You are on page 1of 8

Ζ΄.

∆υτικά της Εδέµ: Η ανακαίνιση


του Ελληνικού Έθνους και η νοσταλγία
του “Ανατολικού” παρελθόντος του

ια να εξετασθή η ταυτότητα ενός έθνους, να αναλυθούν δη-

Γ λαδή τα στοιχεία εκείνα της ταυτότητός του που θεωρούν-


ται βασικά γνωρίσµατά της, είναι απαραίτητο πρώτα να ε-
πισηµανθή ότι οι ταυτότητες των εθνών υφίστανται µε το πέρασµα
του χρόνου διάφορες αλλαγές· τα έθνη ως πολιτιστικές κοινότη-
τες δεν αποτελούν αποµονωµένες και στεγανές ενότητες αλλά κοι-
νότητες µε συστήµατα αξιών και ιδεών που διαρκώς ανανεώνονται,
υπό την πίεση εξωτερικών παραγόντων και νέων συνθηκών που επι-
βάλλουν την ανασυγκρότηση αυτών των συστηµάτων. Η επισήµανση
αυτή είναι απαραίτητη, επειδή συχνά, µε την αποσιώπηση αυτών
των αναπόδραστων αλλαγών που συντελούνται στην ταυτότητα ενός
έθνους, τα στοιχεία που συνιστούν την εκάστοτε ταυτότητά του
αντιµετωπίζονται, όχι ως προσκτήσεις µε αφετηρίες που είναι
δυνατό να εντοπισθούν στο ιστορικό παρελθόν, αλλά ως πραγµατι-
κότητες που δεν επιδέχονται αλλαγές και διαιωνίζονται αναλλοί-
ωτες στον χρόνο, όπως οι εξ αποκαλύψεως αλήθειες. Με αυτές τις
αναπόδραστες αλλαγές στην ταυτότητα ενός έθνους λοιπόν ως ισ-
τορικά δεδοµένα επιχειρείται στο παρόν εκτενές σχόλιο η εξέτα-
ση των όρων που χρησιµοποιήθηκαν για την ανακαίνιση της ταυτό-
τητας του Ελληνικού έθνους κατά τη διάρκεια του ώριµου Ελληνι-
κού ∆ιαφωτισµού καθώς και της σχέσεως αυτών των όρων µε τις
πραγµατικότητες της εποχής και µεταγενέστερων εποχών.
Η ελληνική Ανατολή υπήρξε επινόηση αναπόφευκτη όσο και η
ελληνική ∆ύση· εξυπηρέτησε την αναζήτηση των απαραίτητων στοι-
χείων για την ανακαίνιση του Ελληνικού έθνους ως σηµείο αναφο-
ράς για τον καθορισµό της σηµασίας αυτών των στοιχείων. Ανατο-
λική ήταν η αυτοκρατορία της αλούσης Νέας Ρώµης, ανατολική και
η Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία, ανατολική και η αυτοκρατορία
του Οθωµανού δεσπότη των Ελλήνων. Τα ανατολικά αυτά στοιχεία
της εθνικής υποστάσεως των Ελλήνων, την εποχή κατά την οποία
αναλήφθηκε η ανακαίνιση του Ελληνικού έθνους, ήσαν αυτά που
κρίθηκε τότε πως το διέκριναν από τα άλλα έθνη της Ευρώπης,
προφανώς δε αποτελούσαν για το µείζον τµήµα της ηγεσίας του
τίτλο τιµής. ∆εν ήταν η Ανατολή που επινόησε και διαµόρφωσε η
∆ύση – εξωτική, αινιγµατική, σκοτεινή, σαγηνευτική και υπανάπ-
τυκτη· ήταν η «καθ’ ηµάς» Ανατολή, ενάρετη και σοφή, κληρονό-
µος λαµπρών πολιτισµών1.
Αυτή η ελληνική Ανατολή, νοητικό σχήµα που φιλοτεχνήθηκε
κάποτε για την διάκριση των Ελλήνων από τους άλλους Ευρωπαίους
και τους ∆υτικούς γενικά, αλλά και από τους Τούρκους, στηρίχ-
θηκε σε πολιτιστικά στοιχεία και παραδόσεις που θεωρήθηκαν
συστατικά στοιχεία της ταυτότητος του ελληνικού έθνους. Η ελ-
ληνική Ανατολή ταυτίσθηκε ιδίως µε τις λεγόµενες “ανατολικές”
παραδόσεις του έθνους· θεωρήθηκε δε πως η συνειδητή αποµάκρυν-
ση από αυτές τις παραδόσεις, από την εποχή του ∆ιαφωτισµού,
είχε τεράστιο κόστος για το έθνος. Ένας από τους κορυφαίους
εκφραστές του “πολιτιστικού” κόστους που είχε η αποµάκρυνση
από τις ανατολικές παραδόσεις, ο φιλόσοφος της ιστορίας Arnold
Toynbee, “επέκρινε” την ∆ύση για την συµµετοχή της σε αυτήν
την διαδικασία. Σε µια κρίσιµη καµπή της ιστορίας των Ελλήνων
ο Toynbee, Καθηγητής της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας
και Λογοτεχνίας του Πανεπιστηµίου του Λονδίνου τότε, έκρινε
πως το όραµα της αναγεννωµένης Ελλάδος των Φιλελευθέρων της
∆ύσεως υπήρξε ένας από τους “παραλογισµούς” (ή τις “υπερβο-
λές”, µε την ηπιότερη ερµηνεία του όρου “extravagances”) του
Φιλελληνισµού, και πως η γοητεία που ασκούσε και ασκεί η ∆ύση
στην Ελλάδα υπήρξε “κατάρα” της ∆ύσεως κατά της Ελλάδος που
οδήγησε στην “πνευµατική πτώχευση” (spiritual pauperization)
και στην έκπτωση των αξιών της χωρίς την πρόσκτηση νέων2.
Τρεις είναι οι κυριώτερες αδυναµίες της θέσεως αυτής για
τον “απωλεσθέντα” ανατολικό παράδεισο των Ελλήνων, α΄) η εξι-
δανίκευση των υποτιθέµενων απωλεσθέντων στοιχείων, β΄) η υπό-
θεση ότι το Ελληνικό έθνος είχε διατηρήσει κάποια αρχέτυπα α-
νατολικά χαρακτηριστικά του αναλλοίωτα και γ΄) η υπόθεση ότι η
απόδρασή του από την τουρκική αιχµαλωσία θα µπορούσε να επιτε-
υχθή χωρίς τον απαραίτητο προσανατολισµό, από την άποψη των
θεσµών και των αρχών, προς την ∆ύση. Τα στοιχεία του προεθνοκ-
ρατικού παρελθόντος των Ελλήνων που έχουν θεωρηθή πως υπονοµε-
ύθηκαν ανεπανόρθωτα από την στροφή προς την ∆ύση και προς την
Αρχαία Ελλάδα και από την ταυτόχρονη αποµάκρυνση από την κλη-
ρονοµιά του Βυζαντίου υπήρξαν η αρµονική συνοίκηση µε τους άλ-
λους Ορθοδόξους αλλά αλλογλώσσους λαούς της περιοχής και η
συµµετοχή στην διαχείριση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, η οπο-
ία υποσχόταν την γένεση µιας ελληνοθωµανικής αυτοκρατορίας.
Τόσο η αρµονική συνοίκηση των Ελλήνων µε τους άλλους Ορθοδόξο-

1
Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τ. Α΄, Το έθνος, η
πολιτεία και η κοινωνία των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 104-108.
2
Arnold Toynbee, The Western Question in Greece and Turkey, Λονδίνο και Βοσ-
τώνη 1922, σ. 338, 351-352.
υς λαούς όσο και η αναµενόµενη ελληνοθωµανική συγκυριαρχία α-
ποτελούν ευσεβείς µύθους· οι οποίοι όµως δεν είναι εύκολο, ό-
πως όλοι οι µύθοι αυτού του είδους, να απορριφθούν, επειδή
στηρίζονται στην υπόθεση ότι η µεγάλη ρήξη της εθνικής επανασ-
τάσεως των Ελλήνων αφενός διέκοψε την αρµονική συνοίκησή τους
µε τους άλλους Ορθοδόξους λαούς και αφετέρου απέτρεψε την συγ-
κυριαρχία τους µε τους Οθωµανούς. Θα µπορούσε ωστόσο να υποσ-
τηριχθή ως προς την ρήξη που πράγµατι συντελέσθηκε, ότι η ρήξη
αυτή πραγµατοποιήθηκε όταν η ιστορική ενότητα, στην οποία ανή-
κουν η συνοίκηση των Ορθοδόξων και η συνεργασία τους µε τους
Οθωµανούς, έβαινε προς το τέλος της. Η ρήξη των Ελλήνων τόσο
µε τον Οθωµανό κυρίαρχο όσο και µε τον Οικουµενικό Πατριάρχη,
µε άλλα λόγια, δεν προκάλεσε την διάσπαση αυτής της προεθνοκ-
ρατικής ιστορικής ενότητας, απλώς την επέσπευσε και την επιβε-
βαίωσε. Το εθνικό κίνηµα των Ελλήνων και αυτά των άλλων Ορθο-
δόξων λαών που ακολούθησαν υπήρξαν προϊόντα εξελίξεων που δεν
ήταν δυνατό να κρατηθούν εκτός των συνόρων της επικράτειας του
Πατριάρχη. Από την τεκµηριωµένη ανάλυση του προεθνοκρατικού
Οθωµανικού και Ορθόδοξου παρελθόντος προκύπτει, άλλωστε, ότι
ούτε η συνοίκηση των Ορθοδόξων µεταξύ τους ήταν τόσο αρµονική
όσο έχει υποστηριχθή ούτε η σχέση τους µε τους Οθωµανούς κυρι-
άρχους θα µπορούσε να χαρακτηρισθή σχέση συνεργασίας, η οποία
µάλιστα υποσχόταν συγκυριαρχία στο ορατό µέλλον.
Αστήρικτη είναι και η υπόθεση ότι το Ελληνικό έθνος είχε
διαφυλάξει κάποια αρχέτυπα ανατολικά χαρακτηριστικά του, τα
οποία εσάρωσε το δυτικότροπο εθνικό κίνηµα των Ελλήνων. Τα µό-
να στοιχεία που ατόνησαν ή και εξέλιπαν µε το πέρασµα του χρό-
νου και όχι επειδή υπονοµεύθηκαν από το εθνικό κράτος υπήρξαν
ορισµένες λατρευτικές παραδόσεις και συνήθειες, οι οποίες εί-
ναι ευµετάβλητες και προσαρµόζονται στις εκάστοτε συνθήκες·
όσο δε αργές και αν είναι οι αλλαγές αυτών των στοιχείων της
ταυτότητος ενός έθνους, φανερώνουν πως τα γνωρίσµατα αυτά κάθε
άλλο παρά σταθερά σηµεία αναφοράς είναι δυνατό να θεωρηθούν,
προκειµένου για τον προσδιορισµό της ταυτότητός του. Ακόµη και
οι ονοµατοδοτικές προτιµήσεις ενός έθνους µεταβάλλονται υπό
την επίδραση εξωγενών παραγόντων· αρκεί πρόχειρη αναδροµή στο
παρελθόν της ονοµατοδοσίας των Ελλήνων για να φανούν οι διαρ-
κώς µεταβαλλόµενες προτιµήσεις των.
Αν λοιπόν αποκλεισθούν από τις λεγόµενες “ανατολικές” παρα-
δόσεις ευµετάβλητα στοιχεία, όπως λατρευτικά και άλλα έθιµα
και συνήθειες ή προτιµήσεις, ποια στοιχεία θα ήταν δυνατό να
θεωρηθούν πως συνιστούν αυτές τις παραδόσεις; Από την προέλευ-
ση των οιµωγών για τις παραδόσεις αυτές γίνεται φανερό πως
πρόκειται, ουσιαστικά, για ευσεβή στερεότυπα που άφησε η σφοδ-
ρή αντίδραση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά των ∆υτι-
κών και που ανασύρονται από την λήθη κατά καιρούς, από αυτόκ-
λητους διερµηνείς και φύλακες της ελληνικότητος. Οι ανατολικές
παραδόσεις και οι εναντίον τους απειλές από την ∆ύση αποτέλε-
σαν το προσφορότερο αν όχι και το αποτελεσµατικότερο καταφύγιο
όλων όσοι αντιδρούσαν, από την εποχή ακόµη του ∆ιαφωτισµού,
στις προσπάθειες µιας πνευµατικής ηγεσίας αυτόνοµης από την
Ορθόδοξο του Χριστού Εκκλησία να προσδιορίσει το Ελληνικό έθ-
νος µε όρους που χρησιµοποίησαν τότε και χρησιµοποιούν έκτοτε
τα περισσότερα έθνη της ∆ύσεως, ιδίως δε µε την γλώσσα και µε
την αναζήτηση πολιτισµικών αφετηριών στο προχριστιανικό παρελ-
θόν.
∆ιεξοδικότερη ανάλυση απαιτεί η τρίτη υπόθεση, στην οποία
έχει στηριχθή η καταδίκη του προσανατολισµού του Ελληνικού έθ-
νους προς την ∆ύση, ότι δηλαδή η απόδρασή του από την τουρκική
αιχµαλωσία θα µπορούσε να εξασφαλισθή χωρίς την εισαγωγή αρχών
και θεσµών από την ∆ύση, αλλά µε την καλλιέργεια των αντίστοι-
χων αρχών και θεσµών του Ελληνικού έθνους. Η απόρριψη του ∆υ-
τικού ορθολογισµού, η καταδίκη της ρήξεως µε την Μεγάλη του
Χριστού Εκκλησία και η αντίδραση στην υπονόµευση του γηγενούς
κοινοτισµού υπήρξαν οι κύριες εκδηλώσεις των αρνητών της ∆ύσε-
ως. Ο ∆υτικός ορθολογισµός και οι κοραϊκές του προεκτάσεις θε-
ωρήθηκαν στοιχεία ξένα προς το Ελληνικό έθνος και την κοσµοθε-
ωρία του. Η κοσµοθεωρία του Ελληνικού έθνους είχε ενσωµατωµένη
την σοφία των Πατέρων της Εκκλησίας, η οποία είχε δώσει απαν-
τήσεις στα υπαρξιακά ερωτήµατα του ανθρώπου και είχε διαµορφώ-
σει τον ελληνικό κόσµο σύµφωνα µε τις σοφές απαντήσεις τους.
Συνέπειες της εισβολής του ∆υτικού ορθολογισµού υπήρξαν ο «εθ-
νοφυλετισµός», δηλαδή ο εθνικισµός, και η διάσπαση της Ανατο-
λικής Ορθοδόξου Οικουµένης, η προβολή αντί του θρησκεύµατος
της γλώσσας ως καθοριστικού στοιχείου ταυτότητος των ανθρωπί-
νων κοινοτήτων και η αποµάκρυνση από την ενοριακή οργάνωση της
Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι αντιρρήσεις των αρνητών της ∆ύσεως κατά βάσιν στρέφονταν
ανέκαθεν εναντίον του εθνικού και κοσµικού κράτους που θεµελι-
ώθηκε σε τµήµα του ελληνικού παραδοσιακού κόσµου. Το δυτικό-
µορφο και δυτικότροπο αυτό κράτος, όχι µόνον διέσπασε την Ορ-
θόδοξη Οικουµένη σε ερίζουσες εθνικές κοινότητες και αποµάκρυ-
νε τον λαό του Κυρίου από την ενοριακή οργάνωσή του, αλλά έπ-
λασε και την πειθήνια θεραπαινίδα του, την εθνική εκκλησία,
και υπονόµευσε άλλον έναν πυλώνα του έθνους, τον κοινοτισµό.
Οι αντιρρήσεις αυτές, συντηρητικές κατά βάσιν, είχαν ανέκαθεν
ευρύτερον αντίκτυπο, εξαιτίας της ριζοσπαστικής αντηχήσεως του
όρου “λαός”.
Ο καταγγελτικός χαρακτήρας των αντιρρήσεων των αρνητών του
∆υτικού προσανατολισµού του έθνους, ο οποίος ενίοτε προσελάµ-
βανε την µορφή κινήσεων “παπουλακικής” φύσεως, είναι ίσως ο
βασικός λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε έως τώρα νηφάλια συζή-
τηση, απαλλαγµένη από τα στερεότυπα που άφησε ως κληρονοµιά η
σφοδρή αντίδραση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εναντίον
της “αιρετικής” και “ζοφώδους” ∆ύσεως, από την εποχή του Σχίσ-
µατος και εξής, όχι για άλλον λόγο παρά µόνο για να αποσαφη-
νισθή η σηµασία των όρων και των νοητικών σχηµάτων που έχουν
χρησιµοποιηθή εκατέρωθεν. Ένας τέτοιος όρος, η σηµασία του ο-
ποίου χρήζει αποσαφηνίσεως, είναι ο όρος “λαός”. Ο “λαός” της
Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας είναι ο “περιούσιος λαός” του
Κυρίου· ο οποίος, αν και ενοριακά οργανωµένος – και για τον
λόγο αυτό, ασφαλώς – ευρίσκεται µακριά από τον λαό των θεµελι-
ωτών της φιλελεύθερης και κοσµικής ελληνικής πολιτείας. Ο δεύ-
τερος αυτός λαός είναι θεσµοθετηµένο όργανο της πολιτείας, που
προβλέπεται από τον καταστατικό της χάρτη· µολονότι δε είναι
κυρίαρχος και πηγή νοµιµότητος κάθε εξουσίας, βουλεύεται και
εκφράζεται δια των αιρετών αντιπροσώπων του.
Εξηγήσεις για την αποσαφήνισή τους απαιτούν και άλλα δύο
επίµαχα σηµεία, ο προεθνοκρατικός κοινοτισµός και η ρήξη µε
την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Ο κοινοτισµός του απωλεσθέν-
τος ανατολικού παραδείσου, ο οποίος πράγµατι υπονοµεύθηκε από
το συγκεντρωτικό καθεστώς του εθνικού κράτους που διαµορφώθηκε
από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και εξής, υπήρξε ένας από τους
πυλώνες στους οποίους θα µπορούσε να στηριχθή το µετεπαναστα-
τικό καθεστώς της χώρας, οι δε κοινότητες κύτταρα αντιπροσωπε-
υτικής διακυβερνήσεως οικεία και καταξιωµένα. Με επιχειρήµατα
δάνεια από το οπλοστάσιο των αντιπάλων αυτού του καθεστώτος,
προβλήθηκε η προσπάθεια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στην
αρχή και εν συνεχεία της Αντιβασιλείας και του Βασιλέως Όθωνος
να συγκεντρώσουν την εξουσία στην µετεπαναστατική Ελλάδα στην
κεντρική κυβέρνηση ως αποµάκρυνση από την αυτοδιοίκηση του τό-
που που στάθηκε µοιραία για την ανάπτυξη των αντιπροσωπευτικών
θεσµών.
Από την εκτίµηση αυτήν του κοινοτισµού που είχε αναπτυχθή
κατά την διάρκεια της ξένης κυριαρχίας στους ελληνικούς τόπο-
υς, ιδίως δε στους τουρκοκρατούµενους τόπους, λείπουν ορισµέ-
νες πλευρές και πτυχές του κοινοτισµού που εν πολλοίς αναιρούν
την εκτίµηση. Οι κοινότητες στις τουρκοκρατούµενες ελληνικές
χώρες, σε αντίθεση προς αυτές που αναπτύχθηκαν στις παροικίες
της ελληνικής ∆ιασποράς, αναπτύχθηκαν ως θεσµοί συµπληρωµατι-
κοί της κεντρικής εξουσίας, αφού κύρια αποστολή και πρώτιστο
µέληµά τους ήταν η κατανοµή των φορολογικών βαρών στα µέλη το-
υς και η συλλογή των κάθε είδους τακτικών φόρων και έκτακτων
εισφορών εν ονόµατι της κεντρικής εξουσίας και για τις ανάγκες
της. Σε αντίθεση προς τους κοινοτικούς θεσµούς χωρών της ∆υτι-
κής Ευρώπης που λειτούργησαν ανταγωνιστικά προς την κεντρική
εξουσία, οι αντίστοιχοι θεσµοί των τουρκοκρατούµενων ελληνικών
χωρών λειτούργησαν πρωτίστως ως όργανα της κεντρικής εξουσίας.
Οι κοινοτικοί άρχοντες, οι οποίοι αναδεικνύονταν δια του πλού-
του και της επιρροής και ενίσχυαν, δια της αναδείξεώς τους στα
κοινοτικά συµβούλια, τον πλούτο και την επιρροή τους, αντιπρο-
σώπευαν κατά κύριο λόγο τα συµφέροντα των εκπροσώπων της εξου-
σίας, των οποίων ήσαν εντολοδόχοι, και τα δικά τους και δευτε-
ρευόντως αυτά των µελών της κοινότητος που εκπροσωπούσαν· άλ-
λωστε, η εξουσία που ασκούσαν ήταν δοτή και ανακλητή από την
κεντρική εξουσία.
Αυτοί οι κοινοτικοί άρχοντες, οι κατά τόπους “προεστοί”,
περαιτέρω ενίσχυσαν την θέση τους και την επιρροή τους κατά
την διάρκεια του Αγώνος της Ανεξαρτησίας, επέβαλαν δε ουσιασ-
τικά «το παλαιόν σύστηµα των προεστών και αρχιερέων» χωρίς την
εξουσία των εκπροσώπων του Σουλτάνου. Οι άρχοντες αυτοί της
χώρας, οι “φυσικοί ηγέτες” του τόπου όπως οι ίδιοι υποστήριζαν
στις αντιπαραθέσεις τους µε τους ανακαινιστές και τους άλλους
“προκοµµένους” του έθνους που προωθούσαν τις αρχές και τους
θεσµούς της Εσπερίας, εξήλθαν από την νοµιµότητα και εστράφη-
σαν κατά της τουρκικής εξουσίας αφενός για να προστατεύσουν
τον “λαό” και αφετέρου για να διασφαλίσουν την ηγετική τους
θέση στο πλαίσιο ενός καθεστώτος, στο οποίο υπολόγιζαν πως θα
ήσαν λιγότερο ανασφαλείς και ευάλωτοι από πριν. Εφοδιασµένοι
πλέον µε τα απαραίτητα “παραστατικά” έγγραφα, τα οποία τους
εξασφάλιζαν την νοµιµότητα που πριν αντλούσαν από τον ξένο κυ-
ρίαρχο, εθέσπισαν το νέο καθεστώς, «σύστηµα Μωραϊτικόν», όπως
προσφυώς χαρακτηρίσθηκε από συγχρόνους παρατηρητές3. Θεσπίσθη-
καν, βέβαια, καθ’ όλα δηµοκρατικά και φιλελεύθερα συντάγµατα
κατά την διάρκεια του Αγώνος· ουσιαστικά όµως τα εν λόγω συν-
τάγµατα υπήρξαν ασκήσεις επί χάρτου και µνηµεία της εθνικής
πολιτικής µυθολογίας. Εξέφραζαν τα συντάγµατα του Αγώνος τους
πολιτικούς οραµατισµούς της φιλελεύθερης διανοήσεως της επο-
χής, αποτελούσαν ωστόσο το φύλλο συκής του πελοποννησιακού
“συστήµατος”.
Με το “σύστηµα” αυτό ήλθαν αντιµέτωποι ο Καποδίστριας στην
αρχή και η Αντιβασιλεία των Βαυαρών και ο Όθων εν συνεχεία· οι

3
Αρχείον Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη. Ανέκδοτα ιστορικά γεγονότα Μάνης (1810-1835),
επιµ. Αποστόλου ∆ασκαλάκη, Αθήνα 1976, σ. 102, όπου επιστολή Μαυροµιχάλη
προς τον Γρηγοράκη, 11 Ιουλίου 1821· Κανέλλου ∆εληγιάννη Αποµνηµονεύµατα,
επιµ. Γ. Τσουκαλά, Αθήνα 1957, τ. Α΄, σ. 18.
οποίοι, στην προσπάθειά τους να περιορίσουν δραστικά την ισχύ
και την επιρροή των αρχόντων και να ενισχύσουν την κεντρική
εξουσία και τις υπηρεσίες της, προκάλεσαν την ανέλπιστη όσο
και παράδοξη συµµαχία των φιλελευθέρων επικριτών του Καποδίσ-
τρια και του Όθωνος µε τους άρχοντες του παλαιού “συστήµατος”.
Ο παραγκωνισµός τους αποδείχθηκε προσωρινός· τερµατίσθηκε µε
την Επανάσταση της 3ης Σεπτεµβρίου, επανήλθαν δε θριαµβευτές µε
το Σύνταγµα του 1844 ως πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής.
∆ηµογέροντες και αναγνωρισµένοι “προεστοί” πριν από τον Αγώνα,
“πληρεξούσιοι” και “παραστάται” του έθνους κατά τον Αγώνα και
έως την έλευση του Όθωνος, έγιναν δια του συντάγµατος “βουλευ-
ταί”, νόµιµοι άρχοντες του έθνους. Αυτοί οι άρχοντες διακονού-
σαν τον προεθνοκρατικό ελληνικό κοινοτισµό και αντιπροσώπευαν
τον γηγενή πολιτικό πολιτισµό, τον οποίο οι ανακαινιστές και
οι άλλοι “προκοµµένοι” του έθνους προσπάθησαν να αλλάξουν, αλ-
λά χωρίς επιτυχία: οι άρχοντες εθριάµβευσαν και επέβαλαν το
“σύστηµά” τους, ενώ οι ανακαινιστές εξ Εσπερίας παραµέρισαν
κατισχυµένοι.
Η ρήξη, τέλος, µε την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία ήταν ανα-
πόφευκτη, εν όψει των στόχων του ελληνικού εθνικού κινήµατος.
Η Εκκλησία, µε την διπλή ιδιότητα της θεσµοθετηµένης εκπροσώ-
που της εξουσίας του ξένου κυριάρχου και της προστάτιδος του
περιουσίου λαού του Κυρίου – και αντλώντας από την βυζαντινή
ιδεολογική και πολιτική κληρονοµιά στο ζήτηµα της σχέσεώς της
µε την ∆ύση – εφιλοτέχνησε την δέουσα κοσµοθεωρία για να στη-
ρίξει την στάση των Ορθοδόξων Χριστιανών υπό την κηδεµονία της
απέναντι στον ξένο κυρίαρχο. Ο Κύριος είχε εµπιστευθή τον πε-
ριούσιο και δεσµώτη λαό του στην κηδεµονία της Ανατολικής Ορ-
θοδόξου Εκκλησίας, η οποία είχε καθήκον να οικονοµήσει τα
πράγµατα και να τον προστατεύσει. Ο περιούσιος λαός θα περνού-
σε, θεία εντολή, την σκληρή δοκιµασία της αιχµαλωσίας προκει-
µένου να καθαρισθή από τις αµαρτίες των βασιλέων του, αυτών
που είχαν τολµήσει να συνδιαλλαγούν µε την «µιαρά» Λατινική
∆ύση, και να εξαγνισθή. Οι Τούρκοι ήσαν το όργανο του Κυρίου
και είχαν θεόθεν ορισθή για να εκτελέσουν το έργο του, ο δε
Σουλτάνος ήταν ο κληρονόµος του τελευταίου ηγεµόνα της Ανατο-
λικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και νόµιµος βασιλεύς των Ελλήνων·
οι οποίοι θα ελευθερώνονταν, όταν ερχόταν το πλήρωµα του χρό-
νου, θεία κρίσει και βουλήσει. Έως τότε, οι Έλληνες έπρεπε να
είναι πιστοί στον νόµιµο βασιλέα τους, ο οποίος άλλωστε είχε
ορισθή να τους προστατεύει από τους ∆υτικούς αιρετικούς. Το
ποίµνιο και οι ποιµένες του έπρεπε να µην παρεκκλίνουν από την
ορθή πίστη, ν’ αφήσουν δε τα του κόσµου τούτου στον κοσµικόν
ηγεµόνα τους· «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θε-
ώ», κατά την ευαγγελική ρήση4.
∆εν εκπλήσσει τον ιστορικό η αντίδραση της Εκκλησίας στην
πρόκληση των ανακαινιστών, την εποχή αυτή των µεγάλων αναστα-
τώσεων και ρήξεων. Εκπλήσσουν µάλλον οι προσπάθειες να αποδο-
θούν στην Ανατολική Ορθόδοξο του Χριστού Εκκλησία αποστολές
άλλες από την περιφρούρηση της Ορθοδόξου Οικουµένης δια της
νοµιµοφροσύνης στον Σουλτάνο, ιδίως δε αποστολές και ρόλοι
συµβατοί µε τις αρχές που εστήριξαν εθνικά κινήµατα, όπως αυτό
των Ελλήνων.
Ύστερα από δύο και πλέον αιώνες, η αντιπαράθεση δείχνει να
µην έχει κοπάσει, αν κρίνει κανείς από τις θέσεις που διατυπώ-
νονται επί του ζητήµατος του προσανατολισµού του Ελληνικού έθ-
νους από τους ιδεολογικούς και συναισθηµατικούς επιγόνους των
“Ενωτικών” και των “Ανθενωτικών” του Βυζαντίου, των οπαδών του
Αδαµαντίου Κοραή και αυτών του Αθανασίου Πάριου. Ο ιστορικός
έχει την αίσθηση ότι οι ανησυχίες για την “ελληνική” Ανατολή
είναι υπερβολικές όσο και οι θριαµβολογίες για την “ελληνική”
∆ύση· Ανατολή και ∆ύση συµβιώνουν και επιβιώνουν σ’ ένα περι-
βάλλον µάλλον αδιάφορο· το οποίο φαίνεται να επιλέγει από τους
δύο κόσµους διάφορα ψιµύθια για να καλλωπίσει τον κυρίαρχο προ-
σανατολισµό του, τον καταναλωτισµό. Οι πολίτες, όσοι ενδιαφέ-
ρονται και είναι σε θέση να παρακολουθήσουν αυτήν την αντιπαρά-
θεση, δείχνουν να δυσπιστούν τόσο προς τους θιασώτες των “ανα-
τολικών” παραδόσεων, οι οποίοι συγκαλύπτουν εντέχνως τον εκβι-
ασµό της κοσµικής εξουσίας για να γίνουν δεκτοί ως ισότιµοι
συνδαιτηµόνες στην ευωχία, όσο και προς τους όψιµους Ιακωβίνο-
υς, οι οποίοι παριστάνουν τους ανακαινιστές µε µοναδικό κίνητρο
την νοµή της εξουσίας.

4
Κολιόπουλου, ένθ. αν., τ. Α΄, σ. 27-28, 53-57. ∆ιδασκαλία πατρική συντεθεί-
σα παρά του Μακαριωτάτου Πατριάρχου της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήµ κυρ Ανθίµου,
εις ωφέλειαν των Ορθοδόξων Χριστιανών, Κωνσταντινούπολη 1798· Αδαµαντίου Κο-
ραή, Αδελφική ∆ιδασκαλία προς τους ευρισκοµένους κατά πάσαν την οθωµανικήν
επικράτειαν Γραικούς, Ρώµη 1798. Βλ. επίσης Ναθαναήλ Νεοκαισαρέως (Αθανασίου
Παρίου), Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχοµένων
φιλοσόφων, Τεργέστη 1802· Μανουήλ Ι. Γεδεών, Η πνευµατική κίνησις του γένους
κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα, επιµ. Άλκη Αγγέλου και Φιλίππου Ηλιού, Αθήνα
1976 σ. 45, 93· Κ. Ν. Σάθα, Τουρκοκρατουµένη Ελλάς, σ. 440-441· Φάνη Μιχαλο-
πούλου, Κοσµάς ο Αιτωλός, Αθήνα 1940, σ. 50· Κ. Ν. Σάθα, Ιστορικαί ∆ιατριβα-
ί, Αθήναι 1970, σ. 205-206, 209, 219.

You might also like