ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥΣ

You might also like

You are on page 1of 6

ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥΣ- ΓΙΩΡΓΟΣ

ΙΩΑΝΝΟΥ
1η Ενότητα- Οι θαμώνες του καφενείου που συχνάζει ο Ι. (Στέκομαι... σε άλλα περιβάλλοντα
συναντημένοι)

 Η σκηνή ξεκινά σε ένα καφενείο της Θεσσαλονίκης.


 Δίνεται λοιπόν ο χώρος («ορισμένο καφενείο», «σ’ αυτή την πόλη»), ο χρόνος («σε λίγο.. μεγάλοι» 
μεσημέρι προς απόγευμα) και τα πρόσωπα («οι μεγάλοι», «τα παιδιά», «εγώ»).
 Μιας και δεν αναφέρονται τοπωνύμια θα μπορούσε να διαδραματίζεται το σκηνικό σε οποιαδήποτε
πόλη. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το έργο αρχίζει απότομα, με αοριστία του χώρου και του χρόνου
και ανωνυμία των προσώπων. Ο σκοπός του συγγραφέα είναι προσδώσει καθολικό και διαχρονικό
χαρακτήρα στο έργο.
 Ο αφηγητής γνωρίζει τα πρόσωπα, το χώρο και το χρόνο, αλλά δεν τα αποκαλύπτει στον αναγνώστη,
επειδή θεωρεί πως δε χρειάζεται μιας και απευθύνεται στον εαυτό του.

 Ο Ι. μιλά για τις χαρακτηριστικές σκηνές της ζωής των κατοίκων της.
 Παιδιά παίζουν μπάλα στο δρόμο έξω από ένα καφενείο (εικόνα ξεγνοιασιάς).
 Συνειρμικά ο Ι. σκέφτεται τους πρόσφυγες που σε λίγο θα αντικαταστήσουν τα παιδιά. Κοινός άξονας
του συνειρμού είναι ο χώρος, το καφενείο.
 Ξετυλίγει δηλαδή ένα κουβάρι αναμνήσεων, για να μας δώσει το θεματικό άξονα του κειμένου: τους
δεσμούς των προσφύγων με την πατρίδα τους, μεταξύ τους και με τη ράτσα τους σε αντίθεση με
τη μοναξιά και την αποξένωση στα αστικά κέντρα.
 Αξίζει να σημειωθούν οι σκέψεις του αφηγητή, που εμπεριέχονται στους συνειρμούς του:
 1η σκέψη- «Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά είναι πιο αληθινοί»: Οι πρόσφυγες αγωνίζονται για να
επιβιώσουν σε αντίξοες συνθήκες. Στη σκέψη του αφηγητή είναι συνυφασμένοι με τα βάσανα και τις
κακουχίες. Είναι αυθεντικοί, λαϊκοί άνθρωποι, που έχουν μάθει να εργάζονται σκληρά.
 Υπάρχουν οι αντιθέσεις παιδιάμεγάλοι και ξεγνοιασιάκούραση.
 2η σκέψη- «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ»: Οι πρόσφυγες
γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, που όμως δεν είναι πατρίδα τους. Πατρίδα τους είναι η γη των πατέρων
τους. Σ’ αυτό το σημείο ο αφηγητής ταυτίζεται μαζί τους και μας δίνει ένα πρώτο αυτοβιογραφικό
στοιχείο.
 3η σκέψη- « κι όμως... διεσπαρμένους»: Εκφράζεται ο θαυμασμός του αφηγητή για τους πρόσφυγες
που δεν αλλοίωσαν τα ψυχικά και σωματικά χαρακτηριστικά της ράτσας τους, αλλά διατήρησαν τη
γνησιότητα της καταγωγής τους.
 Διεσπαρμένοι: Όσοι έφυγαν μεμονωμένα από τις πατρικές εστίες τους και δεν κατέλυσαν στους
προσφυγικούς συνοικισμούς, αλλά αναμείχθηκαν με τους γηγενείς. Έτσι, σταδιακά έχασαν κάποια
χαρακτηριστικά της ράτσας τους.
 4η σκέψη- «Ιδίως... συναντημένοι»: Ακόμα και ο χώρος προσδίδει στους πρόσφυγες γνησιότητα και
αυθεντικότητα. Στο μυαλό του αφηγητή είναι συνδεδεμένοι με αυτό το περιβάλλον, που τους
διαφοροποιεί απ’ τους κατοίκους των πόλεων και τους πρόσφυγες, που ζουν εκτός των συνοικισμών.
 Με βάση το χώρο υπάρχει η αντίθεση διεσπαρμένοιπρόσφυγες συνοικισμών.

 Υπάρχουν για τους πρόσφυγες τρεις απόλυτες συγκρίσεις (χωρίς β' όρο σύγκρισης):
 "κουρασμένοι απ' τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί": θυμίζει την κούραση και την ταλαιπωρία που
κρύβει το παρελθόν των προσφύγων.
 "πιο γνήσιοι": κατά τον Ι. είναι συνδεδεμένοι με το χώρο, που συχνάζουν.
 "μου φαίνονται": το "μου" τονίζει την υποκειμενικότητα της άποψης.
 "πιο καθαρά": αναφέρεται στους ομογενείς του, που είχαν ξεριζωθεί απ' τον τόπο τους.

 Ο Ι. χρησιμοποιεί τη λέξη "ράτσα", αντί της "φυλής", αναφερόμενος σε ένα σύνολο ανθρώπων με
κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και εξωτερικά χαρακτηριστικά. Από τις ράτσες τους αναγνωρίζει
τους πρόσφυγες. Σήμερα βέβαια η λέξη έχει αρνητική σημασία και σημαίνει την κατώτερη φυλή, στα
πλαίσια της ρατσιστικής θεωρίας.
2η Ενότητα- Η έλξη του αφηγητή προς τους πρόσφυγες (Η αλήθεια... παρέες τους)

 Ο Ι. θέλει να καταγράψει τις διάφορες ράτσες της Θεσσαλονίκης. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν βαρετό,
γι’ αυτό καταφεύγει στο λογοτεχνικό εύρημα της προσωπικής του ικανότητας να ξεχωρίζει σχεδόν
αλάνθαστα τις διάφορες ράτσες. Η ικανότητα αυτή οφείλεται στην κοινή καταγωγή και στη συλλογική
μνήμη, που λειτουργούν ως σημείο αναγνωρίσεως και ως μυστικοί δεσμοί ανάμεσα στους πρόσφυγες
και στον αφηγητή.
 Αναφέρει πάντως πως συχνά μπερδευόταν για να δείξει πως ακόμα και το εξασκημένο μάτι ξεγελιόταν
από το πλήθος των φυλών, που άλλωστε είχαν αρχίσει να αφομοιώνονται με τους γηγενείς.
 Με αυτό το τέχνασμα συγκεκριμενοποιούνται οι πρόσφυγες που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη ( Πόντιοι,
Καραμανλήδες, Καυκάσιοι, Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες, απ’ το Γαλατά, Θρακιώτες, απ’ τη
Ρωμυλία, Ηπειρώτες, Μοναστηριώτες) και γίνεται υπαινιγμός στην καταγωγή του αφηγητή, που
αυτοβιογραφείται.
 Διακρίνεται η τάση του Ι. για περιγραφή του συγκεκριμένου και το ενδιαφέρον του για τη
λεπτομέρεια, μιας και περιγράφει λεπτομερώς κάθε ράτσα (σωματότυπο, ομιλία, προφορά, χρώμα
δέρματος και μαλλιών).

 Στη συνέχεια υπάρχει μια κατάθεση ψυχής, για τα συναισθήματα του Ι. για τους πρόσφυγες.
 Το ύφος αλλάζει, φορτίζεται συναισθηματικά.
 Η ιδιότυπη προφορά των προσφύγων οδηγεί τον αφηγητή στο να δηλώσει τη βαθιά συγκίνησή του.
 Αρχικά επιχειρεί να γενικεύσει τα συναισθήματά του χρησιμοποιώντας β΄ ενικό πρόσωπο, αλλά
επιστρέφει στο α΄ ενικό και στο εξομολογητικό ύφος που αντανακλά τη βασανιστική του λαχτάρα.
 η «ζεστή προφορά» είναι πολιτισμικό στοιχείο της ιδιαίτερης πατρίδας, ενώ οι «αδρές και τίμιες
φυσιογνωμίες» κληρονομικό και ψυχολογικό.
 Για τον Ι. η λέξη «πατρίδα» σημαίνει τον τόπο των προγόνων του, ακόμα κι αν ο ίδιος δε γεννήθηκε
εκεί.
 Με τη λέξη «αίμα» μάλιστα αισθητοποιεί την έλξη που του ασκεί η καρδιά του, που του υπενθυμίζει
συνεχώς τα φυλετικά του χαρακτηριστικά και το προγονικό του παρελθόν, φορτίζοντάς τον
συναισθηματικά κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με άλλους πρόσφυγες.
 «Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει»: Ο αφηγητής ταυτίζεται με τους πρόσφυγες, νιώθει το κοινό
παρελθόν να φωλιάζει μέσα του, τα πολιτιστικά και φυλετικά του χαρακτηριστικά να ζωντανεύουν. Η
εσωτερική φωνή είναι έντονη, η μνήμη ξεκάθαρη και το αίμα του τον οδηγεί στις ρίζες του. Η φωνή
των προγόνων, η κοινή καταγωγή και ο κοινός βασανισμός του ξεριζωμού μιλάνε μέσα του και του
ασκούν μία γοητεία, που μεταφράζεται σε νοσταλγία για την πατρίδα και επιθυμία επιστροφής σε
αυτήν. Γι’ αυτό είναι πρόθυμος να απαρνηθεί τον τόπο που γεννήθηκε, γιατί στην ουσία δεν τον
ένιωσε ποτέ πατρίδα του.
 «Κάτι σα ζεστό κύμα... πατρίδα»: Η φαντασίωση του αφηγητή, που αντανακλά στην αρχέγονη μήτρα
της ζωής (θάλασσα), έχει την πηγή της στο αίμα, που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, ενώνει όλες
τις ράτσες των προσφύγων και τους δίνει τη δύναμη να επιβιώσουν.
 «Εκτός κι αν... από ‘δω»: Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο υλική υπόσταση αλλά και ψυχική-πνευματική.
Έτσι εξηγείται η βαθιά λαχτάρα του αφηγητή για επιστροφή στην πατρίδα.
 «Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου»/ «Γυρνώ μες στους
προσφυγικούς συνοικισμούς... έτσι η αλήθεια»: Η ιστορία γίνεται πηγή φιλολογικής μνήμης και
ταυτίζονται αφηγητής και συγγραφέας. Ο Ι. βλέπει στα τίμια πρόσωπα των προσφύγων την πορεία του
ελληνισμού στους αιώνες, τη ράτσα και την πατρίδα του. Του έρχονται στο νου μνήμες από
πανάρχαιους λαούς, που δε χάθηκαν, αλλά αφομοιώθηκαν από τους Έλληνες. Αυτούς τους λαούς, τους
κουβαλούν μέσα τους οι πρόσφυγες και μία έλξη, που πηγάζει από τις ρίζες του προγονικού αίματος,
τον κάνει να θέλει να αγκαλιάσει τους άγνωστους πρόσφυγες.

 Το αντιθετικό «κι όμως» προετοιμάζει τον αναγνώστη για την αλλαγή κλίματος, που τώρα βαραίνει.
 Ο Ι. εκφράζει την οργή, την πικρία και το παράπονό του για τη συμπεριφορά του κρατικού
μηχανισμού στους πρόσφυγες: έσπειρε τη διχόνοια, κατέστρεψε ό,τι τους κρατούσε ενωμένους και
πλέον τους διώχνει με τη μετανάστευση.
 Εγκαταλείπει τους χαμηλούς τόνους, για να υψώσει φωνή ενάντια στην εκμετάλλευση που ασκούν
στους πρόσφυγες οι αρμόδιοι.
 Με ένα καυστικό σχόλιο ανοίγει διάλογο με την ιστορία και παίρνει θέση για σημαντικά ιστορικά
γεγονότα. Υιοθετεί την οπτική γωνία των προσφύγων και τα παράπονα τους.
 Χρησιμοποιεί γ΄ ενικό για να προσδώσει αντικειμενικότητα στα λεγόμενά του.
 Θίγει έμμεσα το μεταναστευτικό ρεύμα του ‘50-’60 προς τη Γερμανία και γενικότερα το κοινωνικό
πρόβλημα της ενσωμάτωσης των προσφύγων στη μητριά πατρίδα.

 Στη συνέχεια ο αφηγητής επανέρχεται στην προηγούμενη ζεστή ατμόσφαιρα των προσφύγων, με το
μοτίβο του αίματος, που ενώνει υπόγεια πρόσφυγες και αφηγητή.
 Η συμπάθεια αφηγητή και θαμώνων καφενείου είναι αμφίπλευρη, ωστόσο ο αφηγητής διατυπώνει
έναν υπαινιγμό: δεν μπορεί να ενσωματωθεί στην προσφυγική κοινότητα, γιατί είναι ένας
διεσπαρμένος, που έχει συνείδηση της διαφορετικότητας και της μη γνησιότητάς του.

3η Ενότητα- Η ερημιά της μεγαλούπολης (Ολομόναχος... οι αταξίες)

 Ο Ι. συνειρμικά από τη σκληρή αντιμετώπιση των προσφύγων περνά στην προσωπική του μοναξιά και
αποξένωση στα πλαίσια μιας μεγαλούπολης. Μετά την περιπλάνησή του στους προσφυγικούς
συνοικισμούς, επιστρέφει στο κέντρο της πόλης, όπου η μοναξιά τον συνθλίβει και τον αλλοτριώνει.
Έτσι αναδύεται ο δεύτερος θεματικός πυρήνας του κειμένου, η μοναξιά, που συνδέεται άμεσα με τον
πρώτο, την προσφυγιά. Οι κάτοικοι στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις παραλληλίζονται με τους
πρόσφυγες, γιατί είναι κι αυτοί μακριά από τα πάτρια εδάφη και νιώθουν μόνοι και ξένοι.
 Η λέξη «χάνομαι» χρησιμοποιείται μεταφορικά και είναι η λέξη-κλειδί της ενότητας.
 Η προσφυγιά και η αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου τον κάνουν να νιώθει ακόμα πιο ξένος και
μόνος, ακόμα κι αν γύρω του υπάρχει πλήθος ανθρώπων.
 Τα φανάρια, τα αυτοκίνητα και οι μηχανές είναι τα τεχνοκρατικά στοιχεία του αστικού πολιτισμού.
 ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια= η αθόρυβη κυκλοφορία του αίματος.
 Μία αντίθεση που ταυτόχρονα αποτελεί ηχητική εικόνα είναι τα αυτοκίνητα και οι μηχανές σε σχέση με
τη σιωπή όταν ανάβει κόκκινο.
 Επειδή ο αφηγητής αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάσει τη φυλετική και πολιτισμική του ταυτότητα
στρέφεται στις λαϊκές δοξασίες των προγόνων που του δίνουν δύναμη να συνεχίσει.
 Πιο αναλυτικά: αναπλάθονται δύο εικόνες
α) ο συλλογισμένος διαβάτης στους αφιλόξενους δρόμους της πόλης
β) ο σκυμμένος στο έδαφος αφηγητής που αφήνει να περάσει από πάνω του το βουβό ποτάμι των
προσφύγων.
 «Σταματώ... διαβάτες»/ «Μου ‘ρχεται... το ποτάμι»: Χαμένος μέσα στην ανωνυμία του πλήθους νιώθει
ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καμπυλώσει τη ράχη του,
για να διευκολύνει το πλήθος να περάσει, να φύγει και να χαθεί, για να χαθεί μετά κι ο ίδιος στους
μεγάλους δρόμους της μεγαλούπολης.
 Από το σημείο αυτό κι έπειτα έρχεται η στροφή στους προγόνους. Το πεζοδρόμιο της μεγαλούπολης
μεταμορφώνεται σε δάπεδο εκκλησίας και η περιπλάνηση του αφηγητή στην πόλη σε θρησκευτική
τελετουργία, με στόχο την επικοινωνία με τους προγόνους.
 «Της Γονατιστής... βόμβο»: Το προγονικό ποτάμι, που συμβολίζει την αδιάσπαστη συνέχεια της
ράτσας του αφηγητή, τον οδηγεί στη λύτρωση από τον τυραννικό τρόπο ζωής στη μεγαλούπολη,
δηλαδή στην υπέρβαση της μοναξιάς του και στην άρση της αλλοίωσης του.
 «της Γονατιστής»: πρόκειται για τον εσπερινό που πραγματοποιείται την Κυριακή της Πεντηκοστής,
που περιέχει ευχές γονυκλισίας. Η παραμονή της Πεντηκοστής είναι ημέρα των ψυχών, που απ’ το Μ.
Σάββατο αναστήθηκαν και ήρθαν στον πάνω κόσμο. Μετά τη Γονατιστή τελειώνει η περίοδος χάριτος των
νεκρών και αρχίζει ο θρήνος των ψυχών.
 «καρυδόφυλλα»: Στη Θράκη η εν λόγω γονυκλισία γινόταν πάνω σε καρυδόφυλλα. Πίστευαν ότι η
καρυδιά εξασφαλίζει υγεία και αποδιώχνει τα κακά πνεύματα. Γι’ αυτό την εβδομάδα που προηγείται της
Πεντηκοστής έβαζαν στον κόρφο τους καρυδόφυλλα. Ακόμα, το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής έκλειναν
τα μάτια τους με καρυδόφυλλα, για να μη δουν οι ψυχές των νεκρών τους δικούς τους και δεν μπορέσουν
να τους αποχωριστούν.
 «βόμβο»: Από τα αρχαία χρόνια πιστευόταν πως οι ψυχές, όταν βρίσκονται στον επάνω κόσμο, είναι
τόσο λεπτές στην υφή, που μπορούν να κρεμαστούν από έναν ιστό αράχνης. Γι’ αυτό εκείνες τις μέρες οι
ζωντανοί δεν πρέπει να κινούνται έντονα γιατί μια κίνηση τους μπορεί να τραυματίσει μια ψυχή.
 Ο αφηγητής αισθάνεται ως ο φυσικός αποδέκτης μιας μεγάλης κληρονομιάς, που έχει την υποχρέωση
να διατηρήσει. Γι’ αυτό άλλωστε γνωρίζει τόσο καλά τις διάφορες ράτσες και λαχταρά τόσο την
πατρίδα του.

 Νιώθει πάντως απέχθεια για την κατάσταση στις πόλεις: δεν υπάρχει επικοινωνία, αισθάνεται ξένα τα
πράγματα στα οποία ζει, κυριαρχεί η αδιαφορία για το συνάνθρωπο και η καχυποψία.
 Αιτία αυτής της κατάστασης είναι η βία και η εγκληματικότητα, αλλά πολύ περισσότερο τα σχέδια
κάποιων που ευνοούνται από την αποστασιοποίηση και την ανωνυμία.
 «είμαι βαριά παραπονεμένος»: Η ζωή του αφηγητή στο αστικό κέντρο είναι τυραννική γιατί ζει ξένος
ανάμεσα σε ξένους, μακριά από την πατρίδα του, με ανθρώπους που αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο,
αποφεύγουν κάθε μορφή επικοινωνίας και θέλουν να ζουν ανώνυμοι μέσα στο πλήθος. Ο συγγραφέας
θίγει άμεσα, παραστατικά και περιεκτικά την αλλοτρίωση των ανθρώπινων σχέσεων στις σύγχρονες
πόλεις σε συνδυασμό με τον εκφυλισμό των ηθικών αξιών («Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις
πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες»). Έτσι, απορρίπτει και σαρκάζει το σύγχρονο πολιτισμό,
φτάνοντας ίσως στην υπερβολή, καθώς παραμένει αθεράπευτος νοσταλγός του παρελθόντος και
λάτρης του λαϊκού πολιτισμού.
 « Μέσα στους ξένους... γείτονά σου»: Υπάρχει μια αντίθεση μεταξύ της συνοχής των προσφύγων των
συνοικισμών και της αποξένωσης-μοναξιάς των κατοίκων των μεγαλουπόλεων. Η αντίθεση αυτή δίνει
την ευκαιρία στον αφηγητή να εκφράσει την απέχθειά του για το σύγχρονο πολιτισμό και την
αστικοποίηση. Η μοναξιά αποδίδεται πια με δοκιμιακή γραφή και όχι με ποιητικό τρόπο, όπως πριν.
Αναδεικνύεται εν τέλει η αντιπαράθεση μεταξύ του ζεστού και ανθρώπινου περιβάλλοντος των
συνοικισμών και του αφιλόξενου και απάνθρωπου περιβάλλοντος των αστικών κέντρων.
 Λέξεις που δίνουν άμεσα την αίσθηση της μοναξιάς του αφηγητή : ξένα, έτοιμα, ενοικιασμένα,
αδιαφορούν, αποφεύγει, κρύβουν.

6η Ενότητα- Μια απραγματοποίητη ευχή (Γι’ αυτό... τριγύρω)

 Ο Ι. εκφράζει τη ζήλια του για τους ανθρώπους που ζουν στον τόπο τους, με τους ανθρώπους τους και
με τα πράγματά τους, αντίθετα με τον ίδιο.
 Με πικρία ("τουλάχιστο") κάνει την απραγματοποίητη ευχή να ζούσε σε έναν προσφυγικό συνοικισμό
με ανθρώπους της ράτσας του.
 Η ευχή αυτή είναι το συμπέρασμά του μετά τη σύγκριση: θα προτιμούσε να ζει στον προσφυγικό
συνοικισμό, αφού νιώθει όμορφα στο ζεστό περιβάλλον του, εκεί όπου διατηρείται ζωντανή η μνήμη
των προγόνων, παρά στη μεγαλούπολη, όπου νιώθει άβολα.

Χαρακτηρισμός προσώπων

α) Συγγραφέας:
 Παρατηρητικός
 νοσταλγικός
 χαίρεται να περπατά στους προσφυγικούς συνοικισμούς
 συγκινείται όταν βλέπει ανθρώπους της φυλής του
 λαχταρά να επιστρέψει στην πατρίδα,
 αισθάνεται την ευθύνη να διατηρήσει την προγονική παράδοση
 έχει ένα παράπονο και μια απογοήτευση για την εκμετάλλευση των προσφύγων και για τον τρόπο
ζωής στη σύγχρονες μεγαλουπόλεις,
 ζηλεύει όσους δεν είναι αλλοτριωμένοι.
β) Πρόσφυγες:
 Συναθροισμένοι στη Θεσσαλονίκη
 είναι δύσκολο να τους ξεχωρίσεις
 εργατικοί
 γεμάτοι διάθεση για δημιουργία
 απλοί
 αγνοί
 θύματα των "εγκληματιών του γραφείου".
Ερμηνεία του κειμένου

Μέσα από τη σύγκριση της ζεστασιάς των προσφύγων και της ψυχρότητας των σύγχρονων αστών,
αναδύεται η λαχτάρα του αφηγητή για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Δένεται με τους ανθρώπους της τόσο με
εθνικούς, όσο και με βιολογικούς και πολιτιστικούς δεσμούς. Ακόμα ο Ι. σκιαγραφεί τη μοναξιά των
αστικών κέντρων. όμως πάντα η περιγραφή αυτής της μοναξιάς λειτουργεί ως μέτρο σύγκρισης και
αντίθεσης, για να αναδειχθεί τελικά η αγάπη και ο καημός του πρόσφυγα για την πατρίδα του.

Σχήματα λόγου

α) Μεταφορές
β) Παρομοιώσεις
γ) Προσωποποιήσεις
δ) Αντίθεση (θαμώνες καφενείουαφηγητής κ.α.)

Λόγος

Λιτός, αυθόρμητος, φυσικός, με κάποια σχήματα λόγου

Γλώσσα

Απλή, καθημερινή, με μικροπερίοδο λόγο.

Ύφος

Υποβλητικό, με ενάργεια και καθαρότητα γραφής. Το χαρακτηρίζει η εσωτερικότητα, ο εξομολογητικός


τόνος, το απλό, ανεπιτήδευτο, στρωτό γράψιμο και ο βιωματικός χαρακτήρας. Στην αρχή του κειμένου ο Ι.
φαίνεται να έχει μια ποιητική διάθεση, ελεγχόμενη πάντα, που εξελίσσεται σε εσωτερικό λυρισμό στην
παράγραφο όπου περιγράφει τα συναισθήματα του για τους πρόσφυγες.
 Ο Ι. δεν παρασύρεται σε μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις.

Αφηγητής

Δραματοποιημένος αφηγητής και εσωτερική οπτική γωνία. Έτσι η αφήγηση γίνεται θερμή και οικεία,
αποκτά συνοχή και ενότητα. Το κείμενο έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, αφού είναι γραμμένο σε α’
πρόσωπο. Η αφήγηση είναι απρόσωπη, υπάρχει εσωτερικός μονόλογος και εσωτερική εστίαση.

Αφηγηματικός τρόπος

Μίμηση (=περιγραφή), καθώς υπάρχει απρόσωπος αφηγητής, που αφηγείται σε α’ πρόσωπο, κάτι που δίνει
την αμεσότητα και τη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας στο κείμενο.

Αφηγηματικός χρόνος

Δεν υπάρχει διάσπαση του αφηγηματικού χρόνου, δεν υπάρχουν χρονικές ανακλήσεις, είναι όλο
επικεντρωμένο στο παρόν.

You might also like