Professional Documents
Culture Documents
Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965, καθώς και εκείνα που τα ακολούθησαν και που
καθιερώθηκαν ως «Ιουλιανά», ήταν από τα πιο σημαντικά της περιόδου μετά το 1950 και
μέχρι τις παραμονές της δικτατορίας του 1967 - 1974.
Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι
εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου
παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) και
που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, τα «Ιουλιανά»
προσφέρουν επίκαιρα διδάγματα ως προς το ρόλο του λαϊκού παράγοντα εκείνης της
περιόδου, από την άποψη του βαθμού συνειδητοποίησης.
Τα «Ιουλιανά» δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Ηταν κρίκος μιας αλυσίδας, που η
μια άκρη της θα μπορούσε να τοποθετηθεί τουλάχιστον στην αρχή της 10ετίας του '50
(αν όχι και νωρίτερα), ενώ η άλλη φθάνει μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από τη
«χούντα» το Δεκέμβρη του 1967 και, από μια συνολικότερη οπτική, μέχρι το 1974, όταν
η χούντα κατέρρευσε.
Η ανάγκη της αστικής τάξης, από τη μια να ασκήσει πολιτική σκληρής καταστολής, αλλά
και ευέλικτης τακτικής απέναντι στο λαϊκό κίνημα, διαπλεκόταν με τις στοχεύσεις της
στη γύρω περιοχή (Κύπρος - Νότια Αλβανία), ενώ είχε ήδη προβάλλει με αξιώσεις ο
έτερος ανταγωνιστής, η Τουρκική αστική τάξη, στο πλαίσιο βεβαίως του ιμπεριαλιστικού
συστήματος.
Τα παραπάνω καθόριζαν τις βασικές παραμέτρους, μέσα στις οποίες η αστική τάξη
προσπαθούσε μεταπολεμικά να ανασυγκροτήσει το κράτος της και να το προσαρμόσει
στις νέες απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Αυτή η πορεία συντελέστηκε μέσα από σκληρές συγκρούσεις μεταξύ φορέων των
αστικών συμφερόντων, που εκφράζονταν στο Παλάτι, στο Στρατό και στην κυβέρνηση.
Η μεταξύ τους αντιπαράθεση, όχι μόνο δεν απέκλειε, αλλά και περιλάμβανε προσωρινές
συμμαχίες, πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στη «Δεξιά» κατά του «Κέντρου», πότε
ανάμεσα στο Παλάτι και στο «Κέντρο» κατά της «Δεξιάς», πότε αποσκιρτήσεις από τα
αστικά κόμματα και διαιρέσεις, ενώ «μήλο της έριδος» ήταν ο Στρατός. Παρότι ο
Στρατός θεωρούνταν «φέουδο» των Ανακτόρων, στις γραμμές του αποτελούσε ιδιαίτερη
οργάνωση ο ΙΔΕΑ, που είχε τους «αυτοτελείς» στόχους του και διέθετε μεγάλη δύναμη.
Ισχυρή επιρροή, βεβαίως, ασκούσαν και τα κόμματα της «Δεξιάς», ενώ διείσδυση στο
στρατό επιχειρούσε και το «Κέντρο», προκειμένου να ενισχύσει τις σχετικά αδύνατες
προσβάσεις του.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω διαδραματίζονταν στη σκιά της ισχυρότατης παρουσίας των
ΗΠΑ, αλλά παρεισέφρυε και η παρουσία του Βρετανικού παράγοντα, που ναι μεν ήταν
εξαιρετικά συρρικνωμένη, όμως διευρυνόταν λόγω του ρόλου της Βρετανίας στο
Κυπριακό και των επιπτώσεων που είχε αυτό στην Ελλάδα. Το βαρύ πέλμα των ΗΠΑ
στον έλεγχο των εξελίξεων, ακόμη και στη λήψη επί μέρους πολιτικών αποφάσεων, ήταν
απαραίτητο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, αφού τότε η εγχώρια αστική τάξη δε διέθετε
ακόμη την οικονομική και πολιτική δύναμη, ούτε όλους τους μηχανισμούς που επέβαλαν
οι αστικές ανάγκες, εξαιτίας του ισχυρού κλονισμού που είχε υποστεί το κράτος στα
χρόνια της Κατοχής και της ένοπλης λαϊκής πάλης 1946 - 1949.
Διαφορετικές προσεγγίσεις υπήρχαν ως προς τη μέθοδο με την οποία θα
αντιμετωπίζονταν το λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ. Από τμήματα του αστικού πολιτικού
κόσμου ο αντικομμουνισμός του «κονσερβοκουτιού» και η συνέχιση των εκτελέσεων και
άλλων διώξεων θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ, ενώ στιγματιζόταν ως «συνοδοιπορία»
και η εκλογική συνεργασία με την Αριστερά, που σε διάφορες φάσεις είχαν
πραγματοποιήσει κόμματα του «κεντρώου - σοσιαλδημοκρατικού» χώρου.
Ενας από τους πιο αυθεντικούς και εξέχοντες πολιτικούς και πνευματικούς παράγοντες
της πλουτοκρατίας και της παράταξής του, της «Δεξιάς», ο Κωνσταντίνος Τσάτσος,
έγραψε ανάμεσα σε άλλα:
«Το Κέντρον, είτε θέλει, είτε δεν θέλει, για να μείνη πιστό στην επιδίωξη του σήμερα
πρωταρχικού σκοπού, που είναι η καταπολέμηση του κομμουνισμού, δεν είναι δυνατόν
να αποτελή πια μια τρίτη παράταξη. Αποτελεί μια μερίδα, την πιο προοδευτική, την πιο
συγχρονισμένη μέσα στο πλαίσιο της εθνικής παράταξης. Μέσα στην οξύτητα του
σημερινού αντικομμουνιστικού αγώνα μόνο δύο παρατάξεις χωρούν. Το Κέντρον μπορεί
και πρέπει να υπάρχη ως τμήμα της μιας παράταξης, της αντικομμουνιστικής. Διότι στην
άλλη βέβαια ούτε τμήματα, ούτε διαφορισμοί επιτρέπονται από τον κομμουνισμό. Μόνο
λοιπόν μέσα στην αντικομμουνιστική παράταξη και με αυτούς τους περιωρισμένους
διαφορισμούς από τα άλλα τμήματα της παράταξης αυτής νοείται σήμερα το Κέντρον.
Υπό άλλην έννοιαν είναι είτε λογικά, είτε πολιτικά, αδιανόητο».(1)
Υπήρχε, ωστόσο, και η εξής επιλογή, όπως εκφράστηκε από την εφημερίδα «ΤΟ
ΒΗΜΑ» στις 5 του Φλεβάρη 1952: «...το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να τεθεί εκτός
νόμου η άκρα Αριστερά. Από αυτάς τας σκέψεις και όχι από προσήλωσιν εις αφελείς ή
πονηρούς δογματισμούς περί ... υποχρεώσεων της Δημοκρατίας φθάνει κανείς εις αυτό
το συμπέρασμα... Θα επιτευχθούν πολύ θετικώτερα αποτελέσματα από τον ασύνετον
γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα
της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου».
Υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ είχε ταχθεί από τη 10ετία του 1950 και ο Κ.
Μητσοτάκης, ενώ ο Νίκος Κιτσίκης σημείωνε: «Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα
υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, για να περιοριστεί το ΚΚΕ στις πραγματικές
του διαστάσεις... Εβαζαν τη θέση να αποκλεισθούν αυτοί που τους αφαιρέθηκε η
ιθαγένεια και να χωριστούν οι μέσα στην Ελλάδα απ' τους έξω». (2)
Τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ δεν την απέρριπταν ούτε ο Ν. Πλαστήρας ούτε ο Εμμ.
Μπακλατζής, εφόσον το ΚΚΕ δεχόταν να τηρεί τους νόμους του κράτους...
Αυτή η διαφοροποιημένη τακτική είχε στόχο τη διαμόρφωση ενός «εθνικού ΚΚΕ»,
δηλαδή ενός Κόμματος «απαλλαγμένου» από διεθνιστικά «βαρίδια». Επιχειρούσε να
αξιοποιήσει σε αυτή την κατεύθυνση και την ΕΔΑ, άλλοτε με απειλές διάλυσής της, αν
δεν κόψει το δεσμό της με το ΚΚΕ, άλλοτε με θετικές δημόσιες τοποθετήσεις για το
ρόλο της ίδιας και του ΕΑΜ... Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνταν και ο Ηλίας
Τσιριμώκος.
ΚΕΝΤΡΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Ηδη από το 1946 το Παλάτι αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας στο πλαίσιο του
αστικού κράτους. Η «αναβάπτισή» του στη λαϊκή ψήφο (δημοψήφισμα 1946), η νίκη της
αντίδρασης, η στήριξή του από ΗΠΑ - Βρετανία, καθώς και τα ερείσματα που διέθετε
στο Στρατό, το καθιστούσαν σύμβολο της αστικής κυριαρχίας, ενώ είχε και σημαντική
παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις.
Η Μοναρχία, δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, αλλά που είχε
επιβιώσει για ιστορικούς λόγους, ως τμήμα του αστικού πολιτικού συστήματος, ήταν
φυσικό να συνδέει την πολιτική ισχύ της με τον αυξημένο ρόλο της στη συνδιαμόρφωση
των κυβερνήσεων και με την επιρροή της στα αστικά κόμματα. Ομως αυτό την έφερνε
πολλές φορές αντιμέτωπη με τα πολιτικά κόμματα ή με μερίδες τους.
Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1951, αν και ήρθε πρώτο το κόμμα του Παπάγου, το
Παλάτι ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Πλαστήρα. Επρόκειτο και για αίτημα
των ΗΠΑ, προκειμένου να υλοποιηθούν, από κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατικής και
«κεντρώας» χροιάς, αποφάσεις όπως η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, η αποστολή
στρατού στην Κορέα, η σύσφιξη των σχέσεων με τον Τίτο, η εκτέλεση του Μπελογιάννη
κ.ά.
Το γεγονός όξυνε τις σχέσεις Ανακτόρων - Παπάγου, που είχαν ήδη ενταθεί περισσότερο
από το 1950, όταν τα Ανάκτορα ήθελαν τον Παπάγο πρωθυπουργό σε μεταβατική
κυβέρνηση, ο Παπάγος συμφώνησε, όμως ανακάλεσε, γιατί: «Ηθέλησαν να μου στείλουν
έτοιμο τον κατάλογο των υπουργών και να αναλάβω ευθύνας για υπουργούς που δεν
επέλεξα. Επ' ουδενί λόγω εδέχθην να συζητήσω μιαν τέτοια λύσιν». (3)
Το θέμα, λοιπόν, ήταν ο έλεγχος του Στρατού. Μέχρι και απόπειρα πραξικοπήματος, που
σκόπιμα δεν επικράτησε, πραγματοποίησε ο ΙΔΕΑ (με την καθοδήγηση του Παπάγου
όπως λέγεται), το οποίο ο Παπάγος «κατέστειλε», διατάσσοντας (!) τους
πραξικοπηματίες να αποσυρθούν από τους χώρους που είχαν καταλάβει (30 προς 31 Μάη
1951), δείχνοντας ότι εκείνος -και όχι το Παλάτι- έχει τη δύναμη στο Στρατό.
Το νέο σχήμα που συσπείρωσε το σύνολο των δεξιών κομμάτων, ανέλαβε την
ανασυγκρότηση και την ηγεμονία στην κούρσα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και
ανάπτυξης, που υπήρξε γοργή.
Διεύρυνε τις συμμαχίες της αστικής τάξης, «τραβώντας» μαζί του μεγάλο ποσοστό των
μεσαίων στρωμάτων της αγροτιάς, καθώς και των νέων μεσαίων στρωμάτων που
διαμορφώθηκαν στις ειδικές συνθήκες της Κατοχής και μετά (μαυραγορίτες κ.ά.) και από
τις ξένες βοήθειες (σχέδιο Μάρσαλ κ.ά.). Επιπλέον, η μεγάλη διεύρυνση του δημόσιου
τομέα και ο οικονομικός ρόλος του δημιούργησαν ένα εκτεταμένο στρώμα, που είχε
συμβολή στη στήριξη της ΕΡΕ.
Ετσι εξασφαλίστηκε η 11ετής αυτοδύναμη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβερνητική
εξουσία (1952 - 1963), φυσικά και με τη βοήθεια των νόθων εκλογικών συστημάτων και
της νοθείας και τρομοκρατίας, όπως το 1961.
Η διαμόρφωση του άλλου δικομματικού σκέλους πρόβαλλε ως θεμελιακός όρος για την
απορρόφηση της λαϊκής αγανάκτησης και την πιο συμπαγή σταθεροποίηση του αστικού
πολιτικού συστήματος. Την 19η του Σεπτέμβρη 1961 ιδρύθηκε η «Ενωση Κέντρου».
Η «Ενωση Κέντρου» πρόβαλλε στο προσκήνιο ως πιο διορατικός εκφραστής των
συμφερόντων της πλουτοκρατίας σε σχέση με την ΕΡΕ. Αξιοποιώντας δημαγωγικά τις
καλύτερες στιγμές του αστικού φιλελευθερισμού, αλλά και ενσωματώνοντας στις
διακηρύξεις της αιτήματα της σοσιαλδημοκρατίας για το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας»,
υποσχόμενη στο λαό ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και μένοντας σταθερή στον
αντικομμουνισμό της, η «Ενωση Κέντρου» ήρθε με αξιώσεις να διακόψει την 9χρονη,
τότε, παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβέρνηση, καυχούμενη ταυτόχρονα, ότι εκείνη
αποτελεί το ισχυρό ανάχωμα κατά του κομμουνιστικού κινήματος, με τη φιλοδοξία να το
βάλει στο περιθώριο.
Στις εκλογές της 3ης του Νοέμβρη 1963 η «Ενωση Κέντρου» επιβλήθηκε της ΕΡΕ,
κερδίζοντας τις 138 έδρες από τις 300 της Βουλής. Η ΕΡΕ πήρε τις 132.
Μη μπορώντας να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, η «Ενωση Κέντρου» επιδίωξε
δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Στις εκλογές που έγιναν την 16η του Φλεβάρη 1964
κέρδισε 171 έδρες, η ΕΡΕ μαζί με το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπύρου
Μαρκεζίνη 107 έδρες (99 και 8) και η ΕΔΑ 22. (Να σημειωθεί, ότι τότε η ΕΔΑ δεν
κατάρτισε συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, ώστε οι ψηφοφόροι της να
ψηφίσουν την «Ενωση Κέντρου», για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, όπως και
έγινε)...
Η πολιτική της «Ενωσης Κέντρου» έχει εξυμνηθεί από τους πολιτικούς και άλλους
κύκλους του «κεντρώου» χώρου και σε συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Εχει μάλιστα
χαρακτηριστεί ως μικρό φωτεινό διάλειμμα μιας μακριάς σκοτεινής πολιτικής περιόδου.
Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» αύξησε μισθούς και μεροκάματα, ρύθμισε τα
αγροτικά χρέη, κατάργησε μια σειρά ψηφίσματα του εμφυλίου πολέμου, έβαλε σε
αχρησία τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων στον μεγαλύτερο βαθμό
(εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι) και απέλυσε τους περισσότερους από τους
εναπομείναντες πολιτικούς κρατούμενους. Προώθησε ορισμένους εκσυγχρονισμούς και
στην εκπαίδευση.
Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε
στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης
Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό
Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Είχε προηγηθεί η γνωστή προβοκάτσια στον Εβρο με πρωταγωνιστή τον Γ.
Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον
Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχθεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3
στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι
είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούντο από το ΚΚΕ! Ο
Παπανδρέου έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο Αρχείο!...
Είχαν προηγηθεί μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις. Σε εκείνη της 21ης του Ιούλη
δολοφονήθηκε από την Αστυνομία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ
υπήρχαν και πολλοί τραυματίες.
Το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου 1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού
κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά η
κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη
Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Τσιριμώκου ψήφισαν 135 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, ο
Γαρουφαλιάς και 36 «αποστάτες» του «Κέντρου»). Κατά ψήφισαν 159 (134 του
«Κέντρου», οι 22 της ΕΔΑ και 3 του «Κόμματος Προοδευτικών»).
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος
Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη
Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο
Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά, ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης
Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.
ΑΙΤΙΕΣ
Εχουν υποστηριχτεί διάφορες απόψεις για τις αιτίες που οδήγησαν στα «Ιουλιανά», ενώ
ορισμένοι μελετητές δικαίως υπογραμμίζουν πως το θέμα δεν έχει ερευνηθεί ακόμη
ολοκληρωμένα και ότι είναι πιθανό νέα άγνωστα στοιχεία να προσθέσουν στο μέλλον
και άλλες πλευρές. Ωστόσο, με τα δεδομένα που υπάρχουν μπορούμε να οδηγηθούμε σε
μια σειρά βασικά συμπεράσματα.
Το διεθνές πολιτικό κλίμα σφραγιζόταν από τη συνολική αντιπαράθεση σοσιαλισμού -
καπιταλισμού, με αιχμές το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής,
καθώς και το Βιετνάμ. Τα ενδιαφέροντα και των δύο πλευρών στην περιοχή μας
εστιάζονταν ιδιαίτερα στην Κύπρο και στις σχέσεις Αραβικών κρατών - Ισραήλ, που
είχαν ενταθεί εξαιρετικά και δύο χρόνια αργότερα οδήγησαν στον πόλεμο των 6 ημερών
μεταξύ Αιγύπτου - Ισραήλ.
Στο εσωτερικό συνεχίζονταν έντονα οι πιο ακραίες αντικομμουνιστικές φωνές, που
κυρίως εκπορεύονταν από το Παλάτι, την ΕΡΕ και το φιλικό της Τύπο, από την Πρεσβεία
των ΗΠΑ και τις υπηρεσίες τους, βεβαίως και από το χώρο του Στρατού.
Κατά τη συνάντηση με τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον, που απειλούσε
και με ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να δεχθεί συνομιλίες με την
Τουρκία στη βάση του Αμερικανικού «σχεδίου Ατσεσον», που πρόβλεπε μορφή
διχοτόμησης της Κύπρου. Το «σχέδιο Ατσεσον» ο Γ. Παπανδρέου αρχικά το είχε
αποδεχθεί, όπως είχε αποδεχθεί και τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αλλά
προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση του Μακάριου. Η στάση, που τότε κρατούσε ο
Μακάριος, σε συνδυασμό με τη στενή συνεργασία του με τη Σοβιετική κυβέρνηση, που
τον υποστήριζε, αποτελούσε έκφραση των επιδιώξεων της αστικής τάξης της Κύπρου να
ασκήσει αυτόνομη πολιτική στην περιοχή μέσω της ισχυροποίησης και
ανεξαρτητοποίησης του Κυπριακού έθνους. Αυτό ακριβώς οδηγούσε και στην απόρριψη
και της ΝΑΤΟϊκής λύσης της Κυπριακής «ανεξαρτησίας» και στη λύση της διπλής
ένωσης.
Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου, ότι η αποδοχή του «σχεδίου» θα σήμαινε
πολιτική αυτοκτονία, άλλαξε θέση. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Παπανδρέου έστειλε στην
Κύπρο μια μεραρχία στρατού, γεγονός που όξυνε περισσότερο τις σχέσεις της Ελλάδας
με τις ΗΠΑ - Τουρκία.
Από την άλλη, δεν ήταν αρεστές και ορισμένες θέσεις που εξέφραζε ο Α. Παπανδρέου, οι
οποίες θεωρήθηκαν πολύ προχωρημένες για τα τότε δεδομένα, κυρίως τα διεθνή («η
Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» κ.ά.). (Δεν είχε φτάσει η στιγμή που η αστική τάξη θα
επέβαλε την αναβάθμισή της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, «απολακτίζοντας» την από
τον εμφύλιο αναγκαστική «κηδεμονία» των ΗΠΑ στην από κοινού χάραξη της αστικής
πολιτικής. Αυτός ακριβώς ο στόχος, μέσα από διαπάλη, ήταν το περιεχόμενο του
«αντιαμερικανισμού» του Α. Παπανδρέου, που αργότερα υλοποιήθηκε πρωταρχικά από
τον Κ. Καραμανλή και στη συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Και ναι μεν η θέση της Ελλάδας
στο ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε κατά πολύ υποδεέστερη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ,
με όσες συνέπειες είχε και έχει αυτό, ωστόσο η εγχώρια αστική τάξη σαφώς
αυτονομήθηκε και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ).
Κατά συνέπεια οι εξελίξεις υποχρέωναν και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να εγκαταλείψει
την τακτική υποστήριξης του «Κέντρου», επιστρέφοντας στην τακτική της υπονόμευσής
του και της υποστήριξης της «Δεξιάς». Αλλά τώρα έβγαινε στην επιφάνεια και μια ακόμη
εφεδρεία, για την περίπτωση που τα πράγματα δε θα έπαιρναν τον καλύτερο δρόμο για
τα αστικά συμφέροντα: Ο Στρατός.
Ο Γ. Παπανδρέου ήρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν στις
συνήθειές του. Και εξάλλου, ο ίδιος είχε διορίσει υπουργό Αμυνας το Γαρουφαλιά,
γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτή ήταν η επιθυμία των Ανακτόρων.
Βεβαίως, ας μη θεωρηθεί ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να τα «σπάσει» με το
Παλάτι. Και μόνο το γεγονός ότι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και δεν
έδειξε αποφασιστικότητα απέναντι στη βασιλική πρόκληση, έδειχνε τις προθέσεις και το
βαθμό της αντίθεσής του. Επίσης, και τα γεγονότα που ακολούθησαν καταρρίπτουν την
εκδοχή της σύγκρουσης μέχρι το τέλος. Γιατί λίγο καιρό αργότερα ο Γ. Παπανδρέου τα
βρήκε και με τον Κωνσταντίνο και με τον Κανελλόπουλο, όπως προαναφέρθηκε.
Από την άλλη, προχωρώντας στη ρήξη, ασφαλώς και γνώριζε ότι τα Ανάκτορα θα έδιναν
τη μάχη από θέση ισχύος. Τα Ανάκτορα αντλούσαν ένα μεγάλο μέρος της δύναμής τους
από το γεγονός ότι κανένα κόμμα στην περίοδο των συγκρούσεων δεν έθετε πολιτειακό
ζήτημα, ενώ ήταν γνωστό ότι η «Ενωση Κέντρου» κάθε άλλο παρά είχε ομοιογένεια.
Ενας αριθμός στελεχών της έβλεπε θετικά το βασιλικό θεσμό και αρκετούς χαρακτήριζαν
οι δεσμοί μαζί του, ενώ δεν έλειπαν και οι καιροσκόποι.
Γνώριζε ακόμη ο Γ. Παπανδρέου, πως και ο Καραμανλής ακόμη δεν είχε κατορθώσει να
υπερισχύσει. Η σύγκρουση του Καραμανλή με τα Ανάκτορα για τις βασιλικές σπατάλες
ήταν η πρόφαση. Το ουσιώδες ήταν εκείνο που εκφράστηκε με τη φράση, «ποιος
επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο»; (αν ειπώθηκε κατά λέξη ή όχι, δεν έχει σημασία,
ισχύει το πνεύμα της φράσης). Πρόφαση ήταν επίσης, και η άρνηση του Καραμανλή να
ταξιδέψει η Φρειδερίκη στο Λονδίνο, για να παρευρεθεί στο γάμο της πριγκίπισσας
Αλεξάνδρας του Κεντ. Πρόβαλλε ως λόγο το να αποφύγει εκδηλώσεις εναντίον της,
όπως το προηγούμενο περιστατικό με την Μπέττυ Αμπατιέλου. (Πρόκειται για
διαδήλωση στο Λονδίνο, όπου οι διαδηλωτές περίμεναν τη Φρειδερίκη και την
αιφνιδίασαν έξω από το ξενοδοχείο Κλάριτζ, για να της δώσουν υπόμνημα για την
αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα).
Οπως και να είναι, οι εξελίξεις έκαναν καθαρό πως η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου»
δεν μπορούσε πια να πορευθεί έχοντας επικεφαλής του τόσο νευραλγικού υπουργείου
έναν άνθρωπο που υπονόμευε την κυβερνητική πολιτική.
Το καίριο ζήτημα επομένως ήταν και πάλι ο Στρατός. Ποιος θα τον ελέγχει. Στις
επιστολές που απέστειλαν (3 ο Κωνσταντίνος προς Γ. Παπανδρέου και 2 ο δεύτερος προς
τον πρώτο) το θέμα «Στρατός» τίθεται καθαρά. Εγραψε ο Γ. Παπανδρέου στην πρώτη
απαντητική επιστολή του προς τον Γκλύξμπουργκ: «9. Καθώς εκ των ανωτέρω
συνάγεται, υφίσταται πράγματι θέμα λειτουργίας του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος.
Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του
Κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα,
εξαιρούμενον της εξουσίας της Κυβερνήσεως». (10)
Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Από την
άλλη, ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» ούτε που
διανοούνταν τέτοιο πράγμα. Ηρθαν σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά πάντα μέσα στα
όρια του πολιτεύματος. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκαναν ένα βήμα μπροστά
και ένα πίσω.
Στα «Ιουλιανά» ο Γ. Παπανδρέου εξέφραζε επιγραμματικά τον πυρήνα της σύγκρουσης:
«Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπον; Ο βασιλεύς ή ο λαός; Στο πολίτευμα της
βασιλευομένης δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά μέσω των
νομίμως εκλεγομένων εκπροσώπων του». Και στη συνέχεια επικαλούνταν το Σύνταγμα,
που όριζε «το ανεύθυνον του Ανωτάτου Αρχοντος».
Τόσο το «Κέντρο» όσο και το ΠΑΣΟΚ αποσιώπησαν ότι το φαινόμενο της λεγόμενης
«αποστασίας» κάθε άλλο παρά πρωτοφανές ήταν. Και μάλιστα, ότι από τους πρώτους
διδάξαντες μετά τον πόλεμο ήταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος στις εκλογές του
1952 συνεργάστηκε με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου, παίρνοντας μαζί του
και άλλους φίλους του βουλευτές.
Η μεταπήδησή τους δεν ήταν η μόνη. Τότε ακριβώς 35 πρώην υπουργοί και βουλευτές
του «φιλελεύθερου» χώρου τάχθηκαν με τον Παπάγο. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το
Συγκρότημα Λαμπράκη, που ταυτόχρονα επιτίθονταν στο «Κέντρο», επειδή δεχόταν
στους συνδυασμούς του παράγοντες της «Δεξιάς»... Ενώ το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν.
Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ «έριξαν» την κυβέρνηση
Καραμανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.
Ωστόσο, τα τότε γεγονότα φρόντισαν όλοι οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και του
«Κέντρου» να ξεχαστούν...
Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπημα με την πάροδο των ημερών
έφθιναν και σε κάποια στιγμή σταμάτησαν, όταν η κυβέρνηση σταθεροποιήθηκε.
Το κίνημα των 70 ημερών (16/7 - 25/9) ήταν μια λαϊκή έξαρση, που, αν και
χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, δεν έβγαινε από τα
Συνταγματικώς οριζόμενα.
Το ζήτημα πρέπει να εξετασθεί αντικειμενικά, παραμερίζοντας από το οπτικό πεδίο της
έρευνας τη συναισθηματική αχλύ που δημιούργησε το χυμένο αίμα και η αυταπάρνηση,
και που περιβάλλει εξ αντικειμένου γεγονότα τα οποία σημάδεψαν μια ιστορική στιγμή.
Το πολιτικό στίγμα της σύγκρουσης δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από τα συνθήματα
που κυριάρχησαν στις συνεχείς μεγάλες και μικρές διαδηλώσεις της εποχής, καθώς και
έξω από τις επιδιώξεις των πολιτικών κομμάτων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις και
συμμετείχαν σε αυτές (ΕΔΑ, «Ενωση Κέντρου»).
Τη σφραγίδα σε εκείνα τα γεγονότα την έβαλαν τα κυρίαρχα συνθήματα: «114», «Κάτω
οι αυλόδουλοι», «Δημοκρατία», «Παπανδρέου», «Προδότες», «Μητσοτάκη κάθαρμα»,
«αποσταCIA», «κάτω η Χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα, που
έβγαλε πολύ γέλιο, στη σκιτσογραφία και στις επιθεωρήσεις.
Στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ ήταν η πολιτική της συνεργασίας των δημοκρατικών
δυνάμεων, για το προχώρημα της οποίας απωθούνταν σε δεύτερη μοίρα ακόμη και η
κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων.
Επιπλέον, για να μη... δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ έθετε τελείως απαλά
το θέμα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, δεν το πάλευε, ενώ θεωρούσε «μαξιμαλιστική» και
«αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ.
Ετσι, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους
χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου».
Στο ίδιο θέμα τοποθετήθηκε αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εγραψε: «Η ΕΔΑ, που
έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε
καθόλου. Αντίθετα, έχασε μερικούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις
αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου. Η
ηγεσία της ΕΔΑ ήταν απόλυτα ενήμερη γι' αυτή τη διάβρωση που είχε υποστεί το κόμμα
της και η γνώση αυτή επηρέασε την τακτική της. Το πολιτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ, μετά
από λεπτομερειακή επεξεργασία, ήταν στην ουσία του σχεδόν απαράλλαχτο με το δικό
μας. Η μόνη σημαντική διαφορά ανάμεσα στα προγράμματά μας αναφερόταν στη
συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ. Αλλά και σ' αυτό το θέμα η ΕΔΑ υιοθέτησε μαλακή,
προσεκτικά διατυπωμένη γραμμή. ...Η απροθυμία μας να αποτελέσομε μαζί της λαϊκό
μέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαμε ανάγκη να συνεργασθούμε με την ΕΔΑ, ούτε με
κανένα άλλο κόμμα για να πετύχουμε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές». (14) Πολιτικός
στόχος της ΕΔΑ ήταν η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που θα πραγματοποιούνταν
«μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας». (15) Στις δυνάμεις της
πατριωτικής συνεργασίας περιλάμβανε και την «εθνική αστική τάξη», ενώ ως
περιεχόμενο «της αλλαγής» προσδιόριζε «μέτρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που
θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εμπρός σύμφωνα με τη θέληση της
πλειοψηφίας του Λαού».(16)
Η απόφαση του Συνεδρίου συνέχιζε: «Αυτή η σαφής προοπτική της ΕΔΑ επιβεβαιώνει
την πίστη της στις δημοκρατικές μεθόδους. Υπογραμμίζει - όπως εξάλλου όλη η ιστορία
της - το σεβασμό και την εμμονή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, εναντίον των
οποίων από ποικίλες πλευρές εκδηλώνονται επιβουλές». (17)
Βεβαίως, αυτή η γραμμή δεν ήταν μόνο της ΕΔΑ. Ηταν πρωταρχικά του ΚΚΕ.
Παράλληλα το ΚΚΕ είχε παραιτηθεί από το καθήκον της δημιουργίας κομματικών
οργανώσεων, αφού προηγουμένως είχε διαλύσει όσες υπήρχαν και τα μέλη τους είχαν
ενταχθεί στην ΕΔΑ (Απόφαση 8ης ολομέλειας της ΚΕ - 1958). Παράλληλα η ΕΔΑ έπαψε
να αποτελεί συνασπισμό κομμάτων και μετατράπηκε σε ενιαίο κόμμα, στην πράξη από
το 1956. Συγκεκριμένα η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Οι
κομμουνιστές και οι συμπαθούντες πρέπει να μπουν στην ΕΔΑ για να δουλέψουν μέσα
στις γραμμές της, για να τη μετατρέψουν σε μαζικό κόμμα, ικανό να οργανώσει τις
δυνάμεις και να καθοδηγήσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, και των
άλλων εργαζομένων στρωμάτων. Δεν πρέπει να επιδιώξουμε να οργανωθούνε οι
κομμουνιστές ιδιαίτερα μέσα στην ΕΔΑ, γιατί αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει τα
χτυπήματα της Ασφάλειας ενάντια στους κομμουνιστές και θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια
τη νόμιμη ύπαρξη της ΕΔΑ (...). Η ΕΔΑ είναι ενιαίο κόμμα, με πλατύ όμως χαρακτήρα».
(18)
Μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι και τα πιο προχωρημένα συνθήματα και διαθέσεις της
περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε
αργότερα με τη συμβολή της ΝΔ και των «Κέντρου» - ΠΑΣΟΚ. Και πρέπει να
επισημάνουμε, ότι η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα,
τότε δηλαδή που: Οι Παπανδρέου λατρεύτηκαν και πλατιές λαϊκές μάζες, σε αυτές και
ένα τμήμα της Αριστεράς, είδαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά στον αστικό
εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το «Κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα υπό
τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965-1966 είχαν στρώσει το δρόμο στην επιβολή της
στρατιωτικής δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του διακεκριμένου θεωρητικού της Σάββα
Κωνσταντόπουλου στο «Χίλτον», το Μάρτη του 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν
σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιμαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει. Και βεβαίως
τα πράγματα εξελίχθηκαν, όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της, ο οποίος, κλείνοντας
την 4η διάλεξη έλεγε: «Είναι η στιγμή να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η
Δημοκρατία, δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα είμαστε όλοι ηττημένοι. Θα
έχουμε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είμαστε άξιοι και ώριμοι για
Δημοκρατία». (19) Σαφής...
Το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους,
στο Στρατό, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου
δεσμού) μέσω της δικτατορίας, καταργώντας για περισσότερα από 7 χρόνια την
κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974,
άνοιξε στην κυριαρχία της μια άλλη, που συνεχίζεται.
Ο Μάκης Μαΐλης είναι υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου και του Τμήματος Ιστορίας
της ΚΕ του ΚΚΕ.