You are on page 1of 2

ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ Η ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Σας αρέσει ο χειμώνας τον ρωτούσαν και αμέσως το πρόσωπό του έπαιρνε εκείνο το μολυβί
χρώμα τής ναυτίας, με το σάλιο μαζεμένο στην άκρη των χειλιών , και το πηγούνι να τραβιέται
προς το καρύδι , σαν να θέλει να αποφύγει ακόμα και την προφορική αναφορά σε μια εποχή που
θα προτιμούσε να μην υπάρχει. Το είχε δηλώσει άλλωστε και δεν παρέλειπε να το υπενθυμίζει σε
κάθε ευκαιρία, αν ήμουν πλούσιος θα κυνηγούσα το καλοκαίρι, σαν αποδημητικό .
Δεν θα τον έλεγες Κροίσο, είχε όμως το τρόπο του, βοηθούσε κι η δουλειά του, εισαγωγέας , τα
ταξιδάκια κάθε τρεις και λίγο σε πρώτη ζήτηση.
Από τις θάλασσες του Νότου, μέχρι Αυστραλία έφτασε χειμώνα η χάρη του, με τις ρακέτες στην
παραλία Χριστουγεννιάτικα , τον Αγιο Βασίλη να κάνει σερφ , κι όλα εκείνα τα φολκλορικά.
Κρατούσε χρόνια αυτό το σχέδιο, κι έτσι είχε καταφέρει να αποφεύγει τις κρύες νύχτες του
χειμώνα, ακόμα κι η μοναχική του καρδαρόμπα είχε περιοριστεί σε μερικά μακουδάκια και κάτι
λινά παντελονάκια, α και στο μόνιμο χρώμα του ηλιοκαμένου γεροντοπαλίκαρου. ¨Όσοι δεν ήταν
ενημερωμένοι τον ρωτούσαν σε ποιο σολάριουμ πάει , και που να τους εξηγείς, απλά έστρεφε τα
μάτια προς τα πάνω, και άνοιγε τα μόνιμα σφιχτά χείλια για να φανεί το έρκος των οδόντων σε
υποψία χαμόγελου...... Μόνο που και αυτό του κόπηκε τα τελευταία χρόνια , οι εισαγωγές δεν
πηγαίναν και πολύ καλά ας όψεται το Κινέζικο εμπόριο, γιατί η φτήνια έτρωγε τον παρά κι αυτόν ο
καημός , κι έτσι εκείνα τα αναζωογονητικά χειμωνιάτικα ταξιδάκια στην Ταΐλάνδη, στο Μπαλί ,
κόπηκαν κι ο ευθυτενής μας ήρωας 'άρχισε να υποκύπτει στους νόμους τής βαρύτητας των
χρόνων και τής ταλαιπωρίας. Γκαντεμιά έλεγε και κουκουλωνόταν με το πουπουλένιο παπλωματά
κι του, αναπολώντας τις χλιαρές και ηλιόλουστες μέρες . Έρχονταν Χριστούγεννα και ετοιμαζόταν
να ζήσει ακόμα μια φορά την πόλη με το μεγαλύτερο δέντρο της Ευρώπης, τις μπάντες του Δήμου
στις πλατείες κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες, μέχρι που σήκωσε το τηλέφωνο. Είσαι για
Χριστούγεννα στην Τοζέρ; Που είναι αυτό; είπε ; Τυνησία βρε αγεωγράφητε, η πιο όμορφη όαση
τής Σαχάρας, η πιο όμορφη πόλη της γης, καλά φτάνει με έπεισες, μέσα μόνο που δεν υπάρχει μία,
τζίφος, προσφορά ρε παιδί μου, δωρεάν πως το λένε, μια βδομαδουλα από τον Τυνησιακό
οργανισμό τουρισμοί για τους Ευρωπαίους tour operators , μα εγώ υφάσματα πουλάω, όχι όμως κι
εγώ , μονόχνοτε πενηντάρη, δικαιούμαι συνοδό, κατάλαβες;
Όταν έφτασε στην Τύνιδα , βράδυ ,κι αποκεί με εσωτερική πτήση στην έρημο , κατάλαβε.
Κατάλαβε απ το αεροδρόμιο............Γέμισε τα πνευμόνια του με τον δροσερό αέρα τής ερήμου, και
αμέσως ένιωσε να κυλάει στο αίμα του, κάτι γνώριμο , κάτι απροσδιόριστο. Απ το αεροδρόμιο
έφτασαν στο ξενοδοχείο με τζιπ, είχαν φροντίσει όλο το σκηνικό να θυμίζει κάτι ανάμεσα σε <<
τσάι στη Σαχάρα>> και << χίλιες και μια νύχτες>>.
Τα παράτησε όλα και βγήκε έξω να αφουγκραστεί το μεγάλο θηρίο, την έρημο.
Δεν ήταν αστείο, η έρημος μοιάζει με τον ωκεανό, σου δημιουργεί παρόμοια συναισθήματα, έλξης
και απώθησης, απ τη μια θέλεις να χαθείς μέσα της κι απ την άλλη ανατριχιάζεις μόνον στην ιδέα
πώς θα χαθείς στην απεραντοσύνη της. Δεν είχε ξανανιώσει την έννοια της απόλυτης απουσίας
ήχου, αφοί έστρεφε τα μάτια στον ουρανό, και τι ουρανό δεν το πίστευε, με τα αστέρια πιο μεγάλα
από ποτέ, με το φεγγάρι πιο κοντά από ποτέ, και δεν άκουγε τίποτα άλλο παρά την βαριά απ τη
συγκίνηση τής μοναδικότητας αναπνοή του.
Παραμονή Χριστουγέννων, και βγήκε να δει την ομορφότερη πόλη του κόσμου, όπως ισχυριζόταν
η φίλη του..... Κάποια σπιτάκια από πηλό, μια χαριτωμένη πλατεία και μερικοί μιναρέδες, αυτό
ήταν το σκηνικό, μα του ήταν γνώριμο σαν να είχε ξανάρθει, σαν να είχε ξαναζήσει αυτή τη πόλη
σαν να έλεγε στον εαυτό του, μετά την πλατεία είναι ένα μπακάλικο , η δικιά του γέλαγε, και πιο
κάτω είναι το παζάρι με τα σουκ.........και ήταν..........και μια μυρωδιά από μπαχάρι στον αέρα τόσο
γνώριμη, τόσο οικεία.........Σε κάποια άλλη ζωή θα ήσουν σταυροφόρος του είπε κοροϊδεύοντας
τον, δεν υπάρχει καμιά άλλη περίπτωση να είχες πατήσει την έρημο..... την πάτησαν με ένα γκρουπ
από καμήλες που θα τους πήγαιναν να διανυκτερεύσουν σε κάποιο καταυλισμό Τουαρέγκ μετά από
πορεία μερικών ωρών . Έφτασαν νύχτα και τους υποδέχτηκαν με τσάγια και ναργιλέδες, με κιλίμια
στην άμμο και τέντες που κρύβανε το φεγγάρι. Τι κι αν δεν μιλούσαν καμιά γλώσσα εκείνοι οι
γοητευτικοί νομάδες τής ερήμου, η γλώσσα τής καρδιάς είναι αλάνθαστη. Ένας ξερακιανός
παππούς με τουρμπάνι , το βγαλε και του το έδεσε στο κεφάλι, μεγάλη ένδειξη συμπάθειας όπως
έμαθε αργότερα και του χάρισε κι ένα θαμνάκι με άνθη!! <<Κουτ λάκ>> , του είπε, ίσως τα
μοναδικά Αγγλικά του. Δεν το πίστευε, ένα λουλούδι στην έρημο; Μόλις άνθισε του εξήγησαν ,
είσαι τυχερός , παραμονή Χριστουγέννων ανθίζει στην έρημο, το Ρόδο τής Ιεριχους το λένε, η το
Ρόδο τής πανάγιας , γιατί τής έκανε συντροφιά στην έρημο, κι εκείνη το ευλόγησε να μην πεθαίνει
ποτέ ,να ανθίζει την μέρα που γεννιέται ο Χριστός για να θυμίζει πώς γεννήθηκε ο Σωτήρας.
Γύρισε στην Αθήνα λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος , το Ρόδο τής Παναγιάς, είχε ξεραθεί , είχε γίνει μια
ξερή γκρί μπαλίτσα, τυλιγμένη μέσα στα γνωστά μακουδάκια και τα λινά παντελονάκια τής πάντα
καλοκαιρινής του βαλίτσας τής πάντα καλοκαιρινής του ψυχής. . Άνοιξε το φερμουάρ , πήρε το
μπουκαλάκι με την 'άμμο που είχε μαζέψει απ την αγαπημένη έρημο, την άδειασε σ ένα πιάτο και
έβαλε με προσοχή το κλειστό του Ρόδο. Περίμενε να αλλάξει ο χρόνος, στο μπαλκόνι του σπιτιού
του, χωρίς ρολόι χωρίς φώτα, θα τον ειδοποιούσαν τα βεγγαλικά του Δήμου στον ουρανό τής
Αθήνας. ......Ο ουρανός φωτίστηκε ,κι έτσι όπως έμπαινε ο καινούργιος χρόνος, έριξε με αγάπη
λίγες σταγόνες νερό της Αττικής γης στο ξερό χώμα τής ερήμου ίσα για να ποτιστεί ο θάμνος τής
αθανασίας, να ξαναζήσει ,να αναγεννηθεί , έτσι για Κουτ λάκ.

You might also like