Professional Documents
Culture Documents
Ισχυς Φιλοσοφοι
Ισχυς Φιλοσοφοι
ΛΙΓΟΙ ΜΟΝΟΝ, και διαβόητοι, philosophes maudits µίλησαν θετικά για την ισχύ,
ανακηρύσσοντας την βασικό θέµα και κεντρική κατηγορία της σκέψης. Οι πλείστοι
φιλόσοφοι υποχρεώθηκαν βέβαια να µιλήσουν κι αυτοί για την ισχύ, είτε
µεγαλόφωνα είτε σιγαλά, ωστόσο στην περίπτωση αυτή δεν ενδιαφέρονταν τόσο για
την ίδια την ισχύ στην οντολογική, ανθρωπολογική ή κοινωνικοϊστορική της
διάσταση, παρά µάλλον προσπαθούσαν να βρουν µια θεωρητική στρατηγική για τον
εξορκισµό, την εξουδετέρωση ή την εξηµέρωση της. Τέτοια στρατηγική ήταν όχι
µόνον η ηθική καταγγελία και η απαίτηση για εκρίζωση κάθε ισχύος µέσω της
εγκαθίδρυσης της Ουτοπίας, όχι µόνον η έκκληση προς περιστολή της αχαλίνωτης
άσκησης ισχύος (έστω κι όταν διαπιστωνόταν καρτερικά πόσο αναπόδραστη είναι η
χρήση και η κατάχρηση της), όχι µόνον η εξιδανίκευση του παράγοντα της ισχύος
µέσω της εκπνευµάτωσής του — αλλά επίσης η σύλληψη του Όντος και του Κόσµου
ως ισχύος, υπό τον όρο όµως ότι η τέτοια ισχύς, η ισχύς ως βαθύτατη υφή και ουσία
του Όντος —ήτοι ως Θεός ή ως Απόλυτο Πνεύµα παραµένει εξ αρχής συνυφασµένη
µε ύψιστες ηθικές αρχές και έτσι µε την ίδια την εκδίπλωσή της επιβοηθεί την
επιβολή των αρχών τούτων. Αν διερευνήσουµε τους λόγους της τέτοιας
συµπεριφοράς των φιλοσόφων στη µέγιστη πλειοψηφία τους, αναπόφευκτο είναι να
κάνουµε λόγο για τις ευνόητες µνησικακίες ανθρώπων, οι οποίοι βέβαια εκχωρούν
στον εαυτό τους την ύψιστη θέση µέσα στο βασίλειο των ιδεών, όπως το χτίζουν οι
ίδιοι, όµως µέσα στο θέατρο της καθηµερινής ζωής είναι υποχρεωµένοι να αρκεσθούν
σε µάλλον παράµερες θέσεις κι επί πλέον, πολλές φορές, να σκύψουν ή να συρθούν
µπροστά στους κυριάρχους. Όσο η βασιλεία των φιλοσόφων δεν είναι του κόσµου
τούτου, η φιλοσοφία αναγκαστικά θα παραµένει λίγο-πολύ αυτοϊκανοποίηση· ο
ισχυρισµός ότι το ηθικό πνεύµα είναι υπέρτερο σε σχέση µε την καθ' εαυτήν τυφλήν
ισχύ —ή και η ταύτιση του πνεύµατος µε την «αληθινή» ισχύ— σκοπεύουν in
concreto να αποδείξουν την ανωτερότητα εκείνων, οι οποίοι διαθέτουν αυτό το
πνεύµα και συνάµα θέλουν να επιφυλάξουν στον εαυτό τους το δικαίωµα να
αποφασίζει ποιός διαθέτει πνεύµα και ποιός όχι.
Ωστόσο η ερµηνεία αυτή διόλου δεν αρκεί για να γίνουν κατανοητές οι σχέσεις
µεταξύ φιλοσοφίας και ισχύος σ' όλη τους την πολυµέρεια, τόσο από την άποψη της
ιστορίας των ιδεών όσο και στην προοπτική της κοινωνικής ιστορίας. Από τότε πού
διαµορφώθηκαν ηθικοθρησκευτικές ιδέες και εν πάση περιπτώσει από τότε πού
εµφανίσθηκαν προηγµένοι πολιτισµοί, η ισχύς, η εξουσία, ακόµα και η οργανωµένη
βία, δεν µπορούν να δράσουν µακροπρόθεσµα και τελεσφόρα αν δεν διαθέτουν
κάποια νοµιµοποίηση. Αν πράγµατι ο άνθρωπος είναι ένα ον, το όποιο από τα
υπόλοιπα ζώα διακρίνεται χάρη σε ό,τι παλαιόθεν ονοµάζεται «πνεύµα», τότε αυτό
σηµαίνει πρώτα-πρώτα ότι το πρόβληµα του νοήµατος και το πρόβληµα της ισχύος
συγχωνεύονται σε διαφορετικά επίπεδα και µε διαφορετικές µορφές, ότι δηλαδή
όποιος δίνει στα πράγµατα το νόηµα τους ασκεί ισχύ και ότι όποιος κατέχει ισχύ ή
εξουσία επικαλείται το νόηµα των πραγµάτων και το χρησιµοποιεί ως µέσο. Ως
παραγωγοί και διαχειριστές νοήµατος οι φιλόσοφοι είναι και αυτοί παραγωγοί και
διαχειριστές ισχύος. Η θέση τους είναι εν µέρει τραγική και εν µέρει κωµική επειδή
δεν µπορούν οι ίδιοι να µετουσιώσουν την ισχύ αυτή σε δική τους κοινωνική
κυριαρχία και, αντίστοιχα, µάλλον ονειρεύονται ότι οι κυρίαρχοι θα φιλοσοφήσουν
κάποτε παρά ότι οι φιλόσοφοι θα κυριαρχήσουν.
Ανεξάρτητα από τους λογούς της γένεσης της, η φιλοσοφία επιδρά µοναχά εφ
όσον νοµιµοποιεί την ισχύ, την εξουσία η συναφείς αξιώσεις. Ακριβώς αυτή της η
λειτουργία εξηγεί σε τελευταία ανάλυση γιατί ίσαµε σήµερα κατά κανόνα θεώρησε
ως ιδιαίτερη αποστολή της την υπέρβαση ή τον δαµασµό του φαινοµένου της ισχύος
µε τη βοήθεια ηθικών κατηγοριών: µονάχα η ηθικά νοµιµοποιηµένη ισχύς είναι ικανή
να ασκήσει εξουσία και µονάχα η ηθικά νοµιµοποιηµένη ισχύς µπορεί να στηρίξει
µιαν εξουσία. Η φιλοσοφία ως φιλοσοφία δεν µπορεί ποτέ να µιλήσει αβίαστα κι
απροκατάληπτα —δηλαδή όχι ηθικολογικά, δίχως βλέψεις ισχύος— για το πρόβληµα
της ισχύος· αυτό το έκαµαν ελάχιστοι µόνο φιλόσοφοι. Στις ηµέρες µας ο τόνος έχει
γίνει βέβαια πιο ανοιχτός και ελεύθερος, όµως αυτό δεν οφείλεται στη λύση του
αρχέγονου δεσµού µεταξύ φιλοσοφίας και ηθικής σκέψης, παρά µάλλον στην
κατάλυση ολόκληρης της παραδοσιακής φιλοσοφικής θεµατικής κάτω απ' την
επιρροή του διαµορφούµενου µαζικοδηµοκρατικού-µεταµοντέρνου τρόπου σκέψης, ο
οποίος, µε την αµεριµνησία του ακαταλόγιστου, συνδυάζει τα πάντα µε τα πάντα.
Στη συγκυρία εκείνη της ιστορίας των ιδεών, µέσα στην οποία το πρόβληµα της
ισχύος τέθηκε για πρώτη φορά µ' όλη του τη φιλοσοφική ένταση, διαγράφηκαν
κιόλας ξεκάθαρα τόσο οι δυνατές βασικές τοποθετήσεις όσο και η θεµελιώδης δοµή
των αντίστοιχων επιχειρηµάτων. Γι' αυτό και η αντιπαράθεση ανάµεσα στη σοφιστική
και στον Πλάτωνα κατέχει πρωτεύουσα θέση µέσα στη φιλοσοφική ιστορία του
προβλήµατος της ισχύος και µέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας εν γένει. Οι σοφιστές,
αυτοί οι philosophes maudits της αρχαιότητας, ανακάλυψαν τον παράγοντα της
ισχύος και ανέπτυξαν τη θεωρία τους για την αντίθεση µεταξύ Φύσεως (ή ισχύος) και
Νόµου (ή ηθικής) µέσα στο ευρύ πλαίσιο µιας αντιµεταφυσικής και σχετικιστικής
τοποθέτησης, η οποία έδωσε το αρνητικό έναυσµα για την αντίστροφη πλατωνική
σύνδεση του πρωτείου της ηθικής µε µιαν ορισµένη µεταφυσική. Όχι ο Σωκράτης,
όπως διατείνεται ο θρύλος πού διαµορφώθηκε το αργότερο από την εποχή του
Κικέρωνα, παρά η σοφιστική κατέβασε για πρώτη φορά τη φιλοσοφία από τα ουράνια
ύψη της προσωκρατικής θεωρίας στα χαµηλώµατα της γης, κάνοντας κύριο µέληµα
της σκέψης τον άνθρωπο στην πολιτισµική και πολιτική του δραστηριότητα. Η
πρωτοκαθεδρία της ανθρωπολογικής προβληµατικής οδηγούσε όµως αναπόδραστα
στην ανθρωπολογική πρωτοκαθεδρία της βούλησης για ισχύ. Γιατί ο άνθρωπος πού
αφέθηκε στις δικές του τις δυνάµεις, ο άνθρωπος πού παύει ν' ακούει τη φωνή των
θεών καθώς διαπιστώνει ότι οι θεοί είναι δικά του δηµιουργήµατα, ο άνθρωπος ως
δηµιουργός νόµων πού δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν άµεσα από τους κόλπους της
Φύσης ήδη επειδή παραλλάζουν ατέλειωτα από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή
— ο άνθρωπος αυτός µονάχα από τη βούληση για ισχύ µπορεί να αντλεί τη ζωτική
του ενεργεία, τους κοινωνικούς και τους ηθικούς του σκοπούς. Τέτοιες αντιλήψεις
ήταν φυσικό να αναφαίνονται στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. Η ισχύς γίνεται
θεωρητικό πρόβληµα όταν το ζήτηµα της πολιτικής ισχύος είναι ανοιχτό, όταν η
ισχύς και η εξουσία παύουν να είναι αυτονόητες και γίνονται λεία, την οποία καθένας
µπορεί να θηρεύσει. Ο κοινωνικός ξεπεσµός της παλαιάς αριστοκρατίας και η
παράλληλη άνοδος των homines novi —αρχικά ως τυράννων ή ως εµπίστων των
τυράννων και κατόπιν, ήτοι µετά την επικράτηση του δήµου, ως δηµαγωγών-
γέννησαν µιά τέτοια κατάσταση. Οι σοφιστές δεν πουλούσαν απλώς µιά τεχνική της
ισχύος σε όσους συγχρόνους τους διψούσαν για ισχύ, αλλά και πρόσφεραν µιά νέα
και ρηξικέλευθη θεώρηση των ανθρωπίνων πραγµάτων· συνέλαβαν νοητικά κατά τον
τρόπο τους την ουσία της εποχής τους και από τη σύλληψη του επίκαιρου πέρασαν
στη σύλληψη του ανθρώπου.
Το βάθος και η γονιµότητα αυτής της σύλληψης µαρτυρούνται από το έργο του
Θουκυδίδη, του ιδιοφυέστερου µαθητή της σοφιστικής και του µεγαλύτερου ίσως
ιστορικού πού έζησε ποτέ. Τούτος ο σύγχρονος των διασηµότερων σοφιστών, του
ώριµου Σωκράτη και του νεαρού Πλάτωνα, είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη
συζήτηση πάνω στο πρόβληµα της ισχύος σε µιαν εποχή όπου η επιδίωξη της ισχύος
έφτασε η ίδια στον παροξυσµό της ανελέητης βίας. Ακόµα γλαφυρότερα απ' ό,τι ο
πολιτικός αγώνας κάτω από την πραγµατική ή ονοµαστική κυριαρχία του δήµου,
απεκάλυπτε τώρα ο πόλεµος τί κινεί τους ανθρώπους και την ιστορία. Ο Θουκυδίδης
αφιέρωσε το έργο της ζωής του στην περιγραφή τούτων των κινητήριων δυνάµεων
παίρνοντας ως παράδειγµα ένα µεγάλο και πολυστρώµατο συµβάν. Η ανθρώπινη
φύση, την οποία ωθεί η φιλαρχία και η πλεονεξία, παραµένει. στα µάτια του σταθερό
µέγεθος, και γι' αυτό η ειρήνη δεν µπορεί παρά να είναι σχετική, όπως κι ο πόλεµος
δεν αποτελεί έκπληξη· όµως µονάχα µέσα στην αναταραχή του πολέµου γίνεται,
πρόδηλο σε πόσο εύθραυστα θεµέλια στηρίζεται η ειρήνη. Όταν καθιερωµένοι θεσµοί
και παµπάλαια έθιµα παραµερίζονται, στο άψε-σβήσε, όταν τα ιερά δεσµά της
θρησκείας και της ηθικής καταρρακώνονται αιφνίδια, όταν ακόµα και οι λέξεις
αλλάζουν τη σηµασία τους — τότε γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι όλα αυτά είναι
τεχνητές κατασκευές και θεσµίσεις, όχι γεννήµατα της Φύσης.1 Πίσω από το
σκισµένο προσωπείο των θεσµίσεων προβάλλει τώρα το αληθινό πρόσωπο της
Φύσης: είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν ζητούν από τους Μηλίους να
υποταγούν. ∆εν το ζητούν µε τη συνείδηση τους βεβαρυµένη, δεν πιστεύουν ότι έτσι
παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόµος του Όντος
είναι ακριβώς ο νόµος του ισχυρότερου. Μόνον οι αδύνατοι αντλούν από τη θεία ή
φυσική τάξη µιαν ηθική — όµως η ηθική, ως επιχείρηµα και ως όπλο, δεν µπορεί να
είναι ισχυρότερη από όσους υποχρεώνονται να καταφύγουν σ' αυτήν. Η πίστη στην
υπερίσχυση των ηθικών κανόνων γεννά απλώς φρούδες ελπίδες, ωθεί σε
απελπισµένες και αυτοκαταστροφικές ενέργειες. Η πράξη θα όφειλε να
προσανατολίζεται στους κανόνες της φρόνησης, οι οποίοι πάλι πρέπει να υπηρετούν
τη φυσική επιταγή της αυτοσυντήρησης. Βεβαίως, η αυτοσυντήρηση έχει
διαφορετικό νόηµα για τον ισχυρό, ο οποίος µπορεί να διατηρήσει την ισχύ του
µοναχά διευρύνοντάς την συνεχώς, και για τον αδύνατο, ο οποίος σώζεται
ανταποκρινόµενος στις επιθυµίες του ισχυρότερου.2
Στην ιστορία της ∆ύσης και του δυτικού πολιτισµού συντελείται τώρα µιά ριζική
µεταλλαγή. Στη µετωπική της επίθεση εναντίον της ειδωλολατρικής ιεραρχίας των
αξιών η ταπεινοφροσύνη αποδείχθηκε εξαιρετικά τελεσφόρα πολεµική έννοια.
Ωστόσο, σκοπός της ήταν να θέσει εκτός µάχης την ισχύ και την εξουσία των
ειδωλολατρών, όχι να καταργήσει την ισχύ και την εξουσία γενικά, γιατί τότε θα
'πρεπε να παραιτηθούν απ' αυτές και οι Χριστιανοί. Εφ' όσον τώρα ο Χριστιανός,
ωθούµενος από την εσωτερική λογική της πολεµικής του εναντίον των
ειδωλολατρών, υποχρεώνεται να διακηρύξει ότι ο ίδιος ούτε έχει ισχύ ούτε και θέλει
να έχει, αναγκάζεται να αποδώσει την ισχύ και την εξουσία, που παρ όλα αυτά έχει,
στη θέληση του Θεού, παρουσιάζοντας τον Θεό ως τη µοναδική πηγή της ισχύος και
της εξουσίας: ο Θεός οφείλει να είναι παντοδύναµος προκειµένου να κυριαρχήσει επί
της γης η παράταξη των ταπεινοφρόνων. Η παντοδυναµία του Θεού φτάνει στο ζενίθ
τη στιγµή πού αναλαµβάνει το έργο να κατανείµει ανάµεσα στους ανθρώπους ισχύ
και εξουσία και που οι άνθρωποι καλούνται να ασκήσουν την ισχύ και την εξουσία
στο όνοµα του Θεού. Έτσι η παντοδυναµία του Θεού γίνεται πολιτική υπόθεση κατ'
εξοχήν. Γιατί δεν αποκλείει από τα εγκόσµια αξιώµατα τους ταπεινόφρονες ούτε
καταργεί τους σηµαντικούς και συχνά αποφασιστικούς χώρους άσκησης της ισχύος,
οι οποίοι βρίσκονται έξω από τα αξιώµατα, παρά αναγκάζει τους ανθρώπους να
διεξαγάγουν (ονοµαστικά) τους αγώνες για ισχύ στο πεδίο των περίτεχνων
θεολογικών ερµηνειών. Αντικείµενο της ερµηνείας είναι τώρα η βούληση του
παντοδύναµου εκείνου Θεού που µόνος αυτός µπορεί να χαρίσει ισχύ· ισχυρός ή
κυρίαρχος είναι στο εξής όποιος µπορεί να ερµηνεύσει δεσµευτικά τη βούληση του
παντοδύναµου Θεού. Αν κάθε ισχύς συγκεντρώνεται στον Θεό, τότε, όπως είναι
φυσικό, παύει κάθε συζήτηση σχετικά µε την επιδίωξη ισχύος ως ανθρωπολογικά
ριζωµένο κίνητρο των πράξεων. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται µάλλον στο ερώτηµα
αν ο Θεός δίνει το προβάδισµα στον πάπα ή στον αυτοκράτορα λ.χ. Και ο ένας και ο
άλλος ήσαν τώρα υποχρεωµένοι, σύµφωνα µε τη λογική της νέας συγκυρίας στον
χώρο της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών, να αντλούν την ισχύ τους
από τη βούληση του Θεού — ή ακριβέστερα να ερµηνεύουν τη βούληση του Θεού µε
τέτοιον τρόπο, ώστε η ισχύς τους να συνάγεται απ' αυτήν. Για να ξαναγίνει θέµα
συζήτησης η ισχύς, ως φαινόµενο καθαρά ανθρώπινο και εµµενές, έπρεπε να
παραµερισθεί, ρητά ή σιωπηρά, η παντοδυναµία του Θεού. Ακριβώς αυτό έγινε στον
17ο αιώνα και ακόµα µια φορά στον 19ο, όταν ο Θεός, που από καιρό είχε πέσει σε
κώµα, άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο Θωµάς ο Ακυινάτης8 υποστήριξε την άποψη ότι όποιος εξ υπαρχής δεν µπορεί
να αµαρτήσει θα πρέπει να είναι και παντοδύναµος, γιατί η εξασθένιση της
δραστηριότητας προέρχεται από την αµαρτία — όµως αυτό αποτελούσε µάλλον
καινούργια διατύπωση του ερωτήµατος παρά απάντηση: δεν εξηγούσε για ποιόν λόγο
ο παντοδύναµος Θεός δεν µπορεί να αµαρτήσει και για ποιόν λόγο τη δραστηριότητα
την εξασθενίζει η αµαρτία και όχι λ.χ. η καλοσύνη. Συνάµα ο Θωµάς ισχυρίσθηκε ότι
η θεία σοφία (και καλοσύνη) δεν εξαντλείται στην τωρινή τάξη πραγµάτων, αλλά
µπορεί θαυµάσια να δηµιουργήσει και µιαν άλλη. Όµως στην περίπτωση αυτή η υφή
της τάξης και το περιεχόµενο των αξίων θα έπρεπε να διαφέρουν απ' αυτά που
γνωρίζουµε, έστω κι αν θα συνέχιζαν να υπάρχουν αξίες και τάξη ως απόλυτα µεγέθη.
Αν καλό, λογικό και αναγκαίο είναι ό,τι εκάστοτε εξαγγέλλει ως τέτοιο η βούληση
του Θεού, τότε ο Θεός πρέπει να γίνει αντιληπτός βουλησιοκρατικά. Αυτό ήταν το
εύλογο συµπέρασµα του Duns Scotus. Η διάκρισή του ανάµεσα σε potentia absoluta
και potentia ordinata του Θεού έβαλε την παρούσα φυσική και ηθική τάξη κάτω από
τη δαµόκλειο σπάθη της θείας βούλησης και της θείας ελευθερίας. Γιατί ο νόµος
δεσµεύει µόνον όποιον δεν µπορεί να τον δηµιουργήσει µε αποκλειστικό γνώµονα τη
δική του ελεύθερη βούληση.9
Τούτη η θεωρία πάνω στον τρόπο µε τον οποίο ασκεί την ισχύ του ο Θεός,
επηρεάσθηκε από την αρχή legibus solutus των νοµοµαθών και µε τη σειρά της
επηρέασε τις όλο και εντονότερες συζητήσεις αναφορικά µε την έννοια και τα όρια
της εγκόσµιας κυρίαρχης εξουσίας. Ο Bodin και ο Hobbes, οι οποίοι συνόψισαν
εννοιολογικά την αντίληψη των Νέων Χρόνων για την πολιτική κυριαρχία,
ακολούθησαν αυτόν τον ορισµό και έτσι προώθησαν σηµαντικά την εκκοσµίκευση
των θεολογικών ιδεών.
4
Η ισχύς ως εµµενές και θεµελιώδες δεδοµένο της ανθρώπινης ζωής µπήκε και πάλι
στο επίκεντρο του φιλοσοφικού στοχασµού όταν η παντοδυναµία του υπερβατικού
προσωπικού Θεού είτε κατέρρευσε είτε κατάντησε θεωρητικά αδιάφορη. Τη στροφή
αυτή την συνεπέφερε η προγραµµατική επιδίωξη (της ριζοσπαστικής πτέρυγας) του
ορθολογισµού των Νέων Χρόνων να παραµερίσει την οντολογική διάκριση µεταξύ
Υπερβατικού και Εµµενούς και να υποκαταστήσει το πρωτείο της θεολογίας µε το
πρωτείο της ανθρωπολογίας. Αν ο κόσµος δεν συντηρείται χάρη στην άµεση ή
έµµεση δράση ενός παντοδύναµου όντος, το οποίο τον υπερβαίνει, τότε θα πρέπει να
συντηρείται και να κινείται µε τη δική του ισχύ και δύναµη. Η αυτοσυντήρηση και η
αυτοκίνηση γίνονται τώρα, µέσα από την εσωτερική λογική της κοσµοθεωρητικής
τοποθέτησης των Νέων Χρόνων, κεντρικά µοτίβα της σκέψης, µολονότι δεν ήσαν
όλοι εξ ίσου πρόθυµοι να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση αυτή µε την έσχατη
συνέπεια. Εν πάση περιπτώσει, η υλιστική τάση, δηλαδή η τάση να αποδοθεί στην
ύλη η ικανότητα της κίνησης και της σκέψης, αποτελούσε την ολότελα θεµιτή και
νόµιµη απόληξη της ιστορίας των ιδεών από τον 16o αιώνα και µετά. Στο πεδίο της
ανθρωπολογίας, το οποίο είχε πια αυτονοµηθεί απέναντι στο Υπερβατικό µε την
παλαιά έννοια, η ιδέα της αυτοσυντήρησης πρόβαλε, όπως ήταν φυσικό, µε ιδιαίτερη
έµφαση. Η παντοδυναµία του Θεού εµπεριείχε εξ ορισµού την ικανότητα του να
αυτοσυντηρείται, εφ όσον κανείς και τίποτα δεν µπορούσε να απειλήσει τη
συντήρηση ενός παντοδύναµου όντος. Αλλά για τον πεπερασµένο άνθρωπο η
αυτοσυντήρηση σήµαινε µιά συνεχή προσπάθεια αποφυγής των κινδύνων, στους
οποίους εκτίθεται αναγκαστικά κάθε πεπερασµένο ον· η ισχύς, η οποία πρέπει να
ενοικεί στην αυτοσυντήρηση αν αυτή θέλει να έχει πιθανότητες επιτυχίας,
δυναµοποιείται λοιπόν, γίνεται επιδίωξη ή βούληση ισχύος και ζητά αδιάκοπα έναν
καινούργιο χώρο εκδίπλωσης προκαλώντας έτσι τριβές και αγώνες.
Ο Hobbes και ο Spinoza εκπροσωπούν ακόµη τους Νέους Χρόνους στην εποχή της
αθωότητας τους. Με την πνευµατική εκείνη εντιµότητα, την οποία µονάχα οι
µονήρεις στοχαστές µπορούν ίσως να επιτρέπουν στον εαυτό τους, συνάγουν από τις
βασικές οντολογικές προϋποθέσεις του νεότερου ορθολογισµού τα έσχατα πορίσµατα
και —µέσα στη µέθη της λογικής συνέπειας πού συνεπαίρνει τους παθιασµένους
στοχαστές— αδιαφορούν για το ηθικό σκάνδαλο πού προκαλούν. Γι' αυτό και
θεωρήθηκαν philosophes maudits ακριβώς όταν ο ορθολογισµός των Νέων Χρόνων,
µέσω του λεγόµενου ∆ιαφωτισµού, αγκάλιασε τα ευρύτερα µορφωµένα στρώµατα
και ανάγκασε τους αντιπάλους του να περάσουν στην άµυνα. Όµως, για να επιβληθεί
κοινωνικά, ήταν υποχρεωµένος να αποσείσει από πάνω του την υποψία του
µηδενισµού και να υπερθεµατίσει στη δηµοπρασία των αξιών, προσφέροντας
περισσότερα από τους θεολόγους. Αν η επιδίωξη ισχύος θεωρηθεί ως το θεµελιώδες
ανθρωπολογικό δεδοµένο, τότε δεν αποφεύγεται ο ηθικός σχετικισµός, εφ' όσον οι
κανονιστικές αρχές και οι αξίες θα πρέπει να ερµηνευθούν ως συναρτήσεις ή
λειτουργίες της κοινωνικής ισχύος και της κοινωνικής εξουσίας. Με βάση αυτό το
σκεπτικό, οι διαφωτιστές (µε εξαιρέσεις περίπλοκες από την άποψη της ιστορίας των
ιδεών, όπως λ.χ. ο Kant) καταπολεµούσαν τον Hobbes και γενικά την «απαισιόδοξη»
ανθρωπολογία τόσο σφοδρότερα, όσο πιο στρατευµένοι εµφανίζονταν στην άσκηση
φιλοσοφικής πολιτικής.
Προ παντός στο σηµείο αυτό εκφράζει ο Rousseau την κοινή γνώµη του κύριου
ρεύµατος του ∆ιαφωτισµού, ακολουθώντας βέβαια µιά λογικά επισφαλέστατη διπλή
στρατηγική. Για να αµφισβητήσει την ανθρωπολογική προέλευση της επιδίωξης
ισχύος, αποδίδει τα δεινά, τα όποια αυτή γεννά, στις επήρειες της κοινωνικής
συµβίωσης και περιορίζει τη φυσική κατάσταση σε µιαν κατάσταση προφανώς
κατασκευασµένη ad hoce, όπου τάχα κάθε άνθρωπος ζούσε σε απόλυτη αποµόνωση·
η κοινωνία δύο και µόνον ανθρώπων αρκεί για να προκληθεί ο πόλεµος εναντίον
κάποιου τρίτου. Ο Rousseau λοιπόν όχι µόνο δέχεται αξιωµατικά και αθεµελίωτα την
ύπαρξη µιας τέτοιας φυσικής κατάστασης, αλλά και ούτε συζητά ή εξηγεί το
αποφασιστικό ποιοτικό άλµα, κατά το οποίο η απλή συνένωση δύο «εκ φύσεως
ειρηνικών και περιδεών» ανθρώπων καθιστά δυνατό τον πόλεµο εναντίον ενός
τρίτου, επίσης εκ φύσεως ειρηνικού και περιδεούς ανθρώπου. Με βάση ποιά
διαλεκτική προκαλεί η απλή πρόσθεση ποιοτικά ταυτόσηµων µονάδων µιά τέτοια
δραστική µεταλλαγή της κοινής τους ποιότητας; Τί καλύτερο θα µπορούσε να ευχηθεί
κανείς ως υλικό για την οικοδόµηση µιας αρµονικής κοινωνίας, αν όχι εκ φύσεως
ειρηνικούς και περιδεείς ανθρώπους; Η µετάπτωση από τη φυσική ειρήνη στον
τεχνητό, ήτοι κοινωνικά δηµιουργηµένο πόλεµο προφανώς είναι πιο δυσερµήνευτη
από εκείνη την αυτορρύθµιση, στην οποία κατά τον Hobbes προσφεύγει αναγκαστικά
η επιδίωξη ισχύος, ωθούµενη από τον φόβο του θανάτου και τη συναφή έλλογη
στάθµιση κινδύνου και οφέλους, προκειµένου να εγκαθιδρυθεί έτσι µιά ειρηνευµένη
κοινωνία. Ο Rousseau απέχει πολύ από µιά τέτοια διαφορισµένη θεώρηση του
παράγοντα «αυτοσυντήρηση» ή «ισχύς». Η δεύτερη έποψη της επιχειρηµατολογικής
του στρατηγικής εναντίον του Hobbes έγκειται ακριβώς στο ότι —ακολουθώντας το
πνεύµα της πλατωνικής παράδοσης— συγχέει άκριτα την πλεονεξία, τη βία, τη µανία
καταστροφής, τον πόλεµο, την εξουσία και την ισχύ, για να κατηγορήσει κατόπιν,
πάνω στη βάση αυτής της σύγχυσης, τον Hobbes ότι παραλογίζεται: και πράγµατι, αν
η επιδίωξη ισχύος δεν εκδηλωνόταν σε τίποτε άλλο εκτός από τον πόλεµο και την
ανθρωποκτονία, τότε η ανθρωπότητα θα έπρεπε να έχει αυτοκαταστραφεί από καιρό,
αν ευσταθούσε η ανθρωπολογία του Hobbes.12
Στον Helvetius, ο οποίος βρισκόταν βέβαια έξω από το κύριο ρεύµα του
∆ιαφωτισµού, και µάλιστα, όπως φαινόταν τότε, σε επικίνδυνα κοντινή απόσταση
προς τον σκεπτικισµό και τον µηδενισµό, συναντούµε µιαν ουσιωδώς διαφορετική
επιχειρηµατολογική στρατηγική. Ο Helvetius θέλει να υπηρετήσει τους
κανονιστικούς στόχους του ∆ιαφωτισµού όχι µε την άρνηση µιας χονδροειδούς, αλλά
µε την κατάφαση µιας εκλεπτυσµένης αντίληψης για το τί σηµαίνει επιδίωξη ισχύος.
Μεθοδεύει την ανάλυσή του παρόµοια µε πολλούς άλλους συγκαιρινούς του ηθικούς
φιλοσόφους, οι οποίοι θεωρούσαν βέβαια τη φιλαυτία ως το θεµελιώδες ανθρώπινο
ψυχόρµητο, συνάµα όµως διέκριναν µεταξύ τυφλής ή εγωιστικής και πεφωτισµένης
φιλαυτίας, πιστεύοντας ότι η δεύτερη οδηγεί στον αλτρουϊσµό όταν κατανοήσει ότι το
προσωπικό συµφέρον εξυπηρετείται καλύτερα στο πλαίσιο του γενικού. Εφ' όσον η
επιδίωξη ισχύος δεν είναι απλώς µανία καταστροφής, αλλά κυρίως επιθυµία
αναγνώρισης και προσπάθεια απόκτησης κοινωνικού κύρους, µπορεί να διοχετευθεί
µε τέτοιον τρόπο, ώστε να βάλει ως στόχο της την αρετή. Όρος για να γίνει αυτό είναι
βεβαία το ότι η κοινωνία χαρίζει στον ενάρετο αναγνώριση και κύρος. Το κρίσιµο
σηµείο έγκειται λοιπόν τελικά στον χαρακτήρα και στις επιλογές του νοµοθέτη. Η
δική του αποστολή δεν είναι η κατασυκοφάντηση ή η κατάπνιξη των φυσικών ορµών
του ανθρώπου, παρά η σοβαρή τους ανάλυση και η σωστή τους καθοδήγηση. Έτσι η
επιδίωξη ισχύος υπό µορφή κοινωνικού κύρους µπορεί να εξουδετερώσει την
αντικοινωνική επιδίωξη ισχύος και να επιτευχθεί ένα λειτουργικό ισοζύγιο.13 Σε βία
µπορεί να εκφυλισθεί µονάχα µία ισχύς, η οποία δεν ισοζυγιάζεται από καµµιάν άλλη.
Είναι γνωστό πόσο σηµαντικό ρόλο έπαιξε αυτή η αντίληψη και µέσα στην πολιτική
φιλοσοφία του ∆ιαφωτισµού. Στο άρθρο του Diderot περί εξουσίας14 ξαναβρίσκουµε
τους µεγάλους κοινούς τόπους εκείνης της εποχής και εκείνης της τάσης. Νόµιµη
(πολιτική) εξουσία είναι µονάχα η περιορισµένη, και υφίσταται µε βάση ένα
συµβόλαιο καµωµένο χάριν του γενικού συµφέροντος και της συντήρησης της
κοινωνίας. Η νόµιµη περιορισµένη εξουσία αποτελεί λοιπόν όργανο της κοινωνικής
αυτοσυντήρησης, ενώ η απεριόριστη ή σφετερισµένη τυραννική εξουσία
ξεθεµελιώνει την κοινωνία.
Ο Nietzsche διακρίνει λοιπόν ανάµεσα στην υγιή αθώα και στη νοσηρή βούληση
για ισχύ, η οποία µαραίνει τη ζωή — µε την ίδια άλλωστε έννοια πού αντιπαραθέτει
στον κακό µηδενισµό έναν καλό. Στη µεσαία φάση της συγγραφικής του
δραστηριότητας θεωρούσε ακόµη τη θρησκεία και την ηθική ως µορφές της
βούλησης για ισχύ, ήτοι ως ψεύδη χρήσιµα για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής·
αφ' ότου όµως προβάλλει τη βούληση για ισχύ, στη στοιχειακή της αθωότητα, µέσα σ'
ολόκληρο το σύµπαν, αφαιρώντας της έτσι τα ιδιαίτερα ανθρώπινα γνωρίσµατα της
και κάνοντας την φυσικό ή βιολογικό µέγεθος, τα τέτοια ψεύδη δεν του φαίνονται πια
απλώς αναγκαία για τη ζωή, παρά εχθρικά γι' αυτήν, παράγοντες εκφυλισµού. Μέσα
στο πάθος µιας κανονιστικά εµπνεόµενης αντίστροφης της κανονιστικής θεώρησης, ο
Nietzsche δεν αντιλαµβάνεται ότι την αθώα (δηλαδή ριζωµένη στην ηθικά αδιάφορη
ουσία του κόσµου) βούληση για ισχύ µπορεί να την διανοηθεί µόνο και µόνο επειδή
συγκροτεί ανθρωποµορφικά τον κόσµο, ανακαλύπτοντας έτσι τη βούληση για ισχύ
µέσα στη Φύση µόνο και µόνο επειδή την γνωρίζει ήδη από τη µελέτη του
ανθρώπινου πολιτισµού. Ισχύς και βούληση για ισχύ µε την ειδοποιό σηµασία των
όρων υπάρχουν µόνο µέσα στο ανθρώπινο σύµπαν — κι αν υπάρχουν µόνον εδώ,
τότε δεν µπορούν να εµφανισθούν µε κάποια φυσική αθωότητα, παρά µε όλη την
πονηριά και τη δολιότητα, µε όλες τις µεταµφιεστικές και εκλογικευτικές τέχνες του
πνεύµατος. Αν µε άλλα λόγια η βούληση για ισχύ αποσυνδεθεί από το Ον και από την
οντολογία του Nietzsche, τότε µπορεί να προσλάβει µονάχα τις µορφές εκείνες, τις
οποίες ο Nietzsche θεωρεί λίγο-πολύ εκφυλισµένες. Ακόµα και οι αρχαϊκές µορφές
άσκησης της Ισχύος και της εξουσίας, για τις οποίες κάποτε µιλά µ' ενθουσιασµό,
εδράζονταν έτσι ή αλλιώς σε ηθικοθρησκευτικές νοµιµοποιήσεις και επικαλούνταν το
γενικό συµφέρον, αδιάφορο πως το εννοούσαν εκάστοτε.
Παρ' όλες τις λεπταίσθητες παρατηρήσεις του στο πεδίο της ατοµικής ψυχολογίας,
ο Nietzsche αδυνατεί να συλλάβει τους µηχανισµούς της κοινωνικής ισχύος και
εξουσίας συγκεκριµένα και πάνω στη βάση µιας επίσης συγκεκριµένης
πολυδιάστατης ανθρωπολογίας. Η αδυναµία του αυτή εκτρέφει την πίστη του στη
δυνατότητα ύπαρξης µιας εξωηθικής-αθώας ισχύος και στη δυνατότητα επικράτησης
µιας τέτοιας ισχύος. Όµως η αθωότητα χάθηκε αµετάκλητα ήδη µε τις απαρχές του
πολιτισµού. Ο πολιτισµός άρχισε µε την ιδέα ότι τα πράγµατα έχουν νόηµα, και
έκτοτε επιφυλάσσει την ανώτατη θέση της κοινωνικής ιεραρχίας σ' όποιον δίνει,
διαφυλάσσει ή ερµηνεύει το νόηµα των πραγµάτων. Η λειτουργία πού δηµιουργεί
νόηµα και προνοεί για το µέλλον, δηλαδή αυτό πού ονοµάζεται «πνεύµα», προσδίδει
στη βιολογικά ριζωµένη ορµή της αυτοσυντήρησης δυναµισµό σχεδόν άπειρο και την
µετατρέπει σε επιδίωξη ισχύος πολιτισµένων όντων, η οποία εκδιπλώνεται και δρα
πρώτα-πρώτα πάνω στο επίπεδο των αναγκαίων για τη συντήρηση της ζωής ψευδών.
H φιλοσοφική συζήτηση του 20ού αιώνα πάνω στο πρόβληµα της ισχύος µπορεί
grosso modo να ταξινοµηθεί σε τρεις οµάδες. Η πρώτη περιλαµβάνει διερευνήσεις, οι
όποιες προσανατολίζονται σε ανθρωπολογικά ερωτήµατα και αποφαίνονται θετικά ή
αρνητικά, άµεσα ή έµµεσα πάνω στην αντίληψη του Nietzsche σχετικά µε την έµφυτη
βούληση για ισχύ· στη δεύτερη, το φαινόµενο της ισχύος εξετάζεται κάτω απ' την
επίδραση και στο φως των εµπειριών µε τους λεγόµενους «ολοκληρωτισµούς»· και
τέλος, το θέµα της ισχύος το θέτουν κοινωνιολογούντες φιλόσοφοι, των οποίων η
θεώρηση προσδιορίζεται από τις θεωρητικές αντιλήψεις και τις χειραφετητικές
µέριµνες πού επικρατούν στις δυτικές µαζικές δηµοκρατίες. Όσον αφορά στην πρώτη
οµάδα, διόλου δεν µπορούµε να πούµε ότι οι εκπρόσωποι της φιλοσοφικής
ανθρωπολογίας ασπάσθηκαν το θεώρηµα του Nietzsche, ούτε καν όσοι αποδέχθηκαν
την ύπαρξη έµφυτων ψυχορµήτων. Έτσι, ο Scheler πιστεύει ότι ήδη µέσα στα
«αισθησιακά αισθήµατα» και στις «παρορµήσεις», πού προηγούνται των
πνευµατικών ενεργηµάτων της προσωπικότητας, διαγράφεται η συνείδηση του
∆έοντος· τούτη συνυφαίνεται πάλι µε την αρχή της αλληλεγγύης, στην οποία
υποτάσσεται κάθε αγώνας, εφ' όσον αγώνας µπορεί να λάβει χώρα µόνο µέσα στο
πλαίσιο µιας υφιστάµενης ανθρώπινης κοινότητας. Ο αγώνας λοιπόν είναι η
εξωτερική διάσταση, ενώ η αλληλεγγύη αποτελεί την εσωτερική και βαθύτερη. Από
τη θεώρηση αυτή προκύπτει µιά ιεράρχηση των βιολογικών µεγεθών, η οποία
προλειαίνει τον δρόµο της κυρίως ηθικής.17 Κάπως διαφορετικά ορίζει τις
προτεραιότητες ο Plessner, για τον οποίο η αλληλεγγύη και ο αγώνας ή η φιλία και η
έχθρα συνιστούν εξ ίσου πρωτογενείς και αλληλοπροσδιοριζόµενες λειτουργίες της
επιδίωξης ισχύος. Όµως ο ορισµός του ανθρώπου ως ισχύος δεν ισοδυναµεί εδώ µε
µιά συναγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας από µιαν άκαµπτη ψυχορµητική δοµή,
παρά σηµαίνει κάτι άλλο: ο άνθρωπος είναι ως εκ της ουσίας του ισχύς, επειδή ο ίδιος
συνιστά µιαν ανοιχτή εµµένεια ή ένα ανοιχτό ερώτηµα· είναι λοιπόν διαρκώς
αναγκασµένος να αποφασίζει υπέρ της α ανοιχτής δυνατότητας και εναντίον της β,
και τη δραστηριοτητα του αυτή την χαρακτηρίζει η δύναµη του να πράττει κάτι. Όταν
εκτελείται η ειληµµένη απόφαση, η ισχύς, ως δύναµη του ανθρώπου να πράττει κάτι,
µετατρέπεται σε αγώνα για την απόκτηση ισχύος, ο οποίος µε τη σειρά του απαιτεί τη
διάκριση µεταξύ φίλου και εχθρού. Ο Plessner τονίζει ότι η σχέση φίλου-εχθρού
εκτείνεται σε όλους τους τοµείς της ζωής, τόσο τους δηµόσιους όσο και τους
ιδιωτικούς, συνάµα όµως ονοµάζει την ανθρωπολογία, η οποία θέτει στο επίκεντρο
της προσοχής της αυτή τη σχέση, πολιτική ανθρωπολογία.18 Αυτό συνεπάγεται βέβαια
µιαν υπερβολικά ευρεία έννοια της πολιτικής, την προβληµατικότητα της οποίας µόνο
να την υπαινιχθούµε µπορούµε εδώ.
Ο ορισµός της ουσίας του ανθρώπου ως βούληση για ισχύ αµφισβητείται ακόµα
συνεπέστερα όταν η άπειρη ευπλασία της ανθρώπινης φύσης αιτιολογείται µε την
άρνηση της ύπαρξης ψυχορµήτων και ενστίκτων. Η άρνηση τούτη διατυπώθηκε
εµφατικότερα από σχολές και τάσεις, οι οποίες έκλιναν προς µιά φιλοσοφία
αναλυτικού τύπου, δηλαδή απέρριπταν τις µονιστικές και ουσιολογικές ερµηνείες
τόσο στο οντολογικό όσο και στο ανθρωπολογικό επίπεδο. Ξεκινώντας από τέτοιες
φιλοσοφικές προϋποθέσεις, ο Dewey θεωρεί την αναγωγή των ψυχικών
δραστηριοτήτων σε κατηγορίες ενστίκτων ως ψευδή θεωρητική απλούστευση ξένη
προς τα πραγµατικά δεδοµένα. Ακολούθως αναλύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης
στα µεµονωµένα ενεργήµατα, τα οποία στο σύνολο τους καθιστούν δυνατή την
αυτοσυντήρηση. Από τη σκοπιά τούτη δεν µπορεί βέβαια να υπάρξει ούτε κάποια
γενικευµένη βούληση ισχύος. Καθοριστική σε κάθε περίπτωση παραµένει η εκάστοτε
δραστηριότητα, κατά την άσκηση της οποίας δεν επιδιώκεται ισχύς, αλλά µάλλον
αναλώνεται ισχύς ήδη υφιστάµενη.19 Ακολουθώντας τον Dewey, ο Gehlen τόνισε
επίσης τη συνύφανση της παρόρµησης προς πορισµό ισχύος, κύρους κτλ. µε τη
διαδικασία της επιτέλεσης συγκεκριµένων πράξεων ένας αγώνας ισχύος εκδιπλώνεται
µονάχα µέσα από τα εκάστοτε ενδιαφέροντα ζητήµατα και µέσα από τις συναφείς µ'
αυτά ενέργειες.20 Ώστε ο αγώνας για ισχύ δεν αποκλείεται eo ipso όταν κάποιος δεν
δέχεται την ύπαρξη ενός ψυχορµήτου πού ωθεί σ' αυτόν. Και ο ίδιος ο Dewey
παρατηρεί ότι αναστολές της δραστηριότητας λόγω της επενέργειας εξωτερικών
παραγόντων εξαναγκάζουν τον άνθρωπο να επιστρατεύει εντονότερα τη δική του
ισχύ, ήτοι να αναπτύσσει βούληση ισχύος. Από τις κοινωνικές συνθήκες εξαρτάται
λοιπόν αν γεννιούνται ή όχι επιδιώξεις και αγώνες ισχύος. Έτσι ξαναγυρίζουµε στον
καλό νοµοθέτη και στο πρόβληµα του Helvetius — όχι τυχαία, αν αναλογισθούµε ότι
η φιλοσοφία του πραγµατισµού ριζώνει σε προβληµατισµούς του ∆ιαφωτισµού.
Χωρίς να χρησιµοποιήσει τον ορό «ισχύς», ο Kojeve αξιοποίησε δηµιουργικά την
εγελιανή εννοιολογία και σκιαγράφησε εντυπωσιακά το πρόβληµα της ισχύος και του
αγώνα για ισχύ. Η στενή σύνδεση αυτού του προβλήµατος µε το πρόβληµα του
ειδοποιού γνωρίσµατος του ανθρώπου σε σχέση µε το (υπόλοιπο) ζωικό βασίλειο
τοποθετεί εδώ την ανάλυση —διαφορετικά από την όψιµη οντολογία του Nietzsche—
εξ ολοκλήρου πάνω στο επίπεδο του ανθρώπινου πολιτισµού και της ανθρώπινης
ιστορίας, ενώ συνάµα η θεωρία των ψυχορµήτων εν µέρει τροποποιείται και εν µέρει
παραµερίζεται σιωπηρά. Στη θέση του ψυχορµήτου µπαίνει η επιθυµία, η οποία
βέβαια καθ' εαυτήν προέρχεται από τη βιολογική υφή του ανθρώπου, όµως ο
ειδοποιός ανθρώπινος χαρακτήρας της ξεπερνά κατά πολύ το ζωικό στοιχείο και
µάλιστα απαιτεί τη θυσία του ζωικού στοιχείου (δηλαδή της βιολογικά εννοούµενης
αυτοσυντήρησης). Μέσα στη συχνά ανώφελη επιθυµία για ό,τι επιθυµούν άλλοι —
και µάλιστα µόνο και µόνο επειδή το επιθυµούν άλλοι—, µέσα στην επιθυµία της
αναγνώρισης και µέσα στον θανάσιµο αγώνα γοήτρου συγκροτείται το ανθρώπινο ον
ως αυτοσυνείδηση και µαζί του και η Ιστορία, ο τελικός σκοπός της οποίας
προσδιορίζεται εποµένως από την τέτοια συγκρότηση του ανθρώπινου όντος.21
Εφ' όσον ο Kojeve πίστευε ότι τα όσα διαδραµατίσθηκαν στον αιώνα µας απλώς
υλοποίησαν το τέλος της Ιστορίας, όπως το είχε διαγνώσει ο Hegel, µπορούσε να
παρακολουθεί γαλήνια τα συµβαίνοντα, χωρίς να αντλεί ηθικές συνταγές από την
ανάλυση του φαινοµένου της ισχύος. Όµως για τους πλείστους άλλους φιλοσόφους το
πρόβληµα ετίθετο διαφορετικά. Ο 20ός αιώνας φάνηκε ν' αποχαλινώνει την ισχύ σ'
όλη τη δαιµονική φύση της, και τώρα το ζητούµενο ήταν η εναρµόνιση της
διάγνωσης της µε τη στρατηγική της χαλιναγώγησης της. ∆ύο βασικές τοποθετήσεις
διαγράφηκαν σε σχέση µε τούτο το ζητούµενο: αφ' ενός εκείνη, η οποία προ παντός
είχε κατά νου την πάντοτε πιθανή συνύφανση της ισχύος µε την εξουσία ή τη βία και
µέσω θεσµικών ελέγχων στο πλαίσιο µιας ελεύθερης πολιτικής κοινότητας ήθελε να
εµποδίσει τον εκφυλισµό της ισχύος σε αυθαιρεσία· και αφ ετέρου εκείνη, η οποία
βεβαία κατέφασκε εξ ίσου τους τέτοιους ελέγχους, συνάµα όµως βρισκόταν εγγύτερα
στην πλατωνική παράδοση, εφ' όσον ταύτιζε την «κακή» ή µη αυθεντική ισχύ µε τη
βία ή την αυθαιρεσία, επιφυλάσσοντας την έννοια της «γνήσιας» ισχύος στη
διαδικασία της ελεύθερης υποταγής χάρη στην άσκηση πειθούς.
Ως εκπρόσωπος της πρώτης από τις δύο αυτές τοποθετήσεις, ο Russell διατυπώνει
µιά θεωρία περί ισχύος, η οποία µόνον ως προς τα πολιτικά-κανονιστικά της
πορίσµατα διακρίνεται από εκείνη του Hobbes: ενώ ο Hobbes θέλει τη µονοπώληση
της πολιτικής ισχύος για να επιτευχθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Russell επιθυµεί τον
περιορισµό της µέσω δηµοκρατικού ελέγχου. Όµως οι οντολογικές και
ανθρωπολογικές προϋποθέσεις είναι και στις δύο περιπτώσεις γενικά οι ίδιες, πράγµα
πού ίσως ανταποκρίνεται στη λογική της ιστορίας των ιδεών: γιατί ο λογικός
ατοµισµός του Russell αντιτάχθηκε στην ουσιοκρατική φιλοσοφική σκέψη του 19ου
αιώνα mutatis mutandis κατά την ίδια έννοια όπως και ο µηχανικισµός του Hobbes
στη σχολαστική µεταφυσική και φυσική. Για τον Russell η ισχύς µέσα στην κοινωνία
είναι το ίδιο µε την ενέργεια µέσα στη φύση (ας θυµηθούµε τη συνάρτηση ανάµεσα
στη θεωρία του Hobbes για την ισχύ και στη διδασκαλία του για την κίνηση). Μπορεί
λοιπόν να πάρει εξ ίσου πολυάριθµες µορφές όσο και η ενέργεια, σε όλες όµως, από
την υποβολή ίσαµε τη γυµνή βία, επιδιώκει το ίδιο, δηλαδή την επιβολή της
βούλησης που στέκει πίσω της. Από την άλλη πλευρά —και εδώ καθίσταται πάλι
πρόδηλη η συµφωνία µε τον Hobbes— η (απεριόριστη) επιδίωξη ισχύος παραµένει
ειδοποιό ανθρώπινο γνώρισµα, εφ' όσον τα ζώα αρκούνται στην ικανοποίηση των
βιολογικών τους αναγκών.22
Και ο Ricoeur πιστεύει ότι η επιδίωξη και ο παράγων της ισχύος δεν είναι δυνατόν
να εξαλειφθούν από τον κόσµο, µολονότι δεν υπεισέρχεται διεξοδικά στην
ανθρωπολογική διάσταση. Προφανώς όµως δέχεται την ύπαρξη µιας τέτοιας
διάστασης, γιατί η επιχειρηµατολογία του στρέφεται ενάντια στη µαρξιστική
συναγωγή της πολιτικής από την οικονοµία, η οποία συνεπαγόταν ότι η άρση των
οικονοµικά προσδιορισµένων ταξικών αντιθέσεων θα καταργούσε από µόνη της την
πολιτική ως ισχύ και εξουσία. Η αυτονοµία της πολιτικής, όπως την υπογραµµίζει ο
Ricoeur, σηµαίνει αντίθετα ότι η πολιτική ριζώνει σε βαθύτερα στρώµατα του
ανθρώπου. Βέβαια, το ανθρώπινο στοιχείο συγκεκριµενοποιείται µέσα στην ιστορία,
και µάλιστα µε τη µορφή της πολιτικής και κρατικής οργάνωσης, η οποία δηµιουργεί
κατ' ανάγκη τον χώρο εκδίπλωσης του Κακού. Το µόνο πού µπορεί να συστήσει
κανείς υπ' αυτές τις συνθήκες είναι η αναζήτηση θεσµικών τεχνικών µεθόδων
προκειµένου να τεθούν φραγµοί στην κατάχρηση της ισχύος.23 Ο Kuhn, ο οποίος
χαρακτηριστικά υιοθετεί, όπως και ο Ricoeur, τον βεµπεριανό ορισµό του κράτους,
επίσης δεν προσδοκά την κατάργηση της ισχύος και της βίας από την πραγµάτωση
της Ουτοπίας· αντίστοιχα, αρκείται στο αίτηµα περιορισµού των δυνατοτήτων
ασκήσεως βίας στο πλαίσιο της πολιτικής οργάνωσης. Ισχύς είναι γι' αυτόν γενικά η
ικανότητα παραγωγής επιθυµητών αποτελεσµάτων, και εύχεται να επιτυγχάνονται τα
τέτοια αποτελέσµατα µέσω της ελεύθερης πεποίθησης και απόφασης εκείνων, πάνω
στους οποίους ασκείται η ισχύς. Μέσα στο µόρφωµα του κράτους, ωστόσο, η ισχύς
και η βία αναµιγνύονται αναπόφευκτα· το παράδοξο, ότι το κράτος πραγµατώνει και
συνάµα απειλεί την ελευθερία, είναι ανυπέρβλητο. Γιατί και εδώ στέκει στο βάθος η
ανθρώπινη φύση, πού ρέπει πάντα στη «διαστροφή του πνεύµατος».24
Η Arendt µέµφεται την παράδοση της πολιτικής σκέψης, ότι ταυτίζει αβασάνιστα
την ισχύ µε τη βία, και αρνείται να συνειδητοποιήσει πώς η ταύτιση αυτή προέρχεται
από έναν συνηθέστατο κοινό τόπο πλατωνικής καταγωγής, ο οποίος επανέρχεται κάθε
φορά που στην «καλή» ή «δίκαιη» άσκηση ισχύος αντιπαρατίθεται η «κακή» ή βίαιη
και ο οποίος επίσης εµπνέει τους ορισµούς της Arendt. Εν πάση περιπτώσει η Arendt
υποπίπτει σ' ένα χονδροειδές σφάλµα όταν αποδίδει την παραπάνω ταύτιση στον Max
Weber. Γιατί ο Weber δεν συνδέει τη βία µε την ισχύ εν γένει, παρά µε το κράτος και
την εξουσία· κατά την άποψή του η ισχύς είναι καθ' εαυτήν άµορφη, και γι' αυτόν τον
λόγο δεν αποτελεί αντικείµενο κοινωνιολογικής ανάλυσης, µολονότι ο ίδιος
χρησιµοποιεί χαλαρά τον όρο προκειµένου να περιγράψει τον στόχο των πολιτικών
αγώνων.27 Αν παραβλέψει κανείς την άσκηση εξουσίας, αν δηλαδή ορίσει, την ισχύ
κατά τρόπο υπερβολικά ευρύ (ως «σύµπνοια») και τη βία κατά τρόπο υπερβολικά
στενό («εργαλειακά»), τότε βέβαια εύκολα µπορεί να ισχυρισθεί ότι η ισχύς δεν έχει
καµµιά σχέση µε τη βία και ότι η βία δεν χαρακτηρίζει τη βαθύτερη ουσία της
πολιτικά οργανωµένης κοινότητας. Φυσικά, καµµιά πολιτική κοινότητα δεν µπορεί να
επιβιώσει επί πολύ αν στους κόλπους της ασκείται καθηµερινά βία σε µεγάλη έκταση,
αν δηλαδή µαίνεται ένας διαρκής εµφύλιος πόλεµος — όµως ούτε και µπορεί να
υπάρξει χωρίς τη διαρκή απειλή χρήσεως βίας, χωρίς µιά εσωτερική οργάνωση κι
έναν καταµερισµό εργασίας που της επιτρέπουν να πραγµατώσει άµεσα την απειλή
χρήσεως βίας. Ανεπτυγµένοι πολιτισµοί δίχως θεσµισµένη χρήση βίας δεν υπήρξαν
ποτέ µέχρι σήµερα, κι αυτό βέβαια δεν µπορεί ν' αποτελεί σύµπτωση. Η διαρκής
απειλή χρήσεως βίας είναι φυσικά δυνατόν να ερείδεται σε ευρύτατη κοινωνική
«σύµπνοια» κι εποµένως να συνιστά ισχύ µε την έννοια της Arendt, αλλά από την
άλλη πλευρά παραµένει ενδεικτικό για τον χαρακτήρα της κοινωνικής και πολιτικής
οργάνωσης το γεγονός ότι ίσαµε σήµερα δεν µπόρεσε να επιτευχθεί καµµία σύµπνοια
για το αντίθετο, δηλαδή για την παραίτηση από κάθε απειλή χρήσεως βίας. Η
σύµπνοια, πάνω στην οποία πράγµατι θεµελιώνεται η κοινωνική και πολιτική
οργάνωση, εµπεριέχει a limine την απειλή χρήσεως βίας και τη δυνατότητα άσκησης
βίας, όπως π.χ. αποδεικνύει η καθηµερινή σύλληψη ανθρώπων σε όλα ανεξαιρέτως τα
κράτη. Η ρήση της Arendt, ότι η βία ασκείται µονάχα όπου δεν υπάρχει πια ισχύς,
αποτελεί κενή ταυτολογία, η οποία στηρίζεται σε εννοιολογική λαθροχειρία, ήτοι
στην υποκατάσταση του ορού «εξουσία» µε τον ορό «ισχύς».
Επί πλέον, η µικροφυσική θεώρηση της ισχύος διόλου δεν προσφέρεται για την
ανάλυση της γένεσης, του χαρακτήρα και της παρακµής κοινωνικών σχηµατισµών,
και µάλιστα αποκτά η ίδια νόηµα µόνο µε την ένταξη των ευρηµάτων της σ ένα
ευρύτερο πλαίσιο, όπως άλλωστε µαρτυρούν έµµεσα οι συνεχείς και καθ' εαυτές πολύ
σχηµατικές παρεκβάσεις του Foucault πάνω στις γενικές τάσεις τούτης ή εκείνης της
εποχής. Για την ανθρωπολογική τους ανοψία, πάλι, δεν µπορούµε να µιλήσουµε
χωρίς να υπεισέλθουµε στις στρουκτουραλιστικές τους προϋποθέσεις. Γενικά όµως
µπορούµε να πούµε ότι η µικροφυσική της ισχύος, όπως την επιχειρεί ο Foucault,
λιγότερο αποτελεί µιά πρόοδο στην κατανόηση των πραγµάτων και περισσότερο έναν
ιδεολογικό αντικατοπτρισµό των συνθηκών της δυτικής µαζικής δηµοκρατίας, οι
όποιες χαρακτηρίζονται από τη συνύφανση δηµόσιου και ιδιωτικού χώρου και την
αποσύνθεση των παραδοσιακών ιδεών περί εξουσίας. Η σύλληψη των σχέσεων
ισχύος ως διακεκοµµένης σειράς σποραδικών σηµείων εκπροσωπεί, πάνω στο
επίπεδο της θεωρίας, την εξασθένιση των παλαιών σεβάσµιων θεσµών και την
κατάλυση των µεγάλων συλλογικών υποκειµένων, ήτοι την κατάτµηση του
συλλογικού σώµατος σε άτοµα, πάνω στο επίπεδο της κοινωνικής πράξης. Η ισχύς ως
πρόβληµα µετατοπίζεται στο πεδίο της καθηµερινής ζωής και στο δίκτυο των
ενδοανθρώπινων σχέσεων στον βαθµό πού ο πολιτικός αγώνας µεγάλης κλίµακας
απαρχαιώνεται και στη θέση του µπαίνει η αυτοπραγµάτωση σε στενό κύκλο.
Εµπόδια ή απαγορεύσεις, πού φράζουν τον δρόµο της αυτοπραγµάτωσης, αναφύονται
επίσης µέσα στον στενό εκείνο κύκλο, τον όποιο σκοπούσε να συλλάβει η
µικροφυσική της ισχύος. Έτσι βιώνεται η καταπίεση µεσα στην κοινωνία της
ευηµερίας — και έτσι ανακηρύσσεται µεγάλος φιλόσοφος όποιος προάγει την
απελευθέρωση ξεσκεπάζοντας τους µηχανισµούς της τέτοιας καταπίεσης.
Ο ισχυρισµός, ότι ο Λόγος µπορεί να υπερβεί την επιδίωξη ισχύος επειδή διαφέρει
από τούτη ουσιαστικά, αποτελεί τη δεύτερη βασική θέση της κανονιστικής
φιλοσοφίας και, όπως ξέρουµε, κυριαρχεί στο προσκήνιο από την εποχή του
Πλάτωνα. Η επιδίωξη ισχύος αποτελεί, όπως λέγεται, ένα σκοτεινό ψυχόρµητο ή µιαν
άλογη ανάγκη πού συνυφαίνεται µε την κοντόθωρη επιθυµία της αισθησιακής ηδονής
και θα 'πρεπε, όπως κι αυτή η τελευταία, να τεθεί υπό τον έλεγχο του υπέρτερου
ορθολογικού πνεύµατος. Ωστόσο τα πράγµατα έχουν ακριβώς αντίστροφα. Η
βούληση της ισχύος —διαφορετικά απ' όσα πίστευε ο Nietzsche— είναι φαινόµενο
ανθρώπινο µε την ειδοποιό σηµασία, ακριβώς επειδή το ειδοποιό γνώρισµα του
ανθρώπου έγκειται, σ' ό,τι συνηθίσαµε να ονοµάζουµε «πνεύµα» ή «Λόγο». Η
επιδίωξη ισχύος, αν έχει κάποιες, έστω και µικρές κοινωνικές αξιώσεις, δεν µπορεί να
ενεργοποιηθεί εφ όσον ο υποκειµενικός της φορέας δεν είναι σε θέση να παραιτηθεί
από την άµεση ηδονή και εν γένει να υποτάξει, σχεδιάζοντας και προνοώντας, τις
βραχυπρόθεσµες επιθυµίες στους µακροπρόθεσµους στόχους του. Βέβαια, στους
ηθικούς φιλοσόφους φαίνεται απίστευτο και παράδοξο ότι ένα πνεύµα, το οποίο
επιδιώκει την ισχύ και την εξουσία, µεθοδεύει τη δραστηριότητα του παρόµοια µε το
πνεύµα πού αφοσιώνεται στην άσκηση της αρετής. Για να ξεφύγουν από το παράδοξο
αυτό προσπάθησαν ανέκαθεν να χαράξουν σαφή όρια ανάµεσα στον κανονιστικό και
στον εργαλειακό Λόγο. Όµως τέτοια όρια θα µπορούσαν να χαραχθούν µονάχα αν
ήταν απολύτως αδύνατο να χρησιµοποιηθούν οι ηθικές και κανονιστικές αρχές ως
εργαλεία για την επίτευξη των σκοπών της ισχύος. Ωστόσο — όπως είναι γνωστό και
αποδεδειγµένο— ακριβώς το αντίθετο συµβαίνει.
[Το παραπάνω δηµοσιεύτηκε ως εισαγωγή, στη συλλογή κειµένων Der Philosoph und
die Macht, Hamburg 1992.]
ι. Βλ. την περίφηµη ανάλυση της παθολογίας του πολέµου, Ξυγγραφής Γ',
82-83. [επιστροφή]
3. Βλ. τον διάλογο του Σωκράτη µε τον Καλλικλή στον Γοργία, 482C κέ.
Για το περιεχόµενο της επόµενης παραγράφου βλ. τον διάλογο του
Σωκράτη µε τον Πώλο στον Γοργία, ιδ. 466a κέ. [επιστροφή]
11. Βλ. κυρίως Ethica, I, Prop. XI, Dem. & Schol.· I, Prop. XXXIV·III,
Prop. VI-VII- IV, Prop. XX. Επίσης Tractatus Politicus, I, §§ 1, 5·II, §§1-
14. [επιστροφή]
14. Autorite· περιέχεται στα Oeuvres Completes, ed. par J. Assezat, τ. XIII,
σ. 391 κέ. [επιστροφή]
16. Όπως είναι γνωστό, η νιτσεϊκή φιλοσοφία της βούλησης για ισχύ
ανασυγκροτείται σχεδόν αποκλειστικά µε βάση τα κατάλοιπα της δεκαετίας
του 1880. Για τη δική µου συζήτηση παραπέµπω στα Werke, hg. ν. Κ.
Schlechta, Munchen 1966, τ. III, ιδ. σ. 455, 457, 489, 503, 519, 522-525,
542, 608, 675, 679-680, 688, 690, 704-705, 737, 750-751, 768, 854-855,
887-889,916-917. [επιστροφή]
17. Der Formalismus in der Ethik und die materiale Wertethik, στα
Gesammelte Werke, hg. ν. Μ. Scheler, τ. II, Bern-Munchen 1966, σ. 282-88.
[επιστροφή]
19. Human Nature and Conduct (1922) == The Middle Works, ed. by Jo
Ann Boydston, -. XII, Carbondale and Edwardsville, III., 1983,
σ. 97 κέ. [επιστροφή]
28. Καλύτερα ακόµη απ' ό,τι στα εισαγωγικά κεφάλαια του έργου Histoire
de la Sexualite, ο Foucault συνόψισε τις απόψεις του σε µιά παράδοση πού
έκαµε στη Σορβόννη τον Ιούνιο του 1976· έχω υπ' όψη µου τη γερµανική
της µετάφραση στη συλλογή Dispositive der Macht, Berlin 1978, σ. 79-88.
[επιστροφή]
Παναγιώτης Κονδύλης
Ουτοπία και Ιστορική Πράξη
2
Τούτες οι σκέψεις πάνω στα ρητά επιχειρήµατα των
κριτικών της Ουτοπίας µας οδηγούν στην εξέταση
των άρρητων υποθέσεων τους, οι οποίες βέβαια
συνδέονται στενά µε τα πρώτα και ριζώνουν σε
κλασσικές ορθολογιστικές προκαταλήψεις ή σε
συνηθέστατες κοινοτοπίες του "υγιούς κοινού νου".
Πίσω από το επιχείρηµα, ότι η κατάρρευση του
κοµµουνισµού τελικά οφείλεται στη µη
πραγµατωσιµότητα της Ουτοπίας, λανθάνει η
αντίληψη ότι οι ιδέες υπάρχουν µέσα στην Ιστορία
µόνο και µόνο για να λαµβάνονται στην ονοµαστική
τους αξία και να πραγµατώνονται κατά το δυνατόν
ατόφυες. Στο σηµείο αυτό θα υπεισέλθουµε όταν θα
απαντήσουµε στο ερώτηµα αν και κατά πόσο η
Ουτοπία πραγµατώνεται. Πρώτα θα εξετάσουµε µιαν
άλλη ορθολογιστική προκατάληψη των κριτικών της
Ουτοπίας, δηλαδή εκείνην η οποία υποβαστάζει το
ήδη γνωστό µας επιχείρηµα τους ότι το χάσµα
ανάµεσα σε ουτοπικό σχέδιο και ιστορική
πραγµατικότητα γεννά αναγκαστικά βία, χωρίς όµως
και να γεφυρώνεται µε τη βία. Αν παραγνωρίζεται
ότι η ασυµµετρία µεταξύ σχεδίου και
πραγµατικότητας δεν προκύπτει µονάχα από τον
ουτοπικό χαρακτήρα του πρώτου και ότι το ουτοπικό
και το ανέφικτο δεν συµπίπτουν αναγκαία, τότε
µοιραία γίνεται δεκτό το αντίστροφο, ότι δηλαδή
ανάµεσα στις υποκειµενικές προθέσεις και στα
αντικειµενικά αποτελέσµατα της ιστορικής πράξης
µπορεί και οφείλει να υπάρχει µιά λίγο-πολύ ακριβής
αντιστοιχία και ότι οι προθέσεις ναυαγούν αν δεν
λαµβάνουν επαρκώς υπ' όψη τους την
πραγµατικότητα. Εποµένως ως µόνη στερεή και
ηθικά υπεύθυνη µορφή πράξης θεωρείται εκείνη, η
οποία εξετάζει την πραγµατωσιµότητα των σκοπών
της και χρησιµοποιεί µέσα προσφυή σε
πραγµατώσιµους σκοπούς, έτσι ώστε ν' αποφεύγει το
βιαιογόνο χάσµα µεταξύ σκοπών και µεσών.
[Το παραπάνω αποτελεί συµβολή στον τιµητικό τόµο για τα εβδοµηντάχρονα του
καθηγητή H.-J.Arndt, Limburg a.d.L. 1993.]
1. Βλ. π.χ. την οµιλία του Στάλιν στην Ολοµέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ (Μπ.)
από 19.11.1928, Werke, τ. XI, Berlin 1950, ιδ. σ. 220-221. [επιστροφή]