Professional Documents
Culture Documents
co-operation= συνεργασία
to assign sth to sb= αναθέτω, δίνω (κάτι σε κάποιον)
depending on= ανάλογα με
to occur= to happen, to take place= συμβαίνω, λαμβάνω χώρα
to associate with= συνδέω με
governmental institutions= κυβερνητικοί θεσμοί
polity= κοινωνία με πολιτική οργάνωση
an exclusive group= κλειστή ομάδα
politicians= πολιτικοί
civil servants= δημόσιοι υπάλληλοι
lobbyists= μέλη λόμπυ
social agents= κοινωνικοί φορείς / παράγοντες
agencies= υπηρεσίες
institutions= θεσμοί
transnational environmental organizations= διεθνικές
περιβαλλοντικές οργανώσεις (π.χ. Greenpeace)
multinational corporations= πολυεθνικές (επιχειρήσεις)
political actors= πολιτικοί δρώντες (ή παίκτες)
to engage in sth= to be involved in sth= ασχολούμαι με κάτι, αναμιγνύομαι
2
3
στον κυβερνώμενο]
3
4
Exercise C3
a) leader= ηγέτης
b) holder= κάτοχος
c) director= διευθυντής ή σκηνοθέτης
d) interpreter= διερμηνέας
e) translator= μεταφραστής
f) demonstrator= διαδηλωτής
g) voter= ψηφοφόρος
h) governor= κυβερνήτης (π.χ. αμερικανικής πολιτείας)
i) investor= επενδυτής
j) worker= εργάτης
k) producer= παραγωγός
l) traveller= ταξιδιώτης
m) competitor= ανταγωνιστής
n) mediator= μεσολαβητής
o) settler= άποικος
p) supplier= προμηθευτής
q) elector= εκλογέας
4
5
r) liberator= ελευθερωτής
s) conqueror= κατακτητής
t) researcher= ερευνητής
u) oppressor= καταπιεστής
v) ruler= κυβερνήτης
w) survivor= επιζήσας
x) consumer= καταναλωτής
y) successor= διάδοχος
z) prosecutor= μηνυτής
Exercise C4
a) taxable income= φορολογητέο εισόδημα
b) an accessible person= προσιτός άνθρωπος
c) favourable terms= ευνοϊκοί όροι
d) a negligible quantity= αμελητέα ποσότητα
e) an eligible candidate= εκλόγιμος υποψήφιος
f) a deplorable situation= απαράδεκτη κατάσταση
g) a deductible amount= αφαιρετέο ποσό, ποσό που εκπίπτει (π.χ.
από τη φορολογία)
h) reliable information= αξιόπιστες πληροφορίες
i) accountable leaders= υπεύθυνοι ηγέτες (που λογοδοτούν στο λαό)
j) responsible government= υπεύθυνη κυβέρνηση
k) the resources available= οι διαθέσιμοι πόροι
l) questionable procedures= αμφισβητήσιμες διαδικασίες (ύποπτες)
m) achievable goals= εφικτοί στόχοι
n) reprehensible practices= κατακριτέες πρακτικές
o) a regrettable phenomenon= θλιβερό φαινόμενο
p) a predictable outcome= αναμενόμενο /προβλέψιμο αποτέλεσμα
5
6
6
7
Unit 2
7
8
8
9
9
10
subdivision= υποδιαίρεση
assumptions= αρχές (θεωρητικές)
deductive method= παραγωγική μέθοδος (από το γενικό στο μερικό)
inductive method= επαγωγική μέθοδος (από το μερικό στο γενικό)
to have a negative effect on sth= έχω αρνητική επίδραση σε κτ
state intervention= κρατική παρέμβαση
the provision of public goods= παροχή δημόσιων αγαθών
a key argument is that…= ένα βασικό επιχείρημα είναι ότι…
thus= therefore= επομένως, ως εκ τούτου
the over-provision of public goods= υπερβολική παροχή δημόσιων
αγαθών
bureaucrats= γραφειοκράτες
public expenditure= δημόσιες δαπάνες
to inflate the budget= «φουσκώνω» (διογκώνω) τον
προϋπολογισμό
discourse analysis= ανάλυση λόγου
in evidence from the 1970s onwards= που ήρθε στο προσκήνιο
από τη δεκαετία του ’70 και μετά
to play a vital role= παίζω ζωτικό ρόλο
gender-blindness of traditional research methods= αδιαφορία των
παραδοσιακών ερευνητικών μεθόδων για το φύλο
scientific assumptions= επιστημονικές αρχές
to incorporate (into)= ενσωματώνω (σε)
mainstream political science= η κλασσική πολιτική επιστήμη
influential= ισχυρός, που ασκεί επιρροή
influence (on sth)= επιρροή (σε κτ)
the way people experience their political environment= ο τρόπος
που οι άνθρωποι βιώνουν το πολιτικό περιβάλλον τους
to attach (to)= επισυνάπτω, προσκολλώ (σε), συνδέω στενά
10
11
idealism= ιδεαλισμός
relativism= σχετικισμός
Exercise C3
a) to aggregate (συναθροίζω, ομαδοποιώ) aggregation
b) to allocate (κατανέμω, αναθέτω) allocation
c) to categorize (κατηγοριοποιώ) categorization
d) to civilize (εκπολιτίζω) civilization
e) to commercialize (εμπορευματοποιώ) commercialization
f) to cooperate (συνεργάζομαι) cooperation
g) to escalate (κλιμακώνω) escalation
h) to conceptualize (εννοιολογώ, συλλαμβάνω μια έννοια)
conceptualization
i) to formulate (διατυπώνω) formulation
j) to industrialize (εκβιομηχανίζω) industrialization
k) to innovate (καινοτομώ) innovation
l) to institutionalize (θεσμοθετώ) institutionalization
m) to legalize (νομιμοποιώ) legalization
n) to legislate (νομοθετώ) legislation
o) to liberate (απελευθερώνω) liberation
p) to liberalize (φιλελευθεροποιώ) liberalization
q) to manipulate (χειραγωγώ) manipulation
r) to marginalize (περιθωριοποιώ) marginalization
s) to maximize (μεγιστοποιώ) maximization
t) to organize (οργανώνω) organization
u) to regulate (ρυθμίζω) regulation
v) to speculate (κερδοσκοπώ) speculation
w) to stabilize (σταθεροποιώ) stabilization
11
12
Exercise C4
12
13
Unit 3
liberal= φιλελεύθερος
liberalism= φιλελευθερισμός
defender= υπερασπιστής, υπέρμαχος
individual liberty= ελευθερία του ατόμου
a fair, tolerant and pluralist society= δίκαιη, ανεκτική και
πλουραλιστική κοινωνία
self-realization= αυτοπραγμάτωση
interference= ανάμιξη, παρέμβαση
formative influences on sth= καθοριστικές επιδράσεις σε κτ
wars of religion= θρησκευτικοί πόλεμοι
rise= άνοδος, ανάπτυξη
transition= μετάβαση
feudalism= φεουδαρχία
capitalism= καπιταλισμός
to give impetus to sth= δίνω ώθηση σε κτ
to demand= απαιτώ
a demand for sth= απαίτηση για κτ
religious toleration= ανεξιθρησκία
to underlie sth= κρύβομαι πίσω από κάτι άλλο (lie – lay – lain)
according to his or her own conscience= κατά συνείδηση
preferences= προτιμήσεις
to result in= to lead to= καταλήγω σε
to result from= to derive from= προέρχομαι από
gradual erosion= σταδιακή διάβρωση
social structure= κοινωνική δομή
13
14
14
15
15
16
16
17
Exercise C3
noun (doctrine) noun (person)
absolute absolutism absolutist
active activism activist
age ageism/agism ageist/agist
capital capitalism capitalist
colonial colonialism colonialist
commune communism communist
favourite favouritism ---------------
imperial imperialism imperialist
Marx Marxism Marxist
national nationalism nationalist
17
18
Exercise C4
a) an irreversible change (μη αναστρέψιμη αλλαγή)
b) an inaccurate calculation (ανακριβής υπολογισμός)
c) an irrelevant question (άσχετη ερώτηση)
d) an invalid document (άκυρο έγγραφο)
e) inadequate coordination (ανεπαρκής συντονισμός)
f) illegal trade (παράνομο εμπόριο)
g) irreconcilable views (ασυμβίβαστες απόψεις)
h) an informal meeting (ανεπίσημη συνάντηση)
i) incompatible roles (ασύμβατοι ρόλοι)
j) an irresponsible statement (ανεύθυνη δήλωση)
k) insurmountable difficulties (αξεπέραστες δυσκολίες)
l) an insoluble problem (άλυτο πρόβλημα)
m) an indisputable truth (αδιαμφισβήτητη αλήθεια)
n) irrefutable evidence (αδιάσειστες αποδείξεις)
o) inconclusive evidence (αποδείξεις που δεν οδηγούν σε
συμπέρασμα)
p) an infallible method (αλάνθαστη μέθοδος)
q) an impolite remark (αγενές σχόλιο)
r) an irrevocable decision (αμετάκλητη απόφαση)
18
19
19
20
Unit 4: Conservatism
20
21
continuity= συνέχεια
an attack (on)= επίθεση (σε κτ)
to inspire= εμπνέω
to regard as= to consider= θεωρώ ως…
to criticize= επικρίνω
to upset= αναστατώνω
to establish= καθιερώνω, εγκαθιδρύω, εδραιώνω
social order= κοινωνική τάξη (πραγμάτων)
oppressive= καταπιεστικός
populism=λαϊκισμός
to level= ισοπεδώνω
level= επίπεδο
to reduce sb to…= υποβιβάζω, φέρνω κπ (σε μία κατάσταση)
condition= κατάσταση
established customs= καθιερωμένα / πάγια έθιμα
institution= θεσμός / ίδρυμα
traditionalism= παραδοσιοκρατία
hallmark= χαρακτηριστικό γνώρισμα
doctrine= δόγμα, θεωρία
pessimistic= απαισιόδοξος # optimistic
insecure= ανασφαλής
moral depravity= ηθική εξαχρείωση
greedy= άπληστος
ambitious= φιλόδοξος
to counteract= αντισταθμίζω, εξουδετερώνω
disruption= διάσπαση, διάλυση
the frailties of human nature= αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης
imperative= επιβεβλημένος, αναγκαίος
core= πυρήνας, καρδιά (ενός ζητήματος)
21
22
the maintenance of law and order= η τήρηση του νόμου και της τάξης
to complement= συμπληρώνω
principle= αρχή
private property= ατομική ιδιοκτησία
strict law enforcement= αυστηρή επιβολή του νόμου
adversarial politics= πολιτική της αντιπαράθεσης
consensus= συναίνεση
a necessary evil= αναγκαίο κακό
to bring about= προκαλώ, επιφέρω e.g. bring about a change
inegalitarian= που δεν ευνοεί την ισότητα
innately= έμφυτα, από τη φύση του
qualified (for sth)= ικανός, κατάλληλος, που έχει προσόντα για κτ
leadership= ηγεσία
inequality= ανισότητα
paternalism= πατερναλισμός
the privileged= οι προνομιούχοι
the masses= οι μάζες
to underpin= υποστηρίζω, ενισχύω (θεωρία, θεμέλια κ.λπ.)
an appeal to…= έκκληση (σε…)
duty= καθήκον
rooted in…= που έχει τις ρίζες του σε…
noblesse oblige= οι υποχρεώσεις των ευγενών
veil= πέπλος (κυριολεκτικά ή μεταφορικά), πρόσχημα
to possess= έχω, κατέχω
to foster= τρέφω (συναισθήματα) e.g. foster a desire for revenge
pragmatism= πραγματισμός
utopianism= ουτοπισμός
to perpetuate= διαιωνίζω
to deprive sb of sth= στερώ κτ από κπ
22
23
23
24
24
25
25
26
Unit 5: Socialism
26
27
27
28
to differentiate= διαφοροποιώ
variant= είδος, ποικιλία
Christian socialism= χριστιανοσοσιαλισμός
social democracy= σοσιαλδημοκρατία
distinction= διάκριση, διαχωρισμός
scientific socialism= επιστημονικός σοσιαλισμός
utopian socialism= ουτοπικός σοσιαλισμός
dispute= διαμάχη
to concern= αφορώ
equality= ισότητα
feasible= εφικτός
desirable= επιθυμητός
to divide (into)= διαιρώ (σε)
division (into)= διαίρεση (σε)
western bloc= δυτικό μπλοκ
alternative [adjective]= εναλλακτικός
alternative [noun]= εναλλακτική λύση
to realize= 1. πραγματοποιώ, υλοποιώ e.g. realize one’s dreams
2. αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ e.g. realize one’s mistake
economic management policies= πολιτικές οικονομικής διαχείρισης
selective= επιλεκτικός
nationalization= κρατικοποίηση
mixed economy= μικτή οικονομία
redistributive welfare policies= αναδιανεμητικές πολιτικές πρόνοιας
fiscal policy= δημοσιονομική πολιτική
adjustment= προσαρμογή
to adjust (to sth)= προσαρμόζομαι (σε κτ)
public spending= δημόσιες δαπάνες
taxation= φορολογία
28
29
collectivization= κολεκτιβοποίηση
private enterprise= ιδιωτική πρωτοβουλία
to abolish= καταργώ
altogether= εντελώς
planned economies OR command economies= οικονομίες
κεντρικού σχεδιασμού ή σχεδιασμένες οικονομίες
to resemble sb/sth= μοιάζω (σε κπ/κτ)
state capitalism= κρατικός καπιταλισμός
to undergo a transformation= υφίσταμαι μεταμόρφωση
welfare state= κράτος πρόνοιας
increasingly more difficult= ολοένα και πιο δύσκολο
to cope with= αντιμετωπίζω κτ, τα βγάζω πέρα με κτ
to make demands on sb= έχω απαιτήσεις από κπ
single-parent families= μονογονεϊκές οικογένειες
restructuring= αναδιάρθρωση
“safety net” state= κράτος «δίχτυ ασφαλείας»
to modernize= εκσυγχρονίζω
to adapt to sth= προσαρμόζομαι σε κτ
the so-called…= ο λεγόμενος ….
electoral success= εκλογική επιτυχία
electorate= εκλογικό σώμα
to denote= υποδηλώνω
to allocate resources= κατανέμω πόρους
29
30
30
31
εφημερίδας)
f) unanimous approval (ομόφωνη έγκριση)
g) a social cleavage (κοινωνικό χάσμα)
h) a betrayal of trust (προδοσία εμπιστοσύνης)
i) political leverage (πολιτική επιρροή)
j) disinformation leakage (διαρροή παραπληροφόρησης)
k) a package deal (συμφωνία πακέτο)
l) the renewal of negotiations (επανάληψη των
διαπραγματεύσεων)
m) a religious pilgrimage (θρησκευτικό προσκύνημα)
n) a proposal for peace (ειρηνευτική πρόταση)
o) a shrinkage in export trade (μείωση/συρρίκνωση του
εξαγωγικού εμπορίου)
p) a portrayal of reality (απεικόνιση της πραγματικότητας)
q) the reversal of public opinion (μεταστροφή της κοινής
γνώμης)
r) the passage of an Act (ψήφιση νόμου)
31
32
collaborator= συνεργάτης
to collaborate (with)= συνεργάζομαι (με)
to formulate= διατυπώνω (π.χ. μια θεωρία)
comprehensive= περιεκτικός, ευρύς
corpus= σώμα (κειμένων), σύνολο
forces of production= παραγωγικές δυνάμεις
relations of production= παραγωγικές σχέσεις
mode of production= τρόπος της παραγωγής
class structure= ταξική δομή/ διάρθρωση
class conflict= ταξική σύγκρουση
obsolete= απαρχαιωμένος
to impede= παρεμποδίζω, καθυστερώ
to ensue= επακολουθώ, έπομαι
material [adjective]= υλικός
material [noun]= ύλη, υλικό
innovative= καινοτόμος
a dominant or ruling class= κυρίαρχη ή άρχουσα τάξη
formation= σχηματισμός
distinctive contribution= χαρακτηριστική συμβολή/συνεισφορά
to contribute (to)= συμβάλλω σε κτ, συνεισφέρω
historical materialism= ιστορικός υλισμός
account= 1. περιγραφή 2. (τραπεζικός) λογαριασμός
32
33
33
34
Exercise C3: nouns ending in “-acy”, “-cy” “-ry” “-ty” and “-y”
a) loyal ⇛ loyalty (πίστη, αφοσίωση)
b) rival ⇛ rivalry (αντιπαλότητα)
c) supreme ⇛ supremacy (υπεροχή)
d) legitimate ⇛ legitimacy (νομιμότητα)
e) weapon ⇛ weaponry (οπλισμός, όπλα)
f) citizen ⇛ citizenry (το σύνολο των πολιτών, οι πολίτες)
g) sovereign ⇛ sovereignty (εθνική) κυριαρχία
34
35
35
36
36
37
Unit 7
Λεξιλόγιο από το κείμενο (σελ. 97-99)
37
38
38
39
to condition= διαμορφώνω
application= εφαρμογή
criterion= κριτήριο (Plural: criteria)
greatly= πολύ, σε μεγάλο βαθμό
to determine= καθορίζω
cause= αγώνας, σκοπός
to espouse= ασπάζομαι, ενστερνίζομαι
organic= οργανικός
to aspire to do sth= φιλοδοξώ να κάνω κτ
the principle of national self-determination= η αρχή της εθνικής
αυτοδιάθεσης
secession= απόσχιση, αποσκίρτηση
territories= εδάφη
a sovereign state= ανεξάρτητο /κυρίαρχο κράτος
territoriality= εδαφικότητα
to coincide with= συμπίπτω με
coincidence= σύμπτωση
In reality, this is rarely the case= Στην πραγματικότητα αυτό
συμβαίνει σπάνια
to comprise= περιλαμβάνω, αποτελούμαι από
ethnic group= εθνοτική ομάδα
ethnic cleansing= εθνοκάθαρση
to place/put emphasis on sth= δίνω έμφαση σε κτ
social cohesion= κοινωνική συνοχή
otherness= ετερότητα
to incite= υποκινώ
bigotry= μισαλλοδοξία
to demonize= δαιμονοποιώ
immigrant= μετανάστης
39
40
40
41
cosmopolitanism= κοσμοπολιτισμός
trend (towards)= τάση (προς)
to bring about= επιφέρω, προκαλώ e.g. to bring about a change
irreversible= αμετάκλητος
allegedly= υποτιθέμενα, δήθεν
to associate with= συνδέω με
association with= σύνδεση με
to detract from= μειώνω, αφαιρώ (από κτ)
doctrine= δόγμα, θεωρία
the redrawing of the map= αναχάραξη του χάρτη
destabilization= αποσταθεροποίηση
the Balkan region= η περιοχή των Βαλκανίων
to abate= καταλαγιάζω
separatism= αυτονομισμός
irredentism= αλυτρωτισμός (νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες)
to declare= δηλώνω, κηρύσσω, ανακηρύσσω
41
42
42
43
43
44
Unit 8
44
45
45
46
46
47
47
48
48
49
49
50
50
51
Unit 9
Unit 9: Fundamentalism
rise= άνοδος
to rise= ανεβαίνω / ανατέλλω
religious= θρησκευτικός
fundamentalism= φονταμενταλισμός
formative influences (on sth)= καθοριστικές επιδράσεις (σε κτ)
process= διαδικασία
integration= ενοποίηση, ολοκλήρωση
upheaval= αναστάτωση e.g. social /political upheaval
to detach (from)= αποσπώ (από)
local= τοπικός
identity= ταυτότητα
to undermine= υπονομεύω
nation-state= έθνος-κράτος, εθνικό κράτος
to inspire= εμπνέω
secure= ασφαλής
security= ασφάλεια
revival= αναβίωση
to meet a need= καλύπτω μια ανάγκη
to transcend= υπερβαίνω [με αφηρημένη ή υπερφυσική έννοια]
national borders= εθνικά σύνορα
fundamentalist movements= φονταμενταλιστικά κινήματα
On the downside,…= Η αρνητική πλευρά είναι ότι….
code word= «συνώνυμο», σύνθημα
militant= μαχητικός / ένοπλος
activism= ακτιβισμός
51
52
fanaticism= φανατισμός
intolerance= μισαλλοδοξία (δηλ. έλλειψη ανεκτικότητας)
Islam= Ισλάμ
Christianity= Χριστιανισμός
Judaism= Ιουδαϊσμός
Buddhism= Βουδισμός
Hinduism= Ινδουισμός
denomination= δόγμα
to label as…= χαρακτηρίζω ως…
to acquire significance= αποκτώ σημασία
evangelicals= ευαγγελικοί
to affect the electoral outcome= επηρεάζω το εκλογικό
αποτέλεσμα
to contribute (to)= συνεισφέρω, συμβάλλω σε
victory= νίκη
Islamic fundamentalism= ισλαμικός φονταμενταλισμός
to emerge= εμφανίζομαι, αναδύομαι
a forceful religious movement= ισχυρό θρησκευτικό κίνημα
secularization= εκκοσμίκευση
the Middle East= Μέση Ανατολή
for some time= εδώ και καιρό
there is concern that…= υπάρχει ανησυχία ότι…
to engulf= καταποντίζω
Muslim countries= μουσουλμανικές χώρες
set to become…= έχει στόχο να γίνει…
virulent= σφοδρός, μοχθηρός
to denote= υποδηλώνω
to favour= ευνοώ, προτιμώ
strict adherence to= αυστηρή συμμόρφωση προς…
52
53
53
54
54
55
55
56
traditionalist= παραδοσιοκρατικός
to reconceptualize= επανεννοιολογώ
the underlying meaning= το κρυφό νόημα
to reveal= φανερώνω
revelation= φανέρωση, αποκάλυψη
contemplation= στοχασμός
to wage war against…= διεξάγω πόλεμο ενάντια…
reward= ανταμοιβή
martyrdom= μαρτύριο
armed struggle= ένοπλος αγώνας
heavenly= ουράνιος
the true believer= ο αληθινός πιστός
to be engaged in sth= ασχολούμαι με κτ
a just war= δίκαιος πόλεμος
the infidel= οι άπιστοι
irrelevant (to)= άσχετος (με)
martial= στρατιωτικός
holy= άγιος
to justify= δικαιολογώ
commitment (to)= αφοσίωση (σε)
a military necessity= στρατιωτική αναγκαιότητα
to have qualms about sth= έχω ενδοιασμούς για κτ
a) xenophobia (ξενοφοβία)
b) patriarchy (πατριαρχία)
56
57
c) aristocracy (αριστοκρατία)
d) homicide (ανθρωποκτονία)
e) democracy (δημοκρατία)
f) patricide (πατροκτονία)
g) matriarchy (μητριαρχία)
h) autocracy (μονοκρατορία, απολυταρχία)
i) genocide (γενοκτονία)
j) bigamy (διγαμία) – suicide (αυτοκτονία)
k) homophobia (ομοφοβία)
l) matricide (μητροκτονία)
m) polygamy (πολυγαμία)
57
58
58
59
Unit 10
59
60
60
61
environmentalism= περιβαλλοντισμός
a “managerial” approach= διαχειριστική προσέγγιση
to question= αμφισβητώ
patterns= πρότυπα
production= παραγωγή
consumption= κατανάλωση
to rectify= επιδιορθώνω
environmental degradation= περιβαλλοντική υποβάθμιση
to advocate= υποστηρίζω (με επιχειρήματα), συνηγορώ υπέρ
recycling= ανακύκλωση
economical use of resources= συνετή χρήση των πόρων
the conservation of wildlife= η προστασία των άγριων ζώων
countryside= ύπαιθρος
sweeping reforms= σαρωτικές μεταρρυθμίσεις
to confront= αντιμετωπίζω κτ
critique= κριτική
industrialism= βιομηχανισμός, βιομηχανικό σύστημα
incompatible (with)= ασύμβατος (με)
finite= πεπερασμένος
natural resources= φυσικοί πόροι
relentless exploitation= ανηλεής εκμετάλλευση
non-renewable resources= μη ανανεώσιμοι πόροι
scarcity= έλλειψη
to challenge= αμφισβητώ, προκαλώ
assumption= αρχή, παραδοχή
current= σημερινός
rate of growth= ρυθμός ανάπτυξης
to sustain= διατηρώ, συντηρώ
sustainability= βιωσιμότητα
61
62
62
63
63
64
64
65
a) Albania – Albanian
b) Bangladesh – Bangladeshi
c) Algeria – Algerian
d) China – Chinese
e) India – Indian
f) Mexico – Mexican
g) Russia – Russian
h) Taiwan – Taiwanese
i) Britain – British
j) Iran – Iranian
k) Iraq – Iraqi
65
66
l) Australia – Australian
m) Japan – Japanese
n) Canada – Canadian
o) Egypt – Egyptian
p) Denmark – Danish
q) Poland – Polish
r) Portugal – Portuguese
s) Spain – Spanish
t) Belgium – Belgian
u) Brazil – Brazilian
v) Turkey – Turkish
w) Israel – Israeli
x) Italy – Italian
66
67
67