Professional Documents
Culture Documents
λεξιλόγιο Βιολογίας
λεξιλόγιο Βιολογίας
λεξιλόγιο Βιολογίας
Αίματος πίεση: Η πίεση την οποία εξασκεί το αίμα προς τα τοιχώματα των
αιμοφόρων αγγείων. Ποικίλλει σε συνδυασμό με τη συστολή και τη χαλάρωση της
καρδιάς.
Αντιγόνο: Οποιαδήποτε ουσία αναγνωρίζεται σαν ξένη από τον οργανισμό και
μπορεί να προκαλέσει ανοσοποιητική αντίδραση. Μπορεί να είναι πρωτεΐνη,
υδατάνθρακας, γλυκοπρωτεΐνη, DNA ή RNA.
Β
Βασεόφιλο: Λευκό αιμοσφαίριο, με κόκκους στο κυτταρόπλασμα, οι οποίοι
χρωματίζονται έντονα με αλκαλικές χρωστικές.
Βιοκοινότητα: Το σύνολο των διάφορων πληθυσμών που ζουν σε μια περιοχή για
μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και οι οποίοι παρουσιάζουν σχέσεις
αλληλοεξάρτησης.
Γ
Γενετική εκτροπή: Μεταβολή στις γονιδιακές συχνότητες των αλληλομόρφων
της γονιδιακής δεξαμενής ενός πληθυσμού που οφείλονται σε κάποιο τυχαίο
γεγονός.
Γονίδιο: Τμήμα DNA που κωδικοποιεί είτε για τη σύνθεση ενός πολυπεπτιδίου είτε
για τη σύνθεση ενός μορίου RNA
Γορίλας: Πρόκειται για εδαφόβιο μεγαλόσωμο και χορτοφάγο πίθηκο χωρίς ουρά ο
οποίος ταξινομείται στα ανθρωποειδή.
Δ
Δάκρυ: Υγρό το οποίο εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες με σκοπό να
υγραίνει το μάτι, να το ξεπλένει και να το προστατεύει από μικροοργανισμούς που
μπορεί να το μολύνουν.
Δαρβίνος Κάρολος (1809 - 1882): Άγγλος φυσιοδίφης που πρότεινε τη θεωρία της
φυσικής επιλογής για να ερμηνεύσει τους μηχανισμούς της εξέλιξης των ειδών. Η
συμβολή του στην επιστημονική σκέψη ήταν τεράστια.
Δημογραφία: Η ανάλυση των παραμέτρων που συνθέτουν έναν πληθυσμό και του
τρόπου με τον οποίο αυτές επηρεάζουν τις μεταβολές του στο χρόνο.
Διοξίνες: Ιδιαίτερα τοξικές ουσίες οι οποίες εκλύονται κατά την καύση των
πλαστικών και κατά την αποτέφρωση των απορριμμάτων. Από τις πιο
δηλητηριώδεις ουσίες πάνω στη Γη.
Ε
Ειδογένεση: Η δημιουργία νέων ειδών μέσα από την εξέλιξη προγονικών ειδών.
Έλκος: Πληγή, η οποία δεν επουλώνεται εύκολα, στο εξωτερικό του σώματος ή
στην επιφάνεια ενός εσωτερικού οργάνου Παραδείγματα είναι το έλκος του
στομάχου, του στόματος, του δέρματος.
Ζ
Ζυγωτό: Κύτταρο το οποίο είναι το προϊόν της γονιμοποίησης, δηλαδή, της
σύντηξης των δύο γαμετών (ωαρίου και σπερματοζωαρίου) κατά την αμφιγονική
αναπαραγωγή.
Η
Ηωσινόφιλο: Κοκκιώδες λευκό αιμοσφαίριο, του οποίου οι κόκκοι χρωματίζονται
με όξινες χρωστικές και του οποίου ο πυρήνας έχει δύο λοβούς ενωμένους με ένα
λεπτό νημάτιο χρωματίνης.
Homo habilis: Το είδος στο οποίο ταξινομείται ο πρώτος άνθρωπος του γένους
των Homo που εμφανίσθηκε στη Γη. Έζησε πριν από 2-2,5 εκατομμύρια χρόνια.
Θ
Θάνατος: Η οριστική διακοπή των λειτουργιών που χαρακτηρίζουν τη ζωή ενός
κυττάρου ή ενός οργανισμού.
Ι
Ιδρώτας: Λεπτόρρευστο υγρό, το οποίο εκκρίνεται από ιδρωτοποιούς αδένες στο
δέρμα. Μέσω του ιδρώτα αποβάλλονται από το σώμα ορισμένες ουσίες και άλατα,
συμμετέχει επίσης ενεργά στη ρύθμιση της εσωτερικής θερμοκρασίας καθώς και
στην εξωτερική άμυνα του οργανισμού.
Κ
Κάνναβις: Γένος φυτών στο οποίο ανήκει και η ινδική κάνναβις (Cannabis sativa)
από την οποία, μετά από κατεργασία, προέρχεται το χασίς και η μαριχουάνα.
Καρκίνος: Κατάσταση του οργανισμού, κατά την οποία κύτταρά του δημιουργούν
όγκους, καθώς πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, και αν αποσπασθούν από τους
όγκους, εξαπλώνονται σε όλο το σώμα.
Μ
Μακροφάγα: Λευκά αιμοσφαίρια, τα οποία έχουν την ικανότητα να καταστρέφουν,
με φαγοκυττάρωση, ανεπιθύμητα σωματίδια και κύτταρα που εισέρχονται ή
υπάρχουν στον οργανισμό. Διακρίνονται σε ελεύθερα και καθηλωμένα.
Μετάλλαξη: Κάθε αλλαγή στη σύσταση του DNA ενός κυττάρου ή ενός
οργανισμού, που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή στον αριθμό και το είδος των
χρωμοσωμάτων του (χρωμοσωμική) ή σε αλλαγή στην αλληλουχία των
νουκλεοτιδίων που κωδικοποιούν για μια πρωτεΐνη (γονιδιακή).Όποιο κύτταρο προ-
κύψει από τη διαίρεση του κυττάρου που έχει υποστεί τη μετάλλαξη θα φέρει και
αυτό τη μετάλλαξη.
Μονογονία: Τρόπος αναπαραγωγής, ο οποίος απαιτεί μόνο έναν γονέα ή μόνο ένα
γονικό κύτταρο.
mRNA: Είδος νουκλεϊκού οξέος, το οποίο συμμετέχει στη μεταφορά των γενετικών
πληροφοριών από τον πυρήνα του κυττάρου στα ριβοσώματα, όπου και γίνεται η
σύνθεση των πρωτεϊνών.
N
Νευροδιαβιβαστής: Χημικό μόριο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη μετάδοση των
νευρικών ερεθισμάτων από νευρώνα σε νευρώνα.
Νικοτίνη: Χημική ουσία, η οποία ανήκει στην κατηγορία των διεγερτών. Διεγείρει
κυρίως τους αισθητικούς νευρώνες.
Νimbus: Δορυφόρος της NASA, ο οποίος από το 1978, καταγράφει την εξασθένηση
της στιβάδας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική.
Ξ
Ξενιστής: Οργανισμός ή κύτταρο, πάνω ή μέσα στο οποίο ζει ένας άλλος
οργανισμός (παράσιτο).
Ο
Οικογένεια: Ταξινομική βαθμίδα μετά το είδος και το γένος. Περιλαμβάνει όλα τα
συγγενικά γένη.
Ομόλογες δομές: Δομές που έχουν κοινή προέλευση και κατασκευή στα διάφορα
είδη αλλά εκπληρώνουν διαφορετικές λειτουργικές ανάγκες.
Π
Παθογόνος μικροοργανισμός: Μικροοργανισμός ο οποίος έχει την ικανότητα να
προκαλέσει ασθένεια σε κάποιον άλλο οργανισμό.
Πληθυσμός: Σύνολο ατόμων του ίδιου είδους που ζουν σε μια συγκεκριμένη
περιοχή σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Πύο: Γαλακτώδες, υποκίτρινο υγρό, το οποίο περιέχει ζωντανά και νεκρά λευκά
αιμοσφαίρια, νεκρούς μικροοργανισμούς και κατεστραμμένους ιστούς. Εμφανίζεται
κατά τη φλεγμονώδη αντίδραση.
Ρ, R
Ρυθμός γεννήσεων: Το σύνολο των γεννήσεων σε ένα πληθυσμό στη μονάδα του
χρόνου.
Ρύπανση: Κάθε μεταβολή στα ποιοτικά ή στα ποσοτικά χαρακτηριστικά του αέρα,
των νερών ή του εδάφους.
Σ
Σάλιο: Υγρό, το οποίο εκκρίνεται από τους σιελογόνους αδένες μέσα στη
στοματική κοιλότητα. Αποτελείται από νερό, περιέχει όμως και πεπτικά ένζυμα,
λυσοζύμη και βλέννα. Συμβάλλει στην πέψη των τροφών και στην μη ειδική άμυνα
του οργανισμού.
Τ
Τάξη: Η τρίτη ταξινομική μονάδα μετά το είδος και περιλαμβάνει οικογένειες με
κοινά χαρακτηριστικά.
Τροφικό πλέγμα: Η απεικόνιση της διαπλοκής των τροφικών αλυσίδων και της
δημιουργίας πιο σύνθετων σχέσεων.
Τρύπα του όζοντος: Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εξασθένιση
της στιβάδας του όζοντος στην τροπόσφαιρα που καταγράφεται τα τελευταία
χρόνια κυρίως πάνω από τους πόλους.
Υ
Υδρόσφαιρα: Το τμήμα της Γης που καλύπτεται από νερό κάθε μορφής.
Φ
Φαγοκυττάρωση: Κατηγορία ενδοκυττάρωσης, κατά την οποία ένα κύτταρο του
οργανισμού (μακροφάγο ή φαγοκύτταρο) εγκολπώνει και καταστρέφει άλλα
κύτταρα ή μεγάλα σωματίδια.
Φυλή: Φυσική φαινοτυπική ποικιλία μέσα στο είδος η οποία διατηρείται λόγω
γεωγραφικών ή άλλων απομονώσεων.
Φυσική επιλογή: Η διαδικασία που καθορίζει την τύχη των αλληλόμορφων μιας
γονιδιακής δεξαμενής κατά μήκος των διαδοχικών γενεών. Χάρη σε αυτήν
αυξάνεται η συχνότητα των πιο ευνοϊκών αλληλόμορφων, ενώ ελαττώνεται η
συχνότητα των λιγότερο ευνοϊκών.
Φυσιοδίφης: Όρος που χρησιμοποιούνταν μέχρι τον 19ο αιώνα για να υποδηλώσει
το μελετητή της φύσης και των οργανισμών
Φυτοφάγος οργανισμός: Καταναλωτής πρώτης βαθμίδας.
Φωτοχημικό νέφος: Ο θερμός και γεμάτος από αέριους ρυπαντές και στερεά
σωματίδια αέρας που εγκλωβίζεται πάνω από μια περιοχή.
Χ
Χαντάρ: Περιοχή της Αιθιοπίας στην οποία βρέθηκε το πρώτο ολοκληρωμένο
σκελετικό εύρημα Αυστραλοπιθήκου (Λούση) από τον ανθρωπολόγο Γιόχανσον το
1974.
Χέκελ Ερνστ (1834 - 1919): Γερμανός Ζωολόγος και εμβρυολόγος ο οποίος στα
μέσα του 19ου αιώνα εισήγαγε στην επιστήμη τον όρο Οικολογία.
Χρήση και αχρησία: Συλλογιστική του Λαμάρκ σύμφωνα με την οποία οι διάφορες
δομές οι οποίες δεν ήταν χρήσιμες στους οργανισμούς που τις έφεραν, θα
ατροφούσαν και με το χρόνο θα εξαφανίζονταν.