Professional Documents
Culture Documents
Η ευρύτερη κοινωνική συγκυρία
Η κρίση οξύνεται και μαζί της οξύνεται και η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στα εργατικά στρώματα και τη
νεολαία. Το μνημόνιο αποτέλεσε το όπλο για να αποκορυφωθεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθείται εδώ
και δεκαετίες. Οσο κι αν είναι βέβαιο ότι αυτή η πολιτική βαθαίνει ακόμα περισσότερο την κρίση, το κεφάλαιο
αδυνατεί να βρει σήμερα άλλη διέξοδο: μπροστά του δεν βλέπει τίποτε άλλο από συνεχείς αναθεωρήσεις
του μνημονίου με ακόμα σκληρότερα μέτρα.
Η ένταξη της Ιρλανδίας στο μηχανισμό στήριξης είναι χαρακτηριστικό δείγμα του πώς αυτή η πολιτική
εξαπλώνεται πανευρωπαϊκά. Η ένταση όμως του ταξικού πολέμου από τη μεριά του κεφαλαίου εμπεριέχει
σημαντικές αντιφάσεις. Η πολιτική αυτή αποδιαρθρώνει τις όποιες επιμέρους συμμαχίες της αστικής τάξης με
μικροαστικά στρώματα που βλέπουν το κοινωνικό τους μερίδιο να μειώνεται δραματικά (ενώ ορθώνεται
απειλητικά ακόμα και ο κίνδυνος της βίαιης απαξίωσής τους, όπως έγινε στην Αργεντινή). Είναι επίσης σαφές ότι
οι θυσίες δεν έχουν κανένα αντίκρισμα ενώ οδηγούν σε αντιστάσεις που παίρνουν χαρακτήρα ρήξεων, ακόμα και
σε χώρες όπως η Αγγλία.
Η μόνη ορατή πολιτική αντιμετώπισης των λαϊκών αντιστάσεων δεν είναι οι επιμέρους
παραχωρήσεις (ακόμα περισσότερο δεν είναι τα κοινωνικά συμβόλαια), αλλά η έντονη πειθάρχηση και
καταστολή. Η κοινωνική αυτή κρίση έχει αποτελέσματα και στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών. Η
ΕΕ ενσωματώνει σε τέτοιο βαθμό τις αντιφάσεις της κρίσης που τίθεται σε κίνδυνο το σπουδαιότερο εργαλείο της,
η νομισματική ένωση. Το ευρώ ως σκληρό νόμισμα αποτέλεσε μια σημαντική πολιτική αναδιάρθρωσης
κεφαλαίων και σύμπηξης κοινωνικών συμμαχιών: κατ’αρχάς εξέθετε τα λιγότερο αναδιαρθρωμένα κεφάλαια στο
διεθνή ανταγωνισμό, προσδένοντας τα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Ταυτόχρονα, η ΕΕ με μια σειρά
πολιτικών στις περιφερειακές χώρες (κυρίως μέσω του μηχανισμού των ΚΠΣ και των διάφορων καθεστώτων
ενίσχυσης) αναβάθμιζε τον κοινωνικό ρόλο νέων μικροαστικών στρωμάτων (ιδίως της διανόησης) που
αποτέλεσαν στρώματα - στηρίγματα του συνασπισμού εξουσίας. Σήμερα, η κοινωνική αυτή συμμαχία
κλυδωνίζεται, η δε τυχόν κατάρρευση της ΟΝΕ θα αποτελέσει ένα συντριπτικό πλήγμα στο τρόπο συγκρότησης
του συνασπισμού εξουσίας. Την προοπτική αυτή απεύχονται οι κυρίαρχες τάξεις. Γι’αυτό και επιχειρούν να την
αποφύγουν μέσω μηχανισμών στήριξης που μεταφέρουν ακόμα περισσότερο την πίεση προς τα λαϊκά
στρώματα. Οι αντιστάσεις τους και ο ενδεχόμενος κλυδωνισμός του πολιτικού σκηνικού θα δείξουν αν και κυρίως
πότε θα επιστρατευτούν νέες στρατηγικές, όπως η αναδιάρθρωση των χρεών και ο επαναδανεισμός (με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για τη διεθνή υποβάθμιση του ευρώ) ή η αποβολή ορισμένων χωρών από αυτό (με ό,τι αυτό
συνεπάγεται και για την ίδια τη συνοχή της ΟΝΕ που σε μια τέτοια περίπτωση θα βρεθεί πιο κοντά σε μια λογική
ζώνης του μάρκου παρά σε μια νομισματική ένωση όπως την ξέραμε).
Παρότι σήμερα η προοπτική αυτή είναι δυσάρεστη για τις κυρίαρχες τάξεις στην Ε.Ε., τα λαϊκά στρώματα
δεν θα έχουν παρά να επιχαίρουν για μία τέτοια εξέλιξη που θα οδηγήσει σε στοιχεία αποδιάρθρωσης της Ε.Ε.
όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
Η Ε.Ε. αποτελεί έναν από τους βασικούς μηχανισμούς επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου και ο
κλυδωνισμός της θα έχει επιπτώσεις και στα χαρακτηριστικά των επιμέρους εθνικών συνασπισμών εξουσίας.
Είναι σίγουρο ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ταξική πάλη θα ενταθεί και το αποτέλεσμα της θα εξαρτηθεί και πάλι
από τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις των δυνάμεων της εργασίας.
Σήμερα βρισκόμαστε στο μεταίχμιο του ταξικού πολέμου: τα λαϊκά στρώματα καταλαβαίνουν ότι
οι αμυντικοί αγώνες της προηγούμενης περιόδου δεν επαρκούν για να αναχαιτίσουν την επίθεση του
κεφαλαίου. Διαχέεται έτσι η οργή και η αγανάκτηση, αλλά μαζί και μια αμηχανία. Η κατάσταση αυτή
αποτυπώθηκε και στο αποτέλεσμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Ο δικομματισμός δέχθηκε για πρώτη φορά ένα τόσο ισχυρό πλήγμα, που αποτυπώνεται και στον αριθμό
ψήφων που απώλεσε, αλλά και στο γεγονός ότι για πρώτη φορά η πτώση του κυρίαρχου πόλου δεν αντιστοιχεί
σε μια σχετική έστω άνοδο του άλλου πόλου. Το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής οργής κατευθύνθηκε προς την
αποχή και το άκυρο. Ένα μικρότερο κομμάτι εγκλωβίστηκε σε «αντιμνημονιακά» ψηφοδέλτια, όπως του Δημαρά
στην Αττική, του Καλούδη στα Ιόνια, του Δημαρά στην Πάτρα, που έδειχναν ότι μπορούν να μπουν στο β’γύρο. Οι
επιλογές αυτές, κατ’εξοχήν αδιέξοδες, αναδεικνύουν και την αμηχανία της μεγαλύτερης μερίδας των
λαϊκών στρωμάτων που δεν βλέπουν ορατή πολιτική διέξοδο από την επίθεση του κεφαλαίου.
Υπήρξε όμως και ένα σημαντικό κομμάτι που κατευθύνθηκε προς τα Αριστερά. Εάν αθροίσει κανείς
τις ψήφους που κατευθύνθηκαν προς τα κομμάτια του ενιαίου μέχρι τις βουλευτικές εκλογές μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ
(ΔΗΑΡ-ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ-Μέτωπο Αλληλεγγύης) θα φανεί ότι υπήρξε μια ισομερής σε ψήφους άνοδος όλων των
δυνάμεων της Αριστεράς (από 70.000 περίπου ψήφους για ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Είναι όμως προφανές ότι
η αριθμητική μέθοδος δεν προσφέρει επαρκή πολιτικά συμπεράσματα.
Η ψήφος προς τη ΔΗΑΡ αποκρυσταλλώνει τη σαφή δεξιά μετατόπιση ενός σημαντικότατου μέρους
ψηφοφόρων του πρωην ενιαίου ΣΥΝ και διαμορφώνει τους όρους για την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού
υπέρ των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που στηρίζουν την αντιλαϊκή επίθεση. Ετσι, οι ψήφοι αυτοί πρέπει
να αντιμετωπίζονται ως μια αντίρροπη τάση σε σχέση με την αριστερόστροφη διαμαρτυρία που εκφράστηκε στις
εκλογές, με αποτέλεσμα το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ να καταγράφεται ως αρνητικό.
Τα δυο ανησυχητικά στοιχεία που καταγράφονται στο εκλογικό αποτέλεσμα είναι αφενός μεν η
υπερψήφιση με σχετικά μαζικά χαρακτηριστικά μιας ναζιστικής συμμορίας (η Χρυσή Αυγή έλαβε
τουλάχιστον 1% όπου κατέβασε ψηφοδέλτιο) και αφετέρου η διαμόρφωση όρων αναδιάταξης του πολιτικού
σκηνικού με τη δημιουργία κομμάτων-στηριγμάτων της κυρίαρχης στρατηγικής (από το κόμμα της
Μπακογιάννη μέχρι τη ΔΗΑΡ και δευτερευόντως τους Οικολόγους). Αν και στην παρούσα φάση δεν συμφέρει σε
καμία περίπτωση το συνασπισμό εξουσίας να κάψει τις εφεδρείες του, η μαγιά για επόμενες πολιτικές εξελίξεις
ήδη βράζει.
Όμως παρά το αντιφατικό και εν μέρει αρνητικό για το συνασπισμό εξουσίας εκλογικό αποτέλεσμα, αυτό
δεν δημιουργεί προσκόμματα στην ευρύτερη κοινωνική στρατηγική του κεφαλαίου αντίθετα την επιταχύνει.
Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της διεθνούς κρίσης δημιουργεί το
αντικειμενικό υπόβαθρο για την εκδήλωση μιας σειράς φαινομένων μετατόπισης των βαρών στα λαϊκά
και μικροαστικά στρώματα όπως 1) με την εκτίναξη της ανεργίας 2) με την μείωση της αξίας της εργατικής
δύναμης 3) με την άρση επαγγελματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μικροαστικών στρωμάτων. Εμπεριέχει
επίσης και το στοιχείο της απαξίωσης μερίδων του κεφαλαίου με το κλείσιμο παραγωγικών μονάδων ή και τη
μείωση της αξίας τους.
Ταυτόχρονα όμως η κρίση και ο συσχετισμός δυνάμεων όπως παρουσιάζεται στο εσωτερικό της
δημιουργεί μια ευκαιρία και μια αναγκαιότητα για το συνασπισμό εξουσίας. Να επιταχύνει μια συνολική
αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και στο επίπεδο της παραγωγής αλλά και σε πολιτικό
επίπεδο. Τα αποτελέσματα των εκλογών αλλά και η εξέλιξη της οικονομικής συγκυρίας στο βαθμό που δεν
επέδρασαν αποτρεπτικά έδωσαν ώθηση στην πολιτική στρατηγική του κυβερνητικού κέντρου. Ετσι έχουμε
θεσμικές παρεμβάσεις σε διάφορα επίπεδα α) συνολική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων β) μείωση της
αξίας της εργατικής δύναμης και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα γ) συμπίεση του κοινωνικού ρόλου
και των οικονομικών πόρων παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων δ) εμβάθυνση της κατασταλτικής
θωράκισης του κράτους ε) συνολική αλλαγή του εκπαιδευτικού πλαισίου ειδικά στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση σε ριζικά αυταρχική κατεύθυνση.
Μέσα σε τρεις μήνες μετά τις εκλογές το κυβερνητικό κέντρο επιδιώκει τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο
να εμπεδώσει αυτές τις συνολικές αλλαγές.
Είναι εμφανές ότι παρά την κοινωνική δυσαρέσκεια και τον υπόγειο αναβρασμό οι αντιδράσεις του
κοινωνικού κινήματος– παρά τις αναλαμπές όπως η γενική απεργία της 15 Δεκέμβρη και οι κινητοποιήσεις στα
ΜΜΜ – υπολείπονται της συνολικής και καταλυτικής επίθεσης της αστικής τάξης. Ειδικά οι αντιστάσεις
υπολείπονται στα τρία πεδία όπου εμπεδώνονται οι πιο βασικές αλλαγές α) στον ιδιωτικό τομέα λόγω του
εργοδοτικού δεσποτισμού και της τρομοκρατίας που ασκεί το φάσμα της «ανεργίας» β) στον δημόσιο τομέα και
ειδικά στις ΔΕΚΟ λόγω της υποταγής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, των διαχρονικών ανταλλαγμάτων της
κοινωνικής της βάσης, αλλά και της ύπαρξης ενός μεγάλου τμήματος εργαζομένων (συμβασιούχων κ.λ.π.)
δεύτερης ταχύτητας (χωρίς δικαιώματα, συνδικαλιστική εκπροσώπηση) γ) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση λόγω της
εμπέδωσης πλευρών του νόμου Γιαννάκου, της ενίσχυσης της συμμαχίας της αστικής τάξης με την καθηγητική
γραφειοκρατία και της επιθετικότητας της τελευταίας απέναντι στο φ.κ. αλλά και των λαθών και των αδυναμιών
της αριστεράς (των ΕΑΑΚ μη εξαιρουμένων).
Οι αλλαγές αυτές αν εμπεδωθούν στην ολότητα τους θα διαμορφώσουν ένα ριζικά διαφορετικό
τοπίο σε σχέση με αυτό που γνωρίσαμε από το 1980 και μετά. Για αυτό το λόγο όλα τα ρεύματα της
αριστεράς και ιδιαίτερα η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να μετατοπίσει την δράση της στις βασικές
αιχμές της ταξικής πάλης όπως τις περιγράψαμε παραπάνω.
Όμως παρά τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων και την επιθετικότητα της αστικής τάξης η υπέρβαση της
κρίσης προς το συμφέρον της δεν είναι καθόλου βέβαια. Η οικονομική αστάθεια σε διεθνές επίπεδο και ειδικά
στην Ε.Ε. και οι συσσωρευμένες αντιφάσεις του ελληνικού καπιταλισμού, καθιστούν το βάθαιμα της κρίσης πολύ
πιθανό αλλά και ενδεχόμενη την εκδήλωση φαινομένων όπως της ελεγχόμενης (ή και ανεξέλεγκτης) χρεοκοπίας.
Η αριστερά πρέπει να είναι προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει φαινόμενα και πολιτικά
καθήκοντα τα οποία δεν έχουν το ανάλογό τους μετά την μεταπολίτευση.
Τα εκλογικά αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η ψήφος προς την αντικαπιταλιστική αριστερά υπήρξε ένα σημαντικό στοιχείο των εκλογών για
την τοπική αυτοδιοίκηση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πέτυχε στις εκλογές ένα πραγματικά θεαματικό αποτέλεσμα (97.000 ψήφοι στις 11 από τις
13 περιφέρειες με ποσοστό που προσεγγίζει το 2%, εκλογή περιφερειακών συμβούλων σε 7 περιφέρειες,
εξαιρετική παρουσία και εκλογή δημοτικών συμβούλων σε πολλούς δήμους). Το αποτέλεσμα αυτό ανεβάζει πολύ
ψηλά τον πήχη για το σύνολο των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Είναι η πρώτη φορά που ένα σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών επιλέγει την πολιτική πρακτική
της υπερψήφισης αντικαπιταλιστικού ψηφοδελτίου. Η επιλογή αυτή δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη και
παράγει πολιτικά αποτελέσματα και στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και στους ίδιους τους φορείς αυτής της επιλογής
(πρώτα απ’ όλα φαίνεται για πρώτη φορά ότι ξεπερνιέται η λογική της «χαμένης ψήφου»). Αυτό ισχύει με
δεδομένο ότι η υπερψήφιση αυτή πήρε τα χαρακτηριστικά κοινωνικού ρεύματος με πανελλαδικά χαρακτηριστικά.
Η καταγραφή ενός τέτοιου κοινωνικού ρεύματος αποδεικνύει ότι τα αίτια της ανόδου της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν μπορούν να αποδοθούν σε οργανωτικά δεδομένα (μεγαλύτερη
ενεργοποίηση στην εκλογική δουλειά). Είναι προφανές ότι η πανελλαδική δικτύωση που κατέκτησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
το προηγούμενο χρονικό διάστημα και η λειτουργία τοπικών επιτροπών ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την
πανελλαδική καταγραφή αυτού του ρεύματος. Τέτοια όμως πανελλαδική δικτύωση υπήρχε και στις περσινές
βουλευτικές εκλογές, ενώ (σε μικρότερο βέβαια βαθμό) αντίστοιχη δικτύωση διέθεταν και το ΜΕΡΑ και το
ΕΝΑΝΤΙΑ.
Ούτε όμως και η παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως πρωτοπορία μιας σειρά
κινημάτων αποτέλεσε ένα καινούργιο φαινόμενο που να εξηγεί από μόνο του μια τέτοια άνοδο. Η
αντικαπιταλιστική αριστερά αριθμεί δεκαετίες παρουσίας μέσα στα κινήματα, ενώ οι ριζοσπαστικές συγκρουσιακές
πρακτικές της έχουν επηρεάσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Σίγουρα η παρουσία αυτή έχει ενταθεί, έχει
επεκταθεί σε τμήματα εργαζομένων, έχουν αναληφθεί πετυχημένες πρωτοβουλίες, όπως η συγκρότηση του
συντονιστικού πρωτοβάθμιων σωματείων, έχουν υπάρξει στιγμές που με την παρουσία της σφράγισε το πολιτικό
σκηνικό, ήταν όμως χαρακτηριστική η αναντιστοιχία μεταξύ της παρουσίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα
κοινωνικά κινήματα και της πολιτικής της παρουσίας.
Απέναντι σε αυτή τη συνολική πολιτική πρόταση υπάρχει δυστοκία τοποθέτησης από μια σειρά
πολιτικές δυνάμεις παρά το γεγονός ότι είναι απλή και έχει κατατεθεί εδώ και περίπου ένα χρόνο, ενώ
δεν υπάρχει κάποια άλλη πρόταση που συνολικά να θέτει κάποιο οργανωτικό πλαίσιο εκτός από
ορισμένες βασικές αρχές (π.χ. ένα μέλος μία ψήφος) ή και να αποσαφηνίζει το ρόλο των οργανώσεων,
της πλειοψηφίας, των μειοψηφιών κ.λ.π. Η δυστοκία αυτή αντανακλά δύο ζητήματα α) το κίνδυνο της
ανάπτυξης μίας μάχης μηχανισμών εφ όσον το οργανωτικό πλαίσιο παραμένει αόριστο και η διαδικασία
επιταχυνθεί ξαφνικά β) κυρίως το γεγονός ότι ορισμένες πολιτικές δυνάμεις έχουν ένα διαφορετικό
προσανατολισμό για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που πιθανόν να κλυδωνίσει το εγχείρημα.
Ορισμένες επιδιώξεις αναδεικνύονται δειλά. Υπάρχει μία πολιτική συζήτηση που τίθεται από κάποιες
δυνάμεις για τη συγκρότηση ενός «νέου αριστερού - κομμουνιστικού φορέα». Η πρόταση αυτή έχει πολλά
προβληματικά χαρακτηριστικά γιατί υποτιμά μία μακρά περίοδο κοινών πολιτικών πρακτικών που
απαιτούνται αλλά πολύ περισσότερο τις πολιτικό ιδεολογικές συγκλίσεις που είναι απαραίτητες και που
σήμερα δεν υφίστανται για μια σειρά ζητήματα, όπως τα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού, τη
συγκρότηση του εργατικού κινήματος και τη παρέμβαση σε αυτό, τη κριτική του ιστορικού
κομμουνιστικού κινήματος. Ακόμα περισσότερο αυτό ισχύει εφ όσον σε αυτή τη πολιτική πρόταση
συμπεριλαμβάνονται πολιτικές δυνάμεις με αντίρροπες πολιτικές αναφορές. Στη περίπτωση αυτή πρόκειται για
μία πολιτική πρόταση που αναπαράγει τροποποιημένα το μοντέλο του ΝΑΚ, με τα συνολικά πολιτικά
προβλήματα στρατηγικής που έχει (η θέση του για την Ε.Ε. και την ΟΝΕ στο φόντο της κρίσης είναι ενδεικτική).
Όμως ακόμα περισσότερο από την πολιτική κριτική απέναντι σε μία πολιτική πρόταση, το βασικότερο
είναι ότι η οποιαδήποτε πολιτική επιδίωξη δεν μπορεί να διακυβεύσει το χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα πολιτικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με αυτοτελείς πολιτικές
λειτουργίες, με δομικό το ρόλο των οργανώσεων στο εσωτερικό της, με διαδικασίες που έχουν σαν
στόχο τη διεύρυνσή της με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε ενιαία οργάνωση
ούτε με τυπικούς ούτε με άτυπους όρους, γιατί αυτό θα σημάνει τη πολιτική υποχώρηση της και μια βαθιά κρίση.
Στο πλαίσιο αυτό τα πολιτικά καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη στροφή στα κοινωνικά μέτωπα, την
ανάπτυξη των πολιτικών συμμαχιών της και τη διεύρυνση της πρέπει να υπηρετούνται από τα βήματα της
οργανωτικής συγκρότησης της.