You are on page 1of 56

Χ.

Τσελέντη

Προσοχή

στο

κενό
Προσοχή στο κενό
(2007)
Το χαµένο σχήµα του λόγου
Μια εικόνα αξίζει πέντε λέξεις
Μία γυναίκα γυµνή που χάνεται στο φως της ερµηνείας της
Η εικόνα της είναι τυφλή όταν φορά η επιθυµία τα ρούχα
που την κρύβουν
Εκείνη που αγαπάµε δεν την προσέχουµε
Αλλά η σηµασία της απώλειας είναι µεγαλύτερη από την
απώλεια της σηµασίας
Μια γυναίκα απέναντι στον καθρέφτη χτενίζει τις ακτίνες
και συγυρίζει τα κρύσταλλα
Ένας άντρας κοιτάει στη µοναξιά του ξάστερου ουρανού
γεµίζοντας µια µάταιη υδρία
Θυµάται όσα έχει χάσει και προσανατολίζεται
Αγάπη ή τίποτε
Πίσω από την κουρτίνα της νύχτας θα ξεκινάει η µέρα
σπαρµένη µ’ ακατανόητη λάµψη
Η σηµασία της εικόνας που την αποδίδει είναι καινούργια
εικόνα
Αυτός που καταλαβαίνει την ερµηνεία των πραγµάτων
αποκτάει ένα καινούργιο αντικείµενο
Μια γυναίκα κείται µε νόηµα εκεί που τα πάντα ρέουνε στη
θάλασσα που λέγεται γαλήνη
Εκεί που βρίθει το απροσδιόριστο και το κύµα επιστρέφει
στην άγνοια των βράχων
Εκεί που σκάει κούφιος ο ήχος

5
Αυτός που θέλει να χαθεί εξαφανίζεται συλλέγοντας τα
κοχύλια της λήθης
Αυτός που κρατάει το νερό σε κίνηση καταγράφεται στων
ζωντανών την ιστορία
Ένα καράβι ξεκινάει στη σκέψη που ενσαρκώνει το ταξίδι
µας αύτανδρο
Ένα πουλί πετάει ένα χαρτί που φεύγει στη µαντεψιά των
σύννεφων
Μία γυναίκα στο πλευρό µας δεν αναζητούµε
Εκεί που ο άνεµος πνέει και τα δέντρα θροΐζουν άναρθρα
Ό, τι υπάρχει συλλογίζοµαι κι ό, τι δεν υπάρχει το γνωρίζω
Μια βελανιδιά βυθίζεται στο γλίστρηµα της βραδινής
δροσιάς που ο ξυλοκόπος σκαρφαλώνει
Στο κενό που σκιρτά ο δρυοκολάπτης
Ένα βιολί πετάει πάνω από τη στέγη που στάζουν οι ήχοι
του ξυλόφωνου
Οι νότες που κυνηγούν τη µουσική
Στον ορίζοντα φαίνονται τα θέατρα µιας νέας πόλης που
αναδύεται πάνω από τα φώτα της
Μια γυναίκα έρχεται από µακριά µε το µαστίγιο που
υπονοούνε οι βλεφαρίδες
Αυτός που χαϊδεύει µε τα λόγια µπορεί ν’ αγκαλιάσει το
κορµί του λόγου
Το ποτήρι του κόσµου γεµίζει όταν στην αλήθεια
αντιστοιχεί πλήρης του νερού η ευγλωττία

6
Το αυθεντικό περνάει από τον καθρέφτη ατηµέλητο`
κελαρυστό από την πηγή
Αυτός που δε µεθάει µε τη µαγεία µαγεύεται µε τον ήλιο που
χαράζει πάνω από την ψεύτικη αλήθεια
Κάποιος ανοίγει τη δεξαµενή που γεµίζει από τις σταγόνες
της βροχερής επιθυµίας
Οι αριθµοί του καταρράχτη πηδάνε στην απέναντι όχθη που
η εξίσωση του πάθους καταρρέει
Μια λέξη κυνηγάει τη σιωπή που ψάχνει τ’ όνοµά της.

7
Η καρδιά στη σκέψη του κόσµου
Ο χώρος είναι άδειος ο άνεµος
Η αγωνία στο δάσος η θλίψη του καιρού
Ο κηπουρός την εποχή της καταµέτρησης των φύλλων
Ο συνειρµός των φευγαλέων της αγάπης ονοµάτων
Η καρδιά µου που σκέφτεται είναι η σκέψη που αισθάνεται
Τα δελφίνια πετάνε στα σύννεφα τα πουλιά κολυµπάνε στο
επόµενο γαλάζιο
Ο µουσικός και το βιολί δε ζουν χωριστά η αρµονία κι ο
ρυθµός στο στρωµένο βελούδο
Ενώ χτυπάνε στο αόρατο οι χορδές το µυστικό τους ταλέντο
Η ψυχή του πάθους είναι ταγµένη στην επιµέλεια της
φωτιάς που είναι ζεστή χωρίς να καίει
Η καρδιά µου είναι το τρεχούµενο νερό που κελαρύζει µία
σκέψη
Το σπίτι µου είναι κενό χωρίς τα µικροέπιπλα τα
καθηµερινά περάσµατα της σκούπας
Κάθε πρόβληµα κι ένα εµπόδιο που απ’ το παράθυρό του ο
στόχος δραπετεύει
Μια τσιγγάνα στο δρόµο χορεύει και παίζει µε τη σκέψη η
µουσική της ευτυχίας
Όποιος καταλαβαίνει τη ζωή σηκώνει τα χέρια και πιάνει
το γυµνό της κορµί µ’ άγραφες παλάµες
Όποιος δεν έχει υπόσταση στα µάτια της δεν έχει θέση
πουθενά στο µεγαλείο

8
Εκεί που γκρεµίζεται ένα όνειρο κάποιος κτίζει µε τα παλιά
συντρίµµια της αλήθειας
Όποιος δεν ερωτεύτηκε ποτέ θα έχει όλα τα ερωτικά βιβλία
κι εξαρτήµατα
Ενώ η πραγµατικότητα χάνεται και ξαναφαίνεται µακριά η
φαντασίωση στην αφοσίωσή της
Εκεί που κοπάζει ο θόρυβος δεν είναι το αεροπλάνο εκεί
που πάει ο προορισµός δε φτάνουν πια τα τρένα
Η καρδιά µου ανήκει στη διάσταση του ψίθυρου που
γεννάει τη σκέψη πριν από τη σκέψη
Όταν ανοίγει µια νέα σελίδα ένα κείµενο χιµάει κι
ανηφορίζει στις πηγές της η ιστορία
Τα µαντάτα τρέχουν γρήγορα µα προηγείται στο
ανατρίχιασµα της χλόης η υποψία
Η απόλαυση φτάνει στις παρυφές του δειλινού µέχρι το
σούρουπο που πέφτει στην αγκαλιά της κοίµησης
Ο αέρας κατεβαίνει στο κρεβάτι και πιάνει τη φωτιά στο
ξύπνηµα της θύµησης
Η σκέψη µου είναι ένα καράβι στο πέλαγος που αρµενίζει
στης καρδιάς την τρικυµία
Το µακρινό µας ταξίδι ανήκει στο αύριο κι ένα φιλί µας
αποµένει µες στη νηνεµία
Όσο κι αν η σκέψη παλεύει µαζεύονται σύννεφα που µια
µπόρα ξεδιαλύνει

9
Ένα κορίτσι που επιµένει στη θύµηση πλένεται µε το
σφουγγάρι που τη σβήνει.

10
Τ’ όνειρο µέσα στ’ όνειρο
Εκεί που το κόκκινο πέπλο του πρωινού σκεπάζει των
παιδιών το ροζ µαξιλάρι
Εκείνη την ώρα π’ ουρανός και πέλαγος µε το χασµουρητό
αποχωρίζονται
Ανοίγει τη διάσταση το αιώνιο ζευγάρι δυο µάτια βαµµένα
στο γαλάζιο
∆υο πουλιά κι ο έρωτας µαζεύει εντατικά µε το σκοινί τις
αποστάσεις
∆ρώντας ακαριαία αφού οι λέξεις το επιτρέπουν
Ένα λουλούδι κάποτε θα σβήσει στο χάρτη µια έρηµος
Ένα µωρό που κλαίει µια νέα ζωή
Στ’ αποκορύφωµα που οι ασηµογκρίζες λογχοφόρες
εξουσιάζουν τις µαύρες οπές της µέρας
Κάτι το εξαίσιο θα συµβαίνει που αποθηκεύει στην τσέπη
της στοργής την αυριανή δυνατότητα
Ένα λουλούδι που φυτρώνει στο άπειρο µε κάνει
ευτυχισµένο πιο µακριά
Πέρα από την ουρά που καταλήγουν οι ατελέσφορες
ενστάσεις
Όταν το γρασίδι και τα δέντρα συγκεντρώσουν του καιρού
την ένταση
Εκεί που γίνονται φως και ζέστη τα ύποπτα περιστατικά
Το µωβ που ωριµάζει ένα ηλιοβασίλεµα
Εκεί που ξαναχτίζονται οι φωλιές των µικρών υπάρξεων

11
Ένα ψέλλισµα σαν το τριζόνι που πηδάει ν’ ανακτήσει τη
στιγµή
Άθιχτο πάντα στα έγκατα το µυστικό που παραµένει
µυστικό.

12
Μορφή της εικασίας
Το ανέφικτο πήρε το κορµί σου και µπήκε στην
κρεβατοκάµαρα του πόθου
Ένα κογχύλι στην άκρη της θάλασσας αφρίζει στη γωνιά
των ποδιών σου
Η πασίγνωστη αίσθηση βρίσκεται εκεί που χτίζει στ’
αόρατα κύµατα
Όταν η επιθυµία σου κείται στο νερό και κυριεύει του
χρόνου τα κτυπήµατα
Όταν καλπάζει ο οίστρος σου και βρίθει ένα πλήθος
προσδοκίες
Ένας αυλός που δεν ξέρει τις νότες µ’ αυτοσχεδιάζει τις
εξαίσιες µελωδίες
Εκεί που η γραµµή του καπνού συναντάει τη ρότα της
χαµένης πορείας
Υπάρχει ένα λιµάνι απέραντο και ανοιχτό στην
απροσδόκητη αγκαλιά της ευτυχίας
Υπάρχει ένας άυλος τόπος που τα φτερά της φαντασίας
µόλις αγγίζουν
Ένα παγώνι που ανοίγει τη βεντάλια των χρωµάτων στο
ηλιοβασίλεµα
Ένα µαχαίρι στην καρδιά τ’ ουρανού ένα πουλί που
σφαδάζει στα σύννεφα
Εκεί που καρτερά η τέχνη µαρτυρική και απάγει τ’
απερίγραπτα σχήµατα

13
Όταν αρχίζει η βροχή των ακατανόητων πραγµάτων που
γυµνά αποκαλύπτονται
Μια µέρα θα σταθείς στο µπαλκόνι του πρωινού σαν τη
µεγαλύτερη υπόσχεση
Μια µέρα που θα καταγράψει ο ποιητής όλα τα ονόµατα της
ανεκπλήρωτης αγάπης.

14
Η εξιδανίκευση µιας ιστορίας πόνου
Το φυτό σαν το πουλί µε τα πράσινα φτερά στου
κόσµου το µαρµάρινο βάθρο
Που είναι δεµένος ο ήρωας του καηµού από τη ζώνη της
φωτιάς που αποτελούνε φίδια
Της ζωής το ταξίδι αρχίζει εκεί όπου ο άνθρωπος λύνεται
µε του ονείρου το θάρρος
Εκεί που τελειώνει κοντά και µακριά περιµένει ο φύλακας
ίδιος ο χάρος
Οπτασία καλή που σκεπάζεις µε το δίκαιο πέπλο σου
τ’ άσχηµα σχήµατα
Μια κουβέρτα ζεστή είναι η θάλασσα και υγρή λησµονιά
αλµυρή σαν απάντηση
Μία κουβέντα καλή η αλήθεια κι αδρή στις γραµµές που
γεµίζει τις άδειες παλάµες
Η γη της συµπόνιας ανοίγεται εκεί όπου φτάνει η
µακρύτερη άρνηση
Στο νησί των θεών που τα πανύψηλα είδωλα βασανίζει ο
αέρας
Εκεί που οι άγγελοι µεθάν στο κρασί µε το φιλί του
διαβόλου στο στόµα
Ενώ ξηµερώνει όταν ακούγεται το τράβηγµα του σύρτη από
της νύχτας το δώµα
Πρωινή ανακούφιση που χαράζεις την κόκκινη ελπίδα σου
πάνω στο ανάλγητο χάος

15
Η διαύγεια υπάρχει στο φως των νερών όπου λούζεται ο
χαρούµενος άνθρωπος
Της ζωής το κουβάρι ξετυλίγει κορµιά εκεί που αρχίζει του
έρωτα ο δρόµος
Υπάρχει µια στάλα µικρή και λαµπρή που χαρίζει φορτίο
στα ουδέτερα πράγµατα
Η φωνή της στοργής είναι διάφανη αλλά δεν τη χορταίνει ο
πόνος.

16
Το αναπάντεχο φορτίο της αφέλειας
Ένα βουνό είναι βέβαιο κι αν στέκεται πάνω από τα
σύννεφα
Μ’ ανακουφίζει τα οράµατα από το ύψος που βρίσκεται η
απόγνωση
Ενώ απ’ το πέλαγος βγαίνει το πρόσωπο που σκουπίζει τα
κρίµατα
Το φεγγάρι είναι πάντα παρόν στάζοντας το φονικό
συναισθηµάτων
Η ασηµένια παρουσία µε το νερό στους γοφούς και
συνένοχη στον πνιγµό των ποιηµάτων
Που σου ανήκουν
Οι πειρατές των κοραλλιών οι συλλέκτες που µαζεύουν τ’
αστέρια
Οι περιπέτειες των παιδιών που παίζουν στου βυθού τα
καρτέρια
Εκεί που ο ήλιος έχει φυλάξει τις µυστικές του αχτίνες
Που νιώθουνε πάνω στο δέρµα τους οι σκιές που
τανύζονται
Και ράβουν στην ανάρια τους φόδρα οι ψυχές το σκοπό
Που φαίνεται στο φόντο του ορίζοντα µόλις ανάψει της
τύχης το φως
Τότε θα συναντηθούµε σαν ναυαγοί στο παλάτι του βουνού
µες τα σύννεφα

17
Στη βροχή του παράξενου που λιώνει τα κάγκελα από της
αλήθειας τη θέα
Όταν ο µαγνήτης της θέλησης τραβάει της ελευθερίας τα
πρώτα ρινίσµατα
Άπιαστη ύλη είναι και πάλι το κορµί που κλυδωνίζεται στ’
απόνερο σαν αλαφρόπετρα
Εκεί που πηγαίνει το ψαροκάικο φορτωµένο µε τις
αγαθότερες σκέψεις
Σκέψεις πιο εκλεχτές πιο υπαίτιες.

18
Κατά τη διάρκεια γραφής ενός ποιήµατος
Πρώτη κατεβαίνει η έµπνευση από τη φωλιά του
παραδείσιου πουλιού στον κόσµο που βρίσκεται το νέο της
σπίτι
Έπειτα αναλαµβάνει η µαγεµένη οικοδέσποινα που βγαίνει
από του ύπνου τη µεγάλη αποθήκη
Όταν ξηµερώνει η αισιόδοξη ερµηνεία σου ανήκει τ’
ανοιχτά γράµµατα
Που µε τόση επιµέλεια µοιράζει ο γοργόφτερος του
πρωινού ταχυδρόµος
∆ροµολογώντας το τρένο του µυαλού στο δρόµο της
χαρµόσυνης είδησης
Ένα πολύτιµο φορτίο που µεταφέρεται από την εποχή της
αγάπης
Ένα µελαχρινό αγόρι που δεν αρνείται του κεραυνού την
έκπληξη της βροχής το πάντρεµα
Ένα κορίτσι κόκκινο και απόλυτο που χαρίζει στα φιλιά της
τυραννία
Είθε να κερδίσουνε κάποτε τα ξέφωτα µε τις ευχές των
χίλιων κίνδυνων
Εκεί που η βοή του πλήθους παρασύρεται από το θόρυβο
µύριων βοµβίνων
Η γοητεία µε τα λεπτά της δάχτυλα που σπάζει όλες τις
προστατευτικές µεµβράνες
Όταν οι τέχνες παραδίνονται όταν παραλύουν οι επιστήµες

19
Θα ‘ρθει καιρός που τα λόγια θα βρουν τα υλικά και το
σπίτι πάνω στ’ όνειρο θα κτίσουν
Κάποτε που όλα τα ποιήµατα στο πρώτο συρτάρι θα
γυρίσουν.

20
Η εξίσωση του έρωτα
Η ακαταµάχητη γοητεία των αντίθετων µισών που
απαρτίζουν τη µοναδικότητα
Παρασυρµένοι από το πάθος του διχασµένου εαυτού
Ευτυχισµένος είναι αυτός που φεύγει στην ανάσα του
καπνού
∆εν είµαστε τίποτε εκτός από την έκταση
Ξέροντας µόνο την έκσταση µεταξύ δυο αναµµάτων
∆εν έχουµε τίποτε εκτός από το νήµα της άσηµης ζωής
Αναζητώντας το αέναο εκκρεµές της µεγαλύτερης γαλήνης
Κάπου ανάµεσα στο ψέµα και στην αλήθεια που
ταλαντεύεται η πεζή πραγµατικότητα
Ευτυχισµένος είναι αυτός που κάνει έρωτα
Κι ερωτευµένος όποιος σκέφτεται τον έρωτα
Μαζί µε την ξηµερωµένη που γνωρίζει το µυστικό των
νοηµάτων
Σαν λάµψη που απλώνεται υπέροχη στη χώρα των
θαυµάτων
Τι όµορφη που είσαι σµιλεµένη από το χρόνο των γλυπτών
Ερωτευµένος είναι αυτός που πάτησε τον κόσµο των
νεκρών
Και γύρισε στον κόσµο των ζωντανών µε την αναστηµένη
εκείνη
Που ξάπλωσε στην ακροθαλασσιά µες στην αιώρα της
αµεριµνησίας

21
Αυτή που πλέκει τις τέχνες στον αφρό υφάντρα της
επιθυµίας
Ερωτευµένος είναι όποιος µίλησε τη γλώσσα των τρελών
Μια µέρα που τα φώτα θα στραφούνε στο γέλιο των
παιδιών
Στο φως των νερών που λούζεται αναγεννηµένη η γυµνή
δηµοσιότητα.

22
Γιατί ο κόσµος δεν κοιµάται
Κάνοντας έρωτα µε την υπόθεση πως δε θα ξηµερώσουµε
Η ευχή που σβήνει ενώ µας βρίσκει το πρωί
Θα συναντηθούµε ίδια ώρα- ίδιο σοκάκι και ποτέ δε
χωριστήκαµε
∆ηµιουργώντας την προϋπόθεση της ευτυχίας από την αρχή
Ίσως να ήταν το ποτό που κάποτε µας µέθυσε
Μα περισσότερο ένα χαµόγελο κλεφτό στο κρύσταλλο του
ποτηριού
Αντίκρυ έχοντας την οµορφιά εκείνης που µας µάγεψε
Σαν ξύπνησε το φως που τρέχει από τη βρύση του Μαγιού
Αν καταφέρναµε να ζήσουµε την κάθε µέρα µε των παιδιών
την έκπληξη
Αποδεχόµενοι ηρωικά το ενδεχόµενο να µην ξαναϊδωθούµε
Αντιµετωπίζοντας στωικά το γεγονός σαν να µην έγινε
Καθώς ο κόσµος χάνεται στα στρώµατα του δειλινού
Μα αφού η νύχτα πέφτει πάλι από τη νύχτα αναδύεσαι
Λικνίζοντας στην αγκαλιά τους ήλιους του µεσονυχτιού
Ξαναπαίζοντας το δράµα της συνεύρεσης µε την απαλή σου
κίνηση
Ενώ κοιτάζει κάποιος από την πόρτα τη µισάνοιχτη του
εαυτού
Κάποιος που κυνηγάει το φως αναρωτώµενος µήπως ποτέ
δε γεννηθήκαµε
Αν είµαστε όλοι τα δηµιουργήµατα ενός ονείρου ζωντανού.

23
Οι πιο στενοί µας οι δεσµοί
Η καλύτερη φίλη ο παλιός έρωτας και το δολόπλοκο
φεγγάρι
Το φως του κυλάει στους δρόµους κι όταν γυρνάµε την
πλάτη ο πόνος πατάει τη σκανδάλη
Ο κρότος ξυπνά τα πουλιά κι η βροχή αν τα κάναµε
µούσκεµα πάλι αρχινάει
Μα τι πειράζει αρκεί να είµαστε κοντά έστω αντίκρυ στου
κόσµου τις άκρες
Όταν πιάνει το κρύο στο γυµνό µας κορµί µε το αεράκι που
τρέχει στις πλάτες
Οι πιο στενοί µας οι δεσµοί η φιλία ο έρωτας και στο βάθος
της σκέψης ένα ολόφωτο πρόσωπο
Καθώς περπατάµε στα στενά της ζωής που ο άνθρωπος
εύκολα χάνεται
Μα εµείς τ’ αστέρια κι ας είναι σβησµένα µε τρόπο µετράµε
Σ’ αυτόν το δρόµο που δεν έγινε µε πέτρες ούτε µε άσφαλτο
Κι αν υπάρχει η τριβή της ελπίδας και το υπόστρωµα της
ίδιας ανάγκης
Κάτω από του αλογόνου τα φώτα οι παλιοί της βραδιάς
προχωράµε
Με το χάρτη του αγνώστου τα όνειρα των βιαστικών και
των τυφλών τα σκυλιά
Μέχρι την κεντρική πλατεία µε τα πολλά σιντριβάνια που τα
θεάµατα δεν άλλαξαν

24
Στο ίδιο τραπέζι παρέα µ’ αυτούς που στο χρόνο δε
χάλασαν
Αντίθετα µε τις επιπόλαιες σχέσεις που γρήγορα σκορπάνε
στου ανέµου τα γέλια
Και στο καρουσέλ των ψυχών συνωστίζονται όλα του
κόσµου τα άµοιρα πλάσµατα
Μα τα ατίθασα άτια µας καλά τα φυλάξαµε και κάπου-
κάπου καβαλάµε
Οι πιο στενοί µας οι δεσµοί που µάθαµε τα γκέµια τους µε
κόπο να κρατάµε
Επειδή οι αµοιβαίες συµφωνίες έχουν τις λεπτές ισορροπίες
τους
Για να τρέχει ο οίστρος ελεύθερος στα γαλάζια λιβάδια των
αγαπηµένων µυθιστορηµάτων
Μέχρι τα απέραντα πέλαγα που τα καράβια λικνίζονται στο
ρυθµό των ποιηµάτων
Καταποντίζοντας τα τέρατα που µας περίµεναν στις πύλες
της νέας αποκάλυψης
Εκεί που ανατέλλει ο ήλιος ανάλαφρος και τον σέρνουν των
αγγέλων τα κάρα
Το αίµα του ουρανού το σούρουπο κι οι πιο στενοί µας οι
δεσµοί µε το µαχαίρι δοκιµάζονται
Όταν πέφτει το βράδυ στην καρδιά της φωτιάς που χωνεύει
η διχόνοια.

25
Η απόλυτη αρχή της αµφιβολίας
Πού να είσαι σκέφτηκα κι ο κόσµος γέµισε µε νούφαρα σε
νερά του αγνώστου
Άµα θα κτύπαγα τον καταρράχτη σου ίσως να ήσουν
ορµητική µ’ ανυποµονησία
Σαν και τότε που πλενόσουνα στο ροζ της ώχρας δεκτική
από την ίδια επιθυµία
Πού να είσαι σκέφτηκα όταν ο άνεµος ξυπνά στα φύλλα τη
σιωπή της µουσικής
Είναι φορές που ακούγονται τα γέλια µες στο δάσος των
παιδιών
Kαι παίζουνε κρυφτό τα σύννεφα µε τη λαχτάρα των σκιών
Όταν τα βλέφαρα σκορπίζουν από κάποιου αγριµιού το
επικηρυγµένο κοίταγµα
Κάτι σταγόνες πράσινες σαν πέφτουνε στα χείλια των
ανείπωτων στιγµών
Εάν ανένδοτη σε φίλαγα τι µυστικό µπορεί να µου ‘λεγες
των άπιαστων πουλιών
Πού να είσαι µε της άνοιξης το σκίρτηµα κάτω από τα βρύα
των νεκρών
Είναι φορές που αφήνει ένα φτερούγισµα η αναγγελία µιας
επισκέπτριας ψυχής
Μια κορδέλα λευκή στον ορίζοντα που ανεµίζουν οι
ανέµελες σκέψεις

26
Ένα καράβι που σαλπάρει το βράδυ προς το αυριανό
καλοκαίρι
Και µία οσµή του γιασεµιού που αφήνει πίσω της η υποψία
Πού να είσαι όταν το φως αποκαλύπτει της ηµέρας µια
παµπάλαιη ιστορία
Κάποιες φορές που το κενό ενός ανθρώπου είναι από
τον ίδιο πιο σηµαντικό
Όσο κι αν είναι τρυφερός κανένας δεν µπορεί να περιλάβει
όλη τη θερµότητα
Από ένα ποτήρι γεµάτο είναι αβάσταχτο ένα ποτήρι
αδειανό.

27
Αγάπη διπλή
Από τη µια µεριά του φεγγαριού στέκεται η φωτεινή γυναίκα
µου
Κι από την άλλη µες στη νύχτα τρέχει η ερωµένη µου γυµνή
Τ’ αστέρια παίζουνε στα µάτια της η ερωµένη µου µε κάθ’
επιφύλαξη
Το φεγγάρι στο παράθυρο που σκύβει η γυναίκα µου ένας
γάτος που παλεύει ν’ ανεβεί
Ένας γάτος µες στη νύχτα ο ερωµένος της γυναίκας µου κι
ας είναι αµφίβολος
Τον παίζει ανάµεσα στα πόδια της µε µία διάθεση στωική
Στο δέρµα του τα νύχια της θυµίζουνε τις προηγούµενες
απόπειρες
Μια σηκωµένη ουρά που τρέχει η ερωµένη µου και πίσω
ένα σκυλί
Στα κεραµίδια ακούστηκε το ουρλιαχτό πως έφτασαν οι
γείτονες
Όλοι οι καλοί µας φίλοι και αντίζηλοι µε τα γλυκά του
Φεβρουαρίου
Όλα τα βλέµµατα πώς γλίστρησαν κρυφά στων µυστικών
µας τα περάσµατα
Στο κυπαρίσσι το ψηλό της νύχτας τα µονόπραχτα
κρεµάστηκαν από το φως του φεγγαριού
Μία αργυρή αλεπού στα δόντια της τίγρης η ερωµένη κι η
γυναίκα µου

28
Ένα ποτήρι της σαµπάνιας η γυναίκα κι η ερωµένη µου
Ένα κελάηδισµα στο κλουβί η ερωµένη κι η γυναίκα µου
Εκ του ασφαλούς ένα παζάρι της απόδρασης η γυναίκα κι η
ερωµένη µου
Ένας άντρας που κοιτάζει στον καθρέφτη ένα λιοντάρι του
εαυτού
Αν είναι κάποιος έστω µια στιγµή ελεύθερος τότε θα ξέρει
το συναίσθηµα
Μες το δωµάτιο που απλώνει το φεγγάρι το ταγκό της
σιωπής
Στο φως του φεγγαριού όταν χορεύει της µοναξιάς η
ερωµένη µου
Το απότοµο ανατάραγµα στα φύλλα κάποιας ανασφάλειας η
ερωµένη µου
Ο ήχος του ποτηριού της παράνοµης συνεύρεσης που πέφτει
και σπάζει
Η γέννηση του έρωτα εκεί που δεν υπάρχει καµία
εξασφάλιση
Η φύση που ξυπνάει στον πόνο της και ξεκινάει τη
βλάστηση
Τα ποτάµια που κυλάνε στην απέραντη γαλήνη της η
ερωµένη µου
Στο ατάραχο νερό µια καταλυτική σταγόνα πέφτει και
απλώνεται

29
Η γυναίκα µου έρχεται στη µπόρα κι η ερωµένη µου τρέχει
στις ψιχάλες της βροχής
Οι συνωµοτικές παρέες στο ερωτικό τους καταφύγιο
µαζεύτηκαν
Ένα µικρό δωµάτιο στην παραλία κάτω από το φως του
φεγγαριού
Μετά την καταιγίδα στη φωτιά που οι φλογερές επιθυµίες
άναψαν
Κοντά στα κύµατα που οι τερπνές πλανεύτρες σκέψεις
έγειραν
Τα µουρµουρητά του υγρού ονείρου σκόρπισαν στο πρώτο
αεράκι του πρωινού
Από τη µια πλευρά της φαντασίας τα ουρανόδροµα
φαντάσµατα
Κι από την άλλη οι έρπουσες ανάγκες του φτωχού µας του
µυαλού
Ένας άντρας που όλοι ζήλεψαν ο εραστής που φάνηκε απ’
τη θάλασσα
Αυτός που ήρθε µε µια βάρκα κι έφυγε µε τη γυναίκα του
γιαλού.

30
Όλες οι µεγάλες προσδοκίες
Η κρυφή διαδροµή του ανικανοποίητου που πήρε τη µορφή
ενός περιπάτου
Ένα απόγευµα στην άκρη της λίµνης βουλιάζει το βήµα στη
λάσπη του βάλτου
Η φαντασία µε βγάζει µ’ εκείνη στα σύννεφα που τρέχουν
και περνούν
Με το απαλό της αεράκι θα κάτσω να γράψω το αγαπηµένο
της τραγούδι
Στα σιτοχώραφα του πάθους κατεβαίνοντας µε τα φτερά
ενός αόρατου πουλιού
Που όταν χορτάσει θα πετάξει µε τους υπόλοιπους αλήτες
του µυαλού
Τραβώντας µ’ αόρατες κλωστές την ευτυχία στ’ ουρανού τα
έπακρα
Ένα απόβραδο στην άκρη µιας θάλασσας που δε φαίνονται
οι γνώριµες ακτές
Ούτε οι σκέπες των σπιτιών ή των απέναντι βουνών τα
περιγράµµατα
Ίσως να είναι αστέρι αυτό το φως που λάµπει αχνά στης
όρασης τα όρια
Ίσως µια τράτα που έρχεται χορεύοντας από της ψυχής τα
περιθώρια
Απλώνοντας στο κύµα τ’ ακαταχώριστα είδη της µακρινής
νοσταλγίας

31
Κάτω από τη σκληρή αστροφεγγιά που κείνται όλα τα
κληροδοτηµένα µας όνειρα
Κι αναρωτιέµαι ακόµη για τη δύναµη αυτή που µε κρατάει
γερά στα σίδερα του ζωντανού
Σχεδιάζοντας την αιώνια απόδραση από τη µεγάλη φυλακή
της αγάπης
Γιατί άµα φύγεις τότε και το µίσος αυτοµάτως καταρρέει
Γι’ αυτό πριν σκοτεινιάσει θα έχω ζωγραφίσει τον
αγαπηµένο σου πίνακα
Εκείνον µε τη θέα στην άκρη της θάλασσας κι ένα καράβι
που χάνεται στο θαλασσί
Εκεί που δε χωρά συµβιβασµός ούτε θα έχει νόηµα η
ελευθερία
Όταν η νύχτα έρχεται κι ο µεγαλύτερος δραπέτης
παραδίνεται στη θρυλική φιλοξενία
Της απέραντης σιωπής που αρχίζει όταν ο ψίθυρος παύει
τις τελευταίες αντιρρήσεις`
Εκεί στην άκρη της θάλασσας κοιτάζοντας των γνώριµων
µατιών τις απαιτήσεις
Μια µέρα είθε να σκουπίσει κάθε ψεγάδι της άµµου από την
αφιερωµένη ποίηση.

32
Ενάντια στη νεκρή φύση
Αυτοί που πιστεύουνε πως απ’ το τίποτε µπορεί να
ξεπηδήσει η ζωή
Ας σηκώσουνε το βλέµµα τους εκεί που ο άνεµος ιππεύει µε
τόσες αντιρρήσεις
Μεταφέροντας τις κρήνες και τα πέταλα της επερχόµενης
ανοιξιάτικης πανδαισίας
Ας σκεφτούνε το νερό που βγαίνει από της χάρης τ’
ανάβρυσµα
∆ίνοντας το κέλευσµα εκεί που αποκοιµούνται οι
ασηµογκρίζες καλαµιές
Κι αν στον πάγο εγκλωβίστηκαν οι πιο θερµές µας
καταστάσεις
Φταίνε οι άµουσοι που κράτησαν τη µουσική µες το κλουβί
Μα τα πουλιά και πάλι θα επιστρέψουν- εκτός αν
εξοντώθηκαν
Οπότε θα ’χουν µείνει οι ακαθόριστες φτερούγες της ψυχής
Κι αίφνης αρχίζει ο άνεµος να πνέει µες από τα δάση των
ονείρων
Που γρήγορα θα λυτρωθούν από την αγωνία της
αιωνιότητας στις φλόγες του πρωινού
Αχ οι δόλιες οι καρδιές τι γρήγορα καίνε το οξυγόνο που
αναπνέουνε
Οι αφελείς οι ερωτήσεις πού θα έφτανε το πάθος δίχως τα
γιατί

33
Μ’ από του χρόνου τα υλικά πολυτιµότερη είναι η στάχτη
που µένει απόθεµα
Κι από του κόσµου τα µέρη είναι εκείνο που ποτίζεται µ’
απόσταγµα από γιασεµί
Αν κάποιοι λοιπόν επιµένουν πως η ζωή γεννιέται από το
τίποτε
Ας σηκώσουν το ποτήρι της πρόποσης µ’ όσο νέκταρ της
αγάπης περισσεύει
Κτίζοντας στα κενά του κόσµου τα θεµέλια της αυριανής
αυτοθυσίας
Στα ύψη και στα βάθη της κατανόησης που βρίθουν τα
κουδούνια του κινδύνου.

34
Αναφορά σε µία χαµένη υπόθεση
Το µαύρο κάτω από το πλατύ κι αυθόρµητο γέλιο του ήλιου
Παρέα µε τη ρέµβη στη µακρινή και ακατάπαυτη πηγή του
αστεριού
Η µέρα και η νύχτα στο φως και στο σκοτάδι µάτια
ανυποψίαστα
Μ’ ένα συναίσθηµα τρεχούµενο τι όµορφα που ακούγεσαι
ποταµάκι του καηµού
Με τη ζεστή γλυκότροπη γουλιά της µέντας χείλια
απαρηγόρητα
Η αγάπη και το πάθος στα ύψη και στο βάθος η εµπειρία
του χαµού
Βγήκε η ζάλη στα βουνά και στο πέλαγος που η λαχτάρα
δοκιµάζεται
Τι γρήγορα ξεχάστηκες στην παραλία όπου λιάζονται οι
έγνοιες
Τροφοδοτούµενες µε την ελπίδα στο κυνήγι του χαµένου
κοχυλιού
Εκεί στο αυτήκοο αντηχείο που περιέχονται οι µαρτυρίες
των ναυαγίων και των αίσιων καταλήξεων
Καθώς και οι φηµολογούµενες αναγγελίες όλων των κατά
φαντασία δροµολογίων
Εκεί που αρχίζει η θάλασσα πέρα από τη θάλασσα και
δραπετεύει η γεωγραφία

35
Εκεί που η νέα θεωρία ανοίγει το παράθυρο στους ξένους
ουρανούς
Όταν κατεβαίνεις µε τα πουλιά του άγνωστου γαλάζιου
σκέψη επόµενη
Ευλογηµένη µε την οµορφιά που αφήνει άφωνη κάθε
προσπάθεια ορισµού
Εξοπλισµένη µε τις βλεφαρίδες µιας κρυφής κι
ακροτελεύτιας κατανόησης
Απλοκαµιάζοντας εκεί που χάνεται το έδαφος κι οι ώρες
αυτοµόλησαν
Επαναπροσδιορίζοντας τα ορόσηµα στο µεγάλο ταξίδι του
ανέφικτου
Μια µέρα θα σηκωθώ απ’ το πρωί χωρίς ανατολή και δύση
φως ή σκοτάδι αρχή και τέλος.

36
Η επισκόπηση της τελευταίας ιστορίας
Η συνέχεια της ζωής µε τα όπλα και τα θέλγητρα να
εκπληρώσουν το σκοπό σου
Όταν βυθίζεται το σούρουπο στις ίδιες πληγές που
προκάλεσαν τα νύχια και τα δόντια σου
Και τα χέρια τυλίχθηκαν στη µενεξεδιά µας κουρτίνα που θ’
ανοίξει το βράδυ
Ένα µαύρο ζωηρό γεµάτο νόηµα και περιεχόµενο από τότε
κι ο χαµός σου
Έστω λίγο δηλητήριο από τα χείλια που µ’ αθώωσαν τη
νύχτα της λύτρωσης
Ακόµη κι ο θάνατος όταν καλύπτει την αράχνη η σιωπή και
παίζει ο άνεµος το κέρας της λήθης
Η συνέχεια της ζωής που ακολουθεί τα σκαλοπάτια και στα
διάκενα τρέχει ο δρόµος
Ίσως για πάντα να είχα επιστρέψει κι αν το επέτρεπε στα
βήµατα η ακολουθία
Στην καµένη ατµόσφαιρα που ακόµη αποπνέει του έρωτα
την προδοσία
Εκεί που τριγυρίζει η εκδίκηση µε τα ροκάνια του κροταλία
Αν διάβαζα προσεχτικότερα της πρώτης νεότητας τ’
αµφιλεγόµενα σύµβολα
Αν ξαναδοκίµαζα το πιοτό του ιλίγγου στα όρη του
κίνδυνου
Ίσως να έµπαινα βαθύτερα στα σπήλαια της πρώτης ηλικίας

37
Βγάζοντας όλες τις τάξεις απ’ το σχολείο του πόνου και του
φόβου που µας δίδαξαν
Οι τακτικές της τιµωρίας κι επιβράβευσης µε τις οποίες η
ιστορία της ζωής συνεχίζεται
Όταν στέκει στις µύτες η πρόκληση που ανεβάζει τον πήχη
του επόµενου εµποδίου
Και τα στήθη σου υπέροχα ενώ κάποιος µαντεύει τις µατιές
του µυστηρίου
Στο µικρό δωµάτιο που η υποµονή περιφέρεται µε το κερί
που σιγολιώνει
Κάποιος για σένα και ίσως να βρει ένα λάθος που δε
µετανιώνει.

38
Ο κρυφός κωδικός του ονείρου
Επειδή δε χρειάστηκε να ψάξουµε την ευτυχία στην ευτυχία
Μπορεί να φτάσουµε τα κύµατα σαν κύµατα µε τις
καλλίτερες ευχές
Μαζί µ’ εσένα που ενσάρκωσες του πάθους την ακριβότερη
αξίωση
Για να είσαι ανεπίληπτη από το ψηλάφισµα της µακρύτερης
αφής
Η προσφορά σου ήταν γενναιότερη από της εποχής τη
ζήτηση
Μα συνεχίζεις µεγαλόκαρδη να πίνεις από το ποτήρι της
µικροψυχίας µας
Κι αφήνεις το κορµί καλοτάξιδο στον ειρηνικό της
µελαγχολίας µας
Αµβλύνοντας τις εντυπώσεις εκεί που ναυαγεί ο
καθηµερινός µας βίος
Αντλώντας την απόλαυση από το βάθος της αιώνιας
εχεµύθειας
Από της νυχτερινής σου εντρυφήσεως τ’ αναδιπλόµενα
πέταλα
Μια µέρα που ξηµέρωσε αόρατη στο ίδιο της το φως
Ο κόσµος των θαυµάτων είναι στον καθρέπτη της
οµορφότερης επιθυµίας σου
Τώρα που είναι διάχυτη η θυσία µ’ όλες τις ανθοφόρες
εκδοχές

39
Η απέραντη απουσία σου µαζεύοντας ο ουρανός τα
σύννεφα
Ό, τι νοµίζαµε πως ήσουν µαρτυρά η άγνοια κι αυτό που
ήσουνα στη φαντασία µας πετά.

40
Underailed
Περιµένοντας την άφιξη του µυστήριου τρένου
Πιο πάνω από τα σύννεφα που βρίσκεται ο σταθµός
Και ο καπνός που ξεφυσάν µ’ αδηµονία τα τσιγάρα
Το τρένο που επιβαίνει ο ξανθότερος καηµός
Και συνοδεύεται από τον πιο µελαχρινό ίµερο
Αν παραµένουν καθαρές οι σκέψεις που παράγει ο συρµός
Και φυλάγονται στην τσέπη του σταθµάρχη τ’ αγαθά όνειρα
Πιο φωτεινά από τα φανάρια που λικνίζει ο ειρµός
Πιο φευγαλέα όταν το έδαφος τρέµει κάτω από τα πόδια
Μη λέγεται παρόρµηση του έρωτα της µηχανής ο
κραδασµός
Στις σήραγγες όπου διαπράττονται τα πολυδαίδαλα
εγκλήµατα
Από το παράθυρο που τρέχουν τα τοπία σαν νερό
Κρατώντας από το χέρι την πιο ωραία της στιγµής
συνοδοιπόρισσα
Κι ο θερµαστής που αναµοχλεύει τη φωτιά στα έντερα
Είναι αθώα στην καρδιά τα περασµένα δροµολόγια
Αν είναι η διαδροµή ευχάριστη δεν έχει σηµασία ο
προορισµός
Αφού και στον επόµενο σταθµό θα γράφει η ταµπέλα αύριο
Και η γνωστή ερώτηση ποιος ο επόµενος σταθµός
Ενώ το τρένο προχωράει όσο η κουβέντα συνεχίζεται
Από βαγόνι σε βαγόνι µε νέες γνωριµίες ένας νεαρός

41
Παρέα µε τα πουλιά που συντροφεύουνε τις θεωρίες
Το σούρουπο που αρχίζει η πορεία των χαµένων ηµερών
Καθώς το βλέµµα ακολουθεί την πτήση µιας
φαντασιόκοπης γητεύτρας
Που χειρίζεται τα όργανα πλοήγησης των οδηγών
Επαναπροσδιορίζοντας στα δίκτυα νέες συντεταγµένες
Ας ανοίξει κάποιος την πόρτα να βαδίσει στο διάδροµο
χωρίς έδαφος
Η απέραντη έρηµος του βλέµµατος και µια ταµπέλα που
γυρνά
Στην άκρη του σταθµού που ο κόσµος στέκεται µετέωρος
Περιµένοντας το τρένο το επόµενο κι η ώρα που χτυπάει
και περνά.

42
Vol plané
(Για τα επόµενα τριάντα χρόνια)
Ο κόσµος των τρελών που διασκεδάζουν την πεζή
πραγµατικότητα
Όταν χάνονται τα πρόσωπα µένει ένας άνθρωπος µε
άγνωστη ταυτότητα
∆ιακριτικά τριγύρω µας σκορπίζουν τα βήµατα των
άγνωστων ηρώων
Κι από τα παρτέρια µας περνάν οι µέλισσες ανθίζοντας η
καθηµερινότητα
Αφηρηµένες τρέχουν οι σκέψεις στις λεωφόρους των
αφηµένων µας κορµιών
Αθωωµένα είναι τα πάθη µας από το πέρασµα των
ξαφνικών βροχών
Καθώς αρχίζει το αεράκι που σκουπίζει τα πνευµόνια µε
συγχώρεση
Και φουσκώνουν πάλι τα πανιά στην ανεκπλήρωτη
υπόσχεση
Με τις ελπίδες των επιβάτων που κείνται στα γαλάζια
καταστρώµατα
Όλες οι κρυφές επιθυµίες µας ξυπνάνε µε τ’ αυθόρµητα
καµώµατα
Μια γυναίκα στην οµίχλη που γνέφει στο ξάστερο καλοκαίρι
Ένα πλοίο που σαλπάρει συνοδεύοντας των όνειρων τ’
ασκέρι

43
Στον τόπο που βρίθουν οι σκέψεις ελεύθερες επωάζοντας
τα είδη τους
Αν είναι µακρινό το σκοινί της αγάπης σκληρή η µοίρα µας
στον έρωτα
Κανείς δεν πρέπει να φοβάται στα κύµατα κι όταν βρίσκεται
να παίζει µε τα τέρατα.

44
Ξυπνώντας όνειρα
Το ξηµέρωµα στον κόσµο που δεν αφήνει την παραµικρή
ικανοποίηση
Πιο αξιοµνηµόνευτο παρά η απέραντη πικρία του πρωινού
Κι αξιοπρόσεχτο από τα σπουργίτια που µαζεύουνε τα
ψίχουλα
Ο ταχυδρόµος κρέµεται στην πλάτη του γερασµένου
λελεκιού
Όµως κανένα νέο από τη χώρα που οι ανεκπλήρωτες ευχές
αποτίθενται
Σε πια κρεβάτια να κοιµηθούν οι κόρες του πελαγίσιου
οδυρµού
Πλαγιάζοντας µε τον ερωτισµό του φλοίσβου στα σπαταλά
του κύµατα
Αγναντεύοντας τη βαθυστόχαστη µελαγχολία ένα κορίτσι
µαγικό του δειλινού
Κι όταν έρχεται το βράδυ όλα τα στόµατα του κόσµου
ανοιγοκλείνουνε
Για να χορτάσουν τις αµέτρητες σταγόνες ενός άπειρου
ουρανού
Πέφτοντας στων άγνωστων διαστάσεων τα επάλληλα
σκεπάσµατα
Μαζεύοντας τα όστρακα από τα βαθιά του απύθµενου
κοιτάσµατα
Ίσως χαρούµε κάποτε τα εγκαίνια του νέου ουρανού

45
Τι να υπάρχει πίσω από την κουρτίνα των κλειστών µας
αναµνήσεων
Θυµάµαι ήταν η µέρα του µεγάλου γιορτινού.

46
Προσοχή στο κενό
Οι άγνωστες πλευρές των νυχτερινών σου επισκέψεων
Όταν χάνεται το φως από τα µάτια που κοιτάνε στις σκιές
Ανάµεσα στα δέντρα όπου παίζουνε κρυφτό γυµνές οι
επιθυµίες
Παραδοµένες στο κυνήγι του κινδύνου που φυλάει στις
φυλλωσιές
Η απερισκεψία της συνεύρεσης είναι αµαρτία που ανύποπτη
µένει ατιµώρητη
Καθώς σε ποθούνε του κόσµου τα στόµατα που πίνουν στην
υγειά σου πυρκαγιές
Η συνήθεια ξαναβάζει τα χέρια στην πρίζα της έκπληξης
Κι από την έκρηξη του ρεύµατος ανάλαφρες τινάζονται οι
καρδιές
Σε πια πόλη της ουτοπίας να κατοικείς που προσφέρει τα
φώτα της έµπνευσης
Γιατί δεν πρόφτασα να µάθω τ’ όνοµά σου µες στο θόρυβο
του συρφετού
Ούτε πρόκειται να πιάσω το φιδίσιο σου κορµί που
ανηφορίζει το κορµό της απουσίας σου
Ο στρόφαλος που τριγυρίζει το µυαλό καθώς χτυπάει τον
ύφαλο της υποψίας σου
Και η σταγόνα που τονίζει τη συνέχεια της αιώνιας σιωπής
Εάν εξαιρέσεις από τον κόσµο όλα τα πράγµατα και
πρόσωπα

47
Υπάρχει µια µικρή περιοχή µες το τίποτε που αφορίζει η
ταυτόσηµη σχέση.

48
Απαγορευµένο βήµα
Εκεί που τελειώνει το γνώριµο πέλαγος κι αρχίζει το
άγνωστο έρεβος
Εκεί που κάποτε αποκάνουµε στην άκρη της ακτής
Ένα ακρωτήρι µπαίνει στα κύµατα προεκτείνοντας τη γη
της απόµερης σκέψης
Μια γυναίκα σε µία από τις πολλές ενσαρκώσεις της
ανεκπλήρωτης ευχής
Μια ελπίδα ανεβαίνει το σούρουπο σε κάποιο λευκό
µονοπάτι αν αντέξεις
Το περπάτηµα που σβήνει από την προσπάθεια κάθε σκαλί
της λογικής
Στο τέρµα υπάρχει ένα µικρό µοναστήρι που στέκει στα
βράχια µετέωρο
Από την πόρτα του αχνοφέγγει το καντήλι της ανήµερης
ψυχής
Και µες στην παγερή αστροφεγγιά τα κρύσταλλα κόβουν το
υπέροχο δάκρυ
Εκεί που ξαπλώσαµε το δειλινό ξέρω το χάδι της ήρεµης
απαλλαγής
Όταν χάνεται ο χρόνος στην αµµουδιά της πλατιάς
λησµονιάς θαρρώ πως βραδιάζει
Από το γιαλό που το καράβι δε θα έρθει είναι γραφτό να
πληγωθείς

49
Γιατί ήµαστε όλοι µαζί στης ζωής το λιµάνι και τα νέα µάς
φέρνουνε πρώτοι οι γλάροι
Ενώ τα όνειρα δεν πρόκειται να έρθουν προτού να πέσεις
για να κοιµηθείς
Κι άµα νοµίζεις πως κάποτε πρόφτασες µια στιγµή και
άνοιξες το µάτι
Είναι η οµίχλη του πρωινού καθώς χαράζει κι όσο
προσπαθείς να θυµηθείς
Αυτά που γνωρίζουµε πως δε γνωρίζουµε είναι απολύτως
κατανοητά
Μα ό, τι πράγµατι δεν ξέρουµε είναι στο στόµα που δεν
προδίνει µυστικά
Υπάρχει µπροστά στου µυαλού τον ορίζοντα ένα
ανυπέρβλητο χάος
Κι έξω ο επόµενος κόσµος προσµένει όταν ξανά θα
γεννηθείς.

50
Η στιχοµυθία του αόρατου ποιήµατος
Το σιγανό ποτάµι του µυαλού που κυλάνε τα ρητορικά µας
ερωτήµατα
Μέχρι την άκρη του γιαλού που µπλέκονται τα ρήµατα του
λόγου µε τα κύµατα
Όπου αφήνεται η διάθεση µες στον αφρό των ονείρων
παιδιών της
Ενώ πετά η φαντασία µε τα άγνωστα οχήµατα των νοερών
κατασκευών της
Μην είναι τότε που έρχεσαι από τη χαµένη ήπειρο των πιο
βαθιών επιθυµιών µας
Μ’ ένα παράξενο καράβι που αρµενίζει στο απέραντο
γαλάζιο των συλλογισµών µας
Λικνίζοντας µη αναγνωρίσιµα σήµατα στον ορίζοντα των
στοχασµών
Στολισµένη µε τα αυθόρµητα σκιρτήµατα κάποιων
ανύποπτων φτερών
Όταν η έµπνευση µε το απαλό της αεράκι ξεφυλλίζει τα
φευγαλέα µας ποιήµατα
Και προσπαθώ να θυµηθώ τα λόγια µιας ατέλειωτης
οµοιοκαταληξίας
Ακολουθώντας τον ακατάπαυτο ρυθµό µιας µαγικής
ακολουθίας
Συλλέγοντας στην άκρη του γιαλού τα βότσαλα της
φιλοσοφίας

51
Κάτω από το ατλάζι της βραδινής µας µοναξιάς
Ατενίζοντας τους αστερισµούς ηρώων που έφτασαν µέχρι τη
χώρα των ψυχών
Μα κάποτε ξαναγυρίζουν στις ατµίζουσες κοιλάδες των
καηµών
Για να αφηγηθούν από τα µέρη πάνω των νεφών τις
ιστορίες
Τις αστείρευτες περιπέτειες της απόλαυσης από τα πάθη τα
πολλά
Μην είσαι εκεί που πέφτει ο χείµαρρος από των αγγέλων τα
µαλλιά
Χτενίζοντας τις άγονες εκτάσεις των αµήχανών µας
αντιδράσεων
Κολυµπώντας στο ηλιοβασίλεµα των ροµαντικών µας
διαστάσεων
Ενώ φεύγει στα απέναντι βουνά το καραβάνι των
βαρύτερων σκέψεων
Κι έρχεσαι διακριτική τη νύχτα µε την κουβέρτα των
απαλότερων προθέσεων
Όταν αρχίζει µυστική η διακίνηση της κοσµικής
αλληλογραφίας
Και τα γράµµατα της αγάπης που δε στέλνονται ποτέ.

52
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Το χαµένο σχήµα του λόγου 5
Η καρδιά στη σκέψη του κόσµου 8
Τ’ όνειρο µέσα στ’ όνειρο 11
Μορφή της εικασίας 13
Η εξιδανίκευση µιας ιστορίας πόνου 15
Το αναπάντεχο φορτίο της αφέλειας 17
Κατά τη διάρκεια γραφής ενός ποιήµατος 19
Η εξίσωση του έρωτα 21
Γιατί ο κόσµος δεν κοιµάται 23
Οι πιο στενοί µας οι δεσµοί 24
Η απόλυτη αρχή της αµφιβολίας 26
Αγάπη διπλή 28
Όλες οι µεγάλες προσδοκίες 31
Ενάντια στη νεκρή φύση 33
Αναφορά σε µία χαµένη υπόθεση 35
Η επισκόπηση της τελευταίας ιστορίας 37
Ο κρυφός κωδικός του ονείρου 39
Underailed 41
Vol plané 43
Ξυπνώντας όνειρα 45
Προσοχή στο κενό 47
Απαγορευµένο βήµα 49
Η στιχοµυθία του αόρατου ποιήµατος 51

You might also like