You are on page 1of 40

Ιστορικός αναθεωρητισμός και διεθνής πολιτική

της Μαρίας Μ.
http://www.anixneuseis.gr/?p=2761

Κλασικοί και σημερινοί όροι ιστοριογραφίας


Ο κλασικός ορισμός στηρίζεται στο διαχρονικό Θουκυδίδη επειδή κατά την
άποψή του πρέπει να καταγράφονται τα γεγονότα που είναι «σημαντικά»,
δηλαδή που σημαίνουν κάτι σύμφωνα με διαχρονικές αξίες και έχουν
αξιολογηθεί ως τέτοια σύμφωνα με διαχρονικούς ηθικούς κανόνες.
Η σημερινή άποψη θέλει τα γεγονότα «ασήμαντα», απαξιώνοντας κάθε
αξιολογική διάκριση και αμφισβητώντας τα πανανθρώπινα κριτήρια, επειδή
επικρατεί η ταύτιση του πολιτισμού με τις ιδεολογίες σε επίπεδο
κουλτούρας.
Και επειδή όλοι οι ‘νορμάλ’ άνθρωποι θεωρούν αυτονόητο ότι η ιστορία δεν
πρέπει να παραχαράσσεται από ρατσιστικές, ναζιστικές, φασιστικές,
ολοκληρωτικές, εθνικιστικές προκαταλήψεις καθιερώθηκε ως ‘νόρμα’
(υιοθετήθηκε δηλαδή θεσμικά η κυρίαρχη ακαδημαϊκή πρακτική) ο
«παροντικός χαρακτήρας της ιστορίας». Έγινε δηλαδή ευρέως αποδεκτός ο
ιστορικός αναθεωρητισμός ως ‘ιδεολογική αποφόρτιση’, χωρίς να εξεταστεί τί
ακριβώς σημαίνει η πρακτική της ‘αποδόμησης’, γιατί το νόημα της αποφυγής
προκαταλήψεων έγινε εχθρότητα κατά της διάκρισης και κατά της κριτικής
σκέψης, πώς υπηρετεί τους νέους πολιτικούς στόχους, ποιοί ευθύνονται για
την πολιτικοποίηση του αναθεωρητισμού και ποιοί τη χρησιμοποιούν σαν νέα
ιδεολογική τρομοκρατία.
Είναι όμως απαραίτητο να προβληματιστούμε όλοι γιατί ο αναθεωρητισμός
γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μαζί με την παγκοσμιοποίηση. Γιατί παρά τις
καλές προθέσεις υπηρετεί κακές πολιτικές πρακτικές. Γιατί παρά τον
‘προοδευτικό’ χαρακτήρα του καλλιεργεί φαινόμενα ολοκληρωτισμού.

Γέννηση δύο αναθεωρητικών φαινομένων


Στην εικοσαετία ’60 – 70, που σηματοδοτείται από το ‘τέλος των ιδεολογιών’,
αριστεροί διανοούμενοι στράφηκαν στην ιστορία, η οποία στη μαρξιστική
θεωρία δεν είναι παρά ένα ιδεολογικό φαινόμενο. Ο αριστερός αυτός
χαρακτήρας της αναθεώρησης συνεπάγεται ότι η επιβεβλημένη αποδόμηση
του περιεχομένου της σαν ιδεολογικής αφήγησης συνεπάγεται αφαίρεση κάθε
στοιχείου σημαντικό πολιτισμού, δηλαδή ‘πολιτιστικού εποικοδομήματος’.
Η εποχή όμως αυτή σηματοδοτείται και από την κοινωνική ‘απελευθέρωση’
(εξ αιτίας της κοινωνικής απορρύθμισης που προκάλεσε η οικονομική) με την
αίσθηση του ‘χαοτικού’ Όλα Επιτρέπονται (εξ αιτίας της πολυπλοκότητας του
νέου περιβάλλοντος). Στις συνθήκες αυτές, ο νέος τύπος κοινωνικής
προσωπικότητας, ο ναρκισσιστικός, απεχθάνεται πιο πολύ να τον κρίνουν
από όσο φοβάται να τον τιμωρήσουν. ∆ιαμορφώθηκε έτσι η νέα κουλτούρα, η
λεγόμενη ναρκισσιστική ηθική, ως συλλογική εχθρότητα απέναντι στις
αξιολογικές κρίσεις και τις δεσμεύσεις, ως συλλογική καταδίκη των ηθικών
διακρίσεων.
Κυριαρχεί έκτοτε μια νέα εκδοχή του πολιτισμικού σχετικισμού, η οποία
αφενός, νομιμοποιεί και ενισχύει τον ιστορικό αναθεωρητισμό και αφετέρου,
διαμόρφωσε τον αναθεωρητισμό όλων των υπολοίπων κοινωνικών
επιστημών. Με αποτέλεσμα, από τη μια μεριά να οδηγεί στην αποδόμηση και
της εθνικής ταυτότητας και από την άλλη, στην αποδόμηση της πολιτιστικής
ταυτότητας.

Εξέλιξη των φαινομένων


Η αντίθεση προθέσεων και πράξεων είναι σημαντικό να επισημαίνεται με
κάθε ευκαιρία επειδή πρόκειται για την κατ’ εξοχήν ανθρώπινη αδυναμία, η
οποία σε ένα περιβάλλον ατομικής ανωριμότητας και συλλογικής ανυπαρξίας
αξιών και μέτρων αυτό-περιορισμού γίνεται καταστροφική. Έχει σημασία
επίσης να διευκρινιστεί ότι για την ανυπαρξία αυτή ευθύνεται η απαξία του
πολιτισμού τόσο στο μαρξιστικό πρίσμα όσο και στο διάχυτο ναρκισσιστικό.
Να υπογραμμίζεται επίσης πόσο εκρηκτικό είναι το μείγμα όταν συνδυάζονται
τα δύο και ότι το μείγμα αυτό είναι το κυρίαρχο στο χώρο των ‘ειδικών’ της
εξουσιαστικής ελίτ.
Ο πολιτισμικός σχετικισμός δημιουργήθηκε στο μεσοπόλεμο από το φόβο του
ανερχόμενου ρατσισμού-ναζισμού με την προσπάθεια να εξηγηθούν οι
φυλετικές προκαταλήψεις στο πεδίο της κουλτούρας. Ξεκίνησε δηλαδή στο
πλαίσιο της ανθρωπολογίας, με τη μελέτη της κουλτούρας των πρωτόγονων
φυλών, αλλά μετά το ’60 στρεβλώθηκε και επεκτάθηκε σε όλες τις
κοινωνικές επιστήμες (ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία,
ανθρωπολογία, εθνολογία). Μέχρι όμως την εποχή της Μαύρης Αθηνάς
(αφρο-ασιατικές ρίζες του ελληνικού πολιτισμού) περιοριζόταν στον
ακαδημαϊκό χώρο. Η πολιτικοποίηση του αναθεωρητισμού έφτασε στην
Αμερική σε νομοθετήματα για την ‘πολυπολιτισμική’ κοινωνία και διεθνώς
στην επίσημη υιοθέτηση της καταδίκης των αξιακών διακρίσεων ως της
πολιτικά ορθής στάσης.
Η δε διάχυση της καταδίκης αυτής έχει οδηγήσει στο να θεωρείται η ίδια «η
δημοκρατία ως ασήμαντη (!) πολιτική», όπως αναφέρεται στον τίτλο
πρόσφατου άρθρου του Καθηγητή Συνταγματικού ∆ικαίου Αντώνη Μανιτάκη.
Στο άρθρο αυτό καταδεικνύεται πώς η αποδόμηση της αντίληψης της
∆ημοκρατίας με τη σχετικοποίησή της σε ιδεολογία (από το μαρξιστή ιστορικό
αναθεωρητή Λ. Κάμφορα) συμπυκνώνεται στην πολιτική θεωρία ‘τι
δημοκρατία τι δικτατορία’.
Εξουσία της ελίτ και ελληνική περίπτωση
Σήμερα, είναι γεγονός ότι ο σχετικισμός των αξιών του πολιτισμού και της
δημοκρατίας επιβάλλεται είτε ως ιδεολογική τρομοκρατία / ‘πολιτικά ορθός’
είτε ως ‘εκσυγχρονιστικός’/ ‘δημοκρατικός’. Γιατί είναι γεγονός ότι η εξουσία
σήμερα ανήκει στην ελίτ, στους μηχανισμούς της οποίας οι αναθεωρητές –
‘ειδικοί’ καθαρίζουν τους θεσμούς (σχολεία, ΜΜΕ, πανεπιστήμια, ερευνητικά
κέντρα, κέντρα αποφάσεων, δραστηριότητες διεθνών σχέσεων) από κάθε
αντιφρονούντα λόγο.
Στην ελληνική επικράτεια, αναφορικά με τον ιστορικό αναθεωρητισμό,
παρατηρούνται δύο πόλοι εξουσιαστικής ελίτ. Ο ένας είναι εξωτερικός, με
πολιτικό στόχο τον κατευνασμό του εθνικισμού στις βαλκανικές χώρες και
τις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας. Ο εσωτερικός έχει ως εκτελεστικό όργανο
την ελίτ των διανοουμένων της ευρωπαϊκής Αριστεράς (με χαρακτηριστική
Κατοχή -‘διοίκηση’ σύμφωνα με την ιδεολογική αποφόρτιση στο αναθεωρημένο
σχολικό βιβλίο ιστορίας- στα Πανεπιστήμια, τον Τύπο, σε Κρατικές
υπηρεσίες, όπως και η προώθηση της Φιλίας των αδελφών λαών). ∆εν είναι
τυχαίο ότι σε μέλη της απευθύνθηκε το αίτημα για αποδόμηση του σχολικού
εγχειριδίου ιστορίας, σύμφωνα με τις συστάσεις του ‘δημοκρατικού’
ευρωπαϊκού κέντρου για τη ‘συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη’.

Τι δεν πρέπει να κάνουμε


Το ιδεολογικό εγχείρημα αποδόμησης της εθνικής μας ταυτότητας στο όνομα
της ιδεολογικής αποκάθαρσης υπονομεύει την αυτονομία της Ελλάδας αλλά
και τις ατομικές ταυτότητες των Ελλήνων με την απαγόρευση ανθρωπιστικών
θέσεων ακόμα και ορολογίας.
∆εδομένης όμως της εδραιωμένης βούλησης της ελίτ που ασκεί την
επιστασία μας και δεδομένου ότι η διεκδίκηση της εθνικής ταυτότητας
υπήρξε ανέκαθεν προβληματική για ιστορικούς, πολιτισμικούς, εσωτερικούς
και εξωτερικούς λόγους, θα είναι ατυχής κάθε προσπάθεια παρέμβασης στο
θεσμοποιημένο στη χώρα μας ιστορικό αναθεωρητισμό.
∆εν ισχύει το ίδιο για την αποδόμηση της πολιτισμικής μας ταυτότητας, η
οποία δεν αποτελεί ισχυρό κρίκο δεδομένου ότι ο πολιτισμικός σχετικισμός
για την οικειοποίηση της ταυτότητάς μας από τη δυτική έχει αμβλυνθεί ως
αιωνόβιος. Αλλά και η άμεση διεκδίκηση της πολιτισμικής ταυτότητας ως
‘ελληνικότητας’ θα ήταν ομοίως ατυχής γιατί κάθε διαφορά ερμηνεύεται ως
ρατσιστική ή εθνικιστική.
Σύμφωνα όμως με τα επιχειρήματα του ανωτέρω άρθρου του Α. Μανιτάκη,
μπορούμε έμμεσα να διαφοροποιηθούμε στην πράξη προτάσσοντας το ζήτημα
της ∆ημοκρατίας αφού έτσι κι αλλιώς ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι μόνο
πανανθρώπινος και κοσμοπολιτικός αλλά (εμείς ξέρουμε ότι) αποτελεί
προϋπόθεση και συνέπεια της αληθινής δημοκρατίας.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Αρκεί να αντιταχθούμε στον αναθεωρητισμό εν γένει (όχι άμεσα στον
ιστορικό). Να αντισταθούμε στη σχετικοποίηση των αξιών που κάνει τη
διαφθορά και τον ολοκληρωτισμό μονόδρομο, αλλά και στη σχετικοποίηση του
λόγου που ταυτίζει την κρίση με τον ωφελιμισμό της υπολογιστικής σκέψης.
∆είχνοντας ότι εμείς ξέρουμε πως η ιστορία είναι ανθρώπινη δημιουργία
(κανενός νόμου και καμιάς θεωρίας) και πως η δημοκρατία απαιτεί ηθικούς
κανόνες και αξίες διάκρισης, πείθουμε εαυτούς και άλλους ότι μπορούμε να
μην είμαστε παθητικοί από το φόβο ενός αόρατου συστήματος που επιβάλλει
στο ‘λαουτζίκο’ πολιτιστική εξαχρείωση.
∆είχνοντας το πρόσωπο της ελίτ (που έχει ονοματεπώνυμο, με τον πειστικό
αλλά διακριτικό και αξιοπρεπή τρόπο του Α. Μανιτάκη), πείθουμε εαυτούς
και άλλους πως καταλαβαίνουμε ότι η μη αναγνώριση μιας διακριτής ύπαρξης
οδηγεί αναπόδραστα και συλλογικά σε παραβατική κοινωνική συμπεριφορά
(κλασική αρχή της κοινωνιολογίας).
Μπορούμε άμα θέλουμε να υπερβούμε σε μεγάλο βαθμό τα χάλια μας (αφού
δεν πρόκειται για φυλετικό προσδιορισμό) αρκεί να καταλάβουμε ότι γίναμε
μικρολωποδύτες και μεγαλοϊδεάτες από παντελή στέρηση ταυτότητας. Να
καταλάβουμε ότι η αντιπαλότητα με το (δυτικό και ελληνικό) ∆ιαφωτισμό δεν
είναι εθνικισμός και φονταμενταλισμός αλλά επίγνωση της αντιδημοκρατικής
υποτίμησης του λαού και της ικανότητας του δικού μας να συγκροτεί
αυτόνομη κοινότητα.
Αρκεί να διαμορφώσουμε τη δική μας ιστορική αναθεώρηση και, αντί να την
αντιτάξουμε στο εθνικιστικό ιδεολογικό πλαίσιο, να την εντάξουμε στο
δημοκρατικό πλαίσιο αντίστασης στον πολιτιστικό σχετικισμό.

Παγκόσμια διάσταση
Μπορεί στην εξωτερική πολιτική να μετράει η δύναμη αλλά στην ιστορία
μετράει ο κρίσιμος αριθμός των συνειδητοποιημένων ανθρώπων. ∆εν
απαιτείται αφύπνιση όλων ούτε επαναστατικές διαδικασίες. Αρκεί μια κρίσιμη
μάζα και το ρεύμα δημιουργεί μόνο τους σε συνθήκες ανατροπής.
Οι σημερινές εκδηλώσεις αναθεωρητισμού θα μπορούσαν μάλιστα να
αποδειχθούν μια ‘ευτυχής συγκυρία’, όχι μόνο γιατί καθιστούν ορατό δια
γυμνού οφθαλμού ποιος και πώς ευθύνεται για την κακοδαιμονία μας, αλλά
γιατί παράλληλα αναπτύσσεται ισχυρό ένα παγκόσμιο ρεύμα αντίδρασης στην
ασημαντότητα της ζωής και στον κίνδυνο ολοκληρωτισμού.
Ιστορία και εθνοκάθαρση.
Παρατηρήσεις σε μια δήλωση.
Του Γιώργου Κοντογιώρη
contogeorgis.blogspot.coml

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι θέσεις αυτές έχουν να κάμουν με τη


συγκυρία που προκάλεσε το αίτημα της αναθεώρησης της ιστορίας. Το αίτημα
αυτό εμφανίσθηκε πριν από λίγα χρόνια, όταν η Υπερδύναμη αποφάσισε να
επικαλεσθεί το επιχείρημα της “δημοκρατίας” και των “δικαιωμάτων” ως
όπλο για τη νομιμοποίηση της ηγεμονίας της στον κόσμο. Το «έθνος», στο
πλαίσιο αυτό, εκτιμήθηκε ότι ήταν δυνατόν να εγείρει εμπόδια στο εγχείρημά
της. Είναι προφανές ότι οι αξίες αυτές, για την Υπερδύναμη, αποτελούν
μέσον, όχι αυτοσκοπό. Εάν επομένως πρόθεσή μας είναι να μην
λειτουργήσουμε ως αντικειμενικοί απολογητές του ηγεμόνα, αλλά ως
θεράποντες των ανθρωπιστικών αξιών, θα πρέπει να σταθούμε απέναντι
στην προσέγγιση της πολιτικής ως δύναμης την οποία στις διακρατικές
σχέσεις διακινούν καταφανώς οι ισχυροί. ∆εν είδα όμως κανέναν από τους
ηρακλείς αυτούς των αξιών του ανθρώπου να ορθώνεται κατά της επιλογής
αυτής της Υπερδύναμης.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στην ίδια την έννοια της εθνοκάθαρσης. Ο


ακαδημαϊκός δάσκαλος, και όταν ακόμη ομιλεί ως πολίτης, οφείλει να έχει
κατά νουν ότι οι έννοιες είναι ακριβείς. ∆εν έχουν δηλαδή το περιεχόμενο
που υπαγορεύει το πάθος, ο φανατισμός ή η συγκυρία. ∆ιότι διδάσκει και, το
χειρότερο, εκτίθεται. Η έννοια της εθνοκάθαρσης είναι καταχωρημένη στη
διεθνή βιβλιογραφία, δεν είναι άγνωστη. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι όλα
όσα επικαλείται ο καλός συνάδελφος είναι αληθή, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι
δεν συγκροτούν την έννοια της εθνοκάθαρσης. Καταγράφονται στις συνθήκες
του πολέμου της εποχής. Τουλάχιστον μέχρι και τον ∆εύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο, για να μην πω μέχρι σήμερα, οι παράπλευρες απώλειες του πολέμου
είναι σαφώς μεγαλύτερες από εκείνες του πεδίου της μάχης. Μήπως πρέπει
να υπενθυμίσω τις τρομακτικές απώλειες αμάχων στο Ιράκ που
συσσωρεύθηκαν μέχρι σήμερα ή πρόσφατα στην Παλαιστίνη;

Οπωσδήποτε, είναι τουλάχιστον ανήθικο να προβάλλονται τα επακόλουθα


του πολέμου θύματα της μιας πλευράς ως αντιστάθμισμα της γενοκτονίας
που επιχείρησε συστηματικά η άλλη. ∆ιότι εντέλει η σκληρότητα του πολέμου
συναρτάται με τα αίτια που τον προκαλεί. Ο πόλεμος της Μικρασίας, ακόμη
και αν προς στιγμήν αγνοήσουμε τις επιβαρύνσεις της κατάκτησης, δεν είναι
άσχετος με τη στρατηγική για την εθνοκάθαρση που έθεσαν σε εφαρμογή οι
Τούρκοι στο γύρισμα του 20ου αιώνα και η οποία απέβλεπε στην εξόντωση
του έθνους των Αρμενίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.

Τρίτη παρατήρηση: ο πόλεμος της Μικράς Ασίας, όπως κάθε πόλεμος, δεν
αποτιμάται από τον αριθμό των θυμάτων, αλλά από το διακύβευμά του. Το
διακύβευμα, είτε μας αρέσει είτε όχι, ήταν η εθνική ολοκλήρωση. Η
μικρασιατική εκστρατεία αποτελεί την τελευταία πράξη του εγχειρήματος για
τη μερική ανατροπή του αποτελέσματος της κατάκτησης που ολοκληρώθηκε
το 1453. Αυτό που έγινε στη Μικρά Ασία αποτελεί συνέχεια της Ελληνικής
Επανάστασης του 1821. Και τότε οι Έλληνες ήσαν οι «επιτιθέμενοι», όπως
και πολλές φορές αργότερα (π.χ. στους βαλκανικούς πολέμους), αφού αυτοί
ήσαν εκείνοι που ως υπόδουλοι επεδίωκαν την ελευθερία τους. Αν
αρνούμαστε στους Έλληνες της Μικράς Ασίας το νόμιμο δικαίωμα της
ελευθερίας γιατί να το δεχθούμε για τους Έλληνες της Πελοποννήσου και
της Στερεάς το 1821; Και γιατί άραγε, αφού “μας κόφτουν” οι ελευθερίες και
τα δικαιώματα δεν αντιστρέφουμε το ερώτημα, καταλογίζοντας στους
Τούρκους την άρνησή τους να αποδώσουν την ελευθερία στους Έλληνες; Θα
είχε γίνει η Επανάσταση του '21 ή ο μικρασιατικός πόλεμος -και οι
φρικαλεότητές του- αν οι Τούρκοι δεν επέμεναν να συμπεριφέρονται ως
κατακτητές; Φυσικά είναι ανόητο να προσποιούμαστε ότι δεν
αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στον “επιτιθέμενο” με πρόσημο το
διακύβευμα της εθνικής ελευθερίας ή, ακόμη, ανάμεσα στο σκοπούμενο, την
απελευθέρωση των Ελλήνων στις προαιώνιες εστίες τους, και στην, ανόητη
έως εγκληματική κατά τα άλλα, στρατηγική της προέλασης προς την Άγκυρα.

Η τελευταία επισήμανση συνδέεται με το προσχηματικό μέρος της


αντίδρασης. Οι θιασώτες της άποψης αυτής διατείνονται ότι έτσι επιτίθενται
στον ελληνικό εθνικισμό. Στην πραγματικότητα, δεν κάνουν τίποτε άλλο από
το να μεταβάλλονται οι ίδιοι σε “βαποράκια” του εθνικισμού του “άλλου” -εν
προκειμένω του τουρκικού- τον οποίο εξαγνίζουν στις χειρότερες πτυχές
του, καθώς και σε όχημα για τη νομιμοποίηση του εγχειρήματος του Ηγεμόνα
να θέσει στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής του ισχύος τα δικαιώματα του
ανθρώπου. ∆εν αντιλαμβάνονται, μάλιστα, ότι οι μνήμες στα εκατομμύρια
θύματα της μικρασιατικής εθνοκάθαρσης είναι νωπές. Και όταν πληγώνει
κανείς τη μνήμη του θύματος είναι σαν να οπλίζει το χέρι του με θυμό.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση στους κύκλους αυτούς, ωστόσο, είναι ότι
επιλέγουν σταθερά τους αφορισμούς και την αυθεντία της νομιζόμενης
ορθοφροσύνης, ουδέποτε όμως τον διάλογο με τους αντιφρονούντες. ∆εν
αντιλαμβάνονται όμως ότι έτσι συμπεριφέρονται ως κοινοί “ταλιμπανιστές”
του φονταμανταλισμού της νεοτερικότητας, αντί ως εκ της θέσεώς τους να
διδάσκουν την ελευθερία.
Η ∆ΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΖΗΤΗΘΗΚΕ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΩ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΗΣ:
«Υπάρχουν γεγονότα τα οποία εάν τα διάβαζε ένα παιδί ή και ένας
μεγαλύτερος θα αισθανόταν ντροπή που είναι Έλληνας και αντίστοιχα
γεγονότα των Τούρκων που δεν τους τα έχουν πει και θα αισθάνονταν
ντροπή που είναι Τούρκοι.
Όμως, η επίθεση το 1919 έγινε από τους Έλληνες. Έκαναν μεγάλα έκτροπα,
σκότωναν παιδιά, γυναίκες, βίαζαν. Καίγανε το ένα χωριό και την μια
κωμόπολη μετά την άλλη. Ουσιαστικά έγινε εθνοκάθαρση, περίπου ότι έκαναν
οι Σέρβοι στην Βοσνία.
Ακόμα και στα στρατιωτικά αρχεία και σε ιστορικά απομνημονεύματα λέγονται
αυτά. Έχει βγει ένα καταπληκτικό βιβλίο του Πέτρου Κωστόπουλου ο οποίος
λέει για τον πόλεμο και τη εθνοκάθαρση στο κομμάτι που αφορά την
Μικρασιατική περίοδο το οποίο το ονομάζει κατάδυση στην κόλαση. Το
βασίσει σε ότι λέγανε οι φαντάροι οι οποίοι αναγκάστηκαν να κάνουν
εγκλήματα.
Οι έλληνες ήταν οι επιτιθέμενοι. Φωτιά και μπούρμπερη έως την Αγκυρα.
Σκοτώνουν σφάζουν, η απόλυτη φρίκη, η απόλυτη ντροπή. Ντρέπεσαι που
είσαι έλληνας» (του Αλέξη Ηρακλείδη).
«Εκπαίδευση και Ετερότητα»

Ο κ. Αθανάσιος Ε. Γκότοβος, καθηγητής Παιδαγωγικής στο


Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, απαντά στη βιβλιοκριτική της κ. Άννας
Φραγκουδάκη με τίτλο «Μετανάστες σαν αδέσποτα σκυλιά» («ΤΑ ΝΕΑ»,
6.6.2009) για το βιβλίο του «Εκπαίδευση και Ετερότητα»:

«Στο άρθρο διαστρεβλώνονται και παραμορφώνονται συστηματικά


επιστημονικές θέσεις που περιέχονται στο βιβλίο μου με τίτλο "Εκπαίδευση
και Ετερότητα" (Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002), ενώ ταυτόχρονα γίνονται
ακραίοι απαξιωτικοί και συκοφαντικοί χαρακτηρισμοί για το πρόσωπό μου. Η
αρθρογράφος φτάνει, μάλιστα, στο απίστευτο σημείο να αποσπά λέξεις από το
κειμενικό τους περιβάλλον και να αποδίδει σ΄ αυτές πολύ διαφορετικό
περιεχόμενο από εκείνο που έχουν αρχικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η
λέξη "αδέσποτη", η οποία χρησιμοποιείται στο βιβλίο μου όχι για πρόσωπα
(μετανάστες), αλλά για τη διαδικασία εισόδου των πρώτων οικονομικών
μεταναστών στη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Έτσι ενώ εγώ
γράφω "Απρόσκλητοι και αδήλωτοι μετανάστες και πρόσφυγες εισρέουν τα
τελευταία δέκα χρόνια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, σε καμία όμως δεν
παρατηρείται το πλήθος και η αναλογία μεταναστών/λαθρομεταναστών που
παρατηρείται στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό της ανορθόδοξης και αδέσποτης
μαζικής εισόδου μεταναστών στη χώρα έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο
στην κοινωνία και την οικονομία, αλλά και στην εκπαίδευση" (σελ. 4). η κ.
Φραγκουδάκη κατασκευάζει ερμηνεία "Μολονότι οι πιο πολλές από τις θέσεις
αυτές είναι κοινές στις ακροδεξιές μειοψηφίες που στην Ελλάδα και την
Ευρώπη ζητούν μεταξύ άλλων τον εκδιωγμό των μεταναστών, δεν ξέρω να
υπήρξε άλλος έως τώρα που να χρησιμοποίησε το επίθετο "αδέσποτος" για
τους μετανάστες. Το επίθετο αρμόζει στους σκύλους και αυτό κανένας, όσο
ακραίες θέσεις και αν είχε, δεν τόλμησε ποτέ να το πει, πόσω μάλλον να το
γράψει και μάλιστα σε "επιστημονικό" βιβλίο" και τιτλοφορεί το άρθρο της
ανάλογα: "Μετανάστες, σαν αδέσποτα σκυλιά".

∆εν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η συγκεκριμένη "ανάγνωση" των θέσεων


και του προσώπου μου (η έκφραση "η ανεξήγητη ιδεολογική μετάλλαξη ενός
παιδαγωγού δημοκράτη..." που χρησιμοποιεί στο άρθρο της η συγγραφέας
είναι χαρακτηριστική) είναι προϊόν άγνοιας ή εφαρμογής της γνωστής
μεθόδου, το αποτέλεσμα ωστόσο παραμένει το ίδιο: ακραία διαστρέβλωση.

Είναι προφανές ότι επιστημονικός διάλογος με τη συγγραφέα του κειμένου


αυτού- που ενώ γνωρίζει ότι το βιβλίο "Εκπαίδευση και Ετερότητα"
κυκλοφορεί από το 2002, αποφάσισε να ασχοληθεί με το περιεχόμενό του
μέσα από τις στήλες μιας εφημερίδας επτά χρόνια μετά- κάτω από αυτές τις
συνθήκες δεν μπορεί να γίνει. Άλλωστε ο επιστημονικός διάλογος γύρω από
τη ∆ιαπολιτισμική Παιδαγωγική προϋποθέτει, εκτός από την κοσμιότητα, και
συγκεκριμένες γνώσεις πάνω στο αντικείμενο. Γι΄ αυτό και δεν πρόκειται να
ασχοληθώ με τέτοιου είδους στοχευμένες "αναγνώσεις" των επιστημονικών
μου απόψεων ούτε εδώ, ούτε πουθενά αλλού. Ένα σχόλιο, όμως, για το
"περιβάλλον" και τη συγκυρία της εκπομπής του μηνύματος που περιέχει το
συκοφαντικό κείμενο, είναι απαραίτητο, δυστυχώς.

Η Άννα Φραγκουδάκη ήταν στο παρελθόν πιο ανεκτική απέναντι στη


διατύπωση επιστημονικών θέσεων που κινούνταν εκτός "ιδεολογικής
γραμμής". Μετά την πρόσφατη στροφή της στο πεδίο της ∆ιαπολιτισμικής
Παιδαγωγικής παραδόξως δίνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να αντέξει το
ορθολογικό επιχείρημα του "άλλου", όταν αυτό δεν είναι συμβατό με τις
ιδεολογικές της προτιμήσεις. Ή μήπως η ουσία είναι τελικά αλλού; Πιθανόν.
Γιατί βλέποντας, υποθέτω, την ιδεολογική μου "μετάλλαξη" η νέα διοίκηση
που προέκυψε από τις εκλογές του 2004 φρόντισε εγκαίρως να με απαλλάξει
από τα καθήκοντά μου στο Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και
∆ιαπολιτισμικής Εκπαίδευσης (ΙΠΟ∆Ε) αλλά και στο Κέντρο Εκπαιδευτικής
Έρευνας. Προφανώς δεν ήθελε να έχει εκεί κάποιον που δεν ανήκει στο
"∆ημοκρατικό Στρατόπεδο" και ο οποίος με τις "ακροδεξιές" του θέσεις θα
αποτελούσε, ως μέλος ενός συμβουλευτικού οργάνου, εμπόδιο εν όψει της
επικείμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που η "νέα διακυβέρνηση"
προωθούσε στον τομέα της ∆ιαπολιτισμικής Παιδαγωγικής εν γένει και
ειδικότερα στην εκπαίδευση των Μουσουλμανοπαίδων. ∆ιακόπηκε, μάλιστα,
τότε με απόφαση του υπουργείου Παιδείας η διαδικασία αξιολόγησης των
αποτελεσμάτων των "καινοτομιών" ∆ιαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, μαζί και
του Προγράμματος Μουσουλμανοπαίδων που είχε ξεκινήσει νωρίτερα το
ΙΠΟ∆Ε. Έτσι ίσως εξηγείται και γιατί η "νέα διακυβέρνηση" εμπιστεύτηκε
την υλοποίηση της εκπαιδευτικής της πολιτικής στο πεδίο της
μουσουλμανικής μειονότητας σε διανοουμένους του "∆ημοκρατικού
Στρατοπέδου".

Το πράγμα είναι μάλλον απλό: με τις θέσεις της Άννας Φραγκουδάκη σε


ζητήματα ∆ιαπολιτισμικής Παιδαγωγικής- με τις οποίες όπως φαίνεται τα
υπουργεία Παιδείας από το 1997 μέχρι το 2008 συνέπλεαν- διαφωνώ, όπως
πάντα, και ουδέποτε το κράτησα μυστικό ούτε από την ίδια, ούτε από την
επιστημονική κοινότητα. Και διαφωνώ όχι μόνον ιδεολογικά, αλλά πρωτίστως
επιστημονικά. Φοβούμαι πως δεν είμαι ο μόνος. Συνιστώ πάντως ψυχραιμία,
καθώς η εποχή των ιδεολογικών εκκαθαρίσεων μέσω του στιγματισμού
κάποιου και της ταξινόμησής του στην κατηγορία του "αντιδραστικού
μιάσματος" γα να πάψει να μπερδεύεται στα πόδια μας, έχει παρέλθει. Η
απόπειρα επιβολής μιας δήθεν "αυθεντικής" ερμηνείας των ιδεών που
περιέχονται στο βιβλίο μου "Εκπαίδευση και Ετερότητα" μέσω της
συστηματικής παραμόρφωσής τους, συνιστά απροκάλυπτη ιδεολογική βία και
είναι, δυστυχώς, πράξη ελάχιστα ακαδημαϊκή. Εκφράζω τη λύπη μου γι΄ αυτό
και ελπίζω η απόπειρα να σκοντάψει στην κριτική σκέψη των αναγνωστών
τόσο του βιβλίου μου, όσο και του κειμένου της κ. Φραγκουδάκη. Όσο για την
προστασία των φοιτητών από "ακροδεξιές" θέσεις, είναι μάλλον περιττή στην
εποχή μας. Μπαίνοντας στο ∆ιαδίκτυο και διαβάζοντας το άρθρο της
εκλεκτής συναδέλφου στα "ΝΕΑ" οι φοιτητές μπορούν να πάρουν τα
απαραίτητα αντισώματα για να αποκτήσουν ανοσία απέναντι στη
"μοναρχοφασιστική αντίδραση".

Οι ζηλωτές της νέας πολιτικής ορθότητας αργά ή γρήγορα θα εμφανίζονταν


επιθετικά στο προσκήνιο σε μια κοινωνία ιδεολογικά παράλυτη και σε ένα
κράτος με κομματικό σύστημα αυτο-εξυπηρετικό και ανίκανο να συλλάβει και
να πραγματώσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Το ότι όμως ορισμένοι θα
παλινδρομούσαν στον εμφυλιοπολεμικό λόγο γα την υπεράσπιση των θέσεων
και των υποθέσεών τους, λίγοι το περίμεναν. Και όμως, το Στρατόπεδο της
Πολιτικής Ορθότητας είναι γεγονός, και η συμβολή του στη διαμόρφωση της
εκπαιδευτικής πολιτικής μιας διανεμητικού ήθους και αδιάφορης για το
εκπαιδευτικό αποτέλεσμα διοίκησης είναι διαχρονική.

Σημεία των καιρών...».


9 Ιουνίου 2009
Το πολιτικώς ορθό, ο πολιτιστικός μαρξισμός και τα
νέα σχολικά βιβλία
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
∆ικηγόρος και Μεταπτυχιακός φοιτητής της Νομικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών
Αντίβαρο, Μάιος 2007

Από πού προέρχονται όλα αυτά τα ωστικά κύματα κριτικής που έχουν ως
σκοπό την αποδόμηση της Ιστορίας;
Σε ποιες ράγες ‘τρέχει’ αυτή η αμφισβήτηση;
Ξαφνικά ο ελληνικός λαός πληροφορείται από μερίδα πανεπιστημιακών
‘ειδικών’ ότι η ιστορική του μνήμη είναι κάλπικη. Ο λαός μαθαίνει ότι τα
σχολικά βιβλία είναι γεμάτα από εθνικιστικούς και θρησκευτικούς μύθους,
από δοξασίες επικίνδυνες, διότι μάς διεγείρουν στην σύγκρουση και τον
πόλεμο με τους γειτονικούς λαούς. Κάθε κοινωνικό κακό αποδίδεται στην
εθνικιστική αντιεπιστημονικότητα και συντηρητική φαυλότητα των παλαιών
βιβλίων. Οι Έλληνες καλούνται να αποδεχθούν το ‘στρογγύλεμα’ της
ιστορικής αλήθειας, να γίνουν πιο ‘επιστημονικοί’ με την Ιστορία τους, να
υποφέρουν σιωπηλά την απόκρυψη γεγονότων για το καλό των διεθνών
σχέσεων της Χώρας. Οι ήρωες και οι αγωνιστές αναθεωρούνται σε
επικίνδυνους βαρβάρους και εγκληματίες, γιατί τάχα, όπως δεν έδιναν
σημασία για την δική τους ζωή, έτσι δεν εκτιμούσαν και τις ζωές που
αφαιρούσαν. Τα πολεμικά κατορθώματα (από)καθηλώνονται, γιατί προτείνουν
έναν ιδανικό επικίνδυνο για την σημερινή ειρήνη. Οι Έλληνες καλούνται να
γίνουν πιο προσεκτικοί με το ποιους έχουν σε υπόληψη, ενώ παραινούνται να
αναγνωρίσουν αξία σε νέες προσωπικότητες, που είχε σκεπάσει η (sic!)
‘συντηρητική’ ιδεολογία του παρελθόντος. ∆εν είναι εποχή για ήρωες (αυτός
ο ανθρωπολογικός τύπος είναι επικίνδυνος!), δεν είναι εποχή για Εκκλησίες
(αυτές ήσαν πάντοτε αρνητικές για την κοινωνία!), δεν είναι εποχή για
Έλληνες (ο πολυπολιτισμός είναι πιο μοντέρνος και ωφέλιμος!).

Για να καθιερωθεί και να δικαιολογηθεί πειστικά το νέο ιδεολογικό καθεστώς


του πολιτικώς ορθού χρειάζεται την δική του αφήγηση, να ανασκευαστεί το
ιστορικό παρελθόν, ώστε να δικαιολογεί ως φυσιολογική εξέλιξη την
επιχειρούμενη τωρινή αλλαγή πορείας. Για να διευκολυνθεί το
‘εθνοαπολυμαντικό’ έργο πρέπει η αναγκαία πλειοψηφία να πεισθεί είτε ότι
το παρελθόν ήταν γενικά κακό και σήμερα πρέπει να αλλάξει, λόγω
νεοτέρων συνθηκών, είτε ότι το παρελθόν ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι
νομίζαμε και συνεπώς ζούμε σε αντίφαση προς την αληθινή ιστορική
πραγματικότητα, που μόλις προσφάτως διεκόπη λόγω της (sic!) ανορθόδοξης
επιβολής παραγόντων, όπως η Εκκλησία και η ζοφερή Επταετία! ∆ηλ.
προτείνεται αφ’ ενός επανάσταση ενάντια στο κακό παρελθόν αφ’ ετέρου
επανάσταση υπέρ του καλού παρελθόντος που απλώς είχαμε λησμονήσει
δίκην ‘συντηρητικής’ συνωμοσίας. Στην πρώτη περίπτωση-μέθοδο ο πολύς
κόσμος αντιδρά απότομα στην νέα αφήγηση και τους ‘λειτουργούς’ της, γιατί
δεν δέχεται εύκολα να στιγματίζεται σκόπιμα το παρελθόν του, στην δεύτερη
ευγνωμονεί τους ‘χειραφέτες’ του που τού θύμισαν τον δήθεν πραγματικό
εαυτό του. Αμφότερες δοκιμάστηκαν στο ίδιο σχολικό βιβλίο Ιστορίας:

Η πρώτη μέθοδος εφαρμόστηκε με το δήθεν γεγονός ότι «στην προκυμαία


της Σμύρνης οι Έλληνες απλώς συνωστίζονταν». Το εγχείρημα στέφθηκε με
αποτυχία. Οι ‘αφηγητές’ δεν είχαν προβλέψει τόση αντίδραση. Η προϊούσα
αλαζονεία τους, λόγω ανεμπόδιστης μέχρι πρότινος ‘προέλασης’ στα Μ.Μ.Ε.,
τούς εμπόδισε να αφουγκραστούν το γεγονός ότι μερικοί ακόμη θυμούνται.
Ο δεύτερος τρόπος ήταν π.χ. η προβολή της γυναίκας στην ελληνική ιστορία:
ο ιδιότυπος αναχρονισμός και η υπερανάδειξη του γυναικείου παράγοντα με
συγκρίσεις ακατάλληλες, όπως ότι ανάμεσα στους 6 μεγαλύτερους Έλληνες
λογοτέχνες του 19ου αιώνα συγκαταλέγονται η Ελισάβετ Μαρτινέγκου και η
Καλλιρόη Παρρέν τυγχάνει σαφώς ευμενέστερης υποδοχής από το κοινό,
γιατί κολακεύει τον μισό ελληνικό λαό. Η ‘ποσόστωση’ στην Ιστορία πιάνει
τόπο, γιατί κανείς δεν θα τολμήσει να αντιδράσει ενάντια στα συμφέροντα του
51% των πολιτών. Το έμμεσο ψέμα εν προκειμένω είναι ακαταμάχητο. Η
συγγραφική ομάδα εδώ πιάνει τον παλμό της ελληνικής κοινωνίας: το
πολιτικώς ορθό είναι η πιο ταχέως αναπτυσσόμενη ιδεολογία στις ημέρες
μας, επιβάλλεται άλλως τε από το ίδιο το κράτος διά των ποσοστώσεων
(θετική δράση).

Η ιδεολογία του ‘πολιτικώς ορθού’ είναι μια αρρωστημένη εφαρμογή ενός


(πολιτιστικού) μαρξισμού. Οι μεταξύ τους ομοιότητες είναι προφανείς:
α) Και οι δύο είναι ολοκληρωτικές ιδεολογίες άλλοτε ήπιες (παρακώλυση
της ακαδημαϊκής καριέρας του ‘αντιφρονούντα’ και εφαρμογή οργανωμένης
ιδεολογικής τρομοκρατίας) άλλοτε σκληρότερες (‘δολοφονία χαρακτήρων’ μετ’
επιτάσεως της ιδεολογικής τρομοκρατίας και επιβολή ποινών, ακόμη και
φυλάκισης, όπως επιβλήθηκε π.χ. στον Βρετανό ιστορικό David Irving για
την άρνηση του Ολοκαυτώματος).
β) Και οι δύο είναι υπέρ της μονοσήμαντης ερμηνείας/εξήγησης της
Ιστορίας, δηλ. ένας μόνος παράγοντας είναι ικανό εργαλείο για την ερμηνεία
της κακοδαιμονίας μας (βλ. καπιταλιστική καταπίεση της εργατικής τάξης
από τους εκάστοτε δυνατούς, το obiter dictum της οποίας εν Ελλάδι είναι
ότι η ελληνοχριστιανική παράδοση δεν μάς επιτρέπει να εκσυγχρονιστούμε).
γ) Κάποιες ομάδες θεωρούνται a priori ‘καλές’ και κάποιες άλλες ‘κακές’.
Τον ρόλο του ‘καλού’ τελευταία μονοπωλούν οι πάσης φύσεως μειονότητες,
ενώ τον ρόλο του ‘κακού’ η ‘ελληνοχριστιανική’ πλειοψηφία, η οποία
ενοχοποιείται σε τακτική βάση για να μην διανοηθεί να αντιδράσει. Οι
αγιοποιημένες μειονότητες απασχολούν περισσότερο τις ακαδημαϊκές πένες,
γίνονται πιο σημαντικές, κριτήριο πολιτισμού της κοινωνίας: τα δικαιώματα
των ομοφυλοφίλων στο γάμο και την υιοθεσία τέκνων, τα δικαιώματα των
μουσουλμάνων ως Τούρκων, των ανύπαρκτων σλαβοφώνων ‘Μακεδόνων’,
των ‘αδύναμων’ γυναικών (αλήθεια που έγκειται η ‘μειονεξία’ της σύγχρονης
γυναίκας;) και των (λαθρο)μεταναστών λαμβάνουν μέρος σε έναν ιδιότυπο
πλειοδοτικό πλειστηριασμό με αποτέλεσμα τα δικαιώματά τους να
υπεραναπτύσσονται δι’ ενός κυριολεκτικά γελοιοποιητικού ‘ξεχειλώματος’
(βλ. π.χ. πρόσφατο νόμο για την σεξουαλική παρενόχληση, ο οποίος
μεταθέτει το βάρος απόδειξης στον εναγόμενο!)
δ) Και οι δύο χρησιμοποιούν την τακτική της απαλλοτρίωσης των
δικαιωμάτων του άλλου για να υπερισχύσουν: η επιβολή του μεγαλύτερου
μέτρου ανισότητας που επινοήθηκε ποτέ, η ποσόστωση, είναι ακριβώς αυτό.
Τα δικαιώματα του αξιότερου απαλλοτριώνονται χωρίς αποζημίωση υπέρ των
μειονεκτούντων, χωρίς, ωστόσο, να είναι υπαρκτή πάντοτε αυτή η μειονεξία.
Με τον ίδιο τρόπο π.χ. που κάποτε η ιδιότητα του μέλους της πλειοψηφίας
παρείχε προνόμια άνευ άλλου τινός παραβιάζοντας την ισότητα, τώρα τα
παρέχει η ιδιότητα ως μέλους μιας μειοψηφίας. Με άλλοθι την ισότητα
επιβάλλεται η πολιτικώς ορθή ανισότητα και στρεβλώνεται το περιβάλλον
αξιοκρατίας και υγιούς ανταγωνισμού για την επίτευξη αμφίβολων
αποτελεσμάτων στον τομέα της πολιτισμικής και κοινωνικής προόδου.

Αυτοί που πολεμούν για τα δικαιώματα του ανθρώπου ενάντια στην κρατική
επέμβαση, αυτοί οι ίδιοι στις ημέρες μας έχουν καταλάβει, συνήθως με
ύποπτο τρόπο μάλιστα, θέσεις στην κρατική μηχανή για να επιβάλλουν
‘δημοκρατικά’ τις δικές τους απόψεις, την ιδεολογία τους. Είναι το κλασικό
σύμπτωμα του ‘εθνοσωτήρα’ που με την ανάληψη της εξουσίας
μεταμορφώνεται σε τύραννο στην θέση του προκατόχου του τυράννου. Οι
ισχυρότεροι εκπρόσωποι της νέας τάσης είναι νεόκοποι καθηγητές που
έχουν αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς με ‘άρχοντες των ΜΜΕ’ και
χρηματοδότες του εξωτερικού (βλ. πρόσφατο παράδειγμα του CDRSEE, το
οποίο χρηματοδοτείται από πλειάδα συμφερόντων, όπως το Υπουργείο
Εξωτερικών των Η.Π.Α., ο Οργανισμός των Η.Π.Α. για τη ∆ιεθνή Ανάπτυξη,
το Υπουργείο Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας της Γερμανίας,
το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη κ.ά).

Η πολιτικώς ορθή ιστοριογραφία, η ‘light’ ή ‘pink clouds’ Ιστορία δεν


πρόκειται να επιτύχει τον διακηρυγμένο καλοπροαίρετο σκοπό της: την
συναδέλφωση των λαών, γιατί υποθάλπει το συστατικό κάθε δηλητηριασμένης
σχέσης με ελάχιστες πιθανότητες ευτυχούς τέλους: το ψέμα με την μορφή
του εξωραϊσμού και της παράλειψης, που όταν κάποτε ανακαλύπτεται –και
αυτό η Ιστορία διδάσκει ότι είναι αναπόδραστο- το συναίσθημα της διάψευσης
βλάπτει θανάσιμα ό,τι κτίσθηκε. Η μεταγενέστερη αποκάλυψη της αλήθειας
θα ξυπνήσει ακραία αντανακλαστικά και κοινωνικές συγκρούσεις που θα
μπορούσαν να αποφευχθούν απλώς τηρώντας το αυτονόητο: κρατώντας το
σύστημα της εξωθεσμικά χρηματοδοτούμενης ιδεολογίας έξω από το
εκπαιδευτικό μας σύστημα.
****
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» με τον τίτλο «Ο
μαρξισμός ξανάρχεται με πολιτιστική προβιά», τ. 1566, σελ. 32-35,
23.04.2007.
«Νέα Ιστορία», ή πως μια ουτοπία γίνεται
πραγματικότητα
Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις... άξια κερδίζουν το
ψωμί τους, αποκαλύπτοντας συνεχώς μειονότητες!
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Αντίβαρο, Ιούλιος 2007

Όχι, το βιβλίο Ιστορίας ΣΤ' ∆ημοτικού δεν αποσύρεται. Θα «διορθωθεί»


από τους ίδιους τους συγγραφείς του, οι οποίοι θα φροντίσουν να μην αλλάξει
η βασική του φιλοσοφία. Η υπουργός κ. Γιαννάκου είναι διατεθειμένη να
υποστεί οποιοδήποτε πολιτικό κόστος για ένα βιβλιαράκι μιας μέχρι
πρότινος άσημης καθηγήτριας.

Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι μια αλυσίδα είναι τόσο ισχυρή όσο ο ασθενέστερος κρίκος της.
Ή ένα αμυντικό τείχος όσο ο χαμηλότερος προμαχώνας του. Εγκατάλειψη του
ασθενούς σημείου στον εχθρό μπορεί να επιφέρει τη άλωση ολόκληρου του
οχυρού. Γι' αυτό ο υπεύθυνος στρατιώτης έχει τις διαταγές του:

Καμία υποχώρηση!
Αν παρακούσει θα λογοδοτήσει και θα τιμωρηθεί σκληρά.

∆ιότι διακυβεύεται ολόκληρο το αμυντικό σύστημα, που στήθηκε με


νυκτερινές υπερωρίες, με συνωμοτικό συντονισμό ενεργειών και
εντεταλμένων στρατιωτικών και με μεγάλο οικονομικό κόστος για το μακρινό
κέντρο γενικού στρατηγικού σχεδιασμού.Ακόμα και του ίδιου του
πρωθυπουργού τα χέρια είναι δεμένα, όπως κάποτε διαπίστωσε ο επίσης
πρωθυπουργός συγγενής του, οπότε και αναφώνησε με οργή:

«Μα επιτέλους ποιός κυβερνάει αυτόν τον τόπο;»

Ο ελλαδικός Ελληνισμός έχει λοιπόν να αντιμετωπίσει ακέραια την αλυσίδα


της εθνοκτονίας: Το «Κέντρο για τη Συμφιλίωση και τη ∆ημοκρατία στη
Νοτιοανατολική Ευρώπη», ως σπόνσορα της διαβαλκανικής ομάδας
επεξεργασίας της «Νέας Ιστορίας» (Joint History Project), με τους
έλληνες συνεργάτες της εν λόγω ομάδας ονομαστικά στο διαδίκτυο. Κάποια
ονόματα εν τω μεταξύ πανελληνίως γνωστά (λόγω της έριδας ΣΤ\'
∆ημοτικού), άλλα γνωστά μόνο σε πανεπιστημιακούς κύκλους. Μέλημά τους
όπως προγραμματικά τέθηκε σε συνέδριο εν Ελλάδι το 2002, είναι να
μετατρέψουν τα «δεδομένα της ελληνικής ιστορίας σε ζητούμενα».

Να αποδομήσουν σήμερα το ελληνικό έθνος δια του κρατικού λόγου, ο


οποίος αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να το συγκροτήσει. Η αποδόμηση αυτή
θα πραγματοποιηθεί (ελλείψει μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης) σε ένα κρατικό
μόρφωμα, που ενώ εξακολουθεί να οριοθετείται στα πλαίσια του ελληνικού
κράτους, δεν συγκροτείται από το ελληνικό έθνος αλλά από τον
πολυπολιτισμό και πολυεθνοτισμό.

Με εφαλτήριο τα πολιτισμικά δικαιώματα και τις μειονότητες να επιτύχουν


τη διάλυση της εθνικής ταυτότητας, η οποία θα έχει προηγουμένως
αποδυναμωθεί από την επιστημονική κριτική του «μύθου της συνέχειας»
του ελληνικού έθνους (από το βιβλίο «1204» του Γ. Καραμπελιά, 2007).

Είχε παρατηρηθεί, ήδη πριν από μια δεκαετία, ότι οι έλληνες «διεθνιστές»
ήταν αιθεροβάμονες, καθ' ότι η ουτοπία τους περί διεθνοποίησης της
Ελλάδας θα είχε νόημα μόνο εάν υπήρχε μια παγκόσμια κυβέρνηση που δεν
υπάρχει, ίσως δεν θα υπάρξει ποτέ και αν υπήρχε θα ήταν τυραννία. (Π.
Ήφαιστος, «Η εξωελληνική νοοτροπία», 1997.) ∆ιότι η μόνη πολιτική
πραγματικότητα, ακόμα και υπό τις σημερινές συνθήκες οικονομικής
διεθνοποίησης, είτε το θέλουν οι «διεθνιστές» μας είτε όχι, δεν είναι άλλη
από τα έθνη-κράτη και οι σχέσεις μεταξύ τους όπως προβλέπονται από το
διεθνές δίκαιο. (Οι παρεμβάσεις του Μπους στο εσωτερικό άλλων κρατών,
όπως και αυτές των προκατόχων του, δεν άλλαξαν την οικονομική εθνική
τάξη πραγμάτων και δεν αναίρεσαν την έννοια του εθνικού συμφέροντος.)

Πως να προβλέψει κανείς από πριν από μία δεκαετία ότι με μια στρατηγική
ενθάρρυνσης του εποικισμού της Ελλάδας από ξένες εθνότητες
(λαθρομετανάστευση), η ουτοπία της διεθνοποίησης της Ελλάδας, ολωσδιόλου
δίχως εξωτερικά ερείσματα, θα γινόταν παρά ταύτα πραγματικότητα;

Πώς να προβλέψει κανείς ότι το εθνικό κράτος θα συναινούσε, είτε ως


υπουργείο Εσωτερικών είτε ως υπουργείο Παιδείας, στη διεθνή πρωτοτυπία
της κατάλυσης του κυρίαρχου, κατά το Σύνταγμα, ελληνικού έθνους από το
ίδιο το κράτος, που είναι εντεταλμένο να προστατεύει την εθνική κυριαρχία;
(Ήδη προτάθηκε και από τον αρχηγό της αντιπολιτεύσεως η αλλαγή του
χαρακτήρα του Συντάγματος του ελληνικού έθνους σε πολυεθνοτικό, με τη
νεφελώδη αιτιολόγηση της «εποχής της παγκοσμιοποίησης»).

Σε αυτήν την διόλου ουτοπική και μάλιστα πολύ πραγματική προοπτική ζουν
και εργάζονται οι εντόπιοι απόστολοι της «Νέας Ιστορίας». Το επόμενο
βήμα τους (λόγω της προκύψασας απροσδόκητης λαϊκής αντιστάσεως στα
εργαστηριακά τους πονήματα για τα πολυπολιτισμικά μας σχολεία) θα έλθει
με κάποια καθυστέρηση και θα είναι το εξής:

«Είναι μύθος ότι είστε Έλληνες και ότι υπάρχει Ελλάδα. Ένας μύθος
που επέβαλε κατά την ίδρυση του κράτους ο φιλελληνισμός της
Ευρώπης. ∆εν είστε τίποτε άλλο από βαλκάνια συνονθυλεύματα και
ανεμοσκορπίσματα. ∆εν υπήρχε στην πραγματικότητα εξαρχής τίποτα
που να κινδυνεύει σήμερα να χαθεί. Η απώλεια της εθνικής σας
κυριαρχίας δεν είναι άλλο παρά λύτρωση από τις αυταπάτες σας.
Καλώς ήλθατε στον Ωραίο Νέο Κόσμο μας!»

22-4-07 TO ΠΑΡΟΝ
Ο ιστορικός αναθεωρητισμός του κ. Βερέμη
Συγγραφέας: Σπύρος Κουτρούλης
Φύλλο 11
Άρδην-Ρήξη

Ο κ. Βερέμης, ως γνωστόν, έχει αναλάβει κεντρικό ρόλο στην διαμόρφωση


της κυβερνητικής πολιτικής στον χώρο της παιδείας.

Παράλληλα ως από καθέδρας ιστορικός επανερμηνεύει την νεώτερη


ελληνική ιστορία για τις ανάγκες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και του νέο-
οθωμανισμού.

Όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του (Ελλάς η σύγχρονη ιστορία. Από
το 1821 μέχρι σήμερα, εκδ. Καστανιώτη) και επαναλαμβάνει σε συνέντευξή
του στο «Βήμα»(25/2/2007) η ιστοριογραφία του είναι αναθεωρητική.
Όμως ο αναθεωρητισμός είναι ένας όρος επιβαρυμένος, διότι ονοματίζει την
προσπάθεια ορισμένων ιστορικών να ερμηνεύσουν τα σημαντικότερα γεγονότα
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιώνεται τελικά ο
ναζισμός.

Βέβαια η περίπτωση του κ. Βερέμη δεν είναι τέτοια. Ο λόγος του όμως
είναι βαθύτατα ιδεοληπτικός και μανιχαϊστικός, δεν γνωρίζει αποχρώσεις.
Παρουσιάζει δε αξιοπρόσεκτη ταύτιση στην ερμηνεία της ιστορίας με
κάποιους άλλους νεώτερους ιστορικούς ή δημοσιογράφους που δηλώνουν
«αριστεροί». Ελιτιστής, εχθρεύεται τον λαό ως επιστημονική κατηγορία και
ως ζωντανή πραγματικότητα. Όπως λέγει στον δημοσιογράφο του «Βημάτος»
«Μέσα σε κάθε Έλληνα παραμονεύει ένας βραχυπρόθεσμος αρματολός, ο
οποίος θέλει να κρατήσει τα κεκτημένα». Με αυτόν τον τρόπο συκοφαντείται
ο αντιστασιακός χαρακτήρας του νεώτερου ελληνισμού. ∆ιότι οι «αντάρτες»
είτε ανέβηκαν στα βουνά, είτε έζησαν μέσα στις πόλεις, έχουν ένα
προσωπικό κόστος για τις επιλογές, που δεν έχουν βέβαια όσοι θωπεύουν
την εκάστοτε εξουσία, ή επωφελούνται από τα διάφορα σχέδια Marshall ή τα
ευρωπαϊκά προγράμματα.

Όπως και ο Ράμφος, θεωρεί την ελληνική οικογένεια μεγάλο εμπόδιο για το
θρυλούμενο εκσυγχρονισμό. Αλλά το σημαντικότερο πρόβλημα γι’ αυτόν είναι
η «κατατμημένη κοινωνία». Βεβαίως το αντίθετο της είναι ο ισοπεδωτισμός,
η ομοιομορφία της ολοκληρωτικής κοινωνίας. Φυσικά από τον
αναθεωρητισμό του κ. Βερέμη δεν μπορούσε να λείψει η προσπάθεια να
εξιδανικευτεί η τουρκοκρατία. Όπως λέγει ένας από τους μύθους του
νεοελληνικού κράτους είναι η «δίωξη της ελληνοφωνίας από τους
Οθωμανούς, πράγμα που δεν είναι αλήθεια».
Ο κ. Βερέμης εμπνέεται, όπως ισχυρίζεται, από τον Ευρωπαϊκό
∆ιαφωτισμό, τον Κοραή, τον Ρήγα Φεραίο, τον Καποδίστρια. Εμπόδιο σε μια
διαφωτισμένη Ελλάδα είναι, λέει, «οι έχοντες μικρό ή μεγάλο κομμάτι της
τοπικής ή κρατικής εξουσίας, άνθρωποι που δεν θέλουν να αλλάξει το
κεκτημένο. Ήταν οι πρόκριτοι, οι κοτζαμπάσηδες, οι αρματολοί, οι τοπικοί
λαϊκιστές ηγέτες που κολάκευαν το θυμικό του πληθυσμού, ο Παπουλάκος
ως θρησκευόμενος λαϊκιστής» (Βήμα 25.2.2007). Πρότυπό μας πρέπει να
είναι η ∆ύση «έστω η Ιταλία» έστω και αν σε αυτή την χώρα ξεχειλίζει η
διαφθορά, η μαφία, η αρπαγή του δημόσιου χρήματος.

Η πραγματικότητα βέβαια είναι περισσότερο πολύπλοκη από τα σχήματα που


χρησιμοποιεί ο κ. Βερέμης. ∆ίχως την αποφασιστικότητα των
κλεφταρματολών δεν θα είχε ξεσπάσει καν η ελληνική επανάσταση, θα
περίμεναν μαζί με τον Κοραή να «ωριμάσουν οι συνθήκες». Ο Ρήγας Φεραίος
θεωρούσε ως προϋπόθεση για απελευθέρωση από την τουρκική κυριαρχία,
την ενότητα των βαλκανικών λαών, που φυσικά όλοι οι δυτικόπληκτοι δεν
μπορούν να δεχθούν. Ο Καποδίστριας είχε θεμελιώσει το κοινοτικό σύστημα
στην Ελβετία, ενώ όπως απέδειξε ο καθηγητής Ν. Πανταζόπουλος
αποδέχθηκε την ισοτιμία του εθιμικού και του θετού δικαίου, γεγονός που
ευνοούσε τον κοινοτισμό. Ο κοινοβουλευτισμός πέρα από την κριτική που
μπορεί να του ασκηθεί από την πλευρά της άμεσης δημοκρατίας έπαιξε στην
Ελλάδα ένα τελείως διαφορετικό ρόλο από... ∆ύση. Όπως γράφει ο Π.
Κονδύλης ο κοινοβουλευτισμός στην μετεπαναστατική Ελλάδα, «όχι μόνον
ήταν όργανο ιμπεριαλιστικής επιρροής, αλλά και αγωγός των παραδοσιακών,
ενάντιος προς τον ριζικό εκσυγχρονισμό πατριαρχικών δυνάμεων και
νοοτροπιών» (Π. Κονδύλη: «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού» Εκδόσεις
Θεμέλιο, σελ. 26). ∆ηλαδή η πραγματικότητα, είναι εντελώς διαφορετική από
ότι φαντασιώνεται ο κ. Βερέμης. Οι αντιδραστικές δυνάμεις στον
νεοελληνισμό, δεν βρέθηκαν εκτός του κοινοβουλίου, αλλά μέσα σε αυτό.

Αυτά πλέον είναι αρκετά γνωστά, ώστε και στο πιο απομακρυσμένο ελληνικό
καφενείο να ρωτήσεις θα πληροφορηθείς για εκείνους που κατασπατάλησαν
τα δάνεια στην ελληνική επανάσταση και για κείνους που λεηλατούν το
δημόσιο ταμείο σήμερα ατιμώρητα.

To σύγγραμμα του κ. Βερέμη, το εγχειρίδιο της ιστορίας του δημοτικού,


τα αντίστοιχα του Λιάκου και άλλων εντάσσονται σε μια προσπάθεια που
ξεκίνησε από την κυβέρνηση Σημίτη και συνεχίζεται με συνέπεια από την
κυβέρνηση Καραμανλή να αναθεωρηθεί η ελληνική ιστορία. Οι στόχοι δεν
είναι επιστημονικοί, αλλά αποκλειστικά πολιτικοί: να δικαιωθούν τα πλέον
αντιδραστικά νεοφιλελεύθερα μέτρα, να γίνει αποδεκτή η διπλή υποτέλεια
στην ∆ύση και στην Τουρκία.

Πέρα από μια δήθεν «διεθνιστική αριστερά» που είναι πρόθυμη να


υπηρετήσει τα σχέδια της Αυτοκρατορίας στην περιοχή και να υμνολογήσει
τον Κεμάλ Ατατούρκ, η ψύχραιμη επιστημονική έρευνα από στοχαστές σαν
τον Σβορώνο, τον Ν. Πανταζόπουλο ή τον Π. Κονδύλη, μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι δεν είναι ο δωσιλογισμός και η υποταγή αλλά η αντισταση, το
αντάρτικό, το κυριότερο στοιχείο του νεοελληνισμού. Έτοι δε αντάρτες, θα
πρέπει να συνεχίσουμε να είμαστε παρά τις επιθυμίες του κ. Βερέμη, των
οργανικών διανοουμένων, και των καθεστωτικών δημοσιογράφων δήθεν
δεξιάς ή αριστερής απόχρωσης.
Ο αναθεωρητισμός της Ιστορίας: ∆υο παραδείγματα

“Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία…” - Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν
έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ου
αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη “ρεβιζιονισμός”, που
καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται
εναλλακτικά και το. ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο “αναθεωρητισμός”) στις
αρχές του αιώνα . Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus
(re- =“ανά-“+ “videre”= “επισκοπώ, θεωρώ”) μια, αρνητική συνήθως,
κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να
παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας
τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα.

Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον “κλασικό”


ρεβιζιονισμό ( που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από
τις αρχές του αιώνα, από τους “ορθόδοξους” μαρξιστές για να στιγματίσουν
όσους θεωρούν ως αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνω σε μια,
σχετικά πρόσφατη , παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για
τον “ακαδημαϊκό” αναθεωρητισμό της Ιστορίας.

Ο πιο προβεβλημένος εκπτόσωπος της “ακαδημαϊκής” παραλλαγής του


ρεβιζιονισμού είναι ασφαλώς ο βρετανός ιστορικός David Irving, ο οποίος
αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή τον περασμένο ∆εκέμβριο από τις φυλακές
της Αυστρίας, όπου είχε καταδικασθεί σε επταετή εγκλεισμό, επειδή στα
βιβλία του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τόσο το ΄Αουσβιτς, όσο και τα άλλα
ναζιστικά στρατόπεδα δεν είχαν υπαρξει ποτέ.

Μια άλλη παραλλαγή του “ακαδημαϊκού” ρεβιζιονισμού ,που βρίσκεται σε


άμεση συνάφεια με το δικό μας ιστορικό παρελθόν, θεραπεύεται ιδιαίτερα
στην Υπερατλαντική κοσμοκράτειρα. Εκεί, στα πλαίσια του
“πολυπολιτισμικού” μοντέλου, που έχουν ήδη επιβάλλει από το 1967 με
θεσμικά νομοθετήματα στην εκπαίδευση τα μέχρι τότε λιγότερα ευνοημένα
εθνο-κοινωνικά στρώματα, δηλαδή Μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, Εβραίοι
(Bilingual Education Act, to 1967 και National Ethnic Heritage Studies, το
1974), υπάρχουν ήδη πολυάριθμα Α.Ε.Ι. που θεραπέυουν τις “εθνοφυλετικές
Σπουδές” (Ethnic Studies). Μια σύλληψη, που έχει πλέον καθιερώσει και
θεσμικά τον ιστορικό ρεβιζιονισμό στις Η.Π.Α., αφού είναι εκ προοιμίου
αντίθετη προς κάθε τι που θυμίζει τον ευρωκεντρικό “πολιτιστικό
ιμπεριαλισμό” και τις αρχαιοελληνικές ρίζες του. Σε αυτό ακριβώς το
πνευματικό κλίμα , το οποίο μηχανικά μεταφέρει τον πολυφυλετισμό που
χαρακτηρίζει τη σημερινή αμερικανική κοινωνία στο ιστορικό παρελθόν,
αναπτύχθηκε και η “σχολή” εκείνη του ρεβιζιονισμού που ”ανακάλυψε” τις
αφρο-ασιατικές ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με τη “Μαύρη
Αθηνά” ως εμβληματική μορφή της.

Αν, όμως, η “Μαύρη Αθηνά” αποτελεί σήμερα το μακρινό απόηχο ενός


“ακαδημαϊκού” συρμου του ρεβιζιονισμού που έχει πια κοπάσει, δεν συμβαίνει
το ίδιο και με μια νέα παραλλαγή του, η οποία έχει καταστήσει ήδη αισθητή
την παρουσία της και εντός των τειχών. Πρόκειται για την repetita lectio,
την εκ νέου ανάγνωση , των ιστορικών πηγών που αναφέρονται στην ιστορία
των Βαλκανίων και στην οποία μας παροτρύνει το Κέντρο για τη ∆ημοκρατία
και τη Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη (CDRSE).

Πρόκειται για μια Μη-Κυβερνητική Οργάνωση (που αντλεί, ωστόσο τους


πόρους της τόσο από το Υπουργ. Εξωτερικών της Αμερικής, όσο, κυρίως,
από τον Οργανισμό των ΗΠΑ για τη ∆ιεθνή Ανάπτυξη), πρόεδρος της
οποίας είναι ένα υψηλό στέλεχος του Στεϊτ Ντιπαρτμεντ, ο βοηθός-
υφυπουργός εξωτερικών, πρέσβης Ρίτσαρντ Σίφερ και γενικός γραμματέας-
εισηγητής για το πρόγραμμα της Ιστορίας ο Κώστας Καρράς, γόνος
οικογένειας εφοπλιστών από το Λονδίνο.

Έναν “αφοπλισμό της Ιστορίας” προτείνει το Κέντρο αυτό με τα τέσσερα


βιβλία-εργασίας για την Ιστορία των Βαλκανίων που έχει ήδη εκδώσει,
προωθώντας ένα (νεο)ρεβιζιονιστικό μοντέλλο μιας “συναινετικής” θεώρησης
του ιστορικού παρελθόντος των βαλκανικών λαών. ΄Ενα σχεδόν ειδυλλιακό
ιστορικό παρελθόν, στο οποίο ο Οθωμανός δυναστής εμφανίζεται ως ο
νομιμος κάτοχος της κεντρικής εξουσίας σε ολόκληρο το χώρο των
Βαλκανίων.

Αφήνοντας εδώ κατα μέρος το ερώτημα για το ποιόν άραγε ευνοεί η


“συναινετική" αυτή θεώρηση της Ιστορίας θα επισημάνω ότι η δραστηριότητα
του Κέντρου και, κυρίως, οι συστάσεις του για τον τρόπο θεώρησης του
ιστορικού μας παρελθόντος έχουν ήδη καταστήσει και θεσμικά αισθητή την
παρουσία τους στο σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας για την Στ΄ ∆ημοτικού,
που επιβλήθηκε ως διδακτικό με την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
και την ανοχή του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας. Συνένοχοι και αδαείς, οι
Μοιραίοι που “βλάπτουν εξ ίσου την Αποικίαν”

Το δεύτερο παράδειγμα αναθεωρητισμού της Ιστορίας αφορά στη


δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη γειτονική μας Βουλγαρία. Εκεί, στις
22.11.1919, παραμονές της υπογραφής της συνθήκης των Σεβρών
(Aύγουστος 1920), με την οποία ενσωματώθηκε οριστικά με τη συναίνεση
των Συμμάχων η ∆υτική Θράκη στην Eλλάδα, απευθυνόταν ο βούλγαρος
πρωθυπουργός A. Σταμπολίνσκυ (1920-23) με μια προσωπική του επιστολή
προς τον E. Βενιζέλο, ζητώντας την ευνοϊκή μεταχείριση της ηττημένης
χώρας του "...Επειδή είναι προφανές ότι, αν με τη συνθήκη, την οποία θα
υπογράψει η Βουλγαρία τής αφαιρεθούν εδαφικές κτήσεις στη Θράκη, τότε το
βουλγαρικό έθνος όχι μόνο θα υποστεί άλλη μια διαίρεση, αλλά και θα του
στερηθεί η διέξοδος στο Αιγαίο. Είναι εξάλλου ξεκάθαρο ότι μια τέτοια
διέξοδος αντιπροσωπεύει για τη Bουλγαρία μια πολιτική και γεωγραφική αλλά
και οικονομική ανάγκη".Στη μακροσκελή απάντησή του (στις 22.11.1919)
ξεκαθάριζε ο μεγάλος Kρητικός: " Mου είναι, δυστυχώς, αδύνατο να
συμμερισθώ τις απόψεις σας και να παραιτηθώ από την προσάρτηση της ∆υτ.
Θράκης προς όφελος της Βουλγαρίας".

H παρασπονδία της, που είχε προκαλέσει το B΄Bαλκανικό πόλεμο, η


κατάληψη ελληνικών εδαφών στην Aνατ. Mακεδονία, αλλά και οι διωγμοί που
υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός της ∆υτ. Θράκης, την οποία κατείχε η
Βουλγαρία από το 1913, είχαν καταστήσει το κράτος του Σταμπολίνσκυ (ενός
πολιτικού που, για τραγική ειρωνεία, είχε αντιταχθεί σθεναρά στην πολιτική
των προκατόχων του) αφερέγγυο.

" Tη Βουλγαρία τη χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη ψυχολογία, παρόμοια με εκείνην


της Πρωσίας, που την οδηγεί στην πεποίθηση ότι όπου υπάρχει βουλγαρική
μειονότητα, αξίζει εκείνη περισσότερο από τη γηγενή πλειονότητα". H
απόφανση αυτή του Βενιζέλου στην ίδια επιστολή του περιγράφει με
θαυμαστή περιεκτικότητα τη στάση αναθεωρητισμού που χαρακτηρίζει
διαχρονικά- από την εποχή του οράματος της Mεγάλης Bουλγαρίας με τη
συνθήκη του Aγίου Στεφάνου (1878) μέχρι σχεδόν τις μέρες μας- τη στάση
της χώρας αυτής στην Kεντρική Bαλκανική απέναντι στους γείτονές της: στη
Pουμανία είναι η ∆οβρουτζά, στη Σερβία η B. Μακεδονία και στην Ελλάδα η
Mακεδονία και η ∆υτ. Θράκη τα "ιστορικά" εδάφη εκείνα που οι διεθνείς
συνθήκες τα κράτησαν "αλύτρωτα", αποκομμένα από τον εθνικό, τον
βουλγαρικό, τους κορμό...

O αναθεωρητισμός, η άρνηση της Bουλγαρίας να συμβιβασθεί με το


εδαφικό καθεστώς που καθιερώθηκε από τις διεθνείς συνθήκες, έχει
όμως εκτός από τη διεθνή πολιτική του διάσταση, και την "ακαδημαϊκή"
του έκφανση. Όπως στην περίπτωση της Μακεδονίας- που αρχίζουν,
ταυτόχρονα με την αφύπνιση των πολιτικών βλέψεων, να διαμορφώνονται και
οι επιστημονικοφανείς θεωρίες που θέλουν τη Μακεδονία, με τη μητρόπολή
της Θεσσαλονίκη, ως λίκνο του βουλγαρικού έθνους- έτσι και για τη Θράκη
το κρατικό δόγμα θα είναι εκείνο που θα ενθαρρύνει την έρευνα να
αναζητήσει την επιβεβαίωση του βουλγαρικού αναθεωρητισμού με "ιστορικά"
επιχειρήματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τη δολοφονία του Σταμπολίνσκυ (τον Αύγουστο
του 1923), του πολιτικού που πίστεψε με ειλικρίνεια στη βαλκανική
προσέγγιση, από τους εξτρεμιστές των "μακεδονικών" οργανώσεων, ιδρύεται
στη Σόφια το "Μακεδονικό Ινστιτούτο" (ένα ψευδο-ακαδημαϊκό ίδρυμα που
υπηρετεί με τα δημοσιεύματά του το επίσημο κρατικό δόγμα) αλλά και
εμφανίζονται τα πρώτα συγγράμματα που έχουν ως αντικείμενο την Ιστορία
και τον Πολιτισμό των αρχαίων θρακικών φύλων.

H "Θρακολογία" θα καθιερωθεί όμως, ως ιδιαίτερο ακαδημαϊκό αντικείμενο,


μετά τη "σοσιαλιστική επανάσταση" της 9ης Σεπτεμβρίου του 1944 και την
αλλαγή του καθεστώτος στη γειτονική μας χώρα. Στην υπηρεσία του
κρατικού δόγματος του αναθεωρητισμού, που παραμένει αναλλοίωτο, θα
πασχίσουν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Θρακολογίας της Ακαδημίας
Επιστημών με ένα πλήθος από δημοσιεύματα, τη διοργάνωση συνεδρίων και
επιστημονικών συμποσίων σε όλη τη διάρκεια της "σοσιαλιστικής" περιόδου
να καθιερώσουν και διεθνώς το, σταλινικής εμπνεύσεως, ψευδο-διαλεκτικό
ιστορικό σχήμα ότι το βουλγαρικό έθνος αποτελεί τη σύνθεση, το
αμάλγαμα των αρχαίων θρακικών φύλων με τα νοτιοσλαβικά φύλα που
εγκαταστάθηκαν στη Θράκη και τη Mοισία κατά τον 6ο μ.X. αιώνα...

H Ιστορία ως θεραπαινίδα της Eξουσίας - φαινόμενο που, ας το ελπίσουμε,


ανήκει κι'αυτό πια στο παρελθόν, μετά τις αλλαγές που διαδραματίσθηκαν
κατά την τελευταία δεκαετία στη γειτονική μας χώρα...

του Φαίδωνα Μαλιγκούδη


blog Insomnia
H Στρατηγική του Ιστορικού και Πολιτικού
Αναθεωρητισμού
Ηλίας Ηλιόπουλος Ιστορικός
∆ιδάκτωρ (Dr. phil) Πανεπιστημίου Μονάχου
Αντίβαρο, Απρίλιος 2007

Στην «νέα» στρατηγική-ιδεολογική γραμμή της Νεοταξικής Παγκόσμιας


Ηγεμονίας εξέχουσα θέση κατέχει ο ιστορικός Αναθεωρητισμός. Ο
εθνομηδενισμός και η αποδόμηση της εθνικής συνείδησης, ταυτότητας και
ιστορίας εξυπηρετεί ευθέως την αποσταθεροποίηση και γεωπολιτική
αναδιάταξη της Ευρώπης των Εθνών.

Όπως επισημαίναμε ήδη από πολλών ετών, «ένας κρίσιμος αριθμός των
δυτικών δεξαμενών σκέψεως έχει ενστερνισθεί την παλαιά και γνωστή θέση
ότι τα πολυεθνικά κράτη, όπως εκείνα των Καρολιδών, των Αψβούργων ή
των Οσμανιδών, υπήρξαν λειτουργικώτερα από τα διάδοχά τους εθνικά
κράτη. Η «λύση» της ανασυστάσεως των παλαιών αυτοκρατοριών, υπό άλλην
βεβαίως μορφή, ως οριζουσών συνιστωσών μιας παγκοσμίου τάξεως
πραγμάτων, φαίνεται να έχει προκριθεί από πολλού χρόνου, αφ’ ης στιγμής,
μάλιστα, η υπερατλαντική Υπερδύναμις ομολογημένα αδυνατεί να επωμίζεται,
μόνη αυτή, το υπέρογκο βάρος της περιφρουρήσεως της διεθνούς τάξεως»
(Ηλία Ηλιόπουλου, «Από την υπέρβαση της παλαιάς στην χάραξη της νέας
διαχωριστικής γραμμής», περιοδικό «Οίστρος», τ. 9/10, Μόναχο, χειμώνας
1995). Η επιχειρούμενη, όμως, από ορισμένους αναβίωση της αυτοκρατορίας
του Καρλομάγνου (ένα νέο «Ράϊχ» – «Ευρωπαϊκός Πυρήνας») ή της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (επάνοδος της Τουρκίας στην ΝΑ. Ευρώπη, 100
χρόνια μετά την εκδίωξή της το 1913, και ανάδειξή της όχι μόνον σε
Περιφερειακή αλλά και σε Ευρωπαϊκή ∆ύναμη) προαπαιτεί οπωσδήποτε την
αποδόμηση και διάλυση των ιστορικά διαμορφωμένων και πολιτικά κυριάρχων
Εθνών-Κρατών της Βαλκανικής, μέσω της εθνοπολιτισμικής τους μετάλλαξης
– και τον συνακόλουθο εθνοφυλετικό κατακερματισμό τους.

Ακριβώς στο σημείο αυτό, η κυρίαρχη υπερεθνική ελίτ χρησιμοποιεί τις


«καλές υπηρεσίες» των νεοφιλελεύθερων διεθνιστών και των
«αποδομιστών» που προέρχονται από την «μετα-νεωτερική», μετα-εθνική
«Αριστερά», οι οποίοι έχουν αναδειχθεί σε «οργανικούς διανοουμένους» της
Νέας Τάξης και της Παγκόσμιας Ηγεμονίας, δοθείσης και της (ιδιαζούσης)
ροπής των κύκλων αυτών σε αυτό που ο Paul Gottfried αποκαλεί «Πολιτική
Θεολογία», δηλαδή μία σωτηριολογική και ντετερμινιστική, κατ’ ουσίαν
θεολογική, θεώρηση του κόσμου – σε εκκοσμικευμένη, όμως, μορφή (secular),
και όχι σε θρησκευτική όπως άλλοτε (π.χ. Χιλιαστικός Προτεσταντισμός,
Καλβινισμός κ.λ.π.). Πράγματι, η αυτοαποκαλούμενη «προοδευτική
διανόηση» και η σημερινή «light» Ευρω-Αριστερά (τύπου
«Συνασπισμού», αλλά και μεταλλαγμένου και αλωθέντος «Πασόκ»)
επιχειρούν, εδώ και χρόνια, να κρύψουν την ιδεολογική χρεοκοπία τους
καθώς και την (ιστορική πλέον!) αδυναμία τους να διατυπώσουν μία
συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση για την πολιτική, την κοινωνία και
την οικονομία, δραπετεύοντας σε έναν ολοκληρωτικής υφής (βαθύτατα
αντιδημοκρατικό και δημοφοβικό) εθνομηδενισμό.

Για αυτού του είδους την «Αριστερά», λοιπόν, το «τέλος» της πάλαι ποτέ
μαρξιστικής πολιτικής θεολογίας, ο υπέρτατος νομοτελειακός σκοπός της
παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας, έχει αντικατασταθεί από το νέο «τέλος», το
νέο τελικό στάδιο της ανθρωπίνης προοόδου και ιστορίας – και συνάμα, νέο
υπέρτατο σκοπό προς επίτευξιν: την παγκόσμια μετα-εθνική και πολυ-
πολιτισμική κοινωνία. Πρόκειται για μία ακόμη, εκκοσμικευμένη ριζοσπαστική
προτεσταντική «αίρεση», από αυτές που κατά καιρούς και εποχές
ενεφανίσθησαν στο ιστορικό προσκήνιο. Το φαινόμενο δεν είναι δα νέο, και
έχει επαρκώς μελετηθεί, πρωτίστως από την αμερικανική διανόηση – από
την πρώτη φορά που ο εξτρεμιστικός, χιλιαστικός προτεσταντισμός δίδει
την θέση του σε ένα κοσμικό, πλέον, «πολιτικό» κίνημα, τον
Προοδευτισμό («Progressivism»), στις ΗΠΑ κατά το δεύτερο ήμισυ του
19ου αιώνος, μέχρι τον «Εκκοσμικευμένο Καλβινισμό της Νέας
Αριστεράς» (Secularized Calvinism of the New Left), κατά τις
τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνος.

Η τωρινή «αίρεση» του Ολοκληρωτικού «Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού»


(«Postnational / Transnational Progressivism», κατά τον John Fonte, ή
απλώς «Progressivism», κατά τον Παναγιώτη Κονδύλη) δεν υστερεί ούτε σε
ολοκληρωτική και μανιχαϊστική αντίληψη του κόσμου ούτε σε ιεραποστολικό
ζηλωτισμό και φανατισμό ούτε σε ιδεοληπτική μονομέρεια ούτε σε
ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές πρακτικές από τις προηγούμενες. Απ’
εναντίας! Οι «ταλιμπάν» του «Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού»
διακατέχονται εμφανώς από όλα τα τυπικά για κάθε πολιτική θεολογία
σύνδρομα, αλλά στην νιοστή: επηρμένο ελιτισμό, αυτοσυνειδησία
πεφωτισμένης δεσποτείας, βαθύτατη οικειοφοβία και δημοφοβία, και
συνακόλουθη απύθμενη περιφρόνηση και απέχθεια προς τον «λαουτζίκο»
(τις «νοικοκυρές», τους «κτηνοτρόφους», τους «αλευρομάγειρους», τους «μη
ειδικούς», που ακούσαμε και ακούμε αυτόν τον καιρό από Αλαβάνους,
Ρεπούσες, Μπίστηδες, Κουλούρες και Σία!!!).

ΑΝ μπορούσαν, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα «περιορίζονταν», όπως τώρα,


«μόνον» στην καταχρηστική και ασύδοτη εκμετάλλευση όλων των
Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους, που ελέγχουν ασφυκτικά όσο και
αδιατάρακτα τις τελευταίες δεκαετίες, και στην ιδεολογική τρομοκρατία, για
να επιτύχουν την άνωθεν (και εις πείσμα των πολιτών) επιβολή των
δογμάτων και ιδεοληψιών τους. ΑΝ μπορούσαν, θα προχωρούσαν ακόμη
περισσότερο, σύμφωνα με την ολοκληρωτική πολιτική θεολογία τους, και
θα μας έκαναν ό,τι έκαναν στους αντιφρονούντες σε άλλες εποχές οι
ομογάλακτοί τους, ζηλωτές προτέρων πολιτικών αιρέσεων του
Προοδευτισμού: Θα μας ενέκλειαν σε γκουλάγκ και σε ψυχιατρεία! Είναι
πολλαπλώς εύγλωττη η πρώτη αντίδραση του γνωστού αποδομιστή
προφέσσορα Αντώνη Λιάκου: Κατήγγειλε, από των στηλών του «Βήματος»
(του Συγκροτήματος των συνεργατών της Κατοχής), τους τολμήσαντες να
εκφέρουν αντίθετη άποψη ως ...«ψυχωτικούς»!

Ειρήσθω δε – διόλου εν παρόδω – ότι ουδόλως φαίνεται να προβληματίζει


τους «διανοουμένους» αυτής της μετηλλαγμένης, μετα-εθνικής, μετα-
νεωτερικής «Αριστεράς» ότι και τα δόγματά τους και η πορεία υλοποίησής
τους εγκυμονούν τεράστιες ζημίες μεν για τους λαούς, ενώ συνάδουν
απολύτως προς τα σχέδια γεωπολιτικών αναδιατάξεων περιοχών και λαών,
που εκπονούν οι Ηγεμονικές ∆υνάμεις αλλά και προς εκείνα της υπερεθνικής
κερδοσκοπούσης ολιγαρχίας. Η αποδόμηση της εθνικής «αφήγησης» και η
αναγόρευση του ιστορικά διαμορφωμένου έθνους σε δήθεν φανταστική και
ιδεολογική «κατασκευή»(!), καθώς και η συνακόλουθη αναγόρευση της
υπερεθνικής / μετα-εθνικής αυτοκρατορικής διακυβέρνησης και της
«πολυ-πολιτισμικής» κοινωνίας (π.χ. της οθωμανικής) σε ύπατο δόγμα
του Ολοκληρωτικού «Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού» και, κατά
συνέπειαν, σε νέο ύψιστο εσχατολογικό σκοπό προς επιδίωξιν και
επίτευξιν (μετά την κατάρρευση της προγενέστερης, μαρξιστικής-
λενινιστικής πολιτικής εσχατολογίας) συνιστά μία ασύλληπτη όσο και
επικίνδυνη ιστορική αναστροφή: την επιστροφή από ένα προηγμένο στάδιο
ιστορικής εξέλιξης (το στάδιο του νεωτερικού δημοκρατικού και
συνταγματικού έθνους-κράτους) στο προγενέστερο, προ-δημοκρατικό,
στάδιο του μεσαιωνικού Reich.

Το έθνος, όμως, ∆ΕΝ είναι φανταστική ή ιδεολογική «κατασκευή», όπως


προπαγανδίζουν οι ανιστόρητοι εξτρεμιστές της «αποδόμησης» και της
«μεταμοντέρνας» Ολοκληρωτικής Μετα-Εθνικής «Αριστεράς», που
λυμαίνονται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της «Ελληνικής ∆ημοκρατίας»,
τα Ιστορικά και Παιδαγωγικά Τμήματα στα Πανεπιστήμιά μας, τα ΜΜΕ
και τα σχολικά βιβλία. Νηφάλια και επισταμένη ιστορική μελέτη αποδεικνύει
την ύπαρξη ενός διακριτού εθνολογικού-εθνοπολιτισμικού πυρήνα στα
σύγχρονα έθνη της Ευρώπης, αναγομένου στην ύστερη μεσαιωνική και
πρώιμη νεώτερη περίοδο (13ος-14ος αι.). Στα καθ’ ημάς δε, γνωρίζουμε, από
την μελέτη της εποχής της Φραγκοκρατίας / Βενετοκρατίας και της
Αυτοκρατορίας της Νικαίας, ότι το ίδιο ισχύει ακόμη περισσότερο για το
Ελληνικό Έθνος (συναφώς βλέπε και το πρόσφατο θαυμάσιο βιβλίο του
πολυγραφώτατου Γιώργου Καραμπελιά για το 1204 και την διαμόρφωση
του Νέου Ελληνισμού – ένα πόνημα που θα ζήλευαν πάμπολλοι
αγράμματοι ή ημιμαθείς «προοδευτικοί» καθηγητάδες!). Επί τη βάσει
αυτού του προϋπάρχοντος εθνολογικού-εθνοπολιτισμικού πυρήνα
«οικοδομείται» αργότερα το νεωτερικό «πολιτικό έθνος» (politische
Nation).

Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι το «πολιτικό έθνος»,


το νοούμενο ως κοινότητα πεπρωμένου (Schicksalsgemeinschaft) και ως
έκφραση της Γενικής Βουλήσεως του Λαού (Volonté Generale), κατά τον
Ρουσσώ, απετέλεσε μέγα επίτευγμα της ανθρωπότητος, καθ’ όσον
σηματοδότησε την μετάβαση από τα πολυεθνικά, «πολυπολιτισμικά» σχήματα
(αυταρχικά όπως στην ∆υτική και Μέση Ευρώπη ή δεσποτικά όπως στην
Οθωμανική Ανατολή) στα δημοκρατικά εθνικά κράτη, που συγκροτήθηκαν επί
της λυδίας λίθου της Εθνικής / Λαϊκής Κυριαρχίας. Συγχρόνως, σε ένα άλλο
επίπεδο μελέτης, το νεωτερικό Έθνος-Κράτος σήμανε την μετάβαση από το
αρχαϊκό προ-στάδιο της φρατρίας στο προηγμένο στάδιο της «ΠΟΛΙΣ», υπό
την αρχαιοελληνική έννοια.

Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ούτε άσχετο το γεγονός ότι, παραλλήλως προς
την αποδόμηση των νεωτερικών Εθνών-Κρατών, μία άλλη τάση του
Αναθεωρητισμού και της Μετα-Νεωτερικής «Αριστεράς» ασκείται μετά
πάθους στην λατρεία των «μειονοτήτων», λησμονώντας μάλιστα την
ναζιστική χρησιμοποίηση του εν λόγω στρατηγικού εργαλείου για την
γεωπολιτική αναδιάταξη της Ευρώπης, κατά τον Μεσοπόλεμο και, εν
συνεχεία, κατά τον ∆εύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, βλέπουμε τους
καθεστωτικούς «προοδευτικούς διανοουμένους» της Νέας Τάξης, την ίδια
ώρα που πασχίζουν λυσσωδώς να κατεδαφίσουν ο,τιδήποτε «εθνικό»
(ιστορία, ταυτότητα, πολιτική οντότητα κ.λ.π.) – με μισσιοναρικό
φανατισμό ανάλογο όσων γκρέμιζαν άλλοτε τα αρχαιοελληνικά αγάλματα –, να
ανακηρύσσουν, από την άλλη πλευρά, υπαρκτές και ανύπαρκτες
«μειονότητες» («εθνοτικές», «γλωσσικές», «κοινωνικές» κ.λ.π.) σε αυταξία,
φθάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να αναγορεύουν την κρατική απόσχιση
σε υποκατάστατο της Πολιτικής.

Η πολιτική αφέλεια του συνασπισμού των ανιστορήτων ψευδο-διεθνιστάδων


της σημερινής «light» (ή «ροζ», αν θέλετε!) Αριστεράς (κατά πρόδηλη,
μάλιστα, και αξιοσημείωτη αντίθεση προς τους εθνικά συνειδητοποιημένους
διεθνιστές του «ορθόδοξου» ΚΚΕ, ή προς την Πατριωτική Αριστερά περί το
«Άρδην», την «Ρήξη», το «Ρεσάλτο» κ.λ.π.!) καθώς και η ιστορική άγνοια που
τους διακατέχει δεν τους επιτρέπει να ιδούν ότι η αποδόμηση της εθνικής
συνείδησης, ταυτότητας και ιστορίας είναι ο κατ’ εξοχήν σύγχρονος,
μετα-νεωτερικός, Φασισμός! ∆ιότι μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στον νέο
Μεσαίωνα: στον Μεσαίωνα του μεγάλου Ράϊχ – και των απειράριθμων κατά
τόπους κρατιδίων, δουκάτων, πριγκηπάτων κ.ο.κ.!

Πράγματι, αν δεχθούμε την θεμελιώδη αρχή του μεγαλυτέρου Έλληνα


μαρξιστή ιστορικού των ημερών μας, Νίκου Ψυρούκη, ότι «στην ιστορία
υπάρχουν δύο βασικές κινήσεις, εκείνη της προώθησης και εκείνη της
πισωδρόμησης» («Ιστορικός Χώρος και Ελλάδα», β΄ έκδοση, Λευκωσία
1993, σελ. 29), τότε είναι πασίδηλον ότι το πολιτικό έθνος, το έθνος–
«κοινότητα παρελθόντος και παρόντος» και «καθημερινό δημοψήφισμα»
(plebiscit de tous le jours, κατά την μνημειώδη ρήση του κορυφαίου
σοσιαλιστού του 19ου αιώνος Ερνέστου Ρενάν) αποτελεί κολοσσιαία πρόοδο
της ανθρωπίνης Ιστορίας. Ο Εθνικισμός – το ρωμαλέο εκείνο μαζικό,
δημοκρατικό και προοδευτικό κίνημα της ιακωβινικής Αριστεράς κατά την
Γαλλική Επανάσταση και μετέπειτα – δεν υπήρξε μόνον μία ισχυρή δύναμη,
αντάξια ακόμη και της θρησκείας (και μάλιστα πολύ περισσότερο και από τον
Κομμουνισμό ακόμη, ίσως επειδή ανάγεται ως έννοια επίσης στην
«πρωτογενή» τάξη κοινωνικών δεσμών: Κάποιος «γεννάται» μέσα στην
οικογένειά του και στο έθνος ταυτοχρόνως). Αλλά υπήρξε, αποδεδειγμένα,
και το ΜΟΝΟΝ μέχρι σήμερα ιδεολογικό-νομιμοποιητικό πλαίσιο της
∆ημοκρατίας και του Κοινωνικού Κράτους.

Όντως, τόσο η συνταγματική-αστική ∆ημοκρατία, οσονδήποτε ατελής,


όσο και το Κράτος Πρόνοιας, ανεπτύχθησαν μόνον στο ιστορικό, θεσμικό
και ιδεολογικό πλαίσιο του νεωτερικού Έθνους-Κράτους – και συμβάδισαν
με αυτό. Και μέχρι σήμερα δεν έχουν υπάρξει άλλα σχήματα, υπερεθνικά /
μετα-εθνικά, που να πληρούν, έστω και κατ’ ελάχιστον, τα δημοκρατικά και
κοινωνικά «κεκτημένα» του Έθνους-Κράτους. Τυπικό παράδειγμα η Ε.Ε. με
το διαβόητο «δημοκρατικό έλλειμμα», την διαρκή παραβίαση της θεμελιώδους
αριστοτελικής-μοντεσκιανής αρχής της ∆ιακρίσεως των Εξουσιών και την
βαθύτατα αντιδημοκρατική φιλοσοφία και πρακτική της γραφειοκρατικής
νομενκλατούρας των Βρυξελλών!

Επί τη βάσει των ανωτέρω συλλογισμών καθίσταται σαφές ότι οι


νεοφιλελεύθεροι διεθνιστές και οι «ταλιμπάν» του Μετα-Εθνικού
Προοδευτισμού, που έχουν βαλθεί να «αποδομήσουν» την «φανταστική
κατασκευή» του έθνους και να μας επιβάλουν – διά της ωμής ψυχολογικής
και θεσμικής/πολιτικής βίας μάλιστα – την παγκόσμια, υπερεθνική / μετα-
εθνική, αυτοκρατορική διακυβέρνηση (ενώ, συγχρόνως, «κόπτονται» υπέρ
πάσης «μειονότητος»!), λειτουργούν σήμερα, εξ αντικειμένου, ως οι
ιδεώδεις «χρήσιμοι ηλίθιοι» του συγχρόνου, μετανεωτερικού, πλανητικού
Φασισμού. Όσοι, λοιπόν, «αριστεροί και προοδευτικοί» είναι καλής
προαιρέσεως, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι, στις ημέρες μας, «η κατ’
εξοχήν προοδευτική και αντιϊμπεριαλιστική πράξη είναι η υπεράσπιση, με
νύχια και με δόντια, του συγχρόνου Έθνους-Κράτους ενάντια στα
εκκολαπτόμενα υπερεθνικά Ράϊχ» («Οίστρος», όρα ανωτέρω).

Ο ιστορικός Αναθεωρητισμός που υπηρετείται από την παρέα των


εξτρεμιστών της μετηλλαγμένης «Μετα-Εθνικής» Ολοκληρωτικής Αριστεράς,
η οποία ευθύνεται για την σχεδίαση, συγγραφή και (υποχρεωτική) επιβολή
του πανάθλιου, αντιπαιδαγωγικού και νεοταξικού σχολικού βιβλίου Ιστορίας
της Στ΄∆ημοτικού (αλλά και των άλλων, αναλόγου στοχεύσεως, βιβλίων για
μαθητές και για εκπαιδευτικούς, που δεν έτυχαν ευρέως της δεούσης
προσοχής) αποσκοπεί ευθέως στην αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας και
στον κατακερματισμό της αντίληψης περί ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού
Έθνους, με παράλληλη επιβολή του νεο-οθωμανικού ιδεολογήματος (όπως
κατέδειξε σε ένα άριστα εμπεριστατωμένο αφιέρωμα πέρυσι το περιοδικό
«Άρδην», που αξίζει να αναζητήσουν και να μελετήσουν όλοι οι αναγνώστες!).
Τους στόχους αυτούς υπηρετεί επί χρόνια, με εκπλήσσουσα μεθοδικότητα
και οιονεί θρησκευτικό-ιεραποστολικό φανατισμό, η εθνομηδενιστική
παρεούλα των αποδομιστών του «Παιδαγωγικού» Ινστιτούτου και όσων
ελέγχουν τους λοιπούς Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (κατά
Αλτουσσέρ): του κ. Λιάκου (Ιστορικό Τμήμα Πανεπ/μίου Αθηνών), της κ.
Ρεπούση (Αριστοτέλειο Πανεπ/μιο Θεσσαλονίκης), της κ. Κουλούρη (Παν/μιο
Πελοποννήσου), της κ. «Σίας» Αναγνωστοπούλου (Πάντειο), του κ.
Κιτρομηλίδη, της κ. Φραγκουδάκη, της κ. ∆ραγώνα και ενός ακόμη λόχου
μεγαλοκαθηγητάδων, ακολουθουμένων από ένα ασκέρι εκατοντάδων
«κολλητών»-βοηθών κ.λ.π.

Αντικειμενικός σκοπός της «αποδόμησης» της εθνικής ιστορίας και


ταυτότητας είναι η μετάλλαξη του ιστορικού έθνους των Ελλήνων σε
«περιφερειακό εθνάριο», που θα έλεγε και ο Τάσος Λιγνάδης. Ούτως
ώστε να καταστεί απείρως ευκολώτερη η καθυπόταξη του «ατίθασου»
Έλληνα υπό την παγκόσμια Νέα Τάξη Πραγμάτων. Εξ ου και ο πακτωλός
αργυρίων από τα «ιδρύματα» του «γκουρού των χρηματιστηρίων» και
«φιλανθρώπου» Τζωρτζ Σόρος, του εφοπλιστού Καρρά (Λέσχη
Μπίλντεμπεργκ), αλλά και από τις Κυβερνήσεις ακόμη των Ηγεμονικών
∆υνάμεων (Αγγλία, ΗΠΑ, Γερμανία), για να χρηματοδοτηθεί η έκδοση των
βιβλίων της «Νέας Ιστορίας». Εν προκειμένω, βεβαίως, είναι και απολύτως
βάσιμο και θεμιτό το ερώτημα, πόσο …κρεττίνος πρέπει να είναι ένας
«αριστερός» και «προοδευτικός» διανοούμενος για να μην διερωτηθεί, αν μη
τι άλλο, γιατί τέτοιος πόνος και γιατί τέτοια πρεμούρα να έπιασε, άραγε, τα
κλασσικά-διαχρονικά «ιμπεριαλιστικά-μητροπολιτικά κέντρα» και την
υπερεθνική χρηματιστηριακή ολιγαρχία, για την «συμφιλίωση των λαών της
Βαλκανικής», «την υπέρβαση των εθνικισμών και των στερεοτύπων», την
«κατανόηση του Άλλου» κ.λ.π.!!! Για την ψυχή της μάνας τους το κάνουν; Και
προδήλως, επειδή ∆ΕΝ μπορεί να είναι κανείς τόσον ηλίθιος, απομένει μόνον
η άλλη, λογικώς δυνατή, εξήγησις...

Πολλαπλώς ενδεικτικό του μίσους που τρέφουν οι αναθεωρητές ζηλωτές


του Ολοκληρωτικού Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού κατά παντός «εθνικού»
είναι και το γεγονός ότι έχουν εξοβελίσει από παντού ως και την …φράση
«ιστορία του ελληνικού έθνους» – πιστοί στην ιδεοληπτική εμμονή τους να
αρνούνται αυτό που οι ίδιοι καταδικάζουν μετά βδελυγμίας ως
«παπαρρηγοπούλειο σχήμα της εθνικής συνέχειας του Ελληνισμού»!
Γίνονται δε τόσο γελοίοι ώστε να απορρίπτουν, στα συνέδρια που
πραγματοποιούν δαπάναις των Ελλήνων φορολογουμένων, συλλήβδην (αυτοί
οι ημιμαθείς!) όχι μόνον τους «συντηρητικούς» ιστορικούς και στοχαστές –
τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, τον Ίωνα ∆ραγούμη, τον Π.
Κανελλόπουλο, τον Ζακυθηνό, τον Θεοδωρακόπουλο, τον Ελύτη και άλλους
κορυφαίους του Ελληνικού Πνεύματος – κατηγορώντας τους επί …εθνικισμώ!
Αλλά καταδικάζουν και τις εμβληματικές μορφές της Ελληνικής Αριστεράς –
Κορδάτο, Σκληρό, Σβορώνο, Ψυρούκη, Θεοδωράκη, Ρίτσο – για «εθνικιστικό
λαϊκισμό»!!! »!!! Σε μεγάλο εβδομαδιαίο συνέδριο του Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών (ΕΙΕ), προ ετών, ο πολύς κ. Λιάκος («ψυχή» του ΟΠΕΚ του κ.
Σημίτη ΚΑΙ «πρωτοπαλλίκαρο», τώρα, της κ. Γιαννάκου!) ζήτησε να ΜΗ
χρησιμοποιείται ο όρος «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ», διότι θίγεται
η ...αφήγηση των Τούρκων!!! Προκαλέσας, μάλιστα, τότε την έκρηξη του
ιστορικού Ασδραχά!

Από πολιτικής απόψεως, ωστόσο, το πρόβλημα δεν έγκειται «απλώς» στις


ιδεοληψίες του γνωστού και θλιβερού «συνασπισμού» της μετηλλαγμένης,
μετα-εθνικής, δημοφοβικής και νεοταξικής «Αριστεράς» – μολονότι η
τεράστια, δυστυχώς, άκρως δυσανάλογη και επικίνδυνη για την ∆ημοκρατία
επιρροή αυτού του «γκρουπούσκουλου» στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς
του Κράτους (Υπουργείο Παιδείας, ΑΕΙ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Εθνικό
Ίδρυμα Ερευνών, ΜΜΕ κ.λ.π.) θέτει σαφώς ζήτημα ομαλής λειτουργίας του
πολιτεύματος. Στο κάτω-κάτω της γραφής, το Σύνταγμα ορίζει ότι η
∆ημόσια Παιδεία υπηρετεί την προαγωγή της εθνικής συνειδήσεως των
Ελλήνων – όχι τις ονειρώξεις κάποιων συμπλεγματικών και αξιολύπητων
υποκειμένων της καθεστωτικής «Αριστεράς» που, μηδίσαντες από χρόνια,
πέρασαν στην «αυλή του Αρταξέρξη»! Το μείζον πολιτικό ζήτημα είναι η
κολοσσιαία ευθύνη που έχει, πλέον, όχι μόνον η απελθούσα (Π. Ευθυμίου)
αλλά και η παρούσα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, και
προσωπικώς η Υπουργός κ. Γιαννάκου, με την ακατανόητη εμμονή της, ένα
χρόνο τώρα, στην υποστήριξη αυτής της αθλιότητας! Και με την αλαζονική,
χλευαστική και σκανδαλωδώς αντιδημοκρατική αντιμετώπιση της ογκώδους,
εντυπωσιακής, αυθόρμητης και ειλικρινούς διαμαρτυρίας χιλιάδων Ελλήνων
πολιτών. Πολιτών που πληρώνουν φόρους, εκπληρώνουν τις στρατιωτικές
υποχρεώσεις τους, υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους,
«θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες», όπως θα έλεγαν και οι …Ρεπούσες,
και εορτάζουν την Εθνεγερσία της 25ης Μαρτίου και την «αναστάτωση» που
τερμάτισε, ατυχώς, την …ειδυλλιακή συμβίωση των λαών εντός της
πολυεθνικής, πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – με συνέπεια να
χάσουν και τα ελληνόπουλα μία χαρούμενη ζωή με «λουκουμάδες, μπουρέκια,
πίττες ∆αμασκού» κ.λ.π. καθώς και τέτοιες θαυμάσιες «πρωτότυπες
πρακτικές κοινωνικής ανέλιξης» όπως το Παιδομάζωμα!

Οι πολίτες αυτοί συντηρούν την μνήμη της ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ – με όλο το


τεράστιο, επαχθέστατο ιστορικό φορτίο της λέξης – και όχι μιας
«οθωμανικής διοίκησης» ή «οθωμανικής κυριαρχίας»! Όπως συντηρούν
την μνήμη της ΚΑΤΟΧΗΣ – και όχι μιας «γερμανικής διοίκησης» ή «τριπλής
κυριαρχίας»! Επιμένουν να χαίρονται – μαζί με τον Πρόεδρο της
∆ημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια – για την απελευθέρωση (και όχι
«κατάληψη»!!!) των Ιωαννίνων, της Άρτας κ.λ.π. από τους
…φαντασιακά/ιδεολογικά κατασκευασμένους «ψευδο-έλληνες»! Χαίρονται και
για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της
Θράκης, των Νήσων του Αιγαίου από τους ΕΛΛΗΝΕΣ – και όχι για την
«κατάληψη» ή «προσάρτηση» των «ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας» από κάποιους που «θεωρούσαν τους εαυτούς τους
απογόνους των Ελλήνων»!!! Χαίρονται ακόμη και αν η Θεσσαλονίκη δεν ήταν
ελληνική πόλη, όπως σπεύδει να μας εξηγήσει – πάντοτε με τον θρασύδειλο
τρόπο των «μισών αληθειών» και των υπαινιγμών – το κρατικό βιβλίο-
έκτρωμα! Ακόμη και αν η Μακεδονία εκατοικείτο από ...Ρουμάνους!!! Οι
προδήλως αγράμματοι συγγραφείς του τερατουργήματος της Στ’ ∆ημοτικού
μάλλον μεταγλώτισσαν τους «Αρωμούνους» (που προφανώς ανεκάλυψαν στα
ξενόγλωσσα βιβλιαράκια που διάβασαν κακήν-κακώς για να εκπονήσουν εν
συνεχεία την «μη ελληνοκεντρική ιστορία» τους), σε «Ρουμάνους»!!! Ελπίζω
ότι οι υπερήφανοι και ελληνοπρεπέστατοι Βλάχοι θα τους περιποιηθούν
καταλλήλως!

Οι ίδιοι Έλληνες πολίτες τιμούν τους Κλέφτες (με κεφαλαίο «κ») ως


Σώματα Αντιστάσεως του Ελληνισμού (όρα σχετικό κεφάλαιο στην «Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών) και όχι κάποιους «κλέφτες»
(με μικρό «κ») που διενεργούσαν ληστρικές επιθέσεις κατά ...«κρατικών
αξιωματούχων»!!! Τιμούν τις Ελληνίδες εκείνες που ...συνωστίσθησαν στον
Ζάλογγο κι έπεσαν στον γκρεμό μαζύ με τα παιδιά τους! Κύριος οίδεν ποία
...μύγα τσε-τσε τις τσίμπησε! Μάλλον διαπνέονταν από «ακραίο εθνικισμό»
και «τουρκοφαγία»! Ενώ, προφανώς, αν διακατέχονταν από το φρόνημα της κ.
Ρεπούση, της κ. «Σίας», του κ. Πρετεντέρη ή του κ. Μανδραβέλη, θα έπρεπε
μάλλον να ...χαλαρώσουν και να απολαύσουν μία μαζική όσο και πρωτότυπη
πρακτική εκδήλωσης της «ελληνοτουρκικής φιλίας»!

Περαιτέρω, οι πολίτες αυτοί – καθυστερημένοι γαρ και «ψυχωτικοί» –


εξακολουθούν να αισθάνονται συγκίνηση και υπερηφάνεια για το Έπος του
1940-41, μολονότι δεν συνέβη δα και τίποτε σπουδαίο: οι (φερόμενοι ως)
Έλληνες απλώς «απομάκρυναν» τους Ιταλούς από τα ελληνοαλβανικά
σύνορα! Με …εντομοαπωθητικόν, άραγε (διερωτήθη δικαίως ο Κώστας
Ζουράρις); Oι αναθεωρητές μας το αποκρύπτουν! Προσοχή: Όχι «νικούν»,
ούτε, φυσικά, «συντρίβουν», ούτε καν «αποκρούουν», ούτε έστω
«αμύνονται»! Όλα αυτά τα ρήματα, βλέπετε, είναι ικανά, άλλα λιγότερο άλλα
περισσότερο, να δημιουργήσουν στην συνείδηση των παιδιών «ηρωϊκά
πρότυπα» (Θεός φυλάξοι!!!) ου μην αλλά και «ταύτιση» με αυτά!

Η συνασπισμένη παρεούλα των μεταλλαγμένων νεοταξιτών


«αριστερούληδων» (της ρηχής και προσχηματικής αντιαμερικανικής και
αντιπολεμικής αερολογίας και του ρητού «ΝΑΙ» σε ΟΛΑ τα ηγεμονικά
προστάγματα: ΝΑΙ στο Σχέδιο Χάνεϋ-Αννάν, ΝΑΙ στην έξωθεν
διατεταγμένη «ελληνοτουρκική φιλία», ΝΑΙ στο «νεοκυπριακό» ιδεολόγημα,
ΝΑΙ στην «Μακεδονία» των Σκοπίων, ΝΑΙ στην παράδοση Οτζαλάν, ΝΑΙ
στην συγκυριαρχία στο Αιγαίο, ΝΑΙ στις «μειονότητες», ΝΑΙ στην ασύδοτη
λαθρομετανάστευση και εθνομετάλλαξη της χώρας μας, ΝΑΙ στην
αναθεώρηση / κατασκευή της Ιστορίας κ.ο.κ.!!!) ξέρει καλά την δουλειά της!
Ακόμη και αν τώρα δεν υπηρετούν – ως ιστορική νομοτέλεια – την οικοδόμηση
της «αταξικής σοσιαλιστικής» αλλά της «μετα-εθνικής παγκόσμιας
κοινωνίας». Ακόμη και αν δεν προσκυνούν πια την «Μεγάλη Προλεταριακή
Σοβιετική Πατρίδα», αλλά την “Global Governance”! Την δουλειά, όμως,
την έμαθαν άλλοτε, και την κατέχουν καλά: Οργουελλική Καινογλώσσα
(New Speak), Λευκές Σελίδες κατά το πρότυπο της σοβιετικής
ιστοριογραφίας, «δολοφονία χαρακτήρων» κ.ο.κ.

Κατά τρόπον σκανδαλώδη για τους «ταλιμπάν» του Αναθεωρητισμού – και


για τους προστάτες τους, Αλαβανο-Μπίστηδες και Μαριέττες – οι απλοί
πολίτες («λαουτζίκος», «νοικοκυρές», «βοσκοί», «αλευρομάγειροι»,
«απόστρατοι» κ.λ.π.) έχουν το ...απύθμενο θράσος, καίτοι «μη ειδικοί» (!!!) να
έχουν άποψη για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, και να την εκφέρουν!
Ενώ «όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν», όπως ωρύονται Ρεπούσες, Κουλούρες
και Αλαβάνοι – ψευδώς φυσικά, και με την γνώριμη ασύστολη αλαζονεία που
χαρακτηρίζει ένα βαθύτατα δημοφοβικό και αποκομμένο από τον Λαό «κόμμα
των ελίτ», όπως είναι ο «Συνασπισμός» (για την ακραιφνώς αντιδημοκρατική
και ελιτίστικη φύση και ιδεολογία του εν λόγω κόμματος, καθώς και για την
λειτουργία του ως αιχμής του δόρατος της Νέας Τάξης, βλέπε την θαυμάσια
ανάλυση του Θ. Ντρίνια στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Άρδην»).

Ακόμη χειρότερα: Οι πολίτες που δεν είχαν την ευτυχία να διδαχθούν την
ιστορία των Λιακο-Ρεπούσηδων, των ∆ραγωνο-Κουλούρηδων, της κυρίας
«Σίας» του Παντείου και των ομοίων τους, ώστε να απαλλαγούν από
…εθνικιστικά στερεότυπα και να ευγνωμονούν την οθωμανική ανεκτική,
χρηστή (ου μην αλλά και …φιλεκπαιδευτική!) διοίκηση, θυμούνται την
γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, αλλά και του αδελφού αρχαίου
Αρμενικού Έθνους, την καταστροφή της Σμύρνης και τα πογκρόμ κατά
των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου το
1942, το 1955 και το 1964, που αγνοούν οι νεο-γενίτσαροι του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και των Πανεπιστημίων μας! Και γενικώς, οι
πολίτες αυτοί επιμένουν – περιέργως, είναι αλήθεια – να αγαπούν την
Πατρίδα τους, ακόμη και όταν αυτή καθημερινώς τους πληγώνει, ακόμη
και όταν πλουσιοπάροχα συντηρεί, με τα δικά τους χρήματα, τέτοιες
πνευματικές «ανθυπομετριότητες» (για να θυμηθούμε και πάλι τον
αείμνηστο Π. Κονδύλη)!

Το μόνο, το έλασσον, που ζητούν από την Ελληνική Πολιτεία και την
Υπουργό Παιδείας, οι βαθειά προσβεβλημένοι Έλληνες πολίτες είναι να
μη ζήσουν, να μην υποστούν, τουλάχιστον, την τραγική μοίρα του Λουκά
Νοταρά! Να αποτρέψουν, τουλάχιστον, τον εκ-γιουσουφακισμό των
παιδιών τους! Για να μην καταντήσουν τα δύστυχα Ελληνόπουλα
ανερμάτιστα θλιβερά ανδράποδα, δίχως ταυτότητα και πυξίδα, δίχως
μνήμη και συνείδηση, ψυχικώς και συνειδησιακώς ερμαφρόδιτα – κατά το
σήμερα κρατούν πρότυπο άλλωστε! Για να μη καταντήσουν «φερόμενοι ως
Έλληνες», που θα έλεγαν και οι εθνομηδενιστές – αναθεωρητές! Ας τους
χαίρεται η κυρία Μαριέττα! Και ας την θυμηθούν οι Έλληνες πολίτες όταν
ζυγώσει η ώρα…

1. Ηλίας Ηλιόπουλος, «Από την υπέρβαση της παλαιάς στην χάραξη της νέας
διαχωριστικής γραμμής», περιοδικό Οίστρος, τ. 9/10, Μόναχο, Xειμώνας
1995.
2. Συναφώς βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Το 1204 και η διαμόρφωση του
Νεώτερου Ελληνισμού – ένα πόνημα που θα ζήλευαν πάμπολλοι αγράμματοι ή
ημιμαθείς «προοδευτικοί» καθηγητάδες!
3. Για την ακραιφνώς αντιδημοκρατική και ελιτίστικη φύση και ιδεολογία του
εν λόγω κόμματος, καθώς και για τη λειτουργία του ως αιχμής του δόρατος
της Νέας Τάξης, βλέπε τη θαυμάσια ανάλυση του Θ. Ντρίνια στο Άρδην τ.
63).
Ιστορικός Αναθεωρητισμός και Ιστορικός Αρνητισμός
∆ημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
http://ethnologic.blogspot.com/2009/12/8.html

Με την σειρά κειμένων που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενες αναρτήσεις


σχετικά με τον σημειολογικά επιβαρυμένο και εξ ίσου αμφιλεγόμενο όρο
«Ιστορικός Αναθεωρητισμός» (ΙΑ), πιστεύω ότι είναι καταφανής η σύγχυση
που δημιουργείται με την επιπόλαια και ευκαιριακή χρήση του. Θα μπορούσε
μάλιστα να ισχυριστεί κάποιος, μετά την ανάγνωση των εν λόγω κειμένων, ότι
πρόκειται για έναν ανυπόληπτο πλέον όρο-λάστιχο, που χρησιμοποιείται
ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής για να καλύψει θεωρητικώς ιδεολογικές,
πολιτικές και ιστορικές επιδιώξεις και στοχεύσεις, πλήρως διϊστάμενες και
αλληλοαναιρούμενες στην πλειονότητα των περιπτώσεων.

Έτσι, την καταδίκη του ΙΑ απαιτεί η αρθρογράφος της πρώτης ανάρτησης


«…επειδή όλοι οι ‘νορμάλ’ άνθρωποι θεωρούν αυτονόητο ότι η ιστορία δεν
πρέπει να παραχαράσσεται…» Ιστορικός αναθεωρητισμός (1).

Αναφέρει μάλιστα ότι «…Στην εικοσαετία ’60 – 70, που σηματοδοτείται από
το ‘τέλος των ιδεολογιών’, αριστεροί διανοούμενοι στράφηκαν στην ιστορία, η
οποία στη μαρξιστική θεωρία δεν είναι παρά ένα ιδεολογικό φαινόμενο. Ο
αριστερός αυτός χαρακτήρας της αναθεώρησης συνεπάγεται ότι η
επιβεβλημένη αποδόμηση του περιεχομένου της σαν ιδεολογικής αφήγησης
συνεπάγεται αφαίρεση κάθε στοιχείου σημαντικό πολιτισμού, δηλαδή
‘πολιτιστικού εποικοδομήματος’…», παραλείποντας να τονίσει ότι οι πρώτες
συστηματικές και «επιστημονικά» μεθοδευμένες πρακτικές ΙΑ υλοποιήθηκαν
(πολύ πριν από την "εικοσαετία '60-70") στο Σοβιετικό καθεστώς με τις
πολτοποιήσεις και επανεκτυπώσεις βιβλίων και εντύπων, με απαλοιφή
προσώπων από φωτογραφίες κλπ, ένα σκηνικό που ενέπνευσε τον Τζώρτζ
Όργουελ την συγγραφή του ανυπέρβλητου και εξ ίσου εφιαλτικού
μυθιστορήματος «1984».

Την ίδια σύγχυση προκαλεί και η ανάγνωση του κειμένου του κ. Μαλιγκούδη
στην δεύτερη ανάρτησή μας για το θέμα Ιστορικός αναθεωρητισμός (2).

Ο συγγραφέας, ενώ δίνει έναν σωστό ορισμό για την έννοια γενικώς του
Αναθεωρητισμού ως «…μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει
την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά
παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της,
καινοφανές, πρίσμα…», στην συνέχεια, αναφερόμενος στον “ακαδημαϊκό”
αναθεωρητισμό της Ιστορίας, συσκοτίζει και περιπλέκει έννοιες και όρους με
την ανάμειξη του Ολοκαυτώματος, του αφροκεντρισμού κ.λπ. που είναι
περιπτώσεις οι οποίες δεν μπορούν να ενταχθούν στην πρωτογενή έννοια
του ΙΑ.

Το αποκορύφωμα όμως της σύγχυσης, αλλά και η αποθέωση της νεο-


μαρξιστικής ψευδο-αριστερής πολιτικής / ιδεολογικής σκοπιμότητας
προκύπτει από την ανάγνωση των δύο επομένων αναρτήσεων, του άρθρου
δημοσιογράφου της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, ο οποίος επίσης αναμιγνύει το
Ολοκαύτωμα, το Συμβούλιο της Ευρώπης (που εξίσωσε το Σοβιετικό
καθεστώς με τα φασιστικά/ναζιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου), την
Τουρκία, την Ιαπωνία κ.λπ. Ιστορικός αναθεωρητισμός (3) και του κειμένου
με τις θέσεις της ΚΟΕ (Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας), από τις οποίες
προφανώς εμπνεύστηκε ο προαναφερθείς δημοσιογράφος [Ιστορικός
αναθεωρητισμός (4)].

Η επόμενη ανάρτηση περιείχε ένα άρθρο του κ. Γ. Βοσκόπουλου, επίκουρου


καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τμήμα ∆ιεθνών και Ευρωπαϊκών
Σπουδών, δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ στις 22 Φεβρουαρίου
2009, το οποίο είχα σχολιάσει ως «…ένα σύνηθες ακαδημαϊκό κείμενο με
γενικόλογη επιχειρηματολογία, αναμάσημα γνωστών "πολιτικά ορθών"
τοποθετήσεων και την αποδεδειγμένα αναποτελεσματική επωδό περί της
"κακής" πολιτικής των Σκοπίων…» και «…χαρακτηριστικό δείγμα μιας
γενικότερης φιλοσοφίας, που μας έχει οδηγήσει σε έναν ενδοτικό
"καθωσπρεπεισμό" με αποτέλεσμα την αποθράσυνση της ηγετικής ομάδας του
σκοπιανού προτεκτοράτου, αλλά και των πατρώνων του…». [Ιστορικός
αναθεωρητισμός (5)].

Προς την σωστή κατεύθυνση κινείται το άρθρο του συγγραφέα Σπύρου


Κουτρούλη που επικρίνει την προσπάθεια επανερμηνείας της νεώτερης
ελληνικής ιστορίας για τις ανάγκες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και του
νέο-οθωμανισμού, αλλά και τους οργανικούς διανοούμενους και
καθεστωτικούς δημοσιογράφους δήθεν δεξιάς ή αριστερής απόχρωσης.
∆υστυχώς υποκύπτει και αυτός στην αμφισημία της έννοιας, ακούσια βέβαια,
λόγω της συνηθισμένης, αλλά αποδεδειγμένα λανθασμένης ταύτισής της με
παρόμοιο όρο. [Ιστορικός αναθεωρητισμός (6)]

Τέλος, στην τελευταία ανάρτηση με την οποία ολοκληρώθηκε ο κύκλος των


ξένων άρθρων και κειμένων με θέμα τον αποκαλούμενο «Ιστορικό
Αναθεωρητισμό», επιλέχθηκε ένα αναλυτικό και λεπτομερές κείμενο
γραμμένο από τον κ. Ηλία Ηλιόπουλο, Ιστορικό -∆ιδάκτορα (Dr. Phil.) του
Πανεπιστημίου Μονάχου που είχε δημοσιευθεί στο «Αντίβαρο» τον Απρίλιο
του 2007. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο, μέσα από το οποίο
αναπτύσσεται τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία με στόχο να αποκαλυφθούν οι
μεθοδεύσεις των εμπνευστών της Νέας Τάξης και της κατευθυνόμενης
Παγκοσμιοποίησης, αλλά και τις ιδεολογικές επενδύσεις με τις οποίες
καλύπτονται οι στόχοι και οι επιδιώξεις τους. [Ιστορικός αναθεωρητισμός
(7)]

Όπως είχα προαναγγείλει μετά το τέλος των ξένων δημοσιεύσεων θα


ακολουθούσε η δική μου τοποθέτηση στο ζήτημα. Η προσωπική μου λοιπόν
θέση είναι ότι όλη αυτή η σύγχυση δεν οφείλεται απλώς σε έναν όρο-λάστιχο,
όπως τον χαρακτήρισα παραπάνω, που χρησιμοποιείται ανάλογα με τις
ανάγκες της στιγμής για να καλύψει θεωρητικώς ιδεολογικές, πολιτικές και
ιστορικές επιδιώξεις και στοχεύσεις, πλήρως διϊστάμενες και
αλληλοαναιρούμενες στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Αντιθέτως
υποστηρίζω ότι οφείλεται στην κακή χρήση μιας έννοιας, η οποία είναι
προϊόν της συγχώνευσης δυο διαφορετικών, συχνά αλληλοκαλυπτόμενων
όρων και εννοιών, σε αυτό που συνήθως αποκαλείται «Ιστορικός
Αναθεωρητισμός». Πρόκειται για τις έννοιες του λεγόμενου «Νόμιμου
Ιστορικού Αναθεωρητισμού» (Legitimate Historical Revisionism) και του
«Ιστορικού Αρνητισμού» (Historical Denial και ειδικότερα για το ζήτημα του
Ολοκαυτώματος, Negationism).

Ο πρώτος όρος αναφέρεται στην διαδικασία της λεπτομερειακής


εξέτασης/διΰλισης (refinement) της υπάρχουσας ιστορικής γνώσης γύρω
από ένα ιστορικό γεγονός, χωρίς όμως να αμφισβητείται το ίδιο το
γεγονός. Στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας πιθανότατα θα προκύψουν νέα
συμπεράσματα με την εξέταση πλέον πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων,
εμπειρικών γνώσεων ή με την επανεξέταση των υπαρχόντων στοιχείων,
ακόμα και με την εκ νέου παρουσίασή τους κάτω από το πρίσμα νέων
επιστημονικών αντιλήψεων.

Έτσι, ο «Νόμιμος Ιστορικός Αναθεωρητισμός» αναγνωρίζει την ύπαρξη


ενός «καθορισμένου σώματος αναμφισβήτητων/αδιάψευστων στοιχείων» ή
μιας «σύγκλισης δεδομένων», τα οποία υποδεικνύουν ότι ένα γεγονός συνέβη
πραγματικά.

Αντίθετα, ο λεγόμενος «Ιστορικός Αρνητισμός», απορρίπτει ολόκληρο το


οικοδόμημα των υπαρχόντων δεδομένων/στοιχείων ενός ιστορικού
γεγονότος.

Βεβαίως, πέρα από την καθαρή επιστήμη και ειδικά στο συγκεκριμένο
ευαίσθητο πεδίο υπεισέρχονται πολιτικές σκοπιμότητες, κρατικά
συμφέροντα, οικονομικές διαπλοκές και ακαδημαϊκοί αρριβισμοί, που
συσκοτίζουν συχνά το θέμα με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση, όχι
μόνον στον μέσο πολίτη, αλλά και σε υποτιθέμενους ειδικούς.
Είναι λοιπόν μεθοδολογικό και επιστημολογικό λάθος να κατηγορούμε τον
σκοπιανό «Μακεδονισμό» ως προσπάθεια «Ιστορικού Αναθεωρητισμού».
Υπήρξε μήπως κάποια διαδικασία εξέτασης/διΰλισης (refinement) της
υπάρχουσας ιστορικής γνώσης γύρω από ένα ιστορικό/εθνολογικό γεγονός
της αρχαίας Ιστορίας της Μακεδονίας; Υπήρξαν νέα συμπεράσματα με την
εξέταση πλέον πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων, εμπειρικών γνώσεων ή
με την επανεξέταση των υπαρχόντων στοιχείων, ακόμα και με την εκ νέου
παρουσίασή τους κάτω από το πρίσμα νέων επιστημονικών αντιλήψεων;
Αποδείχθηκε ότι είναι οι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων; Η
απάντηση στα ερωτήματα αυτά, καθώς και σε δεκάδες ακόμα, τα οποία
προκύπτουν από τις παλαβομάρες που «πλασάρονται» διεθνώς από τα
σκοπιανά «Πανεπιστήμια», «Ινστιτούτα», «Ερευνητικά ιδρύματα» κ.λπ., κ.λπ.
είναι ένα σαφές και κατηγορηματικό ΟΧΙ!

Έχουμε λοιπόν στι θέμα αυτό μια καθαρή περίπτωση «Ιστορικού


Αρνητισμού», δεδομένου ότι απορρίπτεται ολόκληρο το οικοδόμημα των
υπαρχόντων δεδομένων/στοιχείων που αποδέχεται η διεθνής επιστημονική
κοινότητα σε σχέση με αυτό που υποστηρίζουν οι αποδεχόμενοι την ψευδο-
ιστορία των Σκοπίων.

Η περίπτωση εξομοίωσης Σταλινισμού-Φασισμού ανήκει στην ίδια κατηγορία


του «Ιστορικού Αρνητισμού»; Ασφαλώς όχι. Εδώ έχουμε την περίπτωση του
λεγόμενου «Νόμιμου Ιστορικού Αναθεωρητισμού», με την έννοια ότι
πράγματι υπήρξαν νέα συμπεράσματα με την εξέταση πλέον πρόσφατων
ερευνητικών δεδομένων, εμπειρικών γνώσεων ή με την επανεξέταση των
υπαρχόντων στοιχείων, ακόμα και με την εκ νέου παρουσίασή τους κάτω από
το πρίσμα νέων επιστημονικών αντιλήψεων, ιδίως μετά την κατάρρευση του
Σοβιετικού καθεστώτος. Μυστικά Αρχεία ήρθαν στο φως, καλά κρυμμένα
γεγονότα αποκαλύφθηκαν και το σπουδαιότερο, δεν υπήρχε πλέον ο
προπαγανδιστικός μηχανισμός και η σοβιετική πολιτικο-στρατιωτική ισχύς να
πιέζει και να συγκαλύπτει. Εξ άλλου για τα εγκλήματα του Στάλιν είχαν
μιλήσει πρώτοι απ’ όλους σημαντικότατοι κρατικοί παράγοντες της ίδιας της
Σοβιετικής Ένωσης με την περιβόητη έκθεση του Ν. Χρουτσώφ στο 20ο
συνέδριο του ’56 για τα σταλινικά εγκλήματα, για να μη αναφέρουμε τις
τροτσκιστικές κατηγορίες, που πολύ νωρίς είχαν «κρούσει τον κώδωνα του
κινδύνου».

Θεωρώ λοιπόν πολύ σημαντικό την απεμπλοκή της πολιτικής από την
ιστορική έρευνα και την επιχειρούμενη συχνά χειραγώγησή της.
Όσο για το θέμα του Ολοκαυτώματος πιστεύω ότι είναι απαράδεκτες οι
μεθοδεύσεις φίμωσης επιστημόνων και απαγόρευσης της έρευνας για το
θέμα, ποινικοποιώντας (!) μάλιστα οποιαδήποτε απόπειρα διατύπωσης
διαφορετικών απόψεων για ορισμένα ζητήματα και πλευρές αυτού του
γεγονότος, συκοφαντώντας ’τες ως προσπάθειες «Ιστορικού Αρνητισμού» ή
ακόμα χειρότερα «κολλώντας» την λανθασμένη μεν (σύμφωνα με τις
παραπάνω διευκρινίσεις), αλλά εύκολη και βολική προπαγανδιστικά πινακίδα
του «Ιστορικού Αναθεωρητισμού».

Φτάνουμε έτσι στο άλλο άκρο, να χρησιμοποιείται ο όρος λανθασμένα για


πολιτικούς λόγους και μάλιστα να συγχέονται σκόπιμα οι δύο όροι,
αποδίδοντας στον «Ιστορικό Αναθεωρητισμό» αρνητικές διαστάσεις και
χαρακτηρισμούς που ανήκουν στον «Ιστορικό Αρνητισμό». Η κριτική άραγε
εναντίον του, σε χιτλερικά πρότυπα δομημένου, αμερικανικού προτεκτοράτου
στην Μέση Ανατολή συσχετίζεται με προσπάθεια αναθεώρησης του
Ολοκαυτώματος; Η ψυχρή επιστημονική λογική απαντά κατηγορηματικά:
Ασφαλώς όχι! Και όμως! Εκεί έχουμε φτάσει. Στα κείμενα που αναρτήσαμε
μπορεί εύκολα ο καθένας να διαπιστώσει την απίστευτη σύγχυση στην χρήση
μεταξύ δύο τελείως διαφορετικών όρων, που «τσουβαλιάζονται» χωρίς
δεύτερη σκέψη είτε από απλή ημιμάθεια είτε από πολιτική κουτοπονηριά.
Καταλήγω λοιπόν στα εξής συμπεράσματα:

1. Ο «Νόμιμος Ιστορικός Αναθεωρητισμός» (Legitimate Historical


Revisionism) είναι αποδεκτός και χρήσιμος ως επιστημονικό εργαλείο και
μέθοδος της ιστορικής έρευνας.
2. Ο «Ιστορικός Ψευδο-αναθεωρητισμός» αποτελεί την σκόπιμη
προσπάθεια διαστρέβλωσης και συκοφάντησης του προηγούμενου και ως εκ
τούτου είναι απαράδεκτος από κάθε άποψη, ηθική, επιστημονική,
μεθοδολογική.
3. Ο «Ιστορικός Αρνητισμός» (Historical Denial) απορρίπτεται πλήρως όχι
μόνον διότι ταυτίζεται συχνά με τις «Μη-συμβατικές Θεωρίες»
(Αφροκεντρισμός, «Μακεδονισμός» κ.λπ.), αλλά διότι αντίκειται στις
στοιχειώδεις επιστημονικές παραδοχές και δεδομένα.
4. Για την ειδική περίπτωση της άρνησης του Ολοκαυτώματος (Negationism)
νομίζω ότι είναι ένα θέμα που απαιτεί μια πολύ μεγάλη συζήτηση και γι’ αυτό
το ανέφερα ακροθιγώς.
Για το όλο ζήτημα θα με ενδιέφεραν τεκμηριωμένες παρατηρήσεις ή
αντιρρήσεις των αναγνωστών της ιστοσελίδας στις τοποθετήσεις μου.
Πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος με στόχο
να ξεκαθαρίσουν επιτέλους κάποια πράγματα.
∆.Ε.Ε.

You might also like