You are on page 1of 3

Ο γέρος και τα τρία αδέρφια

Λαϊκό παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και
κίνησαν να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά.
Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά και
εκάησαν σε μια βρ!ση κοντά να φάνε και να
ξεκουραστο!νε.
"κεί που έτρ#γαν, βλέπουν κι έρ$εται ένας γέρος
με το μπαστουνάκι του και τους $αιρετά%
&'ρα καλή παλληκάρια(
&)ολλά τα έτη παππο!λη, του είπαν εκείνα και το
μικρότερο έκο*ε ένα κομμάτι *#μί και του είπε %
& +άισε παππο!λη, και να λιγάκι *#μί να φας.
Ο γέρος πήρε το *#μί και κάισε. "κεί στην ερημιά
ήταν πλήος τα κοράκια. ,έει ο γέρος του
μεγαλ!τερου παιδιο!.
&-ι α ήελες παιδί μου, να έ$εις εδ. στον κόσμο
που βρίσκεσαι/
&0α ήελα, του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν
πρόβατα και να ήταν δικά μου.
&+αλά, λέει ο γέρος. 1ν όμ#ς ερ$όταν κανένας
φτ#$ός και σου 2ητο!σε λίγο γάλα, α του έδινες,
άμα εί$ες τόσα πρόβατα/
&0α του έδινα, λέει το παιδί, ό,τι ήελε, γάλα, τυρί,
μυτ2ήρα, ό,τι ήελε.
-απ ( 3τυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι
έγιναν τα κοράκια πρόβατα. 4σπρισε ο τόπος από
πρόβατα.
Σηκ.ηκε το παιδί, μά2ε*ε τα πρόβατα κι έμεινε
εκεί. Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο.
)ήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο.
5#τάει τ.ρα ο γέρος το δε!τερο %
&-ι α ήελες εσ! παιδί μου , να έ$εις εδ. στον
κόσμο που είσαι/
&"γ. α ήελα παππο!λη, όλα αυτά τα πουρνάρια
να γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου, είπε το
παιδί.
&+αλά, του λέει ο γέρος. 1φο! α $εις τόσο λάδι,
α δίνεις και κανενός φτ#$ο!/
&0α δίν# , του λέει.
-απ ( 3τυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα
πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές. +αι το παιδί
αυτό, απόμεινε εκεί κι έκανε μαγα2ιά, γέμι2ε τα
βαρέλια λάδι και τα φόρτ#νε στα καράβια.
Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονά$ος με το
γέρο και πήραν πάλι δρόμο. Σαν έφτασαν σε ένα
σταυροδρόμι, κάισαν στη βρ!ση που ήταν εκεί να
ξεκουραστο!ν. ,έει ο γέρος του παιδιο! %
& 1μ δε 2ητάς κι εσ! τίποτε/
&"γ., παππο!λη, α ήελα από αυτή τη βρ!ση να
τρέ$ει μέλι.
&+αι α δίνεις στους φτ#$ο!ς μέλι, άμα σου 2ητο!ν/
&0α δίν#.
-απ ( 3τυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσ#ς
άρ$ισε να τρέ$ει μέλι από τη βρ!ση. 1πόμεινε και
το παιδί στο σταυροδρόμι, πουλο!σε μέλι και
μοίρα2ε και στους φτ#$ο!ς τους στρατοκόπους.
Ο γέρος έφυγε, πήγε στη δουλειά του.
Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, το παιδί άφηκε έναν
υπηρέτη στη βρ!ση να μοιρά2ει μέλι, κι αυτός
ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του, γιατί τα
πε!μησε.
"κεί που πήγαινε, κοιτά2ει για ελιές, βλέπει ένα
λόγγο από πουρνάρια. )άει παρέκει, κοιτά2ει για
πρόβατα, βλέπει κοράκια κι ο!τε λαδά ο!τε
τσέλιγκα.
+ει που στεκόταν κι απορο!σε, βλέπει κι έρ$εται
πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει %
&"ίδες/ 6,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν (
7εν έδιναν στους φτ#$ο!ς από τα καλά που τους
ε$άρισα. 8ι αυτό κι εγ. τους πήρα πίσ# τις ελιές
και τα πρόβατα . Συ όμ#ς στάηκες καλός και να
έ$εις την ευ$ή μου (+αι πριν τελει.σει το λόγο του,
ο γέρος έγινεν άφαντος.

You might also like