Μια φορά κι έναν καιρό ένας γλάρος ξεχάστηκε καθώς πετούσε
πολύ ψηλά κι άρχισε να ανεβαίνει το ποτάι
!τυένος την ολόλευκη α"ιάβροχη στολ# του που τον προστάτευε την ώρα που βουτούσε στη θάλασσα για να πιάσει την τροφ# του ε την γαψ# ύτη του$ λικνι%όταν στον γαλά%ιο ουρανό&
'βλεπε "έντρα( πλατύφυλλα πλατάνια$ ασηόφυλλες λεύκες και λυγερόκορες ιτιές$ άκουγε τις φ)νές πουλιών κι έβλεπε τα ορητικά νερά του ποταού που κατέβαιναν προς τη θάλασσα&
*αθώς παρατηρούσε τα βουνά που απλώνονταν "ίπλα του φοβ#θηκε & +,ι %ητά) στους τόπους του αετού- αναρ)τ#θηκε και π#ρε τον "ρόο της επιστροφ#ς&
*ουρασένος καθώς #ταν$ στάθηκε κοντά στα καλάια$ εκεί που το ποτάι εν)νόταν ε τη θάλασσα&
,ου άρεσε$ γιατί βρέθηκε ε ένα σ)ρό πουλιά που βρίσκονταν εκεί& ,ου άρεσαν οι συ%ητ#σεις& ,αξι"ιάρης καθώς #ταν$ "εν άργησε να πιάσει κουβέντα&
Μίλησαν για το ποτάι που κατεβά%ει λάσπες και νερά$ .όνο που ερικές φορές στο νερό υπάρχουν φάρακα και λιπάσατα κι αυτό "εν είναι καλό για ας$ αφού πορεί και να αρρ)στ#σουε/&
Ακόα του έ"ειξαν σ)λ#νες που έριχναν βρώικα νερά στη θάλασσα&
Ακούστηκε ια τουφεκιά& +0σσστ&& Μη ιλάς έχρι να φύγουν& 1ίναι αυτοί που κυνηγούν ενώ απαγορεύεται$ του είπαν&
2ίπλα τους κάποια ψάρια κρύφτηκαν τροαγένα& +'ρχονται να φάνε και να γενν#σουν$ γιατί ε"ώ απαγορεύεται το ψάρεα αλλά και κάποιοι +παράνοοι+ τα κυνηγούν$ γιατί "εν σέβονται τίποτα&
3 #χος ιας ηχαν#ς επανέφερε την τάξη& 4ταν το λιενικό& 5 αστυνοία της θάλασσας$ που τους ανάγκασε να φύγουν και να αφ#σουν τα ψάρια στην ησυχία τους&
*αθώς ο γλάρος παρατηρούσε τη θάλασσα$ έκλεισαν για λίγο τα άτια του από την κούραση&
,ου φάνηκε πεντακάθαρη$ να γεί%ει χαρούενες φ)νές από ανθρώπους που χαίρονταν τα γαλά%ια νερά της
*αι κει στο βάθος$ που εν)νόταν το ποτάι ε τη θάλασσα$ τα πουλιά και τα ψάρια να %ουν #ρεα&
+6λοι έχουε ανάγκη ο ένας τον άλλον για να πορέσουε να %#σουε$ ονολόγησε ο γλάρος$ και άνοιξε τα φτερά του&
*αθώς πετούσε στον ουρανό έβλεπε κάτ) το χορό τ)ν κυάτ)ν$ σα να παρασύρθηκε κι ο ί"ιος$ ε ακροβατικές κιν#σεις έσχι%ε τον ουρανό&