You are on page 1of 3

Εκείνο το μεσημέρι δεν μπορούσα να κοιμηθώ.

Πολλά ήταν αυτά που με


απασχολούσαν. Όλος ο κόσμος έμοιαζε προµληματικός.
Oυμήθηκα τα λόyια του Tζερόνιμο: "Nα μη ¢οµάσαι τους μπελάδες. Πάρε ¢όρα και
πέσε πάνm τους".
"Mα αyώ είμαι πιο ευάλmτος από αυτούς", απάντησα. "Aν πέσm απάνm τους θα με
μαζέυετε."
Aυτός μετά χαμοyέλασε, περιμένοντας μια τέτοια αντίδραση.
"tλα ρε", είπε. "Aυτό που σκοτώνει είναι το σοκ μπροστα στην ασθένεια, όχι η ίδια.
Bουνά από μερμύyκια είναι όλα, yια να μή σου πώ από κεραμιδόσκονη. Tο χειρότερο
που μπορεί να σου συμµή, είναι να τα α¢ήσης στην ησυχία τους".
"Iιατί;" ρώτησα.
"Tα μερμύyκια τρέ¢ονται με ¢υχές. Oα σου την κατα¢άνε λίyο-λίyο. Aυτή είναι η
τέχνη τους. Aρyά αλλά σταθερά. tτσι ώστε να μη ¢αίνεται το αίμα που χάνεις. Mια
yρατζουνιά τη ¢οµόμαστε. Tο ¢αyοπότι πάνm μας όταν yίνεται με το μαλακό, το
ανεχόμαστε. Tα μερμύyκια yίναν με το αίμα σου τερμίτες, ¢ίλε", είπε.
Προσπάθησα να Çεχmρίσm με το µλέμμα ένα κομμάτι ήλιο ανάμεσα στη μόλυνση.
Aυθόρμητα επανήλθε στο μυαλό μου μια άλλη ¢ράση του Tζερόνιμο: "O ήλιος όταν
είναι στην Aττική, είναι στο σπίτι του".
"Tο αίμα είναι η ζmή. Aς το να τρέÇη - yίνε ευαίσθητος. Όπmς το αίμα διαχέει τη
ζmή, έτσι το πνεύμα διαχέει τα πάντα." συμπλήρmσε.
Aρχισα να σ¢υράm το "2ημαία από νάυλον".
"Kάθε λάµαρο είναι πλαστικό", μού ανταπόδοσε. "O ρόλος του είναι να τρομάζη
τ´άyρια. 2το λάµαρο ζmyρα¢ίζουμε τις καρδιές μας".
AνοιÇα τα μάτια μου και τεντώθηκα. Oι ¢mτεινές yραμμές στο παράθυρο έσπαyαν τη
σκιά που δημιουρyούσαν οι τέσσερεις τείχοι. TράµηÇα την κουρτίνα και κοίταÇα
ανάμεσα στις yρίλλιες. 2το απεναντι πεζοδρόμιο ένα ανθρmπάκι ντυμένο στα άσπρα
μου χαμοyελούσε. H πιο ευχάριστη έκπληÇη είναι αυτή που την περιμένεις.
tτρεÇα έÇm. O Tζερόνιμο με αyκάλιασε.
"Πάμε μέσα", του είπα.
"Aσε καλύτερα", απάντησε. "Aεν είμαι yια μέσα. Όπmς µλέπεις σήμερα σιδέρmσα τα
ρούχα μου. Aπό¢ε πρέπει να δείÇουμε το καλύτερό μας πρόσmπο. Oα συναντήσουμε
κάποιους αθανάτους. Aπαιτείται σεµασμός", κατάληÇε.
"Πάλι yια τον Yμητό;" ρώτησα.
"Aπό¢ε θα πάμε σε άλλο ύ¢mμα", απάντησε. "Πρόκειται yια μια έÇαρση της yης ώστε
να πλησιάση τον ουρανό με τρόπο πέραν του ¢υσικού. 2´αυτή την περίπτmση έµyαλε
η yη έÇm όλα της τα σmθηκά, όλη την πέτρα που είχε μέσα της. Είναι μια υπέρµαση
που την πάτησαν οι Aθάνατοι yια να ¢τειάÇουν ένα άκρο της πόλης σε ύ¢ος. Tο
πλησιέστερο σημείο της στον ήλιο. Εκεί έ¢τειαÇαν Nαό στην Παλλάδα, τη θεά της
2ο¢ίας. Kάτι που µρίσκεται στα όρια ανάμεσα στην ύλη και την ενέρyεια. H
σηματοδότηση ενός νέου κόσμου. Aπό¢ε θα ανεµούμε στο μάρμαρο", συμπλήρmσε.
2άστησα. Aηλαδή ένας ινδιάνος θα με πήyαινε µόλτα στην Aκρόπολη;
"Mη σε πτοούν τα σκουπίδια της κατανάλmσης. Kράτα το πόστο σου. 4ύλαyε τα
αυτά τα σκουπίδια. Tα ρόδα μεyαλώνουν μέσα στο έλος. Εδώ yεννήθηκε η Tραymδία,
όχι yια να κλαίμε", είπε. "Tο μάρμαρο αποτελεί µεµαιότητα", συνέχισε. Oα λάμπη
πάντετε μέσα στις καρδιές, ενσmματώνοντας τα τμήματα του σε κάθε πορεία προς
το 4mς".
2ε λίyο ανεµαίναμε τα σκαλάκια της Πλάκας. H Aθήνα ¢αινόταν να αyκομαχάη yια
μια ακόμη ¢ορά μέσα σ´ένα αµέµαιο, σ´ένα δύσκολο δρόμο.
H εσmτερική αναχώρηση ήταν ο τρόπος άμυνας του Tζερόνιμο. O πραyματικός
κόσμος µρισκόταν yι´αυτόν πέρα από την καθημερινότητα. Εκεί συνήθιζε να στήνη
παyίδες στον εαυτό του, yια να τον συλλάµη.
"Mη σε ανησυχεί τι θα κάνης με τον εαυτό σου. Bρές τον πρώτα. Tότε όλα θα μπούν
σε σειρά", είπε. "Yπάρχει ένα παιχνίδι που λέyεται κρυ¢τούλι με τον εαυτό.
Προüποθέτει πριν από κάθε τι τα δικά σου υλικά. Aυτά πλάθονται μόνο ενάντια στη
νέκρmση που προσπαθούν να σου επιµάλλουν. Όταν οι αισθήσεις αλλοτριmθούν, ο
άνθρmπος δεν μπορεί να δοθή, yίνεται στείρος. Tο μόνο χρώμα που σου πλασάρουν
οι σκιές είναι το yκρίζο. 2ε πάρα πολλές ανταύyειες µέµαια...
Oέσμισε τα δικά σου χρώματα. Zmyρά¢ισε τον εαυτό σου και μετά κυνήyα τον.
2τήνοντας του καρτέρι θα διαπιστώσης ότι είναι πολύ μπερμπάντης. Aεν μπορείς να
τον πιάσης ποτέ. Iλιστράει συνέχεια, θα σε παιδέ¢η."
"Tότε προς τι η προσπάθεια", ρώτησα.
"Tα όνειρα είναι πάντοτε πιο yρήyορα από μας", απάντησε ο Tζερόνιμο. O κύριος
στόχος δεν είναι να συλλάµουμε τον εαυτό μας. Mέσα από το κυνηyητό θ´αρχίσης να
ακτινοµολής χρώματα. Tο yκρίζο ¢όντο θα αρχίση τότε να μπερδεύεται, να αποκτά
λακούµες και παραμορ¢ώσεις. Εσύ όμmς θα yίνεσαι πιο ανάλα¢ρος. Aυτό το
κυνηyητό θα σου μάθη πότε - πότε να Çεπερνάς τους νόμους της µαρύτητος, θα σού
διδάÇη την πτήση. Oα διαπιστώσης τότε, ότι τα κόλπα του εαυτού σου δεν είχαν
στόχο να σε µλά¢ουν. tτσι θα yίνης μια μέρα ¢ίλος του".
"Πώς;" ρώτησα. "Xτυπόντας μου την πλάτη με την παλάμη σαν παλιός ¢ιλαράκος;"
"Aκριµώς" απάντησε ο Tζερόνιμο. "Tότε θα σου ανοίÇη την πόρτα στη σ¢αίρα τmν
αθανάτmν. Aυτός θα ρυθμίση τις συμμαχίες σου εκεί. Kαι θα σου ¢έρη τα όπλα που
ετοίμασαν αυτοί yια σένα".
"Πmς έτσι;" ρώτησα.
"Είναι αυτονόητο. Mην Çεχνάς ότι είμαστε παιδιά τους", είπε.
2το τέλος της σκάλας ¢άνηκε επιµλητικός ο Iερός Bράχος. Kορmνίδα του τα λίyα
μάρμαρα που απόμειναν. Mια µαθιά ησυχία μας σκέπασε.
"Mόνο στ´όνειρο θα µρούμε παρηyοριά", είπα.
"Iιατί το λές αυτό;" ρώτησε με ένα μορ¢ασμό ο ινδιάνος ¢ίλος μου, θέλοντας να
δείÇη ότι η παραµίαση ήτανε από τη μεριά μου στοιχειώδης. "Aν δεν ακουμπήσης
απαλά το όνειρο θα καταντήσης σχιζο¢ρενής. Aν δεν κυνηyάς τον εαυτό σου, τον
α¢ήνεις μόνο του. Tον καταδικάζεις να κυνηyάη αυτός εσένα. Mένει τότε άνερyος,
yίνεται ρέμπελος. Πά¢ε να παίζης κρυ¢τό με τον εαυτό σου. Iύρνα το µλέμμα σου
και δες την πόλη. Aπό σένα περιμένει. Όχι εικmνικά. Tο yιουρούσι ενάντια στις σκιές
σε καλεί."
O Tζερόνιμο yονάτισε και ¢ίλησε το χώμα.
Mετά σηκώθηκε. Aκούμπησε την παλάμη στα ¢ρύδια του αν και ο ήλιος είχε αρχίσει
να δύη, μόνο yια να τονίση ότι επιδίmκε μια καλύτερη ορατότητα. Tο µλέμμα του
έμοιαζε να εστιάζεται σ´ένα σημείο.
Aυό yερανοί Çεπρόµαλαν μέσα από τα μάρμαρα. Ότι είχε μείνει δηλαδή υπόλειπο από
αυτούς που προσπάθησαν να ρημάÇουν κατά τη διάρκεια αιώνmν, αυτό που ήταν
αδύνατο να κοινmνήσουν μαζί του. Aυτή τη ¢ορά με τους yερανούς να Çεμοντάρανε
τις θείες κολώνες. Tα ¢ορτηyά που τις ¢όρτmναν είχαν μια ταμπέλλα που έyρα¢ε:
"ΕAAHNIKH AHMOKPATIA - YΠOYPIΕIO ΠOAITI2MOY. TMHMA 2YNTHPHP2H2
APXAIOTHTON.
IIA AOIOY2 ΠPO2TA2IA2 AΠO TH MOAYN2H TOY AΕPO2 O ΠAPOΕNON ΠPOKΕITAI NA
MΕTA4ΕPOH 2Ε XOPO ΠOY ΕΠIKPATOYN ΕAΕIXOMΕNΕ2 2YNOHKΕ2 IIA TO
MAPMAPO"
O Tζερόνιμο έµyαλε από τα ρούχα του ένα ραµδάκι µαμένο με παράÇενα χρώματα
και ένα ¢τερό στην άκρη και το έμπειÇε σε μια σκισμή που ά¢ηναν τα σκαλοπάτια.
- Iιατί καρ¢ώνεις εσύ ειδικά το ακόντιο του πολέμου σ´αυτό το χώρο; τον ρώτησα. -
Εσύ είσαι ένας ερυθρόδερμος...
O Tζερόνιμο είχε yυρίσει προς τον ήλιο που έδυε... Mε σηκmμένα τα χέρια και
ανοιχτές τις παλάμες απάντησε κο¢τά:
- 1σmς αυτοί που πρέπει να καρ¢ώσουν το ακόντιο εμποδίζονται αυτή τη στιyμή να
πατήσουν ετούτο τον Iερό Bράχο.

You might also like