You are on page 1of 3

Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίντενμπουργκ ανέθεσε στον Χίτλερ


την καγκελαρία του Ράιχ, υπογράφοντας την πράξη θανάτου της
δημοκρατίας και την επικράτηση των απολυταρχικών και
εθνικιστικών δυνάμεων. Ήδη από το 1923 Βαυαροί στασιαστές,
μεταξύ των οποίων ο Αδόλφος Χίτλερ, είχαν συλληφθεί έπειτα
από την αποτυχία του Πραξικοπήματος του Μονάχου για την
ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Ο όρος Δημοκρατία της Βαϊμάρης επεκράτησε, ως ιστορικός


και πολιτικός όρος στη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία να
εννοείται η (συμβατική) ονομασία του πολιτεύματος της
Γερμανίας από το 1919 έως την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία
το 1933. Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το
γερμανικό Ράιχ (εθνικό κράτος) απαρτίζεται από 17 ομόσπονδα
κρατίδια, το καθένα με δική του κυβέρνηση και κοινοβούλιο, τα
οποία εκπροσωπούνταν στο κεντρικό συμβούλιο.[1] Το
σύνταγμα καθορίζει ένα πολιτικό σύστημα με στοιχεία της
κοινοβουλευτικής και της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το
κοινοβούλιο είναι το λεγόμενο Ράιχσταγκ και η πρωτεύουσα το
Βερολίνο.

Γενικά
Η πρώτη αυτή γερμανική δημοκρατία πήρε το όνομά της από
την πόλη Βαϊμάρη (Weimar), όπου συνήλθε η Γερμανική
Εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα μετά
την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

Η δημιουργία της δημοκρατικής αυτής κυβέρνησης είναι άμεση


συνέπεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση αυτή, που
υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αποτελούμενη από
σοσιαλιστές της αριστεράς, σοσιαλδημοκράτες και
αντιπροσώπους του καθολικού Κέντρου, πολύ γρήγορα βρέθηκε
αντιμέτωπη με την κομμουνιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών
του Βερολίνου, την οποία κατέστειλε με βιαιότητα και
δολοφόνησε τους ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ
Λίμπκνεχτ (15 Ιανουαρίου 1919).

Σύνταγμα της Βαϊμάρης

Καρπός ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων πολιτικών


δυνάμεων, (Απρίλιος 1919), το σύνταγμα αντιπροσώπευε ό,τι
πιο προοδευτικό και δημοκρατικό μπορούσε να υπάρξει εκείνη
τη στιγμή. Έθετε επίσης με σαφήνεια τα όρια των διαφόρων
εξουσιών και περιείχε τις θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούσαν
την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις σχέσεις εργασίας κ.α.
Ωστόσο, η οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε η Γερμανία, το
πολεμικό χρέος που υποχρεωνόταν να καταβάλει και η
διατήρηση των οργάνων εξουσίας του παλαιού καθεστώτος
μέσα στο σώμα της νέας δημοκρατίας ευνοούσαν την αναβίωση
του εθνικισμού και έφθειραν τα δημοκρατικά κόμματα. Οι
κυβερνήσεις που ακολουθούσαν ζούσαν υπό το βάρος του
πληθωρισμού, τον οποίον τροφοδοτούσε η πληρωμή των
πολεμικών επανορθώσεων, ενώ οι δεξιοί εξαπέλυαν τραγική
σειρά δολοφονιών.[2]

Το βαρύ πολεμικό χρέος

Το σοβαρότερο πλήγμα κατά της γερμανικής δημοκρατίας


δόθηκε όταν η Γαλλία, για να εξασφαλίσει την πληρωμή των
χρεών, κατέλαβε τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ (11
Ιανουαρίου 1923) σε συμφωνία με το Βέλγιο. Η κυβέρνηση,
πρόεδρος της οποίας ήταν ο Βίλχελμ Κούνο, αντέδρασε
κηρύσσοντας τήν παθητική αντίσταση, ενώ η χρηματοδότηση
από τη γερμανική κυβέρνηση οδήγησε στην οριστική
κατάρρευση του μάρκου και στην όξυνση του πληθωρισμού.
Μέσα στη γενική κρίση, τα αντιδραστικά κινήματα έδωσαν το
σύνθημα της εξέγερσης, παρά την αναχαίτιση του πληθωρισμού
που οφειλόταν στα μέτρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που
συγκροτήθηκε στις 13 Αυγούστου από τον Γκούσταβ
Στρέζεμαν, τον σημαντικότερο πολιτικό της Δημοκρατίας της
Βαϊμάρης.

You might also like