Professional Documents
Culture Documents
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι γνωστό σήμερα και κοινώς αποδεκτό, ότι από τη βιομηχανική ανάπτυξη
προκύπτει πλούτος και ευημερία. Η βιομηχανική ανάπτυξη συνήθως συνοδεύεται από
την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, που στις περισσότερες των περιπτώσεων
προκαλεί ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα και του επίγειου περιβάλλοντος. Η ευημε-
ρία που απολαμβάνουν οι κάτοικοι των βιομηχανικών και ανεπτυγμένων χωρών επιβάλ-
λει την αναγκαιότητα βελτίωσης του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν και δραστηριοποι-
ούνται. Είναι φανερό ότι, πολλά μη ανεπτυγμένα και αναπτυσσόμενα κράτη δεν είναι
* Αναπλ. Καθηγητής
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Σχολή Μηχ. Μεταλλείων–Μεταλλουργών
Τομέας Μεταλλουργίας και Τεχνολογίας Υλικών
Εργαστήριο Εμπλουτισμού Μεταλλευμάτων
157 80 Ζωγράφου
Αττική
http://www.metal.ntua.gr/index.pl/tsakalakis
1-2/2003 23
ικανά να αναλάβουν το κόστος βελτίωσης του μολυσμένου περιβάλλοντος που δημι-
ουργεί η ανάπτυξη, χωρίς να την αναστείλουν. Είναι επίσης φανερό, ότι η σύγχρονη
τεχνολογία και ο τρόπος ζωής, που συνεισφέρουν στη ρύπανση του περιβάλλοντος έ-
χουν την ικανότητα να μειώσουν με διάφορους τρόπους το αποτέλεσμα αυτό.
Τα περιβαλλοντικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη ώστε
να ικανοποιείται ένας από τους πολλούς στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, είναι τα
παρακάτω:
Και τα δύο προβλήματα έχουν σχέση με την παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας
(παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μεταφορές, οικιακή και εμπορική κατανάλωση) και
είναι το αποτέλεσμα της καύσης ενεργειακών ορυκτών καυσίμων.
Το πρώτο πρόβλημα είναι σημαντικό και αφορά όχι μόνο στα βιομηχανικώς ανε-
πτυγμένα κράτη και στις μεγάλες πόλεις, αλλά και στις γειτνιάζουσες με αυτά χώρες και
πόλεις εφόσον γίνεται αέρια μεταφορά των διαφόρων τύπων ρύπων. Το συγκεκριμένο
πρόβλημα έχει αναγνωριστεί διεθνώς και υπάρχει τόσο η θέληση όσο και η τεχνογνωσία
για την επίλυσή του.
Το δεύτερο είναι ένα αντιφατικό ζήτημα, του οποίου η επίπτωση στο περιβάλλον
έχει γίνει φανερή και αναμένεται να είναι ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά
προβλήματα του 21ου αιώνα. Οι τρόποι αντιμετώπισής του είναι αρκετά δύσκολοι παρά
τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα.
Στην παρούσα εργασία περιγράφεται το φαινόμενο του θερμοκηπίου και οι επι-
πτώσεις του στο περιβάλλον. Εξετάζεται το πρόβλημα της παραγωγής ενέργειας παγκο-
σμίως και δίνονται στοιχεία για την παγκόσμια και την ανά περιοχή ενεργειακή κατα-
νάλωση. Καταγράφονται οι μελλοντικές προβλέψεις για την κατανάλωση ενέργειας και
εξηγούνται κατά το δυνατόν οι προβλέψεις αυτές. Δίνονται στοιχεία για την καύση των
ενεργειακών ορυκτών καυσίμων (ενεργειακή ένταση καυσίμων). Τέλος, υπολογίζονται
οι εκπομπές CO2 που οφείλονται στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα
2.1 Γενικά
24 1-2/2003
νες ισχυρίζονται ότι, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της γης αναμένεται να αυξηθεί
κατά 0,5–2,5°C τα επόμενα 50 χρόνια και 1,4–5,8°C στο τέλος του 21ου αι., με
σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική περιοχή [2].
Η αύξηση αυτή θα προκαλέσει αυξημένη εξάτμιση και επίσης κατακρήμνιση (συ-
γκέντρωση) ιζημάτων στην επιφάνεια της γης. Η υγρασία του εδάφους πρόκειται να
μειωθεί και θα προκαλούνται συχνά έντονες βροχοπτώσεις (καταιγίδες). Επίσης,
αναμένεται αύξηση της στάθμης του νερού των ωκεανών κατά 15–95 cm, λόγω της
τήξης των πάγων και της αύξησης του όγκου του νερού της θάλασσας εξαιτίας της
θερμικής διαστολής του.
1-2/2003 25
Σχήμα 1: Κατανομή της ηλιακής ακτινοβολίας που διαπερνά την ατμόσφαιρα της
γης [3a].
Figure 1: The solar radiation and its distribution in the space and the surface of the
earth [3a].
συνολικής ενέργειας που ακτινοβολείται από τον ήλιο αφορά σε μήκη κύματος πέραν
(>700 nm) του ορατού (υπέρυθρη ακτινοβολία).
Οι ακτινοβολίες με μήκη κύματος μικρότερα από 400 nm είναι εξαιρετικά σημαντι-
κές λόγω της μεγάλης ενέργειας που έχουν τα φωτόνιά τους, τα οποία μπορούν να προ-
καλέσουν οφθαλμικό καταρράκτη, εγκαύματα ή καρκίνο του δέρματος καταστρέφοντας
τα οξέα του DNA. Όμως, είναι θετικό για τους κατοίκους της γης το γεγονός ότι οι ακτι-
νοβολίες αυτές (υπεριώδεις ακτινοβολίες) απορροφώνται πριν ακόμη προσεγγίσουν το
στρώμα της ατμόσφαιρας δημιουργώντας την ιονόσφαιρα. Το φαινόμενο όμως αυτό έχει
σχέση με το όζον και το φαινόμενο της τρύπας του όζοντος.
Η θέρμανση της επιφάνειας της γης από το 51% της απορροφούμενης ακτινοβολίας
μετατρέπει την επιφάνειά της σε πηγή εκπομπής ακτινοβολιών μεγάλου μήκους κύματος
(υπέρυθρη ακτινοβολία). Η εκπεμπόμενη ενέργεια από τη γη, υπό μορφή ακτινοβολιών
μεγάλου μήκους κύματος (>700 nm), κατευθύνεται στο περιβάλλον, μικρό μέρος της
διαφεύγει μέσω της ατμόσφαιρας στο διάστημα, ενώ μεγάλο μέρος της υπέρυθρης ακτι-
νοβολίας απορροφάται από τα μόρια των αερίων του θερμοκηπίου που θερμαίνονται,
διεγείρονται και εκπέμπουν θερμότητα υπό μορφή μεγάλου μήκους κύματος ακτινο-
βολίας (υπέρυθρη ακτινοβολία) προς όλες τις κατευθύνσεις. Ποσοστό μεγαλύτερο από
90% της ακτινοβολούμενης θερμότητας από τα αέρια του θερμοκηπίου κατευθύνεται
πάλι προς την επιφάνεια της γης και τη θερμαίνει μετατρέποντάς την πάλι σε πηγή
εκπομπής ακτινοβολιών μεγάλου μήκους κύματος. Το φαινόμενο, που περιγράφηκε πα-
ραπάνω, επαναλαμβάνεται μέχρις ότου εξασθενήσουν όλες οι μεγάλου μήκους κύματος
ακτινοβολίες (Σχήμα 2).
Το χαρακτηριστικό εκείνο, που δημιουργεί το φαινόμενο να συμπεριφέρονται μερικά
αέρια ως αέρια θερμοκηπίου είναι το γεγονός ότι, τα μόρια τους έχουν δομή με τρι-
γωνική ή πυραμιδική στερεοσκοπική απεικόνιση και τρόπο δόνησης που κάνει δυνατή
την απορρόφηση ενέργειας και επίσης, μετά από διέγερσή τους, την εκπομπή ακτι-
νοβολιών της υπέρυθρης περιοχής, στην οποία η γη εκπέμπει ενέργεια στο περιβάλλον.
26 1-2/2003
Atmosphere
51%
Absorbed
Σχήμα 2: Κατανομή της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από την επιφάνεια της γης [3b].
Figure 2: The distribution of the radiation reflected by earth’s surface to space [3b].
Οι υδρατμοί, το πιο ενεργό συστατικό της ατμόσφαιρας, είναι υπεύθυνο για το 67%
του φαινομένου του θερμοκηπίου και συγκεκριμένα για το φυσικό φαινόμενο, δηλαδή
για την ανεκτή από τους έμβιους οργανισμούς θερμοκρασία που υπάρχει στην επιφάνεια
της γης (πρβλ. §2.2). Ο ρόλος του νερού στις κλιματικές συνθήκες είναι ουσιώδης και
εξαιρετικά σύνθετος, η συγκέντρωσή του στην ατμόσφαιρα και η κατανομή του στα
σύννεφα εξαρτάται κατά πολύ από τις κλιματικές συνθήκες. Η ανθρώπινη δραστηριό-
τητα πάνω στη γη έχει μικρή επίδραση στην ατμοσφαιρική συγκέντρωση των υδρατμών
και επειδή ο χρόνος ζωής των υδρατμών ως αερίων στην ατμόσφαιρα είναι μικρός, αυτό
έχει ως αποτέλεσμα η συμμετοχή του να μην εξετάζεται διεξοδικά στο καθαυτό
(ανθρωπογενές) φαινόμενο του θερμοκηπίου [4].
Τα αέρια του θερμοκηπίου, που οφείλονται σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες πάνω
στη γη, είναι το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH4), τα οξείδια του αζώτου
NOx (NO, N2O) και οι χλωροφθοράνθρακες (CFC, PFC, κ.λπ.).
Τα κύρια αέρια, αυτά δηλαδή που εμφανίζονται με μεγάλες συγκεντρώσεις στην
ατμόσφαιρα, οφείλονται κυρίως στην παραγωγή ενέργειας. Το CO2 προκύπτει κατά 75–
80% από την παραγωγή ενέργειας, κατά 15% από την αποψίλωση των δασών και κατά
5–0% από την τσιμεντοβιομηχανία, ενώ τα CH4 και Ν2Ο κατά 26% και 10% από την
παραγωγή ενέργειας, αντίστοιχα.
Οι συγκεντρώσεις των αερίων που προκύπτουν κατά τη διεργασία παραγωγής
ενέργειας (CO2 , CH4 και NOx), έχουν αυξηθεί τα τελευταία 250 χρόνια (μεταξύ 1750
και 2000) κατά 29%, 143% και 11% [1] αντιστοίχως, και οφείλονται σχεδόν αποκλει-
στικά στην εξέλιξη της βιομηχανίας. Η ποσοστιαία συμμετοχή των ανθρωπογενών
εκπομπών αερίων στο φαινόμενο του θερμοκηπίου δίνεται στο Σχήμα 3.
1-2/2003 27
7%
Διοξείδιο του άνθρακα (CO2)
Μεθάνιο (CH4)
21%
Οξείδια του αζώτου (ΝΟx)
Χλωροφθοράνθρακες (CFC)
6%
12%
Το παγκόσμιο δυναμικό θέρμανσης ενός αερίου, μετά την πάροδο n ετών, δίνεται από
την εξίσωση:
n n
GWP aici (t )dt a CO
2
cCO 2 (t )dt (1)
0 0
όπου ai και aCO2 είναι οι εντάσεις με τις οποίες απορροφούν τις ακτινοβολίες το αέριο i
και το CO2 αντίστοιχα, ενώ ci και cCO2 είναι οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις των
παραπάνω αερίων στην ατμόσφαιρα.
28 1-2/2003
Πίνακας Ι
Σχετικό δυναμικό αερίων του θερμοκηπίου [4].
Στον Πίνακα Ι δίνεται το σχετικό δυναμικό (σε σχέση με το σημερινό δυναμικό του
CO2) των κυριότερων αερίων του θερμοκηπίου για διάφορες χρονικές περιόδους στο
μέλλον.
2.5 Πηγές προέλευσης, διεργασίες παραγωγής και δράση των αερίων του
θερμοκηπίου εξαιρουμένου του CO2
Οι εκπομπές του κύριου ανθρωπογενούς αερίου του θερμοκηπίου, που είναι το CO2,
εξετάζονται λεπτομερώς σε επόμενη ενότητα. Στην ενότητα αυτή, αναφέρονται
συνοπτικά οι πηγές προέλευσης και οι διεργασίες των υπόλοιπων αερίων, που είναι το
μεθάνιο (CH4), τα οξείδια του αζώτου (ΝΟx) και οι χλωροφθοράνθρακες (CFCs, PFCs
κ.ά.).
Εκπομπές οξειδίων του αζώτου ΝΟx — Υπάρχουν διάφορες πηγές (φυσικές και
ανθρωπογενείς) στις οποίες αποδίδεται η αύξηση των οξειδίων του αζώτου (ΝΟx: ΝO,
1-2/2003 29
N2O) στην ατμόσφαιρα, που είναι όμως δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Κύριες όμως
πηγές προέλευσης των οξειδίων ΝΟx θεωρούνται η γεωργία και η καύση της βιομάζας
και κατά δεύτερο λόγο η καύση των ορυκτών καυσίμων.
Cl + O3 ClO + O2
ClO + O Cl + O2
Ένα άτομο χλωρίου μπορεί να απομακρύνει περισσότερα από 105 μόρια όζοντος
από την ατμόσφαιρα πριν αδρανοποιηθεί (εξουδετερωθεί) από άλλες χημικές ενώσεις
σύμφωνα με τις παρακάτω αντιδράσεις:
30 1-2/2003
Ο2 + hv (ενέργεια φωτονίου) Ο + Ο (φωτολυτική διάσπαση)
Ο + Ο 2 + Μ Ο3 + Μ (σχηματισμός όζοντος)
Ο3 + hv (ενέργεια φωτονίου) Ο2 + Ο
Είναι προφανές ότι η έλλειψη μορίων όζοντος, λόγω της καταστροφής του από τους
χλωροφθοράνθρακες, δεν δίνει τη δυνατότητα απορρόφησης ακτινοβολιών μήκους
κύματος από 200 έως 320 nm (υψηλής ενέργειας φωτόνια, υπεριώδης ακτινοβολία) που
φθάνουν στη γη και προκαλούν τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν.
3 ΕΚΠΟΜΠΕΣ CO2
1-2/2003 31
2C13H28 + 40O2 26CO2 + 28H2O (τέλεια καύση)
Στη δεύτερη αντίδραση (π.χ. καύση κηροζίνης για κίνηση αεροσκαφών) από 1 γραμ-
μομόριο κηροζίνης παράγονται 13 γραμμομόρια CO2 και 14 γραμμομόρια υδρατμών
(H2O).
Σε περίπτωση όπου η θερμοκρασία της καύσης δεν είναι αρκετά υψηλή ή η
ποσότητα του αέρα δεν είναι σε περίσσεια ή ο χρόνος καύσης του καυσίμου δεν είναι
επαρκής, τότε η καύση του καυσίμου είναι ατελής και η αντίδραση που λαμβάνει χώρα
είναι:
CH4 + O2 κύρια προϊόντα (CO2 + 2H2O) + ίχνη [CO + (HC)] (ατελής καύση)
Τα προϊόντα της παραπάνω αντίδρασης είναι μίγμα CO2, CO και άκαυστων υδρογοναν-
θράκων (HC).
Επειδή η καύση λαμβάνει χώρα παρουσία αέρα (μίγμα 78% Ν2 και 21% Ο2), όταν η
θερμοκρασία καύσης είναι πολύ υψηλή, μέρος του αζώτου του αέρα αντιδρά με το
οξυγόνο και σχηματίζει οξείδια του αζώτου σύμφωνα με την αντίδραση:
Οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στη φύση και αφορούν στην παραγωγή και
διακίνηση του CO2 δίνονται από τις χημικές αντιδράσεις της φωτοσύνθεσης και της
διαπνοής.
32 1-2/2003
Φωτοσύνθεση είναι η ανταλλαγή στοιχειακού άνθρακα μεταξύ ατμόσφαιρας και
πράσινων φυτών:
Η αντίδραση αυτή είναι ενδόθερμη· συντελεί δε στην αύξηση της μάζας των φυτών και
λαμβάνει χώρα μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα
(φυτοπλαγκτόν).
Η αντίστροφη αντίδραση καλείται διαπνοή· είναι εξώθερμη αντίδραση και λαμβάνει
χώρα μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας:
Αερόβια μετατροπή:
Οργανική ύλη + O2
CO2 + H2O + νέα κύτταρα + σταθερές ενώσεις (ΝΟ3, PΟ4, SO4, …)
Αναερόβια μετατροπή:
Οργανική ύλη + O2
CO2 + H2O + νέα κύτταρα + ασταθείς ενώσεις (H2S, NH3, CH4, …)
Η τελευταία αντίδραση αφορά και στη σήψη οργανικής ύλης υπό αναερόβιες συνθήκες
υπό ταυτόχρονη έκλυση μεθανίου στις χωματερές. Η παραγωγή μεθανίου στις χωμα-
τερές αξιοποιείται σήμερα για παραγωγή ενέργειας.
Η αλληλουχία και διασύνδεση των διεργασιών παραγωγής και διακίνησης CO2, που
συμβαίνουν στη φύση και λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα, στην ξηρά και τη θάλασ-
σα, δίνονται στο Σχήμα 4.
Στο Σχήμα 5 δίνεται ποσοτικά η ετήσια διακίνηση του άνθρακα στη φύση (παρα-
γωγή, διακίνηση μεταξύ ατμόσφαιρας, ξηράς και θάλασσας) σε τιμές Gt C. Από το
διάγραμμα αυτό, που καλείται κύκλος του άνθρακα στη φύση (global carbon cycle),
προσδιορίζεται κατά προσέγγιση η ετήσια αύξηση συγκέντρωσης του άνθρακα στην
ατμόσφαιρα σε Gt C (Πίνακας ΙΙ).
1-2/2003 33
Αέρας και νερό Κυτταρική διαπνοή
Φωτοσύνθεση
(κυρίως φυτά και
Κυτταρική διαπνοή,
φύκη)
πυρκαγιές και
αποσύνθεση
Αποδόμηση από μύκητες
Αποδόμηση από μύκητες
και βακτήρια
και βακτήρια
Παραγωγή ενέργειας
και τσιμεντοβιομηχανία
(Ασβεστόλιθος),
άνθρακας και πετρέλαιο
Οργανικά συστατικά
αυτότροφων Οργανικά συστατικά
οργανιισμών Κατανάλωση από
ετερότροφων οργανισμών
τους ετερότροφους
οργανισμούς
(κυρίως ζώα)
Σχήμα 4: Βασικές διεργασίες παραγωγής και διακίνησης CO2 στή φύση [7].
Figure 4: Fundamental processes for the CO2 production and its circulation in the
nature [8].
Η τιμή της πυκνότητας του αέρα είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό της
συγκέντρωσης του αέρα σε CO2 σε μονάδες ppmv (εκατομμυριοστά όγκου). Με
δεδομένη τη μάζα του ατμοσφαιρικού αέρα (5,21 ×1021 g ή 5,137 ×1021 g) και τη σύ-
σταση του ατμοσφαιρικού αέρα (Πίνακας ΙΙΙ), και εάν ο αέρας θεωρηθεί ως ιδανικό
αέριο, προκύπτει ότι η πυκνότητα του αέρα είναι 1292,6 g/m3.
Επίσης, από τα παραπάνω υπολογίζεται ότι:
Στην παραπάνω παράσταση ο δεύτερος λόγος ισούται με 3,974 ×1018 m3 αέρα και
αφορά στο συνολικό όγκο του άερα της ατμόσφαιρας, οπότε :
1-2/2003 35
Πίνακας ΙΙΙ
Σύσταση του ατμοσφαιρικού αέρα.
Όμως 1 m3 CO2 περιέχει 44,64 mol ή 44,64 mol × 12 g/mol = 537,7 g C. Οπότε 1 ppmv
CO2 αντιστοιχεί σε 3,974 × 1012 × 537,7 g C = 2,129 Gt C, που αφορά στη συνολική
περιεκτικότητα του ατμοσφαιρικού αέρα σε άνθρακα σε Gt C.
Είναι γνωστό [9] ότι η περιεκτικότητα του ατμοσφαιρικού αέρα σε CO2 το 1990
ήταν 0,0352% κ.ό. περίπου, και επειδή ο όγκος του ατμοσφαιρικού αέρα είναι 3,974 ×
1018 m3 αέρα, τότε το περιεχόμενο CO2 στον αέρα ήταν:
Τα 1,399 × 1015 m3 CO2 του αέρα περιείχαν 1,399 × 1015 × 537,7 g C = 752,2 Gt C. Η
τιμή αυτή αντιστοιχούσε σε 752,2 Gt C/2,129 Gt C/ppmv 353,3 ppmv CO2 το 1990.
Αν η ετήσια καθαρή προσθήκη άνθρακα στην ατμόσφαιρα είναι 3,3 Gt C (Πίνα-
κας ΙΙ), τότε η ετήσια αύξηση της περιεκτικότητας του ατμοσφαιρικού αέρα σε μονάδες
ppmv CO2 αναμένεται να είναι 3,3 Gt C/2,129 Gt C/ppmv = 1,55 ppmv CO2/έτος.
Οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 δεν είναι σταθερές ετησίως και εξαρτώνται από το
είδος των χρησιμοποιούμενων καυσίμων, από τις ποσότητες των συμβατικών ορυκτών
καυσίμων και των προϊόντων τους. Για τον υπολογισμό των ετήσιων παγκόσμιων αε-
ρίων εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα, που οφείλονται στην παραγωγή ενέργειας κάθε
μορφής και προέρχεται από την καύση συμβατικών ορυκτών καυσίμων (παραγωγή ηλε-
κτρικής ενέργειας, μεταφορές, τσιμεντοβιομηχανία, οικιακή κατανάλωση κλπ.), χρησι-
36 1-2/2003
μοποιούνται (α) οι ετήσιες παγκόσμιες καταναλώσεις συμβατικών ορυκτών καυσίμων
κατά είδος καυσίμου και (β) οι ενεργειακές εντάσεις (g C/μονάδα θερμικού δυναμικού)
κάθε καυσίμου.
Η ποσότητα του άνθρακα που εκλύεται ανά μονάδα θερμικού δυναμικού του
καυσίμου καλείται ένταση σε άνθρακα (carbon intensity) του καυσίμου [1]. Πολλά καύ-
σιμα όπως ο άνθρακας και το πετρέλαιο έχουν σημαντική «ένταση» σε άνθρακα, ενώ
άλλα «καύσιμα» όπως τα πυρηνικά και το νερό (υδροηλεκτρική ενέργεια) έχουν μηδε-
νική ένταση σε άνθρακα. Επίσης κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι, το ισοζύγιο άν-
θρακα στην παραγωγή ενέργειας από την καύση βιομάζας θεωρείται μηδενικό, επειδή με
τον τρόπο αυτό επιστρέφεται στην ατμόσφαιρα η ποσότητα του άνθρακα που είχε δε-
σμευτεί από τα φυτά στο στάδιο της ανάπτυξής τους (φωτοσύνθεση).
η θερμότητα της αντίδρασης (ΔΗ) είναι ίση με –890,2 kJ/mol CH4. Eπειδή η τιμή της
θερμότητας της αντίδρασης έχει αρνητικό πρόσημο, αυτό σημαίνει ότι κατά την καύση
εκλύεται θερμότητα, δηλαδή η αντίδραση είναι εξώθερμη.
Όταν καίεται ένα καύσιμο, ποσοστό της ενέργειας που εκλύεται δεσμεύεται ως
λανθάνουσα θερμότητα στους υδρατμούς που παράγονται. Συνήθως όμως οι υδρατμοί
που προκύπτουν διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα από τις καπνοδόχους μαζί με τα υπό-
λοιπα αέρια και έτσι η λανθάνουσα θερμότητα που κατέχουν στην πραγματικότητα δια-
φεύγει (χάνεται) στο περιβάλλον. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη διατύπωση δυο διαφο-
ρετικών εκφράσεων θερμότητας καύσης. Η ανώτερη θερμογόνος δύναμη (ΑΘΔ ή HHV:
higher heating value) αφορά στη θερμότητα που αποδίδεται από την καύση, όπου το
νερό ως προϊόν εμφανίζεται σε κατάσταση υγρού (συμπύκνωση υδρατμών), ενώ η
κατώτερη θερμογόνος δύναμη (ΚΘΔ ή LHV: lower heating value) ή καθαρή θερμότητα
καύσης (net heating value) αφορά στην αποδιδόμενη θερμότητα καύσης υπό την
προϋπόθεση ότι το νερό παραμένει στην αέρια φάση και η θερμότητα που περιέχει
διαφεύγει στην ατμόσφαιρα μαζί με τα υπόλοιπα αέρια [10].
Η κατώτερη θερμογόνος δύναμη του καυσίμου υπολογίζεται όπως προηγουμένως
αντικαθιστώντας την ενθαλπία του νερού υπό υγρή μορφή από την ενθαλπία του νερού
(ατμών). Οπότε, για την αντίδραση
η εκλυόμενη θερμότητα, που αντιστοιχεί στην ΚΘΔ, είναι –802,2 kJ/mol CH4.
Από τις παραπάνω αντιδράσεις επειδή 1 mol CH4 έχει μάζα 16 g προκύπτει ότι η
ενεργειακή ένταση του μεθανίου είναι 12 g C/ 890,2 kJ = 13,48 g C/MJ ή (0,074 MJ/ g
C) στην περίπτωση της ανώτερης θερμογόνου δύναμης) και 12 g C/802,2 kJ = 14,96 g
C/MJ ή (0,067 MJ/g C) στην περίπτωση της κατώτερης θερμογόνου δύναμης. Για το
φυσικό αέριο, επειδή αυτό δεν αποτελείται από 100% καθαρό μεθάνιο, οι τιμές αυτές
1-2/2003 37
Πίνακας IV
Ενεργειακές εντάσεις συμβατικών ορυκτών καυσίμων.
διαμορφώνονται σε 13,8 και 15,3 g C/MJ για την ανώτερη και κατώτερη θερμογόνο
δύναμη, αντίστοιχα.
Παρομοίως υπολογίζονται οι ενεργειακές εντάσεις των συμβατικών ενεργειακών
ορυκτών καυσίμων (Πίνακας IV) για τον υπολογισμό των ετήσιων παγκόσμιων
εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα σε μονάδες Gt C.
Για τον προσδιορισμό των αερίων εκπομπών του CO2, που αφορούν στον άνθρακα,
έχουν προταθεί δυο σχεδόν όμοιες μαθηματικές σχέσεις, που περιέχουν παράγοντες
(μεταβλητές) οικονομικής υφής και ενεργειακής έντασης.
Η πρώτη σχέση [13] ονομάζεται ταυτότητα Kaya (Kaya identity) και περιγράφει τη
σχέση μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν τις τάσεις εκπομπών διοξειδίου του
άνθρακα παγκοσμίως κατά γεωγραφική περιοχή ή κατά χώρα, και ορίζεται ως εξής:
H εξίσωση αυτή συσχετίζει τις συνολικές εκπομπές άνθρακα στο περιβάλλον (C) με την
ενεργειακή κατανάλωση (E), το εθνικό ακαθάριστο προϊόν (GDP: gross domestic prod-
uct) ως παράγοντα οικονομικής δραστηριότητας και τον πληθυσμό (POP: population).
Οι δυο πρώτοι παράγοντες εκφράζουν την ενεργειακή ένταση όσο αφορά στις εκπομπές
άνθρακα (C/E) δηλαδή την ποσότητα του άνθρακα ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας
και τη σχέση οικονομικής δραστηριότητας και ενέργειας (E/GDP). Ο τρίτος παράγοντας
είναι δείκτης οικονομικής ανάπτυξης και εκφράζεται από το κατά κεφαλήν ακαθάριστο
προϊόν (GDP/POP).
Είναι φανερό, ότι σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο το επίπεδο των συνολικών εκπο-
μπών άνθρακα στο περιβάλλον (C) προκύπτει από το γινόμενο των τεσσάρων παραγό-
ντων της εξ. (1), που είναι χαρακτηριστικές κάθε χώρας, συνασπισμού χωρών ή γεω-
γραφικής περιοχής.
Η δεύτερη σχέση προτάθηκε από τον Bongaarts [14] και περιγράφει τη σχέση που
υπάρχει μεταξύ των συνολικών ετήσιων εκπομπών CO2 Τ σε γραμμάρια ανά έτος
(g/έτος) και πέντε παραγόντων, που κατά τη γνώμη του προτείνοντος τις καθορίζουν. Οι
παράγοντες αυτοί είναι: (α) ο πληθυσμός P, (β) το ακαθάριστο κατά κεφαλή εθνικό
προϊόν G (GDP/capita) σε US$/κάτοικο, (γ) η ενεργειακή ένταση του ακαθάριστου κατά
38 1-2/2003
κεφαλή εθνικού προϊόντος E σε joule/κάτοικο, (δ) η ένταση σε άνθρακα C που εκ-
φράζεται σε γραμμάρια άνθρακα ανά joule (g/J) και (ε) η ποσότητα των ετήσιων εκπο-
μπών άνθρακα D σε γραμμάρια άνθρακα (g), που οφείλεται στην αποψίλωση των
τροπικών δασών. Η μαθηματική σχέση του Bongaarts είναι [15]:
Τ=PGEC+D (2)
Είναι γνωστό πως, π.χ., στην πρώην Σοβιετική Ένωση η ενεργειακή ένταση ήταν
μεγάλη λόγω τού ότι η οικονομία της στηριζόταν αποκλειστικά στη βαριά βιομηχανία
που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ενέργειας, ενώ η ενεργειακή ένταση της Ιαπωνίας
ήταν χαμηλότερη επειδή, το μεγαλύτερο ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος
της προερχόταν από τη μεταποιητική βιομηχανία (μεγάλη προστιθέμενη αξία προϊό-
ντων) και τις υπηρεσίες.
Από διάφορους υπολογισμούς έχει προκύψει, ότι η συγκέντρωση του CO2 στην
ατμόσφαιρα έχει αυξηθεί κατά 30% περίπου τα τελευταία 250 χρόνια ως αποτέλεσμα
της αποψίλωσης των δασών, της καύσης συμβατικών ενεργειακών ορυκτών καυσίμων
για παραγωγή ενέργειας (στη βιομηχανία, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, την
τσιμεντοβιομηχανία, τα μέσα μεταφοράς, την οικιακή και εμπορική κατανάλωση κ.λπ.),
και της πύρωσης των ασβεστολίθων στην τσιμεντοβιομηχανία.
Στον Πίνακα V δίνεται η εξέλιξη της ποσοστιαίας κατανάλωσης ενέργειας και των
εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως κατά την τελευταία δεκαετία, όπως
επίσης και οι μεσοπρόθεσμες μελλοντικές προβλέψεις μέχρι το 2020 ανά κατηγορία
κρατών ή γεωγραφική περιοχή. Από τον Πίνακα V διαπιστώνεται, ότι προβλέπεται
μείωση των εκπομπών CO2, παρά την αύξηση της καταναλισκόμενης ενέργειας για ορι-
σμένες περιοχές του πλανήτη ή κατηγορία κρατών (μεγάλη μείωση για τις βιομηχανικές
χώρες, μικρότερη μείωση για την Κεντρική και Νότια Αμερική, καθώς και για την Ανα-
τολική Ευρώπη). Η παραπάνω αναμενόμενη εξέλιξη θα προκύψει ως αποτέλεσμα της
αλλαγής των μεθόδων παραγωγής ενέργειας στις προηγμένες βιομηχανικά χώρες με
έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές (αιολική, υδροηλεκτρική, γεωθερμία, ηλιακή ενέργεια
κ.λπ.), της εξέλιξης και καθιέρωσης νέων τεχνολογιών παραγωγής ενέργειας (τεχνολο-
γίες καθαρού άνθρακα, κυψέλες καυσίμου, κ.ά.) που συντελούν στην αύξηση της ενερ-
γειακής απόδοσης, της αλλαγής του είδους των χρησιμοποιούμενων καυσίμων (φυσικό
αέριο αντί άνθρακα ή πετρελαίου) στην παραγωγή ενέργειας.
Στις γεωγραφικές περιοχές που προβλέπεται αύξηση των εκπομπών CO2, τα απο-
τελέσματα των προβλέψεων εξηγούνται, τόσο από το γεγονός της ύπαρξης μεγάλων
κοιτασμάτων (σημαντικά αποθέματα) και της συνακόλουθης χρήσης ορυκτών καυσίμων
που κατά την καύση τους εκλύουν μεγάλες ποσότητες CO2 (π.χ. εκτεταμένα κοιτάσματα
άνθρακα σε Κίνα και Ινδία) ή από την αύξηση της έντασης της βιομηχανικής δραστη-
ριότητάς τους ως αποτέλεσμα της αναμενόμενης σημαντικής οικονομικής τους εξέλιξης.
1-2/2003 39
40
Πίνακας V
Κατανάλωση ενέργειας και εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παγκόσμια
κατά την προηγούμενη δεκαετία και μελλοντικές προβλέψεις [16].
4% 10%
Βιομηχανικές χώρες
6%
Ανατολική Ευρώπη + Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες
Αναπτυσσόμενη Ασία
18% Μέση Ανατολή
Αφρική
Κεντρική και Νότια Αμερική
55%
7%
5%
3%
19%
5%
1-2/2003 41
Πίνακας VI
Σύγκριση ποσοστιαίας κατανάλωσης ενέργειας και κατανομής πληθυσμού ανά
γεωγραφική περιοχή ή κατηγορία κρατών.
Ποσοστό Σχετική δυσαναλογία
Κατηγορία κρατών ή Ποσοστό κατανάλωσης κατανάλωσης ενέργειας
γεωγραφική περιοχή πληθυσμού, % ενέργειας, % και πληθυσμού
Βιομηχανικές χώρες 18 55 3,06
Ανατολική Ευρώπη &
7 13 1,86
πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες
Αναπτυσσόμενη Ασία 55 19 0,33
Μέση Ανατολή 4 5 1,26
Αφρική 10 3 0,31
Κεντρική & Νότια Αμερική 6 5 0,86
Σύνολο 100 100
700
607
Πεντάκιις εκατ. BTU (1015 BTU)
600 547
490
500 439
382 408
400 346
285
300 207
200
100
0
42 1-2/2003
Σύνολο Π αγκόσμια 59
Αναπ τυ σσόμ ενη Α σία 129
Κ εντρική και Ν ότια Α μερική 123
Α φρική 77
Μ έση Α νατολή 93
Ανατ. Ε υρώ π η & π ρώ ην Σοβ. Δ ημοκρα τίες 43
Β ιομ ηχανικ ή Α σία 22
Β όρεια Α μερική 35
Δ υτική Ε υρ ώ π η 22
Πίνακας VII
Παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας έτους 2000 κατά καύσιμο και παγκόσμιες εκπομπές
CO2 σε Gt C (επεξεργασία στοιχείων από [11] και [17]).
Η τιμή των εκπομπών του έτους 2000 (6,85 Gt C/έτος, βλ. Πίνακα VII)
συγκρινόμενη με αυτήν της δεκαετίας 1980–1989 (5,5 Gt C/έτος) είναι σημαντικά
υψηλότερη. Στην περίπτωση που η τιμή αυτή παραμείνει σταθερή ετησίως, αυτό
συνεπάγεται ετήσια αύξηση της συγκέντρωσης CO2 στην ατμόσφαιρα της τάξης των 2,2
ppmv CO2 αντί αυτής του 1,55 ppmv CO2, που είχε υπολογιστεί προηγουμένως.
1-2/2003 43
100%
5,0
Νότια Κορέα, 1,8%
90% 10,9
Ποσοστό % εκπομπών CO2
Ιαπωνία, 5,0%
80%
11,3
Κίνα, 10,9%
70%
4,7
Άπω Ανατολή & Ωκεανία, 11,3%
60%
12,8
Αφρική, 3,9%
50%
16,5 Μέση Ανατολή, 4,7%
40%
30% 4,3 Α. Ευρώπη & πρώην Σοβιετ. Δημ., 12,8%
Γεωγραφική περιοχή
Σχήμα 10: Αναλυτικά δεδομένα εκπομπών CO2 για το έτος 1999 ανά γεωγραφική
περιοχή [18].
Figure 10: Detailed CO2 emissions by region for the 1999 [18].
Στο Σχήμα 10 δίνεται αναλυτικά η ποσοστιαία συμμετοχή αερίων εκπομπων CO2 για
το έτος 1999 ανά γεωγραφική περιοχή, ενώ στο Σχήμα 11 δίνεται η ποσοστιαία συμ-
μετοχή κατά κατηγορία κρατών στις εκπομπές CO2 την προηγούμενη δεκαετία (1990
και 1999) και οι μελλοντικές προβλέψεις.
Από το Σχήμα 10 διαπιστώνεται η μεγάλη ποσοστιαία συμμετοχή της Βόρειας Αμε-
ρικής (28,8%), της Δ. Ευρώπης (16,5%), της Α. Ευρώπης και των πρώην Σοβιετικών
Δημοκρατιών (12,8%), της Κίνας (10,9%), της Άπω Ανατολής και Ωκεανίας (11,3%)
και της Ιαπωνίας (5%) στις εκπομπές CO2, ενώ στο Σχήμα 11 φαίνεται η συνεχής
μείωση της συμμετοχής των εκπομπών CO2 των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης
που οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση της βιομηχανικής τους δραστηριότητας μετά
το 1990 και πιθανόν σε τεχνολογικές βελτιώσεις, στην ενίσχυση από την ΕΕ και τη
στροφή σε λιγότερο ενεργοβόρες βιομηχανίες. Επίσης, διαπιστώνεται η συνεχής αύξηση
της συμμετοχής των εκπομπών των αναπτυσσόμενων χωρών (Κίνα, Ινδία, Κορέα) που
είναι το αποτέλεσμα της σημαντικής οικονομικής τους εξέλιξης και της ανάπτυξης της
βιομηχανικής τους δραστηριότητας. Την ίδια περίοδο διαπιστώνεται σταδιακή ελάττωση
των εκπομπών CO2 στις βιομηχανικές χώρες ως αποτέλεσμα του ισχυρού περιβαλλο-
ντικού κινήματος στις χώρες αυτές, της μετακίνησης της βιομηχανικής τους δραστη-
ριότητες στις αναπτυσσόμενες χώρες, της επέκτασης στη χρήση καυσίμων περισσότερο
φιλικών στο περιβάλλον (φυσικό αέριο αντί του άνθρακα και πετρελαίου) και της εφαρ-
μογής πιο αποδοτικών μεθόδων παραγωγής ενέργειας (συνδυασμένη καύση για παραγω-
γή ενέργειας και θέρμανση κλπ.). Η επέκταση, επίσης, της χρήσης των ανανεώσιμων
πηγών ενέργειας αναμένεται να συμβάλει στην κατεύθυνση αυτή.
44 1-2/2003
Αναπτυσσόμενες χώρες
Ανατ. Ευρώπη & Πρώην Σοβιετ. Δημοκρατίες
Βιομηχανικές χώρες
100
90
28,2
35,4
80 41,8
Ποσοστιαία % συμμετοχή εκπομπών
47,4
70
60 23,0 13,3
12,0
50 11,2
CO2
40
30
48,8 51,3
46,2 41,4
20
10
0
1990 1999 2010 2020
Σχήμα 11: Ποσοστιαία συμμετοχή κατά κατηγορία κρατών στις εκπομπές CO2
την προηγούμενη δεκαετία (1990 και 1999) και οι μελλοντικές προβλέψεις (2010
και 2020) (στοιχεία από Πίνακα V).
Figure 11: CO2 emissions by region for the past decade (1990-1999) and future
outlook (data from Table V).
Τάση αύξησης της κατανάλωσης φυσικού αερίου εις βάρος του άνθρακα σχε-
δόν σε όλες τις περιοχές του πλανήτη.
Διατήρηση περίπου σταθερής της κατανάλωσης του πετρελαίου εκτός της
περίπτωσης των πρώην Ανατολικών Χωρών, όπου προβλέπεται αύξηση. Αυτό
προφανώς οφείλεται στο γεγονός των μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου και
φυσικού αερίου των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών.
Αύξηση των τόνων ισοδύναμου άνθρακα κατά κάτοικο σε όλες τις γεωγραφικές
περιοχές του πλανήτη (αύξηση εκπομπών CO2), που αναμένεται να προκαλέσει
δυσχέρειες στην επίτευξη των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί και των
στόχων που έχουν τεθεί μέσω του Πρωτοκόλλου του Κυότο. Η αύξηση αυτή θα
οφείλεται στην αναμενόμενη μεγάλη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης
και του επιπέδου διαβίωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες και στη μικρότερη
βελτίωση στις άλλες περιοχές του πλανήτη, και βεβαίως στην αύξηση του αριθ-
μού των οχημάτων που θα καίουν συμβατικά καύσιμα ιδιαίτερα στις αναπτυσ-
σόμενες χώρες.
1-2/2003 45
100%
13
90% 20 20 17
25 26
Ποσοστιαία % συμμετοχή εκπομπών
80% 41
50
70%
CO2 ανά είδος καυσίμου
45
60% 45
45
50
45
50% 48
25
40%
34
30%
20% 42
35 38
34
30 30
26
10%
16
0%
1999 2020 1999 2020 1999 2020 1999 2020
Άνθρακας Π ε τ ρ έ λ α ιο Φ υ σ ικ ό α έ ρ ιο
Σχήμα 12: Συμμετοχή (%) κατά είδος καυσίμου συγκεντρωτικά παγκοσμίως και
ανά γεωγραφική περιοχή για το έτος 1999 και οι προβλέψεις για το 2020 των εκ-
πομπών CO2.
Figure 12: Global and by region CO2 emissions by fuel for the 1999 and future
outlook.
3,3
Νότια Κορέα
2,3
3,15
Βιομηχανική Ασία
2,8
1,1
Κεντρική & Νότια Αμερική
0,6
2,7
Α. Ευρώπη & πρώην Σοβιετ. Δημοκρ.
2
1,1
Κίνα
0,5
2,9
Δ. Ευρώπη
2,5
5
Βόρεια Αμερική
4,3
0 1 2 3 4 5 6
Τόνοι ισοδύναμου άνθρακα ανά κάτοικο (Tce/capita)
Σχήμα 13: Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε τόνους ισοδύναμου άνθρακα ανά
κάτοικο [16].
Figure 13: CO2 emissions by region in tonnes coal equivalent per capita [16].
46 1-2/2003
5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1-2/2003 47
9. Wigley, M. L. T., Jain, A., Joos, F., Nyenzi, B., and Shukla, P. (1997), “Implications of
proposed CO2 emissions limitations”, Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC),
UNEP.
10. The Environmental Impact of Natural Gas. URL: http://www.naturalgas.org/ Environmental
Impact of Natural Gas.htm.
11. BP (2002), “Statistical Review of World Energy”. URL: http://www.bp.com.
12. Carbon Dioxide Information Analysis Center (2001), Frequently Asked Global Change
Questions. URL: http://cdiac.esd.ornl.gov.
13. Energy Information Administration (2001), “Annual Energy Review 2000”, Department of
Energy, Washington DC, USA.
14. Bongaarts, J. (1992), “Population growth and global warming”, Population and Development
Review, vol. 18, no. 2, pp. 299–319.
15. Tonalee Carlson Key (1998), “The effect of population on global climate change”, URL:
http://www.popenvironment.org/intros/globalclimate2.htm.
16. Energy Information Administration (2001), “International Energy Outlook 2001”, Depart-
ment of Energy, Washington DC, USA. URL: http://www.eia.doe.gov/oiaf/ieo/index.html.
17. World Coal Institute (2000), “Coal Conversion Factors”, London.
18. Eurogas (2000), “Annual Report 2000: Ιncorporating Νatural Gas in Europe, Statistics and
Prospects”, Brussels.
48 1-2/2003
The Greenhouse Effect and the impact of fossil fuel burning
and the other anthropogenic activities on its evolution
Konstantinos G. Tsakalakis*
ABSTRACT
In this work, the Greenhouse Effect is concisely analyzed, the processes contributing to
the increase of the global surface temperature are described and their expected future
impact on the climate and the environment are highlighted.
With data from the global and the per-geographic-region consumption of conventional
fossil fuels, a calculation of the global CO2 emissions through approximate methods is
presented.
From the review of the energy consumption and the CO2 emissions, it is realized that,
from a population point of view, there is a disproportional energy consumption and
contribution to the global CO2 emissions by the industrialized countries (N. America,
European Union, Oceania, Japan and S. Korea). It is also observed that there is a
continuous increase in energy consumption and CO2 emissions in the developing countries
(China, India).
From the whole analysis presented herein, the interest of industrialized countries, which
in most cases are insufficient in fossil fuel reserves for their current and future needs, for
the energy resources of the developing countries (Middle East, Africa, former Soviet
democracies of the Caspian region, Latin America) becomes evident.
The commitments adopted in Kyoto (1997) for the reduction of the greenhouse gases
emissions by an average 5.2% during the period 2008–2012 to the 1990 levels, are difficult
to be achieved. The need of concentrated efforts towards the development of suitable
strategies for the reduction of the environmental consequences from the energy production
and use seem also inevitable. These strategies should always aim at the principles of the
sustainable development.
* Associate Professor
National Technical University of Athens
School of Mining and Metallurgical Engineering
Section of Metallurgy and Materials Technology
Laboratory of Mineral Processing
GR-157 80 Zografou
Athens, Greece
http://www.metal.ntua.gr/index.pl/tsakalakis
1-2/2003 49