Professional Documents
Culture Documents
06 Gavriilidou Z Icgl8 OK
06 Gavriilidou Z Icgl8 OK
Ζωή Γαβριηλίδου
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
zoegab@otenet.gr
Abstract
In this paper we claim that the modern Greek privative morpheme α- and its phonological
allomorph αν-, when found in deverbal adjectives functioning in phrases as nominal modifiers
(e.g. απερίγραπτος, αμέτρητος, ανείπωτος, απίστευτος) present an intensive meaning
(αμέτρητα αστέρια, απερίγραπτη ταλαιπωρία, ανείπωτη χαρά). In cases like these there is a
limit between μετρώ – μετρήσιμος and ‘δεν μπορώ να μετρήσω’ – αμέτρητος, which depends
on the degree of stereotypic characteristics (such as size, duration, quantity) found in the
modified noun which could explain the passage from the privative meaning of α- and αν- to
the intensive one.
This study is based on the theoretical frameworks of Corbin (1991) for the morphological
analysis of words, the model of classes of objects (Gross 1994) for the semantic classification
of nouns functioning as bases for the derivation of words with –α/αν- and the Text-meaning
theory of I. Mel’ cuk (1997) for the combinatorial properties of adjectives with –α/αν.
1. Εισαγωγή
Το α2- (και το φωνολογικά καθορισμένο αλλόμορφο του αν-) περιγράφονται στη Γραμματική
του Τριανταφυλλίδη ως λαϊκά αχώριστα μόρια που σημαίνουν «άρνηση ή στέρηση εκείνου
που δηλώνεται από το β’ συνθετικό» (Τριανταφυλλίδης 1941: 143). Στο Λεξικό της
Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας (ΛΣΕΔΓ) του Εμμανουήλ Κριαρά εμφανίζεται
απλά ως στερητικό χωρίς να υπάρχει προσδιορισμός της γραμματικής κατηγορίας στην οποία
ανήκει. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη
χαρακτηρίζεται ως στερητικό πρόθημα που δηλώνει 1. α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό
που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, π.χ αβέβαιος, σε ρηματικά επίθετα σε –τος ενεργητικής
σημασίας π.χ. ανάρμοστος, παθητικής σημασίας π.χ. αβασάνιστος, ανεξέλεγτος και
ενεργητικής και παθητικής σημασίας π.χ. απλήρωτος, αφάγωτος, χωρίς διάκριση της απλής
άρνησης από την έλλειψη δυνατότητας αδικαιολόγητος, αλογάριαστος, που δεν
δικαιολογήθηκε/λογαριάστηκε, αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί/λογαριαστεί. β. (σε
ουσιαστικά) την έλλειψη της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη, γ. (σε
1
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την καθηγήτρια του Α.Π.Θ Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη που
διάβασε το κείμενο και προέβη σε ενδιαφέροντα σχόλια.
2
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας το α- ετυμολογικά προέρχεται από το Ι.Ε *nI -,
συνεσταλμένης βαθμίδας του Ι.Ε στερητικού *ne.
674
ρήματα) αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη π.χ. αδυνατώ». Στο Λεξικό της
Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΚΝ) του Γ. Μπαμπινιώτη το α- περιγράφεται ως στερητικό
προθεματικό στοιχείο της αρχαίας και της Νέας Ελληνικής που δηλώνει γενικά άρνηση
(στέρηση ή έλλειψη), προκειμένου η λέξη να εκφράζει το αντίθετο από το β’ συνθετικό της.
Η Ράλλη (2005: 42) κατατάσσει το α- στα κληρονομημένα από την Αρχαία Ελληνική
προθήματα της Νέας Ελληνικής, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη μνεία στη σημασία του. Η
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής (Οικονόμου 1984 : 259) αναφέρει την ύπαρξη του
επιτατικού α- «που επιτείνει την έννοια του β’ συνθετικού: (α+τείνω) ατενής (=πολύ
τεντωμένος), (α + θ. χαν- του έχανον, αορ. β’ του χάσκω) αχανής (= που χάσκει πολύ, πολύ
ανοιχτός)».
Στην ανακοίνωση αυτή θα εστιάσουμε στην περίπτωση που τα α- και αν- εμφανίζονται σε
μεταρηματικά επίθετα σε –τος (π.χ. απερίγραπτος, αμέτρητος) (για τα ρηματικά επίθετα σε –
τος και -τός πβ. Νάκας 1983, Σετάτος 1985, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1995, Μαρκαντωνάτου
et al. 1996), συνδυάζονται με συγκεκριμένες σημασιολογικές βάσεις και στα οποία
παρατηρείται μια μετάβαση από τη στέρηση στην επίταση όπως στα αμέτρητος (αμέτρητα
αστέρια), απερίγραπτος (απερίγραπτη ταλαιπωρία), ανείπωτος (ανείπωτη χαρά), απίστευτος
(απίστευτη αντοχή). Η σημασία αυτή δεν έχει καταγραφεί από όσο γνωρίζουμε σε σύγχρονα
λεξικά της Νέας Ελληνικής ή σε γραμματικές, σε αντίθεση με την καταγεγραμμένη επιτατική
σημασία ενός άλλου αχώριστου λαϊκού μορίου, του ξε- (πβ. Νεοελληνική Γραμματική Μ.
Τριανταφυλλίδη3, Ralli 2001, Ευθυμίου 2001).
Πιο συγκεκριμένα θα μελετηθούν μεταξύ άλλων οι ιδιότητες σχηματισμού λέξεων με το
επιτατικό α-/αν- (κατηγορία βάσης και μορφολογικά χαρακτηριστικά της), τα σημασιολογικά
χαρακτηριστικά της βάσης στην οποία προστίθεται το α-/αν, η δυνατότητα ύπαρξης ζευγών
όπως πιστευτός/απίστευτος, *αριθμητός/αναρίθμητος καθώς και τα σημασιολογικά
χαρακτηριστικά των λέξεων οι οποίες προσδιορίζονται από επίθετα όπου μετέχει το α-/αν με
επιτατική σημασία.
Θα προσπαθήσω να δείξω ότι το α-/αν:
• σε συγκεκριμένη μορφολογική δομή,
• όταν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες σημασιολογικές κατηγορίες ρημάτων,
3
Θεωρούμε ότι ο Τριανταφυλλίδης (1983: 55) αναφέρεται στην επιτατική σημασία του ξε- όταν
αναφέρει ότι το ξε- «σημαίνει ….πολύ: ξέμακρα, ξεμακραίνω, ξεκουφαίνω, εντελώς: ξεγυμνώνω,
ξεπαγιάζω, ξεπουλώ, ξετίναγμα.»
675
Για το σκοπό αυτό θα αξιοποιηθεί το θεωρητικό πλαίσιο της Corbin (1991) για τη
μορφολογική ανάλυση των λέξεων που θα μελετηθούν, το μοντέλο των τάξεων αντικειμένων
(Gross 1994) για τη σημασιολογική ταξινόμηση των ουσιαστικών που λειτουργούν ως βάσεις
κατά την παραγωγή λέξεων με –α/αν- που εμφανίζουν επιτατική σημασία καθώς και η
θεωρία Sens-Texte του I. Mel’ cuk (1997) για τις συνδυαστικές ιδιότητες των παράγωγων
λέξεων με το α-/αν που μελετάμε.
676
Μια διαφορετική άποψη με την οποία τείνουμε να συμφωνήσουμε εκφράζει η
Αναστασιάδη (1994: 477) η οποία υποστηρίζει ότι στα μεταρηματικά επίθετα με το
στερητικό πρόθημα α- το –τος παίζει το ρόλο ταξικού σηματοδότη (ΤΣ) (βλ και Corbin
1991), που ενσωματώνει στην κατηγορία των μεταρηματικών επιθέτων προθηματοποιημένα
επίθετα, δεν φέρει σημασιολογικό φορτίο, έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του επιθήματος
-τ(ός) και «η εμφάνισή του προκαλείται από τη σύγχρονη παρουσία της ρηματικής βάσης και
του προθήματος, το οποίο πρέπει να φέρει το χαρακτηριστικό αυτό κατά την περιγραφή του:»
6
Το επίθημα –σιμος παράγει επίθετα από ρήματα και δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι
κατάλληλο, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται.
677
ή την ποιότητα (οπότε τότε μιλάμε για διαβάθμιση ή επίταση). Άλλοι αναφέρονται στην
έννοια της αξιολόγησης (évaluation) (Szende 1999:63), υποστηρίζοντας ότι η επίταση
αξιολογεί και εκφράζει τη συναισθηματική στάση του ομιλητή απέναντι σε κάτι, ενώ άλλοι
τονίζουν ότι για να υπάρχει επίταση πρέπει να υπάρχει διαβάθμιση (Cruse 1986, Romero
2001) και κατά συνέπεια εφόσον κάθε διαβαθμίσιμη κλίμακα εμφανίζει δύο πόλους, ένα
θετικό και ένα αρνητικό και η επίταση μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Τέλος ο Mel’čuk
(1997) αντιλαμβάνεται την επίταση από λεξικογραφική σκοπιά ως μία συνταγματική λεξική
συνάρτηση (Fonction lexicale Magn) του τύπου f(x) = y, όπου fMagn είναι η συνάρτηση της
επίτασης, x είναι το προσδιοριζόμενο στοιχείο et y η τιμή που παίρνει όπως π.χ.
Magn(ενδιαφέρον)=αμείωτο, ζωηρό, έντονο, Magn(κρύο)=της αρκούδας, τσουχτερό.
Σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, παραδείγματα όπως αβάσταχτος, αβυθομέτρητος,
αδιαμέτρητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος μοιάζουν να δηλώνουν επίταση εφόσον:
• Λειτουργούν ως ποιοτικά επίθετα όπως τα υπόλοιπα επίθετα που δηλώνουν επίταση
(Martin Garcia 1998).
• Δηλώνουν το μέγιστο βαθμό μιας ποσότητας ή την ένταση μιας ιδιότητας (πβ.
Romero 2001) και εφόσον μιλάμε για ποσότητα υπάρχει διαβάθμιση.
• Με τη χρήση των παραπάνω παραδειγμάτων ο ομιλητής αξιολογεί, παίρνει θέση
απέναντι σε κάτι (Szende 1999).
Στην ελληνική η επίταση αφορά τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τα επίθετα και τα επιρρήματα
και είναι δυνατόν να εκφραστεί μέσω:
α) της μορφολογίας (με παραγωγή, π.χ. σπανιότατος, σπιταρόνα, παραπαχαίνω ή σύνθεση π.χ.
γιγαντοαφίσα, λεωφορείο-μαμούθ),
β) της σύνταξης (με τη διαδικασία της προσδιόρισης π.χ. τεράστιο σπίτι, υπερβολικά μεγάλος,
της επανάληψης πάνω-πάνω ),
γ) της φωνολογίας (με τη χρήση συγκεκριμένης επιτονικής καμπύλης),
δ) με τη βοήθεια συμφράσεων (π.χ. χύνω μαύρο δάκρυ).
678
παραφουσκώνω) (θετική επίταση), ενώ στον αρνητικό πόλο θα βρίσκονταν τα αρνητικά ή
στερητικά προθήματα που δηλώνουν τη μη ύπαρξη μιας ιδιότητας ή ενέργειας (π.χ.
ανέτοιμος, ξεφουσκώνω) (αρνητική επίταση). Oι Guilbert & Dubois (1961) στη γαλλική
υποστηρίζουν ότι υπάρχουν τρεις βαθμίδες για τη θετική επίταση (relatif, excessif, mélioratif)
και τρεις για την αρνητική (minoratif, approximatif, zéro7).
Ωστόσο, η κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω δεν φαίνεται να ισχύει πάντα. Έτσι,
για παράδειγμα το ξε-, που περιγράφεται σε γραμματικές και λεξικά ως στερητικό μόρφημα,
δηλώνει σε ορισμένες περιπτώσεις και επίταση. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει υπό προϋποθέσεις
και με ένα άλλο μόρφημα που παραδοσιακά χαρακτηρίζεται ως στερητικό, όπως θα
προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε παρακάτω.
679
μια ένταση, οι τάξεις των συγκεκριμένων ουσιαστικών έχουν ένα μέγεθος, ποσότητα, κτλ. Οι
τροποποιητές προσδιορίζουν τις συγκεκριμένες κάθε φορά παραμέτρους.
Στα παραδείγματα που μας απασχολούν τα προσδιοριζόμενα ουσιαστικά μοιάζουν να
έχουν ένα στερεοτυπικό χαρακτηριστικό (μέγεθος, ένταση, ποσότητα) σε τόσο μεγάλο
βαθμό, στο έπακρο θα λέγαμε σημείο, ώστε να γίνεται υπέρβαση ενός ορίου πέρα από το
οποίο δεν είναι δυνατόν να ισχύει αυτό που δηλώνεται από το ρήμα-βάση του μεταρηματικού
επιθέτου που αρχίζει από το στερητικό α- (ή αν-) και το προσδιορίζει. Υπάρχει με άλλα λόγια
ένα όριο ανάμεσα στο μετρώ – μετρήσιμος και ‘δεν μπορώ να μετρήσω’ - αμέτρητος,
περιγράφω – περιγράψιμος και ‘δεν μπορώ να περιγράψω’ -απερίγραπτος, λογαριάζω και ‘δεν
μπορώ να λογαριάσω’- αλογάριαστος, κ.ο.κ το οποίο εξαρτάται από το βαθμό ύπαρξης των
στερεοτυπικών χαρακτηριστικών του προσδιοριζόμενου κάθε φορά ουσιαστικού. Έτσι,
παρατηρείται μια ολίσθηση της σημασίας των ρηματικών επιθέτων με το α- από τη στέρηση
στην επίταση, η οποία βεβαίως επιτείνεται και από την ύπαρξη της μεταφοράς σε ορισμένες
περιπτώσεις.
Αυτή η έννοια υπέρβασης του ορίου που περιγράψαμε παραπάνω παρατηρείται και σε
άλλα επιτατικά προθήματα όπως τα υπέρ- και παρά (υπερπλήρης, υπεραυτόματος,
παραπαχαίνω) (βλ. Βασιλάκη & Δελβερούδη 1999, Ευθυμίου 2003). Όπως επισημαίνει η
Ευθυμίου (2003), «μέσα στη σημασία των επιθέτων πλήρης και αυτόματος υπάρχει μια νόρμα
που είναι αναμενόμενη. Η πραγμάτωση της ιδιότητας στα υπερπλήρης και υπεραυτόματος
ξεπερνά τη νόρμα που θεωρείται αποδεκτή». Η ίδια έννοια της υπέρβασης του ορίου που
γεννά επιτατικές σημασίες θα μπορούσε να ερμηνεύσει και την ύπαρξη του ζεύγους
φανταστικός ‘που εμφανίζεται να υπερβαίνει τα όρια της φύσης, της
πραγματικότητας’/αφάνταστος ‘που είναι τόσο μεγάλος, πολύς, ώστε δεν μπορεί να τον
φανταστεί κάποιος, που ξεπερνά τα όρια και της πιο ζωηρής φαντασίας’ στο παράδειγμα
φανταστικές/αφάνταστες τιμές όπου το επίθετο με και χωρίς το στερητικό α- εκφράζουν
ακριβώς την ίδια σημασία.
Εξετάζοντας, τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά των ρημάτων που αποτέλεσαν βάσεις
των μεταρηματικών ουσιαστικών που αρχίζουν με α- και εμφανίζουν επιτατική σημασία
διαπιστώσαμε πέντε κατηγορίες. Το α- συνδυάζεται με ρήματα όπως τα:
1) αντέχω, βαστώ, υποφέρω, και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν ότι το
προσδιοριζόμενο ουσιαστικό δεν μπορεί πλέον να γίνει ανεκτό. Συνήθως το προσδιοριζόμενο
ουσιαστικό δηλώνει κυριολεκτικά ή μεταφορικά α) την έννοια του φορτίου (αβάσταχτο
βάρος, φορτίο), β) ένα αρνητικό συναίσθημα (αβάσταχτος καημός, λύπη, πόνος) και στα
παραδείγματα αυτά, σύμφωνα με το μοντέλο της γνωστικής μεταφοράς η λύπη ή ο πόνος
γίνονται αντιληπτά ως βαριά φορτία, ή τέλος γ) την έννοια της οικονομικής επιβάρυνσης
(αβάσταχτο πρόστιμο, φόρος, κόστος).
680
2) μετρώ, αριθμώ, υπολογίζω και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν ότι το
προσδιοριζόμενο ουσιαστικό είναι τόσο μεγάλο αριθμητικά που δεν μπορεί πλέον να
καταμετρηθεί. Σχεδόν για όλα τα μεταρηματικά επίθετα της κατηγορίας αυτής υπάρχουν
θετικά επίθετα σε –σιμος (βλ παραπάνω).
3) συγκρίνω, εκτιμώ, συναγωνίζομαι, φθάνω, ξεπερνώ, και τα μεταρηματικά επίθετα που
προκύπτουν δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό είναι σε τέτοια επίπεδα που δεν
μπορεί να εκτιμηθεί, να συγκριθεί ή να ξεπεραστεί.
4) μειώνω, περιορίζω, σιγώ και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν ότι το
προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, που συνήθως δηλώνει <συναίσθημα> έχει τέτοια ένταση που
δεν μπορούμε πλέον να το περιορίσουμε.
5) φατικά (λέω, περιγράφω, φημί) και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν
ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό έχει τέτοια ένταση που δεν μπορούμε να μιλήσουμε για
αυτό ή να το περιγράψουμε.
Θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο σημείο αυτό ότι το στερητικό α- όταν εμφανίζεται
σε μεταρηματικά επίθετα σε –τος, εφαρμόζεται στις ρηματικές βάσεις που ανήκουν στις
κατηγορίες που περιγράψαμε παραπάνω και προσδιορίζει συγκεκριμένες σημασιολογικές
κατηγορίες ουσιαστικών (π.χ. συναισθήματα,) προσδίδοντας στο μεταρηματικό επίθετο μια
επιτατική σημασία.
5. Αντί επιλόγου
Ας κλείσουμε την παρούσα ανακοίνωση με κάποιες παρατηρήσεις που χρήζουν περαιτέρω
μελέτης και ερμηνείας:
1. Τα μεταρηματικά επίθετα που αρχίζουν από α- με επιτατική σημασία επιλέγονται
κυρίως από αφηρημένα ουσιαστικά που λειτουργούν στην πρόταση ως
κατηγορήματα. Πιο σπάνια προσδιορίζουν συγκεκριμένα ουσιαστικά, κυρίως όταν
παράγονται από ρήματα της δεύτερης ομάδας που παρουσιάσαμε παραπάνω (μετρώ,
αριθμώ, υπολογίζω). Στην περίπτωση αυτή συχνά μπορούν να δεχτούν δύο
αναγνώσεις: αμέτρητα χρήματα είναι τα χρήματα που δεν μετρήσαμε ή που είναι τόσα
πολλά που δεν μπορούμε να μετρήσουμε.
2. Συχνά σχηματίζουν συμφράσεις με διαφορετικούς βαθμούς παγίωσης, π.χ. ασίγαστο
(πάθος+πόθος), αμύθητα πλούτη, ακαταμάχητη γοητεία, ακατάσχετη αιμορραγία, κτλ.
Σύμφωνα με το Mel’cuk αποτελούν πραγματώσεις της λεξικής συνάρτησης Magn για
τα ουσιαστικά που προσδιορίζουν.
3. Σε ορισμένες περιπτώσεις το α- συνδυάζεται και με άλλα προθήματα που δηλώνουν
επίταση π.χ. ασίγαστος/ακατασίγαστος.
681
4. Τέλος, άλλα από τα παραδείγματα του σώματος δεδομένων μας προσδιορίζουν μόνο
ουσιαστικά με αρνητικά σημαδεμένη σημασία (π.χ. αβάσταχτος καημός, θλίψη,
δυστυχία, μαρτύριο), άλλα μόνο ουσιαστικά με θετικά σημαδεμένη σημασία
(αμύθητος πλούτη, αξία, θησαυρός), ενώ κάποια προσδιορίζουν αδιακρίτως
ουσιαστικά με θετικά ή αρνητικά σημαδεμένη σημασία (απερίγραπτος
ενθουσιασμός, πόνος).
Bιβλιογραφία
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. (1994). «Το τεμάχιο –τος στα ρηματικά επίθετα της Νεοελληνικής».
ΜΕΓ 15, 473-484.
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. (υπό δημοσίευση). «Το μόρφημα θεο- στην ελληνική», Τιμητικός τόμος
για τον καθ. Γ. Μπαμπινιώτη. Αθήνα.
Corbin, D. (1991). « Introduction: la formation des mots-structures et interprétations ». Lexique 10, 7-
30.
Gavriilidou, Z. (2008). «Figement et intensité en grec moderne». Meta 53 (2).
Γαβριηλίδου, Z. & Α. Ευθυμίου (2003). «To πρόθημα πολύ- στη Νέα Ελληνική». In E. Mela-
Athanasopoulou (ed.) Selected papers on theoretical and applied linguistics, Thessaloniki, 152-166.
Gross, G. (1994). « Classes d’objets et description des verbes». Langue française 115, 15-30.
Gross, G. & F. Kiefer (1995). « La structure événementielle des substantifs». Folia Linguistica XXIX
(1/2),: 43-65.
Guilbert, L. & J. Dubois (1961). « Formation du système préfixal intensif en français moderne et
contemporain». Le français moderne 29, 87-111.
Delveroudi, R. & S. Vassilaki (1999). «Préfixes d’intensité en Grec Moderne : para- ; kata- ; poly- et
olo-» in Les opérations de détermination : Quantification / qualification, 149-167.
Ευθυμίου, Α. (2001). «Το νεοελληνικό πρόθημα ξε-: οι έννοιες της απομάκρυνσης και της αλλαγής
κατάστασης». ΜΕΓ 21, 202-213.
Ευθυμίου, Α. (2002) «Σημασιολογικές παρατηρήσεις για τα νεοελληνικά προθήματα ξε-, εκ-, από-».
ΜΕΓ 22, 199-209.
Ευθυμίου, Α. (2003). «Προθήματα ή πρώτα συνθετικά που δηλώνουν επίταση στη ΝΕ». ΜΕΓ 23, 519-
528.
Μαρκαντωνάτου, Σ., Α. Καλιακώστας, Β. Μουμπουρέκα, Ε. Κορδώνη & Β. Σταυρακάκη (1996).
«Μια (λεξική) σημασιολογική περιγραφή των ρηματικών επιθέτων σε –τός». ΜΕΓ 17, 187-201.
Martin Garcia, J. (1998). « Los prefijos intensivos de espanol : caracterizacion morfosemantica »
E.L.U.A (12), 103-116.
Montero Curiel, M.-L. (1998). « Los prefijos ex- y extra- en espanol ». Annuario de Estudios
Filologicos XXI, 243-255.
Mel’ cuk, I. (1997). « Vers une linguistique Sens-Texte ». Leçon inaugurale. Collège de France.
Νάκας, Θ. (1983). «Για τη μετοχή και το ρηματικό επίθετο σε -τος όπως εμφανίζονται στην Κοινή Νέα
Ελληνική και στις διαλέκτους», Πρακτικά του 2ου Συμποσίου γλωσσολογίας του βορειοελλαδικού
χώρου (Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη) 13-15 Απριλίου 1978. Θεσσαλονίκη. ΙΜΧΑ 159, 241-262.
Οικονόμου, Μ. (1984). Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής. Θεσσαλονίκη.
Ralli, Α. (2001). «Preverbs in Greek : the case of ksana-, kse-, para-». Paper presented at the workshop
on Preverbs. Nijmegen 19-20 January 2001.
Ράλλη, A. (2005). Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης.
Romero, C. (2001). L’intensité en français contemporain. Analyse sémantique et pragmatique. Thèse
de doctorat. Université Paris 8.
Σετάτος, Μ. (1985). «Παρατηρήσεις στα ρηματικά επίθετα σε -μένος και -τος της Κοινής
Νεοελληνικής». ΜΕΓ 5, 73-87.
Συμεωνίδης, X. (1984). «Συμβολή στην ερμηνεία των νεοελληνικών συνθέτων με πρώτο συνθετικό το
θεο-». ΜΕΓ 5, 111-119.
Szende, T. (1999). « A propos des séquences intensives stéréotypés : Plaidoyer pour une description
lexicographique ». Cahiers de lexicologie 74, 61-77.
Τριανταφυλλίδης, Μ. (1983). Νεοελληνική Γραμματική. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
682
Λεξικά
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. (2003). Αντίστροφο Λεξικό της Νέας Ελληνικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ.
Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη. (1998). Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ.
Κριαράς, Εμμ. (1995). Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας. Θεσσαλονίκη.
Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
683