Professional Documents
Culture Documents
Ορίζοντες
Ορίζοντες
Χ. Τσελέντη
Ορίζοντες
(2004)
«Ένας ουρανός µ’ αρκεί»
Πρώτα ποιήµατα
Οδυσσέας
''Ούτιν δε µε κικλήσκουσιν.''
Ο∆ΥΣΣΕΙΑ
Ώρες ανήλεες µε λιώνουν.
Κολλάω στο χρόνο, ο χρόνος µ' έστησε.
Στον τοίχο σαν φωτογραφία.
Σαν κοµµένη προβολή,
σαν κούκο κακοκαιρισµένου ρολογιού.
Το εκκρεµές µου ζήτηµα
δικάζουν όρνια.
9
Ένας µεγάλος ουρανός
µ' αγνόησε. Σαν αλήθεια.
Οι αισθήσεις µου ψεύδονται.
Σύµπαντα πανσέδων.
Οι συλλογισµοί µου τρέχουν.
Στρατιές δελφινιών.
Μ' έναν κόκκο άµµου θ' άλλαζα
των Φαιάκων τα δώρα.
10
Η θύµηση
ο ∆ούρειος Ίππος µου.
11
Αθανασία
Μια χούφτα στοιβαγµένα σύννεφα
Σφίγγει γροθιές ανείπωτος πόνος
Μάτια που σκύβουν στο χώµα
Χέρια τσαλακώνουν το χαρτί
Σκισµένα πανιά αρµενίζουν
Σε µια κούπα θολή των ονείρων
Όνειρα των καθηµερινών ανθρώπων
Που ήρθανε κι έφυγαν άπιαστα
Μια βάρκα µ’ όνοµα αγαπηµένο
Λύνει το σκοινί και χάνεται
Ψάχνοντας τη µακρινή συνάντηση
Μιας επιπόλαιας µνήµης µάταια.
12
Ούτε κι η ευχή που θα ταράξει
Μια λίµνη µηδενισµένου χρόνου.
13
Κι έγινε ήλιος στην άξια φωλιά της
Μια ανθρώπινη στιγµή χαράς
Πoυ έδωσε στ' άπειρο νόηµα
Κλέβοντας την αιωνιότητα δίκαια.
14
Ελένη
Χείλια ερµητικά κλειστά
Ξεχασµένο µοναστήρι
Στήθηκε πεισµατικά στα βράχια
Ηχώντας στο ρυθµό της άγριας θάλασσας
Ψηλό απόκρηµνο αγνάντεµα
Βλέµµα ριψοκίνδυνο στο πέλαγος
Ενώ µια παγερή ανάµνηση ουρλιάζει
Φοβέρες προς τον άνεµο που σάστισε
Πικρή σαν λεµόνι που δεν κατάφερε
Να φαγωθεί ολόκληρο σαν την αλήθεια
Έτσι απέµεινε ένα λάβαρο να παλεύει θύελλες
Και να χειρονοµεί στις τρικυµίες.
15
Άλλαξαν οι καιροί και θύµωσαν
Κιτρίνισαν τα φύλλα
Τα φεγγάρια σιώπησαν αλλάξανε µεριά
Κι ο αφρισµένος κύκλος είναι µονόδροµος
Μα δεν ήταν ο µετανιωµένος άνεµος
Τότε που ήρθε να φυσήξει στο πλευρό µας
Ήταν αυτός ο βράχος που στέριωσε
Καταµεσής εδώ να πεταλώσει τα πελάγη
Φταίνε και τα σπουργίτια
Που µας αρνήθηκαν σαν σιτεµένες ρώγες
Σκέψη που προδόθηκε σαν ήλιος
Από τα σύννεφα τα πράγµατα και τις σκιές τους.
16
Κοιµωµένη
Ας ξεκινήσει το βαλς της σιωπής
Ένεκεν ονείρων.
17
Χορεύεις;
Σου είπα…
Κι αποκοιµήθηκα µαζί σου.
18
Περίσταση
Κάποιες φορές
Έχεις την όψη γαλήνης
Βαθιά µες στους κόλπους ατάραχης λίµνης.
Ποια είσαι
Ποτέ δε ρώτησα
Ποτέ δεν είπες.
Όχι, όχι
Εσένα σε φτάνω
19
Εσένα σ' αγγίζω
Εσένα σ' αντιµάχοµαι
Σε πλαγιάζω.
20
Φενάκη
Τι θα ήταν ο καλπασµός δίχως τη χαίτη.
Ο βόστρυχος δίχως το κεφάλι κούρων
η όρθια στάση δίχως πόδια, τα χέρια
τα φτερά του πόθου δίχως τα νύχια
της αρπαγής. Γέλιο δίχως δόντια.
Ποια θα ήταν η ιστορία του δαµάσµατος
χωρίς τ' όνειρο του γητευτή.
21
Φτάνει. Μέχρις εδώ γνωρίζω.
Η φενάκη θέλει το χτένι.
Εκτός αν είσαι τόσο δυνατός
όλα να τ' αποτινάξεις
ακόµη και την ψυχή σου.
Να καταγίνεις ένας αδύνατος
υπέρλαµπρος πάνσοφος γλόµπος.
22
Κυπαρίσσια
Υπάρχει ένας γόνιµος σπόρος λύπης
Σε κάθε µόνιµο τοπίο σιωπής
Σε κάθε ριζωµένο παράστηµα πένθους
Κι ένας αναστάσιµος τριγµός του ξύλου
Στητή προσευχή που σµίγει ουρανό και γη
Καταπράσινες ευθύκλωνες λόγχες
Που κεντρίζουνε τις φλέβες της ανατολής
Σαλεύοντας στον άνεµο µε κάθε τους κλίση
Μιαν αφανέρωτη αυλαία λύτρωσης.
23
Κύκνοι
Τα βαθιά µάτια έχουν τις δικές τους λίµνες
Κατοικηµένες µε τους κύκνους του καθρέπτη
Κάνουν τη χαρά τους πυκνό φτεροκόπηµα
Φτάνουν τη θλίψη στην κόψη της σελήνης
Που τ' ασηµένιο της παιδί στ’ ολόγιοµα φωτίζει
Και ρίχνει πέτρες στο νερό, µα γιατί δε γνωρίζει.
24
Αν κλείσεις τα µάτια σου σβήνουν οι λίµνες
Ο καθρέπτης συντρίβεται και βγαίνεις
Ένας κύκνος ανοίγει τα φτερά και χάνεται
Αφήνοντας πίσω στη γύµνια σου
Τ' αργυρό του ψιχάλισµα.
25
Πεταλούδες
Μια πεταλούδα σ’ ένα τριαντάφυλλο
Ζωγράφιζε στα µάτια την αυγή του κόσµου
Μα τώρα µατώνει σ' ένα αγκάθι ηλιοβασίλεµα.
26
Ορίζοντες
Αυγή
Καθόµασταν στην ακροθαλασσιά πάνω
στο ξηµέρωµα.
Μα ο ήλιος δεν έλεγε να βγει κι η θάλασσα
πεισµατωµένη στα γυµνά µας τα κορµιά
δεν έπαιρνε το υγρό της σκοτάδι.
Μήπως πεθάναµε και δεν το καταλάβαµε
µουρµούρισες...
29
και τ' άστρα ψέλλισες…
Ούτε τα δυο χταπόδια π' αποκάµανε χθες βράδυ
στα ρηχά
µεταξύ τους τυλιγµένα µ' έρωτα
ζωή και θάνατο
εµείς άµα δε ζούσαµε θα ξέραµε…
Ούτε θ' αφήναµε βρώµικα νύχια να τραβάνε
νέες σάρκες ούτε θα µολύναµε τη φύτρα της αυγής
µε σάπιο σπέρµα.
Εµείς τα µελάνια µας δε σπαταλήσαµε αποβραδίς
περιµένοντας το ξηµέρωµα.
30
∆ε φτάνεις
Το γλαυκό τσαµπί στον ουρανό
που γλυκοκοιτάζεις τόσην ώρα
κρεµασµένο δεν το φτάνεις.
Με ξυλοπόδαρα µε χέρια σηκωµένα
δεν το φτάνεις
µε την κόκκινη τη γούνα πονηριάς
πιστεύοντας το ζώο.
Σου είπε πως ήταν άγουρο µα δεν ήταν
πιο πολύ απ’ όσο πίστεψες.
31
της δύσης οι ρόδινες ρώγες
ο ήλιος που µεσουρανεί
πουλί µιας πολύχρωµης µέθης
µε φτερά σηκωµένα
µε τα ξύλινα πόδια τα χέρια τεντωµένα
σκυµµένος δε φτάνεις.
Το γαλάζιο τσαµπί περιµένοντας να πέσει
τον ουρανό δε φτάνεις.
32
Κάλεσµα
Αν δεις το χειµώνα λευκό περιστέρι
Με φτερούγα σπασµένη θ' αδειάσεις ρυάκι
Μ' αν θα φονέψεις το µαύρο γεράκι
Μην περιµένεις άλλο καλοκαίρι.
33
Ουτοπία
Μ' άλλο µάτι δεν είδες τον κόσµο.
Ήταν αυτός ο κόσµος όχι άλλος
που σ' έπαιρνε και σ' έφερνε
ένα στάχυ στη φωτεινή παλίρροια
κάποιου που είπαν Αύγουστο.
Αφηµένος στην άκρη της θάλασσας
µε τη ρίζα στην άκρη της άµµου
µε την ψυχή στο κύµα µουρµουρίζοντας
σάλαγο και σέλαγο
πράσινα λιβάδια και γαλάζιο πέλαγο.
34
λέγοντας κάποτε, ίσως µια µέρα…
∆εν ήταν άλλη κι η αλήθεια
που την έχανες στην ευτυχία
και την αντάµωνες στη θλίψη.
∆ε θα βρεις άλλο κόσµο.
∆ε θα βρεις άλλο πάθος.
Η ουτοπία είναι εδώ.
Ίδιος ο αγώνας σου ξηµέρωσε.
35
Λυσιγονία
Ο ουρανός στεριώνει τον άνθρωπο
Μεγάλος αφέτης απλόχερης ελπίδας
Θέλγοντας τα πιο καθάρια βλέµµατα
Προς τη µεριά µιας γαλανής ατένισης.
36
Ξυπνάτε την:
Ο λυτικός κύκλος της άφεσης πρέπει ν' αρχινήσει.
37
Συνειρµός
(Στο πεζοδρόµιο)
Τι νέες συνταγές να µαγειρεύει
Η γειτόνισσα
Η ανάγκη
Η σουσουράδα
Τσιµπολογάει στον αυλόγυρο
Το φαγητό του σκύλου
Εκείνος µε τη µουσούδα στο χώµα
Κοιτάζει ουρίτσες που χορεύουν
Και πηγαινοέρχονται
Οι πιτσιρίκες
Οι µέλισσες
Μ' αρώµατα
Ξυπνάνε το µαΐστρο
Κι ετοιµάζει τις µπογιές
Ο καλλιτέχνης
Ο συνειρµός
Ο έρωτας
Τινάζει µια µαργαρίτα
Που ερωτεύτηκε
Και την προσφέρει
Τραγουδώντας όνειρο
Ένα ταγκό
Του ζέφυρου
38
Μια λατέρνα
Κατεβαίνει ξεχαρβαλωµένη
Ένα χέρι τρέχει πίσω της
Κρατώντας τη µανιβέλα
Περιστρεφόµενο
Ένα τσαντάκι
Γεµάτο πάθος
Το πλήθος ακολουθεί
Στο πεζοδρόµιο το τραγούδι µαγεµένο
Μέσα σ’ όνειρο
Κτυπάνε οι κλακέτες
Της τσιγγάνας
Της ανάγκης
Της γειτόνισσας
Που κρατά ο έρωτας
Και την προσφέρει
Απ' άνεµο σε άνεµο
Σιγοσφυρίζοντας
Όνειρο µια µαργαρίτα
Κοιτάζει τον καθρέφτη
Ανακατεύει τις µυρωδιές
∆οκιµάζει πού και πού
Πειράζει τ' αυτιά του σκύλου
Με τη µουσούδα στο χώµα
Και γρυλίζει ικετεύοντας…
39
Με το κύµα
∆ίπλα στο κύµα το µεγάλο κύµα
Π' ατέρµονο φεύγει και γυρνά
∆ίχως ν' αυξάνει δίχως να λιγοστεύει
Παρά µόνο µεταφέρει και σωρεύει
Τόσο νερό πώς θ’ αλλάξεις;
Το ποίηµα
Το παίρνεις το διυλίζεις µέσα σου
Το θρέφεις πάνω στο βράχο
Το σπέρνεις φως και αλάτι
Πάνω στην πληγή
Κι ύστερα το ταξιδεύεις
Μαζί µε το κύµα το µεγάλο κύµα
Κι ό,τι ακόµα συνεχίζει χέρι- χέρι.
40
Να φεύγει
Πρόθυµος ο άνθρωπος αρχίζει το παιγνίδι του
στην ακροθαλασσιά και παίζει ως το σούρουπο.
Μ' ένα τόπι χρυσό που γίνεται καυτή σβούρα
κι αλλάζει γρήγορα χέρια και χαµόγελα.
Υγρά σανίδια µε πανιά ζητάνε κύµα κι άνεµο
χάνονται στην έκταση αργοκυλάνε στα βαθιά
µα στα ρηχά κορµιά πηγαίνουν κι έρχονται
ψήνονται λιώνουνε αχνίζουν.
41
Σ' ένα βράχο σχηµατίστηκε µια µικρή λίµνη
κι εκεί µέσα ένα ψάρι
ανοιγόκλεινε το στόµα του παλεύοντας να ελευθερωθεί
κι ίσως να µιλήσει.
Τριγύρω ακουγόταν η βοή
από φωνές ρακέτες µουσική και πλαταγίσµατα.
Προσπάθησα να µαζέψω το ψάρι σε µια χούφτα νερό
µ' αµέσως γλίστρησε απ' τα χέρια µου.
Μετά κόπασε ο άνεµος
µαζί κι οι φωνές το γέλιο το τρεχαλητό τα πανιά
όλα σταµάτησαν.
Είδα τη ζωή να φεύγει µες από τα µάτια µου.
42
Η χαρά του κόσµου
Είναι µια κόρη που πλαγιάζει
Σε µυστικό κρεβάτι ονείρων
Στον αφρό ανέµελων κυµάτων
Τα µαλλιά της χτενίζουν άνεµοι
Τα µάτια της γεµίζουν ουρανοί
Τα χέρια της φτάνουνε σ’ απόγειο στοργής
Στρώνουν τα πόδια της χορό της υδρογείου.
43
Η χαρά του κόσµου µοιράζει
Ένα µικρό κοµµάτι στον καθένα
Η καρδιά της δεν ανήκει σε κανένα
Κι ας λένε πως τη βρήκαν σε καθρέφτη
Στο τελευταίο θρύψαλο ακέραιη σκορπίζει
Το γέλιο της δεν άγγιξαν
Το δάκρυ της δεν µπόρεσε κανείς
Να µαρτυρήσει
Στο νερό
Σαν σιώπησε
Μια κόρη
Η χαρά του κόσµου
Είναι όσα πράγµατα γνωρίζει αλλά δε λέει
Έτσι καθώς τη θέλουν κι όλοι την αποζητούν
Προσηνής όπου βρεθεί φιλεύεται τα πλήθη
Κι ύστερα λέει -χαίρεται- και φεύγει
Κλείνοντας το βλέφαρο κάποιον αν έτυχε
Να συµπαθήσει ιδιαιτέρως.
44
Έξι σύντοµες ιστορίες
Χρόνος
Τα στολίδια σού ταίριαζαν. ∆ίναν άλλη διάσταση στη
γύµνια σου και το κορµί. Ήταν ένα πάθος αµήχανο κάτω
απ' το χτένι και µια βαθύτερη κίνηση ν' αγωνιστείς
ενάντια στη νεκρή φύση.
47
γέρνει προς τον ουρανό. Κυκεώνας από πράγµατα
σβησµένα κοπάδια από µαύρους αργοσάλευτους οιωνούς.
Όσα δεν ξέρεις είναι η νύχτα κι όσα περισσότερα
µαθαίνεις πως δεν ξέρεις είναι η νύχτα πιο πυκνή. Κι η
σελήνη δε λέει τίποτε. Τίποτε δεν ξέρει παρά µόνο το
πρόσχηµα της πλάνης. Ενώ η άγνοια γίνεται βαρύτιµη
όταν είναι το µόνο που γνωρίζεις...
48
της ακτής το πλοίο της φυγής η νέα ζωή. Ένας χείµαρρος
που κατηφόρισες κι έβγαζε σε µέρη ονειρεµένα που ήταν
παράξενα γνωστά. Στιγµιότυπα µιας ταινίας που η κρίση
σου τακτοποίησε µε φωτεινό και σβησµένο. Μια υπόθεση
αιωνιότητας κι έστω µια µέρα θα γνωρίσεις το µαρτύριό
της όταν θα πέφτουν διαρκώς τα βλέφαρα χωρίς ποτέ ν'
αποκοιµούνται. Τότε ίσως καταλάβεις πόσο σχετικός ήταν
ο χρόνος. Πόσες φορές µπορεί να δύσει και να χαράξει σε
µια µέρα. Ή πώς µπορεί να χαραµίζεται το παρόν στο
διηνεκές…
49
Ο µάγος
(Α) Με το παλιό καπέλο που φοράς θυµίζεις τους
ανθρώπους καµινάδες την εποχή που µόλις άρχιζαν οι
µηχανές να µουγκρίζουν. Ψηλός και λιγνός ο καπνός σου
βγαίνει πάνω απ' το κεφάλι µες από την ασαφή την
κόµµωση σαν σύννεφο στη µεγάλη καπνοδόχο των
συλλογισµών σου. Χρειάζεσαι ακόµη το µαύρο κοστούµι
µε τη χελιδονοουρά να δίνει ισορροπία στην ξερακιανή
µορφή σου. Και βέβαια το µαγικό ραβδί για να βαδίζεις
σίγουρα στον αόρατό σου κόσµο…
50
νιώσεις τίποτε περισσότερο απ' αυτό που ονόµασες ζωή
σου. Κι όσο φωνάζεις πως όλα ήτανε ψέµα όσο παλεύεις
σ' απέραντες αλήθειες τόσο γυµνώνεσαι. Πέρα από τα
καθηµερινά σου ορόσηµα…
51
Ονειροπαγίδες
(Στο καµπαρέ)
(Α) Ήταν ένα κορίτσι που τα έκανε όλα θάλασσα.
Μπορούσες άνετα να κολυµπήσεις το πέλαγός της. Να
χαρείς τα παιγνίδια των δελφινιών της. Τα κοράλλια των
βυθών της. Τα ξωκλήσια των νησιών της. Τα
εικονοστάσια των ονείρων της. Τα χίλια ηλιοστάσια των
χειλιών της. Ήτανε τόσο αφηρηµένη που µια µέρα
σκόνταψε στο βλέµµα της. Κι όµως υπό την αιγίδα των
απαλών χεριών της όλα τα µυστήρια του κόσµου
τελούνταν σ' ανοικτούς ουρανούς. Τότε και πάντοτε.
52
κάποιες φορές η νιότη. ∆εν ήξερε πώς εκείνο το άπτερο
φτέρωµα θα της εξασφάλιζε την απόδραση πριν να
περάσει η ώρα. Τότε που δύσκολα τα λευκά της πόδια θα
κράταγαν την πτώση της από τα χρυσά σκαλοπάτια. Στο
τέλειο µηδέν µία ανάσα βαθιά κι απορροφηµένη σε κάθε
βήµα.
53
τυπωµένο τ' όνοµά τους οι φίρµες της αβρότητας.
Αφοσιωµένες στη γαστριµαργία του σκατού µέσα σε κενό
υπαινιγµών και σάπιου σαρκασµού που χώνευε το νόηµα
κάποιου εξ ουρανού επιδορπίου. Στο ψεύτικο όνοµα µιας
διάσηµης ταυτότητας. Στην περίοδο ενός κολιέ που
έλαµπε την ανύπαρκτη αξία του. Στολίζοντας ένα
δυστυχισµένο γέλιο που έψαχνε µ’ αγωνία επιβεβαίωση
στον καθρέφτη την ξαναείδα. Καθόταν σ' ένα παγόβουνο
και µιλούσε µ' έναν ερωτευµένο πιγκουίνο. Πάσχιζε ν'
απορροφήσει θερµότητα µ' ένα νευρικό κουτάλι
βουτηγµένο σε ζεστό κακάο φαντασίωσης ενώ µε τ' άλλο
χέρι κάτω απ' το τραπέζι χάιδευε ένα ζηλιάρη γάτο. Τη
συµπόνεσα καθώς θα είχε τόσα στο µυαλό της…
54
Είδα στον καθρέπτη ένα θεατρίνο να φορά µια µάσκα και
να ενσαρκώνει τον εαυτό µου. Έκλεισα τα µάτια και
προσπάθησα να βολευτώ στο κρύσταλλο της κοσµικής
ονειροπαγίδας.
55
Από µικρό κι από τρελό
Λένε πως από µικρό κι από τρελό µαθαίνεις την αλήθεια.
56
Αφού κατάλαβα πως οι τρελοί τουλάχιστον δεν παύουν να
ελπίζουν.
57
Το ροζ γοβάκι
Μια µέρα βρήκα στο δρόµο ένα ροζ µικρό γοβάκι. Αφού
δεν είµαι πριγκιπόπουλο δε θα µπορούσα να υποχρεώσω
τους ανθρώπους να διαθέσουνε τις κόρες τους για το
προβάρισµα. Έτσι λοιπόν το µόνο που µου έµενε ήταν ν'
αφήσω το γοβάκι στο σηµείο που το είχα βρει
φροντίζοντας να βάλω µέσα τη διεύθυνσή µου.
58
τέλεια. Μετά βγήκε τ’ άλλο πόδι κι άρχισε πάλι να µου
γνέφει. Έσκυψα δεύτερη φορά και πρόβαρα τ’ άλλο
γοβάκι που βεβαίως ταίριαξε. Έπειτα η πόρτα έκλεισε για
λίγο όπως κάνει κάποιος που αφαιρεί το σύρτη και
ξανανοίγει. Παρέµεινε µισάνοικτη. Πέρασα µέσα. Τότε
διέκρινα στο µισοσκότεινο βάθος του διαδρόµου ένα
γυµνό κορίτσι φορώντας µόνο τα ροζ γοβάκια. Έβγαλα τα
παπούτσια µου και τ' άφησα στην είσοδο. Έκλεισα την
πόρτα. Ύστερα…
59
Φόβος ένας κύριος
Λένε πως το µόνο που έχει κάποιος να φοβάται είναι ο
φόβος. Ένα παράδειγµα λοιπόν του πόσο χρήσιµος ο
φόβος µπορεί να είναι θ' αναφέρω.
60
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Οδυσσέας 9
Αθανασία 11
Ελένη 14
Κοιµωµένη 16
Περίσταση 18
Φενάκη 20
Κυπαρίσσια 22
Κύκνοι 23
Πεταλούδες 25
ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Αυγή 29
∆ε φτάνεις 31
Κάλεσµα 33
Ουτοπία 34
Λυσιγονία 36
Συνειρµός 38
Με το κύµα 40
Να φεύγει 41
Η χαρά του κόσµου 43