ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

You might also like

You are on page 1of 3

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ- ΣΤΟ ΝΙΚΟ Ε...

1949
Ο ποιητής και το έργο του

 Γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη.


 Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ.
 Είναι πολιτικός-κοινωνικός ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Αυτό σημαίνει ότι ενεπλάκη
στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του. Συγκεκριμένα συμμετείχε στην αντίσταση, ενώ κατά τη
διάρκεια του εμφυλίου συνελήφθη ως μέλος της ΕΠΟΝ (νεολαία του ΕΑΜ) για παράνομη πολιτική
δραστηριότητα στο φοιτητικό χώρο. Το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν
εκτελέστηκε και το 1951 αποφυλακίστηκε.
 Στη συνέχεια πήρε το πτυχίο της Ιατρικής και ειδικεύτηκε στην ακτινολογία.
 Μέχρι το 1978 άσκησε το επάγγελμα αυτό στη Θεσσαλονίκη.
 Από τότε μέχρι σήμερα ζει στην Αθήνα.
 Βίωσε το Β παγκόσμιο, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και την εποχή μετά από αυτόν ως τη
δικτατορία του '67.
 Στην ποίησή του επικρατεί ο πεσιμισμός, ο αντιμιλιταρισμός και η υπαρξιακή αγωνία.
 Γράφει αντιστασιακή-κοινωνική ποίηση, άρα είναι ρεαλιστής, πιστεύει στον κοινωνικό ρόλο του
δημιουργού και στην έκφραση συλλογικών οραμάτων.
 Χαρακτηριστικά της ποίησής του:
α) Είναι αφηγηματική, πεζολογική ή έχει μονολογική ροή, που προσεγγίζει το παραλήρημα.
β) Ο τόνος εκφοράς του είναι χαμηλόφωνος, εξομολογητικός και κουβεντιαστός.
γ) Ξεκινά από τα βιώματά του και γενικεύει τις καταστάσεις.
δ) Ο τόνος του είναι απαισιόδοξος, αιχμηρός, διδακτικός, (αυτο)κριτικός, σατιρικός και σαρκαστικός.
ε) Κυριαρχεί ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός σε σχέση με την τύχη της Αριστεράς και με την
απογοήτευση μια γενιάς που αν και αγωνίστηκε είδε τα οράματά της να διαψεύδονται.
στ) Η ποίηση του Α. ξεκινά απ' το μετασυμβολισμό και τον Καρυωτάκη και καταλήγει στο γυμνό ρεαλισμό
και τον Καβάφη.
 Συχνά θέματά του είναι:
α) η εμπειρία του πολεμικού και πολιτικού αγώνα
β) η αντίσταση
γ) η φυλακή και η εξορία
δ) η ειρήνη
ε) τα προβλήματα προσαρμογής
στ) οι επιπτώσεις της ήττας
ζ) η αντίδραση.

Γενικά για το ποίημα

 Το ποίημα γράφτηκε όταν ο Α. ήταν φυλακισμένος στο Γιεντί Κουλέ (Επταπύργιο), όπου είχε
οδηγηθεί κατά τον εμφύλιο για τις αριστερές του απόψεις, και βίωνε την εφιαλτική εμπειρία του
μελλοθάνατου.
 Είναι μια απάντηση στις ποιητικές επιλογές του Εγγονόπουλου και ανοίγει ένα διάλογο για τη σχέση
της ποίησης με την ιστορική πραγματικότητα.
 Το ποίημα είναι μια διαμαρτυρία για τη σαθρή εποχή του εμφυλίου. Ο Α. καταγράφει με ανθρώπινο
τρόπο τα μαρτύρια και το κλίμα θανάτου και αποσύνθεσης που βίωσε την περίοδο αυτή.
 Μέσω του ποιήματος εκφράζεται η άποψη ότι ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να συμμετέχει ενεργά
με το έργο του στα κοινωνικά δρώμενα, υπερασπίζοντας τα ιδεώδη της πολιτικής του παράταξης.
Πρόκειται για ένα ηθικό χρέος που καταξιώνει την ποίηση. Είναι το χρέος του απέναντι στην εποχή
του και απέναντι στις επόμενες γενιές: να μετατρέψει σε ποίηση όλες τις βασανιστικές εμπειρίες και τα
τραγικά βιώματα από τον εμφύλιο σπαραγμό.
 Βασικά μοτίβα του ποιήματος είναι οι φίλοι και οι σύντροφοι που χάνονται, οι έρημοι δρόμοι, τα
ερείπια και οι φυλακές, δηλαδή το σκηνικό του πολέμου, των γκρεμισμένων ονείρων, της ατομικής και
συλλογικής τραγωδίας.
 Με κοφτό, αποσπασματικό λόγο και συμβολικές εικόνες ο Α. εκφράζει τον ανθρώπινο πόνο, τον
προβληματισμό και την αγωνία του για τον κοινωνικοπολιτικό ρόλο της ποίησης σε δύσκολους
καιρούς.

Είδος

Πρόκειται για ένα πολιτικό ποίημα, που ανήκει στη «στρατευμένη ποίηση» και συγκεκριμένα στο
«μαχόμενο ρεαλισμό», το λογοτεχνικό δηλαδή ρεύμα για την υποστήριξη των αριστερών ιδεών.

Τίτλος

 Από τον τίτλο φαίνεται ότι το ποίημα έχει συγκεκριμένο αποδέκτη το Νίκο Εγγονόπουλο και ότι
πρόκειται για μια απάντηση στο «Ποίηση 1948» λόγω
α) της χρονολογίας (1949)
β) της μίμησης της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου
γ) του κοινού θέματος (εμφύλιος και ποίηση).
 Ο Α. ισχυρίζεται ότι το ποίημα αφιερώνεται στο συναγωνιστή του Νίκο Ευστρατιάδη.
 Αν πρόκειται πάντως για απάντηση στο ποίημα του Εγγονόπουλου, αυτή δίνεται μόνο στον τελευταίο
παρενθετικό στίχο. Κι αυτό γιατί διαγράφει στους 14 πρώτους στίχους την τραγικότητα του εμφυλίου,
ώστε να φανεί εύλογο το ρητορικό ερώτημα του τελευταίου στίχου.
 Πάντως μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ποίημα αναφέρεται σε όλους τους ποιητές, που τους καλεί να
αναλάβουν το χρέος τους, ή ακόμα και στον εαυτό του, ώστε να μη λιποψυχήσει μια τέτοια δύσκολη
στιγμή.
 Η χρονολογία (1949) υποδηλώνει ότι θα μιλήσει για την εποχή του εμφυλίου πολέμου και
συγκεκριμένα για μια περίοδο κατά την οποία ό ίδιος ήταν φυλακισμένος και θανατοποινίτης.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Υπάρχουν 4 οπτικές και ηχητικές εικόνες που δομούν νοηματικά το ποίημα και υποβάλλουν τη φρίκη του
πολέμου:
α) στ. 1-3: Φίλοι που χάνονται, σκοτώνονται ή εκτελούνται, εικόνα που εκφράζει το κόστος του εμφυλίου
σε ανθρώπινες ζωές.
β) στ.4-8: Οι φωνές των βασανισμένων ζωντανών. Ουσιαστικά πρόκειται για ζωντανούς- νεκρούς, θύματα
του εμφυλίου πολέμου. Συγκεκριμένα μια μάνα κλαίει ή φωνάζει το παιδί της στους έρημους δρόμους και
ένα παιδί μόνο και απροστάτευτο κλαίει. Είναι εικόνα μοναξιάς, ερημιάς και δυστυχίας.
γ) στ. 9-10: Τα ερείπια συνθέτουν ένα κατεστραμμένο σκηνικό θανάτου. Τα χαλάσματα υπάρχουν τόσο στο
τοπίο όσο και στις ψυχές των ανθρώπων.
 Χαρακτηριστική η εικόνα/παρομοίωση των τρυπημένων, σάπιων σημαιών, που είναι και η κορύφωση
της πρώτης στροφής: Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και οι υλικές καταστροφές στα πλαίσια ενός
πολέμου αδιανόητου δεν μπορεί παρά να πλήττουν θανάσιμα τον ίδιο το λαό. Τα πυρά του εμφυλίου
χτυπούν στην καρδιά του έθνους και οδηγούν στην έκπτωση κάθε εθνικού ιδεώδους. Οι σφαίρες δε
σκοτώνουν μόνο ανθρώπους αλλά και τις εθνικές αξίες, σύμβολο των οποίων είναι η σημαία, που
κράτησαν για αιώνες το λαό αυτό στη ζωή. Το μίσος και ο διχασμός των Ελλήνων, η άσκοπη και
φρικιαστική ανθρωποθυσία, καταρρακώνουν κάθε αξία και ιδανικό. Αυτή ακριβώς την κατάρρευση και
κατάπτωση θέλει να αισθητοποιήσει με τις «τρυπημένες, σάπιες σημαίες», θύματα κι αυτές της εμφύλιας
σύρραξης. Η εικόνα εκφράζει την πίκρα και την απογοήτευση του Α. για τη συντριβή των οραμάτων του.
δ) στ.11-14: Πρόκειται για την εικόνα της εφιαλτικής εμπειρίας του μελλοθάνατου μέσα στη φυλακή
(μαρτύριο της βραδινής αναμονής, εφιαλτικά όνειρα σε σιδερένια κρεβάτια, αγωνία πριν το χάραμα, την
ώρα δηλαδή των εκτελέσεων). Με αυτή την εικόνα καταγγέλλεται το δράμα των μελλοθάνατων και
αισθητοποιείται η αγωνία του επικείμενου θανάτου. Το οξύμωρο των στίχων 13-14 λακωνικά και χωρίς
μελοδραματισμούς εκφράζει το τραυματικό βίωμα του φυλακισμένου λίγο πριν το τέλος του: το φως της
ζωής λιγοστεύει την ώρα που ξεπροβάλλει το φως του ήλιου, γιατί αυτή την ώρα γίνονται οι εκτελέσεις. Ο
σπαραγμός του μελλοθάνατου Α. φτάνει στο σημείο αυτό στην κορύφωσή του.
Ο παρενθετικός στίχος 15 παρουσιάζει τη φωνή του ποιητή. Το «μα» θέτει ένα αγωνιώδες ερώτημα και
ξεκινά ένα διάλογο με το ποίημα του Εγγονόπουλου «Ποίηση 1948», με το οποίο ο Α. διαφωνεί.
Ταυτόχρονα ο Α. διαλέγεται με τον εαυτό του και με τους ομότεχνούς του σε σχέση με τη δυνατότητα της
ποίησης να εκφράσει το δράμα του πολέμου και τις ατομικές και συλλογικές εμπειρίες. Η απάντηση, όμως,
λανθάνει. Ο Α. θα μιλήσει έστω και με πόνο για όλα αυτά, γιατί η ποίηση είναι πράξη πολιτικής ευθύνης
και ο ποιητής δεν πρέπει να σιωπά, όπως κάνει ο Εγγονόπουλος. Πρέπει να καταγγέλλει, να μνημονεύει
και να εκφράζει τον ανθρώπινο πόνο και να συμπορεύεται με τα εκάστοτε γεγονότα. Ο Α. αγανακτεί και
καλεί και τον Εγγονόπουλο και τους άλλους ποιητές να «μιλήσουν» για όλα όσα συμβαίνουν στην περίοδο
του εμφυλίου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο στ.15 κατατάσσει το ποίημα στα «ποιήματα ποιητικής».

Ύφος

Χαμηλόφωνο, εξομολογητικό και λιτό, απομακρυσμένο απ’ τα στοιχεία της παραδοσιακής ποίησης.
Υπάρχουν όμως στοιχεία που προκαλούν στον αναγνώστη μια συγκίνηση εκ των έσω: η τραγικότητα
υπογραμμίζεται με την ηχητική εικόνα της μάνας που φωνάζει τη νύχτα στους έρημους δρόμους και του
αναπάντητου κλάματος του παιδιού, αλλά και με την εικόνα του μελλοθάνατου φυλακισμένου. Έτσι, η
εξωτερική αισθητική λιτότητα αντικαθίσταται από τη συγκίνηση που προκαλεί η καταγραφή της ερημιάς
και του θανάτου.

Τόνος

Χαμηλόφωνος, εξομολογητικός, υπαινικτικός, χωρίς μελοδραματισμούς χάρη στη λιτότητα, την απλότητα
και τη ζεστασιά του, την προφορικότητα, τη λακωνικότητα, την απουσία λυρικών εξάρσεων και το
ρεαλισμό.

Λόγος

Λακωνικός, με βάση στο ουσιαστικό και στο επίθετο, χωρίς περίτεχνα φραστικά σχήματα και
μελοδραματισμούς και με συμβολική χρήση της εικόνας. Είναι ακόμα προφορικός.

Γλώσσα

Πεζολογική (καθημερινό λεξιλόγιο, κυριολεξία, ακριβολογία).

Στίχος

Ελεύθερος, ανισοσύλλαβος, κοφτός, ασθματικός, μονολεκτικός. Ο τελευταίος στίχος είναι γραμμένος σε


ιαμβικό δωδεκασύλλαβο, προφανώς για έμφαση.

Τεχνική

Οι στίχοι του ποιήματος είναι λιγοστοί, κατακερματισμένοι ή και μονολεκτικοί. Εικονοποιούν τη φρίκη και
το θάνατο και μεταδίδουν την αγωνία, τον πόνο και τη συγκρατημένη θλίψη του ποιητή. Η στίξη
αποφεύγεται αλλά κάθε στίχος αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα, αφού όλοι έχουν την ίδια βαρύτητα. Ο
ποιητής βιάζεται να μιλήσει στο λίγο χρόνο που το απομένει. Έτσι, ο ποιητικός λόγος δείχνει σοβαρός,
μεστός, αληθινός, δύσκολα αρθρωμένος, σχεδόν τεμαχισμένος, εναρμονισμένος απόλυτα με την ψυχή του
ποιητή.

Σχήματα λόγου

α) Εικόνες
β) Αντιθέσεις (φωνέςσιωπή, μέρανύχτα, φωςσκοτάδι)
γ) Παρομοίωση στο στ.10

You might also like