Professional Documents
Culture Documents
Εργασία πάνω στην έννοια της ελευθερίας της βουλήσεως
Εργασία πάνω στην έννοια της ελευθερίας της βουλήσεως
«Οὐχ ὑμᾱς δαίμων λήξεται, ἄλλ΄ ὑμεῑς δαίμονα αἱρήσεσθε. Πρῶτος δ΄ ὁ λαχών πρῶτος
αἱρείσθω βίον ᾧ συνέσται ἐξ΄ ἀνάγκης.»: Με αυτά τα λόγια καλεί ο εξάγγελος της Λάχεσης
τις ψυχές να επιλέξουν το είδος της ζωής που θα ήθελαν να ζήσουν κατά την επόμενη
ενσάρκωσή τους, σύμφωνα με το « μύθο του Ηρός», με τον οποίο ολοκληρώνεται η
«Πολιτεία» του Πλάτωνα. Και καταλήγει: « Αἰτία ἐλομένου · θεός αναίτιος.». 1
Ποιο είναι το νόημα του λόγου αυτού; Η επιλογή του βίου είναι προσωπική, ελεύθερη
επιλογή του ατόμου; Με άλλα λόγια το άτομο είναι το ίδιο υπεύθυνο για τη μοίρα του; Κι
αν αυτό ισχύει, τότε το γεγονός ότι οι ψυχές θα επιλέξουν το βίο τους με τη σειρά που
ορίζει η κλήρωση(«Πρῶτος δ΄ ὁ λαχών») και ότι η επιλογή, αν και ελεύθερη, θα είναι
αμετάκλητη («ἐξ΄ ἀνάγκης»), δε θέτουν όρια στην ελευθερία της επιλογής;
Η οξύτατη διαπάλη που διεξάγεται από την εποχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και
ιδιαίτερα του Πλάτωνα γύρω από την έννοια της ελευθερίας της βούλησης, προκλήθηκε
από την ιδιαίτερα ζωτική σημασία αυτού του ζητήματος, δεδομένου ότι από τη λύση του
εξαρτάται η αναγνώριση της ευθύνης του ανθρώπου για τις πράξεις του. Αν κάθε πράξη του
ανθρώπου είναι αυστηρά προκαθορισμένη και δεν μπορεί να είναι διαφορετική μέσα στις
δεδομένες, κάθε φορά, συνθήκες, δεν πρέπει να αποδίδουμε ευθύνες στο άτομο γι’ αυτή.
Επομένως, δεν υπάρχει σωστή ή λάθος επιλογή του ατόμου και ούτε ψόγος ούτε έπαινος
μπορούν να προσγραφούν σ΄αυτό για τις πράξεις του. Αντίθετα, αν οι πράξεις και η
συμπεριφορά του αποτελούν προϊόν της δικής του βούλησης , τότε το άτομο καθίσταται
πλήρως υπεύθυνο για αυτές και με ό, τι αυτό συνεπάγεται.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η έννοια της ελευθερίας της βούλησης που μας
απασχολεί έρχεται σε σύγκρουση με μία άλλη πολύ σημαντική φιλοσοφική έννοια, αυτή
της «αιτιοκρατίας» ή «ντετερμινισμού» ή «ετεραρχίας», όπως συναντάται σε διαφορετικά
φιλοσοφικά έργα. Θα ήταν, επομένως, σκόπιμο να γίνει μία σύντομη αναφορά στην έννοια
αυτοί έτσι, ώστε να γίνει κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι
περισσότεροι φιλόσοφοι που ασχολήθηκαν με αυτό το μείζον ζήτημα.
Αιτιοκρατία/Ντετερμινισμός/Ετεραρχία
Όσον αφορά στον Πλάτωνα, το σύνολο του έργου του οποίου απηχεί τις αντιλήψεις του
Σωκράτη, ήδη με την παράθεση του αποσπάσματος από την «Πολιτεία», έχει διαφανεί η
θέση του πάνω στην έννοια που μας απασχολεί. Πιο συγκεκριμένα, ο Πλάτωνας( και
κατ΄επέκταση και ο Σωκράτης) ανατρέποντας την παραδοσιακή αντίληψη ότι ο «δαίμων»
διαλέγει τους ανθρώπους, δίνει μεγάλη έμφαση στην ελευθερία(άρα και την ευθύνη) που
έχουν οι άνθρωποι για την επιλογή του τρόπου ζωής τους. Αυτή η μεγάλη ευθύνη που
επωμίζονται, τους καθιστά και απολύτως υπεύθυνους και υπόλογους για τις πράξεις τους.
Αν μάλιστα το δίκαιο δεν αποδοθεί στον Επάνω κόσμο, τότε θα αποδοθεί μετά το θάνατο
του ατόμου. Αυτές οι αντιλήψεις του Πλάτωνα αντανακλώνται στο τελευταίο μέρος της
«Πολιτείας» του, στο «μύθο του Ηρός». Στο έργο του Τιμαίος(86b), ωστόσο, αναφέρει το
‘εκούσιον’ και το ‘ακούσιον’ των ανθρώπινων πράξεων επισημαίνοντας ότι «κανένας δε
γίνεται κακός με τη θέλησή του». Επιπλέον, ο Σωκράτης αποκάλεσε ‘ελεύθερο’ τον
«πράττοντα κατά λόγον».3
3
Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα,Δ5
2
Με το ζήτημα της βούλησης ασχολήθηκε πιο διεξοδικά ο Αριστοτέλης, στο πλαίσιο
κυρίως του πρακτικού του συλλογισμού. Απαραίτητη προϋπόθεση, λέει ο Αριστοτέλης, για
να πράξει κανείς ό,τι υπαγορεύουν οι προκείμενες προτάσεις ενός πρακτικού συλλογισμού
είναι η επιθυμία του, η βούλησή του, η θέλησή του να το επιτελέσει. Διαφορετικά, αν δεν
υφίσταται η επιθυμία του ανθρώπου που καλείται να πράξει κάτι, το συμπέρασμα στον
πρακτικό συλλογισμό δεν ακολουθεί από τις προκείμενες προτάσεις του συλλογισμού. 4
Ωστόσο, πιο εναργής καθίσταται η άποψή του για την ελευθερία της βούλησης στον ορισμό
του για την «αρετή»: «Ἒστιν ἡ ἀρετή ἓξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ προς ἡμᾶς,
ὡρισμένῃ λόγῳ και ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν». 5 Η αρετή, λοιπόν, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη, είναι «προαιρετική», γεγονός που σημαίνει ότι είναι ζήτημα της ελεύθερης
βούλησης του ανθρώπου(«προς ἡμᾶς») , της ελευθερίας του να διαμορφώνει απόψεις και
να εκτελεί τις αποφάσεις του με γνώμονα την προσωπική του θέληση και τις δικές του
επιλογές, απαλλαγμένος από κάθε είδους καταναγκασμό. Ωστόσο, η αρετή δεν αφήνεται
ανυπεράσπιστη στο υποκειμενικό της πλαίσιο. Σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της παίζει η
λογική(λόγῳ). Η λογική του φρόνιμου ανθρώπου είναι το πλαίσιο, επομένως, μέσα στο
οποίο μπορεί να υφίσταται η ελευθερία της βούλησης. Επιπλέον, ο Αριστοτέλης στα
«Πολιτικά» του παρατηρεί ότι οι νομοθέτες έχουν λάβει υπόψη τους την ελευθερία της
βούλησης και στην επιβολή των ποινών. Ωστόσο, καθώς, όπως επισημάνθηκε στην αρχή, οι
τρεις μεγάλοι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν είχαν μία αποκρυσταλλωμένη άποψη περί της
ελευθερίας της βουλήσεως, ο Αριστοτέλης, αναφέρει στα «Ηθικά-Νικομάχεια» (Χ10) και το
εξής: «Όσο για τη φυσική διάθεση, είναι χάρη σε μία θεία επίδραση που συναντιέται σε
μερικούς ανθρώπους που, στ’, αλήθεια, έχουν μπορούμε να πούμε μία καλή τύχη». Επίσης,
ίδιο έργο του(J 10) αναφέρει: «Για να είναι ο πιο ενάρετος των ανθρώπων, δεν αρκεί να το
θέλουμε, αν η φύση μας δεν μας βοηθεί· αλλά ,μολαταύτα, θα είναι καλύτερος μετά από
την ευγενή αυτή θέληση».
Επικούριοι
Όσον αφορά στον Επίκουρο, στο βιβλίο του που μέρος του διασώθηκε στον πάπυρο
Herculanum, πραγματεύεται τις αιτίες της ανθρώπινης πράξης, χωρίς να διατυπώνει
κανένα τυπικό επιχείρημα για να υποστηρίξει την ελευθερία της βούλησης, την οποία
μάλλον δέχεται ως δεδομένη. Δεν συμβαίνει, όμως το ίδιο και με τους στωϊκούς
φιλοσόφους.
Στωϊκοί
4
Θ.Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004
5
Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια(Β6, 14-16)
3
παρεμβαίνουμε στην πλοκή. Όταν, λοιπόν, ερχόμαστε στον κόσμο, η υπόθεση του έργου
έχει γραφτεί και δεν αλλάζει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποδώσουμε όσο
γίνεται καλύτερα το ρόλο που μας έχει δοθεί, ακόμη κι αν αυτός είναι εξαιρετικά
δυσάρεστος. 6 Την αιτιοκρατική αντίληψη των Στωικών φιλοσόφων για τον κόσμο εκφράζει
η έννοια της «ειμαρμένης», της μοίρας. Αυτή ορίζει, εκ των προτέρων, όλες τις
δυνατότητες υπό τις οποίες ενδέχεται να εκδηλωθεί ένα γεγονός. 7Αυτή ορίζει εκ των
προτέρων όλες τις δυνατότητες υπό τις οποίες ενδέχεται να εκδηλωθεί ένα γεγονός. Είναι,
επομένως, γνωστό το αποτέλεσμα της επιλογής μιας από τις πολλαπλές δυνατότητες που
έχει το άτομο. Ωστόσο, αποτελεί ατομική ευθύνη του καθενός η επιλογή μιας από όλες
αυτές τις δυνατότητες που του παρέχονται. Γι΄ αυτό και ο Επίκτητος, όπως και οι άλλοι
απολογητές της στωϊκής φιλοσοφίας, εισηγούνται στους ανθρώπους να γίνουν κυρίαρχοι
των συναισθημάτων και των παθών τους και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για τη σωστή
αξιοποίηση των προκαθορισμένων από τη μοίρα δυνατοτήτων. Το μόνο, λοιπόν, που
μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, σύμφωνα με τους στωϊκούς είναι να δεχτεί αδιαμαρτύρητα,
να συμφιλιωθεί με τη μοίρα του, με την αναγκαιότητα που διέπει τον κόσμο και στην οποία
όλοι έχουμε συμμετοχή.
Ντέϊβιντ Χιουμ
Η άποψη των Στωϊκών σχετικά με τη συνύπαρξη της αιτιοκρατίας και της ελευθερίας της
βούλησης παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με εκείνη του Χιουμ, ο οποίος είναι από
τους φιλοσόφους που ασχολήθηκαν εκτενώς με το ζήτημα. Την άποψή του την εκθέτει
ανοιχτά στο «Δοκίμιο» ,του, «πάνω στην ελευθερία και την αναγκαιότητα» όπου αναφέρει:
«Ο τελευταίος αυτουργός των βουλήσεών μας είναι ο δημιουργός του κόσμου που πρώτος
έδωσε την κίνηση σε αυτή την απέραντη μηχανή και έβαλε όλες τις υπάρξεις σε τούτη την
ιδιαίτερη θέση από την οποία κάθε επόμενο γεγονός όφειλε να προκύψει από μία
αναπόφευκτη αναγκαιότητα».8 Ο Χιουμ ,γενικά, υποστηρίζει πως, όταν μία πράξη είναι
ελεύθερη, δεν εννοούμε ότι είναι αναίτια. Αντίθετα, οι άνθρωποι στην καθημερινή τους
επικοινωνία χαρακτηρίζοντας μία πράξη ελεύθερη , εννοούν ότι η αιτία αυτής της πράξης
βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να γίνει διάκριση ανάμεσα στις
πράξεις τις καταναγκαστικές, οι οποίες προκαλούνται από αιτίες που δεν υπόκεινται στον
έλεγχό μας, και στις πράξεις τις ελεύθερες, οι οποίες προκαλούνται από αιτίες που
υπόκεινται στον έλεγχό μας και είναι, παράλληλα, συμβιβάσιμες με την έννοια της
αιτιοκρατίας. Η αιτία της ελευθερίας, σύμφωνα με τη θεωρία του Χιουμ, βρίσκεται μέσα
στο πρόσωπο που πράττει, υπόκειται στη δικαιοδοσία του.9
Ντεκάρτ
6
Θ. Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και αμφισβήτηση, έβδομη έκδοση, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2009,
σελ.337-8
7
Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004,σελ.127
8
Αρθουρ Σοπενχάουερ, «Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως», μτφ Χ.Βασιλειάδη, επιμέλεια
Α.Αραβανίτου, εκδόσεις «Αναγνωστίδη», Αθήνα, σελ 110
9
Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004
Inquiry concerning the Principles of Morals, εκδόσεις «Black and Tait (Endiburg 1826), τόμος IV
4
Αν για τους Στωϊκούς και για τον Χιουμ η ελευθερία του ανθρώπου να πράττει υπόκειται
στους νόμους της αιτιοκρατίας, για το μεγάλο Γάλλο φιλόσοφο, Καρτέσιο, η ελευθερία της
βούλησης είναι μία καθαρά ανθρώπινη λειτουργία. Ο Descartes ασχολήθηκε εκτενώς με το
ζήτημα της ελευθερίας της βουλήσεως. Όπως ο Σωκράτης, κατά τον Ξενοφώντα, «σοφίαν
και σωφροσύνην οὐ διώριζε,…ἒφη δε και την δικαιοσύνην και την ἄλλην πᾶσαν ἀρετήν
σοφία εἶναι» (Απομνημονεύματα, Ξενοφώντος, ΔIX), έτσι και ο Καρτέσιος δεν διαχωρίζει το
«κρίνειν» από το «πράττειν», τη λειτουργία της νόησης από την ενέργεια της βούλησης.
Kαθώς ο ίδιος γράφει στην τέταρτη μεταφυσική του Meditation, όπου εκθέτει την
περίφημη εξήγησή του για τη γένεση και την προέλευση της πλάνης, όταν ο νους
συλλαμβάνει κάτι με μεγάλη σαφήνεια, η βούληση αισθάνεται αμέσως μια έντονη κλίση
προς αυτό. Σε αυτήν, άλλωστε, τη δύναμη του ανθρώπου, να φέρεται με την επιδοκιμασία
και την έφεση προς εκείνο που ο νους το παρουσιάζει σαν αγαθό και αληθινό, και να
αποδοκιμάζει και να αποστρέφεται το αντίθετο, χωρίς κατά την εκλογή του να αισθάνεται
ότι αναγκάζεται από μιαν εξωτερική δύναμη, έγκειται, κατά τον Descartes, η ελευθερία του
και όχι στη δήθεν ικανότητα του να στέκεται αδιάφορος απέναντι σε δύο αντίθετα
πράγματα και να μπορεί να διαλέξει είτε το ένα είτε το άλλο (liberum arbitrium
indifferentiae). Αυτή η «αδιαφορία», γράφει, είναι ο κατώτερος βαθμός της ελευθερίας και
φανερώνει μίαν ατέλεια στη γνώση παρά μια τελειότητα στη βούληση. Το συμπέρασμα που
προκύπτει είναι ότι «όσο τελειοποιούμε τη διάνοιά μας και την ασκούμε να σχηματίζει
ιδέες σαφείς και ευδιάκριτες (claires et distinctes), τόσο ασφαλέστερα κατευθύνουμε τη
βούλησή μας προς την επιδίωξη του αγαθού και την αποφυγή του κακού και, επομένως,
τόσο πιο ελεύθεροι γινόμαστε.».
Συνεπώς, ο Ντεκάρτ , για να θεμελιώσει το ρασιοναλισμό του, τη διδασκαλία του για την
παντοδυναμία και το αλάθητο του λογικού, υποστήριξε την άποψη ότι η βούληση είναι
απόλυτα ελεύθερη, δεν δεσμεύεται από αιτιοκρατικές σχέσεις, είναι ανεξάρτητη από
οποιαδήποτε αιτία και κίνητρο, ακόμη και από το λογικό. Έργο της βούλησης είναι, λοιπόν,
η κατάφαση ή άρνηση, η επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των πορισμάτων στα οποία
καταλήγει η νόηση. Αντίθετα με το λόγο, λοιπόν, που δεσμεύεται από τις αυστηρές αρχές
της νόησης, η βούληση είναι απεριόριστη 10.Σε αυτό, άλλωστε οφείλεται και η ασυμφωνία
που εκδηλώνεται μεταξύ της βούλησης και της νόησης στην περίπτωση του φαινομένου της
πλάνης, που προαναφέρθηκε και πιο συγκεκριμένα στην κακή χρήση της απεριόριστης
ελευθερίας που διαθέτουμε.
Μάλιστα, ο Ντεκάρτ παραλλήλισε την ευρύτητα της βούλησης του κάθε ανθρώπου προς
την απεραντοσύνη της βούλησης του θεού, για να μπορέσει να υποστηρίξει ότι , χάρη στην
ύπαρξη της βούλησης- και όχι του λόγου ή της νόησης, μέσα του μπορεί να γνωρίζει ότι
είναι πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θεού.11
Ιμάνουελ Καντ
Ένας άλλος φιλόσοφος που προσέγγισε την έννοια της ελευθερίας της βουλήσεως από
μία παρόμοια σκοπιά είναι και ο Ιμάνουελ Καντ. Με τη διδασκαλία του περί του πρακτικού
10
Ε.Π. Παπανούτσου,Ηθική, Τόμος II, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιαννινα, 1995, σελ.114-116
βλέπε και: R.Descartes, Discours de la methode, suivi des Meditation metaphysics
11
Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004, σελ. 128
5
λόγου, πάνω στον οποίο βασίζεται η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου, μας εισάγει στη
δική του αντίληψη πάνω στην ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου. Εν ονόματι αυτής
της ηθικής, άλλωστε, σύμφωνα με τον Καντ, μπορεί να δικαιολογηθεί η αναγκαιότητα των
ιδεών της ελευθερίας της βούλησης του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής του και του
θεού.12
Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, θα ήταν σκόπιμο να γίνει μία σύντομη αναφορά στη θεωρία
του J.J. Rousseau, του φιλοσόφου που ο Καντ θαύμαζε, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον
φιλόσοφο και ο οποίος επηρέασε βαθύτατα το έργο του Γερμανού φιλοσόφου. Λέει,
λοιπόν, στο έργο του «Emile oú de l’ education» ο Rousseau: « Η αρχή κάθε πράξης είναι
μέσα στη θέληση ενός ελεύθερου όντος· δε θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε πιο πέρα. Δεν
είναι η λέξη ελευθερίας που δε σημαίνει τίποτα, αλλά η λέξη της αναγκαιότητας. Να
υποθέτουμε κάποια πράξη, κάποιο αποτέλεσμα που δεν παράγεται από κάποια ενεργητική
αρχή, ισοδυναμεί πραγματικά με το να υποθέτουμε αποτελέσματα χωρίς αιτία, δηλαδή να
πέφτουμε σε φαύλο κύκλο. Ή δεν υπάρχει καθόλου παρόρμηση, ή κάθε πρώτη παρόρμηση
δεν έχει καμία προγενέστερη· δεν υπάρχει αληθινή βούληση χωρίς ελευθερία.»13.
Άρα, καταλήγει ο Καντ δε μένει τίποτε άλλο , παρά η «γενική νομοτέλεια των πράξεων»,
το δίχως όρους πρόσταγμα ενός a priori νόμου που το παράγγελμά του θα το «αισθάνεται
από κάθε άποψη αναγκαίο» 15. Δικαιολογημένα σε αυτό το σημείο, όμως, εγείρεται το
ερώτημα: « Πώς μπορεί όμως κανείς να θεωρείται πραγματικά ελεύθερος, όταν εσωτερικά
δεσμεύεται από έναν τόσο άτεγκτο νόμος;».16
Για να δώσει την απάντηση στο ερώτημα αυτό ο Καντ εξισώνει την έννοια της ελευθερίας
της βουλήσεως με αυτήν της «αυτονομίας της βούλησης». Η ιδέα αυτή μας επιβάλλεται,
σύμφωνα με τον Καντ, από την ίδια την έννοια του κατηγορικού προσταγμού. «Η βούληση
είναι σε όλες της τις πράξεις νόμος για τον εαυτό της», πρόταση που εκφράζει την αρχή ότι
πρέπει να ενεργούμε μόνο σύμφωνα με τον κανόνα που μπορεί να έχει κύρος ως γενικός
12
Grundlegung zur Metaphysis der Sitten
13
J.J. Rousseau, Emile oú de l’ education, Paris-F.Didot, 1867
14
Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004, σελ. 128-9
15
Ε.Π. Παπανούτσου,Ηθική, Τόμος I, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1995, σελ. 214-215
Βλέπε και I.Kant, «Grundlegung zur Metaphysis der Sitten», σελ. 249
16
I.Kant, «Grundlegung zur Metaphysis der Sitten», σελ. 249
6
νόμος. Αλλά, αυτή ακριβώς είναι η formula του κατηγορικού προσταγμού17 και η αρχή της
ηθικότητας.
Ελεύθερη, λοιπόν, θεωρεί ο Καντ τη βούλησή μας, επειδή ελευθερία υπάρχει κατ’ ανάγκη
σε κάθε έλλογο ον. Και τούτο συμβαίνει, γιατί η έννοια του έλλογου όντος επιβάλλει να το
δεχτούμε προικισμένο με λόγο πρακτικό, δηλαδή με βούληση που έχει τη δική της
αιτιότητα απέναντι στα αντικείμενα και άρα ελευθερία. 18 Ή, ακριβώς, σύμφωνα με τη
διατύπωση του Καντ: « Κάθε ον που αλλιώτικα δεν μπορεί να ενεργεί παρά κάτω από την
ιδέα της ελευθερίας, είναι ακριβώς για τούτο από πρακτικήν άποψη πραγματικά ελεύθερο,
δηλαδή ισχύουν για αυτό (το ον) όλοι οι νόμοι που είναι αδιάσπαστα ενωμένοι με την
ελευθερία, σαν να είχε εξηγηθεί η θέληση του καθ’ εαυτήν και με τρόπο έγκυρο μέσα στη
θεωρητική φιλοσοφία ως ελεύθερη.».19
Ταυτίζοντας ο Καντ την ελευθερία της βούλησης με την αυτονομία της βούλησης, της
«βούλησης», δηλαδή, «που δρα βάσει νόμων, κανόνων ή αρχών που βάζει η ίδια στον
εαυτό της, που υπόκεινται στον έλεγχό της» 20 ,προσπαθεί να συγκεράσει την αιτιοκρατική
αντίληψη με την ελευθερία της βούλησης, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της
ηθικής συμπεριφοράς, κάτι που μας παραπέμπει στη θεωρία του Χιουμ. Η μορφή αυτής της
αιτιοκρατίας συγκροτεί ό,τι ο Γουίλιαμ Τζέιμς αποκάλεσε ήπια αιτιοκρατία, την οποία
αντιδιέστειλε προς την αυστηρή αιτιοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας αποκλείεται η ιδέα της
ελευθερίας και ο άνθρωπος θεωρείται πως είναι ό,τι είναι και πράττει ό,τι πράττει, όχι γιατί
έτσι αποφασίζει εκείνος, αλλά γιατί είναι αναγκασμένος από τους νόμους και τις συνθήκες
που υφίστανται ανεξάρτητα από αυτόν, να είναι εκείνος που είναι και να πράττει ό,τι
πράττει.21 Επιπλέον, σε ό,τι αφορά στην ανθρώπινη λειτουργία της βούλησης, είναι φανερή
η σύγκλιση των απόψεων του με Καντ με τον Ντεκάρτ.
Άρθουρ Σοπενάουερ
Τη διδασκαλία του Καντ, με την οποία ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος συνδέει την
ελευθερία με την αιτιότητα, ενστερνίζεται, σε ένα πολύ διαφορετικό, ωστόσο, πλαίσιο και
ένας άλλος σημαντικότατος Γερμανός φιλόσοφος, ο Arthur Schopenhauer . Ο ίδιος γράφει
στο έργο του «Κριτική της Ελευθερίας της βουλήσεως»: «Η διδασκαλία αυτή του Καντ για
τη συνύπαρξη της ελευθερίας και της αναγκαιότητας μου φαίνεται πως είναι ό,τι το
ανθρώπινο πνεύμα παρήγαγε επιβλητικότερο και βαθύτερο». 22
17
I.Kant, «Grundlegung zur Metaphysis der Sitten», σελ. 294-5
Βλέπε και “Kritik der Praktisen Vernuft” (1788)
18
I.Kant, «Grundlegung zur Metaphysis der Sitten», σελ. 296
19
Ε.Π. Παπανούτσου,Ηθική, Τόμος I, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1995, σελ.245-249
20
Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004, σελ. 128
21
Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004, σελ. 128
22
Α. Σοπενάουερ, Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως, μτφ Χ. Βασιλειάδη, εκδόσεις
«Αναγνωστίδη», Αθήνα, σελ. 159
7
Στο ίδιο έργο , όπως άλλωστε μαρτυρά και ο τίτλος του, ο Σοπενάουερ αναλύει τη δική
του θεωρία για την έννοια της ελευθερίας της βούλησης. «Εκεί που υπάρχει το σφάλμα»,
λέει ο φιλόσοφος, υπάρχει επίσης και η ευθύνη, επειδή το αίσθημα της ευθύνης αυτής
είναι το μοναδικό δεδομένο που μας κάνει να συμπεραίνουμε την ύπαρξη της ηθικής
ελευθερίας, η ίδια η ελευθερία εδρεύει, εκεί που εδρεύει και η ευθύνη, δηλαδή στο
χαρακτήρα του ανθρώπου.».23 Το γεγονός ότι δίνεται ο χαρακτήρας στον άνθρωπο, ένας
χαρακτήρας ριζωμένος και αναλλοίωτος, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ελευθερία δε
θα μπορούσε να βρεθεί στις ατομικές πράξεις που καθορίζονται σύμφωνα με έναν αυστηρό
ντετερμινισμό.
Όσον αφορά σε αυτήν τη βούληση, την «καθεαυτήν βούληση», πρόκειται για μία κοσμική
δύναμη, σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ. Στο έργο του «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν
παράσταση», ο φιλόσοφος μιλά για μία βούληση που όχι μόνο είναι απόλυτα ελεύθερη,
αλλά είναι αυτή που στοιχειοθετεί την ουσία του ανθρώπου και αποτελεί την πηγή του
λόγου και των αισθήσεών του. Αυτή η δύναμη ξεπερνά τα όρια του σύμπαντος και
διαπερνά όλα τα όντα του κόσμου είτε έμβια είτε ανόργανα- «Πρόκειται για μία ορμή
τυφλή- υπό την έννοια ότι δε δρα βάσει κάποιου σχεδίου – απεριόριστη και ακατάπαυστη».
Η βούληση αυτή, όσον αφορά στον άνθρωπο, είναι βούληση για ζωή και έρχεται σε
αντίθεση με την ατομική του βούληση από την οποία μπορεί να απαλλαγεί μόνο με το
θάνατο.26
Πάντως το συμπέρασμα που διατυπώνει ο ίδιος ο φιλόσοφος στο έργο του «Κριτική της
ελευθερίας της βουλήσεως» είναι το εξής: «Ο άνθρωπος δεν κάμνει πάντα παρά ό,τι θέλει
και μολαταύτα ενεργεί κατ’ ανάγκη. Ο λόγος είναι πως είναι ήδη ό,τι θέλει, γιατί από το ό,
τι είναι, προκύπτει αναγκαία καθετί που κάνει».27
23
Α. Σοπενάουερ, Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως, σελ. 144
24
Α. Σοπενχάουερ, Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως, σελ. 144
25
Α. Σοπενάουερ, Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση
26
Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004, σελ. 128-9
27
Α. Σοπενάουερ, Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως, σελ. 149
8
Φρίντριχ Νίτσε
Μια τέτοια «κοσμική» διάσταση στη βούληση δίνει και ένας άλλος μεγάλος Γερμανός
φιλόσοφος, ο Friedrich Nietzsche, διδασκαλία του οποίου η βούληση αποτελεί βασική
παράμετρο. Ο Νίτσε, ωστόσο, σπεύδει να εκφράσει την αντίθεσή του προς την οπτική του
Καντ με τρόπο ανατρεπτικό και μηδενιστικό και προσπαθεί να απομακρυνθεί εντελώς από
τη διδασκαλία του Σοπενχάουερ. Για τον ανατρεπτικό αυτό φιλόσοφο, καθετί που υπάρχει
είναι στην ουσία και στο σύνολό του βούληση, όχι για ζωή, όπως στον Σοπενχάουερ, αλλά
για δύναμη. «Η βούληση για το Νίτσε, δεν αποτελεί αρχή, αλλά κατάληξη, δεν είναι ο
πρώτος, αλλά ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας. Η βούληση για δύναμη δηλώνει την
αναδίπλωση των δυνάμεων που έχει κάποιο προσανατολισμό , αλλά όχι και σκοπό» 28
Σύμφωνα με το Νίτσε, αυτή η βούληση για δύναμη είναι τόσο ισχυρή που ωθεί κάθε
συγκεκριμένο σώμα να αγωνίζεται να κυριαρχήσει και να εξαπλώσει τη δύναμή του πάνω
σε ολόκληρο το σύμπαν. Μάλιστα η βούληση για δύναμη είναι αυτό, σύμφωνα με τη
διδασκαλία του Νίτσε, από το οποίο πηγάζουν τα ένστικτα και οι ορμές του ανθρώπου,
αλλά και των άλλων έμβιων όντων. Τα ένστικτα και οι ορμές δεν αποτελούν αυτόνομες
λειτουργίες, αλλά δείγματα, περιπτώσεις, εκφάνσεις της βούλησης. Με, λίγα λόγια,
δηλαδή, όλα τα φαινόμενα, οργανικά και ανόργανα, ψυχικά και υλικά, είναι προϊόντα της
βούλησης για δύναμη. Αυτή η βούληση για δύναμη είναι ο μόνος δρόμος, κατά το Νίτσε,
μέσω του οποίου ο άνθρωπος φτάνει στην ελευθερία. Αυτό συμβαίνει, γιατί η βούληση του
ανθρώπου για δύναμη, τον ωθεί να υπερέχει των άλλων, να ξεπερνά τους ισχυρότερους
του και, συνεπώς, τον καθιστά ικανό να πάψει να εξαρτάται από αυτούς. 29 Άλλωστε, ο
φιλόσοφος θεωρεί ότι η θέληση είναι η «συγκίνηση του να διατάζεις» και συνδέει την
ελευθερία της βούλησης με το συναίσθημα της ανωτερότητας που νιώθει κανείς απέναντι
σε έναν υποδεέστερο. Σκόπιμο θα ήταν να παρατεθούν εδώ τα ίδια τα λόγια του Νίτσε για
αυτήν την πολύπλοκη έννοια που έδωσε στην ελεύθερη βούληση: «Ελευθερία της
βούλησης, να ποιο είναι το όνομα γι΄αυτήν την πολύπλοκη κατάσταση ευχαρίστησης του
ανθρώπου που θέλει, που διατάζει, και που συγχρόνως συγχέεται με εκείνον που εκτελεί,
και που απολαμβάνει, έτσι, την ευχαρίστηση της υπερπήδησης των εμποδίων εκτιμώντας,
όμως, μέσα του ότι η θέληση ήταν εκείνη που νίκησε τις αντιστάσεις».(«Πέρα από το καλό
και το κακό», I, 19)30
Ο Νίτσε, ωστόσο, μίλησε και για την ηθική βούληση καθεαυτή στο έργο του. Σύμφωνα,
λοιπόν με τη διδασκαλία του, «η ηθική βούληση είναι θέληση αγωνιστική που εκφράζει
πρωτότυπα τα βάθη της προσωπικότητάς μας, τη θέση που υπεύθυνα παίρνει το εγώ μας
σαν αυτοδύναμο κέντρο πνευματικής ακτινοβολίας, απέναντι στον Κόσμο και τη Ζωή· είναι
το ένα θέλημα που έχει τη δύναμη, υπερνικώντας τις αντιστάσεις των ΄΄πραγμάτων΄΄ και
του ίδιου του ΄΄εαυτού΄΄ μας ως ψυχοφυσικής ενότητας, να επιβληθεί σε όλα τα άλλα
θελήματα και να συντάξει τον ΄΄μέσα΄΄ κόσμο δίνοντας περιεχόμενο, σκοπό, νόημα σε
ολόκληρη την ύπαρξή μας». Επομένως, κατά το Νίτσε, ο γνήσια ηθικός άνθρωπος θεωρεί
τις αξίες που θέτει με την προαίρεση και τις πράξεις του, όχι αποτιμήσεις αυθαίρετες,
28
Θ. Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 1997, σελ. 358
29
Θ. Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 1997, σελ. 359-360
30
Ζιλ Ντελέζ, Friedrich Nietzsche: Φιλοσοφικά αποσπάσματα», μτφ Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις
«Εξάντας-Νήματα», σελ. 74-76
9
συνυφασμένες με την ατομική του ιδιορρυθμία, αλλά νόμο με χαρακτήρα ΄΄απρόσωπο΄΄ και
΄΄υπερ-υποκειμενικό΄΄ κύρος. Όταν, μάλιστα, εκτελεί ηθικές επιταγές ο ηθικός άνθρωπος
έχει την αίσθηση, σύμφωνα με το Νίτσε, ότι με τη φωνή του χρέους του μιλά μια Αυθεντία,
μια Αρχή που έχει την εξουσία και υπερβαίνει το ανθρώπινο, το εφήμερο, το τυχαίο. 31
Ένας πολύ σημαντικός φιλόσοφος του εικοστού αιώνα που ασχολήθηκε με το ζήτημα της
ελευθερίας της βούλησης είναι, λοιπόν, ο Jean-Paul Sartre. O Sartre προβαίνει στη
διαπίστωση ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι υπέρβαση όλων των αξιών και
δημιουργική αιτία του pour-soi ως ανθρώπινης υπάρξεως, δηλαδή του απολύτως
συγκεκριμένου. Επειδή, όμως αυτό, αποτελεί αναγκαστική επιλογή του ανθρώπου,
ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μόνον εν ελευθερία. Η
ελευθερία προηγείται της ανθρώπινης ουσίας. Λέει χαρακτηριστικά ο Σαρτρ: «η ελευθερία
είναι ελευθερία του εκλέγειν, αλλά όχι του μη εκλέγειν. Μη εκλέγειν είναι ακριβώς το
εκλέγειν το μη εκλέγειν. Αυτό σημαίνει ότι η εκλογή είναι η βάση του εκλεγέντος, αλλά όχι
του εκλέγειν· εξ΄ου και το ανόητο της ελευθερίας»(“L’ Être et le Néant”).32
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο αυτό, η ερμηνεία της ελευθερίας θεμελιώνεται στο ανόητο
του πράγματος, καθώς είναι φανερό πως ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος, εκλέγοντας την
ελευθερία του, να απεργάζεται την άρνησή της, δηλαδή η ελεύθερη επιλογή καταλήγει
στην άρνηση της μη εκλογής. Δεν δύναται ο άνθρωπος να ενεργήσει διαφορετικά. Το μηδέν
μηδενίζει τα πάντα. Επομένως, η επιλογή της ελευθερίας συνιστά την τραγικότητα της
υπάρξεως, και η εκλογή αυτή είναι κίνηση εντελώς ασυνείδητη. Η ελευθερία , όπως γίνεται
προφανές σε αυτό το σημείο, καταλήγει στον εκμηδενισμό κάθε προσπάθειας δημιουργίας
του ανθρώπινου εγώ. Κατά τον Σαρτρ «είσαι ελεύθερος σημαίνει ότι είσαι καταδικασμένος
να είσαι ελεύθερος». Μάλιστα, επαναλαμβάνει αυτή τη φράση του σε όλα σχεδόν τα έργα
του, στοχεύοντας να καταστήσει τον άνθρωπο πλήρως υπεύθυνο για ό, τι γίνεται ή δεν
γίνεται στον κόσμο.
Στις σελίδες του έργου του «L’ Être et le Néant» κυριαρχεί η έννοια της ευθύνης, καθώς ο
ίδιος ομολογεί για τον εαυτό: «Είμαι υπεύθυνος για όλα ανεξαιρέτως εκτός για αυτήν την
ίδια την ευθύνη, κυρίως, διότι δεν είμαι εγώ υπεύθυνος και αίτιος για το είναι μου». Με
αυτή την πρόταση ο Σαρτρ εννοεί ακριβώς αυτήν την τραγικότητα της υπάρξεως, αφού
πάντοτε εκλέγουμε κατ΄ ανάγκη και καθιστάμεθα οι ίδιοι υπεύθυνοι για ό, τι συμβαίνει ή
θα συμβεί, δίχως να είμαστε υπεύθυνοι που κατέστημεν υπεύθυνοι. Συνεπώς, σύμφωνα με
31
Ε.Π. Παπανούτσου, Ηθική, Τόμος II, σελ. 633-4
32
Κωνσταντίνου Γ. Νιάρχου, «Εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία», Γ΄έκδοση, Αθήνα 2004, σελ.
302-3
10
τον Σαρτρ, οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι, αλλά τραγικά ελεύθεροι. Η τραγικότητα αυτής της
ελευθερίας έγκειται στο ότι: «ζεις ελεύθερος, άρα είσαι και υπεύθυνος χωρίς να το
ζητήσεις, δηλαδή είσαι υπεύθυνος διότι είσαι καταδικασμένος να είσαι υπεύθυνος ως
ελεύθερη ύπαρξη σε έναν κόσμο που αφετηρία και τέρμα έχει το μηδέν. Τούτου ένεκα η
ελευθερία σου είναι η πιο βαρειά τιμωρία σου, πραγματική καταδίκη.». 33
Συμπερασματικά
Το συμπέρασμα που μας έρχεται αυτόματα στο μυαλό επιχειρώντας μία τόσο
επιφανειακή προσέγγιση σε ένα τόσο ουσιαστικό και επιδεκτικό βαθειάς ανάλυσης
φιλοσοφικό ζήτημα, όσο είναι αυτό της ελευθερίας της βούλησης, θα ήταν, ίσως, ότι δεν
υπάρχει συμπέρασμα. Και αυτό φαίνεται να είναι εν μέρει αληθές, καθώς, αν ο άνθρωπος
μπορούσε να μάθει με βεβαιότητα αν είναι πραγματικά ελεύθερος ή έρμαιο ενός
αιτιοκρατικού συστήματος στο οποίο δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να παρέμβει, πολύ
απλά δεν θα ήταν άνθρωπος, θα ήταν ένα ανώτερο ον, ένα ον που γνωρίζει την αλήθεια και
δεν χρειάζεται να την αναζητά με φιλοσοφικές ή επιστημονικές ή θεολογικές ή με
οποιουδήποτε άλλου είδους προσεγγίσεις. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι τέτοιες
προσπάθειες θα πρέπει να σταματήσουν να επιχειρούνται, γεγονός που υπαγορεύεται,
επίσης, από τη φύση του ανθρώπου και συγκεκριμένα τη φύση του ως έλλογου όντως. Σε
αυτό το δεδομένο, αν μπορούμε να θεωρήσουμε κάτι πραγματικά ως δεδομένο, έγκειται
και ο ρόλος των φιλοσόφων και γενικότερα της φιλοσοφίας, δηλαδή στο γεγονός ότι ο
άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιεί τα εργαλεία του λόγου, της λογικής, για να επιλύσει τα
προβλήματα που τον απασχολούν.
33
Kωνσταντίνου Γ. Νιάρχου, «Εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία», Γ΄έκδοση, Αθήνα 2004, σελ.
302-3
11
τους κανόνες που διέπουν το σύμπαν και τα φυσικά φαινόμενα, γεγονός που με τη σειρά
του δημιούργησε τη βεβαιότητα ότι υπάρχει μία αναγκαιότητα στον κόσμο.
Ωστόσο, η αναγκαιότητα αυτή και η ύπαρξη νόμων που διέπουν το σύμπαν, συνεπάγεται
αναγκαστικά ότι οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι να βούλονται και να πράττουν. Όπως,
διαπιστώνουμε από τις θεωρίες των φιλοσόφων που παρατέθηκαν, υπάρχει σύνδεση
αιτιοκρατικής αντίληψης και ελευθερίας της βούλησης. Υπάρχουν φιλόσοφοι, όπως ο Καντ,
ο Γουίλιαμς, ο Χιουμ που στόχο είχαν ακριβώς αυτόν τον συγκερασμό αιτιοκρατίας και
ελευθερίας. Άλλοι πάλι φιλόσοφοι τάχθηκαν υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης. Ωστόσο,
ακόμη και στις δικές τους θεωρίες υπάρχουν συνεκτικά στοιχεία ανάμεσα στον
ντετερμινισμό και την ελευθερία. Ακόμη και οι στωϊκοί φιλόσοφοι που πίστευαν ακράδαντα
ότι όλα είναι προκαθορισμένα από τη μοίρα και πως ο άνθρωπος δεν μπορεί με κανέναν
τρόπο να παρέμβει σε αυτή, αφήνουν ένα μικρό περιθώριο ελέγχου, όσον αφορά στα πάθη
και τα συναισθήματα και κατά πόσον κατανικώντας τα ο άνθρωπος θα ζήσει καλύτερα τον,
κατά τα άλλα, δοσμένο από τη μοίρα βίο του.
Είναι, λοιπόν ο άνθρωπος ελεύθερος να σκέφτεται, να βούλεται και στη συνέχεια να κάνει
πράξη το αντικείμενο της σκέψης ή της βούλησής του καθορίζοντας ο ίδιος το βίο που θέλει
να ζήσει; Ίσως, τελικά το ζήτημα δεν είναι αν ο άνθρωπος υπόκειται σε αιτιοκρατικούς
κανόνες ή είναι ελεύθερος, αλλά κατά πόσον αυτά τα δύο είναι συμβιβάσιμα. Πώς είναι
δυνατόν ο άνθρωπος να είναι απόλυτα ελεύθερος, αφού και το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής
του δεν είναι αποτέλεσμα δικής του βούλησης; Από την άλλη πλευρά καθημερινά
αντιμετωπίζουμε προβλήματα και διλήμματα, τα οποία καλούμαστε μόνοι μας να
επιλύσουμε και μάλιστα είμαστε προικισμένοι με την ικανότητα της λογικής σκέψης που
μας βοηθά σε αυτόν τον καθημερινό αγώνα. Εξάλλου, ακόμη και το ίδιο το γεγονός ότι
έχουμε τη δυνατότητα να αναλογιζόμαστε αν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, δεν αποτελεί
ένδειξη ενός είδους πνευματικής ελευθερίας; Η κληρονομικές μας προδιαθέσεις, οι
εμπειρίες, οι γνώσεις, οι κοινωνικές συνθήκες κάνουν τις πράξεις μας προκαθορισμένες και
εξαρτώμενες, μάλλον, παρά ελεύθερες. Ωστόσο, νοείται ελευθερία χωρίς περιορισμούς;
Ιδού το ερώτημα.
12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
«Πολιτεία», Πλάτωνος
Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα
13