You are on page 1of 27

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η επίδραση της καύσης

των ορυκτών καυσίμων και των ανθρωπογενών


δραστηριοτήτων στην εξέλιξή του
Κωνσταντίνος Γ. Τσακαλάκης*

Στην παρούσα εργασία αναλύεται συνοπτικά το φαινόμενο του θερμοκηπίου, περιγράφο-


νται οι διεργασίες που θα συμβάλλουν στην παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας στην επι-
φάνεια του πλανήτη και καταγράφονται οι αναμενόμενες μελλοντικές επιπτώσεις του φαι-
νομένου στο κλίμα και στο περιβάλλον.
Κατόπιν, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της κατανάλωσης των συμβατικών ορυκτών καυ-
σίμων, συνολικά και ανά γεωγραφική περιοχή του πλανήτη, αναλύονται οι προσεγγιστικές
μέθοδοι υπολογισμού και υπολογίζονται οι παγκόσμιες εκπομπές του CO2.
Από τη συνολική ανάλυση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών CO2, διαπι-
στώνεται η δυσανάλογη, σε σχέση με τον πληθυσμό τους, κατανάλωση ενέργειας των βιομη-
χανικά αναπτυγμένων χωρών (Β. Αμερική, Δ. Ευρώπη, Ωκεανία, Ιαπωνία και Ν. Κορέα)
και επίσης η ποσοστιαία συμμετοχή τους στις εκπομπές CO2. Επίσης, διαπιστώνεται η συ-
νεχής αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών CO2 των αναπτυσσόμενων χω-
ρών (Κίνα, Ινδία).
Από την ανάλυση που διενεργήθηκε, γίνεται κατανοητό το ενδιαφέρον των χωρών με
μεγάλη βιομηχανική δραστηριότητα, που συνήθως είναι χώρες με ανεπαρκή αποθέματα ο-
ρυκτών καυσίμων για τις σημερινές αλλά και τις μελλοντικές τους ανάγκες, για τους ενερ-
γειακούς πόρους των αναπτυσσόμενων χωρών (Μέση Ανατολή, Αφρική, πρώην Σοβιετικές
Δημοκρατίες της Κασπίας, Κεντρική και Νότια Αμερική).
Επίσης, γίνεται φανερή η δυσκολία επίτευξης των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί μέσω
των διασκέψεων για το περιβάλλον, για μείωση των εκπομπών CO2. Διαπιστώνεται επίσης
η προφανής ανάγκη εντατικοποίησης των προσπαθειών για την ανάπτυξη τεχνικών αλλά
και μεθόδων μείωσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την παραγωγή και χρήση της
ενέργειας. Οι μέθοδοι αυτές πρέπει να έχουν ως στόχο τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι γνωστό σήμερα και κοινώς αποδεκτό, ότι από τη βιομηχανική ανάπτυξη
προκύπτει πλούτος και ευημερία. Η βιομηχανική ανάπτυξη συνήθως συνοδεύεται από
την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, που στις περισσότερες των περιπτώσεων
προκαλεί ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα και του επίγειου περιβάλλοντος. Η ευημε-
ρία που απολαμβάνουν οι κάτοικοι των βιομηχανικών και ανεπτυγμένων χωρών επιβάλ-
λει την αναγκαιότητα βελτίωσης του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν και δραστηριοποι-
ούνται. Είναι φανερό ότι, πολλά μη ανεπτυγμένα και αναπτυσσόμενα κράτη δεν είναι

* Αναπλ. Καθηγητής
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Σχολή Μηχ. Μεταλλείων–Μεταλλουργών
Τομέας Μεταλλουργίας και Τεχνολογίας Υλικών
Εργαστήριο Εμπλουτισμού Μεταλλευμάτων
157 80 Ζωγράφου
Αττική
http://www.metal.ntua.gr/index.pl/tsakalakis

1-2/2003 23
ικανά να αναλάβουν το κόστος βελτίωσης του μολυσμένου περιβάλλοντος που δημι-
ουργεί η ανάπτυξη, χωρίς να την αναστείλουν. Είναι επίσης φανερό, ότι η σύγχρονη
τεχνολογία και ο τρόπος ζωής, που συνεισφέρουν στη ρύπανση του περιβάλλοντος έ-
χουν την ικανότητα να μειώσουν με διάφορους τρόπους το αποτέλεσμα αυτό.
Τα περιβαλλοντικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη ώστε
να ικανοποιείται ένας από τους πολλούς στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, είναι τα
παρακάτω:

 η συμβατική περιβαλλοντική ρύπανση (όξινη βροχή, αιθαλομίχλη, κ.λπ.), και


 το φαινόμενο του θερμοκηπίου

Και τα δύο προβλήματα έχουν σχέση με την παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας
(παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μεταφορές, οικιακή και εμπορική κατανάλωση) και
είναι το αποτέλεσμα της καύσης ενεργειακών ορυκτών καυσίμων.
Το πρώτο πρόβλημα είναι σημαντικό και αφορά όχι μόνο στα βιομηχανικώς ανε-
πτυγμένα κράτη και στις μεγάλες πόλεις, αλλά και στις γειτνιάζουσες με αυτά χώρες και
πόλεις εφόσον γίνεται αέρια μεταφορά των διαφόρων τύπων ρύπων. Το συγκεκριμένο
πρόβλημα έχει αναγνωριστεί διεθνώς και υπάρχει τόσο η θέληση όσο και η τεχνογνωσία
για την επίλυσή του.
Το δεύτερο είναι ένα αντιφατικό ζήτημα, του οποίου η επίπτωση στο περιβάλλον
έχει γίνει φανερή και αναμένεται να είναι ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά
προβλήματα του 21ου αιώνα. Οι τρόποι αντιμετώπισής του είναι αρκετά δύσκολοι παρά
τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα.
Στην παρούσα εργασία περιγράφεται το φαινόμενο του θερμοκηπίου και οι επι-
πτώσεις του στο περιβάλλον. Εξετάζεται το πρόβλημα της παραγωγής ενέργειας παγκο-
σμίως και δίνονται στοιχεία για την παγκόσμια και την ανά περιοχή ενεργειακή κατα-
νάλωση. Καταγράφονται οι μελλοντικές προβλέψεις για την κατανάλωση ενέργειας και
εξηγούνται κατά το δυνατόν οι προβλέψεις αυτές. Δίνονται στοιχεία για την καύση των
ενεργειακών ορυκτών καυσίμων (ενεργειακή ένταση καυσίμων). Τέλος, υπολογίζονται
οι εκπομπές CO2 που οφείλονται στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα

2 ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ

2.1 Γενικά

Το φαινόμενο (πρόβλημα) του θερμοκηπίου [1] αφορά στις προβλέψεις αύξησης


της θερμοκρασίας του κατώτερου τμήματος της ατμόσφαιρας (τροπόσφαιρα, πάχους
10–15 km) ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και την εποχή του έτους. Είναι δε, το
αποτέλεσμα της αύξησης της συγκέντρωσης των αερίων CO2, CH4, οξειδίων του αζώτου
ΝΟx (NO, N2O), χλωροφθορανθράκων (CFC και υποκατάστατά τους που είναι τα HFC
και PFC) και εξαφθοριούχου θείου (SF6) στην τροπόσφαιρα. Τα αέρια αυτά καλούνται
αέρια του θερμοκηπίου (greenhouse gases).
Η θεωρία της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας πρωτοδιατυπώθηκε από τον
Arrhenius to 1896, ο οποίος υποστήριξε, ότι ο διπλασιασμός της συγκέντρωσης του CO2
στην ατμόσφαιρα θα επιφέρει αύξηση της θερμοκρασίας της γης κατά 5–6°C. Πιο
πρόσφατες θεωρίες υποστηρίζουν ότι οι αυξημένες συγκεντρώσεις αερίων του θερμο-
κηπίου θα επιταχύνουν το ρυθμό μεταβολής του κλίματος. Πιο συγκεκριμένα, επιστήμο-

24 1-2/2003
νες ισχυρίζονται ότι, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της γης αναμένεται να αυξηθεί
κατά 0,5–2,5°C τα επόμενα 50 χρόνια και 1,4–5,8°C στο τέλος του 21ου αι., με
σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική περιοχή [2].
Η αύξηση αυτή θα προκαλέσει αυξημένη εξάτμιση και επίσης κατακρήμνιση (συ-
γκέντρωση) ιζημάτων στην επιφάνεια της γης. Η υγρασία του εδάφους πρόκειται να
μειωθεί και θα προκαλούνται συχνά έντονες βροχοπτώσεις (καταιγίδες). Επίσης,
αναμένεται αύξηση της στάθμης του νερού των ωκεανών κατά 15–95 cm, λόγω της
τήξης των πάγων και της αύξησης του όγκου του νερού της θάλασσας εξαιτίας της
θερμικής διαστολής του.

2.2 Παγκόσμια αύξηση θερμοκρασίας

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι η φυσική διεργασία, που έχει ως αποτέλεσμα


τη θέρμανση της επιφάνειας της γης και την ατμόσφαιρα. Η διεργασία αυτή είναι το
αποτέλεσμα της ικανότητας, που έχουν συγκεκριμένα αέρια της ατμόσφαιρας (διοξείδιο
του άνθρακα, μεθάνιο και οξείδια του αζώτου κ.ά.) να απορροφούν, όπως συμβαίνει με
τα διαφανή τοιχώματα σ’ ένα θερμοκήπιο, τις ακτινοβολίες μεγάλου μήκους κύματος
(υπέρυθρη ακτινοβολία) που προέρχονται από την επιφάνεια της γης και να μην τις
αφήνουν να διαφύγουν.
Η αύξηση της θερμοκρασίας συμβαίνει διότι, ενώ τα αέρια του θερμοκηπίου είναι
διαπερατά από την ηλιακή ακτινοβολία, απορροφούν την υπέρυθρη ακτινοβολία (θερ-
μότητα) της γης που θα μπορούσε να διαφύγει στο διάστημα και κατόπιν επανεκπέμπουν
κάποιο ποσοστό της ακτινοβολίας που απορρόφησαν στην επιφάνεια της γης. Αυτό το
φαινόμενο αναφέρεται ως παγκόσμια αύξηση θερμοκρασίας (global warming effect).
Έχει γίνει βέβαια κατανοητό και αποδεκτό ότι, υπάρχει και λειτουργεί και φυσικό
φαινόμενο του θερμοκηπίου (heat trapping effect), το οποίο συμβάλλει στη διατήρηση
της θερμοκρασίας της επιφάνειας της γης σε επίπεδα ανεκτά για τους ζωντανούς οργα-
νισμούς (πανίδα και χλωρίδα). Το φυσικό φαινόμενο του θερμοκηπίου οφείλεται κατά
κύριο λόγο στους υδρατμούς της ατμόσφαιρας, που προκύπτουν κυρίως από την εξάτμι-
ση και λιγότερο από ανθρώπινες δραστηριότητες. Χωρίς την ύπαρξη του φυσικού αυτού
φαινομένου, έχει υπολογιστεί ότι η μέση θερμοκρασία στην επιφάνεια του πλανήτη μας
θα ήταν 33°C χαμηλότερη (–18°C αντί 15°C) με αποτέλεσμα τη μη εξασφάλιση συν-
θηκών κατάλληλων για την ύπαρξη ζωής.
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 1, από τη συνολική ποσότητα της ηλιακής ενέργειας που
διαπερνά την ατμόσφαιρα ετησίως, μόνο το 51% απορροφάται από την επιφάνεια της
γης και είναι διαθέσιμη για την παραγωγή έργου. Η ενέργεια αυτή (51%) χρησιμεύει για
τη θέρμανση της επιφάνειας της γης και της κατώτερης ατμόσφαιρας, για την τήξη των
πάγων και την εξάτμιση του νερού και για κατανάλωση στη διεργασία της φωτοσύν-
θεσης από τα φυτά. Από το υπόλοιπο 49%, το 4% ανακλάται αμέσως στην επιφάνεια της
γης και επανεκπέμπεται στο διάστημα, 26% δεν φθάνει στην επιφάνεια της γης αλλά
ανακλάται στα σύννεφα και τα σωματίδια που κυκλοφορούν στην ατμόσφαιρα και 19%
απορροφάται από τα αέρια της ατμόσφαιρας, τα σύννεφα και τα τεμαχίδια της ατμό-
σφαιρας.
Είναι γνωστό ότι, το μεγαλύτερο μέρος της ακτινοβολούμενης από τον ήλιο ενέρ-
γειας ανήκει (συγκεντρώνεται) στην ορατή περιοχή του φάσματος δηλαδή μεταξύ μετα-
ξύ 400 και 700 nm και αφορά στο 43% της ακτινοβολούμενης από τον ήλιο ενέργειας.
Το 7–8% της συνολικής ενέργειας, ανήκει σε ακτινοβολίες μήκους κύματος μικρότερου
από αυτές του ορατού φάσματος (υπεριώδης ακτινοβολία), ενώ το υπόλοιπο 49–50% της

1-2/2003 25
Σχήμα 1: Κατανομή της ηλιακής ακτινοβολίας που διαπερνά την ατμόσφαιρα της
γης [3a].
Figure 1: The solar radiation and its distribution in the space and the surface of the
earth [3a].

συνολικής ενέργειας που ακτινοβολείται από τον ήλιο αφορά σε μήκη κύματος πέραν
(>700 nm) του ορατού (υπέρυθρη ακτινοβολία).
Οι ακτινοβολίες με μήκη κύματος μικρότερα από 400 nm είναι εξαιρετικά σημαντι-
κές λόγω της μεγάλης ενέργειας που έχουν τα φωτόνιά τους, τα οποία μπορούν να προ-
καλέσουν οφθαλμικό καταρράκτη, εγκαύματα ή καρκίνο του δέρματος καταστρέφοντας
τα οξέα του DNA. Όμως, είναι θετικό για τους κατοίκους της γης το γεγονός ότι οι ακτι-
νοβολίες αυτές (υπεριώδεις ακτινοβολίες) απορροφώνται πριν ακόμη προσεγγίσουν το
στρώμα της ατμόσφαιρας δημιουργώντας την ιονόσφαιρα. Το φαινόμενο όμως αυτό έχει
σχέση με το όζον και το φαινόμενο της τρύπας του όζοντος.
Η θέρμανση της επιφάνειας της γης από το 51% της απορροφούμενης ακτινοβολίας
μετατρέπει την επιφάνειά της σε πηγή εκπομπής ακτινοβολιών μεγάλου μήκους κύματος
(υπέρυθρη ακτινοβολία). Η εκπεμπόμενη ενέργεια από τη γη, υπό μορφή ακτινοβολιών
μεγάλου μήκους κύματος (>700 nm), κατευθύνεται στο περιβάλλον, μικρό μέρος της
διαφεύγει μέσω της ατμόσφαιρας στο διάστημα, ενώ μεγάλο μέρος της υπέρυθρης ακτι-
νοβολίας απορροφάται από τα μόρια των αερίων του θερμοκηπίου που θερμαίνονται,
διεγείρονται και εκπέμπουν θερμότητα υπό μορφή μεγάλου μήκους κύματος ακτινο-
βολίας (υπέρυθρη ακτινοβολία) προς όλες τις κατευθύνσεις. Ποσοστό μεγαλύτερο από
90% της ακτινοβολούμενης θερμότητας από τα αέρια του θερμοκηπίου κατευθύνεται
πάλι προς την επιφάνεια της γης και τη θερμαίνει μετατρέποντάς την πάλι σε πηγή
εκπομπής ακτινοβολιών μεγάλου μήκους κύματος. Το φαινόμενο, που περιγράφηκε πα-
ραπάνω, επαναλαμβάνεται μέχρις ότου εξασθενήσουν όλες οι μεγάλου μήκους κύματος
ακτινοβολίες (Σχήμα 2).
Το χαρακτηριστικό εκείνο, που δημιουργεί το φαινόμενο να συμπεριφέρονται μερικά
αέρια ως αέρια θερμοκηπίου είναι το γεγονός ότι, τα μόρια τους έχουν δομή με τρι-
γωνική ή πυραμιδική στερεοσκοπική απεικόνιση και τρόπο δόνησης που κάνει δυνατή
την απορρόφηση ενέργειας και επίσης, μετά από διέγερσή τους, την εκπομπή ακτι-
νοβολιών της υπέρυθρης περιοχής, στην οποία η γη εκπέμπει ενέργεια στο περιβάλλον.

26 1-2/2003
Atmosphere

51%
Absorbed

Σχήμα 2: Κατανομή της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από την επιφάνεια της γης [3b].
Figure 2: The distribution of the radiation reflected by earth’s surface to space [3b].

2.3 Τα αέρια του θερμοκηπίου

Οι υδρατμοί, το πιο ενεργό συστατικό της ατμόσφαιρας, είναι υπεύθυνο για το 67%
του φαινομένου του θερμοκηπίου και συγκεκριμένα για το φυσικό φαινόμενο, δηλαδή
για την ανεκτή από τους έμβιους οργανισμούς θερμοκρασία που υπάρχει στην επιφάνεια
της γης (πρβλ. §2.2). Ο ρόλος του νερού στις κλιματικές συνθήκες είναι ουσιώδης και
εξαιρετικά σύνθετος, η συγκέντρωσή του στην ατμόσφαιρα και η κατανομή του στα
σύννεφα εξαρτάται κατά πολύ από τις κλιματικές συνθήκες. Η ανθρώπινη δραστηριό-
τητα πάνω στη γη έχει μικρή επίδραση στην ατμοσφαιρική συγκέντρωση των υδρατμών
και επειδή ο χρόνος ζωής των υδρατμών ως αερίων στην ατμόσφαιρα είναι μικρός, αυτό
έχει ως αποτέλεσμα η συμμετοχή του να μην εξετάζεται διεξοδικά στο καθαυτό
(ανθρωπογενές) φαινόμενο του θερμοκηπίου [4].
Τα αέρια του θερμοκηπίου, που οφείλονται σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες πάνω
στη γη, είναι το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH4), τα οξείδια του αζώτου
NOx (NO, N2O) και οι χλωροφθοράνθρακες (CFC, PFC, κ.λπ.).
Τα κύρια αέρια, αυτά δηλαδή που εμφανίζονται με μεγάλες συγκεντρώσεις στην
ατμόσφαιρα, οφείλονται κυρίως στην παραγωγή ενέργειας. Το CO2 προκύπτει κατά 75–
80% από την παραγωγή ενέργειας, κατά 15% από την αποψίλωση των δασών και κατά
5–0% από την τσιμεντοβιομηχανία, ενώ τα CH4 και Ν2Ο κατά 26% και 10% από την
παραγωγή ενέργειας, αντίστοιχα.
Οι συγκεντρώσεις των αερίων που προκύπτουν κατά τη διεργασία παραγωγής
ενέργειας (CO2 , CH4 και NOx), έχουν αυξηθεί τα τελευταία 250 χρόνια (μεταξύ 1750
και 2000) κατά 29%, 143% και 11% [1] αντιστοίχως, και οφείλονται σχεδόν αποκλει-
στικά στην εξέλιξη της βιομηχανίας. Η ποσοστιαία συμμετοχή των ανθρωπογενών
εκπομπών αερίων στο φαινόμενο του θερμοκηπίου δίνεται στο Σχήμα 3.

1-2/2003 27
7%
Διοξείδιο του άνθρακα (CO2)
Μεθάνιο (CH4)
21%
Οξείδια του αζώτου (ΝΟx)
Χλωροφθοράνθρακες (CFC)

54% Όζον (Ο3)

6%

12%

Σχήμα 3: Ποσοστιαία επίπτωση των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων στο φαι-


νόμενο του θερμοκηπίου [5].
Figure 3: The percentage contribution of the man made greenhouse gases to the
global warming [5].

2.4 Δυναμικό παγκόσμιας θέρμανσης

Για να περιγραφεί η επίπτωση ενός αερίου του θερμοκηπίου στο περιβάλλον,


καθιερώθηκε από τον ΟΗΕ. η χρήση ενός δείκτη [1], που καλείται δυναμικό παγκόσμιας
θέρμανσης (global warming potential, ή GWP). Ο δείκτης αυτός συσχετίζει την
επίπτωση 1 kg αερίου του θερμοκηπίου με αυτή που προκαλεί ίση μάζα (1 kg)
διοξειδίου του άνθρακα. Είναι μια αδιάστατη σταθερά και αναφέρεται επίσης στον
χρονικό ορίζοντα που αναμένεται να γίνει αισθητή η επίπτωση του αερίου αυτού.
Υπάρχουν τρεις παράγοντες που επηρεάζουν το δυναμικό παγκόσμιας θέρμανσης:
 ο πρώτος χαρακτηρίζει την ένταση με την οποία το αέριο απορροφά υπέρυθρη
ακτινοβολία·
 ο δεύτερος προσδιορίζει την κατά προσέγγιση διάρκεια ζωής του αερίου στην
ατμόσφαιρα· και
 ο τρίτος έχει σχέση με το μήκος κύματος της ακτινοβολίας.

Το παγκόσμιο δυναμικό θέρμανσης ενός αερίου, μετά την πάροδο n ετών, δίνεται από
την εξίσωση:

n n
GWP   aici (t )dt a CO
2
cCO 2 (t )dt (1)
0 0

όπου ai και aCO2 είναι οι εντάσεις με τις οποίες απορροφούν τις ακτινοβολίες το αέριο i
και το CO2 αντίστοιχα, ενώ ci και cCO2 είναι οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις των
παραπάνω αερίων στην ατμόσφαιρα.

28 1-2/2003
Πίνακας Ι
Σχετικό δυναμικό αερίων του θερμοκηπίου [4].

Σχετικό δυναμικό κάθε αερίου (σε σχέση με το CO2)


προς την κατεύθυνση παγκόσμιας αύξησης
Ατμοσφαρικός θερμοκρασίας για διάφορες χρονικές περιόδους
Αέριο χρόνος ζωής Μεταβολή σε…
θερμοκηπίου τ, έτη* 20 έτη 100 έτη 500 έτη
CO2 50–200 1 1 1
CH4 (συνολικό) 12,2 62 24.5 7.5
NOx 120 290 320 180
CFC-11 50 5000 4000 1400
CFC-12 102 7900 8500 4200
HCFC-22 13,3 4300 1700 520
HFC-134a 14,6 3400 1300 420
C2H3Cl3 5,4 360 110 35
CCl4 42 2000 1400 500
CF4 50000 4400 6500 10000
C2F6 10000 6200 9200 14000
SF6 3200 16300 23900 34900
* Ο ατμοσφαιρικός χρόνος ζωής τ αντιπροσωπεύει τη σταθερά χρόνου στην εκθετική εξίσωση
υπολογισμού του δυναμικού παγκόσμιας θέρμανσης κάθε αερίου.

Στον Πίνακα Ι δίνεται το σχετικό δυναμικό (σε σχέση με το σημερινό δυναμικό του
CO2) των κυριότερων αερίων του θερμοκηπίου για διάφορες χρονικές περιόδους στο
μέλλον.

2.5 Πηγές προέλευσης, διεργασίες παραγωγής και δράση των αερίων του
θερμοκηπίου εξαιρουμένου του CO2

Οι εκπομπές του κύριου ανθρωπογενούς αερίου του θερμοκηπίου, που είναι το CO2,
εξετάζονται λεπτομερώς σε επόμενη ενότητα. Στην ενότητα αυτή, αναφέρονται
συνοπτικά οι πηγές προέλευσης και οι διεργασίες των υπόλοιπων αερίων, που είναι το
μεθάνιο (CH4), τα οξείδια του αζώτου (ΝΟx) και οι χλωροφθοράνθρακες (CFCs, PFCs
κ.ά.).

Εκπομπές μεθανίου (CH4) — Η ατμοσφαιρική συγκέντρωση μεθανίου έχει αυξηθεί κατά


140% περίπου τα τελευταία 250 χρόνια ως αποτέλεσμα της έκλυσης κατά την εξόρυξη
και μεταφορά ορυκτών καυσίμων (π.χ. άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου,
διαρροή μεθανίου από αγωγούς φυσικού αερίου), της αύξησης των γεωργικών
καλλιεργειών (π.χ. παραγωγή ρυζιού σε οριζώνες καλυμμένους από νερό), της
αποσύνθεσης (σήψης) των φυτών μέσα σε λίμνες, της σήψης των οργανικών
συστατικών στους χώρους υγιεινομικής ταφής απορριμμάτων (χωματερές) και της
αύξησης του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων κτηνοτροφίας.

Εκπομπές οξειδίων του αζώτου ΝΟx — Υπάρχουν διάφορες πηγές (φυσικές και
ανθρωπογενείς) στις οποίες αποδίδεται η αύξηση των οξειδίων του αζώτου (ΝΟx: ΝO,

1-2/2003 29
N2O) στην ατμόσφαιρα, που είναι όμως δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Κύριες όμως
πηγές προέλευσης των οξειδίων ΝΟx θεωρούνται η γεωργία και η καύση της βιομάζας
και κατά δεύτερο λόγο η καύση των ορυκτών καυσίμων.

Οι χλωροφθοράνθρακες και η ελάττωση της στοιβάδας τού όζοντος — ΄Εχει διαπιστωθεί


επίσης ότι, οι ενώσεις αλογόνων με άνθρακα (χλωροφθοράνθρακες, CFC) συμπεριφέρο-
νται και ως αέρια του θερμοκηπίου.
Το ζήτημα του όζοντος (Ο3) αφορά στην ελάττωση του αερίου αυτού στην
στρατόσφαιρα, που λαμβάνει χώρα επειδή αυξάνουν οι συγκεντρώσεις των χλωρο-
φθορανθράκων. Οι χλωροφθοράνθρακες χρησιμοποιήθηκαν από το 1928 και μετά ως
ψυκτικές ενώσεις (ψυγεία και κλιματιστικά), ως προωθητικά αέρια, ως αποστειρωτικά
μέσα και ως μέσα παραγωγής φυσαλλίδων σε μονωτικά (πολυστερίνη) αντικαθιστώντας
την τοξική αμμωνία. Είναι φθηνές αλλά πολύ σταθερές ενώσεις με εξαιρετικά μεγάλο
χρόνο ζωής στην ατμόσφαιρα.
Οι ενώσεις αυτές (CFC, PFC, κ.ά.) μετά την απελευθέρωσή τους στην ατμόσφαιρα
ανέρχονται και φθάνουν στην στρατόσφαιρα, όπου με τη βοήθεια της υπεριώδους ακτι-
νοβολίας του ήλιου (ακτινοβολία μεγάλης ενέργειας) διασπώνται και απελευθερώνουν
άτομα χλωρίου. Τα άτομα του χλωρίου προσβάλλουν τα μόρια του όζοντος μετα-
τρέποντάς τα σε μόρια οξυγόνου σύμφωνα με τις αντιδράσεις:

Cl + O3  ClO + O2

ClO + O  Cl + O2

Ένα άτομο χλωρίου μπορεί να απομακρύνει περισσότερα από 105 μόρια όζοντος
από την ατμόσφαιρα πριν αδρανοποιηθεί (εξουδετερωθεί) από άλλες χημικές ενώσεις
σύμφωνα με τις παρακάτω αντιδράσεις:

ClO + ΝΟ2  ClOΝO2

Cl + CΗ4  ΗCl + CH3

Εντούτοις, η παρουσία σύννεφων πλούσιων σε άζωτο στη στρατόσφαιρα πάνω από


τους πόλους της γης και το ηλιακό φως διευκολύνουν μια σειρά χημικών αντιδράσεων
που επεκτείνουν το χρόνο δραστικότητας των ατόμων του χλωρίου στην ατμόσφαιρα
και τη συνέχιση της καταστροφής της στοιβάδας του όζοντος. Τα σύννεφα αυτά όμως
απαιτούν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες για το σχηματισμό τους (–85°C). Οι θερμο-
κρασίες αυτές κατά κύριο λόγο επικρατούν πάνω από την Ανταρκτική (Νότιος πόλος)
κατά τη διάρκεια του χειμώνα και τις πρώτες ημέρες της άνοιξης, όταν υπάρχει
μετάβαση από συνεχή νύχτα διάρκειας 24 ωρών σε ημέρα διάρκειας 24 ωρών. Τότε
εξασφαλίζεται το απαραίτητο ηλιακό φως (ενέργεια από υπεριώδη ακτινοβολία) για τις
αντιδράσεις καταστροφής του όζοντος (τρύπα του όζοντος). Για το λόγο αυτό το
φαινόμενο είναι περισσότερο έντονο στις περιοχές αυτές.
Με την ελάττωση της συγκέντρωσης του όζοντος δεν δεσμεύεται πλέον η υπερι-
ώδης ακτινοβολία του ήλιου, η οποία φθάνει στη γη. Έχει διαπιστωθεί δε, ότι έχει
σημαντικά επιβλαβή βιολογικά αποτελέσματα στους οργανισμούς (οφθαλμικό καταρρά-
κτη, καρκίνο δέρματος, εγκαύματα κ.λπ.). Η προστατευτική δράση του όζοντος περιγρά-
φεται από τις ακόλουθες αντιδράσεις:

30 1-2/2003
Ο2 + hv (ενέργεια φωτονίου)  Ο + Ο (φωτολυτική διάσπαση)

Ο + Ο 2 + Μ  Ο3 + Μ (σχηματισμός όζοντος)

Το Μ αντιπροσωπεύει συνήθως το μόριο του Ν2, που απάγει τη θερμότητα που


παράγεται στην προηγούμενη αντίδραση.
Το όζον που σηματίζεται σύμφωνα με την προηγούμενη αντίδραση, απορροφά τις
υπεριώδεις ακτινοβολίες (υψηλής ενέργειας φωτόνια) και διασπάται σε Ο2 και Ο. Η
αντίδραση που περιγράφει την προστατευτική δράση του όζοντος είναι:

Ο3 + hv (ενέργεια φωτονίου)  Ο2 + Ο

Είναι προφανές ότι η έλλειψη μορίων όζοντος, λόγω της καταστροφής του από τους
χλωροφθοράνθρακες, δεν δίνει τη δυνατότητα απορρόφησης ακτινοβολιών μήκους
κύματος από 200 έως 320 nm (υψηλής ενέργειας φωτόνια, υπεριώδης ακτινοβολία) που
φθάνουν στη γη και προκαλούν τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν.

3 ΕΚΠΟΜΠΕΣ CO2

3.1 Καύση ορυκτών καυσίμων

Τα ορυκτά καύσιμα αποτελούνται κυρίως από άνθρακα και υδρογόνο. Όταν τα


ορυκτά καύσιμα καίγονται, ο άνθρακας οξειδώνεται γρήγορα και παράγεται CO2, ενώ το
υδρογόνο οξειδώνεται και παράγει υδρατμούς.
Η αύξηση της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα αποδίδεται, όπως προανα-
φέρθηκε, στην καύση των ορυκτών καυσίμων (άνθρακες, φυσικό αέριο και πετρέλαιο),
στην καύση στερεών αποβλήτων, ξύλου και προϊόντων ξύλου, στην αποψίλωση των δα-
σών (μέσω της καύσης από πυρκαγιές, αλλαγής χρήσεων γης κλπ.), στην τσιμεντο-
βιομηχανία και παραγωγή ασβέστου [1, 6], στη ρύπανση που καταστρέφει τους φωτοσυ-
νθετικούς μικροοργανισμούς και τους μονοκύτταρους οργανισμούς των ωκεανών.
Οι εκπομπές CO2 εξαρτώνται από (α) τον πληθυσμό μιας χώρας ή μιας περιοχής,
(β) την ποσότητα της καταναλισκόμενης ενέργειας ανά άτομο (primary energy con-
sumption per capita, PEC/capita), (γ) το είδος των χρησιμοποιούμενων καυσίμων για την
παραγωγή ενέργειας, και (δ) το ποσοστό της συνολικά απαιτούμενης ενέργειας που
παράγεται ήπιες μορφές (ανανεώσιμες πηγές) και πυρηνική ενέργεια.

3.2 Αντιδράσεις καύσης ορυκτών καυσίμων και προϊόντων τους – παραγωγή


αερίων ρύπων [1]

Στην απλούστερη προσέγγιση, οι διάφορες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου προ-


έρχονται από την πλήρη καύση των ορυκτών καυσίμων και προϊόντων τους (π.χ.
καθαρού φυσικού αερίου CH4 ή κηροζίνης C13H28) και περιγράφονται από τις αντι-
δράσεις

CH4 + 2O2  CO2 + 2H2O (τέλεια καύση)

1-2/2003 31
2C13H28 + 40O2  26CO2 + 28H2O (τέλεια καύση)

Στη δεύτερη αντίδραση (π.χ. καύση κηροζίνης για κίνηση αεροσκαφών) από 1 γραμ-
μομόριο κηροζίνης παράγονται 13 γραμμομόρια CO2 και 14 γραμμομόρια υδρατμών
(H2O).
Σε περίπτωση όπου η θερμοκρασία της καύσης δεν είναι αρκετά υψηλή ή η
ποσότητα του αέρα δεν είναι σε περίσσεια ή ο χρόνος καύσης του καυσίμου δεν είναι
επαρκής, τότε η καύση του καυσίμου είναι ατελής και η αντίδραση που λαμβάνει χώρα
είναι:

CH4 + O2  κύρια προϊόντα (CO2 + 2H2O) + ίχνη [CO + (HC)] (ατελής καύση)

Τα προϊόντα της παραπάνω αντίδρασης είναι μίγμα CO2, CO και άκαυστων υδρογοναν-
θράκων (HC).
Επειδή η καύση λαμβάνει χώρα παρουσία αέρα (μίγμα 78% Ν2 και 21% Ο2), όταν η
θερμοκρασία καύσης είναι πολύ υψηλή, μέρος του αζώτου του αέρα αντιδρά με το
οξυγόνο και σχηματίζει οξείδια του αζώτου σύμφωνα με την αντίδραση:

Αέρας (Ν2 + Ο2) + θερμότητα  ΝΟx

Μέχρι τώρα, είχε γίνει η υπόθεση ότι ως καύσιμο χρησιμοποιείται καθαρός


υδρογονάνθρακας π.χ. μεθάνιο. Στην πραγματικότητα όμως τα καύσιμα που χρησιμο-
ποιούνται δεν είναι καθαρές ενώσεις και περιέχουν επίσης άζωτο, θείο ή μολυβδο (στη
βενζίνη) και άλλα συστατικά που δεν καίγονται (π.χ. τέφρα στους ορυκτούς άνθρακες).
Παίρνοντας ως δεδομένα την ατελή καύση, την καύση παρουσία αέρα και την καύση μη
καθαρών καυσίμων, η αντίδραση διαμορφώνεται όπως παρακάτω:

Καύσιμο (H, C, S, N, Pb, τέφρα) + Αέρας (Ν2 + Ο2) 


 Εκπομπές (CO2, H2O, CO, NOx, SOx,, Pb, αιωρούμενα σωματίδια)
+ τέφρα

Αν ληφθεί υπόψη η παρουσία υδρογονανθράκων και άλλων πτητικών ενώσεων


(VOC: volatile organic compounds) στην ατμόσφαιρα, αυτές οι ενώσεις, εξαιτίας της
παρουσίας ηλιακού φωτός, αντιδρούν με τα οξείδια του αζώτου και παράγουν όζον και
φωτοχημική ρύπανση (αιθαλομίχλη):

VOC + NOx + ηλιακό φως  φωτοχημική ρύπανση (Ο3, κ.λπ.)

Οι πηγές, από τις οποίες προκύπτουν οι εκπομπές αυτές, χωρίζονται σε κινούμενες


(μέσα μεταφοράς και παντός είδους κινούμενος μηχανικός εξοπλισμός) και σε σταθερές
(μονάδες παραγωγής ενέργειας, βιομηχανίες, διυλιστήρια κ.λπ.).

3.3 Φυσικές διεργασίες παραγωγής και διακίνησης CO2 στη φύση

Οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στη φύση και αφορούν στην παραγωγή και
διακίνηση του CO2 δίνονται από τις χημικές αντιδράσεις της φωτοσύνθεσης και της
διαπνοής.
32 1-2/2003
Φωτοσύνθεση είναι η ανταλλαγή στοιχειακού άνθρακα μεταξύ ατμόσφαιρας και
πράσινων φυτών:

6CO2 + 6H2O + (ηλιακό φώς + χλωροφύλλη)  C6H12O6 + 6O2

Η αντίδραση αυτή είναι ενδόθερμη· συντελεί δε στην αύξηση της μάζας των φυτών και
λαμβάνει χώρα μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα
(φυτοπλαγκτόν).
Η αντίστροφη αντίδραση καλείται διαπνοή· είναι εξώθερμη αντίδραση και λαμβάνει
χώρα μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας:

C6H12O6 + 6 O2  6 CO2 + 6 H2O + ενέργεια

Με τη φωτοσύνθεση απομακρύνεται συνεχώς CO2 από την ατμόσφαιρα, τροφοδοτεί


την τροφική αλυσίδα και επιστρέφει στην ατμόσφαιρα με τη διαπνοή. Η διακίνηση αυτή
γίνεται αντιληπτή με τη μείωση της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα κατά τη
διάρκεια της ημέρας και την αύξησή του κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η ποσότητα του
CO2 που προσλαμβάνεται από τους φυτικούς οργανισμούς κατά τη φωτοσύνθεση είναι
μεγαλύτερη από αυτή που αφορά στη διαπνοή [1, 7] και αυτό συντελεί στην αύξηση της
μάζας (ανάπτυξη) των φυτών. Τα φυτά, που έχουν την ικανότητα σύνθεσης της
οργανικής ύλης μέσω της φωτοσύνθεσης, καλούνται αυτότροφοι οργανισμοί, ενώ οι
οργανισμοί που καταναλώνουν οργανική ύλη για τη διατροφή τους και τη διατήρησή
τους στη ζωή καλούνται ετερότροφοι.
Οι αντιδράσεις μετατροπής της οργανικής ύλης σε CO2 και H2O καταλύονται από
μύκητες και μικροοργανισμούς, γίνονται σε αερόβιες ή αναερόβιες συνθήκες, εκλύουν
ενέργεια και δίνονται από τις αντιδράσεις:

Αερόβια μετατροπή:

Οργανική ύλη + O2 
 CO2 + H2O + νέα κύτταρα + σταθερές ενώσεις (ΝΟ3, PΟ4, SO4, …)

Αναερόβια μετατροπή:

Οργανική ύλη + O2 
 CO2 + H2O + νέα κύτταρα + ασταθείς ενώσεις (H2S, NH3, CH4, …)

Η τελευταία αντίδραση αφορά και στη σήψη οργανικής ύλης υπό αναερόβιες συνθήκες
υπό ταυτόχρονη έκλυση μεθανίου στις χωματερές. Η παραγωγή μεθανίου στις χωμα-
τερές αξιοποιείται σήμερα για παραγωγή ενέργειας.
Η αλληλουχία και διασύνδεση των διεργασιών παραγωγής και διακίνησης CO2, που
συμβαίνουν στη φύση και λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα, στην ξηρά και τη θάλασ-
σα, δίνονται στο Σχήμα 4.
Στο Σχήμα 5 δίνεται ποσοτικά η ετήσια διακίνηση του άνθρακα στη φύση (παρα-
γωγή, διακίνηση μεταξύ ατμόσφαιρας, ξηράς και θάλασσας) σε τιμές Gt C. Από το
διάγραμμα αυτό, που καλείται κύκλος του άνθρακα στη φύση (global carbon cycle),
προσδιορίζεται κατά προσέγγιση η ετήσια αύξηση συγκέντρωσης του άνθρακα στην
ατμόσφαιρα σε Gt C (Πίνακας ΙΙ).

1-2/2003 33
Αέρας και νερό Κυτταρική διαπνοή

Φωτοσύνθεση
(κυρίως φυτά και
Κυτταρική διαπνοή,
φύκη)
πυρκαγιές και
αποσύνθεση
Αποδόμηση από μύκητες
Αποδόμηση από μύκητες
και βακτήρια
και βακτήρια

Παραγωγή ενέργειας
και τσιμεντοβιομηχανία
(Ασβεστόλιθος),
άνθρακας και πετρέλαιο
Οργανικά συστατικά
αυτότροφων Οργανικά συστατικά
οργανιισμών Κατανάλωση από
ετερότροφων οργανισμών
τους ετερότροφους
οργανισμούς
(κυρίως ζώα)

Σχήμα 4: Βασικές διεργασίες παραγωγής και διακίνησης CO2 στή φύση [7].
Figure 4: Fundamental processes for the CO2 production and its circulation in the
nature [8].

Σχήμα 5: Ο κύκλος του άνθρακα στη φύση σε Gt C / έτος. Αφορά σε επεξεργασία


στοιχείων για το χρονικό διάστημα 1980–1989 [9].
Figure 5: The global carbon cycle, showing carbon reservoirs (Gt C) and fluxes
(Gt C/a), based on annual averages over the period 1980 to 1989 [9].
34 1-2/2003
Πίνακας ΙΙ
Μέση ετήσια αύξηση συγκέντρωσης CO2 στην ατμόσφαιρα για το χρονικό διάστημα
1980–1989 [1, 9].

Πηγές εκπομπών CO2 Διαφορές


 Εκπομπές στην ατμόσφαιρα από την παραγωγή (Gt C/έτος) 5,5  0,5 Gt C/έτος
ενέργειας και την τσιμεντοβιομηχανία
 Εκπομπές από τη αλλαγή χρήσεων γης 1,6  1,0 Gt C/έτος
(αποψίλωση δασών, πυρκαγιές κ.α.)
Καθαρές ετήσιες ανθρωπογενείς εκπομπές 7,1  1,1 Gt C/έτος
Διακίνηση CO2 μεταξύ των διαφόρων αποδεκτών
(ατμόσφαιρα, ξηρά, θάλασσα)
 Απορρόφηση μείον απελευθέρωση από τους 92–90 2,0  0,8 Gt C/έτος
ωκεανούς
 Απορρόφηση για την ανάπτυξη των δασών του 0,5 0,5  0,5 Gt C/έτος
βόρειου ημισφαίριου (φωτοσύνθεση)
 Καθιζήσεις στην ξηρά 61,3–60 1,3  0,5 Gt C/έτος
Καθαρή αύξηση CO2 στην ατμόσφαιρα 3.3 0.2 Gt C/έτος

Η επιφανειακή εναλλαγή στους ωκεανούς διοξειδίου του άνθρακα αφορά στην


απορρόφησή του δηλαδή στην καταβύθιση ανθρακικών ενώσεων (92 Gt C ετησίως) στα
βόρεια γεωγραφικά πλάτη (κρύα επιφάνεια ωκεανού) και στην απελευθέρωσή του στις
τροπικές περιοχές (90 Gt C). Η μεγαλύτερη ποσότητα δεσμευμένου άνθρακα συμβαίνει
στα βάθη των ωκεανών (περίπου 40000 Gt C), ενώ η επιφάνεια της γης περιέχει περίπου
2000 Gt C, η ατμόσφαιρα 750 Gt C και τα ανώτερα στρώματα της επιφάνειας των
ωκεανών περίπου 1000 Gt C.

3.4 Προσδιορισμός της συγκέντρωσης CO2 στην ατμόσφαιρα

Η τιμή της πυκνότητας του αέρα είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό της
συγκέντρωσης του αέρα σε CO2 σε μονάδες ppmv (εκατομμυριοστά όγκου). Με
δεδομένη τη μάζα του ατμοσφαιρικού αέρα (5,21 ×1021 g ή 5,137 ×1021 g) και τη σύ-
σταση του ατμοσφαιρικού αέρα (Πίνακας ΙΙΙ), και εάν ο αέρας θεωρηθεί ως ιδανικό
αέριο, προκύπτει ότι η πυκνότητα του αέρα είναι 1292,6 g/m3.
Επίσης, από τα παραπάνω υπολογίζεται ότι:

1 ppmv CO2 = (1 m3 CO2/106 m3 αέρα) × (5,137 × 1021 g / 1292,6 g/m3 αέρα).

Στην παραπάνω παράσταση ο δεύτερος λόγος ισούται με 3,974 ×1018 m3 αέρα και
αφορά στο συνολικό όγκο του άερα της ατμόσφαιρας, οπότε :

1 ppmv CO2 = (1 m3 CO2 / 106 m3 αέρα ) × 3,974 × 1018 m3 αέρα


= 3,974 ×1012 m3 CO2 (όγκος CO2 που αντιστοιχεί σε 1 ppmv).

1-2/2003 35
Πίνακας ΙΙΙ
Σύσταση του ατμοσφαιρικού αέρα.

Στοιχείο Ποσοστό % κατ’


ή χημική ένωση όγκο (ξηρός αέρας) g/mol mol/ m3 αερίου g/m3 αέρα
Άζωτο, N2 78,08 28 44,6 975,1
Οξυγόνο, O2 20,98 32 44,6 299,0
Διοξείδιο του
0,0352 44 44,6 0,7
άνθρακα, CO2
Μεθάνιο, CH4 0,0017 16 44,6 1,2
Αργόν**, Ar 0,93 40 44,6 16,6
Νέον, Ne 0,0018
Υδρογόνο, H 0,00006
Κρυπτόν **, Kr 0,0011
Ξένον**, Xe 0,00009
Ήλιον**, He 0,0005
Όζον†, O3 0,00006
ΣΥΝΟΛΟ 1292,6

Η συγκέντρωση του όζοντος στην ατμόσφαιρα δεν είναι σταθερή.
**
Αδρανή αέρια.

Όμως 1 m3 CO2 περιέχει 44,64 mol ή 44,64 mol × 12 g/mol = 537,7 g C. Οπότε 1 ppmv
CO2 αντιστοιχεί σε 3,974 × 1012 × 537,7 g C = 2,129 Gt C, που αφορά στη συνολική
περιεκτικότητα του ατμοσφαιρικού αέρα σε άνθρακα σε Gt C.
Είναι γνωστό [9] ότι η περιεκτικότητα του ατμοσφαιρικού αέρα σε CO2 το 1990
ήταν 0,0352% κ.ό. περίπου, και επειδή ο όγκος του ατμοσφαιρικού αέρα είναι 3,974 ×
1018 m3 αέρα, τότε το περιεχόμενο CO2 στον αέρα ήταν:

3,974 × 1018 m3 αέρα × 0,000352 m3 CO2/m3 αέρα = 1,399 ×1015 m3 CO2

Τα 1,399 × 1015 m3 CO2 του αέρα περιείχαν 1,399 × 1015 × 537,7 g C = 752,2 Gt C. Η
τιμή αυτή αντιστοιχούσε σε 752,2 Gt C/2,129 Gt C/ppmv  353,3 ppmv CO2 το 1990.
Αν η ετήσια καθαρή προσθήκη άνθρακα στην ατμόσφαιρα είναι 3,3 Gt C (Πίνα-
κας ΙΙ), τότε η ετήσια αύξηση της περιεκτικότητας του ατμοσφαιρικού αέρα σε μονάδες
ppmv CO2 αναμένεται να είναι 3,3 Gt C/2,129 Gt C/ppmv = 1,55 ppmv CO2/έτος.

4 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΑΕΡΙΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΤΟΥ CO2 ΑΠΟ


ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ

Οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 δεν είναι σταθερές ετησίως και εξαρτώνται από το
είδος των χρησιμοποιούμενων καυσίμων, από τις ποσότητες των συμβατικών ορυκτών
καυσίμων και των προϊόντων τους. Για τον υπολογισμό των ετήσιων παγκόσμιων αε-
ρίων εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα, που οφείλονται στην παραγωγή ενέργειας κάθε
μορφής και προέρχεται από την καύση συμβατικών ορυκτών καυσίμων (παραγωγή ηλε-
κτρικής ενέργειας, μεταφορές, τσιμεντοβιομηχανία, οικιακή κατανάλωση κλπ.), χρησι-

36 1-2/2003
μοποιούνται (α) οι ετήσιες παγκόσμιες καταναλώσεις συμβατικών ορυκτών καυσίμων
κατά είδος καυσίμου και (β) οι ενεργειακές εντάσεις (g C/μονάδα θερμικού δυναμικού)
κάθε καυσίμου.

4.1 Ένταση ορυκτών καυσίμων σε άνθρακα

Η ποσότητα του άνθρακα που εκλύεται ανά μονάδα θερμικού δυναμικού του
καυσίμου καλείται ένταση σε άνθρακα (carbon intensity) του καυσίμου [1]. Πολλά καύ-
σιμα όπως ο άνθρακας και το πετρέλαιο έχουν σημαντική «ένταση» σε άνθρακα, ενώ
άλλα «καύσιμα» όπως τα πυρηνικά και το νερό (υδροηλεκτρική ενέργεια) έχουν μηδε-
νική ένταση σε άνθρακα. Επίσης κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι, το ισοζύγιο άν-
θρακα στην παραγωγή ενέργειας από την καύση βιομάζας θεωρείται μηδενικό, επειδή με
τον τρόπο αυτό επιστρέφεται στην ατμόσφαιρα η ποσότητα του άνθρακα που είχε δε-
σμευτεί από τα φυτά στο στάδιο της ανάπτυξής τους (φωτοσύνθεση).

Παράδειγμα: Ανώτερη θερμογόνος δύναμη της αντίδρασης καύσης μεθανίου — Στην


περίπτωση της οξείδωσης του μεθανίου προς CO2 και υγρό H2O:

CH4(g) + 2O2(g) CO2(g) + 2H2O(l)

η θερμότητα της αντίδρασης (ΔΗ) είναι ίση με –890,2 kJ/mol CH4. Eπειδή η τιμή της
θερμότητας της αντίδρασης έχει αρνητικό πρόσημο, αυτό σημαίνει ότι κατά την καύση
εκλύεται θερμότητα, δηλαδή η αντίδραση είναι εξώθερμη.
Όταν καίεται ένα καύσιμο, ποσοστό της ενέργειας που εκλύεται δεσμεύεται ως
λανθάνουσα θερμότητα στους υδρατμούς που παράγονται. Συνήθως όμως οι υδρατμοί
που προκύπτουν διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα από τις καπνοδόχους μαζί με τα υπό-
λοιπα αέρια και έτσι η λανθάνουσα θερμότητα που κατέχουν στην πραγματικότητα δια-
φεύγει (χάνεται) στο περιβάλλον. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη διατύπωση δυο διαφο-
ρετικών εκφράσεων θερμότητας καύσης. Η ανώτερη θερμογόνος δύναμη (ΑΘΔ ή HHV:
higher heating value) αφορά στη θερμότητα που αποδίδεται από την καύση, όπου το
νερό ως προϊόν εμφανίζεται σε κατάσταση υγρού (συμπύκνωση υδρατμών), ενώ η
κατώτερη θερμογόνος δύναμη (ΚΘΔ ή LHV: lower heating value) ή καθαρή θερμότητα
καύσης (net heating value) αφορά στην αποδιδόμενη θερμότητα καύσης υπό την
προϋπόθεση ότι το νερό παραμένει στην αέρια φάση και η θερμότητα που περιέχει
διαφεύγει στην ατμόσφαιρα μαζί με τα υπόλοιπα αέρια [10].
Η κατώτερη θερμογόνος δύναμη του καυσίμου υπολογίζεται όπως προηγουμένως
αντικαθιστώντας την ενθαλπία του νερού υπό υγρή μορφή από την ενθαλπία του νερού
(ατμών). Οπότε, για την αντίδραση

CH4(g) + 2O2(g) CO2(g) + 2H2O(g)

η εκλυόμενη θερμότητα, που αντιστοιχεί στην ΚΘΔ, είναι –802,2 kJ/mol CH4.
Από τις παραπάνω αντιδράσεις επειδή 1 mol CH4 έχει μάζα 16 g προκύπτει ότι η
ενεργειακή ένταση του μεθανίου είναι 12 g C/ 890,2 kJ = 13,48 g C/MJ ή (0,074 MJ/ g
C) στην περίπτωση της ανώτερης θερμογόνου δύναμης) και 12 g C/802,2 kJ = 14,96 g
C/MJ ή (0,067 MJ/g C) στην περίπτωση της κατώτερης θερμογόνου δύναμης. Για το
φυσικό αέριο, επειδή αυτό δεν αποτελείται από 100% καθαρό μεθάνιο, οι τιμές αυτές

1-2/2003 37
Πίνακας IV
Ενεργειακές εντάσεις συμβατικών ορυκτών καυσίμων.

Ενεργειακή ένταση g C/MJ


Είδος καυσίμου ΑΘΔ ΚΘΔ
Φυσικό αέριο 13,8 15,3
Πετρέλαιο 19,7 20,0
Άνθρακας βιτουμενιούχος 24,2 25,8
Λιγνίτης [11, 12] 26,2 27,8
Ανανεώσιμες πηγές 0 0
Πυρηνική ενέργεια 0 0

διαμορφώνονται σε 13,8 και 15,3 g C/MJ για την ανώτερη και κατώτερη θερμογόνο
δύναμη, αντίστοιχα.
Παρομοίως υπολογίζονται οι ενεργειακές εντάσεις των συμβατικών ενεργειακών
ορυκτών καυσίμων (Πίνακας IV) για τον υπολογισμό των ετήσιων παγκόσμιων
εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα σε μονάδες Gt C.

4.2 Προσεγγιστικές σχέσεις υπολογισμού των ετήσιων εκπομπών CO2

Για τον προσδιορισμό των αερίων εκπομπών του CO2, που αφορούν στον άνθρακα,
έχουν προταθεί δυο σχεδόν όμοιες μαθηματικές σχέσεις, που περιέχουν παράγοντες
(μεταβλητές) οικονομικής υφής και ενεργειακής έντασης.
Η πρώτη σχέση [13] ονομάζεται ταυτότητα Kaya (Kaya identity) και περιγράφει τη
σχέση μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν τις τάσεις εκπομπών διοξειδίου του
άνθρακα παγκοσμίως κατά γεωγραφική περιοχή ή κατά χώρα, και ορίζεται ως εξής:

C = (C/E)  (E/GDP)  (GDP/POP)  POP (1)

H εξίσωση αυτή συσχετίζει τις συνολικές εκπομπές άνθρακα στο περιβάλλον (C) με την
ενεργειακή κατανάλωση (E), το εθνικό ακαθάριστο προϊόν (GDP: gross domestic prod-
uct) ως παράγοντα οικονομικής δραστηριότητας και τον πληθυσμό (POP: population).
Οι δυο πρώτοι παράγοντες εκφράζουν την ενεργειακή ένταση όσο αφορά στις εκπομπές
άνθρακα (C/E) δηλαδή την ποσότητα του άνθρακα ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας
και τη σχέση οικονομικής δραστηριότητας και ενέργειας (E/GDP). Ο τρίτος παράγοντας
είναι δείκτης οικονομικής ανάπτυξης και εκφράζεται από το κατά κεφαλήν ακαθάριστο
προϊόν (GDP/POP).
Είναι φανερό, ότι σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο το επίπεδο των συνολικών εκπο-
μπών άνθρακα στο περιβάλλον (C) προκύπτει από το γινόμενο των τεσσάρων παραγό-
ντων της εξ. (1), που είναι χαρακτηριστικές κάθε χώρας, συνασπισμού χωρών ή γεω-
γραφικής περιοχής.
Η δεύτερη σχέση προτάθηκε από τον Bongaarts [14] και περιγράφει τη σχέση που
υπάρχει μεταξύ των συνολικών ετήσιων εκπομπών CO2 Τ σε γραμμάρια ανά έτος
(g/έτος) και πέντε παραγόντων, που κατά τη γνώμη του προτείνοντος τις καθορίζουν. Οι
παράγοντες αυτοί είναι: (α) ο πληθυσμός P, (β) το ακαθάριστο κατά κεφαλή εθνικό
προϊόν G (GDP/capita) σε US$/κάτοικο, (γ) η ενεργειακή ένταση του ακαθάριστου κατά
38 1-2/2003
κεφαλή εθνικού προϊόντος E σε joule/κάτοικο, (δ) η ένταση σε άνθρακα C που εκ-
φράζεται σε γραμμάρια άνθρακα ανά joule (g/J) και (ε) η ποσότητα των ετήσιων εκπο-
μπών άνθρακα D σε γραμμάρια άνθρακα (g), που οφείλεται στην αποψίλωση των
τροπικών δασών. Η μαθηματική σχέση του Bongaarts είναι [15]:

Τ=PGEC+D (2)

Είναι γνωστό πως, π.χ., στην πρώην Σοβιετική Ένωση η ενεργειακή ένταση ήταν
μεγάλη λόγω τού ότι η οικονομία της στηριζόταν αποκλειστικά στη βαριά βιομηχανία
που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ενέργειας, ενώ η ενεργειακή ένταση της Ιαπωνίας
ήταν χαμηλότερη επειδή, το μεγαλύτερο ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος
της προερχόταν από τη μεταποιητική βιομηχανία (μεγάλη προστιθέμενη αξία προϊό-
ντων) και τις υπηρεσίες.
Από διάφορους υπολογισμούς έχει προκύψει, ότι η συγκέντρωση του CO2 στην
ατμόσφαιρα έχει αυξηθεί κατά 30% περίπου τα τελευταία 250 χρόνια ως αποτέλεσμα
της αποψίλωσης των δασών, της καύσης συμβατικών ενεργειακών ορυκτών καυσίμων
για παραγωγή ενέργειας (στη βιομηχανία, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, την
τσιμεντοβιομηχανία, τα μέσα μεταφοράς, την οικιακή και εμπορική κατανάλωση κ.λπ.),
και της πύρωσης των ασβεστολίθων στην τσιμεντοβιομηχανία.

4.3 Παγκόσμια παραγωγή ενέργειας και εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα

Στον Πίνακα V δίνεται η εξέλιξη της ποσοστιαίας κατανάλωσης ενέργειας και των
εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως κατά την τελευταία δεκαετία, όπως
επίσης και οι μεσοπρόθεσμες μελλοντικές προβλέψεις μέχρι το 2020 ανά κατηγορία
κρατών ή γεωγραφική περιοχή. Από τον Πίνακα V διαπιστώνεται, ότι προβλέπεται
μείωση των εκπομπών CO2, παρά την αύξηση της καταναλισκόμενης ενέργειας για ορι-
σμένες περιοχές του πλανήτη ή κατηγορία κρατών (μεγάλη μείωση για τις βιομηχανικές
χώρες, μικρότερη μείωση για την Κεντρική και Νότια Αμερική, καθώς και για την Ανα-
τολική Ευρώπη). Η παραπάνω αναμενόμενη εξέλιξη θα προκύψει ως αποτέλεσμα της
αλλαγής των μεθόδων παραγωγής ενέργειας στις προηγμένες βιομηχανικά χώρες με
έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές (αιολική, υδροηλεκτρική, γεωθερμία, ηλιακή ενέργεια
κ.λπ.), της εξέλιξης και καθιέρωσης νέων τεχνολογιών παραγωγής ενέργειας (τεχνολο-
γίες καθαρού άνθρακα, κυψέλες καυσίμου, κ.ά.) που συντελούν στην αύξηση της ενερ-
γειακής απόδοσης, της αλλαγής του είδους των χρησιμοποιούμενων καυσίμων (φυσικό
αέριο αντί άνθρακα ή πετρελαίου) στην παραγωγή ενέργειας.
Στις γεωγραφικές περιοχές που προβλέπεται αύξηση των εκπομπών CO2, τα απο-
τελέσματα των προβλέψεων εξηγούνται, τόσο από το γεγονός της ύπαρξης μεγάλων
κοιτασμάτων (σημαντικά αποθέματα) και της συνακόλουθης χρήσης ορυκτών καυσίμων
που κατά την καύση τους εκλύουν μεγάλες ποσότητες CO2 (π.χ. εκτεταμένα κοιτάσματα
άνθρακα σε Κίνα και Ινδία) ή από την αύξηση της έντασης της βιομηχανικής δραστη-
ριότητάς τους ως αποτέλεσμα της αναμενόμενης σημαντικής οικονομικής τους εξέλιξης.

1-2/2003 39
40
Πίνακας V
Κατανάλωση ενέργειας και εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παγκόσμια
κατά την προηγούμενη δεκαετία και μελλοντικές προβλέψεις [16].

Κατανάλωση ενέργειας ΕκπομπέςCO2 σε εκατ. τόνους ισοδύναμου άνθρακα (Mtce)


Κατηγορία 1990 1999 2010 2020 1990 1999 2010 2020
κρατών
BTU % BTU % BTU % BTU % Mtce % Mtce % Mtce % Mtce %
Βιομηχανικές
182,4 52,9 209,6 54,9 243,4 49,7 270,4 44,5 2842 48,8 3122 51,3 3619 46,2 4043 41,4
χώρες
Ανατολική
Ευρώπη +
πρώην 76,3 22,1 50,5 13,2 60,3 12,3 72,3 11,9 1338 23,0 811 13,3 940 12,0 1094 11,2
Σοβιετικές
Δημοκρατίες
Αναπτυσσόμενες χώρες
Ασία 51,0 14,8 70,9 18,6 113,4 23,2 162,2 26,7 1053 18,1 1361 22,3 2137 27,3 3013 30,9
Μέση Ανατολή 13,1 3,8 19,3 5,1 26,9 5,5 37,2 6,1 231 4,0 330 5,4 451 5,8 627 6,4
Αφρική 9,3 2,7 11,8 3,1 16,1 3,3 20,8 3,4 179 3,1 218 3,6 294 3,8 373 3,8
Κεντρική και
13,7 4,0 19,8 5,2 29,6 6,1 44,1 7,3 178 3,1 249 4,1 394 5,0 611 6,3
Νότια Αμερική
Σύνολο 87,1 25,2 121,8 31,9 186,0 38,0 264,3 43,5 1641 28,2 2158 35,4 3276 41,8 4624 47,4
Σύνολο
345,8 100,0 381,9 100,0 489,7 100,0 607,1 100,0 5821 100,0 6091 100,0 7835 100,0 9761 100,0
παγκόσμια
1-2/2003
Στα Σχήματα 6 και 7 όπως και στον Πίνακα VI γίνεται σύγκριση της καταναλισκό-
μενης ενέργειας (ποσοστιαία %) και της ποσοστιαίας κατανομής του πληθυσμού παγκο-
σμίως. Από τη σύγκριση αυτή διαπιστώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των
διαφόρων περιοχών ή κατηγοριών κρατών, που εξηγούνται από την ένταση της βιο-
μηχανικής τους δραστηριότητας, από το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων τους (χρήση
ηλεκτρικής ενέργειας, μεταφορές, οχήματα κλπ.), από τη διάρθρωση των παραγωγικών
τομέων των οικονομιών τους (γεωργία, κτηνοτροφία, τριτογενής τομέας κ.λπ.).
Στο Σχήμα 8 δίνεται η εξέλιξη της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας την τελευ-
ταία τριακονταετία και οι προβλέψεις για τα επόμενα 20 χρόνια [16].

4% 10%
Βιομηχανικές χώρες
6%
Ανατολική Ευρώπη + Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες
Αναπτυσσόμενη Ασία
18% Μέση Ανατολή
Αφρική
Κεντρική και Νότια Αμερική
55%
7%

Σχήμα 6: Κατανομή % πληθυσμού ανά κατηγορία κρατών το 1999.


Figure 6: Global population distribution (%) as of 1999.

5%
3%
19%
5%

13% Βιομηχανικές χώρες


Ανατολική Ευρώπη+Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες
Ασία
Μέση Ανατολή
Αφρική
55% Κεντρική και Νότια Αμερική

Σχήμα 7: Κατανάλωση ενέργειας % ανά κατηγορία κρατών κατά το έτος 1999.


Figure 7: Global distribution of primary energy consumption (%) as of 1999.

1-2/2003 41
Πίνακας VI
Σύγκριση ποσοστιαίας κατανάλωσης ενέργειας και κατανομής πληθυσμού ανά
γεωγραφική περιοχή ή κατηγορία κρατών.
Ποσοστό Σχετική δυσαναλογία
Κατηγορία κρατών ή Ποσοστό κατανάλωσης κατανάλωσης ενέργειας
γεωγραφική περιοχή πληθυσμού, % ενέργειας, % και πληθυσμού
Βιομηχανικές χώρες 18 55 3,06
Ανατολική Ευρώπη &
7 13 1,86
πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες
Αναπτυσσόμενη Ασία 55 19 0,33
Μέση Ανατολή 4 5 1,26
Αφρική 10 3 0,31
Κεντρική & Νότια Αμερική 6 5 0,86
Σύνολο 100 100

700
607
Πεντάκιις εκατ. BTU (1015 BTU)

600 547
490
500 439
382 408
400 346
285
300 207
200
100
0

1970 1980 1990 1999 2000 2005 2010 2015 2020

Σχήμα 8: Εξέλιξη της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας την τελευταία τριακο-


νταετία και προβλέψεις για τα επόμενα 20 χρόνια [16].
Figure 8: Evolution of the global primary energy consumption for the last thirty
years period and future outlook [16].

Στο Σχήμα 9 φαίνεται η αναμενόμενη ποσοστιαία αύξηση κατανάλωσης ενέργειας


μεταξύ των ετών 1999–2020 ανά κατηγορία κρατών ή γεωγραφική περιοχή (στοιχεία
από τον Πίνακα V).
Στον Πίνακα VII υπολογίζονται οι παγκόσμιες εκπομπές C σε μονάδες Gt C (1 Gt C
 3,67 Gt CO2) από την καύση συμβατικών ενεργειακών καυσίμων, χρησιμοποιώντας
την ενεργειακή ένταση κάθε καυσίμου και την παγκόσμια κατανάλωση ανά είδος
καυσίμου για το έτος 2000.

42 1-2/2003
Σύνολο Π αγκόσμια 59
Αναπ τυ σσόμ ενη Α σία 129
Κ εντρική και Ν ότια Α μερική 123
Α φρική 77
Μ έση Α νατολή 93
Ανατ. Ε υρώ π η & π ρώ ην Σοβ. Δ ημοκρα τίες 43
Β ιομ ηχανικ ή Α σία 22
Β όρεια Α μερική 35
Δ υτική Ε υρ ώ π η 22

0 20 40 60 80 100 120 140


Π οσοσ τιαία Μ εταβολή (% )

Σχήμα 9: Προβλεπόμενη ποσοστιαία αύξηση κατανάλωσης ενέργειας μεταξύ των


ετών 1999–2020 ανά κατηγορία κρατών ή γεωγραφική περιοχή (στοιχεία από
Πίνακα V).
Figure 9: Expected increase (%) in primary energy consumption for the years
1999-2020 by region (data from Table V).

Πίνακας VII
Παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας έτους 2000 κατά καύσιμο και παγκόσμιες εκπομπές
CO2 σε Gt C (επεξεργασία στοιχείων από [11] και [17]).

Ενεργειακή ένταση Πρωτογενής κατανάλωση ενέργειας Εκπομπές


g C/MJ (2000)* Gt C/έτος
Είδος καυσίμου ΑΘΔ ΚΘΔ (Α) 1015 BΤU 1012 MJ/έτος (B) (Α × B)
Φυσικό αέριο 13,8 15,3 87,17 91,97 1,41
Πετρέλαιο 19,7 20,0 142,18 150 3,00
Άνθρακας
24,2 25,8 89,56 94,5 2,44
βιτουμενιούχος
Λιγνίτης* 26,2 27,8 – – –
Ανανεώσιμες
πηγές + πυρηνική 0 0 0 0 0
ενέργεια
ΣΥΝΟΛΟ 318,91 6,85
* Πηγή: BP [11].

Η τιμή των εκπομπών του έτους 2000 (6,85 Gt C/έτος, βλ. Πίνακα VII)
συγκρινόμενη με αυτήν της δεκαετίας 1980–1989 (5,5 Gt C/έτος) είναι σημαντικά
υψηλότερη. Στην περίπτωση που η τιμή αυτή παραμείνει σταθερή ετησίως, αυτό
συνεπάγεται ετήσια αύξηση της συγκέντρωσης CO2 στην ατμόσφαιρα της τάξης των 2,2
ppmv CO2 αντί αυτής του 1,55 ppmv CO2, που είχε υπολογιστεί προηγουμένως.

1-2/2003 43
100%
5,0
Νότια Κορέα, 1,8%
90% 10,9
Ποσοστό % εκπομπών CO2

Ιαπωνία, 5,0%
80%
11,3
Κίνα, 10,9%
70%
4,7
Άπω Ανατολή & Ωκεανία, 11,3%
60%
12,8
Αφρική, 3,9%
50%
16,5 Μέση Ανατολή, 4,7%
40%
30% 4,3 Α. Ευρώπη & πρώην Σοβιετ. Δημ., 12,8%

20% Δ. Ευρώπη, 16,5%


28,8
10% Κεντρική & Νότια Αμερική, 4.3%

0% Βόρεια Αμερική, 28,8%

Γεωγραφική περιοχή

Σχήμα 10: Αναλυτικά δεδομένα εκπομπών CO2 για το έτος 1999 ανά γεωγραφική
περιοχή [18].
Figure 10: Detailed CO2 emissions by region for the 1999 [18].

Στο Σχήμα 10 δίνεται αναλυτικά η ποσοστιαία συμμετοχή αερίων εκπομπων CO2 για
το έτος 1999 ανά γεωγραφική περιοχή, ενώ στο Σχήμα 11 δίνεται η ποσοστιαία συμ-
μετοχή κατά κατηγορία κρατών στις εκπομπές CO2 την προηγούμενη δεκαετία (1990
και 1999) και οι μελλοντικές προβλέψεις.
Από το Σχήμα 10 διαπιστώνεται η μεγάλη ποσοστιαία συμμετοχή της Βόρειας Αμε-
ρικής (28,8%), της Δ. Ευρώπης (16,5%), της Α. Ευρώπης και των πρώην Σοβιετικών
Δημοκρατιών (12,8%), της Κίνας (10,9%), της Άπω Ανατολής και Ωκεανίας (11,3%)
και της Ιαπωνίας (5%) στις εκπομπές CO2, ενώ στο Σχήμα 11 φαίνεται η συνεχής
μείωση της συμμετοχής των εκπομπών CO2 των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης
που οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση της βιομηχανικής τους δραστηριότητας μετά
το 1990 και πιθανόν σε τεχνολογικές βελτιώσεις, στην ενίσχυση από την ΕΕ και τη
στροφή σε λιγότερο ενεργοβόρες βιομηχανίες. Επίσης, διαπιστώνεται η συνεχής αύξηση
της συμμετοχής των εκπομπών των αναπτυσσόμενων χωρών (Κίνα, Ινδία, Κορέα) που
είναι το αποτέλεσμα της σημαντικής οικονομικής τους εξέλιξης και της ανάπτυξης της
βιομηχανικής τους δραστηριότητας. Την ίδια περίοδο διαπιστώνεται σταδιακή ελάττωση
των εκπομπών CO2 στις βιομηχανικές χώρες ως αποτέλεσμα του ισχυρού περιβαλλο-
ντικού κινήματος στις χώρες αυτές, της μετακίνησης της βιομηχανικής τους δραστη-
ριότητες στις αναπτυσσόμενες χώρες, της επέκτασης στη χρήση καυσίμων περισσότερο
φιλικών στο περιβάλλον (φυσικό αέριο αντί του άνθρακα και πετρελαίου) και της εφαρ-
μογής πιο αποδοτικών μεθόδων παραγωγής ενέργειας (συνδυασμένη καύση για παραγω-
γή ενέργειας και θέρμανση κλπ.). Η επέκταση, επίσης, της χρήσης των ανανεώσιμων
πηγών ενέργειας αναμένεται να συμβάλει στην κατεύθυνση αυτή.

44 1-2/2003
Αναπτυσσόμενες χώρες
Ανατ. Ευρώπη & Πρώην Σοβιετ. Δημοκρατίες
Βιομηχανικές χώρες

100
90
28,2
35,4
80 41,8
Ποσοστιαία % συμμετοχή εκπομπών

47,4
70
60 23,0 13,3
12,0
50 11,2
CO2

40
30
48,8 51,3
46,2 41,4
20
10
0
1990 1999 2010 2020

Σχήμα 11: Ποσοστιαία συμμετοχή κατά κατηγορία κρατών στις εκπομπές CO2
την προηγούμενη δεκαετία (1990 και 1999) και οι μελλοντικές προβλέψεις (2010
και 2020) (στοιχεία από Πίνακα V).
Figure 11: CO2 emissions by region for the past decade (1990-1999) and future
outlook (data from Table V).

Στο Σχήμα 12 δίνεται η συμμετοχή (%) κατά είδος καυσίμου συγκεντρωτικά


παγκοσμίως και κατά γεωγραφική περιοχή των εκπομπών CO2 για το έτος 1999 και οι
προβλέψεις για το 2020, ενώ στο Σχήμα 13 δίνονται οι εκπομπές CO2 υπό μορφή τόνων
ισοδύναμου άνθρακα ανά κάτοικο (Tce/capita) για τα ίδια έτη. Από τα Σχήματα 12
και 13 διαπιστώνονται τα εξής:

 Τάση αύξησης της κατανάλωσης φυσικού αερίου εις βάρος του άνθρακα σχε-
δόν σε όλες τις περιοχές του πλανήτη.
 Διατήρηση περίπου σταθερής της κατανάλωσης του πετρελαίου εκτός της
περίπτωσης των πρώην Ανατολικών Χωρών, όπου προβλέπεται αύξηση. Αυτό
προφανώς οφείλεται στο γεγονός των μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου και
φυσικού αερίου των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών.
 Αύξηση των τόνων ισοδύναμου άνθρακα κατά κάτοικο σε όλες τις γεωγραφικές
περιοχές του πλανήτη (αύξηση εκπομπών CO2), που αναμένεται να προκαλέσει
δυσχέρειες στην επίτευξη των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί και των
στόχων που έχουν τεθεί μέσω του Πρωτοκόλλου του Κυότο. Η αύξηση αυτή θα
οφείλεται στην αναμενόμενη μεγάλη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης
και του επιπέδου διαβίωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες και στη μικρότερη
βελτίωση στις άλλες περιοχές του πλανήτη, και βεβαίως στην αύξηση του αριθ-
μού των οχημάτων που θα καίουν συμβατικά καύσιμα ιδιαίτερα στις αναπτυσ-
σόμενες χώρες.

1-2/2003 45
100%
13
90% 20 20 17
25 26
Ποσοστιαία % συμμετοχή εκπομπών

80% 41
50
70%
CO2 ανά είδος καυσίμου

45
60% 45
45
50
45
50% 48
25
40%
34
30%

20% 42
35 38
34
30 30
26
10%
16

0%
1999 2020 1999 2020 1999 2020 1999 2020

Άνθρακας Π ε τ ρ έ λ α ιο Φ υ σ ικ ό α έ ρ ιο

Σχήμα 12: Συμμετοχή (%) κατά είδος καυσίμου συγκεντρωτικά παγκοσμίως και
ανά γεωγραφική περιοχή για το έτος 1999 και οι προβλέψεις για το 2020 των εκ-
πομπών CO2.
Figure 12: Global and by region CO2 emissions by fuel for the 1999 and future
outlook.

Έτος 1999 Έτος 2020

3,3
Νότια Κορέα
2,3
3,15
Βιομηχανική Ασία
2,8
1,1
Κεντρική & Νότια Αμερική
0,6
2,7
Α. Ευρώπη & πρώην Σοβιετ. Δημοκρ.
2
1,1
Κίνα
0,5
2,9
Δ. Ευρώπη
2,5
5
Βόρεια Αμερική
4,3

0 1 2 3 4 5 6
Τόνοι ισοδύναμου άνθρακα ανά κάτοικο (Tce/capita)

Σχήμα 13: Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε τόνους ισοδύναμου άνθρακα ανά
κάτοικο [16].
Figure 13: CO2 emissions by region in tonnes coal equivalent per capita [16].

46 1-2/2003
5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην παρούσα εργασία παρουσιάστηκε συνοπτικά το φαινόμενο του θερμοκηπίου,


περιγράφηκαν οι διεργασίες που συμβάλουν στην αναμενόμενη παγκόσμια αύξηση της
θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη και περιγράφηκαν οι αναμενόνενες μελ-
λοντικές επιπτώσεις του φαινομένου στο κλίμα και στο περιβάλλον.
Κατόπιν, χρησιμοποιώντας την ανάλυση της κατανάλωσης των συμβατικών ορυκτών
καυσίμων συνολικά και ανά γεωγραφική περιοχή του πλανήτη, αναλύθηκαν οι μέθοδοι
υπολογισμού και υπολογίστηκαν οι εκπομπές του CO2.
Από τη συνολική ανάλυση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών CO2,
διαπιστώθηκε η δυσανάλογη, σε σχέση με τον πληθυσμό τους, κατανάλωση ενέργειας
των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών (Βόρεια Αμερική, Δυτ. Ευρώπη, Ωκεανία, Ιαπω-
νία και Νοτ. Κορέα) και της συμμετοχής τους στις εκπομπές CO2. Επίσης, διαπιστώθηκε
η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών CO2 των αναπτυσ-
σόμενων χωρών (Κίνα, Ινδία).
Από την ανάλυση που διενεργήθηκε, γίνεται κατανοητό το ενδιαφέρον των χωρών με
μεγάλη βιομηχανική δραστηριότητα, που συνήθως είναι χώρες με ανεπαρκή αποθέματα
ορυκτών καυσίμων για τις σημερινές αλλά και τις μελλοντικές τους ανάγκες, για τους
ενεργειακούς πόρους των αναπτυσσόμενων χωρών (Μέση Ανατολή, Αφρική, πρώην
Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κασπίας, Κεντρική και Νότια Αμερική).
Επίσης γίνεται φανερή η δυσκολία επίτευξης των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί
μέσω των διασκέψεων για το περιβάλλον, για μείωση των εκπομπών CO2. Γίνεται επί-
σης προφανής η ανάγκη εντατικοποίησης των προσπαθειών για την ανάπτυξη τεχνικών
και μεθόδων μείωσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την παραγωγή και χρήση
της ενέργειας, όπως επίσης και η αναγκαιότητα χρήσης μεθόδων φιλικότερων στο
περιβάλλον που θα συμβάλουν στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Masters, M. G. (1999), “Introduction to Environmental Engineering and Science”, 2nd


Edition, Prentice Hall, σελ. 453–553.
2. Union of Concerned Scientists, USA (2003), URL: http://www.ucsusa.org/global_ environ-
ment/global_warming/page.cfm?pageID=497.
3a. M. Pidwirny (1996), “Solar Energy Atmospheric Cascade”. URL: http://royal.okanagan.bc.
ca/ mpidwirn/atmosphereandclimate/cascade.html.
3b. M. Pidwirny (1996), “Solar Energy Atmospheric Cascade”. URL: http://royal.okanagan.bc.
ca/ mpidwirn/atmosphereandclimate/geffect.html.
4. US EPA (2002), “Greenhouse Gases and Global Warming Potential Values”, USA
Greenhouse Gas Inventory Program, April.
5. URL: http://www.fsl.noaa.gov/~osborn/GC_Figure_22.gif.html.
6. Tsakalakis K. G. (2003), “The Greek cement industry sector and its potential towards
sustainable development”, Paper presented at “Sustainable Development Indicators in the
Mineral Industry (SDIMI 2003) ”, Milos, Greece, May 2003.
7. Ακύλας, Ν. (1979), «Η διατάραξις του ισοζυγίου του άνθρακος εις την φύσιν εκ της χρησι-
μοποιήσεως συμβατικών ενεργειακών ορυκτών», Τεχνικά Χρονικά, τεύχος 2/1979, σελ. 23-
36.
8. URL: www.ultranet.com/~jkimball/BiologyPages/C/CarbonCycle.html.

1-2/2003 47
9. Wigley, M. L. T., Jain, A., Joos, F., Nyenzi, B., and Shukla, P. (1997), “Implications of
proposed CO2 emissions limitations”, Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC),
UNEP.
10. The Environmental Impact of Natural Gas. URL: http://www.naturalgas.org/ Environmental
Impact of Natural Gas.htm.
11. BP (2002), “Statistical Review of World Energy”. URL: http://www.bp.com.
12. Carbon Dioxide Information Analysis Center (2001), Frequently Asked Global Change
Questions. URL: http://cdiac.esd.ornl.gov.
13. Energy Information Administration (2001), “Annual Energy Review 2000”, Department of
Energy, Washington DC, USA.
14. Bongaarts, J. (1992), “Population growth and global warming”, Population and Development
Review, vol. 18, no. 2, pp. 299–319.
15. Tonalee Carlson Key (1998), “The effect of population on global climate change”, URL:
http://www.popenvironment.org/intros/globalclimate2.htm.
16. Energy Information Administration (2001), “International Energy Outlook 2001”, Depart-
ment of Energy, Washington DC, USA. URL: http://www.eia.doe.gov/oiaf/ieo/index.html.
17. World Coal Institute (2000), “Coal Conversion Factors”, London.
18. Eurogas (2000), “Annual Report 2000: Ιncorporating Νatural Gas in Europe, Statistics and
Prospects”, Brussels.

48 1-2/2003
The Greenhouse Effect and the impact of fossil fuel burning
and the other anthropogenic activities on its evolution

Konstantinos G. Tsakalakis*

ABSTRACT

In this work, the Greenhouse Effect is concisely analyzed, the processes contributing to
the increase of the global surface temperature are described and their expected future
impact on the climate and the environment are highlighted.
With data from the global and the per-geographic-region consumption of conventional
fossil fuels, a calculation of the global CO2 emissions through approximate methods is
presented.
From the review of the energy consumption and the CO2 emissions, it is realized that,
from a population point of view, there is a disproportional energy consumption and
contribution to the global CO2 emissions by the industrialized countries (N. America,
European Union, Oceania, Japan and S. Korea). It is also observed that there is a
continuous increase in energy consumption and CO2 emissions in the developing countries
(China, India).
From the whole analysis presented herein, the interest of industrialized countries, which
in most cases are insufficient in fossil fuel reserves for their current and future needs, for
the energy resources of the developing countries (Middle East, Africa, former Soviet
democracies of the Caspian region, Latin America) becomes evident.
The commitments adopted in Kyoto (1997) for the reduction of the greenhouse gases
emissions by an average 5.2% during the period 2008–2012 to the 1990 levels, are difficult
to be achieved. The need of concentrated efforts towards the development of suitable
strategies for the reduction of the environmental consequences from the energy production
and use seem also inevitable. These strategies should always aim at the principles of the
sustainable development.

* Associate Professor
National Technical University of Athens
School of Mining and Metallurgical Engineering
Section of Metallurgy and Materials Technology
Laboratory of Mineral Processing
GR-157 80 Zografou
Athens, Greece
http://www.metal.ntua.gr/index.pl/tsakalakis

1-2/2003 49

You might also like