You are on page 1of 20

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ρητός: Είναι κάθε αριθµός α, για τον οποίο υπάρχουν p ∈ Ù και


p
q ∈ Ù* : α = .
q
Σύµφωνα µε τον παραπάνω ορισµό:
 − 7
• Όλοι οι ακέραιοι είναι ρητοί  π.χ. − 7 = 
 1 

 2753 
• Όλοι οι δεκαδικοί τερµατιζόµενοι είναι ρητοί  π.χ. 2,753 = 
 1000 
• Όλοι οι δεκαδικοί περιοδικοί είναι ρητοί.
Για παράδειγµα, αν έχω τον αριθµό
α = 5,23741741741741741…
Τότε 100.000α = 523741,741741741741…
100α = 523,741741741741…

Με αφαίρεση κατά µέλη θα έχω:


100.000α − 100α = 523741,741741… − 523,741741…
ή 99.900α = 523118,00000…

523118
ή a=
99.900

Υπό ευρείαν έννοια, µπορούµε να δεχθούµε, ότι και οι ακέραιοι και οι


δεκαδικοί τερµατιζόµενοι είναι περιοδικοί µε περίοδο το 0 ή και το 9
π.χ. 5 = 5,0000000…
2,47 = 2,470000000…
5 = 4,9999999…
2,47 = 2,46999999… .
Έτσι µπορούµε να ισχυρισθούµε ότι:
“Ρητοί είναι οι (υπό ευρείαν έννοια) δεκαδικοί περιοδικοί και µόνον αυτοί”.

Χαρακτηριστή για την αντίληψή µας περί του πλήθους των δεκαδικών
2

τερµατιζόµενων σε σχέση µε τους ρητούς µή τερµατιζόµενους περιοδικούς,


είναι η παρακάτω παρατήρηση:

p
• Ένα ανάγωγο κλάσµα , παριστάνει δεκαδικό τερµατιζόµενο, αν και µόνο
q

αν q = 2 µ ⋅ 5ν µε µ ∈ Í , ν ∈ Í .

Σύµφωνα µε την παραπάνω παρατήρηση, µπορούµε να ισχυρισθούµε, ότι


“σχεδόν όλοι οι ρητοί, είναι περιοδικοί, ακόµα και υπό την στενή έννοια”.

Παραδείγµατα:
1
• = 0,142857 142857 …
7
3 3 3 ⋅ 52 75 75 75
• = 2= 2 2= = 2= = 0,75
4 2 2 ⋅5 (2 ⋅ 5) 10 100
2

7 7 ⋅ 2 14
• = = = 1,4
5 5 ⋅ 2 10
11 11 11 ⋅ 5 55 55
• = 2 = 2 2= = = 0,55 .
20 2 ⋅ 5 2 ⋅ 5 (2 ⋅ 5) 100
2

Ουσιαστικά δηλαδή, δεκαδικούς τερµατιζόµενους παριστάνουν µόνο τα


κλάσµατα που µπορούν να µετατραπούν σε ισοδύναµα µε παρονοµαστή
δύναµη του 10.

Άρρητος: Είναι κάθε αριθµός α που δεν είναι ρητός.

Ύπαρξη αρρήτου: Ιστορικά η πρώτη ανακάλυψη αρρήτου αφορά τον 2 , κάτι


που έγινε από τους Πυθαγόρειους. Η απόδειξη της αρρητότητας του 2,
επέφερε κλονισµό και κατάρρευση σε όλη τη φιλοσοφική θεώρηση και
κοσµοαντίληψη των Πυθαγορείων, αφού πίστευαν ότι τα πάντα στη φύση
περιγράφονται από ακέραιες αναλογίες.

Πρόταση 1. Ο 2 είναι άρρητος.


3

Απόδειξη: Έστω ότι ο 2 είναι ρητός. Τότε υπάρχουν p ∈ Ù και q ∈ Ù* έτσι


p
ώστε 2= . Μάλιστα, µπορώ να υποθέσω ότι ( p, q ) = 1 , διότι κάθε κλάσµα
q
δύναµαι να το απλοποιώ, καθιστώντας το ανάγωγο.
p
Έτσι: 2= ⇒
q
2
 p
( 2 ) =   ⇒
2

q
2q 2 = p 2 ⇒ (1)

ο p 2 είναι άρτιος ⇒ (διότι κάθε περιττός δίνει περιττό τετράγωνο)


p = 2 λ, λ ∈ Í ⇒

p 2 = 4λ2 ⇒ (1)

2/ q 2 = 2 4/ λ2 ⇒

q 2 = 2λ2 ⇒

q 2 άρτιος ⇒
q άρτιος, όπερ άτοπον, αφού καταλήξαµε στο συµπέρασµα ότι
p άρτιος και q άρτιος υποθέτοντας ότι τα p, q είναι πρώτοι µεταξύ τους.
Εποµένως ο 2 είναι άρρητος.

Αλγεβρικός: Είναι κάθε αριθµός α, ο οποίος δύναται να είναι ρίζα ενός


πολυωνύµου µε ακεραίους συντελεστές.

Ανάγωγο Πολυώνυµο: Ένα πολυώνυµο f (x) µε ακέραιους συντελεστές θα


λέγεται ανάγωγο, όταν για κάθε ανάλυση της µορφής f ( x) = f1 ( x) ⋅ f 2 ( x) όπου
τα f1 ( x) , f 2 ( x) είναι επίσης πολυώνυµα µε ακεραίους συντελεστές, να έπεται
ότι f1 ( x) = σταθερό πολυώνυµο ή f 2 ( x) = σταθερό πολυώνυµο.
Με άλλα λόγια, ένα πολυώνυµο f (x) µε ακεραίους συντελεστές θα λέγεται
ανάγωγο όταν δεν µπορεί να αναλυθεί σε γινόµενο πολυωνύµων
µικροτέρου βαθµού (βαθµού >0) που να έχουν επίσης ακεραίους
4

συντελεστές.

Πρόταση: Αν f (x) ανάγωγο πολυώνυµο βαθµού n και µε f (α ) = 0 . Τότε το


f (x) είναι το ελαχιστοβάθµιο πολυώνυµο µε ακεραίους συντελεστές που
υπάρχει και έχει ως ρίζα τον α. (Η απόδειξη επαφίεται στον αναγνώστη).

Παραδείγµατα:
• Ο 3 / 4 είναι αλγεβρικός, διότι είναι ρίζα του πολυωνύµου p ( x) = 4 x − 3

• Ο 2 είναι αλγεβρικός, διότι είναι ρίζα του πολυωνύµου q( x) = x 2 − 2

• Ο 2 + 3 είναι αλγεβρικός, διότι είναι ρίζα του φ( x) = x 4 − 4 x 2 + 1

• Ο αριθµός 3
2 είναι αλγεβρικός, διότι είναι ρίζα του f ( x) = x 3 − 2 .

Βαθµός ενός αλγεβρικού αριθµού ξ: Κάθε αλγεβρικός αριθµός ξ, χαρακτη-


ρίζεται απ’τον βαθµό του και αυτός είναι ο βαθµός του ελαχιστοβαθµίου
πολυωνύµου µε ακεραίους συντελεστές του οποίου ο ξ είναι ρίζα.

Έτσι:
p
• Κάθε ρητός αριθµός είναι αλγεβρικός βαθµού 1, αφού αν ξ = , τότε είναι
q

ρίζα του Q ( x) = q ⋅ x − p ( p ∈ Ù, q ∈ Ù * )

• Ο 2 είναι αλγεβρικός βαθµού 2, αφού είναι ρίζα του p ( x) = x 2 − 2 , ενώ


δεν δύναται να είναι ρίζα πρωτοβαθµίου πολυωνύµου, διότι τότε αν ήταν, θα
είχαµε
q
p⋅ 2 + q = 0⇒ 2 = − και ο 2 ρητός, όπερ άτοπο.
p
• Κάθε άρρητος αλγεβρικός, είναι βαθµού µεγαλύτερου της µονάδος.

Υπερβατικός: Είναι κάθε αριθµός ξ ο οποίος δεν είναι αλγεβρικός.

Ύπαρξη υπερβατικού: Ιστορικά, τον πρώτο υπερβατικό αριθµό τον


κατασκεύασε το 1844 ο Liouville και είναι ο
5

+∞
limxk+1e−x −0k+1e−0 + ∫ xk+1e−x =(k +1)!⇒ (i) .
+∞ 0

Για την απόδειξη της υπερβατικότητας του παραπάνω αριθµού χρειάζεται


πρώτα η απόδειξη της παρακάτω πρότασης:

Πρόταση 2 (Liouville): Αν ο ξ είναι αλγεβρικός βαθµού v > 1 , τότε υπάρχει


p p 1
ακέραιος Μ, τέτοιος ώστε, για κάθε ρητό αριθµό , να ισχύει ξ − > .
q q Mq v
Απόδειξη: Αφού ξ αλγεβρικός βαθµού ν, υπάρχει πολυώνυµο
f ( x) = α v x v + α v −1 x v −1 + ... + a1 x + α 0 µε βαθµό ν, και f (ξ ) = 0 .

Ισχυρισµός: Η εξίσωση f ( x) = 0 δεν έχει ρητές ρίζες.


α α
Πράγµατι. αν το f (x) είχε ως ρίζα το ρητό διαιρείται µε το x − και τότε
β β

 α
f ( x) =  x −  ⋅ Q ( x) , ∀ x ∈ Ñ
 β
και
 α  α
f (ξ ) =  ξ −  ⋅ Q(ξ ) ⇒  ξ −  ⋅ Q(ξ ) = 0 ,
 β  β

α α
και ξ − ≠ 0 αφού ξ άρρητος και ρητός.
β β
Άρα Q (ξ ) = 0 , δηλ. ο ξ είναι ρίζα πολυωνύµου βαθµού v − 1 , πράγµα άτοπο,
αφού το ξ είναι αλγεβρικός βαθµού ν.
Παραγωγίζοντας το f (x) , λαµβάνω το f ′(x) το οποίο είναι επίσης
πολυώνυµο v − 1 βαθµού.
Αν θεωρήσω το διάστηµα [ξ − 1, ξ + 1] , τότε µπορώ να υποθέσω ότι το f ′(x)
θα φράσεται σ’αυτό από τη µέγιστη και ελάχιστη τιµή του f ′(x) στο ίδιο
διάστηµα. ∆ηλαδή
M 2 ≤ f ( x) ≤ M 1 ∀ x ∈ [ξ − 1, ξ + 1] (1)
Θεωρώντας ως M ′ = max{| M 1 | , | M 2 |} η (1) γίνεται
6

− | M ′ | ≤ M 2 ≤ f ′( x) ≤ M 1 ≤ | M ′ | ⇒ − | M ′ | ≤ f ′( x) ≤ | M ′ |
⇒ | f ′( x) | ≤ | M ′ | ∀ x ∈ [ξ − 1, ξ + 1] (2)
Από το αξίωµα Αρχιµήδους-Ευδόξου (ακριβέστερα από πόρισµα αυτού)
υπάρχει M ∈ Í µε Μ ≥ | M ′ | . Έτσι η (2) δίνει
| f ′( x) | ≤ M ∀ x ∈ [ξ − 1, ξ + 1] . (3)

p
Για τον τυχόντα ρητό , q > 0 θα δείξω ότι
q

p 1
ξ− ≥ . (4)
q M ⋅ qv

p
Η (4) είναι προφανές ότι ισχύει αν ξ − > 1.
q

p
Θα δείξω την ισχύ της (4) αν ξ − ≤ 1 , δηλαδή για όσους ρητούς απέχουν
q
απ’το ξ απόσταση µικρότερη ή ίση της µονάδος. (Γι’αυτό άλλωστε έχω
p
επιλέξει και το διάστηµα [ξ − 1, ξ + 1] ). Για το οποιοδήποτε που ανήκει στο
q
προηγούµενο διάστηµα, µπορώ να θεωρήσω το Θεώρηµα της Μέσης Τιµής
 p  p 
του διαφορικού λογισµού για το διάστηµα ξ,  ή  , ξ  .
 q q 
 p p 
Σύµφωνα µ’αυτό, υπάρχει γ ∈ ξ ,  ή γ ∈  , ξ  :
 q q 
 p  p
f (ξ ) − f   f   − f (ξ )
f ′( γ) = q= q
p p
ξ− −ξ
q q

 p
f (ξ ) − f  
q
ή | f ′(γ) | = ⇒
p
ξ−
q
7

 p p
f (ξ ) − f   = | f ′(γ) | ⋅ ξ − ⇒ ( f (ξ ) = 0 διότι ξ ρίζα του f (x) )
q q

 p p
f   = | f ′(γ) | ξ − ⇒ (3)
q q

 p p
f   ≤ M ⋅ ξ − ⇒
q q

 p p
q v ⋅ f   ≤ q v ⋅ M ⋅ ξ − ⇒
q q

 p p
q v ⋅ f   ≤ q v ⋅ M ⋅ ξ − . (5)
q q

 p
Ισχύει ότι f   ≠ 0 από τον ισχυρισµό που αποδείξαµε στην αρχή. Άρα το α΄
q
µέλος της (5) είναι ακέραιος ≠ 0 .

 p
∆ηλαδή q v ⋅ f   ≥ 1 και η (5) δίνει
q

p p 1
qv ⋅ M ⋅ ξ − ≥1⇒ ξ − ≥ v . (6)
q q q ⋅M
Το α΄ µέλος της (6) είναι άρρητος (βαθµός της ξ ≠ n > 1 ) ενώ το β΄ µέλος είναι
ρητός.
Εποµένως δεν ισχύει η ισότητα.
Έτσι έχουµε το αποδεικτέο, δηλαδή
p 1
ξ− > v .
q q ⋅M

∞ 1
Πρόταση 3 (Liouville): Ο αριθµός ξ = ∑ k!
είναι υπερβατικός.
k =1 10

Απόδειξη: Θεωρούµε τον Ν αυθαίρετο φυσικό. Για v > N συµβολίζουµε µε


1 1 1 1 p
ξv = 1!
+ 2! + 3! + + v!
=
10 10 10 10 q

µε q = 10 v! και p = 10 v!−1! + 10 v!−2! + 10 v!−3! + + 10 v!− ( v −1)! + 1 .


8

Ισχύει:
p
0<ξ − = ξ − ξ v = 10 −( v +1)! + 10 −( v + 2)! + 10 −( v +3)! + + 10 −( v + k )! +
q

[
= 10 − ( v +1)! ⋅ 1 + 10 − ( v + 2) + 10 − ( v + 2)( v +3) + + 10 − ( v + 2)( v +3) (v+k )
+ ]
< 10 − ( v +1)! ⋅ [1 + 2 −( v+2)
+ 2 − ( v + 2)( v +3) + + 2 − ( v + 2 )( v +3) (v+k )
+ ]
< 10 − ( v +1)! ⋅ [1 + 2 −1
+ 2 −3 + + 2−k + ]
= 10 − ( v +1)! ⋅ 2
< 10 −v! ⋅ 2
= 2 ⋅ q − v!

< 2 ⋅ q −v

< 2 ⋅ q−N .

p
∆ηλαδή τελικά ξ − < 2 ⋅ q −N .
q
Όµως, από την πρόταση 2 και το αµέσως προηγούµενο συµπέρασµα,
µπορούµε να ισχυρισθούµε ότι ο ξ δεν είναι αλγεβρικός βαθµού µικρότερου
του Ν.
Πράγµατι. αν ο ξ ήταν αλγεβρικός βαθµού µικρότερου του Ν, έστω v′ < N
p
( N − v′ > 1) . Τότε ∀ ρητό ∃ M ∈ Í :
q

p 1
ξ− > (1)
q M ⋅ q v′
p
και για τους συγκεκριµένους = ξ v ισχύει
q

p
ξ− < 2 ⋅ q −N . (2)
q
Από την (1) και (2) έχω:
1 1 2
v′
< 2q − N ⇒ v′
< N
Mq Mq q

⇒ q N < 2Mq v′
⇒ q N − v′ < 2 M
9

⇒ (10 v! ) N −v′ < 2 M ∀ v > N .


Άτοπο, διότι αρκούντως µεγάλο ν, υπερβαίνει τον 2Μ.
Έτσι έχουµε ότι ο ξ δεν είναι αλγεβρικός βαθµού µικρότερου του Ν και ο Ν
αυθαίρετος.
Άρα ο ξ δεν έχει βαθµό µικρότερο του Ν, για κάθε Ν, πράγµα άτοπο, διότι ό,τι
βαθµό και να είχε ο ξ, κάποιος Ν θα τον υπερέβαινε.
Άρα ο ξ δεν είναι αλγεβρικός, είναι δηλαδή υπερβατικός.

Αριθµός Liouville: Λέγεται ένας αριθµός ξ, όταν είναι άρρητος και εάν για
p 1
κάθε φυσικό αριθµό ν, υπάρχουν p και q (q > 1) τέτοιοι ώστε: ξ− < v .
q q

Πρόταση 4: Κάθε αριθµός Liouville είναι υπερβατικός.


Απόδειξη: Υποθέτουµε ότι κάποιος αριθµός Liouville ξ, είναι αλγεβρικός,
βαθµού ν.
Τότε v > 1 , αφού ο ξ άρρητος.
Από την πρόταση 2, έχουµε ότι ∃ M ∈ Í* έτσι ώστε

p 1
ξ− > (1)
q Mq v
για κάθε p, q ακεραίους µε q > 0 .
Επιλέγω k ∈ Í :
2k ≥ 2v ⋅ M . (*)
Επειδή ο ξ είναι αριθµός Liouville, υπάρχουν p, q ακέραιοι (q > 1) µε

p 1
ξ− < k. (2)
q q

1 1
Από (1) και (2) έχω k
> v
⇒ Mq v > q k ⇒ M > q k −v ≥ 2 k −v ≥ M άτοπο.
q Mq (*)
Άρα κάθε αριθµός Liouville είναι υπερβατικός.
10

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΑΛΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΑΓΩΓΗ


ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΩΝ ΑΛΓΕΒΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΩΝ

Θεώρηµα των A. Thue-C.L. Siegel-K.F. Roth: “Αν ξ είναι αλγεβρικός


αριθµός βαθµού v > 1 , και p, q ακέραιοι µε q > 0 , τότε η ανίσωση

p 1
ξ− < k έχει πεπερασµένο πλήθος λύσεων σε ακεραίους p, q, για κάθε
q q
k > 2 ”.

Cantor (1873): “Το σύνολο των αλγεβρικών αριθµών είναι αριθµήσιµο, ενώ το
σύνολο των υπερβατικών υπεραριθµήσιµο”.

• Πρακτικά η προηγούµενη πρόταση σηµαίνει ότι οι υπερβατικοί είναι “πάρα


πολύ περισσότεροι” από τους αλγεβρικούς ή αλλοιώς, η πιθανότητα να
επιλέξουµε αλγεβρικό τυχαία ανάµεσα από τους πραγµατικούς, είναι 0 (!)

Weierstrass: “ Αν α1 , α 2 ,..., αv διαφορετικοί ανά δύο αλγεβρικοί, και

β1 , β 2 ,..., βv διαφορετικοί από το 0, τότε β1 ⋅ e α1 + β 2 ⋅ e α2 + ... + βv ⋅ e αv ≠ 0 ”.

Πρόβληµα-Ερώτηµα του Hilbert (1900): “Αν ξ αλγεβρικός µε ξ ≠ 0 και ξ ≠ 1

και β άρρητος αλγεβρικός, τότε ο ξ β είναι υπερβατικός ?”.


• Καταφατική απάντηση δόθηκε το 1934 από τους Gel’fand-Schneider και
2 2 3
έτσι γνωρίζουµε σήµερα ότι αριθµοί της µορφής π.χ. 2 , 2 , 2 είναι
υπερβατικοί.
• Η βασική τεχνική που δηµιουργήθηκε την ίδια εποχή για την απόδειξη της
υπερβατικότητας ενός αριθµού ξ ′ = ξ β συνίσταται στην απόδειξη του ότι
β nξ − nξ ′ ≠ 0 .
Γενικότερα απεδείχθη το εξής:
11

A. Baker (1966): “Αν ξ1 , ξ 2 ,..., ξ v και β1 , β 2 ,..., βv είναι µη µηδενικοί αλγεβρι-


κοί αριθµοί τέτοιοι ώστε οι nξ1 , nξ 2 ,..., nξ v να είναι γραµµικώς ανεξάρτητα
στοιχεία υπεράνω του Ð , τότε β1 nξ1 + β 2 nξ 2 + ... + βv nξ v ≠ 0 ”.
12

Η ΑΡΡΗΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ e

Πρόταση 5: Ο αριθµός e είναι άρρητος.


Απόδειξη: Από το ανάπτυγµα κατά Taylor της συνάρτησης e x έχοµε:
x x2 xv
ex = 1+ + + ... + + ... .
1! 2! v!
Για x = 1 έχοµε:
1 1 1 1
e1 = e = 1 + + + + ... + + ... ⇒
1! 2! 3! v!
1 1 1 1  1 1 1 
e = 1 + + + + ... + +  + + + ... ⇒
1! 2! 3! v!  (v + 1)! (v + 2)! (v + 3)! 
1 1 1 1
e = 1 + + + + ... + + Rv . (1)
1! 2! 3! v!
2
Θα αποδείξουµε ότι: 0 < Rv < .
(v + 1)!
Πράγµατι. Rv > 0 , προφανώς ως άθροισµα θετικών όρων.

1 1 1
Επίσης Rv = + + + ... ⇒
(v + 1)! (v + 2)! (v + 3)!

1  1 1 
Rv = 1+ + + ... ⇒
(v + 1)!  v + 2 (v + 2)(v + 3) 
1  1 1 
Rv < 1 + + 2 + ... ⇒ (άθροισµα απείρων όρων Γ.Π.
(v + 1)!  2 2 
µε α1 = 1 και λ = 1 / 2 )

2
Rv < .
(v + 1)!
Υποθέτουµε ότι ο e είναι ρητός. Τότε
α
e= µε α, β θετικούς ακέραιους.
β
Μπορούµε να θεωρήσουµε ( v > β και v > 2 ) v ∈ Í . Τότε η (1) δίνει:
α 1 1 v!⋅ α v! v!
e= = 1 + 1 + + ... + + Rv ⇒ = v!+v!+ + ... + + v!⋅ Rv
β 2! v! β 2! v!
13

Στην παραπάνω ισότητα είναι παρατηρητέα τα εξής:


• Το αριστερό µέλος είναι ακέραιος (διότι v > β και άρα το β είναι
παράγοντας του v! )
• Το δεξιό µέλος αποτελείται από άθροισµα ακεραίων όρων πλην του
τελευταίου όρου v! Rv . Όµως έτσι, και ο τελευταίος όρος v! Rv πρέπει
υποχρεωτικά να είναι ακέραιος (ως διαφορά ακεραίων αν µεταφέρουµε τους
υπόλοιπους προσθετέους στο α΄ µέλος).
Άρα
v! Rv ακέραιος 
 2
2  ⇒ 0 < v!⋅Rv < v!
και 0 < Rv < (v + 1)!
(v + 1)!

2 2
⇒ 0 < v!⋅Rv < < < 1.
v + 1 ( v>2 3
∆ηλαδή ο ακέραιος v! Rv ευρίσκεται µεταξύ 0 και 1, πράγµα άτοπο.
Εποµένως ο e άρρητος.
14

Η ΑΡΡΗΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ π

Για την απόδειξη της αρρητότητας του π θα χρειασθούµε κάποιες βοηθητικές


προτάσεις-λήµµατα, τα οποία θα χρησιµοποιηθούν στο σώµα της απόδειξης
και τα οποία παραθέτουµε:
x n (1 − x) n
Λήµµα Ι: Για την συνάρτηση f n ( x) = , n ∈ Í (1) ισχύουν:
n!
1
i. 0 < f n ( x) < , και 0 < x < 1
n!
1 n k  n  n+k
ii. f n ( x) = ∑ (−1)   x
n! k =0 k 
iii. f n( m ) (0) = 0 αν m < n ή m > 2n

f n(m ) (0) = ακέραιος αν n ≤ m ≤ 2n


iv. f n ( x) = f n (1 − x) και

f n( m ) ( x) = ( −1) m f n( m ) (1 − x) και f n(m ) (1) = ακέραιος, για κάθε m.

1
(i) Απόδειξη του ότι 0 < f n (x) < ∀ x ∈ (0,1)
n!
Έχω
0 < x <1 ⇒
0 > − x > −1 ⇒
1 + 0 > 1 − x > 1 − 1⇒
1> 1− x > 0
Με πολλαπλασιασµό κατά µέλη πρώτης-τελευταίας, έχοµε:
 Με πολ/σµό µε τον εαυτό της 
0 < x(1 − x) < 1 ⇒  
 n − 1 φορές 
0 n < x n (1 − x) n < 1n ⇒
0 < x n (1 − x) n < 1 ⇒
0 x n (1 − x) n 1
< < ⇒
n! n! n!
1
0 < f n ( x) <
n!
15

1 n k  n  n+ k
(ii) Απόδειξη του ότι f n (x) = ∑ ( −1) ⋅   x
n! k =0 k 
Με χρήση του αναπτύγµατος του ∆ιωνύµου του Νεύτωνος έχοµε:
1 n n  n  n−k 1 n n
f n ( x) = x ∑  1 (−1) k x k ⇒ f n ( x) = ∑   (−1) k x n + k
n! k =0  k  n! k =0  k 

(iii) Γενικά µπορούµε να αποδείξουµε επαγωγικά, ότι


( x p ) ( m ) = p ( p − 1)( p − 2)...( p − m + 1) x p −m .
Από το παραπάνω, είναι φανερά τα εξής:
• Όταν η τάξη παραγώγισης m = p , τότε

( x p ) ( m ) = p( p − 1)( p − 2)...2 ⋅1 ⋅ x 0

( x p ) ( m ) = p!

• Όταν m > p , τότε ( x p ) ( m ) = 0


• Όταν m < p έχοµε ένα µη µηδενικό µονώνυµο του x, δηλαδή

( x p ) ( m ) = p ( p − 1)( p − 2)...( p − m + 1) x p −m .
Από την (ii), έχοµε ότι η f n (x) µπορεί να γραφεί στη µορφή

1
f n ( x) = [c0 x n + c1 x n+1 + c 2 x n+ 2 + ... + cn x 2 n ]
n!
όπου c0 , c1 , c2 ...c2 n ακέραιοι.
Έτσι:
♦ Αν η τάξη παραγώγισης m είναι µικρότερη από n, τότε η αγκύλη
αποτελείται µόνο από µη µηδενικά µονώνυµα του x, συνεπώς
1
f n( m ) (0) = [0 + 0 + ... + 0] = 0 ( m < n) .
n!
♦ Αν η τάξη παραγώγισης m είναι µεγαλύτερη από το 2n , τότε όλα τα
µονώνυµα της αγκύλης είναι ήδη 0 και βεβαίως
f n( m ) (0) = 0, ( m > 2n) .

♦ Αν η τάξη παραγώγισης m είναι µεταξύ n και 2n συµπεριλαµβανοµένων,


τότε:
16

1
f n( n ) ( x) = [c0 n!+ µονώνυµα του x]
n!
1
f n( n+1) ( x) = [0 + c1 (n + 1)!+ µονώνυµα του x]
n!
1
f n( n+ 2) ( x) = [0 + 0 + c2 (n + 2)!+ µονώνυµα του x]
n!

1
f n( 2 n ) ( x) = [0 + 0 + ...0 + c2 n ⋅ (2n)!]
n!
Έτσι, για x = 0 έχω
1
f nn (0) = c0 n!
n!
1
f nn+1 (0) = c2 (n + 1)!
n!

1
f n( 2 n ) (0) = c2 n (2n)!
n!
Οι οποίοι, είναι όλοι ακέραιοι.

(iv) Στην αρχική συνάρτηση, θέτωντας στη θέση του x, το 1 − x , θα έχοµε:


(1 − x) n [1 − (1 − x)]n (1 − x) n x n
f n (1 − x) = = = f n ( x) .
n! n!
Παραγωγίζουµε χρησιµοποιώντας τον κανόνα της αλυσίδας (σύνθεσης
συναρτήσεων) και έχω:
f n(1) ( x) = f n(1) (1 − x) ⋅ (1 − x)′ = (−1)1 ⋅ f n(1) (1 − x)

f n( 2 ) ( x) = (−1)1 ⋅ f ( 2 ) (1 − x) ⋅ (1 − x)′ = (−1) 2 ⋅ f ( 2 ) (1 − x)

f n(3) ( x) = (−1) 2 ⋅ f ( 3) (1 − x) ⋅ (1 − x)′ = (−1) 3 ⋅ f (3) (1 − x)

f n( m ) ( x) = (−1) m−1 ⋅ f ( m ) (1 − x) ⋅ (1 − x)′ = (−1) m ⋅ f n( m ) (1 − x) ό.ε..δ.


Επίσης απ’την τελευταία σχέση για x = 1 έχοµε:
f n( m ) (1) = (−1) m ⋅ f n( m ) (0) = ακέραιος, ∀ m .
(iii)
17

Λήµµα ΙΙ: Αν α ∈ Ñ και ε > 0 , τότε υπάρχει


αn
n0′ : < ε ∀ n > n0′
n!
Απόδειξη: Αν θεωρήσουµε n ≥ | 2a | (*) τότε

a n+1 a an 1 an
= ⋅ < .
(n + 1)! n + 1 n! (*) 2 n!

Γενικά για κάποιο συγκεκριµένο n0 ≥ | 2a | θα έχω διαδοχικά:

a n0 +1 1 a n0
<
(n0 + 1)! 2 n0 !

a n0 + 2 1 a n0 +1 1 a n0
< < 2
(n0 + 2)! 2 (n0 + 1)! 2 n0 !

a n0 + k 1 a n0
< . (1)
(n0 + k )! 2 k n0 !

Η (1) ισχύει για κάθε k ∈ Í . Το β΄ µέλος της (1) είναι µια µηδενική ακολουθία,
αφού
1 
 2k → 0 
  1 a n0
 n0 ⇒ k →0.
 a = c t  2 n0 !
 n0 ! 

Έτσι το α΄ µέλος της (1), είναι µια ακολουθία που φράσσεται απολύτως, από
µηδενική. Εποµένως θα είναι κι’αυτή µηδενική. ∆ηλαδή
a n0 + k an an
→ 0 ∀ k ∈ Í* ή → 0 ∀ n > n0 ή → 0 ∀ n ∈ Í* .
(n0 + k )! n! n!
Έτσι, για δεδοµένο ε > 0 , θα επιλέγουµε n0 > | 2a | και στη συνέχεια

1 a n0
k0 : k <ε ή
2 0 n0 !

a n0
k0 : < 2 k0 ε ή
n0 !
18

a n0 1
k0 : < 2 k0 το οποίο υπάρχει.
n0 ! ε

Τότε, το ζητούµενο n0′ θα είναι το n0 + k 0 και

an
< ε ∀ n > n0 + k 0 = n0′ .
n!

Λήµµα ΙΙΙ: Εάν π 2 είναι άρρητος, τότε και π άρρητος.


Απόδειξη: Έστω ότι π ρητός. Τότε έχω p, q ∈ Ù :
2
p  p p2
π = ⇒ π 2 =   ⇒ π 2 = 2 ρητός όπερ άτοπον.
q q q
Άρα ο π είναι άρρητος.

Πρόταση 6: Ο αριθµός π 2 είναι άρρητος.


Απόδειξη: Έστω ότι π 2 ρητός. Τότε υπάρχουν α ∈ Ù , b ∈ Ù * :
a
π2 = .
b
Ορίζω τη συνάρτηση G ως εξής:
[ ]
G ( x) = b n π 2 n f n( 0 ) ( x) − π 2 n −2 f n( 2 ) ( x) + π 2 n −4 f n( 4 ) ( x) − ... + ( −1) n f n( 2 n ) ( x) . (1)
Αν θεωρήσουµε ότι εφαρµόζεται η επιµεριστική ιδιότητα στην (1), τότε για
τους συντελεστές θα έχω:
n−k
a b n a n−k
b n π 2 n − 2 k = b n (π 2 ) n − k = b n   = n−k
= a n−k b k .
b b
∆ηλαδή, όλοι οι συντελεστές είναι ακέραιοι αριθµοί. Επίσης από λήµµα Ι (iii)
και (iv) έχω ότι
f n(m ) (0) και f n(m ) (1) ακέραιοι ∀ m .
Από τα προηγούµενα, ευθέως προκύπτει, ότι
G (0) και G (1) είναι ακέραιοι.
Παραγωγίζουµε δύο φορές την G (x) και έχοµε:

[ ]
G ′′( x) = b n π 2 n f n( 2 ) ( x) − π 2 n− 2 f n( 4 ) ( x) + ... + (−1) n f n( 2 n + 2 ) ( x) . (2)

Παρατηρούµε ότι ο τελευταίος όρος της (2) (−1) f n( 2 n+ 2 ) ( x) = 0 διότι η τάξη


19

παραγώγισης έχει υπερβεί το 2n . (Λήµµα Ι (iii)).


Πολλαπλασιάζουµε και τα δύο µέλη της (1) µε π 2 και στη συνέχεια την
προσθέτουµε κατά µέλη µε την (2), όπου µετά τις απλοποιήσεις λαµβάνουµε:
G ′′( x) + π 2 G ( x) = b n π 2 n + 2 f n ( x) ⇒
n +1
a
G ′′( x) + π G ( x) = b  
2 n
f n ( x) ⇒
b
a n+1
G ′′( x) + π 2 G ( x) = b n f n ( n) ⇒
b n+1
G ′′( x) + π 2 G ( x) = π 2 a n f n ( x) . (3)
Θέτουµε H ( x) = G ′( x)ηµ (πx) − πG ( x)συν (πx) .
Παραγωγίζοντας της H (x) λαµβάνουµε:
H ′( x) = [G ′′( x) ⋅ ηµπx + πσυνπx ⋅ G ′( x)] − π ⋅ [G ′( x)συνπx-πG ( x) ηµπx] ⇒

H ′( x) = G ′′( x)ηµπx + πσυνπx ⋅ G ′( x) − π ⋅ G ′( x)συνπx + π 2 G ( x)ηµπx ⇒

H ′( x) = [G ′′( x) + π 2 G ( x)]ηµπx ⇒ (λόγω (3))

H ′( x) = π 2 ⋅ a n f n ( x) ⋅ ηµπx ⇒
1 1
∫ H ′( x) dx = ∫ π a f n ( x)ηµπxdx ⇒
2 n

0 0

1
H (1) − H (0) = π 2 ∫ a n f n ( x)ηµπxdx ⇒
0

1
(G ′(1)ηµπ − πG (1)συνπ ) − (G ′(0)ηµ 0 − π ⋅ G (0)συν 0) = π 2 ∫ a n f n ( x)ηµπxdx ⇒
0

1
π/ ⋅ [(G (1) + G (0)] = π 2/ ∫ a n f n ( x)ηµπxdx ⇒
0

1
(G (1) + G (0) = π ⋅ ∫ a n f n ( x) ηµπxdx . (4)
0

Το α΄ µέλος της (4) είναι ακέραιος αριθµός, άρα και το β΄.


Εξάλλου από το Λήµµα Ι (i) ισχύει:
1
0 < f n ( x) < , για 0 < x < 1 ⇒
n!
πa n
0 ⋅ πa ηµπx < πa ηµx ⋅ f n ( x) <
n n
, για 0 < x < 1 ⇒
n!
20

1 1 1 πa n
∫ 0dx < π ∫ a f n ( x)ηµπxdx < ∫ dx ⇒
n

0 0 0 n!
1 πa n
0 < π ∫ a n f n ( x)ηµπxdx < (5)
0 n!
Η σχέση (5) ισχύει για κάθε n ∈ Í .
Σύµφωνα µε το λήµµα ΙΙ, υπάρχει n0 , έτσι ώστε

πa n
< 1 ∀ n > n0 .
n!
Έτσι η (5), αφού λάβουµε υπ’όψιν και την (4) δίνει ακέραιο µεταξύ 0 και 1,
πράγµα που είναι άτοπο.
Εποµένως ο π 2 είναι άρρητος και από Λήµµα ΙΙΙ έπεται ότι π άρρητος.

You might also like