λεξιλόγιο Βιολογίας

You might also like

You are on page 1of 14

A

Αβιοτικές πηγές: Οι απαραίτητες για τους ζωντανούς οργανισμούς προμήθειες σε


ενέργεια και ανόργανα υλικά.

Αβιοτικοί παράγοντες: Το σύνολο των αβιοτικών πηγών και των


περιβαλλοντικών συνθηκών μιας περιοχής.

Αζωτοδέσμευση: Η διαδικασία μετατροπής του αερίου αζώτου της ατμόσφαιρας


σε αμμωνία από ορισμένους μικροοργανισμούς

ΑΙDS: Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας. Προκαλείται από τον ιό HIV, ο


οποίος προσβάλει και καταστρέφει τα Τ λεμφοκύτταρα, αφήνοντας τον οργανισμό
απροστάτευτο από άλλες μολύνσεις.

Αιματεγκεφαλικός φραγμός: Το φαινόμενο της μειωμένης διαπερατότητας


ουσιών στα τριχοειδή αγγεία του εγκεφάλου σε σχέση με την αντίστοιχη άλλων
οργάνων του σώματος.

Αίματος πήξη: Μη ειδικός αμυντικός μηχανισμός που αποκλείει την είσοδο


μικροοργανισμών στο σώμα και συγχρόνως αποτρέπει την απώλεια αίματος.

Αίματος πίεση: Η πίεση την οποία εξασκεί το αίμα προς τα τοιχώματα των
αιμοφόρων αγγείων. Ποικίλλει σε συνδυασμό με τη συστολή και τη χαλάρωση της
καρδιάς.

Αιμοπετάλιο: Στοιχείο του αίματος που εκλύει ένζυμα, τα οποία αρχίζουν τη


διαδικασία σχηματισμού θρόμβων μετά από δημιουργία πληγής.

Αιμοσφαιρίνη: Σύμπλοκη πρωτεΐνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων, εξειδικευμένη για


την πρόσληψη και τη μεταφορά του οξυγόνου από τους πνεύμονες στους ιστούς
του σώματος.

Ακτινοβολία: Μετάδοση ενέργειας μέσω κυμάτων: ο ήλιος εκλύει ενέργεια


διαφόρων μηκών κύματος όπως φως, ραδιοκύματα, ακτίνες Χ, υπεριώδη
ακτινοβολία κλπ.

Αλλεργία: Περίπτωση υπερλειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος με


αποτέλεσμα την ενεργοποίησή του σε ένα ήπιο αντιγόνο, το οποίο δεν προκαλεί
αντίστοιχη αντίδραση σε ένα μη αλλεργικό άτομο.

Αλληλόμορφα γονίδια: βλέπε πολλαπλά αλληλόμορφα.

Αλλοπάτρια ειδογένεση: Τύπος ειδογένεσης κατά τον οποίο οι φραγμοί στη


γονιδιακή ροή δύο ή περισσότερων πληθυσμών είναι γεωγραφικοί.

Αμφιγονία: Τρόπος πολλαπλασιασμού ανώτερων, συνήθως, οργα-νισμών ο οποίος


έρχεται σε πέρας με τη διαδικασία τη γονιμοποίησης.

Ανάλογες δομές: Δομές οι οποίες εκτελούν παρόμοιες λειτουργίες αλλά έχουν


διαφορετική προέλευση και κατασκευή.

Ανθρωπίδες: Βαθμίδα ταξινόμισης η οποία περιλαμβάνει μόνο τους Ηomo habilis,


Homo erectus και Homo sapiens.

Ανθρωπογένεση: Η εξελικτική ιστορία του ανθρώπου και οι εξελικτικές του


σχέσεις με άλλα είδη οργανισμών που ζουν σήμερα ή έζησαν κατά το παρελθόν.

Ανθρωποειδή: Ταξινομική βαθμίδα κατάταξης του ανθρώπου και των


ανθρωπόμορφων πιθήκων.

Ανοσία: Η εξειδικευμένη ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος του


οργανισμού να αντιστέκεται σε οτιδήποτε θεωρεί ξένο.

Ανοσοποιητικό σύστημα: Σύστημα οργάνων και διαφόρων ειδών


λευκοκυττάρων, το οποίο παρέχει εξειδικευμένη προστασία απέναντι σε ξένα
αντιγόνα.

Αντιβιοτικά: Χημικές ουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (κυρίως


βακτήρια ή μύκητες) και έχουν την ικανότητα να περιορίζουν ή να αναστέλλουν
την ανάπτυξη άλλων μικροοργανισμών. Σήμερα, πολλά αντιβιοτικά παράγονται
συν-θετικά.

Αντιγόνο: Οποιαδήποτε ουσία αναγνωρίζεται σαν ξένη από τον οργανισμό και
μπορεί να προκαλέσει ανοσοποιητική αντίδραση. Μπορεί να είναι πρωτεΐνη,
υδατάνθρακας, γλυκοπρωτεΐνη, DNA ή RNA.

Αντιγόνο ιστοσυμβατότητας: Πρωτεΐνη στην εξωτερική επιφάνεια της


πλασματικής μεμβράνης των μακροφάγων, η οποία, δημιουργώντας σύμπλεγμα με
ένα ξένο αντιγόνο, συμμετέχει στην ενεργοποίηση των Τ λεμφοκυττάρων εναντίον
του.

Αντίστροφη μεταγραφή: Διαδικασία η οποία οδηγεί σε σύνθεση μονόκλωνου DNA


από RNA. Συμβαίνει μόνο κατά τον πολλαπλασιασμό των ρετροϊών και γίνεται με
τη βοήθεια του ενζύμου αντίστροφη μεταγραφάση.

Αντίσωμα: Εξειδικευμένη πρωτεΐνη η οποία παράγεται μέσα σε έναν οργανισμό


προκειμένου να καταπολεμήσει ένα συγκεκριμένο αντιγόνο ή μια ξένη ουσία.

Αποικοδομητές: Μικροοργανισμοί, βακτήρια και μύκητες, που διασπούν όλες


σχεδόν τις οργανικές ουσίες στη φύση, τους νεκρούς οργανισμούς και τα
απορρίμματα των ζωντανών οργανισμών.

Αποκλίνουσα εξέλιξη: Μοντέλο αλλοπάτριας ειδογένεσης κατά το οποίο ένα ή


περισσότερα είδη εμφανίζονται σαν κλάδοι μιας μοναδικής προγονικής γραμμής.

Απολίθωμα: Υπολείμματα ή ίχνη νεκρών οργανισμών που έχουν πληρωθεί με


ανόργανα υλικά και έχουν διασωθεί στο φλοιό της γης μέσα σε ιζηματογενή
πετρώματα, στον πάγο ή σε ρητίνη.

Απονιτροποίηση: Η αποδέσμευση μέρους του αζώτου που βρίσκεται στο έδαφος


ή στα νερά υπό τη μορφή νιτρικών ιόντων και η επιστροφή του στην ατμόσφαιρα
χάρη στη δράση αναερόβιων μικροοργανισμών.

Ασθένεια: Η διαταραχή της εσωτερικής ισορροπίας (ομοιόστασης) ενός


οργανισμού με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί σωστά. Μπορεί να οφείλεται σε
μόλυνση από παθογόνο μικροοργανισμό ή σε οποιονδήποτε άλλο παράγοντα
εσωτερικό ή εξωτερικό διαταράξει την ομοιόσταση.

Ασπίδα όζοντος: Στρώμα όζοντος στην τροπόσφαιρα πάχους περίπου είκοσι


χιλιομέτρων που ευθύνεται για την απορρόφηση του μεγαλύτερου τμήματος της
υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου που φτάνει στη Γη.

Ατμόσφαιρα: Η μάζα των αερίων που περιβάλλει τη Γη και συγκρατείται από το


βαρυτικό πεδίο της.

Αυστραλοπίθηκος: Εξαφανισμένο γένος το οποίο περιελάμβανε είδη που διέθεταν


όρθια ή ημιόρθια στάση και βάδιση. Οι τελευταίοι αντιπρόσωποι των ειδών του
γένους εξαφανίστηκαν πριν 1 περίπου εκατομμύριο χρόνια.

Αυτοανοσία: Κατάσταση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα ενός


οργανισμού στρέφεται κατά κυττάρων, δομών ή οργάνων του σώματος θεωρώντας
τα ως ξένα προς αυτό.

Αυτότροφος οργανισμός: Οργανισμός, που μετατρέπει ανόργανες ενώσεις σε


οργανικές χρησιμοποιώντας ως πηγή ενέργειας, το φως (φωτο-αυτότροφος), ή τη
χημική ενέργεια (χημειο-αυτότροφος).

ΑΤΡ: Συντομογραφία της τριφοσφωρικής αδενοσίνης, του «ενεργειακού


νομίσματος» των κυττάρων.

Β
Βασεόφιλο: Λευκό αιμοσφαίριο, με κόκκους στο κυτταρόπλασμα, οι οποίοι
χρωματίζονται έντονα με αλκαλικές χρωστικές.

Βασίλειο: Η ανώτερη ταξινομική βαθμίδα των οργανισμών.

Βιογεωχημικοί κύκλοι: Οι κυκλικές πορείες που ακολουθούν τα διάφορα χημικά


στοιχεία κατά τη μετακίνηση τους από το αβιοτικό περιβάλλον στους οργανισμούς
και από εκεί, δια μέσου των τροφικών αλυσίδων, πάλι στο αβιοτικό περιβάλλον

Βιοκοινότητα: Το σύνολο των διάφορων πληθυσμών που ζουν σε μια περιοχή για
μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και οι οποίοι παρουσιάζουν σχέσεις
αλληλοεξάρτησης.

Βιολογική μεγέθυνση: Το φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται συσσώρευση μη


βιοδιασπώμενων ουσιών κατά μήκος των τροφικών επιπέδων. Έτσι η αυξημένη
σχετική συγκέντρωσή τους στους καταναλωτές ανώτερης τάξης μπορεί να
αποδειχτεί επιβλαβής γι΄αυτούς.

Βιολογικός καθαρισμός: Σύνολο μεθόδων οι οποίες αποσκοπούν στη μείωση του


οργανικού υλικού που περιέχεται στα λύματα, με τελικό σκοπό τη διοχέτευση στους
υδάτινους αποδέκτες (λίμνες, ποτάμια ή θάλασσα) νερού με, όσο το δυνατόν,
λιγότερες οργανικές ενώσεις.

Βιομάζα: Η μάζα ή το βάρος των οργανισμών μιας περιοχής, ενός τροφικού


επιπέδου ή ολόκληρου του οικοσυστήματος. Για τις ποσοτικές συγκρίσεις που
απαιτούν οι οικολογικές μελέτες αναφερόμαστε συνήθως στην ξηρή βιομάζα,
δηλαδή, στο βάρος που προκύπτει μετά από θέρμανση των οργανισμών μέχρις ότου
χάσουν όλο το νερό από τους ιστούς τους.

Βιομηχανικός μελανισμός: Οι αλλαγές στο χρωματισμό μιας πεταλούδας, του


λεπιδόπτερου Biston betularia κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης
στην Αγγλία.

Βιοποικιλότητα: Η έννοια της ποικιλομορφίας σε διάφορα βιολογικά επίπεδα.


Αναφερόμαστε στην ποικιλότητα σε επίπεδο γενετικού υλικού, στην ποικιλομορφία
των ατόμων ενός πληθυσμού, η στην ποικιλότητα που παρουσιάζει μια ολόκληρη
βιοκοινότητα.

Βιόσφαιρα: Τα τμήματα της λιθόσφαιρας, της ατμόσφαιρας και της υδρόσφαιρας


που φιλοξενούν όλους τους ζωντανούς οργανισμούς.

Βιοτικοί παράγοντες: Το σύνολο των ζωντανών οργανισμών ενός


οικοσυστήματος.
Βιότοπος: Η περιοχή στην οποία ζει ένας φυσικός πληθυσμός.

Βλέννα: Παχύρρευστο, κολλώδες υγρό, το οποίο εκκρίνεται από ειδικά κύτταρα.


Αποτελείται από νερό, γλυκοπρωτεΐνες, οργανικά άλατα, επιθηλιακά κύτταρα και
λευκοκύτταρα. Συμμετέχει στους μηχανισμούς μη ειδικής άμυνας.

Βλεννογόνος: Είδος ιστού ο οποίος καλύπτει τις εσωτερικές οδούς και


κοιλότητες του σώματος. Αποτελείται από μια βασική μεμβράνη και μια στιβάδα
κυττάρων μερικά από τα οποία εκκρίνουν βλέννα.

Γ
Γενετική εκτροπή: Μεταβολή στις γονιδιακές συχνότητες των αλληλομόρφων
της γονιδιακής δεξαμενής ενός πληθυσμού που οφείλονται σε κάποιο τυχαίο
γεγονός.

Γενετική στενωπός: Η ελάττωση της ποικιλίας των αλληλόμορφων μιας


γονιδιακής δεξαμενής ως αποτέλεσμα γενετικής εκτροπής.

Γένος: Σύνολο συγγενών ειδών των οποίων οι βιολογικές ονομασίες σύμφωνα με τη


διώνυμη ονοματολογία αρχίζουν με το κοινό μεταξύ τους όνομα του γένους.

Γεωγραφική απομόνωση: Γεωγραφικοί φραγμοί μεταξύ δύο γονιδιακών


δεξαμενών που, συνήθως, έχουν ως αποτέλεσμα την αλλοπάτρια ειδογένεση.

Γλυκοπρωτεΐνη: Σύνθετη πρωτεΐνη που περιέχει στο μόριο της υδατάνθρακες.

Γονιδιακή δεξαμενή: Το σύνολο των αλληλόμορφων γονιδίων ενός πληθυσμού.

Γονιδιακή ροή: Η μεταφορά αλληλόμορφων γονιδίων μεταξύ γονιδιακών


δεξαμενών που οφείλεται στις πληθυσμιακές ανταλλαγές λόγω μεταναστεύσεων
και παλιννοστήσεων των ατόμων.

Γονιδιακή συχνότητα: Το ποσοστό συμμετοχής των αντιτύπων ενός


αλληλόμορφου στη γονιδιακή δεξαμενή.

Γονίδιο: Τμήμα DNA που κωδικοποιεί είτε για τη σύνθεση ενός πολυπεπτιδίου είτε
για τη σύνθεση ενός μορίου RNA

Γονότυπος: Το σύνολο των γονιδίων ενός οργανισμού.

Γορίλας: Πρόκειται για εδαφόβιο μεγαλόσωμο και χορτοφάγο πίθηκο χωρίς ουρά ο
οποίος ταξινομείται στα ανθρωποειδή.

Γουάλας Α (1823 - 1913): Άγγλος φυσιοδίφης. Κατέληξε, ανεξάρτητα από το


Δαρβίνο και ταυτόχρονα με αυτόν, στα ίδια συμπεράσματα για τον καθοριστικό
ρόλο της φυσικής επιλογής στην εξελικτική διαδικασία. Η κοινοποίηση των
συμπερασμάτων του στο Δαρβίνο προέτρεψε τον δεύτερο στην ολοκλήρωση και
τεκμηρίωση της θεωρίας του για τη φυσική επιλογή.

Δ
Δάκρυ: Υγρό το οποίο εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες με σκοπό να
υγραίνει το μάτι, να το ξεπλένει και να το προστατεύει από μικροοργανισμούς που
μπορεί να το μολύνουν.

Δαρβίνος Κάρολος (1809 - 1882): Άγγλος φυσιοδίφης που πρότεινε τη θεωρία της
φυσικής επιλογής για να ερμηνεύσει τους μηχανισμούς της εξέλιξης των ειδών. Η
συμβολή του στην επιστημονική σκέψη ήταν τεράστια.
Δημογραφία: Η ανάλυση των παραμέτρων που συνθέτουν έναν πληθυσμό και του
τρόπου με τον οποίο αυτές επηρεάζουν τις μεταβολές του στο χρόνο.

Δημογραφική μετάβαση: Το φαινόμενο κατά το οποίο οι ανεπτυγμένες χώρες


εμφανίζουν ελάχιστη πληθυσμιακή αύξηση λόγω σύγκλισης στους ρυθμούς μείωσης
γεννήσεων και θανάτων.

Διάβρωση εδάφους: Η απομάκρυνση των στρωμάτων εδάφους από τη δράση του


ανέμου, του νερού και άλλων αιτίων.

Διαειδική ειδογένεση: Τύπος συμπάτριας ειδογένεσης. Ο σχηματισμός γόνιμων


απογόνων που έχουν προέλθει από επιτυχημένη διασταύρωση ατόμων τα οποία
ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Έχει εφαρμογή σε φυτικά είδη.

Διαφοροποιούσα επιλογή: Μηχανισμός φυσικής επιλογής κατά τον οποίο


προκύπτουν πληθυσμοί με άτομα τα οποία έχουν δύο ή περισσότερους ξεχωριστούς
φαινότυπους. Αυξάνει την προσαρμοστικότητα πληθυσμών που ζουν σε ετερογενή
περιβάλλοντα.

Διμορφισμός: Προσαρμοστικό αποτέλεσμα της διαφοροποιούσας επιλογής.

Διοξίνες: Ιδιαίτερα τοξικές ουσίες οι οποίες εκλύονται κατά την καύση των
πλαστικών και κατά την αποτέφρωση των απορριμμάτων. Από τις πιο
δηλητηριώδεις ουσίες πάνω στη Γη.

Διώνυμη ονοματολογία: Σύστημα στο οποίο βασίζεται η επιστημονική ονομασία


των ειδών. Αποτελείται από δύο λατινικές λέξεις, μια που καθορίζει το γένος και
μια που σηματοδοτεί το είδος.

Δρεπανοκυτταρική αναιμία: Τύπος αιμοσφαιρινοπάθειας (αναιμίας) κατά τον


οποίο τα ερυθρά αιμοσφαίρια των ατόμων παίρνουν δρεπανοειδές σχήμα, φράσσουν
τα τριχοειδή αγγεία και αναστέλλουν την επαρκή οξυγόνωση. Οφείλεται στην
ομόζυγη κατάσταση ενός μεταλλαγμένου υπολειπόμενου γονιδίου το οποίο
συνθέτει τροποποιημένο το ζεύγος των β αλυσίδων της αιμοσφαιρίνης.

DNA: Δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ. Οργανικό μακρομόριο το οποίο προκύπτει από τη


σύνδεση, με ομοιοπολικούς δεσμούς, νουκλεοτιδίων μεταξύ τους. Είναι το βασικό
συστατικό των γονιδίων και των χρωμοσωμάτων. Αποτελεί το γενετικό υλικό όλων
των οργανισμών καθώς και μερικών ιών.

Ε
Ειδογένεση: Η δημιουργία νέων ειδών μέσα από την εξέλιξη προγονικών ειδών.

Είδος: Ομάδες διασταυρούμενων φυσικών πληθυσμών οι οποίες είναι


αναπαραγωγικά απομομωνένες από άλλες τέτοιες ομάδες.

Έλκος: Πληγή, η οποία δεν επουλώνεται εύκολα, στο εξωτερικό του σώματος ή
στην επιφάνεια ενός εσωτερικού οργάνου Παραδείγματα είναι το έλκος του
στομάχου, του στόματος, του δέρματος.

Εμβόλιο: Μια ουσία η οποία ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα για την


παραγωγή αντισωμάτων και κυττάρων μνήμης, χωρίς η ίδια να προκαλεί ασθένεια.

Ενδοσπόριο: Ανθεκτική μορφή βακτηριακού κυττάρου, το οποίο περιβάλλεται από


παχύ τοίχωμα, ικανή να επιβιώνει σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες.

Ένζυμο: Πρωτεΐνη η οποία δρα σαν καταλύτης σε βιολογικές αντιδράσεις.


Εξελικτική Βιολογία: Κλάδος των βιολογικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο
τη διερεύνηση των μηχανισμών με τους οποίους έχουν προκύψει τα διαφορετικά
είδη οργανισμών από προγονικές μορφές.

Εξισορροπημένος πολυμορφισμός: Φαινόμενο κατά το οποίο δύο αλληλόμορφα


για ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό παραμένουν σε χαμηλή συχνότητα από γενιά
σε γενιά μέσα στον πληθυσμό.

Επιχιασμός: Γενετικός ανασυνδυασμός συνδεδεμένων γονιδιακών θέσεων που


οφείλεται στην ανταλλαγή τμημάτων των αδελφών χρωματίδων μεταξύ μη
ομολόγων χρωμοσωμάτων, κατά το τέλος της πρόφασης Ι της μειωτικής
διαίρεσης.

Ετερόζυγος: Οργανισμός που φέρει διαφορετικά αλληλόμορφα για την ίδια


γονιδιακή θέση η οποία ευθύνεται για ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό.

Ετερότροφοι οργανισμοί: Οργανισμοί οι οποίοι παραλαμβάνουν την τροφή τους


τρώγοντας άλλους οργανισμούς. Είναι οι καταναλωτές και οι αποικοδομητές στα
οικοσυστήματα.

Ευτροφισμός: Το φαινόμενο που συνοδεύει τη συσσώρευση θρεπτικών στοιχείων


στα υδάτινα οικοσυστήματα και εκφράzεται με τη υπερβολική αύξηση των
παραγωγών (υδρόβια φυτά και φυτοπλαγκτόν).

Ζ
Ζυγωτό: Κύτταρο το οποίο είναι το προϊόν της γονιμοποίησης, δηλαδή, της
σύντηξης των δύο γαμετών (ωαρίου και σπερματοζωαρίου) κατά την αμφιγονική
αναπαραγωγή.

Η
Ηωσινόφιλο: Κοκκιώδες λευκό αιμοσφαίριο, του οποίου οι κόκκοι χρωματίζονται
με όξινες χρωστικές και του οποίου ο πυρήνας έχει δύο λοβούς ενωμένους με ένα
λεπτό νημάτιο χρωματίνης.

Homo erectus: Άνθρωπος ο όρθιος. Είδος στο οποίο ταξινομούνται σκελετικά


ευρήματα ανθρώπινων μορφών από τις οποίες προήλθε εξελικτικά ο σύγχρονος
άνθρωπος.

Homo habilis: Το είδος στο οποίο ταξινομείται ο πρώτος άνθρωπος του γένους
των Homo που εμφανίσθηκε στη Γη. Έζησε πριν από 2-2,5 εκατομμύρια χρόνια.

Homo sapiens neanderthalensis: Υποείδος του Ηomo sapiens. Το όνομά του το


οφείλει στο ότι τα πρώτα σκελετικά ευρήματα ατόμων που ανήκαν στους
πληθυσμούς του βρέθηκαν στην κοιλάδα Neander της Γερμανίας. Τα
χαρακτηριστικά του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν περισσότερο εξελιγμένος
από τον Homo erectus τον οποίο και διαδέχτηκε. Έζησε στην Ευρώπη και στη Μέση
Ανατολή κατά τη διάρκεια των τελευταίων παγετώνων πριν από 100.000 - 35.000
χρόνια.

Homo sapiens sapiens: Το υποείδος στο οποίο ταξινομείται ο σύγχρονος


άνθρωπος. Θεωρείται ότι 35.000 χρόνια πριν οι πληθυσμοί του είχαν ήδη
αντικαταστήσει πλήρως τους ανθρώπους του Νεάντερταλ και όλους τους
υπόλοιπους αρχαϊκούς Homo sapiens. Οι πρώτες ανθρώπινες μορφές που
ταξινομήθηκαν στους sapiens sapiens βρέθηκαν στο σπήλαιο Λεσκώ της Γαλλίας
και πήραν το όνομα άνθρωποι του Κρο Μανιόν.

Θ
Θάνατος: Η οριστική διακοπή των λειτουργιών που χαρακτηρίζουν τη ζωή ενός
κυττάρου ή ενός οργανισμού.

Θερμοκηπίου φαινόμενο: Βλέπε φαινόμενο θερμοκηπίου.

Ι
Ιδρώτας: Λεπτόρρευστο υγρό, το οποίο εκκρίνεται από ιδρωτοποιούς αδένες στο
δέρμα. Μέσω του ιδρώτα αποβάλλονται από το σώμα ορισμένες ουσίες και άλατα,
συμμετέχει επίσης ενεργά στη ρύθμιση της εσωτερικής θερμοκρασίας καθώς και
στην εξωτερική άμυνα του οργανισμού.

Ιντερφερόνες: Πρωτεΐνες οι οποίες έχουν, έμμεσα, την ιδιότητα να παρεμποδίζουν


τον πολλαπλασιασμό των ιών. Εκκρίνονται από ένα μολυσμένο από ιό κύτταρο και
προστατεύουν μη μολυσμένα κύτταρα από προσβολή ιών.

Ινώδες: Πλέγμα το οποίο αποτελείται από μόρια ινωδογόνου (πρωτεΐνη) ενωμένα


μεταξύ τους σε μακριά νημάτια. Συμμετέχει στην δημιουργία θρόμβων, με τη
βοήθεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων.

Ιός: Ακυτταρική μορφή ζωής, υποχρεωτικό ενδοκυτταρικό παράσιτο.

Ισορροπία της φύσης: Το αποτέλεσμα, γενικά, της ιδιότητας που χαρακτηρίζει


τα οικοσυστήματα να εμφανίζουν σε κάποιο βαθμό μηχανισμούς αυτορύθμισης.

Ισταμίνη: Ουσία, η οποία εκκρίνεται από τα μαστοκύτταρα, όταν αυτά


ενεργοποιηθούν από τραυματισμό ή από δέσμευση επάνω τους κάποιου
αλλεργιογόνου. Συμμετέχει στη φλεγμονώδη αντίδραση και στην αλλεργική
αντίδραση.

Κ
Κάνναβις: Γένος φυτών στο οποίο ανήκει και η ινδική κάνναβις (Cannabis sativa)
από την οποία, μετά από κατεργασία, προέρχεται το χασίς και η μαριχουάνα.

Καρκίνος: Κατάσταση του οργανισμού, κατά την οποία κύτταρά του δημιουργούν
όγκους, καθώς πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, και αν αποσπασθούν από τους
όγκους, εξαπλώνονται σε όλο το σώμα.

Καταναλωτές: Τα ζώα γιατί ως ετερότροφοι οργανισμοί εξαρτώνται ενεργειακά


είτε άμεσα είτε έμμεσα από τους παραγωγούς

Καταστροφισμός: Θεωρία σύμφωνα με την οποία ο θεός προ-καλούσε


καταστροφές και έτσι ξαναδημιουργούσε ζωντανούς οργανισμούς οι οποίοι ήταν
λίγο διαφορετικοί από τους προηγούμενους.

Κατευθύνουσα επιλογή: Μηχανισμός της φυσικής επιλογής σύμφωνα με τον


οποίο ορισμένοι φαινότυποι πριμοδοτούνται εις βάρος κάποιων άλλων. Οι
φαινότυποι μετατοπίζονται σταθερά προς μία κατεύθυνση επειδή τα άτομα στο ένα
άκρο δεν επιβιώνουν.

Καφεΐνη: Χημική ουσία της οποίας η κατανάλωση προκαλεί διέγερση του


οργανισμού.

Κυτταρομεσολαβητική ανοσία: Σύνολο ανοσοποιητικών αντιδράσεων στην


οποία συμμετέχουν τα Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία επιτίθενται απευθείας σε
αντιγόνα μέσα στο σώμα.

Κυτταροφαγία: βλέπε Φαγοκυττάρωση


Λ
Λαμάρκ: Γάλλος ζωολόγος (1744 - 1829) από τους πρώτους ένθερμους
υποστηρικτές της άποψης ότι υπάρχει εξέλιξη. Εμπνευστής της θεωρίας της
κληρονόμησης των επίκτητων χαρακτηριστικών.

Λεμφοκύτταρα: Κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος τα οποία συμμετέχουν


στους μηχανισμούς της ειδικής άμυνας. Διακρίνονται σε Β λεμφοκύτταρα, τα οποία
είναι υπεύθυνα για την παραγωγή αντισωμάτων, και τα Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία
επιτίθενται απευθείας σε ένα παθογόνο μικροοργανισμό. Και οι δύο κατηγορίες
περιλαμβάνουν κύτταρα ανοσοποιητικής μνήμης.

Λοίμωξη: Η ανάπτυξη μέσα στο σώμα μικροοργανισμών ακολουθούμενη από


ασθένεια.

Λυσοζύμη: Ένζυμο, το οποίο διασπά το τοίχωμα των βακτηριακών κυττάρων,


απαντάται σε εκκρίματα του σώματος όπως το σάλιο, τα δάκρυα και τον ιδρώτα.
Απαντάται επίσης και σε ιούς που προσβάλουν βακτήρια.

Μ
Μακροφάγα: Λευκά αιμοσφαίρια, τα οποία έχουν την ικανότητα να καταστρέφουν,
με φαγοκυττάρωση, ανεπιθύμητα σωματίδια και κύτταρα που εισέρχονται ή
υπάρχουν στον οργανισμό. Διακρίνονται σε ελεύθερα και καθηλωμένα.

Μάλθους Τ (1766-1834): Άγγλος οικονομολόγος, οι θεωρίες του οποίου επηρέασαν


το Δαρβίνο στη σύνθεση της θεωρίας της φυσικής επιλογής.

Μαστοκύτταρο: Κύτταρο, το οποίο, όταν ενεργοποιηθεί, παράγει ισταμίνη.


Συμμετέχει στη φλεγμονώδη αντίδραση καθώς και στην αλλεργική αντίδραση.

Μειξιολογικό κριτήριο: Η ικανότητα διασταύρωσης και παραγωγής γόνιμων


απογόνων αποτελεί κριτήριο για την κατάταξη οργανισμών στο ίδιο ή σε
διαφορετικά είδη.

Μέντελ Γρηγόριος (1822 - 1884): θεμελιωτής της επιστήμης της


κληρονομικότητας. Τα πειράματά του με μπιζέλια στον κήπο του μοναστηριού του
Brno, μιας μικρής πόλης στα αυστροουγγρικά σύνορα, έμελλε να παίξουν
καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των βιολογικών επιστημών.

Μεταδοτική ασθένεια: Ασθένεια, η οποία μεταδίδεται κατά την επαφή με


μολυσμένα άτομα ή αντικείμενα.

Μετάλλαξη: Κάθε αλλαγή στη σύσταση του DNA ενός κυττάρου ή ενός
οργανισμού, που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή στον αριθμό και το είδος των
χρωμοσωμάτων του (χρωμοσωμική) ή σε αλλαγή στην αλληλουχία των
νουκλεοτιδίων που κωδικοποιούν για μια πρωτεΐνη (γονιδιακή).Όποιο κύτταρο προ-
κύψει από τη διαίρεση του κυττάρου που έχει υποστεί τη μετάλλαξη θα φέρει και
αυτό τη μετάλλαξη.

Μετάσταση: Η διαδικασία κατά την οποία, καρκινικά κύτταρα από έναν


πρωτογενή όγκο αποσπώνται από αυτόν και μέσω της κυκλοφορίας του αίματος ή
της λέμφου εξαπλώνονται και δημιουργούν όγκους σε άλλα σημεία του σώματος.

Μηχανισμοί αναπαραγωγικής απομόνωσης: Σύνολο μηχανισμών που


εμποδίζουν τη διασταύρωση και μειώνουν τη βιωσιμότητα ή τη γονιμότητα των
απογόνων

Μικροοργανισμός: Οργανισμός (προκαρυωτικός ή ευκαρυωτικός) ή ιός ο οποίος


δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι.
Μόλυνση: Η είσοδος παθογόνων μικροοργανισμών στο ανθρώπινο σώμα. / Η
ανάπτυξη μικροοργανισμών παθογόνων για τον άνθρωπο, ως αποτέλεσμα
περιβαλλοντικών μεταβολών εξαιτίας εκτεταμένης ρύπανσης.

Μολυσματική δόση: Ο ελάχιστος αριθμός μικροοργανισμών που απαιτείται ώστε


να προκληθεί ασθένεια.

Μονογονία: Τρόπος αναπαραγωγής, ο οποίος απαιτεί μόνο έναν γονέα ή μόνο ένα
γονικό κύτταρο.

Μονοκαλλιέργεια: Η επαναλαμβανόμενη καλλιέργεια του ίδιου είδους φυτών σε


έναν αγρό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οδηγεί στην εξάντληση του εδάφους και
στην ανάγκη συνεχούς χημικής λίπανσης.

Μόσχευμα: Όργανο ή ιστός ενός οργανισμού που μπορεί να μεταμοσχευθεί σε έναν


άλλον.

Μπόρλαγκ Ν.: Αμερικανός γεωπόνος ο οποίος θεωρείται ως ο πατέρας της


πράσινης επανάστασης τις βάσεις της οποίας έθεσε στο Μεξικό στα μέσα της
δεκαετίας του 1940. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για την Ειρήνη (1970)

Μύκητας: Ευκαρυωτικοί, ετερότροφοι, μονοκύτταροι ή πολυκύτταροι οργανισμοί,


οι οποίοι αναπαράγονται μονογονικά ή αμφιγονικά.

Μυκητίαση: Ασθένεια, η οποία οφείλεται σε μύκητες.

mRNA: Είδος νουκλεϊκού οξέος, το οποίο συμμετέχει στη μεταφορά των γενετικών
πληροφοριών από τον πυρήνα του κυττάρου στα ριβοσώματα, όπου και γίνεται η
σύνθεση των πρωτεϊνών.

N
Νευροδιαβιβαστής: Χημικό μόριο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη μετάδοση των
νευρικών ερεθισμάτων από νευρώνα σε νευρώνα.

Νευρώνας: Ένα νευρικό κύτταρο. Αποτελείται από δενδρίτη(ες), άξονα και


κυτταρικό σώμα.

Νικοτίνη: Χημική ουσία, η οποία ανήκει στην κατηγορία των διεγερτών. Διεγείρει
κυρίως τους αισθητικούς νευρώνες.

Νιτροποίηση: Η μετατροπή της αμμωνίας στο έδαφος σε άλλες αζωτούχες


ενώσεις άμεσα χρησιμοποιήσιμες από τα φυτά. Έρχεται σε πέρας με τη βοήθεια
ορισμένων βακτηρίων του εδάφους,

Νimbus: Δορυφόρος της NASA, ο οποίος από το 1978, καταγράφει την εξασθένηση
της στιβάδας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική.

Ξ
Ξενιστής: Οργανισμός ή κύτταρο, πάνω ή μέσα στο οποίο ζει ένας άλλος
οργανισμός (παράσιτο).

Ο
Οικογένεια: Ταξινομική βαθμίδα μετά το είδος και το γένος. Περιλαμβάνει όλα τα
συγγενικά γένη.

Οικολογία: Κλάδος των βιολογικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο μελέτης


τους πληθυσμούς των οργανισμών και τις αλληλεξαρτήσεις που αναπτύσσονται
τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον στο οποίο ζουν.

Οικολογική διαδοχή: Το φαινόμενο της σταδιακής αλλαγής της σύνθεσης των


βιοκοινοτήτων που χαρακτηρίζεται από αύξηση της δομικής τους πολυπλοκότητας.

Οικολογική πυραμίδα: Γραφική απεικόνιση των τροφικών σχέσεων που


αναπτύσσουν οι οργανισμοί στα οικοσυστήματα

Οικοσύστημα: Σύστημα μελέτης που περιλαμβάνει το σύνολο των βιοτικών και


αβιοτικών παραγόντων μιας περιοχής που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεξάρτηση.

Ομοιόσταση: Η διατήρηση σταθερών συνθηκών μέσα σε ένα κύτταρο ή σε έναν


οργανισμό ανεξάρτητα από αλλαγές στο εξωτερικό του περιβάλλον. Περιλαμβάνει
παραμέτρους όπως η θερμοκρασία, η συγκέντρωση του νερού, η συγκέντρωση των
αναπνευστικών αερίων, η συγκέντρωση της γλυκόζης

Ομόλογες δομές: Δομές που έχουν κοινή προέλευση και κατασκευή στα διάφορα
είδη αλλά εκπληρώνουν διαφορετικές λειτουργικές ανάγκες.

Ομοταξία: Η πέμπτη κατά σειρά (ξεκινώντας από το είδος) ταξινομική βαθμίδα.


Την συνθέτουν οι τάξεις που έχουν κοινά χαρακτηριστικά.

Όξινη βροχή: Οι κατακρημνίσεις με αυξημένη οξύτητα, λόγω της παρουσίας στον


ατμοσφαιρικό αέρα οξειδίων του θείου και του αζώτου, προερχόμενων από την
καύση ορυκτών καυσίμων.

Ουδετερόφιλο: Μεγάλο κοκκιώδες λευκό αιμοσφαίριο με μεταβλητό πυρήνα, ο


οποίος αποτελείται από 3 μέχρι 5 λοβούς, και κόκκους στο κυτταρόπλασμα, οι
οποίοι χρωματίζονται με ουδέτερες χρωστικές.

Ουραγκοτάγκος: Δενδρόβιος, φυτοφάγος πίθηκος χωρίς ουρά ο οποίος


ταξινομείται στα ανθρωποειδή.

Π
Παθογόνος μικροοργανισμός: Μικροοργανισμός ο οποίος έχει την ικανότητα να
προκαλέσει ασθένεια σε κάποιον άλλο οργανισμό.

Παγγαία: Η υπερήπειρος που ένωνε όλες τις σχηματισμένες χερσαίες επιφάνεις


της Γης. Ο κατακερματισμός της οδήγησε στο σχηματισμό των σημερινών
ηπείρων.

Παραγωγοί: Οι οργανισμοί οι οποίοι μετατρέπουν απλές ανόργανες ενώσεις σε


οργανικό υλικό με τη βοήθεια κάποιας εξωτερικής πηγής ενέργειας. Είναι όλοι οι
φωτοσυνθετικοί και οι χημειοσυνθετικοί οργανισμοί οι οποίοι αναφέρονται και ως
αυτότροφοι οργανισμοί.

Παράσιτο: Οργανισμός ο οποίος ζει μέσα ή πάνω σε κάποιον άλλον (ξενιστής),


συνήθως προκαλώντας του βλάβη ή ασθένεια.

Πενικιλίνη: Το πρώτο αντιβιοτικό που ανακαλύφθηκε. Παράγεται από το μύκητα


Pencillium. Η δράση του στηρίζεται στην παρεμπόδιση της σύνθεσης του
κυτταρικού τοιχώματος των βακτηρίων, εμποδίζοντας έτσι τον πολλαπλασιασμό
τους.

Πετραλώνων σπήλαιο: Σπήλαιο της Χαλκιδικής στο οποί βρέθηκαν σκελετικά


ευρήματα τα οποία ανήκαν πιθανώς σε Homo erectus.

Πληθυσμός: Σύνολο ατόμων του ίδιου είδους που ζουν σε μια συγκεκριμένη
περιοχή σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Πολλαπλά αλληλόμορφα γονίδια: Γονίδια που αποτελούν εκφράσεις της ίδιας


γονιδιακής θέσης. Καταλαμβάνουν την ίδια θέση στα ζεύγη των ομόλογων
χρωμοσωμάτων και ελέγχουν την ίδια ιδιότητα με τον ίδιο ή με διαφορετικό τρόπο.

Πολυπλοειδία: Μορφή χρωμοσωμικής ανωμαλίας. Η παρουσία πολλαπλού αριθμού


χρωμοσωμάτων σε ένα άτομο.

Πράσινη επανάσταση: Σύνολο από μεθοδολογίες και τεχνικές που εφαρμόστηκαν


σε χώρες του τρίτου κόσμου με έντονες πληθυσμιακές πιέσεις από τη δεκαετία του
1950. Το απο-τέλεσμα ήταν η εντυπωσιακή αύξηση της αγροτικήςς παραγωγής
κυρίως σιτιρών και ρυζιού.

Προκαρυωτικό κύτταρο: Κύτταρο, το οποίο δεν περιέχει οργανίδια μεμβρανικής


δομής και του οποίου το γενετικό υλικό δεν περιβάλλεται από μεμβράνη. Δεν έχει,
δηλαδή, πυρήνα. Σήμερα, τα μόνα προκαρυωτικά κύτταρα τα συναντάμε στα
βακτήρια.

Προπίθηκοι: Ο Τάρσιοι και οι Λεμούριοι αποτελούν τις μόνες επιζώσες μορφές


μιας ομάδας που εμφανίστηκε πριν από 60 εκατομμύρια χρόνια

Προσαρμογή: Η ανάπτυξη δομών και συμπεριφορών στους οργανισμούς που τους


επιτρέπουν καλύτερες συνθήκες επιβίωσης στο περιβάλλον που ζουν.

Πρωτεύοντα: Τάξη των θηλαστικών στην οποία ανήκουν ο άνθρωπος και οι


σύγχρονοι πίθηκοι καθώς και όλες οι απολιθωμένες μορφές ανθρώπων και πιθήκων

Πύο: Γαλακτώδες, υποκίτρινο υγρό, το οποίο περιέχει ζωντανά και νεκρά λευκά
αιμοσφαίρια, νεκρούς μικροοργανισμούς και κατεστραμμένους ιστούς. Εμφανίζεται
κατά τη φλεγμονώδη αντίδραση.

Πυραμίδα αριθμών: Η γραφική απεικόνιση του αριθμού των ατόμων που


απαρτίζουν κάθε τροφικό επίπεδο σε ένα οικοσύστημα.

Πυραμίδα βιομάζας: Η γραφική απεικόνιση της συνολικής βιομάζας των ατόμων


που απαρτίζουν κάθε τροφικό επίπεδο ανά μονάδα επιφάνειας σε μια συγκεκριμένη
χρονική στιγμή σε ένα οικοσύστημα.

Πυραμίδα ενέργειας: Η γραφική απεικόνιση του ρυθμού με τον οποίο το


ενεργειακό περιεχόμενο της διαθέσιμης τροφής κάθε τροφικού επιπέδου
μεταφέρεται στο επόμενο.

Πυρετός: Αυξημένη, μη φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος. Εμφανίζεται μετά


από μόλυνση από παθογόνο μικροοργανισμό και η ύπαρξή του επιβραδύνει ή
καταστέλλει τον πολλαπλασιασμό του.

Ρ, R
Ρυθμός γεννήσεων: Το σύνολο των γεννήσεων σε ένα πληθυσμό στη μονάδα του
χρόνου.

Ρύπανση: Κάθε μεταβολή στα ποιοτικά ή στα ποσοτικά χαρακτηριστικά του αέρα,
των νερών ή του εδάφους.

Ρυπαντές: Παράγοντες που διοχετεύονται στο περιβάλλον και ευθύνονται για τη


ρύπανση. Σχετίζονται με ορισμένες χημικές ουσίες ή με ακτινοβολίες.

RNA: Ριβονουκλεϊκό οξύ. Οργανικό μακρομόριο, το οποίο αποτελείται από


νουκλεοτίδια ενωμένα με ομοιοπολικούς δεσμούς. Υπάρχουν τρία είδη στους
ζωντανούς οργανισμούς (mRNA, rRNA και tRNA). Αποτελεί επίσης το γενετικό υλικό
ορισμένων ιών.

Σ
Σάλιο: Υγρό, το οποίο εκκρίνεται από τους σιελογόνους αδένες μέσα στη
στοματική κοιλότητα. Αποτελείται από νερό, περιέχει όμως και πεπτικά ένζυμα,
λυσοζύμη και βλέννα. Συμβάλλει στην πέψη των τροφών και στην μη ειδική άμυνα
του οργανισμού.

Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα: Ασθένειες, οι οποίες μεταδίδονται με τη


σεξουαλική επαφή.

Σταθεροποιούσα επιλογή: Μηχανισμός φυσικής επιλογής σύμφωνα με τον οποίο


δημιουργούνται πληθυσμοί ατόμων με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά.

Στρεπτομυκίνη: Αντιβιοτικό, το οποίο παράγεται από το βακτήριο Streptomyces


και η δράση του οποίου στηρίζεται στην παρεμπόδιση της πρωτεϊνοσύνθεσης των
βακτηριακών κυττάρων.

Συγκλίνουσα εξέλιξη: Η ανάπτυξη επιφανειακών ομοιοτήτων σε μη συγγενικά


είδη ως αποτέλεσμα παρόμοιων προσαρμογών σε παρόμοιες συνθήκες
περιβάλλοντος.

Συμπάτρια ειδογένεση: Τύπος ειδογένεσης ο οποίος αναφέρεται σε πληθυσμό ή


πληθυσμούς με μερική χωροταξική επικάλυψη. Τα εμπόδια στη γονιδιακή ροή
μεταξύ των ατόμων οφείλονται στην ανάπτυξη μηχανισμών αναπαραγωγικής
απομόνωσης. Έχει εφαρμογή σε φυτικά είδη οργανισμών.

Συμπλήρωμα: Ένα σύστημα 30 περίπου πρωτεΐνών, οι οποίες συμμετέχουν στην


μη ειδική εσωτερική άμυνα του σώματος.

Σύναψη (νευρική): Η λειτουργική σύνδεση μεταξύ δύο διαδοχικών νευρώνων.


Στην περιοχή αυτή διαχέονται οι νευροδιαβιβαστές, μεταφέροντας το νευρικό
ερέθισμα από το ένα νευρικό κύτταρο στο επόμενο.

Συνθετική θεωρία της εξέλιξης: Σύγχρονη εξελικτική θεωρία η οποία θεωρεί ως


εξελικτική μονάδα τον πληθυσμό πάνω στον οποίο δρουν η ποικιλομορφία των
κληρονομικών χαρακτηριστικών, η φυσική επιλογή και οι γενετικές απομονώσεις.

Τ
Τάξη: Η τρίτη ταξινομική μονάδα μετά το είδος και περιλαμβάνει οικογένειες με
κοινά χαρακτηριστικά.

Ταξινόμηση: Σύστημα κατάταξης και ιεράρχησης των οργανισμών σε ομάδες


σύμφωνα με συγκεκριμένα μορφολογικά και άλλα κριτήρια.

Τεχνητή επιλογή: Επιλογή που κάνει ο άνθρωπος προκειμένου να δημιουργήσει


νέες ποικιλίες φυτών ή ζώων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση
αυτή τα άτομα δεν επιλέγονται με βάση την αναπαραγωγική τους επιτυχία αλλά με
άλλα κριτήρια.

Τοξίνη: Δηλητηριώδης ουσία που παράγεται από ζωντανούς οργανισμούς.

Τροφική αλυσίδα: Η αλληλουχία των οργανισμών, καθένας από τους οποίους


αποτελεί τροφή για τον επόμενο.
Τροφικό επίπεδο: Η κατάταξη των παραγωγών και των καταναλωτών σε σύνολα
ανάλογα με τη θέση που καταλαμβάνουν στο τροφικό πλέγμα.

Τροφικό πλέγμα: Η απεικόνιση της διαπλοκής των τροφικών αλυσίδων και της
δημιουργίας πιο σύνθετων σχέσεων.

Τρύπα του όζοντος: Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εξασθένιση
της στιβάδας του όζοντος στην τροπόσφαιρα που καταγράφεται τα τελευταία
χρόνια κυρίως πάνω από τους πόλους.

tRNA: Μεταφορικό RNA. Μεταφέρει το σωστό αμινοξύ στο ριβόσωμα κατά τη


διάρκεια της πρωτεϊνοσύνθεσης.

Υ
Υδρόσφαιρα: Το τμήμα της Γης που καλύπτεται από νερό κάθε μορφής.

Φ
Φαγοκυττάρωση: Κατηγορία ενδοκυττάρωσης, κατά την οποία ένα κύτταρο του
οργανισμού (μακροφάγο ή φαγοκύτταρο) εγκολπώνει και καταστρέφει άλλα
κύτταρα ή μεγάλα σωματίδια.

Φάγος: Συντομογραφία του όρου βακτηριοφάγος, ιού που μολύνει βακτήρια.

Φαινόμενο θερμοκηπίου: Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την


παρεμπόδιση αποβολής της θερμότητας από τη Γη στο διάστημα. Οφείλεται στις
αυξημένες συγκεν-τρώσεις διοξειδίου του άνθρακα αλλά και διαφόρων ρυπαντών
της ατμόσφαιρας.

Φαινότυπος: Το παρατηρούμενο χαρακτηριστικό / Η έκφραση του γονοτύπου ενός


οργανισμού.

Φλεγμονή: Το σύνολο των συμπτωμάτων που παρατηρείται στο σημείο εισβολής


ενός παθογόνου μικροοργανισμού στο σώμα. Περιλαμβάνει κοκκίνισμα, οίδημα,
πόνο και αυξημένη θερμοκρασία. Ενδέχεται να περιλαμβάνει και την ύπαρξη πύου.

Φυλετικός διμορφισμός: Η ανάπτυξη ευδιάκριτων μορφολογικών (φαινοτυπικών)


διαφορών μεταξύ θηλυκών και αρσενικών ατόμων σε ένα είδος ή πληθυσμό.

Φυλή: Φυσική φαινοτυπική ποικιλία μέσα στο είδος η οποία διατηρείται λόγω
γεωγραφικών ή άλλων απομονώσεων.

Φύλο: Η πέμπτη ταξινομική βαθμίδα μετά το είδος. Αποτελείται από ομοταξίες με


κοινά γνωρίσματα.

Φυλογενετικό δέντρο: Η διαγραμματική απεικόνιση της εξελικτικής ιστορίας


των ειδών που περιλαμβάνει στοιχεία για το χρονικό διαχωρισμό τους. Σύμφωνα με
τη δαρβινική θεωρία αποτελεί επίσης την απεικόνιση των εξελικτικών σχέσεων
των ειδών.

Φυσική επιλογή: Η διαδικασία που καθορίζει την τύχη των αλληλόμορφων μιας
γονιδιακής δεξαμενής κατά μήκος των διαδοχικών γενεών. Χάρη σε αυτήν
αυξάνεται η συχνότητα των πιο ευνοϊκών αλληλόμορφων, ενώ ελαττώνεται η
συχνότητα των λιγότερο ευνοϊκών.

Φυσιοδίφης: Όρος που χρησιμοποιούνταν μέχρι τον 19ο αιώνα για να υποδηλώσει
το μελετητή της φύσης και των οργανισμών
Φυτοφάγος οργανισμός: Καταναλωτής πρώτης βαθμίδας.

Φωτοχημικό νέφος: Ο θερμός και γεμάτος από αέριους ρυπαντές και στερεά
σωματίδια αέρας που εγκλωβίζεται πάνω από μια περιοχή.

Χ
Χαντάρ: Περιοχή της Αιθιοπίας στην οποία βρέθηκε το πρώτο ολοκληρωμένο
σκελετικό εύρημα Αυστραλοπιθήκου (Λούση) από τον ανθρωπολόγο Γιόχανσον το
1974.

Χέκελ Ερνστ (1834 - 1919): Γερμανός Ζωολόγος και εμβρυολόγος ο οποίος στα
μέσα του 19ου αιώνα εισήγαγε στην επιστήμη τον όρο Οικολογία.

Χημειοθεραπεία: Μορφή θεραπείας για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Σύμφωνα


με αυτήν χορηγούνται στον ασθενή διάφορες χημικές ουσίες που έχουν την
ικανότητα να καταστρέφουν κατά κύριο λόγο τα καρκινικά μόνο κύτταρα.

Χιμπαντζής: Πίθηκος ο οποίος κατατάσσεται στα ανθρωποειδή. Είναι εδαφόβιος


φυτοφάγος και θεωρείται ο πιο κοντινός πίθηκος στον άνθρωπο. Το βάρος του δεν
ξεπερνά τα 75 κιλά ενώ το ύψος του είναι περίπου 1,65 μέτρα.

Χρήση και αχρησία: Συλλογιστική του Λαμάρκ σύμφωνα με την οποία οι διάφορες
δομές οι οποίες δεν ήταν χρήσιμες στους οργανισμούς που τις έφεραν, θα
ατροφούσαν και με το χρόνο θα εξαφανίζονταν.

Χρόνος διπλασιασμού: Ο χρόνος που απαιτείται για να αυξηθεί ένας πληθυσμός


κατά 100%.

Χυμική ανοσία: Σύνολο ανοσοποιητικών αντιδράσεων στην οποία συμμετέχουν τα


Β λεμφοκύτταρα, τα οποία παράγουν αντισώματα εναντίον συγκεκριμένων
αντιγόνων.

You might also like