You are on page 1of 14

Παράρτημα

1. Διάδραση και κοινωνικός συμβολισμός

2. Τα υποδείγματα της δράσης

3. Το σφάλμα της σύνθεσης

4. Το παράδοξο του Condorcet

5. Το “δίλημμα του φυλακισμένου”

Παράρτημα - 1 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


1. Διάδραση και κοινωνικός συμβολισμός
Κάθε φορά που ένα άτομο συσχετίζεται με ένα ή περισσότερα άλλα, δηλαδή
εξορισμού σε κάθε κοινωνική δράση, η ύπαρξη και η εξέλιξη της σχέσης περνάει μέσα
από τις αμοιβαίες κοινωνικές αναμονές. Οι αναμονές εκφράζονται στο επίπεδο της
συμπεριφοράς (περιμένω κάποιον να συμπεριφερθεί κάπως), αλλά δεν περιορίζονται σε
αυτήν: Επεκτείνονται αναγκαστικά και στο νόημά της, στη σημασία της.
Συμπεριλαμβάνουν πάντα μια ερμηνεία για το νόημα αυτό. Άρα βασίζονται πάντα σε ένα
ερμηνευτικό πλαίσιο που προϋποθέτει την πίστη για την ύπαρξη της κοινωνίας.

Αν ο Α βρεθεί με τον Β μαζί (φίλοι, ερωτευμένοι, γονέας με παιδί, συνάδελφοι στο


γραφείο, πολιτικοί αντίπαλοι, κλπ.) τείνουν πάντα να συμπεριφερθούν ο ένας προς τον
άλλον παίρνοντας κυρίως υπόψη τους τις αμοιβαίες αναμονές.

! Αν ο Α δώσει το χέρι του στον Β είναι επειδή ξέρει πως ο Β περιμένει από τον Α να
δώσει το χέρι του, όπως και ξέρει ότι και ο Β ξέρει πως ο Α το ξέρει. Και αντίστροφα, αν
δεν δώσει το χέρι του, θα πρόκειται επίσης για μια συμβολική πράξη με νόημα όχι μόνο
για τον Α αλλά κυρίως για τον Β. [Το παιχνίδισμα αυτό του τί ξέρω ότι οι άλλοι ξέρουν έχει
αρκετό βάθος και εκφράζεται δύσκολα με λόγια, αλλά είναι σχετικά “απλό” στην πράξη,
τόσο απλό που συνήθως παίρνεται για αυτονόητο: Μόνο όταν βρεθούμε σε ένα σχετικά
άγνωστο πλαίσιο, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία του].

! Ο Β ούτως ή άλλως πρέπει να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του Α, πρέπει να την


εντάξει σε ένα πλαίσιο, πρέπει να της αποδώσει νόημα: Να πει π.χ. “ο Α δε με χαιρέτησε
επειδή μου κρατάει μούτρα” ή “επειδή είναι αφηρημένος” ή “επειδή είναι αγενής” ή
“επειδή είναι ακόμα μωρό που δεν ξέρει” ή “επειδή είναι ξένος” ή ... Ο Β δεν μπορεί να μην
την ερμηνεύσει.
• Και επειδή ο Α ξέρει πως ο Β αναγκαστικά θα αποδώσει νόημα στη δική του
συμπεριφορά, για αυτό και ο ίδιος είναι στριμωγμένος: Η δράση του, όποια και να
είναι (δώσει ή δεν δώσει το χέρι του), θα ερμηνευτεί από τον Β. Ισως έχει τη
δυνατότητα να αποφασίσει τί να κάνει, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα αυτό που θα
κάνει να μην έχει νόημα για τους άλλους. [Αυτό καμιά φορά ονομάζεται συμβολισμός
της κοινωνικής δράσης. Δηλαδή οι ενέργειές μας είναι σύμβολα: Σημαίνουν κάτι].

Το κοινωνικό έργο και οι αντίστοιχοι ρόλοι μπορούν να παιχτούν επειδή η δράση


των ανθρώπων, η συμπεριφορά τους, ορίζεται μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση, τις
αμοιβαίες αναμονές. Μια συμπεριφορά, μια ενέργεια, μια δραστηριότητα, μια γλωσσική
έκφραση, δεν μπορεί να περιγραφεί απλώς σαν τέτοια, “υλικά” ή “φυσικά”: Είναι πάντα
σύμβολο, έχει νόημα, είναι μορφή επικοινωνίας.

Παρόλο που πολλές πράξεις είναι απλώς συμβολικές, δηλαδή δεν έχουν -ή γενικά
έχουν πολύ μικρή- υλική υπόσταση (χαιρετάω ένα γνωστό μου, στέκομαι προσοχή στον
εθνικό ύμνο, κάνω το σταυρό μου, τσουγκρίζω αυγά το Πάσχα, συμμετέχω σε μια
διαδήλωση), ωστόσο υπάρχουν πράξεις που παρουσιάζονται σαν καταρχήν υλικές

Παράρτημα - 2 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


(τρώω ένα φαί, βιδώνω βίδες στο εργοστάσιο που δουλεύω, θέτω μια ερώτηση στον
καθηγητή μου, ληστεύω μια τράπεζα, φλερτάρω, κλπ.).

[“Υλικές” εδώ σημαίνει “μη συμβολικές”, “μη τελετουργικές”, “μη συμβατικές”. Ορισμένοι
τις ονομάζουν “εσωτερικές” ή “ουσιαστικές” σε αντιπαράθεση με “τελετουργικές” ή “εκφραστικές”].
Είναι πράξεις δηλαδή τις οποίες οι άνθρωποι θεωρούν πως έχουν μια ουσιαστική και όχι απλώς
συμβολική σημασία. ‘Οτι δηλαδή γίνονται όχι γιατί έχουν συμβολικό νόημα για τους άλλους, αλλά
γιατί στοχεύουν σε κάτι το αυθύπαρκτα ουσιαστικό (στα προηγούμενα παραδείγματα: ικανοποιώ
την πείνα μου, κατασκευάζω ένα μηχάνημα, εκπαιδεύομαι, αποκτώ λεφτά, ικανοποιώ τις
σεξουαλικές μου επιθυμίες, κλπ.).

! Οι συμβολικές πράξεις πάντα έχουν μια “υλική” πλευρά, ωστόσο συνήθως αμελητέα.
Το δώρο που πάω στο φίλο μου που γιορτάζει είναι γενικά συμβολικό, ακόμα και αξίας.
Το δαχτυλίδι που προσφέρω στη μέλλουσα γυναίκα μου επίσης δεν είναι οικονομική
συναλλαγή. Αν όντας άνδρας αφήσω μια κοπέλα να μπεί πρώτη στο ασανσέρ, το κάνω
για να δείξω την ευγένειά μου. Ωστόσο, η αμελητέα αυτή υλική πλευρά μπορεί, σε
ορισμένες συνθήκες, να αποκτήσει απότομα μεγάλη “υλική” σημασία. Αν π.χ. η ευγένεια
με κάνει να αφήσω μια κοπέλα να περάσει στη βάρκα και εγώ μείνω στο πλοίο που
βυθίζεται... Ή αν, όντας ληστής στο Φαρ Ουέστ, αρνηθώ να πυροβολήσω πισόπλατα το
σερίφη που ωστόσο ξέρω πως είναι πιο γρήγορος από εμένα... Ή αν η προίκα που
παίρνω είναι αυτή που στην πραγματικότητα με ενδιαφέρει και όχι η κοπέλα που
παντρεύομαι...

! Παρόλο που μπορεί να μην είμαστε διατεθειμένοι να αναγνωρίσουμε τη συμβολική


πλευρά των υλικών μας πράξεων, ωστόσο μια απλή ανάλυσή τους δείχνει ότι οι υλικές
πράξεις είναι πάντα ταυτόχρονα και συμβολικές. Και αυτό επειδή:

• Γίνονται πάντα με κάποιον τρόπο που δεν μπορεί να μην είναι κοινωνικά
εξαρτώμενος: Τρώω με πηρούνι ή με τα χέρια, διακόπτω τον καθηγητή για να θέσω την
ερώτηση ή σηκώνω το χέρι μου για να μου δώσει εκείνος το λόγο, ...

• Η πράξη μου, ακόμα και “υλική”, δεν μπορεί να μην ερμηνευθεί από τους άλλους
(και από μένα): Τρώω επειδή πεινάω ή επειδή θέλω να ευχαριστήσω την οικοδέσποινά
μου, ρωτάω τον καθηγητή μου επειδή με ενδιαφέρει η απάντηση ή επειδή θέλω να
αποφύγω να με εξετάσει, ...

• Ακόμα και το τί έχει “υλική” σημασία για εμένα, τα κίνητρα και οι στόχοι μου, είναι
κατά πολύ κοινωνικές κατασκευές: Αν θεωρώ σημαντική την παιδεία μου είναι επειδή
στη συγκεκριμένη κοινωνία μου επιτρέπει ορισμένα πράγματα. Ακόμα και το φαΐ μου
(και οι άλλες φυσιολογικές λειτουργίες μου που δεν μπορούν να αναχθούν μόνο σε
κοινωνικές κατασκευές) επικαθορίζονται από τις αξίες και τις σκέψεις μου, που είναι
κοινωνικά ενταγμένες: Αν είμαι ασκητής μοναχός, θα φάω το λιγότερο δυνατόν...

Η κοινωνική μας πραγματικότητα, λοιπόν, είναι ένας κόσμος που, ακόμα και με
“υλική” υποδομή, είναι πάντα συμβολικός. Με αυτή την έννοια, μπορεί να αναφερθεί σαν
“κατασκευασμένος” και για αυτό και δεν μπορεί να αναχθεί σε απλό “αντικείμενο” που
“υπάρχει εκεί έξω”. Μένει πάντα να “ερμηνευθεί”.

Παράρτημα - 3 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


2. Τα υποδείγματα της δράσης
Γιατί οι άνθρωποι καταλήγουν να συμπεριφερθούν έτσι όπως συμπεριφέρονται;
Στην απάντηση του ερωτήματος αυτού μπορούν να αναμειχθούν διάφορα υποδείγματα
για τη δράση και τη “λογική” της. Σχηματικά, τα κυριότερα είναι:

1. Τελεολογική ή στρατηγική δράση. Οι άνθρωποι και οι ομάδες


συμπεριφέρονται με βάση στόχους που θέτουν και με μια εκτίμηση για τα μέσα που
διαθέτουν.
! Τελεολογική ονομάζεται συνήθως η δράση όταν οι στόχοι αναφέρονται στον
αντικειμενικό κόσμο: Πώς να μεγιστοποιήσει κανείς τα εισοδήματά του; Πώς να καταλάβει
μια υψηλότερη θέση; κλπ. Η τελεολογική δράση είναι κατεξοχήν η δράση που βασίζεται
στη σύγκριση “στόχων” του ατόμου με “μέσα” που διαθέτει. Για το λόγο αυτόν ονομάζεται
και “ορθολογική” ή “ορθολογικοποιημένη” (ίσως ο “στόχος” μου, να καταλάβω μια
υψηλότερη θέση, να μην είναι παρά το “μέσον” για να βγάλω λεφτά). Το πρόβλημα είναι,
πρώτον, ότι οι έννοιες αυτές, “στόχοι” και “μέσα” είναι αλληλένδετες, είναι κοινωνικές (δεν
μπορώ να είμαι “ευγενής” αν δεν ξέρω σε τί η “ευγένεια” συνίσταται) και η σύγκριση
μπορεί να περιπλακεί. Κατά δεύτερον, και κυριότερο, υποθέτοντας τους άλλους σαν
αντικείμενα, κινδυνεύουμε να σπάσουμε τα μούτρα μας: αν θέλω να καταλάβω μια
υψηλότερη θέση πρέπει να εξουδετερώσω τις παγίδες που θα μου ρίξει ο ανταγωνιστής
μου, επειδή ακριβώς αυτός ξέρει ότι εγώ θέλω να του φάω τη θέση (δεν είναι δηλαδή
απλό αντικείμενο) Για αυτό και το υπόδειγμα αυτό (που χρησιμοποιείται π.χ. από τους
μηχανικούς στην κατασκευή ενός εργαστηρίου) τείνει να εντάσσεται, από τους
κοινωνιολόγους, σε άλλα υποδείγματα, που παίρνουν υπόψη του άλλους:
! Στρατηγική ονομάζεται η δράση όταν αναφέρεται στο συνυπολογισμό της δράσης
των άλλων ατόμων και ομάδων.

• Η νεοκλασική οικονομική θεωρία έχει αναπτύξει ακριβώς αυτό το υπόδειγμα της


δράσης. Ο καταναλωτής θέλει να μεγιστοποιήσει την ικανοποίησή του και, με δεδομένα
τα μέσα που διαθέτει, διαλέγει να αγοράσει το τάδε προϊόν.

• Η θεωρία των παιγνίων έχει εμβαθύνει στη στρατηγική διάσταση της δράσης. Μια
ομάδα συμπεριφέρεται παίρνοντας υπόψη της αυτό που θεωρεί πως ενδέχεται να κάνουν
οι άλλοι (που επίσης με τη σειρά τους συμπεριφέρονται εξίσου στρατηγικά).

• Το πέρασμα σε μια συλλογική δράση συχνά εξηγείται στρατηγικά (π.χ. μέσα από
συμφέροντα, σε αντιπαράθεση άλλων). Γενικότερα για το θέμα της συνεργασίας ανάμεσα
σε ανθρώπους, βλ. και δίλημμα του φυλακισμένου.

Και η στρατηγική δράση είναι ένας συνυπολογισμός στόχων και μέσων και για
αυτό επίσης μπορεί να θεωρηθεί σαν “εξορθολογισμένη”, με την παρατήρηση ότι οι
“άλλοι” παίρνονται, αν όχι σαν “πράγματα”, τουλάχιστον σαν “αντικειμενικές οντότητες”.
Αλλά, επειδή αναγκαστικά παίρνεται υπόψη μια πρόβλεψη για τη δράση των άλλων, για
αυτό η στρατηγική δράση έχει και μια υποκειμενική λογική. Στην απόφασή μου

Παράρτημα - 4 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


συνυπολογίζω το ότι οι άλλοι μπορούν να φανταστούν τα σχέδιά μου και να θελήσουν να
τα ανατρέψουν.

[Για αυτό καμιά φορά με τη λέξη “στρατηγική” αναφέρεται η δράση που γίνεται για να
χειραγωγήσει ή και να εξαπατήσει τους άλλους].

2. Κανονιστική δράση. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με βάση τις κοινωνικά


συμφωνημένες οδηγίες, με βάση κανόνες που θεωρούνται από όλους σαν θεμιτοί ή
δίκαιοι ή σωστοί. Η θεωρία των ρόλων (τουλάχιστον στην πρώτη της έκδοση, των ρόλων
δηλαδή που απλώς επιβάλλονται από την κοινωνία στα άτομα), για παράδειγμα, στηρίζεται
σε αυτό το υπόδειγμα της δράσης.

• Ο Ντυρκάιμ ή ο Πάρσονς έχουν δώσει ιδιαίτερο βάρος στο υπόδειγμα αυτό της
δράσης. Η ομάδα ή η κοινωνία ορίζει συμπεριφορές, οδηγίες, υποδείγματα δράσης,
θεσμούς, που τα άτομα εσωτερικεύουν σαν σωστά, δίκαια, θεμιτά, φυσικά ή προφανή
και συμπεριφέρονται ανάλογα.

• Πολλοί επίσης ανθρωπολόγοι στηρίζονται σε αυτό το υπόδειγμα της κανονιστικής


δράσης. Οι διάφορες κοινωνίες δημιουργούν ειδικούς πολιτισμούς, κουλτούρες, που
είναι σύνολα από κανονιστικές ρυθμίσεις και κοσμοαντιλήψεις και αξίες, οι οποίες γίνονται
παραδεκτές από τα άτομα σαν προφανείς.

Η δράση είναι έτσι προσαρμογή στις κοινωνικές αναμονές μέσα σε πλαίσια


διάδρασης, όπου υλοποιούνται τα θεσμικά πλαίσια. Με αυτή την έννοια η δράση
χαρακτηρίζεται σαν κανονιστικά προσανατολισμένη. Εγώ τείνω να συμπεριφερθώ έτσι
όπως ορίζουν οι κοινωνικοί κανόνες. Την ύπαρξη των κανόνων την αισθάνομαι από τις
κοινωνικές αναμονές που έχω απέναντί μου, αλλά δεν είναι πάντα εξωτερική πίεση, στο
μέτρο που μαθαίνω να τις αισθάνομαι και εγώ σαν νόμιμες, θεμιτές, δίκαιες, σωστές. Τις
εντάσσω μάλιστα σε κοσμοαντιλήψεις (“κουλτούρες”, ιδεολογίες) και αξίες που τις
θεμελιώνουν σαν ορθές.

Ούτε η κανονιστική δράση μπορεί να περιγραφεί απλώς σαν αντικειμενικές


χειρονομίες: πρέπει να κατανοηθεί σαν υποκειμενική λογική για το τί οι άνθρωποι θεωρούν
ωραίο, δίκαιο και σωστό.

3. Δραματουργική δράση. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται μεταχειριζόμενοι τους


άλλους σαν θεατές ή σαν κοινό. Η δράση θεωρείται σαν παράσταση, σαν προσπάθεια
κατασκευής μιας εικόνας για το άτομο ή την ομάδα, ή σαν προσπάθεια έκφρασης της
υποκειμενικότητάς του.

• Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι το πρότυπο της δράσης αυτής και για αυτό
ονομάστηκε και δραματουργική.

• Ο Γκόφμαν είναι ο κατεξοχήν κοινωνιολόγος που εμβάθυνε τη δραματουργική


διάσταση της δράσης. Βλέποντας ότι ο ρόλος επιτρέπει πάντα μια αποστασιοποίηση
από αυτόν, μελέτησε τη δυνατότητα των ανθρώπων να ερμηνεύουν το ρόλο τους δίνοντας

Παράρτημα - 5 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


πραγματική παράσταση, για να μεταλλάσσουν την κοινωνική τους πραγματικότητα. Με
το υπόδειγμα αυτό εξήγησε μια σειρά από καταστάσεις σε οργανώσεις που τις ονόμασε
“ολοκληρωτικές”, όπως φυλακή, άσυλα ψυχασθενών. Ιδιαίτερα έδειξε για παράδειγμα
την τεράστια κοινωνική ικανότητα των υποτιθέμενα ψυχασθενών στο να ερμηνεύουν
δραματουργικά το ρόλο τους.

• Η γερμανική παραδοσιακή κοινωνιολογία επίσης έθεσε το ζήτημα από την άποψη


της αυθεντικότητας της ανθρώπινης δράσης. Κατά πόσο υπάρχει αυθεντικότητα στην
ανθρώπινη δράση και κατά πόσο, αντίστροφα, η ανθρώπινη δράση παρασύρεται σε μια
ψεύτικη έκφραση;

• Η ανθρώπινη δράση μπορεί πάντα να ειδωθεί, τουλάχιστον και, σαν παράσταση,


αφού είναι προσπάθεια οικοδόμησης μιας ταυτότητας, τόσο απέναντι στους άλλους
όσο και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό.

Το υπόδειγμα της δραματουργικής δράσης θέτει το πρόβλημα της


αντικειμενικότητας της δράσης και της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι η δράση
αυθεντική, είναι πραγματική έκφραση αυτού που την διεξάγει; Ώς ποιό σημείο είναι
ψεύτικη και απλώς “θέατρο”;

4. Ερμηνευτική δράση. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται προσφέροντας μεταξύ


τους διάφορες εκδοχές για το τί συμβαίνει, ποιά είναι η πραγματικότητα και μέσα από
αυτή τη διάδραση φτιάχνουν και την πραγματικότητα. Δηλαδή οι άνθρωποι φτιάχνουν
την κοινωνία ερμηνεύοντάς την, δεν την υφίστανται απλώς. Και η κοινωνία δεν υπάρχει
χωρίς την ερμηνεία αυτήν.

• Οι εθνομεθοδολόγοι (Garfinkel, Cicourel) έχουν δώσει ιδιαίτερο βάρος σε αυτή τη


διάσταση της δράσης. Δεν υπάρχει τρόπος να περιγραφεί η κοινωνική πραγματικότητα
χωρίς το νόημα που δίνουν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες σε αυτήν. Η δράση των ανθρώπων
θεωρείται σαν μια αμοιβαία προσπάθεια μέσα από τη διάδραση να οριστεί το τί συμβαίνει,
τί είναι θεμιτό.

• Η “επικοινωνιακή δράση” (Habermas) είναι επίσης μια προσπάθεια αμοιβαίας


αναζήτησης ερμηνειών, ιδιαίτερα του τί είναι ορθό.

• Η επιστημονική πρακτική ακολουθεί (ή υποτίθεται πως ακολουθεί) αυτή την


ερμηνευτική κατεύθυνση.

• Η ανταλλαγή μηνυμάτων ακολουθεί επίσης ερμηνευτικό πρότυπο. (Γλώσσα,


επικοινωνία).

• Η ανάγνωση της ιστορίας, της κοινωνίας αλλά και του ατόμου (βιογραφία,
ψυχανάλυση), επίσης ακολουθεί το ίδιο πρότυπο.

Το υπόδειγμα αυτό δίνει βάρος στο ότι η κοινωνία είναι πάντα μια ερμηνεία και
υπόκειται σε μεταλλάξεις καθώς και στο ότι ο κοινωνικός επιστήμονας δεν έχει τρόπο να

Παράρτημα - 6 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


μελετήσει από τα έξω το αντικείμενό του: Πρέπει να λάβει ο ίδιος μέρος πλήρως σαν
εταίρος της δράσης. Δεν μπορεί να καταλάβει τί συμβαίνει, αν δεν μπλεχτεί ο ίδιος στην
κατάσταση που θέλει να περιγράψει, για να κατανοήσει το νόημα που έχει. Αυτό οφείλεται
στο ότι η δράση είναι πάντα “περιστασιακή”, δηλαδή το νόημά της εξαρτάται από τις
περιστάσεις, τις συνθήκες, το πλαίσιο, που με τη σειρά του εξαρτάται από το νόημα
που δίνουν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στη διάδραση.

Παράρτημα - 7 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


3. Το σφάλμα της σύνθεσης
“Αν χρωστάτε 100.000 δολλάρια στην τράπεζά σας και δεν έχετε να πληρώσετε,
τότε έχετε σοβαρό πρόβλημα. Αν όμως χρωστάτε 100 εκατομμύρια, τότε η τράπεζά σας
είναι που έχει πρόβλημα”. Η ιδέα αυτή του Κέυνς έχει γενικότερη μεθοδολογική εφαρμογή
στην κοινωνιολογία:

Ό,τι ισχύει σε ατομικό επίπεδο δεν ισχύει αναγκαστικά και σε συλλογικό επίπεδο.
Αυτή είναι μια από τις πιο βασικές μεθοδολογικές αρχές που καθοδηγούν τον
κοινωνιολόγο. Στην ουσία της λέει ότι πρέπει να είναι πολύ καχύποπτος στις γενικεύσεις.
Ένα παράδειγμα είναι το παράδοξο του Κοντορσέ, δηλαδή η αδυναμία διαμόρφωσης
“γενικής θέλησης” με απλή “πρόσθεση” των ατομικών θελήσεων. Άλλα παραδείγματα:

• Μια εταιρεία που φτιάχνει οδοντόκρεμες έχει κάθε συμφέρον να τις διαφημίσει για
να αυξήσει το μερίδιό της στην αγορά. Αν όλες οι εταιρείες που φτιάχνουν οδοντόκρεμες
τις διαφημίσουν, καμία δεν θα αυξήσει το μερίδιό της στην αγορά.

• Στην οικονομία, τα φαινόμενα σύνθεσης είναι πολύ συχνά: Αν ένας επιχειρηματίας


καταφέρει να μειώσει τους μισθούς που δίνει στους εργάτες του, θα αυξήσει τα κέρδη
του. Αν όλοι οι επιχειρηματίες κάνουν το ίδιο, τότε όλοι μαζί θα έχουν πρόβλημα για να
πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Το πρόβλημα είναι ότι τα φαινόμενα της σύνθεσης δεν είναι τόσο ευνόητα όσο στα
προηγούμενα παραδείγματα. Συνήθως χρειάζονται μια ανάλυση που ξεπερνάει την απλή
εποπτική ματιά. Για να καταλάβει κανείς το παράδοξο του Κοντορσέ δεν αρκεί να το
σκεφτεί, πρέπει και να το αναλύσει. Πολλές κοινωνιολογικές θεωρίες χρησιμοποιούν
παρόμοια σχήματα σύνθεσης:

• Η θεωρία του Μαρξ για την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους: Επειδή
οι καπιταλιστές θέλουν να αυξήσουν τα κέρδη τους, κάνουν επενδύσεις εξοικονόμησης
εργασίας και αντικατάστασής της από αποδοτικές μηχανές. Όταν ένας καπιταλιστής
κάνει τέτοιες επενδύσεις, τότε καταφέρνει να βγάλει υπερκέρδη. Όμως επειδή και οι
άλλοι καπιταλιστές θα κάνουν το ίδιο, το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ότι κανείς δεν θα
βγάλει υπερκέρδος, αλλά και ότι στο τέλος όλοι θα βρίσκονται με παρόμοια κέρδη για
μεγαλύτερες αναγκαίες αρχικές επενδύσεις. Δηλαδή το ποσοστό του κέρδους θα γνωρίσει
πτωτική τάση.

• Το παράδοξο του ‘Αντερσον: Όταν ένας μαθητής μορφώνεται περισσότερο από


τους γονείς του, τότε αυξάνει τις δυνατότητές του να ανέβει κοινωνικά. Ωστόσο, στο
επίπεδο της γενιάς ολόκληρης, που μορφώνεται περισσότερο από τους γονείς της, δεν
συνεπάγεται πως η αύξηση της μόρφωσης οδηγεί σε μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα
(και μάλιστα ανοδική). Ίσα-ίσα, στον αιώνα μας η κοινωνική κινητικότητα έμεινε στάσιμη,
παρά την συχνά μαζική άνοδο της μόρφωσης.

Παράρτημα - 8 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


• Όταν κάποιος δανείζεται για να ζήσει, τότε μπορούμε να πούμε ότι “ζει πάνω από τις
δυνατότητές του”. Όταν, όμως, ένα κράτος αυξάνει το δανεισμό του (δημόσιο χρέος),
δεν συμβαίνει το ίδιο: Εξακολουθεί να ζει ακριβώς με τις ίδιες δυνατότητες που είχε και
πριν (με απλώς διαφορετική κατανομή των πόρων του). Ή, αν σε μια ολόκληρη κοινωνία,
τα δάνεια και οι πιστώσεις (σε τράπεζες και ανάμεσα σε ιδιώτες) αυξηθούν, αυτό πάλι
δεν σημαίνει πως η κοινωνία “ζει πάνω από τις δυνατότητές της”. Γενικότερα, μια
οικονομία δεν μπορεί στο σύνολό της να ζήσει “πάνω από τις δυνατότητές της”, δηλαδή
να χρησιμοποιήσει μέσα που δεν υπάρχουν, ενώ το άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει
μέσα που δεν τα έχει, αν του τα δώσει κάποιος άλλος.

• Γενικότερα, κάθε φορά που μια πραγματικότητα είναι προϊόν “σύνθεσης”, η ίδια η
σύνθεση μπορεί να έχει επιπτώσεις που δεν αναμένονταν από τα άτομα που την κάνουν.
Αυτές εννοούμε όταν αναφερόμαστε στις “μη ηθελημένες” επιπτώσεις της δράσης, που
μπορεί μάλιστα να είναι και τελείως “στρεβλές”, δηλαδή παραμορφωτικές και αντίθετες
με τη θέληση αυτών που προχωρούν σε δράση και ακόμα και αντίστροφες με τη θέληση
(να οδηγούν δηλαδή στο αντίστροφο αποτέλεσμα από το στόχο για τον οποίο έγιναν). Ας
παραπέμψουμε απλώς στα φαινόμενα της “δημιουργικής προφητείας”, σαν ένα δείγμα
αυτών των αθέλητων επιπτώσεων της σύνθεσης.

Από την άποψη του κοινωνιολόγου, το σημαντικό είναι ότι έχει σαν γενική αρχή να
είναι καχύποπτος απέναντι σε οποιαδήποτε γενίκευση στο σύνολο της κοινωνίας
διαπιστώσεων που μπορεί να ισχύουν στο επίπεδο του ατόμου.

Παράρτημα - 9 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


4. Το παράδοξο του Condorcet
“Όταν προτείνεται ένας νόμος στη συνέλευση του λαού, το ερώτημα που τους
τίθεται δεν είναι ακριβώς εάν εγκρίνουν ή εάν απορρίπτουν την πρόταση, αλλά εάν αυτή
συμφωνεί με τη γενική θέληση, που είναι η δική τους: ο καθένας τους με την ψήφο του
δίνει τη γνώμη του στο θέμα. Και με τον υπολογισμό των ψήφων εξάγεται η διακήρυξη
της γενικής θέλησης.” Η γενική θέληση “προέρχεται από τις προτιμήσεις που ο καθένας
διατυπώνει” <J.-J.Rousseau>.

Η δημοκρατική αρχή θέλει την κοινωνική ομάδα (παρέα, συνδικάτο, κόμμα,


τάξη, έθνος, κλπ.) να μπορεί να κάνει αυτό που η ίδια θέλει, στη βάση των ατομικών
προτιμήσεων των μελών της. Αν συγκεντρώσουμε τις προτιμήσεις των μελών της ομάδας
μπορούμε να βγάλουμε μια συνισταμένη που να είναι τότε “η γενική θέληση”. Αυτό
υποτίθεται πως γίνεται μέσα από τις εκλογές (ή και μέσα από την αγορά).

Όμως πόσο συνεκτική μπορεί να είναι η κοινωνική ομάδα; Ακόμα και αν τα μέλη
της ξέρουν τί θέλουν, μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την ομάδα σαν σύνολο (γενική
θέληση);

Θα παρουσιάσουμε -με ένα παράδειγμα- εδώ το πρόβλημα που έθεσε ο


Condorcet: Ας υποθέσουμε πως υπάρχει μια ομάδα 100 ατόμων (π.χ. μια σχολική
τάξη) που πρέπει να αποφασίσει κάτι (π.χ. πού να πάει εκδρομή ή να εκλέξει έναν
πρόεδρο). Ας υποθέσουμε πως υπάρχουν τρεις προτάσεις, οι Α, Β και Γ. Ας υποθέσουμε
ακόμα πως το κάθε άτομο ξέρει πολύ καλά τί θέλει (τις “προτιμήσεις” του) και ότι αυτές
κατανέμονται ως εξής: 40 άτομα προτιμούν το Α από τις δύο άλλες προτάσεις, αλλά σε
σχέση με το Γ προτιμούν το Β. Εν συντομία μπορούμε να το γράψουμε Α>Β>Γ : 40
(όπου “>” σημαίνει προτίμηση). 25 άτομα προτιμούν το Β>Γ>Α και 35 άτομα προτιμούν
το Γ>Α>Β.

Σχηματικά μπορούμε να τα γράψουμε:

Α > Β > Γ : 40
Β > Γ > Α : 25
Γ > Α > Β : 35

[Σημείωση: Για απλοποίηση εδώ υποθέσαμε ότι κανείς δεν έχει άλλη προτίμηση (όπως π.χ.
Α>Γ>Β). Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα μπορεί να καταλήξει κανείς αν έπαιρνε ένα πιο
μπλεγμένο αριθμητικό παράδειγμα όπως π.χ.:

Α > Β > Γ : 25
Β > Γ > Α : 30
Γ > Α > Β : 20
Β > Α > Γ : 10
Α > Γ > Β : 8
Γ > Β > Α : 7

Παράρτημα - 10 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η ομάδα αυτή, δεδομένων των ατομικών
προτιμήσεων, έχει μια “γενική θέληση”, κατά πόσο “θέλει” κάτι που να είναι στοιχειωδώς
συνεκτικό. Πράγματι, για κάθε πρόταση υπάρχει πάντα μια άλλη που η πλειοψηφία της
ομάδας προτιμάει:

Το 75% προτιμάει το Α από το Β. Το 60% προτιμάει το Γ από το Α. Και το 65%


προτιμάει το Β από το Γ.

Είναι κάτι σαν “φαύλος κύκλος”. Η “γενική θέληση” της ομάδας είναι κυκλική:
Έναντι του Α η ομάδα προτιμάει το Γ. Έναντι του Γ η ομάδα προτιμάει το Β. Έναντι του
Β, η ομάδα προτιμάει το Α. Αλλά έναντι του Α, κ.ο.κ.

Σε σχήμα:

75
Α Β

60 65

Όλα τα άτομα που αποτελούν την ομάδα ξέρουν τις προτιμήσεις τους ή “ξέρουν
τί θέλουν”. Και όμως, όταν συγκεντρώσουμε όλες αυτές τις ατομικές προτιμήσεις, το
σύνολο δεν είναι αναγκαστικά συνεκτικό.

Σημείωση περί συνοχής: Σε μαθηματικούς όρους, η συνοχή συνίσταται στο ότι υποθέτουμε
πως η σχέση “προτίμηση” είναι μεταβατική: Δηλαδή, αν προτιμώ το Α από το Β και προτιμώ το
Β από το Γ, τότε εννοείται ότι προτιμώ και το Α από το Γ.

Ισχύει το:

Α Β

Παράρτημα - 11 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


και ποτέ το:

Α Β

Όμως, αν προσθέσουμε μια σειρά από ατομικές προτιμήσεις, το σύνολο δεν είναι
αναγκαστικά συνεκτικό, δηλαδή η προτίμηση της ομάδας δεν είναι αναγκαστικά
μεταβατική (όπως το δείχνει το προηγούμενο παράδειγμα).

Παρότι σχηματικό, το παράδειγμα αυτό δείχνει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για
τις κοινωνικές επιστήμες: Αυτό που ισχύει σε ατομικό επίπεδο δεν ισχύει αναγκαστικά
και σε συλλογικό επίπεδο. (Οι οικονομολόγοι το ονομάζουν καμιά φορά “σφάλμα της
σύνθεσης”).

Ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να διαπιστώσει πως, με αυτές τις προϋποθέσεις,


οι προτιμήσεις θα οδηγήσουν στην υιοθέτηση άλλης απόφασης, ανάλογα με το “εκλογικό”
σύστημα που θα υιοθετηθεί. Ας δοκιμάσει να δει το αποτέλεσμα που δίνουν:
• Σχετική πλειοψηφία
• Πλειοψηφία με 2 γύρους
• Αντιπαράθεση ζευγών με διαδοχικούς αποκλεισμούς, αρχίζοντας από ένα απ’ όλα
τα δυνατά ζεύγη:

ΑΒ

ΒΓ

ΑΓ

[Είναι άραγε πάντα η ατομική προτίμηση συνεκτική (μεταβατική); ]

Παράρτημα - 12 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


5. Το “δίλημμα του φυλακισμένου”
“Μαζεύονταν άραγε να πιάσουν ένα ελάφι; Ο καθένας διαισθανόταν ότι, για να το
πετύχουν, έπρεπε να μείνει πιστός στη θέση του. Αλλά, έτσι και πέρναγε ένας λαγός εκεί
κοντά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα προσπαθούσε να τον πιάσει χωρίς να αισθανθεί
ντροπή και, αφού έπιανε το θήραμά του, πολύ λίγο θα τον ένοιαζε που με την πράξη του
θα έκανε τους άλλους να χάσουν το δικό τους” <J.-J. Rousseau>.

Το “δίλημμα του φυλακισμένου” είναι ένα από τα πιο γνωστά υποδείγματα μιας
τυποποιημένης στρατηγικής ανάλυσης (θεωρίας των παιγνίων). Έχει ονομαστεί έτσι
από την πρώτη του διατύπωση (από τον M.W.Tucker) και μπορεί να συνοψιστεί στο
εξής:

Δύο άνδρες συλλαμβάνονται για ένα σοβαρό έγκλημα. Όμως, καθώς δεν υπάρχουν
μεγάλες αποδείξεις, κινδυνεύουν να πάνε φυλακή μόνο για 1 χρόνο ο καθένας. Η
αστυνομία τους βάζει σε ξεχωριστά κελιά (χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας) και ζητάει
από τον καθένα να ομολογήσει. Ξεκαθαρίζει στον καθένα ότι: 1) Αν ομολογήσουν και οι
δυό τους, θα πάρουν από 5 χρόνια φυλακή. 2) Αν κανείς δεν ομολογήσει, θα πάρουν
από 1 χρόνο φυλακή. 3) Αν ο ένας ομολογήσει και ο άλλος δεν ομολογήσει, τότε ο
πρώτος θα απελευθερωθεί, ενώ ο άλλος θα καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλακή. Τα
δεδομένα, όπως τίθενται για τον καθένα, μπορούν να παρουσιαστούν στον εξής πίνακα:

Ο "άλλος"

Ομολογεί Δεν ομολογεί

Ομολογώ 5 χρόνια Αθωώνομαι


Εγώ
Δεν ομολογώ 20 χρόνια 1 χρόνο

Το ερώτημα είναι ποιά είναι η “καλύτερη στρατηγική” μου; Τί είναι το καλύτερο


που έχω να κάνω; Όπως εύκολα διαπιστώνεται από τον πίνακα, ό,τι και να υποθέσω
πως θα κάνει ο “άλλος”, εγώ είναι “καλύτερο” να επιλέξω να ομολογήσω. Καθώς το ίδιο
ακριβώς συμβαίνει και για τον άλλον, ο θεωρητικός της στρατηγικής θα πει ότι οι δύο
φυλακισμένοι θα επιλέξουν να ομολογήσουν (και άρα θα καταδικαστούν με 5 χρόνια
φυλάκιση).

Όμως, είναι προφανές, ότι αυτό δεν είναι το καλύτερο που είχαν να κάνουν: Γιατί,
αν και οι δύο κρατούσαν το στόμα τους κλειστό, τότε θα μπορούσαν να πετύχουν μια
φυλάκιση μόνο 1 έτους. Δηλαδή, το παράδοξο εδώ είναι ότι η καλύτερη στρατηγική δεν
είναι και η καλύτερη!

Παράρτημα - 13 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


Βέβαια, όλο το ζήτημα προέρχεται από το ότι οι δύο φυλακισμένοι δεν έχουν
δυνατότητα επικοινωνίας, δεν ξέρουν τί θα κάνει “ο άλλος”. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι
είναι “ορθολογικά” άτομα και όχι “κανονιστικά προσανατολισμένα” (όπως π.χ. οι μαφιόζοι
που σέβονται το “νόμο της ομέρτα”). Τέλος, είναι μια απόφαση “μια κι έξω” (γιατί, σε μια
παρόμοια επαναλαμβανόμενη κατάσταση, θα μπορούσαν έμμεσα να καταλήξουν στην
ισορροπία της λύσης κάτω δεξιά).

Όπως ο κυνηγός του Ρουσώ προτιμάει το λαγό μόνος του από το ελάφι για
όλους, έτσι και ο φυλακισμένος, ορθολογικά σκεπτόμενος, προτιμάει να μην συνεργαστεί
με τον άλλον, και ας επιδεινώνει έτσι την κατάστασή του.

Το δίλημμα του φυλακισμένου είναι μια σχηματοποίηση καταστάσεων που έχουν


πολλές φορές ερευνηθεί (δεν παραπέμπουμε εδώ σε παραδείγματα). Το ενδιαφέρον του
βρίσκεται στο ότι δείχνει πόσο περίπλοκη μπορεί να είναι η “στρατηγική δράση”:
• Ποιά είναι η “καλύτερη” στρατηγική.
• Πού μπορεί να οδηγήσει μια “σύνθεση των ατομικών θελήσεων” και γενικότερα
συμπεριφορών.
• Πώς η κοινωνία δεν είναι “άθροισμα” ατόμων.
• Τί είναι η “συνεργασία”.
• Ποιά σημασία μπορεί να έχει η “επικοινωνία”.
• Ποιά σημασία μπορεί να έχει η “κοινωνική αναμονή”.
• Πώς μπορεί να παρέμβει η “ερμηνεία”, ο ορισμός της κατάστασης.
....

Παράρτημα - 14 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία

You might also like