You are on page 1of 15

Εργασία πάνω στην Μαθηματική Οντολογία

Εισαγωγή
Η προφανής ιδιότητα των όντων να είναι υποδεικνύει μια ουσία πέρα απο κάθε
προσδιορισμό, με τα όντα να είναι ουσιαστικά οι προσδιορισμοί της και μάλιστα αμοιβαίοι.
Δηλαδή ένα ον είναι η δύναμη αναγνώρισης της πληροφορίας των όντων σε καθεστώς σαφών
προσδιορισμών (κόσμο) όπως κληρονομείται απο την αντίστοιχη απόλυτη -μη δεσμευμένη απο
περιορισμούς- δύναμη της ουσίας. .
Θέμα:
Προκαταρκτικά
Με την εισαγωγή τέθηκε ο απαραίτητος φιλοσοφικός πυρήνας αυτής της εργασίας,
ο οποίος απαιτείται έχοντας υπόψιν πως τα μαθηματικά είναι η επιστήμη που ετοιμάζει την
φιλοσοφία για τεχνολογία. Αυτός ο ορισμός μπορεί να ακούγεται κάπως ξένος και ίσως τελικά
να δείχνει σε κάτι πολύ περισσότερο απο τα μαθηματικά που συνήθως αποκαλούνται: η
επιστήμη των αριθμών. Αλλωστε και η επιστήμη της πληροφορικής που ουσιαστικά έχει να
κάνει με την διαχείριση ενός συνόλου αντιπροσώπων των αριθμών 0 και 1 έχει αποκοπεί απο
την επιστήμη των μαθηματικών.
Η παραπάνω εισαγωγή είναι αρκετά στριφνή διότι είναι συμπυκνωμένη. Και επίσης
δίνει την ψευδαίσθηση της αυθεντικής πληροφορίας πέρα απο κάθε γλωσσολογικό πλαίσιο.
Κάτι τέτοιο βέβαια θα ισοδυναμούσε με την άποψη πως αυτός που τη εκφέρει είναι κάτοχος
της απόλυτης γνώσης. Ενώ, αντίθετα, και παρά το οτι ο άνθρωπος έχει την τάση να θεωρεί
στο ενδιάμεσο μεταξύ των γνωστικών επαναστάσεων του πως γνωρίζει πλεόν τα πάντα και
έχουν απομείνει ελάχιστα που δεν ξέρει βρίσκεται πάντοτε σχεδόν στο σκοτάδι σε σχέση με
αυτά που δεν ξέρει. Αυτή η στάση του εξηγείται ψυχολογικά απο το γεγονός πως ο άνθρωπος
ή τουλάχιστον κάποιοι άνθρωποι έχουν την τάση να αυτοανακηρύσσονται ιδιοκτήτες της
φύσεως,τουλάχιστον μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι τους,και επειδή δεν είναι στην ουσία απλώς
εμπορεύονται και διαφημίζουν στους συνανθρώπους τους την εικόνα του ιδιοκτήτη.
Αποσυμπιέζοντας την πυκνή αρχική εισαγωγή θα στηριχθώ στην άποψη πως ον
είναι ό,τι έχει νου, λόγο και δύναμη τα οποία θα πρέπει να ορίσω αυστηρά έχοντας υπόψιν την
πρόοδο στην μαθηματικοποίηση των γλωσσών και των μηχανισμών συμπερασματολογίας .
Συγκεκριμένα αν ένα σύνολο L θεωρηθεί το αλφάβητο μιας γλώσσας, το συνηθισμένο
αλφάβητο που όλοι γνωρίζουμε, τότε η γλώσσα θα θεωρείται το σύνολο L* των λέξεων που
μπορεί να κατασκευάσει κανείς απο αυτό το πεπερασμένο αλφάβητο. Στην ουσία εδώ έχουμε
τυποποίηση της κατασκευής της γλώσσας αφού δεν μας ενδιαφέρει η σημασία των λέξεων
αλλά η διαδικασία κατασκευής τους με την παράθεση γραμμάτων απο αριστερά προς τα δεξιά
και για πεπερασμένο αριθμό θέσεων.
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει η εξής διευκρίνηση: η χρήση του όρου λέξη δεν θα
ταυτίζεται ακριβώς με την συνήθη στην καθομιλουμένη διάκριση των λέξεων. Θεωρώ το
αλφάβητο της γλώσσας της γλώσσας του προτασιακού λογισμού της λογικής που είναι και το
απλούστερο:
L={ p1, p2, p3,........} U {not,and, or, =>, <=>}U{(,)}
Το επόμενο βήμα μετα την παρουσίαση του αλφαβήτου είναι η παρουσίαση των
κανόνων σχηματισμού λέξεων της γλώσσας L* που μας ενδιαφέρουν ως προς το νόημά τους.
Διότι και στην καθημερινή γλώσσα ενώ παράγονται πάμπολες σειρές γραμμάτων χωρίς νόημα,
όπως ας πούμε: χζζζδ μόνο ορισμένες απο αυτές τις τυπικώς λέξεις είναι λέξεις με νόημα
δηλαδή και λέξεις της καθομιλουμένης.Αυτό το σύνολο λέξεων με νόημα απο το παραπάνω
αλφάβητο θα το ονομάζουμε σύμπαν των νόμιμων προτάσεων (δεν ξεχωρίζουμε εδώ μέρη του
λόγου εκτός απο ολόκληρες προτάσεις) του προτασιακού λογισμού απο το αλφάβητό μας που
κατασκευάζονται όπως επιτάσσει η λογική και θα το συμβολίζουμε με το γράμμα U. Οι
κανόνες σχηματισμού των προτάσεων θα είναι οι εξής συνήθεις:
α) σύμβολα των απλών προτάσεων του αλφαβήτου p0, p1, ..... θα θεωρούνται προτάσεις.
β) αν f είναι μια πρόταση είτε απλή είτε σύνθετη που έχει προκύψει μέσα απο την
κατασκευαστική διαδικασία τότε και η not(f) θα θεωρείται πρόταση.
γ) αν f και g είναι προτάσεις είτε απλές είτε σύνθετες τότε και οι (f)and(g) , (f)or(g),
(f)=>(g) ,
(f)<=>(g) θα θεωρούνται προτάσεις. Ουσιαστικά η μαθηματική λογική έχει αποδείξει ότι
μόνοι τους ο σύνδεσμος or και ο τελεστής άρνησης not αρκούν για να εκφραστούν όλοι οι
άλλοι αλλά αναφέρω και τους υπόλοιπους για να διευκολύνω την διαίσθηση.Πάντως στους
αποδεικτικούς χειρισμούς θα περιοριστώ στα επαρκή σύνολα συνδέσμων και λογικών
τελεστών.
δ) οι προτάσεις μας είναι αυτές που προκύπτουν απο το L μόνο με αυτούς τους τρόπους.
Δηλαδή τι θα πει αυτό: πως αν κάτι ισχύει για τις απλές και μεταφέρεται με την σύνθεη που
εισάγεται με τους παραπάνω κανόνες ισχύει για όλες τις προτάσεις μας. Αυτό λέγεται
μαθηματική επαγωγή ή αλλοιώς τελεία επαγωγή διότι πηγαίνει μεν απο το μερικό στο γενικό
αλλά εξαντλεί κάθε περίπτωση και είναι έτσι η ισχύς των συμπερασμάτων διασφαλισμένη και
βέβαιη.
Το σύνολο U λοιπόν είναι η τομή κάθε συνόλου λέξεων του L* που ικανοποιεί
αυτούς τους κανόνες διότι είναι προφανές πως και το ίδιο το σύνολο L* τους ικανοποιεί χωρίς
ομως να περιέχει μονο προτάσεις. Αυτό το σύνολο που είναι το ελάχιστο έχει μονο προτάσεις
διότι αν δεν είχε και αφαιρούσαμε κάποια λέξη που δεν είναι πρόταση θα πηγαίναμε σε
μικρότερο απο το ελάχιστο στο οποίο ισχύουν οι κανόνες. Ισως για αυτούς που δεν γνωρίζουν
τι είναι η τομή συνόλων και έτσι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τον παραπάνω
συλλογισμό με τα ελάχιστα να πρέπει να πώ πως η η ένωση δύο συνόλων είναι το σύνολο που
έχει στοιχεία και τα στοιχεία του ενός και τα στοιχεία του άλλου ενώ η τομή δύο συνόλων
είναι το σύνολο που έχει ως στοιχεία μόνο τα κοινά στοιχεία. Ενωση μπορούμε να θεωρήσουμε
με οσαδήποτε σύνολα ομοίως και τομή. Στην θεωρία συνόλων μια πολύ χρήσιμη μαθηματική
κατασκευή που θυμίζει την κατασκευή της κενής λέξης είναι το κενό σύνολο.
Αν U είναι το σύμπαν των προτάσεων ή αλλοιώς το σύμπαν της νόησης, κόσμους
θα ονομάζουμε εκείνα τα σύνολα των προτάσεων που είναι συνεπείς (δεν περιέχουν
αντιφάσεις) και πλήρεις (δεν επιδέχονται προσθήκες) θεωρίες. Θεωρία στην λογική ειναι κάθε
σύνολο προτάσεων που γεννιέται ή όπως αλλοιώς λέμε 'κλείνεται' ως προς την απόδειξη
προτάσεων. απο ενα αρχικό σύνολο πυρήνα που γεννάει την θεωρία. Ισοδύναμα είναι κάθε
σύνολο που ό,τι αποδεικνύει το περιέχει.Στον προτασιακό λογισμό αποδεικνύεται το πολύ
βολικό πως κάθε συνεπής και πλήρης θεωρία είναι το σύνολο που παράγεται αν θεωρήσουμε
τις προτάσεις που επαληθεύονται απο μια αυθαίρετη εκτίμηση αλήθειας στις απλές
προτάσεις. Δηλαδή αν δώσουμε αυθαίρετα τιμές αλήθειας στις απλές προτάσεις θα πάρουμε
μια εκτίμηση αλήθειας απο την οποία μπορούμε να υπολογίσουμε την αλήθεια όλων των
προτάσεων έχοντας υπόψη τους αληθοπίνακες των συνδέσμων και του τελεστή αρνησης. Απο
όλες τις προτάσεις αυτές που αληθεύουν με μια τέτοια εκτίμηση συγκροτούν την θεωρία με
βάση την εκτίμηση. Οι αληθοπινακες των συνδέσμων και του τελεστή άρνησης είναι κατα την
μαθηματική λογική:
-η άρνηση αληθεύει ακριβώς οταν δεν αληθεύει η κατάφαση
-η σύζευξη, με το 'και' αληθεύει ακριβώς όταν αληθεύεουν και οι δύο συνιστώσες
-η διάζευξη με το 'ή΄αληθεύει ακριβώς οταν αληθεύει τουλάχιστον μια απο τις συνιστώσες
-η συνεπαγωγή αληθεύει ακριβώς οταν καθε φορα που η υπόθεση είναι αληθής είναι και το
συμπέρασμα
-και η διπλή συνπεπαγωγή ισοδυναμία αληθεύει ακρβώς οταν αληθεύουν ταυτόγχρονα οι
απλές συνεπαγωγές και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ετσι στον προτασιακό λογισμό η
παραγωγή συνόλων προτάσεων με βάση μια εκτίμηση ισοδυναμεί με την κατασκευή πλήρων
συνεπών θεωριών.
Κόσμος λοιπόν με λίγα λόγια είναι το μέγιστο μέρος του σύμπαντος νόησης που
επιδέχεται 'υλοποίηση' όπως αυτή εκφράζεται με την εφαρμογή εκτίμησης. Το σύνολο των
κόσμων θα ονομάζουμε διαμόρφωση V του σύμπαντος νόησης και εύκολα φαίνεται πως το
σύμπαν νόησης είναι η ένωση όλων των κόσμων και επιπλέον όλων των αντιφάσεων, δηλαδή
προτάσεων που κάτω απο οποιαδήποτε εκτίμηση καθίστανται ψευδείς. Εδώ θα πρέπει να
τονιστεί οτι ακόμα και η εκτίμηση που καθιστά όλες τις αρχικές προτάσεις ψευδείς παράγει
αληθείς προτάσεις. Παραδείγματος χάριν η διάζευξη μιας πρότασης με την άρνηση του
εαυτού της είναι πάντοτε αληθής και επομένως , ανήκει στην θεωρία απο αυτήν την εκτίμηση.
Μάλιστα αυτή η πρόταση είναι ενα παράδειγμα για το άλλο άκρο θεώρησης απο αυτό των
αντιφάσεων δηλαδή είναι μια πρόταση που με κάθε εκτίμηση καθίσταται αληθής. Τέτοιες
προτάσεις ονομάζονται ταυτολογίες και περιέχονται σε κάθε κόσμο. Μάλιστα η τομή όλων
των κόσμων είναι ακριβώς αυτές και στο εξής θα λέγονται πυρήνας T της διαμόρφωσης V. Το
σύνολο των αντιφάσεων για χάριν της πληρότητας θα συμβολίζεται με το γράμμα F. Κάτι
τελευταίο είναι πως συνεπές σύνολο στην λογική είναι αυτό που δεν ενέχει αντιφάσεις και το
οποία στα κλασσικά μαθηματικά τυπικά συστήματα αποδεικνύεται οτι ισοδυναμεί με το ότι
κατι ΔΕΝ αποδεικνύει τα πάντα. Απόδειξη είναι η παραγωγή προτάσεων απο αξιώματα, δηλαδή
προτάσεις που είναι αδιαμφισβήτητα αληθείς σε όλες τις υλοποιήσεις της θεωρίας
(αξιώματα) , και προτάσεις αφετηρίας που πιθανώς να αληθεύουν μονο σε συγκεκριμένες
υλοποιήσεις με στοιχειώδη βήματα που στο προτασιακό λογισμό περιορίζονται στον κλασσικό
κανόνα:
p=>q και p αποδεικνύει την q. Ενα πολύ σημαντικό συμπέρασμα στον προτασιακό λογισμό
είναι πως όταν σε ενα σύνολο για όλες τις εκτιμήσεις που το επαληθεύουν επαληθεύεται μια
πρόταση τότε κατασκευάζεται απόδειξη για αυτήν την πρόταση στο σύνολο. Αλλά και το
αντίστροφο που βεβαιώνει πως με αποδείξεις απο αληθείς προτάσεις παράγονται αληθείς
προτάσεις και λέει πως αν ένα σύνολο αποδεικνύει μια πρόταση , κατασκευάζεται δηλαδή
απόδειξη της προτάσεως απο τα στοιχεία του συνόλου, τότε για κάθε εκτίμηση που
επαληθεύει το σύνολο επαληθεύεται και η πρόταση. Το πρώτο μέρος λέγεται θεώρημα
πληρότητας γιατί μας λέει πως κατασκευάζεται απόδειξη για κάθε πρόταση που η αλήθειά
της προκύπτει απο την επαλήθευση ενός συνόλου υποθέσεων και το δεύτερο λέγεται για
προφανείς λόγους θεώρημα ορθότητας.
Θέμα:
Οντα
Τα υποκείμενα οταν χειρίζονται την γλώσσα σε επιίπεδο γραμματικής στην ουσία
χειρίζονται την κωδικοποίηση της γλώσσας σε συμβολικά αντικείμενα. Ο πραγματικός
χειρισμός της γλώσσας είναι στο επίπεδο της σημασίας του κώδικα ή τέλος πάντων μιας
κλάσης κωδίκων ισοδυνάμων ως προς την σημασία. Ενας τέτοιος κώδικας θα μπορούσε να
ειδωθεί οτι είναι και η παντελής απουσία κώδικα. Δηλαδή αυτή καθεαυτήν η θεώρηση των
σημασιών. Με αυτό το σκεπτικό η γλώσσα αντιπροσωπεύει την δυνατότητα των όντων να
αντιλαμβάνονται, επικοινωνούν και επιδρούν στον κόσμο τους (να ενεργοποιούνται σε αυτόν,
έτσι εννοώ την απόδοση της ιδιότητας της δυνάμεως στα όντα και όχι την ιδιότητα να
επιβάλλονται επάνω σε άλλα όντα όπως το λέει η σύγχρονη παραφιλολογία περι the force)
Στην ουσία αυτό το καθεστώς νόησης, λόγου και δύναμης είναι που χαρακτηρίζει την
οργάνωσή τους σε κόσμο όταν είναι μη αντιφατικό και η συνέπεια είναι η υποδομή της
εξασφάλισης της συνέχειας ακόμα και όταν τα σώματα μεταμορφώνονται όπως στην
περίπτωση των εντόμων. Συνειδησιακή είναι η συνέχεια γιατί! Βέβαια και η νόηση και η
δύναμη και ο λόγος των όντων αποσαφηνίζονται σε σαφή συστήματα χώρου και χρόνου των
σωμάτων τους , δηλαδή τους κόσμους ( σαφή ως μη αντιφατικά) με αντίκρυσμα την δόμηση ,
αλλοίωση και κίνηση των σωμάτων.
Η γλώσσα λοιπόν κινείται σε τρείς διαστάσεις και αναφέρεται σε όντα που
συγκροτούν αυτές τις διαστάσεις ως φυσικούς συντελεστές της. Η δε συνοχή και το ενιαίο
του κόσμου αφορά την συγκρότηση του σε ον. Η φιλοσοφική αυτή επεξηγηματική παρένθεση
παρεμβλήθηκε αφενός για να δικαιολογηθούν εννοιολογικά οι ονομασίες στους προηγούμενους
ορισμούς και αφετέρου για να προχωρήσω στο επόμενο:

Κεντρικός Ορισμός: Θεωρώ το σύνολο V ως προς κάποια γλώσσα καική κατόπιν ενα σύνολο B.
Τα στοιχεία του θα ονομάζονται όντα ακριβώς οταν υπάρχει μια πλήρης αμφιμονοσήμαντη
αντιστοίχηση απο το B στο V. Την αντιστοίχιση αυτή θα ονομάζω οντολογία που απορρέει απο
την γλώσσα.

Επειδή η αντιστοίχιση είναι αμφιμονοσήμαντη μπορεί να την δει κανείς και ανάποδα που θα
είναι ίσως και το φυσικότερο απο μία άποψη με την έννοια πως η γλώσσα υποδεικνύει τα όντα.
Προφανώς η ταυτοτική αντιστοιχία απο το V στο ίδιο το V είναι μια οντολογία την οποία θα
ονομάζω κανονική οντολογία. Αυτό δεν είναι άλλο παρα μια αυστηρή διατύπωση πως κάθε
κόσμος είναι όν ή αντιστοιχεί σε ον.
Θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στις αντιφάσεις και σε αντιφατικά σύνολα που δεν
επιδεικνύουν συνέπεια. Ας πούμε ενα σύνολο απο μια πρόταση και την άρνησή της ενω τυπικά
δεν περιέχει αντιφάσεις είναι αντιφατικό. Ετσι το σύνολο της ένωσης όλων των στοιχείων της
V, δηλαδή της διαμόρφωσης του σύμπαντος της νόησης ενώ δεν περιέχει καθόλου αντιφάσεις
είναι αντιφατικό. Αυτό σημαίνει οτι για να μιλήσει κανείς για σύνολο όντων απο την σκοπιά
κάποιου όντος κατα την παρούσα εργασία θα πρέπει να ξεπεράσει τον σκόπελο της
αντιφατικότητας. Μόνο έτσι ενα ον έχει πρόσβαση σε οντολογία. Αυτό οπωσδήποτε θα
συνεπάγεται περιορισμό της γενικότητας , του πεδίου δηλαδή , της αντίληψή τους.αφού το
σύμπαν νόησης με βάση γλώσσα είναι πάντοτε αντιφατικό αλλά ακόμα και η ένωση απλώς
δύο κόσμων είναι αντιφατικό σύνολο.
Πάμε να δούμε τώρα τις τομές των κόσμων. Ας θεωρήσουμε ενα κόσμο
αναφοράς.δηλαδή το όν στου οποίου την συνείδηση κινούμαστε με την προηγούμενη ορολογία.
Η τομή ενός οποιοδήποτε άλλου όντος, δηλαδή του κόσμου του άλλου του όντος,με τον κόσμο
αναφοράς είναι πάντα μη κενή διότι περιέχει όλες τις ταυτολογίες. Ισχύει όμως κατι πολύ
περισσότερο σχετικά με τις τομές των κόσμων με κόσμο αναφοράς. Τι τομές αυτές θα
ονομάσω σώματα των όντων στον κόσμο αναφοράς και εκείνο που ισχύει είναι πως υπάρχει
μια πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στα όντα και τα σώματά τους σε ενα κόσμο. Πράγματι
γνωρίζουμε πως κάθε ον τέμνει με τον κόσμο του τον κόσμο αναφοράς. Ας υποθέσουμε πως
δύο όντα τέμνουν τον κόσμο αναφοράς στο ίδιο σώμα. Αν μια απλή πρόταση f ανήκει στον
κόσμο του ενός όντος τότε αυτή μπορεί ή όχι να ανήκει στο σώμα . Αν ανήκει στο σώμα τότε
ανήκει και στον κόσμο του δεύτερου όντος. Αν δεν ανήκει στο σώμα τότε δεν ανήκει στον
κόσμο αναφοράς και λόγω τη πληρότητας η άρνησή της ανήκει στον κόσμο αναφοράς. Αν δεν
ανήκει στον κόσμο του δεύτερου όντος τότε και πάλι λόγω της πληρότητάς του η άρνησή της
ανήκει στον κόσμο του δεύτερου όντος άρα τελικά και στο σώμα στον κόσμο αναφοράς
πράγμα που αντιβαίνει προς την υπόθεση. Αρα τελικά η πρόταση ανήκει οπωσδήποτε στο
σώμα. Και τελικά ο κόσμος του πρώτου όντος περιέχεται στον κόσμο του δεύτερου όντος.
Επειδή ισχύει και το αντίστροφο οι δύο κόσμοι ταυτίζονται.
Αρα:
Βασικό θεώρημα: με βάση εναν κόσμο αναφοράς διαφορετικά όντα αντιστοιχούνται σε
διαφορετικά σώματα.
Εχουμε λοιπόν μια άλλη οντολογία να προκύπτει απο την αντιστοιχία των σωμάτων των
όντων της γλώσσας προς τους κόσμους της διαμόρφωσης του σύμπαντος νόησης και αυτή θα
λέγεται σχετική οντολογία.

Δεν ισχύει πως κάθε θεωρία που περιέχεται σε κάποιον κόσμο είναι το σώμα ενός
όντος. Και μπορεί εύκολα να κατασκευαστεί ενα τέτοιο παράδειγμα. Μπορεί όμως κάθε τέτοια
θεωρία να επεκταθεί με διαφορετικούς τρόπους στο κοσμικό σώμα ενός όντος αφού και ο
ίδιος ο κόσμος είναι μιά τέτοια επέκταση όπου το σώμα ενός όντος περιέχεται στο κοσμικό
σώμα. Επίσης κανένας κόσμος δεν περιέχεται σε άλλο κόσμο διότι τότε θα έπρεπε να περιέχει
ο τελευταίος μια ατομική πρόταση και την άρνησή της, αφού οι δύο κόσμοι διαφέρουν επάνω
στις εκτιμήσεις τους επι των ατομικών απλών προτάσεων. Απο την άλλη όμως όταν έχουμε
τα σώματα δύο όντων σε ενα κόσμο που δεν ταυτίζονται με τον κόσμο τότε μπορούμε να
βρούμε μια πρόταση του κόσμου που δεν ανήκει σε κανένα απο τα δύο όντα, απλά παίρνοντας
την σύζευξη δύο πιθανών προτάσεων του κόσμου αναφοράς που δεν ανήκουν στο ένα και στο
άλλο όν αντίστοιχα. Νοούνται τέτοιες διότι αν κάθε πρόταση του κόσμου αναφοράς ανήκε σε
ενα διαφορετικό όν τότε ο κόσμος αναφοράς θα ήταν υποσύνολο αυτού του όντος πράγμα που
ήδη δείχθηκε πως δεν μπορεί να συμβαίνει. Επίσης και μεταξύ δύο όντων των οποίων τα
σώματα θεωρούμε μπορούμε να βρούμε πρόταση που ανήκει στο ενα και δεν ανήκει στο άλλο
διότι αλλιώς το ενα όν θα περιέχεται στο άλλο, αλλά τότε για μια τέτοια πρόταση σημαίνει
πως η άρνησή της ανήκει στο άλλο.Αν πάρουμε τώρα την διάζευξη της πρότασης του κόσμου
αναφοράς με την πρόταση του πρώτου όντος και την άρνησή της που ανήκει στο δεύτερο
τότε οι δύο νέες προτάσεις ανήκουν στο σώμα του ενός όντος αλλά όχι του άλλου και
αντίστροφα. Πράγματι αν ανήκει η πρώτη απο τις νέες στο σώμα του δεύτερου όντος τότε θα
πρέπει να την επαληθεύει η εκτίμηση του δεύτερου όντος που επειδή επαληθεύει την άρνηση
της μιας συνιστώσας θα πρέπει να επαληθεύει την πρόταση του κόσμου αναφοράς που δεν
ανήκει σε κανένα απο τα δύο όντα. Αυτό μας λέει πως δεν νοούνται σώματα όντων που είναι
διαφορετικά απο τον κόσμο αναφοράς τέτοια που να περιέχει το ένα το άλλο. Αυτή η εξέλιξη
στην ροή των συμπερασμάτων μας ωθεί πέρα απο την διαίσθηση που τροφοδοτεί η
καθημερινή αντίληψη υπο την ισχύ της οποίας συνηθίζουμε να θεωρούμε σώματα που όχι μόνο
περιέχονται αλλά συγκροτούν και άλλα σώματα. Αυτό σημαίνει οτι η έννοια του σώματος που
εξετάζουμε εδώ είναι διαφορετική απο την έννοια του σώματος που τροφοδοτεί την αντίληψή
μας. Αυτή η απόκλιση θα πρέπει να εξεταστεί διότι αλλιώς μπορεί κανείς να πελαγοδρομεί σε
κατασκευές που δεν έχουν πρακτικό αντίκρυσμα. Νομίζω οτι το αποτέλεσμα προκύπτει επειδή
η έννοια του σώματος εδώ είναι κυρίως γλωσσική και όχι συνυφασμένη με χώρο αλλά θέλει
πιο αυστηρή παρουσίαση ώστε να είμαστε μαθηματικώς σίγουροι πράγμα που μπορεί να
σκάσει άνθρωπο! Ουφ! Πάντως μέσα απο αυτήν την εξέλιξη προκύπτει και ενα πλεονέκτημα
εξαιτίας του ότι μας δίνεται ενα κριτήριο καθορισμού του κόσμου αναφοράς.
Ενα τελευταίο ερώτημα που με απασχολεί προς το παρόν είναι το κατα πόσο δύο
όντα μπορεί να έχουν ίδια μεταξύ τους σώματα σε διαφορετικούς κόσμους. Ισως φυσιολογικά
προηγείται αυτού του ερωτήματος , διότι πιθανώς να διευκολύνει την απάντηση, η αναζήτηση
τρόπων παράστασης των σωμάτων των όντων σε ένα κόσμο. Πάντως θα το επιχειρήσω έστω
και πρώιμα. Εστω δύο κόσμοι αναφοράς και η τομή τους. Αν ενα ον λαμβανόμενο στο πρώτο
κόσμο έχει το ίδιο σώμα με συνολοθεωρητικούς απόλυτους όρους με το άλλο όν που
θεωρείται στον δεύτερο κόσμο τότε θα πρέπει το σώμα αυτό να βρίσκεται μεσα στην τομή
των δύο κόσμων. Επιπλέον η τομή των δύο όντων θα πρέπει να περιέχει το κοινό αυτό σώμα
αλλά αν το περιέχει γνήσια θα πρέπει να να μη τέμνει το επιπλέον μέρονς της την τομή των
δύο κόσμων. Επίσης επειδή δεν μπορεί τα δύο όντα να έχουν το ίδο σώμα στον ίδιο κνόσμο θα
πρέπει το καθένα απο αυτά στον άλλον κόσμο αν έχει επιπλέον στοιχεία σώματος. Αυτή η
διαμόρφωση εκ πρώτης όψεως δεν ακούγεται παράλογη.
Κάθε σύνθετη πρόταση στον προτασιακό λογισμό μπορεί να αντιμετωπιστεί ως το
ισοδύναμο μιας νέας πολύπλοκης συνδεσμολογίας με αντίστοιχο αληθοπίνακα όπου οι είσοδοι
μπορεί να είναι τόσες όσες και οι απλές προτάσεις που συμμετέχουν στην κατασκευή της. Αρα
ήδη απο τον προτασιακό λογισμό έχουμε ενα ενιαίο τρόπο παρουσίασης των προτάσεων στην
βάση των κατάλληλων διαζεύξεων καταλληλων συζεύξεων συνιστωσών προτάσεων ή των
αρνήσεών τους. Αυτό ισχύει για κάθε πρόταση που συγκροτείται στα πλαίσια του προτασιακού
λογισμού. Σε αυτές τι λεγόμενες κανονικές μορφές θα αναζητήσουμε την λογικά ισοδύναμη
μορφή μπορεί να έχουν οι προτάσεις του κόσμου που αντιστοιχεί σε κάποιο όν. Τέτοιες
προτάσεις οφείλουν να έχουν τουλάχιστον μια συνιστώσα σύζευξης στην διάζευξη όπου οι
συζευκτικές συνιστώσες, απλές προτάσεις ή αρνήσεις τους, ανήκουν στο όν, δηλαδή
υπαγορεύονται ως αληθείς απο την γενεσιουργό εκτίμηση αλήθειας.
Πράγματι κάθε τέτοια πρόταση άρα και οι λογικά ισοδύναμές της ανήκει στο όν. Αντίστροφα
αν μια πρόταση ανήκει στο ον τότε στην κανονική διαζευκτική μορφή της πρέπει τουλάχιστον
μια σύζευξη να αληθεύει ως προς την εκτίμηση που γεννά την θεωρία του όντος . Επομένως
θα πρέπει να υπαγορεύεται απο αυτήν την εκτίμηση.
Κατόπιν τούτου ποιά είναι η μορφή που μπορεί να έχουν οι προτάσεις που ανήκουν
στα σώματα των όντων; Νομίζω οτι απλώς διπλασιάζεται η παραπάνω απαίτηση, δηλαδή θα
πρέπει να έχουν στην κανονική διαζευκτική μορφή τους τουλάχισταν μια συνιστώσα σύζευξης
που να αληθεύει στην εκτίμηση του κόσμου αναφοράς και μια, όχι κατα ανάγκη διάφορη της
πρώτης που να αληθεύει στον κόσμο του όντος. Τώρα αναδύεται αμέσως και η πιθανή
απάντηση στο ερώτημα του κατα πόσο δύο όντα σε δύο διαφορετικούς κόσμους το καθένα
μπορούν να επιδεικνύουν σώματα που ταυτίζονται. Η απάντηση είναι πιθανώς όχι διότι
τετραπλασιάζονται οι απαιτήσεις. Αλλά θα πρέπει να ειδωθεί αυστηρά.
Το αυστηρά τυποποιημένο σκεπτικό στην ουσία διαχωρίζει μεταξύ όντων και
σωμάτων πάντα όμως στα πλαίσια γλώσσας καθιστώντας τα όντα μια εκδοχή της τελείωσης
μέσα στα πλαίσια της αδιαμόρφωτης- επειδή είναι αδύνατο να διαμορφωθεί με τα
συγκεκριμένα γλωσσικά μέσα- ουσίας. Δηλαδή ενώ τα σώματα ορίζονται μεσα απο τις
αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους εντός κόσμου η τάση προς εξάντληση του δυναμικού της
άπειρης ουσίας πέρα απο την όρια ενός κόσμου παράγει τον κόσμο του όντος που φαίνεται με
τα σώματά του στα πλαίσια διαφόρων κόσμων αναφοράς. Το όν με τον κόσμο του είναι κατα
ενα τροπο η απολυτοποίηση της σχετικότητας αμοιβαίου προσδιορισμού των όντων και είναι
το μέγιστο της θεώρησης της εξέλιξης εντός των πλαισίων μιας γλώσσας. Το αξιοσημείωτο
με αυτήν την τυπική θεώρηση είναι πως υπαγορεύει πως η τελείωση του όντος είναι μοναχική
διότι απαντάται μονο στον κόσμο του υπο μια έννοια. Παρόλα αυτά ο κόσμος αυτός
αναφέρεται στα υπόλοιπα όντα δια των σωμάτων τους και είναι οντολογικώς πλήρης.
Το ότι δεν είναι αναγκαστικά όλες οι θεωρίες που μπορεί να απαντηθούν μέσα σε
ένα κόσμο σώματα όντων μπορεί να φανεί πολύ εύκολα απο το γεγονός του ότι το σύνολο των
ταυτολογιών αποτελεί απο μόνο του μια θεωρία. Διότι για κάθε εκτίμηση αλήθειας του
συνόλου αυτού, δηλαδή για όλες τις εκτιμήσεις αλήθειας που μπορεί να καταστρωθούν, οι
προτάσεις που επαληθεύονται είναι οι ταυτολογίες οι οποίες και εξ ορισμού είναι στοιχεία του
συνόλου. Αρα ο,τι αποδεικνύεται είναι μέσα στο σύνολο. Κανένα όμως σώμα όντων δεν
περιέχει μόνο τις ταυτολογίες. Και αυτό μπορεί να το δείξει κανείς ως εξής: ας πάρει μια
απλή, αρχική πρόταση που η γενεσιουργός εκτίμηση του κόσμου την διαψεύδει αλλά η
γενεσιουργός εκτίμηση του όντος την επαληθεύει. Αν δεν υφίσταται τέτοια το ον είναι ο
κόσμος και προφανώς δεν περιέχει μόνο τις ταυτολογίες. Ας είναι p αυτή. Αμέσως-αμέσως
γνωρίζουμε οτι ούτε αυτή ούτε η άρνησή της βρίσκονται στο σώμα του όντος. Αν δεν υπάρχει
δεύτερη απλή πρόταση που να μην ανήκει στο ον τότε έχουμε μαζί με τις ταυτολογίες και
όλες τις υπόλοιπες απλές προτάσεις στο σώμα του όντος. Αν τώρα υπάρχει και είναι η q τότε
η άρνησή της ανήκει στο ον και αν θεωρήσουμε την διάζευξη της p με την άρνηση της q τότε
βλέπουμε πως αυτή ανήκει στο σώμα και όμως δεν είναι ταυτολογία. Το αντίκρυσμα του
συμπεράσματος πως κάθε θεωρία δεν είναι αναγκαστικά σώμα όντος δεν θα πρέπει να είναι
ξένο προς την κοινή αντίληψη αφού στην παρούσα θεώρηση το σώμα του όντος εξαντλεί τις
δυνατότητες του όντος στο κόσμο ενώ τα σώματα που αντιλαμβανόμαστε καθημερινά
συνήθως είναι κάποια στιγμιότυπα απο την γέννηση μέχρι τον θάνατο κάποιου όντος. Δηλαδή
μονο μέρος απο το τι μπορεί να ειπωθεί για το ον που απο μόνο του και με βάση τις μερικές
προυποθέσεις μπορεί να συγκροτήσει κάποια θεωρία.
Ας πάρουμε τώρα όλα τα σώματα όντων τα οποία μπορεί να περιέχουν μια τυχούσα
θεωρία στον κόσμο αναφοράς. Εννοείται τουλάχιστον ενα τέτοιο , το σώμα του κόσμου
αναφοράς. Και μετά ας πάρουμε την τομή τους. Η τομή θεωριών είναι θεωρία, διότι κάθε
πρόταση που αποδεικνύει αποδεικνύεται και απο όλες τις θεωρίες που την συγκροτούν και
τελικά ανήκει σε αυτές και επομένως στην τομή. Αναρωτιέμαι ποιά είναι η σχέση της θεωρίας
αυτής που στην ουσία αντιπροσωπεύει μέρος το οποίο μοιράζονται σώματα διαφόρων όντων
προς την τυχούσα θεωρία εστίασης. Προφανώς η τυχούσα θεωρία αφού περιέχεται σε κάθε
σώμα που συγκροτεί την τομή περιέχεται και στην τομή. Ταυτίζεται όμως με την τομή; Αν
υποτεθεί οτι όχι τότε μπορούμε να βρούμε μια πρόταση που ανήκει στην τομή αλλά δεν ανήκει
στην τυχούσα θεωρία , πράγμα που με την σειρά του σημαίνει πως δεν μπορούμε να βρούμε
ένα ον το οποίο να περιέχει μεν την τυχούσα θεωρία αλλά όχι αυτήν την πρόταση. Αν αυτή η
πρόταση είναι ταυτολογία τότε αποδεικνύεται απο την τυχούσα θεωρία και ανήκει σε αυτήν.
Αν δεν είναι ταυτολογία τότε εννοείται κάποια εκτίμηση αλήθειας στην οποία αυτήν δεν
αληθεύει. Αν λοιπόν υποθέσουμε οτι σε όλες τις εκτιμήσεις της τυχούας θεωρίας αυτή
αληθεύει τότε αυτή αποδεικνύεται απο την τυχούσα θεωρία και ανήκει σε αυτήν. Αρα σε
κάποια απο τις εκτιμήσεις που επαληθεύεται η τυχούσα θεωρία η πρόταση αυτή διαψεύδεται.
Αυτό όμως δεν είναι άλλο απο το να έχουμε βρεί ον το οποίο να περιέχει την τυχούσα θεωρία
αλλά όχι την πρόταση. Αυτό είναι άτοπο. Αρα τελικά η τυχούσα θεωρία είναι η τομή όλων των
σωμάτων των όντων που την περιέχουν. Αυτό ως αντίκρυσμα στην καθημερινή αντίληψη έχει
το γεγονός πως στιγμιότυπο της πληροφορίας γύρω απο ενα σώμα δεν αρκεί για να καθορίσει
επακριβώς για το ποιό σώμα μιλάμε.Και οι θεωρίες που αντιστοιχούν σε σώματα όντων είναι
μέγιστες διότι αν μπορούν να επεκταθούν σε μέγιστη αυτή θα είναι η τομή κάποιων όντων που
αναγκαστικά θα είναι είτε το κοσμικό σώμα είτε καποιο γνήσιο υποσύνολο που θα πρέπει να
αποτελεί την τομή του κόσμου και του όντος δηλαδή αυτή που επεκτάθηκε.
Είναι φανερό πως εφόσον τα σώματα των όντων περιέχουν όλες τις ταυτολογίες
δεν είναι δυνατή μια διαμέριση του κόσμου αναφοράς που επιτυγχάνεται με μη
αλληλεπικαλυπτόμενα σώματα των όντων. Και αυτό είναι κάτι το οποίο αντιβαίνει στην κοινή
αντίληψη περι σωμάτων αλλά η απόκλιση εδώ συνδέεται με τον γλωσσικό χαρακτήρα της
έννοιας του σώματος. Είναι σκόπιμο να δει κανείς ορισμένες κατηγορίες όντων οι οποίες
μπορεί με τις ιδιότητές τους να διαφωτίσουν ακόμα περισσότερο αυτήν την ανάλυση. Πάντως
γλωσσικά απο ό,τι φαίνεται τα όντα είναι ισοδύναμα μεταξύ τους στο βαθμό που είναι
ισοδύναμη μια πρόταση με την άρνησή της και δεν έχουμε λόγο για να πιστέψουμε το αντίθετο
τουλάχιστον σε επίπεδο κωδικοποίησης. Στην διάσταση της πραγματικότητας η κατάφαση
συνδέεται συνήθως με συγκεκριμενοποίηση ενώ η άρνηση σε αφαίρεση . Οι
συγκεκριμενοποιήσεις και οι αφαιρέσεις έχουν νόημα μέσα σε κοσμικές υλοποιήσεις.
Στην πορεία αυτή μπορεί κανείς να παρατηρήσει είδη όντων με βάση την διάψευση
ή την επαλήθευση των απλών προτάσεων. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι ακραίες
περιπτώσεις όπου διαψεύδονται όλες οι απλές προτάσεις ή επαληθεύονται όλες αντίστοιχα και
επίσης μια δεύτερη κατηγορία είναι εκείνη των όντων για τα οποία μόνο μία απο τις απλές
προτάσεις επαληθεύεται απο την γενεσιουργό τους εκτίμηση. και εκείνη στην οποία μονο μία
απο τις απλές προτάσεις διαψεύδεται. Αυτή η τελευταία επισήμανση μας οδηγεί και προς την
κατεύθυνση της μελέτης όντων που ως προς τις απλές προτάσεις ή τις αρνήσεις που
περιέχουν διαφέρουν λίγο. Αυτό το λίγο είναι θεμα υποκειμενικής επιλογής αλλά όταν μιλάμε
για άπειρα μεγέθη οι μαθηματικοί έχουν συνήθως πρόχειρη την απολύτως ορθή επιλογή
ορισμού του οτι λίγο είναι ο,τι είναι πεπερασμένο. Μέσα στο άπειρο το πεπερασμένο
φυσιολογικά φαντάζει ποιοτικά λίγο. Καλή επιλογή μόνο μη την δει κανείς σε χρηματικά ποσά
και δεν χορταίνει με τίποτα!
Νομίζω , ότι ύστερα απο τα παραπάνω και το ότι η γλώσσα καταρτίζεται με βάση
τα δεδομένα του κόσμου αναφοράς η επιλογή το όντος που περιέχει όλες τις απλές προτάσεις
αποτελεί την εξωμαθηματική υπόδειξη για τον κόσμο ο οποίος παράγει την γλώσσα. Στο
πλαίσιο όμως της παρούσης θα δώσω στο ον αυτό το όνομα του τελείως συγκεκριμένου,
βαδίζοντας με συνέπεια προς το προηγούμενο σκεπτικό. Οπότε το ον το οποίο περιέχει μόνο
τις αρνήσεις των απλών προτάσεων θα είναι το τελείως αφηρημένο ον. Αντίστοιχα τώρα θα
προκύπτουν οι ονομασίες των σχεδόν συγκεκριμένων και των σχεδόν αφηρημένων όντων όταν
μόνο πεπερασμένου πλήθους αρνήσεις απλών προτάσεων περιέχονται ή μόνο πεπερασμένου
πλήθους απλές προτάσεις. Επίσης απο τα σχεδόν αφηρημένα όντα εκείνα τα οποία έχουν μόνο
μια απλή πρόταση μέσα στον κόσμο τους θα τα ονομάσω στοιχειώδη ωθούμενος απο την
ανάγκη να αποδοθεί με κάποιο τρόπο η καθημερινή αίσθηση της σύνθεσης σωμάτων απο
απλούστερα. Αντιστοιχα όντα τα οποία έχουν μονο μια άρνηση απλής πρότασης θα λέγονται
αντιστοιχειώδη.
Αν θέλει κανείς να διαπιστώσει τις διαφορές όντων που διαφέρουν λίγο ως προς
τις γενεσιουργές εκτιμήσεις θα πρέπει να δεί πρώτα τις συνέπειες της διαφοράς κατα μια
απλή πρόταση. Γενικώς θα πρέπει να ορίσουμε πως τα όντα που διαφέρουν λίγο ή αλλιώς τα
όντα που είναι σχεδόν ίδια είναι τα όντα τα οποία είναι σχεδόν ίδια ως προς τις γενεσιουργές
εκτιμήσεις. Τι συμβαίνει λοιπόν με τα όντα που διαφέρουν ως προς μία απλή πρόταση; Είναι
φανερό οτι αν αφαιρεθεί αυτή η απλή πρόταση και η άρνησή της το υπόλοιπο που αποτελεί τον
πυρήνα των απλών προτάσεων και των αρνήσεων που περιέχουν ταυτίζεται και επομένως
γεννάει την ίδια θεωρία. Για να έχει κανείς μια πιο συμπαγή εικόνα των προτάσεων που
περιέχονται σε κάποιο όν θα πρέπει να διακρίνει τις κλάσεις λογικής ισοδυναμίας τους έτσι
ώστε να μη παραδέρνει με αντιπροσώπους αυτών των κλάσεων. Υπάρχει όμως και η άλλη
προσέγγιση που αφορά την αποδεικτική διαδικασία και η οποία μπορεί να επιστρατευτεί στο
συγκεκριμένο ζήτημα. Αν ενας αντιπρόσωπος κλάσης περιέχεται σε ένα ον φυσικά και
περιέχεται όλη η κλάση των λογικά ισοδύναμων προτάσεων κατα τις επιταγές της
μαθηματικής λογικής. Εχουμε ήδη δείξει - τουλάχιστον σκιαγραφήσει την απόδειξη διότι το
τεχνοκρατικό στοιχείο της υλοποίησης της βασικής ιδέας είναι η αγγαρειοδουλειά- πως οι
προτάσεις που ανήκουν στον κόσμο κάποιου όντος είναι ισοδύναμες με συγκεκριμένες
προτάσεις κανονικής διαζευκτικής μορφής με συνιστώσες απλές προτάσεις ή τις αρνήσεις
τους. Σε αυτές τις προτάσεις μπορεί να γίνει απλώς μια αλλαγή εκεί όπου απαντάται η απλή
πρόταση με την άρνησή της και αντίστροφα για να πάρουμε τελικά τις προτάσεις , ως
κλάσεις ισοδυναμίας, του ενός και του άλλου όντος. Ο ισχυρισμός αυτός διασταυρώνεται και
στην διάσταση της μελέτης με αποδείξεις που αφορά πλεόν αντιπροσώπους των κλάσεων
ισοδυναμίας. Δηλαδή αν έχουμε μια απόδειξη απο τις προτάσεις του κόσμου ενός όντος για
μια πρόταση η οποία τελικά περιέχει την απλή πρόταση ή την άρνησή της -αναλόγως με το
ποιό απο τα δύο όντα εξετάζουμε- τότε μπορεί να κατασκευαστεί μια απόδειξη αλλάζοντας
στις υποθέσεις τις απόδειξης όπου εμφανίζεται μέσα στις προτάσεις την απλή πρόταση με την
άρνησή της ή αντίστροφα για την πρόταση που παίρνουμε αν αλλάξουμε και εκεί την απλή
πρόταση με την άρνησή της ή αντίστροφα. Αυτό γιατί οι αποδείξεις είναι τυπικά σχήματα της
γλώσσας βασισμένα όμως στην σημασία που εξυπηρετεί η κατάστρωση του αποδεικτικού
μηχανισμού. Αυτό το έχει δείξει η λογική με επαγωγή στο μήκος της απόδειξης και στην βάση
και του ότι αντίστοιχες αλλαγές στα αξιώματα δίνουν αξιώματα. Τέλος πάντων μη μείνουμε
πολύ στην λογική και χάσουμε το ενδιαφέρον για τα όντα. Αυτό μπορεί να γίνει και αντιληπτό
αν αλλάξουμε απλώς ονόματα στα σύμβολα των απλών προτάσεων και όπως συμβολίζουμε
την υπο μελέτη απλή πρόταση συμβολίσουμε την άρνησή της και όπως συμβολίζουμε την
άρνησή της συμβολίσουμε αυτήν, οπότε βλέπουμε ουσιαστικά που συντελούνται οι αλλαγές
στην δια Αυτό είναι άτοπο γιατί τοτε η θεωρία αυτή θα ταυτιζότανε με το σώμα του υπο
εξέταση όντος. νομές των προτάσεων και για τους δύο κόσμους, μιας και απο την άποψη του
κώδικα καμμιά πρόταση δεν βρίσκεται σε κατώτερη ή σε ανώτερη βαθμίδα αναπαράστασης
πληροφορίας απο την άρνησή της. Είναι δηλαδή γλωσσικά ισοδύναμες (όχι φυσικά λογικά
ισοδύναμες αφού αληθεύουν εναλλάξ).
Αρα τελικά τι επιτύχαμε μέχρι τώρα; Αφενός καθορίσαμε το θεωρητικό μέρος
ταύτισης των δύο όντων και αφετέρου βρήκαμε ενα τρόπο μετασχηματισμού εκεί που
διαφέρουν ώστε να μεταπίπτουμε απο το ένα στο άλλο. Επιπλέον εντοπίσαμε και το πώς
εμφανίζονται οι διαφορές στους αντιπροσώπους κλάσεων λογικής ισοδυναμίας με κανονική
διαζευκτική μορφή. Νομίζω οτι μπορεί κανείς να πει πως αν δεν υφίσταται κάποιο λάθος που
θα δείξει η τεχνοκρατική κατάστρωση των αποδείξεων των ισχυρισμών και που η διαίσθηση
δεν έχει κατορθώσει να εντοπίσει το θέμα σε αυτό του το σκέλος ολοκληρώθηκε επιτυχώς.
Είναι φανερό οτι στα σχεδόν ίδια όντα επειδή ακριβώς οι διαφορές εντοπίζονται σε
πεπερασμένου πλήθους απλές προτάσεις το παραπάνω κριτήριο επιτυχίας ισχύει μιας και
μπορούμε να αξιοποιήσουμε σε πεπερασμένο αριθμό βημάτων τα συμπεράσματα της διαφοράς
σε μια μόνο απλή πρόταση. Οχι μόνον αυτό. Μπορεί να γίνει και άμεση εφαρμογή της
παραπάνω ανάλυσης απλά με την υπόθεση πως έχουμε περισσότερες απο μια απλές προτάσεις
να διαφέρουν ως προς την εκτίμηση.

Θέμα:
Σχέσεις των όντων
Λίγο-πολύ σκιαγραφήθηκε η δομή των όντων τόσο στην κοσμική τους διάσταση
όσο και στην σωματική συμμετοχή τους σε κόσμο αναφοράς άλλου όντος. Κάποια απο τα
συμπεράσματα δεν διατυπώθηκαν με αυστηρό μαθηματικό τρόπο διότι ανάμεσα στα άλλα δεν
επιδιώκω να τα χρησιμοποιήσω περαιτέρω. Πάντως αν συμβεί να χρειαστεί κάτι τέτοιο
-αχρείαστο να'ναι- τότε είναι ευνόητο πως χρειάζεται η αυστηρή μαθηματική τους καθιέρωση.
Απο μια άποψη η σχέση των όντων με τον κόσμο στον οποίο συμμετέχουν με τα
σώματά τους εμπίπτει στην κατηγορία των σχέσεων μεταξύ τους. Αλλά στο προηγούμενο
κεφάλαιο η έμφαση δεν δίνεται στην διάσταση της σχέσης. Ενα σημαντικό συμπέρασμα απο τα
προηγούμενα είναι πως τα όντα μοιράζονται ακριβώς αυτό που ονομάζει η λογική
ταυτολογίες, δηλαδή προτάσεις που αληθεύουν σε κάθε εκτίμηση. Αυτό συμβαδίζει με τον
χαρακτήρα της αντικειμενικότητας που θα πρέπει να έχει η πληροφορία που μοιράζονται όλα
τα όντα.
Στην εισαγωγή ειπώθηκε πως θα πρέπει, προς χάριν της πληρότητας της
μαθηματικής προσέγγισης του θέματος να διατυπωθεί αυστηρά μαθηματικά η άποψη πως τα
όντα δεν είναι τίποτε άλλο παρα κέντρα νόησης λόγου και δυνάμεως (κέντρα που
αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους, το μεταδίδουν με τον λόγο και το αλλάζουν στον βαθμό
που ολοκληρώνουν αυτήν την τριπλή λειτουργία). Βέβαια, λίγο αργότερα και εφόσον είχε
εισαχθεί ως οικοδομικό εργαλείο ο προτασιακός λογισμός έγινε μια προσπάθεια να αποπεμφθεί
αυτή η υποχρέωση πίσω απο την οχύρωση πως ενέχονται αυτές οι τρεις λειτουργίες μεσα στις
προτάσεις της γλώσσας που μελετούμε χωρίς όμως και να διακρίνονται εξαιτίας της
αδρομερούς θέασης που παρέχει σε αυτές ο προτασιακός λογισμός.
Τέλος πάντων η σχέση των όντων υπαγορεύεται όπως είναι φυσικό απο την τομή
τους και εντός του κόσμου αναφοράς απο την τομή των σωμάτων τους. Οπως τονίσθηκε η
τομή θεωριών είναι θεωρία. Αρα η σχέση των όντων ουσιαστικά περιγράφεται απο την κοινή
θεωρία που ενέχει και την διάσταση της νόησης και του λόγου και της δυνάμεως χωρίς όμως
να παρέχεται και η διάκρισή της στο επίπεδο ανάλυσης του προτασιακού λογισμού.
Θα πρέπει να διευκρινίσω και κάτι άλλο που ίσως αποκαλύψει μονοπάτι προς την
λύση αυτού του θέματος των σχέσεων των όντων. Βασικά σε ένα κόσμο δεν υπάρχει τίποτα
άλλο εκτός απο την πληροφορία όντων. Ουσιαστικά δηλαδή απο όντα. Τα δεν χαρακτηριστικά
της νόησης , του λόγου και της δυνάμεως αφορούν μεν την πληροφορία ως άμεσο αντικείμενο
αλλά όχι μεμονωμένη παρα στο πλαίσιο όντων. Δηλαδή, εννοούμε ότι ενα όν νοεί επειδή
εννοούμε ότι τα άλλα όντα αφενός μεταδίδουν την πληροφορία και μεταβάλλουν το υπόβαθρο
της αντίληψης του όντος που δεν είναι παρα πληροφορία για το ον. Ουσιαστικά δηλαδή το
αντικείμενο είναι η πληροφορία και ό,τι νοείται είναι ακριβώς ό,τι λέγεται και επίσης ακριβώς
ό,τι επιτελείται. Με αυτό το πρίσμα , δηλαδή στην διάσταση της πληροφορίας, η νόηση, ο
λόγος και η δύναμη είναι ισοδύναμες λειτουργίες. Και εξαρτώνται απλώς ως προς την
διαφοροποίησή τους απο το ποιό ον είναι το κέντρο των λειτουργιών αυτών. Διότι το
στιγμιότυπο του νου ενός όντος μπορεί να είναι ο λόγος άλλου και η δύναμη τρίτου. Ειδικά
όταν η πληροφορία θεωρείται κωδικοποιημένη σε μέσο και όχι βαθείας υποστάσεως τότε
διακρίνεται η δύναμη απο τον λόγο περισσότερο. Τα πράγματα είναι και νοούνται όπως είναι ή
λέγονται όπως είναι αλλά και γίνονται (δηλαδή μπορούν να αλλάξουν) τόσο στο επίπεδο της
νόησης αλλά και του λόγου. Ενα όν σχετιζόμενο με τα άλλα όπως δέχεται την πληροφορία
τους ετσι εκπέμπει και δική του πληροφορία η οποία πραγματώνεται τόσο στο ον πηγή οσο και
στο όν αποδέκτη ώστε να υπάρχει συνείδηση απο τον δέκτη του πομπού και του ορίου. Δεν
πραγματώνεται μεσα στον δέκτη ο πομπός. Οταν η πληροφορία είναι κωδικοποιημένη σε
γλώσσα δηλαδή ανεξάρτητη απο την φύση του μέσου που την μεταφέρει και όχι βαθείας
υποστάσεως και πάλι δια του λόγου αναμένει κανείς την πραγμάτωση που υποστηρίζει
συντελεί η δύναμη αλλά αυτή η πραγμάτωση διαφέρει απο την πραγμάτωση βαθείας
υποστάσεως. Επίσης, σύμφωνα με τα παραπάνω για να εξεταστεί η έννοια της δυνάμεως που
θεμελιώνεται στην μεταβολή θα πρέπει να εισαχθεί με κάποιο τρόπο η έννοια του χρόνου,
πράγμα που ομολογουμένως , με τα παρόντα εργαλεία φαίνεται αρκετά δύσκολο για να μη
πούμε απο την αρχή αδύνατο.
Αυτό σημαίνει πως το θέμα της δυνάμεως προς το παρόν αφήνεται ως υπαινιγμός
που γίνεται σαφής μονο αν ξέρουμε τι λενε οι προτάσεις της γλώσσας. Ομως το θεμα του
λόγου και της νόησης επάνω στην κοινή θεωρία μπορεί να επιλυθεί αναλόγως με το ποιό όν
θεωρείται ο πομπός και ποιό ο αποδέκτης της πληροφορίας. Βέβαια αυτή η επίλυση δεν δίνει
την ακριβή εικόνα ροής της πληροφορίας, πράγμα που θα προυπέθετε την έννοια της
δυνάμεως και του συνακολουθούντος χρόνου αλλά αποτελεί την στατική και επομένως τελική
εικόνα.Πάντως προς το παρόν και με αφετηρία την παρούσα θεμελίωση μαθηματικά μπορούν
να γίνουν μονο σε αυτό το επίπεδο. Και φυσικά δεν περιμένει κανείς να εξάγαγει
συμπεράσματα παρα μονο στο επίπεδο αρχών.
Αν δοθεί μια οποιαδήποτε θεωρία σε ενα κόσμο αναφοράς -πάντα βρισκόμαστε σε
κόσμο αναφοράς για να εξασφαλίζεται η συνέπεια της θεώρησης υπο μελέτη- μπορούμε να
εννοήσουμε το σύνολο των όντων που μοιράζονται αυτήν την θεωρία. Αυτά θα αποτελούν
αυτό που ονομάζω όμιλο με βάση την θεωρία. Αρα για κάθε θεωρία εντός του κόσμου
προκύπτει ενας όμιλος όντων γύρω απο αυτήν.
Θα ήθελα να εξερευνήσω το εξής: Οι τομές των όντων μεταξύ τους εντός του
κόσμου αναφοράς είναι μοναδικές; Δηλαδή εννούνται θεωρίες των οποίων ο όμιλος είναι μόνο
τρία όντα αν συνυπολογιστεί και το κοσμικό; Διότι τα σώματα τον όντων εχει αποδειχθεί ήδη
οτι αντιστοιχούν σε όμιλο δύο όντων. Το ερώτημα υπο μια έννοια αφορά την γενίκευση του
παραπάνω. Εστω λοιπόν δύο μη κοσμικά όντα και η τομή των σωμάτων τους, η οποία ποτέ δεν
είναι κατα τα προηγούμενα το κενό σύνολο αφού περιέχει τουλάχιστον τις ταυτολογίες.Επίσης
η τομή αυτή δεν ταυτίζεται ποτέ με κανένα απο τα σώματά τους διότι αφενός τα σώματα των
όντων είναι μοναδικά και αφετέρου σώματα μη κοσμικών όντων δεν περιέχονται το ένα στο
άλλο. Ας υποθέσουμε το γενικότερο πως και η τομή των σωμάτων δύο άλλων όντων είναι η
ίδια. Το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η τομή κάποιου απο αυτά, του μη κοσμικού , με
τα πρώτα δύο αφενός περιέχεται στην θεωρία τομής και αφετέρου την περιέχει. Αρα είναι η
θεωρία τομής. Ας υποθέσουμε οτι p είναι πρόταση που περιέχεται στο σώμα τους ενός απο
αυτά (αρα και στον κόσμο αναφοράς) και όχι στο τρίτο ον. Αντίστοιχα ας είναι q κάποια που
περιέχεται στο δεύτερο σώμα και οχι στο τρίτο ον. Τοτε η διάζευξη των p και q περιέχεται
στην τομή των σωμάτων τους αλλά οπωσδήποτε όχι στο τρίτο όν και επομένως ούτε στην
τριπλή τομή. Μπορούμε να θεωρήσουμε απλή προταση που να περιέχεται στο ενα σώμα και όχι
στο άλλο διότι τα σώματα των όντων είναι μοναδικά. Ομως θα πρέπει να δείξουμε οτι η
πρόταση αυτή δεν περιέχεται όχι απλώς στο σώμα αλλα σε όλο το άλλο ον. Αν συνέβαινε κατι
τέτοιο, επειδή είναι πρόταση του σώματος του πρώτου όντος , αρα κοσμική πρόταση θα
περιεχότανε στο σώμα του άλλου όντος πράγμα που εξασφαλίζει το άτοπο αυτής της
υπόθεσης. Αρα:
Οι τομές των σωμάτων ανα δύο των όντων είναι μοναδικές.

Είναι λογικό τέτοιες θεωρίες να θέλει να τις ξεχωρίσει κανείς δίνοντάς τους ενα ιδιαίτερο
όνομα. Θα τις ονομάσω αμφικειμενικές θεωρίες. Αρα μπορούμε σε κάθε δύο όντα να
αντιστοιχίσουμε μια αφμικειμενική θεωρία εντος του κόσμου αναφοράς που είναι διαφορετική
για κάθε διαφορετική δυάδα και επομένως οι αφμικεμενικές θεωρίες είναι τόσες όσες οι
δυάδες των όντων. Η μαθηματική σχέση που παριστάνει τις δυάδες των όντων είναι
εκφυλισμένη στο καρτεσιανό γινόμενο των συνόλων τους και θα λέγεται αντίστοιχα
αμφικειμενική.
Μπορεί να δειχθεί πως καθώς προστίθενται όντα οι τομές των σωμάτων
μειώνονται γνήσια εως του σημείου της θεωρίας ταυτολογίων που αντιστοιχεί ακριβώς στην
τομή όλων των όντων; Με την παρούσα κατάστρωση όχι. Απλώς αναφέρω για τους μη
μαθηματικούς οτι το πλήθος των όντων με την παρούσα κατάστρωση είναι μεγαλύτερο απο
το πλήθος των προτάσεων και έτσι δεν μπορεί να εννοηθεί καποια αμφιμονοσήμαντη
αντιστοιχία ομίλων και τομών αφού αυτός είναι ο μαθηματικός ορισμός της ισοπληθίας
συνόλων: να μπορεί να εννοηθεί μια ενα προς ενα αντιστοιχία απο όλα τα στοιχεία του ενός σε
όλα τα στοιχεία του άλλου. Αν θεωρούσαμε όμως πεπερασμένο αλφάβητο τότε θα ίσχυε αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής δεν εμφανίζονται, σε γενικές γραμμές παρα
τετριμμένα μαθηματικά αντικείμενα. Αυτό μπορεί να είναι δείκτης αποτυχίας της
συγκεκριμένης εκλογής μαθηματικής μοντελοποίησης , αλλά μιας και την ξεκίνησα θα την
προχωρήσω μέχρι να βεβαιωθώ. Ειδικά με τα θέματα της σχέσης των όντων φαίνεται οτι το
μοντέλο απαιτεί μεγαλύτερη λεπτότητα. Πάντως και σε αυτήν την απλοποιημένη μορφή
μπορούν ίσως να πιστοποιηθούν ορισμένες οντολογικές αρχές ώστε αργότερα με την
μεγαλύτερη πολυπλοκότητα να μην αναλίσκεται κανείς σε επίπεδο αρχών. Να εξηγήσω λίγο
παραπάνω το θέμα των τετριμμένων αντικειμένων: αν προσπαθήσει να αναπαραστήσει κανείς
μαθηματικά την αμφικειμενική θεωρία ανάμεσα σε δύο όντα στα πλαίσια της νόησης και του
λόγου αρκεί ενα διατεταγμένο ζεύγος όντων. Αυτό όμως είναι ενα εργαλείο που έχει
τετριμμένη μαθηματική υφή και δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αξιόλογα οντολογικά
συμπεράσματα. Αν προσπαθήσει να μαθηματικοποίηση των λόγο ή την νόηση οποιασδήποτε
ομάδας, συνόλου, όντων τότε του αρκεί μια απλή μαθηματική συνάρτηση που δεν είναι παρα
το σύνολο των διατεταγμένων ζευγαριών με πρώτα στοιχεία τα όντα που εκπέμπουν
πληροφορία. Και αυτή είναι τετριμμένο μαθηματικό αντικείμενο και δεν πρόκειται να δώσει
ιδιαίτερα συμπεράσματα οντολογικής υφής.
Τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν την λειτουργία του λόγου ή την αντίστοιχη
της νόησης είναι αφενός το ον πομπός, αφετέρου το όν δέκτης και τέλος η θεωρία που
μοιράζεται ο πομπός με τον δέκτη. Δηλαδή μια τριάδα. Επειδή η νόηση διακρίνεται απο τον
λόγο στο παρόν επίπεδο ανάλυσης μονο κατα την θεώρηση του όντος που εκπέμπει είναι
φανερό πως η για κάθε τριάδα λόγου εννοείται και εκείνη με αντιμετ Αυτό είναι άτοπο γιατί
τοτε η θεωρία αυτή θα ταυτιζότανε με το σώμα του υπο εξέταση όντος. άθεση τον όντων που
καθιστά την θεωρία νοούμενη για το πρώτο ον. Είναι αυτό μια αρχή τετριμμένης αποδεικτικής
αξίας που καθιερώνει τυπικά την ισοδυναμία νόησης και λόγου.
Στο εξής την τριάδα που αποδίδει τον λόγο των όντων θα καθιερώσω να την
γράφω με τα δύο όντα στις ακραίες θέσεις και την θεωρία στο κέντρο. Αυτή η τριάδα
αποτελεί εν Αυτό είναι άτοπο γιατί τοτε η θεωρία αυτή θα ταυτιζότανε με το σώμα του υπο
εξέταση όντος. α γεγονός στο οποίο μπορεί να ανατεθεί με βάση την προηγούμενο σκεπτικό
της παρούσης εργασίας τιμή αλήθειας ή ψεύδους. Αναλόγως με τα όντα και την θεωρία που
διαπραγματευόμαστε αναφορικά με τον μεταξύ τους λόγο ή ισοδύναμα την μεταξύ τους
νόηση. Η τριάδα δηλαδή μπορεί να χαρακτηριστεί αληθές γεγονός ακριβώς όταν η υπο
εξέταση θεωρία περιέχεται στην τομή των σωμάτων τους. Διότι παντα εννούμε κόσμο
αναφοράς ως το πλαίσιο των λειτουργιών αυτών. Αρα μπορεί να κατασκευαστεί με βάση όλες
τις δυνατές αυτές τριάδες μια συνάρτηση η οποία δίνει την κατανομή αλήθειας αυτών των
γεγονότων και η οποία θα ονομάζεται κατανομή λόγου στον κόσμο αναφοράς. Χμ, κάτι μη
τετριμμένο σε επίπεδο αρχής της τυπικής μας γλώσσας αρχίζει να αχνοφαίνεται! Στην ουσία
πάμε σε μια παράγωγη γλώσσα που πλέον περιγράφει τον λόγο των όντων με βάση την αρχική
γλώσσα μελέτης. Πρόκειται για αξιόλογη 'εργολαβία' και το καλό είναι πως δεν εξαρτιέται
απο δημοπράτες, ασε μέρες που'ναι κιόλας!
Το καινούριο με μια τέτοια υποθετική γλώσσα είναι πως περιλαμβάνει στα μέρη
του λόγου της τα όντα. Βέβαια τα συστατικά της φαίνονται να είναι υπεράριθμα σε σχέση με
τις αρχικές μας προθέσεις ως προς την υιοθεσία τεχνικών κατασκευής γλωσσών. Επίσης θα
πρέπει να διευκρινήσω πως στο παρόν επίπεδο οι θεωρίες είναι ουσιαστικά υποθεωρίες του
κόσμου αναφοράς. Δηλαδή θεωρίες που περιέχονται στην θεωρία αναφοράς. Τα όντα
προέρχονται απο τον ορισμό της οντολογίας. Για κάθε όν εντός του κόσμου αναφοράς
μπορούμε να συγκεντρώσουμε όλες τις τριάδες που το αφορούν ως εκπομπό λόγου. Πάντως οι
θεωρίες που εννοούνται να είναι το αντικείμενο του λόγου ή της νόησης μεταξύ των όντων θα
πρέπει να μην είναι αντιφατικές (ουσιαστικά η μία αντιφατική θεωρία) και αφετέρου να μην
αντιφάσκουν η μία προς την άλλη έτσι ώστε να μπορούν να ολοκληρωθούν στα πλαίσια
κάποιου κόσμου. Για αυτόν τον λόγο οι θεωρίες πρέπει να είναι παρμένες μέσα απο κάποιον
κόσμο, και εν προκειμένω απο τον κόσμο αναφοράς. Ακολουθώντας τις συνέπειες αυτού του
συλλογισμού βλέπουμε ότι οι τριάδες που θεωρήσαμε πιο πάνω παίρνουν είναι συμβιβαστές ως
προς τις θεωρίες τους μόνο μέσα σε κόσμο απο όπου αντλούν και την επαλήθευση ή διάψευσή
τους ως γεγονότα, αφού επαληθεύονται ακριβώς εάν η θεωρία του μέσου της τριάδας
περιέχεται στην τομή των όντων της τριάδας. Επειδή δεχόμαστε κατα ανάγκη πως οι θεωρίες
των τριάδων προέρχονται απο τον ίδιο κόσμο η συνθήκη αυτή επαλήθευσης του γεγονότος
της τριάδος μεταβάλλεται στην ισοδύναμη της πως η κοσμική θεωρία θα πρέπει να περιέχεται
στην τομή των σωμάτων των όντων στον κόσμο αναφοράς.
Το παραπάνω έχει μια σημαντική συνέπεια αναφορικά με την θεώρησή μας. Οσο
υπεράριθμη και να είναι η καινούρια γλώσσα σε απλές προτάσεις-γεγονότα, οι φυσικά
προεκτεινόμενες εκτιμήσεις αλήθειας των γεγονότων αυτών απο τα δεδομένα της αρχικής
υπο μελέτη γλώσσας στην οποία εννοήσαμε τον κόσμο αναφοράς είναι μόνο αυτές που
υπαγορεύονται απο τους κόσμους που υποστηρίζει η αρχική γλώσσα. Η καινούργια γλώσσα
μπορεί να δώσει ευρύτερη οντολογία αλλά η φυσική προέκταση της διαμόρφωσης της αρχικής
γλώσσας ως διαμόρφωση της καινούριας είναι μόνον εκείνη που βασίζεται στις εκτιμήσεις
που προέρχονται απο τα δεδομένων των κόσμων της πρώτης. Μάλιστα κάθε κόσμος της
πρώτης δίνει την δική του μοναδική κατανομή λόγου σε αυτόν αναφορικά με τα απλά
γεγονότα τις καινούριας γλώσσας. Ο ισχυρισμός οτι η κατανομή είναι μοναδική προέρχεται
απο το ότι το φάσμα των θεωριών που μπορεί να θεωρηθεί στον κάθε κόσμο είναι μοναδικό.
Οχι επειδή έχουμε τις ίδιες θεωρίες και τελικά τριάδες με διαφορετικές εκτιμήσεις αλήθειας
κάθε φορά. Παντως θα πρέπει να παρατηρηθεί πως αν μια θεωρία ανήκει σε δύο
διαφορετικούς κόσμους τότε στην περίπτωση που περιέχεται στην τομή των όντων στον ένα
κόσμο θα περιέχεται και στην τομή των όντων στον άλλο κόσμο και αντίστροφα. Αρα η
εκτίμηση αλήθειας για το γεγονός είναι συνεπής ανάμεσα σε κόσμους. Επειδή κάθε συνεπής
θεωρία μπορεί να επεκταθεί σε μία πλήρη συνεπή, δηλαδή περιέχεται σε κόσμο μπορούμε να
θεωρήσουμε τις τριάδες με κάθε πιθανή θεωρία στον σύμπαν νόησης U πλήν της μοναδικής
αντιφατικής και να λάβουμε μια ευρύτερη γλώσσα πού όμως ο λόγος του ίδου όντος προς όλες
τις κατευθύνσεις θα μπορεί να είναι αντιφατικός. Η αντιφατική θεωρία που είναι όλο το U δεν
περιέχεται σε κανένα ον αρα και σε καμμιά τομή και επομένως δεν αποτελεί τον λόγο κανενός
όντος. Παρόλα αυτά θεωρίες που είναι αυτές καθεατές συνεπείς αλλά μεταξύ τους
αντιφάσκουν μπορεί να ανήκουν στον λόγο των όντων όταν απελευθερωθούμε απο το κοσμικό
πλαίσιο.
Στην πρώτη περίπτωση που είμαστε περιορισμένοι σε κόσμο μπορούμε να βρούμε
μια φυσική αντιστοίχιση των όντων της αρχικής υπο μελέτη γλώσσας προς την παράγωγη
γλώσσα υπο μελέτη αφού οι δύο κόσμοι του ίδιου όντος στις αντίστοιχες γλώσσες μπορούν να
θεωρηθούν πως είναι αυτοί που ο ο ενας στην αρχική γλώσσας καθορίζει την προσδιοριστική
εκτίμηση αλήθειας του άλλου στην παράγωγη γλώσσα. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να
περάσουμε απο μια γλώσσα που στην σύνταξή της δεν αναλύει τις προτάσεις της σε μέρη του
λόγου που να αφορούν όντα ενώ η δεύτερη εισάγει τα όντα μέσα στην γλώσσα. Η μετάβαση
μάλιστα είναι απο κάθε άποψη αποδεκτή γιατί αυτό το οποίο νοεί κάποιο όν εντός του
σημασιολογικού φορτίου κάποιας πρότασης της αρχικής γλώσσας και εννοείται απλώς οτι το
εννοεί τώρα εκφράζεται ρητώς και μάλιστα είναι το ίδιο πράγμα.Δηλαδή εκφράζεται στην
γλώσσα πως εννοεί τι εννοεί. Δεν πορεί να εννοεί στην καινούρια γλώσσα πως εννοεί κάτι που
δεν εννοεί στην παλιά. Είτε πως κάποιο αλλο ον εννοεί κάτι που δεν εννοεί στην παλιά. Εδώ αν
θέλουμε να είμαστε λεπτολόγοι τίθεται ενα ζήτημα. Η αντιστοιχία δεν σημαίνει ταύτιση των
όντων στις δύο γλώσσες παρα μονο αν ισχύει πως εάν κάποιο εννοεί μια θεωρία εννοεί πως
την εννοεί. Βέβαια αν εννοεί πως την εννοεί τότε και την εννοεί. Αλλά το αντίστροφο είναι
τυπικώς ανοικτό ζήτημα. Ομως η νόηση ορίστηκε να είναι θεμελιώδης διάσταση στην
συγκρότηση των όντων μαζί με τον λόγο και την δύναμη και όχι αντικείμενο μελέτης. Αρα
οταν ενα ον εννοεί μια θεωρία εννοεί πως την εννοεί. Διότι και η νόηση είναι αμοιβαία και
οπότε στα πλαίσια της νοήσεως περιλαμβάνεται τόσο το όν που αποστέλλει όσο και εκείνο που
αντιλαμβάνεται την πληροφορία.
Νομίζω οτι με τα παραπάνω ο απλός λόγος απέκτησε οχι τόσο την κουραστική
μαθηματική σχολαστικότητα (εργάτες βαρέων ανθυγειινών !) αλλά την φιλοσοφική διαστροφή
της ασάφειας.Τέλος πάντων κάπου αυτά τα δύο πρέπει να μετριάζονται όταν συναντιόνται,
και αυτό είναι ενας ακόμα λόγος να συναντιόνται αλλά μονο στα πλαίσια αφιλοκερδών μη
κυβερνητικών οργανώσεων! χεχε!
Μετα την χαριτωμένη, πιστεύω, παρένθεση, ερχόμαστε στην δεύτερη περίπτωση
της γλώσσας τριάδων με θεωρίες συνεπείς απο όλο το φάσμα των της διαμόρφωσης της
αρχικής γλώσσας. Εδώ δεν έχουμε καποιο τρόπο να αντιστοιχίσουμε φυσικά , και να
ταυτίσουμε όπως επεξηγήθηκε αμέσως προηγουμένως τα όντα τις αρχικής γλώσσας με όντα
κάποια όντα της παράγωγης. Μην ξεχνάμε πως ο κανόνας που παρουσιάστηκε προηγουμένως
και αναφέρει πως ότι νοεί εννοεί οτι νοεί, εδώ αναγκαστικά οδηγεί σε διάσταση ανάμεσα στα
όντα της πρώτης γλώσσας και αυτά της τροποποιημένης δεύτερης.
Η άποψή μου είναι πως φιλοσοφικά οι ονειρικοί θύλακες δεν θα πρέπει να
στηρίζονται σε αντιφατικές θεωρήσεις αλλά σε υποκειμενικές θεωρήσεις. Τα όνειρα δεν είναι
αντιφατική πραγματικότητα αλλά αβαθής πραγματικότητα που μπορεί απολύτως σύμφωνα
προς αυτό το πνεύμα συλλογισμών να παρομοιασθεί με την εικόνα ενος αντικείμενου επανω σε
κάποιο σε κάποιο φέρον αντικείμενο που δεν εξαρτάται απο την φύση του φέροντος
αντικειμένου. Για να μην αποτελούν πυρήνες αντιφάσεως λοιπόν θα πρέπει να έχουν επιπόλαιο
βάθος υποστάσεως και επομένως να είναι αόριστοι απο εκεί και πέρα επιδεχόμενοι την φύση
διαφόρων φορέων.
Αρα και απο αυτήν την πλευρά υποστηρίζεται η εντός ενός κοσμικού πλαισίου
εκδοχή της γλώσσας των τριάδων.
Μετά απο μια δεύτερη σκέψη ακόμα και η παραπάνω εκδοχή έχει το εξής αδύνατο
σημείο. Είναι άλλο πράγμα να θεωρήσουμε το ίδιο το όν ως αρχικό σε όλες τις τριάδες που το
αφορούν με βάση όλες τις θεωρίες ενός κόσμου και άλλο να θεωρήσουμε και τριάδες με όντα
που δεν το αφορούν. Ολα τα προηγούμενα κυρίως θεμελιώνουν την άποψη πως κάποιο ον
εννοεί αυτό που εννοεί. Αλλά το να διατεινόμαστε πως το ον εννοεί και ό,τι εννοούν άλλα
όντα είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Αρα θα πρέπει κανείς να θεωρήσει για κάθε ον μόνο
τις τριάδες επάνω στις κοσμικές θεωρίες που το αφορούν. Τουλάχιστον καταρχήν.
Τώρα επειδή αν ενα ον εννοεί οτι εννοεί τότε αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται
ωστε να εννοεί πως εννοεί οτι εννοεί . Επίσης αν ενα ον εννοεί κάτι ως λόγο άλλου και το ίδιο
το κάτι ως λόγο τρίτου τότε εννοώντας και τα αντίστοιχα όντα θα εννοεί πως το ενα εννοεί
το κάτι ως λόγο του άλλου και αντίστροφα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να προστεθούν και
οι τριάδες που αφορούν άλλα όντα πανω σε θεωρίες που περιέχονται στο σώμα του αρχικού
όντος.Αρα θα πρέπει η διορθωμένη γλώσσα τριάδων να επεκταθεί και σε άλλα όντα πανω στις
θεωρίες που περιέχονται στο σώμα του αρχικού. Ναι αλλά κάθε ον τέμνει το σώμα του
θεωρούμενου όντος. Δηλαδη θα πρέπει να υποτεθεί τελικά οτι εντός του κόσμου το
θεωρούμενο όν έχει την γνώση κάθε όντος. Βέβαια οι τομές των σωμάτων των όντων ανα δύο
είναι μοναδικές απο τα προηγούμενα αλλά αυτό δεν σημαίνει πως το ον εντός του κόσμου έχει
επίγνωση των όντων. Αν όμως οι τομές των σωμάτων των υπολοίπων όντων με το σώμα του
εν λόγω όντος είναι οι μέγιστες πλην όχι ταυτιζόμενες με το σώμα του θεωρίες τοτε
μπορούμε να πούμε οτι θεμελιώνεται η επίγνωση των όντων. . Κάθε τέτοιο μέγιστο
αντιστοιχεί σε τομή όντος διότι αν δεν αντιστοιχεί δεν περιέχεται στην τομή του υπο εξέταση
σώματος όντος με κανένα αλλο σώμα όντος. Αυτό είναι άτοπο γιατί τοτε η θεωρία αυτή θα
ταυτιζότανε με το σώμα του υπο εξέταση όντος αφού κάθε θεωρία ειναι τομή των όντων που
την περιέχουν μέσα στον κόσμο. Υπάρχουν όμως τέτοιες μέγιστες θεωρίες; Θεωρούμε όλες
αυτές που περιέχονται στο υπο εξέταση σώμα του όντος και δεν ταυτίζονται με αυτό. Κατόπιν
θεωρούμε μια αλυσίδα τέτοιων θεωριών που η μια να περιέχεται στην άλλη. Η ένωσή τους
είναι θεωρία που δεν ταυτίζεται με το σώμα του υπο εξέταση όντως προφανέστατα. Αρα η
αλυσίδα αυτή είναι φραγμένη. Και με βάση τα αξιώματα της συνολοθεωρίας αυτό μας οδηγεί
στο συμπέρασμα πως κάθε γνήσια υποθεωρία μπορεί να επεκταθεί σε μια μέγιστη. Το τελικό
ερώτημα που εξασφαλίζει την επίγνωση όντων είναι: Καθε τομή σώματος όντος με το σώμα
του όντος υπο εξέταση είναι μέγιστο τέτοιο στοιχείο; Ας υποθέσουμε οτι δεν είναι. Τότε
επεκτείνεται σε μέγιστο. Αρα ούτε το ένα ούτε το άλλο, το αντιστοιχούν στο μέγιστο, είναι
κοσμικά όντα και τελικά δεν μπορεί να περιέχεται η τομή του σώματος του ενός με το υπο
εξέταση στην τομή του σώματος του άλλου με το υπο εξέταση. Αν το υπο εξέταση είναι το
κοσμικό τα πράγματα γίνονται απλούστερα.
Ενα τελευταίο ερώτημα είναι προς το παρόν το αν τα όντα των οποίων έχει
επίγνωση το υποεξέταση μπορούν να αντισοιχηθούν με τα όντα των οποίων έχει επίγνωση
κάποιο άλλο υπο εξέταση οταν και τα δύο δεν είναι κοσμικά. Αν δεν συμβαίνει αυτό δεν
μπορούμε να περάσουμε με κανένα τρόπο στην γλώσσα με τις τριάδες για κάθε θεωρία του
κόσμου αναφοράς. Αν συμβαίνει απλώς δεν υφίσταται αυτό το εμπόδιο. Απο τα παραπάνω
παρεμπιπτόντως προέκυψε το συμπέρασμα πως τα σώματα των μη κοσμικών οντων είναι οι
μέγιστες θεωρίες εντός του κόσμου αναφοράς που δεν ταυτίζονται με αυτόν. Η αλήθεια είναι
πως η επίγνωση όντων αν εξασφαλίζει και την επίγνωση της αντιστοίχισης τότε αντιβαίνει
προς την κοινή και αδιαμφισβήτητη πεποίθηση που έχουμε όλοι μας πως υπάρχουν όντα περι
των οποίων δεν γνωρίζουμε. Απο την άλλη ακόμα και αν δεν ισχύει αυτό προκύπτει η ισχύς
μιας αξιόλογης αρχής που λέει οτι εντός κόσμου κάθε όν έχει τον ιδιαίτερό του αντίκτυπο στο
σώμα ενός όντος. Αυτό είναι πιο πιστευτό απο το πρώτο αν τελικά είναι. Ομως η επίγνωση
των μη κοσμικών όντων για τα υπόλοιπα περιορίζεται στα σώματά τους. Και έτσι δεν μπορεί
να εκ των πραγμάτων να γίνει αντιστοίχιση και αρθεί απροσδιοριστία αυτού του είδους αν δεν
μετατεθεί η αντίληψη στο κοσμικό σώμα.
Εκείνο που απομακρύνει απο την καθημερινή αντίληψη πιστεύω πως είναι ενα
λάθος που διέπραξα και το οποίο οφείλεται στο ότι ως άνθρωπος παρα τις φανφάρες δεν
μπορώ να πιστέψω πως θα πεθάνω, την ασάφεια της ώρας του θανάτου την ερμηνεύω ως
απειρία (έλλειψη πέρατος και όχι έλλειψη γνώσης περί) διάρκειας ζωής. Δεν μπορεί εύκολα να
συνειδητοποιήσει κανείς οτι στα ανθρώπινα πράγματα ο αριθμός των προτάσεων απο την
γέννηση ως τον θάνατο είναι πεπερασμένος. Δηλαδή όλων των προτάσεων αλλά μπορούμε να
το δούμε αυτό και στις προτάσεις που τροφοδοτούν την λογική μηχανή απο την αρχή , δηλαδή
τις απλές προτάσεις που παράγουν τις θεωρίες. Ως εκ τούτου αν η αρχική μας γλώσσα θεωρεί
πεπερασμένες απλές προτάσεις τότε πέραν του ότι δεν μπορεί να καλύψει το οντολογικό
φάσμα απολύτως δεν καλύπτει και ανθρώπινα όντα που ξεφεύγουν απο αυτήν την πεπερασμένη
γλωσσική φάση. Πάντα μια γλώσσα απο μόνη της δεν καλύπτει απολύτως το οντολογικό
φάσμα. Δηλαδή αυτό δεν είναι στατικό αλλά εξαρτάται απο την γλώσσα. Αλλά εδώ αυτό
αποκαλύπτεται ακόμα και με τους ίδιους όρους δόμησης της γλώσσας σε γλώσσες που απλά
διαφέρουν ως προς το πλήθος των μερών του λόγου τους (τις προτάσεις στον προτασιακό
λογισμό). Θα περίμενε τώρα κανείς απο μια τέτοια προσέγγιση σαν αυτήν της παρούσης
εργασίας , εάν θέλει να είναι επιτυχής ως προς την περιγραφή αυτού του γνωστικού πεδίου να
μπορεί να αποδώσει την καθημερινή και κοινή αντίληψη ακόμα και με την υιοθεσία της
απειρίας απλών προτάσεων για να καλυφθεί με μια γενική κατηγορία ο ανθρώπινος λόγος που
μπορεί να εκπορεύεται απο οποιονδήποτε αντιπρόσωπο του είδους. Εδώ πιστεύω πως πρέπει
να επιστρατευτεί η προηγούμενη παρατήρησή μου πως οι αρνήσεις έχουν αφηρημένο
περιεχόμενο στην καθομιλουμένη ενώ η καταφάσεις αποτελούν την έκφραση των
συγκεκριμενοποιήσεων. Στην ουσία δηλαδή εκείνο το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως
πεπερασμένο και συγκεκριμενοποιεί την ζωή μας είναι οι καταφάσεις, χωρίς να επιμείνω στο
τυπικό σκέλος διότι με λογοπαίγνια κατι τέτοιο μπορει να αντιστραφεί. Ομως όταν λέω
καταφάσεις θα εννοώ το συγκεκριμένο χαρακτήρα που εκπορεύεται απο την βάση των
αισθήσεων. Ετσι θα μπορούσε κανείς να περιγράψει εμας, τους ανθρώπους ως όντα που
τροφοδοτούν την καθημερινή μας αντίληψη στον κόσμο μας , στα πλαίσια της παρούσης
οντολογίας ως όντα με πεπερασμένο αριθμό καταφατικών απλών προτάσεων. Παρόλα αυτά
και με αυτήν την απόδοση που είναι πιο οικεία στο τι αντιλαμβανόμαστε στην φυσική μας
γλώσσα για εμάς , καθε ον έστω και δια των αφηρημένων συστατικών του αφήνει το
αποτύπωμά του επάνω μας. Και έχουμε επίγνωση στα πλαίσια της γλώσσας χωρίς να έχουμε
άμεση. Εδώ τίθεται βέβαια το θέμα του αν και κατα πόσο καθε ον εκτυλίγει όλη την θεωρία
πάνω σε κάποιοι πυρήνα γένεσής της αλλά νομίζω οτι η έκπτυξη της θωρίας αφορά τόσο την
διάσταση του χρόνου που δεν εξετάζουμε όσο και την άμεση αντίληψη και όχι την λανθάνουσα
αντίληψη απο το το σύνολο των διακριτών στηριγμάτων της αντίληψης του καθενός. Μονο με
αυτήν την επιτηδευμένη ερμηνεία μπορώ να διατηρήσω την ισχύ του παρόντος μοντέλου ως
προς τις περιγραφικές του δυνατότητες σε χωρίς να αλλάξω σημαντικά τα πράγματα ή να
κάνω εξαιρετικές παραχωρήσεις όπως με την υιοθεσία πεπερασμένου πλήθους απλών
προτάσεων.
Τώρα νομίζω ότι είναι η ώρα για την επιστροφή στην αρχική ροή της σκέψεως η
εκτροπή της οποίας προκάλεσε ενα σωρό απο συλλογισμούς αλλά και μερικά χρήσιμα
συμπεράσματα ως προς την υφή των σωμάτων των όντων σε κόσμο. Η επιστροφή αυτή
σημαδεύεται απο το γεγονός πως η αντιστοίχιση των όντων της αρχικής γλώσσας προς
εκείνα της γλώσσας των τριάδων στηρίζεται στην προέλευση των τριάδων απο τον κόσμο
αναφοράς. Αυτό σημαίνει πως η αντιστοίχιση αφορά στο κοσμικό ον το οποίο αναμένεται να
έχει επίγνωση των σωμάτων των όντων σε αυτό. Οπότε δεν υφίσταται και θέμα περιορισμού
των τριάδων. Ολες οι τριάδες όντων με θεωρίες απο τον κόσμο είναι αποδεκτές. Εκείνο όμως
που παράγεται με αυτήν την προσέγγιση δεν είναι ενα αλφάβητο της καινούριας γλώσσας των
τριάδων αλλά πολλά αλφάβητα , ενα για κάθε κόσμο. Βέβαια επειδή υφίσταται συνέπεια
εκτίμησης αλήθειας των τριάδων σε κάθε κόσμο θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει όλες τις
τριάδες για καθε δυνατή θεωρία μεσα απο την συγκεκριμένη διαμόρφωση νόησης αλλά και
πάλι δεν έχουμε πολλές εκτιμήσεις αλλά μια εκτίμηση αλήθειας να υπαγορεύεται. Το οποίο
απο μια άποψη και σε συμφωνία με την προηγούμενη αναφορά στον τομέα των αντιφάσεων θα
πρεπει να αντιστοιχεί στο ενα σύμπαν U .Αρα νομίζω ότι δεν μπορεί κανείς να μιλάει για
γλώσσα και όντα μέσα απο το ίδιο πρίσμα της αρχικής γλώσσας και ίσως θα ήταν καλύτερα
να μην προωθήσει τις τριάδες σε αλφάβητο γλώσσας αλλά να τις δεχθεί ως μετασχηματισμό
τους σώματος των όντων με βάση την αρχική γλώσσα που ενσωματώνει την απόδοση της
έννοιας του όντος και των θεμελιωδών διαστάσεων νόησης και λόγου.Αρα, η αναλυτική
περιήγησή μας εδώσε κάποιο τελικό αποτέλεσμα ως προς την κατεύθυνση και επίσης έδωσε
και ενδιάμεσα πλευρικά αποτελέσματα ως περαιτέρω εξοπλισμό στην παρούσα προσπάθεια.
Και μπορούμε να θεωρήσουμε μονο τις αληθείς τριάδες για τον παραπάνω μετασχηματισμό.
Ακόμα και αν όλες οι τριάδες προωθηθούν να είναι το αλφάβητο μιας γλώσσας σε
σύνδεση με την προηγούμενη γλώσσα έχουμε το δικαίωμα να εξετάζουμε μονο την θεωρία που
παράγει η υποβαλλόμενη εκτίμηση. Αρα αυτό το θέμα πιστεύω οτι κλείνει εδώ και απομένει ,
μιας και μετασχηματισμός αυτός των όντων στα πλαίσια μιας οντολογίας αφορά αυτά και όχι
τα σώματά τους, να ελεγχθεί τι αυτός ο μετασχηματισμός επιβάλλει για τα σώματα των
όντων, πως δηλαδή μεταφέρεται στα σώματα των όντων και αν τελικά υποδεικνύει κάποια
απο τα εξωμαθηματικά αποτελέσματα που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη συλλογιστική
περιπλάνηση.
Αν δηλαδή εξετάσουμε τα σώματα ως τομές πλέον των τριάδων που προέρχονται και ως προς
την κατασκευή και ως προς την εκτίμηση απο συγκεκριμένο κόσμο τότε τι χαρακτηριστικά
έχουν αυτές οι τομές και κατα πόσο ανταποκρίνονται ή αποδίδουν την προηγούμενη
φιλοσοφική περιήγηση. Που θα αποτελεί και μια τυπική επιβεβαίωση αυτής της περιήγησης αν
όντως ανταποκρίνονται.
Ποια μορφή έχουν η τριάδες που συνιστούν τα σώματα των όντων με βάση τον κόσμο
αναφοράς; Προφανώς δεν είναι όλες οι τριάδες στις οποίες μετασχηματίζεται ο κόσμος ενός
όντος. Και προφανώς κάθε θεωρία που εμπεριέχεται στο σώμα όντος σε κόσμο αναφοράς της
αρχικής αντικειμενικής γλώσσας δίνει αληθή τριάδα που συμμετέχει και στον
μετασχηματισμό σε τριάδες του κόσμου αναφοράς αλλά και στο μετασχηματισμό σε τριάδες
του όντος. Απο την άλλη κάθε τριάδα που μπορεί να περιέχεται στο σώμα του όντος στον
κόσμο ,όπως αυτα αντιστοιχούν με όρους τριάδων, σημαίνει πως περιέχεται και στον κόσμο
αναφοράς και στον κόσμο του όντος, αρα η θεωρία της βρίσκεται στην τομή των όντων της
τριάδας και περιέχεται και στον κόσμο αναφοράς και στον κόσμο του όντος αρα και στο σώμα
του όντος στον κόσμο αναφοράς με την αρχική θεώρηση.
Αν θα θέλαμε να υιοθετήσουμε ως περιγραφή και τις ψευδείς τριάδες θα έπρεπε να
εισαγάγουμε και την άρνησή τους δηλαδή τελικά να να προωθήσουμε τις τριάδες σε γλώσσα
στην οποία το σύμπαν νόησης της αρχικής γλώσσας αποτελεί μέλος της νέας διαμόρφωσης.
Αυτό είναι ενα συμπέρασμα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την απολυτότητα της
μοναδικότητας του σύμπαντος νόησης κατοχυρώνοντάς την μονο στα πλαισια συγκεκριμένης
γλώσσας Επιλέον η συνέπεια μια θεωρίας της καινούριας γλώσσας και το υλοποιήσιμό της
διέρχεται απο την ενσωμάτωση των αντιφάσεων της παλιάς γλώσσας σε συνεπείς θεωρίες.
Αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο απο την άποψη πως οι 'θεοί' μας προέρχονται απο την
γλώσσα μας και επομένως είναι καθ'εικόνα και ομοίωσίν μας και η θεοποίηση των αντιφάσεων
της γλώσσας μας. Ενω απο τα 'πράγματα' των γλωσσών μπορούμε να αντιστοιχίσουμε μονο
σύμπαν νόησης σε σύμπαν νόησης, και όχι σε συνεπή θεωρία. Τι γίνεται λοιπόν εδώ; Μήπως
ήτανε λάθος να αντιπαραβάλλουμε ολες τις τριάδες με το σύμπαν νόησης; Μήπως ήταν λάθος
να αποδώσουμε αλήθεια ή ψεύδος στις τριάδες; Η μήπως απλά πρέπει να δεθχούμε πως η
έννοια του σύμπαντος νόησης είναι σχετική και δεν μπορούμε να αναφερθούμε με υπαινιγμούς
για κάποιο υπέρτατο ον σχετικά με αυτήν; Βέβαια αν θεωρηθούν οι τριάδες ως αλφάβητο
γλώσσας ούτε αντιστοίχιση μεταξύ των όντων της αρχικής γλώσσας και της γλώσσας των
τριάδων υφίσταται. Αρα δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε, εφόσον δεχόμαστε να αντιστοιχίσουμε
οντα, τις τριάδες ως απαρχή νέας γλώσσας αλλά ως μετασχηματισμό της παλιάς. Οπότε
παραμένει το θέμα του κατα πόσο είναι αποδεκτό να θεωρούμε τις τριάδες ως αληθείς και το
αλλοιώς ειπωμένο σύμπαν νόησης ως ενα σύμπαν αληθών τριάδων (επαληθεύσιμο δηλαδή ,
υλοποιήσιμο και επομένως αντιστοιχούν σε όν). Νομίζω οτι δεν μπορεί να γίνεται αυτό στα
πλαίσια του μεταφρασμένου σύμπαντος αλλά η αλήθεια θα πρέπει να ερμηνευτεί όχι ως
υλοποίηση του (απο αυτήν την έννοια δεν μπορούμε στα πλαίσια της γλώσσας μας να
υπαινισσόμαστε ον για την θεοποίηση των αντιφάσεών μας πράγμα που ουσιαστικά είναι
ειδωλολατρία ακόμα και αν τα όντα εκφεύγουν κάποιου συγκεκριμένου κοσμικού πλαισίου)
αλλά ως αλήθεια για το γεγονός οτι υφίστανται αντιφάσεις.
Θέμα:
Εξέλιξη γλωσσών
Αν αναγάγουμε τις τριάδες σε απλές προτάσεις μιας γλώσσας τότε αυτές ως
κώδικας που δεν σημαίνει τίποτα παρά ότι του ανατεθεί να σημαίνει μπορούν να πάρουν
διάφορες εκτιμήσεις αλήθειας και να σχηματιστούν όντα χωρίς όμως να μπορεί να γίνει
αντιστοίχιση μεταξύ όντων της αρχικής γλώσσας και όντων της γλώσσας των τριάδων. Η
αντιστοίχιση επιβάλλει διείσδυση στην σημασία των τριάδων με βάση την αρχική γλώσσα έτσι
που τελικά να μπορεί να αποκατασταθεί η αλήθεια και το ψεύδος των τριάδων με μοναδικό
τρόπο. Ομως αυτή η αποκατάσταση της αλήθειας των τριάδων οδηγεί αναπόφευκτα στην
αλήθεια τριάδων που αφορούν νόηση αντιφατικών θεωριών. Προφανως δεν αφορούν νόηση ή
λόγο του ίδιου όντος διότι τότε αποκλείεται η αντίφαση αλλά αφορούν νόηση και λόγο
διαφορετικών όντων πέραν του πλαισίου κάποιου κόσμου αναφοράς. Και έτσι συγκροτείται
μέσα απο την γλώσσα των τριάδων ο κόσμος ενός οντος στο οποίο αντιστοιχεί πλεον το
σύμπαν νόησης της αρχικής γλώσσας και μόνο εντός αυτού του κόσμου μπορούμε να δούμε τις
τριάδες και τις θεωρίες που εμπνέουν αυτές οι οποίες αντιστοιχούν σε όντα τις αρχικής
γλώσσας. Το ότι το όν αυτό της γλώσσας των τριάδων αντιστοιχεί στο σύμπαν νόησης δεν
σημαίνει πως ταυτίζεται με το σύμπαν νόησης, όπως διαπραγματεύτηκα το θέμα στο
προηγούμενο κεφάλαιο επιδιώκοντας να υποβαθμίσω το θέμα σε μια εναλλακτική παρουσίαση
των αρχικής οντολογίας. Και το οποίο απο αυτήν την σκοπιά εδωσε ορισμένα χρήσιμα
συμπεράσματα. Αν η αντιστοίχιση δεν σημαίνει ταύτιση τότε το καινούριο ον που αντιστοιχεί
στο σύμπαν νόησης δεν είναι το σύμπαν νόησης της αρχικής. Ετσι δεν παραβιάζεται η
μοναδικότητα που υποδεικνύεται αναφορικά με τα σύμπαντα νόησης των γλωσσών τόσο εντός
των γλωσσών όσο και ως προς το χαρακτηριστικό τους να ενσωματώνουν τις αντιφάσεις,
δηλαδή ή μη υλοποιήσιμη σε ον μοναδικότητα. Αυτή η μοναδικότητα επιτρέπει κατα κάποιον
τρόπο την ταύτιση των συμπάντων νοησης οποιασδήποτε γλώσσα όχι δια μέσου της
υλοποίησης αλλά δια μέσου της αναγνώρισης μη υλοποιήσης. Απλώς πρόκειται για ενα ον
στην καινούρια γλώσσα που στα πλαίσια της νόησής τους γίνονται αντιληπτά τα όντα και οι
θεωρίες που αυτά εννοούν στο πλαίσιο της αρχικής γλώσσας. Υπο μια έννοια γίνεται
αντιληπτό το σύμπαν νόησης της αρχικης γλώσσας όπως η νόηση επιτελείται στα οντα.
Η αρχική γλώσσα εδωσε μια υλοποίηση αυτής της καινούριας γλώσσας.
Μεταθέσεις στην ονομασία των θεωριών της αρχικής γλώσσας θα μπορούσαν να δώσουν μια
άλλη υλοποίηση αλλά και διαφορετικές γλώσσες με μία προς μία αντιστοίχιση θεωριών θα
μπορούσαν να δώσουν άλλες υλοποιήσεις. Το σίγουρο είναι πως δεν αρκούν οι μεταθέσεις
στην ονομασία των θεωριών των αρχικών γωσσών χρησιμοποιώντας τα σύμβολα των θεωριών
της νέας γλώσσας να δώσει όλες τις υλοποιήσεις. Αλλά και όταν αναφέρουμε με αναγραφή τις
θεωρίες ως μέρη του λόγου της νέας γλώσσας είναι φανερό πως καθορίζουμε μία και μονο
αρχική γλώσσα. Θα μπορούσε να μην είναι θεωρίες τα σύνολα απο την αρχική γλώσσα που
αναγράφονται σαν μέρη του λόγου της γλώσσας τριάδων και έτσι να αναφερόμαστε σε μια
πιθανώς εντελώς νέα υλοποίηση.
Δύο γλώσσες μπορούν να εννοηθούν ως οντολογικά ισοδύναμες αν υφίσταται ενα
σύνολο όντων το οποίο μπορεί να συμμετάσχει σε οντολογίες στα πλαίσια της καθεμιάς απο
αυτές. Δηλαδή, επειδή η οντολογία είναι ενα προς ενα αντιστοιχία ακριβώς όταν υπάρχει
ισοπληθία μεταξύ των πλήρων συνεπών θεωριών τους. Ετσι κάθε γλώσσα είναι οντολογικά
ισοδύναμη με τον εαυτό της και τελικά σε ενα δεδομένο σύνολο γλωσσών μπορούμε να
διακρίνουμε κλάσεις οντολογικής ισοδυναμίας που το διαμερίζουν.
Η πρόκληση που τίθεται ενώπιόν μας είναι η εύρεση μιας μετεξέλιξης της αρχικής
γλώσσας η οποία θα ενσωματώνει την γλώσσα των τριάδων και οντολογικά θα αποτελεί
εμπλουτισμό της. Δηλαδή θα περιλαμβάνει την οντολογία της και την οντολογία της γλώσσας
των τριάδων. Μια πρώτη προσέγγιση η οποία φυσιολογικά φαίνεται να προωθεί αυτόν τον
εμπλουτισμό είναι εκείνη της συγχώνευσης των γλώσσων δια μέσου της συνθεώρησης των
απλών προτάσεων και η αντιστοίχιση των όντων της αρχικής σε εκείνους ακριβώς του
κόσμους της τελικής γλώσσας που αναφοριά με τις απλές προτάσεις της αρχικής η εκτίμηση
συμπίπτει και αναφορικά με τις αρχικές προτάσεις τριάδες όλες διαψεύδονται . Αντίστοιχα τα
όντα της γλώσσας των τριάδων μπορούν να αντιστοιχηθούν σε εκείνος τους κόσμου που
διαψεύδουν όλες τις απλές προτάσεις της αρχικής γλώσσας διαφέρουν ως προς την εκτίμηση
της αλήθειας των τριάδων. Αφενός λοιπόν έχουμε δύο γλώσσες που οντολογικά δεν
συγκρίνονται μεταξύ τους και αφετέρου μια νεα γλώσσα η οποία ενσωματώνει τις οντολογίες
των προηγουμένων δύο. Βέβαια απο την στιγμή που θα περάσει κανείς σε μια τέτοια
κατασκευή θα πρέπει να λάβει υπόψιν του πως πλεόν έχει ξεφύγει απο το αριθμήσιμο του
πλήθους για τις αρχικές προτάσεις γλωσσών και έτσι θα πρέπει τα συμπεράσματά του ως
προς τις γλώσσες να είναι προσαρμοσμένα προς αυτό το δεδομένο. Μια άλλη προσέγγιση είναι
να θεωρήσουμε όλες τις τριάδες που αληθεύουν μεσα απο την σύνδεση της σημασίας τους
προς την αρχική γλώσσα ως μια απλή ως προς την εκτίμηση της αλήθειάς της πρόταση , μιας
και ξέρουμε οτι μονο μια εκτίμηση υπαγορεύεται απο την γλώσσα και να οδηγηθούμε σε μια
καινούρια γλώσσα συγχώνευσης σύμφωνα με το προηγούμενο σκεπτικό που θα δώσει μια
καινούρια εμπλουτισμένη οντολογία. Ετσι διατηρείται το θεωρητικό υπόβαθρο του
προτασιακού λογισμού που πλησιάζει προς την δυνατότητα συγκρότησης προτάσεων μεσω
των οικείων αλφαβήτων των καθημερινών γλωσσών και δεν βυθίζεται κανείς σε στείρα
μαθηματικά παιχνίδια πληθαρίθμων.
Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί κατα βούλησιν για να παίρνει κανείς
εμπλουτισμένες οντολογικά γλώσσες που επιπλέον θα έχουν μεγαλύτερη εκφραστική ισχύ.
Γενικότερα η διαδικασία της συγχώνευσης μέσω απλών προτάσεων εφόσον αυτές είναι
ανεξάρτητες σημασιολογικά μας επιτρέπει μεσα απο οποιαδήποτε συλλογή αριθμησίμου
πλήθους γλωσσών του προτασιακού λογισμού να λαμβάνουμε μια γλώσσα η οποία είναι τόσο
εκφραστικά όσο και οντολογικά πιο ισχυρή.
Ενώ οταν εννοεί κατι κάποιο ον έχουμε δεχθεί οτι έστω έμμεσα εννοεί πως το
εννοεί εχει σημασία ο εκφραστικός εμπλουτισμός μιας γλώσσας ωστε αυτό να ελέγχεται και
άμεσα ως προς την εκτίμηση αλήθειας και αναλόγως με τους ελέγχους που ποκρίνει κανείς ως
σημαντικούς έχει αξία η επιλογή εκείνου του σταδίου εμπλουτισμού της γλώσσα σε
εκφραστικά μέσα αλλά και σε οντολογία ωστε να αποδίδεται καλύτερα το επιδιωκόμενο να
περιγραφεί.
Μια άλλη δυνατότητα που προσφέρεται προς την ίδια κατεύθυνση του
εμπλουτισμού της γλώσσας είναι να μη χρησιμοποιηθούν όλες αλλά κάποιες οντολογικές
τριάδες περιοσμένου πλήθους ωστε οι απλές προτάσεις να συνεχίζουν να είναι
καταμετρήσιμες με τους φυσικούς αριθμούς που όλοι γνωρίζουμε αποδίδουν ακέραιο πλήθος.
Αυτή είναι δυνατότητα που αφορά στην ρητή αναφορά σε λόγο και νόηση
ορισμένων όντων που ενδιαφέρουν ως προς την νόησή τους και ισοδύναμα ως προς τον λόγο
τους.
Πάντως είναι πλεόν φανερό οτι τα όντα ως επινόηση είναι στενά συνδεδεμένα με
το γλωσσικό πλαίσιο το οποίο και υποστηρίζει τις προυποθέσεις για την αναγνώρισή τους
αφενός και αφετέρου καθορίζει την δυνατότητα διάκρισης απο άλλα όντα. Πέραν του
γλωσσικού πλαισίου ούτε να αναγνωρίσουμε όντα μπορούμε αλλά ούτε και να τα διακρίνουμε
μεταξύ τους. Και μεσα στο γλωσσικό πλαίσιο δεν εννοώ μονο τα συστήματα γλωσσικού
κώδικα αλλα την απόδοση σημασίας σε αυτά τα συστήματα διότι εκεί βρίσκεται η πραγματική
συνεισφορά της οντολογίας. Και ετσι μπορεί να γίνει κατανοητή και η οποιαδήποτε
συνεισφορά της άμεσης αντίληψης.

Επίλογος
Για την ακρίβεια τα όντα δεν αποτελούν επινόηση αλλά η κωδική τους αναφορά
στην γλώσσα αποτελεί επινόηση. Τα όντα αποτελούν ουσιαστικά το αντικείμενο της γλώσσας
και αποκαλύπτονται δια της γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλες τις γλώσσες του κόσμου ο
κορμός γύρω απο τον οποίο συγκροτούνται οι διάφοροι γραμματική προσδιορισμοί είναι τα
ουσιαστικά ή τέλος πάντων ο,τι επέχει χαρακτήρα ουσιαστικού. Παραδείγματος χάριν όσοι
ασχολούνται με την γραμματική συνηθίζουν να λένε ότι προτάσεις είναι σύνθετες κατασκευές
του λόγου που στέκουν μόνες τους στον λόγο, αυτόνομες. Βέβαια αυτό δεν ισχύει τελείως
όπως παραδείγματος χάριν με τις δευτερεύουσες προτάσεις που παρ' όλα αυτά με μικρές
μετατροπές μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο. Και οι τυπικοί λογικοί συνηθίζουν να
λένε ότι προτάσεις (χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες) είναι συντάξεις της τυπικής
γλώσσας που περαν οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης οφείλουν να επιδέχονται εκτίμηση της
αλήθειάς τους. Αν είναι ψευδείς ή αληθείς δηλαδή. Και τα δύο αυτά μπορούν να συμβούν όταν
με την σύνταξη σε πρόταση ο κώδικας ολοκληρώνει κάποιο νόημα. Αν θέλουμε εκτίμηση
αλήθειας χρειαζόμαστε αντικείμενο και ιδότητες που πιθανόν να έχει. Αν έχουμε στάση
αυτόνομη στον λόγο χρειαζόμαστε ολοκληρωμένη δομή και έτσι τελικά εκείνο που εξυπηρετεί
και τις δύο θέσεις είναι η σύνταξη γύρω απο αντικείμενα και τις ιδιότητές τους. Τα
αντικείμενα αποδίδονται με τα ουσιαστικά ή ότι μπορεί να τα αντικαταστήσει στον λόγο
όπως μετοχές, αντωνυμίες ή να τα προσδιορίσει επιπλέον όπως τα επίθετα. Και οι ιδιότητες
αποδίδονται με τα ρήματα ή ότι μπορεί να τα αντικαταστήσει ή να τα προσδιορίσει επιπλέον
όπως τα επιρρήματα , οι μετοχές και σύνθετες κατασκευές προσδιορισμών. Δεν είναι η
γλώσσα που επινοεί τα όντα αλλά είναι η γλώσσα που έρχεται να εξυπηρετήσει, ως κώδικας,
στην απόδοση των λειτουργιών των όντων. Φαίνεται ότι αυτή η δομή της γλώσσας δεν
αποτελεί ιδιοτροπία του κώδικα αλλά αντικατοπτρίζει τον τρόπο σκεπτεσθαι του εκφέροντος
την γλώσσα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα στοιχεία των γλωσσικών δομών είναι
πανανθρώπινα. Δεν λέω 'παγκόσμια' γιατί δεν έχω ακόμα παρει πιστοποίηση στην γλώσσα των
γαιδάρων ή των σαλαμάνδρων ή των κοτρόνων. Αρα και δεν μπορώ να τις διδάξω στην
Ελλάδα που αμα δεν τηρείς τους νόμους δεν έχεις καμμία τύχη (άλλωστε γιαυτό και πάντα
αναφέρονται σε μελλοντα χρόνο ωσαν να είναι σίγουρος χρόνος! Στον παρόντα και στον
παρελθόντα αποφεύγουν διότι με ενα αλμα αντιστροφής στον χρόνο αυτοί δεν είναι καθόλου
σίγουροι) αλλά απο ό,τι βλεπω δεν υπάρχει ανάγκη διδασκαλίας τους έτσι και αλλοιώς. Ε! Να
τελειώσω την εργασία και να σας αφήσω χωρίς κανένα κοπλιμέντο! Δεν λέει! Γιαυτούς που
κάνουν κουμάντο λέω, ή έχουν λόγο στα κουμάντα! Και όποιος διαθέτει μυίαν μυιάζεται! Τι να
κάνω να φωτογραφίζω και γω. Οχι μονο κάποιοι να φωτογραφίζουν θέσεις!

You might also like