You are on page 1of 64

Ορίζοντες

Χ. Τσελέντη
Ορίζοντες
(2004)
«Ένας ουρανός µ’ αρκεί»
Πρώτα ποιήµατα
Οδυσσέας
''Ούτιν δε µε κικλήσκουσιν.''
Ο∆ΥΣΣΕΙΑ
Ώρες ανήλεες µε λιώνουν.
Κολλάω στο χρόνο, ο χρόνος µ' έστησε.
Στον τοίχο σαν φωτογραφία.
Σαν κοµµένη προβολή,
σαν κούκο κακοκαιρισµένου ρολογιού.
Το εκκρεµές µου ζήτηµα
δικάζουν όρνια.

Τελείες µαύρες µε κυκλώνουν.


Χάνω το χώρο, ο χώρος µ' άδειασε.
Στο πάτωµα σαν τρίµµα ψηφίδας.
Σαν σπασµένη κλεψύδρα,
σαν κουκίδα ξεθωριασµένου χάρτη.
Λίγο πιο πάνω παραµονεύει
το µάτι του Κύκλωπα.

Πολύ εδώ. Πολύ τώρα.


Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη.
Πνίγοµαι. Ίλιγγοι
τα µηλίγγια µου σφίγγουν
σαν Πλαγκτές Πέτρες.
Ένα σηµάδι στο βάθος
µε πρόδωσε.

9
Ένας µεγάλος ουρανός
µ' αγνόησε. Σαν αλήθεια.
Οι αισθήσεις µου ψεύδονται.
Σύµπαντα πανσέδων.
Οι συλλογισµοί µου τρέχουν.
Στρατιές δελφινιών.
Μ' έναν κόκκο άµµου θ' άλλαζα
των Φαιάκων τα δώρα.

Κανένα µε λένε. Κι έρχοµαι


από του Πουθενά τις χώρες.
Ψάχνω τη µικρή µου πατρίδα-
µήπως την έχεις ακούσει;
Κύµα πελώριο µας χώρισε.
Μα σκληρά πολεµώ.
Μάρτυς µου το Ίλιον.
Και ο Ήλιος.

Ξεµακραίνω. Κοιτάζω πίσω.


Η καρδιά µου πονά, ο λαιµός µου πιάστηκε.
Μια στήλη καπνού ξεψυχάει. Ακόµη
η Τροία. Σαν ξέχειλο σταχτοδοχείο.
Κίτρινες κηλίδες στο ταβάνι. Ο Ήλιος.

10
Η θύµηση
ο ∆ούρειος Ίππος µου.

11
Αθανασία
Μια χούφτα στοιβαγµένα σύννεφα
Σφίγγει γροθιές ανείπωτος πόνος
Μάτια που σκύβουν στο χώµα
Χέρια τσαλακώνουν το χαρτί
Σκισµένα πανιά αρµενίζουν
Σε µια κούπα θολή των ονείρων
Όνειρα των καθηµερινών ανθρώπων
Που ήρθανε κι έφυγαν άπιαστα
Μια βάρκα µ’ όνοµα αγαπηµένο
Λύνει το σκοινί και χάνεται
Ψάχνοντας τη µακρινή συνάντηση
Μιας επιπόλαιας µνήµης µάταια.

Πικρό το συµπέρασµα κυλάει


Πάνω στα χείλια της ειρωνείας
Όταν σβήνει το χαµόγελο του ήλιου
Πίσω από σφιγµένα δόντια
Αφέλεια είσαι µια ψεύτρα και κινείς
Τις τροχιές του απλού κόσµου
Που κτίζει στην άµµο παλάτια
Και πρόσκαιρα παράστηµα ορθώνει
∆εν είναι τ' όνειρο που θα ξυπνήσει
Την αέναη ρέµβη των αισθήσεων

12
Ούτε κι η ευχή που θα ταράξει
Μια λίµνη µηδενισµένου χρόνου.

Είναι η µύχια επιθυµία που θεριεύει


Το διάφανο τραγούδι των ανέµων
Χρυσός που βρίσκει τη φλέβα του
Κι ανεβαίνει χείµαρρος τον ουρανό
Αφού στο σώµα του µόχθου η µοίρα
Χάραξε τ' αδρότερο αυλάκι
Χυµένο µελάνι της νύκτας
Που γράφει τα κείµενα του πόθου
Παρέα µε τη γυµνή αλήθεια
Να µαρτυρήσει το ρίγος της νέας ανατολής
Κι η γλώσσα της χαρµόσυνης καµπάνας
Θα νιώσει µία γεύση αθανασίας…

Ποιος θα περίµενε στο λασπωµένο χώµα


Ν' ανθίσει έρωτας;
Υπόσχεση ζωής που περατώνεται
Ταιριάζοντας ισότιµα µ' άλλη ζωή
Μισό που ολοκληρώνεται µ' άλλο µισό
Και γίνεται ένα, εγώ κι εσύ
Άστρο που κέντησε στη νύχτα τ' όνοµά του
Και στέριωσε τη φήµη του
Λάµψη µικρή που τη γωνιά της έµαθε

13
Κι έγινε ήλιος στην άξια φωλιά της
Μια ανθρώπινη στιγµή χαράς
Πoυ έδωσε στ' άπειρο νόηµα
Κλέβοντας την αιωνιότητα δίκαια.

14
Ελένη
Χείλια ερµητικά κλειστά
Ξεχασµένο µοναστήρι
Στήθηκε πεισµατικά στα βράχια
Ηχώντας στο ρυθµό της άγριας θάλασσας
Ψηλό απόκρηµνο αγνάντεµα
Βλέµµα ριψοκίνδυνο στο πέλαγος
Ενώ µια παγερή ανάµνηση ουρλιάζει
Φοβέρες προς τον άνεµο που σάστισε
Πικρή σαν λεµόνι που δεν κατάφερε
Να φαγωθεί ολόκληρο σαν την αλήθεια
Έτσι απέµεινε ένα λάβαρο να παλεύει θύελλες
Και να χειρονοµεί στις τρικυµίες.

Ένα καράβι στο βάθος παραβγαίνει την ελπίδα


Μην είναι η µεγάλη ευκαιρία του γυρισµού;
Ή µήπως το παλιοκαιρισµένο σώµα
Που κλυδωνίζεται σ' ανεκπλήρωτες φουρτούνες
Η νηνεµία δεν αργούσε να φανεί
Μα συ προτίµησες να τροµάζεις θαλασσοπούλια
Η νοσταλγία τώρα κυνηγάει τα δελφίνια
Είναι χαµένη από κύµα
Μια λάµψη πρόσκαιρη τρύπησε τα σύννεφα
Κι η προσδοκία κλώσησε στα γρήγορα
Μες στις σχισµές αγριοπερίστερων.

15
Άλλαξαν οι καιροί και θύµωσαν
Κιτρίνισαν τα φύλλα
Τα φεγγάρια σιώπησαν αλλάξανε µεριά
Κι ο αφρισµένος κύκλος είναι µονόδροµος
Μα δεν ήταν ο µετανιωµένος άνεµος
Τότε που ήρθε να φυσήξει στο πλευρό µας
Ήταν αυτός ο βράχος που στέριωσε
Καταµεσής εδώ να πεταλώσει τα πελάγη
Φταίνε και τα σπουργίτια
Που µας αρνήθηκαν σαν σιτεµένες ρώγες
Σκέψη που προδόθηκε σαν ήλιος
Από τα σύννεφα τα πράγµατα και τις σκιές τους.

16
Κοιµωµένη
Ας ξεκινήσει το βαλς της σιωπής
Ένεκεν ονείρων.

Έµεινες φωτιάς ο καπνός


Μικρή µιας τσιγγάνας οδύσσεια
Σ’ ορφανό ουρανό το πικρό φτεροκόπηµα
Νοσταλγίας η διάχυτη λάµψη σαν
Έσβησες.

Μην περιµένεις άλλο τον άνεµο


Μην ξανάρθεις στη γιορτή των γιασεµιών
Το θάµπος αφού έγινες σκιά
Του κόσµου παγωµένος ήλιος
Νικηµένο καθρέπτη το βλέφαρο
Του φεγγαριού εκλειπτική και µατωµένη
Εσύ δίδυµη.

Ποιος είναι αυτός που κυνηγά µε την απόχη


τις πεταλούδες;
Ποιος είναι αυτός που µ’ ένα φτυάρι
µαζεύει σύννεφα;
Μ’ ένα ριπίδι των µατιών το πεφταστέρι σου
Πώς ζήλεψες.

17
Χορεύεις;

Σου είπα…
Κι αποκοιµήθηκα µαζί σου.

18
Περίσταση
Κάποιες φορές
Έχεις την όψη γαλήνης
Βαθιά µες στους κόλπους ατάραχης λίµνης.

Κι άλλες φορές τα µάτια σου µε περιµένουν


Έντοµο πιασµένο σε δίκτυ αράχνης
Καθώς µε τυλίγει σαν µαύρο κουβάρι.

-Αχ, αµέριµνος που πέταγα πριν λίγο


Μα τώρα είµαι πρόθυµο θύµα
Έρµαιο µιας απερίσκεπτης πτήσης-

Ποια είσαι
Ποτέ δε ρώτησα
Ποτέ δεν είπες.

Μήπως είσαι τυπικά µια χίµαιρα;


Που θα µ' αρπάξει περαστικό µια νύκτα
Από την κόµη σαν κοµήτη
Κατάληξη µιας απρόσεκτης βάρδιας
Σκοπιάς χωρίς σκοπό.

Όχι, όχι
Εσένα σε φτάνω

19
Εσένα σ' αγγίζω
Εσένα σ' αντιµάχοµαι
Σε πλαγιάζω.

Είσαι µια ηδονή που λιώνει κόκκινη


Στις δειλινές µου επάλξεις.

Είσαι µια κλασσική


Περίπτωση
Γυναίκας απόλυτη
Μα καθ' όλα ιδιαίτερη
Περίσταση.

20
Φενάκη
Τι θα ήταν ο καλπασµός δίχως τη χαίτη.
Ο βόστρυχος δίχως το κεφάλι κούρων
η όρθια στάση δίχως πόδια, τα χέρια
τα φτερά του πόθου δίχως τα νύχια
της αρπαγής. Γέλιο δίχως δόντια.
Ποια θα ήταν η ιστορία του δαµάσµατος
χωρίς τ' όνειρο του γητευτή.

Τι θα ήταν δίχως τη θάλασσα ο αφρός.


Ποια θα ήταν η δικαίωση του επιχειρήµατος
η άρθρωση λόγου δίχως την αλµύρα
του φιλιού, το πάθος δίχως την αίσθηση
της γλώσσας. Χείλια δίχως σάρκα.
Ποια θα ήταν η κατάληξη της δίψας
χωρίς το σφρίγος του χειµάρρου.

Τι θα ήταν ο άνεµος δίχως το θρόισµα


των φύλλων της πόρτας το κτύπηµα
ο επόµενος επισκέπτης φάντασµα
δίχως σεντόνι, χωρίς τις αλυσίδες
της απόδειξης. Άστρο δίχως στερέωµα.
Τι να είναι περισσότερο η αλήθεια
απ' το ξεσήκωµα της σκόνης.

21
Φτάνει. Μέχρις εδώ γνωρίζω.
Η φενάκη θέλει το χτένι.
Εκτός αν είσαι τόσο δυνατός
όλα να τ' αποτινάξεις
ακόµη και την ψυχή σου.
Να καταγίνεις ένας αδύνατος
υπέρλαµπρος πάνσοφος γλόµπος.

22
Κυπαρίσσια
Υπάρχει ένας γόνιµος σπόρος λύπης
Σε κάθε µόνιµο τοπίο σιωπής
Σε κάθε ριζωµένο παράστηµα πένθους
Κι ένας αναστάσιµος τριγµός του ξύλου
Στητή προσευχή που σµίγει ουρανό και γη
Καταπράσινες ευθύκλωνες λόγχες
Που κεντρίζουνε τις φλέβες της ανατολής
Σαλεύοντας στον άνεµο µε κάθε τους κλίση
Μιαν αφανέρωτη αυλαία λύτρωσης.

Ο δρόµος στενεύει γίνεται χωνί και σ' οδηγεί


Από τις εναλλαγές των σκιών σ' ένα σηµείο φως
Στη γρήγορη επανάληψη της λευκής λωρίδας
Η σκέψη σου αµβλύνεται
Στις ευθείες µε τα κυπαρίσσια
Υπάρχει ένα πέρασµα γαλήνης από τους γίγαντες
Που κρατούν τα κράσπεδα ενωµένα
Και κάποιο µυστικό προσήλωσης για τον άνθρωπο
Με τις πράσινες παρωπίδες.

23
Κύκνοι
Τα βαθιά µάτια έχουν τις δικές τους λίµνες
Κατοικηµένες µε τους κύκνους του καθρέπτη
Κάνουν τη χαρά τους πυκνό φτεροκόπηµα
Φτάνουν τη θλίψη στην κόψη της σελήνης
Που τ' ασηµένιο της παιδί στ’ ολόγιοµα φωτίζει
Και ρίχνει πέτρες στο νερό, µα γιατί δε γνωρίζει.

Πέφτει το δάκρυ πάνω στο χαµόγελο


Ψίθυροι φύλλων στα χείλια
Τι ψάχνουν οι κύκνοι στο φως των νερών;
Όταν κρύβουν το κεφάλι στους κύκλους
Αν ήταν οι αλήθειες κάπου γύρω
∆ε θα γλιστρούσαν στο βυθό νεροφίδια
Τι ψάχνουν οι κύκνοι στα βάθη των άστρων;
Όταν στρόβιλος σηκώνεται ο λαιµός τους
Κυκλοφορώντας ένα τραγούδι µέχρι τ’ άπειρο.

Τ’ όνειρο της οµορφιάς είναι αυστηρό


Μα δεν υπάρχει άλλο.

Οι λίµνες έχουν τα δικά τους µάτια


Επιστρέφουν στο πολύ νερό
Με το ύφος εκείνων που γνωρίζουν
Μα προχωράνε λέγοντας λίγα

24
Αν κλείσεις τα µάτια σου σβήνουν οι λίµνες
Ο καθρέπτης συντρίβεται και βγαίνεις
Ένας κύκνος ανοίγει τα φτερά και χάνεται
Αφήνοντας πίσω στη γύµνια σου
Τ' αργυρό του ψιχάλισµα.

25
Πεταλούδες
Μια πεταλούδα σ’ ένα τριαντάφυλλο
Ζωγράφιζε στα µάτια την αυγή του κόσµου
Μα τώρα µατώνει σ' ένα αγκάθι ηλιοβασίλεµα.

Στο στόµα µου ένα πέταλο τι θέλει;


∆εν γνωρίζω κανείς δε θυµάται
Νιώθω µόνο πόνο από ξερίζωµα
Το τρίξιµο που κάνει ένα κουκούλι
Τούτες τις ώρες της µεγάλης σιωπής
Που δεν έπρεπε τίποτε να θροΐζει
Γιατί πεταλούδες στα δάση δεν έµειναν
Ούτε στις καρδιές µας
Συναίσθηµα παγερό κενοτόπι
Πώς να σ' αφυπνίσω;
Μ' ένα νεύµα προς το µέρος ληθάργου
Να γυρίσω µια πράσινη νέα σελίδα
Προκαλώντας µια κίνηση φύσης
Μ' ένα ζωντανό κι ιπτάµενο τριφύλλι
Μα όχι δε θα πέσω στο δίκτυ
Του πρώτου συλλέκτη νεκρής οπτασίας.

Μια πεταλούδα καρφιτσωµένη στην καρδιά µου


Κάποτε µου υποσχέθηκε µια ιστορία ίριδας
Τώρα σ' ένα φύλλο θ' αρκεστώ για λίγη κάλυψη.

26
Ορίζοντες
Αυγή
Καθόµασταν στην ακροθαλασσιά πάνω
στο ξηµέρωµα.
Μα ο ήλιος δεν έλεγε να βγει κι η θάλασσα
πεισµατωµένη στα γυµνά µας τα κορµιά
δεν έπαιρνε το υγρό της σκοτάδι.
Μήπως πεθάναµε και δεν το καταλάβαµε
µουρµούρισες...

Σου µίλησα τότε µ' όλη τη σιγουριά φωνής


που τρέµει:
Στον κόσµο µας
κάθε µέρα βλέπαµε ανθρώπους να τρέχουν
εδώ κι εκεί να κάνουν πράγµατα
χειρονοµούσανε µιλάγανε φωνάζανε
κι όµως
πόσοι απ' αυτούς ήταν αλήθεια ζωντανοί;
Πόσοι δεν είχαν πουλήσει σώµα και ψυχή
να ζήσουν περισσότερο
κι ίσως για να µην πεθάνουν.
Πόσοι ανοιγόκλειναν το στόµα τους
µηχανικά που τάχα ζούσαν.
Και γιατί µας ειρωνεύονταν που ζαλιζόµαστε
σαν κοιταζόµαστε ψηλά;
Εµάς τα ζώα και τα δέντρα δε γέλασαν ποτέ

29
και τ' άστρα ψέλλισες…
Ούτε τα δυο χταπόδια π' αποκάµανε χθες βράδυ
στα ρηχά
µεταξύ τους τυλιγµένα µ' έρωτα
ζωή και θάνατο
εµείς άµα δε ζούσαµε θα ξέραµε…
Ούτε θ' αφήναµε βρώµικα νύχια να τραβάνε
νέες σάρκες ούτε θα µολύναµε τη φύτρα της αυγής
µε σάπιο σπέρµα.
Εµείς τα µελάνια µας δε σπαταλήσαµε αποβραδίς
περιµένοντας το ξηµέρωµα.

Η ζωή µια µέθη κι ο ήλιος µ’ ένα σάλτο


καληµέρισε.
Μάζεψε η νύχτα τα µαύρα της ζουµιά ζεστή
κι ένα ζαρκάδι στο βουνό της
όπου φύγει.
Ήξερα πια το δάκρυ σου
αν ήτανε πρωινή σε µάγουλο
χαρά και νίκη.
Οι πρώτες ηλιακτίδες χτύπησαν τα µάτια µας
όπως ένα πεσµένο βλέφαρο ξυπνά
µ’ ακόµη ονειρεύεται.
Ίσως δεν έχουµε ακόµη γεννηθεί
ψιθύρισες…

30
∆ε φτάνεις
Το γλαυκό τσαµπί στον ουρανό
που γλυκοκοιτάζεις τόσην ώρα
κρεµασµένο δεν το φτάνεις.
Με ξυλοπόδαρα µε χέρια σηκωµένα
δεν το φτάνεις
µε την κόκκινη τη γούνα πονηριάς
πιστεύοντας το ζώο.
Σου είπε πως ήταν άγουρο µα δεν ήταν
πιο πολύ απ’ όσο πίστεψες.

Οι δικαιολογίες σου πάντοτε βολικές


απέναντι στο µακρινό.
Μοιάζουν µε κρωξίµατα ξέρεις
εκείνου του πουλιού που περιµένει
τα σταφύλια να πέσουν.
Μα τότε τα λόγια µαύρα φτερά
κι οι κραυγές περισσεύουν
ακούς την ψυχή σου να τρώει τις σάρκες της
αλλά δε χόρτασε.
Κανείς δε χορταίνει µε τέτοιο φαΐ
κι ας νόµισε για λίγο.

Στα βουνά τα µακρινά βουνά


της ανατολής τα διάφανα φύλλα

31
της δύσης οι ρόδινες ρώγες
ο ήλιος που µεσουρανεί
πουλί µιας πολύχρωµης µέθης
µε φτερά σηκωµένα
µε τα ξύλινα πόδια τα χέρια τεντωµένα
σκυµµένος δε φτάνεις.
Το γαλάζιο τσαµπί περιµένοντας να πέσει
τον ουρανό δε φτάνεις.

Ίσως αν όρθωνες λίγο τ' ανάστηµα.


Αν πίστευες κάπως στο ύψος σου.
Ίσως τότε να έφτανες
τ' άστρο που κατάντησες πεφταστέρι.

32
Κάλεσµα
Αν δεις το χειµώνα λευκό περιστέρι
Με φτερούγα σπασµένη θ' αδειάσεις ρυάκι
Μ' αν θα φονέψεις το µαύρο γεράκι
Μην περιµένεις άλλο καλοκαίρι.

Το νεύµα µιας χειρονοµίας αφηµένης


Εικάζει µ' αγωνία το φτεροβάτη θάνατο
Καθώς θαρρείς πως άκουσες τον άνεµο
Στο θρόισµα της οικουµένης.

Έθρεψες µε την καλή καρδιά κακό σηµάδι


Έστερξες θολή σκοπιά µε καθαρό αλφάδι
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο µην απορείς
Να τα χωρίσεις άµα θέλεις δεν µπορείς
Φως και σκοτάδι
Είναι η τύχη τους γραµµένη µε το ίδιο υφάδι.

∆εν ήταν µάταιο των ήλιων σου το άλεσµα


Αφού σου είπαν τ’ άστρα δεν είναι λάθος
Να ζήσεις τη ζωή µε τόσο πάθος
Σε κάποια µάχη πριν επιστρέψεις τα φτερά
Στο τελευταίο κάλεσµα.

33
Ουτοπία
Μ' άλλο µάτι δεν είδες τον κόσµο.
Ήταν αυτός ο κόσµος όχι άλλος
που σ' έπαιρνε και σ' έφερνε
ένα στάχυ στη φωτεινή παλίρροια
κάποιου που είπαν Αύγουστο.
Αφηµένος στην άκρη της θάλασσας
µε τη ρίζα στην άκρη της άµµου
µε την ψυχή στο κύµα µουρµουρίζοντας
σάλαγο και σέλαγο
πράσινα λιβάδια και γαλάζιο πέλαγο.

Ξαπλωµένος είδες τον όλεθρο των άστρων.


Μάτια σκληρά και µακρινά
δεν ήταν άλλη κι η αγάπη
στην απέραντη µοναξιά.
Τα χέρια σου παλεύανε
άλλα χέρια πιο µεγάλα
γαλαξίες πάνω σου µαστίγια πλοκάµια.
Και τότε σαν θηρίο πληγωµένο φώναξες
πόση δικαιοσύνη θέλει αυτός ο κόσµος
να µην καταρρεύσει.

Κι αν πρόλαβες τη φοβερή ανατολή


κι αν κάθισες και τη ζωγράφισες µε πείσµα

34
λέγοντας κάποτε, ίσως µια µέρα…
∆εν ήταν άλλη κι η αλήθεια
που την έχανες στην ευτυχία
και την αντάµωνες στη θλίψη.
∆ε θα βρεις άλλο κόσµο.
∆ε θα βρεις άλλο πάθος.
Η ουτοπία είναι εδώ.
Ίδιος ο αγώνας σου ξηµέρωσε.

35
Λυσιγονία
Ο ουρανός στεριώνει τον άνθρωπο
Μεγάλος αφέτης απλόχερης ελπίδας
Θέλγοντας τα πιο καθάρια βλέµµατα
Προς τη µεριά µιας γαλανής ατένισης.

Κι ο άνεµος ο λύτης των ψυχών µας


Φουσκώνει τα πανιά αέναης οδύσσειας
Ανοίγοντας στα µάτια τις φτερούγες
Κατά εκεί που πέφτουν οι ορίζοντες.

Πουλιά της φωτιάς


Που ήρεµα λάµνετε στο στερέωµα
Κι ύστερα κουρνιάζετε
Στο σχήµα της καρδιάς µας
Στις επάλξεις των ακτών µας παραστάτες
Στην έγερση των ύστατων ωρών µας
Η καταιγίδα ολοένα πλησιάζει
Με µάτια βγαλµένα στύβει κεραυνούς
Σηµάνατε συναγερµό
Στα βελούδινα στήθη της µικρής οικουµένης
Που κάνει δίχως όνειρα τον ύπνο της ανέµελη
Τα µεταξωτά σεντόνια της
Πετάχτε

36
Ξυπνάτε την:
Ο λυτικός κύκλος της άφεσης πρέπει ν' αρχινήσει.

Ο ουρανός στεριώνει τον άνθρωπο στα πόδια του


Το χάος
Είδα το σµίξιµο των αλκυόνων
Κι οικτίρησα τον παθιασµένο πίθηκο
Κι αποδοκίµασα το περίτεχνο γουρούνι
Τα πεταµένα κέρµατα ευχών µες στα πηγάδια
Τα νύχια µιας νύχτας βαµµένα στο αίµα
Χάρτινες πτήσεις κι άχρηστα πεφταστέρια.

Για όλες τις στιγµές της ανοµίας µας


Ουρανέ αφέτη των καθαρών πνοών
Στείλε µας
Την άγνοια.

37
Συνειρµός
(Στο πεζοδρόµιο)
Τι νέες συνταγές να µαγειρεύει
Η γειτόνισσα
Η ανάγκη
Η σουσουράδα
Τσιµπολογάει στον αυλόγυρο
Το φαγητό του σκύλου
Εκείνος µε τη µουσούδα στο χώµα
Κοιτάζει ουρίτσες που χορεύουν
Και πηγαινοέρχονται
Οι πιτσιρίκες
Οι µέλισσες
Μ' αρώµατα
Ξυπνάνε το µαΐστρο
Κι ετοιµάζει τις µπογιές
Ο καλλιτέχνης
Ο συνειρµός
Ο έρωτας
Τινάζει µια µαργαρίτα
Που ερωτεύτηκε
Και την προσφέρει
Τραγουδώντας όνειρο
Ένα ταγκό
Του ζέφυρου

38
Μια λατέρνα
Κατεβαίνει ξεχαρβαλωµένη
Ένα χέρι τρέχει πίσω της
Κρατώντας τη µανιβέλα
Περιστρεφόµενο
Ένα τσαντάκι
Γεµάτο πάθος
Το πλήθος ακολουθεί
Στο πεζοδρόµιο το τραγούδι µαγεµένο
Μέσα σ’ όνειρο
Κτυπάνε οι κλακέτες
Της τσιγγάνας
Της ανάγκης
Της γειτόνισσας
Που κρατά ο έρωτας
Και την προσφέρει
Απ' άνεµο σε άνεµο
Σιγοσφυρίζοντας
Όνειρο µια µαργαρίτα
Κοιτάζει τον καθρέφτη
Ανακατεύει τις µυρωδιές
∆οκιµάζει πού και πού
Πειράζει τ' αυτιά του σκύλου
Με τη µουσούδα στο χώµα
Και γρυλίζει ικετεύοντας…

39
Με το κύµα
∆ίπλα στο κύµα το µεγάλο κύµα
Π' ατέρµονο φεύγει και γυρνά
∆ίχως ν' αυξάνει δίχως να λιγοστεύει
Παρά µόνο µεταφέρει και σωρεύει
Τόσο νερό πώς θ’ αλλάξεις;

Στην ακτή το λαµπύρισµα της γύµνιας


Στο βυθό οι κοµµένες ακτίνες αχινών
Το ιώδιο της ολκής που ανασαίνεις
Το βουνό µιας αλυκής µε το µαύρο κεράσι
Που λιώνει στην κορφή της
Κι όποιο τραγούδι φέρνει φτεροκόπηµα
Του µελτεµιού.

Το ποίηµα
Το παίρνεις το διυλίζεις µέσα σου
Το θρέφεις πάνω στο βράχο
Το σπέρνεις φως και αλάτι
Πάνω στην πληγή
Κι ύστερα το ταξιδεύεις
Μαζί µε το κύµα το µεγάλο κύµα
Κι ό,τι ακόµα συνεχίζει χέρι- χέρι.

40
Να φεύγει
Πρόθυµος ο άνθρωπος αρχίζει το παιγνίδι του
στην ακροθαλασσιά και παίζει ως το σούρουπο.
Μ' ένα τόπι χρυσό που γίνεται καυτή σβούρα
κι αλλάζει γρήγορα χέρια και χαµόγελα.
Υγρά σανίδια µε πανιά ζητάνε κύµα κι άνεµο
χάνονται στην έκταση αργοκυλάνε στα βαθιά
µα στα ρηχά κορµιά πηγαίνουν κι έρχονται
ψήνονται λιώνουνε αχνίζουν.

Μία κόρη- κι ένας νέος παίρνει θάρρος


τής ζητά λίγη φωτιά ψηλαφίζοντας τα χείλη της
κι αν εκείνα δεν ανάψουν…
Πώς ν' αρνηθείς αυτό το καµίνι;
Μαύρος ο ήλιος κουβαριάζεται
αδειάζουν τα κορµιά καίγονται πέφτουν στο νερό
σκορπίζουνε µέσα σε δίνες ίριδες και κύµατα.
Πώς ν' αρνηθείς το γέλιο των ανθρώπων
όταν στην άκρη των µατιών εύκολα εξατµίζεται
γεµίζοντας µε χρυσές κλωστές το σύµπαν.
Πώς ν' αφήσεις αυτές τις στιγµές που έρχονται κάποτε
τόσο απροσδόκητες σαν ξεχασµένα νησιά ευτυχίας
µα γρήγορα γυρίζουν στον αφρισµένο γρίφο τους.
Τι γρήγορα τα πολλά µας βήµατα βουλιάζουν
στο λιγότερο νερό.

41
Σ' ένα βράχο σχηµατίστηκε µια µικρή λίµνη
κι εκεί µέσα ένα ψάρι
ανοιγόκλεινε το στόµα του παλεύοντας να ελευθερωθεί
κι ίσως να µιλήσει.
Τριγύρω ακουγόταν η βοή
από φωνές ρακέτες µουσική και πλαταγίσµατα.
Προσπάθησα να µαζέψω το ψάρι σε µια χούφτα νερό
µ' αµέσως γλίστρησε απ' τα χέρια µου.
Μετά κόπασε ο άνεµος
µαζί κι οι φωνές το γέλιο το τρεχαλητό τα πανιά
όλα σταµάτησαν.
Είδα τη ζωή να φεύγει µες από τα µάτια µου.

42
Η χαρά του κόσµου
Είναι µια κόρη που πλαγιάζει
Σε µυστικό κρεβάτι ονείρων
Στον αφρό ανέµελων κυµάτων
Τα µαλλιά της χτενίζουν άνεµοι
Τα µάτια της γεµίζουν ουρανοί
Τα χέρια της φτάνουνε σ’ απόγειο στοργής
Στρώνουν τα πόδια της χορό της υδρογείου.

Η χαρά του κόσµου µένει µόνη


Σ' ένα σπίτι γαλαζόλευκο
Μ' αφρισµένα σκαλοπάτια
Όπου πίνει ένα χυµό µε πάθος
Βλέπει µακριά στα σύννεφα της ζέστης
Και περιµένει ένα ταίρι
Πότε θα πέσει από τ’ αστέρια.

Είναι µια κόρη που εξάπτεται


Όταν πόθος φανερώνεται µπροστά της
Εκλιπαρώντας το παρθένο σώµα της
Ενώ ξαπλώνει σε λιβάδια ροδοπέταλα
Στρώνει ρυάκια που έρωτες κυλάνε
Τρέχουν τραγούδια σβήνουν οι φωνές
Σ' ένα µεγάλο καταρράκτη.

43
Η χαρά του κόσµου µοιράζει
Ένα µικρό κοµµάτι στον καθένα
Η καρδιά της δεν ανήκει σε κανένα
Κι ας λένε πως τη βρήκαν σε καθρέφτη
Στο τελευταίο θρύψαλο ακέραιη σκορπίζει
Το γέλιο της δεν άγγιξαν
Το δάκρυ της δεν µπόρεσε κανείς
Να µαρτυρήσει

Στο νερό
Σαν σιώπησε
Μια κόρη
Η χαρά του κόσµου
Είναι όσα πράγµατα γνωρίζει αλλά δε λέει
Έτσι καθώς τη θέλουν κι όλοι την αποζητούν
Προσηνής όπου βρεθεί φιλεύεται τα πλήθη
Κι ύστερα λέει -χαίρεται- και φεύγει
Κλείνοντας το βλέφαρο κάποιον αν έτυχε
Να συµπαθήσει ιδιαιτέρως.

44
Έξι σύντοµες ιστορίες
Χρόνος
Τα στολίδια σού ταίριαζαν. ∆ίναν άλλη διάσταση στη
γύµνια σου και το κορµί. Ήταν ένα πάθος αµήχανο κάτω
απ' το χτένι και µια βαθύτερη κίνηση ν' αγωνιστείς
ενάντια στη νεκρή φύση.

Κάποτε αναζήτησα την ευτυχία σου κι έτρεξα στις εξοχές.


Μέτρησα τη λύπη σου στα ρυάκια. Είδα το γέλιο σου ν'
αποθανατίζεται στις φωτογραφίες. Ύστερα έσκυψα στο
κτυποκάρδι σου λογαριάζοντας τις ώρες µου µ' ένα δικό
σου µενταγιόν.

Μα δεν είναι το ρολόι που µετρά. Είναι κάτι βαθύτερο.


Ξυπνάει πριν απ’ τα µάτια µ' ένα δάκτυλο σιωπής. Τόσο
ακλόνητο κι άφθαρτο συνάµα τόσο τραγικό. Καθώς οι
όµορφες στιγµές γρήγορα τελειώνουν κι η νιότη χάνεται
στη µοναξιά της ψάχνοντας να βρει τον εαυτό τους
άλλους κάποιο νόηµα. Ένα κόσµηµα να κρύψει τη γύµνια
της ξεκινώντας ένα ταξίδι στο φως. Μα κι έτσι στο λευκό
σκοτάδι δε σταµατά ο χρόνος. ∆ε σταµατά ποτέ το σώµα
να γερνά και το µυαλό συνέχεια βαραίνει σκέψεις. Που
δεν µπορούν να σταµατήσουν γιατί δεν µπορείς να πάψεις
να µαθαίνεις ακόµη κι αν ξεχάσεις όσα θα σε κάνουν πιο
ανάλαφρο. Πιο αδιάφορο όλο και περισσότερο ν'
αδιαφορείς. Βαριά τα φτερά βαριά η λήθη τους κι η πτήση

47
γέρνει προς τον ουρανό. Κυκεώνας από πράγµατα
σβησµένα κοπάδια από µαύρους αργοσάλευτους οιωνούς.
Όσα δεν ξέρεις είναι η νύχτα κι όσα περισσότερα
µαθαίνεις πως δεν ξέρεις είναι η νύχτα πιο πυκνή. Κι η
σελήνη δε λέει τίποτε. Τίποτε δεν ξέρει παρά µόνο το
πρόσχηµα της πλάνης. Ενώ η άγνοια γίνεται βαρύτιµη
όταν είναι το µόνο που γνωρίζεις...

∆εν είναι ο χρόνος που κυλά. Τίποτε περισσότερο από µία


έννοια που κάποτε µέτρησες σε διαστήµατα λογισµών.
Όσα πράγµατα κι αν έχεις να πεις όσες κι αν ήταν οι
όµορφες στιγµές όσο χειµαρρώδες το επιχείρηµά σου
απέναντι στο αναπόφευκτο µένει µια τελεία. Τ’
αφηρηµένο αυτό σηµάδι η ασήµαντη τούτη κουκίδα όπου
χάνεσαι. Και βλέπεις πως δεν υπάρχει τίποτε βαθύτερο
τίποτε µεγαλύτερο τίποτε πιο απόλυτο απ' αυτήν την
απέραντη στιγµή. Ό,τι περισσεύει είναι το κτυποκάρδι τ'
ανθρώπου είναι η ψυχή που κουράζει είναι τ' απανωτά
στρώµατα της ελπίδας. Είναι η ιδέα που αιχµαλωτίζει κι
είναι η ιδέα που λυτρώνει.

Ο χρόνος ήταν ό,τι σωρεύτηκε µέσα σου. Η ιστορία των


δέντρων η τροχιά του κορµιού σου γύρω από τον ήλιο και
τη βροχή. Ήταν ό,τι βρήκες κάποτε στην αµµουδιά ό,τι
άκουσες στον αέρα το πλατάγιασµα στο κύµα το αδιέξοδο

48
της ακτής το πλοίο της φυγής η νέα ζωή. Ένας χείµαρρος
που κατηφόρισες κι έβγαζε σε µέρη ονειρεµένα που ήταν
παράξενα γνωστά. Στιγµιότυπα µιας ταινίας που η κρίση
σου τακτοποίησε µε φωτεινό και σβησµένο. Μια υπόθεση
αιωνιότητας κι έστω µια µέρα θα γνωρίσεις το µαρτύριό
της όταν θα πέφτουν διαρκώς τα βλέφαρα χωρίς ποτέ ν'
αποκοιµούνται. Τότε ίσως καταλάβεις πόσο σχετικός ήταν
ο χρόνος. Πόσες φορές µπορεί να δύσει και να χαράξει σε
µια µέρα. Ή πώς µπορεί να χαραµίζεται το παρόν στο
διηνεκές…

49
Ο µάγος
(Α) Με το παλιό καπέλο που φοράς θυµίζεις τους
ανθρώπους καµινάδες την εποχή που µόλις άρχιζαν οι
µηχανές να µουγκρίζουν. Ψηλός και λιγνός ο καπνός σου
βγαίνει πάνω απ' το κεφάλι µες από την ασαφή την
κόµµωση σαν σύννεφο στη µεγάλη καπνοδόχο των
συλλογισµών σου. Χρειάζεσαι ακόµη το µαύρο κοστούµι
µε τη χελιδονοουρά να δίνει ισορροπία στην ξερακιανή
µορφή σου. Και βέβαια το µαγικό ραβδί για να βαδίζεις
σίγουρα στον αόρατό σου κόσµο…

Κόπιασε κόσµε! Πίσω από τούτη τη µαύρη αυλαία µε τα


νυκτερινά στολίδια. Εδώ θ’ αρχίσει το κοσµικό παραµύθι
των ανθρώπων. Σαν τότε που τα χνάρια µας
πρωτοφάνηκαν στη χώρα του µύθου και της εικασίας.
Μόλις έφτασε κι εκείνος από τον κόσµο του καθρέπτη. Κι
υποκλίνεται στα πόδια σου µε βλέµµα πονηρότατο! Πόσα
µαντίλια απόψε στα µανίκια του θα γίνουν περιστέρια;
Πόσα κουνέλια θα βγουν από το µαύρο του πηγάδι να
χορέψουν; Πόσα κορµιά στα δυο θα κόψουνε αναίµακτα
πριόνια; Πόσο πρόθυµες οι ψυχές µας κουρνιάζουν στο
βελούδινο χέρι του πρίγκιπα της απάτης!

Μα ό,τι κι αν είδες δεν είναι τίποτε. Ό,τι κι αν άκουσες


τίποτε πιο πολύ απ’ το παραµύθι που πιστεύεις. Ό,τι

50
νιώσεις τίποτε περισσότερο απ' αυτό που ονόµασες ζωή
σου. Κι όσο φωνάζεις πως όλα ήτανε ψέµα όσο παλεύεις
σ' απέραντες αλήθειες τόσο γυµνώνεσαι. Πέρα από τα
καθηµερινά σου ορόσηµα…

(Β) Οι µάγοι ποτέ δε µας άφησαν. Έρχονταν και


ξανάρχονταν ταξιδιάρικα πουλιά σ' άγνωστες πορείες της
ψυχής. Ήταν εκείνοι που µέτρησαν τα φτερουγίσµατα.
Ήταν εκείνοι π' αράδιασαν τα σπλάχνα της καρδιάς στη
χόβολη της ελπίδας. Ύστερα χάθηκαν µες στον καπνό των
ταξιδιών που δροµολόγησαν. Στα εργοστάσια των
ονείρων µας που ψήλωσαν µε τα φουγάρα τους. Ήταν
εκείνοι που κοµµάτιασαν τ' άτοµο κι ήταν οι ίδιοι που το
έσπειραν.

Μα συ που άντεξες όλον τον κόσµο της οπτασίας. Με του


Ηρακλή το ρόπαλο και την αείγραφη κοντυλοφόρο. Με το
µαγικό κλαρί της άνοιξης και το βαθύ µαύρο καπέλο των
θαυµάτων που µας έθρεψαν. Αρχίνησε τώρα το
σκόρπισµα των νέων αστεριών. Σχεδίασε τα σκίτσα των
ταχυδακτυλουργών µας πόθων. Σέρβιρε στο τραπέζι του
µυστικού µας δείπνου τ' αναστάσιµο φαγοπότι!

51
Ονειροπαγίδες
(Στο καµπαρέ)
(Α) Ήταν ένα κορίτσι που τα έκανε όλα θάλασσα.
Μπορούσες άνετα να κολυµπήσεις το πέλαγός της. Να
χαρείς τα παιγνίδια των δελφινιών της. Τα κοράλλια των
βυθών της. Τα ξωκλήσια των νησιών της. Τα
εικονοστάσια των ονείρων της. Τα χίλια ηλιοστάσια των
χειλιών της. Ήτανε τόσο αφηρηµένη που µια µέρα
σκόνταψε στο βλέµµα της. Κι όµως υπό την αιγίδα των
απαλών χεριών της όλα τα µυστήρια του κόσµου
τελούνταν σ' ανοικτούς ουρανούς. Τότε και πάντοτε.

Την έχασα κάποτε σ' ένα κατάστηµα ωδικών πτηνών ενώ


τσιµπολογούσε τις µύτες από τα ράµφη τους. Τόσος κι ο
πόνος… δεν τη γνώριζαν γιατί ήταν κίτρινη στη φορεσιά
που της δάνεισαν τα καναρίνια. Μόνο η κάπνα που είχε
πάνω της κι άχνιζε µε κάθε λεπτή της κίνηση µαρτυρούσε
την επαφή της στην πραγµατικότητα.

(Β) Το ακατονόµαστο καταγώγιο φώτιζε σ' υπέρυθρο


φώσφορο. Περιέθαλπε την κακοφηµία λάγνων
φαντασµάτων που πλανιόνταν όλη νύχτα στην
ατµόσφαιρα. Κι εκείνη ήταν νέα… τόσο νέα που ό,τι κι αν
έφευγε από το ντροπαλό της ρεπερτόριο θα ήταν
ευπρόσδεκτο και θ’ άκµαζε στο περιθώριο που κατοικεί

52
κάποιες φορές η νιότη. ∆εν ήξερε πώς εκείνο το άπτερο
φτέρωµα θα της εξασφάλιζε την απόδραση πριν να
περάσει η ώρα. Τότε που δύσκολα τα λευκά της πόδια θα
κράταγαν την πτώση της από τα χρυσά σκαλοπάτια. Στο
τέλειο µηδέν µία ανάσα βαθιά κι απορροφηµένη σε κάθε
βήµα.

Μια χορεύτρια χιπ και χοπ και όπα- όπα…

(Γ) Στο µαυρισµένο τοίχο κτύπησε ένα παλιό ρολόι. Κι


από την πόρτα βγήκε µια γριά βελανιδιά. Πουτάνα µ' ένα
κούκο στο χέρι. Εκείνος τη χτύπησε πολλές φορές
χορταίνοντας το τελευταίο κοµµάτι του µαλακού φλοιού.
Μα τώρα κάθεται υποταγµένος στη ζεστή φωλιά της.
Εκείνη πάλι απαθής µε τα χείλια πασαλειµµένα στο
κόκκινο της προσποίησης τον κανακεύει µ’ ένα
κασετόφωνο που παίζει όλες τις απαντήσεις. Τη
συµπάθησα γιατί γνώριζα πως η ιστορία της καρδιάς των
ανθρώπων φύτρωσε από τον απαγορευµένο της καρπό.

Κατόπιν οι δυο γυναίκες συναντήθηκαν σ' ένα καθρέφτη.


Όπως ακριβώς ένας τοίχος γυρίζει το σκηνικό.

(∆) Στο καθωσπρέπει εστιατόριο κάθονταν γυρισµένες


πλάτη οι γίδες της αδιαφορίας. Και στους γιακάδες είχαν

53
τυπωµένο τ' όνοµά τους οι φίρµες της αβρότητας.
Αφοσιωµένες στη γαστριµαργία του σκατού µέσα σε κενό
υπαινιγµών και σάπιου σαρκασµού που χώνευε το νόηµα
κάποιου εξ ουρανού επιδορπίου. Στο ψεύτικο όνοµα µιας
διάσηµης ταυτότητας. Στην περίοδο ενός κολιέ που
έλαµπε την ανύπαρκτη αξία του. Στολίζοντας ένα
δυστυχισµένο γέλιο που έψαχνε µ’ αγωνία επιβεβαίωση
στον καθρέφτη την ξαναείδα. Καθόταν σ' ένα παγόβουνο
και µιλούσε µ' έναν ερωτευµένο πιγκουίνο. Πάσχιζε ν'
απορροφήσει θερµότητα µ' ένα νευρικό κουτάλι
βουτηγµένο σε ζεστό κακάο φαντασίωσης ενώ µε τ' άλλο
χέρι κάτω απ' το τραπέζι χάιδευε ένα ζηλιάρη γάτο. Τη
συµπόνεσα καθώς θα είχε τόσα στο µυαλό της…

(Ε) Καθόµουν σ' ένα ακριανό τραπέζι στο πάρκο


αγκαλιά µε τον αρχάγγελο µιας νέας γνωριµίας.
Παρατηρούσα ένα ράθυµο κισσό να τυλίγεται πάνω της.
Προσπαθούσε ν’ αναρριχηθεί στην κορυφή αποµυζώντας
το λαιµό της. Είδα ένα σκοτεινό σηµείο να µεγεθύνεται
και να γίνεται απέραντη λάµψη. Είδα ένα τυφλωµένο
έντοµο να πέφτει σ’ ένα τοίχο. Είδα µιαν αράχνη
ενθουσιασµένη να πάλλει τον ιστό της. Αναρίγησα. Τα
µάτια µου θρέψανε πειθαρχηµένες πεταλούδες µα
γρήγορα πιάστηκαν σε µια µεγάλη απόχη. Έσφιξα µια
γροθιά στύβοντας τον κατήφορο ενός µεγάλου ποταµιού.

54
Είδα στον καθρέπτη ένα θεατρίνο να φορά µια µάσκα και
να ενσαρκώνει τον εαυτό µου. Έκλεισα τα µάτια και
προσπάθησα να βολευτώ στο κρύσταλλο της κοσµικής
ονειροπαγίδας.

Αναζητούσα µόνον εκείνη την αδέξια κίνηση που φέρνει


τους µεγάλους έρωτες.

55
Από µικρό κι από τρελό
Λένε πως από µικρό κι από τρελό µαθαίνεις την αλήθεια.

Γνώρισα έναν πιτσιρικά στην πολυκατοικία. Συµπαθής κι


οξυδερκής πιάσαµε την κουβεντούλα. Είπε πως θα ήθελε
να γίνει συγγραφέας. Του απάντησα πως είχαµε κοινό το
αντικείµενο του ενδιαφέροντός του. ∆ηλαδή γράφω πού
και πού…

Τις προάλλες τον ξανασυνάντησα. Τούτην όµως τη φορά


διαφορετικό κι αποφασισµένο καθώς κοιτώντας µε
αυστηρά, µου είπε: ''Κύριε, δεν έχετε το δικαίωµα να
γράφετε!..'' …όταν υπάρχουν τόσοι άνθρωποι τριγύρω
που πεινάνε κι υποφέρουν… Σάστισα. Ύστερα σκέφτηκα
να του εξηγήσω πως δεν είµαι τόσο διαφορετικός από
εκείνους που έχουν προβλήµατα και πως γράφω για έναν
καλύτερο κόσµο. Αµέσως ωστόσο το µετάνιωσα καθότι
τέτοιο επιχείρηµα θ' ανήκε στην κατηγορία των γνωστών
δικαιολογιών που κάποιος µπορεί να χρησιµοποιήσει προς
όφελός του. ∆ηλαδή δε θέλεις πια να γίνεις συγγραφέας,
πήγα να του πω, όµως απέφυγα µια τέτοια κακεντρέχεια.
Αρκέστηκα στην εποικοδοµητική συντριβή που µου
πρόσφερε η δήλωσή του και χαιρέτησα σιωπηλά κι
εγκάρδια.

56
Αφού κατάλαβα πως οι τρελοί τουλάχιστον δεν παύουν να
ελπίζουν.

57
Το ροζ γοβάκι
Μια µέρα βρήκα στο δρόµο ένα ροζ µικρό γοβάκι. Αφού
δεν είµαι πριγκιπόπουλο δε θα µπορούσα να υποχρεώσω
τους ανθρώπους να διαθέσουνε τις κόρες τους για το
προβάρισµα. Έτσι λοιπόν το µόνο που µου έµενε ήταν ν'
αφήσω το γοβάκι στο σηµείο που το είχα βρει
φροντίζοντας να βάλω µέσα τη διεύθυνσή µου.

Το ίδιο απόγευµα βρήκα δύο ροζ γοβάκια έξω από την


πόρτα µου. Μέσα στο ένα υπήρχε µια διεύθυνση. Εφόσον
επρόκειτο για ένα δρόµο λίγα στενά µακριά φρόντισα να
ετοιµαστώ στα γρήγορα και κίνησα γεµάτος περιέργεια
προς την παράξενη συνάντηση. Σ’ εκείνη τη διεύθυνση
βρισκόταν µια καλοδιατηρηµένη παλιά µονοκατοικία που
πριν δεν είχα ξαναδεί παρότι τέτοια κτίρια πάντοτε τα
πρόσεχα. Άγγιξα τον πέτρινο τοίχο καθώς έστριβα τη
γωνία σαν να ήθελα να σιγουρευτώ πως πράγµατι αυτό το
όµορφο σπίτι βρισκόταν εκεί. Κτύπησα το έξω κουδούνι
κι ακούστηκε ο σιγανός κρότος µιας αυλόπορτας που
ανοίγει. Προχώρησα προς την ξύλινη πόρτα του σπιτιού
και κτύπησα το δεύτερο κουδούνι καθώς κανείς δεν έλεγε
να εµφανιστεί. Τότε άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε ένα
καλλίγραµµο πόδι που άρχισε να µου γνέφει κουνώντας
τα λεπτοκαµωµένα κόκκινα δάκτυλά του. Έσκυψα και
δοκίµασα σ' εκείνο το πόδι το ένα γοβάκι. Ταίριαζε

58
τέλεια. Μετά βγήκε τ’ άλλο πόδι κι άρχισε πάλι να µου
γνέφει. Έσκυψα δεύτερη φορά και πρόβαρα τ’ άλλο
γοβάκι που βεβαίως ταίριαξε. Έπειτα η πόρτα έκλεισε για
λίγο όπως κάνει κάποιος που αφαιρεί το σύρτη και
ξανανοίγει. Παρέµεινε µισάνοικτη. Πέρασα µέσα. Τότε
διέκρινα στο µισοσκότεινο βάθος του διαδρόµου ένα
γυµνό κορίτσι φορώντας µόνο τα ροζ γοβάκια. Έβγαλα τα
παπούτσια µου και τ' άφησα στην είσοδο. Έκλεισα την
πόρτα. Ύστερα…

Θαρρώ πως ήτανε µεσάνυχτα. Θα έπρεπε να επιστρέψω


ξυπόλητος…

59
Φόβος ένας κύριος
Λένε πως το µόνο που έχει κάποιος να φοβάται είναι ο
φόβος. Ένα παράδειγµα λοιπόν του πόσο χρήσιµος ο
φόβος µπορεί να είναι θ' αναφέρω.

Έστω και κάποιος έχει το ελάττωµα να τρώει πολύ. ∆υο


τρόποι υπάρχουν να τον πείσεις τόσο φαΐ να σταµατήσει.
Από τη µια µπορείς να στέκεσαι από πάνω του µ' ένα
βούρδουλα κι όταν πάει να πιάσει το µεζέ να του βαράς το
χέρι. Από την άλλη µπορείς να τον αποτρέψεις µε
τρυφερότητα ώστε να µάθει πως τα χέρια υπάρχουν και
για χάδια.

Μ' αυτούς τους δύο τρόπους θα δαµάσεις κάποιου τις


ορέξεις. Τον πρώτο τρόπο λεν παλιό καθώς στηρίζεται
στη βία. Τον άλλο τρόπο λεν µοντέρνο γιατί έχει όπλο την
αγάπη. Κι όµως αυτοί οι δυο τρόποι τελικά βασίζονται
στο φόβο: Ο πρώτος στο φόβο της τιµωρίας- άµα θα φας
πολύ σου τα 'κοψα τα χέρια. Ο δεύτερος στης ενοχής το
φόβο- άµα θα παραφάς τελειώσανε τα χάδια.

Έτσι λοιπόν µε χάδια ή µε βούρδουλα ο φόβος µπορεί να


'ναι ο δήµιός σου ή µόνον ο καλός σου σύντροφος.

60
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Οδυσσέας 9
Αθανασία 11
Ελένη 14
Κοιµωµένη 16
Περίσταση 18
Φενάκη 20
Κυπαρίσσια 22
Κύκνοι 23
Πεταλούδες 25

ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Αυγή 29
∆ε φτάνεις 31
Κάλεσµα 33
Ουτοπία 34
Λυσιγονία 36
Συνειρµός 38
Με το κύµα 40
Να φεύγει 41
Η χαρά του κόσµου 43

ΕΞΙ ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Χρόνος 47
Μάγος 50
Ονειροπαγίδες 52
Από µικρό κι από τρελό 56
Το ροζ γοβάκι 58
Φόβος ένας κύριος 60

You might also like