You are on page 1of 12

 

                Αθήνα,  28.07.09 
                 

ΘΕΜΑ:  «Δημοσίευση κειμένου προς διαβούλευση –Εσωτερικός Κανονισμός Επενδυτικής 
Πολιτικής» 

Το  Διοικητικό  Συμβούλιο  της  ΕΠ.Ε.Ι.Α  εξουσιοδότησε  το  Γενικό  Διευθυντή  κ.Ι.Βάσση  κατά 
την  συνεδρίαση  του  από  20‐07‐2009,  λαμβάνοντας  υπόψη  τις  ανάγκες  εποπτείας  των 
Ασφαλιστικών  Επιχειρήσεων  με  έδρα  την  Ελλάδα,  των  αλλοδαπών  ασφαλιστικών 
επιχειρήσεων    τρίτων  χωρών  που  δραστηριοποιούνται  στην  Ελλάδα  καθώς  και  των 
αλληλασφαλιστικών  συνεταιρισμών  να  θέσει  το  ακόλουθο  Σχέδιο  Απόφασης  σε 
διαβούλευση: 

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ‐ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 

Καταληκτική  ημερομηνία  για  την  αποστολή  παρατηρήσεων  στην  Διεύθυνση 


Χρηματοοικονομικής Εποπτείας επι των υποδειγμάτων ορίζεται η 28.09.2009 
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ
Ταχ. Δ/ νση : Υπατίας 5
105 57 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : N. Δανιήλ
Τηλέφωνο : 210 32 72 663
FAX : 210 32 42 283
Ηλεκτρονική
Δ/νση : n.daniel@pisc.gr

──────────────────
Θέμα: «Ρύθμιση θεμάτων κατάρτισης και τήρησης Εσωτερικού Κανονισμού Επενδυτικής
Πολιτικής (ΕΚΕΠ)»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής
Η παρούσα εφαρμόζεται:
α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς με έδρα την Ελλάδα
για το σύνολο των ασφαλίσεων και αντασφαλιστικών αναλήψεων, που αυτοί συνάπτουν, τόσο στην
Ελλάδα, όσο και στα άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς
ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Για τις ασφαλίσεις και αντασφαλιστικές αναλήψεις, που οι ως άνω
επιχειρήσεις συνάπτουν σε τρίτες χώρες, η παρούσα εφαρμόζεται, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές δεν
υπόκεινται σε αντίστοιχες υποχρεώσεις στις χώρες αυτές.
β) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς τρίτων χωρών, δηλαδή
χωρών μη Κρατών Μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., για τις ασφαλίσεις και αντασφαλιστικές αναλήψεις που
συνάπτουν στην Ελλάδα, εφεξής αναφερόμενες στην παρούσα ως «Εταιρείες».

Άρθρο 2
Σκοπός
Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι:
1. Η υποχρέωση ένταξης στον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της Εταιρείας Εσωτερικού Κανονισμού
Επενδυτικής Πολιτικής βάσει του οποίου η Εταιρεία προβαίνει στις επενδυτικές επιλογές της.
1. O καθορισμός των κανόνων και των αρχών που οφείλουν οι Εταιρείες να εφαρμόζουν προκειμένου για
την κατάρτιση και την τήρηση του Εσωτερικού Κανονισμού Επενδυτικής Πολιτικής (ΕΚΕΠ).
2 Ο καθορισμός του περιεχομένου, της μορφής, του χρόνου και του τρόπου της προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α.
υποβολής σχετικών με τον εσωτερικό αυτό κανονισμό ετήσιων αναφορών επενδυτικών επιλογών.

Άρθρο 3
Ορισμοί
Για τις ανάγκες εφαρμογής της παρούσας απόφασης:
1. Ως «ΕΚΕΠ» νοείται ο Εσωτερικός Κανονισμός Επενδυτικής Πολιτικής
2. Ως «Νόμος» ορίζεται το Ν.Δ. 400/70 (ΦΕΚ Α’ 10), όπως κάθε φορά ισχύει.
3. Ως «Υπεύθυνος Διοίκησης» νοείται το πρόσωπο που ορίζεται στην περ. (α) της παρ. 1 του αρθρ. 55
του Νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 4
Αντικειμενικός Σκοπός ΕΚΕΠ

Ο αντικειμενικός σκοπός της ΕΠ της Εταιρείας θα πρέπει να ικανοποιεί και να σταθμίζει τα συμφέροντα
των ασφαλισμένων και δικαιούχων αποζημιώσεων και τα συμφέροντα των μετόχων της Εταιρείας για
βελτιστοποίηση του προϊόντος της Επένδυσης

Για το σύνολο των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, η απόδοση των περιουσιακών στοιχείων της
Επιχείρησης αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ικανότητά της για επίτευξη των συνολικών της σκοπών.
Επομένως, κρίνεται σημαντική η ξεκάθαρη καταγραφή των αντικειμενικών σκοπών επενδύσεων της
Ασφαλιστικής Επιχείρησης.

Ο αντικειμενικός σκοπός μπορεί να καταγραφεί είτε σαν απτός στόχος σε όρους διαφοράς (spread) από
ένα δείκτη αναφοράς, κερδοφορίας ή πραγματικής απόδοσης της επένδυσης. Μπορεί επίσης να
περιγραφεί με (περισσότερο) ποιοτικά χαρακτηριστικά σε όρους επιθυμητού επιπέδου σταθερότητας και
απόδοσης για το σύνολο των λειτουργιών της Ασφαλιστικής Επιχείρησης.

Η διαμόρφωση της Επενδυτικής Πολιτικής, θα πρέπει επίσης να διέπεται από συγκεκριμένους


επενδυτικούς στόχους-σκοπούς, από καθορισμένα επίπεδα ανοχής κινδύνου και από ένα σαφές πλαίσιο
Επενδυτικών Περιορισμών, όπως ακολούθως.

Άρθρο 5
Επενδυτικοί Στόχοι , Σκοποί
Οι επενδυτικοί στόχοι και σκοποί της εταιρίας θα πρέπει να δηλώνονται σε όρους
Α) Αναμενόμενης απόδοσης,

2
Β) Απαιτήσεων (Στρατηγική κατανομή στοιχείων ενεργητικού)
Γ) Ανοχής κινδύνου.
Ειδικότερα,
Α) Αναμενόμενη απόδοση
Για τον προσδιορισμό της απόδοσης θα πρέπει να ορισθούν στόχοι. Οι στόχοι διακρίνονται σε:
1. Επαρκή απόδοση για τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων προς τους ασφαλισμένους και
αντιστοίχιση ή υπέρβαση των αναμενόμενων αποδόσεων που έχουν συνυπολογιστεί στην τιμολόγηση
των προϊόντων.
2. Υποστήριξη της ανταγωνιστικής τιμολόγησης των προϊόντων.
3. Συνεισφορά στην ανάπτυξη των αποθεματικών.
Οι στόχοι της απόδοσης εκφράζονται σε όρους επίτευξης ή υπέρβασης των αναγκών, σε σχέση με τα
έσοδα των επενδύσεων, περιθώρια τιμολόγησης προϊόντων, και συνολικής απόδοσης. Οι στόχοι
δύνανται να διαφοροποιούνται σε επιμέρους επενδυτικά χαρτοφυλάκια, τα οποία έχουν δημιουργηθεί για
συγκεκριμένες ή ομαδοποιημένες κατηγορίες προϊόντων.
Οι στόχοι της απόδοσης επιτυγχάνονται λαμβάνοντας υπόψη την ενεργή διαχείριση των επενδύσεων /
υποχρεώσεων της εταιρίας ( Asset & Liability Management – A.L.M.).
Η Εταιρία για να προσδιορίσει τον στόχο απόδοσης, πρέπει να ορίσει πως μετριέται η απόδοση.
Για την μέτρηση της απόδοσης αυτής δύναται η Εταιρεία να κάνει χρήση ενός σταθμικού μέσου όρου από
την εκτίμηση της μεταβολής των τιμών των Περιουσιακών στοιχείων της Εταιρίας και την απόδοση που
απορρέει από αυτά. Η απόδοση δύναται να δηλωθεί ως απόλυτο ποσοστό, όπως 10 τοις εκατό ετησίως, ή
ως απόδοση, αναλογική ως προς ένα συγκεκριμένο όριο που έχει τεθεί από τους ιθύνοντες (benchmark).
Η μέτρηση της απόδοσης αυτής θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την συμμετοχή των ασφαλισμένων
στα κέρδη των επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων
Η Εταιρεία για τον λόγο αυτό, τηρεί ειδικό αρχείο μέτρησης της απόδοσης και υπολογισμού της
συμμετοχής στα κέρδη.
Η Εταιρεία δύναται να ορίσει πρόσθετα, κριτήρια για να παρακολουθείται η δράση του διαχειριστή
επενδύσεων. Τέτοιου είδους κριτήρια μπορούν να θεωρηθούν τα ακόλουθα:
-πίστη στην ακολουθούμενη επενδυτική πολιτική
-διατηρησιμότητα του επενδυτικού προφίλ
-έλεγχος νομιμότητας και επενδυτική διαδικασία

Β) Απαιτήσεις (Στρατηγική κατανομή στοιχείων ενεργητικού)


Η στρατηγική κατανομή του χαρτοφυλακίου επενδύσεων της Εταιρίας σχεδιάζεται έτσι ώστε να υλοποιεί
και να επιτυγχάνει τους επενδυτικούς στόχους και σκοπούς. Επιπροσθέτως, η στρατηγική κατανομή του
χαρτοφυλακίου της Εταιρίας αναγνωρίζει τους περιορισμούς που επιβάλλονται είτε από το ισχύον
κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο είτε από την ίδια την Εταιρία. Η στρατηγική κατανομή του επενδυτικού

3
χαρτοφυλακίου θα πρέπει να αναφέρεται στην ΕΚΕΠ και να ανταποκρίνεται στον ορίζοντα και στρατηγική
των επενδύσεων της Εταιρίας ακολουθώντας τα εξής στάδια:
α. Ανάπτυξη και διατύπωση μιας στρατηγικής επενδυτικής πολιτικής.
Η στρατηγική πρέπει να καθορίζει τους στόχους κατανομής επενδύσεων. Πρέπει να καθοριστούν
στόχοι για τα ακόλουθα:
- για την ρευστότητα
-για την κατανομή επενδύσεων (λαμβάνοντας υπόψη τον μακροπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο
ορίζοντα).
-για το ταίριασμα ενεργητικού- παθητικού βασισμένου στις τεχνικές διαχείρισης Ενεργητικού-
Παθητικού.
-για τον πιστωτικό κίνδυνο (λαμβάνοντας υπόψη και την επιθυμητή διασπορά).
-για τα υποχρεωτικά διακρατούμενα κεφάλαια και αποθέματα για τις Εταιρείες ασφαλίσεων ζωής.
β. Εφαρμογή της επενδυτικής πολιτικής, στο περιβάλλον ενός άρτια εξοπλισμένου για επενδύσεις
οργανισμού, βάσει ξεκάθαρων και επακριβών επενδυτικών εντολών.
γ. Τα αποτελέσματα της επένδυσης καθώς και οι κίνδυνοι που εγκλείει η επένδυση, θα πρέπει να
αναλύονται, να ελέγχονται και να μετρώνται συστηματικά.
δ. Θα πρέπει να υπάρχει ενημέρωση της ΕΠΕΙΑ, για τις ανωτέρω πρακτικές.
Αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίου (Portfolio Rebalancing). Μεταβολές στις τιμές και στις συνθήκες της
αγοράς απαιτούν περιοδική αναδιάρθρωση του επενδυτικού χαρτοφυλακίου σε τακτά χρονικά διαστήματα
και εκτάκτως, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς.
Η πειθαρχημένη αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου έχει σημαντική επίδραση στην ικανοποίηση των
επενδυτικών στόχων και σκοπών και στην επίτευξη των στόχων απόδοσης.
Για την αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου χρησιμοποιούνται ταμειακές ροές, στο βαθμό που είναι
διαθέσιμες, ενδεικτικά είσπραξη τοκομεριδίων, μερισμάτων, πραγματοποίηση κεφαλαιακών κερδών κλπ.
Σημειώνεται ότι κατηγορίες επενδύσεων χαμηλής ρευστότητας (ενδεικτικά: ομόλογα σε ιδιωτική
τοποθέτηση, ακίνητη περιουσία, ενυπόθηκα δάνεια) δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τους ποσοστιαίους
στόχους που έχουν τεθεί στην στρατηγική κατανομή επενδύσεων όπως αυτή περιγράφεται στον
Εσωτερικό Κανονισμό Επενδυτικής Πολιτικής (Ε.Κ.Ε.Π.)

Γ) Ανοχή Κινδύνου (Risk Tolerance)


Βασικοί στόχοι επένδυσης για το ως άνω περιγραφόμενο πλαίσιο αναφοράς της Ε.Κ.Ε.Π., αποτελούν οι
έννοιες της απόδοσης και του συσχετιζόμενου αναλαμβανόμενου κινδύνου (risk & return objectives). Η
αλληλεξάρτηση των δύο αυτών εννοιών βασίζεται στο γεγονός της αμοιβαίας συνύπαρξης τους μέσω της
αντίστροφης σχέσης που τις συνδέει (υψηλή απόδοση εμπεριέχει υψηλό ρίσκο και αντίστροφα).
Ο στόχος κινδύνου (risk objective) αποτελεί το πρώτο συστατικό στοιχείο του πλαισίου αναφοράς σχετικά
με τη σχέση ‘κίνδυνος - απόδοση’ καθώς προσδιορίζει το ύψος του στόχου απόδοσης. Κατά τον
προσδιορισμό του στόχου κινδύνου, η Εταιρία πρέπει να εξετάσει τα ακόλουθα:

4
α. Μέτρηση Κινδύνου: Για την μέτρηση του κινδύνου η Εταιρεία δύναται να καθορίσει διαφορετικές
προσεγγίσεις οι οποίες διατυπώνονται είτε σε απόλυτους όρους (absolute terms) είτε σε σχετικούς όρους
(relative terms) σε σχέση με τις διάφορες έννοιες κινδύνου. Για το σκοπό αυτό, μπορεί η μέτρηση του
κινδύνου σε απόλυτους όρους να αποτελεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο σταθερής απόκλισης ή
μεταβλητότητας της συνολικής απόδοσης ενώ η μέτρηση του κινδύνου σε σχετικούς όρους (relative terms)
μπορεί να αποτελεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο σταθερής απόκλισης ή μεταβλητότητας των αποδόσεων
του επενδυτικού χαρτοφυλακίου της Εταιρίας με ένα συγκεκριμένο δείκτη (benchmark). Η Εταιρεία δύναται
να κάνει χρήση κατάλληλων μοντέλων μέτρησης κινδύνου (standard or internal models) καθώς επίσης και
άλλων πρότυπων κινδύνων με σκοπό τη μελέτη και αξιολόγηση κινδύνων που επηρεάζουν τις αποδόσεις
των χαρτοφυλακίων.
β. Επίπεδο ανοχής κινδύνου: To επίπεδο ανοχής κινδύνου ή διαφορετικά η προθυμία για συγκεκριμένο
επίπεδο ανάληψης κινδύνου καθορίζεται βάσει του επενδυτικού προφίλ της Εταιρείας καθώς και από την
πολιτική επένδυσης που έχει υιοθετηθεί.
γ. Κατανομή Κινδύνου: Κάθε επενδυτικό χαρτοφυλάκιο, ενσωματώνει επενδυτικούς κινδύνους που
πρέπει να παρακολουθούνται, να μετρούνται και να ελέγχονται συνεχώς. Με την διαχείριση κινδύνου η
Εταιρία εντοπίζει και αξιολογεί (ως προς την επίδραση και την πιθανότητα πραγματοποίησης), τους
κινδύνους που απειλούν την επίτευξη των στόχων της Εταιρείας ή ακόμα και κάποιας δραστηριότητας
αυτής καθώς επίσης και ελέγχει την υπέρβαση ή μη του αρχικά προσδιοριζόμενου συνολικά επιθυμητού
επιπέδου ανοχής κινδυνού.
δ. Διαχείριση Επενδυτικού Κινδύνου. Οι επενδυτικές δραστηριότητες μιας Εταιρίας, ενσωματώνουν
επενδυτικούς κινδύνους που θα πρέπει να προσδιορίζονται, να παρακολουθούνται, να μετρώνται, να
ελέγχονται και να αναφέρονται από τη Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνου.
Οι κυριότεροι κίνδυνοι που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι:
1) Κίνδυνος Αγοράς. Ο κίνδυνος αυτός προέρχεται από δυσμενείς κινήσεις των επιτοκίων,
μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων και συναλλαγματικών ισοτιμιών.
2) Πιστωτικός κίνδυνος. Ο κίνδυνος αυτός δημιουργείται όταν ένας οφειλέτης δεν
ικανοποιεί τις υποχρεώσεις του.
3) Κίνδυνος Ρευστότητας. Ο κίνδυνος αυτός προέρχεται από την αδυναμία ρευστοποίησης
στοιχείων του χαρτοφυλακίου έγκαιρα και σε εύλογη τιμή. (βλ. Επενδυτικούς περιορισμούς, σελ.
7).
4) Λειτουργικός κίνδυνος. Περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους της δυσλειτουργίας ενός
οργανισμού με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωση του.
Λαμβάνοντας υπόψη την ανοχή της Εταιρίας απέναντι στον εκάστοτε, ως άνω περιγραφόμενο κίνδυνο, η
Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνου έχει την ευθύνη για:
α. Έλεγχο συμμόρφωσης με την εγκεκριμένη πολιτική επένδυσης.
β. Επίσημη καταγραφή και άμεση σύνταξη αναφοράς των αποκλίσεων.

5
γ. Αναθεώρηση των δραστηριοτήτων διαχείρισης κινδύνου και των αποτελεσμάτων, κατά τη διάρκεια
της προηγούμενης περιόδου.
δ. Αναθεώρηση της θέσης επενδύσεων / υποχρεώσεων και ρευστότητας.
Η Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνου θα πρέπει επίσης να αξιολογεί την καταλληλότητα των ορίων
κατανομής των επενδύσεων (Asset Allocation Limits). Για να γίνει αυτό, συχνά τεστ ανθεκτικότητας
(stress test) πρέπει να πραγματοποιούνται, για ένα ευρύ φάσμα σεναρίων αγοράς και
μεταβαλλόμενων όρων επένδυσης και λειτουργιών. Μόλις η Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνου
προσδιορίσει εκείνες τις καταστάσεις που ενέχουν τον περισσότερο κίνδυνο, πρέπει να εισηγηθεί τις
κατάλληλες τροποποιήσεις στις πολιτικές και τις διαδικασίες που καθορίζονται στη Δήλωση
Επενδυτικής Πολιτικής, προκειμένου να ρυθμιστούν οι καταστάσεις αυτές αποτελεσματικά.
Η Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνου υποβάλει ανά τρίμηνο έκθεση στη Διοίκηση και, ανάλογα με την
περίπτωση, στο διοικητικό συμβούλιο. Οι εκθέσεις αυτές, πρέπει να παρέχουν λεπτομερείς
πληροφορίες, για να επιτρέπουν στη Διοίκηση, να αξιολογεί την ευαισθησία της επιχείρησης, στις
αλλαγές συνθηκών της αγοράς και άλλων παραγόντων κινδύνου. Η συχνή υποβολή της έκθεσης θα
πρέπει να παρέχει στην Διοίκηση επαρκείς πληροφορίες, για να κρίνει τη μεταβαλλόμενη φύση του
επενδυτικού προφίλ της Εταιρίας, τους κινδύνους που προέρχονται από αυτό και τις συνέπειες για τη
φερεγγυότητά της.

Άρθρο 5
Επενδυτικοί Περιορισμοί
Οι περιορισμοί κάτω από τους οποίους γίνεται η διαχείριση του χαρτοφυλακίου περιλαμβάνουν
Α) παράγοντες ρευστότητας,
Β) χρονικό ορίζοντα,
Γ) θέματα κανονιστικών περιορισμών,
Δ) άλλων ειδικών περιορισμών.
Ειδικότερα,
Α)Ρευστότητα. Η διαχείριση χαρτοφυλακίου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις ρευστότητας
ώστε να δύνανται να αποπληρωθούν όλες οι υποχρεώσεις προς ασφαλισμένους σε συγκεκριμένο χρονικό
ορίζοντα.
Η κατανόηση της ζήτησης για ρευστό, που μπορεί να προέλθει από τους ασφαλισμένους, είναι βασική
καθώς μπορεί να καθορίσει τις ανάγκες ρευστότητας της επένδυσης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρξει
μια περιγραφή της ικανότητας των ασφαλισμένων να αποσύρουν κεφάλαια ανάλογα τόσο με τη ζήτηση,
όσο και με το κόστος: τρέχουσα αξία (market value), αξία κτήσης (book value) ή ένας συνδυασμός –
παραλλαγή των δύο. Η εμπορευσιμότητα καλείται να ανταπεξέλθει σε:
• Απρόβλεπτες καταγγελίες συμβολαίων

• Μεγάλες αποζημιώσεις λόγω θανάτου

6
Η διερεύνηση της ρευστότητας θα βοηθήσει στον προσδιορισμό της ανάγκης ύπαρξης εμπορεύσιμων
αξιόγραφων καθώς και ρευστού. Είναι σημαντικό παρ’ όλα αυτά, να συνυπολογιστούν όλες οι
παράμετροι έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι το συνδυασμένο χαρτοφυλάκιο δεν χαρακτηρίζεται ούτε από
υπερβολικά ρευστό αλλά ούτε από βραχυπρόθεσμες επενδύσεις εγκαταλείποντας έτσι πιθανές
αποδόσεις. Οι ανάγκες για ρευστό, συνυπολογίζοντας όλα τα τμήματα αυτού, μπορεί να ελεγχθεί πιο
αποτελεσματικά σε επίπεδο συλλογικής επένδυσης ή συνολικού χαρτοφυλακίου, αποδεσμεύοντας μέρος
του ρευστού για επένδυση με μεγαλύτερη προσδοκώμενη απόδοση.
Η εμπορευσιμότητα και η ρευστότητα αποτελούν σημαντικούς παράγοντες ρίσκου για εταιρείες
Ασφάλισης. Η εποχικότητα των premiums αλλά και των απαιτήσεων δημιουργεί σημαντικό ρίσκο σε ότι
αφορά τη ρευστότητα.

Το περιβάλλον μεταβαλλόμενων επιτοκίων, καθώς και η διεύρυνση της αγοράς προϊόντων τακτών
καταβολών (annuity products), υποδεικνύουν τη σημαντικότητα της παρακολούθησης των αναγκών
ρευστότητας της Εταιρίας.
Η απαίτηση ρευστότητας μπορεί να απεικονίσει τις μη περιοδικές ανάγκες ή την επιθυμία να κρατηθούν
τα μετρητά ενάντια στις απρόβλεπτες ανάγκες (περιθώριο ασφαλείας ή αποθεματικό κεφάλαιο). Αυτή η
απαίτηση μπορεί να καλυφθεί με τη διακράτηση μετρητών ή ισοδύναμα μετρητών στο χαρτοφυλάκιο ή με
τη μετατροπή άλλων περιουσιακών στοιχείων σε ισοδύναμα μετρητών.
Οποιοσδήποτε κίνδυνος οικονομικής απώλειας λόγω της ανάγκης να πωληθούν τα σχετικά λιγότερο
ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις ρευστότητας ονομάζεται
κίνδυνος ρευστότητας. (Ένα περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να μετατραπεί σε μετρητά μόνο με
σχετικά υψηλό συνολικό κόστος λέγεται ότι είναι σχετικά λιγότερο ρευστοποιήσιμο.) Κίνδυνος
ρευστότητας, επομένως, προκύπτει για δύο λόγους: ο πρώτος λόγω της ύπαρξης δυνατότητας
ρευστοποίησης (ρευστότητα περιουσιακών στοιχείων) και ο δεύτερος από την πλευρά της κάλυψης των
απαιτήσεων (ρευστότητα απαιτήσεων). Συνεπώς σωστή επιλογή περιουσιακών στοιχείων οδηγεί σε πιο
αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας.
Ένας ενδεικτικός τρόπος μέτρησης του κινδύνου ρευστότητας είναι ο προσδιορισμός των διακυμάνσεων
της τρέχουσας τιμής στην αγορά. Επενδύσεις με υψηλό κίνδυνο διακυμάνσεων είναι συχνά λιγότερο
ρευστοποιήσιμες, ειδικά κατά τη διάρκεια πτωτικών αγορών.

Β) Χρονικός Ορίζοντας. Ο χρονικός ορίζοντας αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που συνδέεται με έναν
στόχο επένδυσης. Οι στόχοι επένδυσης και οι σχετικοί χρονικοί ορίζοντες μπορούν να είναι
βραχυπρόθεσμοι, μακροπρόθεσμοι, ή ένας συνδυασμός των δύο (Χρονικός ορίζοντας 10 ετών ή
περισσότερο συνήθως θεωρείται μακροπρόθεσμος).
Όσο μεγαλύτερος ο χρονικός ορίζοντας, τόσο περισσότερο κίνδυνο δύναται να αναλάβει η Εταιρεία. Η
διάρκεια του χρονικού ορίζοντα τροποποιεί την κατανομή επενδύσεων σε περιουσιακά στοιχεία.

7
Με μια εστίαση στον κίνδυνο, ακόμη και μία Εταιρεία με έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα δύναται να
περιορίσει τον κίνδυνο που αναλαμβάνει λόγω της ευαισθησίας του στην αντιμετώπιση σημαντικών
προσωρινών απωλειών.
Μία Εταιρεία που αντιμετωπίζει συχνά απρόβλεπτες βραχυπρόθεσμες ανάγκες ρευστότητας θα
πραγματοποιήσει επενδύσεις με ένα βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα έτσι ώστε να περιορίσει τον
κίνδυνο απώλειας αξίας.

Η Εταιρία οφείλει να θέσει στόχους για τη χρονική διάρκεια του χαρτοφυλακίου και οποιασδήποτε
κατηγορίας ασφαλιστικών προϊόντων για την κατάλληλη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού/παθητικού.
Στόχος της Εταιρίας είναι η αντιστοίχιση της χρονικής διάρκειας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που
απορρέουν από τις δεσμεύσεις της Εταιρίας προς τους ασφαλισμένους της (Duration of Liabilities), και της
χρονικής διάρκειας μέσα στην οποία ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της Εταιρίας που απορρέουν από τις
διάφορες επενδυτικές τοποθετήσεις της (Duration of Assets).

Γ) Κανονιστικό πλαίσιο. Όλες οι επενδύσεις της Εταιρίας πρέπει να ακολουθούν το ισχύον κανονιστικό
και νομοθετικό πλαίσιο.
Οι νομικοί και ρυθμιστικοί παράγοντες είναι εξωτερικοί παράγοντες από κυβερνητικές, ρυθμιστικές ή
αρχές εποπτείας για να οριοθετηθούν οι αποφάσεις επένδυσης.

Δ) Ειδικές περιπτώσεις.. Οι ειδικές περιπτώσεις είναι εσωτερικοί παράγοντες οι οποίοι περιορίζουν τις
επιλογές χαρτοφυλακίων. Πρόκειται για περιπτώσεις επένδυσης για τις οποίες ίσως να υπάρξουν ηθικές
αντιρρήσεις ή κοινωνικές εκτιμήσεις ευθύνης. Οι Εταιρείες μπορούν να διευκρινίσουν την αποφυγή των μη
εγχώριων μετοχών ή των παραγώγων. Οι επιλογές χαρτοφυλακίων μπορούν επίσης να περιορίζονται από
την ικανότητα των Εταιρειών στη λήψη των αποφάσεων και από την άποψη των οικονομικών πόρων
όπως ο χρόνος, το ενδιαφέρον, το υπόβαθρο, και η τεχνική πείρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IIΙ: ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚΕΠ

Άρθρο 6
Πρόγραμμα τακτής αναθεώρησης επενδυτικής πολιτικής.
Η επενδυτική πολιτική της Εταιρίας μπορεί να αναθεωρείται τουλάχιστον μια φορά ετησίως από το Δ.Σ.
και να αναπροσαρμόζεται ακολουθώντας σημαντικές αλλαγές στην ασφάλιση ή στην φορολογία όπως
επίσης στην χρηματοοικονομική της θέση ή/και στις συνθήκες της Ασφαλιστικής Αγοράς και της
Κεφαλαιαγοράς/Χρηματαγοράς ή/και στις γενικότερες συνθήκες που δύναται να επηρεάσουν την
επενδυτική πολιτική της Εταιρίας.
Η αναθεωρημένη επενδυτική πολιτική περιγράφεται και αποτυπώνεται στην επικαιροποιημένη Ε.Κ.Ε.Π.

8
Άρθρο 7
Επενδυτική ευθύνη.
Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) είναι υπεύθυνο να επιβλέπει τα επενδυτικά κεφάλαια και τις επενδυτικές
διαδικασίες της Εταιρίας. Το Δ.Σ. βασίζεται από κοινού σε στελέχη της Εταιρίας ή/και σε Εξωτερικούς
Συμβούλους Επενδύσεων ή/και Εξωτερικούς Διαχειριστές Επενδύσεων για την βέλτιστη διαχείριση του
επενδυτικού χαρτοφυλακίου. Ο ρόλος του κάθε εμπλεκόμενου μέλους συντελεί στη διασφάλιση της
επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, στην υιοθέτηση ξεκάθαρων και διαφανών γραμμών επικοινωνίας
και στην υπευθυνότητα της διαχείρισης του επενδυτικού χαρτοφυλακίου της Εταιρίας τηρώντας
απαρέγκλιτα όλους τους ποσοτικούς και ποιοτικούς περιορισμούς.
Διοικητικό Συμβούλιο: Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) είναι αρμόδιο για την ετήσια έγκριση της Ε.Κ.Ε.Π.
και την στρατηγική κατανομή στοιχείων ενεργητικού. Το Δ.Σ. ενημερώνεται για τις αποδόσεις του
χαρτοφυλακίου επενδύσεων, τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Ταυτόχρονα ενημερώνεται και εγκρίνει όλες τις
συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια του τριμήνου..
Επενδυτική Επιτροπή: Η Επενδυτική Επιτροπή αποτελείται από ανώτερα στελέχη της Εταιρίας με
εξειδίκευση στον επενδυτικό και χρηματοοικονομικό χώρο και έχει ευθύνη για την βέλτιστη διαχείριση του
χαρτοφυλακίου επενδύσεων. Σε τριμηνιαία βάση, η Επενδυτική Επιτροπή με το Δ.Σ. επανεξετάζει την
απόδοση του χαρτοφυλακίου καθώς και τις απαιτήσεις των ταμειακών ροών. Σε ετήσια βάση ή όταν οι
χρηματοοικονομικές συνθήκες της Εταιρίας ή οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν, η Επενδυτική Επιτροπή
επανεξετάζει την κατάσταση επενδυτικής πολιτικής και την κατανομή των επενδύσεων και προτείνει
σχετικές αλλαγές στο Δ.Σ. Από τις συνεδριάσεις της Επενδυτικής Επιτροπής τηρούνται σχετικά πρακτικά
βάση των οποίων συμπληρώνεται και αναθεωρείται η Ε.Κ.Ε.Π..
Εξωτερικοί Σύμβουλοι Επενδύσεων. Εξωτερικοί Σύμβουλοι Επενδύσεων ή/και Διαχειριστές
Επενδύσεων: Η Εταιρεία δύναται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της να προσλαμβάνει
εξωτερικούς συμβούλους ή/και Διαχειριστές με σκοπό την εξειδικευμένη παροχή χρηματοοικονομικών
υπηρεσιών για την βέλτιστη διαχείριση όλου ή μέρους του επενδυτικού χαρτοφυλακίου καταρτίζοντας
σχετική σύμβαση παροχής υπηρεσιών, στην οποία καθορίζεται η διάρκεια της σύμβασης, το ύψος και ο
συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού της αμοιβής, καθώς και το είδος και η διαδικασία παροχής των
υπηρεσιών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α πρέπει να ενημερώνεται εγκαίρως πριν από την εξωτερική ανάθεση σημαντικών
δραστηριοτήτων ή την πραγματοποίηση ουσιωδών σχετικών αλλαγών.
Βασικά κριτήρια για την επιλογή των Εξωτερικών Συμβούλων Επενδύσεων ή/και Διαχειριστών είναι:
(i) Η ορθολογική, διοικητική και τεχνικοοικονομική οργάνωση, οι κατάλληλοι μηχανισμοί ελέγχου και
ασφαλείας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων, οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί
εσωτερικού ελέγχου των πράξεων που διενεργούνται από όργανα του εξωτερικού συνεργάτη για
λογαριασμό της Εταιρείας και το σύστημα λογιστικής καταχώρησης των διενεργούμενων πράξεων για
λογαριασμό της Εταιρείας.
(ii) Η αξιοπιστία, πείρα και επαγγελματική ικανότητα
(iii) Η πιστοποίηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

9
Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία των εξωτερικά ανατεθειμένων δραστηριοτήτων,
είναι απαραίτητο η ΕΠ.Ε.Ι.Α να έχει δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα συναφή δεδομένα που τηρεί ο
εξωτερικός συνεργάτης παροχής υπηρεσιών.
Θεματοφύλακας: Η Εταιρία οφείλει να μισθώνει τις υπηρεσίες θεματοφυλακής σε Τράπεζα της επιλογής
της με στόχο τη φύλαξη των τίτλων και των μετρητών που αποτελούν το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο.
Επιπρόσθετα ο θεματοφύλακας είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση των συναλλαγών σε χρεόγραφα και
μετρητά καθώς επίσης και για την ενημέρωση της ΕΠ.Ε.Ι.Α για το χαρτοφυλάκιο της Εταιρίας που
διατίθεται σε Ασφαλιστική Τοποθέτηση. Σημειώνεται ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ο
Θεματοφύλακας και η Εταιρεία οφείλουν να ενεργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο μεταξύ τους και
αποκλειστικά προς το συμφέρον των ασφαλισμένων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV: ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Άρθρο 8
Περιοδικές Αναφορές Εφαρμογής Επενδυτικής Πολιτικής
1. Ο Υπεύθυνος Διοίκησης συντάσσει ανά εξάμηνο Αναφορά Εφαρμογής Επενδυτικής Πολιτικής, την
οποία αποστέλλει στο Δ.Σ. της Εταιρείας. Η Αναφορά υποβάλλεται από το Δ.Σ. της Εταιρείας στην
ΕΠ.Ε.Ι.Α. εντός τριάντα (30) ημερών από το κλείσιμο της εξάμηνης περιόδου.
2. Η Αναφορά Εφαρμογής Επενδυτικής Πολιτικής αναφέρει, με βάση την ΕΚΕΠ, τις διαπιστώσεις ως προς
την επίτευξη ή όχι των επενδυτικών στόχων που έχουν τεθεί, βάσει της ΕΚΕΠ, για την περίοδο αναφοράς
και περιλαμβάνει κατά σειρά υποχρεωτικά τουλάχιστον τα εξής:
α) Την επωνυμία και τον ΑΡΜΑΕ της Εταιρείας
β) Την περίοδο αναφοράς
γ) Τους επενδυτικούς στόχους της περιόδου αναφοράς, βάσει της ΕΚΕΠ,
δ) Τους επενδυτικούς περιορισμούς της περιόδου αναφοράς, βάσει της ΕΚΕΠ
ε) Τις δυσχέρειες και τυχόν προβλήματα κατά την περίοδο αναφοράς αναφορικά με την υλοποίηση των
επενδυτικών στόχων.
στ) Το εύλογο των τιθέμενων επενδυτικών στόχων βάσει των επενδυτικών περιορισμών και των τυχών
δυσχερειών και προβλημάτων κατά την περίοδο αναφοράς.
ζ) Τα επιτευχθέντα αποτελέσματα συγκριτικά προς τους επενδυτικούς στόχους καθώς και την αιτιολόγηση
των τυχόν αποκλίσεων από τους στόχους αυτούς.
η) Τις προβλεπόμενες ενέργειες της Εταιρείας αναφορικά με την ευθυγράμμιση των αντικειμενικών στόχων
προς τον αντικειμενικό σκοπό της ΕΚΕΠ λαμβανομένου υπόψη των επενδυτικών περιορισμών,
δυσχερειών, προβλημάτων καθώς και του επενδυτικού και ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος, για την
επόμενη ή επόμενες περιόδους.
θ) Τους επενδυτικούς στόχους της επόμενης περιόδου αναφοράς, βάσει της ΕΚΕΠ,
ι) Τους επενδυτικούς περιορισμούς της επόμενης περιόδου αναφοράς, βάσει της ΕΚΕΠ

10
ια) Το εύλογο των τιθέμενων επενδυτικών στόχων βάσει των επενδυτικών περιορισμών και των τυχών
δυσχερειών και προβλημάτων κατά την επόμενη περίοδο αναφοράς.
ιβ) Το ονοματεπώνυμο του Υπεύθυνου Διοίκησης της Εταιρείας
ιγ) Την ημερομηνία υπογραφής της Αναφοράς Εφαρμογής Επενδυτικής Πολιτικής
ιδ) Την υπογραφή της Υπεύθυνου Διοίκησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 9
Μεταβατικές Διατάξεις
1. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2009, όλες οι Εταιρείες θα πρέπει να έχουν υποβάλλει εγγράφως τον
Εσωτερικό Κανονισμό Επενδυτικής Πολιτικής της Εταιρείας.
2. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρ. 8 της παρούσης, ο Υπεύθυνος Διοίκησης υποβάλλει έως
την 31/1/2010 την Αναφορά Εφαρμογής Επενδυτικής Πολιτικής της περιόδου 1/1/2010 – 30/6/2010 μόνο
για τις παρ. (α),(β),(θ),(ι),(ια),(ιβ),(ιγ) και (ιδ), ως αναφέρονται στο άρθρο 8 της παρούσας..

Άρθρο 10
Τελικές Διατάξεις
1. Η παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Β΄).
2. Η παρούσα απόφαση ισχύει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
4. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, καταργείται κάθε αντίθετη ρύθμιση.

11

You might also like