You are on page 1of 8

Ενδοχώρα

Αυτός ο τόπος ο κατάσπαρτος ακολουθεί τις εποχές


Αργοκυλά µε τα ρυάκια που σµίλεψαν τα βράχια
Μ’ ένα βλαστάρι της αυγής ξηµέρωσαν οι νύκτες
Στο χώµα του γεννήθηκες ανθίσαν τα λουλούδια σου
Σκορπίσανε τ' αστέρια πριν να δούν τα µάτια ουρανό

Σ' αυτό το σταυροδρόµι τα βήµατα χωρίζουν


Πετάµε τα παπούτσια κλέβουν τα πουλιά τα χνάρια
Σ’ αυτήν τη στράτα µιας προσωπικής υπόθεσης
Οι αδοκίµαστες οι τύχες µας πηγαίνουνε µονάχες
Πάνω στην πλατιά τη γη στα µεγάλα µονοπάτια
Μια τοσοδούλα σπιθαµή του βίου µας ζητάµε
Λίγην οσµή θαλπωρής στη θηµωνιά των άκρων µας
Μια λιγνή σπίθα ξανθούλα που χορεύει µεσηµέρια

Πέρα από τις ανοικτές πλατείες εγκάρδιων συνευρέσεων


Στα µακρινά βουνά στις µακρύτερες αστροπολιτείες
Τι να 'ναι αυτό που στρώνει τις αναπάντητες πορείες
Ποιο τείχος είναι αόρατο και µπαίνει ανάµεσά µας
Και βάζουµε σύρριζα τα χείλια ψαύουµε τα στήθη
Μιας άλλοτε γνωστής µορφής που πέρασε απ' την άλλη...

Ήµασταν φίλοι παίζαµε γελάγαµε κάναµε όνειρα


Ανέµελα παιδιά του χθες ο κόσµος δεν τα χώραγε

1
Κι όταν κάποτε µεγάλωσαν χαθήκανε στο δρόµο
Τον ατέλειωτο δρόµο κι αν επιστρέψεις έχεις αλλάξει
Τόσο που τα σχέδια µιας περασµένης ζωής αµέριµνης
Θα είναι απόµακρα σαν και τα µίλια που περπάτησες
Κι αν απ' το σύθαµπο φανεί κάποιο πρόσωπο οικείο
Να σε καλέσει σ' ένα δείπνο µια βόλτα του παλιού καιρού
Θα 'σαι πάλι σοβαρός µε κείνη την αυτονόητη κούραση
Που θα πεις, όχι σήµερα, δε γίνεται, µιαν άλλη φορά...

Τρέχουµε κάνουµε πράγµατα κοιτάµε τις δουλειές µας


Πηγαίνουµε δω και κει καθόµαστε στις παρέες
Χορεύουµε χαµογελάµε φυσάµε τον καπνό µας
Βάζουµε σκέψεις µες στα σύννεφα κάτι µουρµουρίζουµε
Λέµε για τον καιρό πάµε να πούµε περισσότερα
Μετανιώνουµε γυρίζουµε πλευρό χανόµαστε στον εαυτό µας

Τι να 'ναι αυτό που µας χωρίζει τ' ανέκφραστο µυστήριο


Που κάπου γέµισε τα συγκαλά µας κι ύστερα βουλιάξαµε
Στο κρυφό µας κοινοτόπι που συγκατοικούµε τόσο µόνοι
Κι ευλαβικά βαδίζουµε µέχρι τα δόντια του λυκόφωτος
Κατηφορίζοντας τις αποχρώσεις µιας αγιάτρευτης σιγής
Πάνω στο ξεραµένο χώµα στα διψασµένα χείλια
Ποιο να 'ναι τούτο το κοινό µας µυστικό
Π' ανείπωτα σπανίζει µα όλοι το γνωρίζουµε
Έστω κι αν έχουµε λίγη διάθεση να µοιραστούµε

2
Λέγοντας τάχα πως δε νοούµε οι αφελείς...

Μήπως είναι µια µοιραία διαδροµή ένας χάρτης παλάµης


Που έµελλε ν' ακολουθήσουµε πιστά κι αδιαµαρτύρητα
Χωρίς την καθυστέρηση µιας αγκαλιάς αγαπηµένης
Το θάρρος να διαβούµε τις µελλοντικές ηπείρους
Ένα απαράµιλλο χρέος απέναντι στον ηρωικό µας εαυτό
Μήπως οι τόσες δουλειές οι ετερόκλητες υποχρεώσεις
Οι ακάµατες ώρες θορύβου κι αυταπάρνησης
Μες στο τρελό κουβαλητό του χώρου και του χρόνου
Ένα άστρο καριέρας που θα 'πρεπε να κατακτήσουµε
Στ' όνοµα ενός κατορθώµατος σπουδαίου κατ' ευφηµισµό

Μήπως είναι µια γυναίκα πάνστοργη κι αείτοκη


Π' όλους µας γεννοβόλησε στο φως και µια φορά
Ένας παγκόσµιος έρωτας που κάποτε µας συγκλόνισε
Μα τροµάξαµε και βιαστικά κρυφτήκαµε σε κρύσταλλα
Και τώρα ψάχνουµε γύρω κοιτάµε τους καθρέπτες
Παρακολουθώντας το µετείκασµα µιας γρήγορης µορφής
Νοµίζοντας πως κατέχουµε τούτο το παθιασµένο είδωλο
Την εικόνα µιας υπόσχεσης που έρχεται ανέκαθεν
Και φεύγει απ' τα καµπύλα σχήµατα της τρυφερότητας
Ένα κουφάρι κεραυνού που µια µέρα µας περάτωσε
Το κοινό µας όνειρο π' ακόµη δεν το ξηµερώσαµε

3
Μήπως ένας ήλιος ξάστερος και παντεπόπτης
Που τολµήσαµε να θωρήσουµε και µας τύφλωσε
Το µοναδικό κι υπέροχο που µας κατέκλυσε
Κι έκτοτε το κυνηγάµε τρέχοντας µ' απλωµένα χέρια
Μα χανόµαστε στην αγωνία της ερµηνείας του
Λέγοντας µετά πως το σκοτάδι είναι καλό και µας αρκεί
Πως ο παράδεισος είναι άπιαστος παράωρος µικρός
Αυτό το µισόφως κι οι µασηµένες οι µατιές είναι ο κόσµος
Κι αρκεί να ζήσουµε στην άκρη του χαµόγελου
Σβήνοντας από το στόµα τις όποιες αντιρρήσεις
Σκουπίζοντας βιαστικά το θλιβερό σωρό των φύλλων
Κάτω απ' το χαλί της γης απ' του µυαλού τα κεραµίδια
Ράβοντας µια σκέψη στην ανάπαυλα χωρίς φροντίδες

Μήπως η ασχήµια που χόρτασε τις στροφές των σωθικών


Μες τ' αφηρηµένα περιγράµµατα της σκέψης
Ολόγυρα στις απαραβίαστες τάφρους των συναισθηµάτων
Όσα πράγµατα θέλαµε µα δε τολµήσαµε
Ο φόβος της µοιρασιάς ο κίνδυνος της προσφοράς
Η διαπίστωση ότι θ' αρκούσε ο εαυτός µας
Κι η αυτονόητη επάρκεια της µοναξιάς του
Ή µόνον η µικρότητα κι η ανασφάλειά µας
Το βαρύ συναίσθηµα του µαταίου που κορένει την καρδιά
Το άλυτο µαρτύριο της φθοράς και της φυγής
Αυτή η αργή µα σταθερή τριβή των άστρων

4
Ενώ σπεύδουµε κατάχαµα µαζεύοντας τη σκόνη

Μη σκόρπισαν τα σηµάδια π' απαρτίζουν τα τοπία µας


Στη διαβάθµιση µιας αίσθησης που αδειάζει τα φορτία της
Φτερουγίσµατα στον απόηχο µιας αταξίδευτης αλήθειας
Την ώρα επίθεσης των απατηλών µας πόθων
Μη χάθηκαν οι µορφές που ενώνουνε το χρόνο µας
Ή µήπως είναι τ' ανεκµηδένιστο µιας τελευταίας άµυνας
Που φυλάξαµε σε µια τσέπη του απόρρητου
Αναβάλλοντας διαρκώς κάθε προσπάθεια συµβιβασµού

Υπάρχει µέσα µας βαθιά στων εαυτών τα έγκατα


Ένα σηµείο ένα κότσι παλιό όσο κι ο χρόνος
Μα όσο µικρό κι αν είναι δεν µπορεί να µηδενίσει
∆εν µπορεί να µοιραστεί δεν εκµυστηρεύεται
Αν πας να τ' αγγίξεις ορµίζει γίνεται άπειρο
Σηκώνει τους φραγµούς π' ορίζουνε τις ξέχωρες υποστάσεις
Αρχίζει να σπέρνει όλα τα προσχήµατα και τ’ ανάγλυφα
Της ατοµικής γεωγραφίας στη χώρα του κορµιού
Το παράξενο φως ενός ήλιου
Που δεν µπορείς να παραβλέψεις ούτε ν' αποµυθέψεις
Γιατί τότε θα 'χεις σβήσει την ψυχή σου

Μήπως είναι τούτο το αίτιο της απέραντης


Της µη αιρώµενης µοναξιάς τ' ανθρώπου

5
Στ' άλλο άκρο της απόστασης που µας χωρίζει
Οι φωτεινές στιγµές αστράκια ενός πελάγου
Πετάνε τα πλοκάµια τους πιάνονται στο µεταξύ
Στροβιλίζονται στη ζάλη του κοσµικού χορού
∆ένουν τα χέρια µας στον ίλιγγο µιας σβούρας
Μας έλκουν ερωτευόµαστε αγκαλιαζόµαστε σµίγουµε
Μα όσο κι αν ταιριάξουµε όσο κοντά να βρεθούµε
Θα µένει πάντοτε εκείνο το σηµείο τ' ασυνταύτιστο
Το θεµέλιο της κατοικηµένης µας ζωής
Το στερνό αποκουκίδι της παντοτινής µας ύπαρξης

Σε τούτην τη χώρα κάτω από τον ήλιο της πλανιόµαστε


Ψάχνοντας να βρούµε λίγη γη να µας ανήκει
Σπαρµένα χωράφια των άλλων γυροφέρνουµε
Μέχρι να βρούµε χώµα ελεύθερο ν' αράξουµε
Να φράξουµε το µέρος να ορθώσουµε το σπίτι

Κι αν κάναµε ταξίδια κι είχαµε συντρόφους


Γρήγορα τους αφήσαµε γι' αλόγιστες απαιτήσεις
Προδώσαµε τους ήλιους απέναντι στη µεγαλύτερη νύκτα
Μ’ όλα τ' αφελή γιατί µας τα δίκια τ' ακατάδεκτα
Τις αληθινές µατιές τα γνήσια λόγια πώς ξεχάσαµε
Αντιµέτωποι µε τον κίνδυνο της µοναξιάς
Στη πιο φιλότιµη αγκαλιά πισωγυρίζοντας
Για να 'χουµε στο µέρος µας την εύνοια της ανάγκης

6
Στα χέρια τα πιο σίγουρα κι ας ήταν σκέτες φυλακές

Κανέναν δεν πιστέψαµε όσο κι αν µας έπεισε


Ίσως γι’ αυτό ποτέ δε βιώσαµε κατάκαρδά µας
Την ξένη αλήθεια κι αν τη σεβαστήκαµε
Κι αν είναι τα τοπία µας άπλετα
Όσο κι εγκάρδιος ο ήλιος που τα θερµαίνει
Όσο φιλόξενος ο κήπος της καρδιάς µας
Κι ας είναι ευρύχωρο και φωτεινό το σπίτι µας
Ευπρόσδεκτος δεν είναι παρά εκείνος
Που στο κρυφό δωµάτιο να µπει δε θα τολµήσει
Π' ούτε στιγµή τα µάτια του θ' αγγίξουν το σηµείο

Με πόσο κόπο θα κρατήσεις τις πόρτες ανοικτές


Κτυπάν τα φύλλα κλείνουν δίχως άνεµο
Με πόσο κόπο θα κρατήσεις αυτήν τη χώρα σου ανοικτή
Στα περιβόλια της κατοικηµένης επιθυµίας δίχως φράκτες
Πώς θα περισώσουµε τις λίγες αντοχές µας µέσα
Σ' αυτό τ' ασταµάτητο κτυποκάρδι του κενού
Ποιος θα παραχωρήσει πρώτος λίγα εδάφη κεκτηµένων
Ποιος θα δώσει πρώτος την ψυχή του
Στη χώρα αυτή του γαλάζιου του ήλιου και τ' ανέµου
Που δεν ανήκει σε κανέναν
Που κανένας δεν ανήκει σε κανέναν
Συναρµολώντας τ' αστέρια και τ' αγαπηµένα πρόσωπα

7
Σ' ένα νέο σύµπαν συγκατοίκησης
Με ποιαν αξίνα θέλησης θα ρίξουµε τ' άπιαστο τείχος.
2005

You might also like