμέτρους που τις χαρακτηρίζουν.

Ας υποτεθεί, χάριν κατανόησης μερικών βασικών ορισμών που θα ακολουθήσουν,


ότι έχουμε ήδη καθορίσει το χωροσταθμικό ελλειψοειδές αναφοράς, και το κανονικό
δυναμικό στην επιφάνεια του ελλειψοειδούς είναι Uo, ενώ στην επιφάνεια του
γεωειδούς το δυναμικό του πραγματικού πεδίου βαρύτητας είναι W = Wo. Όπως
φαίνεται στο Σχήμα 6.1, μπορούμε να θεωρήσουμε την εικονιζόμενη τομή εδάφους –
τελλουροειδούς (που θα ορισθεί παρακάτω) – γεωειδούς – ελλειψοειδούς:

Αρχικά, ας σημειωθεί ότι τυπικά η διαφορά δW = Wo - Uo είναι εν γένει διαφορετική


από το μηδέν, αφού εξ ορισμού η τιμή Uo εξαρτάται από την εκάστοτε επιλογή των
βασικών παραμέτρων (π.χ. a, J2, GM, ω) του χρησιμοποιούμενου ελλειψοειδούς και η
τιμή Wo είναι μη μετρήσιμη ποσότητα που υπολογίζεται έμμεσα από άλλες ποσότητες
που χαρακτηρίζουν το πεδίο βαρύτητας της Γης. Ωστόσο για το κανονικό
ελλειψοειδές θεωρούμε συνήθως ότι Uo = Wo, ότι δηλαδή εξ ορισμού μια από τις
ισοδυναμικές επιφάνειες του κανονικού πεδίου, στην οποία το δυναμικό Uo είναι ίσο
με το δυναμικό Wo του πραγματικού πεδίου βαρύτητας στο γεωειδές, ταυτίζεται με
την επιφάνεια του κανονικού ελλειψοειδούς.

Για κάθε σημείο Ρ στο χώρο, διέρχεται μια ισοδυναμική επιφάνεια του πραγματικού
πεδίου βαρύτητας και ισχύει

WΡ = Wo + deltaW = Wo – C (6.5)

όπου ο όρος deltaW υποδηλώνει τη διαφορά μεταξύ του δυναμικού της ισοδυναμικής
επιφάνειας που διέρχεται από το σημείο Ρ και του δυναμικού στην επιφάνεια του
γεωειδούς. Στην πράξη, αντί του δυναμικού σε ένα σημείο Ρ συνηθίζεται να
χρησιμοποιείται ο γεωδυναμικός αριθμός C στο εν λόγω σημείο που ορίζεται ως η
αρνητική τιμή της διαφοράς WΡ και Wo, δηλαδή

C = – (WΡ – Wo) (6.6α)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 233
___________________________________________________________________________

που, όπως θα αναλυθεί διεξοδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο, μπορεί να υπολογιστεί


από τις μετρούμενες χωροσταθμικές διαφορές μεταξύ γειτονικών σημείων.

Σχήμα 6.1 –- Τυπική τομή εδάφους – τελλουροειδούς – γεωειδούς – ελλειψοειδούς

Η εικονιζόμενη επιφάνεια του αποκαλούμενου τελλουροειδούς (telluroid) μπορεί να


ορισθεί και ως ο γεωμετρικός τόπος των σημείων Q, έκαστο των οποίων αντιστοιχεί
σε ένα σημείο Ρ στη γήινη επιφάνεια και βρίσκεται πάνω στην κάθετο στο
ελλειψοειδές που διέρχεται από το εκάστοτε σημείο Ρ (Grafarend, 1978), και ισχύει

UQ = WP (6.7)

___________________________________________________________________________
234 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

δηλαδή το κανονικό δυναμικό στο εκάστοτε σημείο Q είναι ίσο με το δυναμικό της
πραγματικής Γης στο αντίστοιχο σημείο Ρ στην γήινη επιφάνεια. Κατά παρόμοιο
τρόπο μπορεί να ορισθεί μια σφαιροδυναμική επιφάνεια (spheropotential surface)
του κανονικού πεδίου βαρύτητας, δηλαδή εκείνη από τις ισοδυναμικές επιφάνειες του
κανονικού ελλειψοειδούς που διέρχεται από το σημείο Q, για την οποία να ισχύει

UQ = Uo + deltaW (6.8)

και γενικά μπορεί να δειχθεί ότι ισχύουν οι σχέσεις

(Φ, Λ, W)P = (φ, λ, U)Q (6.9α)

(Φ, Λ, Η)P = (φ, λ, h)Q (6.9β)

όπου εάν το σημείο Ρ βρίσκεται στο γεωειδές, το σημείο Q βρίσκεται στο κανονικό
ελλειψοειδές ή εάν το σημείο Ρ βρίσκεται στη γήινη επιφάνεια, το σημείο Q
βρίσκεται στο τελλουροειδές.

Σε ένα σημείο P στην επιφάνεια της Γης, η γωνία ε που σχηματίζουν η κάθετος στο
ελλειψοειδές και η κατακόρυφος στο γεωειδές που διέρχονται από το Ρ είναι η
απόκλιση της κατακορύφου, η οποία αναλύεται συνήθως στις δύο συνιστώσες της
(ξ, η) κατά τη διεύθυνση του μεσημβρινού και του πρώτου κάθετου επιπέδου στον
μεσημβρινό αντίστοιχα που διέρχονται από το σημείο Ρ. Οι συνιστώσες της
απόκλισης της κατακορύφου μπορούν να υπολογιστούν σε κάθε σημείο εάν είναι
γνωστές τόσο οι γεωδαιτικές (φ, λ) όσο και οι αστρονομικές συντεταγμένες (Φ, Λ)
στο σημείο από τις γνωστές σχέσεις

ξ=Φ–φ (6.10α)

η = (Λ-λ) cosΦ = (Λ-λ) cosφ. (6.10β)

Πρακτικά η απόκλιση της κατακορύφου ε στα σημεία της γήινης επιφάνειας δεν
ξεπερνάει το ±1 arcmin (1 λεπτό τόξου), ενώ σε περιφερειακή η τοπική κλίμακα οι
διαφορές στις αποκλίσεις της κατακορύφου σε διάφορα σημεία είναι της τάξης των
μερικών arcsec.

Κάθε σημείο P της γήινης επιφάνειας πρέπει να μπορεί να προβληθεί


αμφιμονοσήμαντα στο γεωειδές ή/και στο ελλειψοειδές, δεδομένου ότι οι διάφορες
παρατηρήσεις του πεδίου βαρύτητας στην επιφάνεια της Γης πρέπει να αναχθούν
κατάλληλα είτε στο γεωειδές, είτε στο ελλειψοειδές προκειμένου να γίνει η σωστή

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 235
___________________________________________________________________________

συνόρθωση και η ερμηνεία τους. Η εν λόγω προβολή μπορεί να γίνει με διάφορους


εναλλακτικούς τρόπους, αλλά στη γεωδαισία συνήθως ακολουθείται μια από τις
ακόλουθες κλασσικές διαδικασίες (βλ. Σχ. 6.1).

(α) Κατά τη λεγόμενη προβολή Helmert, το σημείο Ρ προβάλλεται στο σημείο Qo


στο ελλειψοειδές απευθείας κατά μήκος της καθέτου στο ελλειψοειδές που
διέρχεται από το σημείο Ρ. Η απόσταση ΡQo εκφράζει το γεωμετρικό υψόμετρο
h του σημείου Ρ, το οποίο σήμερα μπορεί να υπολογιστεί εύκολα π.χ. από
μετρήσεις GPS. Έτσι το σημείο Ρ μπορεί να εντοπιστεί με το υψόμετρο h και τις
γεωδαιτικές συντεταγμένες φ, λ του σημείου Qo στο ελλειψοειδές, με τρόπο ώστε
οι γεωδαιτικές συντεταγμένες στο ελλειψοειδές [φ, λ, h] αντικαθιστούν τις
φυσικές συντεταγμένες [Φ (αστρονομικό πλάτος), Λ (αστρονομικό μήκος), Η
(ορθομετρικό υψόμετρο)].

(β) Κατά τη λεγόμενη προβολή Pizzetti, το σημείο Ρ προβάλλεται αρχικά στο σημείο
Ρo στο γεωειδές απευθείας κατά μήκος της κατακορύφου που διέρχεται από το
σημείο Ρ. Το μήκος ΡΡo μετρούμενο κατά μήκος της κατακορύφου είναι το
ορθομετρικό υψόμετρο Η του σημείου Ρ. Αν και η εν λόγω προβολή έχει φυσική
σημασία, και καθορίζει άμεσα τα σημεία του γεωειδούς, το τελευταίο δεν
προσφέρεται για απευθείας σε αυτό γεωμετρικούς υπολογισμούς. Για το λόγο
αυτό, το σημείο Ρo προβάλλεται περαιτέρω κατά μήκος της καθέτου στο
ελλειψοειδές που διέρχεται από το σημείο Ρo σε ένα σημείο Qo′ (διαφορετικό από
το σημείο Qo – για λόγους ευκρίνειας δεν απεικονίζεται στο Σχ. 6.1).

Οι πρακτικές διαφορές μεταξύ των παραπάνω δύο τρόπων προβολής κατά Helmert
και κατά Pizzetti είναι πολύ μικρές. Δεδομένου ότι η τυπική απόκλιση της
κατακορύφου σε ένα σημείο P δεν υπερβαίνει το 1 arcmin (1′ ) και τυπικά είναι της
τάξης των 5 arcsec (δευτερολέπτων τόξου), ακόμα και για ένα υψόμετρο του σημείου

Ρ μέχρι 1000 m, η απόσταση Qo Qo ( =& Η ε, όπου ε είναι η απόκλιση της
κατακορύφου) δεν υπερβαίνει τα 30 cm και μπορεί να αγνοηθεί όσον αφορά το
υψόμετρο του σημείου Ρ, ενώ οι γεωδαιτικές συντεταγμένες των δύο σημείων Qo

και Qo θα διαφέρουν λιγότερο από 0.01″. Συνεπώς για τα περισσότερα προβλήματα
μπορεί να θεωρηθεί ότι οι παραπάνω δύο επιμέρους διεργασίες προβολής του
σημείου P στο ελλειψοειδές κατά την προβολή Pizzetti εκφράζουν αντίστοιχα το
ορθομετρικό υψόμετρο Η (= ΡΡo) και την αποχή ή απόκλιση ή υψόμετρο του
γεωειδούς Ν (= ΡoQo′ = ΡoQo), και το άθροισμα τους ισοδυναμεί (με προσέγγιση
χιλιοστού) με το γεωμετρικό υψόμετρο h του σημείου Ρ κατά την προβολή Helmert.
Με άλλα λόγια ισχύει η θεμελιώδης σχέση μεταξύ των ορθομετρικών υψομέτρων,
των γεωμετρικών υψομέτρων και της αποχής του γεωειδούς

___________________________________________________________________________
236 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

h=H+N (6.11)

που επιτρέπει σήμερα τον υπολογισμό οποιασδήποτε από τις τρεις ποσότητες, αν
είναι γνωστές οι άλλες δύο (π.χ. ορθομετρικά υψόμετρα από γεωμετρικά υψόμετρα
που παρέχει εύκολα το GPS, σε συνδυασμό με υψόμετρα του γεωειδούς από
σύγχρονα μοντέλα του γήινου δυναμικού εκφρασμένα από συντελεστές σφαιρικών
αρμονικών).

Οι μικρές διαφορές των γεωδαιτικών συντεταγμένων που προκύπτουν με την μία ή


την άλλη από τις προβολές Pizzetti ή Helmert εκφράζονται από τις σχέσεις
αντίστοιχα

H
φ Helmert = φ Pizzetti + ξ (6.12α)
RE

H
λ Helmert = λ Pizzetti + η sec φ (6.12β)
RE

όπου RE είναι η μέση ακτίνα της Γης. Σημειώνεται ωστόσο, ότι εάν οι αποκλίσεις της
κατακορύφου ξ, και η (ή και τα υψόμετρα του γεωειδούς) προσδιορίζονται σε σημεία
με γνωστές γεωδαιτικές συντεταγμένες, με την αποκαλούμενη μέθοδο της
αστρογεωδαιτικής χωροστάθμησης, μέσω των αστρονομικών συντεταγμένων Φ, και
Λ των εν λόγω σημείων ενδιαφέροντος, πρέπει να γίνεται προσεκτική αναφορά στο
εάν οι εν λόγω αστρονομικές συντεταγμένες αναφέρονται στο σημείο Ρ ή στο σημείο
Ρo, δεδομένου ότι η απόκλιση της κατακορύφου με την προβολή κατά Pizzetti
μεταβάλλεται λόγω της καμπυλότητας της κατακορύφου.

Η απόσταση QoQ από το ελλειψοειδές στο τελλουροειδές κατά μήκος της καθέτου
στο ελλειψοειδές που διέρχεται το Ρ είναι το αποκαλούμενο κανονικό υψόμετρο Η*
(normal height). Η διαφορά του από το γεωμετρικό υψόμετρο h, δηλαδή

ζ = h – Η* (6.13)

αποκαλείται ανωμαλία υψομέτρου ή ανωμαλία ύψους (height anomaly), η οποία


έχει τιμή πολύ κοντά στην τιμή της αποχής του γεωειδούς Ν = h – H, δηλαδή τη
διαφορά του γεωμετρικού με το ορθομετρικό υψόμετρο. Ας σημειωθεί, ότι αν στο Σχ.
6.1 “σχεδιαστεί” επιπλέον ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του τελλουροειδούς
αλλά σε απόσταση ζ από το ελλειψοειδές, προκύπτει η λεγόμενη επιφάνεια του
σχεδόν-γεωειδούς (quasi-geoid). Κανονικά υψόμετρα, και συνεπώς το
τελλουροειδές, μπορούν να υπολογιστούν με διαδικασίες γεωμετρικής

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 237
___________________________________________________________________________

χωροστάθμησης σε συνδυασμό με μετρήσεις βαρύτητας, αφού τα κανονικά


υψόμετρα μπορούν να θεωρηθούν ως “ορθομετρικά” υψόμετρα για την ιδανική
περίπτωση που το γήινο πεδίο βαρύτητας θα ισοδυναμούσε με το κανονικό πεδίο
βαρύτητας, δηλαδή εάν W = U, g = γ και Τ = 0.

Στη συνέχεια, ας θεωρηθεί το διάνυσμα της πραγματικής βαρύτητας στο σημείο Ρο


στο γεωειδές και το διάνυσμα της κανονικής βαρύτητας στο σημείο Qo στο
ελλειψοειδές, όπως φαίνονται στο σχήμα 6.2α, όπου απεικονίζονται επίσης οι
ισοδυναμικές επιφάνειες του πραγματικού πεδίου βαρύτητας που διέρχονται από το
σημείο Ρ στη φυσική επιφάνεια της Γης (με πραγματικό δυναμικό W=WP=Wo-CP)
και από το σημείο Ρο στο γεωειδές (με πραγματικό δυναμικό W=Wο). CP είναι ο
γεωδυναμικός αριθμός του σημείου Ρ και είναι το πραγματικό δυναμικό στο
r
γεωειδές. Το διάνυσμα της ανωμαλίας βαρύτητας, Δg (gravity anomaly vector)
ορίζεται ως η διανυσματική διαφορά
r r r r r
Δg = g Po − γ Qo = g ( Po ) − γ (Qo ) (6.14α)

το μέτρο της οποίας εκφράζει αντίστοιχα την ανωμαλία βαρύτητας (gravity


anomaly) Δg

Δg = g Po − γ Qo = g ( Po ) − γ (Qo ) (6.14β)

δηλαδή τη διαφορά της έντασης της πραγματικής βαρύτητας στο σημείο Ρο στο
γεωειδές και της έντασης του κανονικού δυναμικού στο σημείο Qo στο ελλειψοειδές.
Εξ αυτού του ορισμού, η διαφορά Δg θα έπρεπε να αποκαλείται ανωμαλία
βαρύτητας στο γεωειδές ή ανωμαλία βαρύτητας του γεωειδούς (geoidal gravity
anomaly) , αλλά συνήθως η αναφορά στο γεωειδές παραλείπεται και απλά
υπονοείται.

Από το Σχ. 6.2α συνάγεται εύκολα ότι η γωνία που σχηματίζουν τα δύο διανύσματα
r r
g ( Po ), γ ( Po ) είναι πρακτικά ίση με την απόκλιση της κατακορύφου στο σημείο Ρ
της γήινης επιφάνειας, και διαφέρει ελάχιστα από αυτή μόνο εξ αιτίας της
οποιαδήποτε καμπυλότητας της διεύθυνσης της κατακορύφου στο κανονικό πεδίο
βαρύτητας. Η πρακτική σημασία των ανωμαλιών βαρύτητας είναι ότι μπορούν να
υπολογιστούν απευθείας σχετικά εύκολα, π.χ. από μετρήσεις g της βαρύτητας στη
γήινη επιφάνεια ανηγμένες στο γεωειδές, μετά από τις σχετικές αναγωγές που ήδη
αναφέρθηκαν στο κεφ. 5, και από τις τιμές της κανονικής βαρύτητας από το εκάστοτε
μοντέλο του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς που χρησιμοποιείται. Με τον ίδιο τρόπο,
μετρήσεις βαρύτητας στον πυθμένα των ωκεανών πρέπει να “αναβιβάζονται” ή
μετρήσεις βαρύτητας από τον αέρα πρέπει να “καταβιβάζονται” με κατάλληλες

___________________________________________________________________________
238 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

διορθώσεις στο επίπεδο του γεωειδούς προκειμένου να υπολογιστούν οι ανωμαλίες


βαρύτητας.

Σχήμα 6.2 – (α) αριστερά, ορισμός της ανωμαλίας βαρύτητας στο γεωειδές
και (β) δεξιά, της επιφανειακής ανωμαλίας βαρύτητας

Μια παραλλαγή των ανωμαλιών βαρύτητας στο γεωειδές είναι οι λεγόμενες


επιφανειακές ανωμαλίες βαρύτητας (surface gravity anomalies) που ορίζονται ως η
διαφορά της μέτρησης της πραγματικής βαρύτητας σε ένα σημείο Ρ στην γήινη
επιφάνεια με την τιμή της κανονικής βαρύτητας στο σημείο Q στο τελλουροειδές,
όπως απεικονίζεται στο σχήμα 6.2β. Συγκεκριμένα, το διάνυσμα της επιφανειακής
ανωμαλίας ορίζεται ως
~r r r r r
Δ g = g P − γ Q = g ( P ) − γ (Q ) (6.15α)

και αντίστοιχα το μέτρο της εν λόγω διανυσματικής διαφοράς ορίζεται ως η


επιφανειακή ανωμαλία βαρύτητας

~
Δg = g P − γ Q = g ( P) − γ (Q ) (6.15β)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 239
___________________________________________________________________________

όπου η τιμή γ(Q) της κανονικής βαρύτητας στο τελλουροειδές μπορεί να υπολογιστεί
αν είναι γνωστό το κανονικό υψόμετρο Η*(Q) που δίνεται από την απόσταση QoQ
κατά μήκος της διεύθυνσης της καθέτου στο ελλειψοειδές που διέρχεται από το
σημείο Ρ στην γήινη επιφάνεια.

Κατά τον ίδιο τρόπο, όπως η συμβατική απόκλιση της κατακορύφου ορίζεται ως η
διαφορά στη διεύθυνση των διανυσμάτων της πραγματικής βαρύτητας στο γεωειδές
και της κανονικής βαρύτητας στο κανονικό ελλειψοειδές
( ∠g ( Po ), γ ( Po ) ≡ ∠g ( Po ), γ (Qo ) ), έτσι μπορούν να ορισθούν δύο ακόμα παραλλαγές
της απόκλισης της κατακορύφου: (α) η λεγόμενη επιφανειακή απόκλιση (surface
deflection) ως η διαφορά στην διεύθυνση του διανύσματος της πραγματικής
βαρύτητας σε ένα σημείο στην γήινη επιφάνεια και του διανύσματος της κανονικής
βαρύτητας στο κανονικό ελλειψοειδές ( ∠g ( P), γ (Qo ) ), και (β) η λεγόμενη απόκλιση
κατά Molodensky (Molodensky’s deflection), ως η διαφορά στην διεύθυνση του
διανύσματος της πραγματικής βαρύτητας σε ένα σημείο στην γήινη επιφάνεια και του
διανύσματος της κανονικής βαρύτητας στο τελλουροειδές ( ∠g ( P), γ (Q) ). Η
συμβατική απόκλιση της κατακορύφου μπορεί να ερμηνευτεί ως η μέγιστη κλίση του
γεωειδούς σε σχέση με το κανονικό ελλειψοειδές στο σημείο ενδιαφέροντος, ενώ οι
δύο προαναφερόμενες παραλλαγές της απόκλισης (α) και (β) διαφέρουν ανάλογα με
την καμπυλότητα της διεύθυνσης της κατακορύφου στο σημείο ενδιαφέροντος Ρ.

Είναι επίσης δυνατόν να συγκριθούν τα διανύσματα της πραγματικής βαρύτητας g


και της κανονικής βαρύτητας γ στο ίδιο σημείο, π.χ. σε οποιοδήποτε σημείο Ρi στη
γήινη επιφάνεια ή σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο, οπότε ορίζεται αντίστοιχα το
διάνυσμα διαταραχής της βαρύτητας (gravity disturbance vector)
r r r
δg = g ( Pi ) − γ ( Pi ) (6.16α)

το μέτρο του οποίου καθορίζει αντίστοιχα τη διαταραχή της βαρύτητας (gravity


disturbance) δg,

δg = g ( Pi ) − γ ( Pi ) (6.16β)

r r
όπου πρακτικά οι διευθύνσεις των διανυσμάτων g ( Pi ) και γ ( Pi ) συμπίπτουν,
δεδομένου ότι το γεωειδές και το ελλειψοειδές δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους (±100
m).

Γενικά, η τιμή της κανονικής βαρύτητας γΡ = γ(Ρ) σε ένα σημείο ενδιαφέροντος P


στην γήινη επιφάνεια (ή σε κάποιο άλλο επίπεδο επάνω ή κάτω από αυτή και όχι
απαραίτητα στην επιφάνεια του ελλειψοειδούς), υπολογίζεται εφαρμόζοντας μια

___________________________________________________________________________
240 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

διόρθωση στην τιμή γ = γ(φ) της κανονικής βαρύτητας στο ελλειψοειδές. Αυτή
εξαρτάται από την μεταβολή ∂γ ∂h της κανονικής βαρύτητας κατά μήκος του
γεωμετρικού υψομέτρου του σημείου Ρ, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια “προς τα
πάνω (upward)” ή “προς τα κάτω (downward)” διόρθωση ελεύθερου αέρα (ή μερικές
φορές μια διόρθωση Bouguer), κατ’ αναλογία με την αντίστοιχη διόρθωση ελεύθερου
αέρα (ή τη διόρθωση Bouguer) μιας μέτρησης της πραγματικής βαρύτητας από την
γήινη επιφάνεια στο γεωειδές χρησιμοποιώντας το ορθομετρικό υψόμετρο του
σημείου. Με άλλα λόγια, ο σωστός υπολογισμός της διαταραχής της βαρύτητας στο
σημείο Ρ απαιτεί ότι η διόρθωση στην υπολογισμένη τιμή της κανονικής βαρύτητας
στο ελλειψοειδές, προκειμένου να υπολογιστεί η κανονική βαρύτητα στο εν λόγω
σημείο, πρέπει να γίνεται χρησιμοποιώντας το γεωμετρικό υψόμετρο h του σημείου
Ρ. Όπως φαίνεται στο Σχ. 6.3, εάν αντί αυτού χρησιμοποιείται (λανθασμένα) το
ορθομετρικό υψόμετρο Η, η διόρθωση για τη μεταβολή ∂γ ∂h της κανονικής
βαρύτητας ως προς το ύψος θα έχει ως αποτέλεσμα η ανηγμένη μέτρηση της

Σχήμα 6.3 – Γεωφυσική έμμεση επίδραση στις διαταραχές βαρύτητας από τον τρόπο
υπολογισμού της κανονικής βαρύτητας σε ένα σημείο Ρ, ανάλογα με το υψόμετρο του
γεωειδούς, όπου στο σχήμα (1)-γήινη επιφάνεια, (2)-επίπεδο ανηγμένης κανονικής
βαρύτητας, (3)- γεωειδές, (4)-κανονικό ελλειψοειδές

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 241
___________________________________________________________________________

βαρύτητας (δηλαδή η υπολογισμένη διαταραχή της βαρύτητας) να είναι υπέρ- ή υπό-


διορθωμένη ανάλογα με το πρόσημο της τιμής Ν του υψομέτρου του γεωειδούς.
Συγκεκριμένα, εάν Ν>0 (δηλαδή το γεωειδές είναι πάνω από το χωροσταθμικό
ελλειψοειδές) → το αποτέλεσμα είναι μια υπέρ-διόρθωση, και εάν Ν<0 (δηλαδή το
γεωειδές είναι κάτω από το χωροσταθμικό ελλειψοειδές) → το αποτέλεσμα είναι μια
αντίστοιχη υπό-διόρθωση. Η εν λόγω μεταβολή είναι γνωστή ως γεωφυσική έμμεση
επίδραση (geophysical indirect effect) και μπορεί να υπολογιστεί από διαθέσιμα
μοντέλα του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές (όπως το μοντέλο EGM96) ή
από μοντέλα του τοπικού γεωειδούς στην εκάστοτε περιοχή ενδιαφέροντος. Σε
παγκόσμιο επίπεδο, το μέγεθος της έμμεσης επίδρασης κυμαίνεται μεταξύ -27 και 25
mgal στις θαλάσσιες περιοχές και μεταξύ -20 και 15 mgal στις ηπειρωτικές περιοχές
(Hackney και Featherstone, 2001, και 2003).

Οι διαταραχές βαρύτητας έχουν απλούστερη φυσική σημασία, σε σχέση με τις


ανωμαλίες βαρύτητας. Ωστόσο, δεν τυγχάνουν μεγάλης πρακτικής χρήσης στις
επίγειες γεωδαιτικές εφαρμογές, αν και μπορούν να υπολογιστούν στα ίδια σημεία,
π.χ. από μετρήσεις βαρύτητας g στη γήινη επιφάνεια και μετρήσεις GPS (δηλαδή
υπολογισμένα γεωμετρικά υψόμετρα h) που με τη σειρά τους επιτρέπουν να
υπολογιστεί (σύμφωνα με την προαναφερόμενη διαδικασία) η ανηγμένη κανονική
βαρύτητα γ στα ίδια σημεία. Σε αντιδιαστολή, στις γεωφυσικές εφαρμογές, το
ενδιαφέρον εστιάζεται στις τοπικές παραλλαγές της βαρύτητας (δηλαδή παραλλαγές
που δεν περιέχουν τις γενικές επιδράσεις του γήινου πεδίου βαρύτητας, όπως αυτές
εκφράζονται από το κανονικό πεδίο βαρύτητας). Στην περίπτωση αυτή, είναι λογικό
να υπολογίζονται διαταραχές της βαρύτητας στο εκάστοτε σημείο των μετρήσεων.

6.2 Σχέσεις του διαταρακτικού δυναμικού με άλλες παραμέτρους


του πεδίου βαρύτητας

Μεταξύ των προαναφερόμενων παραμέτρων που συνδέουν το δυναμικό της


βαρύτητας και τη γεωμετρία του πεδίου βαρύτητας ισχύουν διάφορες μαθηματικές
σχέσεις που αποτελούν βασικές εκφράσεις του γεωδαιτικού προβλήματος των
συνοριακών τιμών, του οποίου αντικειμενικός στόχος είναι ο προσδιορισμός της
γήινης επιφάνειας και του εξωτερικού πεδίου βαρύτητας της Γης από δεδομένα του
πραγματικού δυναμικού W και μετρήσεων της βαρύτητας g σε σημεία σε όλη την
επιφάνεια της Γης. Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται εκφράζοντας τις εν λόγω
ποσότητες ως συνάρτηση του διαταρακτικού δυναμικού όπως αναλύεται
διεξοδικότερα παρακάτω.

___________________________________________________________________________
242 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

Σχήμα 6.4 – Η θεμελιώδης 2η σχέση του Bruns

6.2.1 Σχέση του διαταρακτικού δυναμικού και της απόκλισης του


γεωειδούς - Η δεύτερη σχέση του Bruns

Ας θεωρήσουμε αρχικά την απλή περίπτωση που αφορά την αποχή ή απόκλιση του
γεωειδούς N, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.4, όπου το σημείο Ρο στο γεωειδές
προκύπτει από την προβολή ενός σημείου ενδιαφέροντος Ρ από την γήινη επιφάνεια
στο ελλειψοειδές κατά μήκος της καθέτου στο ελλειψοειδές που διέρχεται από το Ρ.
Οι ισοδυναμικές επιφάνειες του πραγματικού δυναμικού που διέρχονται από τα
σημεία Ρ και Ρο απεικονίζονται με διακεκομμένες γραμμές και το πραγματικό
δυναμικό τους συμβολίζεται αντίστοιχα ως WP = Wo - CP και WPo = Wo, όπου Wo
είναι το πραγματικό δυναμικό στο γεωειδές, είναι ο γεωδυναμικός αριθμός του
σημείου P. Αντίστοιχα απεικονίζονται οι ισοδυναμικές (ή σωστότερα οι

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 243
___________________________________________________________________________

σφαιροδυναμικές) επιφάνειες του κανονικού πεδίου βαρύτητας που δημιουργεί το


χωροσταθμικό ελλειψοειδές και διέρχονται από τα σημεία Ρ και Ρο, και το κανονικό
δυναμικό τους συμβολίζεται ως U(P) = UP και U(Ρο) = UPo. Αν η συνάρτηση του
κανονικού δυναμικού U στο Ρο αναπτυχθεί σε σειρά Taylor αγνοώντας τους μη
γραμμικούς όρους, συνάγεται εύκολα η σχέση

U ( Po ) − U (Qo ) = U ( Po ) − W (Qo ) =
⎛ ∂U ⎞ (6.17)
=⎜ ⎟ N ( Po ) + ... = −γ Qo N ( Po ) = −γ o N ( Po )
⎝ ∂n ⎠ Qo

όπου n′ είναι η τοπική κάθετος στο ελλειψοειδές, κατά μήκος της οποίας το μήκος
ΡοQo = ΝΡ = Ν είναι η αποχή του γεωειδούς που εκφράζει την απόσταση μεταξύ των
ισοδυναμικών επιφανειών U=UQo=U(Qo) και W=WPo=W(Po). Διαπιστώνοντας ότι η
διαφορά W (Qo ) − U ( Po ) δεν είναι τίποτα άλλο από το διαταρακτικό δυναμικό στο
σημείο Ρο, συνάγεται εύκολα ότι TPo = γ o N Po ή

T
T =γ N → N = (6.18)
γ

όπου οι δείκτες παραλείπονται κατανοώντας ότι η σχέση ισχύει με τις ποσότητες του
διαταρακτικού δυναμικού και του υψομέτρου του γεωειδούς να υπολογίζονται στο
γεωειδές. Η εν λόγω εξίσωση είναι γνωστή ως 2η σχέση του Bruns (second Brun’s
formula) και χρησιμοποιείται ευρέως στη Γεωδαισία.

Υπενθυμίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, έχει υποτεθεί ότι στα σημεία της
επιφάνειας του κανονικού ελλειψοειδούς ισχύει U = Uo = Wo. Στην πράξη
οποιοδήποτε σφάλμα, π.χ. δΜ στην υποτιθέμενη μάζα της Γης, που αποτελεί εξ
ορισμού μια από τις παραμέτρους καθορισμού του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς,
δημιουργεί ένα αντίστοιχο σφάλμα δU στο κανονικό δυναμικό ή ισοδύναμα ένα
σφάλμα δΤ στο διαταρακτικό δυναμικό και συγχρόνως ένα σφάλμα δγο στην τιμή της
κανονικής βαρύτητας που εκφράζεται από τη σχέση

GδM δU δT
δγ ο = − 2
= =− (6.19)
r r r

Κατά συνέπεια, σε αναλογία με τη σχέση (6.17) θα ισχύει

___________________________________________________________________________
244 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

U ( Po ) − Wo − δU =
(6.20)
− (γ o + δγ o ) ( N ( Po ) + δΝ )

που οδηγεί στην γενικευμένη σχέση του Bruns (Vanicěk and Krakiwsky, 1986)

Τ + δΤ
Ν + δΝ = (6.21)
γ + δγ

η οποία συσχετίζει το διαταρακτικό δυναμικό (που υπολογίζεται από το υποτιθέμενο


κανονικό πεδίο βαρύτητας) με την απόκλιση του γεωειδούς από το υποτιθέμενο
δΤ
κανονικό ελλειψοειδές. Κατά προσέγγιση, μπορεί να ληφθεί ότι δΝ ≈ και με
γ
κάποιους στοιχειώδεις υπολογισμούς συνάγεται ότι, για παράδειγμα, ένα σχετικό
σφάλμα της τάξης του 10-6 στην τιμή της μάζας της Γης συνεπάγεται ένα σφάλμα δΝ
στις τιμές των αποκλίσεων του γεωειδούς Ν της τάξης των 6 m ή ισοδύναμα ένα
αντίστοιχο σφάλμα στο μέγεθος του κανονικού ελλειψοειδούς, γεγονός που
υποδηλώνει για μια ακόμη φορά τη σχέση μεταξύ των φυσικών παραμέτρων του
γήινου πεδίου βαρύτητας με τη γεωμετρία της φυσικής Γης.

Μια παρόμοια με τη 2η σχέση του Bruns ισχύει και για τις ανωμαλίες του γεωειδούς
ζ, όπου π.χ. από το σχήμα 6.1 συνάγεται ότι

∂U (Q)
U P − WP = ζ = −γ (Q) ζ ( P) (6.22)
∂n'

όπου η παράγωγος του κανονικού δυναμικού υπολογίζεται στη διεύθυνση n′ της


καθέτου στο ελλειψοειδές, και η κανονική βαρύτητα υπολογίζεται για το σημείο Q
στο τελλουροειδές. Αντικαθιστώντας το αριστερό μέρος της σχέσης με το
διαταρακτικό δυναμικό στο σημείο Ρ στην γήινη επιφάνεια, συνάγεται ότι

TP = γ (Q ) ζ P (6.23)

όπου, όπως και για τη σχέση (6.18), συνήθως οι δείκτες που αφορούν το σημείο
ενδιαφέροντος Ρ παραλείπονται κατανοώντας ότι η σχέση (6.23) ισχύει με τις
ποσότητες του διαταρακτικού δυναμικού και της ανωμαλίας του υψομέτρου του
γεωειδούς να υπολογίζονται στο εν λόγω σημείο.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 245
___________________________________________________________________________

6.2.2 Σχέση του διαταρακτικού δυναμικού και των συνιστωσών της


απόκλισης της κατακορύφου

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η απόκλιση της κατακορύφου ε (Σχ. 6.5) μπορεί να
ερμηνευτεί ως η κλίση του γεωειδούς σε σχέση με το κανονικό ελλειψοειδές στο
σημείο ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα οι δύο συνιστώσες ξ και η υπολογίζονται
εύκολα από τις παραγώγους της αποχής του γεωειδούς στο εκάστοτε σημείο
ενδιαφέροντος κατά τις διευθύνσεις του μεσημβρινού (meridian) και του πρώτου
καθέτου επιπέδου (prime vertical) στο εν λόγω σημείο, και δίνονται από τις
ακόλουθες σχέσεις:

Σχήμα 6.5 – Η σχέση της απόκλισης της κατακορύφου και του γεωειδούς

1 ∂N 1 ∂N
ξ ( Po ) = − και η ( Po ) = − (6.24)
M κ ∂φ Ν κ cos φ ∂λ

όπου

___________________________________________________________________________
246 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

a (1 − e 2 ) a
Mk = και Ν k =
(1 − e 2 sin 2 φ ) 3 / 2 (1 − e 2 sin 2 φ )1 / 2

είναι οι αντίστοιχες ακτίνες καμπυλότητας της μεσημβρινής και της κάθετης τομής,
και λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση του Bruns (6.18) και ότι η κανονική βαρύτητα δεν
εξαρτάται από το γεωγραφικό μήκος λ προκύπτει ότι

T ∂γ 1 ∂T
ξ ( Po ) = − (6.25α)
M κ γ 2 (Qo ) ∂φ M κ γ (Qo ) ∂φ

και

1 ∂T
η ( Po ) = − (6.25β)
Ν κ cos φ γ (Qo ) ∂λ

Σε σφαιρική προσέγγιση οι παραπάνω σχέσεις εκφράζονται ως

1 ∂N T ∂γ 1 ∂T
ξ ( Po ) = − = − (6.26α)
R ∂φ R γ 2 (Q ) ∂φ R γ (Qo ) ∂φ
o

και

1 ∂N 1 ∂T
η ( Po ) = − =− (6.26β)
R cosφ ∂λ R cosφ γ (Qo ) ∂λ

όπου R είναι η μέσης ακτίνα της Γης. Παρόμοιες σχέσεις συνδέουν τις επιφανειακές
ανωμαλίες κατά τον Molodensky με την ανωμαλία ύψους του σημείου
ενδιαφέροντος.

6.2.3 Η σχέση διαταρακτικού δυναμικού και διαταραχής της


βαρύτητας

Στη συνέχεια, αν θεωρήσουμε τη διαταραχή της βαρύτητας σε ένα σημείο στο


r
γεωειδές, π.χ. το προηγούμενο σημείο Ρο. Με την υπενθύμιση ότι g = ∇W και
r
γ = ∇U , συνάγεται εύκολα ότι

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 247
___________________________________________________________________________
r r r
δg = g ( Po ) − γ ( Po ) =
(6.27α)
= ∇W ( Po ) − ∇U ( Po ) = ∇ ( W ( Po ) − U ( Po ) ) = ∇T ( Po )

Με άλλα λόγια, το διάνυσμα της διαταραχής της βαρύτητας στο εν λόγω σημείο
στο γεωειδές δίνεται από την κλίση της συνάρτησης του διαταρακτικού δυναμικού
στο ίδιο σημείο. Επίσης, δεδομένου ότι ισχύουν επίσης οι σχέσεις

∂W ∂U
g=− και γ = − (6.28)
∂n ∂n ′

όπου n και n' δηλώνουν τις τοπικές καθέτους στο γεωειδές και στο ελλειψοειδές
αντίστοιχα, και επειδή επιπλέον η γωνία μεταξύ των n και n′ (δηλαδή η απόκλιση της
κατακορύφου) είναι γενικά πολύ μικρή, συνάγεται εύκολα η σχέση

r r ∂W ∂U ∂W ∂U ∂T ∂T
δg = g − γ ≈ g − γ = − + ≈− + =− =− (6.27β)
∂n ∂n′ ∂n' ∂n' ∂n' ∂h

που συνδέει τη διαταραχή της βαρύτητας με την παράγωγο του διαταρακτικού


δυναμικού κατά τη διεύθυνση της τοπικής καθέτου στο γεωειδές ή στο ελλειψοειδές.

6.2.4 Η σχέση διαταρακτικού δυναμικού και ανωμαλίας της


βαρύτητας

Παραγωγίζοντας την εξίσωση (6.17) κατά τη διεύθυνση της τοπικής καθέτου στο
ελλειψοειδές συνάγεται ότι

∂U ( Po ) ∂U (Qo ) ∂γ
− =− N ( Po ) (6.29)
∂n' ∂n' ∂n' Qo

∂U ( Po ) ∂U (Qo )
όπου = −γ ( Po ) και = −γ (Qo )
∂n' ∂n'

και συνεπώς

∂γ
γ ( Po ) − γ (Qo ) = N ( Po ) (6.30)
∂n' Qo

___________________________________________________________________________
248 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

η οποία σε συνδυασμό με την σχέση (6.27β) συνεπάγεται ότι

∂γ ∂Τ
g ( Po ) − γ (Qo ) = N ( Po ) − (6.31)
∂n' Qo ∂n' Ρo

Αλλά εξ ορισμού Δg = g ( Po ) − γ (Qo ) είναι η ανωμαλία βαρύτητας στο σημείο Ρο,


οπότε

∂γ ∂Τ ∂γ
Δg ( Po ) = N ( Po ) − = N ( Po ) + δg ( Po ) (6.32)
∂n' Qo ∂n' Ρo ∂n' Qo

που συνδέει, για το ίδιο σημείο Ρ, την ανωμαλία βαρύτητας με την αποχή του
γεωειδούς (ή εμμέσως βάσει της σχέσης (6.18) με το διαταρακτικό δυναμικό) και τη
διαταραχή της βαρύτητας.

Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τη 2η σχέση του Bruns, εξίσωση (6.18), και


αντικαθιστώντας την τιμή της αποχής του γεωειδούς συνάγεται η ακόλουθη
διαφορική εξίσωση

∂γ T ( Po ) ∂Τ
Δg ( Po ) = − (6.33)
∂n' Qo γ Qo ∂n' Ρo

η οποία, επειδή συνδέει τις μετρούμενες ανωμαλίες βαρύτητας με το άγνωστο


διαταρακτικό δυναμικό Τ, είναι γνωστή ως η θεμελιώδης σχέση της φυσικής
γεωδαισίας (fundamental equation of physical geodesy) και συνήθως γράφεται ως

∂γ T ∂Τ
Δg ≅ − , (6.34)
∂h γ ∂h

στην οποία χρησιμοποιείται το υψόμετρο h (αφού αυτό υπολογίζεται κατά μήκος της
καθέτου n′ στο ελλειψοειδές) και οι όροι της εξίσωσης σχετίζονται με το σημείο Qo
στο ελλειψοειδές.

Σε σφαιρική προσέγγιση (r = RE), δεδομένου ότι ισχύουν οι σχέσεις

∂ ∂ GM ∂γ ∂γ GM γ 1 ∂γ 2
= , γ = , = = −2 = −2 , =− (6.35)
∂n' ∂r r2 ∂r ∂h r 3 r γ ∂h r

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 249
___________________________________________________________________________

με αντικατάσταση των αντίστοιχων όρων, προκύπτει επίσης η ακόλουθη μορφή της


θεμελιώδους εξίσωσης της βαρυτημετρίας

∂γ T ∂Τ 2T ∂Τ
Δg ≅ − =− − (6.36)
∂r γ ∂r r ∂r

Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε από τις σχέσεις (6.33), (6.34) και (6.36) παρέχουν
τις συνοριακές τιμές για το 3o (ή το λεγόμενο μικτό) συνοριακό γεωδαιτικό
πρόβλημα, προκειμένου να επιλυθεί, από ανωμαλίες βαρύτητας (στο γεωειδές), η
εξίσωση του Laplace ΔΤ = 0 και να υπολογιστεί το διαταρακτικό δυναμικό Τ, ως
αρμονική συνάρτηση που προκύπτει από τη διαφορά δύο δυναμικών (εκείνων της
πραγματικής Γης και του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς) τα οποία προέρχονται από
τις ελκτικές δυνάμεις στο χώρο έξω από τη μάζα της Γης. Στην πράξη, πέρα από τις
εν λόγω συνοριακές τιμές, υποθέτουμε ότι επιπλέον δεν υπάρχουν τοπογραφικές
μάζες έξω από το γεωειδές, κάτι που στην πραγματικότητα προφανώς δεν ισχύει.
Ωστόσο, με τις κατάλληλες αναγωγές που εφαρμόζονται στις μετρήσεις βαρύτητας,
ώστε να αναχθούν συνήθως από την γήινη επιφάνεια στο γεωειδές, ουσιαστικά οι
τοπογραφικές μάζες πάνω από το γεωειδές απομακρύνονται έτσι ώστε μπορούμε να
υποθέσουμε ότι όλες οι τοπογραφικές μάζες περικλείονται μέσα στο γεωειδές. Στην
εν λόγω περίπτωση, η πυκνότητα ρ μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μηδέν παντού έξω
από το γεωειδές, και το διαταρακτικό δυναμικό Τ είναι αρμονική συνάρτηση στον
χώρο αυτό και συνεπώς ικανοποιεί την εξίσωση ΔΤ = 0, η οποία μαζί και με τις
συνοριακές συνθήκες που παρέχει η θεμελιώδης εξίσωση της φυσικής γεωδαισίας
αρκούν για τον προσδιορισμό του διαταρακτικού δυναμικού Τ. Ο υπολογισμός του Τ
με τη σειρά του, οδηγεί στον υπολογισμό των αποκλίσεων του γεωειδούς Ν με τη
χρήση της 2ης εξίσωσης του Bruns.

6.2.5 Ανάπτυγμα του διαταρακτικού δυναμικού και των άλλων


παραμέτρων του πεδίου βαρύτητας σε σφαιρικές αρμονικές

Αφού το διαταρακτικό δυναμικό είναι αρμονική συνάρτηση, μπορεί να αναπτυχθεί σε


αριθμοσειρά από αρμονικούς συντελεστές και να εκφραστεί στη μορφή

∞ n +1
⎛R⎞
T ( r ,θ , λ ) = ∑ ⎜ ⎟ Tn (θ , λ ) (6.37α)
n =0 ⎝ r ⎠

όπου Tn (θ , λ ) είναι οι Laplace επιφανειακές σφαιρικές αρμονικές συναρτήσεις


βαθμού n και (r, θ, λ) είναι οι σφαιρικές συντεταγμένες του εκάστοτε σημείου

___________________________________________________________________________
250 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

ενδιαφέροντος. Στο γεωειδές, αν θεωρηθεί ότι αυτό προσεγγίζεται από μια σφαίρα
όπου ισχύει r = R, όπου R είναι η μέση ακτίνα της Γης, ισχύει


T = T ( R,θ , λ ) = ∑ Tn (θ , λ ) (6.37β)
n =0

Από τη 2η σχέση του Βruns και τη πρώτη προσέγγιση της κανονικής βαρύτητας γ
(=GM/r2) προκύπτει

T T ( R ,θ , λ ) r2 ∞
N=
γ
=
(GM / r 2 ) GM
= ∑ T (θ , λ )
n =0
n (6.38α)

ή σε σφαιρική προσέγγιση (r = RE = R)

T ( R ,θ , λ )
T R2 ∞
N= =
γ (GM / R 2 ) GM
= ∑ T (θ , λ )
n =0
n
(6.38β)

Με την ίδια σφαιρική προσέγγιση, προκύπτει αντίστοιχα η σχέση που εκφράζει την
διαταραχή της βαρύτητας σε ένα σημείο σε σφαιρικές αρμονικές ως

n +1
∂T 1 ∞ ⎛R⎞
δg = − = ∑ (n + 1)⎜ ⎟ Tn (θ , λ ) (6.39α)
∂r r n =0 ⎝r⎠

και αντίστοιχα στο γεωειδές (r = R) ισχύει

∂T 1 ∞
δg = − = ∑ (n + 1)Tn (θ , λ ) (6.39β)
∂r R n =0

Εισάγοντας τις σχέσεις (6.39α) και (6.39β) στη σχέση (6.36) προκύπτει η αντίστοιχη
έκφραση της ανωμαλίας βαρύτητας σε σφαιρικές αρμονικές

n +1
∂T 2T 1 ∞ ⎛R⎞
Δg = − − = ∑ (n − 1)⎜ ⎟ Tn (θ , λ ) (6.40α)
∂r r r n =0 ⎝r⎠

και αντίστοιχα στο γεωειδές ισχύει

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 251
___________________________________________________________________________

1 ∞
Δg = ∑ (n − 1)Tn (θ , λ )
R n =0
(6.40β)

Στην προκειμένη περίπτωση, ας σημειωθεί ότι αν και η σχέση του διαταρακτικού


δυναμικού περιέχει τον αρμονικό όρο βαθμού n=1, στο ανάπτυγμα των ανωμαλιών
βαρύτητας Δg δεν υπεισέρχεται ο εν λόγω όρος Τ1 εξ αιτίας του όρου (n-1) = 0 που
μηδενίζεται για n=1.

Οι ανωμαλίες βαρύτητας μπορούν επίσης να εκφραστούν ως αριθμοσειρά


επιφανειακών αρμονικών συναρτήσεων


Δg (θ , λ ) = ∑ Δg n (θ , λ ) (6.40γ)
n =0

και συγκρίνοντας την παραπάνω σχέση με την αντίστοιχη σχέση (6.37) για το
διαταρακτικό δυναμικό προκύπτουν οι σχέσεις

n −1
Δg n (θ , λ ) = Tn (θ , λ ) , ή (6.41)
R

R
Tn (θ , λ ) = Δg n (θ , λ ) (6.42α)
n −1

ή ισοδύναμα

∞ ∞
Δg n (θ , λ )
T (θ , λ ) = ∑ Tn (θ , λ ) = R ∑ (6.42β)
n =0 n =0 n −1

από την οποία επίσης φαίνεται ότι στο ανάπτυγμα των ανωμαλιών βαρύτητας σε
σφαιρικές αρμονικές δεν πρέπει να υπάρχει αρμονικός όρος για n=1 (γιατί
Δg n (θ , λ )
→ ∞ για n=1). Στην πράξη, τα παραπάνω αναπτύγματα (6.41) και
n −1
(6.42β) δεν περιέχουν τους αρμονικούς όρους n=0 και n=1 για τους λόγους που ήδη
έχουν εκτεθεί στο κεφ. 3 και αφορούν στην βασική υπόθεση ότι το κανονικό
ελλειψοειδές έχει το κέντρο του στο κέντρο της πραγματικής Γης και είναι
κατάλληλα προσανατολισμένο σε σχέση με την πραγματική Γη.

Από το κεφ. 3, είδαμε ότι το ανάπτυγμα σε σφαιρικές αρμονικές του ελκτικού


δυναμικού της Γης δίνεται από τη σχέση (3.93α)

___________________________________________________________________________
252 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

∞ n n
GM ⎛a ⎞
V (r , θ , λ ) = [1 + ∑ ⎜ e ⎟ ∑ (C nm cos mλ + S nm sin mλ ) Pnm (cos θ )] =
r n =1 ⎝ r ⎠ m =0

∞ n
GM ⎛a ⎞ n
[1 − ∑ ⎜ e ⎟ ∑ (J nm cos mλ + K nm sin mλ ) Pnm (cos θ )] =
r n =1 ⎝ r ⎠ m=0

=W −Φ
(6.43α)

ή αν χρησιμοποιηθούν κανονικοποιημένοι συντελεστές από τη σχέση (3.93β) ως

∞ n n
GM ⎛ ae ⎞
V (r , θ , λ ) =
r
[1 + ∑ ⎜⎜
r
⎟⎟ ∑ (C nm cos mλ + S nm sin mλ ) Pnm (cos θ )]
n =1 ⎝ ⎠ m =0
∞ n n
GM ⎛ ae ⎞
=
r
[1 − ∑ ⎜⎜⎝ r
⎟⎟

∑ ( J nm cos mλ + K nm sin mλ ) Pnm (cos θ )]
n =1 m =0
(6.44β)

Αντίστοιχα από το κεφ. 4 είδαμε ότι το κανονικό μέρος του ελκτικού δυναμικού σε
σφαιρικές αρμονικές εκφράζεται από τη σχέση (4.21)

∞ n
GM o ⎛ ae ⎞
V N (r , θ , λ ) =
r
[1 + ∑ ⎜ ⎟ C n Pn (cos θ )]
n = 2 , 4 ,.. ⎝ r ⎠
(6.45α)
∞ n
GM o ⎛a ⎞
= [1 − ∑ ⎜ e ⎟ J n Pn (cos θ )] = U − Φ
r n = 2 , 4 ,.. ⎝ r ⎠

ή αν χρησιμοποιηθούν κανονικοποιημένοι συντελεστές από τη σχέση (4.22) ως

∞ n
GM o ⎛ ae ⎞
V N ( r ,θ , λ ) =
r
[1 + ∑ ⎜ ⎟ C n Pn (cosθ )]
n = 2 , 4 ,... ⎝ r ⎠
(6.45β)
∞ n
GM o ⎛ ae ⎞
=
r
[1 − ∑ ⎜ ⎟ J n Pn (cosθ )]
n = 2 , 4 ,... ⎝ r ⎠

όπου στο εν λόγω ανάπτυγμα, εξ αιτίας της συμμετρίας του χωροσταθμικού


ελλειψοειδούς (που εξ ορισμού είναι ένα ελλειψοειδές εκ περιστροφής), οι

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 253
___________________________________________________________________________

τεσσεροειδείς σφαιρικοί αρμονικοί όροι δεν υφίστανται και το ανάπτυγμα


περιλαμβάνει μόνο σφαιρικούς αρμονικούς ζώνης (δηλαδή n = άρτιοι ακέραιοι
αριθμοί) και συνήθως συμπεριλαμβάνονται μόνο οι όροι για n=2 και 4, ή το πολύ
μέχρι βαθμού n=6 ή 8.

Στις σχέσεις (6.45) ο όρος GMo διαφοροποιείται από τον όρο GM (όπου το Μ
αναφέρεται στην μάζα της πραγματικής Γης) στις σχέσεις (6.44) για να υποδηλώσει
ότι αποτελεί μια από τις παραμέτρους καθορισμού του κανονικού ελλειψοειδούς και
το Mo δεν μπορεί παρά μόνο να προσεγγίζει τη πραγματική μάζα της Γης Μ. Ωστόσο,
με τα σημερινά δεδομένα από τη δορυφορική γεωδαισία, ο όρος GMo προσεγγίζει την
πραγματική τιμή του GM πολύ καλά (με ένα σφάλμα της τάξης του δGM/GM ≈ 10-8),
γεγονός που μας επιτρέπει να θεωρούμε ότι πρακτικά GMo = GM.

Από τα παραπάνω δύο αναπτύγματα, χρησιμοποιώντας τις σχέσεις με τους


κανονικοποιημένους συντελεστές, προκύπτει ότι

∞ n n
G δΜ G Μ ⎛a⎞
T = W −U =
r
+
r ∑ ⎜ ⎟
⎝ r⎠ ∑
(δC nm cos mλ + δS nm sin mλ ) Pnm (cos θ )]
n=2 m =0
∞ n n
G Μ ⎛a⎞

r ∑ ⎜ ⎟
⎝ r ⎠ m =0

(δC nm cos mλ + δS nm sin mλ ) Pnm (cos θ )]
n=2
(6.46α)

ή σε σφαιρική προσέγγιση (r = R)

∞ n
G δΜ G Μ
T = W −U =
r
+
r ∑ ∑ (δC nm cos mλ + δS nm sin mλ ) Pnm (cos θ )] ≈
n = 2 m =0
∞ n
G Μ

r ∑ ∑ (δC nm cos mλ + δS nm sin mλ ) Pnm (cos θ )]
n = 2 m =0
(6.46β)

G δΜ
θεωρώντας ότι ≈ 0 ή ισοδύναμα Μο ≈ Μ και οι όροι δC nm , δS nm είναι οι
r
διαφορές μεταξύ των πλήρως κανονικοποιημένων συντελεστών των αντιστοίχων
αναπτυγμάτων του ελκτικού δυναμικού της πραγματικής Γης και του ελκτικού
μέρους του κανονικού δυναμικού του πεδίου βαρύτητας που δίνονται από τις σχέσεις

___________________________________________________________________________
254 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

Jn
δCn 0 = C n 0 − για n = 2, 4, 6, 8, … (6.47α)
2n + 1

δCnm = Cnm για κάθε άλλο n, και m (6.47β)

δS nm = S nm (6.47γ)

Από το δεξί μέρος των σχέσεων (6.46) προκύπτουν οι αρμονικές συνιστώσες Τn του
διαταρακτικού δυναμικού και με κατάλληλη αντικατάσταση στις σχέσεις (6.38),
(6.39) και (6.40), στην περίπτωση παραδείγματος χάριν της σφαιρικής προσέγγισης (r
= R), προκύπτουν αντίστοιχα οι ακόλουθες χρήσιμες σχέσεις των παραμέτρων του
γήινου πεδίου βαρύτητας σε ανάπτυγμα σφαιρικών αρμονικών:

• Των αποκλίσεων του γεωειδούς, από τη 2η σχέση του Bruns

T (θ , λ )
N = N (θ , λ ) =
γ
∞ n (6.48)
=R ∑ ∑ (δC nm cos mλ + δS nm sin mλ ) Pnm (cos θ )
n = 2 m =0

• Των ανωμαλιών βαρύτητας στο γεωειδές

Δg = Δg (θ , λ )
∞ n
GM (6.49)
=
R2
∑ ∑ (n − 1)[(δC nm cos mλ + δS nm sin mλ )] Pnm (cos θ )
n = 2 m =0

• Των διαταραχών της βαρύτητας

δg = δg (θ , λ )
∞ n
GM (6.50)
=
R2
∑ ∑ (n + 1)[(δC nm cos mλ + δS nm sin mλ )] Pnm (cos θ )
n = 2 m =0

• Των αποκλίσεων της κατακορύφου,

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 255
___________________________________________________________________________

1 ∂N
ξ ( Po ) = −
R ∂φ
(6.51α)
∞ n
∂Pnm (sin φ )
= −ρ '' ∑ ∑ (δC cos mλ + δS nm sin mλ )
∂φ
nm
n=2 m =0

1 ∂N
η ( Po ) = − =
R cos φ ∂λ
(6.51β)
ρ '' ∞ n
=−
cos φ
∑ ∑ (−δC
n=2 m =0
nm cos mλ + δS nm sin mλ ) mPnm (sin φ )

όπου ρ″ = 206265 είναι ο γνωστός συντελεστής μετατροπής ακτινίων (radians) σε


δευτερόλεπτα τόξου (arcsec).

6.3 Απαραίτητες εκτιμήσεις για τους τύπους των δεδομένων


βαρύτητας και τις φασματικές ιδιότητες τους

Στις προηγούμενες ενότητες αναπτύχθηκαν οι θεωρητικές σχέσεις που συνδέουν τις


διαφόρους παραμέτρους του γήινου πεδίου βαρύτητας. Αυτό που παραμένει να
αναλυθεί διεξοδικότερα παρακάτω είναι ο καθορισμός των μαθηματικών μοντέλων
που σχετίζουν τις εν λόγω παραμέτρους με πραγματικές μετρήσεις βαρύτητας και
πως μέσω αυτών υλοποιείται ο λεπτομερής υπολογισμός του γεωειδούς (ή γενικότερα
του γήινου πεδίου βαρύτητας) σε τοπικό, περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο,
προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ποικίλες ανάγκες διαφόρων γεωδαιτικών και
γεωφυσικών προβλημάτων.

Γενικά οι μέθοδοι υπολογισμού του γεωειδούς διακρίνονται σε δύο κατηγορίες


ανάλογα (i) με τον τύπο των διαθέσιμων μετρήσεων (δεδομένων), και (ii) τη
μεθοδολογία και τους αλγορίθμους (μοντέλα) που χρησιμοποιούνται για τους εν
λόγω υπολογισμούς. Συγκεκριμένα, ως προς την πρώτη κατηγοριοποίηση, οι μέθοδοι
προσδιορισμού του γεωειδούς διακρίνονται σε

• Βαρυτημετρικές μεθόδους (Gravimetric methods), οι οποίες χρησιμοποιούν


σημειακές ή/και μέσες τιμές των μετρήσεων βαρύτητας, μοντέλα του γήινου
δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, και λεπτομερή μοντέλα της μορφολογίας του
εδάφους και παράγουν λύσεις για το γεωειδές σε παγκόσμια, περιφερειακή ή
τοπική κλίμακα.

___________________________________________________________________________
256 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

• Αστρογεωδαιτικές μεθόδους (Astrogeodetic methods), οι οποίες χρησιμοποιούν


τις συνιστώσες της απόκλισης της κατακορύφου, είτε αυτοτελώς, π.χ. με
κλασσικές τεχνικές όπως η αστρογεωδαιτική χωροστάθμηση (astrogeodetic
leveling), είτε σε συνδυασμό με μοντέλα του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές
αρμονικές και ανωμαλίες βαρύτητας, π.χ. με άστρο-βαρυτημετρικές τεχνικές,
όπως η αστροβαρυτημετρική χωροστάθμηση (astro-gravimetric leveling).

• Μεθόδους δορυφορικής αλτιμετρίας (Satellite altimetry methods), οι οποίες


χρησιμοποιούνται κυρίως για τον προσδιορισμό του θαλάσσιου γεωειδούς από
μακροχρόνιες μετρήσεις σειράς αλτιμετρικών δορυφόρων, από τη σειρά των
δορυφόρων 1ης γενιάς GEOS-3, SEASAT, GEOSAT (της δεκαετίας του ’80),
μέχρι τους σημερινούς εν ενεργεία τέτοιους δορυφόρους όπως οι
TOPEX/Poseidon, JASON, και ENVISAT.

• Συνδυαστικές μεθόδους (Combination methods), οι οποίες χρησιμοποιούν


δεδομένα από διαφορετικές επίγειες ή δορυφορικές πηγές (δηλαδή ετερογενή
δεδομένα) και συνεπώς απαιτούν ειδική επεξεργασία βελτιστοποίησης των
φασματικών ιδιοτήτων των διαφορετικών τύπων δεδομένων, όπως φαίνεται στο
σχήμα 6.5 και αναλύεται διεξοδικότερα παρακάτω.

Ως προς τη δεύτερη κατηγοριοποίηση, διακρίνονται σε

• Μεθόδους ολοκλήρωσης (Integral methods), οι οποίες χρησιμοποιούν


ολοκληρωματικούς τύπους που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την επίλυση
κάποιου από τα γεωδαιτικά προβλήματα συνοριακών τιμών χρησιμοποιώντας
διαφόρους τύπους μετρήσεων (Δg, ξ, η, Ν, W, Τ, κ.ά.) του πεδίου βαρύτητας, οι
οποίες κατά κανόνα διεξάγονται στην γήινη φυσική επιφάνεια. Περαιτέρω, οι εν
λόγω μέθοδοι διακρίνονται σε τεχνικές που χρησιμοποιούν κλασσικές ή
τροποποιημένες διαδικασίες αριθμητικής ολοκλήρωσης και σε τεχνικές
φασματικής ολοκλήρωσης (spectral techniques) υπολογισμού των συγκεκριμένων
ολοκληρωματικών τύπων. Το πλεονέκτημα των φασματικών μεθόδων είναι ότι
επιτρέπουν τη δυνατότητα ταχύτερου υπολογισμού των παραμέτρων του πεδίου
βαρύτητας χρησιμοποιώντας κατάλληλα μοντέλα αναπαράστασης και ανάλυσης
των συναρτήσεων που εκφράζουν τις σχέσεις μεταξύ των παραμέτρων του
πεδίου βαρύτητας (και τυπικά εξαρτώνται από την απόσταση), στο χώρο των
φασματικών συχνοτήτων (spectral ή frequency domain) αντί του τρισδιάστατου
χώρου (spatial domain).

• Στοχαστικές μεθόδους (Stochastic methods), οι οποίες βασίζονται στις διάφορες


μαθηματικές προσεγγίσεις του διαταρακτικού δυναμικού και σε διαδικασίες

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 257
___________________________________________________________________________

παρεμβολής των διαφόρων μεγεθών (παραμέτρων του πεδίου βαρύτητας) που


σχετίζονται με αυτό, βάσει ειδικών εμπειρικών συναρτήσεων
συμμεταβλητότητας που υπολογίζονται μέσω δειγματοληψίας των διαθέσιμων
μετρήσεων του πεδίου βαρύτητας (π.χ. ανωμαλιών βαρύτητας). Τυπικό
παράδειγμα, αποτελεί η λεγόμενη μέθοδος της σημειακής προσαρμογής
(Collocation).

Όπως είναι αυτονόητο, ανεξάρτητα από την ακολουθούμενη μεθοδολογία, ο ακριβής


προσδιορισμός του γεωειδούς και των άλλων παραμέτρων του πεδίου βαρύτητας
είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με δύο βασικούς παράγοντες:

1. τον τύπο και την ακρίβεια των διαθέσιμων δεδομένων κάθε φορά, σε συνδυασμό
με τη συχνότητα (πυκνότητα) των μετρήσεων (data spacing), π.χ. την απόσταση
μεταξύ γειτονικών μετρήσεων, και την κάλυψη των δεδομένων (data coverage),
π.χ. σε παγκόσμια, περιφερειακή ή τοπική κλίμακα.

2. τη φασματική ευαισθησία της παραμέτρου του πεδίου βαρύτητας που


υπολογίζεται από τα συγκεκριμένα διαθέσιμα δεδομένα.

Για παράδειγμα, αν διαθέτουμε ένα μεγάλο αριθμό ανωμαλιών βαρύτητας σε μια


περιοχή 2ο x 2ο, η συνεισφορά τους στον ακριβή υπολογισμό των αποκλίσεων της
κατακορύφου ξ, η σε ενδιάμεσα σημεία στην εν λόγω περιοχή θα είναι
ικανοποιητική, ενώ αντίθετα θα είναι γενικά λιγότερο ικανοποιητική ή ακόμα και μη
αποδεκτή για τον υπολογισμό των υψομέτρων του γεωειδούς. Σε μια άλλη
περίπτωση, αν σε παγκόσμιο επίπεδο διαθέτουμε μέσες ανωμαλίες βαρύτητας σε
διαμερίσματα της γήινης επιφάνειας διαστάσεων 1ο x 1ο, ο υπολογισμός από αυτές
των υψομέτρων του γεωειδούς σε διάφορα σημεία στη γήινη επιφάνεια θα μπορεί να
γίνει σε επίπεδο σχετικής ακρίβειας τυπικά της τάξης του 2%, ενώ από τα ίδια
δεδομένα οι αποκλίσεις της κατακορύφου στα ίδια σημεία μπορούν να έχουν σχετικά
σφάλματα της τάξης του 50%.

Γενικά μπορεί να θεωρηθεί ότι το φάσμα των συχνοτήτων των παραμέτρων του
γήινου πεδίου βαρύτητας καλύπτει τις ακόλουθες επιμέρους περιοχές, που φαίνονται
στο σχήμα 6.5:

• χαμηλές συχνότητες: 2 ≤ n ≤ 36 (λ/2 ≥ 550 km)


• μεσαίες συχνότητες: 37 ≤ n ≤ 360 (550 km ≥ λ/2 ≥ 55 km)
• υψηλές συχνότητες: 361 ≤ n ≤ 3600 (55 km ≥ λ/2 ≥ 5.5 km)
• πολύ υψηλές συχνότητες: 3601 ≤ n ≤ 36000 (5.5 km ≥ λ/2 ≥ 0.55 km)

όπου n είναι ο μέγιστος βαθμός στο ανάπτυγμα του γήινου δυναμικού σε αρμονικούς
συντελεστές, και λ είναι το αντίστοιχο χαρακτηριστικό μήκος κύματος, από το οποίο

___________________________________________________________________________
258 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

προκύπτει η ευκρίνεια (resolution) του μισού μήκους κύματος (σε km) που
ισοδυναμεί με (2π RΓης / 2n), βλ. κεφ. 3.

Σχήμα 6.6 – Συνεισφορά διαφορετικών τύπων δεδομένων στον


υπολογισμό του γεωειδούς (Schwarz, 1985)

Στο σχήμα 6.6, όπως έχει υποδειχθεί από τον Schwarz (1985), φαίνεται επίσης η
φασματική ευαισθησία των διαφόρων τύπων δεδομένων που χρησιμοποιούνται για
τον υπολογισμό των παραμέτρων του πεδίου βαρύτητας ή με άλλα λόγια σε ποιες
περιοχές του φάσματος των συχνοτήτων του πεδίου βαρύτητας συνεισφέρει
περισσότερο ο κάθε τύπος μετρήσεων. Προσεκτική μελέτη των πληροφοριών που
απεικονίζονται στο εν λόγω σχήμα οδηγεί στις ακόλουθες βασικές διαπιστώσεις:

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 259
___________________________________________________________________________

i. Είναι εμφανές ότι η πιο αξιόπιστη πηγή πληροφορίας για τις χαμηλές συχνότητες
προέρχεται μέχρι σήμερα από τις βαρυτικές διαταραχές στις οποίες υπόκεινται οι
λεγόμενες κανονικές τροχιές των δορυφόρων, δηλαδή οι ελλειπτικές Κεπλέριας
μορφής τροχιές που θα εκτελούσαν οι δορυφόροι υπό την επίδραση μόνο του
ελκτικού γήινου δυναμικού μιας σφαιρικής Γης, χωρίς ατμόσφαιρα και
ομοιογενούς ως προς τη κατανομή των πυκνοτήτων των υπεδάφιων μαζών της.
Τυπικά, από τις εν λόγω μετρήσεις υπολογίζονται συνήθως μοντέλα του γήινου
δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές μέχρι μέγιστο βαθμό και τάξη 20, αν και
συνήθως μόνο οι συντελεστές μέχρι βαθμό και τάξη 8 ή 10 είναι στατιστικά
αξιόπιστοι σε αυτά τα μοντέλα.

ii. Οι μεσαίες συχνότητες προέρχονται κυρίως από μέσες τιμές των ανωμαλιών
βαρύτητας σε διαμερίσματα έκτασης 1ο x 1ο στις ηπειρωτικές περιοχές και από
μετρήσεις δορυφορικής αλτιμετρίας στις θαλάσσιες περιοχές, οι οποίες
συνδυάζονται και με τα προηγούμενα δεδομένα των τροχιακών διαταραχών. Οι
πληροφορίες από το συνδυασμό των εν λόγω δεδομένων είναι διαθέσιμες κυρίως
στην μορφή μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές μέχρι
μέγιστο βαθμό και τάξη 180 ή ως μέσες ανωμαλίες βαρύτητας 1ο x 1ο σε
ολόκληρη τη γήινη επιφάνεια. Ο εν λόγω συνδυασμός δεδομένων αποτελεί
σήμερα την πλέον αξιόπιστη πηγή περιγραφής του γήινου πεδίου βαρύτητας σε
παγκόσμια κλίμακα, και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται ως πρώτη
προσέγγιση του πεδίου (δηλ. ως επιφάνεια αναφοράς) σε εφαρμογές που
επιζητείται ο υπολογισμός του γεωειδούς και των άλλων παραμέτρων του πεδίου
βαρύτητας σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Ιδιαίτερη ώθηση σε αυτή την
προσπάθεια έχουν δώσει τα αλτιμετρικά δορυφορικά δεδομένα γεωδαιτικής
σημασίας (π.χ. πυκνή κάλυψη από επαναλαμβανόμενα επίγεια τροχιακά ίχνη)
των αποστολών ERS-1 και ERS-2, TOPEX κ.ά. που έχουν επιτρέψει την σχεδόν
πλήρη κάλυψη των ωκεανών με μακροχρόνια δεδομένα μέτρησης της Μέσης
Στάθμης της Θάλασσας (ή του γεωειδούς) και τον υπολογισμό ανωμαλιών
βαρύτητας μεγάλης διακριτικής ικανότητας (π.χ. 5′ x 5′), που με τη σειρά τους
οδήγησαν στα πρώτα μοντέλα αρμονικών συντελεστών του γεωδυναμικού μέχρι
μέγιστο βαθμό και τάξη 360 ή ακόμα και μέχρι βαθμό και τάξη 1800 (Wenzel,
1998) ή πιο πρόσφατα, στο μοντέλο EGM08, μέχρι μέγιστο βαθμό και τάξη 2190
(Pavlis et al., 2008).

Σημαντική βελτίωση των πληροφοριών που αφορούν τις μεσαίες συχνότητες,


προέρχεται σήμερα από τις μετρήσεις βαθμιδομετρίας (gradiometry), δηλαδή
μετρήσεων των παραγώγων (βαθμίδων) 2ης τάξης του δυναμικού της βαρύτητας, και
από παρατηρήσεις της τροχιάς ενός δορυφόρου σε χαμηλή τροχιά από δορυφόρους
υψηλότερης τροχιάς (satellite-to-satellite tracking). Τέτοιες δυνατότητες ήδη
παρέχουν οι τρέχουσες ειδικές δορυφορικές αποστολές μελέτης του πεδίου
βαρύτητας, όπως του δορυφόρου CHAMP (CHAllenging Mini-satellite Payload), και

___________________________________________________________________________
260 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

GRACE (Gravity Recovery and Climate Experiment), ενώ αναμένεται ακόμα


μεγαλύτερη βελτίωση από την αναμενόμενη (μέσα στο 2009) αποστολή COGE
(Gravity Filed and Steady-State Ocean Circulation Experiment). Οι εν λόγω
αποστολές είναι σχεδιασμένες για να παρέχουν δεδομένα βαρύτητας σε παγκόσμιο
επίπεδο με πρωτόγνωρη πυκνότητα και κάλυψη, όπως έχει ήδη αναφερθεί στο κεφ. 3.

Μέχρι σήμερα, στις υψηλές συχνότητες του φάσματος συνεισφέρουν κυρίως μέσες
τιμές ανωμαλιών βαρύτητας σε διαμερίσματα έκτασης 5′ x 5′ ή/και από τιμές των
αποκλίσεων ξ, η της κατακορύφου. Συνήθως οι ανωμαλίες βαρύτητας προτιμώνται
στην προκειμένη περίπτωση επειδή είναι ευρύτερα διαθέσιμες και σε μεγαλύτερη
πυκνότητα, ενώ επιπλέον για τη συλλογή τους απαιτείται μικρότερο κόστος, γεγονός
που είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, και οι δύο αυτοί τύποι μετρήσεων
εάν καλύπτουν μια περιοχή ενδιαφέροντος με την ίδια πυκνότητα (κάλυψη), η
συνεισφορά τους στις υψηλές συχνότητες του φάσματος είναι πρακτικά σχεδόν ίδια.
Από τις διαφαινόμενες νέες τεχνολογικές τάσεις, σε αυτή τη περιοχή των υψηλών
συχνοτήτων του φάσματος την μεγαλύτερη επίδραση προβλέπεται ότι θα έχουν
δεδομένα βαρυτημετρίας από αδρανειακά συστήματα (inertial navigation systems)
και από αερομεταφερόμενα βαθμιδόμετρα (airborne gradiometry), τα οποία είναι
ικανά να δώσουν την απαραίτητη ομοιογενή κάλυψη, και με μόνη προϋπόθεση ότι η
ακρίβεια των εν λόγω μετρήσεων θα είναι της τάξης του ±1 mgal και ±0.3 arcsec
αντίστοιχα. Το κύριο πλεονέκτημα των εν λόγω μετρήσεων είναι η ταχύτητα με την
οποία μπορούν να διεξαχθούν μετρήσεις βαρύτητας, σε σχέση με τις αντίστοιχες
χρονοβόρες επίγειες διαδικασίες, ενώ το κυριότερο μειονέκτημα τους παραμένει,
θεωρητικά τουλάχιστον, το πρόβλημα διαχωρισμού των ελκτικών δυνάμεων από τις
αδρανειακές δυνάμεις, η επίλυση του οποίου αποτελεί ακόμα και σήμερα σημαντικό
αντικείμενο έρευνας.

Διαφορές των υψομέτρων του γεωειδούς, από το συνδυασμό ορθομετρικών


υψομέτρων και γεωμετρικά υψόμετρα από GPS, σήμερα συνεισφέρουν σημαντικά
στις μεσαίες συχνότητες του φάσματος και είναι δυνατόν να συνεισφέρουν στις
υψηλές συχνότητες εφόσον η κάλυψη τέτοιων μετρήσεων είναι ομοιογενής και με
κατάλληλη πυκνότητα (διάστημα μεταξύ των μετρήσεων), [Kearsley (1988), Schwarz
and Sideris (1993)].

Το μέρος των πολύ υψηλών συχνοτήτων του φάσματος είναι σήμερα το λιγότερο
γνωστό. Στις γεωδαιτικές και γεωφυσικές εφαρμογές, οι παραλλαγές του πεδίου
βαρύτητας που αφορούν τις πολύ υψηλές συχνότητες του φάσματος ή πολύ μικρά
χαρακτηριστικά μήκη κύματος λαμβάνονται υπόψη χρησιμοποιώντας λεπτομερή
ψηφιακά μοντέλα της μορφολογίας του εδάφους, π.χ. σε πλέγμα σημείων σε
διάσταση 1 km x 1 km, και εφαρμόζοντας κατάλληλες τοπογραφικές αναγωγές που
υποθέτουν σταθερή πυκνότητα των γήινων μαζών και εξαλείφουν τις υψηλές
συχνότητες που εξαρτώνται από τις ελκτικές επιδράσεις της παρακείμενης

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 261
___________________________________________________________________________

τοπογραφίας. Με τον τρόπο αυτό, στους υπολογισμούς στα σημεία ενδιαφέροντος, το


υπολειπόμενο μέρος της επίδρασης του πεδίου βαρύτητας εκφράζει τις παραλλαγές
των ανωμαλιών βαρύτητας εξ αιτίας των παραλλαγών της πυκνότητας των γήινων
μαζών. Μελλοντικά, ο συνδυασμός ανωμαλιών βαρύτητας και υψομέτρων σε μεγάλη
κάλυψη και πυκνότητα μετρήσεων (τουλάχιστον 1 x 1 km), καθώς και επιφανειακές
μετρήσεις της πυκνότητας του υπεδάφους και από αέρος μετρήσεις βαθμιδομετρίας
ενδέχεται να δώσουν περισσότερες πληροφορίες για τις πολύ υψηλές συχνότητες του
φάσματος των πληροφοριών του διαταρακτικού πεδίου βαρύτητας, οι οποίες είναι
και οι πιο κρίσιμες για τον ακριβέστερο προσδιορισμό του πεδίου βαρύτητας σε
τοπικές κλίμακες και για τις εφαρμογές γεωφυσικών διασκοπήσεων.

6.4 Ολοκληρωματικές μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς

6.4.1 Η ολοκληρωματική σχέση του Stokes

Από τη σχέση (6.40α) που εκφράζει τις ανωμαλίες βαρύτητας σε οποιοδήποτε σημείο
στο χώρο έξω από τη γήινη επιφάνεια συνάγεται ότι

∞ n +1
⎛R⎞
rΔg = ∑ (n − 1)⎜ ⎟ Tn (θ , λ ) (6.52)
n=2 ⎝r⎠

που σημαίνει ότι επειδή η συνάρτηση Τn είναι αρμονική, και η συνάρτηση


(n − 1)Tn (θ , λ ) είναι επίσης αρμονική. Το ανάπτυγμα στην παραπάνω σχέση δεν
περιέχει τους αρμονικούς όρους n=0 και n=1 για τους λόγους που ήδη έχουν εκτεθεί.
Συνεπώς η συνάρτηση r Δg μπορεί να θεωρηθεί ως αρμονική συνάρτηση στον ίδιο
χώρο, και αν δίνονται οι τιμές της επάνω στην γήινη επιφάνεια μπορεί να δειχθεί ότι
ικανοποιεί τη λεγόμενη ολοκληρωματική εξίσωση του Poisson (Poisson’s integral
formula)

R r 2 − R2
f ( r ,θ , λ ) =
4π ∫∫
S
L3
f ( R,θ ' , λ ' ) dσ (6.53α)

η οποία γενικά ισχύει για κάθε αρμονική συνάρτηση f στο εξωτερικό μιας επιφάνειας
S και από την οποία μπορεί να υπολογιστεί από τις συνοριακές τιμές της στην
επιφάνεια S, δίνοντας λύση στο 1ο γεωδαιτικό συνοριακό πρόβλημα (βλ. κεφ. 3) στην
περίπτωση σφαιρικής συνοριακής επιφάνειας ακτίνας R.

___________________________________________________________________________
262 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

Για τις ανάγκες της φυσικής Γεωδαισίας, προκειμένου να ικανοποιηθεί η συνθήκη


απουσίας των αρμονικών όρων μηδενικού και πρώτου βαθμού, η εξίσωση (6.53α)
μετατρέπεται στη λεγόμενη τροποποιημένη ολοκληρωματική εξίσωση του Poisson
(modified Poisson’s integral formula)

R ⎛ r 2 − R 2 1 3R ⎞
f ( r ,θ , λ ) =
4π ∫∫S ⎜⎜⎝ L3 − r − r 2 cosψ ⎟⎟⎠ f ( R,θ ' , λ ' ) dσ (6.53β)

η απόδειξη της οποίας απαιτεί μια εκτεταμένη σειρά υπολογισμών που δεν είναι του
άμεσου ενδιαφέροντος στην προκειμένη περίπτωση, βλ. Heiskanen και Moritz
(1967).

Εφαρμόζοντας την τροποποιημένη ολοκληρωματική εξίσωση του Poisson (6.53β), με


την εισαγωγή στη θέση της συνάρτησης f τη συνάρτηση r Δg συνάγεται ότι

R ⎛ r 2 − R 2 1 3R ⎞
r Δg ( r , θ , λ ) =
4π ∫∫S ⎜⎜⎝ L3 − r − r 2 cosψ ⎟⎟⎠ R Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ (6.54)

ή
R 2 ⎛ r 2 − R 2 1 3R ⎞
Δg ( r , θ , λ ) = ∫∫ ⎜⎜
4πr S ⎝ L 3
− − 2 cosψ ⎟⎟ Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ
r r ⎠
(6.55)

που εκφράζει και τη βασική μαθηματική διαδικασία “αναβιβασμού” ή της “προς τα


πάνω επέκτασης” (upward continuation) των ανωμαλιών βαρύτητας.

Από τη θεμελιώδη εξίσωση της φυσικής Γεωδαισίας (6.34), πολλαπλασιάζοντας επί –


r2 προκύπτει ότι

∂T ∂ (r 2T )
− r 2 Δg = r 2 + 2rT = (6.56)
∂r ∂r

και ολοκληρώνοντας μεταξύ των ορίων ∞ και r συνάγεται εύκολα ότι

r
r
r 2T = r 2T = − ∫ r 2 Δg (r ) dr (6.57)
∞ ∞

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 263
___________________________________________________________________________

όπου η συνάρτηση r 2T μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι φραγμένη, και συνεπώς το


ολοκλήρωμα δεν απειρίζεται και εκφράζοντας τις ανωμαλίες βαρύτητας Δg (r ) ως
συνάρτηση του διανύσματος θέσης r υποδηλώνει ότι αυτές υπολογίζονται από
επιφανειακές μετρήσεις βαρύτητας. Κάνοντας χρήση της ολοκληρωματικής σχέσης
(6.56) στο ολοκλήρωμα (6.57), προκύπτει μετά από μια σειρά υπολογισμών ότι
(Heiskanen and Moritz, 1967)

r ⎧ ⎛ r 3 − R 2r ⎞ ⎫
R2 ⎪ 3R ⎪
r 2T =

⎨∫ ∫∫ ⎜−
⎜ 3
+1+
r
cosψ ⎟ Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ ⎬ dr

∞ ⎪ ⎪⎭
⎝ L ⎠
⎩S
⎧r ⎛ r 3 − R 2r ⎞ ⎫⎪
R2 ⎪ 3R
=
4π ∫∫ ∫
⎨ ⎜−
⎜ L3
+1+
r
cosψ ⎟ dr ⎬ Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ
⎟ ⎪
(6.58a)
S ⎪
⎩∞ ⎝ ⎠ ⎭

και από τον υπολογισμό του ολοκληρώματος εντός των αγκυλών στην παραπάνω
σχέση, προκύπτει τελικά ότι

R2 ⎛ 2r 2 ⎡ r − R cosψ + L ⎤ ⎞⎟
r 2T =
4π ∫∫ ⎜
⎜ L

+ r − 3L − R cosψ ⎢5 + 3 ln
⎣ 2r ⎥ ⎟ Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ
⎦⎠ (6.58β)
S

και θέτοντας

⎛ 2 R R 3RL R 2 cosψ ⎡ r − R cosψ + L ⎤ ⎞


S (r ,ψ ) = ⎜⎜ + − 2 − ⎢⎣5 + 3 ln ⎥⎦ ⎟⎟ (6.59)
⎝ L r r r2 2r ⎠

από την εξίσωση (6.58β) προκύπτει σε απλούστερη μορφή η ακόλουθη σχέση του
διαταρακτικού δυναμικού ως συνάρτηση των ανωμαλιών βαρύτητας σε όλη τη γήινη
επιφάνεια

R
T (r , θ , λ ) =
4π ∫∫ S (r ,ψ ) Δg ( R, θ ' , λ ' ) dσ (6.60α)
S

Στην περίπτωση που r = R, δηλαδή επάνω στο γεωειδές, ισχύει η λεγόμενη σχέση
του Stokes (Stokes formula)

R
T = T (θ , λ ) =
4π ∫∫ S (ψ ) Δg dσ (6.60β)
S

___________________________________________________________________________
264 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

όπου S (ψ ) είναι η αποκαλούμενη συνάρτηση του Stokes (Stokes’ function), που


παρουσιάστηκε το 1849 από τον Άγγλο μαθηματικό George Gabriel Stokes (1819-
1903), και εκφράζεται σε κλειστή μορφή ως

1 ψ
S (ψ ) = − 6s + 1 − 5 cosψ − 3 cosψ ln( s + s 2 ), s = sin (6.61α)
s 2

ή για μικρές τιμές του ψ,

1 1 2
S (ψ ) = ≈ ≈ (6.61β)
s ψ /2 ψ

Η σχέση του Stokes μπορεί να προκύψει και από τα αναπτύγματα του διαταρακτικού
δυναμικού Τ και των ανωμαλιών βαρύτητας σε αριθμοσειρές σφαιρικών αρμονικών
συναρτήσεων Τn και Δgn σύμφωνα με τις σχέσεις (6.37β) και (6.40γ) ή τη σχέση
(6.42β). Με την υπενθύμιση, από τη θεωρεία του γήινου δυναμικού, ότι οι αρμονικοί
όροι Δgn μπορούν να υπολογιστούν ολοκληρώνοντας ως προς όλες τις ανωμαλίες
βαρύτητας στην γήινη επιφάνεια από τη σχέση

(2n + 1)
4π ∫∫
Δg n = Δg Pn (cosψ ) dσ (6.62)
S

και συνεπώς προκύπτει ότι

⎛ R ⎞⎛ 2n + 1 ⎞
Tn ( P) = ⎜ ⎟⎜ ⎟ ∫∫ Δg (Q) Pn (cosψ PQ ) dσ (6.63α)
⎝ n − 1 ⎠⎝ 4π ⎠ S

όπου οι δείκτες P, Q χρησιμοποιούνται προκειμένου να διακρίνουμε μεταξύ του


εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος P (θ , λ ) και των μεταβλητών σημείων Q(θ ' , λ ' )
όπου είναι διαθέσιμα τα δεδομένα Δg. Από τα ζεύγη των εκάστοτε σημείων P και Q
υπολογίζεται ο όρος cosψ της σφαιρική απόστασης ψ μεταξύ του σημείου
ενδιαφέροντος και των σημείων των διαθέσιμων μετρήσεων βαρύτητας σε όλη τη Γη
από τη σχέση

cosψ = cosθ cosθ ' + sin θ sin θ ' cos(λ − λ ' )

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 265
___________________________________________________________________________

και η συνάρτηση Pn (cosψ ) εκφράζεται αντίστοιχα ως συνάρτηση των


συντεταγμένων (θ, λ) και (θ′, λ′) μέσω της εξίσωσης αποσύνθεσης (3.75) στο κεφ. 3.
Μετά από μια σειρά υπολογισμών μπορεί να δειχθεί ότι από την αντικατάσταση της
εξίσωσης αποσύνθεσης στην σχέση (6.63) είναι δυνατόν το διαταρακτικό δυναμικό
να εκφραστεί σε μια πιο απλοποιημένη μορφή της παραπάνω σχέσης (6.63α) ως

∞ n
R 1
T ( r ,θ , λ ) =
4π ∫∫ ∑ n − 1 [ ∑
S n=2 m =0
(cos mλ cos mλ '

(6.63β)
+ sin mλ sin mλ ' ) Pnm (cosθ ) Pnm (cosθ ' ) ]Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ

Στην εν λόγω σχέση, γίνεται χρήση των πλήρως κανονικοποιημένων σφαιρικών


αρμονικών

Rnm (θ , λ ) = Pnm (cosθ ) cos mλ


(6.64)
S nm (θ , λ ) = Pnm (cosθ ) sin mλ

έτσι ώστε η εξίσωση αποσύνθεσης (3.75) μετασχηματίζεται αρχικά στην πιο


απλουστευμένη σχέση

n
1
Pn (cosψ ) = ∑
2n + 1 m=1
[ Rnm (θ , λ ) Rnm (θ ' , λ ' ) + S nm (θ , λ ) S nm (θ ' , λ ' )] (6.65)

και εν συνεχεία στην ακόλουθη τελική μορφή του λεγόμενου θεωρήματος


πρόσθεσης των σφαιρικών αρμονικών (addition theorem for spherical harmonics)

1 ⎡ n ⎤
Pn (cosψ ) = ⎢ ∑
2n + 1 ⎣ m =0
(cos mλ cos mλ '+ sin mλ sin mλ ' ) Pnm (cosθ ) Pnm (cosθ ' )⎥

1 ⎡ n ⎤
= ⎢ ∑
2n + 1 ⎣ m = 0
Pnm (cosθ ) Pnm (cosθ ' ) cos(λ − λ ' )⎥

(6.66)

Ας σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι στο αριστερό μέρος της σχέσης (6.66) έχουμε
τα συμβατικά πολυώνυμα Legendre, στο δεξιό της μέρος έχουμε τις
κανονικοποιημένες συναρτήσεις Legendre. Είναι προφανές ότι με την ως άνω
πρόσθεση των κανονικοποιημένων σφαιρικών αρμονικών επιτυγχάνεται ο

___________________________________________________________________________
266 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

διαχωρισμός της γωνιακά σύνθετης σφαιρικής απόστασης στις επιμέρους


συνεισφορές του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος και των σημείων των μετρήσεων.

R ∞
2n + 1
T ( r ,θ , λ ) =
4π ∫∫ ∑
S n=2 n − 1
Pn (cosψ ) Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ
(6.67)
R
=
4π ∫∫
S
S (ψ ) Δg ( R,θ ' , λ ' ) dσ

όπου η συνάρτηση


2n + 1
S (ψ ) = ∑ Pn (cosψ ) (6.68)
n=2 n − 1

Σχήμα 6.7 – Οι συναρτήσεις Stokes S(ψ) και F(ψ)=½ S(ψ) sinψ

είναι μια εναλλακτική μορφή της συνάρτηση του Stokes ως ανάπτυγμα σε


αριθμοσειρά πολυωνύμων Legendre.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 267
___________________________________________________________________________

Ως συνέπεια της σχέσης (6.66), το άθροισμα των όρων εντός της έκφρασης [ … ] στη
σχέση (6.63β) μπορεί να γραφτεί ως (2n + 1) Pn (cosψ ) και από την αντίστοιχη
αντικατάσταση προκύπτει ότι

Η γραφική μορφή της συνάρτησης του Stokes φαίνεται στο Σχήμα 6.7, από την οποία
προκύπτουν μια σειρά πρακτικές διαπιστώσεις, οι οποίες αναλύονται διεξοδικότερα
στην επόμενη ενότητα, και είναι χρήσιμες για τον πρακτικό υπολογισμό της
συνάρτησης και τη συνολική ολοκληρωματική διαδικασία εφαρμογής της μεθόδού
του Stokes για τον υπολογισμό του γεωειδούς.

Από τη σκοπιά της λύσης του γεωδαιτικού συνοριακού προβλήματος, η συνάρτηση


του Stokes είναι μια συνάρτηση του τύπου Green, και συνεπώς η εξίσωση (6.67), που
αποκαλείται και ολοκλήρωμα του Stokes (Stokes’ integral) για το διατακτικό
δυναμικό, αποτελεί αντίστοιχη λύση του εν λόγω συνοριακού προβλήματος.

Αν υποτεθεί ότι το πρόβλημα της μαθηματικής αφαίρεσης των υπερκείμενων


τοπογραφικών μαζών έχει αντιμετωπισθεί με κατάλληλες αναγωγές των μετρήσεων
βαρύτητας που διεξάγονται στη γήινη επιφάνεια, συνεπάγεται από την εφαρμογή της
2ης σχέσης του Bruns στην εξίσωση (6.67) ότι ισχύει η ακόλουθη σχέση

R
N (θ , λ ) =
4πγ ∫∫
S
S (ψ ) Δg (θ ' , λ ' ) dσ (6.69)

όπου η κανονική βαρύτητα γ μπορεί να αντικατασταθεί και από τη μέση τιμή g της
πραγματικής βαρύτητας χωρίς επιπτώσεις στην τελική ακρίβεια των υπολογισμών. Η
ως άνω εξίσωση αποκαλείται εξίσωση του Stokes (Stokes’ equation ή Stokes
formula) ή ολοκλήρωμα του Stokes για τα υψόμετρα του γεωειδούς (Stokes’ integral
for geoid undulations) και μπορεί να θεωρηθεί ως η λύση ή αντίστροφη λύση της
θεμελιώδους εξίσωσης της φυσικής Γεωδαισίας (6.33) ή (6.34), η οποία εφαρμόζει
ένα διαφορικό τελεστή στο διαταρακτικό δυναμικό Τ προκειμένου να υπολογιστεί η
ανωμαλία βαρύτητας, ενώ η εξίσωση του Stokes εφαρμόζει ένα ολοκληρωματικό
τελεστή στις ανωμαλίες βαρύτητας προκειμένου να υπολογιστεί το διαταρακτικό
δυναμικό Τ ή οι αποχές του γεωειδούς. Η εξίσωση του Stokes αποτελεί την πλέον
σημαντική εξίσωση της φυσικής Γεωδαισίας, δεδομένου ότι επιτρέπει τον
υπολογισμό του γεωειδούς από μετρήσεις βαρύτητας ανηγμένες στην επιφάνεια του.

___________________________________________________________________________
268 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

6.4.2 Πρακτικές πτυχές υπολογισμού της συνάρτησης και του


ολοκληρώματος του Stokes

Μια ερμηνεία της συνάρτησης του Stokes είναι να θεωρηθεί ως μια συνάρτηση που
αποδίδει τα κατάλληλα βάρη στις διαθέσιμες μετρήσεις βαρύτητας που
υπεισέρχονται στο ολοκλήρωμα του Stokes ή την εξίσωση του Stokes. Από το Σχήμα
6.7 είναι εμφανές, από τη μορφή της συνάρτησης του Stokes για διαφορετικές τιμές
της σφαιρικής απόστασης ψ, πως οι ανωμαλίες βαρύτητας σε όλη τη Γη
συνεισφέρουν στον υπολογισμό της αποχής του γεωειδούς σε οποιοδήποτε σημείο
ενδιαφέροντος. Ωστόσο, όσο τα σημεία των μετρήσεων βαρύτητας είναι πλησιέστερα
στο εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος, τόσο μεγαλύτερη είναι η συνεισφορά τους στον
υπολογισμό της αποχής του γεωειδούς Ν. Συνεπώς, όταν χρησιμοποιούμε την
ολοκληρωματική εξίσωση του Stokes για τον υπολογισμό του γεωειδούς από
ανωμαλίες βαρύτητας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουμε διαθέσιμες ανωμαλίες
βαρύτητας στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος.

Σχήμα 6.8 – (α) Χρήση συντεταγμένων (θ, λ) για τον υπολογισμό του ολοκληρώματος
του Stokes, αριστερά, και (β) και των συντεταγμένων (ψ = σφαιρική απόσταση, Α =
αζιμούθιο), δεξιά

Η συνάρτηση του Stokes παρουσιάζει μια μαθηματική ιδιομορφία (singularity) όταν


το σημείο ενδιαφέροντος (με συντεταγμένες θ, λ) για την εφαρμογή της εξίσωσης του
Stokes συμπίπτει με κάποιο από τα σημεία των μετρήσεων της βαρύτητας (με
συντεταγμένες θ′, λ′), δηλαδή όταν ψ=0. Στην περίπτωση που ψ → 0, η τιμή της

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 269
___________________________________________________________________________

συνάρτησης τείνει στο άπειρο (S(ψ) → ∞), γεγονός όμως που δεν μπορεί να
συμβαίνει στην πραγματικότητα, γιατί στην περίπτωση αυτή η τιμή της αποχής του
γεωειδούς θα έτεινε επίσης στο άπειρο.

Η εν λόγω ιδιομορφία παρακάμπτεται με μια αλλαγή του συστήματος


συντεταγμένων, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.8, όπου για τον υπολογισμό του
ολοκληρώματος του Stokes (εξ. 6.67) αντί των συντεταγμένων (θ, λ)
χρησιμοποιούνται ως πολικές συντεταγμένες η σφαιρική απόσταση ψ και το
αζιμούθιο Α, μεταξύ του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος Ρ(θ, λ) και των εκάστοτε
σημείων Q(θ′,λ′) όπου είναι διαθέσιμες οι μετρήσεις βαρύτητας που
χρησιμοποιούνται. Στη δεύτερη περίπτωση, το σημείο ενδιαφέροντος Ρ επιλέγεται ως
η αρχή του συστήματος των πολικών συντεταγμένων (ψ, Α) στο ελλειψοειδές, και
αντίστοιχα η εξίσωση του Stokes για τα υψόμετρα του γεωειδούς λαμβάνει τη μορφή

π 2π
R
N = N (θ , λ ) =
4πγ ∫ S (ψ ) ∫ Δg (ψ , A) sin ψ dψ dA =
ψ =0 Α =0

⎡ ⎤
⎢ ⎥ (6.70α)
π ⎢ 1 2π ⎥
R
=
2γ ∫ S (ψ ) ⎢
⎢ 2π ∫
Δg (ψ , A) dA⎥ sin ψ dψ

ψ =0 ⎢ 14Α4
=0424443 ⎥
⎢⎣ Δg ⎥⎦

όπου πρώτα υπολογίζεται το ολοκλήρωμα ως προς το αζιμούθιο Α, που περιέχεται


στην έκφραση [….]. Το εν λόγω ολοκλήρωμα δεν είναι τίποτε άλλο από τη μέση τιμή
Δg των ανωμαλιών βαρύτητας κατά μήκος ενός παραλλήλου σε σφαιρική απόσταση
ψ γύρω από το σημείο ενδιαφέροντος. Συνεπώς, η εξίσωση του Stokes
μετασχηματίζεται στην απλούστερη μορφή της

π π
R R
N=
2γ ∫ S (ψ ) Δg sin ψ dψ =
γ ∫ Δg F (ψ ) dψ (6.70β)
ψ =0 ψ =0

1
όπου F (ψ ) = S (ψ ) sinψ είναι μια εναλλακτική μορφή της συνάρτηση του
2
Stokes, της οποίας η συμπεριφορά φαίνεται επίσης στο Σχήμα 6.7, και μπορεί να
θεωρηθεί ότι παίζει τον ίδιο ρόλο, όπως και η συνάρτηση S(ψ), δηλαδή στο να

___________________________________________________________________________
270 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

αποδίδει κατάλληλο βάρος στις διαθέσιμες μετρήσεις βαρύτητας που υπεισέρχονται


στον υπολογισμό του ολοκληρώματος (6.70β). Ωστόσο, παρατηρούμε ότι εξ αιτίας
του όρου sinψ με τον οποίο πολλαπλασιάζεται η συνάρτηση S(ψ), η προαναφερόμενη
ιδιομορφία της για ψ=0 δεν υφίσταται πλέον, γεγονός που εξηγείται μαθηματικά από
το γεγονός ότι για ένα απειροστό δακτύλιο σε σφαιρική απόσταση ψ γύρω από το
σημείο ενδιαφέροντος Ρ ισχύει η σχέση

Εμβαδόν απειροστού δακτυλίου = π (ψ + dψ ) 2 − πψ ≈ 2πψ dψ

ή με άλλα λόγια, εάν dψ → 0 το εμβαδόν του εν λόγω απειροστού δακτυλίου


μηδενίζεται, και ο δακτύλιος εκφυλίζεται στο ίδιο το σημείο Ρ.

Σε μια άλλη μορφή της, η εξίσωσης του Stokes (6.69) μπορεί επίσης να εκφραστεί ως
συνάρτηση γεωδαιτικών συντεταγμένων (φ, λ) ως

2π π /2
R
N = N (φ , λ ) =
4πγ ∫ ∫ S (ψ ) Δg (ψ , A) cos φ ' dφ ' dλ '
λ '= 0 φ '= − π / 2
(6.70γ)

όπου η σφαιρική απόσταση ψ εκφράζεται ως συνάρτηση συντεταγμένων (φ, λ) και


(φ′, λ′) από την αντίστοιχη σχέση

ψ = arccos [sin φ sin φ '+ cosφ cos φ ' cos(λ '−λ )] . (6.71)

6.4.3 Η ολοκληρωματική σχέση του Vening Meinesz

Αντίστοιχες σχέσεις που εκφράζουν τις συνιστώσες της απόκλισης της κατακορύφου
ξ και η ως συνάρτηση των μετρήσεων βαρύτητας έχουν διατυπωθεί από τον Ολλανδό
γεωφυσικό Felix Andries Veining Meinesz (1887-1966), οι οποίες προκύπτουν από
τις σχέσεις (6.51). Συγκεκριμένα, καθώς η αποχή του γεωειδούς στα σημεία
ενδιαφέροντος δίνεται από την εξίσωση του Stokes, το πρόβλημα ανάγεται στο να
υπολογιστούν οι παράγωγοι της συνάρτησης του Stokes ως προς το γεωδαιτικό
πλάτος και μήκος (φ και λ). Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται η εξίσωση του Stokes
στην μορφή

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 271
___________________________________________________________________________

R
N (φ , λ ) =
4πγ ∫∫ S (ψ ) Δg (φ ' , λ ' ) cos φ ' dφ ' dλ '
S
(6.72)
2π π /2
R
=
4πγ ∫ ∫ S (ψ ) Δg (φ ' , λ ' ) cos φ ' dφ ' dλ '
λ '=0φ '= −π / 2

Σχήμα 6.9 – Σφαιρική απόσταση ψ και αζιμούθιο μεταξύ σημείων στην σφαίρα

όπου η σφαιρική απόσταση ψ εκφράζεται από τη σχέση (6.71), και από το σχήμα 6.9
συνάγονται εύκολα οι ακόλουθες χρήσιμες σχέσεις της με τις γεωγραφικές
συντεταγμένες και το αζιμούθιο Α μεταξύ του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος
Ρ(φ,λ) και των εκάστοτε σημείων Q(φ', λ') των διαθέσιμων μετρήσεων βαρύτητας
Δg (φ ' , λ ' ) επάνω στην επιφάνεια της γήινης σφαίρας:

sinψ cosA = cosφ cosφ' - sinφ cosφ' cos(λ-λ')

sinψ sinA = cosφ' - sin(λ-λ')

___________________________________________________________________________
272 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

∂S (ψ )
οι οποίες χρησιμοποιούνται παρακάτω για τον υπολογισμό των παραγώγων
∂φ
∂S (ψ )
και .
∂λ

Επειδή το ολοκλήρωμα στην σχέση (6.72) εξαρτάται από τις συντεταγμένες (φ, λ)
που υπεισέρχονται στη σφαιρική απόσταση ψ στη συνάρτηση του Stokes S(ψ),
προκύπτει αμέσως ότι

∂N (φ , λ ) R ∂S (ψ )
∂φ
=
4πγ ∫∫
S
∂φ
Δg (φ ' , λ ' ) cos φ ' dφ ' dλ '

(6.73α, β)
∂N (φ , λ ) R ∂S (ψ )
∂λ
=
4πγ ∫∫
S
∂λ
Δg (φ ' , λ ' ) cos φ ' dφ ' dλ '

∂S (ψ ) dS (ψ )
και μετά από τους ενδιάμεσους υπολογισμούς των παραγώγων =− cos A
∂φ dψ
∂S (ψ ) dS (ψ )
και =− cos φ sin A αντίστοιχα, προκύπτουν οι συνιστώσες της
∂λ dψ
απόκλισης της κατακορύφου:

1 ∂N (φ , λ ) 1 ∂S (ψ )
ξ (φ , λ ) = −
R ∂φ
=
4πγ ∫∫
S
∂φ
Δg (φ ' , λ ' ) cos φ ' dφ ' dλ '

2π π /2
1 ∂S (ψ )
4πγ λ ∫ φ ∫π
= Δg (φ ' , λ ' ) cos Α cos φ ' dφ ' dλ ' (6.74α, β, γ)
'= 0 '= − /2
∂ψ

1 ∂S (ψ )
=
4πγ ∫∫
S
∂ψ
Δg (φ ' , λ ' ) cos Α dσ

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 273
___________________________________________________________________________

1 ∂N (φ , λ )
η (φ , λ ) = −
R cos φ ∂λ
1 ∂S (ψ )
=
4πγ cos φ ∫∫ ∂λ
Δg (φ ' , λ ' ) cos φ ' dφ ' dλ '
S

2π π /2 (6.75α,β,γ)
1 ∂S (ψ )
=
4πγ ∫ ∫ ∂ψ
Δg (φ ' , λ ' ) sin A cos φ ' dφ ' dλ '
λ '=0φ '= −π / 2

1 ∂S (ψ )
=
4πγ ∫∫ ∂ψ
Δg (φ ' , λ ' ) sin A dσ
S

Οι ως άνω σχέσεις είναι γνωστές ως σχέσεις του Vening Meinesz (Vening Meinesz
formulas). Τα αρνητικά πρόσημα στις παραπάνω σχέσεις εκφράζουν τη σύμβαση που
ακολουθείται στη Γεωδαισία, σύμφωνα με την οποία εάν η τιμή της παραγώγου της
αποχής του γεωειδούς Ν είναι θετική, οι τιμές των συνιστωσών ξ και η της απόκλισης
της κατακορύφου ελαττώνονται όσο αυξάνει το γεωγραφικό πλάτος ή το γεωγραφικό
μήκος αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, αν οι αποχές του γεωειδούς αυξάνονται όσο
μετακινούμαστε βόρεια, οι αντίστοιχες τιμές των ξ ελαττώνονται, και κατά παρόμοιο
τρόπο εάν οι αποχές του γεωειδούς αυξάνονται όσο μετακινούμαστε προς τα δυτικά,
οι αντίστοιχες τιμές των η ελαττώνονται.

∂S (ψ )
Η συνάρτηση = Q(ψ ) αποκαλείται συνάρτηση του Vening Meinesz (Vening
∂ψ
Meinesz’s function) και υπολογίζεται από την αντίστοιχη συνάρτηση του Stokes σε
κλειστή μορφή ως

∂S (ψ ) cos(ψ / 2) 1− s
=− + 6 sinψ − 6 cos(ψ / 2) − 3 + 3 sinψ ln(s + s 2 ), (6.76)
∂ψ 2s 2
sinψ

ψ
όπου s = sin
2
∂S (ψ ) 1 1 2
και για μικρές γωνίες ψ, ισχύει = Q(ψ ) ≈ − 2 ≈ − ≈− 2
∂ψ 2s 2(ψ / 2) 2
ψ

___________________________________________________________________________
274 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

Το αζιμούθιο Α υπολογίζεται, χρησιμοποιώντας απλές σχέσεις της σφαιρικής


γεωμετρίας (Σχ. 6.9), ως συνάρτηση των συντεταγμένων (φ, λ) και (φ′, λ′) από τη
σχέση

cos φ ' sin(λ '−λ )


tan A = (6.77)
cos φ sin φ '− sin φ cos φ ' cos(λ΄ − λ )

6.5 Συνδυασμός της ολοκληρωματικής σχέσης του Stokes και


μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές

Στην πράξη, οι ολοκληρωματικές σχέσεις του Stokes και Vening Meinesz


υπολογίζονται χρησιμοποιώντας αριθμητικές μεθόδους με τις οποίες τα διπλά
ολοκληρώματα αντικαθίστανται από διπλά αθροίσματα σε σχέση με τις εκάστοτε δύο
παραμέτρους της ολοκλήρωσης, και επιπλέον οι διαθέσιμες σημειακές μετρήσεις
βαρύτητας αντικαθίστανται από μέσες τιμές στα διαμερίσματα (blocks) πλέγματος
(καννάβου) που μπορεί να βασίζονται είτε σε πολικές συντεταγμένες (ψ, Α), είτε σε
γεωγραφικές συντεταγμένες (θ ή φ, και λ).

Στην περίπτωση χρήσης συντεταγμένων (ψ, Α), ο κάνναβος πρέπει να μετακινείται


κάθε φορά ώστε το κέντρο του να συμπίπτει με το εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος
για τους υπολογισμούς του ολοκληρώματος του Stokes ή/και του ολοκληρώματος
του Vening Meinesz. Επειδή, το “βάρος” που θέτει η συνάρτηση του Stokes στις
ανωμαλίες βαρύτητας που λαμβάνονται υπόψη κατά τους υπολογισμούς των
ολοκληρωμάτων του Stokes και Vening Meinesz εξαρτάται από τη σφαιρική
απόσταση ψ (και στην περίπτωση του ολοκληρώματος του Vening Meinesz και από
το αζιμούθιο Α), ο κάνναβος πρέπει να σχεδιάζεται έτσι ώστε οι διαθέσιμες
ανωμαλίες βαρύτητας στην ευρύτερη περιοχή του σημείου ενδιαφέροντος να έχουν
μικρότερο βάρος και αντίστροφα οι ανωμαλίες πλησιέστερα στο εκάστοτε σημείο
ενδιαφέροντος να έχουν μεγαλύτερο βάρος στην ολοκληρωματική διαδικασία.

Η χρήση γεωγραφικών συντεταγμένων (θ ή φ, και λ) προτιμάται κυρίως σε


εφαρμογές παγκόσμιας κλίμακας, όπου μέσες τιμές Δg των ανωμαλιών βαρύτητας
είναι διαθέσιμες σε διαμερίσματα διαστάσεων Δφ x Δλ, π.χ. 1ο x 1ο, 5ο x 5ο ή 15ο x
15ο σε όλη την επιφάνεια της Γης. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι απαραίτητο το
κέντρο του καννάβου να μετακινείται κάθε φορά στο κέντρο του εκάστοτε σημείου
ενδιαφέροντος.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 275
___________________________________________________________________________

Σχήμα 6.10 – Υποπεριοχές ολοκλήρωσης της σχέσης του Stokes

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι πιο σημαντικό στους υπολογισμούς είναι να
λαμβάνεται υπόψη με κατάλληλο τρόπο η αυξανόμενη επίδραση των ανωμαλιών
βαρύτητας πλησιέστερα στο εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, όπως
ήδη αναφέρθηκε εξετάζοντας στην συμπεριφορά της συνάρτησης του Stokes με τη
βοήθεια του Σχήματος 6.7, οι τιμές της συνάρτησης S(ψ) είναι ιδιαίτερα υψηλές μόνο
για σφαιρικές αποστάσεις περίπου ψ=20ο ή 30ο, γεγονός που υποδηλώνει ότι είναι
αρκετό στην ολοκληρωματική διαδικασία να λαμβάνονται υπόψη οι ανωμαλίες
βαρύτητας σε ένα μικρότερου μεγέθους σφαιρικό κέλυφος, π.χ. περιορισμένο σε μια
σφαιρική απόσταση ψ=10ο ή 15ο. Αυτό αντιμετωπίζεται με δύο κυρίως τρόπους: (α)
χρησιμοποιείται ένας πυκνότερος κάνναβος περιορισμένος σε ένα σφαιρικό κέλυφος
(spherical cap) στην περιοχή γύρω από το εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος, και (β)
υπολογίζεται ξεχωριστά η συνεισφορά των ανωμαλιών βαρύτητας στις πιο
απομακρυσμένες ζώνες από το σημείο ενδιαφέροντος (Σχ. 6.10).

Με βάση τις προαναφερόμενες βασικές πρακτικές αρχές, σήμερα η συνηθισμένη


διαδικασία που ακολουθείται για τον υπολογισμό των αποχών Ν του γεωειδούς στα
σημεία ενδιαφέροντος βασίζεται στην συνδυασμένη χρήση της ολοκληρωματική
διαδικασία του Stokes και ενός από τα διαθέσιμα μοντέλα του γήινου δυναμικού σε
αναπτύγματα σφαιρικών αρμονικών, έτσι ώστε το υψόμετρο του γεωειδούς Ν σε ένα
σημείο ενδιαφέροντος υπολογίζεται από τις ακόλουθες επιμέρους συνιστώσες

___________________________________________________________________________
276 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

Σχήμα 6.11 – Υψόμετρα του γεωειδούς στον ελλαδικό χώρο από το μοντέλο EGM08
του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, μέχρι nmax=360 (επάνω) και
nmax=2190 (κάτω)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 277
___________________________________________________________________________

Ν = Ν1GEM + Ν2 Stokes + Ν3 Stokes (6.78)

O όρος Ν1GEM αποτελεί τη συνεισφορά στην τιμή του Ν του χρησιμοποιούμενου


γεωδυναμικού μοντέλου (Gravity Earth Model, GEM) (π.χ. EGM96). Υπολογίζεται
από τη σχέση (6.48), σε σφαιρική προσέγγιση, ή στη γενικότερη περίπτωση για το
εκάστοτε επιλεγμένο κανονικό ελλειψοειδές αναφοράς με ημιάξονα α, από τη σχέση

N = N (r , θ , λ )
∞ n n max
GM ⎛a⎞ (6.79)
=
rγ ∑ ⎜ ⎟
⎝r⎠
∑ (δC nm cos mλ + δS nm sin mλ ) Pnm (cos θ )
n=2 m=2

Στο Σχήμα 6.11 απεικονίζονται ως παράδειγμα, τα υψόμετρα του γεωειδούς για τον
ελλαδικό χώρο και τις παρακείμενες περιοχές από το μοντέλο EGM08 του γήινου
δυναμικού μέχρι μέγιστο βαθμό και τάξη 360 και 2190 αντίστοιχα. Είμαι εμφανής η
μεγαλύτερη συνεισφορά στα μεσαία μήκη κύματος των χαρακτηριστικών του
γεωειδούς από τους αρμονικούς συντελεστές από n=361 μέχρι nmax=2190.

O όρος Ν2Stokes προκύπτει από την ολοκληρωματική διαδικασία του Stokes, στην
οποία χρησιμοποιούνται οι διαθέσιμες ανωμαλίες βαρύτητας, αφού όμως αφαιρεθεί
από αυτές η επίδραση του χρησιμοποιούμενου γεωδυναμικού μοντέλου (δηλαδή,
μετά τον υπολογισμό ανηγμένων τιμών των ανωμαλιών βαρύτητας στο συγκεκριμένο
σφαιροειδές που ορίζεται από το εν λόγω γεωδυναμικό μοντέλο).

Συγκεκριμένα, στο επόμενο βήμα, που αφορά τον υπολογισμό του όρου Ν2Stokes
χρησιμοποιείται το ολοκλήρωμα του Stokes, αλλά στην προκειμένη περίπτωση για
την αριθμητική ολοκλήρωση πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί από τις διαθέσιμες
ανωμαλίες βαρύτητας το μέρος εκείνο της αντίστοιχης πληροφορίας που περιέχεται
στον όρο Ν1 GEM, αλλιώς η εν λόγω πληροφορία θα υπεισέλθει στους υπολογισμούς
δύο φορές. Συνεπώς απαιτούνται στα εξής ενδιάμεσα βήματα

• υπολογίζονται στα σημεία των διαθέσιμων ανωμαλιών βαρύτητας, οι


ανωμαλίες βαρύτητας που προκύπτουν από το χρησιμοποιούμενο μοντέλο
του γεωδυναμικού, από τη σχέση (6.49) σε σφαιρική προσέγγιση ή στη
γενικότερη περίπτωση στο κανονικό ελλειψοειδές αναφοράς, από τη σχέση

n
GM n max
⎛a⎞ n
Δg (r ,θ , λ ) GEM
= 2
R
∑ ⎜ ⎟
⎝r⎠
∑ (n − 1)[(δC nm cos mλ
n=2 m =0 (6.80)

+ δS nm sin mλ )] Pnm (cosθ )

___________________________________________________________________________
278 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

• Οι εν λόγω τιμές αφαιρούνται από τις διαθέσιμες ανωμαλίες βαρύτητας, ώστε


να προκύψουν τα υπόλοιπα των ανωμαλιών βαρύτητας (ή τροποποιημένες
ανωμαλίες βαρύτητας) ως

Δg (r ,θ , λ ) M = Δg (r ,θ , λ ) − Δg (r ,θ , λ ) GEM (6.81)

• Υπολογίζεται ο όρος Ν2 Stokes από την ολοκλήρωση της ακόλουθης σχέσης του
Stokes

R
N 2 (θ , λ ) Stokes =
4πγ ∫∫
So
S (ψ ) M Δg (θ ' , λ ' ) M cosθ ' dθ ' dλ ' (6.82α)

ή
2π ψο
R
N 2 (θ , λ ) = ∫ ψ∫ S (ψ ) M Δg (ψ , Α) M sinψ dψ dΑ
Stokes
(6.82β)
4πγ A= 0 =0

όπου S (ψ ) M αποτελεί μια προσέγγιση της συνάρτηση του Stokes, για αυτό
το λόγο και αποκαλείται τροποποιημένη συνάρτηση πυρήνας του Stokes
(modified Stokes kernel), και υπολογίζεται σε ένα σφαιρικό κέλυφος So γύρω
από το σημείο ενδιαφέροντος με ακτίνα ολοκλήρωσης τη σφαιρική
απόσταση ψ (μεταξύ του σημείου ενδιαφέροντος και του εκάστοτε σημείου
των ανωμαλιών βαρύτητας), συνήθως 0≤ψ≤ψο, όπου ψο = 10ο ή 15ο είναι η
επιλεγμένη βέλτιστη ακτίνα του σφαιρικού κελύφους. Με άλλα λόγια,
θεωρείται ότι έξω από το πεδίο ολοκλήρωσης του κελύφους η συνάρτηση
του Stokes μηδενίζεται.

• Τέλος, ο όρος Ν3 Stokes, υπολογίζεται επίσης από την ολοκληρωματική σχέση


του Stokes ως

R
N 3 (θ , λ ) Stokes =
4πγ ∫∫
S − So
S (ψ ) M Δg (θ ' , λ ' ) M cosθ ' dθ ' dλ ' (6.83α)

2π π
R
N 3 (θ , λ ) Stokes = ∫ ψ ∫ψο S (ψ ) Δg (ψ , Α) M sinψ dψ dΑ
M
(6.83β)
4πγ A= 0 =

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 279
___________________________________________________________________________

όπου το πεδίο ολοκλήρωσης S - So είναι η ευρύτερη περιοχή της γήινης


σφαίρας έξω από το σφαιρικό κέλυφος So που χρησιμοποιήθηκε στην
περίπτωση του υπολογισμού του όρου Ν2 Stokes. Με άλλα λόγια, υπολογίζεται
η συνεισφορά των ανωμαλιών βαρύτητας που καλύπτουν θεωρητικά
ολόκληρη την υπόλοιπη επιφάνεια της Γης. Επειδή, η συνεισφορά του όρου
Ν3 Stokes στην του Ν είναι κατά κανόνα πολύ μικρή εάν το σφαιρικό κέλυφος
So που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό του όρου Ν2 Stokes είναι αρκετά
μεγάλο (δηλαδή όσο μεγαλώνει η ακτίνα ολοκλήρωσης για το σφαιρικό
κέλυφος So), συνήθως ο όρος Ν3 Stokes αγνοείται στην πράξη εντελώς, και για
αυτό το λόγο αποκαλείται και σφάλμα παράλειψης δεδομένων (discretion
error).

Στην πράξη, η εν λόγω αριθμητική ολοκλήρωση για τον υπολογισμό του όρου Ν3 Stokes
γίνεται μέχρι ενός ανώτατου ορίου απόστασης από το εξωτερικό όριο του σφαιρικού
κελύφους So. Το ανώτατο αυτό όριο ολοκλήρωσης εξαρτάται κυρίως από το μέγιστο
βαθμό nmax στο χρησιμοποιούμενο μοντέλο του γεωδυναμικού σε σφαιρικές
αρμονικές, δεδομένου ότι η συνεισφορά των υπόλοιπων των ανωμαλιών βαρύτητας
Δg (r ,θ , λ ) M και η τιμή του όρου Ν3 Stokes ελαττώνονται όσο αυξάνει ο βαθμός nmax.
Γενικά, η επίδραση του όρου Ν3 Stokes εμφανίζεται εντονότερα στα όρια της περιοχής
ενδιαφέροντος όπου είναι διαθέσιμες οι ανωμαλίες βαρύτητας και για την οποία
γίνονται οι υπολογισμοί. Για το λόγο αυτό, η παραπάνω συνολική διαδικασία
εφαρμόζεται στα σημεία μιας περιοχής εν γένει μικρότερης από την περιοχή όπου
είναι διαθέσιμες οι ανωμαλίες βαρύτητας.

6.5.1 Χρήση τροποποιημένων συναρτήσεων του Stokes

Στην πράξη, για την εφαρμογή των σχέσεων (6.82) και (6.83) έχουν προταθεί
διάφορες μορφές της τροποποιημένης συνάρτησης του Stokes, οι οποίες
χρησιμοποιούνται για να απαλειφθεί η συνεισφορά των όρων του αναπτύγματος του
γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές από την συνάρτηση του Stokes. Μερικές
χαρακτηριστικές τέτοιες μορφές είναι οι ακόλουθες:

• Μια μορφή της τροποποιημένης συνάρτησης πυρήνας του Stokes είναι γνωστή
ως σφαιροειδής τροποποιημένη συνάρτηση πυρήνας του Stokes (Spheroidal
modified Stokes kernel) και δίνεται από τη σχέση

___________________________________________________________________________
280 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

L
2n + 1
S SM (ψ ) = S (ψ ) − ∑ Pn (cosψ )
n=2 n − 1
(6.84)

2n + 1
= ∑ Pn (cosψ )
n = L +1 n − 1

για 0≤ψ≤ψο, όπου L (≤ nmax) είναι ο μέγιστος βαθμός του χρησιμοποιούμενου


αναπτύγματος του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, όπου το L δεν είναι
απαραίτητο να είναι ίσο με τον μέγιστο βαθμό nmax των αρμονικών όρων στο
μοντέλο του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές (π.χ. nmax = 360 στο
μοντέλο EGM96).

• Μια παρόμοια συνάρτηση, που προτάθηκε αρχικά από τον Αυστριακό γεωδαίτη P.
Meissl, είναι γνωστή ως τροποποιημένη συνάρτηση πυρήνας του Stokes κατά
τον Meissl (Meissl’s modified Stokes kernel), είναι της μορφής

S ME (ψ ,ψ ο ) = S (ψ ) − S (ψ o ) (6.85)

για 0≤ψ≤ψο, όπου από τη συνάρτηση του Stokes για κάθε σφαιρική απόσταση ψ
απλά αφαιρείται η τιμή της συνάρτησης που υπολογίζεται για την ακτίνα
ολοκλήρωσης ψο.

• Μια βελτιωμένη συνάρτηση από εκείνη της σφαιροειδούς τροποποιημένης


συνάρτησης (6.84), που είναι γνωστή ως τροποποιημένη κατά τον Molodensky
σφαιροειδής συνάρτηση πυρήνας του Stokes (Spheroidal Molodensky-modified
Stokes Kernel), είναι της μορφής

L
2n + 1 M
S VF (ψ ) = S SM (ψ ) − ∑ s n (ψ ο ) Pn (cosψ ) (6.86)
n=2 2

για 0≤ψ≤ψο, όπου οι συντελεστές snM (ψ ο ) δίνονται, δια μέσου των σχέσεων

π
QnM (ψ ο ) = ∫ S MS (ψ ) Pn (cosψ ) sinψ dψ
ψο

π ⎛ L 2k + 1 ⎞
= Qn (ψ ο ) − ∫ ⎜∑ Pk (cosψ ) ⎟ Pn (cosψ ) sinψ dψ
ψο
⎝ k =2 k − 1 ⎠
(6.87)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 281
___________________________________________________________________________

από τις σχέσεις


⎪ − Qn (ψ ο ), 2≤n≤ L
M


s n (ψ ο ) = ⎨
M
(6.88)
⎪ 2
⎪⎩ n − 1 − Qn (ψ ο ), L + 1 ≤ n ≤ ∞
M

όπου

π
Qn (ψ ο ) = ∫ S (ψ ) Pn (cosψ ) sin ψ dψ (6.89)
ψο

είναι οι λεγόμενοι συντελεστές αποκοπής του Molodensky (Molodensky


truncation coefficients), και αντίστοιχα οι συντελεστές αποκαλούνται
τροποποιημένοι συντελεστές αποκοπής του Molodensky.

Σε όλες τις παραπάνω παραλλαγές της συνάρτησης του Stokes, όπως και στον
υπολογισμό της αρχικής συνάρτησης S(ψ), αντικειμενικός σκοπός είναι να
περιοριστούν τα σφάλματα που προκύπτουν από την αριθμητική ολοκλήρωση της
εξίσωσης του Stokes και συνεπώς να αυξηθεί η ακρίβεια του υπολογισμού του
γεωειδούς από το συνδυασμό των ανωμαλιών βαρύτητας και των διαθέσιμων
μοντέλων του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές. Προφανώς, η εν λόγω
ακρίβεια είναι συνάρτηση τόσο της βέλτιστης ακτίνας του σφαιρικού κελύφους της
περιοχής, που περικλείει τα δεδομένα των ανωμαλιών βαρύτητας που
χρησιμοποιούνται στην ολοκληρωματική διαδικασία, όσο και με το βαθμό ανάπτυξης
του γεωδυναμικού μοντέλου που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της
συνιστώσας N 2 (θ , λ ) Stokes . Παρόλο που η εφαρμογή των τροποποιημένων
εκφράσεων της συνάρτησης του Stokes, φαίνεται και είναι αρκετά πολύπλοκη, η
χρήση τους βελτιώνει σημαντικά τα επιμέρους υπολογιστικά στάδια της εν λόγω
διαδικασίας προσδιορισμού του γεωειδούς και οδηγεί και σε ακριβέστερα
αποτελέσματα των υψομέτρων του γεωειδούς.

6.5.2 Γενίκευση της ολοκληρωματικής σχέσης του Stokes για


αυθαίρετο χωροσταθμικό ελλειψοειδές

Στην μέχρι τώρα ανάπτυξη της ολοκληρωματικής διαδικασίας εφαρμογής της σχέσης
του Stokes, έγιναν μια σειρά υποθέσεις που σχετίζονται με το χωροσταθμικό
ελλειψοειδές και τη συνθήκη απουσίας των αρμονικών όρων μηδενικού και πρώτου

___________________________________________________________________________
282 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

βαθμού από το διαταρακτικό δυναμικό Τ. Συγκεκριμένα, η σχέση του Stokes (6.69)


ισχύει με την προϋπόθεση ότι το ελλειψοειδές αναφοράς έχει την ίδια μάζα με εκείνη
της πραγματικής Γης και το δυναμικό Uo στην επιφάνεια του είναι ίσο με το
δυναμικό Wo της πραγματικής Γης στο γεωειδές. Στην πράξη, όταν δεν
ικανοποιούνται οι εν λόγω συνθήκες, οι ολοκληρωματικές σχέσεις που αφορούν το
πρόβλημα του Stokes είναι απαραίτητο να γενικευθούν ώστε να ισχύουν για ένα
αυθαίρετο χωροσταθμικό ελλειψοειδές, για το οποίο η μόνη αναγκαία συνθήκη που
πρέπει να ικανοποιεί είναι ότι οι αποκλίσεις του από το γεωειδές θα είναι τόσο μικρές
ώστε να μπορούν να θεωρηθούν γραμμικές.

Συγκεκριμένα, εάν η διαφορά μάζας μεταξύ της πραγματικής Γης και του
χωροσταθμικού ελλειψοειδούς είναι

δΜ = ΜΓη - Μελλ

και αντίστοιχα δW = Wo – Uo είναι η διαφορά δυναμικού μεταξύ του δυναμικού της


πραγματικής Γης στο γεωειδές και του κανονικού δυναμικού στο χωροσταθμικό
ελλειψοειδές, η αρχική σχέση του Stokes (6.60β) για το διαταρακτικό δυναμικό
διατυπώνεται στην γενικευμένη μορφή της ως

G δΜ R R
T=
R
+
4π ∫∫
S
S (ψ ) Δg dσ = To +
4π ∫∫
S
S (ψ ) Δg dσ (6.90)

ή οποία ισχύει για κάθε χωροσταθμικό ελλειψοειδές του οποίου το κέντρο μάζας
συμπίπτει με το κέντρο μάζας της Γης. Αντίστοιχα, προκύπτει η σχέση του Bruns
στην γενικευμένη μορφής της ως

T − δW
N= (6.91)
γ

και με τη σειρά της, η γενικευμένη εξίσωση του Stokes για τα υψόμετρα του
γεωειδούς δίνεται ως

G δΜ δW R R
N=


γ
+
4πγ ∫∫
S
S (ψ ) Δg dσ = N o +
4πγ ∫∫
S
S (ψ ) Δg dσ (6.92)

Είναι προφανές ότι στην περίπτωση που δεν εκπληρούνται οι προαναφερόμενες


συνθήκες για το χωροσταθμικό ελλειψοειδές, οι συμβατικές σχέσεις του Stokes για
το διαταρακτικό δυναμικό και τα υψόμετρα του γεωειδούς οφείλουν να
συμπεριλαμβάνουν αντίστοιχα τους όρους Το και Νο που υποδηλώνουν τις

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 283
___________________________________________________________________________

συνιστώσες μηδενικής τάξης για το διαταρακτικό δυναμικό και το γεωειδές, δηλαδή


σταθερές ποσότητες που προστίθεται στην τιμή του διαταρακτικού δυναμικού Τ και
στα υψόμετρα του γεωειδούς Ν που προκύπτουν από τις συμβατικές σχέση του
Stokes (6.59) και (6.69) αντίστοιχα.

6.5.3 Βαρυτημετρικές αποκλίσεις της κατακορύφου με την


ολοκληρωματική διαδικασία του Vening Meinesz

Κατά παρόμοιο τρόπο με την ολοκληρωματική διαδικασία του Stokes για τον
υπολογισμό των υψομέτρων του γεωειδούς, μπορούν να υπολογιστούν
βαρυτημετρικές αποκλίσεις της κατακορύφου με την ολοκληρωματική διαδικασία
του Vening Meinesz από ανωμαλίες βαρύτητας σε συνδυασμό με μοντέλα του γήινου
δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές.

Κατ’ αναλογία με τη σχέση (6.78), οι αποκλίσεις της κατακορύφου μπορούν να


θεωρηθούν ως αποτελούμενες από δύο συνιστώσες

ξ = ξ GEM + ξ VM (6.93α)

η = η GEM + η VM (6.93β)

όπου σύμφωνα με τις σχέσεις (6.51), οι όροι

n max n
∂Pnm (sin φ )
ξ GEM = − ρ ' ' ∑ ∑ (δC
n=2 m =0
nm cos mλ + δS nm sin mλ )
∂φ
(6.94α)

ρ '' n max n
η GEM = −
cos φ
∑ ∑ (−δC
n=2 m =0
nm cos mλ + δS nm sin mλ ) mPnm (sin φ ) (6.94β)

αποτελούν τη συνεισφορά στην τιμή των ξ και η του χρησιμοποιούμενου


γεωδυναμικού μοντέλου.

Οι όροι ξVM, ηVM υπολογίζονται από τις τροποποιημένες σχέσεις του Vening Meinesz
(6.74), όπου χρησιμοποιούνται οι διαθέσιμες ανωμαλίες βαρύτητας, αφού όμως
αφαιρεθεί από αυτές η επίδραση του χρησιμοποιούμενου γεωδυναμικού μοντέλου, ως

___________________________________________________________________________
284 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

ρ" ∂S (ψ )
ξ (φ , λ ) =
4πγ ∫∫
S
∂ψ
Δg M (φ ' , λ ' ) cos Α dσ (6.95α)

ρ" ∂S (ψ )
η (φ , λ ) =
4πγ ∫∫
S
∂ψ
Δg M (φ ' , λ ' ) sin A dσ (6.95β)

όπου Δg M (φ ' , λ ' ) είναι οι ανηγμένες ανωμαλίες βαρύτητας, βλ. (6.81).

6.6 Υψόμετρα του γεωειδούς και αποκλίσεις της κατακορύφου με


φασματικές μεθόδους (FFT)

Από την πρακτική πλευρά των υπολογισμών που απαιτούνται για την εφαρμογή των
ολοκληρωματικών σχέσεων του Stokes και Vening Meinesz, οι ολοκληρωματικές
διαδικασίες είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, και σε πολλές περιπτώσεις απαγορευτικές,
ιδιαίτερα όταν επιχειρούνται υπολογισμοί του γεωειδούς ή/και των αποκλίσεων της
κατακορύφου για εκτεταμένες περιοχές, για τους οποίους λαμβάνονται υπόψη
μεγάλες ποσότητες δεδομένων βαρύτητας (ανωμαλιών βαρύτητας). Αυτό έχει
οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην ανάπτυξη νέων ταχύτερων μεθόδων, βασισμένων
σε τεχνικές φασματικής ανάλυσης όπως οι μετασχηματισμοί Fourier, για διαφορετικά
προβλήματα της Φυσικής Γεωδαισίας, συμπεριλαμβανομένων των υπολογισμών του
γεωειδούς ή/και των αποκλίσεων της κατακορύφου, τοπογραφικών διορθώσεων κ.ά.

Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η τεχνική των μετασχηματισμών Fourier για τον


υπολογισμό του ολοκληρώματος του Stokes ή των σχέσεων του Vening Meinesz,
θεωρείται αρχικά ότι η σφαιρική επιφάνεια μπορεί να προσεγγιστεί τοπικά από ένα
επίπεδο (π.χ. με το εφαπτόμενο επίπεδο σε κάποιο σημείο της), γεγονός που επιτρέπει
στη συνέχεια να εκφραστεί το ολοκλήρωμα του Stokes ή οι σχέσεις του Vening
Meinesz σε ένα σύστημα επίπεδων συντεταγμένων x και y. Με άλλα λόγια να
“προβληθούν” τα αντίστοιχα ολοκληρώματα στο επίπεδο και οι συναρτήσεις του
Stokes και του Vening Meinesz να εκφραστούν σε σχέση με μια απόσταση l στο
επίπεδο (αντί της σφαιρικής απόστασης ψ) και ένα αζιμούθιο Α στο επίπεδο.

6.6.1 Υπολογισμός του ολοκληρώματος του Stokes με


μετασχηματισμό Fourier

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην προκειμένη περίπτωση, για μικρές τιμές της
γωνιακής απόστασης ψ, η συνάρτηση του Stokes S(ψ) παίρνει τη μορφή (6.61)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 285
___________________________________________________________________________

1 1 2
S (ψ ) = ≈ ≈ (6.96α)
sin(ψ / 2) ψ /2 ψ

και αν θεωρήσουμε επίπεδες πολικές συντεταγμένες, έτσι ώστε

l
ψ≈ , sinψ ≈ ψ
R

η (6.96α) απλοποιείται ακόμα περισσότερο στη μορφή

2R
S (l ) = (6.96β)
l

που οδηγεί στην ακόλουθη μορφή της εξίσωσης του Stokes (6.69) στο επίπεδο

T 1 Δg 1 X Y Δg ( x ' , y ' )
2πγ ∫∫ 2πγ ∫− X ∫−Y
N ( x, y ) = = l dΑ dl = dx' dy ' (6.97)
γ s l
Ε

όπου το αντίστοιχο σφαιρικό διαφορικό dσ = sinψ dψ dΑ , στην περίπτωση της


επίπεδης επιφάνειας παίρνει τη μορφή

l ds 1 1
dσ = dA = 2 l dl dA = 2 dx' dy ' (6.98)
R r R R

Εκφράζοντας την επίπεδη απόσταση l, μεταξύ του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος


(σημείο υπολογισμού του υψομέτρου του γεωειδούς) και των σημείων ( x' , y ' ) των
δεδομένων ανωμαλιών βαρύτητας, ως

l = ( x − x' ) 2 + ( y − y ' ) 2

η τελική μορφή της εξίσωσης του Stokes στο επίπεδο είναι

1 X Y Δg ( x ' , y ' )
N ( x, y ) =
2πγ − X ∫ ∫−Y ( x − x' ) 2 + ( y − y ' ) 2
dx' dy ' (6.99)

που το δεξί μέρος της περιέχει ένα διδιάστατο συνελικτικό ολοκλήρωμα, και συνεπώς
μπορεί να γραφεί σε συνοπτική μορφή

___________________________________________________________________________
286 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

1
N ( x, y ) = Δg ( x, y ) * l N ( x, y ) (6.100)
2πγ

όπου
1
l N ( x, y ) = (6.101)
(x2 + y 2 )

και ο συμβολισμός * υποδηλώνει τη διακριτή διδιάστατη συνέλιξη (convolution)


δύο συναρτήσεων h και g που ορίζεται από το διπλό άθροισμα

M −1 N −1
h(m, n) * g (m, n) = ∑ ∑ h(k , l ) g (m − k , n − l ) Δx Δy (6.102)
k =0 l =0

Δηλαδή, η σχέση (6.100) εκφράζεται ως

M −1 N −1
1
N ( x, y ) =
2πγ
∑∑
i =0 j =0
Δg ( xi , y j ) l N ( x − xi , y − y j ) ΔxΔy (6.103)

όπου
⎧ −
1

⎪[( x − xi ) 2 + ( y − y j ) 2 ] 2 , x ≠ xi ή y ≠ yi ⎪
l N ( x − xi , y − y j ) = ⎨ ⎬ (6.104)
⎪⎩ 0, x = xi & y = yi ⎪⎭

Χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες βασικές ιδιότητες για τον λεγόμενο ευθύ (F) και τον
αντίστροφο (F-1) μετασχηματισμό Fourier

F[h(k , l ) * g (k , l )] = F[h(k , l )] F[ g (k , l )] = H (u, v) G(u, v) (6.105α)

F −1[ H (u, v) G (u , v)] = F −1[ H (u, v)] * F [G (u, v)] = h(k , l ) * g (k , l ) (6.105β)

όπου οι συναρτήσεις με μικρά γράμματα συμβολίζουν συναρτήσεις στο χώρο και οι


συναρτήσεις με κεφαλαία γράμματα συμβολίζουν τα φάσματα των συγκεκριμένων
συναρτήσεων, ή με άλλα λόγια τους μετασχηματισμούς τους στο πεδίο των
συχνοτήτων. Οι χωρικές συναρτήσεις, δίνονται από Μ x Ν διακριτές τιμές στο
σύστημα συντεταγμένων x και y, που εκφράζονται ως

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 287
___________________________________________________________________________

Σχήμα 6.12 – Διδιάστατος διακριτός μετασχηματισμός Fourier (DFT)

x = k Δx, k=0, 1, 2, …, M-1 (6.106α)

y = l Δx, l=0, 1, 2, …, N-1 (6.106β)

όπου, βλ. Σχ. 6.12, τα διαστήματα μεταβολής Δx και Δy (βήμα καννάβου) στις
διευθύνσεις x και y δίνονται για περιόδους του χώρου Τx και Τy ως

Tx Ty
Δx = , Δx = (6.107)
M N

Αντίστοιχα, στο πεδίο των συχνοτήτων, (u,v) είναι οι κυκλικές συχνότητες που
αντιστοιχούν στα x και y, και δίνονται ως

u = m Δu, m=0, 1, 2, …, M-1 (6.108α)

v = n Δv, n=0, 1, 2, …, N-1 (6.108β)

όπου τα διαστήματα μεταβολής Δu και Δv δίνονται ως

___________________________________________________________________________
288 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

Fu 1 1 1 1
Δu = = = ↔ Δx = = . (6.109α)
M Tx MΔx Fu MΔu

Fv 1 1 1 1
Δv = = = ↔ Δy = = (6.109β)
N Ty NΔy Fv NΔv

από τις οποίες είναι εμφανής η βασική ιδιότητα του διδιάστατου διακριτού
μετασχηματισμού Fourier, δηλαδή η περιοδικότητα τόσο στο χώρο (Tx , Ty), όσο και
στο πεδίο των συχνοτήτων (Fu , Fv).

Κατά συνέπεια, η φασματική μορφή (6.103) της εξίσωσης του Stokes παίρνει τη
μορφή

1
N ( x, y ) = F −1[ F {Δg ( x, y )} F{l N ( x, y )}]
2πγ
(6.110α, β)
1 1 1
= F −1[ΔG (u, v) LN (u, v)] = F −1[ΔG (u, v) ]
2πγ 2πγ (u 2 + v 2 )

όπου

ΔG (u , v) = F [Δg ( x, y )] (6.111)

M −1 N −1
ΔG (mΔu, nΔv) = ∑ ∑ Δg ( xk , yl ) e −i 2π ( mk / M + nl / N ) ΔxΔy (6.112)
k =0 l =0

όπου i = − 1 είναι η φανταστική μονάδα και

1
LN (u , v) = F [l N ( x, y )] = (6.113α)
(u + v 2 )
2

M −1 N −1
LN (mΔu , nΔv) = ∑ ∑
k =0 l =0
l N ( xk , yl ) e −i 2π ( mk / M + nl / N ) ΔxΔy (6.113β)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 289
___________________________________________________________________________

Από την (6.110) είναι εμφανές ότι τα υψόμετρα του γεωειδούς υπολογίζονται με δύο
ευθείς και ένα αντίστροφο μετασχηματισμό Fourier. Το βασικό πλεονέκτημα μιας
τέτοιας διαδικασίας είναι επιτρέπει με ταχύ τρόπο τον ταυτόχρονο υπολογισμό
συνελικτικών ολοκληρωμάτων στα σημεία ενός καννάβου, με τρόπο ώστε να
μπορούν να υπολογιστούν ταυτόχρονα τα υψόμετρα του γεωειδούς σε ένα ολόκληρο
πλέγμα σημείων, γεγονός που διευκολύνεται επίσης από το ότι συνήθως τα
χρησιμοποιούμενα δεδομένα ανωμαλιών βαρύτητας και τα ψηφιακά μοντέλα των
υψομέτρων του γήινου αναγλύφου (για τις τοπογραφικές διορθώσεις) είναι διαθέσιμα
στα σημεία καννάβων διαφόρων διαστάσεων. Επιπλέον σήμερα, οι υπολογισμοί
αυτοί μπορούν πλέον να εκτελεστούν ακόμα και σε μικροϋπολογιστές για περιοχές
που καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις σε περιφερειακή ή τοπική κλίμακα.

6.6.2 Υπολογισμός των ολοκληρωματικών σχέσεων του Vening Meinesz με


μετασχηματισμό Fourier

Κατά ανάλογο τρόπο, οι ολοκληρωματικές σχέσεις του Vening Meinesz (6.74) και
(6.75) μπορούν να εκφραστούν σε ένα σύστημα συντεταγμένων στο επίπεδο, έτσι
ώστε προκύπτουν οι αντίστοιχες σχέσεις

⎧ξ ⎫ 1 Δg ⎧cos A⎫
⎨ ⎬=−
⎩η ⎭ 2πγ ∫∫ ⎨ ⎬ l dΑ dl
l 2 ⎩ sin A ⎭
Ε
1 X Y Δg ( x' , y ' ) ⎧cos A⎫
2πγ ∫− X ∫−Y
=− ⎨ ⎬ dx' dy '
l2 ⎩ sin A ⎭ (6.114)

1 X Y Δg ( x' , y ' ) ⎧ y − y '⎫


=
2πγ − X ∫ ∫ ⎨ ⎬ dx' dy '
−Y [( x − x' ) 2 + ( y − y ' ) 2 ] 3 / 2 ⎩ x − x ' ⎭

όπου το δεξί μέρος τους περιέχουν διδιάστατα συνελικτικά ολοκλήρωμα, και


συνεπώς μπορούν να γραφούν σε συνοπτική μορφή ως

N ⎧ ∂l ⎫
⎧ξ ( x, y )⎫ 1 ⎪⎪ ∂y ( x, y )⎪⎪ 1 ⎧lξ ( x, y )⎫
⎨ ⎬=− Δg ( x, y ) * ⎨ ⎬=− Δg ( x, y ) * ⎨ ⎬ (6.115)
⎩η ( x, y )⎭ 2πγ ⎪ ∂l N ⎪ 2πγ
( x, y ) ⎩lη ( x, y )⎭
⎪⎩ ∂x ⎪⎭

όπου

___________________________________________________________________________
290 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

⎧ ∂l N ⎫
⎧ξ
l ( x , y ) ⎫ ⎪ ( x , y ) ⎪⎪ 3
− ⎧ y⎫
⎪ ∂y
⎬ = −⎨ ⎬ = (x + y ) 2 ⎨ ⎬
2 2
⎨ (6.116)
l
⎩η ( x , y ) ⎭ ∂ l
⎪ N ( x, y ) ⎪ ⎩x⎭
⎪⎩ ∂x ⎪⎭

Χρησιμοποιώντας κατ’ ανάλογο τρόπο τις βασικές ιδιότητες (6.105) για τον ευθύ (F)
και τον αντίστροφο (F-1) μετασχηματισμό Fourier, η φασματική μορφή (6.115) των
εξισώσεων του Vening Meinesz παίρνει τη μορφή

⎧ξ ( x, y )⎫ 1 ⎧lξ ( x, y )⎫
⎨ ⎬= − F −1[ F{Δg ( x, y )} F ⎨ ⎬]
⎩η ( x, y ) ⎭ 2πγ ⎩lη ( x , y ) ⎭
⎧ iv ⎫
⎪ΔG (u, v) ⎪ (6.117)
1 −1 ⎧ΔG (u, v) Lξ (u , v)⎫ 1 −1 ⎪ (u + v ) ⎪
2 2
=− F ⎨ ⎬=− F ⎨ ⎬
γ ⎩ΔG (u, v) Lη (u , v)⎭ γ ⎪ΔG (u, v)
iu

⎪⎩ (u 2 + v 2 ) ⎪⎭

όπου i = − 1 είναι η φανταστική μονάδα και

⎧ Lξ (u , v) ⎫ ⎧lξ ( x, y )⎫ ⎧v ⎫ 1
⎨ ⎬ = F⎨ ⎬ = −2π i ⎨ ⎬ (6.118)
⎩ Lη (u , v)⎭ ⎩lη ( x, y )⎭ ⎩u ⎭ (u 2 + v 2 )

Από την (6.117) είναι εμφανές ότι οι αποκλίσεις της κατακορύφου υπολογίζονται με
τρεις ευθείς και ένα αντίστροφο μετασχηματισμό Fourier.

6.6.3 Τοπογραφική αναγωγή των ανωμαλιών βαρύτητας με FFT

Οι τεχνικές υπολογισμού του γεωειδούς που είναι βασισμένες στη κλασσική λύση
του ολοκληρώματος του Stokes ή τη λύση του μέσω μετασχηματισμών Fourier,
θεωρούν ως απαραίτητη προϋπόθεση ότι έχουν απομακρυνθεί οι γήινες μάζες
εξωτερικά του γεωειδούς και ότι οι ανωμαλίες βαρύτητας που χρησιμοποιούνται
αναφέρονται στην συνοριακή επιφάνεια – δηλαδή το γεωειδές. Η εν λόγω διαδικασία
είναι γνωστή ως αναγωγή της βαρύτητας (gravity reduction). Από τις πλέον
ικανοποιητικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται ευρέως για αυτό το σκοπό είναι η
λεγόμενη διόρθωση τοπογραφικής συμπύκνωσης του Helmert (Helmert’s

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 291
___________________________________________________________________________

condensation terrain correction), κατά την οποία η τοπογραφία “συμπιέζεται” ώστε


να διαμορφωθεί ένα στρώμα επιφάνειας στο γεωειδές με πυκνότητα ρ. Όπως φαίνεται
στο Σχ. 6.13, η μάζα της στήλης σταθερής πυκνότητας ρ και ύψους h μετατοπίζεται
κατά μήκος της τοπικής καθέτου στο γεωειδές. Η αντίστοιχη ανηγμένη ανωμαλία
βαρύτητας μετά την εν λόγω διόρθωση εκφράζεται ως

Δg H = Δg FA − AT + AC

όπου Δg FA είναι η ανωμαλία ελεύθερου αέρα, και ΑΤ και ΑC είναι η έλξη εξ αιτίας
της πραγματικής τοπογραφίας και αντίστοιχα η έλξη του συμπυκνωμένου στρώματος
της τοπογραφίας στο γεωειδές στο σημείο της πραγματικής τοπογραφίας. Συνεπώς, η
διαφορά ( AT − AC ) είναι η αλλαγή στην ανωμαλία βαρύτητας εξ αιτίας της
προαναφερόμενης διόρθωσης τοπογραφικής συμπύκνωσης του Helmert. Για ένα
σημείο Ρ στη γήινη επιφάνεια, η εν λόγω διόρθωση μπορεί να υπολογιστεί από τη
σχέση

h
ρ ( z − hP )
TC ( P) = G ∫∫ ∫ dx dy dz (6.119α)
E hP
[( xP − x) + ( yP − y ) 2 + ( z P − z ) 2 ]3 2
2

1 (h − hP ) 2
≈ Gρ ∫∫ dx dy (6.119β)
2 E
[( xP − x) 2 + ( yP − y ) 2 ]3 2

Σχήμα 6.13 – Διόρθωση τοπογραφικής συμπύκνωσης

___________________________________________________________________________
292 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

όπου το δεξί μέρος της σχέσης (6.119α) μπορεί να απλοποιηθεί στη προσεγγιστική
δεύτερη μορφή (6.119β) ολοκληρώνοντας ως προς z και με την επέκταση της
ολοκληρωτέας συνάρτησης σε σειρά Taylor για το επίπεδο z=0, όπου παραμελούνται
οι μη-γραμμικοί όροι 2ης και ανώτερης τάξης. Η εν λόγω προσέγγιση αποκαλείται
γραμμική προσέγγιση της τοπογραφικής διόρθωσης και θεωρείται αρκετά
ικανοποιητική, αφού η ακρίβεια των διορθώσεων είναι τυπικά της τάξης κάτω από ±1
mgal, ακόμα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε περιοχές με πολύ απότομες κλίσεις
του εδάφους γύρω από κάποια σημεία ενδιαφέροντος.

Ο υπολογισμός της παραπάνω τοπογραφικής διόρθωσης μπορεί να γίνει επίσης με τη


μέθοδο του μετασχηματισμού Fourier, αφού προηγουμένως η εν λόγω ολοκληρωτική
σχέση εκφραστεί στην φασματική της μορφή ως ακολούθως:

Mε την επέκταση του αριθμητή του ολοκληρώματος-πυρήνα, η παραπάνω σχέση


6119β) γίνεται

1 ⎡ h2 1 h ⎤
TC ( xP , yP ) = Gρ ⎢ ∫∫ dx dy + hP ∫∫ dx dy − 2hP ∫∫
2
3 3 3
dx dy ⎥ (6.120)
2 ⎣Ε D Ε
D Ε
D ⎦

όπου από τους όρους οι οποίοι είναι συνάρτηση της απόστασης

⎧[( x − x) 2 + ( y P − y ) 2 ]1 2 για x ≠ x P ή y ≠ y P
D=⎨ P (6.121)
⎩ 0 για x = x P και y = y P

υποδηλώνεται ότι τα απομακρυσμένα σημεία συνεισφέρουν ελάχιστα στον


υπολογισμό της τοπογραφικής διόρθωσης. Με τη σειρά της, η σχέση (6.120) μπορεί
να εκφραστεί στη μορφή διακριτής διδιάστατης συνέλιξης ως

TC ( xP , y P ) =
1
2
[
Gρ h 2 * f + hP * f o − 2hP (h * f )
2
] (6.122)

όπου h = h( x, y ) , hP = h( xP , yP ) , f = D −3 ( x, y ) και f o = D −3 (0,0) είναι σταθερή,


όπως εξηγείται παρακάτω.

Θεωρώντας και συμβολίζοντας με κεφαλαία γράμματα τα αντίστοιχα φάσματα των


εν λόγω συναρτήσεων συνάγεται ότι

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 293
___________________________________________________________________________

1 ⎧
[{ }
TC ( x P , y P ) = Gρ ⎨ F −1 F h 2 ( x' , y ' ) ⋅ F { f ( x' , y ' )}
2
]

2
+ hP ( x' , y ' ) f o (6.123)

− 2hP ( x' , y ' ) F −1[ F {h( x' , y ' )} ⋅ F { f ( x' , y ' )}] ⎬

όπου F και F-1 ως συνήθως υποδηλώνουν τον ευθύ και αντίστροφο μετασχηματισμό
Fourier αντίστοιχα.

Επισημαίνεται ότι η συνάρτηση f παρουσιάζει ασυνέχεια στο σημείο (x=0,y=0). Για


αυτό το λόγο, η επέκταση της ολοκληρωτέας συνάρτηση στην σχέση (6.123)
υπολογίζεται για z=hα, μια μικρή τιμή του υψομέτρου h διαφορετική από το μηδέν
(δηλαδή, αντί για z=0) και συνήθως η συνάρτηση f που χρησιμοποιείται είναι της
μορφής

1 2π
f ( x, y ) = 2 32
→ fo = (6.124)
[ x + y + hα ]
2 2

που όχι μόνο διευκολύνει τον αναλυτικό υπολογισμό του φάσματος F της
συνάρτησης f , αλλά και επιταχύνει τους υπολογισμούς ακόμη περισσότερο.

6.6.4 Η έμμεση επίδραση της τοπογραφικής διόρθωσης στα


υψόμετρα του γεωειδούς

Η παραπάνω τοπογραφική διόρθωση “μετατοπίζει” μαθηματικά τις γήινες μάζες έξω


από το γεωειδές και τις συμπιέζει κατακόρυφα μέχρι το γεωειδές. Αυτό όμως αλλάζει
το πραγματικό δυναμικό της Γης, έτσι ώστε η διαφορά μεταξύ του γήινου δυναμικού
που προκαλούν οι πραγματικές τοπογραφικές μάζες και του δυναμικού των μαζών
μετά την παραπάνω διόρθωση αποκαλείται έμμεση επίδραση της τοπογραφικής
διόρθωσης στα υψόμετρα του γεωειδούς (indirect effect on the geoid). Η
χωροσταθμική επιφάνεια που προκύπτει από την εφαρμογή των τοπογραφικών
διορθώσεων στις ανωμαλίες βαρύτητας και τη μετατόπιση των μαζών αποκαλείται
αντισταθμισμένο γεωειδές (compensated geoid ή co-geoid).

Η έμμεση επίδραση στο γεωειδές δίνεται από τη σχέση

___________________________________________________________________________
294 Μέθοδοι προσδιορισμού του γεωειδούς
___________________________________________________________________________

VA − VC π G ρ h2
δΝ Ι = =− (6.125)
γ γ

όπου VA, και VC είναι το ελκτικό δυναμικό που προκαλεί η πραγματική τοπογραφία
και αντίστοιχα το δυναμικό μετά την εφαρμογή της τοπογραφικής διόρθωσης, και h
είναι το υψόμετρο στο εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος και η μέση πυκνότητα της
Γης λαμβάνεται ως ρ=2.67 gr/cm3.

Δευτερευόντως, η μετατόπιση των μαζών προκαλεί μια δευτερεύουσα επίδραση στις


ανωμαλίες βαρύτητας (secondary indirect effect on the gravity anomalies) που
υπολογίζεται ως δΝδ = 0.3086 δΝΙ, ή οποία όμως θεωρείται ιδιαίτερα μικρή και
συνήθως αγνοείται.

6.6.5 Διόρθωση εξ αιτίας της ατμόσφαιρας

Η εν λόγω διόρθωση είναι απαραίτητη από το γεγονός ότι η παρουσία των


ατμοσφαιρικών μαζών έξω από τη γήινη επιφάνεια προκαλεί μια έλξη, και συνεπώς
κατ’ αναλογία με την απομάκρυνση των τοπογραφικών μαζών, οι ατμοσφαιρικές
μάζες έξω από το γεωειδές πρέπει επίσης να απομακρυνθούν. Αυτό ισοδυναμεί με
μια διόρθωση στις ανωμαλίες βαρύτητας, της οποίας το μέγεθος είναι πολύ μικρό και
συνήθως δίνεται από ένα απλό μοντέλο της μορφής

δΔg Atm = 0.8658 − 9.727 x10−5 H + 3.482 x10−9 H 2 (mgal ) (6.126)

όπου Η (σε m) είναι το ορθομετρικό υψόμετρο του σημείου ενδιαφέροντος.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 295
___________________________________________________________________________

7
Υψόμετρα και βαρύτητα

7.0 Εισαγωγή

Δεδομένου ότι ένας από τους κύριους σκοπούς της γεωδαισίας είναι ο υπολογισμός
του σχήματος και η απεικόνιση της γήινης επιφάνειας, οι γεωδαιτικές μετρήσεις
πραγματοποιούνται σε ένα κατάλληλο σύστημα αναφοράς για να καθορίσουν τη
μορφή της και τη θέση σημείων σε σχέση με αυτή. Πρακτικά ο προσδιορισμός της
θέσης ενός σημείου ενδιαφέροντος στη γήινη επιφάνεια ή πάνω από αυτήν σημαίνει
ότι καθορίζονται οι τρεις συντεταγμένες του στο εκάστοτε χρησιμοποιούμενο
σύστημα αναφοράς. Οι συντεταγμένες του σημείου μπορούν να εκφραστούν είτε στη
μορφή γεωδαιτικών συντεταγμένων (το γεωδαιτικό πλάτος φ, το γεωδαιτικό μήκος λ
και το υψόμετρο h πάνω από το
ελλειψοειδές αναφοράς), είτε
γεωκεντρικών καρτεσιανών
συντεταγμένων (Χ, Υ, Z) όπως
φαίνεται στο σχήμα 7.1.

Πριν από τις σύγχρονες εξελίξεις


των δορυφορικών συστημάτων
εντοπισμού, αλλά πολλές φορές
ακόμα μέχρι και σήμερα, η
συνήθης πρακτική ήταν οι
συντεταγμένες να καθορίζονται σε
δύο βήματα: το γεωγραφικό
πλάτος και το γεωγραφικό μήκος
να καθορίζονται από διαδικασίες
τριγωνισμού ή/και από
Σχήμα 7.1 – Γεωδαιτικές και καρτεσιανές αστρονομικές παρατηρήσεις
συντεταγμένες ενός σημείου Ρ. [Vanicěk and Wells (1974),
Vanicěk and Krakiwsky (1986)],

___________________________________________________________________________
296 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

ενώ τα υψόμετρα να καθορίζονται από γεωμετρικές χωροσταθμήσεις και


μετρήσεις βαρύτητας (Engelis et al., 1985).

Σήμερα η τεχνολογία δορυφορικού εντοπισμού με το GPS παρέχει τη δυνατότητα


καθορισμού των τρισδιάστατων συντεταγμένων ενός σημείου σε εξαιρετικά σύντομο
χρονικό διάστημα παρατηρήσεων στο πεδίο σε σύγκριση με τις συμβατικές επίγειες
γεωδαιτικές τεχνικές. Οι παρατηρήσεις GPS παρέχουν το γεωγραφικό πλάτος και
μήκος (φ, λ) καθώς και το γεωμετρικό υψόμετρο h ενός σημείου που αναφέρεται σε
ένα δεδομένο ελλειψοειδές (το WGS84 στη συγκεκριμένη περίπτωση). Αυτή η
διαδικασία πραγματοποιείται με την παρατήρηση της βάσης (διάνυσμα στο χώρο)
μεταξύ δύο σημείων ή και μεταξύ περισσότερων σημείων, και εκφράζοντας τις
σχετικές διανυσματικές συντεταγμένες καθεμίας βάσης μεταξύ ζευγών σημείων στο
γεωκεντρικό καρτεσιανό σύστημα αναφοράς (Χ, Υ και Z) ή στο τοπικό γεωδαιτικό
σύστημα Ν,Ε,U (προς το Βορρά, την Ανατολή και προς τα πάνω – Northing, Easting,
Up). Οι δυνατότητες αυτές εξυπηρετούν ένα ευρύ φάσμα γεωδαιτικών εφαρμογών
που κυμαίνονται από τον έλεγχο των παραμορφώσεων του γήινου φλοιού, μέχρι στην
δημιουργία χωρικών βάσεων δεδομένων για τα Συστήματα Γεωγραφικών
Πληροφοριών.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η ύπαρξη μιας αξιόπιστης γεωδαιτικής υποδομής


στην εκάστοτε περιοχή ενδιαφέροντος αποτελεί μια προαπαιτούμενη ανάγκη για την
αποδοτικότερη χρήση του GPS. Το γεωειδές είναι μια από τις σημαντικότερες
συνιστώσες μιας τέτοιας γεωδαιτικής υποδομής δεδομένου ότι αυτό αντιπροσωπεύει
την ισοδυναμική επιφάνεια του γήινου πεδίου βαρύτητας και χρησιμοποιείται ως
αναφορά για το φυσικό σύστημα των υψομέτρων που χρησιμοποιούνται στην πράξη
στα τεχνικά έργα, όπως είναι τα ορθομετρικά υψόμετρα, τα οποία απαιτούνται στις
περισσότερες εφαρμογές της εφαρμοσμένης μηχανικής, παρόλο που τα υψόμετρα
από το ελλειψοειδές αναφοράς μετρούνται εύκολα με το GPS με ακρίβεια της τάξης
των μερικών (π.χ. 1-5) εκατοστόμετρων. Επομένως ο καθορισμός των διαφορών
μεταξύ των μοντέλων του γεωειδούς από μετρήσεις βαρύτητας και των μοντέλων του
γεωειδούς από συνδυασμένες μετρήσεις GPS και γεωμετρικής χωροστάθμησης θα
μπορούσε να βελτιώσει την ακρίβεια προσδιορισμού των υψομέτρων του γεωειδούς
σε μια περιοχή και, επομένως, να βοηθήσει τον προσδιορισμό ορθομετρικών
υψομέτρων από παρατηρήσεις GPS σε άλλα νέα σημεία ενδιαφέροντος και θα
διευκολύνει την ακριβέστερη, πρακτικότερη και οικονομικότερη χρήση τους στις
πρακτικές και ερευνητικές γεωδαιτικές εφαρμογές.

Όπως ήδη αναλύθηκε διεξοδικά στο κεφ. 6, ο προσδιορισμός των υψομέτρων του
γεωειδούς σε παγκόσμια κλίμακα επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα με τη χρήση των
μοντέλων σφαιρικών αρμονικών του πεδίου βαρύτητας, εφόσον και οι απαιτήσεις σε
ακρίβεια δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές. Όμως σε περιφερειακές ή τοπικές κλίμακες
εφαρμογών, απαιτείται η χρήση ετερογενών δεδομένων τα οποία χαρακτηρίζουν

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 297
___________________________________________________________________________

πιστότερα το τοπικό πεδίο βαρύτητας. Έτσι για τον προσδιορισμό των υψομέτρων
του γεωειδούς μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά δεδομένα: είτε βαρύτητας (π.χ.
ένα βαρυτημετρικό γεωειδές), είτε αποκλίσεων της κατακορύφου (αστρογεωδαιτικό
γεωειδές), είτε στις θαλάσσιες περιοχές υψομέτρων της στάθμης της θάλασσας από
δορυφορική αλτιμετρία (αλτιμετρικό γεωειδές), είτε GPS και γεωμετρικής
χωροστάθμησης (GPS/χωροσταθμικό γεωειδές).

Στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου, αναλύονται διεξοδικά οι σχέσεις διαφόρων


τύπων υψομέτρων και της βαρύτητας, και παρουσιάζονται μερικές από τις κυριότερες
μεθοδολογίες συνδυασμού του GPS, με μοντέλα του γεωειδούς και δεδομένα από
γεωμετρικές χωροσταθμήσεις, προκειμένου να συνδυαστούν οι στόχοι
προσδιορισμού του γεωειδούς σε τοπική κλίμακα και η διαμόρφωση κατάλληλων
εναλλακτικών τεχνικών μέσω των οποίων τα ορθομετρικά υψόμετρα θα μπορούσαν
να προσδιοριστούν από τη χρήση γεωμετρικών υψομέτρων προερχόμενα από
μετρήσεις GPS με ακρίβεια συγκρίσιμη σε πολλές περιπτώσεις με εκείνη του
προσδιορισμού των σχετικών υψομέτρων από το GPS.

7.1 Συστήματα υψομέτρων και ο ρόλος της βαρύτητας

Στις επόμενες ενότητες θα αναλυθούν οι σχέσεις των διαφορετικών τύπων


υψομέτρων και πως αυτά σχετίζονται με τη βαρύτητα και με τα φυσικά υψόμετρα
των σημείων στην γήινη επιφάνεια, τα οποία παρατηρούνται στην πράξη με
συμβατικές ή σύγχρονες γεωδαιτικές τεχνικές.

Εξαιρουμένων των λεγόμενων γεωδυναμικών αριθμών (βλέπε παρακάτω), ένα


σύστημα υψομέτρων είναι ένα μονοδιάστατο σύστημα αναφοράς που
χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη μετρική απόσταση (ύψος) ενός σημείου από
κάποια επιφάνεια αναφοράς. Συνεπώς ο καθορισμός των υψομέτρων ποικίλλει
σύμφωνα με την επιφάνεια αναφοράς που επιλέγεται και ανάλογα με την
προκαθορισμένη με συγκεκριμένο τρόπο πορεία κατά μήκος της οποίας μετριέται το
υψόμετρο του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος. Ένα υψομετρικό πλαίσιο αναφοράς
(vertical datum) είναι η πρακτική υλοποίηση ενός συστήματος υψομέτρων και η
επιφάνεια αναφοράς του για τους χρήστες, σχετίζεται συνήθως με τη μέση στάθμη
της θάλασσας (ΜΣΘ).

Στην Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιείται το σύστημα των ορθομετρικών


υψομέτρων, το οποίο ενσωματώνεται στο ελληνικό υψομετρικό πλαίσιο αναφοράς,
το Εθνικό Σύστημα Υψομέτρων (ΕΣΥ), το οποίο έχει υλοποιηθεί από τη συνόρθωση
ενός εκτεταμένου δικτύου χωροσταθμικών οδεύσεων εξαρτημένων από επιλεγμένα
σημεία μέτρησης της μέσης στάθμης της θάλασσας σε συγκεκριμένους
παλιρροιογράφους, όπως στον Πειραιά, Αλεξανδρούπολη, Πρέβεζα, κ.ά.

___________________________________________________________________________
298 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Χαρακτηριστικό του εν λόγω χωροσταθμικού δικτύου είναι ότι έχει μετρηθεί


τμηματικά (π.χ. στον ηπειρωτικό χώρο και την Κρήτη) και σε διαφορετικές χρονικές
περιόδους από το 1963 έως το 1977, γεγονός που υποδηλώνει ότι πέρα από τα
σφάλματα των παλιρροιακών δεδομένων που επηρεάζουν τον υπολογισμό της Μέσης
Στάθμης της Θάλασσας και των σφαλμάτων των γεωμετρικών χωροσταθμήσεων, στα
ορθομετρικά υψόμετρα που βασίζονται στο ΕΣΥ υπεισέρχονται και σφάλματα που
προέρχονται από τις τεκτονικές μετακινήσεις του ελλαδικού χώρου, οι οποίες από
γεωδαιτικές, γεωφυσικές και γεωλογικές έρευνες υπολογίζονται σε 2-5 cm/year
ανάλογα με την περιοχή [Papazachos and Kiratzi (1996), Goldsworthy et al., (2002),
Delikaraoglou et al. (2006)].

Ενώ ο καθορισμός του υψομέτρου ενός σημείου είναι φαινομενικά απλός, το ύψος
ενός σημείου μπορεί να καθοριστεί με σημαντικά διαφορετικούς τρόπους, κάθε ένας
από τους οποίους δίνει μια διαφορετική συντεταγμένη ύψους για το ίδιο σημείο. Για
το λόγο αυτό, ο καθορισμός και η χρήση του όρου “υψόμετρο” χρειάζεται να γίνεται
πάντα με ιδιαίτερη προσοχή.

Όπως θα αναλυθεί διεξοδικότερα στις επόμενες ενότητες, ουσιαστικά, υπάρχουν δύο


κατηγορίες υψομετρικών συστημάτων:

(α) εκείνα που αγνοούν το πεδίο βαρύτητας της Γης και την επίδραση του στα
καθορισμένα υψόμετρα και χρησιμοποιούν ευθείες γεωμετρικές πορείες για τον
καθορισμό της απόστασης του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος από την
επιφάνεια αναφοράς, και

(β) εκείνα που συνδέουν τον ορισμό των υψομέτρων με τις ισοδυναμικές επιφάνειες
του γήινου πεδίου βαρύτητας και την διεύθυνση της κατακορύφου στα διάφορα
σημεία της γήινης επιφάνειας και συνεπώς χρησιμοποιούν κυρτές πορείες για τον
καθορισμό της απόστασης του εκάστοτε σημείου από την επιφάνεια αναφοράς.

Τα υψόμετρα που ανήκουν στην παραπάνω δεύτερη κατηγορία έχουν πρακτικότερη


χρήση και επιπλέον έχουν φυσική υπόσταση. Για παράδειγμα, οι διαφορές του ύψους
συγκεκριμένων σημείων χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της εφαρμοσμένης
μηχανικής και των τεχνικών έργων προκειμένου να καθοριστεί η ροή των ρευστών,
π.χ., ένα σύστημα απορροής όμβριων υδάτων, όπου το νερό αναμένεται για να ρέει
από έναν υψηλότερο σε ένα χαμηλότερο ύψος. Εντούτοις, αυτό που πραγματικά
επηρεάζει τη φυσική ροή των υδάτων είναι η δύναμη της βαρύτητας και όχι το ύψος
του ενός ή του άλλου σημείου. Επομένως, η επιλογή ενός συστήματος υψομέτρων
που παραμελεί την επίδραση της βαρύτητας, ή δεν την χρησιμοποιεί με αυστηρό
τρόπο, επιτρέπει τη δυνατότητα των ρευστών να εμφανίζονται ως να ρέουν π.χ. “προς
τα πάνω” στην πλαγιά ενός λόφου. Σαφώς, η έννοια ενός τέτοιου συστήματος
πηγαίνει ενάντια στην κοινή διαίσθηση, υποδεικνύοντας κατά συνέπεια ότι μόνο τα

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 299
___________________________________________________________________________

υψόμετρα που σχετίζονται με κατάλληλο τρόπο με το γήινο πεδίο βαρύτητας έχουν


φυσική σημασία και είναι φυσικά σημαντικά για τις περισσότερες (αλλά όχι όλες) τις
πρακτικές εφαρμογές.

Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια τάση, λόγω του GPS και εν γένει των δορυφορικών
συστημάτων εντοπισμού, να χρησιμοποιούνται καθαρώς συστήματα γεωμετρικών
υψομέτρων (πάνω από το ελλειψοειδές), τα οποία παραμελούν την επίδραση της
βαρύτητας. Προφανώς, τα εν λόγω υψόμετρα είναι ακατάλληλα για οποιαδήποτε
εφαρμογή που λαμβάνει υπόψη τη ροή ρευστών καθ’ οποιονδήποτε τρόπο.
Εντούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η χρήση γεωμετρικών υψομέτρων μπορεί να
ικανοποιεί συγκεκριμένες εφαρμογές, όπως για παράδειγμα τη χρήση
αερομεταφερόμενων συστημάτων χαρτογράφησης (π.χ. ψηφιακές κάμερες, LIDAR,
βαρυτημετρικά βαθμιδόμετρα κ.ά.). Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις, η τυχόν
ανεξέλεγκτη χρήση γεωμετρικών υψομέτρων αυξάνει την πιθανότητα της
ασυμβατότητας με άλλα δεδομένα, τα οποία ενσωματώνουν άλλους τύπους
υψομέτρων.

7.1.1 Μέτρηση υψομέτρων, γεωδυναμικοί αριθμοί και δυναμικά


υψόμετρα

Ιστορικά, η συνηθέστερα χρησιμοποιημένη τεχνική για τον πρακτικό προσδιορισμό


των υψομέτρων είναι η γεωμετρική χωροστάθμηση. Αυτή η τεχνική επιτρέπει τη
μέτρηση της (γεωμετρικής) διαφοράς του ύψους μεταξύ δύο σημείων, όπου η
επιφάνεια αναφοράς είναι ο τοπικός ορίζοντας που καθορίζεται από την οριζοντίωση
των τοπογραφικών οργάνων (χωροβάτες) που χρησιμοποιούνται για αυτό το σκοπό.
Πρακτικά, οι διεργασίες γεωμετρικής χωροστάθμησης επιτρέπουν τον προσδιορισμό
υψομετρικών διαφορών με ακρίβεια της τάξης λίγων mm ανά km.

Οι φυσικές παραλλαγές της βαρύτητας προκαλούν μια ομαλή, συνεχή, καμπυλότητα


(κυρτότητα) στη διεύθυνση της κατακορύφου από σημείο σε σημείο και επομένως οι
φυσικές ισοδυναμικές επιφάνειες που είναι κάθετες στη διεύθυνση της πραγματικής
βαρύτητας δεν είναι γεωμετρικά παράλληλες μεταξύ τους. Συνεπώς κατά τη
διαδικασία που ακολουθείται στο πεδίο, τόσο οι σταδίες όσο και οι χωροβάτες που
χρησιμοποιούνται ευθυγραμμίζονται με την κατεύθυνση της τοπικής κατακορύφου
(συγκεκριμένα, το διάνυσμα της βαρύτητας) σε κάθε σημείο μιας μέτρησης.

Ας θεωρήσουμε τα σημεία μιας χωροστάθμησης όπως φαίνεται στο Σχ. 7.2.


Διαπιστώνοντας ότι το πεδίο βαρύτητας της Γης εκφράζεται με τις γενικά μη-
παράλληλες ισοδυναμικές επιφάνειες, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το άθροισμα των
παρατηρούμενων χωροσταθμικών διαφορών δL μεταξύ γειτονικών σημείων της

___________________________________________________________________________
300 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

φυσικής επιφάνειας δεν είναι ίσο με το άθροισμα των υψομετρικών διαφορών δH των
ισοδυναμικών επιφανειών μεταξύ των σημείων, δηλαδή

P P
∑ δL ≠ ∑ δH (7.1)
A A

εξ αιτίας της μη-παραλληλίας των ισοδυναμικών επιφανειών που διέρχονται από


αυτά.

Σχήμα 7.2 – Η αρχή μιας γεωμετρικής χωροστάθμησης

Χρησιμοποιώντας διαφορικά dL αντί των διαφορών δL συνάγεται ότι

∫ dL ≠ H P − H A (7.2)
A

και επίσης

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 301
___________________________________________________________________________

P P

∫ dL διαδρομ
A ή1
≠ ∫ dL
A διαδρομή 2
(7.3)

Με άλλα λόγια, διαφορετικές χωροσταθμικές οδεύσεις που συνδέουν τα ίδια δύο


σημεία ενδιαφέροντος στην γήινη επιφάνεια δίνουν διαφορετικές χωροσταθμικές

διαφορές ∑ δL . Συνεπώς, τα αποτελέσματα μιας χωροστάθμησης χωρίς να

λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα δεν καθορίζουν τα υψόμετρα των σημείων


ενδιαφέροντος με μοναδικό τρόπο.

Η πραγματική σχέση μεταξύ των χωροσταθμικών διαφορών δL και των αντιστοίχων


υψομετρικών διαφορών δH μεταξύ δύο σημείων μπορεί να εκφραστεί μόνο δια
μέσου της βαρύτητας από την ήδη γνωστή ακόλουθη σχέση της μεταβολής του
γήινου δυναμικού π.χ. ως προς το ύψος ενός σημείου Ρ:

dW
= −g P (7.4)
dH P

ή χρησιμοποιώντας τις διαφορές του δυναμικού μεταξύ δύο οποιωνδήποτε σημείων Α


και Β σε γειτονικές ισοδυναμικές επιφάνειες

δW AB = − g A δH AB (7.5α)

και γενικότερα ισχύει δW = − g δH (7.5β)

Συγκεκριμένα, επειδή από κάθε σημείο στο χώρο διέρχεται μία και μόνο μια
ισοδυναμική επιφάνεια, συνάγεται εύκολα ότι υπάρχει μια και μόνο μία τιμή του
γήινου δυναμικού W που σχετίζεται με το εν λόγω σημείο. Συνεπώς, το δυναμικό του
πεδίου βαρύτητας, όπως έχει ήδη αναφερθεί στα κεφ. 3 και 6, επιτρέπει να
καθοριστεί με μοναδικό τρόπο το υψόμετρο οποιουδήποτε σημείου στην γήινη
επιφάνεια.

Στην πράξη, αντί του γήινου δυναμικού W, σε ένα σημείο Ρi, προτιμάται ο
γεωδυναμικός αριθμός (geopotential number) C = C(Ρi) του σημείου, που ορίζεται
ως η αρνητική διαφορά δυναμικού μεταξύ της ισοδυναμικής επιφάνειας που
διέρχεται από το συγκεκριμένο σημείο και του δυναμικού στην επιφάνεια του
γεωειδούς, δηλαδή (O’Keefe, 1974)

___________________________________________________________________________
302 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Pi Pi
Ci = −(Wi − Wo ) = ∫ g dL = ∫ g ' dH . (7.6)
Po P'o

Στην παραπάνω σχέση, g είναι η βαρύτητα στα σημεία της γήινης επιφάνειας, με g′
συμβολίζεται η βαρύτητα στα σημεία (στο εσωτερικό της Γης) κατά μήκος της
διεύθυνσης της κατακορύφου στο σημείο ενδιαφέροντος και το ολοκλήρωμα
υπολογίζεται είτε κατά μήκος των τμημάτων dL στη γήινη επιφάνεια, από το
γεωειδές έως το σημείο Ρi (δηλαδή, Po → Pk-1 → Pk → Pi), είτε κατά μήκος της
διεύθυνσης της κατακορύφου (δηλαδή τα τμήματα dΗ'k, Po′ → P′k-1 → P′k → Pi) που
διέρχεται από το σημείο Ρi (Σχ. 7.3). Από τον εν λόγω ορισμό είναι προφανές ότι ο
γεωδυναμικός αριθμός ενός σημείου ενδιαφέροντος εκφράζει το ποσοστό του έργου
που απαιτείται για τη μετατόπιση μιας μοναδιαίας μάζας, κατά μήκος οποιασδήποτε
πορείας στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό της Γης, από το γεωειδές μέχρι την
ισοδυναμική επιφάνεια του πεδίου βαρύτητας που διέρχεται από το σημείο
ενδιαφέροντος. Το αρνητικό πρόσημο στην παραπάνω σχέση χρησιμοποιείται έτσι
ώστε οι γεωδυναμικοί αριθμοί να αυξάνονται σε μέγεθος όσο τα σημεία
ενδιαφέροντος απομακρύνονται πάνω από το γεωειδές και να είναι συμβατοί με τη
οικεία διαισθητική ερμηνεία των υψομέτρων.

Κατά παρόμοιο τρόπο, ορίζεται η διαφορά των γεωδυναμικών αριθμών μεταξύ δύο
σημείων Pi και Pj στην γήινη επιφάνεια από τη σχέση

Pj

ΔCij = C ( Pj ) − C ( Pi ) = ∫ g dL (7.7)
Pi

ή στην πράξη ως

Pj
ΔCij ≈ ∑ g k dLk (7.8)
Pi

1
όπου g k = ( g k −1 + g k ) είναι η μέση βαρύτητα μεταξύ δύο γειτονικών σημείων της
2
χωροσταθμικής όδευσης και dLk είναι οι μετρούμενες χωροσταθμικές διαφορές
μεταξύ των σημείων και g k −1 , g k είναι οι τιμές της βαρύτητας στα εν λόγω σημεία.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 303
___________________________________________________________________________

dH'k

Σχήμα 7.3 – Φυσική υπόσταση των γεωδυναμικών αριθμών

Στη πράξη, το ολοκλήρωμα, στη σχέση (7.6) υπολογίζεται κατά μήκος της πορείας
της γεωμετρικής χωροστάθμησης μεταξύ των δύο σημείων, που είναι και η μόνη
δυνατή διεργασία αφού η βαρύτητα g′, στην ίδια σχέση (7.6), δεν είναι εφικτό να
παρατηρηθεί στο εσωτερικό της Γης. Επιπλέον, επειδή δεν είναι πρακτικό να
υπολογίζεται η πραγματική βαρύτητα σε κάθε σημείο μιας χωροστάθμησης, αρκεί να
χρησιμοποιείται μια μέση τιμή της πραγματικής βαρύτητας, ανάλογα με τη
μορφολογία του εδάφους και τη μεταβλητότητα του γήινου πεδίου βαρύτητας στην
περιοχή της χωροστάθμησης ή ακόμα και μια τιμή που είναι αντιπροσωπευτική για
μια ολόκληρη χώρα (π.χ. την τιμή της βαρύτητας στο κεντρικό σημείο αναφοράς του
εθνικού βαρυτημετρικού δικτύου). Ωστόσο, από τη σχέση (7.7) ή τη σχέση (7.8) είναι
εμφανές ότι για να υπολογιστούν με ακρίβεια οι διαφορές ΔCij γεωδυναμικών
αριθμών, η απόσταση μεταξύ γειτονικών σημείων της χωροστάθμησης πρέπει να
είναι κατάλληλα μικρή, ανάλογα με τη μορφολογία της περιοχής και τις τοπικές
παραλλαγές του πεδίου βαρύτητας.

___________________________________________________________________________
304 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Οι γεωδυναμικοί αριθμοί έχουν μια σειρά χαρακτηριστικές και ιδιαίτερα χρήσιμες


ιδιότητες. Κατ’ αρχή είναι μοναδικοί για κάθε συγκεκριμένο σημείο και επιπλέον, για
οποιαδήποτε κλειστή γραμμή Γ ισχύει

∫ C = ∫ g dL = 0 , (7.9)
Γ Γ

δηλαδή οι γεωδυναμικοί αριθμοί είναι ανεξάρτητοι από την ακολουθούμενη πορεία


μεταξύ του γεωειδούς και του εκάστοτε σημείου ενδιαφέροντος στην γήινη
επιφάνεια, κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τις χωροσταθμικές διαφορές dL μεταξύ
των σημείων μιας κλειστής χωροσταθμικής όδευσης.

Οι γεωδυναμικοί αριθμοί λαμβάνουν θετικές τιμές για σημεία πάνω από το γεωειδές,
μηδενικές τιμές στο γεωειδές, αρνητικές κάτω από το γεωειδές και είναι σταθεροί
από σημείο σε σημείο στην ίδια ισοδυναμική επιφάνεια του πεδίου βαρύτητας, ενώ
είναι προφανές ότι οι διαφορές γεωδυναμικών αριθμών μπορούν να υπολογιστούν
από μετρήσεις της βαρύτητας σε οποιοδήποτε σημεία της γήινης επιφάνειας, κάτι
όμως που δεν είναι πρακτικό να γίνεται σε όλα τα διαδοχικά σημεία μιας
χωροστάθμησης.

Οι μονάδες που έχουν υιοθετηθεί από τη Διεθνή Γεωδαιτική Ένωση για τους
γεωδυναμικούς αριθμούς είναι ‘kilogal metres’ ή γεωδυναμικές μονάδες
(geopotential units, 1 g.p.u.=1 kilogal meter = 10 m2/sec2), γεγονός που αποτελεί και
ένα πρακτικό μειονέκτημα τους, αφού αυτοί δεν εκφράζονται σε μονάδες μήκους.
Ωστόσο, με την εν λόγω επιλογή των μονάδων, οι γεωδυναμικοί αριθμοί είναι σχεδόν
ίσοι με το ορθομετρικό υψόμετρο (πάνω από το γεωειδές) των σημείων
ενδιαφέροντος (C ≈ 0.98 H) ─ αφού γενικά η τυπική τιμή της γήινης βαρύτητας είναι
g = 9.8 m/sec2.

Επειδή οι γεωδυναμικοί αριθμοί διαφέρουν αριθμητικά περίπου κατά 2% από τα


παρατηρούμενα υψόμετρα πάνω από τη μέση στάθμη της θάλασσας ή το γεωειδές
στα αντίστοιχα σημεία, αντί του γεωδυναμικού αριθμού ορίζεται το λεγόμενο
δυναμικό υψόμετρο (dynamic height) ενός σημείου Ρi ως (Vanicěk and Krakiwsky,
1986)

D Ci
Hi = (7.10)
gR

όπου gR είναι μια αντιπροσωπευτική τιμή της βαρύτητας στην περιοχή ενδιαφέροντος
ή για μια ολόκληρη χώρα ή ακόμα και για ένα αριθμό γειτονικών χωρών.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 305
___________________________________________________________________________

Εναλλακτικά πολλές φορές η τιμή gR επιλέγεται ώστε να είναι ίση με μια μέση τιμή
της κανονικής βαρύτητας στην περιοχή ενδιαφέροντος ή τυπικά ακόμα και ως gR =
γ(φ=45ο). Η τιμή gR μπορεί να θεωρηθεί ως ένας συντελεστής κλίμακας για τον
μετασχηματισμό των γεωδυναμικών αριθμών στα σημεία της περιοχής από μονάδες
δυναμικού σε μονάδες μήκους. Με άλλα λόγια, τα δυναμικά υψόμετρα εκφράζονται
σε μονάδες μήκους και αριθμητικά η τιμή του δυναμικού υψομέτρου ενός σημείου
δεν διαφέρει σημαντικά από το χωροσταθμικά υπολογισμένο υψόμετρο του σημείου,
σε αντίθεση με τον αντίστοιχο γεωδυναμικό αριθμό του σημείου.

Σχήμα 7.4 – Δυναμικά υψόμετρα

Η επιφάνεια αναφοράς των δυναμικών υψομέτρων είναι επίσης το γεωειδές. Ωστόσο,


το δυναμικό υψόμετρο ενός σημείου δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως η γεωμετρική
απόσταση μεταξύ του σημείου και του γεωειδούς, δεδομένου όπως φαίνεται στο Σχ.
7.4 ισχύει ότι

li ( Poi → Pi ) ≠ l k ( Pok' → Pk' ) ≠ l k +1 ( Pok' +1 → Pk'+1 ) ≠ l k + 2 ( Pok' + 2 → Pk'+ 2 )

ενώ για τα δυναμικά υψόμετρα των σημείων στην ίδια ισοδυναμική επιφάνεια ισχύει

___________________________________________________________________________
306 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

H iO = H kO = H kO+1 = H kO+ 2 .

Προφανώς, το ότι τα σημεία σε μια ισοδυναμική επιφάνεια έχουν ίδια δυναμικά


υψόμετρα σημαίνει ότι στην πράξη, για παράδειγμα, τα σημεία στην επιφάνεια μιας
λίμνης έχουν τα ίδια δυναμικά υψόμετρα ή αλλιώς η λίμνη είναι “επίπεδη”.

Κατά παρόμοιο τρόπο, μπορούν να οριστούν οι διαφορές δυναμικών υψομέτρων


μεταξύ δύο σημείων Ρi και Pj ως

D D D Cj C i ΔC ij
ΔH ij = H j − H i = − = (7.11)
gR gR gR

ή με την εναλλακτική μορφή

Pj
ΔH ij = ∑ dLk + DCij
D
(7.12)
Pi

δηλαδή το άθροισμα των μετρούμενων υψομετρικών διαφορών dLk μεταξύ


γειτονικών σημείων κατά μήκος της χωροσταθμικής όδευσης και την αποκαλούμενη
δυναμική διόρθωση που δίνεται από την ακόλουθη σχέση

Pj
gk − gR
DCij = ∑ dLk (7.13)
Pi gR
1
όπου g k = ( g k −1 + g k ) είναι ο μέσος όρος της πραγματικής βαρύτητας μεταξύ
2
κάθε ζεύγους σημείων της χωροστάθμησης. Οι δυναμικές διορθώσεις είναι γενικά
σημαντικού μεγέθους, και για τον λόγω αυτό συνήθως δεν χρησιμοποιούνται σε
γεωδαιτικές εφαρμογές.

7.1.2 Ορθομετρικά και κανονικά υψόμετρα

Διαισθητικά πιο κατανοητή είναι η γεωμετρική έννοια των υψομέτρων, όπως αυτή
εκφράζεται από τα λεγόμενα ορθομετρικά υψόμετρα (orthometric heights). Όπως
φαίνεται στο Σχ. 7.5, το ορθομετρικό υψόμετρο ενός σημείου Pi είναι η γεωμετρική
απόσταση από την επιφάνεια αναφοράς του γεωειδούς μέχρι το σημείο
ενδιαφέροντος στην γήινη επιφάνεια, η οποία μετριέται κατά μήκος της διεύθυνσης

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 307
___________________________________________________________________________

της κατακορύφου του σημείου (δηλαδή, Po′ → P′k-1 → P′k → Pi), σε κάθε σημείο της
οποίας είναι κάθετες οι διερχόμενες ισοδυναμικές επιφάνειες του γήινου πεδίου
βαρύτητας μεταξύ του γεωειδούς και του σημείου ενδιαφέροντος. Εξ ορισμού,
συνεπάγεται ότι, και για τα ορθομετρικά υψόμετρα, η επιφάνεια αναφοράς τους είναι
το γεωειδές και συνεπώς τα ορθομετρικά υψόμετρα μπορούν να θεωρηθούν ως οι
“πραγματικές” κατακόρυφες αποκλίσεις της γήινης επιφάνειας από το γεωειδές
[Drewes et al. (2002), Lilje (1999)].

Από τη σχέση (7.5) προκύπτει ότι

δW
δh = − (7.14)
g'

ή ισοδύναμα ότι το ορθομετρικό υψόμετρο του σημείου ενδιαφέροντος Pi δίνεται από


τη σχέση

W ( Pi )
dW

O
Hi = − (7.15)
Wo
g'

όπου g ' = g ' (W ) είναι η (άγνωστη) βαρύτητα στα σημεία κατά μήκος της
διεύθυνσης της κατακορύφου του σημείου Ρi.

Εφαρμόζοντας το γνωστό από την μαθηματική ανάλυση θεώρημα της μέσης τιμής, το
οποίο δηλώνει ότι εάν μια συνάρτηση f είναι συνεχής στο διάστημα [a, b], τότε το
b
ολοκλήρωμα ∫ f ( x) dx
a
μπορεί να εκφραστεί ως f ( x) (b − a ) , όπου f (x) είναι

μια τιμή μεταξύ f(a) και f(b), προκύπτει ότι [Heiskanen and Moritz (1967), Hofmann-
Wellenhof and Moritz (2005)]

O 1 1
Hi = − (W ( Pi ) − Wo ) = − C ( Pi ) (7.16)
g' g'
όπου g ' είναι (με την έννοια του προαναφερόμενου θεωρήματος) μια “μέση τιμή”
της βαρύτητας κατά μήκος της διεύθυνσης της κατακορύφου που διέρχεται από το
σημείο ενδιαφέροντος στην γήινη επιφάνεια. Θεωρητικά, η τιμή g ' δεν μπορεί να
υπολογιστεί αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει γνώση της κατανομής των υπεδάφιων
μαζών και την πυκνότητα της Γης σε κάθε σημείο στο εσωτερικό της.

___________________________________________________________________________
308 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Σχήμα 7.5 – Ορθομετρικά υψόμετρα

Για το λόγο αυτό, είναι προφανές ότι η σχέση (7.16) οδηγεί σε διαφορετικούς
ορισμούς του ορθομετρικού υψομέτρου, ανάλογα με την εκάστοτε υπόθεση που
χρησιμοποιείται αναφορικά με την μεταβολή της βαρύτητας κατά μήκος της
διεύθυνσης της κατακορύφου για να υπολογιστεί η τιμή g ' . Συνήθως η εκάστοτε
υπόθεση που χρησιμοποιείται αφορά τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται η
πυκνότητα ρ στο εσωτερικό της Γης.

Ο πλέον γνωστός από τους χρησιμοποιούμενους διαφορετικούς τρόπους για τον


υπολογισμό της τιμής g ' προτάθηκε από τον Helmert (1890), ο οποίος
χρησιμοποίησε την υπόθεση των Poincaré – Pray ότι η μεταβολή της βαρύτητας κατά
μήκος της διεύθυνσης της κατακορύφου εκφράζεται από τη σχέση (Tenzer and
Vanicěk, 2003)

∂g
= −2 g J + 4π G ρ − 2ω 2 (7.17)
∂h

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 309
___________________________________________________________________________

η οποία βασίζεται στην θεμελιώδη σχέση (4.9) της Φυσικής Γεωδαισίας που, όπως
αναφέρθηκε στο κεφ. 4, είναι γνωστή ως εξίσωση του Bruns ή εξίσωση της
κατακόρυφης βαθμίδας της βαρύτητας. Εφαρμόζοντας την ίδια σχέση για την
κανονική βαρύτητα πάνω από το χωροσταθμικό ελλειψοειδές προκύπτει

∂γ
= −2γ J ο − 2ω 2 (7.18)
∂h

Στις παραπάνω σχέσεις, με J και Jo συμβολίζονται αντίστοιχα η μέση καμπυλότητα


των ισοδυναμικών επιφανειών του πραγματικού γήινου πεδίου και εκείνων του
κανονικού δυναμικού του χωροσταθμικού ελλειψοειδούς, για τις οποίες ισχύει

g J ≈ γ Jo

και συνεπώς σε συνδυασμό με τις σχέσεις (7.17) και (7.18) προκύπτει η λεγόμενη
κατακόρυφη βαθμίδα των Poincaré – Pray για την πραγματική βαρύτητα κάτω από
τη γήινη επιφάνεια

∂g ∂γ mgal mgal mgal


≈ + 4π G ρ = −0.3086 + 0.2238 = −0.0848 (7.19)
∂h ∂h m m m

∂γ mgal
όπου ≈ −0.3086 είναι η γνωστή κατακόρυφη βαθμίδα “ελεύθερου αέρα”
∂h m
mgal
και ο δεύτερος όρος ( 0.2238 ) λαμβάνεται θεωρώντας ρ = 2.67 gr/cm3 ως τη
m
μέση πυκνότητα της Γης.

Προκειμένου να υπολογιστεί η ζητούμενη τιμή g ' , κατ’ αρχή για οποιοδήποτε


σημείο Ρ′ (βλ. Σχ. 7.3) στην διεύθυνση της κατακορύφου που διέρχεται από το
σημείο ενδιαφέροντος Ρi στην γήινη επιφάνεια, προκύπτει εύκολα ότι

P'
∂g
g ( P' ) = g ' = g ( Pi ) + ∫ dh = ... = g ( Pi ) + 0.0848 ( H PiO − H PO' ) (7.20)
Pi
∂h
όπου η τιμή g ' εκφράζεται σε mgal εάν τα ορθομετρικά υψόμετρα είναι σε μέτρα.
Κατά συνέπεια, θεωρώντας πλέον την τιμή g ' γνωστή σε οποιοδήποτε σημείο στην
διεύθυνση της κατακορύφου ως συνάρτηση του ύψους, η ζητούμενη τιμή g ' μπορεί
να υπολογιστεί από τη σχέση (7.16) ως

___________________________________________________________________________
310 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

O
W ( Pi ) H Pi
1 1 1
g' = −
H Pi
[W ( Pi ) − Wo ] = −
H Pi ∫
Wo
dW = − O
H Pi ∫
0
g ' dh
O
(7.21)
H Pi
1
=−
H Pi ∫
0
[ g ( Pi ) + 0.0848 ( H Pi − z )] dz = ... = g ( Pi ) + 0.0424 H Pi

όπου για την τιμή H Pi μπορεί να ληφθεί το μετρούμενο (από τη γεωμετρική


χωροστάθμηση) ύψος του σημείου ενδιαφέροντος πάνω από τη μέση στάθμη της
θάλασσας, g ( Pi ) είναι η τιμή της βαρύτητας στο σημείο ενδιαφέροντος στην γήινη
επιφάνεια και οι φυσικές μονάδες στο τελευταίο σκέλος της σχέσης είναι σε mgal
εφόσον το υψόμετρο H Pi εκφράζεται σε μέτρα. Η παραπάνω σχέση σε συνδυασμό με
τη σχέση με το τελευταίο σκέλος της (7.16) επιτρέπει να υπολογίσουμε το
ορθομετρικό υψόμετρο κατά τον Helmert από τη σχέση

O 1 C ( Pi )
Hi = − C ( Pi ) = (7.22)
g' g ( Pi ) + 0.0424 H Pi

Αξίζει να σημειωθεί ότι η βαθμίδα κατακόρυφης μεταβολής της βαρύτητας σύμφωνα


με την υπόθεση των Poincaré – Pray αποτελεί μια ικανοποιητική προσέγγιση για τα
ανώτερα στρώματα της λιθόσφαιρας, όπως έχει αποδειχθεί και από δειγματοληπτικές
μετρήσεις της πυκνότητας από μελέτες γεωφυσικών ερευνών. Ωστόσο, με απόλυτους
όρους, η τιμή 0.0424 mgal/m θεωρείται πολύ μικρή για να είναι αντιπροσωπευτική
των μεταβολών για ολόκληρο το χώρο μεταξύ της γήινης επιφάνειας και του
γεωειδούς. Αν θεωρηθεί ότι η λιθόσφαιρα είναι σε υδροστατική ισορροπία, η πιο
οικεία τιμή -0.3086 mgal/m από την υπόθεση του “ελεύθερου αέρα” θεωρείται ότι
είναι πλησιέστερα στην μέση βαθμίδα της βαρύτητας g και συνεπώς μια άλλη
έκφραση του ορθομετρικού υψομέτρου δίνεται από τη σχέση

~O 1 C ( Pi )
H i = − C ( Pi ) = (7.23)
g' g ( Pi ) + 0.1543 H Pi

Γενικά, δεδομένου ότι η τιμή g ' διαφέρει από σημείο σε σημείο στην γήινη
επιφάνεια, συνάγεται εύκολα ότι τα ορθομετρικά υψόμετρα σημείων που βρίσκονται
στην ίδια ισοδυναμική επιφάνεια θα διαφέρουν μεταξύ τους.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 311
___________________________________________________________________________

Στην πράξη, ορθομετρικά υψόμετρα δίνονται σε γνωστά σημεία χωροσταθμικών


αφετηριών, από τα οποία μεταφέρονται σε άλλα άγνωστα σημεία με τη βοήθεια
διαδικασιών γεωμετρικής χωροστάθμησης όταν απαιτούνται για υψηλές ακρίβειες ή
με τη βοήθεια τριγωνομετρικής χωροστάθμησης για τις λιγότερο απαιτητικές
εφαρμογές. Τα ορθομετρικά υψόμετρα που υπολογίζονται με αυτό τον τρόπο
απεικονίζουν τις τοπικές παραλλαγές της βαρύτητας καθώς επίσης και τις κλίσεις του
τοπογραφικού αναγλύφου της γήινης επιφάνειας.

Αντίστοιχα, οι διαφορές ορθομετρικών υψομέτρων μεταξύ δύο σημείων Ρi και Pj


μπορούν να οριστούν ως

O O O Cj Ci
ΔH ij = H j − H i = − (7.24)
g' j g 'i

ή με την εναλλακτική μορφή

Pj
ΔH ij = ∑ dLk + OCij
O
(7.25)
Pi

δηλαδή το άθροισμα των μετρούμενων υψομετρικών διαφορών dLk μεταξύ


γειτονικών σημείων κατά μήκος της χωροσταθμικής όδευσης και την αποκαλούμενη
ορθομετρική διόρθωση που δίνεται από τη σχέση

Pj
gk − gR g ' −g g ' j −gR
OCij = ∑ dLk + i R H i + Hj
Pi gR gR gR
(7.26)
g ' −g g ' j −gR
= DCij + i R H i + Hj
gR gR

όπου g k και g R έχουν ήδη ορισθεί, και g 'i και g' j είναι αντίστοιχα οι “μέσες”
τιμές της πραγματικής βαρύτητας κατά τον Helmert κατά μήκος της κάθε
κατακορύφου στα σημεία ενδιαφέροντος Ρi και Pj. Ο πρώτος όρος στην παραπάνω
πρώτη σχέση δεν είναι τίποτα άλλο από τη δυναμική διόρθωση (7.13), γεγονός που
υποδηλώνει (με τη δεύτερη παραπάνω σχέση) ότι η ορθομετρική διόρθωση μπορεί να
ερμηνευτεί ως μια δυναμική διόρθωση για την κλειστή πορεία μεταξύ των σημείων
ενδιαφέροντος Ρi και Pj στη γήινη επιφάνεια και των προβολών τους κατά μήκος της
αντίστοιχης κατακορύφου στο γεωειδές. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το γεγονός ότι
στον ορισμό του ορθομετρικού υψομέτρου κατά τον Helmert αγνοούνται οι
πλευρικές διακυμάνσεις της πυκνότητας (lateral density variations), τα σφάλματα

___________________________________________________________________________
312 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

στα ορθομετρικά υψόμετρα Ηο που υπολογίζονται με τον παραπάνω τρόπο μπορεί να


είναι της τάξης των ±50 cm ανάλογα με τις διακυμάνσεις των τιμών της πραγματικής
πυκνότητας (από το γεωειδές μέχρι το υψόμετρο του εκάστοτε σημείου
ενδιαφέροντος στην γήινη επιφάνεια) σε σχέση με την υποτιθέμενη μέση τιμή της
πυκνότητα 2.67 gr/cm3 [Tenzer and Vanicěk (2003), Tenzer et al. (2005)].

Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι, το μεγαλύτερο μειονέκτημα των ορθομετρικών


υψομέτρων είναι ότι δεν ορίζονται με μοναδικό τρόπο, ενώ επιπλέον είναι έμμεσα
κατανοητό ότι στην πραγματικότητα δεν αναφέρονται στο γεωειδές αλλά σε μια άλλη
επιφάνεια αναφοράς, που απέχει λιγότερο ή περισσότερο από αυτό ανάλογα με τον
τρόπο υπολογισμού της “μέσης βαρύτητας” g ' που χρησιμοποιείται για τον ορισμό
τους. Προφανώς, όσο οι τιμές των ορθομετρικών υψομέτρων πλησιάζουν στο μηδέν,
η διάκριση μεταξύ της εκάστοτε υπονοούμενης επιφάνειας αναφοράς από τον
συγκεκριμένο τρόπο καθορισμού τους και του γεωειδούς παύει να υφίσταται, γεγονός
που υποδηλώνει ότι τα ορθομετρικά υψόμετρα (αδιάκριτα από τον τρόπο καθορισμό
τους) συμπίπτουν για τα σημεία στην επιφάνεια της θάλασσας.

7.1.3 Κανονικά υψόμετρα και υψόμετρα βασισμένα στην κανονική


βαρύτητα

Σε πολλές χώρες, αντί των ορθομετρικών υψομέτρων χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα


κανονικά υψόμετρα (normal heights), που σχετίζονται με δύο εναλλακτικές
επιφάνειες αναφοράς, που ήδη ορίστηκαν στο κεφ. 6, το τελλουροειδές (telluroid) και
το “σχεδόν” γεωειδές (quasi-geoid).

Το 1954 ο Ρώσος γεωδαίτης Molodensky ορμώμενος από τη διαπίστωση ότι


θεωρητικά, τα ορθομετρικά υψόμετρα δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν με
μοναδικό τρόπο, πρότεινε τη χρήση των κανονικών υψομέτρων τα οποία δεν
εκφράζουν την απόσταση των σημείων ενδιαφέροντος στην γήινη επιφάνεια από το
γεωειδές αλλά σχετίζονται με τις προαναφερόμενες εναλλακτικές επιφάνειες
αναφοράς και δεν εξαρτώνται από οποιαδήποτε υπόθεση αναφορικά με τις μεταβολές
της πυκνότητας στο εσωτερικό της Γης (Molodensky et al., 1962).

Το σχεδόν-γεωειδές, όπως ήδη αναφέρθηκε στο κεφ. 6, είναι μια καθαρά μαθηματική
επιφάνεια (χωρίς φυσική σημασία) που απέχει από το γεωειδές το πολύ μερικά μέτρα
και συμπίπτει με αυτό στη θαλάσσια επιφάνεια. Μαζί με το τελλουροειδές αποτελούν
δύο επιφάνειες αναφοράς που εξυπηρετούν καλύτερα τις μοντέρνες γεωδαιτικές
θεωρίες (π.χ. γεωδαιτικά συνοριακά προβλήματα) υπολογισμού του σχήματος της
Γης (Sjöberg, 1995).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 313
___________________________________________________________________________

Σχήμα 7.6 – Τύποι υψομέτρων (PPo=Ορθομετρικό υψόμετρο Η, ΡοQo′ ≈


Ρο′Qo=Υψόμετρο γεωειδούς Ν, ΡQo ≈ ΡQo′=Γεωμετρικό υψόμετρο h, ΡQ =
Ρ′Qo=Ανωμαλία ύψους ζ, QQo= ΡΡ′= Κανονικό υψόμετρο Η*)

Όπως φαίνεται στο Σχ. 7.6, η απόσταση ΡQ ή ισοδύναμα η απόσταση Ρ′Qo


εκφράζουν την απόσταση του σχεδόν γεωειδούς από το ελλειψοειδές ή, όπως
αποκαλείται, την ανωμαλία ύψους του γεωειδούς (geoid height anomaly) ή το
υψόμετρο του σχεδόν γεωειδούς (quasi-geoid height) ζ.

Αντίστοιχα, η απόσταση ΡΡ′ εκφράζει την απόσταση του σχεδόν γεωειδούς από τη
φυσική επιφάνεια ή ισοδύναμα η απόσταση QQo εκφράζει την απόσταση του
τελλουροειδούς από το ελλειψοειδές, και η καθεμία απόσταση αποκαλείται κανονικό
υψόμετρο (normal height) και συμβολίζεται συνήθως ως Η* ή ΗΝ.

Το κανονικό υψόμετρο ενός σημείου Ρ στην γήινη επιφάνεια μπορεί να θεωρηθεί ως


μια καλή προσέγγιση του αντίστοιχου ορθομετρικού υψομέτρου του σημείου και
καθορίζεται από τη σχέση (Pick, 1970)

1
H PN = − C ( P) (7.27)
γ'

___________________________________________________________________________
314 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

όπου γ ' είναι η μέση τιμή της κανονικής βαρύτητας κατά μήκος της καθέτου στο
ελλειψοειδές που διέρχεται από το σημείο Ρ, η οποία υπολογίζεται με μια “προς τα
πάνω επέκταση” (upward continuation) της κανονικής βαρύτητας από το
χωροσταθμικό ελλειψοειδές (δηλαδή, από το σημείο Qo, όπου U=U(Qo)=Wo) μέχρι
το σημείο Q στο τελλουροειδές (όπου U(Q)=W(P)). Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με
όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, στην περίπτωση του ορθομετρικού
υψομέτρου η αντίστοιχη μέση τιμή g ' μπορεί να θεωρηθεί ότι υπολογίζεται, με μια
“προς τα κάτω επέκταση” (downward continuation) της πραγματικής βαρύτητας, ως
μια μέση τιμή μεταξύ της προέκτασης του σημείου Ρο (κατά τη διεύθυνση της
κατακορύφου) στο σχεδόν-γεωειδές και του σημείου Ρ και, εξ αιτίας της προσέγγισης
του σχεδόν-γεωειδούς με το γεωειδές, οι τιμές g ' και γ ' δεν διαφέρουν σημαντικά.
Για τον υπολογισμό του γ ' χρησιμοποιείται η βαθμίδα της κανονικής βαρύτητας

∂γ 2γ
≈ − (1 + m + f cos 2φ ) (7.28)
∂h a

από την οποία προκύπτει εύκολα ότι η “προς τα πάνω επέκταση” της κανονικής
βαρύτητας δίνεται από τη σχέση

2γ ο
γ = γο − (1 + m + f cos 2φ ) h (7.29)
a
όπου γ ο είναι η κανονική βαρύτητα στο ελλειψοειδές, και h είναι το γεωμετρικό
1
υψόμετρο του σημείου Ρ. Για h = H ( P) , όπου H (P) είναι το μετρούμενο
2
υψόμετρο του σημείου Ρ, προκύπτει ότι

γο
γ ' ≈ γο − (1 + m + f cos 2φ ) H ( P ) (7.30)
a

όπου οι παράμετροι a, m, και f σχετίζονται με το χρησιμοποιούμενο χωροσταθμικό


ελλειψοειδές και φ είναι το γεωδαιτικό πλάτος του σημείου P.

Από την παραπάνω σχέση ορισμού των κανονικών υψομέτρων συνάγεται ότι αφού ο
γεωδυναμικός αριθμός C και η μέση κανονική βαρύτητα γ ' καθορίζονται μοναδικά
για κάθε σημείο, συνάγεται ότι τα κανονικά υψόμετρα βασισμένα σε μετρήσεις της
πραγματικής βαρύτητας (από τις οποίες προκύπτει ο γεωδυναμικός αριθμός του

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 315
___________________________________________________________________________

σημείου) καθορίζουν τα υψόμετρα των σημείων ενδιαφέροντος με μοναδικό τρόπο.


Επιπλέον, διαπιστώνοντας ότι η μέση κανονική βαρύτητα γ ' μεταβάλλεται μόνο ως
συνάρτηση του γεωγραφικού πλάτους και του υψομέτρου του σημείου
ενδιαφέροντος, συνάγεται ότι σημεία στην ίδια ισοδυναμική επιφάνεια και στον ίδιο
παράλληλο γεωγραφικού πλάτους θα έχουν ίδια κανονικά υψόμετρα, κάτι που δεν
συμβαίνει κατά κανόνα με τα ορθομετρικά υψόμετρα.

Υψόμετρα που υπολογίζονται από τις σχέσεις (7.27) και (7.30) είναι γνωστά ως
κανονικά υψόμετρα κατά τον Molodensky και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στη
Ρωσία και τις πρώην ανατολικό-ευρωπαϊκές χώρες.

Ένας παρόμοιος τύπος υψομέτρων βασισμένων επίσης στην κανονική βαρύτητα είναι
τα λεγόμενα κανονικά υψόμετρα κατά τον Vignal, για τα οποία η βαθμίδα της
κανονικής βαρύτητας θεωρείται σταθερή και ίση με την οικεία τιμή -0.3086 mgal/m
(που συμπίπτει με τη βαθμίδα του ελεύθερου αέρα) και δίνονται από τη σχέση

C ( P)
H PNV = − (7.31α)
γ ο − 0.1543 H ( P )

Τα κανονικά υψόμετρα Vignal χρησιμοποιούνται ακόμα στις ΗΠΑ και τον Καναδά
και έχουν επιλεχθεί ως ο καταλληλότερος τύπος των υψομέτρων για το ενοποιημένο
σύστημα υψομέτρων της Δυτικής Ευρώπης (European Vertical Reference System
(EVRS) 2000) [Ihde et al. (1999), Ihde, J. and W. Augath (2000)]. Το EVRS
υλοποιείται με αφετηρία το σημείο Noormaal Amsterdams Peils (NAP) για το οποίο
θεωρούνται γνωστά ο γεωδυναμικός αριθμός του (CNAP = 0) και η τιμή του
δυναμικού της πραγματικής βαρύτητας (WNAP = Uo,GRS80) και από τα κομβικά σημεία
του ενοποιημένο Ευρωπαϊκού Υψομετρικού Δικτύου 95/98 (Unified European
Leveling Network, UELN 95/98) με τις επεκτάσεις του στην Εσθονία, τη Λετονία, τη
Λιθουανία και τη Ρουμανία για τα οποία έχουν υπολογιστεί οι γεωδυναμικοί αριθμοί
τους σε σχέση με το σημείο NAP και τα κανονικά υψόμετρα τους χρησιμοποιώντας
τη σχέση

C ( P)
H PN , EULN = (7.31β)
γ (φ ) GRS 80 − 0.1543 Η Ρ + 0.036 ⋅10 − 6 Η Ρ 2

όπου για κάθε σημείο η κανονική βαρύτητα υπολογίζεται από τον τύπο της
βαρύτητας για το GRS80 και το γεωγραφικό μήκος φ δίνεται στο σύστημα ETR89
(Boucher and Altamimi, 1992).

___________________________________________________________________________
316 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Αξίζει να τονιστεί ότι τα παραπάνω κανονικά υψόμετρα, παρόλο που για τον ορισμό
τους γίνεται χρήση της κανονικής βαρύτητας, βασίζονται σε μετρήσεις της
πραγματικής βαρύτητας (μέσω των γεωδυναμικών αριθμών) και δεν πρέπει να
συγχέονται με τα λεγόμενα υψόμετρα βασισμένα στην κανονική βαρύτητα (heights
based on normal gravity), για τα οποία οι αντίστοιχοι γεωδυναμικοί αριθμοί
βασισμένοι στην κανονική βαρύτητα υπολογίζονται από τη σχέση

Pi Pi
~
Ci = −(U i − U o ) = ∫ γ dL = ∫ γ ' dH (7.32)
Po P'o

όπου, σε αντιστοιχία με την σχέση (7.6), αντί της πραγματικής βαρύτητας


χρησιμοποιείται η κανονική βαρύτητα και οποιαδήποτε έννοιες αναφορικά με την
διεύθυνση της κατακορύφου αντικαθίσταται εδώ με αντίστοιχες έννοιες που αφορούν
την κάθετο στο χωροσταθμικό ελλειψοειδές. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούν να
οριστούν δυναμικά, ορθομετρικά και κανονικά υψόμετρα βασισμένα στην κανονική
βαρύτητα, αντικαθιστώντας στις σχέσεις (7.10), (7.16 ή 7.22 ή 7.23) και (7.27 ή 7.31)
τους παραπάνω γεωδυναμικούς αριθμούς (7.32) και αντίστοιχες τιμές της βαρύτητας
αναφοράς με αντίστοιχες τιμές βασισμένες στην κανονική βαρύτητα (βλ. Πίνακα
7.1). Αυτός ο τύπος των υψομέτρων βασισμένων στην κανονική βαρύτητα
χρησιμοποιείται γενικά σε πολλές περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ικανοποιητική
κάλυψη με αρκετές μετρήσεις βαρύτητας, από τις οποίες να υπολογιστούν
γεωδυναμικοί αριθμοί και κατάλληλα υψόμετρα βασισμένα σε αυτούς και
συγκεκριμένες διορθώσεις μέσω των παρατηρούμενων μετρήσεων της πραγματικής
βαρύτητας g. Στις περιπτώσεις αυτές υπολογίζονται υψόμετρα που βασίζονται στην
κανονική βαρύτητα γ(φ, Η), με τη χρήση της οποίας λαμβάνεται έτσι υπόψη κατ’
ελάχιστο η γενική σύγκλιση των ισοδυναμικών επιφανειών εξ αιτίας της μεταβολής
της κανονικής βαρύτητας κατά περίπου 5400 mgal μεταξύ των πόλων και του
ισημερινού της Γης. Στη περίπτωση αυτή, οι οποιεσδήποτε επιπλέον τοπικές
παραλλαγές της πραγματικής βαρύτητας συνήθως δεν υπερβαίνουν τα 200 mgal και
συνήθως αγνοούνται.

Υψόμετρα βασισμένα στην κανονική βαρύτητα υιοθετήθηκαν αρχικά στις ΗΠΑ και
τον Καναδά, άλλα και από πολλές άλλες χώρες, ήδη από το πρώτο ήμισυ του 19ου
αιώνα, κυρίως εξ αιτίας της ελλιπούς γνώσης για το πραγματικό πεδίο βαρύτητας
(π.χ. την έλλειψη μετρήσεων της πραγματικής βαρύτητας στα σημεία των
γεωμετρικών χωροσταθμήσεων). Η μεταστροφή σε συστήματα υψομέτρων
βασισμένων στην πραγματική βαρύτητα ξεκίνησε από το 1950 σύμφωνα με σχετική
σύσταση της Παγκόσμιας Γεωδαιτικής Ένωσης.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 317
___________________________________________________________________________

Πίνακας 7.1 – Τύποι υψομέτρων βασισμένων στην πραγματική και την κανονική
βαρύτητα

ΥΨΟΜΕΤΡΑ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΥΨΟΜΕΤΡΑ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ


ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
Γεωδυναμικοί Αριθμοί
Pi Pi
Pi Pi ~
Ci = −(Wi − Wo ) = ∫ g dL = Ci = −(U i − U o ) = ∫ γ dL = ∫ γ ' dh
Po
∫ g ' dh
P 'o
Po P 'o

g = τιμή στην γήινη επιφάνεια γ = τιμή στην γήινη επιφάνεια


γ′ = τιμή στα σημεία στο εσωτερικό της Γης
g′ = τιμή στα σημεία στο εσωτερικό της κατά μήκος της καθέτου στο
Γης κατά μήκος της κατακορύφου ελλειψοειδές
Δυναμικά Υψόμετρα
D Ci ~
Hi = ~ D Ci
gR Hi =
R γ
gR = αντιπροσωπευτική μέση βαρύτητα
της περιοχής ενδιαφέροντος. γR = αντιπροσωπευτική μέση κανονική
βαρύτητα της περιοχής ενδιαφέροντος
Ενίοτε λαμβάνεται και η τιμή γR
Ορθομετρικά Υψόμετρα
Ci ~
O
Hi = ~ O Ci
Hi =
g' γ'
g ' = μέση βαρύτητα κατά μήκος της γ' = μέση κανονική βαρύτητα κατά μήκος
κατακορύφου από το σημείο στη της καθέτου από το σημείο στη γήινη
γήινη επιφάνεια επιφάνεια στο χωροσταθμικό ελλειψοειδές
Κανονικά Υψόμετρα
Ci ~
N
Hi = ~ N Ci
Hi =
γ' γ'
γ ' = μέση κανονική βαρύτητα κατά γ ' = μέση κανονική βαρύτητα κατά
μήκος της καθέτου από το σημείο μήκος της καθέτου από το σημείο στη
στη γήινη επιφάνεια στο γήινη επιφάνεια στο χωροσταθμικό
χωροσταθμικό ελλειψοειδές ελλειψοειδές

___________________________________________________________________________
318 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Σχήμα 7.7 - Έλεγχος των συστημάτων υψομέτρων μέσω GPS σε υψομετρικά ρεπέρ,
παλιρροιογράφους και γεωδαιτικά βάθρα ή μόνιμους σταθμούς

Από μια προσεκτική ανάγνωση του Πίνακα 7.1. συνάγεται εύκολα ότι όταν
χρησιμοποιείται η κανονική αντί της πραγματικής βαρύτητας, τα βασισμένα στην
κανονική βαρύτητα ορθομετρικά υψόμετρα κατά τον Helmert και τα κανονικά
υψόμετρα κατά τον Vignal, σύμφωνα με τους προηγούμενους ορισμούς τους, είναι
ισοδύναμα και οδηγούν στο ίδιο ορθομετρικό υψόμετρο. Ωστόσο, τονίζεται ότι τα εν
λόγω υψόμετρα πρέπει να χρησιμοποιούνται απλά ως μια καλή προσέγγιση των
ορθομετρικών ή δυναμικών υψομέτρων βασισμένων στην πραγματική βαρύτητα και
δεν πρέπει να συγχέονται με τα αντίστοιχα κανονικά υψόμετρα βασισμένα στην
πραγματική βαρύτητα ούτε να αναμιγνύονται με αυτά.

7.1.4 Γεωμετρικά υψόμετρα και GPS

Οι συνεχείς πρόοδοι της τεχνολογίας GPS, ιδιαίτερα οι βελτιώσεις που επιτελούνται


τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθιστούν σήμερα δυνατόν να μπορούν να μετρηθούν
από τους δορυφόρους GPS, με μεγάλη ακρίβεια, οι διαφορές των υψομέτρων από το

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 319
___________________________________________________________________________

ελλειψοειδές (γεωμετρικά υψόμετρα) μεταξύ σημείων στην γήινη επιφάνεια (Schwarz


and Sideris, 1993). Το υψόμετρο ενός σημείου πάνω από το ελλειψοειδές
υπολογίζεται με βάση την απόσταση που μετριέται κατά μήκος της διεύθυνσης του
διανύσματος της κανονικής βαρύτητας (δηλαδή της καθέτου στο ελλειψοειδές), από
επιφάνεια του ελλειψοειδούς αναφοράς μέχρι το συγκεκριμένο σημείο (Σχ. 7.6). Ως
ελλειψοειδές αναφοράς χρησιμοποιείται συνήθως το ελλειψοειδές του γεωκεντρικού
συστήματος WGS84 (World Geodetic System 1984) στο οποίο αναφέρονται οι
μετρήσεις του συστήματος GPS και οι τροχιακές εφημερίδες με τις οποίες γίνονται οι
αναγωγές τους. Η υλοποίηση και η πρακτική ακρίβεια του WGS84 ως κατακόρυφο
πλαίσιο αναφοράς για τη συλλογή υψομετρικών δεδομένων εξαρτάται από τις τιμές
των γεωμετρικών υψομέτρων που έχουν ορισθεί σε υψομετρικά σημεία ελέγχου
(vertical benchmarks) ή σε άλλα φυσικά καθορισμένα σημεία αναφοράς ή μόνιμους
σταθμούς GPS (Σχ. 7.7).

Σχήμα 7.8 – Τυπικές εφαρμογές με


διαφορετικές απαιτήσεις τύπων
υψομέτρων

Γεωμετρικά υψόμετρα από το GPS σε πολλές περιπτώσεις ικανοποιούν πολλές


εφαρμογές όπως, παραδείγματος χάριν, τρισδιάστατες αποτυπώσεις με εναέρια
συστήματα σαρωτών LIDAR ή ψηφιακές κάμερες για τον υπολογισμό ψηφιακών
μοντέλων εδάφους (Digital Terrain Models) και ψηφιακών μοντέλων επιφανείας
(Digital Surface Models) ή/και την παραγωγή ψηφιακών υποβάθρων υψηλής
ακρίβειας (Σχ. 7.8, αριστερά). Εντούτοις, πολλές περισσότερες εφαρμογές απαιτούν
υψόμετρα, όπως τα ορθομετρικά, που συσχετίζονται σε παγκόσμια κλίμακα με μια

___________________________________________________________________________
320 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

φυσική επιφάνεια όπως το γεωειδές, ή σε τοπικό επίπεδο με μια επιφάνεια βασισμένη


στην τοπικά παρατηρηθείσα ΜΣΘ (Σχ. 7.8, δεξιά). Συνεπώς, μια από τις βασικές
επιδιώξεις της μοντέρνας γεωδαισίας εστιάζει στην διαμόρφωση κατάλληλων
διαδικασιών βελτιστοποίησης των υψομέτρων ενός τοπικού γεωειδούς, βασισμένων
στην ποιότητα, στο πλήθος και στην κατανομή των μετρήσεων βαρύτητας, των
υψομέτρων από το GPS και γεωμετρικές χωροσταθμήσεις και, στον συνδυασμό των
βασικών τύπων υψομέτρων που χρησιμοποιούνται στη Γεωδαισία: το ορθομετρικό Η,
το γεωμετρικό h και το υψόμετρο του γεωειδούς N, όπως και την ανωμαλία ύψους ζ
και το κανονικό υψόμετρο Η*, όπως αυτά απεικονίζονται στο Σχήμα 7.6.

7.1.5 Κύρια προβλήματα συνδυασμού διαφορετικών τύπων


υψομέτρων

Όπως έχει ήδη τονιστεί επανειλημμένα, το γεωειδές έχει φυσική σημασία ως


κατάλληλη επιφάνεια από την οποία μπορούν να υπολογιστούν τα υψόμετρα σημείων
επειδή στην επιφάνεια του επιτελείται η φυσική ροή του νερού. Επιπλέον, καθώς η
επιφάνεια του γεωειδούς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγωγή των
μετρήσεων που πραγματοποιούνται πάνω και έξω από την γήινη επιφάνεια, είναι
εμφανής η σπουδαιότητα που έχει τόσο σε εφαρμογές παγκόσμιας όσο και σε
εφαρμογές τοπικής κλίμακας.

Τα υψόμετρα ή οι αποχές του γεωειδούς αντιπροσωπεύουν την απόσταση μεταξύ της


επιφάνειας του ελλειψοειδούς και της επιφάνειας του γεωειδούς. Για τα συστήματα
υψομέτρων που υλοποιούνται μέσω του γεωειδούς (π.χ. υψόμετρα από το γεωειδές ή
το σχεδόν-γεωειδές), μέσω γεωμετρικών χωροσταθμήσεων (ορθομετρικά υψόμετρα)
και μέσω του GPS (γεωμετρικά υψόμετρα), ισχύει γενικά η γεωμετρία που
απεικονίζεται στο Σχ. 7.6., ενώ είναι απαραίτητο να τονιστούν μερικά βασικά
πρακτικά σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Συγκεκριμένα:

Τα υψόμετρα του γεωειδούς υπολογίζονται σε σχέση με το κανονικό χωροσταθμικό


ελλειψοειδές GRS80, το οποίο σε αντίθεση με το ελλειψοειδές αναφοράς του
WGS84, δεν είναι αυστηρά γεωκεντρικό (κατά περίπου 0.53 cm), γεγονός που μπορεί
να δημιουργήσει προβλήματα (π.χ. σημαντικά σφάλματα) όταν μετατρέπει κανείς
γεωμετρικά υψόμετρα σε ορθομετρικά υψόμετρα με τη βοήθεια κάποιου κατάλληλου
μοντέλου του γεωειδούς βασισμένου σε ένα γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς όπως το
GRS80. Τα υψόμετρα του γεωειδούς Ν, μετρούνται κατά μήκος της καθέτου στο
ελλειψοειδές που διέρχεται από το εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος και συνδέονται με
το αντίστοιχο ορθομετρικό Η και το γεωμετρικό υψόμετρο h του σημείου με τη
θεμελιώδη σχέση (Fiedler, 1992)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 321
___________________________________________________________________________

h= N +H ↔ N =h−H ↔ H =h−N (7.33)

Στην πράξη, η σχέση (7.33) δεν ικανοποιείται απόλυτα ποτέ εξ αιτίας των εξής
λόγων:

(1) Την ύπαρξη τυχαίου θορύβου στις τιμές των h, H και N.


(2) Ασυμβατότητες των επιφανειών (datum) αναφοράς καθενός από τα υψομετρικά
συστήματα και άλλες πιθανές συστηματικές διαστρεβλώσεις στα δεδομένα από
κάθε πηγή υψομέτρων (π.χ. συστηματικά σφάλματα στα μεγάλα μήκη κύματος
στα υψόμετρα του γεωειδούς, συστηματικές διαφορές υψών εξ αιτίας τυχόν
λανθασμένων δεσμευτικών συνθηκών στην συνόρθωση των υψομετρικών
χωροσταθμικών δικτύων, διαφορές μεταξύ της επιφάνειας του γεωειδούς και της
επιφάνειας αναφοράς των χωροσταθμικών δικτύων (τοπική ΜΣΘ), κ.ά.)
(3) Διάφορες γεωδυναμικές επιδράσεις (π.χ. αναπήδηση του γήινου φλοιού εξ αιτίας
του λιώσιμου των παγετώνων, καθίζηση του εδάφους, παραμόρφωση των
τεκτονικών πλακών, άνοδος της στάθμης των θαλασσών εξ αιτίας των
κλιματικών αλλαγών, αστάθειες των βάθρων αναφοράς των σημείων), κ.ά.
(4) Τις θεωρητικές προσεγγίσεις και σφάλματα που υπεισέρχονται στον υπολογισμό
από είτε των H (π.χ. από προσεγγιστικά μοντέλα της κανονικής βαρύτητα,
επιδράσεις της θαλάσσιας τοπογραφίας (Sea Surface Topography, SST) στους
παλιρροιογράφους κ.ά., είτε των N (π.χ. εξ αιτίας της υπολογιστικής διαδικασίας
υπολογισμού του γεωειδούς (βάσει του ολοκληρώματος του Stokes, FFT) και
των συναφών με αυτές διορθώσεων και αναγωγών των δεδομένων (π.χ.
ανωμαλιών βαρύτητας, λόγω της επίδρασης του αναγλύφου, κ.ά.)

Σε πολλές περιπτώσεις, αντί των απόλυτων υψομέτρων που εκφράζει η σχέση (7.33),
επιζητούνται και χρησιμοποιούνται αντίστοιχα σχετικά υψόμετρα σύμφωνα με τη
σχέση

Δh = ΔN + ΔH ↔ Δ N = Δh − ΔH ↔ ΔH = Δh − ΔN (7.34)

Από τις σχέσεις (7.33) και (7.34) είναι προφανές ότι εάν είναι γνωστά τα δύο από τα
τρία υψόμετρα (ή οι σχετικές διαφορές τους), τότε προκύπτει εύκολα το τρίτο
υψόμετρο (ή η αντίστοιχη σχετική διαφορά του από τις σχετικές διαφορές των άλλων
δύο). Ωστόσο στην πράξη, ο εν λόγω συνδυασμός δύο από τους παραπάνω τύπους
υψομέτρων προκειμένου να υπολογιστούν υψόμετρα του τρίτου τύπου έχει τα δικά
του πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, τα οποία πρέπει να εξετάζονται κατά
περίπτωση και να λαμβάνονται υπόψη (π.χ. η αναγκαία πυκνότητα των απαραίτητων
γεωμετρικών υψομέτρων από το GPS και το αντίστοιχο κόστος που συνεπάγεται κάτι
τέτοιο), σε συνδυασμό με τις εκάστοτε συγκεκριμένες υπολογιστικές παραμέτρους
και την επιδιωκόμενη ακρίβεια.

___________________________________________________________________________
322 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Η γεωμετρία μεταξύ των κλασσικών επιφανειών του ελλειψοειδούς και του


γεωειδούς, και των εναλλακτικών επιφανειών του τελλουροειδούς και του σχεδόν
γεωειδούς δίνεται από τις ακόλουθες σχέσεις

h = H * +ζ (7.35)

και

Η + Ν = H * +ζ (7.36)

Τα υψόμετρα του σχεδόν γεωειδούς ή οι ανωμαλίες ύψους του γεωειδούς και τα


κανονικά υψόμετρα, σε αντίθεση με τα υψόμετρα του γεωειδούς και τα ορθομετρικά
υψόμετρα, μπορούν να καθοριστούν επακριβώς χωρίς γνώση της κατανομής της
πυκνότητας των τοπογραφικών μαζών. Το γεγονός αυτό τα καθιστά ιδιαίτερα
ελκυστικά, σε σχέση με τα ορθομετρικά υψόμετρα, των οποίων οι περισσότερες
πρακτικές υλοποιήσεις, π.χ. μέσω της προβολής κατά Helmert, βασίζονται σε πολύ
γενικευμένες προσεγγίσεις της τοπογραφίας.

Για το λόγω αυτό, όπως ήδη αναφέρθηκε σε προηγούμενες ενότητες, πολλά


περιφερειακά και εθνικά συστήματα αναφοράς των υψομέτρων καθορίζονται
σήμερα βάσει των κανονικών υψομέτρων. Εντούτοις, το γεωειδές, που είναι μια
ισοδυναμική επιφάνεια του γήινου πεδίου βαρύτητας, διατηρεί ακόμα το μεγαλύτερο
ενδιαφέρον, π.χ., ως η φυσική επιλογή του μηδενικού επιπέδου αναφοράς για τον
καθορισμό των φυσικής σημασίας ορθομετρικών υψομέτρων. Πρακτικού
ενδιαφέροντος είναι επίσης η μικρή διόρθωση dH = H '− H * από το κανονικό
υψόμετρο στο ακριβές ορθομετρικό υψόμετρο, όπου H ' = H (1 − κ ) είναι η προβολή
του ορθομετρικού υψομέτρου H στην κάθετο στο ελλειψοειδές δια μέσου του
σημείου ενδιαφέροντος στη γήινη επιφάνεια. Ο μικρός όρος κ αντισταθμίζει την
καμπυλότητα (κυρτότητα) της κατακορύφου και εάν θεωρήσουμε την ακραία
περίπτωση που η κατακόρυφος είναι ένα κυκλικό τμήμα μεταξύ του γεωειδούς και
της επιφάνειας, τότε κ ≈ θ2/3, όπου θ είναι η απόκλιση της κατακορύφου στην
επιφάνεια. Επειδή, το θ μετά βίας φτάνει τα 2" (arcsec), προκύπτει ότι η διόρθωση
καμπυλότητας για το υψόμετρο Η δεν υπερβαίνει τα 1.5 mm για οποιαδήποτε σημείο
στην επιφάνεια της Γης, και συνεπώς μπορούμε θα παραμελήσουμε αυτήν την
επίδραση, οπότε και προκύπτει ότι dH είναι ακριβώς το αρνητικό της διόρθωσης από
την ανωμαλία ύψους στο υψόμετρο του γεωειδούς. Η διόρθωση αυτή προσεγγίζεται
συχνά ως η απλή ανωμαλία Bouguer πολλαπλασιασμένη με το τοπογραφικό ύψος
που διαιρείται με την κανονική βαρύτητα.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 323
___________________________________________________________________________

Πρακτικά το ενδιαφέρον των συστημάτων υψομέτρων που υλοποιούνται με τη


βοήθεια του GPS επικεντρώνεται στις ακόλουθες συγκεκριμένες κύριες ανάγκες:

a. Εάν διαθέτουμε γεωμετρικά υψόμετρα από GPS σε ένα αριθμό σημείων και ένα
ακριβές μοντέλο του γεωειδούς για την περιοχή αυτών των σημείων, να
μπορούμε να υπολογίσουμε ορθομετρικά υψόμετρα στα ίδια σημεία με ακρίβεια
ανάλογη των γεωμετρικών υψομέτρων από το GPS.

b. Εάν διαθέτουμε γεωμετρικά υψόμετρα από GPS σε ένα αριθμό σημείων και
επιπλέον διαθέτουμε ορθομετρικά υψόμετρα από γεωμετρική χωροστάθμηση
στα ίδια σημεία, να μπορούμε να υπολογίσουμε υψόμετρα του γεωειδούς
απευθείας από τη διαθέσιμη γεωμετρική πληροφορία (υψόμετρα h και H) χωρίς
την ανάγκη υπολογισμού του γεωειδούς από μετρήσεις βαρύτητας.

c. Εάν διαθέτουμε σε ένα ικανό αριθμό σημείων δεδομένα και από τους τρεις
προαναφερόμενους τύπους υψομέτρων, να μπορούμε να υπολογίσουμε ένα
κατάλληλα επιλεγμένο παραμετρικό μοντέλο μέσω του οποίου να μπορούμε να
διαχειριστούμε μέσω ενός κοινού μοντέλου συνόρθωσης τα σφάλματα από κάθε
πηγή δεδομένων, όπως τις ασυμφωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων επιφανειών
αναφοράς, τα σφάλματα του GPS, των βαρυτημετρικών λύσεων, κ.ά.

Το πρώτο από τα παραπάνω προβλήματα, δηλαδή ο ακριβής προσδιορισμός


ορθομετρικών υψομέτρων είναι ένα από τα κύρια προβλήματα των Τοπογράφων
Μηχανικών. Οι διαδικασίες γεωμετρικής χωροστάθμησης μεταξύ σημείων που
απέχουν μεγάλες αποστάσεις συνήθως είναι υψηλού κόστους και χρονοβόρες
(ιδιαίτερα σε ορεινές ή απρόσβατες περιοχές) και συνεπώς οι χρήστες στρέφονται
στις πολύ οικονομικότερες μεθόδους του GPS, οι οποίες όμως πρέπει να
εφαρμοστούν σε συνδυασμό με ένα ακριβές μοντέλο του γεωειδούς ή του σχεδόν
γεωειδούς, προκειμένου να μπορούν να υπολογιστούν ορθομετρικά ή κανονικά
υψόμετρα. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να μιλάμε για χωροστάθμηση (με) GPS
(GPS Leveling). Το πρόβλημα που δημιουργείται σε μια χωροστάθμηση με GPS είναι
ότι ο καθένας από τους τρεις αναφερόμενους τύπους δεδομένων (GPS γεωμετρικά
υψόμετρα, ορθομετρικά υψόμετρα χωροστάθμησης, και υψόμετρα του γεωειδούς)
επιδεικνύουν διαφορετικά, μικρότερα ή μεγαλύτερα, τυχαία και συστηματικά
σφάλματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με κατάλληλο τρόπο δεδομένου ότι, οι
πηγές των εν λόγω σφαλμάτων σε κάθε τύπο υψομέτρων δεν είναι κοινές και τυπικά
τα επιμέρους σφάλματα δεν είναι εύκολο να ανιχνευθούν ή να απαλειφθούν στο
σύνολο τους.

Το δεύτερο από τα παραπάνω προβλήματα αποτελούσε για πολλά χρόνια την κύρια
προσπάθεια για εφαρμογές εμπειρικής αξιολόγησης των βαρυτημετρικών λύσεων
προσδιορισμού του γεωειδούς, δεδομένου ότι τα υψόμετρα από το GPS και από μια

___________________________________________________________________________
324 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

χωροστάθμηση θεωρούνται κατά κανόνα ακριβέστερα από το υψόμετρα του


γεωειδούς που υπολογίζονται από δεδομένα βαρύτητας, έτσι ώστε είναι δυνατόν από
τη σύγκριση τους να μπορούν να ανιχνευθούν τυχόν συστηματικά σφάλματα
οφειλόμενα στα υψόμετρα του γεωειδούς.

Το τρίτο από τα παραπάνω προβλήματα αφορά κυρίως την προσπάθεια τοπικής


βελτίωσης των μοντέλων γεωειδούς και επεκτείνεται κυρίως στην προσπάθεια
συνδυαστικών λύσεων υπολογισμού του τοπικού γεωειδούς από το συνδυασμό
γεωμετρικών και ορθομετρικών υψομέτρων καθώς και υψομέτρων του γεωειδούς
από ετερογενείς μετρήσεις βαρύτητας ή από τα σύγχρονα μοντέλα του γήινου
δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για εφαρμογές
βέλτιστου συνδυασμού υψομέτρων (ορθομετρικών και γεωμετρικών υψομέτρων και
υψομέτρων του γεωειδούς) από δεδομένα που διατίθενται από ανεξάρτητες πηγές και
από διαφορετικούς τρόπους προσδιορισμού του γεωειδούς.

7.2 Χωροστάθμηση με GPS

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της υλοποίησης μιας χωροστάθμησης με GPS είναι η


ταχύτητα με την οποία πραγματοποιείται η εν λόγω διαδικασία, και συνεπώς με το
συνεπαγόμενο μικρό κόστος των αναγκαίων εργασιών GPS στο πεδίο. Πέρα όμως
από το οικονομικό κόστος και την σχετική ευκολία των υπολογισμών των
ορθομετρικών υψομέτρων Η από γεωμετρικά υψόμετρα h από το GPS και από
υψόμετρα του γεωειδούς, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη και η απαιτούμενη
ακρίβεια του προσδιορισμού τους.

Από τις σχέσεις (7.33) και (7.34), με εφαρμογή του νόμου μετάδοσης των
σφαλμάτων προκύπτει εύκολα πως τα σφάλματα στα υψόμετρα h και N επηρεάζουν
την ακρίβεια των υπολογισμένων ορθομετρικών υψομέτρων Η αντίστοιχα σύμφωνα
με τις σχέσεις

σ 2Η = σ 2 h + σ 2 N (7.37)

ή αντίστοιχα

σ 2 ΔΗ = σ 2 Δh + σ 2 ΔN (7.38)

Προφανώς, η πρώτη πηγή αβεβαιότητας σε μια χωροστάθμηση GPS σχετίζεται με


την ποιότητα των αποτελεσμάτων GPS ως προς τα προσδιοριζόμενα υψόμετρα h.
Γενικά επισημαίνεται, ότι ορισμένες επιδράσεις στις μετρήσεις GPS είναι δυνατόν να
επηρεάσουν αρνητικά την ακρίβεια προσδιορισμού των γεωμετρικών υψομέτρων και

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 325
___________________________________________________________________________

για το λόγο αυτό χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής για τις εφαρμογές χωροστάθμησης με
GPS. Τυπικό παράδειγμα είναι η επίδραση της τροπόσφαιρας, η οποία αντίθετα από
την επίδραση της ιονόσφαιρας, δεν μπορεί να μετριαστεί χρησιμοποιώντας μετρήσεις
διπλής συχνότητας, δεδομένου ότι η τροποσφαιρική καθυστέρηση των σημάτων GPS
οφείλεται κυρίως στα συστατικά της λεγόμενης ξηρής και υγρής τροπόσφαιρας (dry
and wet troposphere). Στην πράξη, συνήθως η αναγκαία επεξεργασία των μετρήσεων
GPS για την μείωση των επιδράσεων της τροπόσφαιρας εστιάζει στη χρήση
μοντέλων που αφορούν τη ξηρή τροπόσφαιρα, ενώ είναι περισσότερο δύσκολο να
διαμορφωθούν αξιόπιστα μοντέλα των υγρών συστατικών της τροπόσφαιρας
δεδομένης της μεγαλύτερης μεταβλητότητάς των υδρατμών που επηρεάζουν τον
υπολογισμό της αντίστοιχης υγρής καθυστέρησης.

Επίσης, τα παλιρροιακά φαινόμενα μπορούν να είναι ιδιαίτερα σημαντικά σε


ορισμένες περιστάσεις. Αυτά περιλαμβάνουν τη γήινη παλίρροια και τη μεταβλητή
φόρτωση του γήινου φλοιού εξ αιτίας της ωκεάνιας παλίρροιας στις παράκτιες ζώνες.
Αν και οι εν λόγω επιδράσεις συνήθως δεν είναι τόσο σημαντικές για τις
περισσότερες τυπικές εφαρμογές του GPS, μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τον
προσδιορισμό των υψομέτρων για βάσεις μεταξύ σημείων σε αποστάσεις
μεγαλύτερες των 100 km, προκαλώντας αντίστοιχα σφάλματα της τάξης αρκετών
εκατοστόμετρων στα αντίστοιχα υπολογισμένα υψόμετρα.

Μια άλλη σημαντική πηγή σφαλμάτων περιλαμβάνει η μέτρηση του ύψους της
κεραίας του χρησιμοποιούμενου δέκτη GPS. Το πρώτο και προφανέστερο πρόβλημα
είναι ότι το ύψος της κεραίας επάνω από το εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος πρέπει
να μετρηθεί σωστά. Πολλά συστήματα κινηματικού εντοπισμού (RTK, Real-Time-
Kinematic) χρησιμοποιούν έναν στηλαιό για την κεραία προκειμένου να μειώσουν το
χρόνο στησίματος της κεραίας έναντι της εναλλακτικής χρήσης τρίποδων. Στην
προκειμένη περίπτωση, το αμετάβλητο ύψος του στηλαιού είναι ένα σημαντικό
πλεονέκτημα που ελαχιστοποιεί τη δυνατότητα ανακριβούς υπολογισμού του ύψους
της κεραίας κάθε φορά. Αντίστοιχα, όταν οι κεραίες GPS χρησιμοποιούνται σε
τρίποδα είναι σημαντικό να ακολουθείται μια συγκεκριμένη διαδικασία ρουτίνας στο
πεδίο για τον έλεγχο της μέτρησης του ύψους της κεραίας σε κάθε σταθμό των
μετρήσεων.

Ένα λιγότερο προφανές ζήτημα που επίσης αφορά τις κεραίες GPS προκύπτει όταν
αναμιγνύονται διάφοροι τύποι κεραιών στην υλοποίηση μιας συγκεκριμένης
εφαρμογής. Το πρόβλημα με τη μίξη κεραιών είναι ότι διαφορετικές κεραίες (από
διαφορετικές κατασκευαστικές εταιρείες ή ακόμα και από ίδιους ή διαφορετικούς
τύπους κεραιών του ίδιου κατασκευαστή) μπορεί να έχουν σε διαφορετικές θέσεις το
αποτελεσματικό κέντρο μέτρησης των φάσεων του φέροντος κύματος των σημάτων
GPS (το αποκαλούμενο ηλεκτρικό κέντρο της κεραίας). Αυτή η επίδραση είναι
ιδιαίτερα σημαντική για τον υπολογισμό των υψομέτρων και μπορεί να φθάσει στα

___________________________________________________________________________
326 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

επίπεδα σφαλμάτων της τάξης μερικών εκατοστόμετρων. Για το λόγο αυτό, η


Διεθνής Υπηρεσία IGS (International GNSS Service) προκειμένου να αντιμετωπίσει
το συγκεκριμένο ζήτημα για τους πολλούς τύπους κεραιών που χρησιμοποιούνται
στους διάφορους μόνιμους σταθμούς αναφοράς GPS, διαθέτει (μέσω των
ιστοσελίδων των Κέντρων Ανάλυσης IGS) προς τους χρήστες του GPS κατάλληλα
διορθωτικά μοντέλα, τα οποία συνιστάται να εφαρμόζονται στα πακέτα λογισμικού
για την ανάλυση μετρήσεων GPS για να μετριάσουν τις αρνητικές επιδράσεις από τη
μίξη διαφορετικών τύπων κεραιών.

Πίνακας 7.2α – Τυπικές ακρίβειες των τεχνικών μετρήσεων GPS

Τεχνική Μετρήσεων GPS Ακρίβεια


Στατικές και γρήγορες στατικές 5 mm ± 1ppm (οριζόντια),
μέθοδοι 10 mm ± 1ppm (υψομετρικά)
10 mm ± 2ppm (οριζόντια)
– Βάσεις < 10 km
Μετεπεξεργασία δεδομένων από
20 mm ± 1ppm (οριζόντια)
κινηματικές τεχνικές
– Βάσεις > 10 km
20 mm ± 1ppm (υψομετρικά)
Real-Time_Kinematic (RTK), 10 mm ± 2ppm (οριζόντια)
με ρυθμό μετρήσεων 1 Hz 20 mm ± 2ppm (υψομετρικά)
Real-Time_Kinematic (RTK), 30 mm ± 2ppm (οριζόντια)
με ρυθμό μετρήσεων 5 Hz 50 mm ± 2ppm (υψομετρικά)

Σήμερα, οι κυριότερες μέθοδοι εντοπισμού με GPS που μπορούν να δώσουν υψηλής


ακρίβειας γεωμετρικά υψόμετρα βασίζονται κυρίως σε τεχνικές χρήσης μετρήσεων
φάσης του φέροντος κύματος των δορυφορικών σημάτων. Οι τεχνικές αυτές δίνουν
με μεγάλη ακρίβεια τις σχετικές υψομετρικές διαφορές Δh μεταξύ αγνώστων
σημείων και γνωστών σημείων αναφοράς, όπως φαίνεται στον Πίνακα 7.2α.

Αν θεωρήσουμε, τις παραπάνω τυπικές ακρίβειες, μερικά πιο συγκεκριμένα τυπικά


παραδείγματα για διαφορετικές αποστάσεις (π.χ. 1, 5, 10 km) μεταξύ των σημείων
ενδιαφέροντος για τους υπολογισμούς σχετικών διαφορών γεωμετρικών υψομέτρων
δίνονται στον Πίνακα 7.2β, όπου οι τιμές για επίπεδα εμπιστοσύνης 3σ, είναι
ενδεικτικές των μέγιστων αναμενόμενων σφαλμάτων των μετρήσεων GPS. Το
σημαντικό χαρακτηριστικό των σχετικών γεωμετρικών υψομέτρων Δh από το GPS

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 327
___________________________________________________________________________

Πίνακας 7.2β – Τυπικά σφάλματα εντοπισμού των υψομέτρων από τις σύγχρονες
τεχνικές μετρήσεων GPS

mm ppm Σφάλμα (1σ) Σφάλμα (3σ) σε


σε mm mm
10
1 km 5 km 1 km 5 km 10 km
km
Στατικές και
γρήγορες
10 1 11 15 20 33 45 60
στατικές
μέθοδοι
Μετεπεξεργασία
δεδομένων από
20 1 21 25 30 63 75 90
κινηματικές
τεχνικές
Real-
Time_Kinematic 20 2 22 30 40 66 90 120
(RTK), 1 Hz
Real-
Time_Kinematic 50 2 52 60 70 156 180 210
(RTK), 5 Hz

είναι ότι αυτά μπορούν να υπολογιστούν με υψηλή ακρίβεια ακόμα και για μεγάλες
αποστάσεις μεταξύ σημείων, κάτι όμως που δεν ισχύει σήμερα είτε για τα διαθέσιμα
μοντέλα του γεωειδούς, είτε για τα συστήματα αναφοράς των ορθομετρικών
υψομέτρων (vertical datum) ή και για τα δύο.

Αναφορικά με τη δεύτερη πηγή αβεβαιότητας στις σχέσεις (7.33) ή (7.34), η


αναμενόμενη ακρίβεια των υψομέτρων του γεωειδούς σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί
να υπολογιστεί αρχικά από τη συσσώρευση των σφαλμάτων σ Cn , σ Sn για κάθε
αρμονικό συντελεστή του χρησιμοποιούμενου μοντέλου του γήινου δυναμικού σε
σφαιρικές αρμονικές, που δίνει το συνολικό σφάλμα των υψομέτρων του γεωειδούς
από ένα μοντέλο του γήινου δυναμικού (Earth Gravity Model, EGM) από τη σχέση
(βλ. και τη σχέση 3.103)

___________________________________________________________________________
328 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Σχήμα 7.8 – Αντιπροσωπευτικά σφάλματα στον υπολογισμό του παγκόσμιου


γεωειδούς από μοντέλα σφαιρικών αρμονικών - EGM96 (επάνω) και GGM02 (κάτω)
για μέγιστο βαθμό και τάξη (n,m)=70x70

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 329
___________________________________________________________________________

2 n max n 2 n max
⎛ GM ⎞ ⎛ GM ⎞
σ Ν , EGM 2 = ⎜⎜ ⎟⎟
⎝ rγ ⎠
∑ ∑ (σ C nm 2 + σ S nm 2 ) = ⎜⎜
⎝ rγ
⎟⎟

∑ (c n ) 2 (7.39α)
n = 2 m =0 n=2

όπου

n max
⎛ GM ⎞
RMS = ⎜⎜
⎝ rγ
⎟⎟

∑ (c n ) 2 (7.39β)
n=2

είναι το μέσο τετραγωνικό σφάλμα των συντελεστών μεταβλητότητας σφάλματος για


το επιλεγμένο μοντέλο σφαιρικών αρμονικών συντελεστών που αποτελεί και ένα
μέτρο της ακρίβειας της συγκεκριμένης συνιστώσας του πεδίου βαρύτητας, δηλαδή
των υψομέτρων του γεωειδούς, από το συγκεκριμένο μοντέλο.

Σχήμα 7.8 – Το μοντέλο CG01c για τον ευρωπαϊκό χώρο

___________________________________________________________________________
330 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Για τον προσδιορισμό του γεωειδούς σε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις ενδείκνυται η


χρήση ενός κατάλληλου μοντέλου σφαιρικών αρμονικών, το οποίο περιγράφει με
ικανοποιητική ακρίβεια (για τέτοιας κλίμακας εφαρμογές) το πεδίο βαρύτητας στην
περιοχή ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, στο Σχήμα 7.8 απεικονίζονται τα σφάλματα
των υψομέτρων του γεωειδούς που υπολογίζονται από το μοντέλο EGM96 και από το
πρόσφατο μοντέλο GGM02S από βαρυτημετρικά δεδομένα της ειδικής δορυφορικής
αποστολής GRACE. Στην προκειμένη περίπτωση και τα δύο μοντέλα έχουν ληφθεί
μέχρι μέγιστο βαθμό και τάξη (n,m) = 70x70, που σημαίνει ότι αναπαριστούν όλα τα
μήκη κύματος που αντιστοιχούν σε διακριτική ανάλυση περίπου 285 km στον
ισημερινό. Όπως φαίνεται, για αυτά τα μήκη κύματος, το μοντέλο EGM96 περιέχει
τα μέγιστα σφάλματα (της τάξης των 50 cm) στα υψόμετρα του γεωειδούς στην
περιοχή των Ιμαλάϊων, ενώ στις περιοχές της Ευρώπης, της Β. Αμερικής και της
Αυστραλίας τα εν λόγω σφάλματα κυμαίνονται μεταξύ 20-30 cm και στις
περισσότερες άλλες ηπειρωτικές περιοχές κυμαίνονται μεταξύ 30-40 cm. Στις
θαλάσσιες περιοχές τα σφάλματα είναι μικρότερα των 20 cm προφανώς εξ αιτίας της
ακρίβειας των δεδομένων της δορυφορικής αλτιμετρίας που έχουν συμπεριληφθεί
για τον υπολογισμό του μοντέλου. Σε αντιδιαστολή, τα αντίστοιχα σφάλματα από το
πρόσφατο μοντέλο GGM02S από δεδομένα της ειδικής δορυφορικής αποστολής
GRACE είναι μικρότερα κατά μια τάξη μεγέθους, με RMS σφάλμα σε παγκόσμιο
επίπεδο περίπου 7 mm και μέγιστο σφάλμα της τάξης των 9mm. Είναι επίσης
αξιοσημείωτο ότι, σε αντίθεση με το μοντέλο EGM96, λόγω της παγκόσμιας
κάλυψης και ομοιογενούς φύσης των δεδομένων της αποστολής GRACE, τα εν λόγω
σφάλματα δεν παρουσιάζουν καμία διάκριση μεταξύ των ηπειρωτικών και των
θαλάσσιων περιοχών.

Πίνακας 7.3 – Τυπικές διαφορές των υψομέτρων του γεωειδούς από μοντέλα του
γήινου δυναμικού σε σημεία του Ευρωπαϊκού Χωροσταθμικού Δικτύου Αναφοράς

Μοντέλο Ελάχιστη Μέγιστη Μέση διαφορά Απόκλιση μέσης


διαφορά (m) διαφορά (m) (m) διαφοράς (m)
EGM96 -1.07 -0.10 -0.66 0.23
GGM01c -1.34 -0.03 -0.69 0.23
CG01c -1.10 -0.28 -0.69 0.18

Σε αρκετές περιοχές του κόσμου, ελλείψει δεδομένων βαρύτητας ή άλλων δεδομένων


του γήινου πεδίου βαρύτητας, τα μόνα διαθέσιμα μοντέλα του γεωειδούς προέρχονται
από παγκόσμια μοντέλα του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές, συνήθως από
αναπτύγματα μέχρι βαθμό και τάξη 360, όπως το EGM96. Αυτό σημαίνει ότι τα εν
λόγω μοντέλα μπορούν να αποδώσουν χαρακτηριστικά μήκη κύματος του γεωειδούς

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 331
___________________________________________________________________________

περίπου μέχρι 55 km. Σε αυτά τα επίπεδα διακριτικότητας, τα μοντέλα αυτά δίνουν


περιορισμένη απόλυτη ακρίβεια των υψομέτρων του γεωειδούς της τάξης του ±1 m
και σχετική ακρίβεια της τάξης των μερικών δεκάδων εκατοστόμετρων (π.χ. ±30-50
cm), γεγονός που καθορίζει και τα σημερινά όρια ακρίβειας αυτών των μοντέλων εάν
χρησιμοποιούνται από μόνα τους για εφαρμογές GPS χωροστάθμησης. Ωστόσο,
ακόμα και σε αυτά τα επίπεδα ακρίβειας το εν λόγω μοντέλα μπορούν να παίξουν
σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της ασυμβατότητας μεταξύ διαφόρων συστημάτων
υψομέτρων (datum differences), κυρίως μεταξύ γειτονικών χωρών.

Για παράδειγμα, στον Πίνακα 7.3 δίνονται οι τυπικές διαφορές των υψομέτρων του
γεωειδούς που επιδεικνύουν, σύμφωνα με τον Hećimovići (2005), τα μοντέλα EGM96
(nmax=360), GGM01C (nmax=200) και EIGEN-CG01C (nmax=360) σε 120 σημεία του
Ευρωπαϊκού Χωροσταθμικού Δικτύου Αναφοράς (European Vertical Reference
Network), από όπου φαίνεται ότι το μοντέλο CG01c (Σχ. 7.8) παρουσιάζει στατιστικά
την καλύτερη απόδοση σε σχέση με τα άλλα μοντέλα όπως φαίνεται από την
μικρότερη απόκλιση της μέσης τιμής των παρατηρούμενων διαφορών. Η
συγκεκριμένη ανάλυση αρχικά έγινε σε διπλάσιο περίπου αριθμό σημείων του
χωροσταθμικού δικτύου, σε πολλά από τα οποία εντοπίστηκαν σημαντικά σφάλματα
(> 50 cm) που έχουν αποδοθεί σε σφάλματα σύνδεσης μεταξύ των διαφόρων
ευρωπαϊκών χωροσταθμικών δικτύων (datum connection errors), συστηματικά
σφάλματα στις χωροσταθμικές μετρήσεις, σφάλματα μοντελοποίησης κ.ά.

Σήμερα, όπως ήδη αναδεικνύεται και από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στον
Πίνακα 3.5 και αναπαράγονται στο σχήμα 7.9, τα πιο πρόσφατα μοντέλα EIGEN-
CG03C, EIGEN-GL04C και EIGEN-5C παρουσιάζουν σαφώς καλύτερη απόδοση
όπως προκύπτει από τη σύγκριση των υψομέτρων του γεωειδούς από τα εν λόγω
μοντέλα και από δεδομένα χωροστάθμησης με GPS σε μερικές χιλιάδες υψομετρικών
σημείων σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου. Συνεπώς οι συνεχείς βελτιώσεις που
αναμένεται να προσφέρουν τα νέα αυτά μοντέλα από τις δορυφορικές αποστολές
CHAMP και GRACE, και στο άμεσο μέλλον από την αποστολή GOCE, προβλέπεται
ότι θα δημιουργήσουν νέες δυνατότητες για τις εφαρμογές χωροστάθμησης με GPS
[Fotopoulos et al. (2003), Hatjidakis and Rossikopoulos (2003)], ιδιαίτερα σε
εφαρμογές πραγματικού χρόνου (Mowafy et al., 2006) με τις σύγχρονες RTK (Real
Time Kinematic) και VRS διαδικτυακές τεχνικές GPS (Virtual Reference Stations)
και συστήματα όπως το HEPOS (Delikaraoglou, 2007).

Στην πράξη, αυτό που είναι συνήθως επιθυμητό είναι να βελτιωθεί περαιτέρω η
διαδικασία χρησιμοποίησης ενός μοντέλου του γήινου δυναμικού σε σφαιρικές
αρμονικές για τον υπολογισμό ενός τοπικού μοντέλου γεωειδούς, του οποίου τα
υψόμετρα συνήθως να δίνονται σε ένα πλέγμα (κάνναβο) σημείων, έτσι ώστε οι
χρήστες να μπορούν να παρεμβάλουν, όπως απαιτείται, τις διαθέσιμες τιμές σε άλλα
σημεία ενδιαφέροντος στην συγκεκριμένη περιοχή. Τέτοια τοπικά μοντέλα γεωειδούς

___________________________________________________________________________
332 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

παράγονται σε δύο μέρη. Τα χαρακτηριστικά μεγάλα μήκη κύματος του γεωειδούς


προέρχονται από το “καλύτερο” διαθέσιμο μοντέλο του γήινου δυναμικού σε
σφαιρικές αρμονικές, ενώ τα μεσαία και μικρά μήκη κύματος του γεωειδούς
υπολογίζονται χρησιμοποιώντας τις περιφερειακά διαθέσιμες ανωμαλίες βαρύτητας
και τοπικά ψηφιακά μοντέλα εδάφους αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας διάφορες
τεχνικές, συμπεριλαμβανομένου των ολοκληρωματικών μεθόδων Stokes ή των
μεθόδων του γρήγορο μετασχηματισμό Fourier, που αναφέρθηκαν ήδη στο κεφ. 6.

Σχήμα 7.9 – RMS διαφορές των υψομέτρων του γεωειδούς από πρόσφατα μοντέλα του
γήινου δυναμικού και δεδομένα χωροστάθμησης με GPS

Προφανώς, η τελική ακρίβεια των υψομέτρων ενός τοπικού γεωειδούς επηρεάζεται


έντονα από το πόσο καλά τα δεδομένα βαρύτητας που χρησιμοποιούνται για τον
υπολογισμό του τοπικού γεωειδούς αντιπροσωπεύουν το πραγματικό πεδίο
βαρύτητας. Πρόσφατες βελτιώσεις σε αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν:

• Τη χρήση των δορυφορικών αλτιμετρικών δεδομένων, που έχουν αυξήσει


την πυκνότητα των διαθέσιμων δεδομένων βαρύτητας στις ωκεάνιες περιοχές
και στις παράκτιες ζώνες.

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 333
___________________________________________________________________________

• Τη χρήση ψηφιακών μοντέλων της μορφολογίας του εδάφους (Digital


Elevation Models, DEM), όπως τα ευρέως διαθέσιμα υψομετρικά δεδομένα
από την Τοπογραφική Αποστολή Ραντάρ του διαστημικού λεωφορείου (Shuttle
Radar Topographic Mission, SRTM) [Rabus et al. (2003), Werner (2001)] για
τον αποτελεσματικότερο υπολογισμό των τοπογραφικών αναγωγών στις
μετρήσεις βαρύτητας (π.χ. Kiamehr and Sjöberg (2005).
• Τη περαιτέρω χρήση των ψηφιακών μοντέλων της μορφολογίας του εδάφους
για την απεικόνιση των παραλλαγών υψηλής συχνότητας (high frequency
gravity field variations) του πεδίου βαρύτητας και τη βελτίωση των
διαδικασιών παρεμβολής των ακατέργαστων δεδομένων βαρύτητας στην
εκάστοτε περιοχή ενδιαφέροντος.

Είναι προφανές ότι οι κύριοι περιοριστικοί παράγοντες για την ενδογενή ακρίβεια
ενός τοπικού μοντέλου του γεωειδούς είναι το ποσό μεταβλητότητας του πεδίου
βαρύτητας και της μορφολογίας του εδάφους. Γενικά, ένα μοντέλο του γεωειδούς θα
είναι χαρακτηριστικά λιγότερο ακριβές στις περιοχές με απότομα μεταβλητή
μορφολογία και με ιδιαίτερα μεταβλητή υπεδάφια γεωλογία. Εντούτοις στην
εφαρμογή ενός συγκεκριμένου μοντέλου του γεωειδούς, η ενδογενής ακρίβειά του
δεν είναι ο μόνος περιορισμός. Αυτό που επίσης απαιτείται να εκτιμηθεί ιδιαίτερα
είναι το πώς το εκάστοτε συγκεκριμένο μοντέλο του γεωειδούς μπορεί να
χρησιμοποιηθεί από κοινού με το υπάρχον δίκτυο αναφοράς των υψομέτρων σε μια
περιοχή ή μια ολόκληρη χώρα.

7.2.1 Υπολογισμός τοπικών υψομέτρων του γεωειδούς

Στην πράξη, η χωροστάθμηση με GPS απαιτεί εκτός από τις αναγωγές των
μετρήσεων GPS και τον προσδιορισμό των συνταγμένων (Χ, Υ, Ζ) ή (φ, λ, h) σε ένα
σημείο και τον υπολογισμό, στο ίδιο σημείο, του υψομέτρου του γεωειδούς από το
εκάστοτε διαθέσιμο (βαρυτημετρικό ή άλλο) μοντέλο του τοπικού γεωειδούς.
Συνήθως, για τη διευκόλυνση των χρηστών, αρχικά υπολογίζεται αναλυτικά μια
επιφάνεια (geoid surface model) που εκφράζει μαθηματικά την επιφάνεια του
βαρυτημετρικά υπολογισμένου γεωειδούς, τυπικά σε ένα κατάλληλης πυκνότητας
κάνναβο. Οι παράμετροι της αναλυτικής αυτής επιφάνειας υπολογίζονται με τη
μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων χρησιμοποιώντας τις τιμές του γεωειδούς σε ένα
ικανό αριθμό σημείων ελέγχου ή αναφοράς του γεωειδούς (geoid control points) σε
χαρακτηριστικές θέσεις που επιλέγονται έτσι ώστε να αντιπροσωπεύουν τις τάσεις
μεταβλητότητας του γεωειδούς σε τοπικό επίπεδο στην περιοχή ενδιαφέροντος.

Για το σκοπό αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλές τεχνικές για τον


προσδιορισμό εύχρηστων μοντέλων της αναλυτικής επιφάνειας ενός τοπικού

___________________________________________________________________________
334 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

γεωειδούς. Μερικές από αυτές τις τεχνικές χρησιμοποιούν άμεσες τιμές παρατήρησης
του γεωειδούς και άλλες χρησιμοποιούν τις διαθέσιμες τιμές μετά από κατάλληλη
συνόρθωση και φιλτράρισμα. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση, τα μοντέλα που
χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της επιφάνειας του γεωειδούς πρέπει να
είναι ρεαλιστικά και καλά ρυθμισμένα στις παραλλαγές (δομή) της επιφάνειας του
γεωειδούς στην εκάστοτε περιοχή ενδιαφέροντος, αλλά και να προσφέρονται για
εύκολη παρεμβολή των υψομέτρων (interpolation). Επισημαίνεται επίσης ότι, σε μια
τοπική περιοχή, τα εν λόγω καθορισμένα αναλυτικά μοντέλα του γεωειδούς είναι
κατάλληλα για την περιοχή που περιβάλλεται από τα σημεία αναφοράς του γεωειδούς
και δεν δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα για σημεία εκτός της περιοχής
(extrapolation). Ένα άλλο σημαντικό μειονέκτημα στον τοπικό προσδιορισμό του
γεωειδούς είναι τα τυχόν προβλήματα ασυμβατότητας με το σύστημα αναφοράς των
υψομέτρων (vertical datum inconsistency), που θα εξεταστεί διεξοδικότερα σε
επόμενη ενότητα. Παρακάτω παρουσιάζονται μερικές από τις πλέον συνήθεις
μεθόδους αναλυτικής έκφρασης της επιφάνειας του γεωειδούς που χρησιμοποιούνται
για τον εν λόγω σκοπό.

7.2.1.1 Πολυωνυμικές μέθοδοι

Η χρήση πολυωνύμων είναι η πιο κοινή μέθοδος για την αναλυτική έκφραση της
επιφάνειας του γεωειδούς, η οποία περιγράφεται από ένα μοντέλο της μορφής

p q
N (φ , λ ) = ∑ ∑ aij φ i λ j (7.40)
i =0 j =0

όπου aij είναι συντελεστές που υπολογίζονται από τις γνωστές τιμές των υψομέτρων
στα σημεία ελέγχου ή αναφοράς του τοπικού γεωειδούς.

Η εν λόγω μέθοδος χρησιμεύει και για να ανιχνευτούν χαρακτηριστικές τάσεις


(large-scale trends) στα διαθέσιμα δεδομένα του γεωειδούς, ανάλογα με το βαθμό p,
και τη τάξη q του πολυωνυμικού μοντέλου που επιλέγεται, όπως για παράδειγμα:

• Απλή επίπεδη επιφάνεια: N (φ , λ ) = α 0 + α 1 φ + α 2 λ (7.41α)

• Δι-γραμμική επιφάνεια: N (φ , λ ) = α 0 + α 1 φ + α 2 λ + α 3 φ λ (7.41β)

N (φ , λ ) = α 0 + α 1 φ + α 2 λ + α 3 φ 2
• Επιφάνεια 2ου βαθμού: (7.41γ)
+ α 4 λ2 + α 5 φ λ

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 335
___________________________________________________________________________

Απεικόνιση της αναλυτικής επιφάνειας του γεωειδούς

214 σημεία
αναφοράς του
γεωειδούς.
Πολυωνυμική
επιφάνεια
βαθμού και
τάξης 9

100 σημεία
αναφοράς του
γεωειδούς.
Πολυωνυμική
επιφάνεια
βαθμού και
τάξης 7

50 σημεία
αναφοράς του
γεωειδούς.
Πολυωνυμική
επιφάνεια
βαθμού και
τάξης 6

25 σημεία
αναφοράς του
γεωειδούς.
Πολυωνυμική
επιφάνεια
βαθμού και
τάξης 5

Σχήμα 7.9 – Τυπικές απεικονίσεις του γεωειδούς μιας περιοχής ανάλογα με τον αριθμό
των σημείων αναφοράς του γεωειδούς και το βαθμό της χρησιμοποιούμενης
πολυωνυμικής επιφάνειας

___________________________________________________________________________
336 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

N (φ , λ ) = α 0 + α 1 φ + α 2 λ + α 3 φ 2

ου
+ α 4 λ2 + α 5 φ λ
• Επιφάνεια 3 βαθμού: (7.41δ)
+ α 6 φ 3 + α 7 λ3
+ α 8 φ 2 λ + α 9 φ λ2

• ….

Τυπικά, όπως φαίνεται και στο Σχ. 7.9, η τελική μορφή της αναλυτικά εκφρασμένης
επιφάνειας του γεωειδούς εξαρτάται από τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων
σημείου αναφοράς και τον βαθμό και τάξη του πολυωνυμικού μοντέλου που
επιλέγεται τελικά. Για παράδειγμα, η επιλογή μιας απλής επίπεδης επιφάνειας απαιτεί
μόλις 3 σημεία με γνωστά υψόμετρα του γεωειδούς που περικλείουν την περιοχή
ενδιαφέροντος όπως φαίνεται στο σχήμα 7.10 και εάν το σύστημα συντεταγμένων
επιλεχθεί έτσι ώστε η αρχή του να συμπίπτει π.χ. με το σημείο #1, οδηγούμαστε στο
ακόλουθο σύστημα βασικών απλών εξισώσεων:

N 1 (φ1 , λ1 ) = α 0 + α1 φ1 + α 2 λ1 , (φ1 , λ1 ) = (0, 0)

N 2 (φ2 , λ2 ) = α 0 + α1 φ2 + α 2 λ2

N 3 (φ3 , λ3 ) = α 0 + α1 φ3 + α 2 λ3

από το οποίο υπολογίζονται


εύκολα οι συντελεστές
α 0 ,α1 ,α 2 από τις σχέσεις

α 0 = N 1 (φ1 , λ1 )

(λ2 − λ3 ) N 1 + λ3 N 2 − λ2 N 3 Σχήμα 7.10 – Απλή επίπεδη επιφάνεια


α1 =
(φ2 λ3 − φ3 λ2 )

(φ3 − φ2 ) N 1 + φ3 N 2 − φ2 N 3
α3 =
(φ2 λ3 − φ3λ2 )

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 337
___________________________________________________________________________

Απεικόνιση της αναλυτικής επιφάνειας του γεωειδούς

214 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.
Απλή
επίπεδη
επιφάνεια.

100 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.
Απλή
επίπεδη
επιφάνεια.

50 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.
Απλή
επίπεδη
επιφάνεια.

25 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.
Απλή
επίπεδη
επιφάνεια.

Σχήμα 7.11 – Τυπικές απεικονίσεις του γεωειδούς μιας περιοχής ανάλογα με τον
αριθμό των σημείων αναφοράς του γεωειδούς και ένα μοντέλο απλής επίπεδης
πολυωνυμικής επιφάνειας

___________________________________________________________________________
338 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Απεικόνιση της αναλυτικής επιφάνειας του γεωειδούς

214 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

100 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

50 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

25 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

Σχήμα 7.12 – Τυπικές απεικονίσεις του γεωειδούς μιας περιοχής ανάλογα με τον
αριθμό των σημείων αναφοράς του γεωειδούς και ένα μοντέλο πλησιέστερου γείτονα

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 339
___________________________________________________________________________

Απεικόνιση της αναλυτικής επιφάνειας του γεωειδούς

214 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

100 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

50 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

25 σημεία
αναφοράς
του
γεωειδούς.

Σχήμα 7.13 – Τυπικές απεικονίσεις του γεωειδούς μιας περιοχής ανάλογα με τον
αριθμό των σημείων αναφοράς του γεωειδούς και το μοντέλο συνάρτησης του
αντίστροφου της απόστασης

___________________________________________________________________________
340 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Για περισσότερα σημεία κατανεμημένα σε όλη την περιοχή ενδιαφέροντος, οι


συντελεστές α 0 ,α 1 ,α 2 προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας ελαχιστοτετραγωνικής
λύσης. Όπως φαίνεται στο Σχ. 7.11, το εν λόγω μοντέλο λειτουργεί πολύ καλά εάν τα
σημεία αναφοράς του γεωειδούς είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα στην περιοχή
εφαρμογής του μοντέλου και το εύρος των τιμών των υψομέτρων του γεωειδούς είναι
μικρό.

7.2.1.2 Μέθοδος του πλησιέστερου γείτονα

Σε αυτήν την προσέγγιση, η επιφάνεια του γεωειδούς θεωρείται σαν να είναι


διαιρεμένη σε μικρά τμήματα που το καθένα περιγράφεται με μια διαφορετική
συνάρτηση. Σε κάθε σημείο ενδιαφέροντος το υψόμετρο του γεωειδούς υπολογίζεται
από τα πλησιέστερα διαθέσιμα σημεία αναφοράς του γεωειδούς που περιλαμβάνονται
π.χ. σε ένα κύκλο ή έλλειψη αναζήτησης προκαθορισμένης ακτίνας γύρω από το
εκάστοτε σημείο ενδιαφέροντος. Σαν βασική συνάρτηση της εν λόγω επιφάνειας
συνήθως χρησιμοποιείται η απλή επίπεδη επιφάνεια ή άλλου χαμηλού βαθμού
πολυωνυμική επιφάνεια.

Όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.12, το σημαντικότερο μειονέκτημα της εν λόγω μεθόδου
είναι οι ασυνέχειες που εμφανίζονται μεταξύ των επιμέρους τμημάτων της συνολικής
επιφάνειας, γεγονός που δεν την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη για εκτεταμένες περιοχές.

7.2.1.3 Μέθοδος των


συναρτήσεων της
αντίστροφής απόστασης

Όπως και στην προηγούμενη


περίπτωση και σε αυτήν την
προσέγγιση, σε κάθε σημείο
ενδιαφέροντος το υψόμετρο του
γεωειδούς υπολογίζεται από τα
πλησιέστερα διαθέσιμα σημεία
αναφοράς του γεωειδούς που
περιλαμβάνονται σε ένα κύκλο ή
Σχήμα 7.14 – Παρεμβολή του γεωειδούς στο έλλειψη αναζήτησης
σημείο Ρ από παρακείμενα σημεία αναφοράς προκαθορισμένης απόστασης
του γεωειδούς. γύρω από το εκάστοτε σημείο

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 341
___________________________________________________________________________

ενδιαφέροντος. Ωστόσο σαν βασική συνάρτηση χρησιμοποιούνται επιλεγμένου


βαθμού συναρτήσεις του αντίστροφου της απόστασης του εκάστοτε σημείου
ενδιαφέροντος από τα πλησιέστερα Νi, i=1,2,3,…n διαθέσιμα σημεία αναφοράς του
γεωειδούς που περιλαμβάνονται στην προαναφερόμενη περιοχή αναζήτησης (Σχ.
7.14).

Για παράδειγμα, το υψόμετρο του γεωειδούς σε ένα σημείο ενδιαφέροντος στη θέση
με συντεταγμένες (φ, λ) μπορεί να υπολογιστεί από μια σχέση της μορφής

∑ Pi N i
1
N (φ , λ ) = i =0
, Pi = (7.42α)
n
D(φ , λ ,φi , λi ) k
∑ i =0
Pi

όπου συνήθως ως βαθμός της συνάρτησης του αντιστρόφου της απόστασης


επιλέγεται k=1, 2, 3 ή 4. Η φυσική σημασία της παραμέτρου k είναι ότι αυτή ελέγχει
το “βάρος” που δίνεται στα απομακρυσμένα σημεία αναφοράς του γεωειδούς που
συνεισφέρουν στον υπολογισμό της τιμής του γεωειδούς στο σημείο ενδιαφέροντος.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο επιλεγμένος βαθμός k, τόσο μεγαλύτερο βάρος δίνεται στα
πλησιέστερα σημεία, ενώ όσο μικρότερος ο βαθμός k, τόσο το βάρος διανέμεται πιο
ομοιόμορφα μεταξύ των σημείων αναφοράς του γεωειδούς.

Όπως φαίνεται στο Σχ. 7.13, το εν λόγω μοντέλο λειτουργεί πολύ καλά όσο
περισσότερα σημεία αναφοράς του γεωειδούς είναι διαθέσιμα στην περιοχή
ενδιαφέροντος και όσο πιο ομοιόμορφα είναι κατανεμημένα στην περιοχή εφαρμογής
του μοντέλου.

Σε μια παραλλαγή της παραπάνω μεθόδου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί αρχικά μια


πολυωνυμική επιφάνεια χαμηλού βαθμού, Trend (φ , λ ) , η οποία εκφράζει τις
κύριες τάσεις της μεταβολής του γεωειδούς στην περιοχή ενδιαφέροντος και στη
συνέχεια εφαρμόζεται η παραπάνω μέθοδος στα υπόλοιπα (residuals) των τιμών του
γεωειδούς στα χρησιμοποιούμενα σημεία αναφοράς.

∑ Pi N i
res

1
N (φ , λ ) = Trend (φ , λ ) + i =0
, Pi = (7.42β)
n
D(φ , λ ,φi , λi ) k

i =0
Pi

___________________________________________________________________________
342 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

Στην προκειμένη περίπτωση, η κατανομή των σημείων αναφοράς του γεωειδούς έχει
ιδιαίτερη σημασία.

7.3 Αξιολόγηση των βαρυτημετρικών λύσεων προσδιορισμού του


γεωειδούς – Στατιστική ανάλυση

Ένας αξιόπιστος τρόπος αξιολόγησης των λύσεων υπολογισμού του γεωειδούς από
ένα γήινο γεωδυναμικό μοντέλο σφαιρικών αρμονικών ή από μια λύση συνδυασμού
ετερογενών δεδομένων (συντελεστές σφαιρικών αρμονικών, ανωμαλίες βαρύτητας,
τοπογραφικά δεδομένα, κ.ά.) είναι η σύγκρισή τους με υψόμετρα που προκύπτουν
από γεωμετρικά υψόμετρα από GPS και ορθομετρικά υψόμετρα από γεωμετρικές
χωροσταθμήσεις σε σημεία κατακόρυφου ελέγχου. Η εν λόγω αξιολόγηση αποτελεί
τον πλέον πρακτικό τρόπο εκτίμησης της εξωτερικής ακρίβειας των υψομέτρων του
γεωειδούς, πέρα από την εσωτερική ακρίβεια τους που υπολογίζεται και εξαρτάται
από την εκάστοτε χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία (π.χ. ολοκλήρωση Stokes, FFT,
κ.ά.).

Στην εν λόγω διαδικασία, τα γεωμετρικά υψόμετρα από το GPS και τα ορθομετρικά


υψόμετρα από γεωμετρικές χωροσταθμήσεις θεωρούνται πρακτικά ως απολύτως
ακριβή, δεδομένου ότι αυτά είναι πολύ υψηλότερης ακρίβειας από εκείνη που
προκύπτει από τις λύσεις υπολογισμού του γεωειδούς. Για παράδειγμα, οι ακρίβειες
των γεωμετρικών υψομετρικών διαφορών Δh από το GPS είναι της τάξης των
μερικών ppm (parts per million ή χιλιοστά ανά χιλιόμετρο), σύμφωνα με τις ενδείξεις
του Πίνακα 7.2α και 7.2β, ενώ οι τυπικές ακρίβειες για τις διαφορές ΔΗ
ορθομετρικών υψομέτρων για τα ελληνικά δίκτυα κατακόρυφου ελέγχου είναι
αντίστοιχα για τα δίκτυα 1ης, 2ης και 3ης τάξης προδιαγράφονται ως 4 mm S ,
8 mm S και 16 mm S , όπου S είναι οι αποστάσεις μεταξύ γειτονικών σημείων σε
χιλιόμετρα που τυπικά κυμαίνονται από 1-2 km (π.χ. για δίκτυα 1ης τάξης) μέχρι
μερικές δεκάδες χιλιόμετρα ανάλογα με την τάξη του δικτύου κατακόρυφου ελέγχου.

Για παράδειγμα, αν σε μια σειρά σημείων Ρi διατίθενται γνωστά υψόμετρα του


GPS
γεωειδούς N i (= hi − H i ) από το GPS και από γεωμετρική χωροστάθμηση και
grav
επίσης αντίστοιχα υψόμετρα N i από βαρυτημετρικές μεθόδους, αυτά μπορούν να
συνδυαστούν προκειμένου να υπολογιστούν οι διαφορές τους

δΝ i = N i GPS − N i grav . (7.43)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 343
___________________________________________________________________________

Η προαναφερόμενη στατιστική αξιολόγηση συνεπώς βασίζεται στη δειγματοληψία


των εν λόγω διαφορών των υψομέτρων του γεωειδούς από τις δύο πηγές δεδομένων,
και για τις οποίες υπολογίζονται διάφοροι στατιστικές παράμετροι, όπως:

1 i 1 i
Ο αριθμητικός μέσος όρος δΝ = ∑ k ∑ δΝ i όλων των
GPS grav
• ( N − N k ) =
n k =1 n k =1
τιμών στο δείγμα με μέγεθος n, όπου n είναι ο αριθμός των χρησιμοποιούμενων
σημείων. Συνήθως, ο αριθμητικός μέσος εκφράζεται με ένα περισσότερο
δεκαδικό ψηφίο από εκείνα των δεδομένων δΝ i .

• Η ελάχιστη τιμή min(δΝ 1 , δΝ 2 , δΝ 3 , ..., δΝ ι ) και η μεγαλύτερη τιμή


max(δΝ1 , δΝ 2 , δΝ 3 , ..., δΝι ) όλων των τιμών του δείγματος, καθώς και το εύρος
(range) ρ = max(δΝ 1 , δΝ 2 , δΝ 3 , ..., δΝ ι − min(δΝ 1 , δΝ 2 , δΝ 3 , ..., δΝ ι μεταξύ
των εν λόγω δύο τιμών, το οποίο είναι ένα κατά προσέγγιση μέτρο της διασποράς
των διαφορών δΝ i , που ωστόσο δεν λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα ότι το
συγκεκριμένο δείγμα μπορεί να μην περιλαμβάνει τις χαμηλότερες ή υψηλότερες
τιμές στον πραγματικό πληθυσμό των δεδομένων.

• Η διάμεσος τιμή (median) του δείγματος, που είναι η κεντρική, ή μεσαία,


μέτρηση του συνόλου των δεδομένων δηλ. υπάρχουν τόσα σημεία δεδομένων με
τιμές χαμηλότερες από τη διάμεσο όσα είναι τα σημεία των δεδομένων με τιμές
που υπερβαίνουν τη διάμεσο. Η διάμεσος του δείγματος είναι η καλύτερη
διαθέσιμη εκτίμηση της διαμέσου του πραγματικού πληθυσμού των εκάστοτε
δεδομένων. Επιπλέον, εάν τα δεδομένα προέρχονται από μια συμμετρική
κατανομή, η διάμεσος του δείγματος είναι επίσης και η καλύτερη εκτίμηση του
αριθμητικού μέσου του πραγματικού πληθυσμού, αλλά είναι μια φτωχή εκτίμηση
του εάν τα δεδομένα έχουν μια ασύμμετρη κατανομή. Η διάμεσος υπολογίζεται
εύκολα για ένα δείγμα με ένα περιττό αριθμό δεδομένων ως η μεσαία τιμή του
δείγματος, και στην περίπτωση ενός δείγματος με ένα άρτιο αριθμό δεδομένων
υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των δύο μεσαίων τιμών του δείγματος.

1 i
• Το μέσο τετραγωνικό σφάλμα (root mean square error), rms = ∑
n k =1
δΝ k 2 ) ,
όλων των τιμών του δείγματος.

___________________________________________________________________________
344 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

1 i
• H μέση απόκλιση (mean deviation) S = ∑ (δΝ k − δΝ) , που είναι ο μέσος
n k =1
όρος της απόκλισης όλων των τιμών του δείγματος των δεδομένων διαφορών
δΝ i από τον μέσο όρο τους δΝ .

1 i
• Η μεταβλητότητα (variance), S 2 = ∑
n − 1 k =1
(δΝ k − δΝ ) 2 του δείγματος, η

τιμή της οποίας είναι πάντα θετική, ή μηδέν εάν όλες οι τιμές του δείγματος είναι
ίσες, και είναι μια εκτίμηση της απόκλισης, ή της διασποράς, των τιμών στο εν
λόγω δείγμα ή ένα μέτρο της κεντρικής τάσης του συνόλου των δεδομένων
διαφορών δΝ i . Η μεταβλητότητα, ως στατιστικό μέτρο, είναι ανώτερη από τη
μέση απόκλιση όσον αφορά την πιθανότητα και τις στατιστικές ιδιότητές της, και
στην πράξη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά αντί της μέσης απόκλισης.

1 i
• Η τυπική απόκλιση (standard deviation), S = ∑
n − 1 k =1
(δΝ k − δΝ ) 2 = S 2 ,

δηλαδή η θετική τετραγωνική ρίζα της μεταβλητότητας ή/και ο συντελεστής


μεταβλητότητας (coefficient of variation) ή σχετική τυπική απόκλιση (relative
S
standard deviation), V = , που εκφράζει την τυπική απόκλιση ως μέρος του
δΝ
μέσου όρου. Η σχετική τυπική απόκλιση συχνά εκφράζεται και ως ποσοστό επί
100 * S S
τοις εκατό ( V = ) επειδή γενικά η τιμή είναι αρκετά μικρή.
δΝ δΝ

Κατά παρόμοιο τρόπο, χρησιμοποιώντας τις ίδιες έννοιες και σχέσεις, μπορούν να
υπολογιστούν τα αντίστοιχα στατιστικά μέτρα για την εκτίμηση της εξωτερικής
ακρίβειας σχετικών υψομετρικών διαφορών του γεωειδούς (διαφορών υψομέτρων)
μεταξύ σημείων Ρi και Ρj από αντίστοιχες διαφορές της μορφής

(δδΝ ij ) k = (Δhij
GPS grav
− ΔH ij ) k − (ΔN ij )k , k=1, 2, 3, …, n (7.44α)

ή επειδή, ακολουθώντας την πρακτική που ακολουθείται για τα αποτελέσματα από το


GPS, συνηθίζεται τα σχετικά υψόμετρα του γεωειδούς να εκφράζονται σε ppm, οι
παραπάνω διαφορές (σε ppm) υπολογίζονται ως

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 345
___________________________________________________________________________

10 −6 GPS grav
(δδ Ν ij ) k σε ppm = [(Δhij − ΔH ij ) k − (ΔN ij ) k ] ,
Lij
k=1, 2, 3, …, n (7.44β)

όπου η απόσταση Lij μεταξύ των εκάστοτε ζευγών σημείων Ρi και Ρj καθώς και οι
GPS grav
ποσότητες Δhij , ΔH ij , ΔN ij δίνονται σε μέτρα.

7.4 Παραμετρικά μοντέλα βέλτιστου συνδυασμού υψομέτρων h, H


και N

Η σύγκριση ή/και η αξιολόγηση των υψομέτρων του γεωειδούς που υπολογίζονται


από ένα γήινο γεωδυναμικό μοντέλο σφαιρικών αρμονικών ή/και από μια λύση
συνδυασμού ετερογενών δεδομένων (συντελεστές σφαιρικών αρμονικών, ανωμαλίες
βαρύτητας, τοπογραφικά δεδομένα, κ.ά.) σύμφωνα με τις βασικές στατιστικές
αναλύσεις της προηγούμενης ενότητας μπορεί να μην επαρκεί στην περίπτωση που
υφίστανται οποιεσδήποτε ασυμφωνίες μεταξύ των συστημάτων αναφοράς (datum)
των διαθέσιμων δεδομένων hGPS, H και Ngrav, στα οποία αναφέρονται τα υψόμετρα
των δύο επιμέρους λύσεων (hGPS – H και Ngrav) για τα υψόμετρα του γεωειδούς.

Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούνται κατάλληλα μοντέλα μετασχηματισμού


μεταξύ των εμπλεκομένων συστημάτων αναφοράς (δηλαδή του datum του GPS (π.χ.
του ελλειψοειδούς του WGS84), και του datum υπολογισμού των ορθομετρικών
υψομέτρων (π.χ. της ΜΣΘ) και του γεωειδούς (π.χ. του κανονικού ελλειψοειδούς).
Με τους εν λόγω μετασχηματισμούς επιδιώκεται να παραμετροποιήθουν (και
συνεπώς να απαλειφθούν ή να ελαττωθούν με τη χρήση των αντίστοιχων
παραμετρικών μοντέλων) τα σφάλματα από τις παραπάνω τρεις ετερογενείς μορφές
δεδομένων (του GPS, της χωροστάθμησης και του βαρυτημετρικού γεωειδούς). Για
παράδειγμα, ο περιορισμένος βαθμός και τάξη (n, m) στο ανάπτυγμα των γήινων
μοντέλων του δυναμικού σε σφαιρικές αρμονικές εισάγει στα αποτελέσματα
υπολογισμού του γεωειδούς σφάλματα που σχετίζονται με τις χαμηλές συχνότητες
(low wavelengths). Τέτοια σφάλματα προφανώς δεν υφίστανται σε υψόμετρα από το
GPS και σε ορθομετρικά υψόμετρα από γεωμετρικές χωροσταθμήσεις και στα
δεδομένα βαρύτητας. Συνεπώς, τα σφάλματα αυτά μπορούν να ελαχιστοποιηθούν
προσαρμόζοντας, μέσω των κατάλληλων επιλεγμένων μοντέλων (βλέπε παρακάτω),
τα βαρυτημετρικά προσδιορισμένα υψόμετρα του γεωειδούς στα αντίστοιχα
υψόμετρα που υπολογίζονται μέσω της χρήσης των γεωμετρικών υψομέτρων από το
GPS και της γεωμετρικής χωροστάθμησης. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για ένα
κοινό μοντέλο συνόθρωσης που οδηγεί στον βέλτιστο συνδυασμό υψομέτρων
(ορθομετρικών και γεωμετρικών υψομέτρων και των υψομέτρων του γεωειδούς) από

___________________________________________________________________________
346 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

τα ετερογενή δεδομένα που διατίθενται από ανεξάρτητες πηγές και από


διαφορετικούς τρόπους προσδιορισμού του γεωειδούς.

Στη γενικότερη περίπτωση, για τον εν λόγω συνδυασμό επιλέγονται γραμμικά


μοντέλα της μορφής

p = c1 f1 + c2 f 2 + ... + cq f q

όπου c1 , c2 , ..., cq είναι άγνωστοι (προς προσδιορισμό) συντελεστές και


f1 , f 2 , ..., f q είναι επιλεγμένες βασικές συναρτήσεις (base functions), των οποίων ο
τύπος διαφέρει ανάλογα με την εκάστοτε εφαρμογή, την έκταση της περιοχής
ενδιαφέροντος, το πλήθος και η κατανομή των διαθέσιμων παρατηρήσεων στην
περιοχή ενδιαφέροντος κ.ά. Τυπικές επιλογές τους συμπεριλαμβάνουν πολυώνυμα
διαφόρων βαθμών, τριγωνομετρικές και αρμονικές συναρτήσεις, σειρές Fourier,
splines και κυματίδια (wavelets).

Ενδεικτικά αναφέρονται παρακάτω μερικά από τα πλέον συνηθισμένα τέτοια


μοντέλα:

3-παραμετρικό μοντέλο

δΝ i = N i GPS − N i grav = (hi − H i ) − N i grav


(7.45α)
= ao + a1 (φi − φo ) + a 2 (λi − λo ) + vi

όπου φο και λο είναι το γεωδαιτικό πλάτος και μήκος αντίστοιχα ενός κεντρικού
σημείου στην περιοχή ενδιαφέροντος. Ο συντελεστής αο εκφράζει τη μέση τιμή των
παρατηρούμενων διαφορών δΝi, ενώ οι συντελεστές α1 και α2 του μοντέλου
εκφράζουν τις κλίσεις της επιφάνειας διόρθωσης (βλ. παρακάτω) στη διεύθυνση
Βορρά-Νότου και Ανατολικά-Δυτικά αντίστοιχα.

Μια παραλλαγή του εν λόγω μοντέλου είναι το ακόλουθο μοντέλο δι-γραμμικής


μορφής

δΝ i = N i GPS − N i grav = (hi − H i ) − N i grav


(7.45β)
= ao + a1 (φi − φo ) + a2 (λi − λo ) + a3 (φi − φo )(λi − λo ) + vi

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 347
___________________________________________________________________________

4-παραμετρικό μοντέλο

δΝ i = N i GPS − N i grav = (hi − H i ) − N i grav


= N o + ΔΧ ο cos φi cos λi + ΔYο cos φi sin λi + ΔΖο sin φi + v (7.46)
= ao + a1 cos φi cos λi + a 2 cos φi sin λi + a3 sin φi + vi

5-παραμετρικό μοντέλο

δΝ i = N i GPS − N i grav = (hi − H i ) − N i grav


= Δα + ΔΧ ο cos φ i cos λi + ΔYο cos φ i sin λi
(7.47)
+ ΔΖ ο sin φ i + aΔf sin 2 φ i + v i
= a o + a1 cos φ i cos λi + a 2 cos φ i sin λi + a 3 sin φ i + a 4 sin 2 φ i + v i

όπου ΔΧ ο , ΔYο , ΔΖο είναι οι συνιστώσες της διαφοράς θέσης της αρχής των δύο
‘παράλληλων’ συστημάτων αναφοράς (datum) ─ του GPS και του συστήματος των
βαρυτημετρικών δεδομένων ─ και Δα , Δf είναι οι διαφορές του μεγάλου ημιάξονα
και της επιπλάτυνσης των αντιστοίχων ελλειψοειδών των δύο συστημάτων ─ π.χ. του
WGS84 και του κανονικού ελλειψοειδούς.

7-παραμετρικό μοντέλο

δΝ i = N i GPS − N i grav = (hi − H i ) − N i grav


= a o + a1 cos φ i cos λi + a 2 cos φ i sin λi + a 3 sin φ i
cos φ i sin φ i cos λi cos φ i sin φ i sin λ i
+ a4 + a5
1 − e 2 sin 2 φ i 1 − e 2 sin 2 φ i (7.48)

sin 2 φ i
+ a6 + vi
1 − e 2 sin 2 φ i

όπου e είναι η εκκεντρότητα του ελλειψοειδούς αναφοράς.

Από τα προηγούμενα μοντέλα, το 4-παραμετρικό μοντέλο (Heiskanen and Moritz,


1967) ικανοποιεί τις περισσότερες εφαρμογές και για αυτό το λόγο είναι η
συνηθέστερη επιλογή (π.χ. Fotopoulos et al., 2002, Benahmed Daho et al., 2009).
Στην πράξη, συνήθως χρησιμοποιείται ένα μόνο συγκεκριμένο μοντέλο για όλη την

___________________________________________________________________________
348 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

έκταση μιας περιοχής ενδιαφέροντος. Ωστόσο, το κύριο μειονέκτημα μιας τέτοιας


προσέγγισης είναι ότι το εκάστοτε επιλεγμένο μοντέλο καλείται να εκφράσει τόσο τα
σφάλματα, π.χ. του γεωειδούς, σε μεγάλα όσο και σε μικρά μήκη κύματος, ενώ
επιπλέον υποθέτει ένα ομοιογενές σύνολο σφαλμάτων των υψομέτρων για ολόκληρη
τη περιοχή ενδιαφέροντος, ανεξάρτητα από την έκταση της και την κατανομή των
διαθέσιμων παρατηρήσεων. Ένας τρόπος για να αντιμετωπισθούν τυχόν προβλήματα
μιας τέτοιας προσέγγισης είναι, ιδιαίτερα σε περιοχές μεγάλης έκτασης, να
χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά περισσότερα του ενός τύπου μοντέλα ή επέκτασης
τους (π.χ. πολυωνυμικός βαθμός), το καθένα σε διαφορετικές μικρότερες
υποπεριοχές της περιοχής ενδιαφέροντος. Ωστόσο, στην εν λόγω περίπτωση μπορεί
να προκύψουν νέες πρακτικές δυσκολίες σχετικά (α) με ποιο τρόπο πρέπει να
υποδιαιρεθεί η περιοχή ενδιαφέροντος, π.χ. ανάλογα με την μορφολογία, την
κατανομή των δεδομένων, και (β) πως πρέπει να συνδεθούν μεταξύ τους τα
επιμέρους μοντέλα στα σύνορα των εκάστοτε επιλεγμένων υποπεριοχών.

Σε όλα τα παραπάνω μοντέλα, οι συντελεστές υπολογίζονται με την μέθοδο των


ελαχίστων τετραγώνων, δηλαδή την ελαχιστοποίηση του αθροίσματος των
ποσοτήτων vi2, όπου vi είναι τα υπόλοιπα του εκάστοτε παραμετρικού μοντέλου από
τις παρατηρούμενες διαφορές δΝ i σε κάθε σημείο (ή τις διαφορές (δδΝ ij ) k μεταξύ
σημείων), τα οποία αντικατοπτρίζουν τα συνδυασμένα σφάλματα τόσο του GPS και
των γεωμετρικών χωροσταθμήσεων, όσο και του βαρυτημετρικού γεωειδούς, όσο και
τις διαφορές μεταξύ των συστημάτων αναφοράς των διαφορετικών τύπων
υψομέτρων. Από την εν λόγω “υβριδική” διαδικασία υπολογίζεται ουσιαστικά μια
επιφάνεια διόρθωσης, η οποία εκφράζει την προσαρμογή που πρέπει να εφαρμοστεί
στα βαρυτημετρικά υψόμετρα του γεωειδούς για να συμπέσουν με τα αντίστοιχα
υψόμετρα από το GPS και τη γεωμετρική χωροστάθμηση (ή αντίστροφα).

Η συνόρθωση των διαθέσιμων παρατηρήσεων προκύπτει με τη βοήθεια δύο


μεθοδολογικών προσεγγίσεων, οι οποίες εξετάζονται αναλυτικά παρακάτω:

• Ένα ντετερμινιστικό μοντέλο συνόρθωσης


• Ένα στοχαστικό μοντέλο συνόρθωσης

7.4.1 Ντετερμινιστικό μοντέλο συνόρθωσης

Όλα τα παραπάνω μοντέλα, εκφρασμένα ως σύστημα εξισώσεων παρατήρησης σε


μορφή πινάκων, είναι της γενικής μορφής [Vaníček and Krakiwsky (1986),
Fotopoulos (2003)]

A x = l − Bv (7.49)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 349
___________________________________________________________________________

Ο διαστάσεων nxu πίνακας σχεδιασμού (design matrix) A ως προς τους u


άγνωστους συντελεστές ao , a1 , a2 , ..., εξαρτάται από το επιλεγμένο παραμετρικό
μοντέλο μετασχηματισμού. B είναι ο δεύτερος πίνακας σχεδιασμού που έχει τη
μορφή

B = [I − I − I ] (7.50)

όπου κάθε μοναδιαίος πίνακας Ι είναι διαστάσεων nxn, όπου n είναι ο αριθμός των
διαθέσιμων παρατηρήσεων. Το ux1 διάνυσμα x , περιέχει τις παραμέτρους
ενδιαφέροντος για το εκάστοτε συγκεκριμένο παραμετρικό μοντέλο, l είναι οι n
παρατηρούμενες διαφορές δΝ i ή (δδΝ ij ) k και

v = [vhT vHT vNgravT ]Τ, E{ v }=0 (7.51)

είναι το διάνυσμα των συνδυασμένων (άγνωστων) τυχαίων σφαλμάτων στα


grav grav
υψόμετρα hi , H i , N i (ή στις διαφορές Δhij , ΔH ij , ΔN ij ) από τα οποία
προκύπτουν οι προαναφερόμενες παρατηρούμενες διαφορές, όπου το κάθε ένα από
τα διανύσματα vh, vΗ και vNgrav έχει διάσταση nx1. Ε{ } είναι ο τελεστής μαθηματικής
προσδοκίας.

Στην απλούστερη περίπτωση ισοβαρών παρατηρήσεων, η λύση του εν λόγω


συστήματος εξισώσεων παρατήρησης προκύπτει από την ελαχιστοποίηση της
ποσότητας vTv και δίνεται από τη γνωστή σχέση (Fotopoulos, 2003),

x̂ = (ΑΤΑ)-1 ΑΤ l ⇒ v̂ = [I – (ΑΤΑ)-1 ΑΤ l ]

όπου οι συνορθωμένες τιμές των υπολοίπων, v̂ , λαμβάνονται συνήθως ως ένα μέτρο


της εξωτερικής ακρίβειας του “υβριδικού” γεωειδούς από τον συνδυασμό των
διαθέσιμων ετερογενών δεδομένων h, H και Ν.

Στη γενικότερη περίπτωση, η συνθήκη ελαχιστοποίησης είναι της μορφής vTΡv , όπου

vTΡv = [vhT Ph vh + vHT PH vH + vNgravT PNgrav vNgrav ]Τ = minimum (7.52)

όπου o πίνακας Ρ εκφράζεται από ένα διαγώνιο πίνακα βαρών της μορφής

___________________________________________________________________________
350 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

⎡ Ph 0 0 ⎤ ⎡C h
−1
0 0 ⎤
⎢ ⎥ ⎢ −1 ⎥
P=⎢0 PH 0 ⎥=⎢ 0 CH 0 ⎥
⎢0 0 PN grav ⎥⎦ ⎢⎣ 0 0 C N grav ⎥⎦
−1

όπου Ph = Ch-1 , PH = CH-1 , PNgrav = CNgrav-1 είναι υποπίνακες βαρών, ως συνάρτηση των
πινάκων συμμεταβλητότητας Ch = E{ vhT vh }, CΗ = E{ vΗT vΗ } και CNgrav = E{ vNgravT
vNgrav } αντίστοιχα για τις τρεις πηγές δεδομένων h, H και Νgrav.

Στην περίπτωση αυτή, η λύση του συστήματος των εξισώσεων (7.49) δίνεται από τις
γνωστές σχέσεις

xˆ = [ AT (C h + C H + C Ngrav ) −1 A ]−1 AT (C h + C H + C Ngrav ) −1 l (7.53)

C xˆ = [ AT (C h + C H + C Ngrav ) −1 A ]−1 (7.54)

όπου η υπολογισμένη ακρίβεια των παραμέτρων που εκφράζουν τη ζητούμενη


επιφάνεια διόρθωσης δίνεται από τον παραπάνω πίνακα συμμεταβλητότητας C xˆ , και
οι συνορθωμένες τιμές των υπολοίπων, v̂ δίνονται από τη σχέση

B vˆ = [vˆ h − vˆ H − vˆ Ngrav ] = W l (7.55)

Αντίστοιχα τα επιμέρους διανύσματα των συνορθωμένων υπολοίπων


vˆ h , vˆ H , vˆ Ngrav δίνονται από τις σχέσεις

vˆ h = C h (C h + C H + C Ngrav ) −1 W l (7.56α)

vˆ H = − C H (C h + C H + C Ngrav ) −1 W l (7.56β)

vˆ Ngrav = − C Ngrav (C h + C H + C Ngrav ) −1 W l (7.56γ)

όπου

W = I − A [ AT (C h + C H + C Ngrav ) −1 A]−1 AT (C h + C H + C Ngrav ) −1 ] (7.57)

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 351
___________________________________________________________________________

7.4.2 Στοχαστικό μοντέλο συνόρθωσης

Στην περίπτωση του ντετερμινιστικού μοντέλου συνόρθωσης, οι παρατηρήσεις


θεωρούνται ότι περιέχουν μόνο τυχαίο θόρυβο (noise) που αποτελεί το τυχαίο
(άγνωστο) σφάλμα της εκάστοτε μέτρησης (random measuring error) και εκφράζεται
από το αντίστοιχο υπόλοιπο της μέτρησης.

Το κύριο μειονέκτημα της προηγούμενης προσέγγισης είναι η δυσκολία εύρεσης ενός


παραμετρικού μοντέλου Ax που να μπορεί να περιγράψει όλες τις πιθανές
συστηματικές τάσεις στο σύνολο των διαφορετικών τύπων υψομέτρων (εξ αιτίας των
ποικίλλων τύπων σφαλμάτων που εμπεριέχονται σε αυτά). Αυτό, στη συνέχεια,
προκαλεί άλλα προβλήματα αναφορικά με το πόσο αξιόπιστα είναι τα αποτελέσματα
για τα υπόλοιπα των υψομέτρων από το GPS/τις χωροσταθμήσεις/το γεωειδές και για
τις αντίστοιχες μεταβλητότητες τους. Η χρήση κλασσικών στατιστικών διεργασιών
αξιολόγησης των αποτελεσμάτων μπορεί να βοηθήσει να προσδιορισθούν, μέχρι ενός
ορισμένου βαθμού, τυχόν αδυναμίες του εκάστοτε χρησιμοποιούμενου
παραμετρικού μοντέλου, αλλά δεν παρέχει τα μέσα για τη βελτίωση του μοντέλου.
Και αυτό, επειδή ένα καλό παραμετρικό μοντέλο δεν υπονοεί απαραίτητα και μικρές
τιμές για τα κατ' εκτίμηση υπόλοιπα vˆ h , vˆ H , vˆ Ngrav των διαθέσιμων ετερογενών
δεδομένων h, H και Ν, δεδομένου ότι το επίπεδο των θορύβων (όπως εκφράζεται
στους αντίστοιχους πίνακες συμμεταβλητότητας) στα αρχικά δεδομένα των
υψομέτρων h, Η και Ν μπορεί να οδηγήσει σε σχετικά μεγάλες τιμές των αντιστοίχων
υπολοίπων. Κατά συνέπεια, στην πράξη η ακρίβεια των παραμέτρων του εκάστοτε
συγκεκριμένου μοντέλου, όπως εκφράζεται από τον πίνακα C xˆ , είναι εκείνη που
πρέπει να καθορίσει τελικά πόσο ικανοποιητικό είναι το επιλεγμένο μοντέλο, και πώς
αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί περαιτέρω, π.χ. για την πρόγνωση υψομέτρων σε
άλλα σημεία της περιοχής ενδιαφέροντος.

Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα στοχαστικό μοντέλο συνόρθωσης όπου


κάθε παρατήρηση θεωρείται ότι περιλαμβάνει, πέρα από τον θόρυβο που εκφράζει το
τυχαίο σφάλμα της μέτρησης, ένα επιπλέον διορθωτικό όρο, το λεγόμενο σήμα
(signal) s, που είναι επίσης μια τυχαία ποσότητα, έτσι ώστε το σύστημα των
εξισώσεων παρατήρησης εκφράζεται υπό μορφή πινάκων από τη γενικότερη σχέση

Ax+s = l −B v (7.58)

όπου το διάνυσμα s (διάστασης nx1) αποτελείται από τα επιμέρους σήματα των


διαθέσιμων μετρήσεων.

Στην προκειμένη περίπτωση η συνθήκη ελαχιστοποίησης λαμβάνει τη μορφή

___________________________________________________________________________
352 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

−1 −1 −1 T −1
sT Cs s + v T Cv v = sT Cs s + vh C h vh
T −1 T −1
(7.59)
+ vH CH v H + v Ngrav C Ngrav v Ngrav = min

−1
όπου C s είναι ο πίνακας συμμεταβλητότητας των σημάτων s.

Με την εφαρμογή του εν λόγω μοντέλου (7.59), εάν το ενδιαφέρον επικεντρώνεται


στον υπολογισμό των σημάτων s, μιλάμε για ένα πρόβλημα σημειακής
προσαρμογής (least squares collocation), ενώ εάν το ενδιαφέρον επικεντρώνεται
στον υπολογισμό των αγνώστων παραμέτρων x, μιλάμε για ένα πρόβλημα ελαχίστων
τετραγώνων με τη παρουσία “σημάτων” (least squares estimation in the presence of
signals).

Η κύρια δυσκολία στην εφαρμογή του εν λόγω μοντέλου συνόρθωσης είναι ότι η
αναμενόμενη μέση τιμή ms = Ε{s} των σημάτων s δεν είναι απαραίτητα μηδέν. Κατά
συνέπεια, στην πράξη, γίνεται αρχικά μια συνόρθωση των δεδομένων, όπου στη
συνθήκη ελαχιστοποίησης χρησιμοποιείται ένας μοναδιαίος πίνακας βαρών των
−1
σημάτων, δηλαδή C s = I s . Στην περίπτωση αυτή, μια αρχική λύση για το
διάνυσμα s προκύπτει από τη σχέση (Kotsakis και Sideris, 1999)

sˆinit = (C h + C H + C Ngrav + I s ) −1 W l (7.80)

όπου

W = I − A[ AT (C h + C H + C Ngrav + I s ) −1 A] −1
(7.81)
⋅ AT (C h + C H + C Ngrav + I s ) −1

Με την εν λόγω προσέγγιση, η αρχική εκτίμηση του διανύσματος των σημάτων


μπορεί να ληφθεί ως η “ομαλότερη” διορθωτική επιφάνεια που προσαρμόζει
καλύτερα τις διαθέσιμες παρατηρήσεις l, σε συνδυασμό με το επιλεγμένο
−1 −1 −1
παραμετρικό μοντέλο A x και τα αντίστοιχα μοντέλα C h , C H , C Ngrav των
τυχαίων σφαλμάτων στα δεδομένα h, H και Ν.

Η εν λόγω αρχική διεργασία επιτρέπει να εκτιμηθεί η γενική τάση (trend) των τιμών
των σημάτων s δια μέσου του υπολογισμού μιας ομαλής επιφάνειας που προσεγγίζει
καλύτερα τις υπολογισμένες τιμές των σημάτων ŝinit . Εάν υπολογιστεί η εν λόγω

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 353
___________________________________________________________________________

επιφάνεια στα σημεία των διαθέσιμων παρατηρήσεων λαμβάνεται μια σειρά τιμών
m̂ s , που γενικά διαφέρουν από τις τιμές ŝ init , και με τη σειρά τους επιτρέπουν να
υπολογιστούν “ανηγμένες παρατηρήσεις και σήματα” της μορφής

l r = l − mˆ s

και

s r = s − mˆ s

όπου τώρα μπορεί να υποτεθεί ότι E {s r } = 0 , ότι δηλαδή η αναμενόμενη μέση τιμή
των ανηγμένων σημάτων είναι μηδέν, και επιπλέον οι τιμές sˆinit − m
ˆ s μπορούν να
χρησιμοποιηθούν προκειμένου να υπολογιστεί μια εμπειρική συνάρτηση
μεταβλητότητας της συμπεριφοράς των ανηγμένων σημάτων s r .

Με τον παραπάνω τρόπο μπορεί να επαναληφθεί η διαδικασία συνόρθωσης


χρησιμοποιώντας, αντί του αρχικού μοντέλου συνόρθωσης (7.58), το παρακάτω
βελτιωμένο μοντέλο των εξισώσεων παρατήρησης

T
A x + sr = l r − B v , E {s r } = 0 , E {s r s r } = C sr (7.60)

όπου ο πίνακας συμμεταβλητότητας C sr υπολογίζεται από την προαναφερόμενη


εμπειρική συνάρτηση της συμπεριφοράς των ανηγμένων σημάτων s r . Η τελική
πλήρης λύση του εν λόγω συστήματος δίνεται από τις σχέσεις της μορφής

xˆ = [ AT (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 A ] −1
(7.61)
⋅ AT (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 l r

C xˆ = [ AT (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 A ]−1 (7.62)

vˆ h = C h (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 W l r (7.63α)

vˆ H = − C H (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 W l r (7.63β)

___________________________________________________________________________
354 Υψόμετρα και βαρύτητα
___________________________________________________________________________

vˆ Ngrav = − C Ngrav (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 W l r (7.63γ)

sˆr = C sr (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 W l r (7.64)

όπου ο πίνακας W δίνεται ως

W = I − A[ AT ( I + C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1 A] −1
(7.65)
⋅ AT (C h + C H + C Ngrav + C sr ) −1

Αξίζει να παρατηρηθεί η ομοιότητα των παραπάνω σχέσεων, με τις αντίστοιχες


σχέσεις (7.53) μέχρι (7.57) στην περίπτωση του ντετερμινιστικού μοντέλου
συνόρθωσης, όπου η μόνη διαφορά είναι ότι (α) χρησιμοποιούνται οι ανηγμένες
παρατηρήσεις l r αντί των αρχικών παρατηρήσεων l και (β) ότι συμπεριλαμβάνεται ο
πίνακας συμμεταβλητότητας C sr .

Τέλος, για λόγους πληρότητας, αξίζει να αναφερθεί ότι για τους πίνακες
συμμεταβλητότητας των δεδομένων h, H και Νgrav και των σημάτων s r μπορεί να
υιοθετηθεί ένα στοχαστικό μοντέλο της μορφής

C h = E{v h v h } = σ h Qh ,
T 2
(7.66)

C H = E{v H v H } = σ H Q H
T 2
(7.67)

C Ngrav = E{v Ngrav v Ngrav } = σ Ngrav Q Ngrav


T 2
(7.68)

C sr = E{v sr v sr } = σ sr Qsr
T 2
(7.69)

όπου οι πίνακες Qh , Q H , Q Ngrav , Q sr είναι θετικά ορισμένοι πίνακες συντελεστών


που εκφράζουν το στοχαστικό μοντέλο των θορύβων των τριών πηγών υψομέτρων
και των σημάτων s r και αντίστοιχα σ h , σ H , σ Ngrav , σ sr είναι άγνωστες
μεταβλητότητες που υπολογίζονται σαν μέρος μιας ειδικότερης διαδικασίας
συνόρθωσης, που δεν είναι το παρόντος ενδιαφέροντος, και η οποία βασίζεται στο

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία – Θεωρητικές και Τεχνολογικές Βάσεις 355
___________________________________________________________________________

λεγόμενο κριτήριο ελαχιστοποίησης MINQUE (minimum norm quadratic unbiased


estimation), βλ. Rao (1971).

___________________________________________________________________________
Φυσική Γεωδαισία
Θεωρητικές
και τεχνολογικές
βάσεις

Ο Δημήτρης Δεληκαράογλου είναι Επίκουρος Καθηγητής στη Σχολή Αγρονόμων και


Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Είναι Διπλωματούχος
Τοπογράφος Μηχανικός του ΕΜΠ και του έχουν απονεμηθεί το πτυχίο Master of Science
(στη Φυσική Γεωδαισία) από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Μεγάλη Βρετανία και ο
τίτλος του διδάκτορος Μηχανικού (στη Δορυφορική Γεωδαισία) από το Πανεπιστήμιο του
New Brunswick, Καναδά. Είναι συγγραφέας πάνω από πενήντα αξιολογημένων
δημοσιεύσεων σε διεθνή περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων, και συν-συγγραφέας του
βιβλίου "Guide to GPS Positioning". Έχει πάνω από είκοσι πέντε χρόνια εμπειρίας στην
έρευνα, την ανάπτυξη και τη διαχείριση έργων στον τομέα των δορυφορικών
γεωδαιτικών εφαρμογών σε διάφορα ακαδημαϊκά ιδρύματα και κυβερνητικούς
οργανισμούς στον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ελλάδα. Ως υπότροφος της
Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης της NASA
στο διαστημικό κέντρο GSFC (Goddard Space Flight Center) όπου εργάστηκε σε θέματα
σχεδιασμού και υλοποίησης αυτοματοποιημένων σταθμών GPS για γεωδυναμικές
εφαρμογές υψηλής ακρίβειας. Χρημάτησε επικεφαλής του Τμήματος Δορυφορικών
Εφαρμογών και Ανάπτυξης Συστημάτων στο Καναδικό Κέντρο Τοπογραφίας του Υπ.
Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων του Καναδά όπου είχε την ευθύνη συντονισμού και
διαχείρισης σειράς ερευνητικών έργων αναφορικά με μελέτες συστημάτων δορυφορικού
εντοπισμού, την εγκατάσταση και λειτουργία επίγειων σταθμών παρακολούθησης
δορυφόρων και τη χρήση σύγχρονων διαστημικών γεωδαιτικών τεχνολογιών. Υπηρέτησε
στη Διεπιστημονική Ομάδα του Καναδά για το ερευνητικό πρόγραμμα της NASA "On the
use of a Cryospheric System (CRYSYS) to Monitor Global Change in Canada". Έχει
εκλεγεί εταίρος της Διεθνούς Ένωσης Γεωδαισίας (International Association of Geodesy,
IAG) και έχει υπηρετήσει ως πρόεδρος (1987-1991) της Ειδικής Επιστημονικής Ομάδας
4.117 της IAG για την "Βελτιστοποίηση Νέων Τεχνικών Εντοπισμού", καθώς και ως μέλος
διαφόρων διεθνών επιτροπών, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης Επιτροπής
Εποπτείας της IAG για τη δημιουργία και το συντονισμό λειτουργίας της Διεθνούς
Υπηρεσίας GPS (International GPS (μετέπειτα GNSS) Service, IGS).

You might also like