You are on page 1of 14

ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Σκουφάς: Όχι, Γιάννο, μη στρώνεις τραπέζι. Δεν έχω όρεξη να φάω. Έπειτα περιμένω
κάποιους ξένους απόψε. Μη μας βρουν άνω κάτω.
Γιάννος: Αφέντη, ούτε και το μεσημέρι έφαγες. Τελευταία πολύ παραμελείς τον εαυτό σου.
Σκουφάς: Σου το ΄πα χίλιες φορές να πάψεις να με λες αφέντη. Μόνο το Θεό έχουμε αφέντη,
παιδί μου.
Γιάννος: Καλά, κυρ-Νικόλα! Είπες πως περιμένεις μουσαφίρηδες. Στ’ αλήθεια θα φάνε κιόλας
στο σπίτι μας; Αν είναι, να ετοιμάσω κάτι, γιατί τίποτα σπουδαίο δε βρίσκεται στο φτωχικό
μας.
Σκουφάς: Δε θα φάνε, Γιάννο. Για δουλειά θα έρθουν. Μα … την ωφέλεια δε θα την βάλουμε
στην τσέπη μας.
Γιάννος: Και… ποιοι θα ‘ρθούνε, ποιοι θα. ΄ναι οι σπουδαίοι μουσαφίρηδες;
Σκουφάς: Ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ.(χτυπά η πόρτα)
Να, αυτοί είναι, ήρθανε κιόλας. Πήγαινε να τους ανοίξεις.
Γιάννος: Μάλιστα. Τρέχω αμέσως, αφέντ… κυρ-Νικόλα.
(Μπαίνουν ο Ξάνθος και ο Τσακάλωφ. Ο Σκουφάς όρθιος τους υποδέχεται.)

Σκουφάς: Καλώς ήρθατε.


Ξάνθος: Αργοπορήσαμε, κυρ- Νικόλα, αλλά ο Θανάσης είχε μήνυμα κι έπρεπε να πάμε να το
πάρουμε.
Σκουφάς: Καθίστε, αγαπητοί μου, φίλοι και συ, Γιάννο άναψε το λυχνάρι για να βλέπουμε.
Γιάννος: (μουρμουρίζει) Άντε να βάλω όσο λάδι έχει απομείνει και να δω αύριο εμείς τι θα
βλέπουμε. (ανάβει το λυχνάρι και φεύγει)
Σκουφάς: Λοιπόν, τι χαμπέρια έχουμε απ’ την πατρίδα;
Τσακάλωφ: Η ψυχή του Έλληνα ποτέ δεν αποκοιμιέται Μα τα πράγματα είναι τώρα ακόμα πιο
δύσκολα.
Ξάνθος: Επιτέλους θα αποφασίσουν να βοηθήσουν οι ξένοι τον έρμο τόπο μας;
Σκουφάς: Οι ξένοι, οι ξένοι! Να από πού ξεκινάει το κακό. Πάντα πιστέψαμε στους ξένους.
Πότε όμως θα βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις, πότε θα πιστέψουμε στη δύναμη του
αδύνατου λαού;
Γιάννος: Κυρ-Νικόλα, πιο σιγά! Θα μας αγριοκοιτάζουν αύριο οι γείτονες.
Σκουφάς: Έχεις δίκιο! Ξεχάστηκα στον πόνο μου και στον καημό μου. Εσύ, παιδί μου, πήγαινε
να πλαγιάσεις.
… Λοιπόν, πατριώτες μου, απόψε συναντηθήκαμε γιατί περιμένω να μου δώσετε μια
απάντηση. Τι αποφασίσατε; Θα αποκριθούμε στη φωνή του Γένους που μας κράζει;
Ξάνθος: Συλλογιστήκαμε όσα μας είχες πει, αλλά εμείς, μόνο εμείς; Τρεις άνθρωποι τι θα
καταφέρουμε, κυρ-Νικόλα.
Σκουφάς: Ναι, εμείς. Εσύ, ο Τσακάλωφ κι εγώ, ένας ταπεινός και αποτυχημένος έμπορος. Θα
γίνουμε η μαγιά. Άλλωστε κι ο Χριστός τη μαγιά ευλόγησε, δηλαδή το λίγο, που όμως κρύβει
μυστική δύναμη και γίνεται πολύ.

Τσακάλωφ: Μ’ αρέσουν τα λόγια σου κυρ- Νικόλα. Με ενθουσιασμό λευτερώνονται οι λαοί.


Δεν ξέρουν αριθμητική τέτοιοι αγώνες, δεν κάθεσαι να σκεφτείς πόσα ντουφέκια έχεις εσύ και
πόσα ο εχθρός. Στη ζυγαριά μπαίνει η ψυχή, ο ενθουσιασμός κι η πίστη στο δίκιο του αγώνα.
Κι αυτά σίγουρα βαραίνουν πιότερο απ’ τα ντουφέκια.
Σκουφάς: Μπράβο, παλικάρι μου, το λέει η καρδιά σου! Κι όποιος έχει καρδιά τα βρίσκει και
τα γρόσια. Ζήτουλες θα γίνουμε για το Γένος, θα ζητιανέψουμε.
Ξάνθος: Πού θα πάμε και τι θα ζητιανέψουμε; Θα μας πιστέψουν; Θα μας δώσουν; Θα μας
ακολουθήσουν;
Σκουφάς: Έχω σχέδιο! Γι’ αυτό και σας κάλεσα στο σπιτικό μου. Πρέπει να οργανωθούμε. Τι
λέτε; Δέχεστε να φτιάξουμε μιαν Εταιρεία Φιλική με σκοπό το ξεσκλάβωμα του Γένους; Έτσι
θα πλησιάσουμε ευκολότερα εμπόρους, παπάδες, πραματευτάδες, κοτζαμπάσηδες, γεωργούς
και θα τους ενώσουμε για το μεγάλο ξεσηκωμό.
Ξάνθος: Έχεις δίκιο! Σωστή η ιδέα σου. Δέχομαι να μπω στην εταιρεία και νιώθω το βάρος της
υπόσχεσης που θα δώσω. Άλλωστε αυτό είναι που μ’ έκανε ως τώρα διστακτικό. Όμως το
αποφάσισα και ξέρω να τιμώ τον όρκο μου και τ’ όνομά μου.
Τσακάλωφ: Κι εγώ το στοχάστηκα. Λογάριασα και τα νιάτα μου και δέχομαι να τα χαρίσω
στην αγαπημένη μου πατρίδα. Αφήνω κάθε άλλη έγνοια και κάνω έγνοια μου τη λευτεριά της
πατρίδας.
Σκουφάς: Αδέλφια μου, με συγκινεί η απόφασή σας, μα πρέπει να δέσουμε με όρκο τα όσα
είπαμε. Τι λέτε; Μη θέλετε να το ξανασυλλογιστείτε;
Ξάνθος: Μα, τι λες κυρ-Νικόλα, δεν είμαστε μικρά παιδιά! Προχωρούμε σίγουροι και
αποφασισμένοι!
Τσακάλωφ: Εμπρός κυρ-Νικόλα, βιάσου! Το σκλάβο γένος δεν περιμένει άλλο.
Σκουφάς: Αθανάσιε, φέρε το εικόνισμα από το εικονοστάσι Θα βρεις κι ένα άσπρο κερί. Εσύ,
Εμμανουήλ, γέμισε με κόκκινο κρασί τούτο το ποτήρι.
Απλώστε το χέρι και λέτε ό,τι θα λέω:

« Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, οικειοθελώς, ότι θέλω είμαι πιστός εις την Εταιρεία
κατά πάντα και δια πάντα. Ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά και αθλία Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας
πολυχρονίους βασάνους σου! Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα, τα οποία τόσους αιώνες έχυσαν
τα ταλαίπωρα τέκνα σου! … Αν ίσως λησμονήσω μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν
εκπληρώσω το χρέος μου ο θάνατος ας είναι η τιμωρία του αμαρτήματός μου!

Χύστε τώρα το κρασί στο τραπέζι. Έτσι να χυθεί το αίμα μας για το λυτρωμό των σκλάβων
αδερφών μας!
Ξάνθος – Τσακάλωφ: Έτσι να χυθεί το αίμα μας για το λυτρωμό των σκλάβων αδερφών μας!
Σκουφάς: Κι άμποτε, αδέλφια μου, ν’ ακούσουμε να σημαίνουν οι αναστάσιμες καμπάνες του
Γένους μας!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ

Φώτης: Αχ, τέτοιος χαλασμός Θεέ μου!


Τίποτα όρθιο. Μήνας σχεδόν πέρασε κι ακόμα καπνίζει η Χιός, τ’ όμορφο νησί.
Χαράλαμπος: Μπαμπέσικα τους χαλάσανε τους άμοιρους. Και τέτοια μέρα… ανήμερα Πάσχα,
οι αντίχριστοι. Κοκκίνισε απ’ το αίμα η θάλασσα. Μόνο κοράκια τριγυρνούν τώρα στη Χίο.
Κι ας μην ξεχνάμε η αρμάδα του Καρα- Αλή στο μουράγιο της Χίος ακόμα.
Κανάρης: Η καπιτάνα του Καρα-Αλή πρέπει να καεί. Αδιάφορο ποιος θα την κάψει. Πρέπει να
καεί, το ακούτε;
Αυγέρης: Μόνο τρελός θα τολμούσε μέσα σε τόσες φρεγάτες, μπρίκια και κουβέρτες να
φτάσει στο λιμάνι, στου πασά τη ναυαρχίδα.
Κανάρης: Ε… λοιπόν. Αυτός ο τρελός είμαι εγώ… Τι με κοιτάτε έτσι;
Χαράλαμπος:Σίγουρος θάνατος τούτος, Κωνσταντή.
Αυγέρης: Μεγαλοπιάσματα, Κωνσταντή! Με ψαρόβαρκες δε νικιέται ο πασάς.
Κανάρης: Όταν κλείνεις την Πατρίδα μέσα σου και λες: «Κωνσταντή, για δαύτη θα πεθάνεις»
καμιά φρεγάτα δε σε τρομάζει.(Ο Δημητρός φέρνει ένα σκαμνί και κάθεται κοντά στον
Κανάρη)
Δεν το περηφανεύομαι, μα την πήρα την απόφασή μου. Αυτό που εσείς λέτε ψαρόβαρκα, εγώ
το λέω μπουρλότο. Κι αν δεν έχω πιάσει ακόμη δαυλό στα χέρια μου, καίει δαυλός μες στην
καρδιά μου η εκδίκηση. Το χαλασμό που ‘κανε ο πασάς στη Χίο θα τον πληρώσει!
Φώτης: Α! γεια σου, τέτοιους χρειάζεται η περίσταση τούτη, καπετάνιε. Εγώ πάντως δεν
κάθομαι ν’ αγναντεύω τη θάλασσα, θα ‘ρθω μαζί σου.
Χαράλαμπος: Μονάχα εγώ θ’ αγναντεύω τη θάλασσα. Άτιμη αρρώστια μ’ έκανες στεριανό.
Δημητρός: Πάρε με και μένα μαζί σου καπετάν Κανάριε;
Κανάρης: (γελαστά) Εσύ τι θα κάνεις; Τι μπορείς να κάνεις;
Δημητρός: Μούτσος! Δε χρειάζεται μούτσο το μπουρλότο;
Αυγέρης: Εσύ, μικρέ, να κάτσεις με τον πατέρα σου. Πρέπει να κουμαντάρεις το μαγαζί.
Παιδαρέλια δεν μπαίνουν στα μπουρλότα.
Δημητρός: Μη με βλέπετε μικρό, το λέει η καρδιά μου και μένα, δε σκιάζομαι. Θέλω να κάνω
κάτι για την Πατρίδα. Καπετάνιε, πάρε με μαζί σου.
Κανάρης: Εκεί που πάμε, παιδί μου, παραμονεύει ο θάνατος κι εσύ είσαι και μοναχοπαίδι.
Μίλα και συ κυρ- Χαράλαμπε του γιου σου.
Χαράλαμπος: Τι να του πω; Απ’ την ώρα που ήρθαν τα ορφανά από τη Χίο εδώ στα Ψαρά,
άλλο δε μου λέει παρά πότε θα μπαρκάρει. Μα … Δημητρό μου, εσύ έχεις καιρό για τέτοια.
Δημητρός: Πού βλέπεις τον καιρό πατέρα, όταν καίνε τα νησιά μας; Ξεχνάς ότι μου ‘λεγες
πως, και συ μικρός μπάρκαρες και στάθηκες άξιος σιμά στους άξιους;
Φώτης: Μπράβο, Δημητρό! Με τέτοια παιδιά οι πατρίδες δε χάνονται. Η φωτιά που καίει στην
καρδιά σου σίγουρα θα κάψει την αρμάδα του πασά.

Αυγέρης: Η φλόγα σου, Δημητρό, πύρωσε και τη δική μου την καρδιά. Ως τώρα φάνηκα
δειλός, μα η αντρειοσύνη σου ξεσήκωσε και μένα!
(κοιτάει προς τον Κανάρη) Καπετάν Κωνσταντή συχώρα με για το φέρσιμό μου και πάρε με
μαζί σου στο μπουρλότο.
Κανάρης: Σ’ ευχαριστώ, Αυγέρη! Η απόφασή σου μου δίνει κουράγιο. Σκέψου πως τούτη την
ώρα δε μιλάμε εμείς, δεν αποφασίζουμε μόνοι μας. Μιλάει και μας καλεί η πατρίδα και το
άδικο αίμα που χύνεται σε κάθε γωνιά της πατρίδας.
Φώτης: Έλα, κυρ- Χαράλαμπε, δώσε την ευχή σου στο Δημητρό. Μην αφήνεις το παιδί να
μαραζώνει. Το λέει η καρδιά του. Θα φανεί πολύτιμος στο μπουρλότο.
Χαράλαμπος: Πήγαινε παιδί μου, πήγαινε με τη ευχή μου! Τράβα, μικρέ μου λεβέντη, και
κοίτα να γυρίσεις πίσω νικητής! (σκύβει ο Δημητρός και φιλάει το χέρι του πατέρα του)
Κανάρης: Με τέτοια φωτιά που ‘χετε εσείς παλικάρια μου όχι μόνο την καπιτάνα αλλά κι όλη
την αρμάδα θα κάψουμε! Με τέτοιους λεβέντες η πατρίδα δε χάνεται!
Αφηγήτρια Α:
Ο πόθος της λευτεριάς ήτανε ζωντανός στους ραγιάδες. Τον ακούμε στα λεύτερα
τραγούδια του βουνού που υμνούν τα κατορθώματα της κλεφτουριάς. Τον αντικρίζουμε
παντού: στα νησιά, στις πολιτείες, στους γραμματισμένους και στους απλούς
νοικοκυραίους, σ’ όλο το λαό. Όμως δεν έφτανε ο πόθος, χρειαζόταν και οργάνωση. Κι
αυτό το πέτυχε η Φιλική Εταιρεία.
Τρεις άνδρες -όπως θα δούμε στη σκηνή που ακολουθεί- απλοϊκοί, οι δυο μάλιστα
αμόρφωτοι, κατόρθωσαν με τρόπο μαγικό να ξεσηκώσουν τους Έλληνες! Το μυστικό
τους δεν ήταν άλλο από τη φλόγα της ψυχής τους! Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ
Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ. Τρία ονόματα άσημα στην εποχή τους έκρυβαν όμως τρεις
σπάνιες ψυχές!

Αφηγήτρια Β:
Έστω κι αν το ευχήθηκε ο Σκουφάς ν’ ακούσει τις αναστάσιμες καμπάνες του
ξεσηκωμού, δεν πρόφθασε! Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 31 Ιουλίου του 1819. Ο
σπόρος που έσπειρε φύτρωσε και το δέντρο της λευτεριάς άρχισε να βλασταίνει. Η
Εταιρεία είχε κιόλας προχωρήσει το έργο της, είχε αναπτύξει δυνάμεις ζωντανές για τον
αγώνα. Η Φιλική Εταιρεία άνοιγε τα χέρια της ν’ αγκαλιάσει ολόκληρο το έθνος. Ο
Σκουφάς μπορεί να μην ήταν παρών στο πανηγύρι. Όμως οι καμπάνες της ανάστασης του
Γένους χτύπησαν δυο χρόνια αργότερα κι όσοι τις άκουσαν το ήξεραν πως μαζί χτυπούσε
κι η νεκρή καρδιά του.

Αφηγήτρια Γ:
Στο ναυτικό αγώνα των Ελλήνων σπάνια μορφή αγνού αγωνιστή ξεχωρίζει ο
Κωνσταντίνος Κανάρης. Ύστερα από τη δραματική καταστροφή της Χίου είναι σίγουρο
πως θ’ ακολουθήσουν κι άλλα νησιά. Όλοι το νιώθουν – κι ας διστάζουν να το πουν- πως
κάτι πρέπει να γίνει και μάλιστα γρήγορα. Μόνη λύση είναι τα μπουρλότα. Την κρίσιμη
αυτή ώρα προβαίνει στη σκηνή του πολέμου ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο ταπεινός
Ψαριανός! Λίγα τα λόγια του, κρύβουν όμως θάρρος και αυταπάρνηση, πίστη στο Θεό και
στο δίκιο του αγώνα.Τα εφόδιά του λιγοστά: Το τάμα που ‘κανε πριν ξεκινήσει, το
μπουρλότο και τα διαλεχτά παλικάρια του. Αυτά του ήταν αρκετά για να νικήσει…

Αφηγήτρια Δ:
Η καταστροφή μοναδική! Καθώς οι Τούρκοι γιόρταζαν το ραμαζάνι τους μαζεμένοι στο
μεγαλύτερο καράβι του στόλου έγιναν ένα με τις φλόγες που σκόρπισε το μπουρλότο του
Κανάρη. Το πέλαγος γέμισε άψυχα κορμιά κι όσοι σώθηκαν έτρεξαν να φύγουν. Κι οι
ήρωες γύρισαν…
Σαν ξεμπαρκάρησαν, με δάκρυα στα μάτια οι Ψαριανοί τους ραίναν με δαφνόφυλλα.
Παντού φωνές χαράς. Ο πρόκριτος του νησιού στεφάνωσε τον Κανάρη με δάφνινο
στεφάνι κι ο ήρωας Ψαριανός ταπεινά δέχτηκε τούτη την προσφορά. Δε στέκεται όμως ν’
ακούσει τις ζητωκραυγές του λαού που ‘χε βγει να τον υποδεχτεί. Περνά σιωπηρά
ανάμεσά τους και ανηφορίζει με τα παλικάρια στην εκκλησιά του Αη Νικόλα εκεί απ’ όπου
ξεκίνησε. Είναι η ώρα να εκπληρώσει το τάμα του!

Αφηγήτρια Ε:

Μεσάνυχτα ο πυρπολητής εγύρισε


κι επήδησε απ’ το γρήγορο καϊκι
πιστός να φέρει με τα πόδια ολόγυμνα
στην εκκλησιά το τάμα για τη νίκη.

Το χέρι, που άτρεμο έσπειρε το θάνατο


με το δαυλό –το φοβερό το χέρι-
τώρα ταπεινωμένο και τετράμενο
στην Παναγιά ανάφτει έν’ αγιοκέρι.

Αφηγήτρια Στ :
Μεσολόγγι! Μια κουκκίδα στο χάρτη της μεγάλης πατρίδας μας, κι όμως ύψωσε το
ανάστημά του κι έγραψε τη δική του σελίδα στην παγκόσμια ιστορία. Τα λόγια φτωχά,
αδύνατο να υμνήσουν τη φιλοπατρία και την τόλμη που έδειξαν οι Έλληνες
περιφρονώντας τη ζωή. Η πείνα, η δίψα και στο τέλος ο θάνατος έγιναν η συνήθεια γι’
αυτούς. Το μόνο που τους ένοιαζε πια ήταν να ζει η λευτεριά τους. Και τα κατάφεραν
μέσα στα τείχη του Μεσολογγιού και στα σκελετωμένα κορμιά των κατοίκων του να ζει η
αληθινή λευτεριά. Αυτή ήταν που οδήγησε τα βήματά τους και στην ηρωική έξοδο.

Αφηγήτρια Ζ:
Ήταν 10 Απριλίου του 1826! Ξημερώνοντας Κυριακή των Βαϊων! Σιγά, σιγά προσεχτικά
άρχισαν να μαζεύονται οι πολιορκημένοι στο ορισμένο σημείο όπου θα γινόταν η έξοδος.
Φίλοι και σύντροφοι αγκαλιάζονταν κι έπαιρναν κουράγιο. Η πύλη άνοιξε κι οι Έλληνες με
μια φωνή και ψέλνοντας το «Χριστός Ανέστη» έπεσαν με ορμή πάνω στους Τούρκους.
Λίγοι τα κατάφεραν και γλίτωσαν. Όσοι απόμειναν στο Μεσολόγγι μαζεύτηκαν στο σπίτι
του γερο-Καψάλη, κι όταν οι Τούρκοι τους περικύκλωσαν έβαλαν φωτιά στα βαρέλια με
το μπαρούτι κι έγιναν ολοκαύτωμα.

Το πρώτο αντίκρισμα των μαθητών μου…

Ήταν αρχή. Ένιωθα αδύναμη να κάνω κάτι τέτοιο.


Όμως Κύριε, μου ‘δωσες πηλό στα χέρια μου να γίνω εγώ η αδύναμη δημιουργός στο
έργο Σου!
Πίστευα ότι είναι λεπτός και εύπλαστος ο πηλός και είναι εύκολο να κάνω ό,τι θέλω!
Γελάστηκα, λυπήθηκα, έκλαιγα από αγάπη και πόνο.
Θεέ μου, τα παιδιά Σου, τα παιδιά που μου εμπιστεύτηκες πού πηγαίνουν;
Ατίθασα άτια ώρες, ώρες…
Τους λείπει η αγάπη των ανθρώπων και η παρουσία η δική Σου…
Θεέ μου,
στην άδολη αγάπη μου ας δουν τη Σταυρική Σου θυσία,
στο λόγο μου το λόγο Σου να ζήσουν.
Εδώ που μ’ έβαλες να εργαστώ με τον πηλό στα χέρια, νιώθω αδύναμη χωρίς τη δύναμή
Σου.
Βαρύ το έργο!
Ο πηλός θέλει και χέρια στιβαρά να μαλακώσει, σκέφτομαι…
Θεέ μου,
οι μαθητές μου κι εγώ, από πηλό όλοι μας, θέλουμε τα χέρια τι δικά Σου!

Ευθύνη…

Άραγε όταν βαδίζεις το δρόμο για την έδρα,


έχεις σκεφτεί ποτέ, όλα αυτά τα μάτια, που σε κοιτάνε τώρα;
Σε κοιτούν και προσμένουν…
Μέσα τους καίει η λαχτάρα της γνώσης, η δίψα της ζωής.
Αυτά τα μάτια τα ολάνοιχτα –που δε γεύτηκαν ακόμα την αγωνία της θύελλας-
μετρούν το κάθε σου βήμα, τυπώνουν την κάθε σου λέξη, κάθε σύσπαση του προσώπου
σου και περιμένουν…
Δεν περιμένουν μονάχα τη γνώση, ούτε αρκούνται στ’ ανώμαλα ρήματα. Προσμένουν
κάτι που ακόμα δεν ξέρουν τι είναι κι όμως νιώθουν ότι υπάρχει.
Οι ψυχές τους απλώνονται μπρος σου χωράφι απέραντο για να το σπείρεις, τα χέρια τους
αεικίνητα νομίζουν πως θ’ ανοίξουν το δρόμο κι εκείνα τα μάτια τους φεγγοβολούν όλη
την προσμονή, την ανυπομονησία…
Κι εσύ θα σπείρεις! Είναι σίγουρο πως θα το κάνεις! Όπως σίγουρο είναι πως θα λυπηθείς,
όταν βλέπεις τους κόπους σου να πηγαίνουν χαμένοι και σαν βλέπεις τα μάτια τους να
προσμένουν βοήθεια, μα συνάμα να μη νιώθουν τη βοήθεια που δίνεις…
Κι όμως! Κάποτε, σε κάποιο τόπο –αδιάφορο πού- ένας ώριμος άνθρωπος, μια μεγάλη
γυναίκα θα θυμηθούν τα λόγια σου και ίσως πουν:
«Τότε… μια δασκάλα… πώς την λέγαν αλήθεια;»
Κι ίσως δυο χέρια να σμίξουν αργά, μπρος σ’ ένα Σταυρό και μια προσευχή ν’ ακουστεί.
Κι ενώ η μορφή σου θα σβήνει στον κόσμο της λήθης, θ’ αφήσει τη θέση της σε μια άλλη
μορφή: Στη Μόνη Μορφή!
Μεσολογγίτισσες
Σκηνή Α’

Δέσπω: Πάλι τι κανόνι ξανάρχισε…Καταραμένε Μπραϊμη, χτύπα όσο θες μα δε θα σου


περάσει. Το Μεσολόγγι βαστάει. Θεέ μου, λυπήσου μας!
Αργυρή: Σώπασε, κόρη μου, θα το ξυπνήσεις και θ’ αρχίσει πάλι να ζητάει.
Μαριώ: Μάνα, μάνα…
Δέσπω: Μη φοβάσαι, Μαριώ μου, κοιμήσου.
Μαριώ: Δε φοβάμαι… Μάνα πεινάω…
Δέσπω: Ησύχασε, Μαριώ, όπου να ‘ναι θα ‘ρθει η Αγγέλω και θα σου φέρει, τι θα σου
φέρει…Ησύχασε.
Αργυρή: Αλίμονο, η Αγγέλω δε πάει για ψωμί, αλλά για βόλια. Καημένο Μεσολόγγι, τι
έχει γράψει η μοίρα σου… Δεν έφτασαν και τα τόσα αίματα. Ένα χρόνο κι ακόμα μέσα στο
μαρτύριο. Άλλους τους έφαγε το βόλι κι άλλους τους θέρισε η πείνα…
Δέσπω: Τον Αράπη χίλιες φορές τον νικήσαμε, όμως την πείνα… Κοίταξε τη Μαριώ μου,
πόσο αδυνάτισε. Καίγεται η καρδιά μου που τη βλέπω.
Αργυρή: Κάνε κουράγιο, κόρη μου. Όσο ζει ο άνθρωπος δεν πρέπει να γέρνει το κεφάλι.
(μπαίνει η Αγγέλω)
Αγγέλω: Γιαγιά, μαμά…
Δέσπω: Γύρισες κιόλας;
Αργυρή: Τον βρήκες τον Κίτσο μας; Του ‘δωσες τα βόλια;
Αγγέλω: Όχι…
Δέσπω: Ντροπή σου, Αγγέλω, σχιάχτηκες; Ξέχασες τον πατέρα σου που πολέμησε τον
Κιουταχή και ξεψύχησε με το καριοφίλι στο πλευρό; Ακούς εκεί να μη βρει τον αδερφό
της; Δεν είσαι Ελληνίδα εσύ;
Αγγέλω: Μη με ντροπιάζεις, μάνα. Δε σκιάχτηκα τα κανόνια, δε με τρομάζουν τα βόλια.
Πήγα στο κάστρο μα… δε βρήκα τον Κίτσο. Θα άλλαξε φαίνεται θέση.
(ακούγεται κρότος)
Ως πότε, Χριστέ μου, θα κρατήσει το μαρτύριό μας; Υποφέρουμε… Τόσες μέρες έχουμε να
βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Ακόμα και το καντήλι σου είναι τόσο καιρό σβηστό, δεν έχω
λάδι να τ’ ανάψω. Κι η αδερφούλα μου, η Μαριώ μας…
Μαριώ: Μάνα… Διψάω, μάνα, νεράκι…
Δέσπω: Στάσου λίγο να ‘ρθει η Αγγέλω… Έχουμε ένα ασκί γεμάτο στον αχερώνα.
Αγγέλω: Συφορά που μας βρήκε… Έπεσε βόλι στον αχερώνα κι έσκασε το ασκί, πάει το
νερό χύθηκε…
Μαριώ: Μανούλα, γιαγιά, δεν αντέχω. Νεράκι, νεράκι… Δεν είπες πως άμα έρθει η
Αγγέλω θα μου φέρει;
Αγγέλω: Σώπα, αδερφούλα ησύχασε, θα σου φέρω, αφού σου το υποσχέθηκα…

Σκηνή Β΄

Κοντύλω: Καλή σου ώρα κυρα-Δέσπω. Καλώς σε βρίσκω κυρα-Αργυρή.


Αργυρή:Καλώς ήρθες στο φτωχικό μας, Κοντύλω, κάτσε.
Κοντύλω: Έρχομαι από τα παλικάρια μας. Ξαναφούντωσε ο πόλεμος. Φοβερό θανατικό
έπεσε.
Δέσπω: Ο Κίτσος μου; Το παλικάρι μου το είδες;
Κοντύλω: Κουράγιο, κυρα-Δέσπω… Άτιμο βόλι τον βρήκε…
Αργυρή: Και … τι έγινε…άντεξε το λάβωμα, ή …
Κοντύλω: Δεν άντεξε… στα χέρια μου ξεψύχησε.
Αγγέλω: Αδερφούλη μου, καλέ μου αδερφούλη…(κλαίει)
Δέσπω: Παιδί μου, στήριγμα του σπιτιού μου, καμάρι της πατρίδας μας… Δεν έπρεπε να
φύγεις. Η πατρίδα σε ήθελε. Ποιος θα την κρατήσει τώρα;
(γυρνώντας προς την Αγγέλω)
Πάψε να κλαις, παιδί μου. Μην κάθεσαι και αφήνεις τον πόνο να σε λυγάει. Άρπαξε το
καριοφίλι και τρέχα. Ο πόλεμος δεν τελείωσε. Το Μεσολόγγι βαστάει και σε χρειάζεται.
Αγγέλω: Φεύγω μάνα.(φιλεί τη μητέρα της) Καλή μου γιαγιά, δώσε μου την ευχή σου.(φιλεί
το χέρι της γιαγιάς)
Αργυρή: Η Παναγιά μαζί σου! Στο καλό και με τη νίκη…
(φεύγει η Αγγέλω)
Κοντύλω: Είσαι τυχερή… Έχεις ακόμα παιδιά και δίνεις στο Μεσολόγγι. Εμένα μου
‘φυγαν και τα πέντε. Τα τρία μου τα πήρε η πείνα, τα δυο τα χάρισα στο Μεσολόγγι. Αχ
πατρίδα, ό,τι και να σου δώσουμε λίγο είναι.
Μαριώ: Μάνα, ψωμί πεινάω…
Αργυρή: Τι να του κάνω η δόλια; Και τι δε φάγαμε οι άμοιροι… Χορτάρια φύλλα, ρίζες
δέντρων, βατράχια…
Κοντύλω: Μέχρι τις γάτες και τους ποντικούς… Πόσο θα κρατήσουμε ακόμα; Πεθαίνουμε
αργά, αργά αλλά δεν προσκυνούμε.
(μπαίνει η Γκόλφω)
Γκόλφω: Έμαθα τι σας βρήκε κι ήρθα. Ευλογημένο το παλικάρι μας! Ευλογημένο το αίμα
του πότισε τη γη μας.
Δέσπω: Σ’ ευχαριστώ! Μα δεν είμαι η μόνη. Τόσα παλικάρια πέφτουν κάθε μέρα…
Κοντύλω: Με την άδειά σας, εγώ θα φύγω. Πρέπει να τρέξω στα ταμπούρια. Τα
παλικάρια μας θέλουν κι άλλα βόλια.
Δέσπω: Στο καλό! Να περάσεις κι απ’ την Αργυρή μας. Και πες της: «για την πατρίδα
αξίζει κάθε θυσία»
Κοντύλω: Ναι θα πάω. Καλή αντάμωση κυράδες.
(φεύγει η Κοντύλω)

Γκόλφω: Άκου με τώρα κυρά Δέσπω μου. Έλα και συ κοντά Αργυρή.
(πλησιάζουν και κάθονται κοντά της)
Οι καπεταναίοι μας αποφάσισαν τη νύχτα του Σαββάτου να γίνει έξοδος. Είπαν πρώτα να
μαζευτούμε όλες στην εκκλησιά να μεταλάβουμε κι ύστερα ν’ αρχίσει το γιουρούσι. Όσοι
ζήσουν κι όσοι πεθάνουν δεν τραβάει άλλο.
Δέσπω: Καλά το σκέφτηκαν. Κι εδώ που ‘μαστε αργοπεθαίνουμε… Καλύτερα να βγούμε…
Ίσως μπορέσω να γλιτώσω και τη Μαριώ μου. Θ’ αντέξει άραγε μια μέρα ακόμα;

Γκόλφω:Κυρα-Αργυρή σε βλέπω σκεφτική… Το καταλαβαίνω δεν αντέχουν μήτε τα


πόδια σου, μήτε η καρδιά σου ν’ αφήσεις τούτο το δοξασμένο τόπο. Ειδοποίησαν, όμως,
πως ο γερο-Καψάλης θα συνάξει τους λαβωμένους και τους ανήμπορους για να τους
προστατέψει όσο μπορέσει στην μπαρουταποθήκη του. Γνώμη μου είναι να πας και συ
μαζί τους. Ώρα όμως να πηγαίνω κι εγώ. Πρέπει να προφτάσω και σ’ άλλους το μαντάτο.
Δέσπω: Σ’ ευχαριστούμε, Γκόλφω, που μας νοιάστηκες. Δρόμο καλό να ‘χεις… Κι ίσως -
αν επιτρέψει ο Μεγαλοδύναμος- ν’ ανταμωθούμε ξανά…
Αργυρή:Μάνα, εμπρός να ετοιμαστούμε. Η νύχτα πέφτει και πρέπει να προλάβουμε. Εγώ
θα πάρω το παιδί και θα πάω από σήμερα στης Βασιλικής το σπίτι. Στην έξοδο δε θα τα
καταφέρω μόνη μου. Θα χρειαστώ βοήθεια. Θα μείνω εκεί. Δεν πρέπει αύριο να δουν
κινήσεις ύποπτες οι εχθροί.
Δέσπω: Πήγαινε, κόρη μου, με την ευχή μου. Για μένα μη νοιάζεσαι. Το παιδί να
γλιτώσεις κι εγώ… ό,τι είχα το ‘δωσα στην άμοιρη πατρίδα. Τώρα ίσως να χρειαστεί να της
δώσω και τη ζωή μου!
Αργυρή: (αγκαλιάζει και φιλεί τη μάνα της) Ούτε κι εγώ ξέρω αν θα γλιτώσω. Όμως
έπαψα να σκέφτομαι… Τον άντρα μου και το παλικάρι μου τον Κίτσο τους χάρισα στην
πατρίδα. Η Αγγέλω μου πολεμά γενναία δίπλα στους γενναίους. Κι εγώ πασχίζω να σώσω
το στερνό μου, τη Μαριώ από την πείνα…
Δέσπω: Σώπασε, κόρη μου, κρατήσου… Κουράγιο… Όποια θυσία κι αν κάνουμε για την
πατρίδα πάλι μικρή είναι… Μέσα από αίμα γεννιέται η Λευτεριά. Μα είναι τόσο μεγάλη….
και της αξίζει!
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ - ΕΝΟΤΗΤΕΣ 10 & 11
ΟΝΟΜΑ:______________________________________________________ 26/2/2007

1. Στις παρακάτω προτάσεις να υπογραμμίσεις και να ονομάσεις τους


προσδιορισμούς που δηλώνουν:
α) τόπο

Τα παιδιά βγήκαν έξω. ……………………………………………………………………………

Θα πάω στην Αθήνα. ……………………………………………………………………………..

Πήρε το δρόμο για το σχολείο. ……………………………………………………………..

Αποφάσισε να μείνει σπίτι. ……………………………………………………………………..

Κάθεται όπου του αρέσει. ……………………………………………………………………….

β) το χρόνο

Θα πάω στο γυμνάσιο του χρόνου. ……………………………………………………….

Το καλοκαίρι θα πάω διακοπές. ……………………………………………………………..

Πρέπει να τελειώσεις ως το βράδυ. …………………………………………………………

Πάρε με τηλέφωνο, όταν μπορέσεις. ……………………………………………………….

2. Υπογράμμισε και γράψε τι δηλώνει η γενική σε κάθε περίπτωση:

Αυτή η τσάντα είναι της Ελένης. …………………………………………………

Έκανε διάλειμμα πέντε λεπτών. ………………………………………………….

Έσπασε ένα ποτήρι του νερού. …………………………………………………..

Το πλοίο άραξε στο λιμάνι της Πάτρας. ………………………………………

Η ταλαιπωρία της αρρώστιας την αδυνάτισε. ………………………………


3. Βρες το είδος της σύνδεσης των προτάσεων και ονόμασε τις δευτερεύουσες
προτάσεις όπου υπάρχουν.

α. Στη γιορτή του Θόδωρου φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε, παίξαμε, χορέψαμε.


__________________________________________________________

β. Η Βάσω το πρωί πάει σχολείο και το απόγευμα διαβάζει.

γ. Θα έρθω στο σπίτι σου, αν με αφήσει η μαμά μου.


_________________________________________________________________

δ. Ο Παύλος αρρώστησε, επειδή έπινε κρύο νερό.


__________________________________________________________

ε. Έτρεχε τόσο γρήγορα, ώστε έφτασε στο σπίτι καταϊδρωμένος.

στ. Ο διευθυντής είπε ότι θα πάμε εκδρομή.

__________________________________________________________________

4. Αφού διαβάσετε το κείμενο: «Οι μπανάνες του Αντώνη», να περιγράψετε


και να χαρακτηρίσετε τον ήρωα της ιστορίας, τον Αντώνη.

______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
______________________________________________________________________
Καλή επιτυχία!

You might also like