You are on page 1of 1

Φεγγάρι μου, πού σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις,

πουλάκια, που είστε 'ς τα κλαριά και 'ς τοις κοντοραχούλαις,


και σεις περιβολάκια μου, με το πολύ το άνθι,
μην είδατε τον αρνηστή, τον ψεύτη της αγάπης;
οπού μ' εφίλειε κ' ώμονε, ποτέ δε μ' απαρνειέται,
και τώρα μ' απαράτησε σαν καλαμιά 'ς τον κάμπο.
σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κ' η καλαμιά απομένει,
βάνουν φωτιά 'ς την καλαμιά κι' άπομαυρίζει ο κάμπος.
Έτσι είναι κ' η καρδούλα μου μαύρη, σκοτεινιασμένη.

Θέλω να τον καταραστώ και τον πονεί η ψυχή μου,


μα πάλι ας τον καταραστώ κι' ό,τι του μέλλει ας πάθη.
Σε κυπαρίσσι ν' ανεβή, να μάση τον καρπό του,
το κυπαρίσσι να ειν' ψηλό, να λυγιστή να πέση.
Από ψηλά να γκρεμιστή και χαμηλά να πέση,
σαν το γυαλί να ραγιστή, σαν το κερί να λειώση.
Να πέση εις τούρκικα σπαθιά, εις φράγκικα μαχαίρια.
Πέντε γιατροί να τον κρατούν και δέκα μαθητάδες,
και δεκοχτώ γραμματικοί τα πάθη του να γράφουν.
Κ' εγώ διαβάτρα να γενώ και να τους χαιρετήσω.
"Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
αν κόβουν τα ψαλίδια σας, κορμί μη λυπηθήτε,
έχω κ' εγώ λινό παννί σαρανταπέντε πήχαις,
όλο μουρτάρια και ξαντά 'ς του δίγνωμου τη σάρκα,
κι' α δε σας φτάσουνε κι' αυτά κόβω και την ποδιά μου,
πουλώ και τα μεταξωτά τα ρημοσκοτεινά μου,
κι' α θέλη γαίμα γιατρικό, πάρετε οχ την καρδιά μου"

You might also like