Professional Documents
Culture Documents
Εισαγωγή στην κοινωνιολογία -Παράρτημα
Εισαγωγή στην κοινωνιολογία -Παράρτημα
! Αν ο Α δώσει το χέρι του στον Β είναι επειδή ξέρει πως ο Β περιμένει από τον Α να
δώσει το χέρι του, όπως και ξέρει ότι και ο Β ξέρει πως ο Α το ξέρει. Και αντίστροφα, αν
δεν δώσει το χέρι του, θα πρόκειται επίσης για μια συμβολική πράξη με νόημα όχι μόνο
για τον Α αλλά κυρίως για τον Β. [Το παιχνίδισμα αυτό του τί ξέρω ότι οι άλλοι ξέρουν έχει
αρκετό βάθος και εκφράζεται δύσκολα με λόγια, αλλά είναι σχετικά “απλό” στην πράξη,
τόσο απλό που συνήθως παίρνεται για αυτονόητο: Μόνο όταν βρεθούμε σε ένα σχετικά
άγνωστο πλαίσιο, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία του].
Παρόλο που πολλές πράξεις είναι απλώς συμβολικές, δηλαδή δεν έχουν -ή γενικά
έχουν πολύ μικρή- υλική υπόσταση (χαιρετάω ένα γνωστό μου, στέκομαι προσοχή στον
εθνικό ύμνο, κάνω το σταυρό μου, τσουγκρίζω αυγά το Πάσχα, συμμετέχω σε μια
διαδήλωση), ωστόσο υπάρχουν πράξεις που παρουσιάζονται σαν καταρχήν υλικές
[“Υλικές” εδώ σημαίνει “μη συμβολικές”, “μη τελετουργικές”, “μη συμβατικές”. Ορισμένοι
τις ονομάζουν “εσωτερικές” ή “ουσιαστικές” σε αντιπαράθεση με “τελετουργικές” ή “εκφραστικές”].
Είναι πράξεις δηλαδή τις οποίες οι άνθρωποι θεωρούν πως έχουν μια ουσιαστική και όχι απλώς
συμβολική σημασία. ‘Οτι δηλαδή γίνονται όχι γιατί έχουν συμβολικό νόημα για τους άλλους, αλλά
γιατί στοχεύουν σε κάτι το αυθύπαρκτα ουσιαστικό (στα προηγούμενα παραδείγματα: ικανοποιώ
την πείνα μου, κατασκευάζω ένα μηχάνημα, εκπαιδεύομαι, αποκτώ λεφτά, ικανοποιώ τις
σεξουαλικές μου επιθυμίες, κλπ.).
! Οι συμβολικές πράξεις πάντα έχουν μια “υλική” πλευρά, ωστόσο συνήθως αμελητέα.
Το δώρο που πάω στο φίλο μου που γιορτάζει είναι γενικά συμβολικό, ακόμα και αξίας.
Το δαχτυλίδι που προσφέρω στη μέλλουσα γυναίκα μου επίσης δεν είναι οικονομική
συναλλαγή. Αν όντας άνδρας αφήσω μια κοπέλα να μπεί πρώτη στο ασανσέρ, το κάνω
για να δείξω την ευγένειά μου. Ωστόσο, η αμελητέα αυτή υλική πλευρά μπορεί, σε
ορισμένες συνθήκες, να αποκτήσει απότομα μεγάλη “υλική” σημασία. Αν π.χ. η ευγένεια
με κάνει να αφήσω μια κοπέλα να περάσει στη βάρκα και εγώ μείνω στο πλοίο που
βυθίζεται... Ή αν, όντας ληστής στο Φαρ Ουέστ, αρνηθώ να πυροβολήσω πισόπλατα το
σερίφη που ωστόσο ξέρω πως είναι πιο γρήγορος από εμένα... Ή αν η προίκα που
παίρνω είναι αυτή που στην πραγματικότητα με ενδιαφέρει και όχι η κοπέλα που
παντρεύομαι...
• Γίνονται πάντα με κάποιον τρόπο που δεν μπορεί να μην είναι κοινωνικά
εξαρτώμενος: Τρώω με πηρούνι ή με τα χέρια, διακόπτω τον καθηγητή για να θέσω την
ερώτηση ή σηκώνω το χέρι μου για να μου δώσει εκείνος το λόγο, ...
• Η πράξη μου, ακόμα και “υλική”, δεν μπορεί να μην ερμηνευθεί από τους άλλους
(και από μένα): Τρώω επειδή πεινάω ή επειδή θέλω να ευχαριστήσω την οικοδέσποινά
μου, ρωτάω τον καθηγητή μου επειδή με ενδιαφέρει η απάντηση ή επειδή θέλω να
αποφύγω να με εξετάσει, ...
• Ακόμα και το τί έχει “υλική” σημασία για εμένα, τα κίνητρα και οι στόχοι μου, είναι
κατά πολύ κοινωνικές κατασκευές: Αν θεωρώ σημαντική την παιδεία μου είναι επειδή
στη συγκεκριμένη κοινωνία μου επιτρέπει ορισμένα πράγματα. Ακόμα και το φαΐ μου
(και οι άλλες φυσιολογικές λειτουργίες μου που δεν μπορούν να αναχθούν μόνο σε
κοινωνικές κατασκευές) επικαθορίζονται από τις αξίες και τις σκέψεις μου, που είναι
κοινωνικά ενταγμένες: Αν είμαι ασκητής μοναχός, θα φάω το λιγότερο δυνατόν...
Η κοινωνική μας πραγματικότητα, λοιπόν, είναι ένας κόσμος που, ακόμα και με
“υλική” υποδομή, είναι πάντα συμβολικός. Με αυτή την έννοια, μπορεί να αναφερθεί σαν
“κατασκευασμένος” και για αυτό και δεν μπορεί να αναχθεί σε απλό “αντικείμενο” που
“υπάρχει εκεί έξω”. Μένει πάντα να “ερμηνευθεί”.
• Η θεωρία των παιγνίων έχει εμβαθύνει στη στρατηγική διάσταση της δράσης. Μια
ομάδα συμπεριφέρεται παίρνοντας υπόψη της αυτό που θεωρεί πως ενδέχεται να κάνουν
οι άλλοι (που επίσης με τη σειρά τους συμπεριφέρονται εξίσου στρατηγικά).
• Το πέρασμα σε μια συλλογική δράση συχνά εξηγείται στρατηγικά (π.χ. μέσα από
συμφέροντα, σε αντιπαράθεση άλλων). Γενικότερα για το θέμα της συνεργασίας ανάμεσα
σε ανθρώπους, βλ. και δίλημμα του φυλακισμένου.
Και η στρατηγική δράση είναι ένας συνυπολογισμός στόχων και μέσων και για
αυτό επίσης μπορεί να θεωρηθεί σαν “εξορθολογισμένη”, με την παρατήρηση ότι οι
“άλλοι” παίρνονται, αν όχι σαν “πράγματα”, τουλάχιστον σαν “αντικειμενικές οντότητες”.
Αλλά, επειδή αναγκαστικά παίρνεται υπόψη μια πρόβλεψη για τη δράση των άλλων, για
αυτό η στρατηγική δράση έχει και μια υποκειμενική λογική. Στην απόφασή μου
[Για αυτό καμιά φορά με τη λέξη “στρατηγική” αναφέρεται η δράση που γίνεται για να
χειραγωγήσει ή και να εξαπατήσει τους άλλους].
• Ο Ντυρκάιμ ή ο Πάρσονς έχουν δώσει ιδιαίτερο βάρος στο υπόδειγμα αυτό της
δράσης. Η ομάδα ή η κοινωνία ορίζει συμπεριφορές, οδηγίες, υποδείγματα δράσης,
θεσμούς, που τα άτομα εσωτερικεύουν σαν σωστά, δίκαια, θεμιτά, φυσικά ή προφανή
και συμπεριφέρονται ανάλογα.
• Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι το πρότυπο της δράσης αυτής και για αυτό
ονομάστηκε και δραματουργική.
• Η ανάγνωση της ιστορίας, της κοινωνίας αλλά και του ατόμου (βιογραφία,
ψυχανάλυση), επίσης ακολουθεί το ίδιο πρότυπο.
Το υπόδειγμα αυτό δίνει βάρος στο ότι η κοινωνία είναι πάντα μια ερμηνεία και
υπόκειται σε μεταλλάξεις καθώς και στο ότι ο κοινωνικός επιστήμονας δεν έχει τρόπο να
Ό,τι ισχύει σε ατομικό επίπεδο δεν ισχύει αναγκαστικά και σε συλλογικό επίπεδο.
Αυτή είναι μια από τις πιο βασικές μεθοδολογικές αρχές που καθοδηγούν τον
κοινωνιολόγο. Στην ουσία της λέει ότι πρέπει να είναι πολύ καχύποπτος στις γενικεύσεις.
Ένα παράδειγμα είναι το παράδοξο του Κοντορσέ, δηλαδή η αδυναμία διαμόρφωσης
“γενικής θέλησης” με απλή “πρόσθεση” των ατομικών θελήσεων. Άλλα παραδείγματα:
• Μια εταιρεία που φτιάχνει οδοντόκρεμες έχει κάθε συμφέρον να τις διαφημίσει για
να αυξήσει το μερίδιό της στην αγορά. Αν όλες οι εταιρείες που φτιάχνουν οδοντόκρεμες
τις διαφημίσουν, καμία δεν θα αυξήσει το μερίδιό της στην αγορά.
Το πρόβλημα είναι ότι τα φαινόμενα της σύνθεσης δεν είναι τόσο ευνόητα όσο στα
προηγούμενα παραδείγματα. Συνήθως χρειάζονται μια ανάλυση που ξεπερνάει την απλή
εποπτική ματιά. Για να καταλάβει κανείς το παράδοξο του Κοντορσέ δεν αρκεί να το
σκεφτεί, πρέπει και να το αναλύσει. Πολλές κοινωνιολογικές θεωρίες χρησιμοποιούν
παρόμοια σχήματα σύνθεσης:
• Η θεωρία του Μαρξ για την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους: Επειδή
οι καπιταλιστές θέλουν να αυξήσουν τα κέρδη τους, κάνουν επενδύσεις εξοικονόμησης
εργασίας και αντικατάστασής της από αποδοτικές μηχανές. Όταν ένας καπιταλιστής
κάνει τέτοιες επενδύσεις, τότε καταφέρνει να βγάλει υπερκέρδη. Όμως επειδή και οι
άλλοι καπιταλιστές θα κάνουν το ίδιο, το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ότι κανείς δεν θα
βγάλει υπερκέρδος, αλλά και ότι στο τέλος όλοι θα βρίσκονται με παρόμοια κέρδη για
μεγαλύτερες αναγκαίες αρχικές επενδύσεις. Δηλαδή το ποσοστό του κέρδους θα γνωρίσει
πτωτική τάση.
• Γενικότερα, κάθε φορά που μια πραγματικότητα είναι προϊόν “σύνθεσης”, η ίδια η
σύνθεση μπορεί να έχει επιπτώσεις που δεν αναμένονταν από τα άτομα που την κάνουν.
Αυτές εννοούμε όταν αναφερόμαστε στις “μη ηθελημένες” επιπτώσεις της δράσης, που
μπορεί μάλιστα να είναι και τελείως “στρεβλές”, δηλαδή παραμορφωτικές και αντίθετες
με τη θέληση αυτών που προχωρούν σε δράση και ακόμα και αντίστροφες με τη θέληση
(να οδηγούν δηλαδή στο αντίστροφο αποτέλεσμα από το στόχο για τον οποίο έγιναν). Ας
παραπέμψουμε απλώς στα φαινόμενα της “δημιουργικής προφητείας”, σαν ένα δείγμα
αυτών των αθέλητων επιπτώσεων της σύνθεσης.
Από την άποψη του κοινωνιολόγου, το σημαντικό είναι ότι έχει σαν γενική αρχή να
είναι καχύποπτος απέναντι σε οποιαδήποτε γενίκευση στο σύνολο της κοινωνίας
διαπιστώσεων που μπορεί να ισχύουν στο επίπεδο του ατόμου.
Όμως πόσο συνεκτική μπορεί να είναι η κοινωνική ομάδα; Ακόμα και αν τα μέλη
της ξέρουν τί θέλουν, μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την ομάδα σαν σύνολο (γενική
θέληση);
Α > Β > Γ : 40
Β > Γ > Α : 25
Γ > Α > Β : 35
[Σημείωση: Για απλοποίηση εδώ υποθέσαμε ότι κανείς δεν έχει άλλη προτίμηση (όπως π.χ.
Α>Γ>Β). Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα μπορεί να καταλήξει κανείς αν έπαιρνε ένα πιο
μπλεγμένο αριθμητικό παράδειγμα όπως π.χ.:
Α > Β > Γ : 25
Β > Γ > Α : 30
Γ > Α > Β : 20
Β > Α > Γ : 10
Α > Γ > Β : 8
Γ > Β > Α : 7
Είναι κάτι σαν “φαύλος κύκλος”. Η “γενική θέληση” της ομάδας είναι κυκλική:
Έναντι του Α η ομάδα προτιμάει το Γ. Έναντι του Γ η ομάδα προτιμάει το Β. Έναντι του
Β, η ομάδα προτιμάει το Α. Αλλά έναντι του Α, κ.ο.κ.
Σε σχήμα:
75
Α Β
60 65
Όλα τα άτομα που αποτελούν την ομάδα ξέρουν τις προτιμήσεις τους ή “ξέρουν
τί θέλουν”. Και όμως, όταν συγκεντρώσουμε όλες αυτές τις ατομικές προτιμήσεις, το
σύνολο δεν είναι αναγκαστικά συνεκτικό.
Σημείωση περί συνοχής: Σε μαθηματικούς όρους, η συνοχή συνίσταται στο ότι υποθέτουμε
πως η σχέση “προτίμηση” είναι μεταβατική: Δηλαδή, αν προτιμώ το Α από το Β και προτιμώ το
Β από το Γ, τότε εννοείται ότι προτιμώ και το Α από το Γ.
Ισχύει το:
Α Β
Α Β
Όμως, αν προσθέσουμε μια σειρά από ατομικές προτιμήσεις, το σύνολο δεν είναι
αναγκαστικά συνεκτικό, δηλαδή η προτίμηση της ομάδας δεν είναι αναγκαστικά
μεταβατική (όπως το δείχνει το προηγούμενο παράδειγμα).
Παρότι σχηματικό, το παράδειγμα αυτό δείχνει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για
τις κοινωνικές επιστήμες: Αυτό που ισχύει σε ατομικό επίπεδο δεν ισχύει αναγκαστικά
και σε συλλογικό επίπεδο. (Οι οικονομολόγοι το ονομάζουν καμιά φορά “σφάλμα της
σύνθεσης”).
ΑΒ
ΒΓ
ΑΓ
Το “δίλημμα του φυλακισμένου” είναι ένα από τα πιο γνωστά υποδείγματα μιας
τυποποιημένης στρατηγικής ανάλυσης (θεωρίας των παιγνίων). Έχει ονομαστεί έτσι
από την πρώτη του διατύπωση (από τον M.W.Tucker) και μπορεί να συνοψιστεί στο
εξής:
Δύο άνδρες συλλαμβάνονται για ένα σοβαρό έγκλημα. Όμως, καθώς δεν υπάρχουν
μεγάλες αποδείξεις, κινδυνεύουν να πάνε φυλακή μόνο για 1 χρόνο ο καθένας. Η
αστυνομία τους βάζει σε ξεχωριστά κελιά (χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας) και ζητάει
από τον καθένα να ομολογήσει. Ξεκαθαρίζει στον καθένα ότι: 1) Αν ομολογήσουν και οι
δυό τους, θα πάρουν από 5 χρόνια φυλακή. 2) Αν κανείς δεν ομολογήσει, θα πάρουν
από 1 χρόνο φυλακή. 3) Αν ο ένας ομολογήσει και ο άλλος δεν ομολογήσει, τότε ο
πρώτος θα απελευθερωθεί, ενώ ο άλλος θα καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλακή. Τα
δεδομένα, όπως τίθενται για τον καθένα, μπορούν να παρουσιαστούν στον εξής πίνακα:
Ο "άλλος"
Όμως, είναι προφανές, ότι αυτό δεν είναι το καλύτερο που είχαν να κάνουν: Γιατί,
αν και οι δύο κρατούσαν το στόμα τους κλειστό, τότε θα μπορούσαν να πετύχουν μια
φυλάκιση μόνο 1 έτους. Δηλαδή, το παράδοξο εδώ είναι ότι η καλύτερη στρατηγική δεν
είναι και η καλύτερη!
Όπως ο κυνηγός του Ρουσώ προτιμάει το λαγό μόνος του από το ελάφι για
όλους, έτσι και ο φυλακισμένος, ορθολογικά σκεπτόμενος, προτιμάει να μην συνεργαστεί
με τον άλλον, και ας επιδεινώνει έτσι την κατάστασή του.