You are on page 1of 6

Τα καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την επόμενη περίοδο

Η ευρύτερη κοινωνική συγκυρία  
 
Η κρίση οξύνεται και μαζί της οξύνεται και η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στα εργατικά στρώματα και τη
νεολαία. Το μνημόνιο αποτέλεσε το όπλο για να αποκορυφωθεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθείται εδώ
και δεκαετίες. Οσο κι αν είναι βέβαιο ότι αυτή η πολιτική βαθαίνει ακόμα περισσότερο την κρίση, το κεφάλαιο
αδυνατεί να βρει σήμερα άλλη διέξοδο: μπροστά του δεν βλέπει τίποτε άλλο από συνεχείς αναθεωρήσεις
του μνημονίου με ακόμα σκληρότερα μέτρα.
Η ένταξη της Ιρλανδίας στο μηχανισμό στήριξης είναι χαρακτηριστικό δείγμα του πώς αυτή η πολιτική
εξαπλώνεται πανευρωπαϊκά. Η ένταση όμως του ταξικού πολέμου από τη μεριά του κεφαλαίου εμπεριέχει
σημαντικές αντιφάσεις. Η πολιτική αυτή αποδιαρθρώνει τις όποιες επιμέρους συμμαχίες της αστικής τάξης με
μικροαστικά στρώματα που βλέπουν το κοινωνικό τους μερίδιο να μειώνεται δραματικά (ενώ ορθώνεται
απειλητικά ακόμα και ο κίνδυνος της βίαιης απαξίωσής τους, όπως έγινε στην Αργεντινή). Είναι επίσης σαφές ότι
οι θυσίες δεν έχουν κανένα αντίκρισμα ενώ οδηγούν σε αντιστάσεις που παίρνουν χαρακτήρα ρήξεων, ακόμα και
σε χώρες όπως η Αγγλία.
Η μόνη ορατή πολιτική αντιμετώπισης των λαϊκών αντιστάσεων δεν είναι οι επιμέρους
παραχωρήσεις (ακόμα περισσότερο δεν είναι τα κοινωνικά συμβόλαια), αλλά η έντονη πειθάρχηση και
καταστολή. Η κοινωνική αυτή κρίση έχει αποτελέσματα και στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών. Η
ΕΕ ενσωματώνει σε τέτοιο βαθμό τις αντιφάσεις της κρίσης που τίθεται σε κίνδυνο το σπουδαιότερο εργαλείο της,
η νομισματική ένωση. Το ευρώ ως σκληρό νόμισμα αποτέλεσε μια σημαντική πολιτική αναδιάρθρωσης
κεφαλαίων και σύμπηξης κοινωνικών συμμαχιών: κατ’αρχάς εξέθετε τα λιγότερο αναδιαρθρωμένα κεφάλαια στο
διεθνή ανταγωνισμό, προσδένοντας τα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Ταυτόχρονα, η ΕΕ με μια σειρά
πολιτικών στις περιφερειακές χώρες (κυρίως μέσω του μηχανισμού των ΚΠΣ και των διάφορων καθεστώτων
ενίσχυσης) αναβάθμιζε τον κοινωνικό ρόλο νέων μικροαστικών στρωμάτων (ιδίως της διανόησης) που
αποτέλεσαν στρώματα - στηρίγματα του συνασπισμού εξουσίας. Σήμερα, η κοινωνική αυτή συμμαχία
κλυδωνίζεται, η δε τυχόν κατάρρευση της ΟΝΕ θα αποτελέσει ένα συντριπτικό πλήγμα στο τρόπο συγκρότησης
του συνασπισμού εξουσίας. Την προοπτική αυτή απεύχονται οι κυρίαρχες τάξεις. Γι’αυτό και επιχειρούν να την
αποφύγουν μέσω μηχανισμών στήριξης που μεταφέρουν ακόμα περισσότερο την πίεση προς τα λαϊκά
στρώματα. Οι αντιστάσεις τους και ο ενδεχόμενος κλυδωνισμός του πολιτικού σκηνικού θα δείξουν αν και κυρίως
πότε θα επιστρατευτούν νέες στρατηγικές, όπως η αναδιάρθρωση των χρεών και ο επαναδανεισμός (με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για τη διεθνή υποβάθμιση του ευρώ) ή η αποβολή ορισμένων χωρών από αυτό (με ό,τι αυτό
συνεπάγεται και για την ίδια τη συνοχή της ΟΝΕ που σε μια τέτοια περίπτωση θα βρεθεί πιο κοντά σε μια λογική
ζώνης του μάρκου παρά σε μια νομισματική ένωση όπως την ξέραμε).
Παρότι σήμερα η προοπτική αυτή είναι δυσάρεστη για τις κυρίαρχες τάξεις στην Ε.Ε., τα λαϊκά στρώματα
δεν θα έχουν παρά να επιχαίρουν για μία τέτοια εξέλιξη που θα οδηγήσει σε στοιχεία αποδιάρθρωσης της Ε.Ε.
όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
Η Ε.Ε. αποτελεί έναν από τους βασικούς μηχανισμούς επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου και ο
κλυδωνισμός της θα έχει επιπτώσεις και στα χαρακτηριστικά των επιμέρους εθνικών συνασπισμών εξουσίας.
Είναι σίγουρο ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ταξική πάλη θα ενταθεί και το αποτέλεσμα της θα εξαρτηθεί και πάλι
από τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις των δυνάμεων της εργασίας.
 
Σήμερα βρισκόμαστε στο μεταίχμιο του ταξικού πολέμου: τα λαϊκά στρώματα καταλαβαίνουν ότι
οι αμυντικοί αγώνες της προηγούμενης περιόδου δεν επαρκούν για να αναχαιτίσουν την επίθεση του
κεφαλαίου. Διαχέεται έτσι η οργή και η αγανάκτηση, αλλά μαζί και μια αμηχανία. Η κατάσταση αυτή
αποτυπώθηκε και στο αποτέλεσμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Ο δικομματισμός δέχθηκε για πρώτη φορά ένα τόσο ισχυρό πλήγμα, που αποτυπώνεται και στον αριθμό
ψήφων που απώλεσε, αλλά και στο γεγονός ότι για πρώτη φορά η πτώση του κυρίαρχου πόλου δεν αντιστοιχεί
σε μια σχετική έστω άνοδο του άλλου πόλου. Το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής οργής κατευθύνθηκε προς την
αποχή και το άκυρο. Ένα μικρότερο κομμάτι εγκλωβίστηκε σε «αντιμνημονιακά» ψηφοδέλτια, όπως του Δημαρά
στην Αττική, του Καλούδη στα Ιόνια, του Δημαρά στην Πάτρα, που έδειχναν ότι μπορούν να μπουν στο β’γύρο. Οι
επιλογές αυτές, κατ’εξοχήν αδιέξοδες, αναδεικνύουν και την αμηχανία της μεγαλύτερης μερίδας των
λαϊκών στρωμάτων που δεν βλέπουν ορατή πολιτική διέξοδο από την επίθεση του κεφαλαίου.
Υπήρξε όμως και ένα σημαντικό κομμάτι που κατευθύνθηκε προς τα Αριστερά. Εάν αθροίσει κανείς
τις ψήφους που κατευθύνθηκαν προς τα κομμάτια του ενιαίου μέχρι τις βουλευτικές εκλογές μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ
(ΔΗΑΡ-ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ-Μέτωπο Αλληλεγγύης) θα φανεί ότι υπήρξε μια ισομερής σε ψήφους άνοδος όλων των
δυνάμεων της Αριστεράς (από 70.000 περίπου ψήφους για ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Είναι όμως προφανές ότι
η αριθμητική μέθοδος δεν προσφέρει επαρκή πολιτικά συμπεράσματα.
Η ψήφος προς τη ΔΗΑΡ αποκρυσταλλώνει τη σαφή δεξιά μετατόπιση ενός σημαντικότατου μέρους
ψηφοφόρων του πρωην ενιαίου ΣΥΝ και διαμορφώνει τους όρους για την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού
υπέρ των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που στηρίζουν την αντιλαϊκή επίθεση. Ετσι, οι ψήφοι αυτοί πρέπει
να αντιμετωπίζονται ως μια αντίρροπη τάση σε σχέση με την αριστερόστροφη διαμαρτυρία που εκφράστηκε στις
εκλογές, με αποτέλεσμα το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ να καταγράφεται ως αρνητικό.
Τα δυο ανησυχητικά στοιχεία που καταγράφονται στο εκλογικό αποτέλεσμα είναι αφενός μεν η
υπερψήφιση με σχετικά μαζικά χαρακτηριστικά μιας ναζιστικής συμμορίας (η Χρυσή Αυγή έλαβε
τουλάχιστον 1% όπου κατέβασε ψηφοδέλτιο) και αφετέρου η διαμόρφωση όρων αναδιάταξης του πολιτικού
σκηνικού με τη δημιουργία κομμάτων-στηριγμάτων της κυρίαρχης στρατηγικής (από το κόμμα της
Μπακογιάννη μέχρι τη ΔΗΑΡ και δευτερευόντως τους Οικολόγους). Αν και στην παρούσα φάση δεν συμφέρει σε
καμία περίπτωση το συνασπισμό εξουσίας να κάψει τις εφεδρείες του, η μαγιά για επόμενες πολιτικές εξελίξεις
ήδη βράζει.

Όμως παρά το αντιφατικό και εν μέρει αρνητικό για το συνασπισμό εξουσίας εκλογικό αποτέλεσμα, αυτό
δεν δημιουργεί προσκόμματα στην ευρύτερη κοινωνική στρατηγική του κεφαλαίου αντίθετα την επιταχύνει.
Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της διεθνούς κρίσης δημιουργεί το
αντικειμενικό υπόβαθρο για την εκδήλωση μιας σειράς φαινομένων μετατόπισης των βαρών στα λαϊκά
και μικροαστικά στρώματα όπως 1) με την εκτίναξη της ανεργίας 2) με την μείωση της αξίας της εργατικής
δύναμης 3) με την άρση επαγγελματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μικροαστικών στρωμάτων. Εμπεριέχει
επίσης και το στοιχείο της απαξίωσης μερίδων του κεφαλαίου με το κλείσιμο παραγωγικών μονάδων ή και τη
μείωση της αξίας τους.
Ταυτόχρονα όμως η κρίση και ο συσχετισμός δυνάμεων όπως παρουσιάζεται στο εσωτερικό της
δημιουργεί μια ευκαιρία και μια αναγκαιότητα για το συνασπισμό εξουσίας. Να επιταχύνει μια συνολική
αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και στο επίπεδο της παραγωγής αλλά και σε πολιτικό
επίπεδο. Τα αποτελέσματα των εκλογών αλλά και η εξέλιξη της οικονομικής συγκυρίας στο βαθμό που δεν
επέδρασαν αποτρεπτικά έδωσαν ώθηση στην πολιτική στρατηγική του κυβερνητικού κέντρου. Ετσι έχουμε
θεσμικές παρεμβάσεις σε διάφορα επίπεδα α) συνολική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων β) μείωση της
αξίας της εργατικής δύναμης και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα γ) συμπίεση του κοινωνικού ρόλου
και των οικονομικών πόρων παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων δ) εμβάθυνση της κατασταλτικής
θωράκισης του κράτους ε) συνολική αλλαγή του εκπαιδευτικού πλαισίου ειδικά στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση σε ριζικά αυταρχική κατεύθυνση.
Μέσα σε τρεις μήνες μετά τις εκλογές το κυβερνητικό κέντρο επιδιώκει τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο
να εμπεδώσει αυτές τις συνολικές αλλαγές.
Είναι εμφανές ότι παρά την κοινωνική δυσαρέσκεια και τον υπόγειο αναβρασμό οι αντιδράσεις του
κοινωνικού κινήματος– παρά τις αναλαμπές όπως η γενική απεργία της 15 Δεκέμβρη και οι κινητοποιήσεις στα
ΜΜΜ – υπολείπονται της συνολικής και καταλυτικής επίθεσης της αστικής τάξης. Ειδικά οι αντιστάσεις
υπολείπονται στα τρία πεδία όπου εμπεδώνονται οι πιο βασικές αλλαγές α) στον ιδιωτικό τομέα λόγω του
εργοδοτικού δεσποτισμού και της τρομοκρατίας που ασκεί το φάσμα της «ανεργίας» β) στον δημόσιο τομέα και
ειδικά στις ΔΕΚΟ λόγω της υποταγής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, των διαχρονικών ανταλλαγμάτων της
κοινωνικής της βάσης, αλλά και της ύπαρξης ενός μεγάλου τμήματος εργαζομένων (συμβασιούχων κ.λ.π.)
δεύτερης ταχύτητας (χωρίς δικαιώματα, συνδικαλιστική εκπροσώπηση) γ) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση λόγω της
εμπέδωσης πλευρών του νόμου Γιαννάκου, της ενίσχυσης της συμμαχίας της αστικής τάξης με την καθηγητική
γραφειοκρατία και της επιθετικότητας της τελευταίας απέναντι στο φ.κ. αλλά και των λαθών και των αδυναμιών
της αριστεράς (των ΕΑΑΚ μη εξαιρουμένων).
Οι αλλαγές αυτές αν εμπεδωθούν στην ολότητα τους θα διαμορφώσουν ένα ριζικά διαφορετικό
τοπίο σε σχέση με αυτό που γνωρίσαμε από το 1980 και μετά. Για αυτό το λόγο όλα τα ρεύματα της
αριστεράς και ιδιαίτερα η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να μετατοπίσει την δράση της στις βασικές
αιχμές της ταξικής πάλης όπως τις περιγράψαμε παραπάνω.
Όμως παρά τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων και την επιθετικότητα της αστικής τάξης η υπέρβαση της
κρίσης προς το συμφέρον της δεν είναι καθόλου βέβαια. Η οικονομική αστάθεια σε διεθνές επίπεδο και ειδικά
στην Ε.Ε. και οι συσσωρευμένες αντιφάσεις του ελληνικού καπιταλισμού, καθιστούν το βάθαιμα της κρίσης πολύ
πιθανό αλλά και ενδεχόμενη την εκδήλωση φαινομένων όπως της ελεγχόμενης (ή και ανεξέλεγκτης) χρεοκοπίας.
Η αριστερά πρέπει να είναι προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει φαινόμενα και πολιτικά
καθήκοντα τα οποία δεν έχουν το ανάλογό τους μετά την μεταπολίτευση.
 
Τα εκλογικά αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ 
 
Η ψήφος προς την αντικαπιταλιστική αριστερά υπήρξε ένα σημαντικό στοιχείο των εκλογών για
την τοπική αυτοδιοίκηση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πέτυχε στις εκλογές ένα πραγματικά θεαματικό αποτέλεσμα (97.000 ψήφοι στις 11 από τις
13 περιφέρειες με ποσοστό που προσεγγίζει το 2%, εκλογή περιφερειακών συμβούλων σε 7 περιφέρειες,
εξαιρετική παρουσία και εκλογή δημοτικών συμβούλων σε πολλούς δήμους). Το αποτέλεσμα αυτό ανεβάζει πολύ
ψηλά τον πήχη για το σύνολο των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Είναι η πρώτη φορά που ένα σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών επιλέγει την πολιτική πρακτική
της υπερψήφισης αντικαπιταλιστικού ψηφοδελτίου. Η επιλογή αυτή δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη και
παράγει πολιτικά αποτελέσματα και στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και στους ίδιους τους φορείς αυτής της επιλογής
(πρώτα απ’ όλα φαίνεται για πρώτη φορά ότι ξεπερνιέται η λογική της «χαμένης ψήφου»). Αυτό ισχύει με
δεδομένο ότι η υπερψήφιση αυτή πήρε τα χαρακτηριστικά κοινωνικού ρεύματος με πανελλαδικά χαρακτηριστικά.
Η καταγραφή ενός τέτοιου κοινωνικού ρεύματος αποδεικνύει ότι τα αίτια της ανόδου της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν μπορούν να αποδοθούν σε οργανωτικά δεδομένα (μεγαλύτερη
ενεργοποίηση στην εκλογική δουλειά). Είναι προφανές ότι η πανελλαδική δικτύωση που κατέκτησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
το προηγούμενο χρονικό διάστημα και η λειτουργία τοπικών επιτροπών ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την
πανελλαδική καταγραφή αυτού του ρεύματος. Τέτοια όμως πανελλαδική δικτύωση υπήρχε και στις περσινές
βουλευτικές εκλογές, ενώ (σε μικρότερο βέβαια βαθμό) αντίστοιχη δικτύωση διέθεταν και το ΜΕΡΑ και το
ΕΝΑΝΤΙΑ.
Ούτε όμως και η παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως πρωτοπορία μιας σειρά
κινημάτων αποτέλεσε ένα καινούργιο φαινόμενο που να εξηγεί από μόνο του μια τέτοια άνοδο. Η
αντικαπιταλιστική αριστερά αριθμεί δεκαετίες παρουσίας μέσα στα κινήματα, ενώ οι ριζοσπαστικές συγκρουσιακές
πρακτικές της έχουν επηρεάσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Σίγουρα η παρουσία αυτή έχει ενταθεί, έχει
επεκταθεί σε τμήματα εργαζομένων, έχουν αναληφθεί πετυχημένες πρωτοβουλίες, όπως η συγκρότηση του
συντονιστικού πρωτοβάθμιων σωματείων, έχουν υπάρξει στιγμές που με την παρουσία της σφράγισε το πολιτικό
σκηνικό, ήταν όμως χαρακτηριστική η αναντιστοιχία μεταξύ της παρουσίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα
κοινωνικά κινήματα και της πολιτικής της παρουσίας.

Τρεις παράγοντες επέδρασαν στην πολιτική εκτόξευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:


1. Η κρίση η οποία κλυδώνισε τις συνθήκες ύπαρξης λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων
και, ακόμα περισσότερο, διέρρηξε τους ιδεολογικούς όρους κοινωνικών συμμαχιών της
άρχουσας τάξης. Η κριτική στις «μεγάλες» στρατηγικές της ελληνικής αστικής τάξης, την Ο.Ν.Ε.
τη διεθνοποίηση του ελληνικού κεφαλαίου, τη «χρηματιστικοποίηση» της ελληνικής οικονομίας
(ακόμα και οι επιπτώσεις της Ολυμπιάδας και των εξοπλισμών) από περιθωριακή βρέθηκε έστω
και με άτυπους όρους στο προσκήνιο. Διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις και εναλλακτικές
στρατηγικές όπως η έξοδος από την Ο.Ν.Ε, η επαναφορά εθνικού νομίσματος και η
κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος μπορούν να βρουν μειοψηφικό αλλά πανεθνικό
ακροατήριο. Εκτός των άλλων η κρίση και μερική «διάρρηξη» των αστικών ιδεολογημάτων
επέδρασε και στη μετατόπιση των σχέσεων στο εσωτερικό της αριστεράς. Η πολιτική κρίση του
ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ και η μετατόπιση ενός ρεύματος προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να
κριθεί με όρους κοινωνικούς και πολιτικούς και όχι με όρους επιφαινομένων
(περισσότερη «ενότητα», περισσότερη «δημοκρατία», «αυτενέργεια των μελών» του ενός
σχήματος έναντι του άλλου). Η κρίση της ελληνικής οικονομίας, η κρίση των σχέσεων
εκπροσώπησης των μεσοστρωμάτων στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας, η κρίση των
αστικών ιδεολογημάτων για την Ε.Ε. σήμανε και την κρίση της ενότητας στο εσωτερικό του
ΣΥΡΙΖΑ που είχαν ως ενοποιητικό ιστό της διάφορες μορφές του «ευρωπαϊσμού», είτε του
κοσμοπολίτικου, είτε του σοσιαλδημοκρατικού είτε του «διεθνιστικού αντικαπιταλιστικού»
2. Η ύπαρξη ενός ενιαίου πολιτικού μετώπου (όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αυτοτελούς από την
παραδοσιακή αριστερά. Ενός πολιτικού μετώπου που προσπαθεί να αποφύγει τις πιo
εξόφθαλμες όψεις του σεχταρισμού και του μικροηγεμονισμού. που κυριαρχούσε στο εσωτερικό
της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και έπαιρνε τη μορφή πολλών επιμέρους εκλογικών
κατεβασμάτων και που δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει ελκτική διέξοδο μιας κοινωνικής
δυσαρέσκειας. Ενός πολιτικού μετώπου που κατ¨αρχήν διακηρυκτικά είχε σα στόχο, την
συγκρότηση του στην βάση συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών. Την
έκφραση συγκεκριμένων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων (στρώματα εργαζομένων και
νεολαίας, μικροαστικά στρώματα που υποβαθμίζονται μέσα στην κρίση). Καθώς και μία πολιτική
κατεύθυνση συγκρότησης ενός αντικαπιταλιστικού και όχι ενός αντινεοφιλελεύθερου ή
αντιμονοπωλιακού μετώπου. Υπό αυτή την έννοια είναι δικαιωμένοι όσοι πάλεψαν με συνέπεια
εδώ και δεκαπέντε χρόνια για τη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου και ας δέχθηκαν σκληρές (και
προσωπικές) επιθέσεις στην πορεία αυτή.
3. Το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατάφερε μέχρι ενός σημείου να διαμορφώσει και να
προβάλλει (με πολλές ανεπάρκειες) ένα πρόγραμμα άμεσων αλλά και στρατηγικών
διεκδικήσεων και στόχων, που θα αναδεικνύει μια εργατική διέξοδο από την κρίση. Ενα
πρόγραμμα που τη βοηθάει και να συγκροτείται ως «πανεθνική» δύναμη αλλά και να
παρεμβαίνει στις αντιφάσεις της πολιτικής γραμμής των άλλων δυνάμεων της αριστεράς. Αυτό
ήταν ένα στοίχημα στο οποίο ανταποκρίθηκε με σχετική επιτυχία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τις
παλινωδίες που εμφανίστηκαν στο εσωτερικό της για το ζήτημα της Ε.Ε. και του ευρώ, που
εισήγαγαν όψεις του αριστερού «ευρωπαϊσμού» με το μανδύα του αντικαπιταλισμού. Σημαντικό
ήταν επίσης ότι αυτό το πρόγραμμα προτάθηκε ως η αναγκαία βάση για τη συγκρότηση μιας
ευρύτερης πολιτικής ενότητας της Αριστεράς (παρά τις σεκταριστικές αγκυλώσεις).
 
Τα πολιτικά μέτωπα και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ  
 
Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να οδηγήσει σε κανένα εφησυχασμό,
αυταρέσκεια και αναδίπλωση, κίνδυνοι που ελλοχεύουν και γιατί οι πολιτικές δυνάμεις που την
απαρτίζουν δεν είναι συνηθισμένες σε τέτοια μεγέθη και καθήκοντα, αλλά και πρωτίστως γιατί οι
κοινωνικές συγκρούσεις της επόμενης περιόδου και οι πιέσεις θα ενταθούν.
Πρώτα και κύρια από την πίεση που θα δεχθεί από το επίσημο πολιτικό σκηνικό. Πίεση ιδεολογική και
κατασταλτική προκειμένου είτε να αφομοιωθεί, εγκαταλείποντας ρηξιακές πρακτικές, είτε να περιθωριοποιηθεί.
Αλλά και γιατί αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ενοποιήσει τη δράση της και δεν μετατοπίσει το κέντρο βάρους της
δραστηριότητας στα βασικά κοινωνικά μέτωπα όπως τα περιγράψαμε, τότε το εκλογικό αποτέλεσμα θα
αποδειχθεί εξαιρετικά εύθραυστο.
Αν η επιθετική αστική στρατηγική εμπεδώσει τις αλλαγές που επιδιώκει όχι μόνο θα αποψιλώσει
την αντικαπιταλιστική αριστερά από τα κοινωνικά στηρίγματα της (με ποιο χαρακτηριστικό
βραχυμεσοπρόθεσμα την τριτοβάθμια εκπαίδευση) αλλά θα υπονομεύσει και τις δυνατότητες ανάπτυξης
πολιτικών πρακτικών. Έτσι η εκλογική εκπροσώπηση ενός ρεύματος διαμαρτυρίας θα εμφανισθεί
παροδική ή και αδιάφορη.
Η συγκυρία (και δευτερευόντως το εκλογικό αποτέλεσμα) διαμορφώνει αναβαθμισμένα καθήκοντα για
την αντικαπιταλιστική αριστερά (και όλες τις δυνάμεις της). Το βασικό της καθήκον είναι η ακόμα μεγαλύτερη
εμπλοκή της στα μέτωπα της περιόδου με πρώτα και κύρια αυτά που μπορούν να παράξουν ρωγμές
στην στρατηγική του κεφαλαίου (το μέτωπο της εκπαίδευσης και ιδίως της φοιτητικής νεολαίας ενάντια
στο νόμο Διαμαντοπούλου, το μέτωπο των ιδωτικοποιήσεων). Σε αυτά τα μέτωπα (και όχι σε διάσπαρτες
επιμέρους κινήσεις ανάλογα με τις ιεραρχήσεις των επιμέρους οργανώσεων) πρέπει να ενοποιηθεί η πολιτική
στρατηγική και η πρακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό είναι το πρώτιστο καθήκον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι ο
εγκλωβισμός σε μια νεα επαναδιαπραγμάτευση του προγράμματός της ή ακόμα περισσότερο η όξυνση του
σεκταριστικού μικροηγεμονισμού και των αλληλοϋπονομεύσεων.
Ένα δεύτερο βασικό καθήκον είναι η διαμόρφωση μίας πολιτικής πρότασης συμμαχιών για την
αριστερά με βάση αναφοράς τα κοινωνικά μέτωπα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πρώτ’ απ΄όλα την ανάληψη
πλέον συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών και πρωτοβουλιών κοινής δράσης που θα απευθύνονται σε
ολόκληρη την Αριστερά, από τη λειτουργία λαϊκών συνελεύσεων σε κάθε γειτονιά για την αντιμετώπιση της
ανεργίας, της λιτότητας και της καταστολής, μέχρι τη συγκρότηση ευρύτερων μετώπων στο έδαφος του
μεταβατικού προγράμματος εργατικής διεξόδου από την κρίση που προβάλαμε με συστηματικό τρόπο το
προηγούμενο χρονικό διάστημα (στάση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, έξοδος από ΟΝΕ-ρήξη με ΕΕ,
εθνικοποιήσεις, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις). Σε αυτή την κατεύθυνση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πάρει
συγκεκριμένες πρωτοβουλίες.
Ένα τρίτο πολιτικό καθήκον είναι το εγχείρημα διεύρυνσης του αριστερού αντικαπιταλιστικού
μετώπου (της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) με πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνται στην αντικαπιταλιστική αριστερά
και έχουν μια σαφή αντί-ΕΕ κατεύθυνση. Με σαφείς πολιτικούς όρους πρέπει να γίνει μία συγκεκριμένη
πολιτική πρόταση σε πολιτικές δυνάμεις που κινούνται αυτοτελώς στην άκρα αριστερά (ΚΟΑ, ΟΚΔΕ, ΕΕΚ, ΕΑΜ
κ.λ.π.) αλλά ιδιαίτερα σε δυνάμεις του Μετώπου Α – Α (ΚΟΕ, ΔΕΑ, κύκλοι ανένταχτων) για την διεύρυνση /
διαμόρφωση ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού μετώπου. Απέναντι σε αυτό το πολιτικό καθήκον, δεν μπορούν
να υπάρχουν υπεκφυγές που να υποκρύπτουν μία σεκταριστική πολιτική ή ακόμα περισσότερο να υποκρύπτουν
επιδιώξεις για πολιτικές συμμαχίες που να αναπαλαιώνουν σε τροποποιημένη μορφή τη στρατηγική της
συσπείρωσης των «αντινεοφιλελεύθερων» δυνάμεων. Μία τέτοια παραλλαγή εμφανίσθηκε το καλοκαίρι με το
εγχείρημα του «Αριστερού Βήματος Διαλόγου» η δυναμική του οποίου ανακόπηκε και τροποποιήθηκε μετά τα
εκλογικά αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αυτό το πολιτικό καθήκον επιπροσδιορίζει και την προσπάθεια να ξεπεράσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα φαινόμενα
του σεχταρισμού. Πρέπει επίσης να αφήσουμε πίσω μας τις λογικές των αποκλεισμών, των πολιτικών εκβιασμών,
της τρικλοποδιάς και των αθλιοτήτων που εμφανίστηκαν στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αφορμή τα γεγονότα
της Πάτρας. Αθλιότητες, που είχαν σαν αποκορύφωμα την επιδίωξη αποκλεισμών δεκάδων ανθρώπων από τα
ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τις προσπάθειες διάσπασης σχημάτων στους κοινωνικούς χώρους, σε μία κρίσιμη
περίοδο για το κοινωνικό κίνημα, την πολιτική σπέκουλα και την πολιτική πολεμική με αστικές και αντιδραστικές
μεθόδους που επιχειρούσαν να κατατάξουν μια οργάνωση όπως η ΑΡΑΣ, ως μίας μορφής «συμμορία» με
ψυχοπαθολογικούς όρους.
Είναι και αυτή μια ιδεολογικοπολιτική μάχη που πρέπει να δωθεί, ιδιως απέναντι σε όσους υποσκάπτουν
την ενότητα των συσπειρωσιακών σχημάτων και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
 
 
Για την οργανωτική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 
 
Η οργανωτική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να υπηρετεί τη πολιτική στρατηγική και τους
στόχους της και όχι το αντίστροφο. Αν η πολιτική στρατηγική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η παρέμβαση στα βασικά
μέτωπα της περιόδου τότε πρέπει να ρίξει τις δυνάμεις της στην ενοποίηση της πολιτικής κατεύθυνσης και
πρακτικής της και όχι σε μία μάχη μηχανισμών και μάλιστα σε ένα ακόμα άμορφο σχήμα. Αν πολιτικός της στόχος
είναι η διεύρυνση του μετώπου πρέπει η οργανωτική της συγκρότηση να ενισχύει αυτό το στόχο και όχι να τον
υπονομεύει.
Δέκα μήνες μετά την πρώτη συνέλευση στον Κεραμεικό, λίγα βήματα έχουν γίνει για την αποσαφήνιση
του πλαισίου πολιτικό-οργανωτικής λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτό έχουν παίξει ρόλο και η συγκυρία, η
ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων αλλά και οι εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση, έχουν παίξει όμως ρόλο
και οι αντικρουόμενες πολιτικές επιδιώξεις.
Σήμερα επιχειρείται μία «επιτάχυνση» τη συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μάλιστα διακηρύσσεται η
συγκρότηση Πανελλαδικού Σώματος εκλεγμένων αντιπροσώπων πριν από το Πάσχα χωρίς να έχει
αποσαφηνισθεί το οργανωτικό της πλαίσιο. Όμως χωρίς να γίνουν ορισμένες πολιτικές συζητήσεις γύρω
από τα ζητήματα της κρίσης και της στρατηγικής της αριστεράς, του ρόλου της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική
αλυσίδα, της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής, τα οργανωτικά θέματα θα υποκαθιστούν τη πολιτική
συζήτηση και αυτοί που ασκούν τη πολιτική συζήτηση (κύκλοι διανοουμένων το τελευταίο εξάμηνο) θα
υποκαθιστούν τον πολιτικό οργανισμό. Γι’αυτό και πρέπει να διοργανωθούν ημερίδες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα
προχωρήσουν αυτό τον προβληματισμό.
Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι ότι χωρίς την πλήρη αποσαφήνιση του οργανωτικού πλαισίου
και τη διαμόρφωση ασφαλιστικών δικλείδων καμία διαδικασία οργανωτικής συγκρότησης σε ανώτερο
επίπεδο δεν μπορεί να ξεκινήσει. Ακόμα και μετά τον πλήρη καθορισμό θα πρέπει να υπάρχει το
απαιτούμενο χρονικό διάστημα για την οργάνωση με δημοκρατικό τρόπο της συζήτησης και την
αποφυγή μίας μάχης μηχανισμών χωρίς αρχές. Για αυτό το λόγο όλα τα βήματα που θα κάνει θα πρέπει να
είναι προσεκτικά, σταθερά και σταδιακά και να διασφαλίζουν χώρο ύπαρξης και πολιτικής δράσης στις επιμέρους
συνιστώσες χωρίς παράλληλα, να επιδρούν παραλυτικά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να συστηματικοποιήσει την εσωτερική της λειτουργία βαθαίνοντας την στο
έδαφος των αποφάσεων της συνέλευσης του Κεραμικού. Αυτό σε πρώτη -άμεση- φάση σημαίνει
ενεργοποίηση των τοπικών επιτροπών, προκειμένου και να στηρίξουν τους εκλεγμένους συμβούλους,
αλλά και για να έρθουν σε επαφή και όσμωση με όσες/ους στήριξαν και εκλογικά τα ψηφοδέλτια. Σε
δεύτερη φάση, αφού λειτουργήσουν συστηματικά πλέον οι επιτροπές και με τα νεα μέλη και
ολοκληρωθεί ο κύκλος επαφών για τη δυνατότητα διεύρυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με νέες πολιτικές δυνάμεις
πρέπει να προχωρήσουμε στην υλοποίηση της απόφασης για σύγκλιση πανελλαδικού σώματος
αντιπροσώπων και εκλογή νέου συντονιστικού.
Ήδη από τον Μάρτιο του 2010 στην πρώτη συνέλευση του Κεραμεικού καταθέσαμε ένα πλήρες πλαίσιο
για τη λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το πανελλαδικό σώμα θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να αποτελείται από 600 –
700 μέλη που θα εναλλάσσονται π.χ. ανά μία ή δύο πανελλαδικές συνελεύσεις. Σε μία πρώτη φάση μπορεί να
συγκροτείται κατά πλειοψηφία (π.χ. κατά 80%) από αιρετούς και ανακλητούς εκπροσώπους των επιτροπών
βάσης (τοπικών και κοινωνικών χώρων / κοινωνικών κατηγοριών) που θα εκλέγονται με βάση την απλή
αναλογική με μία μαζική αντιπροσώπευση (π.χ. 1 εκπρόσωπος ανά πέντε μέλη) και με την δυνατότητα
υπερψήφισης μικρού αριθμού (σε σχέση με τον αριθμό προς εκλογή) υποψηφίων από τα μέλη, ώστε να
αντιπροσωπεύονται κατά το δυνατόν όλα τα ρεύματα αλλά και ανένταχτοι αγωνιστές. Τα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
πρέπει να είναι αποφασιστικά και να λαμβάνονται με διευρυμένη πλειοψηφία των 2/3.
Είναι σκόπιμο επίσης σε ένα αρχικό στάδιο να συγκροτείται και (π.χ. κατά 20%) από εκπροσώπους των
οργανώσεων που συμμετέχουν στο ΑΝΤΑΡΣΥΑ (που θα κατανέμονται είτε ισότιμα, είτε με μία εύλογη αναλογία
ανάλογα με το πολιτικό οργανωτικό βάρος κάθε οργάνωσης). Σε μία πρώτη φάση η συμμετοχή των οργανώσεων
και με εκπροσώπους σε ένα τέτοιο σώμα διευκολύνει τις μικρότερες οργανώσεις που δεν έχουν την ίδια
πανελλαδική και αριθμητική δικτύωση να εκπροσωπηθούν, ενώ παράγει μία εγγύηση για την αποφυγή συνολικών
αποκλεισμών. Δημιουργεί επίσης δυνατότητες για τη συμμετοχή σε μεταγενέστερο στάδιο και άλλων
οργανώσεων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που σήμερα δεν εντάσσονται σε αυτήν. Σε ένα δεύτερο στάδιο όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
θα έχει σταθεροποιηθεί περαιτέρω το πανελλαδικό σώμα θα μπορεί στο σύνολο του να συγκροτείται από
εκπροσώπους των επιτροπών βάσης. Σταδιακή θα πρέπει να είναι και η μεταφορά αποφασιστικού χαρακτήρα
αποφάσεων στις τοπικές επιτροπές και κυρίως στα πανελλαδικά σώματα από το κεντρικό συντονιστικό της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το κεντρικό συντονιστικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να διευρυνθεί και να εκλέγονται τα μέλη του
από το πανελλαδικό σώμα, ενώ θα πρέπει να συμμετέχει σ’αυτό και ένας εκπρόσωπος από κάθε οργάνωση.

Απέναντι σε αυτή τη συνολική πολιτική πρόταση υπάρχει δυστοκία τοποθέτησης από μια σειρά
πολιτικές δυνάμεις παρά το γεγονός ότι είναι απλή και έχει κατατεθεί εδώ και περίπου ένα χρόνο, ενώ
δεν υπάρχει κάποια άλλη πρόταση που συνολικά να θέτει κάποιο οργανωτικό πλαίσιο εκτός από
ορισμένες βασικές αρχές (π.χ. ένα μέλος μία ψήφος) ή και να αποσαφηνίζει το ρόλο των οργανώσεων,
της πλειοψηφίας, των μειοψηφιών κ.λ.π. Η δυστοκία αυτή αντανακλά δύο ζητήματα α) το κίνδυνο της
ανάπτυξης μίας μάχης μηχανισμών εφ όσον το οργανωτικό πλαίσιο παραμένει αόριστο και η διαδικασία
επιταχυνθεί ξαφνικά β) κυρίως το γεγονός ότι ορισμένες πολιτικές δυνάμεις έχουν ένα διαφορετικό
προσανατολισμό για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που πιθανόν να κλυδωνίσει το εγχείρημα.
Ορισμένες επιδιώξεις αναδεικνύονται δειλά. Υπάρχει μία πολιτική συζήτηση που τίθεται από κάποιες
δυνάμεις για τη συγκρότηση ενός «νέου αριστερού - κομμουνιστικού φορέα». Η πρόταση αυτή έχει πολλά
προβληματικά χαρακτηριστικά γιατί υποτιμά μία μακρά περίοδο κοινών πολιτικών πρακτικών που
απαιτούνται αλλά πολύ περισσότερο τις πολιτικό ιδεολογικές συγκλίσεις που είναι απαραίτητες και που
σήμερα δεν υφίστανται για μια σειρά ζητήματα, όπως τα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού, τη
συγκρότηση του εργατικού κινήματος και τη παρέμβαση σε αυτό, τη κριτική του ιστορικού
κομμουνιστικού κινήματος. Ακόμα περισσότερο αυτό ισχύει εφ όσον σε αυτή τη πολιτική πρόταση
συμπεριλαμβάνονται πολιτικές δυνάμεις με αντίρροπες πολιτικές αναφορές. Στη περίπτωση αυτή πρόκειται για
μία πολιτική πρόταση που αναπαράγει τροποποιημένα το μοντέλο του ΝΑΚ, με τα συνολικά πολιτικά
προβλήματα στρατηγικής που έχει (η θέση του για την Ε.Ε. και την ΟΝΕ στο φόντο της κρίσης είναι ενδεικτική).
Όμως ακόμα περισσότερο από την πολιτική κριτική απέναντι σε μία πολιτική πρόταση, το βασικότερο
είναι ότι η οποιαδήποτε πολιτική επιδίωξη δεν μπορεί να διακυβεύσει το χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα πολιτικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με αυτοτελείς πολιτικές
λειτουργίες, με δομικό το ρόλο των οργανώσεων στο εσωτερικό της, με διαδικασίες που έχουν σαν
στόχο τη διεύρυνσή της με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε ενιαία οργάνωση
ούτε με τυπικούς ούτε με άτυπους όρους, γιατί αυτό θα σημάνει τη πολιτική υποχώρηση της και μια βαθιά κρίση.
Στο πλαίσιο αυτό τα πολιτικά καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη στροφή στα κοινωνικά μέτωπα, την
ανάπτυξη των πολιτικών συμμαχιών της και τη διεύρυνση της πρέπει να υπηρετούνται από τα βήματα της
οργανωτικής συγκρότησης της.
 

ΑΡιστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση


 

You might also like