You are on page 1of 80

Υπεριώδες

Χ. Τσελέντη
Υπεριώδες
(2005)
«Στα ία των µατιών σου»
Φθινόπωρο φίλων
Ρολογάδικο
Ρολόγια
∆εν κτυπούν
Πιο γρήγορα πιο δυνατά
∆εν ακούγονται καρδιάς οι ψίθυροι
∆ε σαλεύουν οι κουρτίνες στο πρεβάζι
Η πόζα σταµάτησε στ' ανοικτό παράθυρο
∆οκιµάζοντας την απόδραση
Πτηνό της ώρας γιατί δε φτερουγίζεις;
Απ' το πολυτελές κλουβί σου
Απ' το κατάστηµα συναλλαγής
Από τη χώρα του γραναζιού
Στην καρδιά των µηχανών
∆εν έµεινε υπόλοιπο
∆εν περισσεύει νόµισµα
Ο ήχος του κυλάει στο δάπεδο
Μέχρι την έξοδο που δρασκελίζει ο κίνδυνος.

Ανάσα
Στην άπνοια
Βαθιά πιο γρήγορα
∆εν κτυπούν τα στήθια µας
Τούτος ο τόπος δεν αποπνέει τίποτε
Στράφηκαν οι ανεµοδείκτες προς τ' ασάλευτο
Η βρύση στάζει- στον αιώνα µιας σταγόνας

9
Η σταγόνα πέφτει σ' ένα µάγουλο µ' απάθεια
Κατρακυλάει αυτός ο τόπος πάνω σε γράσο
Νιώθεις πως τρέχεις µα είσαι ακίνητος
Γλιστρά µόνο το έδαφος κάτω απ' τα πόδια
Τρέχει ο κόσµος γρήγορα πιο βιαστικά
Ρέει χρυσός ο ιδρώτας σ' άδειες φλέβες
Σ' αυτό το ρολογάδικο ο χρόνος αγοράζεται
Οι ώρες σουλατσέρνουν είναι πόρνες
Ενώ ο λήθαργος µετρά περαστικές εικόνες
Ονείρων κοπάδι σε βλέφαρα κίνησης
Βαλσαµωµένοι κόκορες ανατολής
Από το χθες δεν πέρασε ούτε λεπτό…

Σ' αυτό το ρολογάδικο


Ο χρόνος είναι χαµένος
Ο ρολογάς χαµένος
Ρολόγια
Σταµατηµένα κτυποκάρδια
Πιο γρήγορα πιο δυνατά
∆ε φτερουγίζουν δρυοκολάπτες
∆ίχως ανάσα δίχως θρόισµα
Την ελπίδα για την άφιξη του νέου χρόνου
Κατέχει µόνο η στιγµή ειδάλλως τίποτε-

10
Τίποτε πλέον απρόσιτο στην παρουσία
Μιας γυναίκας που παίζει µε χαµόγελο
Τα δευτερόλεπτα σ' αιώνες.

11
Οδός σαλιγκαριών
Με τα µάτια σε δυο δάκτυλα θα ψάξω το µεγάλο φύλλο
στην άκρη της δροσιάς
Όπου η ατµοσφαιρική γυναίκα ρίχνει το µαντήλι της
γι’ αυτόν που θα περάσει
Εκεί που η µουσκεµένη µύτη της σελήνης ακολουθεί
το δρόµο των σαλιγκαριών.

Βαριά και αργοσάλευτη σταγόνα λυγίζει τις κεραίες µου


µε δάκρυ του καιρού
Γλίστρησα µα ήρθε η νιόβγαλτη ζωή και µε συνέφερε
µε σίγουρη παλάµη
Ένιωσα µέσα τον τριγµό κι η ψυχή µου τράβηξε µακριά
το µεταξένιο νήµα
Και έφυγα γυµνός βγάζοντας έξω το κορµί απ’ το βαρύ
του σπίτι.

Μη λάκτισαν τα σωθικά που µάζευαν καιρό µα θέλουν


πίσω την πυγµή τους;
Ή µήπως φταίει ο κισσός που ανεβαίνει µια στα δέντρα
και µια στο γαλαξία της φύτρας…
Εκεί που είδα τ’ ατέρµονο παιδί να επιστρέφει στο
καβούκι του
Μέχρι το µηδενικό σηµείο.

12
Απόσταση
Καθρέπτες αν υπάρχουµε
Μες από καθρέφτες άλλων
Ίσως εικάζουµε την οµοιότητα
Σε κάθε πρόσωπο κι ένα φεγγάρι.

Κάθε φεγγάρι κι ένα πρόσωπο χλωµό


Που φέγγει σε πρόσωπα άλλων
Κοιτάζει µες στα µάτια κι άλλα µάτια
Νύχτες ατέλειωτες αν αστέρωσαν.

Αν σµίξαν βλέµµα µε το βλέµµα


Πάνω στο νερό µιας λίµνης
Όπως ενώνονται δυο κύκλοι στο νερό
Όπως σµίγουν το λαιµό δυο κύκνοι.

Όπως τυλίγονται δυο ακτίνες από φως


Η κάθε ακτίνα κι ένα κοίταγµα ζεστό
Τα χέρια ψάχνουν µάγουλα που καίνε
Ενώ τα χείλια άλλα χείλια πλησιάζουν.

Αν βρήκε η επιθυµία το δαχτυλίδι της


Ψάχνει στο χώµα τα τριζόνια που σιγάσαν
Όταν χάνονται στα σύννεφα οι πνοές
Και ξεθυµαίνουν τα κορµιά στην άµπωτη.

13
Όπως χύνεται στα µάτια γλυκό κατράµι
Κι ο ουρανός ζηλότυπος τ' αυτί του χαµηλώνει
Όλος ο κόσµος τις γύρες του σταµάτησε
Όταν σε άγγιξε καυτή παγιδευµένη ανάσα.

Καθρέπτες σε καθρέφτες άλλων


Αν υπάρχουµε µες από άλλη αγκαλιά
Χλωµά φεγγάρια χαϊδεµένα πρόσωπα µατιές
Σ' άλλες µατιές µες από λάµψη µεγαλύτερη.

Κάθε φεγγάρι κι ένα πρόσωπο σε πέλαγος


Καθώς αστράφτει µια στιγµή τυφλό χαµόγελο
Μέσα στο γέλιο κι ένα δάκρυ που διαλύεται
Λίγος αφρός µια σιγανή πνοή πάνω στα κύµατα.

Κάθε γέλιο κάθε δάκρυ και δελφίνι


Ένα ανθρώπινο κορµί καθώς λικνίζεται
Μπαίνει και βγαίνει στη ζωή µικρό καράβι
Μένει µετά ο παφλασµός κάτω από τα κύµατα.

Α! λίγο χρόνε της καρδιάς αν το κατάφερνες


Να φέρεις πίσω την απόσταση που µας χωρίζει
Καθρέπτες µες από καθρέπτες άλλων
Απόσταση ενός φιλιού που δεν το ήξερες.

14
Τώρα γυρεύοντας τους ξεναγούς ανέµους
Πάνω σ' αυτό το πέλαγος που σύρεται
Σαν αναρµένιστο κορµί µ’ ακόµη ποθητό
Μέχρι κι απέναντι γαλάζιο στον ορίζοντα.

Εκείνος θέλγει κάθε βλέψη κάθε θέληση


Μέχρι τ' αβέβαια βουνά µέσα στα σύννεφα
Ο δρόµος να µας φέρει σ' όνειρο του µέλλοντος
Με την ψηλή παλάµη τ' ουρανού στο µέτωπο.

Μ' ένα καράβι που µακραίνει στον ορίζοντα


Κάθε καράβι κι ένας έρωτας στην πλώρη του
Ανάριες ρότες τα φουγάρα του σαλπίζοντας
Αφρισµένα λόγια λίγο απόνερο στην πρύµνη.

Ταξίδια πρόσωπα φεγγάρια σύννεφα καπνός


Στο ψηλό το βλέµµα στο χαµηλό το βλέφαρο
Κι ο καπετάνιος στρέφει τ' άσπρο µατογυάλι του
Πρόσω για το αθεράπευτο ηλιοβασίλεµα.

15
Αρχή και τέλος
∆ε σταµατάει το γέλιο µας
Αυτός ο ήλιος άµα τον φιµώνουν
Αυτό το φως ας είναι µόνο πείσµα.

∆ε σταµατάει το µεράκι µας


Αυτό το ρυάκι άµα το ζηλεύουνε
∆ε σταµατάει ας είναι µόνο δάκρυ.

∆ε σταµατάει ο έρωτας
Αυτός ο Μάης άµα τον µαγεύουνε
∆ε σταµατά κι ας είναι σκέτο ψέµα.

∆ε σταµατά η αποκορύφωση
Αυτή η κορφή κι άµα τη φωτογραφίζουνε
∆ε σταµατά κι ας µένει στην αρχή της.

∆ε σταµατάει το ξεκίνηµα
∆υο µέρες ίδιες δε γεννιούνται
Κι ας βάφονται όλες κόκκινες στο τέλος.

∆ε σταµατά η κατάληξή µας


∆ε σταµατά µια στέρνα κι άµα τη στερεύουνε
∆ε σταµατά κι ας σ' ίδιο βγάζει όνειρο.

16
∆εν τελειώνουν οι καλές στιγµές
∆ε σταµατάνε οι ευχές µας
∆ε σταµατάν ας είναι τόσο πρόσκαιρες.

Κι αν είναι κάθε αρχή και τέλος


∆ε σταµατάει το νέο φτεροκόπηµα
Κι ας είναι ο δρόµος τόσο ξένος.

17
Ποίηση
Ηθοποιός σηµαίνει φως
και ποίηση είναι
το φανάρι-

Όταν φέγγει µες στο δρόµο


είναι οδηγός µας
όταν στέκει στις ακτές
είναι ένας φάρος
όταν καίει στο κρεβάτι
είναι τ' όνειρο
κι όταν φλέγει την καρδιά
το λένε πάθος.
Όταν τρέµει σ' ουρανό
της νύχτας είναι τ' άστρα
κι όταν κατακτά γαλάζιο
είναι ήλιος.

Ποίηση και πάλι


ποίηση:

Μαινάδα παθιασµένη
σπουδαγµένη αστροµάντισσα
χαρτόµουτρο της επιστηµοσύνης
χορευτική φιγούρα πεταλούδας

18
ιέρεια των οκτάποδων ανέµων
κι αύρας πολυδάκτυλης ανάσα.
Στέρεα γη των αιθεροβαµόνων
ανάριος τόπος των προσγειωµένων
εκλέκτρια των εκλεκτών
εισπράκτρια των ανυπολόγιστων
εύγλωττη διακοσµήτρια της συνήθειας.
Λαµπρός κανόνας της εξαίρεσης
και λαλιά γραπτή ανεξαιρέτως
των ανθρ-ώπων.

Ηθοποιός σηµαίνει φως


και ποίηση είναι
η φύτρα-

Όταν ριζώνει µες στο στήθος


είναι ελπίδα
όταν βλασταίνει µες στα µάτια
είναι χάρη
όταν ανθίζει µες στη σκέψη
είναι µιας ιδέας άνοιξη
κι όταν µεστώνει µες στο νόηµα
το λένε ρόδο του µεσουρανήµατος.
Όταν τ' αγκάθια της µατώνουν
είναι ξάφνιασµα

19
µα σαν τα πέταλα σκορπίσει
είναι ανάσταση.

Ποίηση και πάλι


ποίηση:

Εκφραστική κορύφωση των επιπέδων


λειάντρια φτερωτή των υψιπέδων
πρέσβειρα παγκόσµια των νοηµάτων
αναµοχλεύτρα των σωρευµένων λέξεων
χρυσόχερη µαγείρισσα των νόστιµων λόγων
και τρανή γητεύτρια των άτακτων α-λόγων.
Γαλακτερή τροφός των αγαλµάτων
όµορφη παγώνα της απλότητας
επαναστάτρια καλής θέλησης
αλήτισσα των πλουσιότερων σαλονιών
αγρότισσα των ευδοκιµότερων χωραφιών
ταξιθέτρια χαρµόσυνων εντευκτηρίων
ιχθυόεσσα των άλυτων µυστηρίων
φωτοθέτρια των µεγάλων ενυπνίων
πλώρη της έµπνευσης
λαγουδέρα της έµπλευσης
τροπίδα της ζωής.
Καλλίπυγη πηγή ρυακιών γλυκόρροων
Και οικεία όλων των αεί-κοιτων πεζοπόρων.

20
Ηθοποιός σηµαίνει φως
Και ποίηση είναι
µία άρπα
όταν παίζει
στην καρδιά µας.

21
Μειδίαµα
Στις καλές στιγµές
Ή στο θολό νερό
Αναπαύονται
Οι γνώριµες µορφές
Μα τόσο ξένες
Μας κοιτάζουν ειρωνεύονται
Μουρµουρίζουνε και µέµφονται
Είναι οι φωνές πολλές
Είναι βαριά τα λόγια
Της σιωπής
Το στόµα είναι πρησµένο.

Στις κακές τις σκέψεις


Ή στο ξεφάντωµα
Τα ίδια πρόσωπα
Ήλιοι καυτοί
Φεγγάρια που εκλείπουν
Μα τα πεφταστέρια
Ίσως δεν τέλειωσαν
Στην άκρη του νερού
Σπάζουν οι ακτίνες
Χάνεται το βήµα
Πνίγεται το βλέµµα
Μακρινές υποσχέσεις

22
Γνέφουν τα χέρια µας
Στη µεγαλύτερη
Και στη µικρότερη
Μα την ακράτητη
Ευτυχία.

Μες στις όµορφες στιγµές


Και στ' αδειανά κοχύλια
Βρίθει ο απόηχος
Η οργή ξεβράζεται
Ο χαµένος χρόνος
Κερδισµένος χρόνος
Ο ίδιος χρόνος
Κι οι γνώριµοι τόποι
Με χιόνι σκεπάζονται
Κεντάνε την άνοιξη
Μ' όλα τ' αγκάθια της
Και κόκκινα µάγουλα
Γιοµάτα στη µέθη τους
Καλλωπίζονται µε πείσµατα
Κάνουνε πως ντρέπονται
Είναι τα µάτια ηθοποιοί
Και παίζουνε
Παράξενο παιγνίδι.

23
Μ' ένα κλαρί αµυγδαλιάς
Και την τσιρίδα των χελιδονιών
Τρέχουν σε µονόδροµο
Σκόρπιες οι µορφές της νιότης
Γνώριµες µαζί και ξένες
Στην αίγλη του θολού νερού
Στη θαµπάδα του καθρέπτη
Μορφάζουν και κοµπάζουν
Φλυαρούνε και χορεύουν
Κι όταν θα 'χουν αποκάµει πια
Στης λήθης τη λευκή κοιλιά
Σβήνουν το κεφάλι.

24
Απατηλότητα
Βαριά σαν πούπουλο που δεν µπορεί πια
να πετάξει
είναι η σκέψη µου.
Ο ουρανός δεν άλλαξε:
Τα πουλιά του λάµνουν ακόµη αργοσάλευτα
και προς τον ίδιο προορισµό.
Περνάν από την πόρτα τ' ουράνιου τόξου
κι ως τις άκρες των χρωµάτων
φτάνει τ' όνειρο.
Μα τα φτερά της χήνας δε γεµίζουν
το δικό µου προσκεφάλι
πια δεν έχω πού ν' αφήσω το κεφάλι.

Στρέφω τα µάτια προς το µέρος


που άνθρωπος δεν είναι εδώ.
Όταν αφήνει πίσω τις στεριές και ταξιδεύει
να δώσει τέλος στο βαθύ νερό.
Μα όπου κι αν πάει θα γυροφέρνει
στον αφρό γυµνό κι ανάλαφρο κορµί
βουλιάζει η σκέψη δεν αντέχει
γυρίζει πίσω.
Ενώ η ψυχή θα 'χει ήδη φτερουγήσει
δεν είναι εδώ ρηχό το µυαλό µου
άδειο κλουβί.

25
∆εν έχει βάρος το κεφάλι
ας είναι ασήκωτο.
Είναι µια σκέψη που κυνηγάς µα κείνη
φεύγει.
Ανάλαφρη ακατάδεκτη ιδανική µορφή
γρήγορα σκορπίζει στον πρώτο θόρυβο.
Τότε βιάζεσαι για λίγο φως
πριν απ' τη νύχτα κι ίσαµε
προλαβαίνεις κάποιο πόρισµα.
Με το στόµα κάτι να ψελλίζει
στοιβάζοντας πέτρες άδειο βουνό…

Άραγε τι βάρος έχει η σκέψη


πριν απ' το χέρι της στοργής;

26
∆ιασύνδεση
Σε µια κλωστή η ζωή µας κρέµεται
∆ένει τα χέρια µας στη µια της άκρη
Οι προσευχές την ξετυλίγουνε
Στην άλλη µεριά µαζεύει ένα κουβάρι µοίρα.

Κι αυτό το κουβάρι πλέκει τις µεταµφιέσεις µας


Οι µαριονέτες κλέβουν τους χορούς µας
Οι γλώσσες µας γίνονται σερπαντίνες
Πετάµε πολύχρωµες κορδέλες σε καράβια
Εκείνα µε τα φώτα τους στολίζουνε νησιά
Κάθε νησί έχει τον κρυµµένο θησαυρό του
Ενώ τα κύµατα µας κουβαλούν απ' όχθη σ' όχθη
Κάποτε µένουµε στην έκπληξη γυµνοί
Τότε στους δρόµους βγαίνουµε και στρώνουµε µετάξι.

Κι αυτό το µεταξένιο νήµα όλους µας ενώνει


Τα µαλλιά µας ανεµίζουν και διαπλέκονται
Τα δάκτυλά µας πάλλονται και διακλαδίζονται
Οι ευχές µας τραγουδούν και γίνονται πτηνά
Οι έρωτές µας διαλαλούνται µε φωνή του τηλεβόα
Κάθε µέρα µιλάµε στα τηλέφωνα
Οι γραµµές που µας συνδέουν είναι νοητές
Μα τόσο ανθεκτικές όσο κι οι δεσµοί στις άκρες τους
Κάποτε γυρίζει η µνήµη µ' ένα κοπάδι ελεφάντων.

27
Ένα πελώριο δίχτυ µας σηκώνει απ' το βυθό
Και µας τινάζει µες στ' αστέρια
Είµαστε τ' άστρα ενός αόρατου θιάσου
Τα πρόσωπά µας ενσαρκώνουνε οι µάσκες
Τα σώµατά µας είναι έγχορδα αντηχεία
Οι ψυχές µας είναι λύρες µ' αργυρές χορδές
Οι σκέψεις αναβρύσµατα της λυρικής µας όψης.

28
Παράλληλο σώµα
Κάτω από το σώµα υπάρχει κι άλλο σώµα
Πιο ποθητό πιο ανάριο πιο αβάστακτο
Πιο λευκό από µάρµαρο των αγαλµάτων
Πιο στιλπνό κι από το δέρµα του φιδιού.

Πιο ταιριαστό… µα το ρούχο που βγάζεις


Μες στον ήλιο δεν σ’ αγγίζω πες µου
Γιατί πέφτουνε τα χέρια µου
Γκρεµίζονται τα πόδια µου
Τα κοµµάτια τρέχουν τροµαγµένα
Σκορπίζουνε στο διάστηµα φτερά.

Πιο µόνο… κάθε βράδυ ντύνεσαι σκιά


Στου καθρέφτη το κρεβάτι
Πώς αφήνοµαι στη γύµνια
Γδύνω την αφή µου
Το αίµα χύνεται σε λίµνη δειλινού
Πέρα από τη νύχτα των µατιών µου.

Κάτω από τον ουρανό η σκέψη µου


Κάτω από µια σκέψη το µυαλό µου
Πίσω απ' το µυαλό µια δίνη
Με παίρνει µε φέρνει και µε ταξιδεύει
Βαθιά στο σηµείο που αρχίζει ο πόνος.

29
Υπεριώδες
Γη της αύριο
Με πόση τέχνη ζωγραφίζεις τα τοπία σου
Πινέλο βλέφαρο και του µατιού ριπίδι
Τροπή γαλάζιου κι εγκάρδιος ουρανός
Πάνω στο τζάµι του καιρού ζεστή ανάσα.

Με πόση τέχνη γνέφεις ανέµελες κουρτίνες


Σ' άλλων κόσµων µαγικές αυλαίες
Που κατοικούνε τα παιδιά σου
Μάγουλα γιοµάτα σύννεφα.

Με πόση τέχνη γνέθεις άνθη στα φουστάνια


Γλάστρες φουντωµένα πελαργόνια
Βγαίνουν τα κορίτσια στα µπαλκόνια
Σαλεύουν όνειρα του πελαργού κοπάδια.

Με πόση τέχνη σπέρνεις πόθο στα κρεβάτια


Κι έρωτες θερίζεις
Στου χρόνου το χωράφι όλοι µας κυλιόµαστε
Στάχια µακροµάλλικα κι όπου φυσάει το χτένι.

Κατοικηµένη γη της αύριο, µε πόση τέχνη


Θ' αντέξουνε τα µακρινά σου χέρια
Ένα πέλαγο µ' ιβίσκους
Ένα µάτσο νεανίσκους.

33
Φύλλων ροές
Το φύλλο που µοιάζει µε παλάµη
Είναι µυστικό αφής
Είναι θροΐσµατος επίχρισµα.

Είναι παλµός φωτός


Που κόβει φλέβα χρυσαφιού το βράδυ
Και στάζουν ύπνο οι παπαρούνες
Στα ναρκωµένα πόθου χείλη.

Είναι τ' όνειρο µαγικού παιδιού


Που έρχεται νύχτα να µ' αγγίξει
Έχει χέρια κληµατίδες απ' αγιόκληµα
Και µάτια λαµπρούς βολβούς ενόρασης.

Κάθε φύλλο που µοιάζει να δακρύζει


Είναι σταλάζι στο σωρό των εποχών
Π' αγάλµατα τα χέρια τους αφήνουν.

34
Ιστορία των δέντρων
Ο δρόµος που περνά µες απ' το δάσος
Το δράµα µιας δρυός αποκαλύπτει
Που τη χτυπούνε δρυοκολάπτες.

Χάνονται τα βήµατα τ' ανθρώπου


Τα χνάρια σµίγουν µε τους ίσκιους
Ταιριάζουν οι παλάµες µε τα φύλλα
Τα κορµιά συνέρχονται µε τους κορµούς
Οι µορφασµοί αποστοµώνουν τις κουφάλες
Που οι δρυοκολάπτες κατοικούνε.

Μήπως βρήκαµε επιτέλους τις ψυχές µας


Ή µόνο ένα ράµφος αιχµηρότερο;

Κάτω απ' τα δέντρα στρώθηκαν τραπεζοµάντιλα


Σκιρτούν οι φυλλωσιές και ξεγυµνώνονται
Αργολυγίζουν τα κλαριά που αντιστάθηκαν
Τα δέντρα που πέφτουνε ξυλεύουν τα κορµιά µας
Κι ακατάπαυτα χτυπούν οι δρυοκολάπτες
Μες στο µουγκανητό και στο τιτίβισµα.

Είναι ο κόπος του ξύλου και µόχθος τ' ανθρώπου


Κι οι ψυχές µας πουλιά ξυλοκόποι;

35
Στο δρόµο που περνά µες απ' το δάσος
Π' οδυρµός και λύτρωση συνάδουνε
Λύρα κ' αυλός.

36
Αυτολεξεί
Ψάχνω να βρω µια λέξη ν' ακούγεται καλά
Να κυλάει στων χειλιών µου τον αυλόγυρο
Πάλλοντας τις νοερές χορδές της αρµονίας
Κι αν µπορεί να είναι η µόνη λέξη να ταιριάζει.

Ψάχνω µια λέξη να παράγει χίλιες εικόνες


Ρήµα ποταµιού ριπή συµφώνων πελάγους επιφώνηµα
Μόριο πόθου πάθος φωνηέντων επίθετο καλοκαιριού
Χιονιού συνώνυµο σπουργίτι λόγου, κάτι τέτοιο.

Μια λέξη π' όσο τη φωνάζω τόσο µ' αποστοµώνει


Σαν να µιλάς πολύ χωρίς να βγει συµπέρασµα
Σαν κάποτε µένεις σιωπηρός µα λες τα πάντα
Κι ο φθόγγος που προφταίνεις χάνεται στην έκπληξη.

Όσο κι αν έψαξα τούτη τη λέξη µόνη δεν τη βρήκα


Για να την καταλάβεις θέλεις άλλες λέξεις µια µυριάδα
Σπάζοντάς τη σε πολλά µικρά καθηµερινά κοµµάτια
Που το καθένα είναι πάλι κι ένα σύµπαν δίχως όριο.

Τι δύσκολη που µοιάζει αυτή η λέξη


Μα θα 'ναι απλή στο τέλος, έτσι τη φαντάζοµαι
Μια λέξη σαν να λέµε- εγώ εσύ θεός αγάπη τίποτε.

37
Ονείρων επαλήθευση
Θέλω να ξυπνήσω τον άνθρωπο δίπλα µου
Γιατί τέτοια ώρα κοιµάται;
Την ώρα που τα όνειρα αληθεύουν
Και τι όνειρα θα κάνει για µένα.

Θέλω να ξυπνήσω τον άνθρωπο δίπλα µου


Να µου πει τ' όνειρό του
Γιατί γρήγορα τα όνειρα σκορπίζουνε
Το ξηµέρωµα ποιος µένει να πιστέψει.

Θέλω να ξυπνήσω τον άνθρωπο δίπλα µου


Πώς µπορεί και µ' αφήνει µονάχο;
Την ώρα π' άλλο δεν µπορώ να κοιµηθώ
Την ώρα που κανείς δε µε θυµάται.

Θέλω να ξυπνήσω µε τον άνθρωπο δίπλα µου


Πώς κοιµάται αυτή την ώρα του κινδύνου;
Πάνω που το θάνατο θα φόνευα
Μα τώρα τι παράδεισος να µένει.

38
Επώνυµες διαφορές
Αναρωτιόµουν αν υπάρχει γενικό κριτήριο
Να καθορίσει αυτό που λέγεται -καλύτερο-
Αν είναι δηλαδή προϊόν αντικειµενικότητας
Ή µόνο µια του γούστου µας προτίµηση.

Τι είναι αυτό που φέρνει την οµοιότητα


Αναδεικνύοντας τις σχέσεις των ανθρώπων
Είναι µία εκδήλωση ενδιαφέροντος
Ή µία συµφωνία του συµφέροντος;

Και τι είναι αυτό που δηµιουργεί τη σύγκριση


Φέρνοντας τις µεταξύ µας διακρίσεις
Είναι αυτός που αγαπάµε και σηµαντικότερος
Θρέµµα της υποκειµενικής µας κρίσης;

Είναι τα παιδιά µας εξυπνότερα;


Οι φίλοι µας ικανότεροι
Οι κοπελιές µας οµορφότερες
Είναι το καλύτερο επιθυµητό
Ή µήπως το γνωστό καλύτερο;
Κι αν κάποιος συµφωνεί µαζί µας
Άραγε να 'χει δίκιο περισσότερο;

39
Έτσι θαρρώ πως είναι εύκολη η απάντηση
Καθώς ο κόσµος µοιάζει ψεύτικος
Κι η αλήθεια ένα δηµιούργηµα της κλίκας.

40
Υπεριώδες
(Ώρα του νάρκισσου)
Από τα µάτια του νάρκισσου πιο πέρα
Χωρίς το σύµπλεγµα της άνοιξης
Στην ουδέτερη χώρα της λογικής
Με την καρδιά µου σ' άχρωµο φόντο
Νάρκισσος µετανοιωµένος.

Τσάκισες τον εγωισµό µου


Όπως σπάζει ένα βλέφαρο κλαράκι
Όπως σκιρτά ένα πουλί που δεν πετάει
Τάχα πως δεν καταλάβαινες
Τις ανεπιτήδευτες επάρσεις
Τσάκισες τον εγωισµό µου
Μ' εγωισµό χειρότερο.

Μα δίχως το βλέµµα του νάρκισσου


∆ε βλέπω καθρέφτες
∆εν αγγίζω το γυµνό στην οπτασία
∆ε µοιράζονται τ' ανάρπαστα πλάσµατα
∆ίνεσαι κι αφήνεις να ‘χουν τον εαυτό τους
∆εν έχω πια του νάρκισσου τα µάτια
Έχω µόνο το σώµα της αυτάρεσκης γλάστρας.

41
Κλάψε λοιπόν, γέλα, κάνε κάτι
Βλέπω µόνο ολάκερες πραγµατικότητες
Πεζή κι αδιάλλακτη αλήθεια, τι κατάφερες;

Στο κοσµικό σου τόπο τον ασπρόµαυρο


Βγάζοντας το χέρι από το µυστικό της τσέπης
Πρέπει να σπείρω πάλι αποβραδίς
Πιο µακριά κι από τη θέα του εσπέρου
Νάρκισσος µεταρσιωµένος.

42
Τέλος λογικής
Αρµένισα καιρό µ' ένα µικρό κι αβέβαιο καράβι
Μες στο µεγάλο πέλαγο της εκφραστικότητας
Νησιά δε µ' άραξαν µήτε αγκυροβόλια
∆ελφίνια µόνο µ' έσυραν στις στράτες των κυµάτων.

Μα σ' αυτόν τον υγρό λαβύρινθο τον αστροπελέκητο


Με την κλωστή της λογικής την άκρη δεν τη βρήκα
Με τις πολλές τις πράξεις δε λογάριασα το νόηµα
Μέχρι π' αφήνω λίγο αλάτι µες στο ψέµα να µε πνίξει.

Πώς να ξετυλίξω τώρα του µυαλού µου το κουβάρι;


Που έδεσε τα χέρια µου και γνέθει σκέτο κρύο
Πώς να βγάλω το ρούχο της φτωχικής µου γνώσης;
∆εν έχω όπλο καλύτερο απ' το τρελό στηµόνι.

Μην έφταιγε ένας τρόπος σκέψης που δεν άντεξε;


Κι άφησε άδειους παραδείσους άστεγους αγγέλους
Γέµισε τον ουρανό πουλιά µοµφής που κρώζουνε
Γυρεύοντας άλλο πέταγµα µε σχήµα προσευχής
Μην ήταν µια µοιραία πλεύση του προσχήµατος
Που χάθηκε σ' ένα πικρό διαµάντι της αλήθειας;

43
∆ε θ' αναιρέσω τις ανθρώπινες οδύσσειες
∆ε θ' αφανίσω τ' αρχαία φίλυδρα τέρατα
Θέλω να κτίσω πάνω στο παλιό µου πέλαγος
Μα πρέπει γρήγορα να βρω µια νέα πυξίδα…

Αν µπορούσα για λίγο να κλείσω τα µάτια


Και µετά να τ' ανοίξω στον επόµενο ουρανό.

44
Μαϊστράλι
Με τι συντριβή µες στα δόντια
Μ' αραδιάζεις τα βότσαλα…
Μ' αυτόν τον αγέρωχο αέρα
Που φέρνει µια πίκρα µ’ αλµύρα.

∆ε φτεροκοπάνε τα σπλάχνα µας


Οι φυκιάδες µας σαλέψαν αφρόντιστες
Οι ακτές µας αποµείναν ανατένιστες
Τι να πούµε στα κουφά µας κοχύλια.

Στον αφρό των πολλών µας θυµήσεων


Οργιές την οργή µας οργώνουµε.

Πόσες µπουγάδες απλώσαµε πάλλευκες


Τόσες τσόντες στο πανί µας ν' αρµενίζει
Την αιώρα του τώρα γεµίσαµε
Μ' αναβολών συνεχείς αποθέσεις.

Τη χώρα των κυµάτων κορέσαν


Τ' αληθινά µας παλάτια στην άµµο.

Με πολλές απαιτήσεις παράταιρες


Και το φίλο κουράσαµε

45
Του κοινού βίου το σπίτι µας άδειασε
Κι έµεινε το ταξίδι ασυνόδευτο.

Τι φταίει λοιπόν το µαϊστράλι


Αν τους γλάρους µας έχουµε αλλάξει;

Είναι τόσα πολλά τα µαδέρια…

46
Νέα λόγια
Άτοπου δύση
Κράτα τώρα ανάσα την ανάσα σου
∆ε θροΐζουν οι λυγαριές στο ποταµάκι
∆εν ανεµίζουν τα µαλλιά της στ' αεράκι
Μια σαΐτα σιωπής τρύπησε τον ήλιο
Ένας τόπος µατωµένος χάθηκε στη δύση.

Κράτα τώρα ανάσα την ανάσα σου


∆ε µουρµουρίζουνε τα χείλια της το παρελθόν
Τα τρεχαντήρια δεν πετούν τα δίκτυα τους
στ' αστέρια
∆υο πυροφάνια στο λυκόφως λαµποκόπησαν
Ένας φάρος µεθυσµένος σ’ όνειρο γυρίζει.

Ψάχνω στα κενά των κοιταγµάτων τις οιµωγές των


φαντασµάτων
∆ε σαλεύουνε τα δάχτυλα σε θαλασσινές ακουαρέλες
Οι βάρκες δε χορεύουν στα επουράνια λιµανάκια
∆ε µαρτυρούν τα λόγια της τ' ακροτελεύτιο της
απεραντοσύνης
Μια εικασία σαν φτερούγισµα αρπάζει ψυχές µας.

Κράτα ακόµη ανάσα την ανάσα σου


Χάσε στόµα τη λαλιά σου
∆ε σαλεύουν οι καλαµιές µα οι κλαγγές τους

49
πλησιάζουνε
Και παίρνουν τα κορµιά µας
Ο λυτρωµός δεν περιµένει πιο µακριά από τις
συµπληγάδες.

Τώρα µίλησε σπιλιάδα κι εσύ πέλαγος ξεθύµανες


Γυρίστε µάτια ανήξερα και φέρτε µου το βράδυ
∆υο χάντρες βροχής αργοκυλάνε στα καθαρά τα
σκαλοπάτια.

50
Κρούση εισόδου
Χτυπά η πόρτα κι ας υποθέσω
Τον επισκέπτη που θα περάσει
Απ’ το κατώφλι του πανικού
Στο υπέρθυρο του θησαυρού
Μιας καρδιάς
Την ώρα που κλέβουν τα µυστικά της
Κτυπά γλυκότροπα η πόρτα σιγανά
Πώς δυναµώνει το κτυποκάρδι.

Χτυπά η πόρτα
Τρέµουν τα πόδια κρυφτό στη γωνία
Στήνω τ’ αυτί θέλω ν’ ακούσω
Της σιγής την αγωνία
Μα υποσχέσεις δεν κρατάει
Ένας κλέφτης που γελάει
Ακατάληκτη µε παραµύθια
Ξέρω τη µουσική την ποταµίσια
Τα µάτια δεν κρατάνε
Σε γκρεµού πανόραµα βουτάνε
Μένουν τα χνώτα πάνω στο τζάµι
Μα στις όµορφες βιτρίνες
∆ε µε γελάνε οι πλανεύτρες θεατρίνες.

51
Χτυπά η πόρτα
Την τρώνε σαράκια θα την αφανίσουν
Ο µεντεσές δε µε γελάει
Όλη νύκτα κι ας γυρνάει
Αρλεκίνοι και σαλτιµπάγκοι
Χορευτές και µασκαράδες
Αόρατος θίασος οι καλεσµένοι
Φέρανε δώρα τα ξεχασµένα
Τραβιέται ο σύρτης λύνεται η γλώσσα
Περιµένει τα κερασµένα
Κτυπάν οι πόρτες χτυπάν τα κουδούνια
Κτυπάν τα µελίγγια οι µελωδοί τρελαθήκαν
Μα δεν ανοίγω δε µε γελάνε
Υποκλίσεις στην κλειδαρότρυπα.

Χτυπά η πόρτα κι ας αφήσω


Μια χαραµάδα φως ή σκοτάδι
Στο καυτό χερούλι τα χέρια κολλάνε
Τα δρύινα στήθια της δε µε βαστάνε
Η σκιά µια αράχνης τσακίζεται
Σε καλλίγραµµο πόδι γυναίκας
Αφηµένη σκαρδαµίζει
Στ’ αδέξια χέρια ενός ανέµου που σφυρίζει
Στ’ όνοµα του κλέφτη της καρδιάς
Πώς αποκτάει το παραµύθι σηµασία.

52
Λόγια σιωπής
Μια καλαµιά που βολοδέρνει µόνη της στη λίµνη
κι ο γεροµπάτης την καβάλησε
Ζηλεύω
∆εν πολεµά δεν αντιδρά λικνίζεται παραδοµένη
ένας βάτραχος πιο πέρα σκούζει απελπισµένος.

Πόσο µου µοιάζει


Ο παφλασµός της λησµοσύνης µε σάλτο φυγής
µόλις ακούγεται
Τ' ανάλαφρο το βογκητό τα χαλαρά της χείλια
µες στη λάσπη δε µ' ανήκουν
Οι γάζες του φεγγαριού µε τύλιξαν µα κείνη γδύνεται
µες στη ριπή της αναστάτωσης- πόσο µου µοιάζει
Μια καλαµιά δε µε νοστάλγησε σαν φρέσκο αεράκι.

Όσοι αγαπάνε δεν µιλάνε φεύγουν µόνοι


Μ' ένα σιγανό τραγούδι µέθης
Τρίζοντας αρθρώσεις µαρτυρίου.

53
Απόπειρες ελπίδας
Είδα τι παράξενη που είσαι
Με τις µπούκλες σου ριγµένη στ' αναγνωσµατάρι
της απόγνωσης
Έκανες παιχνίδια του πρωινού στα σιντριβάνια
των αναφιλητών σου
Ώσπου το σούρουπο σε πήρε στο χαµό του ηρωίδα.

Γιατί κάθεσαι µονάχη στου κόσµου την άκρη;


Μ' ένα καπέλο τ' ουρανού γυρόφερνες το γείσο του
γαλάζιου
Σαν δεν άντεξες το βάρος της γειτνίασης το
τσιµπολόγηµα του κοντινού
Σπέρνοντας ευχής πουλιά στου καιρού την ατολµία.

Τι περιµένεις; στο βαποράκι που δεν έρχεται


Όταν θα 'χουµε πέσει σε θάλασσα στερεµένη
Πάλι θα µείνεις τελευταία
Όλο να ελπίζεις και να ελπίζεις.

54
∆εσποινίς Υπεροψία
Σκύψε τώρα σ' αυτό το πανέµορφο λουλούδι
Μικρό που µοιάζει σαν τα χείλια της σαρκώδη κι
ηλιοβόρα
Σκορπίζουν πέταλα φτερά κοπάδια µεθυσµένα
Πίνοντας φως µε τ’ ουρανού την προβοσκίδα.

Μα όσο ρουφάς από το µαύρο του ύπερου


Μια νύχτα µέχρι το υπέροχο σε καταπίνει
Κάτω από σκούρο πράσινο πέπλο ψάχνουν τα χέρια σου
Κάνουν το σχήµα του φιλιού οριζοντίως και καθέτως.

Θέλεις ν’ αρπάξεις απ' το λαιµό αυτή την τάχ’ ανεµελιά;


Μήπως την πείσεις έτσι να µπει µέσα σε βάζο
Ηδονή φυλακισµένη σαν ένα τζίνι που δεν κάνει θαύµατα
Παρά τη γύρη της συντριβής όλη τη µέρα συγυρίζει.

Πώς να διασώσεις ένα ροµάντζο χωρίς την πυγµή της


αυταπάρνησης;
Πώς ν’ αποφύγεις τη γοητεία την αλλοπρόσαλλη του
φεγγαριού;
Το µερτικό των καψερών είναι θαρρώ στο φιλιοκάµατο
Έχει το σκέρτσο του σαγηνέµατος από τη φύση της η
φύση.

55
Υπάρχει µια νύχτα πλανεύτρα και µια µέρα που δε βλέπει
Π’ όλα σκύβουν στο µετάξι και στο λούσιµο των ήλιων
Στο µαγικό χωνί µιας µουσικής π’ αναστενάζεις
Ένα πανέµορφο λουλούδι µες στο γέλιο σε γελάει.

56
Νέα λόγια
Τα πουλιά που πέταξαν τα λόγια σου
Φέραν το γύρο τ' ουρανού στον κύκλο των µατιών σου
Σβουρίξανε τα σύννεφα ξεφτίσανε τα πέλαγα
Νήµα τράβηξαν µακρινό το γαλανό ντυθήκαν στράφι.

Τα πουλιά που τάισαν τα λόγια σου γεννήσανε


Χτίσαν φωλιά στον κήπο των µαλλιών σου
Μάζεψαν κλωστές νοερές και βλέφαρα κλαράκια
Βρήκανε στήθος κούρνιαξαν και γίναν η καρδιά σου.

Μα γιατί ‘ναι τόσο ανήσυχα και πάλι ανεµοδέρνουν;


Γυρίζουν πέφτουν εδώ κι εκεί τσαλαβουτάνε το κορµί σου
Τσιµπολογούν τα χείλια σου και τρων τα σωθικά σου
Σκύβουν στ' αυτί του πρωινού και κάτι τιτιβίζουν.

Μη δεν αρκούνται σ' ουρανό καρδιάς το περιγιάλι;


Μη θέλουνε να φύγουνε µακρύτερα να φτάσουν;
Πουλιά που τραγουδάνε και τα λόγια φτερουγίζουν
Κεντώντας νέους αστερισµούς ονόµατα σ' αστέρια.

Μη σταµατάς το σµάρι που θαρρεύει τις γενιές


Μη σταµατάς το γνέψιµο φτερά που δυναµώνει
Κι ανηφορίζουν οι καιροί το καλωσόρισµα
Ξανοίγοντας των µιλητών τα δαχτυλίδια.

57
Μη σταµατάς το κλώσσηµα τ' αυγού
Που βγάζει µάγος από της αυγής το στόµα
Τα νέα λόγια πάλιωσαν και θέλουν άλλα λόγια.

58
Ριπή σελίδας
Εδώ που κάθισα στην αµµουδιά κι άρχισα να γράφω
Για τις γυναίκες για τους έρωτες την αρπαγή της
οµορφότερης
Οι µορφές
των γυναικών οι έρωτες κι οι καψερές οι τύχες
περιφέρονται τριγύρω µου
γελώντας.

Ο κόσµος έχει ξαπλώσει και διαβάζει


Για τις ακρογιαλιές τις θάλασσες τα µεγάλα ταξίδια
Οι ακροθαλασσιές τα κύµατα και τα µεγάλα ταξίδια
ταξιδεύουν
Σφυρίζουν τα καράβια
στη σούρα τ' ανέµου
Σηκώσαµε το βλέµµα µε στόµφο κοιταχτήκαµε
χαµογελάσαµε οι άµοιροι
Μα ξαναράξαµε πικρά και στοργικά στα κείµενα
Κι η µελέτη της ζωής
τρέχει απ’ τις χούφτες µας χλωµή σαν
µες στην άµµο βουτηγµένη
Γιατί ένας δεν είδε τι διαβάζει ένας άλλος
Τι ανάγκη να ‘χει πίσω απ' τις αδιάθετες σελίδες
τις λευκές µε τα πολλά µαύρα κουκίδια
Ενώ τα µάτια

59
µε τις µαινάδες συγγραφέων και βιβλιοφάγων
κάτι να υπαινίχτηκαν.

Και να διάβαζε κανείς αυτά που γράφω...

Πιάσαν όλοι τα µολύβια τις ρακέτες τον αµµοπόλεµο


κι ανακατεύτηκαν οι γλάροι
Ανάµεσά µας
Άρχισαν να κρώζουνε κατηγορίες για τη ζωή
Σαν η ζωή κάτι να φταίει κι ο θεός που βλαστηµούµε
τάχα
Μια µπάλα καυτή στο θερινό λιοστάσι αργοκυλάει
κάτι τρέχει...

που κάθισα κι έγραψα για τα παιδιά τους έρωτες


Και τα πουλιά
Τα γραπτά µου σήκωσε µια ριπή του µελτεµιού
Έτσι κάπως να χαρώ
που βγάζουνε φτερά
χάρη στην πτήση µιας ανάρπαστης σελίδας.

60
Ανάληψη πάθους
Μια φευγαλέα µατιά κουράστηκε
Κι έπεσε στα µάτια µου.

Με τη σειρά τους πήραν τα φτερά και πέταξαν


Στην παραπάνω σκέψη.

Που δε γνωρίζει τίποτα εκτός από τη ζήλεια


Που θ’ αρπάξει την ψυχή µου.

Σηκώθηκαν τα γεράκια του δειλινού


Και τρώνε τα φιλιά µας
Τι µακρινές οι αποστάσεις που θα φιλιώσουν
Με τα χείλια µας
Τι βαθιές χαραµατιές είναι οι κλωστές
Που γνέθουν χαµόγελα.

Ο ήλιος σοβαρός ξετυλίγει


Αρπάζει ο ράφτης το ψαλίδι.

Θυµός ρίχνει τα χέρια του τα χέρια σου


Στα χέρια µου δένονται φίδια
Οι αναµνήσεις βγάλαν πανιά
Γίναν φουστάνια και πανταλόνια

61
Τι σιωπή πρήζει τα µάγουλα
Και σκάνε τα µπαλόνια.

Έστω κι ο κρότος αυτός µας έσωσε


Σαν µας σκεπάσαν τα περιστέρια.

62
Πλεύση αγνώστου
Βουτάνε πάλι τολµηροί κολυµβητές στα νοερά µας
κύµατα
Θρασιά θαλασσοπούλια σ' αφηρηµένων καραβιών τ'
απόνερα
Που ναυπηγήθηκαν για τις απέραντες σελίδες του
πελάγους.

Τότε µας βρέχουνε λυσίκοµοι υπαινιγµοί κι οι σκέψεις


ταξιδεύουν
Στον αφρισµένο βόρβορο κουπιά χτυπάνε καθώς τρέχει
το µελάνι
Ενώ στα πανιά ένα τραγούδι της σειρήνας µας µαγεύει.

Αλλά µείς είµαστε δεµένοι στα βράχια µε χταπόδια


Είµαστε δεµένοι απ' το κατάρτι του στυλογράφου
Κρεµασµένοι από της µπουγάδας τ' αφρισµένα χείλια
Είµαστε δεµένοι µε τις σειρήνες που µας µαγεύουν
Και προσπαθούµε να τις φιλήσουµε.

63
Πουλιά της εικασίας

«Ζηλεύω τα πουλιά
γιατί δεν ξέρουν, µα πετάνε»
Μπουκάλι στο πέλαγο
Το µυστικό του θαλασσί το επτασφράγιστο
Πέταξα µε την οργή των σηµειώσεων
Στο µούτρο τ' ουρανού στο γιαλό της γυάλας
Κατηφορίζοντας µια κυριακή της ερηµιάς τα κοίλα.

Ταξίδεψε καιρό µε τρικυµίες νηνεµίες


Προσπέρασε στεριές και ξαστεριές αράδα
Κάτω από τις απειλές των γλάρων- οχλαλόγια
Και το θερµό χειροκρότηµα µονάχων- µονάχων.

Αν τώρα κάποιοι διαβάζουνε το µήνυµα


Ποιοι να είναι διόλου δεν το ξέρω
Γνωρίζω µόνο την ειλικρίνεια των λεγόµενων
Κι υποθέτω την ευτυχία µίας ανακάλυψης.

67
Νεών κατάλογος
Κατέβηκε στον ύπνο µου ο αθεόφοβος
Θεόσταλτος ονειροδρόµος γλυκοτραυλίζοντας
Και µου έταξε στ' αυλάκια των αυτιών µου
Τριάντα νέες γλαφυρές σε µαυροπέλαγο.

Και µου είπε αν δεν ήθελα θα µ' επέστρεφε


Τους ήρωες στην καρδιά µου δοκιµάζοντας
Κτύπο το χτύπο µετάνιωνα που µε ξεσάλωναν
Καθώς αρµάτωναν οι γοργοπόδαρες σκέψεις.

Μα τα πανιά που είχα στα στήθια πνέανε µένεα


Γέµισε ο τόπος µε τα καράβια που πετάγανε
∆ιόλου νοιαζόµουνα το µερτικό µου και τι µέλλει
Μ' από κει πάνω άµα γυρίσω ποια περιµένει...

Τριάντα νέες γλαφυρές: τριάντα καράβια βαθουλά. Ιλιάδα,


Ραψωδία Β’.

68
Κρυφή φύση
Ποιος είπε δεν υπάρχουνε µινώταυροι;
Τους ακούω τακτικά να µουγκανίζουν
Βαθιά µες στου µυαλού τους λαβυρίνθους
Ψάχνοντας διέξοδο να δραπετεύσουν.

Ποιος είπε δεν υπάρχουν κένταυροι;


Τους βλέπω κάπου- κάπου να χορεύουν
Κεντώντας µες στης άνοιξης τα στήθη
Τις ζωηρές και πράσινές µας πουκαµίσες.

Ποιος είπε δεν υπάρχουνε σηµεία και τέρατα;


Τα παρ' άλογά µας λόγος δεν τα δάµασε
Περιµένουν στων µατιών µας τις ζωφόρους
Κάτω απ' τις ευγενικές µας τις συστάσεις.

69
Συνεύρεση
Άφησα καιρό τη φαντασία µου
Να σε χαλκέψει όπως ήθελε κείνη
Μ' ακτίδες κρύσταλλο και µ' άφθονο νερό
Αγνή, σα να µην είχες απαιτήσεις.

Μα ευτυχώς ήσουν κι εσύ των σύννεφων


Παιδί των πελαργών πουλί της εικασίας
Με µια γαλάζια σφαίρα να κυλά στα χέρια
Και να σβουρίζει ελεύθερη, όπου θελήσει.

Αν τώρα τρέχουµε στα ξέφωτα


Κρατάµε ένα µπαλόνι
Μ' ένα µακρύ νοερό κορδόνι
Αφήνοντας στους άλλους τα σπουργίτια.

70
Ανησυχία
Στον καναπέ της βαθυστόχαστης ανάπαυσης
δε βολεύτηκα
Με συγχωράτε, αλλά µε τρώει αυτό το στρίφωµα
που βγάζει κύµα.

Θα πιάσω λοιπόν ένα κουπί και θ' αρχινήσω


Πάνω στα παφλάζοντα τα χείλια τ' ασταµάτητα
Στον αφρώδη οίνο των πολλών συµφραζοµένων
Ν’ αρµενίσω τις συνωστισµένες λαοθάλασσες.

Με τις πολλές τις βελονιές των σουσουράδων


πονέσαν τα µηνύµατα.

71
Τεχνολογία
Οι από µηχανής θεοί δε µας υπηρέτησαν
Μάλλον εµείς δουλεύαµε καιρό να τους ταΐζουµε
Και να κρατάµε τις συσκευές µας αναµµένες.

Έτσι σβήσανε τ' αστέρια που µας φώτιζαν


Οι µέρες µας γυρίζουνε και τρέχουν τα ρολόγια
Στα θερµοκήπια το πάθος πού να κοκκινίσει
Ακόµη κι άµα σύντοµα θα λιώσουνε οι πάγοι.

Τι µας πρόσφερες λοιπόν χωλέ θεέ του σίδερου;


Μονάχα θόρυβο και θειάφι.

72
Φυγόκεντρος
Οι γίγαντες µας κυβερνάνε µε σφεντόνες
Ο Ηρακλής οι ∆ιόσκουροι κι η Ανδροµέδα
Βόσκουν τ' αστεροµέτωπα κοπάδια τους
Βγάζουν κλεφτοφάναρα κι ακολουθάµε κατά πόδας.

Οι νάνοι µας γυροφέρνουν και µας περιπαίζουν


Ρίχνουνε γράσο στις στροφές εκτρέπουν τρένα
Καρτερούνε σε καθρέφτες υπόκωφοι γελωτοποιοί
Σκορπίζουν ρίγος πετώντας µας µυρµήγκια.

Εµείς ήµαστε ο όλκιµος λαός


Σαν καλαµιές ευδοκιµούµε σ' έλος
∆ραπετεύοντας µε τα σάλτα των βατράχων
Κάτω από το νυκτερινό ατλάζι µοναξιάς.

73
Ανάλυση δεδοµένων
Οι δεδοµένες καταστάσεις που θεωρήσαµε αυτονόητες
Ακατανόητα µας διέφυγαν µε φάτσα σκέτης ειρωνείας.

Κι όταν παρέα δε µας έµεινε γυρίσαµε τα πρόσωπα


Με συναίσθηση µεταστροφής προς την παλιά µας όψη
την οικεία.

Μα την πόρτα κι αν τα χίλια παρακάλια µας ανοίξαν


Οι περασµένες καταστάσεις µάς ξεπέρασαν.

Τώρα ψάχνουµε τα νέα δεδοµένα πώς θα καταλάβουµε


Με δεκτικότητα και µ' ένα ρίσκο δηµιουργίας.

Ώστε κι αν οι νέες καταστάσεις µάς αφήσουν


Έστω να µείνει κάποιο νόηµα στις καραµέλες.

74
Μ' εσένα
Αχ, πόσο µοιάζουν οι λίµνες µε τα µάτια µας
Βαθιές, υγρές, ακτινοβόλες στο χαµόγελο του ήλιου
Γαλάζιες, µπλε ή πράσινες, µε καστανιές και µαύρους
κύκνους
Που δοκιµάζουν τα φτερά τους
Όταν σµίγουνε τα φρύδια µας
Απογειώνονται οι σκέψεις

Και πετάµε
Αχ, πόσο µοιάζει ο ουρανός στα βλέµµατά µας
Υψηλός κι απρόσιτος, µα φιλόξενος στην πτήση
αεροπλάνων
∆ιάφανος, γλαυκός, µε λευκά κοπάδια σύννεφων ή
πορφυρά ζαφείρια
Που κοσµούν το ηλιοβασίλεµα
Καθώς λυγίζουνε τα βλέφαρα
Κατεβαίνουν στοχασµοί σε σµήνη µ' αλκυόνες

Και πελαγοδροµούµε
Αχ, πόσο µοιάζει η θάλασσα στις ατενίσεις µας
Απύθµενη, αφρόεσσα, κυµατιστή, µα πρόθυµη στις
πλεύσεις πλοίων
Τυρκουάζ ή βαθυγάλανη, µαβιά, µε θολωτούς
ορίζοντες και τρούλους στα ξωκλήσια

75
Στεγάζουνε την πίστη µας
Ενώ κλείνουµε τα µάτια
Μετράµε όνειρα µε βροχή από υακίνθους

Κι επιστρέφουµε στη γη
Σαν πέφτουνε τ’ αστέρια
Που ντύνεται η νύκτα
Πολύφωτη, ιριδίζουσα, φεγγάρια διάσπαρτη, τριζόνια,
νυχτοπούλια
Αµίλητη, µυστηριώδης, µ’ ακάµατη στους χτύπους
της καρδιάς µου
Αχ, πόσο µοιάζει όλου του κόσµου η οµορφιά
Μ' εσένα!

76
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΦΙΛΩΝ
Ρολογάδικο 9
Οδός σαλιγκαριών 12
Απόσταση 13
Αρχή και τέλος 16
Ποίηση 18
Μειδίαµα 22
Απατηλότητα 25
∆ιασύνδεση 27
Παράλληλο σώµα 29

ΥΠΕΡΙΩ∆ΕΣ
Γη της αύριο 33
Φύλλων ροές 34
Ιστορία των δέντρων 35
Αυτολεξεί 37
Ονείρων επαλήθευση 38
Επώνυµες διαφορές 39
Υπεριώδες 41
Τέλος λογικής 43
Μαϊστράλι 45

ΝΕΑ ΛΟΓΙΑ
Άτοπου δύση 49
Κρούση εισόδου 51
Λόγια σιωπής 53
Απόπειρες ελπίδας 54
∆εσποινίς υπεροψία 55
Νέα λόγια 57
Ριπή σελίδας 59
Ανάληψη πάθους 61
Πλεύση αγνώστου 63

ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΙΑΣ


Μπουκάλι στο πέλαγο 67
Νεών κατάλογος 68
Κρυφή φύση 69
Συνεύρεση 70
Ανησυχία 71
Τεχνολογία 72
Φυγόκεντρος 73
Ανάλυση δεδοµένων 74
Μ’ εσένα 75

You might also like