Professional Documents
Culture Documents
Θ έ σ ε ι ς το υ Ο ι κ ο ν ο μ ι κ ο ύ Ε π ι μ ε λ η τη ρ ί ο υ τη ς
Κρατικός Πρ οϋ πολο γισ μός 2 01 1 Θέσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Κ ρ α τι κ ό ς Π ρ ο ϋ π ολογισμός 2011
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Αντί Προλόγου
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας θεώρησε υπο-
χρέωσή του, με δεδομένη την οικονομική αβεβαιότητα και αστάθεια που βιώνουμε, να συμμετά-
σχει στον διάλογο για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2011 και να καταθέσει τις δικές του απόψεις
και προτάσεις.
Ως Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου θα ήθελα, εκ μέρους των μελών της Κεντρι-
κής Διοίκησης, να ευχαριστήσω την επιστημονική ομάδα που τέθηκε στην υπηρεσία του Φορέα μας
και εκπόνησαν την μελέτη αυτή.
Θεωρώ ότι η πρότασή μας είναι συγκροτημένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη, και διατυπώνει
σκέψεις που μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δίνουν λύσεις στα καίρια ζητήματα που αντιμε-
τωπίζουμε ως Χώρα.
Πελοπίδας Καλλίρης
Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας
Συγγραφική Ομάδα
Δραγασάκης Ιωάννης
Μαυρίδου Ελισάβετ
Μπισμπίκος Παναγιώτης
Σακελλαρίδης Γαβριήλ
Περιεχόμενα
Αντί Προλόγου 3
Συγγραφική Ομάδα 4
Περιεχόμενα 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 23
1.1 Μακροοικονομικό πλαίσιο 23
1.1.2 Οι συνιστώσες του δημοσιονομικού προβλήματος 25
1.1.3 Η κοινή γνώμη σε στάση αναμονής 27
1.1.4. Η ελληνική κρίση και η ενωμένη Ευρώπη 27
1.1.5. Η μετάδοση της διεθνούς κρίσης στην ελληνική οικονομία 28
1.1.6. Τα προβλήματα στην κατάρτιση των προϋπολογισμών 30
1.1.7. Χρέος και κόστος εξυπηρέτησης 32
1.2. Το Θεσμικό Πλαίσιο Κατάρτισης και Ελέγχου του Προϋπολογισμού 34
1.2.1. Στη ρίζα των Greek statistics 34
1.2.2. Η καταστρατήγηση του υπαρκτού θεσμικού πλαισίου (και του ν. 2362/95) 34
1.2.3. Παρατηρήσεις και προτάσεις οργανισμών 35
1.2.4. Οι έγκαιρες επισημάνσεις και οι προτάσεις του ΟΕΕ 36
1.2.5. Γενικές θέσεις κριτικής και τοποθέτησης 37
1.2.6. Ο ρόλος και οι προτάσεις του ΟΕΕ 38
1.2.7. Διαδικασία του Προϋπολογισμού 39
1.2.8. Χρόνος κατάρτισης προϋπολογισμού 39
1.2.9.Τρόπος κατάρτισης προϋπολογισμού 39
1.2.10. Περιεχόμενο προϋπολογισμού – προϋπολογισμός περιουσίας και υποχρεώσεων 40
1.2.11. Κοινωνική αποτελεσματικότητα και διαφάνεια της δημοσιονομικής διαχείρισης 40
1.2.12. Δυνατότητα τροποποίησης του προϋπολογισμού 41
1.2.13. Προϋπολογισμός βάσει προγραμμάτων – Προϋποθέσεις 41
1.2.14. Κοινωνικός Προϋπολογισμός 41
1.2.15. Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή 42
1.2.16. Χρονοδιαγράμματα 42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 43
2.1. Η Εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2010 43
2.1.1. Πορεία Φορολογικών Εσόδων στα πλαίσια Υλοποίησης του Προϋπολογισμού 2010 44
2.1.2. Πορεία Δημόσιων Δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού στα Πλαίσια Υλοποίησης του 46
Προϋπολογισμού του 2010
2.1.3. Υλοποίηση ΠΔΕ με βάση τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2010 47
2.2. Προϋπολογισμός του 2011 50
2.2.1. Γενικές Παρατηρήσεις επί του Προϋπολογισμού 50
2.2.2. Βασικά Μακροοικονομικά Μεγέθη 51
Ιδιωτική Κατανάλωση 51
Επένδυση 52
Δημόσια Κατανάλωση 52
Εξωτερική Ζήτηση 52
Ανεργία 53
Έσοδα Τακτικού Προϋπολογισμού 53
Άμεσοι και έμμεσοι φόροι 54
Πώς διαρθρώνονται τα έσοδα από τους άμεσους φόρους; 54
Διάρθρωση των εσόδων από έμμεσους φόρους 55
Απόκλιση καθαρών εσόδων 2010 με στόχους Μνημονίου 55
Αναλογία έμμεσων και άμεσων φόρων και διανομή του εισοδήματος 56
Δαπάνες Τακτικού Προϋπολογισμού 57
Αποδοχές και Συντάξεις 57
Πρόσθετες και Παρεπόμενες Δαπάνες 58
Καταναλωτικές και Σύνθετες Δαπάνες 58
Αποδιδόμενοι πόροι 58
Αποθεματικό 58
Δαπάνες για τόκους 59
Εξοπλιστικά Προγράμματα Υπουργείου Εθνικής Άμυνας 59
Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων 60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 61
3.1 Τα Έσοδα 61
Γενικά Χαρακτηριστικά του Φορολογικού Συστήματος της Ελλάδας 61
3.2 Οι Δημόσιες Δαπάνες 66
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 85
4.1. Εισαγωγή 85
4.2 Ανισότητες, φτώχεια και κοινωνική συνοχή: υφιστάμενη κατάσταση 86
4.2.1. Οι διαστάσεις της ανισότητας και του κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα και την ΕΕ 86
4.2.2. Ανησυχητικές οι πρόσφατες διαστάσεις της παιδικής φτώχειας 88
4.2.3. Η ανέχεια και φτώχεια των χαμηλόμισθων αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις στην ΕΕ και 90
κυρίως στην Ελλάδα μετά την κρίση
4.2.4. Το ελληνικό σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι περιορισμένο, διάτρητο και 91
αναποτελεσματικό
4.3. Η αναδιανεμητική επίδραση των μέτρων στα πλαίσια του «Μνημονίου» 93
4.3.1. Ρυθμίσεις στα πλαίσια του «Μνημονίου» 93
4.3.2. Η αναδιανεμητική επίδραση των προηγούμενων μέτρων 95
4.4. Η λογική της εσωτερικής υποτίμησης 102
Κριτική της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης 104
Μία παρέκβαση: Το Παράδειγμα της Λετονίας 105
4.5. Μισθοί και κόστος εργασίας 106
Πρόσφατες εξελίξεις σε Ελλάδα και ΕΕ 106
Εξέλιξη των κατώτατων και μέσων αποδοχών 110
Εργασιακές σχέσεις και αποδοχές στα πλαίσια του μνημονίου 113
4.6. Απασχόληση και Ανεργία 116
Πρόσφατες εξελίξεις 116
Χαρακτηριστικά και προοπτικές της απασχόλησης και ανεργίας 117
4.7. Άλλοι παράγοντες αναδιανομής 124
Μνημόνιο και αύξηση του ΦΠΑ 125
Μνημόνιο και άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων 125
Μισθοί και έλλειμμα ανταγωνιστικότητας 126
Παράρτημα: Συσχέτιση ΑΕΠ και Ανεργίας 129
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
3. Οι δημοσιονομικές και οι μακροοικονομικές εξελίξεις κατά το 2010 διαμορφώθηκαν από τις προ-
βλέψεις και τα μέτρα πολιτικής του «Μνημονίου». Ο ρυθμός μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ, με βάση
τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού του 2011, αναμένεται να διαμορφωθεί στο -4,2%, έναντι του αρχικού
στόχου -0,3%, με βάση τον προϋπολογισμό 2010. Σημαντικές αποκλίσεις καταγράφονται στην εξέλιξη του
πληθωρισμού, ο οποίος αναμένεται να διαμορφωθεί στο +4,6%, ενώ το «Μνημόνιο» προέβλεπε αύξηση
κατά 1,9%. Σημαντική απόκλιση καταγράφεται επίσης στις εξαγωγές, οι οποίες αναμένεται να μειωθούν
κατά 0,6%, ενώ το «Μνημόνιο» προέβλεπε αύξησή τους κατά 4,5%.
Στο πεδίο των δημοσιονομικών μεγεθών σημαντικές αποκλίσεις καταγράφονται στα έσοδα του
προϋπολογισμού (σημαντική υστέρηση), στις δημόσιες δαπάνες και στις δημόσιες επενδύσεις, όπου ανα-
μένεται η μείωσή τους να είναι μεγαλύτερη από την πρόβλεψη του «Μνημονίου». Είναι προφανές ότι η
υστέρηση των εσόδων επιχειρήθηκε να καλυφθεί με μεγαλύτερη μείωση των δημόσιων δαπανών και των
δημόσιων επενδύσεων, γεγονός που επέτεινε την ύφεση.
4. Ο προϋπολογισμός για το 2011 προβλέπει ότι η ύφεση θα συνεχισθεί αλλά με βραδύτερους
ρυθμούς και το 2011. Συγκεκριμένα προβλέπει μείωση του ΑΕΠ κατά 3,0%. Ταυτόχρονα προβλέπει τα-
χύτερη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ταχύτερη αύξηση της ανεργίας (14,5% έναντι 11,6% το 2010)
και συνέχιση της αρνητικής τάσης στην εξέλιξη των δημόσιων και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Το ΟΕΕ εκτιμά ότι το μακροοικονομικό πλαίσιο για το 2011, όπως αυτό διαγράφεται από τον προϋπο-
λογισμό, θα είναι ασφυκτικό τόσο για την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας για τις μικρές και μεσαί-
ες επιχειρήσεις όσο και για την απασχόληση και το εισόδημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
5. Το ΟΕΕ εκτιμά ότι οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για το 2011 είναι εξαιρετικά
επισφαλείς. Η προβλεπόμενη μείωση του ΑΕΠ κατά 3% το 2011 μπορεί να αποδειχθεί αισιόδοξη διότι
στηρίζεται αποκλειστικά στην πρόβλεψη για αύξηση της εξωτερικής ζήτησης των ελληνικών προϊόντων ως
αντίβαρο στην καθίζηση της εσωτερικής ζήτησης, που δεν θεμελιώνεται στη βάση πραγματικών δεδομέ-
νων για τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα της οικονομίας. Επίσης υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες
ως προς τις διεθνείς εξελίξεις και ειδικότερα την ισοτιμία του ευρώ.
7. Οι πρωτογενείς δαπάνες για το 2011 προβλέπονται μειωμένες κατά 165 εκ. ευρώ. Προβλέπε-
ται αύξηση των τόκων για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Χρέους κατά 2,66 δις ευρώ (από 13,260 το 2010
σε 15,920 το 2011). Οι δαπάνες για τα εξοπλιστικά προγράμματα, παρά τη μείωσή τους, θα ανέλθουν στο
1,5 δις ευρώ το 2010 και 1,6 δις ευρώ το 2011.
Το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης σχεδόν μηδενίζεται, ως ποσοστό του ΑΕΠ (-
0,4%), το συνολικό όμως έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 7,4% (16 δις ευρώ) κυρίως λόγω τόκων, καταπτώ-
σεων εγγυήσεων και εξοπλιστικών προγραμμάτων.
8. Το Δημόσιο Χρέος της γενικής κυβέρνησης, με βάση τον προϋπολογισμό, εκτιμάται ότι το
2010 θα ανέλθει στα 330,4 δις ευρώ ή 142,5% του ΑΕΠ έναντι 298 δις ευρώ ή 126,8% του ΑΕΠ κατά το 2009.
Για το 2011 το Δημόσιο Χρέος προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 348,5 δις ευρώ ή 152,6% του ΑΕΠ.
Το χρέος του Ελληνικού Δημοσίου, που λήγει κατά τα επόμενα έτη 2011 – 2015, αναμένεται ιδι-
αίτερα αυξημένο. Συγκεκριμένα κατά την περίοδο αυτή αναμένεται να αναχρηματοδοτηθεί χρέος ύψους
170 δις ευρώ περίπου, οι δε τόκοι για το συσσωρευμένο χρέος προβλέπεται να διαμορφωθούν αθροιστικά,
κατά την ως άνω περίοδο, στα 72 δις ευρώ περίπου.
10
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Χρέους, από το 5,7% του ΑΕΠ που αντιπροσώπευαν
το 2009, θα αντιπροσωπεύουν το 2011 το 7% του ΑΕΠ, με προοπτική να φθάσουν το 8,5% το 2014. Σε
απόλυτα μεγέθη οι τόκοι αυτοί εκτιμούνται στα 15,92 δις ευρώ το 2011 και στα 20 δις περίπου το 2014.
Το κόστος αυτό, κατά την εκτίμηση του ΟΕΕ, είναι εξαιρετικά υψηλό, αν όχι απαγορευτικό με συνέπεια να
δημιουργούνται μεγαλύτεροι κίνδυνοι και αβεβαιότητες για τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομί-
ας και επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας. Το ΟΕΕ θεωρεί αναγκαίο έναν τεκμηριωμένο δημόσιο
διάλογο, ως προς το Δημόσιο Χρέος, τις διαστάσεις του, τις ανάγκες της εξυπηρέτησής του και τις εναλλα-
κτικές πολιτικές για την αντιμετώπισή του σε συνάρτηση και με το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας. Η
πολιτική αυτή συνδέεται με πρακτικούς λόγους επιβίωσης και σταθερότητας της ευρωζώνης.
11
11. Η ευρωπαϊκή διάσταση
Η Έκθεση του ΟΕΕ διαπιστώνει την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην κρίση της ελληνικής οικονομίας
και την κρίση της Ε.Ε.. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), όπως έχει συγκροτηθεί, λειτουργεί
ως μηχανισμός εσωτερικής απόκλισης ανάμεσα σε πλεονασματικές και ελλειμματικές χώρες, χωρίς μηχα-
νισμούς ανακατανομής πόρων. Στη βάση αυτή, η κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους έγινε παράγοντας
αποσταθεροποίησης του ευρώ και αιτία διεθνών κερδοσκοπικών επιθέσεων. Ταυτόχρονα η απουσία κοινών
πολιτικών άμυνας της Ε.Ε. επέτεινε την κρίση του ελληνικού χρέους, ειδικότερα λόγω της αδυναμίας της
ΕΚΤ να λειτουργήσει ως δανειστής ύστατης ανάγκης και της μη έγκαιρης παρέμβασης στις αγορές ομολό-
γων και της διαμόρφωσης μηχανισμού στήριξης.
Έτσι η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να αντιδράσουν στην επερχόμενη και προβλέψιμη
δημοσιονομική κρίση αφενός και αφετέρου η στάση της Ε.Ε. και της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τη γενικότερη
έξαρση της ύφεσης στην Ευρώπη και διεθνώς, είχαν ως αποτέλεσμα τον ουσιαστικό αποκλεισμό της Ελ-
λάδας από τις διεθνείς αγορές δανεισμού. Ανάλογες τάσεις, αν και με διαφορετική ένταση, παρατηρούνται
σε όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Το ΟΕΕ διατηρεί την εκτίμηση ότι οι εξελίξεις αυτές, και κυρίως η έκβασή τους, δεν ήσαν ανα-
πόφευκτες. Και αυτή δεν είναι μια διαπίστωση που γίνεται εκ των υστέρων, αλλά μια επισήμανση που
με διάφορους τρόπους έγινε έγκαιρα από το ΟΕΕ, με τις εκθέσεις προηγούμενων ετών, χωρίς όμως να
εισακουσθεί.
12. Η κρίση αξιοπιστίας συνιστά μια ιδιαίτερη διάσταση της κρίσης. Το ΟΕΕ θεωρεί απαράδεκτες
τις προσπάθειες συλλογικής ενοχοποίησης και διασυρμού του ελληνικού λαού, των εργαζόμενων και της
ελληνικής κοινωνίας.
Η κρίση αξιοπιστίας δεν αφορά μόνο στις σχέσεις με τους ξένους αλλά πρωταρχικά αφορά στην
αξιοπιστία της πολιτικής, του πολιτικού συστήματος, του κράτους και των θεσμών, από τους ίδιους τους
πολίτες.
Μια πτυχή της κρίσης αξιοπιστίας, που συνδέεται άμεσα με τον προϋπολογισμό, είναι η αξιοπιστία
της δημοσιονομικής διαχείρισης και των στατιστικών στοιχείων.
Η αδιαφάνεια π.χ. των ελληνικών προϋπολογισμών, οι ειδικοί, εκτός προϋπολογισμού, λογαριασμοί,
τα μυστικά κονδύλια των υπουργείων, η συσκότιση των στοιχείων, η υποβάθμιση του Κοινοβουλίου, αυ-
τές και άλλες παθογένειες της δημοσιονομικής διαχείρισης, δεν στρέφονται ενάντια στους ξένους ή στις
«αγορές» αλλά πρωτίστως κατά του ελληνικού λαού και της ελληνικής κοινωνίας. Δεν υπήρξε καμία από
τις παθογένειες αυτές που να μην επισημάνθηκε με τρόπο έντονο και επίμονο από το ΟΕΕ, χωρίς ποτέ η
εκτελεστική εξουσία να τις λάβει υπόψη της. Θεωρούμε ανησυχητικό ότι ακόμη και σήμερα το πολιτικό
σύστημα, και ιδιαίτερα οι δυνάμεις που διακυβέρνησαν τη χώρα, δεν δείχνουν πρόθυμες να αναγνωρίσουν
και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
12
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
αυτόνομο ούτε ανεξάρτητο από το παραγωγικό έλλειμμα της οικονομίας, όπως αυτό αντανακλάται στο
αυξανόμενο έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Πέρα από τους
ιδιαίτερους παράγοντες που επηρεάζουν το δημοσιονομικό και το παραγωγικό έλλειμμα, και τα δύο ελ-
λείμματα αντανακλούν την παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και το χαμηλό τεχνολογικό της επίπεδο
καθώς και την άνιση διανομή των εισοδημάτων και των φορολογικών βαρών, γεγονός που τροφοδοτεί
ταυτόχρονα τόσο την υπερκατανάλωση και τις εισαγωγές όσο και τις ανισότητες, την ανέχεια και τη φτώ-
χεια σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού.
15. Η διαχρονική εξέλιξη των δημόσιων δαπανών, δείχνει ότι, παρά την έντονα καλλιεργούμενη
αντίθετη άποψη, το μέγεθος των δημόσιων δαπανών στην Ελλάδα δεν βρίσκεται σε απόκλιση από τις
υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.. Μέχρι και το 2008, μάλιστα, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα, ως ποσοστό του
ΑΕΠ, βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με το αντίστοιχο ποσοστό των χωρών της ευρωζώνης, και μάλιστα
υπολείπονται των τελευταίων κατά 2 – 3 ποσοστιαίες μονάδες. Το ίδιο ισχύει σχετικά και με τις κοινωνικές
δαπάνες, οι οποίες επίσης βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις αντίστοιχες δαπάνες την Ε.Ε.. Μεγάλη υστέ-
ρηση παρουσιάζουν οι δαπάνες για παιδεία, τεχνολογία και έρευνα, ενώ μεγαλύτερες είναι οι δαπάνες για
εξοπλισμούς και τόκους για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Χρέους.
Η συμβολή επομένως των δημόσιων δαπανών στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας θα πρέπει
να κατανοηθεί με όρους κυρίως ποιοτικούς, συνίσταται δηλαδή στην ανορθολογική διάρθρωση, τη σπα-
τάλη και τελικά τη χαμηλή κοινωνική και παραγωγική αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών. Ακρι-
βώς γι αυτό, οι οριζόντιες και ισοπεδωτικές περικοπές των δημόσιων δαπανών έχουν σοβαρές επιπτώσεις
υφεσιακού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα.
16. Οι Δημόσιες Επενδύσεις απετέλεσαν βασικό αναπτυξιακό μοχλό κατά τις τελευταίες δεκαε-
τίες. Το χαμηλό επίπεδο των υποδομών επέβαλλε αυξημένα ποσοστά Δημόσιων Επενδύσεων, ως ποσοστό
του ΑΕΠ, και οι ευρωπαϊκοί πόροι επέτρεπαν τη χρηματοδότησή τους. Η απουσία όμως ενός συνολικού
σχεδίου παραγωγικής εξειδίκευσης, καθώς και μακροχρόνιου σχεδιασμού περιόριζαν την κοινωνική απο-
τελεσματικότητά τους. Επίσης η απουσία συστημάτων αξιολόγησης συγκαλύπτει σπατάλες και πιθανές
υπερκοστολογήσεις κατά την εκτέλεση των έργων.
Παρά τη σχετική αύξηση των δημόσιων επενδύσεων κατά τα προηγούμενα έτη, το έλλειμμα σε
υποδομές παραμένει μεγάλο και μάλιστα έχει διευρυνθεί. Η μείωση επομένως των Δημόσιων Επενδύσεων,
13
η οποία κατά το Μνημόνιο προβλέπεται να συνεχισθεί και πέραν του 2014 – 2015, θα έχει, κατά την εκτί-
μηση του ΟΕΕ, μεγάλες και ενδεχομένως μη αναστρέψιμες αντιαναπτυξιακές και κοινωνικές επιπτώσεις.
19. Εσωτερική υποτίμηση. Πυρήνας της πολιτικής του «Μνημονίου» είναι η λεγόμενη «εσω-
τερική υποτίμηση», δηλαδή η ταυτόχρονη μείωση των μισθών και των τιμών, ως μέσο για τη βελτίωση
της ανταγωνιστικότητας. Η στρατηγική αυτή υποθέτει ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της
ελληνικής οικονομίας είναι κυρίως πρόβλημα τιμών, παραβλέποντας τις διαρθρωτικές του διαστάσεις, που
συνδέονται με την ισχνή και στρεβλή παραγωγική βάση, το χαμηλό τεχνολογικό και ερευνητικό επίπεδο
κτλ. Πέραν αυτού, η «εσωτερική υποτίμηση» μέχρι τώρα στην πράξη λειτουργεί αποκλειστικά σε βάρος
των μισθών, όχι όμως και σε βάρος των τιμών, γεγονός που καθιστά την εσωτερική υποτίμηση μηχανισμό
14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
αναδιανομής και έντασης της ύφεσης. Συγκεκριμένα το κείμενο του προϋπολογισμού εκτιμά ότι ο δείκτης
τιμών καταναλωτή θα αυξηθεί κατά 4,6% το 2010 και κατά 2,2% το 2011. Την ίδια περίοδο οι μισθοί ανα-
μένεται να σημειώσουν σημαντική μείωση (στοιχεία από ΤτΕ).
20. Καθίζηση της εσωτερικής ζήτησης – Σύνθλιψη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Η ιδιωτική κατανάλωση βρίσκεται σε συνεχή πτώση από το 2009 (-1,8% το 2009, -4,1% το 2010)
και αναμένεται να σημειώσει περαιτέρω πτώση το 2011, κατά 4,3%. Η δημόσια κατανάλωση επίσης, μετά
τη μείωσή της κατά 9%, αναμένεται να μειωθεί κατά 8,5% το 2011, -6% το 2012, και -1,0 το 2013. Ανάλο-
γες τάσεις προβλέπονται και για τις επενδύσεις.
Ο συνδυασμός μείωσης των μισθών, των δημόσιων δαπανών, των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύ-
σεων και αύξησης των έμμεσων φόρων και συρρίκνωσης της πιστωτικής επέκτασης, οδηγεί σε καθίζηση
της ζήτησης και δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην αγορά. Οι ως τώρα ενδείξεις δείχνουν ότι όσο θα
παρατείνονται αυτές οι συνθήκες, τόσο θα αυξάνει ο κίνδυνος για μαζική καταστροφή μικρών και μεσαίων
επιχειρήσεων και αύξηση της ανεργίας ενώ παράλληλα θα αυξάνουν οι κίνδυνοι και για το τραπεζικό σύ-
στημα λόγω αυξανόμενης αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανείων.
21. Η επιδιωκόμενη «ανάκαμψη μέσω εξαγωγών», κατά την εκτίμηση της Έκθεσης του ΟΕΕ,
δεν φαίνεται να συνιστά βιώσιμη απάντηση στην κρίση, πρώτον λόγω του μικρού ειδικού βάρους των εξα-
γωγών στη σύνθεση της εγχώριας παραγωγής. Δεύτερον λόγω της μεγάλης εξάρτησης των εξαγωγικών
επιχειρήσεων από την εγχώρια ζήτηση, η οποία συρρικνώνεται. Τρίτον λόγω της γενίκευσης της εφαρμο-
γής πολιτικής λιτότητας στον ευρωπαϊκό χώρο, γεγονός που περιορίζει τη ζήτηση και τέταρτον λόγω των
ανατιμητικών τάσεων του ευρώ. Για τους λόγους αυτούς η αναγκαία αύξηση των εξαγωγών δεν φαίνεται
να μπορεί να επιτευχθεί με τον τρόπο που επιδιώκεται.
15
δραστηριότητας αλλά και την υπονόμευση της αναπτυξιακής προοπτικής.
23. Προβληματισμοί και ερωτήματα του ΟΕΕ. Η εξέλιξη του δημόσιου χρέους όπως προβλέ-
πεται από το ΔΝΤ, δεν μπορεί παρά να προβληματίζει το ΟΕΕ. Το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 139% του
ΑΕΠ το 2013, το έτος δηλαδή που προβλέπεται να σταματήσει η δανειοδότηση της ελληνικής οικονομίας
από την «τρόικα». Το γεγονός της αυξητικής τάσης του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την δήλωση
του επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΔΝΤ στην χώρα μας, κ. Τόμπσεν, ότι «το πραγματικό πρόβλημα
της Ελλάδας δεν είναι το δημόσιο χρέος, αλλά οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας», δη-
μιουργούν εύλογες απορίες για το κατά πόσο πραγματική ήταν η απειλή της χρεοκοπίας της Ελλάδας και
το κατά πόσο το Μνημόνιο υιοθετήθηκε για την διάσωση της ελληνικής οικονομίας ή για τη διάσωση των
δανειστών της.
25. Άνιση, άδικη και στρεβλή δημοσιονομική προσαρμογή. Οι αναδιανεμητικές και υφεσι-
ακές λειτουργίες της πολιτικής του «Μνημονίου» επιτείνονται από τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η
δημοσιονομική προσαρμογή.
Το ΟΕΕ όχι μόνο διαφωνεί αλλά και εκφράζει την έντονη ανησυχία του ιδιαίτερα για το γεγονός ότι η
αύξηση των φορολογικών εσόδων επιχειρείται κυρίως μέσω των ισοπεδωτικών και κοινωνικά άδικων έμμε-
σων φόρων, με αποτέλεσμα η σχέση έμμεσων - άμεσων φόρων να αυξάνει δραματικά υπέρ των πρώτων.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως για το 2010, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που ψήφισε η Βουλή,
αναμενόταν μία βελτίωση της αναλογίας έμμεσων προς άμεσους φόρους, αφού τα φορολογικά έσοδα
που αναμένονταν από τους πρώτους υπολογίζονταν στο 43,8% των συνολικών, ενώ για τους δεύτερους
στο 56,2%. Η εφαρμογή του Μνημονίου όμως δημιούργησε μία άλλη πραγματικότητα. Μόλις το 39,4%
των φορολογικών εσόδων θα προέρχεται από άμεσους φόρους για το 2010, ενώ το 60,6% από έμμεσους.
Συνεπώς, η επιβάρυνση της αύξησης των φορολογικών εσόδων, έπεσε ακόμα μία φορά στους ώμους των
χαμηλών εισοδημάτων.
Τέλος, η επιχειρούμενη μείωση των δαπανών γίνεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε βάρος των
μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των κοινωνικών δαπανών, με ταυτόχρονη διατήρηση ή και επιδείνω-
ση των συνθηκών που δημιουργούν τη σπατάλη και την κοινωνική αναποτελεσματική λειτουργία της δη-
μόσιας διοίκησης. Οι μισθοί και οι συντάξεις του δημοσίου μειώνονται το 2011 κατά 2,6%, ακολουθώντας
16
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
μία μείωση το 2010 της τάξης του 10%. Αντίστοιχα οι δαπάνες για ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική
προστασία περικόπτονται το 2011, την στιγμή που ήδη από το 2010 είχαν μειωθεί σημαντικά.
26. Το ΟΕΕ επισημαίνει τη μείωση των δημόσιων επενδύσεων, η οποία μάλιστα μείωση προβλέ-
πεται από το «Μνημόνιο» να συνεχισθεί και πέραν του 2013, ως το 2015 τουλάχιστον (3.9% του ΑΕΠ το
2013, 2.5% το 2014 και 1.9% το 2015, σύμφωνα με το ΔΝΤ). Η μείωση αυτή θα επηρεάσει αρνητικά το
ρυθμό μεγέθυνσης , την απασχόληση καθώς και το απόθεμα και την ποιότητα των υποδομών (σύμφωνα
με τις εκτιμήσεις του ΟΕΕ η μείωση των δημόσιων επενδύσεων την περίοδο 2009 - 2015 θα επηρεάσει το
ΑΕΠ περίπου κατά 8.5%). Το ΟΕΕ θεωρεί εξαιρετικά αρνητικό να μειώνονται οι μισθοί στο όνομα της αντα-
γωνιστικότητας και ταυτόχρονα να μειώνονται οι πόροι για υποδομές, που είναι βασικός προσδιοριστικός
παράγοντας της τελευταίας.
28. Το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση στο έλλειμμα
ανάπτυξης. Η Έκθεση του ΟΕΕ δεν επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις, σύμφωνα με τις οποίες το άνοιγμα των
κλειστών επαγγελμάτων και άλλες συναφείς αλλαγές θα επιφέρουν αύξηση του ΑΕΠ κατά 13 και περισ-
σότερες ποσοστιαίες μονάδες, όπως συχνά αναφέρεται από κυβερνητικούς και άλλους παράγοντες. Η Έκ-
θεση του ΟΕΕ τεκμηριώνει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι και δεν έχουν επιστημονική θεμελίωση.
Η αντιμετώπιση του αναπτυξιακού προβλήματος είναι αλληλένδετη με την αντιμετώπιση του κοινωνικού
προβλήματος, τη στροφή στην «πραγματική οικονομία» και την αντιμετώπιση γενικότερα των αιτιών που
οδήγησαν στην κρίση.
17
Νέες κατευθύνσεις πολιτικής
29. Νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Το ΟΕΕ υποστηρίζει την αυτονόητη αλήθεια ότι δεν μπορούμε
να αντιμετωπίσουμε την κρίση χωρίς να υπερβούμε τις πολιτικές, τις πρακτικές και τις νοοτροπίες που
οδήγησαν σ’ αυτήν. Η επιλογή όμως των νέων κατευθύνσεων πολιτικής δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία
ούτε μπορεί να γίνει ερήμην της κοινωνίας.
Το ΟΕΕ θεωρεί αναγκαίο έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο και προτίθεται να συμβάλει σ’ αυτόν με
τις θέσεις και τις προτάσεις του.
Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η παρούσα έκθεση, η οποία τεκμηριώνει την άποψη που
εξαρχής το ΟΕΕ υποστήριζε, ότι δηλαδή η αντιμετώπιση της κρίσης επιβάλλει αφενός άμεσα μέτρα ανά-
σχεσης της ύφεσης και της ανεργίας, αφετέρου μέτρα και αλλαγές που να θεμελιώνουν ένα νέο υπόδειγμα
ανάπτυξης. Ένα υπόδειγμα το οποίο θα υπερβαίνει τα προβλήματα του παρελθόντος και ταυτόχρονα θα
ενσωματώνει τα νέα δεδομένα και τις νέες απαιτήσεις μιας ανάπτυξης θεμελιωμένης με όρους αειφορίας
και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι εξελίξεις στη χώρα μας αλλά και διεθνώς πιστοποιούν ότι η προστασία του περιβάλλοντος και
η αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας δεν θα έλθουν ποτέ ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης, αν εξ
αρχής δεν αποτελούν όρους, περιεχόμενο και δεσμεύσεις της τελευταίας. Ακριβώς γι αυτό, το ΟΕΕ υπο-
στηρίζει ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, με κοινωνικούς και οικολογικούς όρους και δεσμεύσεις, ποσοτικά
και χρονικά συγκεκριμένες, όσο αυτό είναι δυνατό.
31. Το ΟΕΕ υποστηρίζει την ανάγκη να ενισχυθεί ο αναπτυξιακός ρόλος του προϋπολογι-
σμού. Αντί της περικοπής του, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων πρέπει να ενισχυθεί και παράλληλα
να επαναξιολογηθούν και επανιεραρχηθούν τα έργα που έχουν ενταχθεί σ’ αυτό, ώστε να μειωθεί ο χρόνος
18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
έναρξης και ολοκλήρωσής τους. Επίσης το ΠΔΕ πρέπει να αποκτήσει πολυετή χαρακτήρα, να κωδικοποιη-
θεί και να εκσυγχρονιστεί το κανονιστικό του πλαίσιο.
Σημαντική συμβολή στον αναπτυξιακό προσανατολισμό του προϋπολογισμού μπορεί να έχει η
αναπροσαρμογή του ΕΣΠΑ, με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και του ανθρώπινου δυναμι-
κού, με προσανατολισμό των πόρων του σε τομείς παραγωγής γνώσης, τεχνολογικής έρευνας καθώς και σε
παραγωγικά συμπλέγματα δραστηριοτήτων που μπορούν να λειτουργήσουν ως κινητήρες της ανάκαμψης.
Επίσης η εφαρμογή συστημάτων αξιολόγησης της αναπτυξιακής και της κοινωνικής αποτελε-
σματικότητας των δαπανών, θα επιτρέψει την ορθολογική κατανομή τους και τη βελτίωση του αναπτυξι-
ακού τους αποτελέσματος.
32. Άμεση ενίσχυση του φορολογικού μηχανισμού και της φορολογικής Διοίκησης.
Το ΟΕΕ έχει από τον Ιανουάριο του 2010 επεξεργασθεί αναλυτικές προτάσεις για την αναμόρφωση
του φορολογικού συστήματος, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την αναβάθμιση του φοροεισπρακτικού
και ελεγκτικού μηχανισμού και της φορολογικής διαχείρισης γενικότερα. Δυστυχώς το ΟΕΕ αγνοήθηκε κατά
το σχεδιασμό της φορολογικής πολιτικής. Η μεγάλη υστέρηση των φορολογικών εσόδων, παρά την επιβολή
νέων φόρων και την αύξηση του ΦΠΑ και η καταφυγή για μια ακόμη φορά στην πρακτική της «περαίωσης»,
δείχνει ότι η ανάγκη για μια δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση παραμένει και είναι ζωτική. Οι δυνατότητες για
ένα φορολογικό σύστημα απλό, αποτελεσματικό, σταθερό και κοινωνικά δίκαιο υπάρχουν.
Στην κατεύθυνση αυτή το ΟΕΕ θεωρεί επείγουσα ανάγκη την άμεση ενίσχυση του φοροελεγκτικού
μηχανισμού και της φορολογικής διοίκησης, ώστε όντως αυτή η «περαίωση» να είναι πράγματι η τελευταία.
19
απέναντι στο Σύμφωνο Σταθερότητας και τις τάσεις αυστηροποίησής του. Και τούτο γιατί τα κριτήρια του
ελλείμματος και του χρέους δεν μπορούν να ισχύσουν με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες και σε όλους
τους χρόνους, σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από δομικές ασυμμετρίες και ανισότητες στην ανάπτυξη
των επιμέρους χωρών. όπως αυτή της ευρωζώνης. Ιδιαίτερα σε συνθήκες ύφεσης, μεγάλης αβεβαιότη-
τας και συρρίκνωσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, η εμμονή στη δημοσιονομική σύσφιξη και τη
δημοσιονομική πειθαρχία ενέχει τον κίνδυνο επικίνδυνης εμβάθυνσης και επιμήκυνσης της ύφεσης και της
ανεργίας. Ενδεικτικό είναι ότι, παρά την ύπαρξη του Συμφώνου Σταθερότητας, οι 14 από τις 16 χώρες
της ευρωζώνης είχαν δημόσια ελλείμματα μεγαλύτερα του 3% (2009) και 11 χώρες είχαν επίπεδα χρέους
υψηλότερα του 60% του ΑΕΠ.
Για όλους αυτούς του λόγους το ΟΕΕ συμμερίζεται τους προβληματισμούς, σύμφωνα με τους
οποίους χωρίς τη ριζική αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας σε ένα Σύμφωνο για την ανάπτυξη,
την απασχόληση και την πραγματική σύγκλιση, οι αποκλίνουσες τάσεις στο εσωτερικό της ευρωζώνης θα
ενταθούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο για τις χώρες σε απόκλιση αλλά και για το ίδιο το ευρώ.
20
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
κράτους, που πρέπει να καταγραφεί, και να απεικονίζει όλες τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις του κρά-
τους, χωρίς κρυφά χρέη και ξεχασμένες απαιτήσεις και σε ό,τι αφορά στις βασικές του συντεταγμένες να
είναι τουλάχιστον τριετής και συνδεδεμένος με τις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και
κοινωνικές εξελίξεις.
38. Αξιολόγηση και έλεγχος της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των Δημόσιων Πόρων.
Το ΟΕΕ διαπιστώνει ότι η κύρια ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ευ-
ρωζώνης, δεν βρίσκεται στις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες (ως ποσοστό του ΑΕΠ), αλλά στην ανορθο-
λογική κατανομή τους, τη χαμηλή ή και αρνητική κοινωνική και παραγωγική αποτελεσματικότητά τους,
τη σπατάλη ανθρώπινων και υλικών πόρων, τις συχνές επικαλύψεις και την ενασχόληση πολλές φορές
πολλαπλών υπηρεσιών με το ίδιο αντικείμενο. Κατά την άποψη του ΟΕΕ είναι επείγουσα ανάγκη, πέρα από
τους ελέγχους τυπικής νομιμότητας που πρέπει να απλουστευθούν, να διαμορφωθούν σε όλη την κλίμακα
της διοίκησης συστήματα τόσο προληπτικής όσο και εκ των υστέρων αξιολόγησης του κοινωνικού απο-
τελέσματος των δαπανών, με στόχο τη μεγιστοποίηση αυτής της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των
δαπανών αλλά και του κόστους των φοροαπαλλαγών. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει και η
μετεξέλιξη του υφιστάμενου «προϋπολογισμού κονδυλίων» σε «προϋπολογισμό προγραμμάτων». Αυτό,
εκτός των άλλων, προϋποθέτει την ανάλυση κόστους οφέλους με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς για
κάθε προγραμματική λειτουργία. Η επιτυχής όμως εφαρμογή των τελευταίων εξαρτάται από συγκεκριμέ-
νες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων από την ύπαρξη μακροχρόνιου προγράμματος και τη λειτουργία
της διοίκησης σε όλες τις βαθμίδες της, με βάση τις αρχές της διαφάνειας, του δημοκρατικού προγραμμα-
τισμού και τη ριζική εξάλειψη του κομματισμού.
39. Σε πολλά από τα θέματα αυτά το ΟΕΕ έχει ήδη διατυπώσει θέσεις. Όμως, υπό τις κρίσιμες συν-
θήκες που έχουν διαμορφωθεί, το ΟΕΕ αναγνωρίζει ως χρέος του να συμβάλει με ακόμη πιο έντονο τρόπο,
21
τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνεργασία με άλλους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς, στη μελέτη
του οικονομικού προβλήματος της χώρας όσο και στη διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων, με κριτήριο
το δημόσιο συμφέρον και τις ανάγκες της κοινωνίας.
22
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ
ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
1.1 Μακροοικονομικό πλαίσιο1
Την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα γνώρισε μία περίοδο εξαιρετικής οικονομικής ανάπτυξης. Το ΑΕΠ
αυξήθηκε κατά περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες ταχύτερα από όσο στην ΕΕ. Ακόμη και το 2009, που το
ΑΕΠ στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 4%, στην Ελλάδα η πτώση ήταν στο μισό (-2%). Η πρόσφατη όμως
χρηματοοικονομική κρίση και η απώλεια εμπιστοσύνης μέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης αβεβαιότη-
τος ανέκοψαν απότομα και με επώδυνο τρόπο την πορεία ανάπτυξης της χώρας, αναδεικνύοντας μάλιστα
τα δομικά και δημοσιονομικά της προβλήματα. Στο πρώτο εξάμηνο του 2010 το ΑΕΠ μειώθηκε έναντι της
αντίστοιχης περιόδου του 2009 κατά 3% και ολόκληρο το χρόνο η μείωση αναμένεται ότι θα κυμανθεί
περί το 4%. Η ανεργία προβλέπεται ότι θα υπερβεί το 12% και οι μέσες πραγματικές αποδοχές, επηρεα-
ζόμενες και από τον υψηλό πληθωρισμό, θα μειωθούν κατά 8% στο σύνολο της οικονομίας και 17% στο
Δημόσιο (Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής Τράπεζας της Ελλάδος, Οκτώβριος 2010).
Η άνοδος του ΑΕΠ από το 2000 έως το 2008 στηρίχτηκε περισσότερο στην αύξηση της εσωτερικής
ζήτησης μέσα από την άφθονη και με χαμηλό κόστος χρηματοδότηση. Κινητήρια δύναμη ήταν κυρίως η
αύξηση της κατανάλωσης λόγω μείωσης των επιτοκίων και της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστή-
ματος, η αύξηση των επενδύσεων κυρίως του δημοσίου λόγω κοινοτικών κονδυλίων και η αύξηση των
επενδύσεων στην αγορά κατοικίας, λόγω της ραγδαίας αύξησης των στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, η
ζήτηση αυτή στρεφόταν κυρίως σε εισαγόμενα αγαθά. Στην ίδια περίοδο, δεν υπήρξαν σαφείς ενδείξεις για
επιτάχυνση ανόδου στους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα
αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό τεκμηριώνεται από την διεύρυνση του ανοίγματος του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών και επιβεβαιώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της ζήτησης από τις πηγές που ανα-
φέρθηκαν πηγαίνει στο εξωτερικό και συμβάλλει στην ανάπτυξη των οικονομιών άλλων χωρών και όχι της
χώρας μας.
Η φοροδιαφυγή και οι κοινωνικές παροχές αυξήθηκαν δραματικά το 2009 σε μία προσπάθεια να
κερδηθούν οι εκλογές. Δεν έγινε καμία προσπάθεια πριν και μετά τις εκλογές να συγκρατηθούν οι δαπάνες
και να αυξηθούν τα έσοδα, διότι το 2009 ήταν για τη νέα κυβέρνηση μία χαμένη χρονιά, που ούτως ή
άλλως θα χρεωνόταν στην προηγούμενη κυβέρνηση. Έτσι το έλλειμμα διπλασιάσθηκε σε 13,6% του ΑΕΠ
το 2009 από 7,7% το 2008.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα στην πιο δύσκολη φάση των τελευταίων δεκαετιών, αποτέ-
λεσμα της χρόνιας διστακτικότητας στην αντιμετώπιση των δομικών της προβλημάτων και του μοντέλου
ανάπτυξης που ακολούθησε. Με την παρουσία της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, το
αδιέξοδο έγινε φανερό σε όλους και η θέση της χώρας στις διεθνείς αγορές επιδεινώθηκε δραματικά. Προ-
σπάθεια εσπευσμένης διάσωσης από τις καταστροφικές εξελίξεις ήταν η ενεργοποίηση του μηχανισμού
1. Μεταξύ άλλων βλ. (α) Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής Τράπεζας της Ελλάδος, Οκτώβριος 2010, (β) Η Ελληνική Οικονομία, Ίδρυμα
Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών, 3/10, Τριμηνιαία Έκθεση, Τέυχος 61, Σεπτέμβριος 2010, (γ) Οικονομικό Δελτίο, Τριμηνιαία Έκδοση της
Alpha Bank A.E., Σεπτέμβριος 2010, Τεύχος 113. Επίσης Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2011, Υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 2010.
23
στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, με βάση το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής που συμφωνήθηκε.
Το Πρόγραμμα παρέχει μια τριετή περίοδο χρηματοδότησης της χώρας από τα κράτη-μέλη της
ζώνης του ευρώ και το ΔΝΤ, καθώς το κόστος προσφυγής στις αγορές ήταν και παραμένει απαγορευτικό.
Παράλληλα, καθορίζει τις γενικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια, τόσο
στο δημοσιονομικό τομέα όσο και στην εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στον
ευρύτερο δημόσιο τομέα και στη λειτουργία των αγορών. Έτσι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα
σε βαθειά ύφεση καθώς υλοποιείται ένα πολύ δύσκολο έργο δημοσιονομικής αλλά και συνολικότερης
προσαρμογής.
Οι προοπτικές δεν είναι αισιόδοξες. Μεσοπρόθεσμα αναμένεται σημαντική συρρίκνωση του διαθέ-
σιμου εισοδήματος μέσω της περικοπής των μισθών και των συντάξεων, της αύξησης της ανεργίας, της
μείωσης της απασχόλησης αλλά και της αυξημένης φορολογικής επιβάρυνσης στα εισοδήματα. Τα πρώτα
μέτρα πολιτικής με την εν γένει αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας στην κατεύθυνση της περίσσιας ευε-
λιξίας, την απελευθέρωση των απολύσεων, τη μείωση των αποζημιώσεων και της περικοπής των μισθών,
την κατάργηση των όποιων προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας κ.ά., αναμένεται να
εκτινάξουν στα ύψη την ανεργία και να επιτείνουν την ύφεση.
Το έως τώρα κόστος των αλλαγών εμφανίζεται υψηλό και διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας. Το
κόστος αυτό εντοπίζεται κυρίως στις αποδοχές και στις συντάξεις, ιδίως στον δημόσιο τομέα, στην αυξημέ-
νη φορολογική επιβάρυνση επιχειρήσεων και κυρίως φυσικών προσώπων και στην ύφεση της οικονομικής
δραστηριότητας που επηρεάζει τα εισοδήματα και την απασχόληση σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Με την όλη προσπάθεια να έχει επικεντρωθεί στη συγκέντρωση χρημάτων για την ικανοποίηση
των δανειστών μας, οι παρεμβάσεις που γίνονται χαρακτηρίζονται από έντονο μη αναπτυξιακό χαρακτή-
ρα που βαθαίνει ακόμα περισσότερο την ύφεση και δυσχεραίνει την έξοδο από αυτή. Για παράδειγμα,
η φορολογική πολιτική της αύξησης της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ, ειδικών φόρων κατανάλωσης κ.ά.),
στη σημερινή συγκυρία, έχει καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα, χωρίς να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην
επιβαρυνθεί δυσανάλογα η οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική περιστολής των
δαπανών υλοποιείται χωρίς καμία αξιολόγηση για την αναγκαιότητά τους αλλά με μόνο κριτήριο την ευ-
κολία περικοπής.
Οι αμοιβές προσωπικού το 2009 ήταν 65% των άμεσων και έμμεσων φόρων, έναντι 45% στην
ΕΕ. Το μνημόνιο οδηγεί τον λόγο αυτό προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο το 2012 με πάγωμα προσλήψεων,
μισθών, μείωση προσωπικού κ.λπ. Αναφορικά με τα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης, το 2008 οι κοι-
νωνικές μεταβιβάσεις ως ποσοστό των φορολογικών εσόδων και των εισφορών για την κοινωνική ασφά-
λιση έφτασαν στο 61% (2009, 65%) στην Ελλάδα, έναντι 45% στην Ευρώπη (Έκθεση ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την
Απασχόληση, 2010). Προκύπτει, λοιπόν, ότι τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε μεγάλη αύξηση των δαπανών
χωρίς να υπάρχουν οι αντίστοιχοι μη δανειακοί πόροι χρηματοδότησής τους. Υπήρξαν επίσης υπέρμετρες
σπατάλες σε πολλούς τομείς της δημόσιας διοίκησης και έντονη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή που
επιδείνωσαν υπέρμετρα το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Συνεπώς, το να διορθωθεί η κακοδιαχεί-
ριση είναι από τα πρώτα ζητούμενα για την έξοδο από την κρίση, χωρίς μάλιστα κοινωνικές επιπτώσεις.
Το ασφαλιστικό σύστημα, δεν έχει σήμερα τους πόρους για να καλύψει τις πληρωμές για συντάξεις,
σε έναν πληθυσμό που γερνάει με γρήγορο ρυθμό. Πέραν των άλλων, το ασφαλιστικό υποφέρει και λόγω
της πραγματικής του κοινωνικής ανάγκης για επέκταση του συστήματος για να καλυφθούν ασφαλισμένοι
24
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
με λίγες ή καθόλου εισφορές, αλλά κυρίως λόγω της εισφοροδιαφυγής και της κακοδιαχειρίσεως των πό-
ρων και των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων.
Σε μία προσπάθεια να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να αυξηθεί η απασχόληση και τα εισοδήματα,
επιχειρείται η χωρίς προηγούμενο απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδι-
αιτερότητες της ελληνικής αγοράς εργασίας (μικρές επιχειρήσεις οικογενειακού τύπου, υψηλά ποσοστά αδή-
λωτης και ανασφάλιστης εργασίας, πολυνομία που συχνά παραβιάζεται κ.α.). Έτσι, διαμορφώνεται σταδιακά
ένα σύνολο μη συνεκτικών παρεμβάσεων οικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής, σε ένα κλίμα γενικευμέ-
νης απαισιοδοξίας για το μέλλον του τόπου. Το κλίμα αυτό επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες καταναλωτών
και επιχειρήσεων, πράγμα που οδηγεί σε εμβάθυνση της ύφεσης καθώς μειώνονται ή αναβάλλονται οι κατα-
ναλωτικές και οι επενδυτικές δαπάνες από όλες τις κατευθύνσεις (δημόσιο, επιχειρηματίες).
Για να περιοριστεί το εύρος της ύφεσης και να επισπευσθεί η ανάκαμψη, πρέπει καταρχάς να δοθεί
μια αισιόδοξη προοπτική προς όλες τις κατευθύνσεις που θα περιορίζει την κινδυνολογία και την αβεβαιό-
τητα και θα καταδεικνύει την έξοδο διαφυγής. Η ίδια η προοπτική εξόδου από την κρίση θα αναθερμάνει
την επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία σήμερα δέχεται έντονα τις επιπτώσεις της μειωμένης ζήτησης,
της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, της επιβραδυνόμενης πιστωτικής επέκτασης και του αυξημένου φορο-
λογικού βάρους. Όσον αφορά το τελευταίο, η αύξηση των εσόδων πρέπει κυρίως να προσανατολιστεί στη
διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Περαιτέρω αύξηση της επιβάρυν-
σης των ήδη φορολογουμένων θα κατέληγε όχι μόνο να επιτείνει την ύφεση αλλά να επιτύχει το αντίθετο
από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή μείωση αντί αύξηση των εσόδων.
Η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει όταν οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες και οι καταναλωτές πι-
στέψουν ότι όλα αυτά τα μέτρα και οι διαρθρωτικές αλλαγές οδηγούν σε ένα καλύτερο αύριο, σε μία ισχυ-
ρότερη οικονομία. Χρειάζεται ένα κράτος με αποτελεσματικότερη παρέμβαση στα οικονομικά πράγματα.
Οι ασκούντες την οικονομική πολιτική πρέπει να εξαλείψουν τη διαφθορά, να επιβάλουν την αξιοκρατία,
να επενδύσουν στην παιδεία και στις κοινωνικές υποδομές.
Η δεύτερη και πιο σημαντική προϋπόθεση επιτυχίας του Προγράμματος είναι η επάρκεια και αποτε-
λεσματικότητα των μηχανισμών που καλούνται να το εφαρμόσουν, δηλαδή της Δημόσιας Διοίκησης. Στην
κατεύθυνση αυτή υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις. Χρειαζόμαστε σήμερα μια συνολική, ριζική ανα-
συγκρότηση του κράτους πάνω σε νέες, πιο διαφανείς βάσεις, ώστε οι λειτουργίες του να δίνουν έμφαση
στην κοινωνική διάσταση των πραγμάτων, να ενθαρρύνουν τη δημιουργική πρωτοβουλία και να προάγουν
την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
25
παρεχομένων δημοσίων υπηρεσιών (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, κοινωνικές υπηρεσίες κ.λπ.).
Το φορολογικό σύστημα, σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει
τα έσοδα για να καλύψει τις ανάγκες του κράτους. Η αδυναμία συγκέντρωσης των εσόδων το οδηγεί
σε εύκολες πρακτικές με την υπέρμετρα υψηλή φορολόγηση της οικοδομής και των εισοδημάτων από
μισθούς και την προκλητικά χαμηλή φορολόγηση όλων των υπολοίπων. Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από τη
στρέβλωση των κινήτρων για εργασία και αποταμίευση, από έντονα αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα, καθώς ο
φοροεισπρακτικός σκοπός κυριαρχεί και εκμηδενίζει οποιοδήποτε αναπτυξιακό περιεχόμενο.
Η πρόσφατη περαίωση των φορολογικών εκκρεμοτήτων δεν αποτελεί καλή επιλογή για την αύξηση
των εσόδων. Η όλη προσπάθεια πρέπει πλέον να βασιστεί στον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό και αναδιάρ-
θρωση του φορολογικού συστήματος για την εφαρμογή νέων πρακτικών και αποτελεσματικών μεθόδων
σύλληψης της φοροδιαφυγής. Παράλληλα, μετά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν εισαχθεί την τελευταία
περίοδο και οι οποίες καθιστούν το φορολογικό περιβάλλον ιδιαίτερα ρευστό, είναι τώρα ανάγκη να δη-
μιουργηθεί ένα αξιόπιστο φορολογικό περιβάλλον που θα εξασφαλίζει σταθερότητα των φορολογικών
συντελεστών και αποτελεσματική λειτουργία των φορολογικών μηχανισμών.
Από την πλευρά της διάρθρωσης των φορολογικών εσόδων και κυρίως της άμεσης φορολογίας, τα
τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική υστέρηση, αποτυπώνοντας την έντονη φοροδιαφυγή. Παρά το
γεγονός ότι το πρόβλημα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες εντοπίζεται στην άμεση φορολογία,
το Μνημόνιο προβλέπει ότι την περίοδο 2010-2013, οι έμμεσοι φόροι θα αυξηθούν κατά 4,7 δισ. €, ενώ οι
άμεσοι φόροι μόνο κατά 2,8 δισ. € αφού η πάταξη της φοροδιαφυγής σε περίοδο υφέσεως είναι εξαιρετικά
δύσκολη υπόθεση, αφήνοντας μεγαλύτερο περιθώριο για την αύξηση των έμμεσων φόρων.
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα έχει ως βασικές συνιστώσες τις
διογκούμενες και σπάταλες δημόσιες δαπάνες, τη χαμηλή κοινωνική και παραγωγική αποτελεσματικότητα
των δημόσιων δαπανών, τις υψηλότερες σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ στρατιωτικές δαπάνες, καθώς και
τις δαπάνες για τους τόκους του Δημοσίου Χρέους, τα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης και τη φο-
ροδιαφυγή. Η δημοσιονομική προσαρμογή, για να είναι πιο αποτελεσματική, πρέπει να συνδυάζει τη βελ-
τίωση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών, την αύξηση των εσόδων, καθώς και τη μείωση
των δαπανών, η οποία όμως δεν πρέπει να πλήξει τις δημόσιες επενδύσεις και το κοινωνικό κράτος. Είναι
βέβαια γεγονός ότι από την έναρξη εφαρμογής του Προγράμματος Σταθερότητας μέχρι σήμερα η μείωση
των δαπανών ήταν μεγάλη. Στηρίχθηκε όμως κατά κύριο λόγο στην περικοπή των μισθών και των συντά-
ξεων, ενώ υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για ουσιαστικές μειώσεις των δαπανών, εφόσον αντιμετωπιστούν
και εξαλειφθούν δομικές αδυναμίες του κράτους. Η δημοσιονομική εξυγίανση πρέπει να προχωρήσει στον
περιορισμό της σπατάλης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στη συγχώνευση ή και κατάργηση φορέων
του Δημοσίου που δεν προσφέρουν πραγματικό έργο. Η δημοσιονομική εξυγίανση θα είναι βιώσιμη και
επιτυχής, αν προκύψει από τη ριζική αναδιάρθρωση του κράτους σε όλες τις βαθμίδες του. Εκείνο όμως
που επιπλέον απαιτείται είναι να σχεδιαστεί, παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, μία δυναμική
επανέναρξη της αναπτυξιακής διαδικασίας, που θα στηρίζεται αυτή τη φορά σε διαφορετικό μοντέλο.
Χρειαζόμαστε δηλαδή ένα διαφορετικό και συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης το οποίο θα προτείνει νέες πολιτι-
κές μέσα από την ενεργοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, την ενθάρρυνση της έρευνας και καινοτομίας,
της εκπαίδευσης και των κοινωνικών επενδύσεων.
26
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
27
νομίσματος έθεσε την άσκηση της Δημοσιονομικής Πολιτικής σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο, με αποκεντρω-
μένη άσκηση από κράτη- μέλη μέσα από ισχυρούς κανόνες, ενώ η νομισματική πολιτική ξεκίνησε να ασκεί-
ται κεντρικά. Τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν τους
τις ξεχωριστές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε κράτος και τις διαφορετικές ελαστικότητες στις αγο-
ρές προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίου. Η διαφορετική οικονομική δομή στην παραγωγή της κάθε χώρας
συνεπαγόταν και διαφορετικό αντίκτυπο και συνέπειες από μία πιθανή οικονομική κρίση. Η δημοσιονομική
πολιτική της Ε.Ε. στερούταν ευελιξίας, τη στιγμή μάλιστα που τα κράτη-μέλη στερούνται τη δυνατότητα
νομισματικής πολιτικής. Η νομισματική πολιτική ήταν αυστηρή και δυσκίνητη.
Επιπλέον, υπήρχε παντελής θεσμική έλλειψη στην πολιτική διαχείρισης κρίσεων και πλαισίου αλλη-
λοϋποστήριξης μεταξύ των κρατών-μελών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η διαχείριση συστημικών κινδύνων
καθώς και η άσκηση αντικυκλικής πολιτικής να παραμένει κυρίως εθνική υπόθεση. Το ΟΕΕ είχε εντοπίσει
αυτό το θεσμικό κενό της ΕΕ και είχε προτείνει από το 2001 την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Χωρίς η Ελλάδα να είναι άμοιρη των ευθυνών της, το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ την εξώθησε σε μία
κατεύθυνση που έβλεπε ως μόνο δείκτη στην άσκηση της δημοσιονομικής πολικής, βραχυχρόνια, το ποσο-
στό του χρέους ως προς το ΑΕΠ και δεν μπορούσε να στραφεί σε μία κατεύθυνση που σε βάθος χρόνου θα
επέτρεπε μια πιο ενεργητική αξιοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Η περιπέτεια της Ελλάδος και ο κίνδυνος γενίκευσης της κρίσης και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού
νότου, έδειξε την αδυναμία των κοινοτικών διαδικασιών περί υπερβολικού ελλείμματος να οδηγήσουν σε
ελεγχόμενη επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Έγινε φανερό ότι όταν ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης χάνει την αξιοπιστία του, όπως συνέβη
με την Ελλάδα, η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει την κατάσταση κατά περίπτωση, χωρίς επαρκή συντονισμό και
ξεκάθαρη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα υπέσκαψε την εμπιστοσύνη
των αγορών στη ζώνη του ευρώ και ανάγκασε και άλλες ευρωπαϊκές χώρες να υιοθετήσουν μέτρα λιτότη-
τας, καθώς οι αγορές έχουν γίνει πλέον πιο ευαίσθητες σε θέματα δημοσίου χρέους και κινδύνου κρατικών
ομολόγων. Είναι προφανές ότι η συνοχή της ευρωζώνης και η σταθερότητα του ευρώ απαιτούν μια νέα
αρχιτεκτονική, η οποία να εξασφαλίζει την αντιμετώπιση συστημικών κινδύνων και να αποτρέπει τη διεύ-
ρυνση της ανισομέρειας στο εσωτερικό της. Οι αλλαγές όμως αυτές, για να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο
στόχο τους, προϋποθέτουν τη δημοκρατική πολιτική νομιμοποίησή τους, καθώς και τον συνυπολογισμό
των αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων όλων των χωρών και των κοινωνιών.
Από την κρίση στην Ελλάδα είναι πιθανό ότι θα αλλάξει το ευρωπαϊκό τοπίο της δημοσιονομικής
πειθαρχίας. Γνωρίζοντας από την περίπτωση της Ελλάδας ότι μπορεί να χαθεί η πρόσβαση στις αγορές, οι
κυβερνήσεις στο μέλλον θα είναι προσεκτικές και θα αποφεύγουν καταστάσεις δημοσιονομικής εκτροπής.
Άλλωστε, μία τέτοια κατάσταση θα είναι πιο δύσκολο να προκύψει δεδομένων των διαδικασιών που φαί-
νεται να δρομολογούνται.
28
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ματικής οικονομίας. Η εκρηκτική ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και η επέκταση του
δανεισμού, δημόσιου και ιδιωτικού, αρχικά λειτούργησε ως παράγοντας μεγέθυνσης της οικονομίας, για
να γίνει όμως τελικά σημαντικός παράγοντας κρίσης. Η σχεδόν αποκλειστική προσπάθεια του κράτους
να στηρίξει τις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα διόγκωσε το ήδη υψηλό χρέος, γεγονός που
συνέβαλε στη μετατροπή της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική και πραγματική. Οι σκληρές
περιοριστικές πολιτικές λιτότητας, με έντονα αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά, μετατρέπουν σήμερα τη
δημοσιονομική κρίση σε κοινωνική, με αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση της ανεργίας, τη μείωση των
χαμηλών εισοδημάτων, την επέκταση της φτώχειας, τον κίνδυνο αποδιάρθρωσης του παραγωγικού και
του κοινωνικού ιστού.
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι σύνθετη, τόσο ως προς τις αιτίες της όσο και ως προς τις
διαστάσεις και τις εκδηλώσεις της. Είναι αποτέλεσμα ενδογενών αιτιών, οι οποίες όμως διασυνδέονται
με την ευρωπαϊκή και τη διεθνή κρίση. Η κρίση άρχισε ως χρηματοπιστωτική, πολύ σύντομα όμως επε-
κτάθηκε στην πραγματική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά. Εκείνο που παρατηρείται διεθνώς είναι
η έμφαση που δόθηκε στη διάσωση των τραπεζών με δημόσιους πόρους, αφήνοντας στις φτωχότερες
τάξεις να πληρώσουν το λογαριασμό. Με τον τρόπο αυτό, η χρηματοπιστωτική κρίση καταλήγει σε μια
κρίση του κοινωνικού κράτους και της εργασίας. Ο συνδυασμός δε της οικονομικής και της κοινωνικής με
την οικολογική κρίση και την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, θέτει πρόσθετες αδήριτες
απαιτήσεις για την άμεση διέξοδο.
Η ευρωπαϊκή διάσταση της πρόσφατης κρίσης είναι σημαντική για την κατανόησή της. Η κρίση
του ελληνικού δημόσιου χρέους έγινε παράγοντας αποσταθεροποίησης του ευρώ και αιτία διεθνών κερ-
δοσκοπικών επιθέσεων. Ταυτόχρονα η απουσία κοινών πολιτικών άμυνας της Ε.Ε. επέτεινε την κρίση του
ελληνικού χρέους λόγω της αδυναμίας της ΕΚΤ να λειτουργήσει ως δανειστής ύστατης ανάγκης και της
αρχικής άρνησης και παλινωδίας των κυβερνήσεων της ευρωζώνης να προχωρήσουν στην άμεση δημιουρ-
γία κοινών μηχανισμών δανεισμού. Έτσι, αφενός η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να αντιδράσουν
στην επερχόμενη δημοσιονομική κρίση και αφετέρου η αρχική στάση της Ε.Ε. και της ΕΚΤ, είχαν ως απο-
τέλεσμα τον ουσιαστικό αποκλεισμό της Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές δανεισμού. Ανάλογες τάσεις, αν
και με διαφορετική ένταση, παρατηρούνται στις περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Ωστόσο στην περίπτωση της Ελλάδος η έλλειψη αξιοπιστίας συνιστά μια ιδιαίτερη διάσταση της
κρίσης. Η κρίση αξιοπιστίας δεν αφορά μόνο στις σχέσεις με τους ξένους αλλά πρωταρχικά αφορά στην
αξιοπιστία της πολιτικής, του πολιτικού συστήματος, του κράτους και των ίδιων των θεσμών. Μια πτυχή
της κρίσης αξιοπιστίας είναι η αδιαφάνεια της δημοσιονομικής διαχείρισης και των στατιστικών στοιχεί-
ων. Η αδιαφάνεια της δημοσιονομικής διαχείρισης δεν στρέφεται ενάντια στους ξένους ή στις «αγορές»
αλλά πρωτίστως κατά του ελληνικού λαού και της ελληνικής κοινωνίας. Οι ευθύνες είναι πολιτικές και οι
προσπάθειες συλλογικής ενοχοποίησης και διασυρμού του ελληνικού λαού, των εργαζόμενων και της ελ-
ληνικής κοινωνίας είναι απαράδεκτα σκόπιμες και κακόβουλες.
Είναι πλέον σαφές ότι με τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ο βαθμός αλληλεξάρτη-
σης μεταξύ των οικονομιών έχει αυξηθεί, όπως και η ταχύτητα με την οποία μεταδίδονται στην περιφέ-
ρεια οι εξελίξεις στα μεγάλα οικονομικά κέντρα. Η έκταση στην οποία η διεθνής συγκυρία επηρεάζει τις
εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι συνάρτηση του ρόλου που διαδραματίζουν σ’ αυτήν οι κλάδοι των
διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Όσο υψηλότερο είναι το μερίδιό τους στο ΑΕΠ, όσο δηλα-
δή περισσότερο ανοικτή είναι μία οικονομία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αντίκτυπος, αρνητικός ή θετικός,
29
και τόσο οι επιδράσεις εκδηλώνονται ταχύτερα.
Η βελτίωση των ρυθμών ανόδου στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια στηρίχθηκε σε πολύ μεγάλο
βαθμό στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης για κατανάλωση, στις δημόσιες επενδύσεις και στην κατοικία
και σε πολύ μικρότερο βαθμό στην ικανοποίηση της διεθνούς ζήτησης και την αύξηση της παραγωγής.
Δηλαδή στον βαθμό που οι σημαντικότεροι κλάδοι της παραγωγής της ελληνικής οικονομίας, (πρωτογενής
τομέας, ναυτιλία, τουρισμός) κατέχουν περίπου το 30% του ΑΕΠ, ή και λιγότερο, τα τελευταία χρόνια,
η επιβράδυνση της διεθνούς ανάπτυξης θα επηρέαζε λιγότερο αρνητικά την ελληνική οικονομία, όπως
και έγινε μέχρι και το 2008. Είναι δε σαφές ότι η εσωτερική ζήτηση τροφοδοτήθηκε ως προς τις δημόσιες
δαπάνες από τα κοινοτικά κονδύλια, ενώ ως προς τις ιδιωτικές επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση
από την επέκταση της τραπεζικής πίστης, που ξεκίνησε με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστή-
ματος, και όχι από την αύξηση παραγωγής και την ενδυνάμωση της οικονομίας. Έτσι τελικά κερδίσαμε
ένα βραχυχρόνιο πλεονέκτημα από την επιβραδυνόμενη ανάπτυξη διεθνώς στη δεκαετία του 2000, αλλά
μακροχρόνια χάσαμε ως προς την προοπτική της βελτίωσης ή έστω και της διατήρησης των ίδιων ρυθμών
ανάπτυξης, όταν η διεθνής οικονομία θα ξεπέρναγε μια πιθανή οικονομική κρίση. Το τελευταίο αποτελούσε
και σύσταση του ΔΝΤ εκείνη την εποχή και είχε επισημανθεί και από το ΟΕΕ.
30
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
31
1.1.7. Χρέος και κόστος εξυπηρέτησης
Ένα οικονομικό σύστημα είτε αυτό είναι το Ελληνικό Κράτος είτε είναι μία ελληνική οικογένεια
μπορεί να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις του μέχρι ένα ύψος δανεισμού. Π.χ. μία οικογένεια
με ετήσιο συνολικό οικογενειακό εισόδημα 30.000 ευρώ μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα χρέος μέχρι ένα
συγκεκριμένο ύψος. Όσο το επιτόκιο αυξάνει τόσο θα δυσκολευτεί να ικανοποιήσει τις οικονομικές υπο-
χρεώσεις της. Υπάρχει όμως ένα ανώτατο όριο στο χρέος το οποίο αν το ξεπεράσει, δεν θα είναι σε θέση
να ικανοποιήσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της και θα οδηγηθεί στη χρεοκοπία.
Βεβαίως το κράτος διαφέρει τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από τις επιχειρήσεις, λόγω των κυρι-
αρχικών δικαιωμάτων του και το όριο του κρατικού δανεισμού ή του κινδύνου χρεοκοπίας δεν μπορεί να
ορισθεί με αποκλειστικά οικονομικούς όρους. Προσπάθειες να προσδιορισθεί ένα τέτοιο όριο με βάση το
λόγο χρέους προς ΑΕΠ, δεν έχουν οδηγήσει σε κοινά αποδεκτά συμπεράσματα. Το ίδιο έχει συμβεί και με
ανάλογες προσπάθειες, με βάση τον υπολογισμό της «καθαρής θέσης» του δημοσίου.
Το ΔΝΤ, σε πρόσφατη μελέτη του, χρησιμοποιεί την έννοια «δημοσιονομικός χώρος»2, ο οποίος
προσδιορίζεται από ευρύτερους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και ιστορικούς παράγοντες. Ανε-
ξάρτητα όμως από το εύρος τούτο λόγω «χώρου», η συσσώρευση του χρέους και η δαπάνη εξυπηρέτη-
σής του επηρεάζουν την κατανομή των πόρων, αφού η αύξηση της δημόσιας δαπάνης για τους τόκους
επηρεάζει τη δυνατότητα διάθεσης πόρων για παιδεία, υγεία, εκπαίδευση κλπ. Από την άποψη αυτή,
ακριβώς οι προοπτικές γεννούν εύλογα ερωτηματικά.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του IMF, το γενικό χρέος της ελληνικής κυβέρνησης θα
φθάσει στο 149% το 2012 και 2013. Η δυνατότητα ή όχι της αποπληρωμής του χρέους εξαρτάται πρωτί-
στως από το κόστος εξυπηρέτησης αυτού του χρέους. Το 2013 και 2014, το Ελληνικό κράτος θα πρέπει
να πληρώσει τόκους που αντιστοιχούν στο 8,1% και 8,4% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Το κόστος δανεισμού
από το μνημόνιο είναι δυσβάστακτο και οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό και δυσκολία εξυπηρέτησής του.
Με μικρότερο κόστος δανεισμού οι θυσίες του Έλληνα πολίτη μπορεί να δώσουν διέξοδο από το σπιράλ
ύφεσης που έχει μπει η ελληνική οικονομία.
Στο μνημόνιο γίνεται αναφορά σε μη προνομιακά επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας. Με τόσο υψηλά
επιτόκια η Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να αντεπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις. Πόσο μάλλον σε
συνδυασμό με τις υπάρχουσες συνθήκες συρρίκνωσης της οικονομίας (μείωση του ΑΕΠ, υποκατανάλωση,
φορολογικό πληθωρισμό, μείωση οικογενειακών εισοδημάτων και αύξηση ανεργίας).
«Προκειμένου να τεθούν τα κίνητρα για την Ελλάδα να επιστρέψει στη χρηματοδότηση των αγο-
ρών, τα δάνεια από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα χορηγηθούν με μη προνομιακά επιτόκια. Η
μέθοδος τιμολόγησης που χρησιμοποιείται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποτελεί το
κατάλληλο σημείο αναφοράς προκειμένου να τεθούν οι όροι των διμερών δανείων των κρατών μελών
της Ευρωζώνης, ενδεχομένως με κάποιες αναπροσαρμογές. …. Πρόκειται να εφαρμοσθεί χρέωση που
ανέρχεται στις 300 μονάδες βάσης. Χρέωση επιπλέον 100 μονάδων βάσης θα ισχύσει για ποσά με
διάρκεια άνω των 3 ετών. Σε συμφωνία με τις χρεώσεις του Δ.Ν.Τ., εφάπαξ ποσό αμοιβής για υπηρεσίες
στις 50 μονάδες βάσης θα χρεωθεί για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών».
32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
33
1.2. Το Θεσμικό Πλαίσιο Κατάρτισης και Ελέγχου του Προϋπολογισμού
1.2.1. Στη ρίζα των Greek statistics
Η σημερινή κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι μια δομική κρίση ενός ολόκληρου οικονομικού
μοντέλου, που άλλωστε εφάπτεται και με την αντίστοιχη παγκόσμια κρίση που έχει ξεκινήσει από το
2008. Ακόμη κι αν δεχτούμε όμως ότι η ελληνική κρίση οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην «κακή δια-
χείριση» των δημόσιων οικονομικών, όπως υποστηρίζει ο κυρίαρχος λόγος, θα πρέπει να αναζητηθούν οι
συγκεκριμένες ευθύνες, που δεν είναι μόνο διαχειριστικές αλλά συνδέονται με τις πολιτικές αντιλήψεις και
πρακτικές που κυριάρχησαν στη χώρα σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Αντιλήψεις που προκά-
λεσαν τη σημερινή κρίση διεθνούς αξιοπιστίας της Ελλάδας, διασύροντας τη χώρα παγκοσμίως μέσα από
τις διαβόητες πια πρακτικές των «greek statistics».
Ο ασφυκτικός δημοσιονομικός έλεγχος τον οποίο υφίσταται σήμερα η Ελλάδα από την τρόικα
αιτιολογήθηκε όχι μόνο από την κακή διαχείριση αλλά και την πάγια χάλκευση των δημοσιονομικών με-
γεθών που έδιναν στην ΕΕ οι κυβερνήσεις της χώρας. Η ρίζα του προβλήματος επομένως εντοπίζεται
στην υπονόμευση, ιδίως τα τελευταία χρόνια, της διαδικασίας κατάρτισης και υλοποίησης του κρατικού
Προϋπολογισμού. Δηλαδή της κεντρικής πράξης άσκησης της οικονομικής πολιτικής της χώρας, μέσω της
οποίας αναδιανέμεται ένα μεγάλο μέρος του εθνικού εισοδήματος και ρυθμίζεται η υλική βάση άσκησης
πολιτικής, σε μια σειρά τομείς με ιδιαίτερο κοινωνικό βάρος όπως η υγεία, η παιδεία, το κοινωνικό κράτος,
αλλά και ευρύτερα σε όλους τους τομείς οικονομικής παρέμβασης του κράτους: στην άμυνα, στη δημόσια
διοίκηση, στη δημόσια τάξη κλπ.
Ο τρόπος με τον οποίο υλοποιείται ο προϋπολογισμός υπήρξε εμφανώς προβληματικός, κυρίως
επειδή ελαχιστοποιούσε τις δυνατότητες δημοκρατικού ελέγχου των βασικών οικονομικών πολιτικών.
Καθιστούσε πανίσχυρη την εκτελεστική εξουσία, η οποία με αδιαφανή τρόπο και χωρίς πολιτικό και κοι-
νωνικό έλεγχο διαχειριζόταν τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας. Η δημοσιονομική διαχείριση είχε ως
κυρίαρχα χαρακτηριστικά την αδιαφάνεια, τη σπατάλη δημόσιων πόρων, τις πελατειακές σχέσεις, ακόμη
και τη διαφθορά. Συνεπώς δεν συνδέθηκε ποτέ με την μεσο-μακροπρόθεσμη εξέλιξη και διαμόρφωση
των δημοσιονομικών, μακροοικονομικών και κοινωνικών μεγεθών.
34
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
έκτασή της. Έτσι η ίδια λογιστική εγγραφή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νόμιμη ή παράνομη και το ίδιο
γεγονός να χαρακτηρισθεί σκανδαλώδες ή ένδειξη χρηστής διαχείρισης.
Άλλο ένα παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση: Σύμφωνα με το νόμο 2362/95 άρθρο 8.2, η εκά-
στοτε κυβέρνηση υποχρεούται να υποβάλει για έγκριση στη Βουλή «συμπληρωματικό προϋπολογισμό»
στην περίπτωση που παρατηρήθηκαν κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού «σημαντικές αποκλίσεις»
έναντι των προβλέψεων που είχαν γίνει. Παρόλο που οι αποκλίσεις είναι σύνηθες φαινόμενο, ουδέποτε
κατατέθηκε στη Βουλή συμπληρωματικός προϋπολογισμός, διότι ουδέποτε προσδιορίσθηκε η έννοια της
«σημαντικής απόκλισης».
35
• τη διασφάλιση επαρκούς χρόνου για τις αναγκαίες διαβουλεύσεις μετά την παρουσίαση του προϋ-
πολογισμού από τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και πριν την εισαγωγή του προς ψήφιση
στη Βουλή (ο προϋπολογισμός πρέπει να κατατίθεται στη Βουλή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από
την έναρξη του οικονομικού έτους, όπως αναφέρει ο οδηγός του ΟΟΣΑ για τις «Καλύτερες πρακτι-
κές για τη διαφάνεια του προϋπολογισμού» - OECD Best Practices for Budget Transparency),
• τη θεσμοθέτηση μιας μικρής ερευνητικής ομάδας οικονομολόγων και στατιστικολόγων που θα είναι
αρμόδια για την κατάρτιση και την παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού,
• την εισαγωγή μεσο-μακροπρόθεσμων προγραμματικών στόχων του προϋπολογισμού, οι οποίοι θα
αποτελούν τη βάση για την άσκηση του ετήσιου κοινοβουλευτικού ελέγχου της πορείας εκτέλεσης
του προϋπολογισμού,
• τον ετήσιο έλεγχο της πορείας εκτέλεσης του προϋπολογισμού, και κυρίως την εξειδίκευση των
διατάξεων που αφορούν τις συχνά μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ του εγκεκριμένου προϋπολογισμού
και των πραγματικών δαπανών, τις οποίες η εκάστοτε κυβέρνηση ερμηνεύει πάντοτε ελαστικά.
Τέλος, το ΙΟΒΕ, επίσης σε έκθεσή του [Β. Ράπανος, «Σύνταξη και εκτέλεση του κρατικού προϋ-
πολογισμού: Ευρωπαϊκή εμπειρία και η ελληνική πραγματικότητα», 2007], ακολουθώντας τα πορίσματα
μελετών του ΟΟΣΑ, κάνει τις εξής προτάσεις για τη διαφάνεια του προϋπολογισμού: η κυβέρνηση να
δημοσιοποιεί συστηματικά και έγκαιρα τα δημοσιονομικά στοιχεία, η Βουλή να έχει ουσιαστικό ρόλο στον
έλεγχο των στοιχείων του προϋπολογισμού, με διαδικασίες ευρείας κοινωνικής λογοδοσίας (καθώς, με
βάση στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα είναι τελευταία στην ΕΕ στο δείκτη διαφάνειας του
προϋπολογισμού).
36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
37
του ΔΝΤ στη χώρα, ο ψηφισμένος από το Κοινοβούλιο Προϋπολογισμός –έστω και με τη διάτρητη διαδι-
κασία που ακολουθείται μέχρι σήμερα– έχει καταντήσει κενό γράμμα.
Το σύνολο της οικονομικής πολιτικής της χώρας (αλλά και πολλών άλλων κρίσιμων τομέων πολι-
τικής, όπως η κοινωνική ή η εργασιακή πολιτική) έχει περάσει πλέον στην πλήρη δικαιοδοσία του Μνη-
μονίου, με βασικό διαμεσολαβητή τον υπουργό Οικονομικών, του οποίου οι εξουσίες υπερενισχύονται σε
αντιδημοκρατική κατεύθυνση.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι πειστική η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξορθολογήσει τη
διαδικασία κατάρτισης του Προϋπολογισμού, εφόσον μάλιστα τα τελευταία χρόνια όλες οι μέχρι σήμερα
κυβερνήσεις απέκρουσαν διαρκώς προτάσεις του ΟΕΕ και άλλων αναγνωρισμένων φορέων για τον εκδη-
μοκρατισμό και τη διαφάνεια της βασικότερης πράξης άσκησης οικονομικής πολιτικής της χώρας. Πολύ
περισσότερο δε που το σύνολο σχεδόν των προτεινόμενων ρυθμίσεων στο σχετικό νόμο δεν αποτελούν
καν πρωτοβουλία της κυβέρνησης, αλλά υπαγορεύονται επιτακτικά από το κείμενο του Μνημονίου.
Ωστόσο, θεωρούμε κρίσιμη την αναμόρφωση του προϋπολογισμού, με προτάσεις που κινούνται
σε διαφορετική λογική.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, προβάλαμε τις πάγιες θέσεις μας για τον εκδημοκρα-
τισμό και τη διαφάνεια στη διαδικασία κατάρτισης, ψήφισης και υλοποίησης του Προϋπολογισμού. Πρόκει-
ται για προτάσεις κατατεθειμένες σε ανύποπτο χρόνο, στα αρμόδια θεσμικά όργανα, που όμως ουδέποτε
έγιναν ουσιαστικά δεκτές από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Και αυτό διότι η κατάρτιση, ψήφιση και υλοποίηση του προϋπολογισμού είναι η κεντρική πράξη
άσκησης της οικονομικής πολιτικής της χώρας. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται είναι
εμφανώς προβληματικός, κυρίως επειδή ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες δημοκρατικού ελέγχου των βασι-
κών οικονομικών πολιτικών. Καθιστά πανίσχυρη την εκτελεστική εξουσία, η οποία, με αδιαφανή τρόπο και
χωρίς πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο, διαχειρίζεται τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας. Είναι λοιπόν ζή-
τημα στοιχειώδους δημοκρατικής λειτουργίας να ελέγχεται η κυβέρνηση τουλάχιστον από τη νομοθετική
εξουσία και το κοινοβούλιο, και κατ’ επέκταση από την κοινωνία, μέσα από τους φορείς της.
38
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
επιλογή των προτεραιοτήτων, την κατανομή των πόρων, τον έλεγχο της χρήσης τους και του τρόπου
αξιοποίησής τους.
39
την πορεία της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού, βάσει στοιχείων που θα αποστέλλουν οι αρμόδιες για
την εκτέλεση του Προϋπολογισμού υπηρεσίες (ΔΟΥ – ΥΔΕ – ΚΕΠΥΟ) στην αρμόδια διεύθυνση του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους, αποκλίνουν σημαντικά των προβλέψεων που έχουν ψηφισθεί στη Βουλή, υπο-
βάλλεται προς αυτή συμπληρωματικός ή διορθωτικός Προϋπολογισμός προς ψήφιση, συνοδευόμενος με
προσωρινό Απολογισμό του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος», με υπουργική απόφαση, η οποία θα
πρέπει να εκδοθεί εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, κατόπιν διαβούλευσης με το Γενικό Λογιστήριο,
προσδιορίζεται επακριβώς το ποσοστό απόκλισης.
40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
41
και την κοινωνική πρόνοια.
Προσχέδιο του Κοινωνικού Προϋπολογισμού συντάσσεται στις χρονικές προθεσμίες που προβλέ-
πονται για τον κρατικό προϋπολογισμό, υπ’ ευθύνη του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
ύστερα από έγκαιρη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.
Ο προϋπολογισμός πρέπει να είναι υποχρεωτικά τακτικός, ώστε να γίνεται συστηματική συζήτηση για
τα ζητήματα κοινωνικής προστασίας και να μην επαφίεται στη συγκυριακή επιλογή των αρμόδιων υπουργών.
Στον κοινωνικό προϋπολογισμό:
• απεικονίζονται τα έσοδα και οι δαπάνες ανά είδος, κατηγορία, τομέα, ταμείο
• γίνεται λογιστική απεικόνιση των χρηματικών ροών μεταξύ κράτους και ταμείων
• γίνεται οικονομική και λογιστική καταγραφή της κατάστασης των ταμείων
• ελέγχεται η απόδοση φόρων και εισφορών από το κράτος
• προβλέπεται, βάσει αναλογιστικής μελέτης, η κάλυψη της απώλειας εσόδων του συστήματος που
προκαλείται από άλλες κρατικές πολιτικές (πχ. εισφοροαπαλλαγές)
• οι αναλογιστικές μελέτες συνεκτιμούν εκ των προτέρων το μέρος του κόστους στην τριμερή χρη-
ματοδότηση του συστήματος για τον υπολογισμό του μακροχρόνιου αναλογιστικού ελλείμματος
• γίνεται εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων των οργανωτικών αλλαγών
• εκτιμάται η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος
• γίνεται επανεκτίμηση του ορίου φτώχειας για την αναπροσαρμογή των προνοιακών παρεμβάσεων.
Ανεξάρτητα από τη συζήτηση στη Βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό, ο Κοινωνικός Προϋπο-
λογισμός θα πρέπει να ελέγχεται από την Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής με την κατάθεσή
του, ενώ απαιτείται και η συμμετοχή κοινωνικών εταίρων.
1.2.16. Χρονοδιαγράμματα
Χρονοδιάγραμμα υλοποίησης διπλογραφικού συστήματος καθώς και των άλλων διαδικασιών που
αφορούν τη διαφάνεια και την κοινωνική αποτελεσματικότητα του προϋπολογισμού.
42
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2010 ΚΑΙ Ο
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2011
2.1. Η Εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2010
Η «εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2010» στην ουσία δεν θυμίζει σε τίποτα τον Προϋπολογι-
σμό του 2010 που κατατέθηκε στη Βουλή από τον κ. Παπακωνσταντίνου και ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο
του 2009. Έκτοτε έχει γίνει μία σειρά αναθεωρήσεων ως προς τους στόχους υλοποίησης, οι οποίοι είτε
άλλαξαν με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε
ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά την ψήφιση του Προϋπολογισμού, είτε άλλαξαν με βάση το Πρόγραμμα
Οικονομικής Πολιτικής για το 2010, το οποίο είναι προϊόν του Μνημονίου που υπέγραψε η χώρα μας με το
ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όμως και με βάση το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2011, όπου γίνεται η εκτίμηση των
πραγματοποίησεων των εσόδων και των δαπανών για το 2010, παρατηρούμε ότι και αυτές οι εκτιμήσεις
απέχουν από τους στόχους τους Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής σε σημαντικό βαθμό. Κατά συνέ-
πεια, δημιουργείται ένα πρόβλημα αξιοπιστίας και για τον Προϋπολογισμό του 2011, ο οποίος θα πρέπει
να υλοποιηθεί σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον με τους ίδιους περιορισμούς, αν όχι και χειρότερους
με αυτόν του 2010.
Στον Πίνακα 2.1 βλέπουμε τις αποκλίσεις που σημειώνονται μεταξύ του Προγράμματος Οικονομικής
Πολιτικής και των εκτιμήσεων για το 2010.
Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι στα καθαρά έσοδα εντοπίζεται μία «τρύπα» της τάξης των 2,4
δις, η οποία οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αναμενόμενη υστέρηση των έμμεσων φόρων. Η αντι-
στάθμιση της «τρύπας» στα έσοδα ώστε να μην διευρυνθεί σημαντικά το δημοσιονομικό έλλειμμα, γίνεται
μέσω της μεγάλης περικοπής πρωτογενών δαπανών και ιδιαίτερα όπως θα δούμε παρακάτω αυτών που
αφορούν στην κατηγορία «Ασφάλιση, Περίθαλψη και Κοινωνική Προστασία». Εκτός από τις πρωτογενείς
δαπάνες, περιορίζονται και οι δημόσιες επενδύσεις, σε ποσό που υπερβαίνει οριακά την παραπάνω δαπάνη
για πληρωμή τόκων (περίπου 200 εκατ.)
43
Σε κάθε περίπτωση είχε ασκηθεί κριτική στους στόχους που είχαν τεθεί, ειδικά στο σκέλος των
φορολογικών εσόδων σε συνάρτηση με το ισχνό μακροοικονομικό περιβάλλον. Οι στόχοι αυτοί ήταν εξαι-
ρετικά δύσκολο να υλοποιηθούν και προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι ακόμα και από το προσχέδιο του
προϋπολογισμού του 2011 έχουν υιοθετηθεί τέτοιοι στόχοι.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά την εξέλιξη της υλοποίησης του Προϋπολογισμού (ή καλύτερα του
Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής) του 2010.
44
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
εισπράχτηκε. Στον Πίνακα 2.3 παρατίθεται αναλυτικά η εξέλιξη όλων των εσόδων (φορολογικών και μη)
για το 9μηνο.
Την μερίδα του λέοντος, όπως είναι αναμενόμενο, αποτελούν τα έσοδα από τους έμμεσους φό-
ρους. που αποτελούν το 60.7% των καθαρών εσόδων. Ο λόγος έμμεσων προς άμεσους φόρους κατά το
9μηνο του 2010 προσέγγισε το 1.54, καταδεικνύοντας ποιες ομάδες επωμίζονται περισσότερο τα φορο-
λογικά βάρη. Από τους έμμεσους φόρους, ο ΦΠΑ καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο με 58% επί των
εμμέσων φόρων και ακολουθούν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα καύσιμα με 18.33% και ο ειδικός
φόρος κατανάλωσης για οινοπνευματώδη, τσιγάρα κτλ. με 11.22%.
Οι άμεσοι φόροι καταλαμβάνουν το 39.3% των συνολικών εσόδων με τον φόρο εισοδήματος να
αποτελεί το 72% αυτής της κατηγορίας και τον φόρο περιουσίας μόνο το 2.55%.
Όσον αφορά την συμμετοχή του 9μηνου στους στόχους του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτι-
κής, τόσο οι άμεσοι όσο και οι έμμεσοι φόροι υπολείπονται από το 75% - που αποτελεί το ποσοστό που
45
αντιστοιχεί στα 3/4 του έτους- με 66.7% και 69.3% αντίστοιχα. Από τα υπόλοιπα τακτικά έσοδα, μεγάλη
υστέρηση παρουσιάζουν οι απολήψεις από την ΕΕ (μόνο 26.83% έχει εισπραχθεί), ενώ σημαντική είναι η
είσπραξη που έχει λάβει χώρα για τα λοιπά μη φορολογικά έσοδα (70.8%). Επίσης τα μη τακτικά έσοδα
παρουσιάζουν μη ικανοποιητικό βαθμό είσπραξης (48.8%),
Από τα καθαρά έσοδα έχει εισπραχθεί το 69.26% κατά το πρώτο 9μηνο, ενώ η κυβέρνηση αισιο-
δοξεί ότι θα επιταχυνθεί η είσπραξη των εσόδων στο επόμενο τρίμηνο, επειδή τότε θα αποδώσει κυρίως
η αύξηση του ΦΠΑ. Με δεδομένη την κάμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδια-
φέρον τα στοιχεία.
Οι πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού μειώθηκαν κατά 11,6% ή κατά 3,67 δισ.
ευρώ, σε σύγκριση με το 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2009, ενώ με βάση τις εκτιμήσεις για όλο το
έτος, η μείωση προβλέπεται να φθάσει το 9,2% ή τα 5,35 δισ. ευρώ. Το Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί
ότι η μείωση των πρωτογενών δαπανών κατά ποσοστό μεγαλύτερο του προβλεπόμενου από το Μνημόνιο
θα εξασφαλίσει ένα “μαξιλάρι”, το οποίο θα υπερκαλύψει την υστέρηση που εμφανίζεται στο σκέλος των
εσόδων.
Από τις πρωτογενείς δαπάνες, παρατηρούμε ότι η κατηγορία Αποδοχές και Συντάξεις, μέσα στο
πρώτο 9μηνο έχει καλύψει το 75% της εκτιμηθείσας πραγματοποίησης για το 2010. Αυτό είναι λογικό,
αφού αποτελεί μία ανελαστική δαπάνη που καταβάλλεται κάθε τέλος του μήνα. Η εκτίμηση για το 2010
κυμαίνεται 380 εκατ. ευρώ λιγότερα από αυτά που προέβλεπε το Μνημόνιο (δηλαδή θα ανέλθει στα 22.708
εκατ. ευρώ). Η απορρόφηση των δαπανών για Ασφάλεια, Περίθαλψη και Κοινωνική Προστασία είναι σχετι-
κά περιορισμένη και ανέρχεται στα 2/3 της εκτίμησης για το 2010. Εντύπωση προκαλεί η μεγάλη μείωση
46
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
μεταξύ της πρόβλεψης του Μνημονίου και της εκτίμησης για το 2010, η οποία εκτιμάται στο 1,049 δις
ευρώ. Συνεπώς, είναι εμφανές ότι την μερίδα του λέοντος στην μείωση των δαπανών την επωμίζεται αυτή
η κατηγορία, που είναι σχετική με τις δαπάνες του κοινωνικού κράτους. Οι Λειτουργικές και Άλλες Δαπάνες
εμφανίζονται κατά το πρώτο 9μηνο να έχουν φτάσει το 63% της ετήσιας εκτίμησης.
Οι δαπάνες για την πληρωμή τόκων του δημοσίου χρέους αυξήθηκαν κατά 8% ή κατά 859 εκατ.
ευρώ σε σύγκριση με το 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2009, ενώ η ετήσια μεταβολή με βάση τις
εκτιμήσεις για τις πραγματοποιήσεις είναι 7,2%. Από ότι φαίνεται, οι στόχοι που είχαν τεθεί στο Μνημόνιο
για την πληρωμή των τόκων ήταν σχετικά χαλαροί, αφού τελικά εκτιμάται ότι θα πληρωθούν 192 εκατ.
ευρώ παραπάνω.
Μέχρι και τον Σεπτέμβριο, δηλαδή κατά το πρώτο 9μηνο του 2010, είχαν δαπανηθεί 5.438 εκατ.
ευρώ, δηλαδή το 60,4% του ποσού που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθεί το 2010. Το ποσό αυτό όμως
σε μηνιαία βάση είναι αρκετά ισχνό. Πιο συγκεκριμένα, αντιστοιχεί σε απορρόφηση 604,2 εκατ. ευρώ τον
μήνα. Αν οι ρυθμοί αυτοί συνεχιστούν και στους υπόλοιπους τρεις μήνες, τότε το συνολικό ποσό της δα-
πάνης του ΠΔΕ θα φτάσει τα 7.250,6 εκατ. ευρώ, δηλαδή θα υπολείπεται κατά 1.749,4 εκατ. ευρώ ακόμα
και των αναθεωρημένων –προς τα κάτω- εκτιμήσεων για το 2010. Κι αν αναλογιστούμε, πως εάν προς το
τέλος του έτους δεν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι, οι δαπάνες του ΠΔΕ θα είναι από τις πρώτες
που θα συμπιεστούν – σύμφωνα με δημοσιεύματα για πιέσεις της τρόικα- είναι αμφίβολο ακόμα κι αν θα
επιτευχθεί αυτό το ήδη περιορισμένο ποσό.
Τα έσοδα από το ΠΔΕ εκτιμώνται στα 3.015 εκατ. ευρώ για το 2010 σύμφωνα με το προσχέδιο.
Κατά το πρώτο 9μηνο του 2010, εισπράχθηκε το 44,75% αυτών των εσόδων, δηλαδή ένα ποσό της τάξης
των 1.395 εκατ. ευρώ. Αυτό το ποσό είναι περιορισμένο σε σχέση με το πρώτο οκτάμηνο του 2009 κατά
3,3%. Σε μηνιαία βάση, το ποσό που έχει εισπραχθεί έως και τον Σεπτέμβριο αντιστοιχεί σε 149,8 εκατ.
ευρώ, ενώ κανονικά για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος των 3.015 εκατ. ευρώ θα έπρεπε μηνιαίως να
εισπράττονται 251,25 εκατ. ευρώ. Εάν, διατηρηθεί σταθερός ο μηνιαίος ρυθμός είσπραξης του πρώτου
47
9μήνου και κατά του υπόλοιπους τρεις μήνες του 2010, τότε το συνολικό ποσό που θα εισπραχθεί τελικά
στα πλαίσια του ΠΔΕ θα είναι 1.797 εκατ. ευρώ, θα υπάρχει δηλαδή μια απώλεια 1.218 εκατ. ευρώ σε σχέ-
ση με αυτό που προβλέπεται από το προσχέδιο.
Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμμα του ΠΔΕ σύμφωνα με το Προσχέδιο θα επιβάρυνε το έλλειμμα του
Κρατικού Προϋπολογισμού κατά 5.985 εκατ. ευρώ. Φυσικά πρέπει να επισημάνουμε ότι τα έσοδα και οι δαπάνες
είναι πιθανόν να μην κινούνται με τους ίδιους ρυθμούς που κινήθηκαν κατά το πρώτο 9μηνο, όμως σίγουρα
καταγράφεται μία τάση που είναι δύσκολο να αντιστραφεί μέσα στους τρεις τελευταίους μήνες του 2010.
Παρακάτω, στον πίνακα 2.6, θα εξετάσουμε την σύνθεση των δαπανών του ΠΔΕ ανά τομέα κατά το
πρώτο οκτάμηνο του 2010. Μέσα από την μελέτη αυτών των στοιχείων θα δούμε σε ποιους τομείς δόθηκε
έμφαση από την τρόικα στα πλαίσια του ΠΔΕ και ποιοι τομείς υποχρηματοδοτήθηκαν.
Πίνακας 2.6. Εκτέλεση ΠΔΕ – Δαπάνες κατά Τομέα (ποσά σε εκ. ευρώ).
Τομέας Σύνολο A’9μήνου Εκτιμήσεις Πραγμα- % Συμμετοχής 9μήνου στις εκτι-
2010 τοποιήσεων μήσεις πραγματοποιήσεων
Επικοινωνίες 26 28 94,5
Γεωργία 128 344 37,3
Δάση 5 9 58,3
Αλιεία 0 35 0,0
Εγγειοβελτιωτικά έργα 133 180 74,1
Βιομηχανία - βιοτεχνία 899 1674 53,7
Ενέργεια 268 334 80,1
Συγκοινωνίες 1354 1820 74,4
Τουρισμός 29 35 83,3
Πολιτισμός 20 60 33,7
Εκπαίδευση 209 466 44,8
Κατάρτιση 600 800 75,1
Οικισμός - περιβάλλον 59 170 34,8
Υγεία - πρόνοια 66 180 36,6
Ύδρευση αποχέτευση 78 115 67,7
Δημόσια διοίκηση 33 137 24,0
Γενικός οικονομικός σχεδιασμός 178 184 96,6
Εξωτερικές υποθέσεις 10 19 53,8
Άμυνα 0 7 0,2
Δικαιοσύνη 10 12 82,0
Δημόσια ασφάλεια 17 46 37,4
Έρευνα - τεχνολογία 34 74 45,8
Έργα ΟΤΑ α’ βαθμού 619 650 95,2
Νομαρχιακά έργα 122 280 43,7
Περιφερειακά προγράμματα 423 1125 37,6
Διάφορα 41 104 39,2
Απασχόληση 39 55 71,2
Αθλητισμός 14 20 68,5
Ολυμπιακά έργα 23 37 62,3
Αποθεματικό 0
Γενικό σύνολο 4.675
Πηγή: Δελτίο Εκτέλεσης Προϋπολογισμού, Τεύχος 9.
48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στον τομέα «Κατάρτιση», στα πλαίσια του Μνημονίου προ-
βλεπόταν δαπάνη της τάξης των 400 εκατ. ευρώ, ενώ στο προσχέδιο η εκτίμηση για την δαπάνη αυτή
είναι ότι θα ξεπεράσει κατά 100% την αρχική πρόβλεψη και θα ανέλθει στα 800 εκατ. ευρώ! Μέχρι και τον
Σεπτέμβριο έχουν ήδη δαπανηθεί 600 εκατ. Ευρώ, που αντιστοιχεί στο 75% της προβλεπόμενης ετήσιας
δαπάνης.
Η εν λόγω δαπάνη αποτελεί μια κατηγορία των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, οι οποίες είναι
πλέον πολύ διαδεδομένες ως μέσα καταπολέμησης της ανεργίας, ειδικά μετά τη βαρύτητα που έχει δοθεί
σε αυτές από τη Συνθήκη της Λισαβόνας και την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης. Η κατάρτιση των
ανέργων συμβάλει στην μεγαλύτερη κινητικότητα της αγοράς εργασίας και μειώνει την παραμονή των
ανέργων εκτός αυτής. Σκοπός της κατάρτισης είναι να μπορούν όσοι χάνουν τη θέση εργασίας τους να
κατευθύνονται σε άλλους κλάδους, όπου η ζήτηση εργασίας είναι μεγαλύτερη, χρησιμοποιώντας τις γνώ-
σεις που αποκομίζουν από τη διαδικασία της κατάρτισης. Με αυτό τον τρόπο αναβαθμίζεται το ανθρώπινο
κεφάλαιο και αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας.
Όμως υπάρχουν σημαντικές αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατό στην περίοδο αυτής της
μεγάλης ύφεσης της ελληνικής οικονομία, η ανεργία να αντιμετωπιστεί με τέτοιες δαπάνες για την κατάρ-
τιση. Και αυτό γιατί η κατάρτιση είναι αποτελεσματική όταν αντιμετωπίζουμε «ανεργία τριβής», δηλαδή
ανεργία που προκαλείται γιατί ενώ υπάρχουν θέσεις εργασίας, οι εργαζόμενοι είναι ανειδίκευτοι για αυτές
και δεν μπορούν να προσληφθούν. Η συγκεκριμένη περίοδος για την ελληνική οικονομία βρίσκεται πολύ
μακριά από μια τέτοια κατάσταση, αφού η ανεργία είναι καθαρά «κυκλική ανεργία», προϊόν δηλαδή της
ύφεσης. Και όσο η συνολική ζήτηση της οικονομίας θα μειώνεται μέσω της προκυκλικής πολιτικής της
τρόικας, τόσο η ανεργία θα αυξάνεται.
Επομένως, το πολύ μεγάλο ποσό των δημόσιων επενδύσεων που είχαν προγραμματιστεί για την
«Κατάρτιση», αποτελούν σπατάλη αφού είναι αναποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση της «κυκλι-
κής ανεργίας». Μάλιστα η «Κατάρτιση» αποτελεί την μοναδική ανά τομέα δαπάνη που ο προϋπολογισμός
της δεν μειώθηκε αλλά παρέμεινε σταθερός από την τρόικα σε σχέση με τον Κρατικό Προϋπολογισμό του
2010. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει ότι η τρόικα βλέπει την κατάρτιση ως έναν τρόπο να αμβλύνει την ανερ-
γία, και αυτό μας ανησυχεί ακόμη περισσότερο γιατί μας επισημαίνει πως η τρόικα αγνοεί την φύση της
ανεργίας στην Ελλάδα!
Οι δαπάνες του ΠΔΕ για το 2010 εμφανίζονται αρκετά περιορισμένες για το πρώτο 9μηνο του έτους
σε σχέση τις εκτιμήσεις των πραγματοποιήσεων, πολύ δε περισσότερο σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις
του Μνημονίου. Έτσι, από τους 30 συνολικά τομείς δημοσίων επενδύσεων, μόνο στους 7 οι δαπάνες για
επενδύσεις έχουν ξεπεράσει το 75% του ποσού που εκτιμάται πως θα υλοποιηθεί. Από το ποσό των 9.000
εκατ. Ευρώ -που είναι ο στόχος του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής- μέχρι και τον Ιούλιο του 2010
είχαν δαπανηθεί 5.438 εκατ. Ευρώ, δηλαδή το 60.4%. Η συγκράτηση των δαπανών προφανώς αντικατο-
πτρίζει την μεγάλη συντηρητικότητα του Υπουργείου Οικονομικών για δαπάνες, η οποία ενισχύεται από
την αναποτελεσματικότητα των φορολογικών μέτρων.
Εντύπωση προκαλούν οι μειωμένες δαπάνες σε σημαντικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας που
είναι σχετικές με το «ανθρώπινο κεφάλαιο» και θα μπορούσαν να συμβάλλουν πολλαπλασιαστικά στην
μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τομείς πρωταγωνιστικοί για την κοινωνική ευημερία. Τέτοιοι
τομείς σίγουρα είναι η «Έρευνα-Τεχνολογία» που έχει απορροφήσει για δημόσιες επενδύσεις μέχρι και τον
Σεπτέμβριο του 2010 το 45,8% του προϋπολογισμού που τις αντιστοιχεί, η «Εκπαίδευση» που έχει απορ-
49
ροφήσει το 44.8% του ΠΔΕ και η «Υγεία-Πρόνοια» για την οποία έχει πραγματοποιηθεί το 36.6% του ΠΔΕ
που της αναλογεί. Εντύπωση προκαλεί επίσης που για έναν τόσο σημαντικό τομέα όπως το Περιβάλλον
έχει δαπανηθεί μόλις το 34,8% μέσα στο πρώτο 9μηνο, ενώ για τον «Πολιτισμό» η δαπάνη είναι ακόμα
μικρότερη, δηλαδή στο 33,7%.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να σημειώσουμε και καταδεικνύει την ανορθολογικότητα και ενδεχο-
μένως την αναποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών είναι το γεγονός ότι για τον τομέα «Τουρισμός»
μέχρι και τον Αύγουστο του 2010 είχαν δαπανηθεί μόλις 29 εκατ. ευρώ από τα 90 που προβλέπονταν στο
Πρόγραμμα Οικονομική Πολιτικής. Το πιο λογικό που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος είναι ότι οι δημό-
σιες επενδύσεις που αφορούν τον τουρισμό - σε έναν κλάδο που η χώρα μας έχει επιλέξει να χτίσει ένα
συγκριτικό πλεονέκτημα - θα πραγματοποιούνταν στην μεγάλη πλειοψηφία τους αρκετά πριν την καλοκαι-
ρινή περίοδο, που ο τουρισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του. Η καθυστέρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα
την μείωση της εκτίμησης για το 2010 σε 35 εκατ. από 90 εκατ., κάτι που καταδεικνύει πως συγκεκριμένοι
τομείς που μπορούν να σηκώσουν μέρος του βάρους της ανάπτυξης, απλούστατα δεν ενισχύονται.
Για την «Άμυνα» και την «Αλιεία» οι δημόσιες επενδύσεις κατά το πρώτο 9μηνο ήταν σχεδόν μηδενικές.
Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός πως η μείωση των δημόσιων επενδύσεων συμβάλει αρνητικά
στην οικονομική δραστηριότητα. Και ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπως αυτή, που η ιδιωτική κατανάλωση και
επένδυση μειώνονται απότομα, η απόσυρση των δημοσίων επενδύσεων επιδεινώνει την αρνητική κατά-
σταση της πραγματικής οικονομίας.
50
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Πίνακας 2.7. Βασικά μεγέθη της Ελληνικής Οικονομίας (% ετήσιες μεταβολές, σταθερές τιμές.
2009 2010 2011 2012 2013
ΑΕΠ -2.3 -4.2 -3.0 1.1 2.1
Ιδιωτική Κατανάλωση -1.8 -4.1 -4.3 0.5 1.1
Δημόσια Κατανάλωση 7.6 -9.6 -8.5 -6.0 -1.0
Επενδύσεις -11.4 -17.4 -7.5 -2.6 1.1
Εξαγωγές Αγαθών & Υπηρεσιών -18.6 -0.6 5.1 6.0 7.4
Εισαγωγές Αγαθών & Υπηρεσιών -18.6 -12.0 -6.4 -1.5 1.5
ΔΤΚ 1.3 4.6 2.2 0.5 0.7
Αποπληθωριστής ΑΕΠ 1.2 3.0 1.5 0.4 0.8
Απασχόληση -0.7 -2.8 -2.6 0.1 0.9
Ποσοστό Ανεργίας 9.1 12.1 14.6 14.8 14.3
Πηγή: Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2011
Είναι σαφές ότι η χώρα μας θα συνεχίσει να παρουσιάζει αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ
(-3,0%) και το 2011, ενώ συνολικά στην τριετία 2009-2011 εκτιμάται ότι η συνολική παραγωγή της ελληνι-
κής οικονομίας θα έχει μειωθεί κατά 9,5%. Αιτία της πτώσης της παραγωγής είναι η σημαντική μείωση της
εγχώριας ζήτησης, η οποία έκανε αισθητή την παρουσία της και κατά τα προηγούμενα έτη.
Ιδιωτική Κατανάλωση
Πιο συγκεκριμένα η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται κατά 4,3%, ακολουθώντας μία μείωση της
τάξης του 5,9% την προηγούμενη διετία. Προφανώς, η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι προϊόν
πολλών συνισταμένων, που όλοι μαζί συμβάλλουν στο αποτέλεσμα αυτό. Πρώτα από όλα, σημαντικό ρόλο
διαδραματίζει η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης που αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις των
δημοσίων υπαλλήλων. Οι σημαντικές μειώσεις στις αποδοχές αυτές, αποτέλεσαν και «σήμα» για τις ίδιες
51
εξελίξεις και στον ιδιωτικό τομέα. Πέραν όμως τις ονομαστικής μείωσης των μισθών και των συντάξεων,
υπάρχουν παράγοντες που συντελούν και στην μείωση των πραγματικών μισθών, όπως για παράδειγμα ο
αυξημένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, ειδικά για το 2010. Επίσης, σημαντική για την μείωση της ιδιωτικής
κατανάλωσης είναι η μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων και κυρίως του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων
κατανάλωσης σε καύσιμα, τσιγάρα και οινοπνευματώδη. Πέραν το αρνητικών επιπτώσεων στην διανομή
του εισοδήματος, η αύξηση των φόρων αυτών καθιστά τα προϊόντα πιο ακριβά για τον καταναλωτή και
περιορίζει την ζήτηση. Επίσης, η ιδιωτική κατανάλωση, γνωρίζει σημαντική πίεση και από την «ασφυξία»
του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην χώρα μας, που παρά τις συνεχιζόμενες ενέσεις ρευστότητας
προς τις τράπεζες, τα δάνεια που αυτές δίνουν για καταναλωτικούς σκοπούς είναι σαφώς πιο περιορισμένα
από ότι κατά την δεκαετία του 2000.
Επένδυση
Αντίστοιχα, οι επενδύσεις μειώνονται κατά το 2011 κατά 7,5%, ακολουθώντας τις εντυπωσιακές
μειώσεις κατά 17,4% το 2010 και 11,4% το 2009. Και αυτή η μείωση είναι προφανώς αποτέλεσμα πολλών
παραγόντων. Τόσο της αβεβαιότητας που επικρατεί σε ένα τέτοιο καθεστώς βαθειάς ύφεση της ελληνικής
οικονομίας, όσο όμως και της σημαντικής δυσλειτουργίας της τραπεζικής αγοράς. Το «στέγνωμα» των
τραπεζών και η απροθυμία τους να διοχετεύσουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία -παρά το γεγο-
νός ότι έχουν γίνει δέκτες σημαντικών ενισχύσεων είτε με την μορφή ρευστού αντί προνομιούχων μετο-
χών, είτε με την μορφή εγγυήσεων του δημοσίου- αναγκάζει επιχειρήσεις να ματαιώνουν ή να αναβάλλουν
οποιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα. Επίσης, η μειωμένη ιδιωτική κατανάλωση περιορίζει και αυτή με
την σειρά της την απορρόφηση οποιασδήποτε αύξησης της παραγωγικής δυναμικότητας, επομένως δεν
υπάρχει λόγος για την τελευταία να λάβει χώρα.
Δημόσια Κατανάλωση
Επίσης, παρατηρούμε ότι το 2011 σημειώνεται μείωση στην δημόσια κατανάλωση κατά 8,5%, ενώ
το 2010 μειώθηκε κατά 9,6%. Αυτό προφανώς είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας της χώρας για δημο-
σιονομική προσαρμογή στα πλαίσια του Μνημονίου. Παρακάτω στο σκέλος που αφορά τις δαπάνες του
Τακτικού Προϋπολογισμού γίνεται πιο συγκεκριμένη αναφορά στην μείωση της δημόσιας κατανάλωσης.
Εξωτερική Ζήτηση
Τέλος, έχει σημασία να σταθούμε στην εξωτερική ζήτηση της ελληνικής οικονομίας. Από ό,τι φαί-
νεται στον πίνακα, η ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας της ελληνικής οικονομίας (5,1%) και ο
περιορισμός των εισαγωγών (-6,4%) κατά το 2011 είναι οι παράγοντες που περιορίζουν την ελεύθερη
πτώση του ΑΕΠ κατά το 2011. Χωρίς την ενισχυμένη εξωτερική ζήτηση, ο ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ θα
είναι αντίστοιχος με αυτόν του 2010, αν όχι μεγαλύτερος.
Είναι όμως βάσιμη η πρόβλεψη του Υπουργείου για τις ελληνικές εξαγωγές;
Υποστηρίζουμε πως υπάρχουν τρεις ισχυροί λόγοι αμφιβολίας:
• Πρώτον, δεν είναι μόνο η ελληνική οικονομία αυτή που βρίσκεται σε ύφεση, αλλά και η παγκόσμια
52
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
οικονομία. Ειδικά στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πολιτικές λιτότητας κατέχουν πρωταρχι-
κή θέση στην ατζέντα της οικονομικής πολιτικής, τόσο υπό την πίεση του Συμφώνου Σταθερότητας
(και της υποστήριξης του κυρίως από την Γερμανία) όσο και υπό την πίεση των χρηματαγορών.
Επομένως, οι πολιτικές αυτές περιορίζουν τη διεθνή ζήτηση για τα ελληνικά προϊόντα. Επιπλέον,
δεν είναι μόνο η Ελλάδα που προχωράει στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στα πλαίσια του
ενιαίου νομίσματος, αλλά και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης τόσο στο κέντρο (Γερμανία) όσο
και στην περιφέρεια (οι υπόλοιπες των PIIGS και οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης).
Επομένως, εξουδετερώνεται η δικιά μας εσωτερική υποτίμηση.
• Δεύτερον, οι κεντρικές τράπεζες ορισμένων ανεπτυγμένων χωρών (Η.Π.Α, Η.Β, Ιαπωνία) δρομολο-
γούν (ή ασκούν ήδη) πολιτικές που έχουν ως αποτέλεσμα της αύξηση της νομισματικής βάσης ως
απάντηση στις πενιχρές αναπτυξιακές προοπτικές και τον κίνδυνου του αποπληθωρισμού3. Αυτό
έχει ως αποτέλεσμα την πτώση της ισοτιμίας του δολαρίου έναντι των άλλων νομισμάτων. Σε απά-
ντηση, οι αναπτυσσόμενες χώρες παρεμβαίνουν στις αγορές συναλλάγματος για να αποτρέψουν
την ανατίμηση του νομίσματος τους («νομισματικός πόλεμος»). Αντιθέτως, και παρά την ανατί-
μηση του ευρώ, η Ε.Κ.Τ φαίνεται να προσανατολίζεται στην άσκηση περιοριστικής νομισματικής
πολιτικής, γεγονός που προμηνύει, με την σειρά του, ανατίμηση της ισοτιμίας του ευρώ. Όπως και
κατά την διάρκεια της περιόδου 2002-2008, η απουσία παρεμβατικής συναλλαγματικής πολιτικής
εκ μέρους της Ε.Κ.Τ εκτιμάται ότι εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ανταγωνιστικότητα των
ευρωπαϊκών εξαγωγών.
• Τρίτον, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει πρόβλημα στην διαρθρωτική της ανταγωνιστικότητα και
όχι τόσο στην ανταγωνιστικότητα τιμής, επομένως μία μείωση του εργατικού κόστους, δεν αναμέ-
νεται να αποφέρει την επιθυμητή βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών4.
Ανεργία
Τέλος στον πίνακα είναι εμφανές ότι πλέον τα αποτελέσματα της κρίσης έχουν αρχίσει και έχουν
σοβαρότατες κοινωνικές επιπτώσεις. Η τραγική αύξηση τη ανεργίας, που προβλέπεται να φτάσει το 14,6%
το 2011 και το 14,8% το 2012, καθιστούν την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας δραματική. Αξίζει να
σημειωθεί ότι τα μεγέθη αυτά της ανεργίας είναι πρωτόγνωρα στην μεταπολεμική Ελλάδα.
3. Artus, P. (2010) “Can the ECB remain impassive?”, Natixis, Flash Economie, No 513, 5 October 2010. http://cib.natixis.com/flushdoc.
aspx?id=54888
4. ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, έτη 1998-2009
53
• Από μέτρα που είχαν ληφθεί το 2010 θα υπάρξει μία μεταφορά επίπτωσης της τάξης του 0,7% του
ΑΕΠ, δηλαδή 1.500 εκατ. ευρώ. Από αυτά σημαντικό μερίδιο κατέχουν οι ειδικοί φόροι κατανά-
λωσης (600 εκατ. ευρώ) και κυρίως στα καύσιμα και τα τσιγάρα. Αλλά σίγουρα το σημαντικότερο
μερίδιο ανήκει στις αυξήσεις του ΦΠΑ που έγιναν εντός του 2010 και αναμένεται να αποδώσουν
750 εκατ. ευρώ εντός του 2011. Οι ρυθμίσεις των παράνομων ημιυπαίθριων χώρων θα αποδώσουν
150 εκατ. ευρώ το 2011.
• Οι προβλεπόμενες – από το Μνημόνιο - παρεμβάσεις για το 2011 θα αποδώσουν 4.050 εκατ. ευρώ
δηλαδή 1,8% του ΑΕΠ. Από αυτά τα 1050 εκατ. ευρώ θα προέλθουν από τις αλλαγές στον ΦΠΑ (δι-
εύρυνση ΦΠΑ σε επαγγέλματα που εξαιρούνταν, αύξηση χαμηλού συντελεστή από 11% σε 13%,
μείωση ΦΠΑ σε ξενοδοχεία και φάρμακα) καθώς και στην εξίσωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης
καυσίμων θέρμανσης. Επίσης 680 εκατ. ευρώ αναμένεται να εισπραχθούν από το νέο πλαίσιο φο-
ρολόγησης των επιχειρήσεων (έκτακτη εισφορά πολύ κερδοφόρων επιχειρήσεων αλλά και μείωση
συντελεστή φορολόγησης κερδών σε 20%), 900 εκατ. ευρώ από την απόδοση των νέων μέτρων
φορολόγησης εισοδήματος (τεκμήρια, λογιστικός προσδιορισμός), 700 εκατ. από την απόδοση του
πλαισίου φορολόγησης παιγνίων, 300 εκατ. από την φορολόγηση αυθαίρετων κτισμάτων, 270 εκατ.
από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών και 150 από τα πράσινα τέλη.
• Από νέες παρεμβάσεις το 2011, εκτός Μνημονίου αναμένονται να εισπραχθούν 1590 εκατ. Ευρώ
(0,7% του ΑΕΠ) από μέτρα ενάντια στην φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή και 690 εκατ.
(0,3%). από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
• Συνολικά, θα εισπραχθούν 7.830 εκατ. ευρώ, δηλαδή 3,5% του ΑΕΠ.
54
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
τοτελή φορολόγηση μερισμάτων και αμοιβών εκτός μισθού. Δηλαδή πρόκειται για μία μείωση εσόδων που
αποτελεί αρνητική συνέπεια της εφαρμογής των φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη, τα έσοδα
από φόρους περιουσίας αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά κατά 51,7% λόγω κυρίως του Ν.3815/10,
όμως από την εφαρμογή του ίδιου νόμου μειώνονται τα έσοδα από τους λοιπούς άμεσους φόρους κατά
6,8%, κυρίως λόγω της μη καταβολής του ανείσπρακτου ΕΤΑΚ. Το πιο σημαντικό όμως σκέλος στα έσοδα
από την άμεση φορολογία είναι η μείωση των εσόδων από την φορολογία των νομικών προσώπων κατά
16%, δηλαδή από 3.335 το 2010 (εκτιμήσεις πραγματοποιηθέντων εσόδων) σε 2.800 εκατ. ευρώ. Η μείωση
αυτή δεν οφείλεται απλά στην μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων –άλλωστε και τα εισοδήματα
των φυσικών προσώπων αναμένεται να μειωθούν, αλλά τα έσοδα από την φορολογία τους αυξάνονται-
όσο στην μείωση των φορολογικών συντελεστών που αφορούν τις επιχειρήσεις (από 24% σε 20%). Να
υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η πραγματική φορολογία του κεφαλαίου στην Ελλάδα (implicit tax
rate on capital) σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ-27.
55
αποτέλεσμα να περιοριστεί η οικονομική δραστηριότητα και συνεπώς τα φορολογικά έσοδα για το 2010
να μην πιάσουν τον στόχο του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής.
Ο πίνακας 2.7 είναι αποκαλυπτικός αυτών των τάσεων και επιτρέπει να δημιουργηθούν ισχυρές
αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατόν να καλυφθούν οι στόχοι των εσόδων και εντός 2011 (μετά την
αποτυχία του 2010). Μέσα σε ένα τέτοιο ισχνό οικονομικό περιβάλλον και με τον Γενικό ΔτΚ να φτάνει στο
4,6% για το 2010, η πραγματοποίηση των εσόδων ειδικά από τους έμμεσους φόρους κρίνεται αμφίβολη.
Από τον Πίνακα 2.8 βλέπουμε ότι ενώ σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2010 προβλεπόταν για
αυτό το έτος η χαμηλότερη αναλογία έμμεσων προς άμεσους φόρους από το 2002, αντιθέτως πραγματο-
ποιήθηκε η μεγαλύτερη. Ενώ για το 2011, η αναλογία αυτή ανέρχεται σε επίπεδα που δεν αφήνουν περι-
θώρια αμφισβήτησης του επιχειρήματος ότι η σύνθεση των φορολογικών εσόδων είναι κοινωνικά άδικη
και πλήττει τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Το παρακάτω διάγραμμα το παραθέτουμε, επειδή το βρίσκουμε και στη σελίδα 56 της Εισηγητικής
Έκθεσης του 2010, με σκοπό να απεικονίσει την διαχρονική εξέλιξη της σύνθεσης των φορολογικών εσό-
δων. Με την κόκκινη διακεκομμένη γραμμή φαίνεται η εξέλιξη σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2010,
ενώ με την μπλε η εξέλιξη της σύνθεσης των φορολογικών εσόδων με βάση τον Προϋπολογισμό του 2011.
56
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
57
Πρόσθετες και Παρεπόμενες Δαπάνες
Η κατηγορία αυτή αντιστοιχεί στο 1,3% των δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού και θα ανέρ-
χεται στα 1.506 εκατ. ευρώ, μειωμένη κατά 4,2 από το 2010. Αναφέρεται στο 0,7% του ΑΕΠ
Αποδιδόμενοι Πόροι
Οι δαπάνες αυτής της κατηγορίας αφορούν τις αποδόσεις πόρων σε τρίτους είτε αυτή είναι η Τοπική
Αυτοδιοίκηση είτε τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Το συνολικό ποσό της δαπάνης αυτής για το 2011 ανέρχεται
στα 8.870 εκατ. ευρώ.
Για τα ασφαλιστικά ταμεία οι αποδιδόμενοι πόροι το 2011 ανέρχονται στα 1.781 εκατ. ευρώ ενώ
το 2010 έφτασαν τα 1.692 εκατ. ευρώ (αύξηση 5,3%). Αντίθετα για τους ΟΤΑ α΄ βαθμού η μείωση ήταν
σημαντική (-9,1%), με αποτέλεσμα οι δαπάνες για το 2011 να ανέρχονται στα 3.526 εκατ. ευρώ. Οι δαπά-
νες για του ΟΤΑ β΄ βαθμού σημειώνουν αύξηση κατά 13,6%, φτάνοντας το 2011 τα 850 εκατ. ευρώ. Οι
αποδόσεις σε λοιπούς φορείς φτάνουν τα 178 εκατ. ευρώ το 2011 (αύξηση 13%), ενώ από επιστροφές
δασμών οι δαπάνες φτάνουν τα 35 εκατ. ευρώ από 38 το 2010.
Αποθεματικό
Αυτό είναι κονδύλι που αναφέρεται στην αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών και για το 2011 θα φτά-
σει τα 580 εκατ. ευρώ.
58
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Το 2011 οι πληρωμές για τόκους θα αντιστοιχούν κοντά στο 22,16% των δαπανών του τακτικού
προϋπολογισμού και στο 30,12% των φορολογικών εσόδων. Δηλαδή πάνω από το ¼ των φορολογικών
εσόδων θα κατευθύνεται για την κάλυψη των υποχρεώσεων για τόκους. Επίσης το ¼ περίπου των τα-
κτικών δαπανών του προϋπολογισμού θα πηγαίνει στους τόκους, ενώ με τα υπόλοιπα ¾ θα πρέπει να
πληρώνονται μισθοί, συντάξεις, να ασκείται κοινωνική πολιτική, να επιχορηγούνται τα ασφαλιστικά ταμεία
και να καλύπτονται οι τρέχουσες λειτουργικές ανάγκες του δημοσίου.
59
Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων
Οι δαπάνες του ΠΔΕ για το 2011 θα συρρικνωθούν ακόμα περισσότερο, κατά 300 εκατ. € και θα
ανέλθουν σε 8.500 εκατ. €. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι το χαμηλότερο ΠΔΕ από το 2001 και έπειτα, ως
ποσοστό του ΑΕΠ (3,7%).
Ως προς τη σύνθεση των δαπανών του ΠΔΕ, αναμένεται αύξηση στο εθνικό σκέλος κατά 250 εκατ.
€ σε σχέση με το 2010 (2,3 δις. € έναντι 2,25 δις €) και μείωση στο συγχρηματοδοτούμενο κατά 50 εκατ.
€ (6,2 δις € έναντι 6,25 δις €).
Αξίζει να τονιστούν, εδώ, δύο στοιχεία.
Το πρώτο αφορά το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ που κατευθύνεται στους ΟΤΑ. Σύμφωνα με τις διατά-
ξεις του άρθρου 259 του Νόμου «Καλλικράτη» (Ν. 3852/2010) για τη χρηματοδότηση των Δήμων και τις
προβλέψεις του Προϋπολογισμού για το 2011, οι πόροι των Δήμων αναμένεται να ανέλθουν σε περίπου 5,5
δις. €. Από αυτά το 1/3, δηλαδή 1,8 δις €, εγγράφονται στο ΠΔΕ για τις επενδυτικές ανάγκες των Δήμων.
Έτσι, από τα 2,3 δις € του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ, τα 1,8 δις € θα κατευθυνθούν στους Δήμους και
θα απομείνουν μόνο 500 εκατ. € για να καλυφθούν οι ανάγκες του Αναπτυξιακού Νόμου, των ΝΠΔΔ, της
αποπληρωμής έργων κλπ.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά την περαιτέρω μείωση του συγχρηματοδοτούμενου ΠΔΕ, πράγμα που
σημαίνει ότι για να είναι σε θέση η χώρα να απορροφήσει το σύνολο των πόρων του ΕΣΠΑ, θα πρέπει τα
επόμενα χρόνια να αυξηθεί κατά πολύ το συγχ/μενο ΠΔΕ, κάτι που ωστόσο μπορεί να μην είναι δυνατό
λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής.
60
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
3.1 Τα Έσοδα
Γενικά Χαρακτηριστικά του Φορολογικού Συστήματος της Ελ-
λάδας
Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν για τα φορολογικά έσοδα της χώρας μας, είναι δυνατόν να
εντοπίσουμε μία σειρά από χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες της δομής του ελληνικού φορολογικού συ-
στήματος, ειδικότερα όταν καταφεύγουμε σε συγκρίσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το συνολικό ύψος των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα παρουσιάζει μια διαχρονική υστέρηση,
σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Ελλάδα έχει σημαντικά χαμηλό ποσοστό φορολογικών εσόδων
(ως προς το ΑΕΠ), σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, για το 2008
υπολείπεται από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 κατά 6,4 % και πλέον κατέχει την 24η χειρότερη θέση, ενώ
στην περίοδο 2000-2008 προέβηκε, συγκριτικά με όλη την ΕΕ-27, στην δεύτερη μεγαλύτερη μείωση φο-
ρολογικών εσόδων, σε ποσοστό 3,7% του ΑΕΠ. (από 24,1% στο 20,4%). Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι
η παραπάνω απόκλιση δεν συμπεριλαμβάνει την έννοια της φοροδιαφυγής ή της παραοικονομίας, αφού
το ύψος των φορολογικών εσόδων υπολογίζεται, κάθε έτος, επί του επίσημου ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη
αυτή την διευκρίνιση μπορούμε να υπολογίσουμε ότι, αν η Ελλάδα βρισκόταν απλά στον μέσο όρο κατά
την περίοδο 2000-2008, θα είχε εισπράξει φορολογικά έσοδα της τάξεως των 94,8 δις ευρώ (Πίνακας 1).
Αν προσθέταμε και για το έτος 2009, που δεν έχουμε στοιχεία, ένα ποσό αντίστοιχο με το 2008 (συντηρη-
τικός υπολογισμός αφού η διαφορά των εσόδων έχει αυξητική τάση), θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι
στην εν λόγω περίοδο άνθησης της ελληνικής οικονομίας, δεν εισπράχτηκε ένα ποσό που είναι ίσο σχεδόν
με το δάνειο που έλαβε η χώρα από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα είναι η εξάρτηση των εσό-
δων σε μεγάλο βαθμό από τους έμμεσους φόρους. Οι έμμεσοι φόροι στην χώρα υπερτερούν σημαντικά
σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, όπως φαίνεται και στον Πίνακα 3.2.
61
Πίνακας 3.2. Έμμεσοι Φόροι ως % ΑΕΠ.
2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008
ΕΕ-27 34,5 34,4 34,8 34,8 35,0 35,0 34,9 34,8 33,9
Ελλάδα 40,9 41,5 39,5 38,6 38,2 37,5 39,2 38,8 38,0
Πηγή: Taxation Trends 2010, European Union.
Η Ελλάδα το 2008 υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ-27 κατά 4,1% σε σχέση με τα συνολικά φορο-
λογικά και κατέχει την 14η υψηλότερη θέση στην έμμεση φορολογία.
Η Ελλάδα κατέχει την 22η χαμηλότερη θέση στην ΕΕ-27, όσον αφορά το ποσοστό των άμεσων
φόρων στην συνολική φορολογία, με διαφορά 9,8% από τον μέσο όρο για το 2008.
Από τα παραπάνω συνάγεται εύκολα το συμπέρασμα ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα, βα-
σιζόμενο κυρίως στους έμμεσους φόρους σε σχέση με τους άμεσους εμπεριέχει έναν μεγάλο βαθμό
κοινωνικής αδικίας. Και αυτό γιατί στην ουσία το Δημόσιο δεν χρηματοδοτείται με βάση το εισόδημα των
φυσικών και των νομικών προσώπων, αλλά με βάση κυρίως την κατανάλωση τους (αν αναλογιστούμε ότι
το μεγαλύτερο ποσοστό των έμμεσων φόρων είναι φόροι κατανάλωσης και συναλλαγών). Η σχέση των
άμεσων προς τους έμμεσους φόρους είχε αρχίσει να μεταστρέφεται οριακά, όπως προβλεπόταν από τον
Κρατικό Προϋπολογισμό του 2010, για λόγους όμως καθαρά συγκυριακούς που σχετίζονταν με την μεγάλη
μείωση στην ιδιωτική κατανάλωση. Για το 2010, προβλεπόταν σύμφωνα με το αρχικό κείμενο μία αναλογία
1.28 ανάμεσα στους έμμεσους και τους άμεσους φόρους5. Όμως πλέον τα δεδομένα κατά τη διάρκεια του
2010 άλλαξαν ριζικά με την μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων, με αποτέλεσμα η εικόνα να αλλάξει.
62
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα που καταδεικνύει τόσο την αδικία
του, όσο και την αναποτελεσματικότητα του (που συνδέονται τόσο με την φοροαπαλλαγή όσο και την
φοροδιαφυγή) είναι η σύνθεση των άμεσων φόρων. Όπως θα δούμε παρακάτω η φορολογία των φυσικών
προσώπων βαραίνει κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και λιγότερο του ελεύθερους επαγ-
γελματίες και τους εισοδηματίες, ενώ η φορολογία των νομικών προσώπων είναι σημαντικά χαμηλότερη
από αυτή των φυσικών (είναι σημαντικά χαμηλότερη και μόνο σε σχέση με αυτή των μισθωτών και των
συνταξιούχων!).
Στο παρακάτω διάγραμμα, βλέπουμε ότι το 2007, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κλήθηκαν να
πληρώσουν το 50,1% του συνόλου του φόρου από την άμεση φορολογία ποσό που είναι σχεδόν τετρα-
πλάσιο από τον φόρο των λοιπών φυσικών προσώπων (όπου τα λοιπά φυσικά πρόσωπα αναλύονται σε
ελεύθερους επαγγελματίες, δηλαδή γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς κτλ, επαγγελματίες ατομικών επι-
χειρήσεων, μέλη ΟΕ, μέλη ΕΕ, μέλη Δ.Σ των Α.Ε και των Ε.Π.Ε κτλ) και μεγαλύτερος κατά περίπου 40 %
από τον φόρο των νομικών προσώπων (ΑΕ και ΕΠΕ).
Όσον αφορά την φορολογία των νομικών προσώπων, από τη χρήση 2005 με την εφαρμογή του
νόμου 3296/2004 άρχισε η σταδιακή μείωση της φορολόγησης τους. Οι φορολογικοί συντελεστές με βάση
αυτόν το νόμο διαμορφώθηκαν ως εξής κατά τα επόμενα χρόνια:
Πίνακας 3.5. Φορολογικό Συντελεστής Νομικών Προσώπων από το 2004 και μετά.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΧΡΗΣΗ 2004 ΧΡΗΣΗ 2005 ΧΡΗΣΗ 2006 ΧΡΗΣΗ 2007
Ο.Ε, Ε.Ε 25% 24% 22% 20%
Ε.Π.Ε, Α.Ε 35% 32% 29% 25%
Πηγή: Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων.
Το δημόσιο μείωσε τους συντελεστές υποτίθεται χάριν της ανάπτυξης και των επενδύσεων αλλά
τελικά τα έσοδα από το φόρο νομικών προσώπων μειώθηκαν, ενώ το βάρος της άμεσης φορολογίας με-
ταφέρθηκε στους μισθωτούς και στους συνταξιούχους
Η παρουσίαση των φόρων που εισέπραξε το Δημόσιο στα έτη 2008 και 2004 είναι αποκαλυπτική:
63
Πίνακας 3.6. Μεταβολές Φορολογικών Εσόδων 2004-2008.
ΦΟΡΟΣ 2008 2004 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ %
(σε ευρώ)
ΜΙΣΘΩΤΟΙ-ΣΥΝΤ/ΧΟΙ 6.455.976.620 4.125.948.695 +2.330.027.925 56%
ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ 4.713.698.371. 4.775.043.632 -61.345.261 -1%
Πηγή: Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων.
Το γεγονός ότι ο φόρος που κατέβαλαν τα Νομικά Πρόσωπα μειώθηκε ακόμα και σε απόλυτο
αριθμό δείχνει ότι η μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων δεν είχε σαν αποτέλεσμα
την αναμενόμενη αύξηση του κύκλου εργασιών τους - η οποία θα επέφερε στο δημόσιο, σαν επιστρο-
φή, υψηλότερους φόρους- αλλά τελικά το μόνο αποτέλεσμα που είχε, ήταν να απολέσει το δημόσιο ένα
μεγάλο ποσό από φορολογικά έσοδα, το οποίο αντισταθμίστηκε με αύξηση των φορολογικών βαρών
των μισθωτών και των συνταξιούχων που κλήθηκαν να πληρώσουν 2,33 δις ευρώ περισσότερα κατά την
περίοδο 2004-2008.
Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πάντα σύμφωνα με την ετήσια έκδοση Taxation Trends
2010 διαπιστώνουμε ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν ένα από τα ευνοϊκότερα φορολογικά
καθεστώτα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον επόμενο πίνακα οι φόροι που πληρώνουν οι ΑΕ και οι ΕΠΕ στην Ελλάδα,
μας κατατάσσουν στην 24η θέση στην ΕΕ-27. Οι μειώσεις των ονομαστικών φορολογικών συντελεστών
για τις επιχειρήσεις, που ξεκίνησε η Ν.Δ και συνεχίζει πλέον το ΠΑΣΟΚ, είχε σαν αποτέλεσμα η Ελλάδα να
επιτύχει, μέσα στην περίοδο 2000-2008, την τρίτη μεγαλύτερη μείωση των φόρων από επιχειρήσεις, της
τάξεως των 1,6 μονάδων του ΑΕΠ.
Επίσης σε έναν από τους σημαντικότερους δείκτες που υπολογίζει η Eurostat, στον πραγματικό
φορολογικό συντελεστή του κεφαλαίου6 (implicit tax rate on capital- όχι δηλαδή ο ονομαστικός φορολο-
γικός συντελεστής, αλλά ο πραγματικός – αυτός δηλαδή που συμπεριλαμβάνει όλες τις φοροαπαλλαγές
και τις αυτοτελείς φορολογήσεις κερδών που ισχύουν σε κάθε χώρα για τις επιχειρήσεις τους), η Ελλάδα
βρίσκεται κάτω από το 50% του μέσου όρου της ΕΕ-27 (15,8 στην Ελλάδα, έναντι 32,6 στην Ε.Ε-25). Με
άλλα λόγια, η Ελλάδα θα έπρεπε να εισπράττει τους διπλάσιους φόρους κάθε χρόνο από τις επιχειρήσεις,
για να συναντούσε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην φορολογία των Νομικών Προσώπων. Και αυτή η υπο-
φορολόγηση των επιχειρήσεων δεν έχει καμία σχέση με την φοροδιαφυγή, αλλά μόνο με το ύψος των
φορολογικών συντελεστών και τις φοροαπαλλαγές των Νομικών Προσώπων.
6. Για τον ακριβή ορισμό του «πραγματικού φορολογικού συντελεστή του κεφαλαίου», κάποιος μπορεί να ανατρέξει στο http://ec.europa.eu/taxation_
customs/resources/documents/implicit_tax_rate_non_financial_corporations.pdf , στη σελίδα 9.
64
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά που συμπληρώνουν την εικόνα του ελληνικού φορολογικού συ-
στήματος, όπως προκύπτουν και από τον πιο αναλυτικό Πίνακα 3.8, είναι ο εξαιρετικά περιορισμένος ρόλος
της τοπικής αυτοδιοίκησης στην είσπραξη και αξιοποίηση φορολογικών εσόδων, η χαμηλή φορολόγηση
του συσσωρευμένου πλούτου και η υψηλή φορολόγηση της κατανάλωσης σε σχέση με τις υπόλοιπες
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
65
3.2 Οι Δημόσιες Δαπάνες
Κάποιες γενικές παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε για τις δαπάνες της ελληνικής οικονομίας
είναι οι ακόλουθες:
• η άποψη ότι το ελληνικό κράτος είναι ένα «ακριβό κράτος» δε θεμελιώνεται αφού βάσει των
στοιχείων της Eurostat, η συνολική δαπάνη του ελληνικού κράτους διαμορφώνεται σε χαμηλότερα
επίπεδα από αυτά της ΕΕ-27.
• η συνολική κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της Ευρώπης
των 27
• Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα το ποσοστό του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού είναι υψη-
λότερο από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, η μέση δαπάνη για συντάξεις υπολείπεται σημαντικά της
αντίστοιχης ευρωπαϊκής.
• Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν ότι το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος κρατικών δαπα-
νών στην Ελλάδα δεν είναι ότι το τελευταίο είναι ακριβό. Αντίθετα, σε συνδυασμό με τα στοιχεία
για την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών αποδεικνύεται η χαμηλή του κοινωνική
αποτελεσματικότητα
Από τα στοιχεία που παρατίθενται στον πίνακα 3.9 και από το Διάγραμμα 3.2, διαπιστώνουμε ότι
η διατυπωμένη άποψη ότι το ελληνικό δημόσιο είναι «ακριβό», δεν θεμελιώνεται με βάση τα στοιχεία της
Eurostat. Ή τουλάχιστον δεν είναι περισσότερο ακριβό σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένω-
σης, είτε αυτός αφορά την ΕΕ-15, την ΕΕ-25 ή την ΕΕ-27. Η μόνη χρονιά που το ποσοστό των δημοσίων
δαπανών υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι το 2000, ενώ από το έτος αυτό και μέχρι και το 2006,
το ποσοστό αυτό μειώνεται σημαντικά για την χώρα μας.
66
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Πίνακας 3.9. Δημόσιες Δαπάνες ως % ΑΕΠ σε Ελλάδα, ΕΕ-15, ΕΕ-25 και ΕΕ-27.
Έτος 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009
ΕΕ-27 : : : 47.3 46.8 45.2 46.2 46.7 47.3 46.9 46.9 46.4 45.8 46.9 50.7
ΕΕ-25 52.3 50.0 48.4 47.4 46.9 45.3 46.3 46.8 47.4 47.0 47.0 46.5 45.9 47.0 50.8
ΕΕ-15 52.4 50.1 48.4 47.5 46.9 45.3 46.3 46.8 47.4 47.1 47.1 46.6 46.0 47.3 51.2
Ελλάδα 45.7 44.1 44.9 44.3 44.4 46.7 45.3 45.1 44.7 45.4 43.8 43.2 45.0 46.8 50.4
Πηγή: Eurostat.
Οι επιπτώσεις της κρίσης από το 2007 και μετά είναι ορατές στο ποσοστό των δημόσιων δαπανών
σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στην Ελλάδα, όπου για πρώτη φορά το 2009 το ποσοστό των
δημόσιων δαπανών υπερβαίνει το 50% του παραγόμενου προϊόντος. Αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες
που σχετίζονται με την οικονομική κρίση. Πρώτον, οι οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την μείωση της
οικονομικής δραστηριότητας και συνεπώς και του ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί ο παρονομαστής
του κλάσματος δημόσιες δαπάνες / ΑΕΠ και το μέγεθος να αυξηθεί. Ο δεύτερος λόγος ήταν η κρατική πα-
ρέμβαση για την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης, η οποία ταυτίστηκε με την αύξηση των δημόσιων
δαπανών. Κυρίως οι αυξημένες αυτές δαπάνες διοχετεύτηκαν ως στήριξη στο τραπεζικό σύστημα είτε με
την μορφή άμεσης ενίσχυσης με αντάλλαγμα προνομιούχες μετοχές των τραπεζικών ιδρυμάτων, είτε με
την μορφή της παροχής εγγυήσεων προς τις τράπεζες. Ένας άλλος λόγος για την αύξηση των δαπανών, σε
πολύ μικρότερο όμως βαθμό, ήταν η λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών που σε περίοδο ύφεσης,
αυξάνουν την πίεση στις δημόσιες δαπάνες για να ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των δημόσιων δαπανών της ελληνικής οικονομίας είναι ότι οι κοινωνικές
δαπάνες σταθερά υπολείπονται αυτών του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στις κοινωνικές δαπάνες συνυπολο-
γίσαμε τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας κτλ), τις δαπάνες για την υγεία
και τις δαπάνες για στέγαση, έτσι ώστε να δώσουμε μία ποσοτική διάσταση της έννοιας του κοινωνικού
κράτους. Δεν συμπεριλάβαμε και τις δαπάνες για την παιδεία - παρόλο που για πολλούς μελετητές θεωρεί-
ται κοινωνική παροχή σε είδος - μιας και δεν υπάρχει συναίνεση για το κατά πόσο αποτελούν μέρος του
κοινωνικού κράτους. Αν τις συμπεριλαμβάναμε, η ψαλίδα μεταξύ ευρωπαϊκού μέσου όρου και Ελλάδας θα
άνοιγε κι άλλο.
Πίνακας 3.10. Κοινωνικές Δαπάνες σε Ελλάδα και ΕΕ-27 (Κοινωνική Προστασία, Υγεία, Στέγαση).
Έτος 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009
ΕΕ-25 : : : : : : : 25.9 26.4 26.3 26.4 26.0 25.6 26.2 :
Ελλάδα 19.5 19.9 19.9 20.3 20.8 21.3 22.1 22.3 22.8 22.3 23.1 23.5 24.0 25.6 :
Πηγή: Eurostat
Στον Πίνακα 3.11 παραθέτουμε ξεχωριστά τις δαπάνες για την εκπαίδευση. Και εδώ βλέπουμε ότι οι
δαπάνες της Ελλάδας υπολείπονται κατά πολύ του ευρωπαϊκού μέσου όρου ως ποσοστό του ΑΕΠ.
67
Πίνακας 3.11. Δαπάνες για εκπαίδευση σε Ελλάδα και ΕΕ-25.
Έτος 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009
ΕΕ-25 : : : : : : : 5.3 5.3 5.3 5.3 5.2 5.1 5.2 :
Ελλάδα 2.7 2.5 2.8 2.8 2.8 2.9 2.7 2.9 3.2 3.1 3.0 3.0 3.0 3.1 :
Πηγή: Eurostat.
Στον πίνακα 3.12 βλέπουμε την εξέλιξη των τόκων που πληρώνει το ελληνικό δημόσιο για την
αποπληρωμή του δημόσιου χρέους του, οι οποίοι αποτελούν δαπάνη του Τακτικού Προϋπολογισμού. Η Ελ-
λάδα πάντα πλήρωνε τόκους υψηλότερους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο
της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Όμως από το 1995 και μετά υπήρξε μια ταχεία αποκλιμάκωση των πληρωμών
για τόκους με τη χαμηλότερη τιμή να καταγράφεται το 2007 (4,1% του ΑΕΠ). Βέβαια για αυτήν την εξέλιξη
πρέπει να εξεταστεί, πέρα από την πτώση των επιτοκίων και τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης,
ο ρόλος των περιβόητων swaps.
68
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
της οικονομικής δραστηριότητας. Στα σύγχρονα υποδείγματα οικονομικής μεγέθυνσης που συμπεριλαμ-
βάνουν και μεταβλητές που αφορούν την «οικονομική γεωγραφία» αποδεικνύεται και εμπειρικά ότι οι
δημόσιες επενδύσεις που αφορούν υποδομές για μεταφορές συνεισφέρουν θετικά στην μεγέθυνση του
ΑΕΠ. Επίσης οι δημόσιες επενδύσεις στην παιδεία και την υγεία έχουν και αυτές θετικό ρόλο στην αύξηση
της παραγωγικότητας της εργασίας, μέσω της βελτίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι επενδύσεις σε
Έρευνα και Ανάπτυξη, με την σειρά τους, είναι αυτές που βελτιώνουν το τεχνολογικό επίπεδο της εθνικής
οικονομίας, ενθαρρύνουν την καινοτομία και συμβάλλουν και αυτές στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Ένας άλλος δίαυλος μέσω του οποίου επιδρούν οι δημόσιες επενδύσεις στην εθνική οικονομία είναι
μέσω των θετικών εξωτερικοτήτων (externalities) που δημιουργούν. Πιο συγκεκριμένα, οι δημόσιες επενδύ-
σεις επιδρούν θετικά στην ιδιωτική επένδυση παγίου κεφαλαίου, αφού βελτιώνουν τόσο την παραγωγικό-
τητα των παραγωγικών συντελεστών όπως είδαμε πριν αλλά και αυξάνουν και την απόδοση του επενδυό-
μενου κεφαλαίου. Από την στιγμή που αυξάνεται η απόδοση, αυξάνεται και η ζήτηση για πάγιο κεφάλαιο,
συμβάλλοντας στην μεγέθυνση του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, η επένδυση για τη δημιουργία μιας εξαγωγικής
επιχείρησης στη Β. Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερη απόδοση μετά την κατασκευή της Εγνατίας Οδού.
Επιπλέον οι δημόσιες επενδύσεις και ειδικά αυτές που αφορούν υποδομές αυξάνουν τη διάρκεια
ζωής του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί. Αυτό συμβαίνει επειδή βελτιώνουν τις συνθήκες χρήσης του κε-
φαλαίου με αποτέλεσμα να μην απαξιώνεται τόσο σύντομα όσο αν οι υποδομές ήταν υποδεέστερες. Χαρα-
κτηριστικό παράδειγμα είναι ότι τα καλύτερα οδικά δίκτυα φθείρουν λιγότερο τα οχήματα και ελαττώνουν
τα ατυχήματα. Αντίστοιχα, οι επενδύσεις που βελτιώνουν ένα δίκτυο ηλεκτροδότησης ελαχιστοποιούν
τις πιθανότατες καταστροφής ηλεκτρικών συσκευών λόγω ασταθούς τάσης. Οι δημόσιες επενδύσεις σε
υποδομές συνεπώς μειώνουν την απόσβεση του πάγιου κεφαλαίου, αυξάνουν τη διάρκεια ζωής του, το
καθιστούν πιο αποδοτικό και αυξάνουν συνεπώς τη ζήτησή του από ιδιώτες.
Η σημασία των δημόσιων επενδύσεων είναι μεγάλη και για την εξάλειψη των περιφερικών ανισοτή-
των εντός μιας εθνικής οικονομίας. Η μη ισόρροπη ανάπτυξη των περιφερειών μιας οικονομίας οφείλεται σε
μία σειρά από παράγοντες που μπορεί να είναι οικονομικοί, κοινωνικοί, ιστορικοί ή δημογραφικοί. Ο σωστός
προγραμματισμός των δημόσιων επενδύσεων σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να αποτελέσει μοχλό για την
ανάπτυξη περιοχών της οικονομίας που υπολείπονται σε σχέση με άλλες. Κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτη-
το πως θα συμβάλει θετικά στον ρυθμό μεγέθυνσης της εθνικής οικονομίας, αφού οι υψηλότεροι ρυθμοί
ανάπτυξης μίας περιφέρειας μπορεί να σημαίνουν χαμηλότερους ρυθμούς σε μία άλλη. Σε κάθε περίπτωση
όμως, οι επιπτώσεις από την εξισορρόπηση των περιφερειακών ανισοτήτων είναι σημαντικές και σε κοινωνι-
κό επίπεδο, αφού βελτιώνουν το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων και ενισχύουν την κοινωνική συνοχή.
Ένα σημαντικό ζήτημα που συναντιέται συχνά στις ακαδημαϊκές και πολιτικές αντιπαραθέσεις για
τις επιπτώσεις των δημοσίων επενδύσεων στην οικονομική δραστηριότητα είναι η λεγόμενη «εκτόπιση»
των ιδιωτικών επενδύσεων από τις δημόσιες (crowding out). Η λογική του επιχειρήματος της «εκτόπισης»
έχει ως εξής: Μια αύξηση στις δημόσιες επενδύσεις αυξάνει την συνολική ζήτηση στην οικονομία. Εάν
η νομισματική πολιτική δεν μεταβληθεί για να διευκολύνει αυτή την δημοσιονομική επέκταση, η αύξηση
στην ζήτηση θα προκαλέσει άνοδο των πραγματικών επιτοκίων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος δα-
νεισμού των επιχειρήσεων και να αποθαρρυνθεί η ιδιωτική επένδυση. Ο αντίλογος σε αυτό το επιχείρημα
είναι διττός: Το πρώτο επιχείρημα βασίζεται στην φύση του χρήματος στον σύγχρονο καπιταλισμό, του
οποίου η προσφορά δεν καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα εξωγενώς, αλλά αντίθετα είναι πιστωτικό
χρήμα, δηλαδή δημιουργείται από τις τραπεζικές καταθέσεις που με την σειρά τους εξαρτώνται από την
69
οικονομική δραστηριότητα. Δηλαδή το χρήμα δημιουργείται ενδογενώς και τα επιτόκια δεν προσδιορί-
ζονται από την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά χρήματος, αφού αυτές οι δύο δεν είναι
ανεξάρτητες, αλλά η ζήτηση χρήματος καθορίζει και την προσφορά. Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η
νομισματική πολιτική όπως ασκείται πλέον δεν έχει την μορφή του άμεσου καθορισμού της ποσότητας
χρήματος που θα κυκλοφορεί στην οικονομία, ούτε καν την μορφή στόχευσης της ποσότητας του χρήμα-
τος, αλλά αντίθετα οι κεντρικές τράπεζες καθορίζουν ένα βασικό επιτόκιο και στην συνέχεια περιμένουν
όλα τα υπόλοιπα επιτόκια να προσαρμοστούν ανάλογα με τις μεταβολές του βασικού επιτοκίου. Με βάση
ότι το χρήμα είναι ενδογενές και ότι το επιτόκιο καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα, η εκτόπιση των
ιδιωτικών επενδύσεων από τις δημόσιες μπορεί να λάβει χώρα μόνο ως συνειδητή δράση της κεντρικής
τράπεζας και όχι ως φυσικό επακόλουθο του μηχανισμού της αγοράς.
Πέραν των θεωρητικών επιχειρημάτων που αποδεικνύουν την ισχυρή θετική επίπτωση των δημό-
σιων επενδύσεων στην οικονομική μεγέθυνση, έχει σημασία να παραθέσουμε και κάποια ευρήματα από
εμπειρικές μελέτες. Οι πρώτες εμπειρικές μελέτες που αφορούσαν την σχέση μεταξύ δημόσιων επενδύ-
σεων και οικονομικής μεγέθυνσης διερεύνησαν την οικονομία των ΗΠΑ. Ο Aschauer7 (1989) σε μία μελέτη
που σηματοδότησε την απαρχή του ενδιαφέροντος για την σχέση δημοσίων επενδύσεων – οικονομικής
μεγέθυνσης, βρήκε ότι οι επενδύσεις σε βασικές υποδομές όπως τα οδικά δίκτυα, τα αεροδρόμια, τα μέσα
μαζικής μεταφοράς και άλλες μορφές δημόσιου κεφαλαίου είχαν την μεγαλύτερη ερμηνευτική ισχύ για τις
θετικές μεταβολές στην παραγωγικότητα των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1949-1985. Ο ίδιος8 (2000) διαπίστω-
σε και μία ισχυρή και στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ δημοσίων επενδύσεων και ρυθμού αύξησης του
ΑΕΠ και με πιο πρόσφατα δεδομένα για την Αμερικάνικη οικονομία. Αυτό που επισημαίνουν άλλοι μελετη-
τές, όπως η Munnell9 (1992) και ο Gramlich10 (1994), είναι ότι ενώ γενικά υπάρχει μία συναίνεση σχετικά με
την επίδραση των δημόσιων επενδύσεων στην παραγωγικότητα και την οικονομική μεγέθυνση, αυτό που
αποτελεί αντικείμενο τριβής μεταξύ των οικονομολόγων είναι το μέγεθος αυτής της σχέσης.
Άλλες μελέτες για άλλες χώρες, ενίσχυσαν την πεποίθηση ότι οι δημόσιες δαπάνες έχουν θετική
επίδραση στην μεγέθυνση του ΑΕΠ. Πιο συγκεκριμένα, η Ligthart11 (2002) διαπίστωσε μία θετική και ισχυ-
ρή σχέση μεταξύ δημοσίων επενδύσεων και ΑΕΠ στην Πορτογαλία για την περίοδο 1965-1995. Οι Flores
de Frutos κ.α.12 (1998) βρήκαν για την Ισπανία ότι μία παροδική αύξηση των δημόσιων επενδύσεων κατα-
λήγει σε μία μόνιμη αύξηση του ΑΕΠ, των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης. Για την ίδια χώρα,
τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν οι Pereira και Roca Sagales13 (2003). Για το Βέλγιο, ο Everaert14 (2003)
βρίσκει μία θετική επίδραση των δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ, η οποία όμως υπολείπεται σημαντικά
της αντίστοιχης επίδρασης των ιδιωτικών επενδύσεων. Μία από τις λίγες περιπτώσεις αρνητικής σχέσης
7. Aschauer, D. (1989). Does public capital crowd out private investment?, Journal of Monetary Economics, 24 (2) : 171-188
8. Aschauer, D. (2000). Does state optimize? Public capital and economic growth. Annals of Regional Science. 34 (3): 343-363
9. Munnell, A. (1992). Infrastructure investment and economic growth. Journal of Economic Perspectives. 6 (4) σελ. 189-198
10. Gramlich, E. (1994). Infrastructure investment. A review essay. Journal of Economic Literature, 32:1176-1196
11. Ligthart, J. (2002). Public capital an output growth in Portugal. An empirical Analysis. European Review of Economics and Finance, 1 (2): 3-30
12. Flores de Frutos, R., M. Gracia-Diez, and T. Perez-Amaral (1998). Public Capital Stock and Economic Growth: An Analysis of the Spanish
Economy. Applied Economics 30 (8): 985-994.
13. Pereira, A.M., and O. Roca Sagales (2003). Spillover Effects of Public Capital Formation: Evidence from the Spanish Regions. Journal of Urban
Economics 53 (2): 238-256.
14. Everaert, G. (2003). Balanced Growth and Public Capital: An Empirical Analysis with I(2) Trends in Capital Stock Data. Economic Modelling 20
(4): 741-763.
70
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
μεταξύ δημόσιων επενδύσεων και ΑΕΠ προέρχεται από τον Ghali15 (1998) και αφορά την Τυνησία για την
περίοδο 1963-1993.
Άλλες εμπειρικές μελέτες που αφορούσαν την σχέση δημόσιων επενδύσεων και ΑΕΠ σε ένα πλήθος
χωρών είχαν παρόμοια αποτελέσματα. Οι Easterly και Rebello16 (1993) διαπιστώνουν πως ειδικά οι δημόσι-
ες επενδύσεις στις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες έχουν μία ισχυρή θετική συσχέτιση με την αύξηση
του ΑΕΠ, της τάξης του 0.5-0.65. Επίσης, αυτές δεν συσχετίζονται με τις ιδιωτικές επενδύσεις, επομένως
η αύξηση στο ΑΕΠ προέρχεται από την αύξηση των αποδόσεων των ιδιωτικών επενδύσεων και όχι από την
αύξηση του όγκου των ιδιωτικών επενδύσεων. Οι δημόσιες επενδύσεις της γενικής κυβέρνησης συσχετίζο-
νται θετικά με την μεγέθυνση του ΑΕΠ με συντελεστή 0.4, ενώ οι επενδύσεις στις δημόσιες επιχειρήσεις
έχουν αρνητική συσχέτιση με τις ιδιωτικές επενδύσεις αλλά δεν επηρεάζουν το ΑΕΠ. Αντίστοιχα θετικά
αποτελέσματα βρίσκουν ο Sanchez-Robles17 (1998) καθώς και οι Gwartney κ.α.18 (2004), αν και τα αποτε-
λέσματα των τελευταίων είναι μικρότερα από τη θετική επίδραση των ιδιωτικών επενδύσεων στο ΑΕΠ. Σε
μία μελέτη για 22 χώρες του ΟΟΣΑ, ο Kamps (2004) βρίσκει για την περίοδο 1960-2001 θετική και ισχυρή
σχέση μεταξύ δημόσιων επενδύσεων και μεγέθυνσης.
15. Ghali, S. (1998) Public Investment and Private Capital Formation in a Vector Error-Correction Model of Growth, Applied Economics, 30 (4):
837-844
16. Easterly, W. and Rebelo, S. (1993). “Fiscal policy and economic growth: an empirical investigation”. Journal of Monetary Economics, (32), pp.
417– 458.
17. Sanchez-Robles, B. (1998). “Infrastructure investment and growth: Some empirical evidence”. Contemporary Economic Policy, (16), pp. 98-
108.
18. Gwartney, J., Holcombe, R.G. and Lawson, R. (2004). “Institutions and the impact of investment on growth”. Paper presented at the Conference
of the Association Private Enterprise Education, APEE, (April), Bahamas.
71
Η σχέση των δημόσιων με τις ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου γνωρίζει διακυμάνσεις ανά-
λογα με τη φάση του κύκλου στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Έτσι σημαντική αύξηση του πο-
σοστού των δημόσιων επενδύσεων προς τις ιδιωτικές παρουσιάζεται κατά την περίοδο της κρίσης, δηλαδή
μετά το 2008, και οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, η οποία εξελίχθηκε με
γρηγορότερους ρυθμούς από τη μείωση των δημόσιων επενδύσεων. Στο διάγραμμα 3.3 και στον πίνακα
3.14 μπορούμε να δούμε αναλυτικά την εξέλιξη της σχέσης δημόσιων / ιδιωτικών επενδύσεων.
Διάγραμμα 3.3. Δημόσιες και Ιδιωτικές Ακαθάριστες Επενδύσεις Πάγιου Κεφαλαίου (1995-2011).
Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε την εξέλιξη των δημόσιων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ,
καθώς και την εξέλιξη του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά την περίοδο 1996-2010. Από το διάγραμμα
αυτό παρατηρούμε ότι υπάρχει μια ισχυρή σχέση ανάμεσα στις μεταβολές των δύο μεγεθών, ειδικά μέχρι
το 2005. Από το 2007 και μετά παρουσιάζεται μία απόκλιση, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι η μεγάλη
μείωση του ΑΕΠ είναι σωρευτικό αποτέλεσμα των μεγάλων μειώσεων στην ιδιωτική κατανάλωση, στην
ιδιωτική επένδυση και της επιτάχυνσης της διεύρυνσης του εμπορικού ελλείμματος. Η επίπτωση όλων
αυτών ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αντισταθμιστεί από τη διατήρηση της
δημόσιας επένδυσης σε επίπεδα προ κρίσης.
72
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Πηγή: Eurostat
Πέραν της γραφικής απεικόνισης, που καταδεικνύει ότι τα δύο αυτά μεγέθη ακολουθούν κοινή κα-
τεύθυνση, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και στατιστικά εργαλεία που καταδεικνύουν το γεγονός αυτό.
Πιο συγκεκριμένα, ο γραμμικός συντελεστής συσχέτισης για την περίοδο 1996-2010 προσεγγίζει το 0.7,
ενώ η διακύμανση των δύο μεγεθών είναι 0.65. Η συσχέτιση δεν είναι τέλεια, αφού σίγουρα υπεισέρχονται
και άλλοι παράγοντες στον καθορισμό του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, είναι σίγουρα όμως θετική και
ισχυρή.
Πρέπει να επισημάνουμε πάντως ότι η συσχέτιση αυτή δεν αποκαλύπτει τίποτα για την κατεύθυνση
της αιτιότητας. Είναι η μεγέθυνση του ΑΕΠ που αυξάνει τις δημόσιες επενδύσεις ή η αύξηση των δημόσιων
επενδύσεων είναι καθοριστική για την μεγέθυνση του ΑΕΠ; Σε κάθε περίπτωση, τείνουμε να αποδεχτούμε
ότι στην πραγματικότητα η κατεύθυνση της αιτιότητας κινείται με αφετηρία τις δημόσιες επενδύσεις, οι
οποίες από μόνες τους δημιουργούν προϊόν αλλά καθιστούν και τις ιδιωτικές επενδύσεις πιο παραγωγικές,
αφού δημιουργούν θετικές εξωτερικότητες και κοινωνικά οφέλη. Τα τελευταία δεν λαμβάνονται υπόψη
στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τις ιδιωτικές επενδύσεις, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται το
βέλτιστο επίπεδο εθνικής επένδυσης.
73
δύσεις, από τη στιγμή που αποτελούν μέγεθος που καθορίζεται από την κυβέρνηση κατά την κατάρτιση
του Κρατικού Προϋπολογισμού, δεν αποτελούν μία μεταβλητή που είναι αποτέλεσμα μεταβολών άλλων
μεταβλητών. Δηλαδή δεν είναι μία ενδογενώς καθορισμένη μεταβλητή. Αντίθετα είναι μια εξωγενής με-
ταβλητή που καθορίζεται από την κυβέρνηση με βάση τις προτεραιότητες που θέτει στην πολιτική της.
Επομένως, η εξέλιξη στις προβλέψεις για τις δημόσιες επενδύσεις είναι αποτέλεσμα των αντιαναπτυξιακών
πολιτικών που προωθεί το ΔΝΤ.
Έτσι, ενώ το 2009 οι δημόσιες επενδύσεις σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ ανήλθαν σε 10.9 δις
ευρώ, το 2015 θα ανέρχονται σε 5.4 δις ευρώ. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθεται αναλυτικά, κατά έτος,
η πρόβλεψη του ΔΝΤ για τις δημόσιες επενδύσεις.
Αντίστοιχα το ποσοστό των δημόσιων επενδύσεων προς το ΑΕΠ μειώνεται ακόμα περισσότερο
από το μισό, από 4.8% το 2009 σε 2.2% το 2015. Όπως αναμένεται μια τέτοια μείωση θα έχει αρνητικό
αντίκτυπο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, και επομένως στα εισοδήματα και στην απασχόληση.
Αυτό που προκαλεί ανησυχία είναι ότι σε περίπτωση που στην Ελλάδα οι ιδιωτικές επενδύσεις συμπερι-
φέρονται ως συμπληρωματικά αγαθά των δημόσιων επενδύσεων και όχι ως υποκατάστατα (δηλαδή δεν
ισχύει η υπόθεση της εκτόπισης των ιδιωτικών επενδύσεων), μία μείωση των δημόσιων επενδύσεων θα
προκαλέσει μείωση και στις δημόσιες επενδύσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα φαύλος κύκλος με
αντιαναπτυξιακά αποτελέσματα.
Μία μελέτη για τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική μεγέθυνση, από τους
Angelopoulos και Philippopoulos19 (2007), καταλήγει στο ακόλουθο ενδιαφέρον συμπέρασμα για την επί-
πτωση των δημόσιων επενδύσεων στη μεγέθυνση του ΑΕΠ: Μία μεταβολή του ρυθμού μεγέθυνσης των
δημόσιων επενδύσεων προς το ΑΕΠ κατά 1% οδηγεί σε μία μεταβολή –προς την ίδια κατεύθυνση- του
ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 0.113%. Στον πίνακα 3.16 έχουμε υπολογίσει στην πρώτη γραμμή το
ρυθμό εξέλιξης των δημόσιων επενδύσεων προς το ΑΕΠ, σύμφωνα με τις παραπάνω προβλέψεις του
ΔΝΤ, και στην τελευταία γραμμή την επίπτωση στο ΑΕΠ, σύμφωνα με το συντελεστή που βρήκαν οι
Angelopoulos και Philippopoulos.
19. Angelopoulos, K and Philippopoulos, A. (2007). The growth effects of fiscal policy in Greece (1960-2000), Public Choice, 131 (1-2): 157-175
74
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι μόνο από τη μείωση των δημόσιων επενδύσεων μέχρι το 2015,
όπως προβλέπει το ΔΝΤ, θα μειωθεί το ΑΕΠ κατά 8.54%. Η αρνητική συμβολή των δημόσιων επενδύσε-
ων στο ΑΕΠ θα καταστήσει δυσχερή την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, ειδικά αν η μείωση αυτή στις
δημόσιες επενδύσεις επιφέρει μείωση στις ιδιωτικές επενδύσεις (αφού θα τις καταστήσει λιγότερο παρα-
γωγικές).
Αυτό που πρέπει πάντως να διευκρινιστεί, για να μην υπάρχουν παρερμηνείες, είναι ότι στην τε-
λευταία γραμμή του παραπάνω πίνακα αυτό που εκτιμάται είναι η επίπτωση των δημόσιων επενδύσεων
στο ΑΕΠ και όχι το ποιος θα είναι ο τελικός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αν οι υπόλοιπες μεταβλητές που
επηρεάζουν το ΑΕΠ κινηθούν θετικά και αντισταθμίσουν την αρνητική επίπτωση των δημόσιων επενδύσε-
ων τότε το ΑΕΠ είναι δυνατόν να αυξηθεί.
75
Πίνακας 3.17. Η εξέλιξη του Δημόσιου Χρέους στην Ελλάδα.
ΕΤΟΣ ΧΡΕΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΧΡΕΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ % ΑΕΠ
1974 128 δις δρχ 20,8%
1975 166 18%
1976 199 17,6%
1977 233 17,7%
1978 360 23%
1979 414 22,5%
1980 408 22,3%
1981 702 26,5%
1982 997 29,9%
1983 1.365 34,3%
1984 2.025 41,0%
1985 2.385 47,9%
1986 3.584 49,7%
1987 4.538 55,9%
1988 6.034 61,1%
1989 7.543 64,2%
1990 11.84 71%
1991 14.98 73,4%
1992 18.53 78,4%
1993 23.592 98,3%
1994 26.223 96,3%
1995 29.603 97%
1996 97,8 δις ευρώ 99,4%
1997 110,9 101,8%
1998 118,9 100,4%
1999 126,6 100,3%
2000 138,8 101,8%
2001 150,7 102,9%
2002 158,9 101,5%
2003 167,7 97,3%
2004 183,2 98,6%
2005 195,4 100%
2006 205,7 98,2%
2007 216,7 96,1%
2008 237,2 99,5%
2009 273,4 115,1%
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εαρινές προβλέψεις, Μάιος 2010).
76
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
77
Όπως διαπιστώνουμε, από το 1977, παράλληλα με την αύξηση του Δημόσιου Χρέους αυξάνουν και
οι τόκοι εξυπηρέτησής τους, για να ανέλθουν από το 1,5% του ΑΕΠ το 1977 στο 13,9% το 1994.
Είναι προφανές ότι στην αύξηση αυτή αντανακλάται όχι μόνο η αύξηση του χρέους αλλά και τα
πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού. Από το 1994 αρχίζει μια αντίστροφη τάση, η οποία συνίσταται στη συ-
στηματική μείωση των τόκων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά την αύξηση του Δημόσιου Χρέους. Έτσι το
2007, οι τόκοι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, φτάνουν στο 4,1%, δηλαδή το χαμηλότερο που υπήρξε ποτέ αναλο-
γικά με το συσσωρευμένο χρέος.
Η εξέλιξη αυτή είναι άμεσα συναρτημένη με την προοπτική αρχικά και την οριστική ένταξη στο
ευρώ στη συνέχεια, γεγονός που οδήγησε σε μια σύγκλιση των επιτοκίων δανεισμού μεταξύ όλων των
χωρών των ευρωζώνης.
Η δυναμική του Δημόσιου Χρέους και της δαπάνης για την εξυ-
πηρέτησή του μετά το «Μνημόνιο».
Όπως φαίνεται στον πίνακα 3.19 η δυναμική του χρέους γίνεται πιο ισχυρή μετά την υιοθέτηση
του «μνημονίου».
Ο πίνακας 3.20 δείχνει ότι το ίδιο ισχύει και για τη δαπάνη εξυπηρέτησής του.
78
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Συγκεκριμένα το Δημόσιο Χρέος αναμένεται να υπερβεί τα 360 δις ευρώ το 2015, ενώ η διαμόρφω-
σή του, ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα εξαρτηθεί από το βάθος της ύφεσης. Πάντως οι σχετικές εκτιμήσεις το
ανεβάζουν στο 144% - 150% το 2013, έτος κατά το οποίο εκτιμάται ότι θα σημειωθεί η κορύφωσή του.
Αντίστοιχα οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους αναμένεται να εκτιναχθούν από 5% (2009) στο
8,5% (2014), ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να αποδοθούν:
α) στην ύφεση της οικονομίας και στη μείωση του ΑΕΠ και
β) στους δυσμενείς όρους δανεισμού των 80 δις ευρώ από τα ευρωπαϊκά κράτη, στο πλαίσιο του
πακέτου στήριξης των 110 δις ευρώ.
Αύξηση, αν και με βραδύτερους ρυθμούς, υπήρξε και στα επιχειρησιακά δάνεια, με αποτέλεσμα το
συνολικό ιδιωτικό χρέος να αυξηθεί κατά 4,4 φορές μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία (2000 – 2009). Το
συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, το 2009, διαμορφώθηκε στo 217,9% (βλέπε 3.22)
Πίνακας 3.22. Η Εξέλιξη του Δημόσιου και του Ιδιωτικού Χρέους στην Ελλάδα (δις ευρώ).
ΕΤΟΣ ΧΡΕΟΣ ΧΡΕΟΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΣΥΝΟΛΟ % του ΑΕΠ
ΝΟΙΚΟΚ. ΕΠΙΧΕΙΡ. ΙΔΙΩΤΙΚΟ (ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ)
ΧΡΕΟΣ
2000 16,97 42,36 59,33 138,8 198,13 145,4%
2001 23,83 50,20 74,02 150,9 224,92 153,6%
2002 31,50 55,01 86,51 158,9 245,41 156,7%
2003 40,20 60,98 101,18 167,7 268,88 156,0%
2004 52,56 71,43 123,99 183,2 307,19 165,3%
2005 68,90 81,0 149,90 195,4 345,3 176,7%
2006 85,88 93,58 179,45 205,7 385,15 182,3%
2007 104,12 111,29 215,40 216,7 432,1 190,7%
2008 117,20 132,46 249,66 237,2 486,86 203,6%
2009 119,63 133,79 253,43 273,4 526,83 217,9%
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
79
Οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα και ταχύτατη εξάρτηση
της οικονομικής μεγέθυνσης και της κατανάλωσης από το δανεισμό.
80
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Ακόμη πιο ισχυρή εμφανίζεται αυτή η δυναμική σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Όπως φαίνεται
στον πίνακα 3.24 η Ελλάδα κατέχει βέβαια πάντα «περίοπτη» θέση μεταξύ των υπερχρεωμένων χωρών,
όμως, σε καμιά περίπτωση, δεν είναι κάποια μοναχική εξαίρεση.
Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από τη δημοσιονομική κατάσταση των πλέον αναπτυγμένων
χωρών. Όπως φαίνεται στον πίνακα 3.25, το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι αντίστοιχο ή και υψηλότερο
του ελληνικού σε πολλές χώρες.
81
Η διαπίστωση ότι η ελληνική κρίση του χρέους αποτελεί έκφραση του διεθνούς προβλήματος της
υπερχρέωσης συνεπάγεται ότι πίσω από το πρόβλημα αυτό, πέρα από τις ιδιαίτερες αιτίες ή ιδιομορφίες,
υπάρχουν κοινές αιτίες που ανάγονται στο καθεστώς συσσώρευσης και στο αναπτυξιακό υπόδειγμα που
υιοθετήθηκαν διεθνώς από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ως αποτέλεσμα της λεγόμενης «συναίνεσης
της Ουάσιγκτον». Το καθεστώς αυτό στηρίχθηκε στη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων και στην
άνιση κατανομή των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα τη μείωση του μεριδίου της εργασίας υπέρ του μεριδίου
του κεφαλαίου στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος. Αυτή η ανισοκατανομή, αν έμενε χωρίς αντι-
στάθμισμα, θα οδηγούσε σε κρίσεις σχετικής υπερπαραγωγής και υπερσυσώρρευσης του κεφαλαίου.
Η αύξηση του δανεισμού, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, αποσκοπούσε στην αποτροπή
ή την άμβλυνση αυτού του κινδύνου, των κρίσεων δηλαδή πραγματοποίησης του κοινωνικού προϊόντος,
στην τόνωση της κατανάλωσης με δανεικά και στην άμβλυνση των κυκλικών διακυμάνσεων των οικο-
νομιών. Η δεύτερη διέξοδος για την εκτόνωση ή την άμβλυνση των συσσωρευμένων δυσκολιών ήταν η
λεγόμενη χρηματιστικοποίηση (financialization), η αναζήτηση δηλαδή διεξόδου επικερδούς τοποθέτησης
του κεφαλαίου σε σφαίρες πέραν της πραγματικής οικονομίας, σε μετοχές, τίτλους και ομόλογα, καθώς και
στην υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το χρέος επομένως και η αύξησή του είχαν κεντρικό
ρόλο στη διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης και της συσσώρευσης κεφαλαίου κατά τις τελευταίες
δεκαετίες, ως πεδίο αξιοποίησης κεφαλαίου, ως μηχανισμός άμβλυνσης των κυκλικών διακυμάνσεων και
ως παράγοντας ενίσχυσης της μεγέθυνσης.
Υπό την έννοια αυτή, η κρίση του χρέους μπορεί να κατανοηθεί ως κρίση της αναδιανομής και
του διαμορφωμένου καθεστώτος συσσώρευσης του κεφαλαίου. Άρα και η αντιμετώπιση της κρίσης του
χρέους προϋποθέτει μέτρα και πολιτικές όχι μόνο σε σχέση με το χρέος, αλλά και σε σχέση με τους ευρύ-
τερους όρους ανάπτυξης και αναδιανομής.
82
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Παράρτημα
ΠΙΝΑΚΑΣ 3.26. Δαπάνες για Τόκους ως % του ΑΕΠ (Ευρωζώνη).
ΧΩΡΑ 2009 2010 2011 2012 2013 2014 2015
ΒΕΛΓΙΟ 3,7% 3,8% 3,8%
ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2,6% 2,6% 2,7%
ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2,1% 2,9% 3,5%
ΕΛΛΑΔΑ (ΕΕ) 5,0% 5,6% 6,6% 7,5% 8,1% 8,5%
ΕΛΛΑΔΑ (ΔΝΤ) 5,0% 5,6% 6,5% 7,2% 7,8% 8,1% 7,8%
ΕΛΛΑΔΑ (προσχέδιο) 5,2% 5,6% 6,8%
ΙΣΠΑΝΙΑ 1,8% 2,2% 2,6%
ΓΑΛΛΙΑ 2,3% 2,6% 2,9%
ΙΤΑΛΙΑ 4,7% 4,6% 4,8%
ΚΥΠΡΟΣ 2,5% 2,7% 2,9%
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 0,5% 0,5% 0,6%
ΜΑΛΤΑ 3,2% 3,3% 3,3%
ΟΛΛΑΝΔΙΑ 2,3% 2,3% 2,3%
ΑΥΣΤΡΙΑ 2,7% 2,8% 2,9%
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2,8% 3,1% 3,5%
ΣΛΟΒΕΝΙΑ 1,4% 1,8% 2,0%
ΣΛΟΒΑΚΙΑ 1,5% 1,5% 1,5%
ΦΙΛΑΝΔΙΑ 1,2% 1,1% 1,2%
ΕΥΡΩΖΩΝΗ 2,8% 3,0% 3,2%
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εαρινές προβλέψεις, Μάιος 2010). Για την Ελλάδα για το 2009 οι εαρινές προβλέψεις
της Κομισιόν και τα έτη από το 2010 και μετά οι προβλέψεις του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής (Ιούνι-
ος 2010). Έκθεση ΔΝΤ για την Ελλάδα (Σεπτέμβριος 2010). Προσχέδιο προϋπολογισμού έτους 2011 (Οκτώβριος
2010)
83
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΝΑΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
4.1. Εισαγωγή
Το βασικό χαρακτηριστικό των μέτρων που ελήφθησαν έως σήμερα στα πλαίσια του Μνημονίου
που υπογράφηκε μεταξύ της Ελλάδος, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ είναι η σχεδόν
αποκλειστική προτεραιότητα που δόθηκε στην ενίσχυση των εσόδων προκειμένου να επιτευχθούν οι
στόχοι της δημοσιονομικής προσαρμογής. Έτσι αγνοήθηκε η αναδιανεμητική επίπτωση των μέτρων αυ-
τών, τα οποία ήρθαν να προστεθούν σε μία ιδιαίτερα επιβαρυμένη κατάσταση από πλευράς διαστάσεων
ανισότητας και φτώχειας.
Επιπλέον, ο κοινωνικός ιστός φαίνεται πλέον ότι μπορεί εύκολα να διαταραχθεί για τους εξής κυ-
ρίως λόγους: Πρώτον, η ανάπτυξη νέων «κοινωνικών κινδύνων» μετά την πρόσφατη χρηματοοικονομική
κρίση οι οποίοι, σε συνδυασμό με τη μερική αποδυνάμωση του θεσμού της οικογένειας αλλά και την
έλλειψη αποτελεσματικού δικτύου κοινωνικής προστασίας, φαίνεται να οδηγούν σε κατάσταση ανασφά-
λειας στρώματα που παραδοσιακά δεν βρίσκονταν στο κάτω μέρος της εισοδηματικής κατανομής (π.χ.
νέοι πτυχιούχοι, στελέχη επιχειρήσεων). Δεύτερον, η ίδια η έννοια των «αναγκών» φαίνεται να μεταβάλ-
λεται. Μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας φαίνεται να θεωρεί ως αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες που ήταν
άπιαστο όνειρο μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ακόμη και αν η απόκτησή τους συνεπάγεται δανεισμό και
ανασφάλεια. Η σχεδόν καταστροφική εικόνα που προβάλλεται καταιγιστικά από μερίδα μέσων μαζικής
ενημέρωσης, πιθανότατα συμβάλλει στη διαμόρφωση της παραπάνω αντίληψης. Τρίτον, τα ελληνικά νοι-
κοκυριά, διατήρησαν τα τελευταία χρόνια, μέσω του δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα, ένα υψηλό
επίπεδο κατανάλωσης, που τους επέτρεψε να αποφύγουν καταστάσεις φτώχειας πολύ περισσότερο από
όσο θα τους το επέτρεπε το εισόδημά τους. Η τακτική αυτή πιθανόν να υιοθετήθηκε ακόμη περισσότερο
από τα νοικοκυριά με παιδιά. Φαίνεται ότι τα νεαρά ζευγάρια με παιδιά δεν είναι εύκολα διατεθειμένα να
υποβαθμίσουν το βιοτικό επίπεδο των παιδιών και της οικογένειάς τους εξαιτίας του χαμηλού τους εισο-
δήματος. Αναζητούν τρόπους (δανεισμός, εκποίηση περιουσιακών στοιχείων κ.ά.) ώστε να διατηρήσουν
τη δαπάνη τους σε υψηλά επίπεδα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις καταστάσεις φτώχειας για τα παιδιά
τους. Η αναζήτηση αυτή τα τελευταία έτη είναι φανερό ότι διευκολύνθηκε σημαντικά από παράγοντες
που σχετίζονται με την ευκολότερη πρόσβαση των νοικοκυριών στο δανεισμό και με τη σταδιακή μείωση
των τραπεζικών επιτοκίων, κυρίως λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού στη χρηματοπιστωτική αγορά
μετά την απελευθέρωσή της. Η οικονομική σταθερότητα που ακολούθησε την ένταξη της χώρας στην ΕΕ
και την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, φαίνεται ότι ενίσχυσε θετικά τις προσδοκίες των νοικοκυριών
για τα μελλοντικά τους εισοδήματα, ενθαρρύνοντας το δανεισμό με στόχο τη διατήρηση υψηλού επιπέ-
δου διαβίωσης. Η πρόσφατη όμως κρίση έχει στερήσει πλέον από τα νοικοκυριά την εύκολη δυνατότητα
χρηματοδότησης των αναγκών τους. Τέλος, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος
και ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος στην πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση έχουν συμβάλει στη
δοκιμασία της κοινωνικής συνοχής.
Στο κεφάλαιο αυτό αρχικά παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις των κοινωνικών δεικτών για την ανισό-
τητα και τη φτώχεια στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Στη συνέχεια δίνονται ορισμένες
85
εκτιμήσεις για τη συμβολή των μέτρων του μνημονίου στην επιβάρυνση των προηγούμενων κοινωνικών
δεικτών αλλά και της ανεργίας.
20. Ο συντελεστής Gini ορίζεται ως λόγος των αθροιστικών μεριδίων του πληθυσμού, κατανεμημένου ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος προς το
αθροιστικό μερίδιο του συνολικού ποσού, που λαμβάνουν και η τιμή του κυμαίνεται από 0 (πλήρης ισότητα) έως 1 (πλήρης εισοδηματική ανισό-
τητα). Αν όλο το εθνικό εισόδημα ήταν συγκεντρωμένο σε ένα άτομο, ο συντελεστής θα ήταν 1, π.χ. αν ο συντελεστής Gini = 0,33 αυτό σημαίνει
ότι αν πάρουμε 2 τυχαία άτομα, τότε αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 33% του μέσου όρου.
21. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών
(European Union- Statistics on Income and Living Conditions) που διενεργείτε πλέον σε όλες της χώρες της ΕΕ. Στην Ελλάδα διεξάγετε από την
ΕΛ.ΣΤΑΤ σε δείγμα 6.200 νοικοκυριών και σε 14.000 μέλη των νοικοκυριών αυτών ηλικίας 16 ετών και άνω.
86
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
γράφονται από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές και από τους λιγότερο εκπαιδευμένους προς τις
μεγαλύτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Παλαιότερα το μερίδιο των αγροτών στη συνολική φτώχεια ήταν
ιδιαίτερα υψηλό, ενώ μειώνεται σημαντικά στα πιο πρόσφατα χρόνια με τη συρρίκνωση του αγροτικού
τομέα και τη γήρανση του πληθυσμού. Οι εξελίξεις αυτές πρέπει σύντομα να βρεθούν στο επίκεντρο του
πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των υπευθύνων άσκησης της κοινωνικής πολιτικής, των κοινω-
νικών εταίρων, της κοινωνίας των πολιτών κ.ά.
Οι εκπαιδευτικές ανισότητες φαίνεται να είναι πολύ πιο στενά συνδεδεμένες με τις οικονομικές ανι-
σότητες σε σχέση με άλλους δημογραφικούς και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες (επάγγελμα, ηλικία,
μέγεθος και σύνθεση νοικοκυριού, περιφέρεια διαμονής, φύλο κ.ά.). Η εκπαίδευση μπορεί από μόνη της
να ερμηνεύσει σχεδόν το 1/4 της συνολικής ανισότητας. Κατά συνέπεια, πολιτικές που αποσκοπούν στην
άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων είναι βέβαιο ότι μακροχρόνια οδηγούν στον περιορισμό των οι-
κονομικών ανισοτήτων αλλά και της φτώχειας. Τέτοιες πολιτικές μπορεί να είναι για παράδειγμα: πολιτικές
αύξησης των ετών υποχρεωτικής εκπαίδευσης και μείωσης της σχολικής διαρροής, πολιτικές ενθάρρυνσης
της συμμετοχής των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού στις μη υποχρεωτικές βαθμίδες εκπαίδευσης,
εκπαιδευτικές πολιτικές που διατηρούν «ανοικτά» τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και μειώνουν τις χιλιά-
δες χαμένες διδακτικές ώρες, πολιτικές που περιορίζουν την «παραπαιδεία» για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και
ενισχύουν το δημόσιο σχολείο όπου φοιτούν τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού κ.ά.
Τα αποτελέσματα μελετών για την Ελλάδα έχουν δείξει ότι η πιθανότητα φτώχειας μειώνεται όσο
αυξάνεται το επίπεδο εκπαίδευσης του αρχηγού του νοικοκυριού. Η πιθανότητα αυτή για τα νοικοκυριά
με αρχηγό άτομο που δεν έχει ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι 3,4 φορές μεγαλύτερη σε
σχέση με το σύνολο του πληθυσμού.
87
Τα πρόσφατα χρόνια, νέοι παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν τόσο τις διαχρονικές μεταβολές
της ανισότητας και της φτώχειας όσο και τη δομή τους. Ο πρώτος παράγοντας αφορά στις δημογραφικές
μεταβολές. Η εμφανέστερη από όλες είναι η σταδιακή γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση του πληθυ-
σμιακού μεριδίου των συνταξιούχων. Ταυτόχρονα μειώνεται η οικονομική σημασία του αγροτικού τομέα
και η πληθυσμιακή μερίδα των αγροτών. Καθώς και τα δύο αυτά στρώματα χαρακτηρίζονται από βιοτικό
επίπεδο χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου, παρατηρείται αντίστοιχη μεταβολή και στη δομή της φτώ-
χειας. Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονο-
μίας για μία δεκαετία. Κατά το διάστημα αυτό, το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού βελτιώθηκε σημαντικά.
Ταυτόχρονα, καταγράφεται αύξηση του μεριδίου των εισοδημάτων κεφαλαίου, τα οποία κατευθύνονται
στα πιο εύπορα τμήματα του πληθυσμού, ενώ παράλληλα αυξήθηκε ανησυχητικά και σταθεροποιήθηκε
σε σχετικά υψηλά επίπεδα η ανεργία, ιδίως η μακροχρόνια. Η ανεργία αυτή πλήττει με δυσανάλογο τρό-
πο συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι. Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν
αρνητικά τόσο την ανισότητα όσο και τη σχετική φτώχεια. Στον αντίποδα, παρατηρούμε τη σταδιακή
εμφάνιση και ενδυνάμωση κοινωνικών πολιτικών που σκοπό έχουν να καταπολεμήσουν την ανισότητα, τη
φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οι πολιτικές αυτές φαίνεται να είναι κάπως αποτελεσματικές στο
να περιορίζουν την ένταση της φτώχειας των ηλικιωμένων, αλλά αποδεικνύονται μάλλον ανεπαρκείς για
άλλες κοινωνικά ευπαθείς ομάδες. Αντίθετα με τις παροχές, η επίδραση του φορολογικού συστήματος στη
μείωση των ανισοτήτων είναι πολύ περιορισμένη σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τέλος, ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας που επηρεάζει την κατανομή του εισοδήματος και τη
φτώχεια, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είναι η μαζική είσοδος μεταναστών στην Ελλάδα. Η συνολική
επίδρασή τους στην οικονομία κρίνεται θετική, αλλά δεν επωφελήθηκαν όλα τα στρώματα του γηγενούς
πληθυσμού εξίσου. Οι ίδιοι οι μετανάστες έχουν βιοτικό επίπεδο χαμηλότερο του γηγενούς πληθυσμού, γε-
γονός που επιδεινώνει τα παρατηρούμενα διαστρωματικά επίπεδα ανισότητας και φτώχειας. Η εικόνα όμως
μεταβάλλεται ταχύτατα, καθώς τα παλαιότερα στρώματα των μεταναστών ενσωματώνονται στην ελληνική
οικονομία και την κοινωνία, αλλά εμφανίζονται νέες ομάδες με ακόμη χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο.
Κατά πάσα πιθανότητα οι αλλαγές τα τελευταία χρόνια δεν ήταν προς την κατεύθυνση μείωσης
των ανισοτήτων. Η φορολογία εισοδήματος έγινε λιγότερο προοδευτική, η αύξηση των συντελεστών του
Φόρου Προστιθεμένης Αξίας (ΦΠΑ), αλλά και η καθιέρωση του Ενιαίου Τέλους Ακίνητης Περιουσίας (ΕΤΑΚ)
εκτιμάται ότι οδήγησαν στο να μειωθεί δυσανάλογα η πραγματική αγοραστική δύναμη των φτωχότερων
νοικοκυριών, ενώ οι μεγάλες αυξήσεις τιμών στα τρόφιμα και στα καύσιμα επηρέασαν τους φτωχούς
πολύ περισσότερο από τα πιο πλούσια νοικοκυριά. Το 2009 η ελληνική οικονομία μπήκε σε φάση ύφεσης.
Οι άμεσες προοπτικές ως προς την εξέλιξη των εισοδημάτων και της ανεργίας κάθε άλλο παρά θετικές
δείχνουν να είναι, και δεν είναι καθόλου απίθανο να δούμε για πρώτη φορά κατά τις τελευταίες δεκαετίες
σημαντική αύξηση της φτώχειας ακόμη και σε απόλυτους όρους.
88
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
αναπτυγμένου κόσμου των χωρών του ΟΟΣΑ ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. Παρά το
γεγονός ότι στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες από το 1950 και μετά διπλασιάστηκε ή υπερδιπλασιά-
στηκε το εθνικό εισόδημα, ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών ζει σε οικογένειες τόσο φτωχές ώστε να
απειλείται η υγεία του αλλά και η ανάπτυξή του. Στην Ελλάδα, η παιδική φτώχεια φαίνεται να βρίσκεται σε
μια διαδικασία διεύρυνσης, καθώς, με βάση τα στοιχεία της Εurostat, καταγράφεται μια μετατόπιση των
ποσοστών παιδικής φτώχειας σε υψηλότερα επίπεδα μετά το 2002. Αντίθετα μάλιστα με ό,τι συνέβη στις
περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ, το ποσοστό των παιδιών μέχρι 15 ετών που ζουν κάτω από το όριο της
σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες το 2006 και μια επιπλέον μο-
νάδα το 2007 φθάνοντας το 23% (και το 2008), έναντι 19% το 2005. Με βάση το προηγούμενο ποσοστό
παιδικής φτώχειας, περίπου 450.000 παιδιά ζουν και μεγαλώνουν στη χώρα μας σε φτωχά νοικοκυριά.
Ο περιορισμός του κινδύνου της παιδικής φτώχειας θα πρέπει πλέον να τεθεί στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος της κοινωνικής πολιτικής. Η λήψη μέτρων πολιτικής που θα αποσκοπούν στη βελτίωση του
εκπαιδευτικού επιπέδου κυρίως των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα
συμβάλει στον περιορισμό της παιδικής φτώχειας. Στους επιμέρους στόχους της εν λόγω πολιτικής είναι
δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται η μείωση της σχολικής διαρροής, η αύξηση των ετών υποχρεωτικής
εκπαίδευσης, η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών (ενισχυτική διδασκαλία, μείωση
χαμένων διδακτικών ωρών κ.λπ.), καθώς και ο περιορισμός της παραπαιδείας ως μέσου για την εισαγωγή
στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, με βάση τα ευρήματα μελετών, εκτιμάται ότι ο περιορισμός της
ανασφάλιστης εργασίας και η ταχύτερη ένταξη των οικονομικών μεταναστών στην κοινωνική και οικονο-
μική ζωή της χώρας, πιθανότατα θα αμβλύνουν τις διαστάσεις της παιδικής φτώχειας. Ανάλογο θα είναι το
αποτέλεσμα από τα μέτρα πολιτικής που θα ενισχύσουν την προσβασιμότητα των νεαρών ζευγαριών με
παιδιά στην απασχόληση και σε πιο ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Διάγραμμα 4.2. Διαχρονική εξέλιξη της παιδικής φτώχειας (παιδιά 0 έως 15 ετών) στην Ελλάδα και την
ΕΕ-15, 1995-2008.
89
4.2.3. Η ανέχεια και φτώχεια των χαμηλόμισθων αποκτά ανησυ-
χητικές διαστάσεις στην ΕΕ και κυρίως στην Ελλάδα μετά την
κρίση
Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη λεγόμενη «φτώχεια των εργαζομένων» διαφέρουν σημαντικά
μεταξύ των χωρών. Ωστόσο, καθοριστικοί παράγοντες φαίνεται να είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο
και η προσωρινή ή ευέλικτη μορφή εργασίας. Επιπλέον, οι χαμηλές αποδοχές σε συνδυασμό με την υποα-
πασχόληση (ιδιαίτερα για ορισμένες μορφές οικογενειακής δομής όπως είναι οι μονογονικές οικογένειες)
είναι παράγοντες που μπορούν να εξηγήσουν τις διαστάσεις της φτώχειας ορισμένων ομάδων εργαζομέ-
νων. Βέβαια, η συσχέτιση μεταξύ της «γενικής» και της «εργασιακής» φτώχειας είναι πολύ ισχυρή καθώς
οι χώρες με χαμηλά επίπεδα φτώχειας παρουσιάζουν συνήθως και χαμηλό επίπεδο φτώχειας για την ομάδα
των εργαζομένων τους.
Από την άλλη πλευρά ο σημαντικότερος παράγοντας που συμβάλλει σε χαμηλά επίπεδα φτώχειας
των εργαζομένων είναι οι υψηλές κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τον τρόπο
που δαπανούνται ή χρηματοδοτούνται οι δαπάνες αυτές. Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, το
οποίο θεωρείται ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες που συμβάλλει σε χαμηλά επίπεδα φτώχειας
για την ομάδα των απασχολουμένων, γίνεται λιγότερο καθοριστικός όταν στην ανάλυση συμπεριληφθούν
και οι κοινωνικές δαπάνες. Το εύρημα αυτό δημιουργεί μια εύλογη δυσπιστία για την επίδραση της απα-
σχόλησης στη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων. Δηλαδή, η απασχόληση γενικά μπορεί να αμβλύνει
το επίπεδο της γενικής φτώχειας, αλλά παράλληλα μπορεί να οδηγήσει και σε έναν αυξανόμενο αριθμό
χαμηλόμισθων, οι οποίοι είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στην εργασιακή φτώχεια.22
Στο Διάγραμμα 4.3 δίνεται ο κίνδυνος φτώχειας για την ομάδα των εργαζομένων στην Ελλάδα και
στις λοιπές χώρες της ΕΕ. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, το 14% των εργαζομένων στη χώρα μας
ήταν το 2008 κάτω από τη γραμμή της φτώχειας, έναντι ποσοστού 8% για το μέσο όρο των χωρών της
ΕΕ-15. Εξαιρετικά υψηλός έναντι των άλλων χωρών (ΕΕ-15: 11%) είναι και ο κίνδυνος φτώχειας για τους
μερικώς απασχολούμενους στη χώρα μας (Ελλάδα: 26%).
22. Βλ. Guillaume Allègre (2008) Working poor in the EU: an exploratory comparative analysis, OFCE N° 2008-35, November 2008.
90
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Διάγραμμα 4.3. Ο κίνδυνος φτώχειας των εργαζομένων στην Ελλάδα και στις
λοιπές χώρες της ΕΕ, 2008.
91
Διάγραμμα 4.4 Κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ: Ελλάδα, ΕΕ-15.
92
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη βελτιώσει της χαμένης αποτελεσματικότητας των κοινωνικών παρο-
χών στη χώρα μας, με στόχο τη μείωση της ανισότητας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η έλλειψη ενός καθολικού και ταυτόχρονα επιλεκτικού, ως προς το εισόδημα, προγράμματος δια-
σφάλισης ενός ελάχιστου «εγγυημένου» εισοδήματος για όλους, παραμένει το ζητούμενο. Το σημερινό
σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι διάτρητο και με σημαντικές διαρροές. Για παράδειγμα, το ποσοστό
φτώχειας των νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά και χωρίς εργαζόμενα μέλη ανέρχεται σε 53,9% του
συνόλου των νοικοκυριών αυτής της κατηγορίας. Το υπάρχον κοινωνικό κράτος δυστυχώς δεν προβλέπει
τίποτα γι’ αυτούς, όπως εξάλλου και για πολλές άλλες ομάδες. Όσο και να βελτιώσεις τη στόχευση του
υπάρχοντος συστήματος τα άτομα αυτά θα βρίσκονται πάντα πολύ κάτω από τη γραμμή της φτώχειας.
Η λύση είναι η θέσπιση ενός καθολικού μέτρου που θα αποβλέπει στην εξάλειψη της ακραίας
φτώχειας και θα διασφαλίζει για όλους ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα χωρίς ανταποδο-
τική βάση. Η επιτυχημένη εφαρμογή του προγράμματος απαιτεί τη συνεργασία διαφορετικών τμημάτων
του κρατικού μηχανισμού αλλά και την εμπλοκή της αυτοδιοίκησης, της κοινωνίας των πολιτών και των
εθελοντικών οργανώσεων. Η αρχικά πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος θα επέτρεπε τη συστηματική
παρακολούθηση κρίσιμων πλευρών του, όπως άλλωστε συνέβη σε άλλες χώρες της Ν. Ευρώπης που η μία
μετά την άλλη, και με μοναδική εξαίρεση τη χώρα μας, προχώρησαν στη θεσμοθέτηση ελάχιστου εγγυη-
μένου εισοδήματος. Οι μελέτες για τη χώρα μας έχουν καταρρίψει το μύθο του υψηλού κόστους. Βεβαίως,
η εφαρμογή και η διαχείριση ενός ελάχιστου «εγγυημένου» εισοδήματος για όλους έχει να αντιμετωπίσει
προβλήματα κυρίως στον εντοπισμό των πραγματικών δικαιούχων. Η σταδιακή όμως, και αρχικά πιλοτική,
εφαρμογή του θεωρείται πλέον επιβεβλημένη για την εξάλειψη της ακραίας ένδειας και φτώχειας.
23. Βλ. Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος για το 2009, Παράρτημα Κεφαλαίου VIII, Αθήνα Απρίλιος 2010.
93
αυξήσεις βάσει του ν. 3845/2010 (με ισχύ από 3.5.2010) ήταν 9,8% και 7,9%.24
2. Αυξήσεις των συντελεστών του ΦΠΑ, επιβολή ΦΠΑ και σε άλλες δραστηριότητες
Με βάση το μνημόνιο η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ, θα πρέπει να αποδώσει τουλάχιστον
1800 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (800 εκ. ευρώ το 2010). Με τον ν. 3833/2010 αυξήθηκαν οι συντελε-
στές του ΦΠΑ κατά 10% περίπου. Ειδικότερα, από τα μέσα του Μαρτίου 2010 οι συντελεστές αυξήθηκαν
από 4,5% σε 5%, από 9% σε 10% και από 19% σε 21%, ενώ παράλληλα διευρύνθηκε σημαντικά η φο-
ρολογική βάση του φόρου.
3. Μείωση του μισθολογίου του δημοσίου τομέα με τη μείωση των δώρων Πάσχα, Χρι-
στουγέννων και επιδόματος αδείας και των επιδομάτων που καταβάλλονται σε δημο-
σίους υπαλλήλους
Η καθαρή εξοικονόμηση που προβλέπεται από το μνημόνιο ανέρχεται σε 1.500 εκ. ευρώ για ένα
πλήρες έτος (1.100 εκ. ευρώ το 2010).
4. Μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται
στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες
συντάξεις
Η καθαρή εξοικονόμηση που προβλέπεται από το μνημόνιο ανέρχονται σε 1.900 εκ. ευρώ για ένα
πλήρες έτος (1.500 εκ. ευρώ το 2010).
5. Μείωση των υψηλότερων συντάξεων
Στόχος η εξοικονόμηση 500 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (350 εκ. ευρώ το 2010).
6. Κατάργηση των περισσότερων από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού για το επίδομα
αλληλεγγύης (εκτός από ένα μέρος για την ανακούφιση της φτώχειας)
Στόχο η εξοικονόμηση 400 εκ. ευρώ.
7. Έκτακτη οικονομική εισφορά για τα υψηλά εισοδήματα
Ο ν. 3578/2009 επέβαλε έκτακτη οικονομική εισφορά για τα ατομικά εισοδήματα άνω των 60 χι-
λιάδων ευρώ. Ειδικότερα προέβλεπε τέσσερα κλιμάκια εισφορών ανάλογα με το ύψος του συνολικού δη-
λωθέντος ατομικού εισοδήματος το 2007: εισφορά 1000 ευρώ για κλιμάκιο εισοδήματος 60-80 χιλ. ευρώ,
2.000 ευρώ για εισόδημα 80-100 χιλ. ευρώ, 3.000 για εισόδημα 100-150 χιλ. ευρώ, και 5.000 ευρώ για
τους φορολογούμενους με εισόδημα άνω των 150.000 ευρώ. Η εισφορά καταβλήθηκε σε τρεις ίσες διμη-
νιαίες δόσεις. Επιπλέον, με τον ν. 3833/2010 ελήφθησαν επείγοντα πρόσθετα μέτρα για την αντιμετώπιση
της δημοσιονομικής κρίσης. Ο νόμος περιλάμβανε παρεμβάσεις τόσο στην πλευρά των δαπανών όσο και
στην πλευρά των εσόδων. Όσον αφορά τα έσοδα, επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά 1% στα φυσικά
πρόσωπα με ετήσιο εισόδημα το 2009 άνω των 100 χιλιάδων ευρώ.
24. Ειδικότερα, με τον Ν. 3815/2010 αυξήθηκε και πάλι ο ΕΦΚ τσιγάρων και οινοπνευματωδών ποτών. Ο συντελεστής ΕΦΚ των τσιγάρων αυξήθηκε
από 57,5% σε 63%, ενώ ο συντελεστής του πάγιου στοιχείου αυξήθηκε από 5% σε 7%. Παράλληλα, ο ελάχιστος ΕΦΚ που επιβάλλεται στην
τιμή λιανικής πώλησης της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τσιγάρων μειώθηκε από 80% σε 75%. Έτσι, μειώθηκε κάπως η αυξημένη φορολογική
επιβάρυνση στα φθηνότερα τσιγάρα (που είχε επιβληθεί από το 2005) και αυξήθηκε στα ακριβότερα. Όσον αφορά την αύξηση του ΕΦΚ οινοπνευ-
ματωδών, αυτή υπολογίζεται σε 0,91 ευρώ ανά φιάλη για τα βαριά οινοπνευματώδη ποτά όπως ουίσκι, βότκα, τζιν κ.λπ., για το ούζο, το τσίπουρο
και την τσικουδιά η αύξηση περιορίζεται σε 0,45 ευρώ, ενώ για τη φιάλη μπύρας η αύξηση κυμαίνεται από 0,009 έως 0,02 ευρώ.
Με τον Ν. 3828/2010 αυξήθηκαν από 9.2.2010 οι ΕΦΚ της βενζίνης κατά 29,3% και του πετρελαίου ντίζελ κατά 16,6%.Επίσης, με τον Ν.
3833/2010 από 4.3.2010 ο ΕΦΚ των προϊόντων καπνού (τσιγάρων) αυξήθηκε περαιτέρω από 63% σε 65% και ο ΕΦΚ των οινοπνευματωδών πο-
τών αυξήθηκε κατά 20%. Αυξήθηκαν περαιτέρω οι ΕΦΚ της βενζίνης κατά 8 λεπτά το λίτρο και του πετρελαίου κίνησης κατά 3 λεπτά το λίτρο. Ο
ΕΦΚ του πετρελαίου θέρμανσης δεν μεταβλήθηκε. Επιβλήθηκε επίσης ΕΦΚ στην ηλεκτρική ενέργεια, ενώ καταργήθηκε η απαλλαγή από το φόρο
του πετρελαίου που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος, με άλλη ρύθμιση επιβλήθηκε ειδικός φόρος
σε είδη πολυτελείας, όπως είναι τα αυτοκίνητα με εργοστασιακή τιμή άνω των 17.000 ευρώ (τιμή αγοράς 35.000 ευρώ), τα σκάφη αναψυχής, τα
ελικόπτερα ιδιωτικής χρήσης, οι πολύτιμοι λίθοι, τα πολύτιμα μέταλλα και τα δέρματα.
94
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
8. Έκτακτη εισφορά στις μεγάλες επιχειρήσεις (στα προ φόρων κέρδη της χρήσης 2008)
με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης
Συγκεκριμένα, με το ν. 3808/2009 επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά στα κέρδη οικονομικού
έτους 2009 των επιχειρήσεων, με συντελεστές 5% για επιχειρήσεις που είχαν το 2008 κέρδη 5-10 εκατ.
ευρώ, 7% για κέρδη 10- 25 εκατ. ευρώ και 10% για κέρδη άνω των 25 εκατ. ευρώ.
9. Έκτακτη εισφορά στους ιδιοκτήτες ακινήτων αξίας άνω των 400 χιλιάδων ευρώ
Στους ιδιοκτήτες ακινήτων αξίας άνω των 400 χιλιάδων ευρώ (ατομική περιουσία, με βάση τις δη-
λώσεις του ΕΤΑΚ) επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά, με συντελεστές που κυμαίνονται από 0,1% για
ακίνητα αξίας 400 -600 χιλ. ευρώ έως 1,0% για ακίνητα αξίας άνω των 3 εκατομμυρίων ευρώ. Αργότερα
προστέθηκε συντελεστής 2,0% για ακίνητα αξίας άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ. Το συγκεκριμένο μέτρο
δεν αφορούσε τα νομικά πρόσωπα και τις υπεράκτιες εταιρίες, για τις οποίες οι συντελεστές κυμαίνονταν
από 0,1‰ μέχρι και 0,6‰ (0,1‰ για τα κτίσματα των επιχειρήσεων, 0,3‰ για τα οικόπεδα νομικών
προσώπων που επιδιώκουν σκοπούς κοινωφελείς κ.λπ. και 0,6‰ για τα οικόπεδα και αγροτεμάχια).
10. Άλλα μέτρα με στόχο την αύξηση των εσόδων
Σημαντικές αλλαγές επίσης έγιναν στη φορολόγηση της περιουσίας και στη φορολογία εισοδήμα-
τος φυσικών προσώπων με την υιοθέτηση μιας περισσότερο προοδευτικής φορολογικής κλίμακας και την
κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης ορισμένων εισοδημάτων καθώς και άλλων ειδικών φορολογικών
ρυθμίσεων και φοροαπαλλαγών. Ανάλογες νομοθετικές παρεμβάσεις στοχεύουν στην αναμόρφωση του
φορολογικού συστήματος, στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στην περιστολή της φοροδιαφυγής.
Προωθείται μία προοδευτική φορολογική κλίμακα για όλες τις πηγές εισοδήματος και μια οριζόντια ενιαία
αντιμετώπιση του εισοδήματος που προέρχεται από εργασία και περιουσιακά στοιχεία. Επιπλέον, καταργεί
τις απαλλαγές και τις αυτόνομες φορολογικές διατάξεις στο φορολογικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων
των εισοδημάτων από τα ειδικά επιδόματα που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους. Ο νόμος
ισχύει αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2010.25 Τέλος επισημαίνονται οι ρυθμίσεις για την τακτοποίηση
των ημιυπαίθριων χώρων που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Τα προηγούμενα μέτρα και το στάδιο υλοποίησής τους δίνονται συνοπτικά στον παρακάτω Πίνακα
4.1. Τα προβλεπόμενα, με βάση το αρχικό μνημόνιο, μέτρα για την περίοδο 2010 - 2014 συνοψίζονται στον
Πίνακα 4.2.
25. Με τον Ν. 3775/2009 ελήφθη σειρά φορολογικών μέτρων με σκοπό τον περιορισμό της μεγάλης υστέρησης των εσόδων. Αυτά περιλάμβαναν
ειδικό φόρο στα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, αύξηση του τέλους κινητής τηλεφωνίας (το οποίο επιβάλλεται με συντελεστές 12 έως 20%,
ανάλογα με το μηνιαίο λογαριασμό κάθε σύνδεσης) και επέκτασή του στα καρτοκινητά τηλέφωνα (τα οποία ήταν αφορολόγητα), κατάργηση του
αφορολόγητου ορίου στα κέρδη από λαχεία και αύξηση της φορολογίας τυχερών παιχνιδιών από 5% σε 10% (ανεστάλη η εφαρμογή της ρύθμισης
και αυτή περιλήφθηκε στο φορολογικό νομοσχέδιο του 2010). Με τον Ν. 3790/2009 επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά και ετήσιο τέλος στα σκάφη
αναψυχής. Με το μεταγενέστερο Ν. 3809/2009 καταργήθηκε η έκτακτη εισφορά στα επαγγελματικά σκάφη που είχε επίσης επιβληθεί με τον Ν.
3790/2009. Με τον Ν. 3815/2010 τροποποιήθηκε η φορολογία κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών και κερδών από λαχεία. Συ-
γκεκριμένα, καταργήθηκε η αυτοτελής φορολόγηση της μεταβίβασης των ακινήτων λόγω δωρεάς, κληρονομιάς κ.λπ. με συντελεστή 1%, η οποία
ίσχυε ανεξαρτήτως αξίας και ευνοούσε τη μεγάλη ιδιοκτησία, και επανήλθε το καθεστώς που ίσχυε προ του 2007. Έτσι, επανήλθαν οι κλίμακες
για συγγενείς α’ και β’ βαθμού με τις οποίες ο υπολογισμός του φόρου είναι ευνοϊκότερος για τους συγγενείς α’ βαθμού και υψηλότερος για τους
πιο μακρινούς συγγενείς. Παράλληλα, αυξήθηκε το αφορολόγητο όριο για γονικές παροχές και κληρονομιές.
95
πλαίσια της έμμεσης φορολογίας, ο ρόλος των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (ΕΦΚ) ήταν και παραμένει ση-
μαντικός, συνεισφέροντας περίπου το 1/3 των συνολικών εσόδων από έμμεσους φόρους. Όπως προέκυψε
από τις μελέτες των Μητράκου και Τσακλόγλου (1999, 2001)26, η αναδιανεμητική επίδραση των ΕΦΚ στα
αλκοολούχα ποτά που καταναλώνονται στο σπίτι είναι μεν προοδευτική, αλλά ποσοτικά αμελητέα. Αντί-
θετα, η επίδραση του ΕΦΚ στα προϊόντα καπνού διαπιστώθηκε ότι είναι αφενός μεν ποσοτικά σημαντική,
αφετέρου δε έντονα αντιστρόφως προοδευτική, με την έννοια ότι επιβαρύνει κυρίως τα κατώτερα εισο-
δηματικά στρώματα. Αντιστρόφως προοδευτική βρέθηκε να είναι και η επίδραση του ΕΦΚ στα καύσιμα
θέρμανσης. Ο πλέον προοδευτικός και ποσοτικά σημαντικός μεταξύ των ΕΦΚ είναι αυτός που επιβάλλεται
στα καύσιμα κίνησης των ιδιωτικών αυτοκινήτων.
Σε αντίστοιχα αποτελέσματα κατέληξαν και οι Καπλάνογλου και Newbery (2003)27 που ασχολήθη-
καν με τις αναδιανεμητικές επιδράσεις της έμμεσης φορολογίας στην Ελλάδα. Η μελέτη διαπιστώνει ότι οι
ισχύοντες φόροι στα είδη διατροφής, στα τσιγάρα, στη στέγαση (όπου περιλαμβάνεται και το πετρέλαιο
θέρμανσης), στην υγεία και στις επικοινωνίες είναι “αντίστροφα προοδευτικοί”, ενώ “προοδευτικοί” είναι οι
φόροι στην ένδυση και την υπόδηση, στον οικιακό εξοπλισμό, στην αναψυχή και, το σημαντικότερο, στα
ιδιωτικά μέσα μεταφοράς. Συγκεκριμένα, οι φόροι κατοχής και χρήσης ιδιωτικών μέσων μεταφοράς (κυρί-
ως επιβατικών αυτοκινήτων), επειδή είναι “προοδευτικοί”, αντισταθμίζουν τις αρνητικές αναδιανεμητικές
επιδράσεις των άλλων έμμεσων φόρων. Από την ανάλυση των συγγραφέων προκύπτει επίσης το συμπέ-
ρασμα ότι η ισχύουσα δομή της έμμεσης φορολογίας είναι πολύπλοκη, αλλά δεν επηρεάζει σημαντικά την
κατανομή του εισοδήματος. Επομένως, εάν απλουστευθεί η δομή της έμμεσης φορολογίας με την καθιέ-
ρωση ενός μόνο ενιαίου και αναλογικού φόρου σε όλα τα είδη, δεν θα επηρεαστεί σημαντικά η κατανομή
του εισοδήματος. Αυτό το αποτέλεσμα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα η πρόσφατη αναλογική
αύξηση κατά 10% των συντελεστών του ΦΠΑ στα πλαίσια του μνημονίου δεν είχε σημαντική επίπτωση
στην αναδιανομή του εισοδήματος. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η αύξηση της έμμεσης φορολογίας δη-
μιουργεί ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού επιβαρύνονται
δυσανάλογα, σε σύγκριση πάντα με ανάλογες αυξήσεις της άμεσης φορολογίας η οποία διακρίνεται από
κάποια προοδευτικότητα.
Με βάση πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, μια αύξηση της τάξης του 10% στις τιμές του πετρελαίου για
θέρμανση οδηγεί περίπου 18 χιλιάδες άτομα κάτω από τη γραμμή της φτώχειας, ενώ μια αύξηση 10% στις
τιμές των καυσίμων αυξάνει τον αριθμό των φτωχών κατά 25 χιλιάδες άτομα. Παρόμοια δυσοίωνα είναι τα
αποτελέσματα που προκύπτουν και για την ανισότητα. Συγκεκριμένα, η αύξηση στις τιμές του πετρελαίου
θέρμανσης έχει την μεγαλύτερη αύξηση στην ανισότητα όσον αφορά στην κατανομή του χρηματικού
εισοδήματος. Αντίθετα, οι αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου – υγραερίου προκαλούν ασήμαντες
μεταβολές στη συνολική κατανομή του εισοδήματος και αυτό εξηγείται από τα χαμηλά ποσοστά χρήσης
υγραερίου και φυσικού αερίου στην Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών των ενεργειακών προϊόντων μέσω της πρόσφατης
αύξησης των ΕΦΚ επιβαρύνουν σημαντικά τη φτώχεια και την ανισότητα στην Ελλάδα. Επομένως, οι
26. Μητράκος Θ. και Τσακλόγλου Π., 1999, “Η αναδιανεμητική επίδραση των ειδικών φόρων κατανάλωσης”, Οικονομικό Δελτίο, τεύχος 13, Τράπεζα
της Ελλάδος. Βλ. και Heady, Mitrakos και Tsakloglou (2001) “The distributional impact of social transfers in the EU: Evidence from the ECHP”,
Fiscal Studies, vol. 22, no. 4, σελ 547-565.
27. Καπλάνογλου Γ. και Newbery D. (2003), “Οι αναδιανεμητικές επιδράσεις της έμμεσης φορολογίας στην Ελλάδα”, Οικονομικό Δελτίο, τεύχος 21,
Τράπεζα της Ελλάδας.
96
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ασκούντες την οικονομική και κοινωνική πολιτική, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους αυτές τις πρόσθε-
τες επιβαρύνσεις και να ενισχύουν τις ομάδες που πλήττονται ιδιαίτερα.
Τέλος, στα Διαγράμματα 4.5α - 4.5δ που ακολουθούν δίνονται τα μερίδια (%) της καταναλωτικής
δαπάνης των νοικοκυριών για οινοπνευματώδη ποτά, προϊόντα καπνού, καύσιμα θέρμανσης και καύσιμα
κίνησης ανά πεμπτημόριο της κατανομής της συνολικής δαπάνης τους. Στο πρώτο πεμπτημόριο βρίσκε-
ται το 20% των πιο φτωχών νοικοκυριών, στο δεύτερο πεμπτημόριο το επόμενο 20% των νοικοκυριών,
ταξινομημένων με τη δαπάνης τους, ενώ στο πέμπτο πεμπτημόριο βρίσκεται το 20% των πιο εύπορων
νοικοκυριών με βάση τη συνολική τους καταναλωτική δαπάνη. Από τα στοιχεία των διαγραμμάτων αυτών
προκύπτει ότι τα μερίδια των οινοπνευματωδών ποτών, των προϊόντων καπνού και του πετρελαίου θέρ-
μανσης είναι σχετικά μεγαλύτερα για τα φτωχότερα νοικοκυριά των κατώτερων πεμπτημορίων σε σχέση
με τα ευπορότερα νοικοκυριά (των υψηλότερων πεμπτημορίων). Αντίθετα, τα καύσιμα κίνησης επιβαρύ-
νουν αναλογικά περισσότερο τα νοικοκυριά του τέταρτου πεμπτημορίου (Διάγραμμα 4.5δ). Κατά συνέ-
πεια, η πρόσφατη φορολογική επιβάρυνση μέσω της αύξησης των ΕΦΚ των οινοπνευματωδών ποτών, των
προϊόντων καπνού και του πετρελαίου θέρμανσης λειτουργεί αντίστροφα προοδευτικά, ενώ ακριβώς το
αντίθετο συμβαίνει με τη φορολόγηση των καυσίμων κίνησης.
Διάγραμμα 4.5α. Μερίδια δαπάνης των νοικοκυριών για οινοπνευματώδη ποτά ανά πεμπτημόριο της
κατανομής της συνολικής δαπάνης τους.
97
Διάγραμμα 4.5β. Μερίδια δαπάνης των νοικοκυριών για καπνό ανά πεμπτημόριο της κατανομής της
συνολικής δαπάνης τους.
Διάγραμμα 4.5γ Μερίδια δαπάνης των νοικοκυριών για καύσιμα θέρμανσης ανά πεμπτημόριο της
κατανομής της συνολικής δαπάνης τους.
98
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Διάγραμμα 4.5δ. Μερίδια δαπάνης των νοικοκυριών για καύσιμα κίνησης ανά πεμπτημόριο της
κατανομής της συνολικής δαπάνης τους.
Τέλος, η μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας και των επιδομάτων που
καταβάλλονται σε δημοσίους υπαλλήλους, εκτιμάται ότι επιβάρυνε κυρίως τα μεσαία εισοδηματικά κλιμά-
κια με αμφίβολα αναδιανεμητικά αποτελέσματα στο σύνολό τους. Ανάλογα η μείωση των δώρων Πάσχα,
Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, εκτιμάται ότι λειτούργη-
σε αντίστροφα προοδευτικά, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συνταξιούχων βρίσκεται στο κάτω μέρος
της κατανομής του εισοδήματος. Ωστόσο, η ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες
συντάξεις, είναι βέβαιο ότι έχει αμβλύνει το αρνητικό αυτό αποτέλεσμα. Αντιστρόφως προοδευτικό είναι
προφανές ότι θα είναι και το αποτέλεσμα της κατάργησης των περισσότερων από τις πιστώσεις του προ-
ϋπολογισμού για το επίδομα αλληλεγγύης (εκτός από ένα μέρος για την ανακούφιση της φτώχειας) καθώς
το εν λόγω επίδομα ενισχύει κυρίως τις κατώτερες και πολύ χαμηλές συντάξεις.
Επιπλέον, η μείωση των υψηλότερων συντάξεων, η έκτακτη οικονομική εισφορά για τα υψηλά
εισοδήματα, η έκτακτη εισφορά στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους ιδιοκτήτες ακινήτων αξίας άνω των
400 χιλιάδων ευρώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχουν προοδευτικό χαρακτήρα με την έννοια ότι επιβαρύνουν
σχετικά περισσότερο τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Ανάλογο θα είναι το αποτέλεσμα και από την
υιοθέτηση μιας περισσότερο προοδευτικής φορολογικής κλίμακας, την κατάργηση της αυτοτελούς φορο-
λόγησης ορισμένων εισοδημάτων καθώς και άλλων ειδικών φορολογικών ρυθμίσεων και φοροαπαλλαγών,
τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την περιστολή της φοροδιαφυγής.
Συνοψίζοντας, η συνολική εκτίμηση είναι ότι το «Μνημόνιο» έχει έντονες υφεσιακές και αναδιανε-
μητικές επιπτώσεις. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα βεβαιώνουν ότι το «Μνημόνιο» λειτουργεί ως μηχανι-
σμός αναδιανομής και δημιουργίας ύφεσης, με αποτέλεσμα τόσο το χρέος όσο και η ανεργία να αυξάνο-
νται σε πρωτοφανή επίπεδα. Το «Μνημόνιο» φαίνεται να προσδοκά την αντιστάθμιση στις τάσεις αυτές
99
με την αύξηση των εξαγωγών, αλλά οι προσδοκίες αυτές δεν επιβεβαιώνονται. Γι αυτό και ο κίνδυνος να
περάσουμε από το «δημοσιονομικό εκτροχιασμό» σε έναν εκτροχιασμό της ύφεσης, της ανεργίας και του
χρέους δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αν δεν υπάρξει αναπροσαρμογή της πολιτικής προς την απασχόληση
και την πραγματική οικονομία.
Πίνακας 4.1 Δημοσιονομικά μέτρα σχετικά με την απόφαση 9443/10 του Συμβουλίου για την πλήρη
εφαρμογή τους έως το τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2010.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΜΕΤΡΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΣΚΟΠΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
1 Αύξηση του ΦΠΑ 800 εκ. Ευρώ το 2010 και 1800 εκ. Νόμος 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α’) τέ-
για ολόκληρο έτος θηκε σε εφαρμογή από 1 Ιουλίου
2 Αύξηση του ειδικού φόρου στα καύσιμα, 450 εκ. Ευρώ το 2010 και 1050 εκ. Νόμος 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α’) τέ-
τσιγάρα και ποτά για ολόκληρο έτος θηκε σε εφαρμογή από 3 Μαΐου
3 Μείωση του μισθολογικού κόστους μέσω 1100 εκ. Ευρώ το 2010 και 1500 Νόμος 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α’)
περικοπής του δώρου του Πάσχα, επιδόμα- εκ. για ολόκληρο έτος
τος αδείας και Χριστουγέννων και μείωση
των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων
4 Πλήρης περικοπή του δώρου του Πάσχα, 1500 εκ. Ευρώ το 2010 και 1900 Νόμος 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α’)
επιδόματος αδείας και Χριστουγέννων των εκ. για ολόκληρο έτος
συνταξιούχων
5 Περικοπή των προϋπολογισθέντων απο- 700 εκ. Ευρώ Υπουργική Απόφαση
θεματικών
6 Μείωση των υψηλότερων συντάξεων 350 εκ. Ευρώ το 2010 και 500 εκ. Ολοκληρώθηκε. Νόμος
για ολόκληρο έτος 3863/2010 ΦΕΚ 115 Α΄, Νόμος
3865/2010 ΦΕΚ 120 Α’
7 Πλήρης περικοπή του επιδόματος αλληλεγ- 400 εκ. Ευρώ Νόμος 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α΄)
γύης - δεν συμπεριλαμβάνεται το μέρος
εκείνο για την εξάλειψη της φτώχειας
8 Μείωση δημοσίων επενδύσεων κατά 500 500 εκ. Ευρώ Υπουργική Απόφαση 24687/
εκ. Ευρώ ΔΕ2947
9 Εφαρμογή προοδευτικής φορολογικής κλί- 1100 εκ. Ευρώ και από τα δύο Νόμος 3842 ΦΕΚ 58 Α’/
μακας για όλες τις πηγές εισοδήματος και μέτρα 23.4.2010
οριζόντια ενιαία αντιμετώπιση εισοδήμα-
τος της εργασίας και του κεφαλαίου
10 Κατάργηση της φοροαπαλλαγής και Νόμος 3842 ΦΕΚ 58 Α’/
αυτοτελούς φορολόγησης, συμπεριλαμ- 23.4.2010
βανομένου των ειδικών επιδομάτων των
δημοσίων υπαλλήλων
11 Αύξηση του φόρου κατανάλωσης στα 100 εκ. Ευρώ Νόμος 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α’) τέ-
αγαθά πολυτελείας θηκε σε εφαρμογή από 3 Μαΐου
100
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
101
4.4. Η λογική της εσωτερικής υποτίμησης
Ο βασικός σκοπός του ΔΝΤ και των «συνταγών» του είναι η σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικο-
νομίας. Γι’ αυτόν το λόγο, οι βασικοί άξονες των πολιτικών του είναι η δημοσιονομική και η νομισματική
αυστηρότητα μέσω της μείωσης των δημόσιων δαπανών, της αύξησης των φόρων (κυρίως κατανάλωσης
και όχι κεφαλαίου) και της αύξησης επιτοκίων. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια γνώριμη εικόνα για πολλές
χώρες που δέχτηκαν τη χρηματοδότηση –και συνεπώς τους όρους- του ΔΝΤ. Με αυτόν τον τρόπο, από τη
μία εξασφαλίζεται η μείωση της συνολικής ζήτησης και επομένως των εμπορικών ελλειμμάτων, και από την
άλλη ο περιορισμός του πληθωρισμού. Πέραν της αυστηρότητας, ένας δεύτερος δίαυλος για να επιτύχει
το ΔΝΤ του σκοπούς του είναι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, για τις οποίες άλλοτε συμβουλεύει τις χώρες
να υποτιμούν τα νομίσματά τους και άλλοτε να διατηρούν τις ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες
σταθερές, ακόμα και σε υψηλά επίπεδα (πολιτική σκληρού νομίσματος). Στην πρώτη περίπτωση, το εμπο-
ρικό έλλειμμα μειώνεται αφού τα εγχώρια προϊόντα γίνονται φτηνότερα από τα ξένα, ενώ στη δεύτερη
περίπτωση οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων μειώνονται και συνεπώς μειώνεται ο πληθωρισμός, κάτι
που έχει εφαρμοστεί στη Λ. Αμερική και στην Ανατολική Ευρώπη28.
Μία συνηθισμένη πρακτική του ΔΝΤ, η οποία από ό,τι φαίνεται είναι κυρίαρχη ακόμη και κατά τη
διάρκεια της τρέχουσας ύφεσης, είναι η υπερκυκλική μακροοικονομική πολιτική, δηλαδή η πολιτική που
επιτείνει τη φάση του οικονομικού κύκλου –είτε ύφεση, είτε ανάπτυξη- στην οποία βρίσκεται μία οικο-
νομία. Σε περίοδο ύφεσης, όταν δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ μειώνεται, στο δημοσιονομικό επίπεδο μία
τέτοια πολιτική συνεπάγεται (περισσότερο) περιορισμό των δημόσιων δαπανών και (λιγότερο) αύξηση
των φόρων, με απώτερο σκοπό τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή τη δημιουργία αντίστοιχων
πλεονασμάτων, ενώ στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής το μέσο είναι η αύξηση των επιτοκίων. Μία
μελέτη29 του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής και Έρευνας (CEPR) της Ουάσιγκτον διαπιστώνει ότι από το
ξέσπασμα της κρίσης μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2009, από τις 41 συμφωνίες χρηματοδότησης ανα-
πτυσσόμενων οικονομιών από το ΔΝΤ, στις 31 υπήρχε ο όρος για υπερκυκλική μακροοικονομική πολιτική,
παρόλο που οι χώρες αυτές βίωναν σημαντικές απώλειες του παραγόμενου πραγματικού προϊόντος.
Η αιτιολογία του ΔΝΤ για μία τέτοια πολιτική είναι η ακόλουθη: Μία μικρή οικονομία με περιορισμένα
συναλλαγματικά διαθέσιμα, που ακολουθεί μακροοικονομικές πολιτικές που ενισχύουν τη συνολική ζήτη-
ση, διατρέχει τον κίνδυνο να διογκώσει τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών, με αποτέλεσμα
να απειλείται η ικανότητα αποπληρωμής των δανειστών της. Όπως επισημαίνει ο Στίγκλιτζ 30, η έμφαση
που δίνεται στα προγράμματα χρηματοδότησης του ΔΝΤ είναι η εξασφάλιση των δανείων των ξένων πι-
στωτών, με το σκεπτικό ότι μία ενδεχόμενη χρεοκοπία θα λειτουργούσε καταστρεπτικά γα την αξιοπιστία
της δανειζόμενης οικονομίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει για μεγάλο διάστημα χρηματοδότηση
από τις διεθνείς αγορές. Κάτι τέτοιο, συνεπάγεται ότι η χώρα που χρηματοδοτείται από το ΔΝΤ οφείλει
- για ένα βραχυπρόθεσμο διάστημα - να διατηρήσει την ονομαστική συναλλαγματική της ισοτιμία σε
υψηλά επίπεδα, έτσι ώστε να δώσει χρόνο στους πιστωτές της είτε να αποσύρουν τα κεφάλαια τους με
28. Ute Pieper and Lance Taylor (1998). “The Revival of the Liberal Creed: The IMF, the World Bank, and Inequality in a Globalized Economy” στο
Baker, D. κ.α. (1998) Globalization and Progressive Economic Policy,Cambridge University Pres
29. Weisbort, M. κ.α. (2009). “IMF Supported Macroeconomic Policies and the World Recession: A Look at Forty One Borrowing Countries” Center
for Economic and Policy Research, Washington, D.C.
30. Stiglitz, J (2002). Globalization and its Discontents, κεφ. 8, Penguin
102
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ευνοϊκούς όρους είτε να περιορίσουν την έκθεση των χαρτοφυλακίων τους σε προϊόντα που αφορούν τη
δανειζόμενη χώρα. Παράλληλα, οι πολιτικές «σκληρού νομίσματος» αποτελούν μέσο καταπολέμησης του
πληθωρισμού. Κάτι τέτοιο όμως σαφώς δεν ευνοεί την οικονομία που σπαταλά το μεγαλύτερο μέρος της
χρηματοδότησης από το ΔΝΤ για να διατηρεί την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία σε υψηλά επίπεδα
(μέχρι να μπορέσουν οι ξένοι πιστωτές να αναδιοργανωθούν), στερώντας πόρους από επενδύσεις στην
πραγματική οικονομία.
Επομένως, το ΔΝΤ προτείνει υπερκυκλικές μακροοικονομικές πολιτικές σε περίοδο ύφεσης καθώς
επίσης και σταθερές σε υψηλά επίπεδα ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες (σκληρό νόμισμα). Αν όμως
οι ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες διατηρούνται σταθερές και σε υψηλά επίπεδα, πώς θα βελτιωθεί
η ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών;
Η συνταγή πολιτικής που προτείνει το ΔΝΤ - αλλά στην ουσία την θέτει ως όρο δανειοδότησης για
τις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας - είναι η πολιτική της “εσωτερικής υποτίμησης”
της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Πιο συγκεκριμένα αυτή η συνταγή οικονομικής πολιτικής
συνίσταται ως μέσο αποκατάστασης της μειωμένης ανταγωνιστικότητας μιας χώρας, όπως αυτή αντανα-
κλάται στο ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών, και ιδιαίτερα στο κομμάτι εκείνο που αφορά στο
έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Ο “εσωτερικός” χαρακτήρας της υποτίμησης είναι αναγκαίος όταν η οικο-
νομία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το εργαλείο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, επειδή η τελευταία είναι
σταθερή, είτε επειδή η οικονομία συμμετέχει σε μία νομισματική ένωση, είτε επειδή το εθνικό νόμισμα της
οικονομίας είναι συνδεμένο με το νόμισμα κάποιας πιο ισχυρής οικονομίας (currency peg). Μια χώρα με
μειωμένη ανταγωνιστικότητα και ευέλικτη συναλλαγματική ισοτιμία θα μπορούσε να βελτιώσει το ισοζύ-
γιο τρεχουσών συναλλαγών προσφεύγοντας στην υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού
νομίσματος, καθιστώντας τις εξαγωγές φθηνότερες και τις εισαγωγές ακριβότερες. Η χαμηλότερη τιμή των
εγχώριων προϊόντων στις διεθνείς αγορές θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό παράγοντα-ανάμεσα
σε άλλους- για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Μία χώρα όμως, όπως η Ελλάδα, που συμμετέχει στην ΟΝΕ και έχει ως νόμισμα το ευρώ έχει απω-
λέσει αυτή τη δυνατότητα. Η ισοτιμία της δραχμής ως προς το ευρώ “κλείδωσε” και πλέον η αξία του ευρώ
καθορίζεται στο επίπεδο της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επομένως, πώς μπορεί να βελτιωθεί η
ανταγωνιστικότητα μιας τέτοιας οικονομίας; Η συνταγή του ΔΝΤ έχει ως εξής: Μέσω της περιοριστικής
δημοσιονομικής πολιτικής που θα δημιουργήσει συνθήκες ύφεσης στην οικονομία. Η ύφεση θα αυξήσει τα
ποσοστά ανεργίας, θα μειώσει τους ονομαστικούς μισθούς, θα περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ
παράλληλα η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία θα παραμείνει σταθερή. Κλειδί σε αυτή τη συνταγή
είναι η επιτηδευμένη υφεσιακή πολιτική που θα βελτιώσει τους όρους εμπορίου της οικονομίας, θα δώσει
ώθηση στις εξαγωγές και θα συγκρατήσει τις εισαγωγές. Η συγκράτηση των μισθών στο σύνολο της οι-
κονομίας μπορεί να επιτευχθεί και μέσω μίας άλλης οδού, αυτής της μείωσης των μισθών του δημόσιου
τομέα, η οποία θα παίξει το ρόλο του “σήματος” στις συλλογικές διαπραγματεύσεις εργαζομένων-εργοδο-
τών για αντίστοιχες μειώσεις στον ιδιωτικό τομέα31.
Αυτή η πολιτική δεν εφαρμόζεται διεθνώς για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Έχει εφαρμοστεί σε μία
πληθώρα χωρών -με διαφορετικά χαρακτηριστικά, μεγέθη και προβλήματα- από την Αργεντινή την περί-
οδο 1998-2001 μέχρι την Λετονία και την Εσθονία πιο πρόσφατα.
31. IMF (2010). Greece: Staff Report on Request of Stand-By-Arrangement, Washington, D.C.
103
Κριτική της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης
Τα προβλήματα αυτής της πολιτικής, όπως κάποιος θα μπορούσε να διαγνώσει με βάση την οικονο-
μική θεωρία αλλά και όπως παρατηρούνται εμπειρικά από τα αποτελέσματα στις χώρες όπου εφαρμόστη-
κε, είναι πολλά. Το ΔΝΤ παραδέχεται ότι η συγκράτηση των μισθών μπορεί να περιορίσει μεν την εγχώρια
ζήτηση, αλλά αυτή η μείωση θα εξουδετερωθεί από την αύξηση των εξαγωγών, λόγω της μείωσης του
κόστους και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό που γίνεται δεκτό είναι ότι μετά το πέρας της εσωτερικής υποτί-
μησης, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα έχει μεν βελτιωθεί, όμως η οικονομία θα ισορροπήσει σε
ένα επίπεδο προϊόντος και απασχόλησης χαμηλότερο από το αντίστοιχο προτού ξεκινήσει η διαδικασία
της υποτίμησης.
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, μια καθαρά υπερκυκλική πολιτική, μπορεί να έχει συνέπειες
πολύ πιο δυσάρεστες από τα οφέλη που διατείνονται οι σχεδιαστές της και να ξεκινήσει μια διαδικασία
υφεσιακού «φαύλου κύκλου» για την ελληνική οικονομία32. Πιο συγκεκριμένα, η μείωση της αγοραστικής
δύναμης των μισθών έχει προφανώς σαν αποτέλεσμα τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η μείωση
αυτή θα ενισχύεται όσο περνάει ο καιρός για τον εξής λόγο: Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων,
τα νοικοκυριά στήριζαν την κατανάλωσή τους στην αυξημένη έκθεσή τους σε τραπεζικά δάνεια. Με τη
χρηματοπιστωτική ασφυξία, που κυριαρχεί πλέον στην ελληνική τραπεζική αγορά, η στρόφιγγα των κα-
ταναλωτικών δανείων έχει πλέον κλείσει, επομένως και πάλι η κατανάλωση θα εξαρτηθεί σχεδόν αποκλει-
στικά από τους μισθούς. Έτσι, ειδικά σε λίγο καιρό, οι επιπτώσεις της μείωσης των μισθών στην ιδιωτική
κατανάλωση θα γίνουν πολύ δυσμενείς. Η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα έχει με τη σειρά της
αρνητικές συνέπειες στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, με αποτέλεσμα
την περαιτέρω αύξηση της ανεργίας.
Αλλά και οι συνέπειες από την πλευρά της προσφοράς δεν θα είναι αμελητέες. Η παρατεταμένη
ισχνή συνολική ζήτηση θα οδηγήσει στην καταστροφή της αχρησιμοποίητης παραγωγικής δυναμικότητας
(χρεοκοπίες, κλείσιμο επιχειρήσεων) με αποτέλεσμα το μέγιστο δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομί-
ας να μειωθεί. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης θα είναι ότι ακόμα και σε περίπτωση που η ζήτηση
γνωρίσει άνθηση (έστω μετά από καιρό), οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι πολύ εντονότερες, αφού η
παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας δεν θα μπορεί να απορροφήσει την αύξηση της ζήτησης, αφού
θα αργήσει να προσαρμοστεί στην αύξηση της τελευταίας. Επίσης, σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης,
το εργατικό δυναμικό που παραμένει αχρησιμοποίητο απαξιώνεται (με όρους ανθρώπινου κεφαλαίου) με
αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγωγικότητα της εργασίας.
Η αύξηση των εξαγωγών που υπόσχεται η «τρόικα», όταν συμβεί, θα αυξήσει τη συνολική ζήτηση,
αλλά, όπως επισημάναμε, η οικονομία θα ισορροπήσει σε χαμηλότερο επίπεδο προϊόντος. Αυτή η συνταγή
όμως, που προτείνεται στις «μικρές ανοικτές οικονομίες», παραβλέπει μία σημαντική πτυχή. Η πτυχή αυτή
είναι η διανομή του εισοδήματος. Μία μείωση της εγχώριας ζήτησης περνάει μέσα από τη μείωση των
μισθών που συντελούν στη μείωση της κατανάλωσης (η μεγαλύτερη δαπάνη της συνολικής ζήτησης). Μια
τέτοια μείωση των μισθών έχει προφανώς αντίκτυπο στην ευημερία των εργαζομένων. Το ΔΝΤ ισχυρίζεται
104
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
πως αυτή η μείωση της εγχώριας ζήτησης θα αντισταθμιστεί από αύξηση της διεθνούς ζήτησης για εξα-
γωγές της οικονομίας. Οι εξαγωγές αυτές όμως δεν θα αποζημιώσουν αυτούς που στην πραγματικότητα
πλήττονται από τη μείωση της εγχώριας ζήτησης (μέσω της μείωσης των μισθών και της κατανάλωσης),
αλλά θα αποζημιώσουν αυτούς που στην πραγματικότητα επωφελούνται από τη μείωση των μισθών, δη-
λαδή το εξαγωγικό κεφάλαιο. Με αυτό τον τρόπο αποκρύπτεται ποιοι ζημιώνονται και ποιοι επωφελούνται
από τις πολιτικές του ΔΝΤ. Επίσης, αυτή η πρόταση φαίνεται να ακροβατεί και για άλλους λόγους πέραν
της αναδιανεμητικής επίδρασης υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της εργασίας. Η μείωση του εργατικού
κόστους, μέσω της μείωσης των μισθών, δεν είναι αυτή που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των
ελληνικών προϊόντων, αφού η ανταγωνιστικότητά τους όσον αφορά την τιμή (price competitiveness)
πλήττεται κυρίως από τα υψηλά περιθώρια κέρδους και την ανατιμημένη ισοτιμία που κλειδώσει η δραχμή
σε σχέση με το ευρώ, ενώ πολύ σημαντική είναι και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας σε παράγοντες εκτός
τιμής (ποιότητα, καινοτομία, μάρκετινγκ).
Ένας σημαντικός λόγος που θέτει υπό αμφιβολία την αποτελεσματικότητα της εσωτερικής υπο-
τίμησης είναι ότι στην ουσία δεν στοχεύει απλώς στην μείωση των μισθών των εργαζομένων αλλά στις
τιμές των εγχώριων προϊόντων που ανταγωνίζονται με τα ξένα στις διεθνείς αγορές. Για να βελτιωθεί η
ανταγωνιστικότητα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, ο μηχανισμός που εκκινεί από την υφεσιακή πο-
λιτική δεν αρκεί να παραμείνει στην μείωση των μισθών, αλλά πρέπει να περάσει και στην μείωση των
τιμών. Ειδάλλως, και το εισόδημα των εργαζομένων θα συμπιεστεί, αλλά και δεν θα γίνουν περισσότερο
ανταγωνιστικά τα εγχώρια προϊόντα. Μια τέτοια «ατελής» εσωτερική υποτίμηση στην ουσία το μόνο που
θα πετύχει θα είναι μια αναδιανομή του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν υπέρ του μεριδίου του κεφα-
λαίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για της εισοδηματικές ανισότητες και τις συνθήκες διαβίωσης των πιο
φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Ο Στίγκλιτζ σε μία συνέντευξή του στους Irish Times33 σχολιάζοντας την
αντίστοιχη πολιτική εσωτερικής υποτίμησης στην Ιρλανδία επισήμανε πως για να λειτουργήσει αυτό το
εργαλείο πολιτικής θα πρέπει να υπάρξει μια ισόποση μείωση των τιμών, έτσι ώστε οι πραγματικοί μισθοί
να παραμείνουν σταθεροί. Με αυτό τον τρόπο, δεν πλήττεται η αγοραστική δύναμη των μισθών και τα
εγχώρια προϊόντα γίνονται πιο ανταγωνιστικά.
Σε κάθε περίπτωση όμως για να επιτύχει μία τέτοια πολιτική τον στόχο της, δηλαδή τη βελτίωση
της ανταγωνιστικότητας προϋποτίθεται ότι οι επιχειρήσεις θα διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους τους
σταθερά. Δηλαδή δεν θα αντιμετωπίσουν την μείωση στις τιμές ως μια ευκαιρία για να αυξήσουν αυτά τα
περιθώρια, αλλά θα μετακυλήσουν την μείωση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος στις τιμές
τους. Με δεδομένες τις ολιγοπωλιακές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας (κυρίως στους κλάδους υψηλής
προστιθέμενης αξίας αλλά και του λιανεμπορίου και όχι φυσικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις) τα περιθώ-
ρια κέρδους δεν θα είναι εύκολο να μειωθούν εκτός αν υπάρξει κυβερνητική παρέμβαση34.
33. “Fairness needed when dealing with crisis, says Stiglitz”, 9/10/2009. The Irish Times
34. Η. Ιωακείμογλου “Ο Άλλος Αποπληθωρισμός”, 20/5/2010. Η Αυγή
105
δημόσιες δαπάνες, να λάβει μέτρα για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών/επενδυτών και την
επιδίωξη της σταθερότητας της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Ένα κοινό που παρουσιάζει η περίπτωση της Λετονίας με την Ελλάδα -παρά το σημαντικά χαμηλό-
τερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της - είναι ότι ενώ η Ελλάδα είναι περιορισμένη από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα
και δεν μπορεί να προχωρήσει σε υποτίμηση, αντίστοιχα και η Λετονία επέλεξε – με την πίεση και των
δανειστών της (ΔΝΤ, ΕΕ, ΗΠΑ, Σκανδιναβικές χώρες)- να διατηρήσει την ονομαστική της συναλλαγματική
ισοτιμία σταθερή και προσδεμένη στο ευρώ. Επομένως και για τη Λετονία η μόνη λύση για τη βελτίωση
του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της ανταγωνιστικότητάς της ήταν η εσωτερική υποτίμηση.
Οι συνέπειες για την οικονομία της Λετονίας ήταν άκρως δυσμενείς από αυτή την πολιτική. Μέσα σε
δύο έτη (2008-2009), η χώρα απώλεσε το 24% του ΑΕΠ της, ενώ και για το 2010 αναμένεται μείωση του
ΑΕΠ κατά 4%. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, όταν σταματήσει η καθοδική πορεία του ΑΕΠ, η χώρα θα έχει χάσει
πάνω από το 30% του παραγόμενου προϊόντος της, ξεπερνώντας δηλαδή και τις ΗΠΑ κατά την περίοδο
της Μεγάλης Ύφεσης (1929-1933)!
106
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
• Στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα, η αύξηση των μέσων καταβαλλόμενων αποδοχών περιορίστηκε
στο 2,8% το 2009, αντανακλώντας τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, έναντι 6,5% το 2008.
• Στις τράπεζες, η κατά κεφαλήν μισθολογική δαπάνη αυξήθηκε κατά 3,7% έναντι 7,4% που ήταν η
πρόβλεψη των συμβατικών αποδοχών για το 2009.
• Στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας σημειώθηκε αύξηση 7,7% για το 2009.
Οι μέσες πραγματικές (αποπληθωριστικές) αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκαν κατά
3,3% το 2009, έναντι 1,9% το 2008. Εκτιμάται βέβαια ότι σε πραγματικούς όρους, λόγω της μείωσης του
αριθμού των απασχολούμενων μισθωτών κατά 1,6%, το συνολικό προ φορολογίας εισόδημα των μισθω-
τών αυξήθηκε κατά 1,7%
Ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος για το 2009 υποχώρησε στο 5,3%
έναντι 6,4% το 2008.
Πίνακας 4.3. Αποδοχές και κόστος από το 2003 μέχρι και σήμερα
(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές)
2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2010
(πρόβλ)
Μέσες ακαθάριστες αποδοχές (ονομαστικές)
Ελλάδα:
στο σύνολο της οικονομίας 5,6 7,2 4,4 5,7 5,2 6,2 4,6 -1,4 ή
-0,8
στο Δημόσιο 5,9 9,7 2,3 3,1 3,8 7,1 5,2 -6,9
στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας 10,9 9,9 7,6 7 7,1 8,2 7,7 -1,9
στις τράπεζες 3,1 8,0 1,5 10,8 8,9 0,0 3,7 1,9 ή 2,9
στο μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα 5,8 5,8 5,6 6,8 6,1 6,5 2,8 1,7 ή 2,7
Μέσες ακαθάριστες αποδοχές (ονομαστικές) 2,9 2,6 2,2 2,6 2,6 3,2 1,5 1,6
Ζώνη Ευρώ:
Κατώτατες αποδοχές 5,1 4,8 4,9 6,2 5,4 6,2 5,7 1,7 ή
2,7
Μέσες ακαθάριστες αποδοχές (πραγματικές) 2,0 4,2 0,9 2,4 2,2 1,9 3,3 -4,3 ή
Ελλάδα: -3,7
Κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος 2,3 4,1 3,5 3,2 3,5 6,4 5,3 -0,4 ή
Ελλάδα 0,2
Κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος 2,2 1,0 1,3 1,1 1,6 3,3 3,8 -0,5
Ζώνη Ευρώ:
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζάς της Ελλάδος για το έτος 2009
Στη ζώνη του ευρώ, οι μισθοί και τα ημερομίσθια ανά ώρα εργασίας αυξήθηκαν κατά 1,5% το
δεύτερο τρίμηνο του 2010 και το μη μισθολογικό κόστος κατά 2,0 %, σε σύγκριση με 1,8% και 2,2 %
αντίστοιχα για το πρώτο τρίμηνο του 2010. Στην EΕ-27, τα ωρομίσθια και ημερομίσθια αυξήθηκαν κατά
1,5% και το μη μισθολογικό κόστος κατά 1,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2010, σε σύγκριση με 2,2% και 1,7
% αντίστοιχα για το προηγούμενο τρίμηνο.
Ο δείκτης κόστους εργασίας είναι ένας βραχυπρόθεσμος δείκτης που καταγράφει την εξέλιξη του
ωριαίου κόστους εργασίας. Υπολογίζεται διαιρώντας το κόστος εργασίας με τον αριθμό των ωρών εργα-
107
σίας. Στο συνολικό κόστος εργασίας δεν υπολογίζονται οι επιδοτήσεις, ενώ δεν περιλαμβάνονται, επίσης,
δαπάνες επαγγελματικής κατάρτισης ή άλλες δαπάνες, όπως για παράδειγμα τα έξοδα πρόσληψης.
Συνολικά, το ωριαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 1,6 % τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στο
σύνολο των 27 κρατών μελών, κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Αναλυτικά, το κόστος εργασίας στη
ζώνη του ευρώ αυξήθηκε κατά 1,6%, έναντι αύξησης 1,9% που καταγράφηκε για το πρώτο τρίμηνο του
2010. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, πρόκειται για τη χαμηλότερη αύξηση που εμφα-
νίζεται, από την έναρξη καταγραφής της συγκεκριμένης παραμέτρου, το 2000.
Στο σύνολο της ΕΕ το ωριαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 1,1% στη βιομηχανία, 1,7% στις
κατασκευές και 1,9% στον τομέα των υπηρεσιών (πάντα σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2010).
Στην E.Ε. των 27, το κόστος εργασίας ανά ώρα αυξήθηκε κατά 1,1% τόσο στη βιομηχανία όσο και στις
κατασκευές, και 1,8% στον τομέα των υπηρεσιών. Μεταξύ των κρατών μελών για τα οποία υπάρχουν
διαθέσιμα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο του 2010, την υψηλότερη ετήσια αύξηση του ωριαίου κόστους
εργασίας κατέγραψαν η Βουλγαρία (8,6%) και η Ρουμανία (5,0%). Εκτός από την Ελλάδα, υψηλότερη ετή-
σια μείωση παρατηρήθηκε στη Λιθουανία (-7,0%), στη Λετονία (-5,8%) και στην Εσθονία (-2,6%).
Στην Ελλάδα, το κόστος εργασίας, σε ετήσια βάση, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2010 μειώθηκε
κατά 1,8%. Οι πραγματικές αμοιβές για εργασία μειώθηκαν κατά 1,2%, όταν στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε.
των 27 ενισχύθηκαν κατά 1,5%. Σημαντική μείωση 3,9%, σε ετήσια βάση, σημείωσε το κόστος εργασίας
από τις υπόλοιπες παραμέτρους. Η ελληνική βιομηχανία είδε το κόστος εργασίας να μειώνεται κατά 2%,
(-1,6% στις αμοιβές και -3,2% στα λοιπά), ο κατασκευαστικός κλάδος κατά 3,1% (-2,2% στις αμοιβές και
-6% στα λοιπά), ενώ η εργασία στις υπηρεσίες είναι φθηνότερη κατά 1,6% (-1% στις αμοιβές και -3,8%
στα λοιπά).
Τέλος, τα επίσημα στοιχεία της Εurostat αλλά και του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ δείχνουν ότι:
Οι κατώτατοι μισθοί κυμαίνονται στο 51% του μέσου όρου της ευρωζώνης και οι μέσες αποδοχές
στο 73%. Οι συντάξεις βρίσκονται στο 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων κινείται στο 83% του μέσου όρου της ευρωζώ-
νης.
Η φορολόγηση των μισθωτών στην Ελλάδα είναι ίδια με αυτή του μέσου όρου της ευρωζώνης, ενώ
η φορολόγηση των κερδών βρίσκεται στο μισό του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Το επίπεδο των ασφαλιστικών εισφορών στη χώρα μας παραμένει από τα υψηλότερα στις χώρες
του ΟΟΣΑ.
108
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
109
Εξέλιξη των κατώτατων και μέσων αποδοχών
Με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας ετών 2010-2012, μετά την ενεργοποίηση του
μηχανισμού στήριξης ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ και την υιοθέτηση των μέτρων που προβλέπονται στο σχετικό μνημό-
νιο και στο νόμο 3845/2010, τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εργαζομένων της χώρας για
τα τρία έτη διαρκείας της σύμβασης καθορίζονται ως εξής:
Α. Τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εργαζομένων της χώρας, όπως έχουν διαμορφωθεί
την 31-12-2009 με βάση την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 2008-2009 αυξάνονται από 1 Ιουλίου 2011 κατά
ποσοστό ίσο με το ποσοστό της ετήσιας μεταβολής του ευρωπαϊκού πληθωρισμού για το έτος
2010.
Β. Τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εργαζομένων της χώρας, όπως θα έχουν διαμορ-
φωθεί την 1η Ιουλίου 2011 με βάση την παράγραφο «A» της παρούσας, αυξάνονται από 1 Ιουλίου
2012 κατά ποσοστό ίσο με το ποσοστό της ετήσιας μεταβολής του ευρωπαϊκού πληθωρισμού για
το έτος 2011.
Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ως «ευρωπαϊκός πληθωρισμός» λαμβά-
νεται το ποσοστό μέσης ετήσιας μεταβολής έναντι του προηγούμενου έτους του Εναρμονισμένου Δείκτη
Τιμών Καταναλωτή (Harmonised index of consumer prices) της Ευρωζώνης (Euro area), όπως αυτός ανα-
κοινώνεται από την Eurostat.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχό-
ληση, 2010, οι μέσες ετήσιες αποδοχές το 2009 στην Ελλάδα, ανέρχονταν σε 28.548 Ευρώ, έναντι 39.562
της ΕΕ-15. Μόνον σε τρεις χώρες (Κύπρο, Σλοβενία και Πορτογαλία), οι αποδοχές ήταν μικρότερες από
όσο στην Ελλάδα. Ο κατώτερος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα, συνεχίζει να υστερεί σημαντικά έναντι των
κατώτατων μισθών των πλουσιότερων χωρών μελών της ΕΕ.
Ο μέσος καθαρός μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε ταχύτερα από τον κατώτατο καθαρό μισθό, έτσι
ώστε η αναλογία τους να μειωθεί από 55% περίπου το 1994 σε 45% περίπου την περίοδο 2002-08. Επι-
πλέον, υπάρχει σταθεροποίηση του χάσματος αμοιβών μεταξύ κατώτατου και μέσου μισθού από το 2002
μέχρι σήμερα, πλην όμως το χάσμα παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Διαπιστώνεται μια σταδιακή αύξηση των κατώτατων πραγματικών αποδοχών μετά τα μέσα της
δεκαετίας του 1990, ενώ ο ρυθμός μεταβολής αυτής της εξέλιξης επέτρεψε το 2009 τη διαμόρφωση του
επιπέδου των κατώτατων πραγματικών αποδοχών στο ανώτερο επίπεδο της περιόδου 1984-2009.
110
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Το διάστημα μεταξύ 1984 και 2009 διακρίνεται σε δύο περιόδους, από τη συγκριτική αποτίμηση
των οποίων προκύπτει ότι κατ’ ουσία οι κατώτατες αποδοχές βρίσκονται το 2009 περίπου στα επίπεδα
του 1984. Στη διάρκεια της περιόδου 1984-1996 έχουμε σημαντική μείωση των πραγματικών κατώτατων
αποδοχών κατά 20 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από 100 το έτος 1984 ο δείκτης μειώνεται στο 79,3 το
έτος 1993 και διατηρείται στα επίπεδα του ‘80 μέχρι το τέλος 1996). Στη διάρκεια της περιόδου 1997-2009
έχουμε ονομαστικές αυξήσεις που υπερβαίνουν σχεδόν συστηματικά το μέσο πληθωρισμό, με αποτέ-
λεσμα μία σταδιακή ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού -που απωλέσθηκε την
προηγούμενη περίοδο- κατά 22 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από το 80 το 1997 ο δείκτης ανέρχεται
στο 102 το 2009).
111
Διάγραμμα 4.7. Διαχρονική Εξέλιξη Κατώτατων Πραγματικών Αποδοχών.
Πηγή: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ\ΑΔΕΔΥ. Υπολογισμοί με βάση τις ΕΓΣΣΕ και το μέσο ΔΤΚ της ΕΣΥΕ μέχρι το 2009 (με προβλέψεις για
πληθωρισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά το 2010).
Η αύξηση των μέσων πραγματικών αποδοχών, επί σειρά ετών, είχε οδηγήσει το 2009 την αγορα-
στική δύναμή τους σε επίπεδα περίπου 20% ανώτερα σε σύγκριση με το έτος 1999. Μέχρι και το 2009 η
αύξηση των μέσων πραγματικών αποδοχών ανά απασχολούμενο είχε ως αποτέλεσμα να συγκλίνουν οι
αμοιβές στην Ελλάδα έναντι του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ-15. Ενώ στη δεκαετία του 1990 ανέρχο-
νταν στο 70%, το ποσοστό σύγκλισης έφτασε στο 82% κατά το 2009.
Η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1995 και μέχρι το 2009 είτε σε σχέ-
ση με άλλα μεγέθη της ελληνικής οικονομάς είτε σε διεθνή σύγκριση και υπολογιζόμενη ως ποσοστό του
μέσου αντίστοιχου μεγέθους της Ε.Ε.-15 (και σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης), είχε προσεγγίσει το 95%
κατά το 2009. Από τις δύο προηγούμενες συγκρίσεις προκύπτει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην
Ελλάδα, κατά την περίοδο 1995-2009, είχε συγκλίνει με το μέσο όρο της ΕΕ-15 περισσότερο από όσο είχε
συγκλίνει η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού.
Η αύξηση των μέσων αποδοχών ανά απασχολούμενο είχε ως αποτέλεσμα να συγκλίνουν περαι-
τέρω οι αμοιβές στην Ελλάδα έναντι του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ-15. Κατά τη δεκαετία του 1990
ανερχόταν σε 70%, έφτασε στο 82% το 2009 και κατά το 2010-2011 αναμένεται να ανακοπεί και να φτάσει
τα επίπεδα του 78%.
Ανάμεσα στις χώρες που έχουν θεσπίσει κατώτερο μηνιαίο μισθό, η Ελλάδα ανήκει στο Group 2
(400-800 Ευρώ). Στο Group 1 ανήκουν οι χώρες με μηνιαίο μισθό κάτω από 400 ευρώ και στο Group 3 οι
χώρες με μηνιαίο μισθό πάνω από 800 ευρώ. Το εύρος το κατώτατων μηνιαίων μισθών κυμαίνεται από 123
ευρώ στη Βουλγαρία σε 1642 ευρώ στο Λουξεμβούργο.
112
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Τέλος, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, την περίοδο 1995-2009, αυξήθηκε κατά 1%,
ενώ το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την ίδια περίοδο επιδεινώθηκε κατά
-26,8%. Έτσι, ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε εξαιτίας των
αυξήσεων των μισθών φαίνεται ανίσχυρος. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αυξανόταν,
κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών, με ρυθμούς σημαντικά υψηλότερους σε σχέση με την Ε.Ε.
-15. (2,9% στην Ελλάδα, 1,2 στην Ε.Ε. -15 για την περίοδο 1995 – 2009). Αυτή η σύγκλιση του επιπέδου
παραγωγικότητας δεν μπορούσε να μην συνοδεύεται και από μια ανάλογη σύγκλιση των μισθών.
113
νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας.
Ειδικότερα, περιορίζεται ο ρόλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων στον ευρύτερο δημόσιο το-
μέα, αλλά και σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα εφόσον αυτές λαμβάνουν τακτική επιχορήγηση από
τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού οι ρυθμίσεις που αφορούν στο πάγωμα και στις περικοπές των εισο-
δημάτων κατισχύουν οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης, που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στο
κείμενο συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών (νόμος 3833 και 3845/2010). Επιπλέον, δεν ισχύουν τυχόν
συλλογικές συμβάσεις που χορηγούν ή θα χορηγήσουν αυξήσεις μεγαλύτερες όσων προβλέφθηκαν στην
ΕΓΣΣΕ για τη διετία 2010-2012 (νόμος 3871/2010). Τέλος, περιορίζεται η λειτουργία του Οργανισμού Με-
σολάβησης και Διαιτησίας, ιδίως σε ό,τι αφορά στη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής από την εργατική
πλευρά σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας της μεσολάβησης.
Ειδικότερα, στις βασικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και στις πολιτικές απασχόλησης περιλαμ-
βάνονται:
- Για τους νέους και τους νεοεισερχόμενους εργαζόμενους (νόμος 3863/2010) εισάγεται το καθε-
στώς των συμβάσεων πρώτης απασχόλησης για νέους κάτω των 25 ετών, που εισέρχονται για πρώτη
φορά στην αγορά εργασίας. Οι νέοι αυτοί μπορούν να εργάζονται με μειωμένες αποδοχές στο ύψος του
84% της ΕΓΣΕΕ. Εισάγεται επίσης επέκταση των συμβάσεων μαθητείας διάρκειας μέχρι και ένα έτος για
νέους ηλικίας 15-18 ετών και με αμοιβές στο ύψος του 70% της ΕΓΣΕΕ.
- Επανακατοχυρώνονται θεσμικά οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, απελευθερώνεται η εργασία του
Σαββάτου (η προσαύξηση της 6ης ημέρας προβλέπεται στο 30% του ημερομισθίου), διατηρείται η αυτo-
απασχόληση και κυρίως το καθεστώς απασχόλησης με μπλοκάκι και ουσιαστικά ενισχύεται το πλαίσιο για
την καταχρηστική σύναψη μιας σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου έναντι μιας σχέσης μισθωτής
εργασίας, διαμέσου της υποχρεωτικής συρροής πολλών επιμέρους προϋποθέσεων, προκειμένου για τη
θεμελίωση τεκμηρίου υπέρ της μισθωτής εργασίας.
- Ο τακτικά ή μακροχρόνια άνεργος δικαιούται επιπλέον ένα «κουπόνι -επιταγή επανένταξης στην
αγορά εργασίας», το οποίο αντιστοιχεί στο ανά πάσα χρονική στιγμή υπολειπόμενο ποσό του συνόλου του
(ετήσιου) επιδόματος ανεργίας (ν.3845/2010). Για αυτούς που βρίσκονται κοντά στο όριο συνταξιοδότησης
ή είναι επιδοτούμενοι ή μακροχρόνια άνεργοι ηλικίας 55-64 ετών προβλέπεται απευθείας επιχορήγηση των
Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης, διαμέσου της προκήρυξης σχετικών προγραμμάτων για την προώ-
θησή τους στην απασχόληση (ν. 3845/2010). Ταυτόχρονα, εισάγεται η δυνατότητα αυτασφάλισης για τους
απολυμένους αυτής της ηλικίας (55-64) με συμμετοχή του εργοδότη από 50% έως 80% (ν. 3863/2010).
- Τέλος, προωθείται η απελευθέρωση πολλών επαγγελμάτων μέσα από την άρση περιορισμών και
ιδίως, των ελάχιστων αμοιβών για κατηγορίες όπως οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι μηχανικοί, οι
ιατροί κλπ και επιδιώκεται η άμεση εφαρμογή της τροποποιημένης οδηγίας Bolkenstein (ν. 3844/2010).
- Θεσπίζεται η δυνατότητα διευθέτησης του χρόνου εργασίας σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και
με μειωμένες προσαυξήσεις τόσο με το νόμο 3846/2010, όσο και με το νόμο 3863/2010 ιδιαίτερα σε ό,τι
αφορά στην υπερεργασία.
- Απελευθέρωση απολύσεων (ν. 3863/2010). Μειώνεται κατ’ έμμεσο τρόπο το ύψος της αποζη-
μίωσης έως και 50% διαμέσου της μείωσης του χρόνου προειδοποίησης της απόλυσης. Καταργείται η
υποχρέωση άμεσης καταβολής ολόκληρου του ποσού της αποζημίωσης και θεσπίζεται ελάχιστο όριο
άμεσης (προ)καταβολής του ποσού που αντιστοιχεί σε δύο μηνών αποδοχές, ενώ παρέχεται η δυνατότητα
εξόφλησης του υπολοίπου σε διμηνιαίες δόσεις. Διατηρείται το απελευθερωμένο καθεστώς των ομαδικών
114
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
απολύσεων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 20 άτομα και εκτείνεται το εύρος των απολύσεων: α)
από 4 άτομα για επιχειρήσεις με προσωπικό από 20-200 άτομα, σε 6 άτομα για επιχειρήσεις με προσωπικό
20-150 άτομα και β) από 2-3% για επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 50 ατόμων, σε 5% για επιχειρήσεις
με προσωπικό άνω των 150 ατόμων.
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό στις πολιτικές αμοιβών, στα πλαίσια του μνημονίου, είναι το πάγωμα
των αυξήσεων και οι περικοπές στις αποδοχές των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και στον ευρύτερο
δημόσιο τομέα (σχέσεις εργασίας ιδιωτικού τομέα), ενώ με τη σύναψη της ΕΓΣΕΕ εργασίας για το διάστη-
μα 2010-2012, η οποία μάλιστα έλαβε αυξημένη τυπική ισχύ με το νόμο 3871/2010, προβλέπονται ισχνές
αυξήσεις σε ολόκληρο τον ιδιωτικό τομέα στα όρια του ευρωπαϊκού πληθωρισμού και πολύ κάτω του
πληθωρισμού της χώρας.
(α) Συγκεκριμένα για το δημόσιο τομέα:
- Οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές και εν γένει αμοιβές εργαζομένων σε ΝΠΙΔ, που ανήκουν
στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κλπ, μειώθηκαν κατά 7% (ν.
3833/2010) και εν συνεχεία κατά 3% (ν. 3846/2010). Δεν μειώνονται το κίνητρο απόδοσης που λαμβάνουν
όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και τα επιδόματα μεταπτυχιακών σπουδών, τα οικογενειακά επιδόματα
και τα επιδόματα ανθυγιεινής εργασίας, για όσους τα δικαιούνται.
- Τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των: i) υπαλλήλων και ii) εργαζομένων με σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, ένοπλες δυνάμεις και iii) εργαζομένων σε ΝΠΙΔ που
ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κλπ μειώθηκαν περίπου
κατά 30% (ν. 3833/2010). Καθορίστηκαν σε 500 ευρώ, 250 ευρώ και 250 ευρώ αντίστοιχα, εφόσον το
σύνολο των αμοιβών τους δεν υπερβαίνει τις 3000 ευρώ μηνιαίως.
- Μειώθηκαν τα πάσης φύσεως επιδόματα υπαλλήλων και εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιω-
τικού δικαίου στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, ένοπλες δυνάμεις κλπ κατά 12% (ν. 3833/2010) και κατά 8%.
Ελλείψει επιδομάτων μειώνονται οι αποδοχές κατά 3% (ν. 3845/2010).
- Μειώνεται το όριο των υπερωριών κατά 30%, καταργείται η αποζημίωση για τους δημοσίους υπαλ-
λήλους που συμμετέχουν σε Ομάδες ή Επιτροπές Εργασίας, τροποποιείται το νομικό πλαίσιο περί οδοιπορι-
κών εξόδων, μειώνοντας σημαντικά τις δαπάνες για αποζημιώσεις, μετακινήσεις, διανυκτερεύσεις, κτλ.
(β) Σε ό,τι αφορά στον ιδιωτικό τομέα: Μέσα από την υποχρεωτικότητα (ν. 3871/2010) της μη
παρέκκλισης από τα συμφωνηθέντα στην τελευταία ΕΓΣΣΕ για τα έτη 2000-2010 στην ουσία επιβάλλεται
πάγωμα των αποδοχών για το 2010 και για το πρώτο εξάμηνο του 2011. Από 1ης Ιουλίου του 2011 και
2012 προβλέπεται η δυνατότητα συμφωνίας αυξήσεων στις αποδοχές (όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί
στις 31/12/2009 και την 01/07/2011 αντίστοιχα) κατ’ ανώτατο όριο στο ύψος της ετήσιας μεταβολής του
ευρωπαϊκού πληθωρισμού (1,5% το 2010 και 1,7% το 2010).
Επίσης η εισοδηματική πολιτική προβλέπει ότι καμία επιχείρηση που ελέγχεται από το δημόσιο δεν
θα χορηγήσει μπόνους στα διοικητικά στελέχη. Επιπλέον τίθεται οροφή στις αμοιβές των προέδρων και
διευθυνόντων συμβούλων για τις μη εισηγμένες ΔΕΚΟ. Τέλος προβλέπεται μείωση έως και 50% της αμοι-
βής των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων (για μη εισηγμένες ΔΕΚΟ). Αντίστοιχη τακτική επιδιώκεται και
στις εισηγμένες επιχειρήσεις που ελέγχονται από το δημόσιο.
Κατόπιν των εξελίξεων αυτών η τελευταία Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την Ελληνική Οικονο-
μία και την Απασχόληση, εκτιμά ότι θα ανατραπούν πολλές από τις «θετικές» εξελίξεις που σημειώθηκαν
μέχρι το 2009 στο πεδίο των αμοιβών και το αντίστοιχων μεγεθών. Εντός της διετίας 2010-2011 αναμένε-
115
ται να αναιρεθεί το 25% της προόδου που συντελέστηκε τη δεκαετία 1999-2009, ενώ η ανοδική πορεία
της σύγκλισης των μέσων πραγματικών αποδοχών (Ελλάδα – ΕΕ των 15) θα ανακοπεί, και ο σχετικός
δείκτης να διαμορφωθεί από 82,5% στο 78%.
Συνοψίζοντας, ο συνδυασμός μείωσης των μισθών, των δημόσιων δαπανών, των δημόσιων και ιδι-
ωτικών επενδύσεων και αύξησης των έμμεσων φόρων και συρρίκνωσης της πιστωτικής επέκτασης, οδηγεί
σε καθίζηση της ζήτησης και δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην αγορά. Οι ως τώρα ενδείξεις δείχνουν
ότι όσο θα παρατείνονται αυτές οι συνθήκες, τόσο θα αυξάνει ο κίνδυνος για μαζική καταστροφή μικρών
και μεσαίων επιχειρήσεων και αύξηση της ανεργίας, και παράλληλα αυξάνουν οι κίνδυνοι και για το τραπε-
ζικό σύστημα λόγω αυξανόμενης αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανείων.
116
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
και κοινωνικής μέριμνας (α’ εξάμηνο 2010, 8%). Αντίθετα, ο αριθμός των απασχολουμένων στη μεταποίη-
ση συνέχισε την πτωτική τάση (-7,7%) που άρχισε το 1998. Στις κατασκευές από το τέλος του 2008 έχουν
χαθεί περίπου 70 χιλιάδες θέσεις εργασίας στον κλάδο, ενώ η απασχόληση το α’ εξάμηνο του 2010 (335,2
χιλ.) έφτασε περίπου στο επίπεδο όπου βρισκόταν στο τέλος του 2002. Όμοια, από τις αρχές του 2009,
υποχώρηση καταγράφεται στην απασχόληση του εμπορίου (-4,7% το πρώτο εξάμηνο του 2010), ιδίως των
αυτοαπασχολουμένων. Σημαντική μείωση της απασχόλησης καταγράφεται επίσης στις επαγγελματικές,
επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες.
Λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί στις επιχειρήσεις αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των απα-
σχολουμένων που εργάζονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου (κατά 7,8% το πρώτο εξάμηνο του 2010)
και εκείνων που έχουν σύμβαση με εταιρία προσωρινής απασχόλησης. Ένα αυξανόμενο ποσοστό εκείνων
που εργάζονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου προσέφυγε σε αυτή τη λύση επειδή δεν μπόρεσε να βρει
μόνιμη εργασία.
Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε σημαντικά το πρώτο εξάμηνο του 2010, καθώς αυξήθηκαν
τόσο τα άτομα που έχασαν τις θέσεις εργασίας τους, όσο και εκείνα που εισήλθαν για πρώτη φορά στην
αγορά εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 11,8%, από 9,1% την αντίστοιχη περίοδο του
2009. Μετά την έναρξη της κρίσης το ποσοστό ανεργίας των ανδρών παρέμεινε μεν χαμηλότερο (9,2%)
του αντίστοιχου των γυναικών (15,4%), αλλά αυξήθηκε ταχύτερα. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τις
διαφορετικές επιπτώσεις της κρίσης στους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Για τους με-
τανάστες το ποσοστό ανεργίας (14,4% το πρώτο εξάμηνο του 2010) έχει αυξηθεί περισσότερο από όσο
για τους Έλληνες (11,5%), λόγω κυρίως συγκέντρωσής τους στους κλάδους που επλήγησαν περισσότερο
από την κρίση (κατασκευές, μεταποίηση), καθώς και στη συνεχιζόμενη αύξηση του ποσοστού συμμετοχής
τους στο εργατικό δυναμικό.
Τέλος, η άνοδος του ποσοστού των μακροχρόνια ανέργων, δηλ. των ατόμων που έχουν παραμεί-
νει άνεργα πάνω από έτος, επί του συνολικού αριθμού των ανέργων (46,2% το πρώτο εξάμηνο του 2010
έναντι 42,1% το αντίστοιχο εξάμηνο του προηγούμενου έτους), δημιουργεί πρόσθετες ανησυχίες καθώς
οι πιθανότητες πρόσληψης μειώνονται όσο η διάρκεια της ανεργίας αυξάνει.
117
Διάγραμμα 4.9. Ποσοστά ανεργίας στην Ευρωζώνη. Αύγουστος του 2010, εποχικά προσαρμοσμένα.
Διάγραμμα 4.10. Ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη, σε μηνιαία βάση από το 2000 έως και το 2010.
Το ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνια ανέργων διαμορφώνεται στο 47,7% του συνόλου των
ανέργων. Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για την ανεργία στους νέους, στο τέλος του 2010, είναι 28% και της
Deutsche Bank για τη συνολική ανεργία είναι 15%, για το τέλος του 2010, και 20% για το 2012. Η συνεχό-
μενη αύξηση της ανεργίας, από τρίμηνο σε τρίμηνο, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εκτιμήσεις αυτές
είναι πολύ πιθανό να γίνουν πραγματικότητα. Η ανεργία εκτιμούμε ότι θα αυξηθεί περαιτέρω και μάλιστα
με πιο γοργούς ρυθμούς, με δεδομένη τη κρίση στους κλάδους της οικοδομής, της βιομηχανίας, του λια-
νεμπορίου και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Ο Πίνακας που ακολουθεί μας δείχνει τον αριθμό των
απασχολούμενων ανά τομέα, τον αριθμό των ανέργων, το ποσοστό των νέων ανέργων και το ποσοστό
των μακροχρόνια ανέργων ανά τρίμηνο από το 1998 έως και σήμερα.
118
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Από τη γραφική απεικόνιση (Διάγραμμα 4.12) των στοιχείων αυτών βλέπουμε τη συνεχή πτώση της
συμμετοχής στην απασχόληση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα και την αντίστοιχη αύξηση
του τριτογενούς τομέα. Στο Διάγραμμα 4.13 παρατηρούμε ότι το ποσοστό της πλήρους απασχόλησης
μειώνεται συνεχώς από το 2001 μέχρι και σήμερα, και το ποσοστό της μερικής απασχόλησης αυξάνεται
συνεχώς.
119
Γ΄ 2001 4,114.0 659.0 939.3 2,515.7 468.6 230.6 49.2 54.6
Δ΄ 2001 4,051.8 642.0 938.0 2,471.8 513.4 228.2 44.5 49.9
Α΄ 2002 4,076.5 637.7 937.3 2,501.5 524.0 206.2 39.4 50.8
Β΄ 2002 4,190.2 648.3 954.7 2,587.2 462.1 190.7 41.3 54.9
Γ΄ 2002 4,223.6 658.1 961.8 2,603.8 458.9 197.1 43.0 54.6
Δ΄ 2002 4,212.8 654.4 959.5 2,598.9 476.0 193.5 40.7 52.6
Α΄ 2003 4,224.5 659.9 960.5 2,604.0 487.7 189.7 38.9 53.1
Β΄ 2003 4,286.6 655.5 965.8 2,665.2 441.8 184.0 41.6 58.4
Γ΄ 2003 4,309.1 655.9 970.2 2,682.9 439.2 192.2 43.8 58.9
Δ΄ 2003 4,277.9 653.2 970.3 2,654.4 471.1 194.3 41.2 56.4
Α΄ 2004 4,249.1 539.9 951.4 2,757.8 543.8 217.6 40.0 50.2
Β΄ 2004 4,330.5 545.6 973.5 2,811.4 492.7 212.6 43.1 56.5
Γ΄ 2004 4,341.6 543.2 972.3 2,826.1 485.9 206.3 42.5 57.6
Δ΄ 2004 4,331.4 547.2 971.6 2,812.6 500.4 203.7 40.7 55.8
Α΄ 2005 4,325.0 546.7 984.9 2,793.4 502.4 186.9 37.2 53.7
Β΄ 2005 4,381.9 544.6 983.0 2,854.3 466.9 178.6 38.2 56.0
Γ΄ 2005 4,385.6 544.9 977.3 2,863.3 469.8 175.7 37.4 55.1
Δ΄ 2005 4,383.4 531.8 974.6 2,877.0 470.9 171.0 36.3 52.0
Α΄ 2006 4,400.0 537.4 968.8 2,893.9 473.1 158.6 33.5 53.6
Β΄ 2006 4,452.8 536.1 980.8 2,935.9 427.4 156.8 36.7 57.5
Γ΄ 2006 4,494.2 530.6 989.3 2,974.3 408.3 155.4 38.1 58.5
Δ΄ 2006 4,462.1 529.2 994.1 2,938.8 429.1 153.7 35.8 54.8
Α΄ 2007 4,461.2 528.1 1,002.2 2,930.9 445.7 148.0 33.2 49.1
Β΄ 2007 4,519.9 522.4 1,011.4 2,986.1 398.0 139.9 35.2 52.3
Γ΄ 2007 4,539.3 512.3 1,026.9 3,000.1 387.5 143.6 37.1 54.8
Δ΄ 2007 4,519.1 516.1 1,021.4 2,981.6 396.5 141.1 35.6 51.0
Α΄ 2008 4,511.6 517.9 1,019.4 2,974.3 406.5 135.6 33.4 47.6
Β΄ 2008 4,582.5 518.7 1,022.2 3,041.6 357.1 130.3 36.5 51.5
Γ΄ 2008 4,589.8 513.9 1,024.6 3,051.3 355.1 131.7 37.1 52.2
Δ΄ 2008 4,553.6 516.9 999.5 3,037.2 392.7 133.4 34.0 47.0
Α΄ 2009 4,485.8 520.0 969.6 2,996.1 462.3 134.9 29.2 41.3
Β΄ 2009 4,531.9 529.6 957.0 3,045.3 442.6 129.7 29.3 43.0
Γ΄ 2009 4,540.1 545.4 964.3 3,030.4 465.1 130.7 28.1 43.6
Δ΄ 2009 4,476.8 551.2 931.7 2,993.9 514.4 132.8 25.8 43.3
Α΄ 2010 4,425.6 562.4 894.0 2,969.2 586.8 138.3 23.6 44.6
Β΄ 2010 4,427.0 551.7 886.4 2,988.9 594.0 141.5 23.8 47.7
ΠΗΓΗ: ΕΛ.ΣΤΑΤ, ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
120
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Στο Διάγραμμα 4.14, ο αριθμός των ανέργων είχε συνεχώς μειούμενη πορεία μέχρι και το Γ’ τρίμηνο
του 2008. Από το Δ’ τρίμηνο του 2008 όμως, ο αριθμός των ανέργων εμφανίζει μία έντονα ανοδική τάση.
Από το Διάγραμμα 4.15 βλέπουμε ότι το ποσοστό των νέων ανέργων μειώνεται συνεχώς και μάλιστα με
αυξανόμενη ένταση. Όμως η τάση αυτή δυστυχώς θα αναστραφεί. Η εκτίμηση του ΟΟΣΑ για την ανεργία
στους νέους, στο τέλος του 2010, είναι 28%. Συνδυάζοντας τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για την αύξηση στην
ανεργία των νέων με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και τη συνολική ανεργία που ήδη αυξάνεται,
συμπεραίνουμε ότι στους επόμενους μήνες η συνολική ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται με εντονότερο
ρυθμό. Στο παράρτημα που ακολουθεί παραθέτουμε μία προσπάθεια συσχέτισης του ΑΕΠ με τον αριθμό
των ανέργων. Από τη συσχέτιση αυτή προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις της Deutsche Bank για τη συνολική
ανεργία στο 20% για το 2012 δεν απέχουν πολύ από τις δικές μας εκτιμήσεις, που έγιναν με έναν πολύ
απλοϊκό τρόπο. Ανάλογα με τις υποθέσεις και το σενάριο που υιοθετείται, οι εκτιμήσεις μας προβλέπουν
807 με 1019 χιλιάδες ανέργους το 2012. Το συμπέρασμα αυτό ενδυναμώνεται από τα ευρήματα της μελέ-
της του Οικονομικού Επιμελητηρίου για το Δείκτη της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης37.
Στο Διάγραμμα 4.16 παρουσιάζεται η εκτίμηση των πολιτών για την πορεία του δείκτη προσδοκώ-
μενης μεταβολής της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες.
37. Οι δείκτες εκτίμησης των μελλοντικών οικονομικών εξελίξεων δείχνουν την τάση της οικονομίας και προβλέπουν την εξέλιξή της. Ένας τέτοιος
δείκτης είναι ο δείκτης εμπιστοσύνης του καταναλωτή (ΔΕΚ), ο οποίος αποτυπώνει τις αντιλήψεις των πολιτών και των προσδοκιών τους για το
μέλλον. Ο ΔΕΚ δημοσιεύεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Με την κατασκευή
του ΔΕΚ λαμβάνουμε πληροφορίες σχετικά με την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα γενικότερα, που χρονικά προηγούνται της
περιόδου που διανύουμε.
121
Διάγραμμα 4.13. Ποσοστό απασχολούμενων ηλικίας 15 ετών και άνω, κατά είδος απασχόλησης
(πλήρης-μερική), για τα έτη 1998 - 2010 (B΄ τρίμηνο) ανά τρίμηνο
Διάγραμμα 4.14. Απασχολούμενοι [αριστερός άξονας] και άνεργοι [δεξιός άξονας], σε χιλιάδες, ηλικίας
15 ετών και άνω για τα έτη 1998 - 2010 ανά τρίμηνο
122
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Διάγραμμα 4.15. Ποσοστό νέων και μακροχρόνια ανέργων, για τα έτη 1998 - 2010 ανά τρίμηνο.
Με βάση την προηγούμενη ανάλυση, οι προοπτικές για την οικονομική ανάκαμψη είναι θολές και
αβέβαιες, ενώ οι προοπτικές για την ανεργία διαγράφονται ζοφερές. Σύμφωνα με το «Μνημόνιο» και το
προσχέδιο του προϋπολογισμού, η επίσημη καταγεγραμμένη ανεργία προσεγγίζει ήδη το 12% από 9,5%,
που ήταν το 2009, και αναμένεται να φτάσει το 15% το 2012. Όμως το μέγεθος αυτό ίσως δεν είναι και
το τελικό. Οι εκτιμήσεις του ΟΕΕ συγκλίνουν με ανάλογες εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ
και άλλων Οργανισμών, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η ανεργία να
υπερβεί ακόμη και το 18% αν δεν υπάρξει αναπροσανατολισμός της πολιτικής.
Διάγραμμα 4.16. Δείκτης προσδοκώμενης μεταβολής της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες
123
Η ραγδαία αύξηση της ανεργίας και η διαγραφόμενη τάση μετανάστευσης, κυρίως νέου επιστημο-
νικού δυναμικού, συνιστούν σήμερα μέγιστο κίνδυνο, καθόσον, αν δεν αποτραπούν, πέραν των σοβαρών
κοινωνικών και πολιτιστικών συνεπειών, συνεπάγονται τη συρρίκνωση όχι μόνο της παρούσας οικονομικής
δραστηριότητας, αλλά και την υπονόμευση της αναπτυξιακής προοπτικής.
124
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
της δημόσιας διοίκησης. Οι μισθοί και οι συντάξεις του δημοσίου μειώνονται το 2011 κατά 1,4%, ακολου-
θώντας μία μείωση της τάξης του 10% για το 2010. Αντίστοιχα οι δαπάνες για ασφάλιση, περίθαλψη και
κοινωνική προστασία περικόπτονται κατά 1,7% το 2011, τη στιγμή που ήδη από το 2010 είχαν μειωθεί
κατά 10,7%.
125
αύξηση στους πραγματικούς μισθούς και 0,1% μείωση στο δημόσιο έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ.38
Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το συμπέρασμα αυτό θα ισχύει εάν και μόνο εάν οι
υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται επίσης ισχύουν. Υπάρχουν σημαντικές επιφυλάξεις για τα συμπεράσματα
από το μοντέλο του ΙΟΒΕ όχι λόγω της κριτικής στο μαθηματικό προσδιορισμό του υποδείγματος ή στη
μέθοδο επίλυσης και εκτίμησής του υποδείγματος, αλλά πολύ απλά λόγω της αυθαίρετης υπόθεσης ότι η
απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων θα φέρει μείωση των τιμών κατά 15% μέσα σε μία τετραετία.
Επιπλέον, και η διαμέτρηση των εθνικολογιστικών μεγεθών στους μέσους όρους της περιόδου 2000-2007
(έστω και με αναπροσαρμογές) είναι καταδικασμένη, καθώς αναφέρεται σε μία ελληνική οικονομία με
πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που έχει την περίοδο 2010-2014 στην οποία αποσκοπεί η
ανάλυση.
38. Εφαρμόζει για τις εκτιμήσεις του το υπόδειγμα γενικής ισορροπίας Global Integrated Monetary and Fiscal Model που καταρτίστηκε από τους
Kumhof και Laxton (2009) για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Kumhof, Μ. and Laxton, D. (2009, Simple, Implementable Fiscal Policy Rules.
IMF Working Paper, WP/09/76).
126
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
γωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει να προσαρμόσει την παραγωγή σε
προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και να αυξήσει την εισροή επενδύσεων κεφαλαίου. Η μείωση των
μισθών δεν θα διορθώσει την κατάσταση.
Εξάλλου, από τον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελ-
λάδα αυξάνεται με σταθερά υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η όποια αύξηση
λοιπόν των μισθών στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση της παραγωγικότητας
χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στην ανταγωνιστικότητα. Στην περίοδο από το 1995-2008 κατά μέσο
όρο οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις κεφαλαίου στην Ελλάδα (εκτός από τους κλάδους πληροφορικής
και επικοινωνιών) αυξάνονται σε ποσοστό 2,7%. Η απόδοση αυτή είναι αρκετά χαμηλότερη από τις επι-
δόσεις των κύριων ανταγωνιστών των ελληνικών προϊόντων όπως είναι η Ισπανία (3,7%), η Πορτογαλία
(4,2%) και η Τουρκία (5,5%). Επομένως ενισχύεται το συμπέρασμα ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικο-
νομίας δεν είναι το υψηλό εργατικό κόστος και η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας αλλά ο χαμηλός
ρυθμός επενδύσεων κεφαλαίου, λόγω του κλίματος αβεβαιότητας και αποστροφής των επενδύσεων που
έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας.
Πίνακας 4.6. Παραγωγικότητα της εργασίας (παραγόμενο προϊόν ανά ώρα, ποσοστό μεταβολής).
1995 – 2005 2005 - 2009 2007 2008
Ε.Ε (15) 1.5 0.5 1.2 0.2
Ε.Ε(27) 2.0 0.7 1.4 0.3
Ελλάδα 3.5 1.5 4.5 1.8
Ισπανία 0.5 2.0 1.6 1.5
Γερμανία 1.6 0.2 0.7 -0.3
Πηγή: Conference Board of Total Economy Database
Τέλος, η αντιμετώπιση της κρίσης επιβάλλει αφενός άμεσα μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης και της
ανεργίας, αφετέρου μέτρα και αλλαγές που να θεμελιώνουν ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Ένα υπόδειγμα
το οποίο θα υπερβαίνει τα προβλήματα του παρελθόντος και ταυτόχρονα θα ενσωματώνει τα νέα δεδο-
μένα και τις νέες απαιτήσεις μιας ανάπτυξης θεμελιωμένης με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι εξελίξεις
στη χώρα μας αλλά και διεθνώς πιστοποιούν ότι η προστασία του περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση της
φτώχειας και της ανεργίας δεν θα έλθουν ποτέ αν εξ αρχής δεν αποτελούν όρους, περιεχόμενο και δε-
σμεύσεις της ίδιας της ανάπτυξης. Ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, με κοινωνικούς και οικολογικούς όρους
και δεσμεύσεις, συγκεκριμένες μάλιστα ποσοτικά και χρονικά όσο αυτό είναι δυνατό.
Η αντιμετώπιση της κρίσης, με το σύνθετο και πολυδιάστατο χαρακτήρα της, καθιστά αναγκαίο
ένα συνολικό, πολυετές σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, το οποίο θα θέτει τις βάσεις για μια
σταθερή, δυναμική και βιώσιμη στροφή στην πραγματική οικονομία, με στόχο την ενίσχυση της απασχό-
λησης και της παραγωγικής και τεχνολογικής βάσης της κοινωνίας. Επιπλέον, θα αντιμετωπίζει με τρόπο
αποφασιστικό τις αιτίες που τροφοδοτούν το χρέος, με αιχμή μια πολιτική δίκαιης ανακατανομής των φο-
ρολογικών βαρών, άρσης των συνεπειών της άνισης διανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων, ριζικής
αλλαγής στη λειτουργία του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με στόχο την αναδιάρθρωση
και την αποφασιστική αύξηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών. Ακόμα θα επιδιώκει την
127
ανακατανομή πόρων προς την παιδεία, την έρευνα, τις υποδομές, τη διεύρυνση του κοινωνικού κράτους
και των δημόσιων αγαθών. Η αντιμετώπιση των αναγκών προστασίας του περιβάλλοντος και των κινδύ-
νων από την κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως προαπαιτούμενα και όχι επακόλουθα της
αναπτυξιακής διαδικασίας. Πολύ σημαντική είναι επίσης η εφαρμογή συστημάτων αξιολόγησης της ανα-
πτυξιακής και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών, η οποία θα επιτρέψει την ορθολογική
κατανομή τους και τη βελτίωση του αναπτυξιακού τους αποτελέσματος.
Συνοψίζοντας, είναι προφανές, από την προηγούμενη ανάλυση, ότι οι πολιτικές που ακολουθού-
νται στα πλαίσια του Μνημονίου θα επιδεινώσουν σημαντικά την ήδη εύθραυστη κοινωνική συνοχή και
θα διευρύνουν τις ανισότητες και την φτώχεια. Η αύξηση της ανεργίας, η μείωση μισθών και συντάξεων,
η σημαντικότερη επίπτωση της αύξησης των τιμών στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα σε σχέση
με τα υψηλότερα και κυρίως η αναποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους στην καταπολέμηση της
φτώχειας και των ανισοτήτων δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.
128
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Πίνακας 4.Π1. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε σταθερές τιμές και αριθμός ανέργων
από το 1960 μέχρι και το 2009.
Έτος ΑΕΠ (σταθερές Συνολική Ανεργία: ‘Ετος ΑΕΠ (σταθερές Συνολική Ανεργία:
τιμές σε δις ευρώ) Ορισμός EUROSTAT τιμές σε δις ευρώ) Ορισμός EUROSTAT
(NUTN) (NUTN)
1960 28.5288 196.9 1985 100.9712 268.5
1961 32.2956 195.3 1986 101.6601 256.1
1962 32.4135 169.6 1987 102.1834 257.7
1963 36.2528 167.2 1988 104.1600 268.7
1964 39.6641 157.9 1989 108.1170 262.3
1965 43.9351 164.0 1990 108.1174 254.5
1966 46.7885 169.6 1991 110.4530 275.9
1967 49.4411 181.7 1992 111.4708 317.5
1968 53.0027 186.6 1993 112.2480 351.3
1969 59.1318 172.0 1994 112.6619 369.5
1970 64.4126 137.3 1995 115.0276 385.8
1971 69.4643 100.5 1996 117.7404 410.9
1972 76.5214 67.7 1997 122.0233 420.7
1973 77.3872 65.1 1998 126.1278 486.3
1974 82.3156 68.5 1999 130.4409 547.7
1975 82.7130 75.2 2000 136.2810 516.7
1976 87.9548 62.6 2001 142.0010 487.6
1977 90.5434 56.4 2002 146.8849 480.1
1978 97.1029 60.0 2003 155.6155 459.8
1979 97.2169 64.1 2004 162.8141 505.6
1980 98.2766 93.0 2005 166.4631 477.3
1981 99.1678 147.0 2006 173.9901 434.5
1982 99.4001 215.4 2007 181.7705 406.9
1983 99.8773 270.3 2008 182.7557 377.9
1984 100.2912 278.1 2009 183.1752 443.9
Πηγή: Eurostat
129
Η γραφική απεικόνιση του ΑΕΠ και του αριθμού των ανέργων εμφανίζει μία περίεργη συσχέτιση
μεταξύ ΑΕΠ και ανεργίας. Θα έπρεπε να περιμένουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη (αύξηση του ΑΕΠ) θα
φέρνει νέες θέσεις εργασίας και επομένως μείωση του αριθμού των ανέργων. Στο διάγραμμα χωρίζουμε
την περίοδο 1960-2009 σε 3 υποπεριόδους. Οι περίοδοι 1960-1978 και 2000-2009 εμφανίζουν διαφορετική
σχέση μεταξύ ΑΕΠ και ανεργίας από ό,τι η περίοδος 1979-1999. Στην πρώτη και τρίτη περίοδο η αύξηση
του ΑΕΠ δεν επέφερε μείωση στην ανεργία. Αντίθετα στη δεύτερη περίοδο η αύξηση του ΑΕΠ σχετίστηκε
με αύξηση της ανεργίας.
Διάγραμμα 4.Π1. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε σταθερές τιμές και αριθμός ανέργων.
Πηγή Eurostat.
Το επόμενο διάγραμμα απεικονίζει (με τη μορφή scatter plot) τη συσχέτιση ΑΕΠ και αριθμού ανέρ-
γων χωριστά για τις τρεις περιόδους. Η αρνητική συσχέτιση ΑΕΠ και ανεργίας στις περιόδους 1960-1978 και
2000-2009 και η αντίθετη θετική συσχέτισή τους την περίοδο 1979-1999 είναι εμφανής. Επίσης, την δεύτερη
περίοδο παρατηρούμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ δεν ήταν της ίδιας έντασης με τις άλλες δύο περιόδους.
Διάγραμμα 4.Π2. Συσχέτιση ΑΕΠ και αριθμού ανέργων για τις περιόδους 1960-1978, 1979-1999 και 2000-
2009.
1960-1978 1979-1999 2000-2009
130
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
dt = { 10 t= 1960,...,1978,2000,...,2009
t= 1979,...,1999
Με την προσθήκη αυτής της μεταβλητής θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε το υπόδειγμα λαμ-
βάνοντας υπόψη ότι για διαφορετικές περιόδους η σχέση μεταξύ ΑΕΠ και αριθμού ανέργων μεταβά-
λεται. Το καινούριο υπόδειγμα θα μπορεί να είναι της μορφής: yt = b0 + b0’ dtxt + et , όπου et ~ N(0,σ2).
Η εκτίμηση των συντελεστών των υποδειγμάτων είναι:
Όλες οι παράμετροι πλην της σταθεράς b0 είναι στατιστικά σημαντικές. Η προσαρμογή του δεύτε-
ρου υποδείγματος είναι σαφώς καλύτερη του πρώτου σύμφωνα με κάθε γνωστό κριτήριο προσαρμοστι-
κότητας. Ακόμη και αυτό το απλοϊκό μοντέλο, που μας δείχνει μία απλή σχέση μεταξύ ΑΕΠ και ανεργίας,
μπορεί να μας δώσει μία εκτίμηση της ανεργίας για τα επόμενα 5 χρόνια. Ας υποθέσουμε ότι το ΑΕΠ σε
σταθερές τιμές θα μεταβληθεί τα επόμενα 5 χρόνια ανάλογα με το ονομαστικό ΑΕΠ που προβλέπει το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF staff report for Greece, Μάιος 2010, σελίδα 27). Η έκθεση αναφέρει:
131
Αν υποθέσουμε ότι η περίοδος των επόμενων 5 ετών, 2010-2014 είναι μία περίοδος όπως τα αμέσως
προηγούμενα χρόνια, δηλαδή μία περίοδος αρνητικής συσχέτισης ΑΕΠ και ανεργίας, τότε η εκτίμηση για
την ανεργία που έχουμε μέσω του υποδείγματος είναι:
Αν όμως υποθέσουμε ότι η περίοδος των επόμενων 5 ετών, 2010-2014 είναι μία περίοδος όπως η
περίοδος 1979-1999, δηλαδή μία περίοδος θετικής συσχέτισης ΑΕΠ και ανεργίας, τότε η εκτίμηση για την
ανεργία που έχουμε μέσω του υποδείγματος είναι:
Διάγραμμα 4.Π3. Εκτίμηση αριθμού ανέργων από το υπόδειγμα συσχέτισης ΑΕΠ και ανεργίας. Σενάριο 0
είναι η υπόθεση ότι η περίοδος 2010-2014 είναι μία περίοδος αρνητικής συσχέτισης ΑΕΠ και ανεργίας.
Σενάριο 1 είναι η υπόθεση ότι η περίοδος 2010-2014 είναι μία περίοδος θετικής συσχέτισης ΑΕΠ και
ανεργίας.
Την ίδια ακριβώς διαδικασία μπορούμε να ακολουθήσουμε στην περίπτωση που μοντελοποιήσουμε
τη σχέση του τρέχοντος ΑΕΠ με τον αριθμό των ανέργων. Το μειονέκτημα σε αυτή την περίπτωση είναι
ότι η σχέση μεταξύ ΑΕΠ και ανεργίας δεν είναι οπτικά εμφανής, όπως φαίνεται και από το παρακάτω
γράφημα.
132
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Διάγραμμα 4.Π4. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε τρέχουσες τιμές και αριθμός ανέργων.
Πηγή Eurostat.
Εφαρμόζοντας την λογική που ακολουθήσαμε στα προηγούμενα υποδείγματα, θα βρούμε τη σχέση
μεταξύ ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές και αριθμό ανέργων. Ορίζοντας το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές του έτους t ως
xt και τον αριθμό των ανέργων του ιδίου έτους ως yt , προβαίνουμε στην εκτίμηση του γραμμικού υποδείγ-
ματος yt = b0 + b1xt + et . Με την προσθήκη της μεταβλητής dt εκτιμούμε και το μοντέλο της μορφής: yt =
b0 + b1xt +b1’ dtxt + et . Η εκτίμηση των συντελεστών των υποδειγμάτων είναι:
Όλες οι παράμετροι είναι στατιστικά σημαντικές. Η προσαρμογή του δεύτερου υποδείγματος είναι
καλύτερη του πρώτου σύμφωνα με κάθε γνωστό κριτήριο προσαρμοστικότητας. Υποθέτοντας ό,τι και
προηγουμένως, ότι το ονομαστικό ΑΕΠ θα μεταβληθεί όπως προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
(IMF staff report for Greece, Μάιος 2010, σελίδα 27), έχουμε τις εξής προβλέψεις για τον αριθμό των
ανέργων:
Αν η περίοδος των επόμενων 5 ετών, 2010-2014 είναι μία περίοδος αρνητικής συσχέτισης ΑΕΠ και
ανεργίας, τότε η εκτίμηση για την ανεργία που έχουμε μέσω του υποδείγματος είναι:
133
2010 2011 2012 2013 2014
Αριθμός Ανέργων (σε χιλ.) 503 492 499 509 520
Αν όμως η περίοδος των επόμενων 5 ετών, 2010-2014 είναι μία περίοδος όπως η περίοδος 1979-
1999, δηλαδή μία περίοδος θετικής συσχέτισης ΑΕΠ και ανεργίας, τότε η εκτίμηση για την ανεργία που
έχουμε μέσω του υποδείγματος είναι:
Διάγραμμα 4.Π5. Εκτίμηση αριθμού ανέργων από το υπόδειγμα συσχέτισης ΑΕΠ και ανεργίας. Σενάριο 0
είναι η υπόθεση ότι η περίοδος 2010-2014 είναι μία περίοδος αρνητικής συσχέτισης ΑΕΠ και ανεργίας.
Σενάριο 1 είναι η υπόθεση ότι η περίοδος 2010-2014 είναι μία περίοδος θετικής συσχέτισης ΑΕΠ και
ανεργίας.
134
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
Διάγραμμα 4.Π6 Εκτίμησή μας για αριθμό ανέργων σε σχέση με μεταβολή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές για
την περίοδο 2010-2014.
Οι εκτιμήσεις μας με το χειρότερο σενάριο (σχέση ανεργίας με ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές) για 1019
χιλιάδες ανέργους το 2012 είναι σχεδόν ίδια με αυτή της Deutsche Bank.
135
ΕΚΔΟΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Μητροπόλεως 12 – 14, 10563 Αθήνα – τηλ.:2105202252, Fax:2105227300
e-mail: ekdil_epik@oe-e.gr
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΟΦΙΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Εκδόσεις
Χαράλαμπος Σολδάτος, Μουστοξύδη 18 - 11473 Αθήνα,
Τηλ.: 210 6443321, Email: soldhar@otenet.gr