Professional Documents
Culture Documents
) στα γαλλικά
[Constantin Cavafis, Poèmes, Préface, traduction et notes de Dominique Grandmont,
NRF, Gallimard, Παρίσι, 1999].
Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
2
Καβάφης/Grandmont
Κατά τον Eugenio Coseriu, για την επίτευξη της σωστής μεταφράσεως ένας
όρος εκ των ουκ άνευ είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η αναπαραγωγή του
«ιδιωματικού» [idiomαtico] περιεχομένου του πρωτοτύπου ούτε εφικτή καθίσταται
ούτε ευκτέα· το περιεχόμενο του μεταφράσματος πραγματώνεται αποκλειστικά και
μόνον σε «δι-ιδιωματικό» [interidiomαtico] ή και «υπερ-ιδιωματικό»
[supraidiomαtico] επίπεδο [«Lo acertado y lo errσneo en la teorνa de la traducciσn»,
στον τόμο El hombre y su lenguaje, Μαδρίτη, 1977]. Με τον έναν ή τον άλλον
τρόπο, ο καλός μεταφραστής πρέπει λοιπόν να στοχεύει στον «απ-ιδιωματισμό» του
κειμένου-αφετηρίας. Νομίζω ότι ο ρυθμιστικός αυτός κανόνας, με αξιώσεις (ούτως
ειπείν) οικουμενικές, ισχύει a fortiori για την περίπτωση των μεταφράσεων προς τα
γαλλικά. Διότι, εάν οι παρατηρήσεις που διετύπωσα στην προηγουμένη παράγραφο
αληθεύουν, τότε κατ’ ανάγκην ο όποιος ιδιωματικός χρωματισμός στην γλώσσα-
στόχο αποβαίνει εις βάρος της ακρίβειας. Επιπλέον, είναι γνωστόν ότι οι τοπικές
διάλεκτοι της γαλλικής έχουν σχεδόν εκλείψει· ιδιωματικά ενεργοί παραμένουν μόνον
οι διάφορες «κοινωνιόλεκτοι», και κυρίως η άτυπη προφορική γλώσσα και η αργκώ.
Κατά συνέπεια, «ιδιωματισμός» ισοδυναμεί εδώ με «εκχυδαϊσμό» ή, στην καλύτερη
των περιπτώσεων, με υποβιβασμό του υφολογικού επιπέδου.
Για μια χειροπιαστή απόδειξη της αρχής αυτής, θα εξετάσω το modus ope-
randi του Dominique Grandmont στην μετάφραση του καβαφικού ποιήματος
«Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης». Η προσέγγισή μου περιλαμβάνει, βεβαίως, την
αντιπαραβολή της προς το πρωτότυπο (για τα κείμενα πρβ. στο τέλος του άρθρου)· εν
είδει όμως fundamentum ή tertium comparationis έχω επίσης κατά νουν μια δεύτερη,
δυνητική απόδοση, που πραγματώνεται στην σφαίρα του ιδεατού.
Έτσι, «οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό» αποδίδεται ως κtre ainsi la cible
des Alexandrins (αντί για -ας πούμε- les Alexandrins se seraient payιs sa tκte). Στην
απόδοση του Grandmont «Ένας τυχαίος […] άνθρωπος», αποβαίνει Un homme
quelconque· ενώ δεν είναι αδύνατο να αναζητηθεί και να βρεθεί μια έκφραση
ιδιωματικά πιο συγγενική, όπως λ.χ. un […] pauvre diable. Μεταξύ του ελληνικού
«καλούτσικην εντύπωσι» και της αδοδόσεώς του ως cette relativement bonne
impression, θα έλεγε κανείς ότι η ιδιωματική ψαλίδα κλείνει υπερβολικά· μια
εναλλακτική εν προκειμένω πρόταση, σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο γλώσσας αρκούντως
πειστικό, θα μπορούσε ίσως να είναι, για παράδειγμα, la figure assez bonne qu’il
avait faite… Και ούτω καθεξής (τα πλάγια δηλώνουν ιδιωματικές φράσεις).
* * *
Με άποψη, κατά πρώτο λόγο, για την δική του δουλειά: […] traduire -γράφει-
n’est pas passer d’une langue à une autre, c’est écrire dans sa langue à l’écoute
d’une autre [«Note sur la traduction»]. Ο ορισμός αυτός της «μεταφράζουσας
πρακτικής», ένας από τους ωραιότερους που έτυχε να γνωρίσω, είναι επίσης και από
τους πιο ορθούς. Η κομψοτάτη διατύπωση του Grandmont αναζητά και βρίσκει την
«χρυσή τομή» ανάμεσα στους όρους της περίφημης διχοτομίας «πηγολάτρες» έναντι
«στοχολατρών» [sourciers vs ciblistes]. Πιο «γενναιόδωρος» από τον J.-R. Ladmiral,
για τον οποίον οι πρώτοι, ακόμη κι όταν έχουν δίκιο, είναι για λόγους που
επιβεβαιώνουν τους δεύτερους, ο μεταφραστής του Καβάφη αποδίδει δικαιοσύνη και
στους μεν και στους δε. Βεβαίως η «στοχολατρική» προοπτική προέχει (traduire […]
c’est ιcrire dans sa langue), αφού ένα άρτιο μετάφρασμα πρέπει δικαιωματικά να
ανήκει στην γλώσσα υποδοχής. Ωστόσο, οι μεταφραστικές διεργασίες πρέπει
-δικαιωματικά και πάλι- να δοκιμάζουν τις αντοχές της ιδίας γλώσσας ΰ l’ιcoute
d’une autre, δηλαδή αντιμέτωπης με περιεχόμενα -όχι ιδιωματικά, ναι πολιτισμικά-
αλλότρια (μια διαδικασία την οποίαν ο Α. Berman είχε κάποτε κατονομάσει ως
ιpreuve de l’ιtranger).
Στο κομμάτι «Μέρες του 1908» λ.χ., το καίριο σημείο από πλευράς ποιητικής
τόλμης, αλλά και το δυσχερέστερο ως προς την απόδοσή του, είναι εκείνο «το είδωμά
σας», όπου το κτητικό υπονοεί την προσωποποίηση του κατ’εξοχήν άυλου και
άπιαστου χρόνου (και δη του παρελθοντικού): «Α μέρες του καλοκαιριού του
εννιακόσια οκτώ,/ απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,/ έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη
φορεσιά.// Το είδωμά σας τον εφύλαξε/ όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του/
τ’ ανάξια ρούχα […]» κλπ. Η ρητή προσφώνηση των ημερών είναι μια δοκιμασία
στην οποίαν μετά βίας αντέχουν ακόμη και τα ελληνικά του Καβάφη. Έχω δε την
αίσθηση ότι γι’ αυτό ακριβώς ο ποιητής προσφεύγει στο σπάνιο και ιδιωματικό
ονοματικό παράγωγο είδωμα (εκ του είδον), που τραβά επάνω του την προσοχή του
αναγνώστη, εξουδετερώνοντας έτσι, εν μέρει, την παράξενη χροιά του δευτέρου
προσώπου.
περιπέτεια, αλλά, κατ’ αναλογίαν -που θα πει ΰ l’ιcoute !- του πρωτοτύπου, εισάγει
επίσης ένα «δόλωμα» για τον αναγνώστη, υπό μορφήν του δεικτικού επιθέτου: Ah,
ces jours de l’ιtι dix-neuf cent huit - το οποίο, αφού είναι τρίτου προσώπου, αποκλείει
διακριτικά την όποια παρακινδυνευμένη προσωποποίηση αφηρημένης έννοιας. Εν
συνεχεία όμως εμφανίζεται κι εδώ το κτητικό δευτέρου προσώπου: oω avec ιlιgance,
s’est effacι de votre vue/ le costume fanι couleur canelle κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, τίθεται
το ερώτημα: πού, αλήθεια, ανήκει αυτό το votre ;
Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
5
Καβάφης/Grandmont
[Grandmont]
Βίκτωρ Ιβάνοβιτς