You are on page 1of 18

1

IΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

Οι αρχές της τραγωδίας


Οι αρχές της τραγωδίας καλύπτονται από ένα πέπλο μυστήριου για μας, καθώς δεν
ξέρουμε πώς ξεκίνησε. Υπάρχουν κάποιες πληροφορίες από αρχαίες πηγές που όμως είναι
λίγες και αποσπασματικές. Η πιο σημαντική πηγή είναι η Ποιητική του Αριστοτέλη, σύμφωνα
με την οποία η τραγωδία προέρχεται από το διθύραμβο που ήταν ένα χορικό άσμα. Από το
διθύραμβο προέκυψε η τραγωδία, όταν κάποιος διαχωρίστηκε από το χορό και άρχισε να
συνδιαλέγεται προήλθε από τους εξάρχοντες του διθύραμβου. Τι σημαίνει όμως αυτό δεν είναι
γνωστό. Άλλη πληροφορία που μας δίνει είναι ότι αρχικά η τραγωδία, η ποίηση ήταν σατυρική
και ορχηστρικοτέρα, ότι είχε δηλ. πιο ανάλαφρο, χορευτικό ρυθμό και είχε κάποια σχέση με
σατύρους. Το περιεχόμενο δεν ήταν σοβαρό όσο η μεταγενέστερη τραγωδία, αλλά
περισσότερο γελοίο. Γράφει εκ μικρών μύθων και λέξεως γελοίας.
Σιγά-σιγά αναπτύχθηκε, έγινε πιο σοβαρή, και απέκτησε τη μορφή που ξέρουμε. Η
μεταβολή συνεπάγεται μια αλλαγή στο μέτρο. Αρχικά το μέτρο της τραγωδίας ήταν ο
τροχαϊκός τετράμετρος που έγινε ιαμβικός τρίμετρος. Η πρώτη μορφή της τραγωδίας είχαν
μικρούς μύθους, λεξιλόγιο λιγότερο σοβαρό, το μέτρο ήταν διαφορετικό και είχε σχέση με
τους Σατύρους. Οι πληροφορίες όμως αυτές δεν είναι διαφωτιστικές. Υπάρχει και η βάσιμη
υποψία ότι όλα αυτά που γράφει ο Αριστοτέλης είναι απλώς μια δική του επινόηση, ένα σχήμα
που ο ίδιος παρουσιάζει χωρίς αυτό να έχει κάποια γείωση με πληροφορίες που είχε για την
αρχή της τραγωδίας ή με παλιότερες τραγωδίες που μπόρεσε να μελετήσει.
Η θεωρία αυτή βασίζεται αρχικά στο γεγονός ότι υπάρχουν αντιφάσεις και
πληροφορίες που δεν μπορούν να ενταχθούν εύκολα σε ένα συνεπές σχήμα. Δεύτερον, ο
Αριστοτέλης πουθενά δεν αναφέρει τις πηγές του. Σε άλλο σημείο της Ποιητικής γράφει ότι
δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για την αρχή της κωμωδίας και ίσως δεν ήξερε πολλά και για τις
αρχές της τραγωδίας.
Το τροχαϊκό μέτρο είναι πιο ανάλαφρο από τον ιαμβικό τρίμετρο, που ο Αριστοτέλης
λέει ότι προσιδιάζει στην καθημερινή ομιλία, και γι’ αυτό ήταν ακατάλληλο για τα διαλογικά
μέρη της τραγωδίας.
Το γεγονός ότι ο διθύραμβος ήταν χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου, έχει
αμφισβητηθεί βάσιμα από πολλούς μελετητές, ότι υπήρχε μια αποκλειστική και στενή σχέση
του διθυράμβου με το Διόνυσο. Αν η σχέση αυτή όντως δεν ήταν αποκλειστική, αμέσως θέτει
υπό αμφισβήτηση και τη σχέση της τραγωδίας με το Διόνυσο και τις διονυσιακές τελετές. Οι
διθύραμβοι που μας έχουν σωθεί προέρχονται από τον 5ο αι., είναι λίγοι και ανήκουν στον
Πίνδαρο και στο Βακχυλίδη, τους δυο μεγάλους χορικούς ποιητές του 5ου αι. Ολόκληροι έχουν
σωθεί ελάχιστοι (του Βακχυλίδη) και οι άλλοι αποσπασματικά. Υπάρχει λοιπόν ένα μικρό
τμήμα από την παραγωγή του διθυράμβου. Παρόλα αυτά τα υπάρχοντα μαζί με πληροφορίες
από δευτερεύουσες πηγές, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο διθύραμβος ήταν άσμα που
παριστανόταν στα πλαίσια γιορτών προς τιμήν διαφόρων θεών, όχι αποκλειστικά του
Διονύσου, αλλά και προς τιμήν του Απόλλωνα ή της Αθηνάς.
Τα θέματα του διθυράμβου δεν έχουν σχέση με το Διόνυσο, αλλά είναι αποκλειστικά
σχεδόν θέματα επικά. Φαίνεται λοιπόν ότι ο διθύραμβος ήταν άσμα χορικό, αφηγηματικό,
που αντλούσε τα θέματά του από την επική παράδοση. Η λανθασμένη άποψη αυτή προήλθε
ότι στα Μεγάλα Διονύσια, στην Αθήνα, παριστάνονταν εκτός από δράματα και παραστάσεις
διθυράμβου. Οπότε στην Αθήνα, για την οποία έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες και ήταν η
μητέρα της τραγωδίας τουλάχιστον και όπου οι κλασικοί τραγικοί ποιητές έδρασαν, οι
διθύραμβοι αποτελούσαν μέρος των γιορτών προς τιμήν του Διονύσου. Ο Διόνυσος τιμόταν
στην Αθήνα με δραματικές παραστάσεις και με παραστάσεις διθυράμβου. Ο Διόνυσος ήταν
θεός του κρασιού και της έκστασης.
Η πρώτη αναφορά στη σχέση διθυράμβου και Διονύσου είναι πολύ παλιότερη και
προέρχεται από τον 7ο αι. και είναι σε ένα ποίημα του Αρχίλοχου, όπου λέγεται ότι μπορεί να
τραγουδήσει το ωραίο τραγούδι του θεού Διόνυσου, το διθύραμβο, όταν μεθύσει. Το ποίημα
είναι αποσπασματικό και δεν ξέρουμε τα συμφραζόμενά του. Από δω προκύπτει ότι ο
2
διθύραμβος θα τραγουδηθεί προς τιμήν του Διόνυσου, αλλά δεν ήταν και το αποκλειστικό
άσμα για αυτόν.
Επακόλουθα και η σχέση της τραγωδίας με το Διόνυσο δεν είναι τόσο στενή, όσο
πιστεύεται. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο διθύραμβος παριστανόταν από χορό σατύρων. Η
αριστοτελική αναφορά στους σατύρους μπορεί να προήλθε από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης,
που δεν είχε πηγές παλιότερες, και μελετώντας τα δράματα που είχε στη διάθεσή του, του 5ου
και 4ου αι., έφθασε στο συμπέρασμα ότι η τραγωδία πρέπει να έχει κάποια σχέση με το
διθύραμβο, επειδή διθύραμβοι παριστάνονταν στα Μεγάλα Διονύσια, αλλά πρέπει να έχει
σχέση και με το σατυρικό δράμα, γιατί στα πλαίσια των μεγάλων Διονυσίων ο κάθε τραγικός
παρουσίαζε τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Συσχετίζοντας ο Αριστοτέλης αυτά τα
είδη που παριστάνονταν, θεώρησε ότι αρχικά διάφορα στοιχεία συνυπήρχαν και μετά
διαχωρίστηκαν. Δηλαδή η πρωτοτραγωδία είχε σατυρικά στοιχεία που αργότερα
διαχωρίστηκαν και τα παρέλαβε το σατυρικό δράμα.
Για τη γένεση της τραγωδίας δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη θεωρία που να την εξηγεί.
Στην πρώιμη τραγωδία ο χορός είχε μεγαλύτερο ρόλο απ’ ότι στη μεταγενέστερη. Αυτό το
βλέπουμε διότι η έκταση των χορικών μειώνεται με το πέρασμα των χρόνων. Στον Αισχύλο τα
χορικά είναι μεγαλύτερα και πιο περίπλοκα. Στο Σοφοκλή μειώνονται δραστικά, στον
Ευριπίδη ακόμα περισσότερο και τελικά στην τραγωδία του 4ου αι. τα χορικά μετατρέπονται
σε εμβόλιμα άσματα άσχετα με την υπόθεση του έργου. Η πορεία αυτή του χορού δείχνει ότι
αρχικά ο ρόλος του θα ήταν μεγαλύτερος και πιο σημαντικός απ’ ότι είναι στον Αισχύλο. Ο
ίδιος ο Αριστοτέλης μας λέει ότι ο Αισχύλος μείωσε το ρόλο του χορού και εισήγαγε το 2 ο
υποκριτή, ενώ τον 3ο ο Σοφοκλής.
Η Ορέστεια είναι η μόνη τριλογία, που παραστάθηκε στα 458 λίγο πριν το θάνατο του
Αισχύλου το 456, με θέμα κοινό και στα τρία δράματα. Εκεί υπάρχουν ήδη τρεις υποκριτές.
Επομένως, αυτό που λέει ο Αριστοτέλης δεν είναι ακριβές. Βέβαια, ο Σοφοκλής κατά πάσα
πιθανότητα άρχισε να εμφανίζεται στη σκηνή από το 468, οπότε μπορεί να εισήγαγε τον 3ο
υποκριτή και να τον πήρε ο Αισχύλος.
Στην εξέλιξη του διθυράμβου το πιο πιθανό είναι η εμφάνιση κάποιου που διαλέγεται
με το χορό. Ποιος όμως ήταν αυτός, σε ποιο πλαίσιο έγινε, ποια η σχέση με το διθύραμβο και
με τους εξάρχοντες του διθυράμβου, όλα αυτά παραμένουν πολύ σκοτεινά.
Η σχέση της τραγωδίας με το Διόνυσο και τη λατρεία του είναι ένα μεγάλο και
πολυσυζητημένο θέμα. Και αυτό γιατί δεν υπάρχουν ενδείξεις στα κείμενα που σώθηκαν.
Διονυσιακά θέματα είχαν λίγες τραγωδίες και η μόνη που σώθηκε είναι οι Βάκχες του
Ευριπίδη, που παρουσιάστηκε στην Αθήνα μετά το θάνατό του και πραγματεύεται την
εισαγωγή της διονυσιακής λατρείας στη Θήβα και την ήττα του βασιλιά της Θήβας Πενθέα
που αντιστέκεται στην λατρεία αυτή. Φαίνεται ότι ο Αισχύλος είχε συνθέσει άλλη μια τριλογία
με παρόμοιο θέμα, για την εισαγωγή της λατρείας του θεού στη Θράκη και στην κατατρόπωση
του βασιλιά Λυκούργου.
Έχουν προταθεί άλλου είδους σχέσεις, όπως η χρήση της μάσκας. Η χρήση αυτή
θεωρήθηκε διονυσιακό στοιχείο αλλά δεν είναι γιατί η μάσκα χρησιμοποιούνται και στη
λατρεία άλλων θεοτήτων. Εξάλλου, η έκσταση στις διονυσιακές τελετές τη νύχτα με το χορό
και τις φωτιές, απεκδύονταν τον εαυτό τους και αποκτούσαν μια άλλη ταυτότητα. Γίνονταν
μέλη του θιάσου του θεού. Η έκσταση όμως αυτή δεν έχει σχέση με την τραγωδία. Ο
υποκριτής δεν απεκδύεται τον εαυτό του και γίνεται Ορέστης ή Ιφιγένεια, αλλά μόνο
θιασώτης του θεού.
Η μη αποκλειστική σχέση της τραγωδίας με το Διόνυσο φαίνεται και από το ότι
θεατρικές παραστάσεις γινόταν και στα πλαίσια γιορτών προς τιμήν άλλων θεών, όπως στο
Δίο προς τιμήν του Δία.

Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί


Έδρασαν στον 5ο αι. Ο Αισχύλος είχε γεννηθεί τον 6ο αι, το 525 και πιθανόν τα πρώτα
του έργα να τα συνέθεσε στα τέλη του 6ου αι. Το πρωιμότερο έργο του είναι οι Πέρσες το 472
και ασχολούνται με την ανακοίνωση της καταστροφής του περσικού στόλου στη Σαλαμίνα
3
στην Περσία. Την εποχή αυτή ο Αισχύλος ήταν πάνω από 50 ετών και ήδη είχε παρουσιάσει
άλλα έργα. Έτσι το πρωιμότερο τραγικό έργο που μας σώθηκε δεν ανήκει στην κρίσιμη φάση
της τραγικής παραγωγής.
Από τον Αισχύλο και το Σοφοκλή έχουν σωθεί από τον καθένα μόνο 7 τραγωδίες, και
μάλιστα από τον Αισχύλο μας έχουν σωθεί έξι, γιατί ο Προμηθεύς Δεσμώτης αμφισβητείται. Ο
αριθμός αυτός είναι μικρός, δεδομένου ότι ο καθένας τους είχε συνθέσει τουλάχιστον 100
έργα ο καθένας. Όλα τα σωζόμενα ασχολούνται με μυθολογικά θέματα, εκτός από τους
Πέρσες.
Από τον Ευριπίδη έχουν σωθεί περισσότερα έργα, 17 τραγωδίες και ένα σατυρικό
δράμα, τον Κύκλωπα, που είναι το μόνο σατυρικό δράμα που σώζεται ολόκληρο. Εξάλλου, μια
επιπλέον τραγωδία του αμφισβητείται, Ρήσσος. Ο Ευριπίδης όσο ζούσε δεν ήταν ιδιαίτερα
δημοφιλής. Είχε πολύ λιγότερες επιτυχίες από τον Αισχύλο και το Σοφοκλή. Ο Σοφοκλή δεν
είχε πάρει ποτέ την τρίτη θέση. Ο Ευριπίδης κέρδισε μόνο 4 πρώτες νίκες εκ των οποίων μία
με τις Βάκχες μετά το θάνατό του. Γεννήθηκε το 480 και πέθανε το 406 ή 405 στη Μακεδονία,
στην αυλή του Αρχέλαου, όπου είχε πάει τα τελευταία τρία έτη του. Μετά το θάνατό του η
φήμη του απλώθηκε πάρα πολύ και επηρέασε τη μεταγενέστερη παραγωγή και τη Νέα
κωμωδία, και την τραγική παραγωγή των Ρωμαίων. Ίσως δεν είναι αποκλειστικά θέμα τύχης,
ότι σώθηκαν παρά πάνω έργα του από τους άλλους δυο.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

Δεν είναι γνωστό πότε παραστάθηκε. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν για λίγο
πριν την τελευταία δεκαετία του 5ου αι. ίσως το 413 ή 415. Την εποχή αυτή ο Ευριπίδης ήταν
πάνω από 70 ετών. Το έργο μοιράζεται κοινά στοιχεία με άλλα έργα της ίδιας περιόδου αλλά
έχει και διαφορές. Πραγματεύεται την ιστορία της Ιφιγένειας, της κόρης του Αγαμέμνονα, που
θυσιάστηκε στην Αυλίδα, όπου είχε συγκεντρωθεί ο στόλος των Αχαιών, πριν την αναχώρηση
για την Τροία. Δεν μπορούσαν όμως να φύγουν επειδή, κατά μία εκδοχή, ο Αγαμέμνονας είχε
προσβάλει τη θεά Άρτεμη και εκείνη θύμωσε εμποδίζοντας τον απόπλου. Για να εξιλεωθεί
θυσιάστηκε ο Ιφιγένεια, η κόρη του, στο βωμό της θεάς. Άλλη εκδοχή είναι ότι δεν
θυσιάστηκε η ίδια η Ιφιγένεια στο βωμό, αλλά η θεά την αντικατέστησε με ένα ελάφι ή με ένα
είδωλο, σώθηκε και μεταφέρθηκε στη χώρα των Ταύρων, στη σημερινή Γεωργία. Εκεί
βρίσκεται όταν αρχίζει το έργο.
Η Ιφιγένεια δεν αναφέρεται στον Όμηρο, αλλά η Ιφιάνασσα, ούτε υπάρχει αναφορά σε
θυσία στην Αυλίδα. Η θυσία εμφανίζεται για πρώτη φορά στα Κύκλια έπη που αποτελούσαν
μέρος του επικού κύκλου και πραγματεύονταν την προϊστορία της Τρωικής εκστρατείας, αλλά
τα γεγονότα μετά την Ιλιάδα και την άλωση της Τροίας. Στα έπη αυτά αναφέρεται η
αντικατάσταση της Ιφιγένειας με ελάφι.
Επίσης, σε ένα έργο του Ησιόδου, τον Κατάλογο γυναικών, όπου πραγματευόταν
μύθους μυθικών ηρωίδων, αναφέρεται ότι οι Αχαιοί σκόπευαν να θυσιάσουν την κόρη του
Αγαμέμνονα που ονομάζεται εκεί Ιφιμέδη, αλλά η Άρτεμη την αντικατέστησε με ένα είδωλο
που θυσίασαν οι Αχαιοί. Η Ιφιμέδη μεταφέρθηκε στη χώρα των Ταύρων και έγινε αθάνατη ως
ακόλουθος της θεάς με το όνομα Άρτεμις Εινοδία.
Κατόπιν την ιστορία τη βρίσκουμε στο Στησίχορο, ένα μεγάλο χορικό ποιητή από την
Κάτω Ιταλία του 6ου αι. Στο ποίημά του Ορέστεια, λένε οι μεταγενέστερες πηγές, ότι
ακολούθησε την εκδοχή του Ησιόδου. Οι πηγές επίσης λένε ότι έγινε αθάνατη με το όνομα
Εκάτη. Ή ο Στησίχορος ακολούθησε μερικώς τον Ησίοδο και διαφοροποιήθηκε ως προς το
τέλος της ιστορίας ή είναι λάθος των μεταγενέστερων πηγών.
Η πλοκή που χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης δεν εμφανίζεται λοιπόν σε άλλη προγενέστερη
πηγή. Έτσι, ο ποιητής δεν λέει ότι η Ιφιγένεια έγινε αθάνατη, αλλά μόνο ιέρεια στον τοπικό
ναό της Άρτεμης. Οι Ταύροι πρόσφεραν ανθρωποθυσίες στη θεά. Η Ιφιγένεια ήταν λοιπόν
υπεύθυνη για την τέλεση των θυσιών. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Ταύροι προσφέρουν σε μια
Κόρη θυσίες ναυαγούς και Έλληνες που συλλαμβάνουν. Αυτή την Κόρη την ταυτίζουν με την
κόρη του Αγαμέμνονα, την Ιφιγένεια. Δεν υπάρχει απαραίτητα σχέση μεταξύ Ηροδότου και
4
Ευριπίδη. Ίσως ο Ευριπίδης να γνώριζε την εκδοχή αυτή αλλά πάντως στο έργο δεν την
ακολουθεί παρά μόνο στο θέμα της ανθρωποθυσίας που γίνεται στη χώρα των Ταύρων, αλλά
πώς γίνονται, γιατί γίνονται, προς τιμήν ποιας θεότητας, είναι διαφορετικά.
Ο Ευριπίδης παρουσιάζει μια Ιφιγένεια θνητή που υποφέρει στη χώρα των ταύρων,
καθώς είναι αναγκασμένη να προΐσταται αυτών των θυσιών που προκαλούν φρίκη. Δεν έχει
τρόπο να ξεφύγει ώσπου εμφανίζονται δύο νεαροί Έλληνες, που συλλαμβάνουν οι Ταύροι και
θα τους θυσιάσουν η θεά. Οι νέοι αυτοί είναι ο Ορέστης, ο αδελφός της, και ο Πυλάδης.
Πήγαν εκεί γιατί ο Ορέστης, αφού σκότωσε τη μητέρα του, για να εκδικηθεί το φόνο του
πατέρα του, έπεσε θύμα καταδίωξης από τις Ερινύες, θεότητες της εκδίκησης που καταδίωκαν
γενικά τους εγκληματίες και πιο συγκεκριμένα εναντίον και αυτών που διέπρατταν εγκλήματα
σε βάρος των μελών της ίδιας τους της οικογένειας ή που επιορκούσαν, εγκλήματα δηλ. που
ήταν εξαιρετικά ειδεχθή για τους αρχαίους.
Οι Ερινύες προξενούσαν κρίσεις μανίας στον Ορέστη, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια του
Απόλλωνα. Εκείνος του έδωσε το χρησμό να πάει στη χώρα των Ταύρων και φέρει το ξόανο
της θεάς Άρτεμης στην Ελλάδα. Ούτε ο Ορέστης ούτε κανείς άλλος Έλληνας γνωρίζει στο
δραματικό χρόνο του έργου ότι η Ιφιγένεια είχε σωθεί από την Αυλίδα και είχε μεταφερθεί στη
χώρα των Ταύρων. Η θεά Άρτεμη δεν είχε φανερώσει την αντικατάσταση στους Αχαιούς. Ο
Ορέστης πάει λοιπόν εκεί εν πλήρη αγνοία της διάσωσης και παρουσίας εκεί της Ιφιγένειας. Η
αναγνώριση των δύο αδελφών έρχεται πριν από τη θυσία. Είναι από τις πιο περίφημες
αναγνωρίσεις που επαινεί και ο Αριστοτέλης. Από κει και πέρα πρέπει να επινοήσουν ένα
σχέδιο για να σωθούν αλλά και για να κλέψουν το άγαλμα και να φύγουν όλοι μαζί για την
Ελλάδα. Με την ευφυΐα της Ιφιγένειας καταστρώνουν ένα σχέδιο και είναι έτοιμοι να
αποπλεύσουν αλλά εμφανίζεται μια τρικυμία που απαγορεύει τον απόπλου. Οι Ταύροι είναι
έτοιμοι να τους συλλάβουν, αλλά τότε επεμβαίνει η θεά Αθηνά από μηχανής και σταματά το
Θόα και επιτρέπει στους τρεις να φύγουν μαζί με το χορό που αποτελείται από Ελληνίδες
δούλες με το ξόανο. Η Αθηνά δίνει οδηγίες στον Ορέστη, για το τι πρέπει να κάνει όταν θα
φτάσει στην Αθήνα. Θα πρέπει να καθιερώσει μια νέα λατρεία της Άρτεμης, εκεί που θα
αποθέσει το άγαλμα στη Βραυρώνα, ενώ η Ιφιγένεια θα τελειώσει τη ζωή της ως ιέρεια της.
Μετά το θάνατό της θα τιμηθεί ως ηρωίδα.
Λόγω του αίσιου τέλους και ίσως της τοποθέτησης της πλοκής σε αυτή τη μακρινή
εξωτική χώρα, του γεγονότος ότι κανείς δεν σκοτώνεται, και του γεγονότος ότι
περιλαμβάνονται χιουμοριστικά στοιχεία, η τραγωδία αυτή όπως και η Ελένη που
παραστάθηκε το 412, θεωρήθηκαν ως ανάλαφρες τραγωδίες και ονομάστηκαν τραγικωμωδίες,
μελοδράματα. Πολλοί μελετητές, μεταξύ των οποίων και η Κυριάκου, δεν συμμερίζονται
αυτές τις απόψεις. Δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι τραγωδίες αυτές είναι λιγότερο
τραγικές από ότι οι άλλες. Δεν σκοτώνεται κανείς, αλλά και σε άλλες τραγωδίες συμβαίνει το
ίδιο και κανείς δεν έχει αμφισβητήσει την τραγική ποιότητα αυτών. Τέτοια είναι οι Ευμενίδες
του Αισχύλου που δραματοποιεί την καταδίωξή του από τις Ερινύες και την απαλλαγή του από
τον Άρειο Πάγο με συνήγορο το θεό Απόλλωνα.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή, που δραματοποιεί την ιστορία ενός
από τους Αχαιούς αρχηγούς. Ο Φιλοκτήτης δεν πάει στην Τροία, αλλά τον αφήνουν στη
Λήμνο, γιατί τον έχει δαγκώσει φίδι. Μετά από δέκα χρόνια και μετά από χρησμό οι Αχαιοί
πάνε να τον πάρουν.
Ο τόπος λοιπόν που εξελίσσεται η υπόθεση δεν έχει καμιά σημασία. Το ίδιο και τα
χιουμοριστικά στοιχεία, γιατί στην περίπτωση αυτή κυριαρχεί το υποκειμενικό στοιχείο, και
δεν υπάρχει ομοφωνία για το αν κάτι είναι χιουμοριστικό ή όχι. Αν συγκρίνουμε σύγχρονες
απόψεις για το χιούμορ και το αστείο με αρχαίες απόψεις ή με απόψεις ενός διαφορετικού
πολιτισμού τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε εμείς σήμερα τι θεωρούσαν
αστείο οι αρχαίοι ή αν το έβρισκαν αστείο, αν το θεωρούσαν ανεπίτρεπτο για ένα τραγικό έργο
ή αν υπονόμευε την τραγική υπόσταση ενός έργου.
Εξάλλου, οι τραγωδίες αυτές παραστάθηκαν στις ίδια γιορτές όπου και οι άλλες.
Εξάλλου, την Ιφιγένεια εν Ταύροις την επαινεί επανειλημμένα ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην
Ποιητική του, όπου ασχολείται με την τραγωδία και μάλιστα με την ώριμη και πιο εξελιγμένη
5
φάση της τραγωδίας. Το παράξενο θα ήταν να επιλέξει ένα έργο που δεν είναι αρκούντως
ικανοποιητικά τραγικό.
Ο Ευριπίδης λοιπόν επέφερε κάποιες αλλαγές στις μυθικές εκδοχές που βρήκε στην
παράδοση. Η Ιφιγένεια είναι τώρα μια γυναίκα, αφού όταν έγινε η θυσία θα ήταν 12-15, αφού
την κάλεσαν για να παντρευτεί τον Αχιλλέα. Μετά από 18 έτη (10 ή εκστρατεία και 8 για να
μεγαλώσει ο Ορέστης) τώρα είναι το λιγότερο 30 ετών. H Ιφιγένεια είναι χωρίς αισθήματα
κακίας, ενώ και ο Ορέστης με τον Πυλάδη είναι συμπαθητικοί χαρακτήρες. Αυτό είναι που
ξεχωρίζει την τραγωδία αυτή από τα περισσότερα έργα του Ευριπίδη, ότι όλοι οι χαρακτήρες
είναι εξαιρετικά συμπαθητικοί, κανένας δεν περιγράφεται με μελανά χρώματα, ως ποταπός,
ανήθικος, χυδαίος. Αντίθετα όλοι εμφανίζονται αξιοπρεπείς, πιστοί ακόμη και οι Ταύροι που
εκπροσωπούνται από το Θόαντα και δυο ανώνυμους Ταύρους που έρχονται να αναγγείλουν
γεγονότα που συμβαίνουν εκτός σκηνής. Είναι βάρβαροι, συμμετέχουν σε ανθρωποθυσίες,
είναι μη Έλληνες, είναι διαφορετικοί κυρίως ως προς τη λατρεία της Άρτεμης. Στην Ελλάδα
δεν υπήρχε τέτοια θεότητα με ανθρωποθυσίες, παρόλο που ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν την
Ιφιγένεια στην Άρτεμη. Και οι Ταύροι λοιπόν παρόλα αυτά παρουσιάζονται αρκετά
συμπαθητικοί αν και άγριοι.
Όλοι λοιπόν οι χαρακτήρες και κυρίως οι βασικοί παρουσιάζονται με ευνοϊκό τρόπο.
Αυτό δεν ισχύει για τα περισσότερα έργα του Ευριπίδη, όπου υπάρχει τουλάχιστον ένας
χαρακτήρας που είναι εξαιρετικά αντιπαθής. Εδώ ακόμα και ο Αγαμέμων δεν παρουσιάζεται
ένοχος προσβολής έναντι της θεάς. Άλλη διαφορά έναντι άλλων έργων είναι ότι το παρελθόν
της Ιφιγένειας και του Ορέστη παρουσιάζεται ελάχιστα, με εξαίρεση τη θυσία στην Αυλίδα και
σε μικρότερο βαθμό τη μητροκτονία του Ορέστη. Κατά τα άλλα η οικογένεια συνταράσσεται
από ενδοοικογενειακά εγκλήματα. Όλο αυτό το σκοτεινό αιματηρό παρελθόν της οικογένειας
είτε αποσιωπάται τελείως είτε αναφέρεται πολύ σύντομα χωρίς έμφαση. Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μοιχεία της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου που
αποσιωπάται σχεδόν τελείως, ενώ ο Αίγισθος ούτε αναφέρεται καν.
Έτσι τα δυο αδέλφια, Ιφιγένεια και Ορέστης, παρουσιάζονται ηθικά και ευγενή. Δεν
είναι βεβαρημένα από αυτό το φοβερό παρελθόν της οικογένειας, όπως συμβαίνει σε άλλα
έργα του Ευριπίδη. Παρουσιάζονται ως θύματα των καταστάσεων, να έχουν υποφέρει, αλλά
δεν υπάρχει ενοχή που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά.

Παράδοση του κειμένου


Το κείμενο αυτό όπως και άλλων αλφαβητικών δραμάτων του Ευριπίδη, που λέγονται
έτσι γιατί κατατάσσονται αλφαβητικά από το πρώτο γράμμα του τίτλου, έχει σωθεί μόνο σε
ένα χειρόγραφο. Είναι ο Laurentianus κώδικας (L) που βρίσκεται στη Λαυρεντειανή
βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Περιλαμβάνει όλα τα αλφαβητικά έργα του Ευριπίδη, εκτός από
τις Τρωάδες και ένα τμήμα των Βακχών. Ο κώδικας αντιγράφηκε στις αρχές του 14ου αι. στη
Θεσσαλονίκη για το βυζαντινό λόγιο Δημήτριο Τρικλίνιο. Ο κώδικας περιέχει ελάχιστα σχόλια
του αντιγραφέα στο περιθώριο, όχι εκτενή. Σε μεταγενέστερη φάση ο ίδιος ο Τρικλίνιος
επέφερε κάποιες διορθώσεις συγκρίνοντας το κείμενο με άλλα που είχε. Σε μια τρίτη φάση το
ξαναδιόρθωσε χωρίς αντίγραφο.
Από τα απόγραφα του κώδικα το πιο σημαντικό είναι ο κώδικας P που βρίσκεται μισός
στη Λαυρεντειανή βιβλιοθήκη και μισός στη Παλατινή.

Η Υπόθεση
Η Υπόθεση του έργου προτάσσεται του κειμένου στην έκδοση. Οι υποθέσεις των
δραμάτων προέρχονται από συλλογές που έγιναν σε μεταγενέστερη εποχή και χωρίζονται σε
τρεις κατηγορίες : α. Οι πιο παλιές και πιο σημαντικές για μας ανάγονται στον αλεξανδρινό
λόγιο Αριστοφάνη το Βυζάντιο, που είχε ασχοληθεί με εκδόσεις τραγικών κειμένων, είχε
προτάξει σε κάθε τραγωδία μια μικρή περίληψη πολύ σύντομη με αναφορά σε προγενέστερες
πραγματεύσεις του μύθου από άλλους τραγικούς, ενδεχομένως και σχόλια στο έργο. Επίσης
περιείχε και πληροφορίες για τον τόπο της υπόθεσης, ποια αποτελούσαν το χορό, ποιος
6
εκφωνούσε το πρόλογο, και το πιο σημαντικό, ήταν οι λεγόμενες διδασκαλικές πληροφορίες,
δηλ. πότε διδάχθηκε το έργο.
β. Η δεύτερη ομάδα ήταν μεταγενέστερα συμπιλήματα, που περιείχαν μια μικρή
περίληψη του έργου μαζί με το πρώτο στίχο του έργου, αλλά δεν περιείχαν διδασκαλικές
πληροφορίες.
γ. Η τρίτη ομάδα είναι από τη βυζαντινή εποχή πολύ πιο φλύαρη, με εκτενέστερες
περιλήψεις.
Η Υπόθεση του έργου έχει δύο τμήματα, το πρώτο προέρχεται από τη δεύτερη ομάδα,
ενώ το δεύτερο τμήμα της φαίνεται να ανάγεται στον Αριστοφάνη αλλά λείπει η χρονολόγηση.

Πρόλογος
Ο πρόλογος του δράματος αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελείται από
έναν αρκετά μεγάλο μονόλογο της Ιφιγένειας (66 στίχοι) αλλά αρκετά τυπικός από άποψη
μεγέθους για το ευριπίδειο δράμα. Οι πρόλογοι των δραμάτων του Ευριπίδη συνήθως
περιλαμβάνουν δύο σκηνές, ένα μονόλογο, όπου ένας χαρακτήρας μιλά μόνος του και μια
δεύτερη διαλογική σκηνή.
Στον Αισχύλο και στο Σοφοκλή ο πρόλογος είναι διαφορετικός. Στο Σοφοκλή έχει
μορφή διαλογική. Μόνο σε ένα δράμα του Σοφοκλή, στις Τραχίνιες, υπάρχει μονόλογος. Στον
Αισχύλο, δύο δράματα, οι Πέρσες και οι Ικέτιδες, αρχίζουν με την είσοδο του χορού, χωρίς
πρόλογο.
Ο μονόλογος του Ευριπίδη δεν έχει προφανή λόγο. Ένας χαρακτήρας βγαίνει στη
σκηνή και αρχίζει να μιλά μόνος του, χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον, ενώ αυτά που λέει
κανονικά δεν θα τα έλεγε κάποιος. Η Ιφιγένεια εξέρχεται από το σκηνικό οικοδόμημα, που
παριστάνει το ναό της Άρτεμης, και αρχίζει να μιλάει μόνη της. Διηγείται σύντομα την
γενεαλογία της στους πρώτους πέντε στίχους. Στους στίχους 6-34 αφηγείται την ιστορία της
θυσίας στην Αυλίδα, που δεν συντελέστηκε τελικά, καθώς η θεά την αντικατέστησε με ένα
ελάφι, κάτι που δεν το γνωρίζουν οι άλλοι. Μεταφέρθηκε από τη θεά στη χώρα των Ταύρων,
όπου έγινε ιέρειά της στο ναό της εκεί. Στους στίχους 35-41 εξηγεί ποια είναι η θέση της εκεί
ως ιέρεια. Στους στίχους 42-66 εξηγεί τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ και γιατί μιλάει. Αυτό
το τμήμα, σε σχέση με τα άλλα δύο, είναι περισσότερο ρεαλιστικό. Εξηγεί ότι το προηγούμενο
βράδυ είδε ένα συμβολικό όνειρο, που το ερμηνεύει ως αναγγελία του θανάτου του αδελφού
της Ορέστη και τώρα βγήκε για να κάνει νεκρικές χοές στον Ορέστη μαζί με τις ελληνίδες
γυναίκες που αποτελούν το χορό.
Στην επόμενη σκηνή θα εμφανιστούν ο Ορέστης με τον Πυλάδη, σύμφωνα με το
χρησμό που είχε πάρει ο Ορέστης να πάει στη χώρα των Ταύρων και να πάρει από κει το
άγαλμα της θεάς και να το μεταφέρει στην Ελλάδα.
Ο πρόλογος αυτός με ένα χαρακτήρα να παρουσιάζει επί σκηνής την προϊστορία του
δράματος θεωρήθηκε καινοτομία του Ευριπίδη. Ο πρόλογος αυτός ίσως να είναι αναβίωση
παλιότερης τεχνικής, αν υπήρξε κάποτε ένα υποκριτής που διαχωρίστηκε από το χορό. Αυτός
ίσως να ανακοίνωνε στο χορό ή μόνος του επί σκηνής την προϊστορία του δράματος.
Η Ιφιγένεια βγαίνει από το ναό, κατά πάσα πιθανότητα μόνη της. Μπορεί να
συνοδευόταν από έναν ή περισσότερους ακολούθους, βουβά πρόσωπα που δεν μιλούν. Αυτό
προκύπτει επειδή κάθε σημαντικό δραματικό πρόσωπο που εμφανίζεται στη σκηνή
συνοδεύεται από σιωπηρούς ακολούθους, εκτός αν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για
τον οποίο πρέπει να είναι μόνος του, όπως στην Αντιγόνη η ομώνυμη ηρωίδα που καλεί την
Ισμήνη έξω από το σπίτι για να μιλήσουν μόνες. Η παρουσία των βωβών προσώπων
ανιχνεύεται, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο ομιλητής στρέφεται προς τους ακολούθους και
τους δίνει κάποιες εντολές. Στον Οιδίποδα για παράδειγμα, όταν έρχεται ο άγγελος για να
φέρει το μήνυμα ότι ο Πόλυβος πέθανε, η Ιοκάστη στρέφεται σε κάποιον και του λέει να
ειδοποιήσει τον Οιδίποδα. Με τον τρόπο αυτό συμπεραίνουμε ότι και σε άλλες περιπτώσεις
που δεν υπάρχουν αυτές οι εντολές, υπάρχει συνοδεία ακολούθων ενός ή περισσότερων. Όταν
ξαναβγαίνει η Ιφιγένεια σίγουρα τη συνοδεύει ακόλουθος που κουβαλά σκεύος για τις χοές,
7
αφού η Ιφιγένεια του απευθύνει το λόγο. Εδώ η πιθανή παρουσία ακολούθων θα έδινε μια
μεγαλοπρέπεια στην Ιφιγένεια και θα κινούσε το ενδιαφέρον των θεατών για το πρόσωπό της.
Η είσοδος της Ιφιγένειας σηματοδοτεί την έναρξη του δράματος., καθώς δεν υπήρχε
κάποιος τρόπος να δηλωθεί η έναρξη. Κάποιος χαρακτήρας ή κάποιοι έμπαιναν στη σκηνή,
αλλά επειδή το δράμα ήταν υπαίθριο, οι θεατές δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, αν η είσοδος
ενός προσώπου ισοδυναμούσε με την αρχή του δράματος ή ήταν η είσοδος των φυσικών
προσώπων, των υποκριτών, που μπορεί να βρίσκονταν στη σκηνή για κάποιο διάστημα. Για
παράδειγμα στον Οιδίποδα, όταν αρχίζει, στη σκηνή βρίσκονται νέοι και παιδιά της Θήβας
μαζί με ένα ιερέα του Δία, που είναι εκεί για να ικετεύσουν τον Οιδίποδα, για να φροντίσει για
την αντιμετώπιση της αρρώστιας που έχει χτυπήσει τη Θήβα. Αυτοί βρίσκονται για ώρα
μπροστά στην πόρτα του παλατιού, μέχρι να βγει ο Οιδίποδας και τους μιλάει. Ωστόσο, αυτοί
οι άνθρωποι μπήκα μπροστά στα μάτια των θεατών και πήραν τη θέση τους. Στην Ελένη, η
ηρωίδα κάθεται στο βωμό, αλλά ο ηθοποιός μπήκε πριν από λίγο. Μόνο όταν αρχίζει και
μιλάει ο ηθοποιός, είναι σαφές στους θεατές αν η είσοδος είναι τμήμα του δράματος ή όχι.
Η Ιφιγένεια αρχίζει τη γενεαλογία της με τον Πέλοπα, που ήταν προπάππος της.
Αναφέρεται και ο προ-προπάππος της ο Τάνταλος, ανώνυμα η σύζυγος του Πέλοπα, κόρη του
Οινόμαου, και η ίδια η Ιφιγένεια χαρακτηρίζει τον εαυτό της ως κόρη της κόρης του
Τυνδάρεω. Δεν αναφέρει κανένα όνομα γυναίκας εκτός από το δικό της, ούτε καν αυτό της
μητέρας της αλλά ούτε και τα αδέλφια της. Κυρίως αναφέρει τα αρσενικά μέλη της
οικογένειας και μοιάζει σαν να βιάζεται να περάσει στο επόμενο τμήμα που είναι η θυσία στην
Αυλίδα. Άλλα δράματα έχουν πολύ εκτενέστερες γενεαλογίες και συνήθως η έκταση της είναι
ενδεικτική της σημασίας που θα έχει η ιστορία της οικογένειας στο δράμα. Εδώ η ιστορία της
οικογένειας, με εξαίρεση τη θυσία στην Αυλίδα και ως ένα βαθμό η μητροκτονία του Ορέστη,
δεν έχει σημαντική θέση στο δράμα. Αυτό φαίνεται από την αρχή, όταν η Ιφιγένεια δίνει πολύ
σύντομα τη γενεαλογία της.
Ο Πέλοπας όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του Τάνταλος, που καταγόταν από τη Φρυγία
και ήταν ομοτράπεζος των θεών, τον έκοψε κομματάκια και τον σερβίρισε στους θεούς
βάζοντας την παντογνωσία τους σε δοκιμή. Οι θεοί αντιλαμβανόμενοι την απάτη δεν
δοκίμασαν το φαγητό αυτό. Μόνον η Δήμητρα αφηρημένη λόγω του πένθους της για την κόρη
της (Περσεφόνη) έφαγε ένα κομματάκι από τον ώμο του. Ο Δίας είπε στον Ερμή να βάλει πάλι
όλα τα τεμάχια στο καζάνι, έτσι ώστε η Κλωθώ να μπορέσει να τα ανασυγκροτήσει. Τον ώμο
που έλειπε τον συμπλήρωσε βάζοντας ελεφαντόδοντο. Οι θεοί τιμώρησαν τον Τάνταλο με
αιώνια δίψα και πείνα.
Ο Πέλοπας ήλθε στην Πίσσα, όπου ο βασιλιάς ήταν ο Οινόμαος. Είχε μια πανέμορφη
κόρη, την Ιπποδάμεια, την οποία όμως κατά βάθος ο Οινόμαος δεν επιθυμούσε να παντρέψει,
γιατί κατά μία εκδοχή την είχε ερωμένη του και κατά άλλη εκδοχή είχε πιστέψει σε ένα
χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο ο γαμπρός του θα τον σκότωνε. Διακήρυσσε λοιπόν ότι θα
έδινε ως σύζυγο την Ιπποδάμεια σε όποιον τον νικούσε σε αρματοδρομία. Επειδή όμως τα
άλογα του Οινομάου ήταν δώρο του πατέρα του, του Άρη, είχαν θεϊκή δύναμη και αντοχή, και
έτσι ο Οινόμαος νικούσε πάντα τον αντίπαλό του και υποψήφιο γαμπρό του. Στη συνέχεια, του
έκοβε το κεφάλι. Αφού είχε καρφώσει ήδη δώδεκα κεφάλια σε πασσάλους γύρω από το
ανάκτορό του (ή τα είχε κρεμάσει στο ναό του Άρη κατ' άλλη εκδοχή), εμφανίσθηκε μπροστά
του ο Πέλοπας και ζήτησε την κόρη του για γυναίκα.
Ο Πέλοπας είχε φροντίσει να εξαγοράσει προηγουμένως τον Μυρτίλο, τον ηνίοχο του
Οινομάου. Ο Πέλοπας του υποσχέθηκε ότι θα του έδινε το μισό βασίλειο ή την Ιπποδάμεια για
μια νύχτα. Τότε ο Μυρτίλος αντικατέστησε τα καρφιά στον άξονα του εμπρόσθιου τροχού στο
άρμα του βασιλιά με κέρινα, ή δεν έβαλε καθόλου καρφιά. Μόλις λοιπόν ξεκίνησε ο αγώνας,
το τέθριππο του βασιλιά αναποδογύρισε και ο Οινόμαος σκοτώθηκε. Σύμφωνα όμως με άλλη
εκδοχή του μύθου, ο Πέλοπας νίκησε τον Οινόμαο χάρη στα άλογα που του είχε χαρίσει ο
Ποσειδών και μετά σκότωσε ο ίδιος τον Οινόμαο. Μετά τη νίκη του ο Πέλοπας διέφυγε στην
πατρίδα του με την Ιπποδάμεια και τον Μυρτίλο.
Κατόπιν, όμως δεν έδωσε στον Μυρτίλο το μισό βασίλειο και τον πέταξε από ένα
γκρεμό στη θάλασσα, και γι’ αυτό ονομάστηκε το πέλαγος Μυρτώο. Πριν πεθάνει ο Μυρτίλος
8
πρόλαβε να τον καταραστεί, αυτόν και τους απογόνους του. Εξαιτίας του πολλές κατάρες
βρήκαν το λαό του και ιδίως τα δύο παιδιά του Ατρέα και Θυέστη.
Όλη αυτή η σκοτεινή ιστορία της οικογένειας αποσιωπάται. Ο Πέλοπας εμφανίζεται
αρκετά συχνά στο δράμα και θεωρείται από τους φιλολόγους ότι ήταν και αυτός θύμα
πατρικής βίας, όπως και η Ιφιγένεια. Υπάρχει λοιπόν κάποια σχέση ανάμεσα στον τρόπο που
ο Τάνταλος και ο Αγαμέμνων μεταχειρίστηκαν τα παιδιά τους. Το ίδιο και η απόδραση του
Ορέστη και της Ιφιγένειας από τη χώρα των Ταύρων συσχετίστηκε με την απόδραση του
Πέλοπα και της Ιπποδάμειας από την Πίσα και την Ήλιδα και γενικά από τα νύχια του
Οινόμαου. Ωστόσο τέτοια στενή σχέση δεν φαίνεται να υπάρχει εδώ. Ένα άλλο στοιχείο είναι
ότι ο Πέλοπας εμφανίζεται συχνότερα από τους άλλους προγόνους της Ιφιγένειας αλλά δεν
είναι ένοχος κανενός εγκλήματος, όπως σε άλλες εκδοχές της παράδοσης. Στους Βατράχους
του Αριστοφάνη, όπου εμφανίζεται ο νεκρός Ευριπίδης και ο νεκρός Αισχύλος, ένας από τους
διαλόγους του Ευριπίδη που διακωμωδούνται εκεί από οτν αντίπαλό του τον Αισχύλο είναι και
αυτό εδώ το τμήμα, Πέλοψ ο Ταντάλειος ες Πίσαν μολών. Ο Αισχύλος κατηγορεί τους στίχους
του Ευριπίδη ότι έχουν τον ίδιο ρυθμό και επαναλαμβάνουν τα ίδια πράγματα.
Στ. 6-30 : Παρακάτω η Ιφιγένεια δίνει μεγάλη έμφαση στην θυσία στην Αυλίδα.
Ήταν το μεγαλύτερο και το πιο τραγικό γεγονός στη ζωή της που την καθόρισε. Μέχρι τη
θυσία ήταν μια κόρη βασιλιά ευτυχισμένη στο παλάτι, υφαίνοντας και περιμένοντας να
παντρευτεί. Αυτό που της συνέβη της άφησε ένα τραύμα, και γι’ αυτό επανέρχεται ξανά και
ξανά στο δράμα. Εδώ δίνονται πιο πολύ τα γεγονότα και κι όχι η συναισθηματική φόρτιση της
Ιφιγένειας.
Αρχίζει (στ. 6) με ένα σαφή προσδιορισμό της γεωγραφικής θέσης της Αυλίδας. Το
έσφαξεν σημαίνει προσφέρω ως σφάγιο σε ένα θεό.
Στ. 6-7 : Σε ένα δίστιχο δίνει τι γεωγραφικό προσδιορισμό της Αυλίδας. Πρόκειται για
ένα μέρος κοντά στη θάλασσα, στο στενό του Ευρίπου, όπου υπάρχει η άμπωτη και η
παλίρροια. Πρόκειται για ένα μέρος που είναι φοβερό για την Ιφιγένεια. Το επίθετο κυανέαν
έχει αρνητικές συνδηλώσεις και αμέσως μετά έρχεται το ρήμα έσφαξεν.
Στ. 8, Ἑλένης οὕνεχ᾽, : Το μίσος της Ιφιγένειας για την Ελένη την κάνει να
προτάσσει το όνομά της από αυτό του πατέρας της.
Στ. 8, ὡς δοκεῖ : Το ρήμα αυτό μπορεί να είναι απρόσωπο αλλά και προσωπικό.
Μπορεί να είναι Ενεστώτας αλλά και Ιστορικός Ενεστώτας. Αν το ρήμα είναι προσωπικό το
υποκείμενό του είναι ο πατήρ ( με έσφαξε όπως πιστεύει ο πατέρας μου). Αν αυτό είναι σωστό
δίνεται η πληροφορία ότι ο πατέρας της ακόμα ζει ( η Ιφιγένεια δεν γνώριζε την τύχη του
Αγαμέμνονα) και ότι ο πατέρας της νομίζει ότι τη θυσίασε. Αν είναι ιστορικός ενεστώτας, τότε
ο Αγαμέμνονας πίστευε τότε ότι τη θυσίασε και το πιστεύει και τώρα. Αν το ρήμα είναι
απρόσωπο το υποκείμενο είναι οι Έλληνες, που δεν γνωρίζουν ότι η Ιφιγένεια δεν θυσιάστηκε.
Στ. 9, κλειναῖς ἐν πτυχαῖσιν : Δεν είναι γνωστό τι εννοεί. Πτυχή είναι η
πτύχωση του εδάφους και θα μπορούσε να αποδοθεί με το κοιλάδες, αλλά στην Αυλίδα δεν
υπάρχουν βουνά και μάλλον αναφέρεται στην ακτή και σημαίνει τις δαντελωτές ακτές.
Στ. 10. χιλίων ναῶν στόλον : Το χίλια είναι ένας παραδοσιακός στρογγυλός
αριθμός. Στον Όμηρο εμφανίζεται λίγο μεγαλύτερο, τα πλοία είναι 1186 στην Ιλιάδα.
Στ. 11-14, Ἀγαμέμνων ἄναξ : Ο υποκινητής της εκστρατείας εμφανίζεται εδώ ο
Αγαμέμνων. Δεν φαίνεται να μοιράζεται την αρχηγία με τον αδελφό του το Μενέλαο. Τα
κίνητρά του ήταν δύο, το ένα είναι προσωπικό-οικογενειακό κίνητρο, να ξεπλύνει την
προσβολή της οικογένειας. Το άλλο είναι εθνικό-πολιτικό που συνδυάζεται άμεσα με το
προηγούμενο. Ο Αγαμέμνων σκοπεύει την προσωπική εκδίκηση να την τρέψει σε μια εθνική
νίκη και να πάρει τη σημαντική πόλη της Τροίας. Το επίθετο καλλίνικος, εμφανίζεται σε
αθλητικά συμφραζόμενα, αλλά και εδώ πρόκειται για έναν αγώνα, στον οποίο ο νικητής θα
πάρει την Τροία. Ο Αγαμέμνων θέλει να βοηθήσει τον αδελφό του, δεν επαναλαμβάνεται ότι ο
Αγαμέμνων ενήργησε για χάρη της Ελένης, αλλά προβάλλει τη βοήθεια προς τον αδελφό του.
Αυτό είναι λιγότερο κατακριτέο. Η έμφαση δηλ. και ο χρωματισμός αλλάζει.
Στ. 15, δεινῆς δ᾽ ἀπλοίας πνευμάτων ου τυγχάνων : Στην παράδοση
δύο εκδοχές εμφανίζονται για το λόγο που οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποπλεύσουν από
9
την Αυλίδα. Είτε δεν φυσούσε καθόλου άνεμος, υπήρχε δηλ. άπνοια είτε φυσούσαν αντίθετοι
άνεμοι. Εδώ επιλέγεται η εκδοχή της άπνοιας. Το υποκείμενο της μετοχής είναι ο Αγαμέμνων.
Στ. 16, ἐς ἔμπυρ᾽ ἦλθε : Πρόκειται για μαντεία με τη φωτιά. Έκαιγαν σφάγια και
έβλεπαν πώς ανεβαίνει ο καπνός, αλλά έκαιγαν τα εντόσθια και έβλεπαν πώς εκρήγνυνται.
Υποκείμενο είναι ο Αγαμέμνων. Δεν μπορεί να είναι ο Κάλχας γιατί χωρίζεται με κόμμα το
οποίο είναι σημάδι του εκδότη και δεν υπήρχε στα χειρόγραφα. Είναι δηλ. μια επιλογή του
εκδότη. Αν ο εκδότης θεωρούσε ότι ο Κάλχας είναι υποκείμενο και στα δύο ρήματα, δεν θα
έβαζε κόμμα. Αυτό όμως δεν είναι σωστό, γιατί αν ο Κάλχας είναι υποκείμενο και τν δύο
ρημάτων, η μετοχή τυγχάνων μένει ξεκρέμαστη, καθώς δεν μπορεί να εννοηθεί ως υποκείμενο
ο Κάλχας.
Στ. 17 κ.ε : Ο λόγος του Κάλχα είναι σε ευθύ λόγο. Ωστόσο η Ιφιγένεια δεν ήταν στην
Αυλίδα τότε και ούτε μπορούμε να φανταστούμε ότι κάποιος της έδωσε τόσο σαφείς
πληροφορίες, όταν έφθασε στην Αυλίδα. Επομένως, τα φαντάζεται η ίδια. Είναι τόσο έντονο
το τραύμα που γυρίζει ξαφνικά σε ευθύ λόγο και αναπαράγει ένα λόγο, για το οποίο η ίδια
στην καλύτερη περίπτωση έχει μια σαφή ιδέα.
Στ. 19, πρὶν ἂν κόρην σὴν Ἰφιγένειαν Ἄρτεμις : Υπάρχουν διάφορες
εκδοχές για το λόγο που η Άρτεμη ζήτησε τη θυσία της Ιφιγένειας. Πάντως με κάποιο τρόπο
την προσέβαλε. Ή μπήκε σε ένα άλσος αφιερωμένο στη θεά και σκότωσε εκεί ένα ελάφι τη
θεάς ή σκότωσε κάποιο θήραμα και υπερηφανεύτηκε ότι είναι κυνηγός καλύτερος από την
Άρτεμη. Εδώ όμως ο Ευριπίδης ακολουθεί άλλη εκδοχή που μάλλον είναι δική του. Χρόνια
πριν, τη χρονιά της γέννησης της Ιφιγένειας ο Αγαμέμνων είχε υποσχεθεί στην Άρτεμη να της
θυσιάσει το πιο όμορφο που θα γεννιόταν στο βασίλειό του, εννοώντας βέβαια ζώο. Δεν
ξέρουμε αν μετά ο Αγαμέμνων πρόσφερε κάποια θυσία στη θεά και δεν ήταν αυτό που
πρόσφερε το πιο όμορφο ζώο ή αν αμέλησε να προσφέρει τη θυσία. Όπως και παραπάνω το
όνομα της Ιφιγένειας, τη Αυλίδας, αναφέρεται τελευταίο, έτσι και εδώ η αιτία της θέλησης του
Κάλχα μπαίνει στο τέλος του λόγου του. Ο Αγαμέμνων φαίνεται εδώ απρόσεχτος.
Υποσχέθηκε ο,τιδήποτε γεννηθεί πιο όμορφο, αλλά δεν το περιέγραψε ως ζώο. Το μοτίβο
αυτό της απρόσεχτης ευχής είναι συχνό και όχι μόνο στην αρχαία λογοτεχνία, αλλά και στα
παραμύθια. Συνήθως όμως οι συνέπειες έρχονται αμέσως μετά την εκφώνηση της ευχής. Εδώ
όμως μεσολαβεί ένα διάστημα πολλών χρόνων. Ωστόσο, εδώ δεν ξέρουμε αν αμέλησε την
υπόσχεσή του ή αν θυσίασε ένα ζώο θεωρώντας ότι έκανε το χρέος του στη θεά. Η ενοχή του
Αγαμέμνονα εδώ μετριάζεται σε σχέση με τις παράνομες πράξεις του δυναστικού του οίκου.
Στ. 21, φωσφόρῳ θεᾷ : Δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί η Άρτεμη αποκαλείται
έτσι. Αρχικά συνδέεται με το φως της Σελήνης και με την ιδιότητα αυτή σχετίζεται και με την
Εκάτη, που ήταν μια θεά του Κάτω κόσμου και της νύχτας. Επίσης, παρόλο που είναι
παρθενική θεότητα, σχετίζεται με το γάμο και τη γέννηση των παιδιών. Και στο εσπερινό
κυνήγι και στο γάμο υπήρχε φως με δάδες, γιατί οι γάμοι γίνονταν το βράδυ.
Στ. 23, τὸ καλλιστεῖον εἰς ἔμ᾽ ἀναφέρων : Η λέξη καλλιστείον
βρίσκεται σε αντιστοιχία με το κάλλιστον. Πρόκειται για μια παρένθεση που εισάγει η
Ιφιγένεια μέσα στο ευθύ λόγο του Κάλχα. Η παρένθεση αυτή λέγεται με πικρία και με
ειρωνική διάθεση. Το βραβείο της ομορφιάς είναι κάτι το πολύ καλό, αλλά για την Ιφιγένεια
ήταν κάτι το φοβερό. Το ρήμα αναφέρω χρησιμοποιείται με όταν κάποιος αποδίδει μια ευθύνη,
μια ερμηνεία σε ένα θεό. Η Ιφιγένεια εδώ δεν πιστεύει ότι ο Κάλχας ερμήνευσε πραγματικά τη
θέληση της Άρτεμης. Ο Κάλχας είναι ένας από τους ανθρώπους στους οποίους η Ιφιγένεια
αποδίδει την ευθύνη για τη θυσία της, και μάλιστα αυτόν θεωρεί ως ηθικό αυτουργό, ενώ
φυσικός αυτουργός ήταν ο πατέρας της. Η παρένθεση λοιπόν δείχνει την εχθρότητά της προς
τον Κάλχα. Η Ιφιγένεια βασίζεται σε αυτή τη διαπίστωση από το γεγονός ότι η Άρτεμη την
αντικατέστησε με ένα ελάφι και δεν δέχτηκε να θυσιαστεί. Πουθενά στο έργο δεν μαθαίνουμε
ξεκάθαρα ποιο είναι το θέλημα της Άρτεμης, γιατί έγινε όλη αυτή η ιστορία κι η απόκρυψη
της διάσωσης της Ιφιγένειας. Γιατί η Άρτεμη δεν ανακοίνωσε στους Αχαιούς τη διάσωση της
Ιφιγένειας; Γιατί έβαλε στη θέση της ένα ελάφι και δεν σταμάτησε απλά τη θυσία; Γιατί την
πήγε σε μια χώρα και την έκανε ιέρεια προσφέροντας τέτοιες θυσίες από την οποία την έσωσε
στην Αυλίδα;
10
Οι θεότητες είχαν δύο πλευρές, μια φωτεινή και μια πιο σκοτεινή. Η Άρτεμη ειδικά
ζει στα όρια της πολιτισμένης ζωής ( πόλης) και της άγριας φύσης, και στα όρια αυτά
λατρεύεται. Η θεά φαίνεται ότι θέλει τις ανθρωποθυσίες, κρίνοντας από τους Ταύρους. Η
Ιφιγένεια δεν το πιστεύει ούτε αυτό αλλά ότι οι τις θέλουν οι Ταύροι επειδή είναι αιμοδιψείς,
άγριοι, βάρβαροι και αποδίδουν στη θεά αυτή τη συνήθεια. Φαίνεται ακόμη ότι η Άρτεμη
ήθελε κατά κάποιο τρόπο τη θυσία στην Αυλίδα, γιατί τουλάχιστον βάζει κάποιο σφάγιο στη
θέση της Ιφιγένειας, ενώ δεν το ανακοινώνει στους Αχαιούς ούτε του υποδεικνύει ότι έκαναν
λάθος. Εξάλλου, πουθενά στο αρχαίο δράμα δεν φαίνεται οι μάντεις, οι χρησμοί και τα
μαντεία κάνουν λάθος. Η Ιφιγένεια όμως δεν το βλέπει έτσι, παρόλο που ο Κάλχας δεν
φαίνεται να έκανε λάθος, ούτε και λέγεται ότι η Ιφιγένεια κάνει λάθος. Οι επιθυμίες των θεών
παραμένουν σκοτεινές και αμφίσημες. Πουθενά δεν εξηγείται γιατί γίνονται αυτά που γίνονται
και ποιο είναι το θεϊκό σχέδιο, αν υπάρχει σχέδιο, αν αυτό μπαίνει σε εφαρμογή. Η αμφισημία
είναι ένα από τα βασικά μοτίβα του έργου.
Στ. 30, μ᾽ ἐς τήνδ᾽ ᾤκισεν Ταύρων χθόνα : Δίνεται πληροφορία στους
θεατές για το χώρο που είναι η Ιφιγένεια.
Στ. 32, Θόας, ὃς ὠκὺν πόδα τιθεὶς : Η αναφορά της ταχύτητας του Θόα στον
Πρόλογο, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Θα περίμενε κανείς ότι αργότερα στο έργο θα υπήρχε
κάποια εφαρμογή αυτού του χαρακτηριστικού. Τελικά όχι ο Θόας ο ίδιος, αλλά οι άνθρωποί
του θα καταδιώξουν την Ιφιγένεια, αλλά η προσωπική του συμμετοχή δεν υπήρχε. Η αναφορά
λοιπόν αυτή ίσως να παραπέμπει σε κάτι αλλά η λεπτομέρεια δεν αξιοποιείται παρακάτω στο
έργο.
Στ. 40, κατάρχομαι μέν : Η Ιφιγένεια κάνει μόνο τα προκαταρκτικά, τους
ραντίζει με νερό, κόβει ένα τμήμα από τα μαλλιά τους,
Στ. 41. κ.ε : Μετά την προϊστορία της η Ιφιγένεια αναφέρει το πρόβλημα που την
απασχολεί. Αυτό είναι και το τυπικό σχήμα του μονολόγου. Ο χαρακτήρας παρουσιάζει τη
γενεαλογία, την προϊστορία και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είτε ο ίδιος είτε η οικογένειά
του. Εδώ όμως πρόκειται για μια μεγάλη συμφορά που αντιμετωπίζει η Ιφιγένεια στη μακρά
σειρά των συμφορών που την έχουν χτυπήσει.
Συμβολικά όνειρα εμφανίζονται συχνά στο αρχαίο δράμα και συνήθως προοιωνίζουν
αυτά που θα συμβούν ή αναφέρονται αυτά που έχουν συμβεί στο παρελθόν. Η Ιφιγένεια έτσι
ερμηνεύει το όνειρό της, ότι είδε κάτι που αναφέρεται σε γεγονός του παρελθόντος, ενώ το
ίδιο το όνειρο αναφέρεται στο άμεσο μέλλον. Η Ιφιγένεια που δεν έχει αμφιβολία στην
ερμηνεία του ονείρου, κάνει λάθος, όπως κάνει λάθος και στην ερμηνεία της προφητείας του
Κάλχα. Ούτε σκέφτεται κάποια άλλη ερμηνεία. Ούτε ζητά την βοήθεια των άλλων. Είναι πολύ
σίγουρη για την ερμηνεία της και απολύτως πεπεισμένη ότι ο αδελφός της πέθανε, ώστε να
προσφέρει χοές στον Ορέστη. Η προσφορά χοών σε ζωντανό είναι κακός οιωνός, αλλά η
Ιφιγένεια δεν έχει κανένα ενδοιασμό.
Το όνειρο αυτό εμφανίζεται πολύ νωρίς στο δράμα αυτό και μπορεί κανείς να
θεωρήσει ότι θα έχει κάποιο σημαντικό ρόλο στο δράμα. Και όντως το όνειρο φαίνεται
προφητικό με την έννοια ότι ο αδελφός της θα συλληφθεί αργότερα και θα παραλίγο να
θυσιαστεί. Η Ιφιγένεια όμως δεν το ερμηνεύει ως προφητικό αλλά ως ανακοίνωση γεγονότων
που συνέβησαν στο παρελθόν. Πάντως, από κει και κάτω δεν αναφέρεται ξανά, από δραματική
άποψη δηλ το όνειρο. δεν έχει σημασία. Γιατί όμως ο ποιητής το ενέταξε στο δράμα και
μάλιστα τόσο νωρίς; Από τη μια δείχνει τη νοσταλγία της Ιφιγένειας για την προηγούμενη ζωή
της. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ούτε και η προαναγγελία αυτών που θα συμβούν δεν
χρειάζεται, αφού θα τα δούμε παρακάτω και δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα παρουσιάσει ο
ποιητής με συμβολικό περιτύλιγμα. Λίγο παρακάτω η Ιφιγένεια θα πει πως έδειχνε οίκτο προς
στα θύματα αλλά τώρα ο θάνατος του αδελφού της την έκανε σκληρή. Ίσως λοιπόν το όνειρο
να έχει σκοπό να δημιουργήσει εμπόδια στην αναγνώριση των δύο αδελφών. Και αυτό γιατί η
Ιφιγένεια θα δει τους δύο νέους, αλλά ανάλγητη, καθώς θα είναι, δεν θα ενδιαφερθεί καθόλου
για την τύχη τους. Ούτε όμως αυτή η σκέψη είναι σωστή, γιατί παρόλα αυτά που θα πει η
Ιφιγένεια, μόλις εμφανιστούν οι δυο νέοι, θα δείξει μεγάλη συμπάθεια και οίκτο. Δηλαδή αυτό
που ανακοινώνει είναι μια στιγμιαία εντύπωση.
11
Η ερμηνεία του ονείρου εντάσσεται στο μεγάλο θέμα που διατρέχει όλο το έργο και
έχει να κάνει με τη σχέση των ανθρώπων με το θείο και την πρόσβαση που έχουν στη θεϊκή
βούληση. Υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στη σωστή ερμηνεία χρησμών και ονείρων; Αυτό
είναι πολύ δύσκολο αλλά οι άνθρωποι παραμένουν σίγουροι για τη δυνατότητά τους να
ερμηνεύσουν. Η έξυπνη, δυνατή, ώριμη Ιφιγένεια αποτυγχάνει να ερμηνεύσει το όνειρο, αλλά
και να παραδεχτεί την αποτυχία της. Αλλά και όταν αυτό αποδεικνύεται δεν παραδέχεται ότι
έκανε λάθος, παρά χαρακτηρίζει το όνειρο ως ψευδές.
Το ίδιο το όνειρο είναι αρκετά εκτεταμένο με πολλές λεπτομέρειες αλλά έχει και
στοιχεία που δεν αναφέρονται σε άλλα όνειρα. Η Ιφιγένεια στο όνειρο βλέπει ότι κοιμάται,
κάτι που δεν εμφανίζεται αλλού.
Στ. 43, λέξω πρὸς αἰθέρα : Υπήρχε η πίστη ότι τα ανησυχητικά όνειρα, αν
λεχθούν στη φως της μέρας, θα εξουδετερώνονταν οι κακοί οιωνοί. Η Ιφιγένεια όμως είναι
πεπεισμένη ότι έχει επέλθει ο θάνατος του αδελφού της. Επομένως, δεν υπήρχε θεραπεία σε
αυτό. Στ. 55, συμβάλλω : Το σύμβολο ήταν αυτό που
χρησιμοποιούσαν ως απόδειξη ιδιοκτησίας. Έπαιρναν κάτι, αγγείο ή δαχτυλίδι, κτλ και το
έσπαζαν στα δύο. Οι δύο έπαιρναν από ένα κομμάτι και το χρησιμοποιούσαν για να
αποδείξουν την ταυτότητά τους, όταν χρειαζόταν, ενώνοντας πάλι αυτό που είχε κοπεί. Εδώ
είναι σαν το όνειρο να ήταν το ένα σύμβολο και η ερμηνεία να προσφέρει το άλλο, και έτσι τα
δύο να ενώνονται και να κλειδώνουν, για να φτιάξουν ένα ολοκληρωμένο αντικείμενο.
Στ. 56, κατάρχομαι : Δηλώνει την πράξη ραντισμού του ζώου προς θυσία. Στη
συνέχεια έκοβαν ένα τμήμα από το τρίχωμα του και το πετούσαν στη φωτιά. Αυτό δήλωνε την
αφιέρωση του ζώου προς τη θεά.
Στ. 60, Στρόφιος : Ήταν ο πατέρας του Πυλάδη και θείος του Ορέστη. Σύμφωνα με
κάποια παράδοση ήταν γαμπρός του Αγαμέμνονα στην αδελφή του Αναξίβια. Οι στίχοι
αυτοί οβελίζονται, γιατί τους έγραψε κάποιος για να εξηγήσει προκαταβολικά, γιατί αργότερα
η Ιφιγένεια, όταν ακούει το όνομα του Πυλάδη, δεν αναγνωρίζει ποιος είναι. Ωστόσο το όνειρο
δεν μπορεί να αναφέρεται σε συγγενείς αλλά στο σπίτι της Ιφιγένειας.
Στ. 64-65 : Δεν είναι σύνηθες στην τραγωδία κάποιος κύριος να καλεί δούλους και
αυτοί να μην έρχονται αμέσως. Από την άλλη οι ελληνίδες θα αποτελέσουν το χορό, που θα
εμφανιστεί αργότερα, αλλά εδώ η παρουσία τους προαναγγέλλεται, κάτι πάλι που δεν είναι
σύνηθες. Πάντως, η αναφορά της Ιφιγένειας δημιουργεί την προσδοκία στους θεατές ότι θα
έλθει σε λίγο ο χορός, προσδοκία που δεν επιβεβαιώνεται.
Για ένα πολύ μικρό διάστημα η σκηνή μένει άδεια και εμφανίζονται οι δυο νέοι.
Υπάρχουν δυο είσοδοι που λέγονται πάροδοι δεξιά και αριστερά ως προς τους θεατές. Από τη
δεξιά πάροδο έρχονται αυτοί που ξεκινούν από την πόλη ή το λιμάνι και από αριστερά από
τους αγρούς ή τη ξενιτιά. Αυτός ο κανόνας όμως δεν είναι σταθερός. Ειδικά εδώ όλες οι
είσοδοι και οι έξοδοι των ηθοποιών φαίνεται να γίνονται από μια είσοδο είτε δεξιά είτε
αριστερά. Ο ναός της Άρτεμης, φαίνεται να βρίσκεται στην άλλη άκρη της πόλης των Ταύρων.
Αυτό φαίνεται αργότερα, όταν η Ιφιγένεια, για να πάει στην ακτή στη θάλασσα, θα δηλώσει
ότι πρέπει να διασχίσει την πόλη. Μέσα στην πόλη είναι η κατοικία του Θόα.
Όλοι οι χαρακτήρες χρησιμοποιούν μία είσοδο και έρχονται είτε από το παλάτι είτε
από την ακτή, ενώ φεύγουν είτε προς το παλάτι είτε προς την ακτή. Αν υπήρχε και δεύτερη
είσοδος η μόνη λειτουργία της θα ήταν για την έλευση και αποχώρηση του χορού.
Στ. 67 κ.ε : Στο λόγο του Ορέστη το ακροατήριο δεν αποκομίζει πολύ ξεκάθαρη
εικόνα για την προϊστορία του Ορέστη. Μάλιστα, όταν οι θεατές έχουν υπόψη τη γνωστή
εκδοχή ότι ο Ορέστης σκότωσε τη μάνα του και καταδιώχθηκε από τις Ερινύες, ενώ τελικά
σώθηκε με τη δίκη του και την αθώωσή του από τον Άρειο Πάγο, θα φτάσουν στο
συμπέρασμα ότι η δίκη δεν έχει γίνει ακόμα. Αργότερα όμως θα αναθεωρήσουν την άποψή
τους με τις πληροφορίες που δίνει ο Ορέστης. Πάντως, η εκδοχή ότι μερικές Ερινύες
διαφώνησαν με την απόφαση του Άρειου Πάγου και συνέχισαν την καταδίωξη, δεν
παραδίδεται από καμιά άλλη πηγή.
Η ζωή του Ορέστη φαίνεται να προσδιορίζεται από τη βούληση του Απόλλωνα. Αυτός
τον καθοδηγεί πού να πάει για να σωθεί από τους διώκτες του. Δεν φαίνεται όμως να υπάρχει
12
κάποιος δεσμός του θνητού Ορέστη με το θεό Απόλλωνα. Η αποστολή που τον έστειλε ο θεός
να κλέψει το άγαλμα ήταν πολύ δύσκολη και δεν είχε καμιά βοήθεια πέρα από τον Πυλάδη. Ο
χρησμός δεν του παρείχε καμιά βοήθεια για τον τρόπο που θα κάνει την κλοπή. Παρά τη
δύσκολη θέση λοιπόν δεν ζητάει τη βοήθεια του Απόλλωνα και δεν απευθύνει καμιά προσευχή
προς αυτόν ή σε άλλους θεούς. Ζητάει βοήθεια μόνο από τον Πυλάδη.
Η Άρτεμη και ο Απόλλωνας είναι δυο θεοί καθοριστικοί για τη ζωή των δύο αδελφών.
Παρόλα αυτά σε όλο το έργο παραμένουν απόμακροι. Δεν φαίνεται να έχουν κάποια στενή
σχέση με τους δύο θνητούς των οποίων τη ζωή καθορίζουν. Αν κάνουμε σύγκριση με την
Ορέστεια του Αισχύλου, που διηγείται τη δολοφονία του Αγαμέμνονα και την εκδίκηση του
Ορέστη μαζί με τη δίκη του, στο τρίτο έργο της τριλογίας, στις Ευμενίδες, εκεί ο Απόλλωνας
εμφανίζεται και συμβουλεύει τον Ορέστη, τον εμψυχώνει και εμφανίζεται ως μάρτυρας
υπεράσπισης. Εδώ δεν εμφανίζεται ούτε η Άρτεμη ούτε ο Απόλλων ούτε εξηγείται γιατί η
Άρτεμη ζήτησε αυτή τη θυσία. Εμφανίζεται στο τέλος από μηχανής μόνο η Αθηνά. Οι θεοί
λοιπόν, ενώ αντικειμενικά έχουν στενή σχέση με τους χαρακτήρες, στην πραγματικότητα δεν
έχουν.
Στ. 71, σοὶ δὲ συνδοκεῖν : Η έννοια μπορεί να είναι ή ότι πρέπει να
συμφωνήσεις ότι αυτός είναι ο ναός ή ότι πρέπει και συ να το πιστεύεις για να είμαστε
σίγουροι.
Στ. 75, ἀκροθίνια ξένων :Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές ήταν τα κεφάλια των
θυμάτων. Εμείς μόλις μαθαίνουμε ότι υπάρχει ένα αιματοβαμμένος βωμός που υπήρχε
εξάλλου, και αυτός ήταν του Διονύσου. Είναι όμως απίθανό ένας βωμός θεού που λατρευόταν
στην Αθήνα και στο οποίο ήταν αφιερωμένη η γιορτή, να είναι αιματοβαμμένος με
απομεινάρια. Πρέπει λοιπόν να ήταν άλλος βωμός, που υπήρχε πάνω στη σκηνή, όπου
βρισκόταν το σκηνικό οικοδόμημα και όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Παρακάτω η Ιφιγένεια που
θα εξηγήσει τη διαδικασία της θυσίας, δεν κάνει λόγο για αποκεφαλισμό των ξένων. Ίσως
ήταν λοιπόν κάτι που ανήκε στα θύματα, ρούχα, κοσμήματα, όπλα
Στ. 77, άρκυς-ος : Είναι το δίχτυ για το κυνήγι. Ο Ορέστης δεν φαίνεται να έχει
αυτοπεποίθηση ότι θα τα καταφέρει ούτε έχει εμπιστοσύνη στο χρησμό του Απόλλωνα.
Αισθάνεται ότι ο Απόλλων τον έριξε σε ένα δίχτυ σαν να είναι ένα κυνηγημένο ζώο. Αμέσως
παρακάτω θα περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο τον καταδίωκαν οι Ερινύες σαν κυνηγημένο
ζώο, και ζήτησε τη βοήθεια του θεού για να ξεφύγει. Τώρα αισθάνεται ότι πάλι του έχει στήσει
δίχτυ ο Φοίβος σαν να είναι ένα ζώο. Βρίσκεται σε μια άσχημη ψυχολογική κατάσταση και
αισθάνεται ότι η έκβαση της αποστολής θα είναι μοιραία. Το δίχτυ είναι ένα μοτίβο στην
Ορέστεια του Αισχύλου, αφού η Κλυταιμνήστρα προτού χτυπήσει τον άντρα της που ήταν στο
λουτρό, του έριξε ένα ύφασμα που λειτούργησε σαν δίχτυ για να παγιδευτεί ο Αγαμέμνονας
και να μην αντιδράσει. Είναι πιθανόν λοιπόν ο Ευριπίδης να το πήρε από τον Αισχύλο.
Στ. 93, σὲ δ᾽ ἱστορῶ Πυλάδη : Αντί να ζητήσει τη βοήθεια του θεού ο Ορέστης
στρέφεται προς τον Πυλάδη. Είναι σαν να λέει ξεκάθαρα ότι ο Απόλλων δεν πρόκειται να τον
βοηθήσει. Ιδιαίτερα το συλλήπτωρ χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα προσευχών. Οι
συλλήπτορες είναι οι θεοί. Ο Ορέστης όμως δεν έχει κανέναν τέτοιον παρά μόνο το φίλο του.
Η σχέση τους είναι παροιμιώδης ως ζεύγος φίλων.
Στ. 96, ἀμφίβληστρα : Δηλώνει τους τοίχους τριγύρω αλλά έχει σχέση και με το
κυνήγι και το δίχτυ που κάλυψε τον Αγαμέμνονα.
Η στάση του Ορέστη : Ο Ορέστης ούτε καν προσπαθεί να κλέψει το άγαλμα αν και
αυτή είναι η μοναδική του ελπίδα για να απαλλαγεί από τις Ερινύες. Αμέσως απελπίζεται και
προτείνει να φύγουν αν και ο ίδιος δεν έχει να πάει πουθενά. Είναι μια εικόνα ενός δειλού και
ανίκανου Ορέστη που δεν την περιμένουν οι θεατές. Δεν είναι όμως αυτή η εικόνα του
Ορέστη, όπως φαίνεται και παρακάτω. Εδώ όμως είναι ευάλωτος συναισθηματικά, καθώς έχει
υποφέρει ψυχικά και χρειάζεται τη βοήθεια του Πυλάδη. Προετοιμάζεται έτσι η εικόνα της
μανίας που θα τον καταλάβει παρακάτω. Και όταν οι Ταύροι θα τον συλλάβουν και τον
οδηγήσουν μπροστά στην Ιφιγένεια, θα δείξει μεγάλη αναλγησία και αρνητικότητα και θα
αρνείται να απαντήσει στις ερωτήσεις της.
13
Στ. 104, φεύγειν μὲν οὐκ ἀνεκτὸν οὐδ᾽ εἰώθαμεν : Αποτελεί μια
έμμεση αναφορά στη συμμετοχή του Πυλάδη σε κοινή δράση με τον Ορέστη ίσως και στο
φόνο της μάνας του, αλλά και σε άλλες δοκιμασίες.

Πάροδος (123-235)

Η Ιφιγένεια βγαίνει στην πάροδο μαζί με το χορό που τον αποτελούν Ελληνίδες
σκλάβες για να προσφέρει τις χοές που είχε προαναγγείλει. Είναι απόλυτα πεπεισμένη για τον
θάνατο του Ορέστη, ώστε προβαίνει σε αυτή την πράξη. Αποτελεί έναν κακό οιωνό η
προσφορά χοών σε ζωντανούς.
Στ. 204, δαίμων : Η λέξη αναφέρεται σε μια θεότητα απροσδιόριστη. Αρκετές φορές
χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τη λέξη θεός. Πολλές φορές δηλώνει και την προσωπική
θεότητα ενός ανθρώπου με την έννοια της μοίρας. Ο δαίμων κάποιου ήταν η μοίρα του.
Στ. 205, ζώνη : Γίνεται λόγος για τη ζώνη της μητέρας της και για τη ζώνη της νύχτας.
Η ζώνη μιας γυναίκας λύνεται σε δυο πολύ σημαντικές στιγμές για τη ζωή της, πρώτη φορά τη
λύνει τη νύχτα του γάμου της, όταν παντρεύεται, και έπειτα, όταν πρόκειται να γεννήσει. Μια
άποψη είναι ότι αναφέρεται εδώ η νύχτα της σύλληψής της, όταν η Κλυταιμνήστρα έλυσε τη
ζώνη της. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά μάλλον πρέπει για δυο λόγους :
Πρώτα, είναι απίθανο η Ιφιγένεια να αναφερόταν τόσο ρητά στη νύχτα της σύλληψής της.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η ζωή της Ιφιγένειας δεν ήταν δυστυχισμένη από την πρώτη
στιγμή αλλά έγινε αργότερα, όταν πήγε στην Αυλίδα. Τα παιδικά της χρόνια στο Άργος θα
ήταν μάλλον ανέμελα. Οπότε δεν αναφέρεται στη σύλληψή της.
Ίσως αναφέρεται στη νύχτα της γέννησής της. Μπορεί η Ιφιγένεια να γεννήθηκε νύχτα
αλλά θα ήταν απίθανο να έδινε μια τόσο συγκεκριμένη πληροφορία. Ίσως πάλι η νύχτα να
αναφέρεται στο σκοτάδι της μήτρας, από την οποία βγήκε στο φως. Σε κάθε περίπτωση είναι
υπερβολικό για την ίδια να πει ότι ήταν δυστυχής από την ώρα που γεννήθηκε.
Στ. 207, ξυντείνουσιν : Είναι ένα σκληρό ρήμα που δείχνει τον τρόπο που
της φέρθηκε η Μοίρα. Είναι σαν να την έβαλαν οι μοίρες σε μια μέγγενη και να την πίεζαν όλο
και περισσότερο. Αυτή ήταν η διαπαιδαγώγησή της.
Στ. 215, ἐπέβασαν : Το υποκείμενο του ρήματος μπορεί να είναι ο
Αγαμέμνονας και οι Αχαιοί ή οι Μοίρες. Η Ιφιγένεια ξαναθυμάται τα γεγονότα της Αυλίδας
πιο συναισθηματικά απ’ ότι στον Πρόλογο. Έτσι καταθέτει λεπτομέρειες που δεν έχουν
σημασία, όπως είναι το άρμα και ο άμμος της Αυλίδας. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό των
λυρικών μερών, να επικεντρώνονται σε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες.
Στ. 217, τῷ τᾶς Νηρέως κούρας : Δεν αναφέρεται το όνομα του Αχιλλέα,
ούτε και το όνομα του πατέρα του, που ήταν ο συνήθης τρόπος να ονομαστεί κάποιος αλλά
με το όνομα του παππού του από την πλευρά της μητέρας του. Παραπάνω η Κλυταιμνήστρα
αναφέρθηκε ως κόρη της Λήδας, της μητέρας της. Η απουσία του πατέρα της σ’ αυτό το
συναισθηματικό ξέσπασμα είναι φανερή, καθώς εμφανίζεται μόνο σε ένα επίθετο (πατρώα
λώβη).
Στ. 219, δυσχόρτους οἴκους : Η Ιφιγένεια δεν δίνει εδώ μια γεωγραφική
περιγραφή αλλά είναι το αποτέλεσμα του ξεχειλίσματος θλίψης της.
Στ. 221, ἁ μναστευθείσ’ ἐξ Ἑλλάνων : Η θέση του στίχου ήταν μετά το
στίχο 207, αλλά ο εκδότης τον μετέφερε εδώ, γιατί εκεί θα αναφερόταν στην Κλυταιμνήστρα.
Ίσως υπάρχει στην Αυλίδα «Αυτή που την προξένεψαν σε Έλληνες». Ίσως πάλι να κρύβεται η
μετοχή αμναστηθείσα (ξεχασμένη από τους Έλληνες) [ αμνηστέω = ξεχνώ]. Οι Έλληνες όμως
δεν την έχουν ξεχάσει (μπορεί να έχει γίνει και αυτό), αλλά πιστεύουν ότι πέθανε.
Στ. 224, Τιτάνων ποικίλλουσα : Αναφέρεται στην Τιτανομαχία, όπου η Αθηνά είχε
σημαντική θέση.
Στ. 228, καὶ νῦν : Η ζωή της Ιφιγένειας είναι μια συνεχή διαδοχή συμφορών, από
την Αυλίδα τώρα στη χώρα των Ταύρων. Άλλο ένα νυν είχε πει στο στίχο 218.
Στ. 230 κ.ε : Σε αντίθεση με τη φοβερή εικόνα των ξένων που θυσιάζονται παραπάνω,
ακολουθεί από δω και κάτω μια τρυφερή οικογενειακή στιγμή. Πιστεύει η Ιφιγένεια ότι ο
14
αδελφός της είναι στο Άργος και εκεί πέθανε, η λέξη επαναλαμβάνεται στους στίχους 230 και
235.
Στ.236, καὶ μὴν : Ο συνδυασμός των δύο αυτών λέξεων χρησιμοποιείται σε
μεταβατικά συμφραζόμενα. Η αναγνώρισή του αγελαδάρη από το χορό έγινε με βάση την
αμφίεσή του ή μπορεί να τον ήξεραν. Ότι έρχεται όμως από την ακτή δεν θα μπορούσαν να το
ξέρουν. Ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται για την ρεαλιστική περιγραφή. Ένας βοσκός όμως που
έρχεται από την ακτή κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον του θεατή, αφού το πιο λογικό θα ήταν
να έρχεται από το δάσος, το λιβάδι ή το στάβλο. Κι αυτός μπαίνει από την ίδια είσοδο που θα
μπουν κι όλοι οι άλλοι.

1ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (238-391)

Στ. 238, κ.ε : Η άφιξη του Πυλάδη και του Ορέστη στο ναό θα μπορούσε να γίνει
αμέσως μετά την πάροδο, καθώς μάλιστα με το όνομα του Ορέστη τέλειωσε το λόγο της η
Ιφιγένεια. Ο ποιητής δεν κάνει αυτή την επιλογή για να καθυστερήσει την άφιξη να δοθεί η
αγγελική ρήση που είναι διαφωτιστική για τους θεατές. Παρουσιάζει και τη στάση των
Ταύρων απέναντι στους νέους αλλά και τη στάση του Ορέστη και του Πυλάδη μπροστά στους
εχθρούς που είναι περισσότεροι.
Το πρώτο επεισόδιο είναι σύντομο σε σχέση με τα άλλα δύο. Προηγείται της ρήσης
ένας διάλογος της Ιφιγένειας με τον βουκόλο. Αυτό είναι τυπικό στο δράμα, όταν ένας άγγελος
φέρει ένα νέο, συνήθως προηγείται διάλογος με τους χαρακτήρες που είναι στη σκηνή, όπου
ανακοινώνεται εν συντομία το νέο και ακολουθεί ο μακροσκελής λόγος.
Στ. 249-250 : Για λόγους δραματικής οικονομίας ακούγεται το όνομα μόνο του
Πυλάδη και όχι του Ορέστη, κάτι που θα έβαζε σε υποψίες την Ιφιγένεια. Τον Πυλάδη δεν τον
γνωρίζει, αφού όταν έφυγε για την Αυλίδα αυτός δεν είχε γεννηθεί. Οι Ταύροι και οι Έλληνες
μιλούσαν διαφορετική γλώσσα. Ρεαλιστικά λοιπόν δεν θα έπρεπε οι μεν να καταλαβαίνουν
τους δε. Ακολουθείται η σύμβαση που ισχύει για όλη την αρχαία ελληνική λογοτεχνία να
αγνοείται το γλωσσικό χάσμα. Μερικές φορές αναφέρεται ότι μιλούν διαφορετική γλώσσα
κάποιοι αλλά αυτό ποτέ δεν δημιουργεί εμπόδιο στην επικοινωνία.
Στ. 260, ἐπεὶ τὸν ἐκρέοντα : Η αγγελική ρήση ξεκινά «Όταν πήγαμε να βάλλουμε
τα βόδια στο νερό ήταν μια σπηλιά». Η έκφραση αυτή δεν είναι πολύ σωστή, αφού η σπηλιά
υπήρχε πάντα εκεί. Αυτό είναι μια σύμβαση Οι αγγελικές ρήσεις συνήθως ξεκινάν με μια
χρονική πρόταση που δείχνει τι έκανε ο ομιλητής και οι άλλοι, ενώ στην κύρια πρόταση
υπάρχει η περιγραφή του χώρου όπου συνέβη το γεγονός. Αρχίζει δηλ. με το χρόνο και
παρακάτω περνάει στον τόπο.
Στ. 260, διὰ Συμπληγάδων : Οι Συμπληγάδες από τη στιγμή που οι Αργοναύτες
μπόρεσαν να τις διασχίσουν έπαψαν να συγκρούονται και έμειναν ακίνητες. Αν και δεν
συμπλήσσονται πλέον μεταξύ τους, διατηρούν το παλιό τους όνομα. Για αυτούς που έρχονται
από την Ελλάδα, το ταξίδι τους είναι δύσκολο και οι Συμπληγάδες συμβολίζουν τις δυσκολίες
και τους κινδύνους αυτού του ταξιδιού.
Στ. 263, πορφυρευταί : Αλιείς της πορφύρας, του κοχυλιού από το οποίο έβαζαν το
πορφυρό χρώμα, που ήταν είδος πολυτελείας. Οι Ταύροι μπορεί να θεωρούνται βάρβαροι αλλά
έχουν σύστημα οργάνωσης της πόλης, βασιλιά, αλλά και ασχολίες που παραπέμπουν σε υλικό
πολιτισμό αρκετά εξελιγμένο αφού ασχολούνται με την αλιεία της πορφύρας. Προφανώς
εμπορεύονται προϊόντα αλλά και ανθρώπους, αφού τις κοπέλες του χορού τις είχαν αγοράσει
Στ. 270 κ.ε : Οι δύο πρώτοι Ταύροι είναι απόλυτα σίγουροι ότι είναι θεοί. Αυτό
δηλώνει και η ερώτηση «Δεν βλέπετε;». Βλέπουν τα πάντα από την άποψη μιας απλοϊκής
θρησκευτικής ερμηνείας. Βλέπουν παντού θεούς. Ο άλλος που χαρακτηρίζεται ως θεοσεβής
προσεύχεται μάλιστα σηκώνοντας το χέρι του. Για τους σκοπούς του δράματος το τυπικό της
θρησκείας δεν έχει καμιά διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους Ταύρους με τη διαφορά
των ανθρωποθυσιών. Έτσι και εδώ η προσευχή γινόταν με υψωμένα χέρια και ανοιχτές τις
παλάμες είτε προς τον ουρανό είτε προς κάποιο άγαλμά, αν προσευχόταν σε αυτό. Εδώ όμως
γίνεται λόγος για ένα χέρι. Έτσι μερικοί έχουν προτείνει δυϊκό αριθμό (τω χείρε).
15
Η Λευκοθέα ως θαλασσινή θεότητα είναι γνωστή από την Οδύσσεια και εμφανίζεται
όταν κινδυνεύει ο Οδυσσέας δίνοντάς του ένα μαντήλι για να σωθεί από τα κύματα. Αρχικά
ήταν θνητή και ονομαζόταν Ινώ. Ήταν κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και είχε
φροντίσει το μικρό Διόνυσο, γιο της αδελφής της Σεμέλης. Έτσι έγινε αντικείμενο εχθρότητας
της Ήρας. Η Ινώ είχε παντρευτεί το Θεσσαλό βασιλιά Αθάμα και είχε δυο γιους, το Μελικέρτη
και το Λέαρχο. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές της παράδοσης, είτε ότι τρελάθηκε και πήδηξε
στη θάλασσα με το μικρό της γιο Μελικέρτη που ονομάστηκε Παλαίμονας ή ότι τρελάθηκαν
και οι δυο γονείς και ο καθένας σκότωσε από ένα παιδί.
Ο θεοσεβής Ταύρος φαίνεται να έχει εξοικείωση με το πάνθεον, και μάλιστα ειδικά με
τους θαλασσινούς θεούς. Στην προσευχή του δείχνει μια συμπαθητική φλυαρία και φαίνεται η
στενή σχέση του με τους θεούς στους οποίους απευθύνεται σαν σε φίλους του. Ασαφές είναι
και το αγάλματα Νηρέως, ποιοι ήταν οι δυο νέοι που ήταν η ευχαρίστηση του Νηρέα. Πάντως
αναφέρεται σε θεότητες όχι πολύ γνωστές. Δείχνει μεγάλη εξοικείωση με έναν μεγάλο αριθμό
θεοτήτων που δεν ανήκουν στο πάνθεο των Ολύμπιων θεών και αμέσως απευθύνουν μια
προσευχή για προστασία σ’ αυτούς. Μέχρι εδώ όλοι οι Ταύροι φαίνεται να είναι
θεοσεβούμενοι, απλοϊκοί.
Στ. 275 κ.ε : Άλλος φτάνει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι θεοί αλλά θνητοί. Αυτός
χαρακτηρίζεται μάταιος, ανομία θρασύς και περιγελά την προσευχή του συναδέλφου του.
Μάταιος είναι αυτός που κάνει κάτι που συνιστά παραβίαση καθιερωμένων και σεβαστών
ορίων, όπως τα όρια ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς. Η ματαιότητα του Ταύρου τον κάνει
να παραβαίνει το νόμο. Δεν είναι όμως άθεος και άπιστος, διότι και ο ίδιος θέλει να προσφέρει
θυσία τους ξένους. Δεν αποδίδει όμως τα πάντα σε θεϊκή επιφάνεια ούτε είναι έτοιμος να
απευθύνει προσευχές. Εκείνο που στιγματίζει και χλευάζει είναι η άκριτη αναφορά των
πάντων στους θεούς. Η ανομία του είναι αυτή ακριβώς η στάση. Ωστόσο, ο ομιλητής έχει
επιφυλάξεις ως προς τη στάση αυτή του συναδέλφου του, που θα μπορούσε να εγείρει την
αντίδραση του Παλαίμονα, και γι’ αυτό τον αποκαλεί μάταιο. Παρά όμως τις επιφυλάξεις
ακολουθούν τη γνώμη του και πείθονται ότι είναι θνητοί.
Στ. 284. κ.ε : Παρακολουθούμε μια από τις κρίσεις που ταλάνιζαν τον Ορέστη και από
τις οποίες είχε προσπαθήσει να απαλλαγεί με τη δίκη από τον Άρειο Πάγο και μετά τη
διαφωνία των Ερινυών αυτές συνέχισαν να τον κυνηγούν. Η περιγραφή της μανίας του
Ορέστη συνδυάζει στοιχεία επιληψίας και σχιζοφρένειας. Βλέπει μπροστά του εικόνες και
ακούει φωνές. Δεν προσδιορίζεται αν πραγματικά οι Ερινύες παίρνουν αυτές τις μορφές και
του επιτίθενται εκείνη τη στιγμή ή όλα είναι μέσα στη φαντασία του Ορέστη. Πάντως, αυτός
τα βλέπει ως υπαρκτά. Τρεις είναι οι μορφές που επιτίθενται. Στη δική του ήταν πολύ
περισσότερες, ενώ στις Ευμενίδες, αποτελούσαν το χορό, ήταν δηλ. τουλάχιστον 15. Η
περιγραφή της μανίας είναι από τις πιο ζωντανές και ζοφερές εικόνες που μας έχουν διασωθεί
από τον Ευριπίδη.
Στ. 292, +ἠλλάσσετο+ : Μάλλον το σωστό είναι ἠλαύνετο.
Ως 1.12.44

Μετά την αποστολή του αγγέλου στο παλάτι η Ιφιγένεια εκφ


Στ. 375, ὑπ᾽ αἰδοῦς : Η έννοια της αιδούς δεν είναι ταυτόσημη με τη σημερινή.
Σήμερα με τη λέξη εννοούμε το αίσθημα για κάτι που κάνουμε τώρα αλλά και για κάτι που
κάναμε στο παρελθόν. Αναφέρεται λοιπόν σε δύο διαστάσεις. Στην αρχαιότητα όμως δήλωνε
μόνο το παρόν. Αιδώς είναι το αίσθημα που σε οδηγεί να αποφύγεις να κάνεις κάτι.
Στ. 376, πολλὰ δ᾽ ἀπεθέμην ἀσπάσματα : Η Ιφιγένεια αναβάλλει τους πολλούς
ασπασμούς για αργότερα πιστεύοντας ότι θα γυρίσει πίσω στο Άργος. Χαρακτηριστικά
χρησιμοποιεί τρία επιρρήματα, αὖθις, αὖ πάλιν, τονίζοντας έτσι την βεβαιότητα της
επιστροφής της. Το αὖ είναι πλεονασμός και δεν χρειάζεται, με τη συσσώρευση όμως αυτή η
κοπέλα εκφράζει τη σιγουριά της ότι θα επιστρέψει ξανά και ξανά στο Άργος.
Στ. 379-380 : Με τους στίχους αυτούς τελειώνει το δεύτερο τμήμα του λόγου της
Ιφιγένειας με τις αναμνήσεις. Στους στίχους 234-235 η Ιφιγένεια θυμάται τον Ορέστη ως μωρό
που θήλαζε (επιμαστίδιον έτι βρέφος… Ορέσταν). Αυτό το μικρό στο τέλος το φαντάζεται ότι
16
θα διαδεχόταν τον πατέρα της. Έτσι και δω η Ιφιγένεια θυμάται έχασε τη ζηλευτή τύχη ως
διάδοχος και βασιλιάς του Άργους. Εμείς όμως ξέρουμε ότι δεν υπήρξε ομαλή διαδοχή, αφού ο
Αγαμέμνονας σκοτώθηκε. Η Ιφιγένεια θρηνεί για τον αδελφός της- μελλοντικό βασιλιά του
Άργους. Το ει τέθνηκας εκφράζει μια αμφιβολία, ενώ μέχρι τώρα η Ιφιγένεια ήταν σίγουρη ότι
ο αδελφός της πέθανε. Είναι όμως απίθανο να αλλάζει στάση, αφού ήδη στο στίχο 374 λέει ὃς
νῦν ὄλωλεν. Ίσως από τη συναισθηματική φόρτιση που της προκάλεσαν οι αναμνήσεις,
τώρα περνά σε λιγότερο φορτισμένο λόγο και κάνει αυτή την υπόθεση χωρίς να το πιστεύει.
Στ. 380-391 : Οι στίχοι αυτοί αποτελούν το τελευταίο τμήμα του λόγους της
Ιφιγένειας, όπου είναι αντιμέτωπη με τις ανθρωποθυσίες. Αφού θυμήθηκε ξανά την Αυλίδα
συνειρμικά της ήλθε στο νου η Άρτεμη που τώρα σε λίγο θα δεχτεί άλλη μια ανθρωποθυσία.
Προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα πώς η θεά που την έσωσε, δέχεται τη θυσία άλλων
ανθρώπων. Διαπιστώνει έτσι μια μεγάλη αντίφαση και ένα αγεφύρωτο χάσμα στην Άρτεμη
που έχει δύο στάσεις έναντι των θυσιών. Η Ιφιγένεια πρέπει να δώσει λύση στο πρόβλημα
αυτό. Στην αρχή θέτει το πρόβλημα στους στίχους 380 κ.ε.
Στ. 380, σοφίσματα : Σοφίσματα είναι οι τρόποι, τα επιχειρήματα κάποιου για να
υποστηριχθεί μια σαθρή υπόθεση. Στη λέξη υπονοείται η έννοια της εξαπάτησης και
ανηθικότητας.
Στ. 381, ἥτις βροτῶν μὲν ἤν τις ἅψηται φόνου : Οι βασικές πηγές μόλυνσης
ήταν ο θάνατος, η γέννηση και η σεξουαλική επαφή (όχι τόσο σοβαρή μόλυνση όσο οι
άλλες).Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνταν μολυσμένοι και δεν έπρεπε να μπουν σε ναό ή να
πλησιάσουν το άγαλμα της θεάς, δηλ. ο δολοφόνος ή αν κάποιος ήταν παρών σε φόνο και τον
άγγιζε το αίμα του νεκρού, επίσης η λεχώνα και οι γυναίκες που τη βοηθούσαν στη γέννα και
αυτοί που συμμετείχαν σε κηδεία. Η επαφή αυτή έκανε τον άνθρωπο ακάθαρτο και χρειαζόταν
καθαρμοί για να καθαριστεί από το μίασμα, και μετά από μέρες μπορούσε να μπει μέσα στο
ναό.
Στ. 383 κ.ε, μυσαρὸν ὡς ἡγουμένη : Η έκφραση αυτή αποτελεί σύμφυρση δύο
εκφράσεων, Απείργει βωμόν ως μυσαρόν και Μυσαρόν ηγουμένη. Η Ιφιγένεια υπονοεί ότι η
θεά υποκρίνεται σαν να θεωρεί τον άνθρωπο αυτόν μολυσμένο, αλλά δεν είναι έτσι. Το
συμπέρασμα που φτάνει είναι ή ότι η θεά είναι υποκρίτρια, ανήθικη και κακή ή ότι δεν είναι
έτσι τα πράγματα κα η θεά είναι ηθική. Η Ιφιγένεια όμως που χρωστά τη ζωή της στη θεά,
φτάνει στο δεύτερο συμπέρασμα ότι δεν είναι κακή και υποκρίτρια και δεν θέλει τις θυσίες
των Ταύρων. Αν έφτανε στο άλλο συμπέρασμα θα έπρεπε να αναθεωρήσει και την άποψη της
για τη στάση της θεάς στην Αυλίδα. Είναι όμως πεπεισμένη για τα γεγονότα της Αυλίδας και
έτσι φτάνει στο συμπέρασμα ότι τις θυσίες τις θέλουν οι Ταύροι, όπως τις ήθελαν και οι
Αχαιοί, κάνοντας λάθος στην ερμηνεία του χρησμού. Οι Ταύροι λοιπόν είναι που προβάλλουν
τα άγρια ένστικτά τους στη θεά.
Στ. 385, δάμαρ : Η λέξη είναι ομηρική και σημαίνει τη σύζυγο. Βέβαια η Λητώ δεν
ήταν σύζυγος του Δια. Η Ιφιγένεια δηλ. προσπαθεί να εμφανίσει την Άρτεμη ως γνήσια κόρη
του Δία και όχι ως νόθη.
Στ. 386, τοσαύτην ἀμαθίαν : Η λέξη αμάθια αναφέρεται στη σφαίρα των
διανοητικών λειτουργιών και είναι η κατάσταση που δεν καταλαβαίνει κάποιος κάτι και δεν
μπορεί να καταλάβει. Η διανοητική όμως και η ηθική σφαίρα δεν χωρίζονται στην αρχαιότητα.
Έτσι ο αμαθής δεν έχει και την ηθική ευγένεια για να πιστέψει στο αυτό που είναι κάτι το
αδύνατο.
Στ. 387, Τανταλου εστιάματα : Ο Τάνταλος είχε αναφερθεί έμμεσα στο στίχο 1
(Πέλοψ ο Ταντάλειος). Εδώ δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς αρνείται η Ιφιγένεια. Ή ο Τάνταλος
δεν παρέθεσε ένα τέτοιο είδος γεύματος ή ότι παρέθεσε αλλά οι θεοί δεν έφαγαν ή ότι έφαγαν
αλλά δεν ευχαριστήθηκαν (αναφορά στη Δήμητρα). Αν ο Τάνταλος παρέθεσε το γεύμα
υπάρχει ομοιότητα του με τους Ταύρους που κάνουν τις θυσίες στη θεά. Αν όμως ο Τάνταλος
δεν παρέθεσε το γεύμα και είναι αθώος, τότε η ιστορία του πώς εντάσσεται στο πλαίσιο των
ανθρωποκτόνων Ταύρων; Η ομοιότητα είναι χαλαρή και έμμεση και υπονοεί ότι όπως οι
Ταύροι αποδίδουν στη θεά αιμοδιψή ένστικτα, έτσι και οι άνθρωποι που επινόησαν την
ιστορία αποδίδουν και στους θεούς και στους ήρωες, όπως ο Τάνταλος, ανθρωποκτόνα
17
ένστικτα. Ίσως λοιπόν εδώ ο Τάνταλος να παρουσιάζεται αθώος. Η ιστορία των Τανταλιδών
και τα εγκλήματα που έγιναν και τα εγκλήματα που έγιναν στην τραγωδία αυτή είτε
αποσιωπώνται είτε αναφέρονται πολύ σύντομα. Αυτά που παρουσιάζονται εκτενώς είναι η
θυσία στην Αυλίδα και η μητροκτονία του Ορέστη. Πριν όμως από αυτά τα γεγονότα είχε
προηγηθεί σειρά ενδοοικογενειακών εγκλημάτων για τα οποία λέγονται ελάχιστα ή τίποτα. Ο
Πέλοπας κέρδισε την Ιπποδάμεια με δόλο, αλλά εδώ παρουσιάζεται αθώος και ο Τάνταλος το
θύμα φαύλων ανθρώπων που έχουν ανθρωποκτόνα ένστικτα, είναι ανήθικοι και αποδίδουν την
φαυλότητά τους σε θεούς και ήρωες.
Στ. 391, οὐδένα γὰρ οἶμαι δαιμόνων εἶναι κακόν : Έτσι η αντίφαση αναιρείται
ανάμεσα στην Άρτεμη της Αυλίδας και της Ταυρίδας. Ούτε εκεί ήθελε η θεά τη θυσία ούτε τις
θέλει εδώ. Οι άνθρωποι είναι που αποδίδουν τη φαυλότητά τους στη θεά. Το συμπέρασμα
αυτό είναι εύλογο αλλά δεν είναι σίγουρα και το σωστό, γιατί ούτε στην Αυλίδα τα πράγματα
ήταν ξεκάθαρα για τη στάση της θεάς ούτε στη χώρα των Ταύρων. Η Ιφιγένεια δεν έχει
στοιχεία για να βγάλει το σωστό συμπέρασμα ότι αφού στη χώρα των Ταύρων δεν έχει σώσει
κανέναν ξένο από τη θυσία και δεν τιμωρεί τους Ταύρους για τις θυσίες που προσφέρονται για
χρόνια τότε έχει η θεά ευθύνη. Πάντως σίγουρη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί ούτε είναι
ξεκάθαρο ότι η Άρτεμη δεν θέλει τις θυσίες. Όταν το άγαλμά της θα μεταφερθεί στην Αθήνα
(τη Ραφήνα) εκεί θα γινόταν κάποιες θυσίες εις ανάμνηση των θυσιών στην Αυλίδα. Ο ιερέας
θα χάραζε το λαιμό ενός άνδρα για να τρέξει αίμα. Εξάλλου, πουθενά η Αθηνά δεν λέει στον
Θόαντα για τη δυσαρέσκεια της Άρτεμης για τις θυσίες ούτε και υπάρχει τιμωρία των Ταύρων
γι’ αυτές.

Α΄ Στάσιμο
Μετά τα τελευταία λόγια της Ιφιγένειας στο πρώτο επεισόδιο, μένει επί σκηνής και δεν
φεύγει. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι μπαίνει στο ναό και ο χώρος αδειάζει, ενώ αργότερα
βγαίνει πάλι, όταν φτάνουν οι δυο νέοι. Όμως, αυτό δεν είναι σωστό, γιατί όταν βγαίνει
κάποιος ή μπαίνει σημαίνεται με κάποιο τρόπο, και αυτό δεν φαίνεται εδώ.
Ένα αντιρρεαλιστικό στοιχείο είναι ότι οι γυναίκες του χορού που είναι πρόσωπα της
τραγωδίας και βρισκόταν στη σκηνή, ξαφνικά αρχίζουν να χορεύουν και να τραγουδούν, ενώ
οι άλλοι χαρακτήρες κάθονται σιωπηλοί. Αυτό όμως είναι μια σύμβαση του αρχαίου
ελληνικού δράματος.
Το πρώτο επεισόδιο αναφέρεται, όπως συνήθως σε αυτά που προηγήθηκαν. Εδώ
προηγήθηκε η άφιξη των δύο νέων και η σύλληψή τους. Σε αυτή την εικόνα επικεντρώνεται το
στάσιμο στις τρεις πρώτες στροφές : Η 1η στροφή, η 1η αντιστροφή, και 2η στροφή. Η 2η
αντιστροφή αναφέρεται στην Ιφιγένεια και στο τέλος της αναφέρεται στον ίδιο το χορό με μια
συγκινητική αυτοαναφορά. Οι γυναίκες αυτές είναι εξαιρετικά συμπαθείς και ευγενείς.
Μετά την αγγελική ρήση στους στίχους 340-341 ο χορός εκφωνεί ένα τυπικό δίστιχο
στη σύμβαση του έπους, μετά από μακροσκελή λόγο. Ο άγγελος είπε διάφορα, ενώ οι γυναίκες
επικεντρώθηκαν σε δύο πράγματα μόνο, στη μανία του Ορέστη και στην ταυτότητά τους ως
Έλληνες, χωρίς να κάνουν αναφορά ούτε για τη θυσία ούτε για τους Ταύρους. Έτσι και εδώ η
Ιφιγένεια είπε πολλά για τη ζωή της, αλλά ο χορός αναφέρεται στο ποιοι είναι οι νέοι και γιατί
έκαναν αυτό το μεγάλο και επικίνδυνο ταξίδι.
2η αντιστροφή : Έχουμε λυρική επανάληψη της ευχής που εξέφρασε η Ιφιγένεια στο
λόγο της στη μετάβαση από το πρώτο τμήμα στο δεύτερο (στ. 356-357) για τη θυσία της
Ελένης. Ο χορός επαναλαμβάνει την ευχή της Ιφιγένειας. Συναισθηματικά είναι κοντά της και
συμμερίζεται τις επιθυμίες της, και ειδικά να θυσιαστεί η Ελένη. Ωστόσο η θυσία της Ελένης
παρουσιάζεται με τρόπο όμορφο. Ειδικά στους στίχους 440-442 όλες οι λέξεις έχουν λ που
είναι ευχάριστος ήχος. Είναι σαν η αύρα να σπρώχνει την Ελένη και να την φέρνει στην
Ταυρίδα με την πνοή της.
Στ. 443, δρόσον αἱματηρὰν : Η δρόσος είναι η δροσιά αλλά και το νερό που το
ράντιζε η Ιφιγένεια στα θύματά της κατά την προετοιμασία της θυσίας. Το νερό αυτό λεγόταν
χέρνιβες, γιατί με αυτό οι παρευρισκόμενοι έπλεναν τα χέρια τους για να ετοιμαστούν για τη
θυσία. Εδώ ο χορός εύχεται η Ιφιγένεια να ράντιζε την Ελένη με ματωμένο νερό ως
18
προετοιμασία για τη θυσία. Στην ίδια φράση η δρόσος ενώνεται με το αίμα που θα τρέξει από
τη θυσία όταν θα κόψουν το λαιμό της Ελένης. Αυτή που θα τη σφάξει είναι το χέρι της
Ιφιγένειας. Ο χορός φαντάζεται τις σταγόνες του νερού ως σταγόνες αίματος από το λαιμό της
Ελένης.
Η εικόνα της σφαγής εκτός τους ευχάριστους ήχους και τις εικόνες, είναι μια
εξαιρετικά αιματηρή και δυσάρεστη διαδικασία. Οι άνθρωπο που παίρνουν μέρος είναι δύο
αβρές λεπτεπίλεπτες γυναίκες, η Ιφιγένεια και η Ελένη, που φαίνεται να παλεύουν μεταξύ τους
και η μια να σφάζει την άλλη. Εξάλλου, οι δυο τους είναι και στενοί συγγενείς, η Ιφιγένεια
είναι ανιψιά της Ελένης. Είναι μια φοβερή εικόνα δοσμένη με αισθητικά όμορφο τρόπο που
μας κάνει να ξεχνάμε το φοβερό του πράγματος.
Στ. 447, ἡδίστ’ ἂν δ᾽ ἀγγελίαν : Στο τέλος του στάσιμου ο χορός επικεντρώνεται στη
δική του κατάσταση. Θεωρεί ότι η ευχάριστη αγγελία θα ήταν όχι ότι ήρθαν Έλληνες, όχι ότι
ήρθε η Ελένη, αλλά οι ναύτες που θα τις απελευθερώσουν. Τραγική ειρωνεία είναι ότι η ευχή
του χορού έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Οι πλωτήρες έφτασαν ήδη και η άφιξή τους οδήγησε
στην απελευθέρωση του χορού. Έτσι τα νέα που θεωρούν δυσάρεστα, η άφιξη των δύο
Ελλήνων, είναι τα πιο ευχάριστα γι’ αυτές.
Στ. 450, ἐμέθεν : Ο χορός μιλά στο α΄ ενικό ή στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο. Εδώ ξεκινά
με το πληθυντικό (δεξαίμεσθα) και εδώ συνεχίζει με το ενικό.
Στ. 455, χάριν +ὄλβα+ : Το τέλος της αντιστροφής είναι φθαρμένο και δεν είναι
γνωστό τι εύχονται. Να γυρίσουν στο σπίτι τους και να απολαύσουν κάτι ή έστω και στα
όνειρά τους να γύριζαν στο σπίτι τους; Ίσως αυτό είναι η απόλαυση και τα ευχάριστα όνειρα.
Αντί για ύπνος τα χειρόγραφα παραδίδουν ύμνον, δηλ. να ήταν στο σπίτι τους και να
τραγουδούσαν εκεί.
Στ. 456, κ.ε : Πρόκειται για αναπαιστικά δίμετρα που χρησιμοποιούνται για αναγγελία
άφιξης ενός ανθρώπου, που εμφανίζεται συνήθως σε πομπή. Από την πάροδο παρουσιάζονται
ερχόμενοι από το παλάτι οι δυο αιχμάλωτοι με δεμένα χέρια και συνοδεία, αλλά δεν ξέρουμε
ποιοι και πόσοι είναι αυτοί. Ίσως μαζί τους να ήταν και ο άγγελος.
Στ. 456 : νέον πρόσφαγμα : Η λέξη πρόσφαγμα είχε χρησιμοποιηθεί και από τον
άγγελο. Μέχρι τώρα οι γυναίκες απέφυγαν να αναφερθούν στη θυσία, ούτε πριν αλλά ούτε και
το χορικό είπαν κάτι για τη θυσία. Τώρα όμως αναγγέλλοντας την άφιξη των θυμάτων, τους
αποκαλούν ως πρόσφαγμα και στρέφονται στην θεότητα, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν το
θέμα που εγείρεται από τη θυσία, δηλ. πώς γίνεται η θεά να θέλει τη θυσία των νέων.
Στ. 458 σιγᾶτε, φίλαι: Η προτροπή προς τον εαυτό τους να σιωπήσουν, σε
Προστακτική Ενεστώτα, ίσως αποτελεί έμμεση αναφορά στη θυσία και τη σιωπή που πρέπει
να κρατηθεί κατά την τελετή, για να μην ειπωθεί κάτι βλάσφημο ή κάτι που θα αναιρέσει την
ιερότητα της στιγμής. Ίσως όμως και η εμφάνιση των νέων που σε λίγο θα είναι νεκροί τις
κάνει να καταλάβουν ότι ο,τιδήποτε σκέφτονται ωχριά μπροστά στο πρόβλημα αυτό.
Στ 459, Ἑλλήνων ἀκροθίνια : Περιγράφουν τους νέους ως ακροθίνια που είναι το
πάνω και καλύτερο τμήμα ενός σωρού προσφορών που δίνεται σε μια θεότητα, σαν όλοι οι
Έλληνες να ήταν εν δύναμει θύματα της θεάς.
Στ. 466, +Ἕλλησι διδοὺς+ : Ακατανόητο τι γράφει. Κάποιοι πρότειναν το άλλοισι
διδούς (που τις έχει δώσει σε άλλους) αλλά αυτό δεν φαίνεται σωστό.
Η άποψη του χορού είναι ότι δεν συμφωνούν με αυτά που είπε η Ιφιγένεια. Οι γυναίκες
αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να θέλει η θεά τις θυσίες, ενώ η Ιφιγένεια είχε αρνηθεί ότι
αυτό μπορεί να συμβαίνει.

You might also like