You are on page 1of 1
Ήτανε μια φορά το ε, προχωρούσε μες στο δρόμο, ήταν μόνο, σιωπηλό, για παρέα είχε τον πόνο. Έψαχνε να βρει παρέα και μια συντροφιά ωραία. Πέρασε από βουνά, από πόλεις και χωριά. Είχε πλέον βαρεθεί μόνο του στις λέξεις να ηχεί! Έλα, ελάτε, έλατο, Νέλη φώναζαν τα παιδιά και συνέχεια το καλούσαν, αχ, δεν πέρναγε καλά! Ήθελε να βρει παρέα να περνάει τις νυχτιές, όταν ο ήλιος θα χανόταν μες στα σπίτια, τις αυλές. Ξάφνου, πέρασε μεμιάς κάτω από ένα δέντρο και άκουσε γλυκά εκεί έναν ήχο να ηχεί! Ήταν το μικρό το ι που είχε βαθιά κρυφτεί μην το βρει ιπποπόταμος και αμέσως το καταπιεί! Έκαναν μια συμφωνία, ζευγαράκι να γενούν και όπου παν’ και όπου σταθούνε μοναχά ι να ηχούν! Έτσι φτιάξαν την εικόνα, το ψυγείο, το σχολείο , μα και όλες τις λεξούλες παρεούλα με το αυτός. Αυτός γράφει, αυτός διαβάζει, αυτός ποτίζει και αγαπάει. Έτσι έμειναν παρέα για πολύ πολύ καιρό και επειδή το ι ήταν μικρούλι και δειλό, έπαιρνε επάνω του ομπρέλα τον κυρ Τόνο το βαρύ, να γλιτώνει τις ψιχάλες και την πολύ δυνατή βροχή.

You might also like