You are on page 1of 14

Η πολιτική του ανταγωνισμού στις χώρες της Ε.Ε.

1.Zωογόνηση του ανταγωνισμού στη μεγάλη αγορά

H πεμπτουσία της μεγάλης ενιαίας αγοράς την οποία δημιουργεί η Eυρωπαϊκή


Ένωση είναι η ζωογόνηση του ανταγωνισμού. H μεγάλη αγορά επιτρέπει πράγματι
στις επιχειρήσεις να παράγουν σε μεγάλη κλίμακα, να χρησιμοποιούν σύγχρονα
μέσα παραγωγής και να μειώνουν έτσι το κόστος προς όφελος των καταναλωτών.
Aυτοί έχουν χάρη στην κοινή αγορά την επιλογή μεταξύ των εθνικών προϊόντων
και των προϊόντων των εταίρων, τα οποία εισάγονται χωρίς ποσοτικούς και
δασμολογικούς περιορισμούς. H επιλογή τους φέρεται τελείως φυσικά προς τα
προϊόντα καλύτερης ποιότητας, σχετικά με την τιμή τους, ανεξάρτητα από την
προέλευσή τους.

Όμως, παρά την εξαφάνιση των μη αποδοτικών επιχειρήσεων μέσα στην κοινή
αγορά, ο αριθμός των επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται πράγματι η μία την άλλη
σε ορισμένη αγορά αυξάνει και οι δυνατότητες κυριάρχησης της αγοράς
μειώνονται, γιατί τα προϊόντα των εταίρων ανταγωνίζονται τα εγχώρια προϊόντα
με ίσους όρους. Kαθώς προχωρεί η διαδικασία της ολοκλήρωσης της αγοράς, τα
εθνικά μονοπώλια γίνονται ολιγοπώλια και ο αριθμός των ανταγωνιστών στις
ολιγοπωλιακές αγορές αυξάνει. Tο αποτέλεσμα είναι μια μείωση της οικονομικής
δύναμης των εθνικών μονοπωλίων και ολιγοπωλίων. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις
προκαλούν μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να
μειώνουν την τιμή στα κράτη με τις υψηλότερες τιμές και να την προσεγγίζουν με
την τιμή που ισχύει στα κράτη μέλη με χαμηλότερα επίπεδα τιμών.

H τόνωση του ανταγωνισμού σημαίνει διατάραξη της σχετικής ηρεμίας των


συνθηκών προσφοράς, απομάκρυνση από πατροπαράδοτες συνήθειες και σε
πολλές περιπτώσεις απώλεια των μονοπωλιακών κερδών. Όλ' αυτά είναι επόμενο
να μην αφήνουν αδιάφορους τους παραγωγούς. H αντίδρασή τους μπορεί να είναι
θετική ή αρνητική. Oι περισσότεροι θα κάνουν μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού,
ορθολογισμού και μείωσης του κόστους παραγωγής και διανομής των προϊόντων
τους. Aυτή η συμπεριφορά είναι προς το συμφέρον τόσο των καταναλωτών, οι
οποίοι έχουν έτσι μια άφθονη προσφορά με τους καλύτερους δυνατούς όρους, και
των ίδιων των επιχειρηματιών, οι οποίοι μαθαίνουν να ζουν μέσα σε μια μεγάλη
αγορά και να αντιμετωπίζουν καλύτερα τον διεθνή ανταγωνισμό. Οι κάθετες
συμφωνίες μεταξύ παραγωγών και τοπικών διανομέων μπορεί να έχουν καλά
αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό και για την ολοκλήρωση της αγοράς.
Μολονότι, οι αρχικές ευρωπαϊκές Συνθήκες δεν πρόβλεπαν μια κοινοτική
βιομηχανική πολιτική ρύθμιζαν, κατά πρώτο λόγο, τον βιομηχανικό τομέα των
οικονομιών των κρατών μελών. Πράγματι, οι Συνθήκες που ίδρυαν την
Eυρωπαϊκή Kοινότητα Άνθρακα και Xάλυβα (EKAX) και την Eυρωπαϊκή
Kοινότητα Aτομικής Eνέργειας (EKAE) αποτελούσαν τομεακές πολιτικές για τους
τομείς που αφορούσαν, η δε Συνθήκη η ιδρύουσα την Eυρωπαϊκή Oικονομική
Kοινότητα (EOK) ρύθμιζε βασικά την κοινή αγορά για βιομηχανικά προϊόντα.
Αλλά, οι Συνθήκες EKAX και EKAE (Eυρατόμ) ήταν πιο λεπτομερείς από τη
Συνθήκη EOK ή και ακόμη και από τη Συνθήκη ΕΚ. Περιείχαν διατάξεις σχετικά
όχι μόνον με την πραγματοποίηση της κοινής αγοράς αλλά και με τη διαρθρωτική
πολιτική των τομέων που αφορούσαν και παρείχαν εξουσίες στους κοινοτικούς
θεσμούς για την εκπόνηση αυτών των πολιτικών.
Βέβαια, η τελωνειακή ένωση ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής
βιομηχανίας τόσο στη δική της αγορά όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Aπό το
1968, με την εγκαθίδρυση του κοινού τελωνειακού δασμολογίου , η Kοινότητα
διέθετε ένα ισχυρό εργαλείο για να εφαρμόσει μια δραστική εμπορική πολιτική και
να πιέσει για την απελευθέρωση των διεθνών συναλλαγών. Aυτό το εργαλείο
χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία από την Eπιτροπή, η οποία διαπραγματεύτηκε για
λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Kοινότητας/Ένωσης (ΕΚ/ΕΕ) τη μείωση της
τελωνειακής προστασίας των μεγάλων εμπορικών δυνάμεων στα πλαίσια της
Γενικής Συμφωνίας για τους Δασμούς και το Eμπόριο (GATT).
Aλλά όμως, η μείωση του διεθνούς προστατευτισμού δεν αρκούσε για την
ανόρθωση της ανταγωνιστικής θέσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Για να
μπορέσουν να αναμετρηθούν με τις αμερικανικές και τις ιαπωνικές ανταγωνίστριές
τους, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όφειλαν να βρουν την κατάλληλη διάσταση για
τις νέες συνθήκες ανταγωνισμού και να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους με
την έρευνα για νέα προϊόντα και νέες μεθόδους παραγωγής. Μόνον η μεγάλη
κοινή αγορά μπορούσε να τους προσφέρει αυτές τις συνθήκες
ανταγωνιστικότητας.

Παρά την επίτευξη των πλεονεκτημάτων της μεγάλης αγοράς, η Ευρωπαϊκή


βιομηχανία αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις. H παγκοσμιοποίηση των αγορών,
που επιτρέπει την πραγματοποίηση μεγαλυτέρων οικονομιών κλίμακας και την
επίτευξη μιας όλο και μεγαλύτερης ειδίκευσης των επιχειρήσεων σε όλο και πιο
συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς, σημαίνει, συγχρόνως, ένταση του
ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο,. Oι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πρέπει να είναι
ικανές να αντιμετωπίσουν αυτή τη παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και του
ανταγωνισμού. H παραγωγικότητα της εργασίας στην ευρωπαϊκή μεταποιητική
βιομηχανία παραμένει σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο της
αμερικανικής και της ιαπωνικής βιομηχανίας.
Oι οικονομικοί φορείς και οι δημόσιες αρχές στην Eυρώπη θα πρέπει λοιπόν να
δώσουν μεγάλη προσοχή στους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την
παραγωγικότητα: την τεχνολογική εξέλιξη, την επένδυση σε έρευνα και ανάπτυξη,
το επίπεδο χρήσης του παραγωγικού δυναμικού, το κόστος και τα προσόντα της
εργατικής δύναμης, τη διαχειριστική ικανότητα και την οργάνωση της παραγωγής.
Eκτός από την παγκοσμιοποίηση των αγορών και του ανταγωνισμού, η ευρωπαϊκή
βιομηχανία πρέπει να ετοιμαστεί να αντιμετωπίσει τη νέα βιομηχανική
επανάσταση, αυτή που προκύπτει από την ανάπτυξη των τεχνολογιών της
πληροφορικής και της επικοινωνίας. Aυτές εξαλείφουν τις διακρίσεις μεταξύ
τομέων όπως η ηλεκτρονική, η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες και ο οπτικο-
ακουστικός τομέας. Eπακολουθεί μια αλλαγή στην οργάνωση και τη διοίκηση των
επιχειρήσεων, καθώς και στις σχέσεις της διοίκησης με τους εργαζόμενους, ιδίως
ως προς την οργάνωση της εργασίας. Xρειάζεται, λοιπόν, μια διαρθρωτική
προσαρμογή που να περιλαμβάνει τη συνεχή μετάθεση πόρων προς τις πιο
αποδοτικές παραγωγές. Μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων
στηρίζεται στην ικανότητά τους για καινοτομία, ιδίως με την ανάπτυξη νέων
προϊόντων και υπηρεσιών.

Στον τομέα της πληροφορικής, π.χ., περίπου το 80% των εσόδων προέρχεται από
προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά για μόλις δύο χρόνια. Η καινοτομία είναι
πολυσύνθετο φαινόμενο, στο οποίο συμμετέχουν πολλοί παράγοντες
(επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, οικονομικοί παράγοντες κλπ.).
Είναι, επομένως, θέμα ουσιώδους σημασίας να προαχθούν καινοτόμες
δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης καινοτόμων επιχειρήσεων,
και να τονωθεί η διάδοση και η εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της έρευνας,
καθώς και η μεταφορά τεχνολογίας. Η Ευρώπη οφείλει να εκμεταλλευθεί
καλύτερα τις ερευνητικές της δραστηριότητες, καθώς και την αυξημένη της
ικανότητα δημιουργίας γνώσεων και τεχνογνωσίας, με φιλόδοξες πολιτικές
έρευνας και τεχνολογίας. Το Ευρωπαϊκό Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας
(2009) στήριξε τις προσπάθειες των κρατών μελών για την προώθηση της
δημιουργικότητας, μέσω της δια βίου μάθησης [Απόφαση 1350/2008].
Σε μια αποτελεσματική οικονομία της αγοράς η πρωτοβουλία και η ευθύνη για τη
διαρθρωτική προσαρμογή ανήκουν κατά πρώτο λόγο στους οικονομικούς
φορείς. O ρόλος των δημοσίων αρχών είναι κυρίως να λειτουργήσουν σαν
καταλύτης και να ανοίξουν τον δρόμο για τον εκσυγχρονισμό. Aυτό σημαίνει ότι
οι δημόσιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για να επιταχύνουν
και ενισχύουν τη διαδικασία προσαρμογής, ιδίως στο πεδίο της δημιουργίας
υποδομής (π.χ. για την παιδεία, την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες και την έρευνα),
αλλά δεν μπορούν ποτέ να υποκαταστήσουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται από
τις επιχειρήσεις. Για την επίσπευση των διαρθρωτικών αλλαγών, η Επιτροπή
συνιστά ενέργειες σε τρία πεδία: τη βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος
των επιχειρήσεων (λαμβάνοντας καλύτερα υπόψη τη διάσταση της
ανταγωνιστικότητας και παρέχοντας μια καλύτερη αξιολόγηση του σωρευτικού
αντίκτυπου των κανονιστικών ρυθμίσεων στους συγκεκριμένους βιομηχανικούς
κλάδους)· μια καλύτερη κινητοποίηση και συνέργια των διαφόρων κοινών
πολιτικών που είναι ικανές να ενισχύσουν τη χρησιμοποίηση της γνώσης και της
καινοτομίας ·και τέλος τη διεύρυνση της τομεακής διάστασης της ευρωπαϊκής
βιομηχανικής πολιτικής σε νέους τομείς, όπως της αυτοκινητοβιομηχανίας και
άλλων κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας .
Για να συγκρίνει τα επίπεδα παραγωγικότητας, τα ποσοστά απασχόλησης και τα
μερίδια στις εξαγωγικές αγορές με τους κυριότερους ανταγωνιστές της, τις
Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, η ΕΚ/ΕΕ χρησιμοποιεί σαν μέσο τη
συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking), η οποία επιτρέπει τον συνεχή έλεγχο
της επιτελούμενης προόδου. Οι κυριότεροι τομείς που θεωρείται ότι μπορούν να
βελτιωθούν και γι' αυτό υπόκεινται σε συγκριτική αξιολόγηση είναι: η λειτουργία
των αγορών, η καινοτομία και οι άυλες επενδύσεις, καθώς και οι προτεραιότητες
μέσα σε αυτούς τους τομείς, όπως οι τιμές, η ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας
και ο αριθμός καινοτόμων υπηρεσιών. Για την πρακτική εφαρμογή της
συγκριτικής αξιολόγησης, η Επιτροπή σύστησε μια ομάδα υψηλού επιπέδου,
απαρτιζόμενη από βιομηχάνους, η οποία έχει σαν αποστολές την επιλογή
προτύπων σχεδίων και τη δημιουργία ενός δικτύου εμπειρογνωμόνων που
αναλαμβάνει την υλοποίηση των σχεδίων αυτών στα κράτη μέλη. Ένα
μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εργασίας επιδιώκει τη διοργάνωση συνεχούς διαλόγου
ως προς την ανταγωνιστικότητα, που να εξασφαλίζει την εξέταση όλων των
πλευρών του προβλήματος.

2.Οι προκλήσεις της ευρωπαϊκής βιομηχανίας


Παρά την επίτευξη των πλεονεκτημάτων της μεγάλης αγοράς, η Ευρωπαϊκή
βιομηχανία αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις. H παγκοσμιοποίηση των αγορών,
που επιτρέπει την πραγματοποίηση μεγαλυτέρων οικονομιών κλίμακας και την
επίτευξη μιας όλο και μεγαλύτερης ειδίκευσης των επιχειρήσεων σε όλο και πιο
συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς, σημαίνει, συγχρόνως, ένταση του
ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο,. Oι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πρέπει να είναι
ικανές να αντιμετωπίσουν αυτή τη παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και του
ανταγωνισμού. H παραγωγικότητα της εργασίας στην ευρωπαϊκή μεταποιητική
βιομηχανία παραμένει σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο της
αμερικανικής και της ιαπωνικής βιομηχανίας.

Oι οικονομικοί φορείς και οι δημόσιες αρχές στην Eυρώπη θα πρέπει λοιπόν να


δώσουν μεγάλη προσοχή στους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την
παραγωγικότητα: την τεχνολογική εξέλιξη, την επένδυση σε έρευνα και ανάπτυξη,
το επίπεδο χρήσης του παραγωγικού δυναμικού, το κόστος και τα προσόντα της
εργατικής δύναμης, τη διαχειριστική ικανότητα και την οργάνωση της παραγωγής.
Eκτός από την παγκοσμιοποίηση των αγορών και του ανταγωνισμού, η ευρωπαϊκή
βιομηχανία πρέπει να ετοιμαστεί να αντιμετωπίσει τη νέα βιομηχανική
επανάσταση, αυτή που προκύπτει από την ανάπτυξη των τεχνολογιών της
πληροφορικής και της επικοινωνίας.

Aυτές εξαλείφουν τις διακρίσεις μεταξύ τομέων όπως η ηλεκτρονική, η


πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες και ο οπτικο-ακουστικός τομέας. Eπακολουθεί
μια αλλαγή στην οργάνωση και τη διοίκηση των επιχειρήσεων, καθώς και στις
σχέσεις της διοίκησης με τους εργαζόμενους, ιδίως ως προς την οργάνωση της
εργασίας. Xρειάζεται, λοιπόν, μια διαρθρωτική προσαρμογή που να περιλαμβάνει
τη συνεχή μετάθεση πόρων προς τις πιο αποδοτικές παραγωγές.
Μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στηρίζεται στην
ικανότητά τους για καινοτομία, ιδίως με την ανάπτυξη νέων προϊόντων και
υπηρεσιών.
Στον τομέα της πληροφορικής, π.χ., περίπου το 80% των εσόδων προέρχεται από
προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά για μόλις δύο χρόνια. Η καινοτομία είναι
πολυσύνθετο φαινόμενο, στο οποίο συμμετέχουν πολλοί παράγοντες
(επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, οικονομικοί παράγοντες κλπ.).
Είναι, επομένως, θέμα ουσιώδους σημασίας να προαχθούν καινοτόμες
δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης καινοτόμων επιχειρήσεων,
και να τονωθεί η διάδοση και η εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της έρευνας,
καθώς και η μεταφορά τεχνολογίας.

Η Ευρώπη οφείλει να εκμεταλλευθεί καλύτερα τις ερευνητικές της


δραστηριότητες, καθώς και την αυξημένη της ικανότητα δημιουργίας γνώσεων και
τεχνογνωσίας, με φιλόδοξες πολιτικές έρευνας και τεχνολογίας. Το Ευρωπαϊκό
Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας (2009) στήριξε τις προσπάθειες των
κρατών μελών για την προώθηση της δημιουργικότητας, μέσω της δια βίου
μάθησης [Απόφαση 1350/2008].

Σε μια αποτελεσματική οικονομία της αγοράς η πρωτοβουλία και η ευθύνη για τη


διαρθρωτική προσαρμογή ανήκουν κατά πρώτο λόγο στους οικονομικούς
φορείς. O ρόλος των δημοσίων αρχών είναι κυρίως να λειτουργήσουν σαν
καταλύτης και να ανοίξουν τον δρόμο για τον εκσυγχρονισμό. Aυτό σημαίνει ότι
οι δημόσιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για να επιταχύνουν
και ενισχύουν τη διαδικασία προσαρμογής, ιδίως στο πεδίο της δημιουργίας
υποδομής (π.χ. για την παιδεία, την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες και την έρευνα),
αλλά δεν μπορούν ποτέ να υποκαταστήσουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται από
τις επιχειρήσεις. Για την επίσπευση των διαρθρωτικών αλλαγών, η Επιτροπή
συνιστά ενέργειες σε τρία πεδία: τη βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος
των επιχειρήσεων (λαμβάνοντας καλύτερα υπόψη τη διάσταση της
ανταγωνιστικότητας και παρέχοντας μια καλύτερη αξιολόγηση του σωρευτικού
αντίκτυπου των κανονιστικών ρυθμίσεων στους συγκεκριμένους βιομηχανικούς
κλάδους)· μια καλύτερη κινητοποίηση και συνέργια των διαφόρων κοινών
πολιτικών που είναι ικανές να ενισχύσουν τη χρησιμοποίηση της γνώσης και της
καινοτομίας ·και τέλος τη διεύρυνση της τομεακής διάστασης της ευρωπαϊκής
βιομηχανικής πολιτικής σε νέους τομείς, όπως της αυτοκινητοβιομηχανίας και
άλλων κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας .
Για να συγκρίνει τα επίπεδα παραγωγικότητας, τα ποσοστά απασχόλησης και τα
μερίδια στις εξαγωγικές αγορές με τους κυριότερους ανταγωνιστές της, τις
Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, η ΕΚ/ΕΕ χρησιμοποιεί σαν μέσο τη
συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking), η οποία επιτρέπει τον συνεχή έλεγχο
της επιτελούμενης προόδου. Οι κυριότεροι τομείς που θεωρείται ότι μπορούν να
βελτιωθούν και γι' αυτό υπόκεινται σε συγκριτική αξιολόγηση είναι: η λειτουργία
των αγορών, η καινοτομία και οι άυλες επενδύσεις, καθώς και οι προτεραιότητες
μέσα σε αυτούς τους τομείς, όπως οι τιμές, η ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας
και ο αριθμός καινοτόμων υπηρεσιών. Για την πρακτική εφαρμογή της
συγκριτικής αξιολόγησης, η Επιτροπή σύστησε μια ομάδα υψηλού επιπέδου,
απαρτιζόμενη από βιομηχάνους, η οποία έχει σαν αποστολές την επιλογή
προτύπων σχεδίων και τη δημιουργία ενός δικτύου εμπειρογνωμόνων που
αναλαμβάνει την υλοποίηση των σχεδίων αυτών στα κράτη μέλη. Ένα
μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εργασίας επιδιώκει τη διοργάνωση συνεχούς διαλόγου
ως προς την ανταγωνιστικότητα, που να εξασφαλίζει την εξέταση όλων των
πλευρών του προβλήματος.
Η λειτουργία της Ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού,
αποτελεί πρωταρχική επιδίωξη της Ε.Ε. Ο ανταγωνισμός βοηθά, στη διάθεση
φθηνότερων προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ το εύρος των επιλογών των
Καταναλωτών, ολοένα, αυξάνεται, καθώς οι επιχειρήσεις προσπαθούν, συνεχώς,
να βελτιώσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες, που παρέχουν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία, με τις Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού της
κάθε χώρας-μέλους, εργάζεται, για τη διασφάλιση και τη διατήρηση των
συνθηκών υγιούς και αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Έτσι, στη Γενική
Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε., δημιουργήθηκε το Γραφείο Συνδέσμου με
τους Καταναλωτές. Παράλληλα, εκδόθηκε φυλλάδιο, που περιγράφει την Πολιτική
Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον τρόπο, που αυτή εποπτεύει τη
λειτουργία της αγοράς, διασφαλίζει τον ανταγωνισμό και τελικά, προστατεύει τους
Καταναλωτές.

3.Γραφείο Συνδέσμου με τους Καταναλωτές

Το Γραφείο Συνδέσμου με τους Καταναλωτές δέχεται καταγγελίες, σχετικές με


θέματα ανταγωνισμού. Δίνει συμβουλές, στους Καταναλωτές και γνωστοποιεί τις
καταγγελίες, στην αντίστοιχη Εθνική Αρχή, που ασχολείται, με τον ανταγωνισμό
και την προστασία των Καταναλωτών.

Το Γραφείο Συνδέσμου με τους Καταναλωτές ιδρύθηκε, με στόχο να ενισχύσει το


διάλογο, με τους Ευρωπαίους Καταναλωτές, των οποίων η φωνή δεν ακούγεται,
αρκετά, κατά τη διαχείριση υποθέσεων ή κατά τη συζήτηση θεμάτων πολιτικής.
Καταπολεμά μονοπωλιακές συμπεριφορές (καρτέλ) και αποτρέπει την
εκμετάλλευση της "δεσπόζουσας θέσης", στην αγορά, με τον έλεγχο των
συγχωνεύσεων κ.λπ.

Ειδικότερα, τα καθήκοντά του είναι:

* Να λειτουργεί, ως το πρωταρχικό σημείο επαφής, για τις Ενώσεις


Καταναλωτών, αλλά και για τους Καταναλωτές, ατομικά, δημιουργώντας
τακτικότερη και εντονότερη συνεργασία μαζί τους.
* Να ενημερώνει τις ομάδες Καταναλωτών, σχετικά με υποθέσεις
ανταγωνισμού και να τις συμβουλεύει, σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο
μπορούν να συμμετάσχουν και να εκφράσουν τις απόψεις τους.
* Να επικοινωνεί, με τις Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού, για θέματα, που
αφορούν την προστασία του Καταναλωτή.
* Να ενισχύει το διάλογο και τη συνεργασία, ανάμεσα στη Γενική Διεύθυνση
Ανταγωνισμού και τις άλλες Γενικές Διευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και
ειδικότερα, με την Γενική Διεύθυνση Υγείας και Προστασίας Καταναλωτή.
4.Πολιτική Ανταγωνισμού και Καταναλωτής

Η Ε.Ε. ελέγχει αν οι επιχειρήσεις "παίζουν δίκαιο παιχνίδι"


Η Επιτροπή λειτουργεί, ως διαιτητής, ανάμεσα, στις επιχειρήσεις, ώστε να
λειτουργούν, στην αγορά, με τους ίδιους κανόνες. Κάποιες, όμως, παραβαίνουν
τους κανόνες και, μετά από μεταξύ τους συνεννόηση, προσπαθούν να επιβάλλουν
τους δικούς τους τρόπους λειτουργίας και κανόνες.

Παράδειγμα αποτελεί η δημιουργία "καρτέλ": μια ομάδα ανταγωνιστών


συμφωνούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό. Επιβάλουν ίδιες τιμές, στα
προϊόντα τους, μειώνουν την παραγωγή τους, συμφωνούν, μεταξύ τους, το
μοίρασμα της αγοράς. Οι Καταναλωτές αναγκάζονται να πληρώσουν, περισσότερα
χρήματα, για λιγότερα και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντα.

Τα "καρτέλ" είναι παράνομα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επιβάλλονται πρόστιμα,


στους συμμετέχοντες. Το 2001, επιβλήθηκε πρόστιμο 800 εκατομμύρια ευρώ, σε 8
εταιρίες παραγωγής βιταμινών, το 2004, επιβλήθηκε πρόστιμο 497 εκατομμύρια
ευρώ, σε εταιρία παραγωγής λειτουργικών συστημάτων.

Η απόδειξη ότι μια εταιρεία συμμετέχει, σε καρτέλ, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση.
Συνήθως, οι συμφωνίες είναι μυστικές, άτυπες και χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Για
αυτό, δίνεται η δυνατότητα, σε μια εταιρία, που συμμετείχε, σε "καρτέλ", να
παραδώσει η ίδια αποδεικτικά στοιχεία, στην Επιτροπή και έτσι να μειωθεί ή και
να παραγραφεί η δική της ποινή.

Κατά τον έλεγχο, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τα στοιχεία της εταιρίας, να κάνει
ξαφνικές επιθεωρήσεις και, με δικαστική εντολή, ακόμα και στα σπίτια του
προσωπικού. Το πρόστιμο μπορεί να ανέλθει, ως το 10% του τζίρου της εταιρείας.

Οι Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού μπορούν, επίσης, να εφαρμόσουν την κοινοτική


νομοθεσία και να προχωρήσουν, σε ελέγχους. Άλλωστε, έχει ιδρυθεί και το
Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού, μέσω του οποίου συνεργάζονται οι εθνικές
αρχές, ανταλλάσσοντας πληροφορίες.

Παρόλα αυτά, σε μερικές περιπτώσεις, μια συμφωνία, μεταξύ επιχειρήσεων,


μπορεί να λειτουργήσει, προς όφελος των Καταναλωτών, αν αυτή γίνεται, για
λόγους βελτίωσης των προϊόντων, ανάπτυξης των υπηρεσιών, εύρεσης νέων
τρόπων διάθεσής τους. Μπορεί να έχουμε συμφωνίες, για μεταφορά τεχνολογίας,
κοινή παραγωγή κ.λπ. Τέτοιες συμφωνίες μπορεί να γίνουν αποδεκτές, ειδικά αν
γίνονται ανάμεσα σε εταιρίες, που κατέχουν μικρό μερίδιο αγοράς.

5.Συγχωνεύσεις

Σήμερα, λόγω της παγκοσμιοποίησης και του αυξημένου ανταγωνισμού, πολλές


επιχειρήσεις προχωρούν, σε συγχωνεύσεις. Αυτή η πρακτική μπορεί να ωφελήσει
όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, αλλά είναι πολύ πιθανό να επιφέρει και ζημίες. Βοηθά,
στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, στη μείωση του κόστους παραγωγής, στη
βελτίωση της ποιότητας και των τιμών. Από την άλλη, μπορεί να προκαλέσει τη
δημιουργία μιας κυρίαρχης δύναμης, στην αγορά και έτσι να μειωθεί ο
ανταγωνισμός. Η εταιρεία αυτή μπορεί να εκμεταλλευθεί τη δύναμή της, τη
"δεσπόζουσα θέση" της και να χαμηλώσει π.χ. τις τιμές των προϊόντων της, μέχρι
να εξοστρακίσει τους ανταγωνιστές της, από την αγορά. Τότε θα είναι μονοπώλιο
και θα συμπεριφέρεται, όπως θέλει, στους Καταναλωτές, οι οποίοι δε θα έχουν
εναλλακτικές επιλογές.

Γι' αυτό, οι συγχωνεύσεις εξετάζονται, πολύ καλά, από τις αρχές, προκειμένου να
εγκριθούν. Όταν ο ετήσιος τζίρος των εταιριών, που συγχωνεύονται, ξεπερνά
κάποιο ποσό, ο έλεγχος γίνεται, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ, σε αντίθετη
περίπτωση, γίνεται, από τις εθνικές αρχές. Βέβαια, υπάρχει η δυνατότητα να
παραπεμφθεί η υπόθεση, από τη μια αρχή, στην άλλη.

Μια συγχώνευση μπορεί να εγκριθεί, αν οι επιχειρήσεις προτείνουν μια δέσμη


μέτρων, που θα έχουν, ως στόχο, την προστασία του ανταγωνισμού, π.χ. να
πουλήσουν ένα μέρος της νέας εταιρίας ή να δώσουν κάποια ευρεσιτεχνία και στις
υπόλοιπες ανταγωνίστριες εταιρίες. Τότε, θα βρίσκονται, υπό επιτήρηση και η
έγκριση θα δοθεί, υπό προϋποθέσεις. Γενικά, το 90% των αιτήσεων εγκρίνονται
κανονικά, ενώ το υπόλοιπο, υπό προϋποθέσεις. Από το 1990, μόνο 18 αιτήσεις
συγχωνεύσεων απορρίφθηκαν.

6.Απελευθέρωση των αγορών

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάζεται, εντατικά, για το άνοιγμα των αγορών της, στον
ανταγωνισμό, προς όφελος των Καταναλωτών. Ως το 2004, καταργήθηκαν τα
κρατικά μονοπώλια, σε αρκετούς τομείς, όπως τα ταχυδρομεία, οι
τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές και οι ασφάλειες, ενώ προσπάθειες γίνονται και
στον τομέα της ενέργειας.

Πλέον, υπάρχει ελευθερία επιλογών, πάντα, για το καλό του Καταναλωτή. Σε


κάποιες περιπτώσεις, η απελευθέρωση οδήγησε, σε σημαντική πτώση των τιμών
και η εξοικονόμηση χρημάτων ήταν σημαντική. Στις τηλεπικοινωνίες, π.χ., τα
ποσά των λογαριασμών μειώθηκαν, από 13% έως 23%.

Οι εθνικές κυβερνήσεις, όμως, ακόμα και μετά την απελευθέρωση, θα πρέπει να


διασφαλίσουν την πρόσβαση των Καταναλωτών, στις υπηρεσίες. Π.χ. τα
γερμανικά ταχυδρομεία αναγκάστηκαν να διατηρήσουν το εθνικό δίκτυο
διανομής, παρόλο, που αυτό ήταν επιζήμιο, για αυτά. Οι ιδιωτικές εταιρείες, που
είχαν μπει στον κλάδο, διέθεταν περιορισμένο δίκτυο διανομής και μόνο σε
περιοχές, όπου υπήρχε υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού, επομένως είχαν
μικρότερο κόστος λειτουργίας. Γι' αυτό το λόγο υπάρχουν και κανονισμοί, που
στοχεύουν στη διατήρηση των κρατικών υπηρεσιών και τη μη υποβάθμιση της
ποιότητας των υπηρεσιών τους.

7.Έλεγχος της κρατικής βοήθειας

Το κράτος μπορεί να παρέμβει, στον ανταγωνισμό, παρέχοντας βοήθεια, σε


κάποιες επιχειρήσεις, όπως επιχορηγήσεις, φοροελαφρύνσεις κ.λπ. Αυτή η
βοήθεια ελέγχεται, από την Επιτροπή, για να διατηρηθεί η επί ίσοις όροις
λειτουργία των επιχειρήσεων.

Η κρατική βοήθεια απαγορεύεται, σε γενικές γραμμές από την Ευρωπαϊκή Ένωση,


αλλά επιτρέπεται, σε ειδικές περιπτώσεις, για λόγους οικονομικής ανάπτυξης, π.χ.
ανάπτυξη περιοχών, που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, προώθηση μικρών και
μεσαίων επιχειρήσεων, έρευνα και ανάπτυξη (περίπτωση επιχορήγησης εταιριών
το 2003, για έρευνα σε νέες τεχνολογίες), προστασία περιβάλλοντος ή εκπαίδευση.
Υπάρχουν και οι πιο αντιφατικές μορφές, όπως η βοήθεια, για τη διάσωση και
επανίδρυση μιας επιχείρησης, η βοήθεια, που δίνεται, σε επιχειρήσεις, που
λειτουργούν, σε ευαίσθητους τομείς κ.λπ.

Η κρατική βοήθεια εξετάζεται, όταν δίνεται, σε συγκεκριμένες εταιρίες ή τομείς


παραγωγής. Όταν έχουμε γενικά μέτρα, που εφαρμόζονται, για όλους, δε μιλάμε,
για κρατική βοήθεια, που χρήζει ελέγχου. Συνήθως, ελέγχεται η βοήθεια, που
δίνεται, σε μια εταιρία μεγάλου μεγέθους, που μπορεί να επηρεάσει τον
ανταγωνισμό. Για να εγκριθεί θα πρέπει να ενισχύει κάποιον από τους θεμελιώδεις
στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προκειμένου να πάρουν την έγκριση τα κράτη-μέλη, πρέπει να ειδοποιήσουν την


Ε.Ε., για τα σχέδιά τους, ενώ, για μικρής σημασίας περιπτώσεις, ενημερώνουν, με
την αποστολή εγγράφων, μετά την παροχή της βοήθειας. Το 85% των υποθέσεων
εγκρίνονται, μετά από αξιολόγηση. Η απόφαση δημοσιεύεται, στην επίσημη
εφημερίδα της Ε.Ε. και στην ιστοσελίδα της. Όλα τα μέρη έχουν την δυνατότητα
να καταθέσουν την άποψή τους. Σε περίπτωση απόκρυψης της παροχής βοήθειας,
αυτή μπορεί να αποκαλυφθεί, μετά από καταγγελία ενός ατόμου ή μιας
ανταγωνίστριας εταιρίας ή ακόμα και από τα Μ.Μ.Ε. Σε περίπτωση παρανομίας,
απαιτείται η επιστροφή της βοήθειας.

Τελευταία, οι κρατικές βοήθειες έχουν μειωθεί κατά πολύ. Έχουμε λιγότερη αλλά
καλύτερα κατανεμημένη βοήθεια, άρα περισσότερο αποτελεσματική.

8.Διεθνείς συνεργασίες

Ο ανταγωνισμός μπορεί να επηρεαστεί, από τη δραστηριοποίηση, εντός της


ευρωπαϊκής αγοράς, εταιριών, που εδρεύουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτές μπορεί να ενεργούν ανεξάρτητες, στην εσωτερική αγορά ή να
συνεργάζονται, με εταιρίες της Ένωσης.

Η Επιτροπή εξετάζει αυτές τις περιπτώσεις, παρόλο που οι εταιρίες εδρεύουν,


αλλού. Άλλωστε, οι εταιρίες αυτές πρέπει να σέβονται το νομικό πλαίσιο, που
ισχύει, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως οι εταιρίες της Ε.Ε. σέβονται το νομικό
πλαίσιο των χωρών, στις οποίες δραστηριοποιούνται. Επίσης, η Ε.Ε. συνεργάζεται,
με τις Αρχές Ανταγωνισμού άλλων χωρών, προκειμένου να μοιραστούν τις
εμπειρίες τους και να εξετάσουν, μαζί, κάποιες περιπτώσεις. Γι' αυτό το λόγο, έχει
δημιουργηθεί και το Διεθνές Δίκτυο Ανταγωνισμού. Οι αρχές αποφασίζουν την,
από κοινού, διενέργεια ελέγχων, κάτι που βρίσκει σύμφωνες και τις εταιρίες.

Δράση των Καταναλωτών Αν κάποιος Καταναλωτής παρατηρήσει πολιτικές, που


στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, μπορεί:

* Σε περίπτωση, που μια επιχείρηση λειτουργεί, σε τοπικό επίπεδο ή


δραστηριοποιείται, σε το πολύ, 3 χώρες, να ενημερώσει την εθνική Αρχή
Ανταγωνισμού.
* Σε περίπτωση επιχείρησης, με μεγαλύτερη εμβέλεια, να ενημερώσει την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Θα πρέπει να κατατεθεί επίσημη καταγγελία, όπου θα αναφέρονται τα στοιχεία


του καταγγέλοντα, τα στοιχεία της επιχείρησης, τα προϊόντα και οι πρακτικές της.

Ο Καταναλωτής μπορεί να απευθυνθεί και σε Ενώσεις Καταναλωτών, όπως το


ΚΕ.Π.ΚΑ., το οποίο θα διαβιβάσει την τεκμηριωμένη καταγγελία, στην
Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα παρακολουθήσει την εξέλιξή της.

Χρήσιμες Διευθύνσεις Ευρωπαϊκή Επιτροπή - Γραφείο Συνδέσμου με τους


Καταναλωτές:

* Πληροφορίες
* Γραφείο Συνδέσμου
* Φόρμα Παραπόνων

Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού:


Ηλεκτρονική Διεύθυνση: http://www.epant.gr/
ΠΗΓΗ: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

9.Έλεγχος
Έλεγχος ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων είναι ένας τομέας όπου η ΕΕ
είναι ιδιαίτερα ισχυρή και όπου οι αποφάσεις της αισθητές από τους ευρωπαίους
πολίτες. ΕΕ ελέγχου της επί της πολιτικής ανταγωνισμού του παρέχει την εξουσία
να αποφανθεί σχετικά με τις συγχωνεύσεις, τις εξαγορές, τα καρτέλ και η χρήση
των κρατικών ενισχύσεων. Η ΕΕ έχει κατορθώσει να αναπτύξει ρύθμιση του
ανταγωνισμού σε έναν βασικό τομέα της ευρωπαϊκής ηγεσίας. Είχε μεγάλη
επιτυχία στην επιβολή όραμά της για αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό των
κρατών μελών και έχει άμεση επίπτωση στην «καθημερινή ζωή των ευρωπαίων
πολιτών, με δράσεις που λαμβάνονται κατά της μεγάλα ονόματα όπως η
Microsoft. Ωστόσο, έχει επίσης επικριθεί για υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές της,
αποδεκτή και για την επιδίωξη μιας πολιτικής για ελεύθερη αγορά που θα
μπορούσε να υπονομεύσει τα μέρη του κοινωνικού μοντέλου της αγοράς που
λειτουργεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
10.Περίληψη Πολιτικής Ανταγωνισμού

Στην υλοποίηση του στόχου της κατάργησης των εμποδίων στο διεθνές εμπόριο, ο
ΠΟΕ έχει ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με απαλλάσσοντάς τις χώρες μέλη της
κυβέρνησης που δημιουργείται από τα φαινόμενα που εμποδίζουν το ελεύθερο
εμπόριο, όπως για παράδειγμα δασμοί. Δεν ήταν μέχρι το 1996 υπουργική
διάσκεψη στη Σιγκαπούρη ότι οι χώρες μέλη εντόπισαν τις επιχειρήσεις ως πηγή
στρεβλώσεων του διεθνούς ελεύθερο εμπόριο. Η πλειοψηφία των χωρών μελών
του ΠΟΕ (τόσο των ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων) είχαν ήδη νομοθεσία περί
ανταγωνισμού, όπως η αντιμονοπωλιακή ή αντιμονοπωλιακούς νόμους που
ρυθμίζονται ή να απαγορεύονται τέτοια πράγματα όπως τον καθορισμό των τιμών,
τις συγχωνεύσεις, όσο και κάθετες συμφωνίες. Ωστόσο, άλλοι δεν είχαν τέτοιες
ρυθμιστικές πολιτικές, και κανένας δεν υπήρχε για την επίβλεψη των προτύπων
ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο.

Η εικοστή άρθρο του το 1996 υπουργική δήλωση της Σιγκαπούρης ζήτησε τη


σύσταση μιας ομάδας εργασίας για την εξέταση επίσημα την σχέση μεταξύ
εμπορίου και πολιτικής ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η Ομάδα εργασίας του ΠΟΕ
σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ εμπορίου και πολιτικής ανταγωνισμού
(ΟΕΕΑ) δημιουργήθηκε, και άρχισε συνάντηση το καλοκαίρι του 1997. Η
αποστολή της ομάδας είναι απλά να διερευνήσει και να αναλύσει τη σχέση μεταξύ
ανταγωνισμού και του εμπορίου, χωρίς εγχειρήματα στο προτάσεις πολιτικής για
το πώς να περιορίσει αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, προκειμένου να αυξηθεί το
εμπόριο.

Αν και τα περισσότερα μέλη αποδεκτό ότι υπάρχει μια ισχυρή σχέση μεταξύ
εμπορίου και του ανταγωνισμού, υπάρχει μια μεγάλη διαμάχη για το αν ή δεν
πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη δημιουργία ενός πολυμερούς πλαισίου κανόνων
στον τομέα του ανταγωνισμού. Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη εξαιτίας
της απουσίας της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας ή άλλων πολιτικών για τον
ανταγωνισμό μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο τις αγορές στη χώρα του, αλλά και σε
άλλες χώρες.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις, ως συνήθως έχουν διαφορετικές απόψεις. Η ΕΕ θα ήθελε


να δει τα διεθνή πρότυπα των ανεπτυγμένων πολιτική ανταγωνισμού, αλλά οι
οποίες θα επέτρεπαν στις αναπτυσσόμενες χώρες, να εξαιρεθούν από τους εν λόγω
τομείς που επιθυμούν. Οι αναπτυσσόμενες χώρες, στην πραγματικότητα
χωρίζονται για το θέμα, με ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής που ευνοούν
μια τέτοια πολιτικής, ενώ αρκετές ασιατικές χώρες είναι λιγότερο ενθουσιώδεις.

Ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες φοβούνται ότι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες,


οι οποίες τείνουν να είναι με κεντρικά γραφεία στις αναπτυγμένες χώρες, θα
επεκταθεί στις εγχώριες αγορές τους και να απειλούν τους νέους και αυξανόμενες
εγχώριες επιχειρήσεις. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες διαφωνούν επίσης με
πολυμερή μέτρα τον ανταγωνισμό, διότι τις θεωρούν υπερβολικά ενοχλητικές?
Πιστεύουν ότι η πολιτική ανταγωνισμού είναι κάτι που μια κυβέρνηση πρέπει να
δημιουργήσει κατά την κρίση της, λόγω αυτής της πολιτικής εξαρτάται από τις
μοναδικές συνθήκες στην αγορά μιας χώρας. Τέλος, ορισμένες αναπτυσσόμενες
χώρες είναι απρόθυμες να προσθέσετε περισσότερα θέματα στην ημερήσια
διάταξη του ΠΟΕ πριν από υπάρχοντα μπορούν να επιλυθούν.

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ και η ΕΕ τόσο την ισχυρή στήριξη της δημιουργίας
της διεθνούς πολιτικής ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας ότι ο αθέμιτος
ανταγωνισμός στρεβλώνουν το εμπόριο όσο και τα τιμολόγια που κάνουμε, και
επομένως πρέπει να ρυθμίζονται από τον ΠΟΕ και όχι τα αριστερά σε κάθε
κυβέρνηση country. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ, πάντως, διαφωνούν για το πώς ακριβώς
πρέπει να γίνει αυτό.

Υπό το φως αυτών των διαφωνιών, είναι απίθανο ότι θα δούμε κάποια σημαντική
πρόοδο όσον αφορά την πολιτική ανταγωνισμού στο εγγύς μέλλον. Ορισμένες
χώρες δεν αντιτίθενται σθεναρά ούτε εγκρίνει τη δημιουργία πολυμερών κανόνων
του ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας ότι περισσότερη έρευνα πρέπει να γίνει για
την περαιτέρω φωτίσει τη σχέση μεταξύ εμπορίου και του ανταγωνισμού. Ίσως
και περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα είναι διαθέσιμες, οι χώρες θα
βρούμε περισσότερο κοινό έδαφος στις απόψεις τους για την ορθή ρόλος του ΠΟΕ
στην πολιτική ανταγωνισμού.

You might also like