You are on page 1of 13

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Προσδιοριστικοί Παράγοντες των


Μεταναστευτικών Εµβασµάτων: Η περίπτωση
της Ελλάδας

Εργασία στο µάθηµα «∆ιάρθρωση και Προβλήµατα της


Ελληνικής Οικονοµίας»
Γεωργίου ∆ηµήτρης
Αρ. Μητρώου:1066384
∆ιδάσκουσα: Ιωάννα Πεπελάση Μίνογλου

Ακαδηµαϊκό έτος: 2009-2010


1
Ενότητα 1. Περίληψη

Στο άρθρο “Factors Determining Migrants Remittances” ο Καθηγητής Θεόδωρος


Π. Λιανός επιχειρεί αρχικά την επισκόπηση κάποιων σύγχρονων θεωριών που σκοπό
έχουν να εξηγήσουν τα κίνητρα του µεταναστών για αποστολή εµβασµάτων, ενώ στη
συνέχεια µε την βοήθεια εµπειρικών δεδοµένων προχωρά στην εξακρίβωση των
στατιστικά σηµαντικών προσδιοριστικών παραγόντων των µεταναστευτικών
εµβασµάτων.
Ο Λιανός απορρίπτει την θεωρία σύµφωνα µε την οποία “τα µεταναστευτικά
εµβάσµατα µπορούν να θεωρηθούν σαν µια σιωπηρή συµβατική συµφωνία ανάµεσα
στον µετανάστη και την οικογένειά του, η οποία είναι διαχρονική και αµοιβαία
επωφελής ”1. Η ιδέα της παραπάνω θεωρίας µπορεί να συνοψισθεί στο εξής: η
οικογένεια θα στηρίζει οικονοµικά τον µετανάστη, καλύπτοντάς του τα έξοδα
µετακίνησης και αναζήτησης εργασίας σε περιόδους ανεργίας αλλά θα «απαιτεί» την
απόδοση της επένδυσής της, µε την µορφή µεταναστευτικών εµβασµάτων. Ο
αρθρογράφος πιστεύει πως η παραπάνω υπόθεση αποτελεί απλώς µια post hoc
ορθολογικοποίηση των ενδοοικογενειακών σχέσεων και αναφέρει χαρακτηριστικά
πως είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς την ιδέα γονέων οι οποίοι δεν θα επέτρεπαν την
µόρφωση των παιδιών τους, σε περίπτωση που αρνούνταν να µεταναστεύσουν στο
µέλλον.
Αντίθετα ο καθηγητής διατυπώνει την αντίληψη πως η µετανάστευση µπορεί να
θεωρηθεί ως το ως αποτέλεσµα ενός ορθολογικού ατόµου που δρα ελεύθερα
περιοριζόµενος µονάχα από την δέσµευση και την αφοσίωση στην οικογένειά του.
Υπογραµµίζει ότι η πολυπλοκότητα των παραγόντων που συνθέτουν την ζωή ενός
µετανάστη (µεταβαλλόµενες συνθήκες, ανεπαρκής πληροφόρηση, ψυχικό κόστος,
σχέδια και αποφάσεις) επιδρούν στο ύψος των εµβασµάτων και εποµένως κάνουν
ιδιαίτερα δύσκολη την υπόθεση ύπαρξης ενός αντιπροσωπευτικού µετανάστη κατ’
αντιστοιχία µε τον αντιπροσωπευτικό καταναλωτή.
Στη συνέχεια του άρθρου, ο γράφων εξετάζει την ροή µεταναστευτικών
εµβασµάτων στην Ελλάδα από την Γερµανία, το Βέλγιο και την Σουηδία. Η
οικονοµετρική ανάλυση χρησιµοποίει τους εξής προσδιοριστικούς παράγοντες ως
ερµηνευτικές µεταβλητές:
1
Lianos, T.P., 1997, pp. 73

2
• Εισόδηµα Μετανάστη στη χώρα προορισµού [Y ή W (ωροµίσθιο)]
• Εισόδηµα Οικογένειας Μετανάστη στη χώρα προέλευσης ( Yg ή Wg)
• Επιτόκια [τόσο στη χώρα προέλευσης (Rg) όσο και στη χώρα προορισµού (R)]
• Ο ρυθµός Πληθωρισµού στη χώρα προέλευσης (INF)
• Η συναλλαγµατική ισοτιµία (δραχµές ανά µονάδα ξένου νοµίσµατος) (EX)
• Το ποσοστό ανεργίας στη χώρα προορισµού (UN)
• Ο αριθµός των µεταναστών (MP)
Το αποτέλεσµα της εµπειρικής µελέτης για τους παράγοντες που επηρέασαν τα
µεταναστευτικά εµβάσµατα από την Γερµανία προς την Ελλάδα την περίοδο 1961-
1991, δείχνει ότι το εισόδηµα του µετανάστη στη χώρα προορισµού, η
συναλλαγµατική ισοτιµία, ο ρυθµός πληθωρισµού, τα επιτόκια στην χώρα
προέλευσης, καθώς και ο αριθµός των µεταναστών είναι στατιστικά σηµαντικοί
προσδιοριστικοί παράγοντες σε επίπεδο στατιστικής σηµαντικότητας α=0,05.
Αντιθέτως το επίπεδο του εισοδήµατος της οικογένειας του µετανάστη στην χώρα
προέλευσης όπως επίσης και τα επιτόκια στην χώρα προορισµού φαίνεται να µην
έχουν κάποια στατιστικά σηµαντική επίδραση στην ποσότητα των εµβασµάτων.
Από την άλλη µεριά, τα αποτελέσµατα των παλινδροµήσεων για το Βέλγιο και την
Σουηδία την περίοδο 1981-1991 και 1980-1991 αντίστοιχα έδειξαν ότι οι στατιστικά
σηµαντικές επεξηγηµατικές µεταβλητές είναι το εισόδηµα του µετανάστη στην χώρα
προορισµού, το ποσοστό ανεργίας στην χώρα προορισµού και ο αριθµός των
µεταναστών. Ο ρυθµός πληθωρισµού στην Ελλάδα είναι πολύ κοντά στην στατιστική
σηµαντικότητα ενώ τα επιτόκια και η συναλλαγµατική ισοτιµία δεν φαίνεται να
επιδρούν στο ύψος των µεταναστευτικών εµβασµάτων.
Ο γράφων υποστηρίζει πως η παραπάνω διαφορές στα αποτελέσµατα, όσον αφορά
την επίδραση του ποσοστού ανεργίας στο ύψος των προερχόµενων από το Βέλγιο και
τη Σουηδία εµβασµάτων σχετίζεται µε το γεγονός ότι οι µετανάστες νιώθουν
περισσότερο «ασφαλείς» στην Γερµανία είτε λόγω της εγγενούς δυναµικότητας της
γερµανικής οικονοµίας είτε λόγω των συµβάσεων ορισµένου χρόνου που είχαν
υπογράψει. Ενώ όσον αφορά τα επιτόκια και την συναλλαγµατική ισοτιµία, θεωρεί
πως οι διαφορές έγκεινται στην παρουσία ελληνικής χρηµατοπιστωτικής
διαµεσολάβησης στην Γερµανία ως αποτέλεσµα των πολυάριθµων Ελλήνων πράγµα
που δεν υπήρχε στο Βέλγιο και τη Σουηδία.

3
Τέλος ο καθηγητής Λιανός εξετάζει αν υπάρχουν διάφορα «οµαδικά
αποτελέσµατα» (cohort effects2), µε την έννοια ότι καθώς η περίοδος µετανάστευσης
επεκτείνεται για µεγάλο χρονικό διάστηµα και άρα άτοµα µε διαφορετικά
χαρακτηριστικά µεταναστεύουν, η συµπεριφορά τους ως προς την ροή των
εµβασµάτων διαφοροποιείται. Η απάντηση που δίνεται είναι θετική και µάλιστα
πραγµατοποιώντας διαδοχικές παλινδροµήσεις, καταλήγει ότι καθώς η διάρκεια της
µετανάστευσης αυξάνει, η ροπή προς την αποστολή εµβασµάτων (propensity to
remit) φθίνει.

2
βλ. Lianos, T.P., 1997, pp. 83

4
Ενότητα 2. Σχέση του άρθρου µε την ∆ιάρθρωση & τα Προβλήµατα
της Ελληνικής Οικονοµίας

Το 1949, καθώς ο εµφύλιος πόλεµος έφθανε στο τέλος του, η κατάσταση στην
Ελλάδα µετά από σχεδόν δέκα χρόνια συνεχών πολεµικών συγκρούσεων ήταν
αποκαρδιωτική. Περισσότεροι από ένα εκατοµµύριο ήταν οι νεκροί, εκτεταµένες
ήταν οι καταστροφές στις βασικές υποδοµές και το βασικό οδικό δίκτυο, ενώ η
κατάρρευση του νοµισµατικού και τραπεζικού συστήµατος σε συνδυασµό µε τον
υπερπληθωρισµό και την µαζική ανεργία έκαναν την κατάσταση εκρηκτική.
Η ελληνική οικονοµία όµως δεν κατέρρευσε, αφού πλέον οι µεγάλες δυνάµεις και
κυρίως οι Η.Π.Α ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα τόσο για την εδαφική ακεραιότητα όσο και
για την εσωτερική της σταθερότητα. “Η Ελλάδα, από σταυροδρόµι µεταξύ Ανατολής
και ∆ύσης, Μεσογείου και Βαλκανίων, την επαύριο του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου
βρέθηκε να αποτελεί ακραίο και γεωγραφικά αποκοµµένο «προπύργιο των δυτικών
αξιών»”3. Η αµερικανική βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ παρότι βοήθησε σηµαντικά
στην αντιµετώπιση της εξαιρετικά δύσκολης οικονοµικής κατάστασης (εισροή
δολαρίων, κάλυψη ελλείµµατος εξωτερικού ισοζυγίου, επαναλειτουργία
νοµισµατικού συστήµατος), δεν συνδυάστηκε µε µακρόπνοες πολιτικές
αναδιάρθρωσης της οικονοµίας, όπως είναι η δηµιουργία βιοµηχανικής υποδοµής και
εκσυγχρονισµό της δηµόσιας διοίκησης παρά µόνον µε βραχυχρόνιες νοµισµατικές
σταθεροποιητικές πολιτικές όπως η υποτίµηση κατά 50% της δραχµής σε σχέση µε το
δολάριο το 1953. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η οικονοµική κρίση κατέδειξε το
διαρθρωτικό αδιέξοδο του “µεγεθυµένου προπολεµικού µοντέλου”4 το οποίο
βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή.
Η µετανάστευση προς την ∆υτική Γερµανία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1960 οπότε
και υπογράφηκε ειδική διµερής σύµβαση. Βέβαια ο αριθµός των Ελλήνων
Gastarbeiter (φιλοξενούµενοι εργάτες) παρέµεινε σχετικά µικρός µέχρι και τις αρχές
του 1961. Η ανέγερση του τείχους του Βερολίνου τον Αύγουστο του 1961, η οποία
κατέστησε αδύνατη την µετανάστευση Ανατολικοευρωπαίων, έστρεψε την προσοχή
από µεριάς της ταχέως βιοµηχανικά αναπτυσσόµενης ∆υτικής Γερµανίας σε

3
Φραγκιάδης, Α., 2007, σελ.161
4
βλ. Φραγκιάδης, Α., 2007, σελ. 172

5
αναζήτηση ανειδίκευτου εργατικού δυναµικού από την φτωχή περιοχή της
Μεσογείου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε την ελληνική κρίση που
προαναφέρθηκε δηµιούργησαν ένα µεταναστευτικό ρεύµα δίχως προηγούµενο.
Το µεταναστευτικό «κύµα» που δηµιουργήθηκε τότε ήταν το µεγαλύτερο της
ελληνικής ιστορίας. Περισσότεροι από 1,000,000 Έλληνες, σχεδόν το 10% του
ελληνικού πληθυσµού, µετανάστευσε προς την ∆υτική Γερµανία την δωδεκαετία
1961-1973. Αν και πολλοί επέστρεφαν ύστερα από σύντοµο διάστηµα, ο ελληνικός
πληθυσµός στο απόγειό του το έτος 1975 ήταν 406,000, ενώ µέχρι το 1991
διακυµαίνονταν γύρω στους 300,000. Επίσης το υψηλότερο επίπεδο ροής
µεταναστευτικών εµβασµάτων πραγµατοποιήθηκε το έτος 1982 και αντιπροσώπευε
περισσότερο από 1% του ΑΕΠ ή ισοδύναµα $382 εκατ.5.
Αντιθέτως, το µέγεθος της µετανάστευσης προς το Βέλγιο και την Σουηδία ήταν
πολύ πιο περιορισµένο. Ήδη από την περίοδο 1954-55 αρκετοί Έλληνες
µετανάστευαν για το Βέλγιο όπου απασχολούνταν κυρίως ως ανθρακωρύχοι, ενώ
ύστερα από την επίσηµη συµφωνία Ελλάδας-Βελγίου το 1957 για αποστολή
εργατικού δυναµικού στα ορυχεία και τη βιοµηχανία ακόµα περισσότεροι Έλληνες
πήγαν στο Βέλγιο αναζητώντας εργασία εκεί. Σύµφωνα µε καταγεγραµµένα στοιχεία,
ο µέσος ετήσιος πληθυσµός των Ελλήνων µεταναστών του Βελγίου ήταν γύρω στις
20,000 ενώ η µέση ετήσια ροή εµβασµάτων προς την Ελλάδα ήταν $18
εκατοµµύρια6. Όσον αφορά τη ροή της µετανάστευσης προς την Σουηδία, αυτή έλαβε
χώρα κυρίως την δεκαετία του ’60 και προήλθε από συγκεκριµένους πληθυσµούς της
Μακεδονίας και της Ηπείρου ενώ δεν ήταν λίγοι και οι πολιτικοί πρόσφυγες που
κατέφυγαν στην µακρινή χώρα την περίοδο της δικτατορίας. Τα αντίστοιχα
αριθµητικά µεγέθη ήταν 9,600 για τον µέσο ετήσιο πληθυσµό των Ελλήνων
µεταναστών και $13 εκατ. το µέσο ετήσιο µέγεθος των εµβασµάτων.
Η κατά οµάδες φυγή εργατικού δυναµικού στο εξωτερικό, σε συνδυασµό µε την
εσωτερική µετανάστευση που συντελέστηκε εκείνη την περίοδο, παρότι οδήγησε
ολόκληρες περιοχές στην ερήµωση και την παρακµή (ιδίως νησιωτικές και
ηπειρωτικές), ταυτόχρονα οδήγησε σε µια τοµεακή αναδιάρθρωση της οικονοµίας. Ο
αγροτικός πληθυσµός µειώθηκε, ενώ καλλιέργειες µε χαµηλή οριακή αποδοτικότητα
εγκαταλείφτηκαν, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και τους µισθούς. Επιπρόσθετα
τα µεταναστευτικά εµβάσµατα έδωσαν µια ώθηση στο ισοζύγιο πληρωµών, ενώ

5
βλ. Lianos, T.P., 1997, pp. 78
6
βλ. Lianos, T.P., 1997, pp.78

6
παράλληλα διευκόλυναν τη χρηµατοδότηση των απαραίτητων επενδύσεων. Επίσης τα
µεταναστευτικά εµβάσµατα που έρρεαν πλέον στα αστικά κέντρα υπήρξαν καταλύτης
για την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων. Επιπλέον την εποχή 1961-1973 υπήρξε
σηµαντική πρόοδος της ελληνικής ναυτιλίας καθώς επίσης και του τουρισµού. ∆εν
είναι τυχαίο ότι η βιοµηχανία την περίοδο εκείνη υπερτριπλασίασε το προϊόν της,
οδηγώντας την ελληνική οικονοµία σε πορεία εκβιοµηχάνισης. Ενδεικτικά η συµβολή
της στο Α.Ε.Π από 25% το 1961 έφθασε στο 33% το 19737, ενώ τέλος οι ρυθµοί
ανάπτυξης υπήρξαν σχεδόν οι υψηλότεροι του κόσµου, γεγονός που απέδωσε τον όρο
«οικονοµικό θαύµα» στην ελληνική οικονοµία.
Καταλήγοντας αξίζει να αναφερθεί ότι το µεταναστευτικό ρεύµα προς την ∆υτική
Ευρώπη ανακόπηκε το 1973. Η διεθνής ύφεση που τροφοδοτήθηκε από την πρώτη
πετρελαϊκή κρίση (1973) και η οποία συνεχίστηκε και εντάθηκε από τη δεύτερη
(1979) σήµανε το τέλος της «χρυσής εποχής» και την αναζήτηση ενός νέου
αναπτυξιακού πλάνου.

7
βλ. Φραγκιάδης, Α., 2007, σελ. 185

7
Ενότητα 3. Κριτική Ανάλυση του Άρθρου

Όπως αναφέρθηκε και στην πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας, στο άρθρο
“Factors Determining Migrants Remittances” αρχικά επιχειρείται η κριτική της
θεώρησης ότι η µετανάστευση είναι προϊόν ενός άτυπου οικογενειακού συµβολαίου,
δηλαδή ότι η οικογένεια αποφασίζει για την κατανοµή του εργατικού δυναµικού.
Αυτή η προσέγγιση έχει κάνει την εµφάνισή της τα τελευταία 25 χρόνια µε κύριο
εκφραστή τον Oded Stark (New Economics of Migration). Όσες µελέτες έχουν
ακολουθήσει αυτήν την θεωρία για να διεξαγάγουν στατιστικούς ελέγχους συνήθως
αναφέρονται σε αφρικανικές χώρες (Lucas & Stark για την Botswana8 και Rempel,
Harris and Todaro για την Kenya9), όπου ο θεσµός της οικογένειας κατέχει πολύ
σηµαντική θέση στην κοινωνική ζωή και η αντίληψη περί άτυπου κοινωνικού
συµβολαίου µπορεί να υποτεθεί ρεαλιστική.
Αντίθετα ο γράφων φαίνεται να υιοθετεί την ιδέα των νεοκλασικών οικονοµολόγων
ότι “το βασικότερο οικονοµικό κίνητρο για τη µετανάστευση εργατών από τη µια
περιοχή στην άλλη είναι η διαφορά των µισθών”10. Γεγονός που επαληθεύεται από
την αθρόα εκροή Ελλήνων µεταναστών για την ∆υτική Ευρώπη την δεκαετία του ’60.
Έτσι «δικαιολογείται» και η υπόθεση ότι τα µεταναστευτικά εµβάσµατα είναι
αποτέλεσµα της µεγιστοποιητικής συµπεριφοράς ενός ορθολογικού ατόµου, που
λειτουργεί ελευθέρα περιοριζόµενος µονάχα από το περιβάλλον και τους στόχους
του, καθώς επίσης και από την αφοσίωση/δέσµευση στην οικογένειά του
(συναισθηµατικοί περιορισµοί, αγάπη).
Ο προσδιορισµός του υποδείγµατος ανταποκρίνεται στην παραπάνω θεωρία. Ενώ
σύµφωνα µε τον ορισµό των ερµηνευτικών µεταβλητών στο µέρος 1 της εργασίας το
υπόδειγµά µας θα έχει την εξής µορφή:

REM=β0+β1Υ+β2Υg+β3MP+β4ΙNF+β5UN+β6R+β7Rg+e
Όπου το e αντιπροσωπεύει όλους τους µη παρατηρήσιµους/τυχαίους ή µη
συστηµατικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα ύψος των µεταναστευτικών
εµβασµάτων.

8
βλ. Lianos, T.P., 1997, pp. 74
9
βλ Lianos, T.P., 1997, pp. 76
10
Λιανός, Θ. και Νταούλη-Ντεµούση, Α., 1998, σελ. 126

8
Τα αποτελέσµατα των παλινδροµήσεων για την Γερµανία φαίνονται παρακάτω
στον Πίνακα 1, ενώ για το Βέλγιο και τη Σουηδία στον Πίνακα 2.

Πίνακας 1.

Πηγή: Lianos, T.P., 1997, “Factors Determining Migrant Remittances: The case of Greece”

Πίνακας 2.

Πηγή: Lianos, T.P., 1997, “Factors Determining Migrant Remittances: The case of Greece”

9
Τα αποτελέσµατα από την Γερµανία σε επίπεδο στατιστικής σηµαντικότητας 5%
είναι τα εξής:
•Το εισόδηµα του µετανάστη είναι στατιστικά σηµαντικό και µε το αναµενόµενο
πρόσηµο, καθώς όσο µεγαλύτερο είναι το εισόδηµα τόσο περισσότερα εµβάσµατα
περιµένουµε να αποσταλούν.
•Το οικογενειακό εισόδηµα φαίνεται να µην έχει καµία επίπτωση στην ροή των
εµβασµάτων, για αυτό τον λόγο δεν περιλαµβάνεται στους παραπάνω πίνακες.
•Η συναλλαγµατική ισοτιµία, είναι στατιστικά σηµαντική ερµηνευτική µεταβλητή
και έχει αρνητικό πρόσηµο. ∆ηλαδή καθώς η συναλλαγµατική ισοτιµία αυξάνεται
(και άρα η δραχµή υποτιµάται) τα µεταναστευτικά εµβάσµατα µειώνονται αφού
πλέον χρειάζονται λιγότερα ξένα νοµίσµατα για τις ίδιες ανάγκες (ceteris paribus).
Αυτό το αποτέλεσµα µοιάζει απόλυτα συνεπές µε το γεγονός ότι από το 1975 έως και
το 1986 η δραχµή υπέστη συνεχείς υποτιµήσεις σε σχέση µε το δολάριο και εποµένως
και µε το γερµανικό µάρκο. Από την άλλη µεριά η θεωρία λέει ότι µε την υποτίµηση
τα ελληνικά προϊόντα γίνονται συγκριτικά φθηνότερα σε σχέση µε τα ξένα και άρα
προτιµότερα για αγορά. Αυτό θα είχε την τάση να αυξήσει τα µεταναστευτικά
εµβάσµατα. Όµως από το Πίνακα 1 διακρίνουµε ότι η ελαστικότητα των εµβασµάτων
ως προς την συναλλαγµατική ισοτιµία είναι ίση µε -1, γεγονός που αντανακλά, ότι οι
µετανάστες προσαρµόζουν τα εµβάσµατα που στέλνουν σε κάθε αλλαγή της
ισοτιµίας, έτσι ώστε η ίδια αξία σε δραχµές να στέλνεται πίσω. Άρα η υποτίµηση της
δραχµής δεν κάνει τα ελληνικά προϊόντα περισσότερο ελκυστικά!
•Ο ρυθµός πληθωρισµού στην Ελλάδα είναι στατιστικά σηµαντικός σε 2
παλινδροµήσεις ενώ στις άλλες δύο όχι. Βέβαια το πρόσηµο είναι θετικό,
αντανακλώντας ότι η µείωση στην πραγµατική αγοραστική δύναµη, κάνει τα
εµβάσµατα να αυξηθούν. Επίσης αξίζει να σηµειωθεί ότι η επίδραση του
πληθωρισµού στο ύψος των εµβασµάτων γίνεται και µέσω της πραγµατικής
συναλλαγµατικής ισοτιµίας (EX×p*⁄p).
•Τα ποσοστά ανεργίας στην Γερµανία φαίνεται να µην επηρεάζουν το µέγεθος των
µεταναστευτικών εµβασµάτων, ίσως λόγω των ειδικών συµβάσεων που υπογράφηκαν
µεταξύ Γερµανών εργοδοτών και Ελλήνων εργατών. Βέβαια από το 1973 η Γερµανία
πάγωσε µονόπλευρα όλες τις συµβάσεις πρόσληψης αλλοδαπών και άρα µια τέτοια
εξήγηση ίσως φαντάζει παραπλανητική.

10
•Τα επιτόκια στην Γερµανία και στην Ελλάδα έχουν συντελεστές µε διαφορετικά
πρόσηµα πράγµα που περιµέναµε. Ενώ µονάχα τα επιτόκια στην Ελλάδα µοιάζουν
ικανά να ερµηνεύσουν την «µεταβλητότητα» των εµβασµάτων. Το θετικό τους
πρόσηµο υποδηλώνει πώς υψηλά επιτόκια στην χώρα προέλευσης, κάνουν
αποδοτικότερες τις αποταµιεύσεις και άρα έχουν την τάση να αυξάνουν την
αποστολή εµβασµάτων.
•Ο αριθµός των µεταναστών είναι στατιστικά σηµαντική µεταβλητή και έχει το
αναµενόµενο πρόσηµο. Περισσότεροι µετανάστες συνεπάγονται περισσότερα
εµβάσµατα.
•Τέλος το R2 της παλινδρόµησης (συντελεστής προσδιορισµού), είναι ιδιαίτερα
υψηλό (0,89), που πρακτικά σηµαίνει ότι η συνολική µεταβλητότητα της
εξαρτηµένης µεταβλητής (ύψος εµβασµάτων) ερµηνεύεται σε ποσοστό 89% από τις
ανεξάρτητες µεταβλητές που χρησιµοποιήθηκαν.
Αντίστοιχη είναι η ερµηνεία των συντελεστών από τις παλινδροµήσεις για το
Βέλγιο και την Σουηδία. Οι στατιστικά σηµαντικές µεταβλητές είναι το εισόδηµα του
µετανάστη (µετρούµενο από το ωροµίσθιο), το ύψος της ανεργίας στις χώρες
προορισµού, γεγονός που αντανακλά την έλλειψη «ασφάλειας» στις αγορές των δύο
αυτών χωρών και εξαναγκάζει τους µετανάστες σε περιόδους υψηλής ανεργίας να
αποταµιεύουν περισσότερο και άρα να στέλνουν λιγότερα ποσά σε εµβάσµατα. Ο
αριθµός των µεταναστών εξακολουθεί να είναι στατιστικά σηµαντικός. Ακόµα, το R2
τόσο για το Βέλγιο όσο και για την Σουηδία δεν κρίνεται ικανοποιητικό (0,65 και
0,61 αντίστοιχα), δηλαδή ένα µεγάλο ποσοστό των µεταβολών της REM δεν µπορεί
να εξηγηθεί από το υπόδειγµα. Επίσης το χαµηλό R2 σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι
5 από τις 7 ερµηνευτικές µεταβλητές που χρησιµοποιήθηκαν (Yg Rg R INF EX)
κρίθηκαν στατιστικά ασήµαντες µας κάνει να πιστεύουµε ότι η εξειδίκευση του
µοντέλου δεν ήταν η καλύτερη δυνατή.
Καταλήγοντας κρίνεται επίσης σκόπιµο να αναφερθούµε στην διαπίστωση του
γράφοντος, περί ύπαρξης φθίνουσας ροπής προς αποστολή εµβασµάτων όσο η
περίοδος της µετανάστευσης επεκτείνεται. Αυτό το αποτέλεσµα µπορεί να ιδωθεί είτε
ως ένδειξη παγίωσης των µεταναστών στη χώρα προορισµού, είτε ως αποτέλεσµα
κάποιας «εγωιστικής» συµπεριφοράς από µεριάς τους. Με την έννοια, ότι η συνεχής
εισροή µεταναστών στις χώρες προορισµού δυνητικά προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις
στους ήδη υπάρχοντες µετανάστες και εποµένως οι τελευταίοι έχουν ισχυρό κίνητρο

11
να ανακόψουν το «εντεινόµενο µεταναστευτικό ρεύµα» αποστέλλοντας µεγαλύτερες
ποσότητες εµβασµάτων στις οικογένειες τους!

12
Βιβλιογραφία
Λιανός, Θ. και Νταούλη-Ντεµούση, Α., 1998, “Οικονοµική της Εργασίας”, Αθήνα:
Εκδόσεις Ευγ. Μπένου.

Lianos, T.P., 1997, “Factors Determining Migrant Remittances: The case of Greece”,
International Migration Review, Vol. 31, No. 1, pp. 72-87.

Φραγκιάδης, Α., 2007, “Ελληνική Οικονοµία: 19ος-20ος αιώνας”, Αθήνα: Εκδόσεις


Νεφέλη.

13

You might also like