Professional Documents
Culture Documents
Ο Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883 στην Κρήτη και πέθανε στη Γερμανία το 1957. Ως μαθητής
γυμνασίου φοίτησε για λίγο σε φράγκικο σχολείο στη Νάξο λόγω της Κρητικής Επανάστασης,
αλλά επέστρεψε και τελείωσε το γυμνάσιο στην Κρήτη. Ακολουθούν οι νομικές σπουδές στην
Αθήνα (1902), το 1906 γίνεται αριστούχος διδάκτορας της Νομικής και το 1912 υπηρέτησε ως
εθελοντής στον πόλεμο. Είναι δημοτικιστής, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τον ενδιαφέρει η
εκπαίδευση και συγγράφει πέντε αναγνωστικά. Στο έργο του συχνά διερευνώνται παιδαγωγικές
απόψεις, όπως:
«[…] δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε
καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε ένας μαθητής, χλωμός,
κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο στο χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το
δάχτυλο:—Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!»
(Αναφορά στον Γκρέκο, «Δημοτικό Σκολειό», σελ. 69).
Ο Καζαντζάκης έζησε σε ταραγμένη εποχή για την Ελλάδα και τον κόσμο. Θήτευσε σε
διάφορες κοσμοθεωρίες, αλλά επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη φιλοσοφία του Νίτσε και του
Μπερκσόν και από τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Η γραφή του Καζαντζάκη είναι δυναμική
και παραστατική. Οι μικροϊστορίες που αφηγείται αποτελούν υλικό για να οδηγηθεί είτε στην
αναζήτηση της ελληνικότητας είτε στη μεταφυσική αγωνία σχετικά με τον σκοπό του
ανθρώπου, το χρέος και τον θάνατο. Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι πνεύμα παθιασμένο, ένας
ανιχνευτής της ζωής, ένας περιηγητής του κόσμου (η ψυχή του «αλάνισσα του απέραντου
γοργόνα»), ένα ρωμαλέο πνεύμα με βαθιές ανησυχίες, που όσο διείσδυε στο απέραντο, τόσο το
απρόσιτο μεγάλωνε , ένα κράμα αισθησιασμού και πνευματικότητας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε
ότι το έργο του είναι έργο ιδεών που επιδιώκει να συγκροτήσει έναν ιδανικό κόσμο, έναν κόσμο
ουτοπικό, όπου πλεονάζει η αγωνία για τον άνθρωπο. Στη γραφή του, διαπλέκεται η εμπειρία με
τον στοχασμό, με πορεία από τα πράγματα στις υψηλές ιδέες, στην ελευθερία, στο νόημα της
ζωής, στα υπαρξιακά ερωτήματα, στην εσωτερική Κραυγή, στον Ανήφορο και στο Χρέος.
Ο Καζαντζάκης, που είναι άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας και αναζητάει την
ελληνικότητα στη διαχρονική μας παράδοση, λόγια και λαϊκή, γράφει στη δημοτική
με πολλά κρητικά ιδιώματα.
Από το 1906, αρχίζει να εκδίδει τα πρώτα του έργα. Ασχολείται με τη φιλοσοφία, τη μετάφραση, το
θέατρο, την ποίηση. Θεωρούσε έργο της ζωής του την Οδύσσεια με 33333 στίχους. Έγινε γνωστός
από την ταξιδιωτική λογοτεχνία του και κυρίως από τα μυθιστορήματα. Χρηματίζει διευθυντής στο
Υπουργείο Περιθάλψεως επί Ελ. Βενιζέλου κατά τα έτη 1920-22. Από το 1926, ταξιδεύει πολύ και
γράφει. Έτσι, προέκυψαν τα Ταξιδεύοντας. Από το 1942 έως το 1953, μεταφράζει μαζί με τον
καθηγητή Ι. Κακριδή την Ομήρου Ιλιάδα, το γνωστό σχολικό βιβλίο. Το 1949 αρχίζει να γράφει τα
έργα του Καπετάν Μιχάλης και Αδερφοφάδες με αναφορά στον εμφύλιο. Σημαντικό έργο του είναι
και η Αναφορά στον Γκρέκο. Το 1951 γράφει το μυθιστόρημα Ο Τελευταίος Πειρασμός και το
1954 το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Το 1956 γράφει το έργο Ο Χριστός
Ξανασταυρώνεται, που γίνεται κινηματογραφικό σενάριο το 1957. Μετέφρασε Νίτσε, Μπίχνερ,
Πλάτωνα, Δάντη, Ου. Τζέημς κ.ά. Επίσης, το έργο του μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες.
Εργάστηκε ως σύμβουλος σε θέματα λογοτεχνίας στην Ουνέσκο και τιμήθηκε με το βραβείο
ειρήνης.
Γραμματολογική τοποθέτηση του έργου
Στο μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που αρχίζει να γράφει από το 1941, ο
χρόνος της αφήγησης μετατίθεται και στην προπολεμική περίοδο και ο χώρος είναι η Κρήτη.
Πρόκειται για μυθιστόρημα πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο με διάχυτη βιωματικότητα,
όπως άλλωστε και σε όλο το έργο του Καζαντζάκη. Εδώ, κυριαρχεί η περσόνα του Ζορμπά, ενός
αντινοησιαρχικού ανθρώπου. Το έργο στήνεται πάνω στην αντίθεση δύο βασικών χαρακτήρων,
του πνευματικού και του ανθρώπου με τη ζωική δύναμη, και φαίνεται ότι υπερέχει ο
βιταλισμός του Νίτσε που εκπροσωπείται από τον Ζορμπά. Η γυναίκα στο έργο του
Καζαντζάκη άλλοτε είναι σκεύος ηδονής, διάβολος της αμαρτίας, άλλοτε ανελεύθερη, που
προσκολλάται στον άντρα, όπως η Λόλα στον Ζορμπά, ή όπως η άλλοτε κοσμοπολίτισσα Μαντάμ
Ορτάνς, που παρακαλεί τον Ζορμπά να την παντρευτεί. Βέβαια από τα πορτρέτα των γυναικών δεν
λείπει και η αγιοποιημένη Παναγιά. Ο ήρωας Ζορμπάς βρίσκει τον παράδεισο στη γη, στη γυναίκα,
στις απολαύσεις και στο χορό και λυτρώνεται από τη διαπάλη ψυχής και σώματος, π.χ. «Χύθηκε
στο χορό […]. Τίναζε η ψυχή το κορμί, μα αυτό έπεφτε. […]»
«Η γραφή του σε ύφος του προφορικού λόγου, με το καθημερινό λεξιλόγιο, το στοχασμό και τη
λαϊκή θυμοσοφία για τη ζωή και τα προβλήματά της αναμιγνύει το σοβαρό με το ευτράπελο και
γίνεται ένα ύφος γκροτέσκο […]. Ανάμεσα στους στοχασμούς προέχει εκείνος που αφορά το νόημα
της ελευθερίας, το οποίο διαπερνά όλα τα έργα του, όπως και τα έργα Αλέξης Ζορμπάς και
Αναφορά στο Γκρέκο, και αποκρυσταλλώνεται στο ταφικό του επίγραμμα “Δεν ελπίζω τίποτα, δεν
φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος”. Το επιτύμβιο επίγραμμα συνομιλεί με τον Λουκιανό
(Δημώνακτος Βίος, §19-20), με τον Κορνάρο (Ερωτόκριτος, Ε1017-1022) και ενδοκειμενικά με
την Ασκητική, το Βραχόκηπο, τον Αλέξη Ζορμπά: “Του λόγου αφεντικό, έχεις μακρύ σπάγγο, πας
κι έρχεσαι, θαρρείς πως είσαι λεύτερος. μα το σπάγγο δεν τον κόβεις. Κι άμα δεν κόψεις το
σπάγγο…” (Αλέξης Ζορμπάς σελ. 354). […] Το θέμα της ελευθερίας παρουσιάζεται με
αναβαθμούς ως την απόλυτη αναγκαιότητα “-Λεύτεροι./ -Λευτερωμένοι κι από τη λευτεριά πιο
πέρα” (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 592)».
(Χρ. Αργυροπούλου, 2004, «Καζαντζάκης και Οικουμενικότητα, από τη γραφή στο στοχασμό
του Ν. Καζαντζάκη», Θαλλώ, τεύχος 15, Χανιά: σελ. 200)
Νοηματική απόδοση
Ο Ζορμπάς και ο συγγραφέας επιστρέφουν από την κηδεία της Μαντάμ Ορτάνς . Είναι και οι
δύο σιωπηλοί και πικραμένοι. Ο Ζορμπάς κρατούσε το κλουβί με τον παπαγάλο της Ορτάνς.
Τελικά, κάθισαν στην παραλία και παρά την κούρασή τους δεν ήθελαν να κοιμηθούν. Τότε ο
Ζορμπάς, στραμένος προς τον ουρανό, είπε πως τον προβλημάτιζει εμφάνιση ενός αστερισμού και
με αυτό ως αφορμή ρώτησε το συγγραφέα για το δημιουργό των αστεριών, για το σκοπό της
δημιουργίας και το ανερμήνευτο του θανάτου. Ο συγγραφέας δηλώνει άγνοια στο θέμα αυτό και ο
Ζορμπάς διαμαρτύρεται. Πώς είναι δυνατόν ένας μορφωμένος άνθρωπος να μην μπορεί να
απαντήσει. Ο συγγραφέας τονίζει πως τα βιβλία δε δίνουν απάντηση σε τέτοια ζητήματα· απλώς
εκφράζουν την αγωνία του ανθρώπου γι’ αυτά. Μάλιστα, για να βοηθήσει τον αγανακτισμένο
Ζορμπά να καταλάβει ότι πέρα από τη γνώση και την αρετή υπάρχει το δέος, του παραθέτει ένα
μύθο, όπου ο άνθρωπος είναι σκουλήκι που βαδίζει σ’ ένα πελώριο δέντρο. Το δέντρο είναι το
σύμπαν, τα φύλλα του τα αστέρια και τα φύλλα με τα σκουλήκια είναι η γη. Με τον τρόπο αυτό ο
συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει την ασημαντότητα του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Τονίζει
πως άλλοι άνθρωποι ερμηνεύουν με τη θρησκεία την ύπαρξή τους και άλλοι δέχονται τα πράγματα
ως έχουν. Ο Ζορμπάς ομολογεί ότι δε φοβάται το θάνατο, τονίζει όμως πως ο άνθρωπος πρέπει να
είναι ελεύθερος και είναι ελεύθερος, όταν είναι υπεύθυνος για τη ζωή του. Και με τα λόγια αυτά
αποκοιμιέται. Ο συγγραφέας όμως δεν κοιμάται. Βυθίζεται στις σκέψεις του και βλέπει το σύμπαν
να ωριμάζει και να αλλάζει, να βγάζει από μέσα του ό,τι κρυφό έχει. Μόνο όταν ξημέρωσε, έφυγε
από μπροστά του το θαύμα αυτό του ουρανού και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα.
Ενδεικτικές επισημάνσεις
2.Αφηγηματικοί τρόποι
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στο διήγημά του ποικιλία αφηγηματικών τρόπων:
3.Χρόνος-χώρος
Δίνονται κατά την αφήγηση της πορείας των δύο ηρώων προς το ακρογιάλι.
Χρόνος: παρελθοντικός, νύχτα ως το ξημέρωμα (το σκοτάδι, η σιγαλιά και το μυστήριο
δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα)
Τόπος: ο δρόμος, ένα ακρογιάλι της Κρήτης (το ευρύ πέλαγος και ο έναστρος ουρανός
αισθητοποιούν το άπειρο του σύμπαντος)
Πρόκειται για έναν ευρηματικό χωροχρόνο, που με τη μοναξιά του ωθεί στην περισυλλογή και
γεννά ερωτήματα υπαρξιακά και αγωνίες για τις άρρητες αλήθειες.
4.Τα πρόσωπα
Ο συγγραφέας: Άνθρωπος του πνεύματος, της γνώσης και της θεωρίας, γεμάτος ανησυχίες,
διανοούμενος, στοχαστικός, φιλόσοφος, σοβαρός, με ευγενικούς τρόπους. Γνωρίζει τη ζωή
μέσα από τα βιβλία. Μέσα από την περιπέτεια της γνωριμίας του με τον Ζορμπά αναζητάει
μια εμπειρία χρήσιμη για τη σκέψη του.
Ο Ζορμπάς: Αγνός, αμόρφωτος, άνθρωπος του μόχθου, δυνατός, ρωμαλέος, αυθόρμητος,
εξωστρεφής, χωρίς ευγενικούς τρόπους. Στηρίζεται μόνο στην εμπειρία της ζωής. Κλείνει
μέσα του τον κόσμο της ελευθερίας, της ζωτικής δύναμης, του σφρίγους, της ορμής και του
πάθους για τη ζωή. Κινείται από το ένστικτο και το συναίσθημά του, είναι απόλυτα
ελεύθερος και έτοιμος για κάθε παράτολμη πράξη. Αποτελεί την αντίθεση προς το
συγγραφέα, αυτό που ο συγγραφέας θα ήθελε να ήταν, αν μπορούσε.
Οι δύο μαζί συνθέτουν ολόκληρο το φάσμα της ζωής: σκέψη – δράση, έργο – λόγος, πράξη –
θεωρία.
5.Οι μεταφυσικές ανησυχίες του Ζορμπά (τι είχε προηγηθεί – ποιες είναι)
Ο αφηγητής και ο Ζορμπάς φτάνοντας στην Κρήτη θα μείνουν στο μικρό ξενοδοχείο της
μαντάμ Ορτάνς, μιας γαλλίδας που πέρασε τα χρόνια της προσφέροντας ερωτικές απολαύσεις σε
γενναιόδωρους άντρες. Ο Ζορμπάς θα συνάψει ερωτική σχέση μαζί της και παρά το σύντομ ο του
δεσμού τους θα την αγαπήσει πραγματικά. Έτσι, όταν η μαντάμ Ορτάνς αρρωστήσει και πεθάνει, ο
ήρωας του μυθιστορήματος θα αισθανθεί έντονα την απώλειά της και θα μπει σε μια διαδικασία
μεταφυσικής αναζήτησης σχετικά με το νόημα της ζωής και του θανάτου. Ο προβληματισμός του
ήρωα, βέβαια, είναι συνηθισμένος για τους ανθρώπους, όταν έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο
κάποιου αγαπημένου προσώπου, καθώς ένα τέτοιο γεγονός μας υπενθυμίζει πάντοτε τη θνητότητά
μας.
Στην επιστροφή από την κηδεία της μαντάμ Ορτάνς, τη νύχτα, ώρα που ο άνθρωπος ησυχάζει
και μόνο η φύση εξακολουθεί να δίνει τα δικά της διακριτικά σημάδια της ζωής, ο Ζορμπάς, που
είναι ιδιαίτερα πικραμένος από το χαμό της αγαπημένης του, έχει καθίσει αμίλητος μαζί με τον
συγγραφέα στη θάλασσα και παρατηρούν τον ουρανό με τις καρδιές βαριές από τη θλίψη.
Κάθονται στα βότσαλα της παραλίας, μη θέλοντας να ενδώσουν στον ύπνο, που θα συνιστούσε μια
εύκολη φυγή. Ο Ζορμπάς κοιτάζοντας τα αστέρια κατακλύζεται από μια σειρά ερωτημάτων: τι
μπορεί να συμβαίνει στο απώτατο αυτό σημείο του σύμπαντος, ποιος είναι ο δημιουργός όλων
αυτών, για ποιο λόγο έχει δημιουργήσει όλα όσα μας περιβάλλουν και το σημαντικότερο γιατί να
πεθαίνουμε. Οι ανησυχίες του Ζορμπά αποτελούν επί της ουσίας προβληματισμούς που
απασχολούν όλους τους ανθρώπους κάποια στιγμή, καθώς τόσο η γενικότερη σκοπιμότητα της
ζωής όσο και η πικρή συνειδητοποίηση της θνητότητας, συνιστούν διαχρονικά ερωτήματα. Ο
Ζορμπάς στρέφεται προς το συγγραφέα για να βρει απάντηση στις απορίες που τον βασανίζουν.
6.Η αξίωση του Ζορμπά να πάρει από το συγγραφέα απάντηση στα ερωτήματά του
Ο Ζορμπάς έχοντας περάσει τη ζωή του δουλεύοντας και αναζητώντας εμπειρίες, δεν έχει
κατορθώσει να μελετήσει και να αποκτήσει μόρφωση, γι’ αυτό και θεωρεί ότι ο συγγραφέας που
είναι ιδιαίτερα μορφωμένος οφείλει να γνωρίζει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τον
απασχολούν. Η αδυναμία, όμως, του συγγραφέα να απαντήσει στις ανησυχίες αυτές του Ζορμπά
του προκαλούν αγανάκτηση και επανάσταση μιας και θεωρεί πως αν δεν μπορεί να πάρει απάντηση
από κάποιον που έχει μελετήσει τόσο πολύ στη ζωή του, πώς θα μπορέσει ο ίδιος να βρει
απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα που βαρύνουν την ψυχή του.
Ο Ζορμπάς θεωρεί πως ο συγγραφέας θα έπρεπε να γνωρίζει ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο
γεννιόμαστε. Ο συγγραφέας όμως, όπως είναι λογικό, δεν μπορεί να απαντήσει σ’ ένα ερώτημα το
οποίο από τη φύση του λαμβάνει απάντηση μόνο μέσα από την προσωπική διαδρομή κάθε
ανθρώπου και δέχεται εν τέλει διαφορετική απάντηση για κάθε άνθρωπο.
Η αγωνία που εκφράζει η έκκληση του Ζορμπά, η ένταση της επιθυμίας, της ανάγκης του για
μιαν απάντηση, συγκλονίζει το συγγραφέα.
8.Ο «ιερός τρόμος» και οι δυνατές αντιδράσεις των ανθρώπων σ’ αυτόν κατά το συγγραφέα
Ο ιερός τρόμος, είναι η κατάσταση δέους και υπαρξιακού φόβου ανάμεικτου με σεβασμό στην
οποία περιέρχονται οι άνθρωποι όταν επιχειρούν να αντικρίσουν την ύπαρξη στην ολότητά της. Οι
άνθρωποι όταν συνειδητοποιούν τη μηδαμινότητα που τους διακρίνει σε σχέση με το άπειρο
σύμπαν, αισθάνονται αβοήθητοι και παντελώς ανίσχυροι. Στο οριακό σημείο ,όπου το γνώριμο
συναντάται με το άγνωστο κάποιοι τρομάζουν και αναζητούν έρεισμα - παρηγοριά και ενίσχυση σε
μια ισχυρότερη δύναμη, στη θρησκεία, στο θεό, είτε αποδέχονται την κατάσταση στην οποία
βρίσκονται , καταφάσκωντας μπροστά σε μια πραγματικότητα υπέρτερή τους, ανεξάρτητη από τη
βούλησή του και συμφιλιώνονται με αυτή λέγοντας «Μου αρέσει».
9.Ποια είναι η αντίδραση του Ζορμπά;
Ο Ζορμπάς ακούγοντας τις δύο πιθανές αντιδράσεις, όπως τις παρουσιάζει ο συγγραφέας,
δηλώνει πως δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να αντικρίσει τη θνητότητά του, το ενδεχόμενο του
θανάτου του και να πει πως του αρέσει. Είναι πάντοτε έτοιμος να κοιτάξει κατάματα το θάνατο,
χωρίς να τον φοβηθεί, αλλά δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να συναινέσει σε αυτόν, δεν πρόκειται
ποτέ να τον αποδεχτεί και να δηλώσει, όπως κάνουν άλλοι άνθρωποι, ότι του αρέσει. Ο Ζορμπάς
θεωρεί πως όντας ελεύθερος να διαχειριστεί τη ζωή του όπως ο ίδιος επιθυμεί, έχει το δικαίωμα να
μη συναινέσει στο θάνατο. Γνωρίζει, βέβαια, πως ο θάνατος είναι αναπόφευκτος αλλά δεν θεωρεί
ότι θα πρέπει και να συμφωνεί με αυτή την κατάληξη.
11.Ο «μεγάλος κίνδυνος» στον οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας – η αντίδραση των ανθρώπων
απέναντι σ’ αυτόν
12.Το νόημα της φράσης «να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση»
(Η ουσία της ελευθερίας κατά το Ζορμπά)
Ο συγγραφέας μπροστά στην άρνηση του Ζορμπά να αποδεχτεί το θάνατο, σκέφτεται πως ο
μόνος δρόμος προς τη λύτρωση είναι να μετουσιώνουν οι άνθρωποι το αναπόφευκτο σε δική τους
ελεύθερη βούληση. Με τη σκέψη αυτή ο Καζαντζάκης εννοεί πως τις μεγάλες αλήθειες της
ύπαρξης που ο άνθρωπος δεν μπορεί με κανένα τρόπο να τις αποτρέψει, όπως και κυρίως το
θάνατο, θα πρέπει ο άνθρωπος να τις αντιμετωπίζει με θάρρος και να τις εκλαμβάνει εν τέλει ως
δικές του επιλογές, ως αποτέλεσμα προσωπικής τους θέλησης. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος
θέτει σε εφαρμογή το σημαντικότερο στοιχείο της ύπαρξής του, την ελευθερία που έχει στο να
καθορίζει τη μοίρα του. Παρόλο που το πεπρωμένο είναι αναπόφευκτο και ο θάνατος δεδομένος,
κατά το συγγραφέα, προτιμότερο να τον αντικρίζουμε ως απόρροια προσωπικής μας επιλογής παρά
ως τη μοιρολατρική κατάληξη της ύπαρξής μας, καθώς στην πρώτη περίπτωση τουλάχιστον έχουμε
την αίσθηση πως ελέγχουμε οι ίδιοι τη ζωή μας.
[Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως στο διάλογο μεταξύ των δύο ανδρών, ο Ζορμπάς δεν
κατανοεί πάντοτε πλήρως τα λεγόμενα του αφηγητή, γι' αυτό και οι απαντήσεις του δεν
καθρεφτίζουν το πραγματικό νόημα των σκέψεων του αφηγητή. Ο Ζορμπάς έχει περιορισμένη
μόρφωση και αντιλαμβάνεται εν μέρει μόνο τις ιδέες του Καζαντζάκη.]
13.Γλώσσα – Ύφος
Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή, λαϊκή, δημοτική με ορισμένα κρητικά ιδιώματα
(«αφεντικό», «τι πάει να πουν», «γούρλωσαν», «Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!»). Ο διάλογος είναι
φυσικός με τύπους από διάφορα μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως από την Κρήτη («έρχουνταν»,
«κιντύνου», «ασκώθηκε», «αναπόφευγο», «πωρικό», «δεχούμουν», «θρο», «τζερτζεβατικά»,
«κουκουβιστός»).
14.Εκφραστικά μέσα
Εικόνες:
α)Δύο σύντροφοι που βαδίζουν μέσα στη σιγαλιά της νύχτας (οπτικοακουστική και
κινητική)αναδίδει την πίκρα και το αίσθημα της ματαιότητας που άφησε διάχυτα ο
θάνατος με το πέρασμά του
β)Έναστρος ουρανός(οπτική)προβάλλεται η απεραντοσύνη και το μυστήριο του
σύμπαντος και δημιουργείται η κατάλληλη ατμόσφαιρα για την ανάπτυξη της φιλοσοφικής
συζήτησης.
γ)Εικόνα στο μύθο (λυρική)Δείχνει τη μικρότητα του ανθρώπου μπροστά στην απειρία
και το μυστικισμό που διακρίνει το σύμπαν.
Μεταφορές: «τα σπίτια μαυρολογούσαν», «το φαρμάκι της μέρας ετούτης», «
Παρομοιώσεις: «αναβρυτά, σαν παιχνιδιάρικα νερά», «κρατώντας σα φανάρι το κλουβί»,
«σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου», «δε θ’ απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί»
Προσωποποιήσεις: «Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό», «η φωνή του
ασκώθηκε επίσημη»
Αντίθεση: στοχαστική ηρεμία συγγραφέα – πάθος, φλόγα, ζωική ορμή του Ζορμπά
Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε:
Ποτέ πια!
Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.
Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!
Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.
Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.
Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η
τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.
Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις
πολυκάτεχες παλάμες μου.
Νίκος Καζαντζάκης, «Ασκητική»
2ο Παράλληλο κείμενο:
Ο Παλαμάς στο ένατο αυτό σονέτο των Πατρίδων, απλώνεται σε διάφορες περιοχές του κόσμου -
πατρίδες του κι αυτές, αλλά νοερές- με τις οποίες τον συνδέουν πολλά κοινά. O Παλαμάς δεν
ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό, αλλά φανατικός βιβλιόφιλος, γνώρισε τον κόσμο κάνοντας πολλά
νοερά ταξίδια μέσα από βιβλία. Παρουσιάζεται εδώ, πέρα από τα στενά εθνικά όρια, σαν ένα
πνεύμα οικουμενικό
Ερώτηση:
Ποιες ομοιότητες παρατηρείτε ανάμεσα στο ποίημα του Κωστή Παλαμά και στο απόσπασμα
από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη όσον αφορά στις φιλοσοφικές αναζητήσεις
που εμπεριέχουν;
Και μία ρήση του συγγραφέα που θα πρέπει να κατανοήσουμε και να ακολουθούμε…
Πάντα , με αγώνα , πολύ σιγά , προχωράει το φως. Το ξέρουμε , και γι αυτό δουλεύουμε με
υπομονή και πείσμα . Ξέρουμε , στο τέλος το φως θα νικήσει .
Ν. Καζαντζάκης
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ασκητική» πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, και το σημαντικό θέμα του
θανάτου, που απασχολεί πάντοτε τη σκέψη των ανθρώπων, καθώς ο θάνατος αποτελεί το φυσικό
τέλος της ανθρώπινης διαδρομής. Ο θάνατος απειλεί διαρκώς την ύπαρξή μας και μπορεί εν
δυνάμει να επέλθει ανά πάσα στιγμή, γεγονός που προκαλεί φόβο σε πολλούς ανθρώπους και τους
αδρανοποιεί, ενώ για άλλους λειτουργεί ως κίνητρο και ως μια συνεχής υπενθύμιση πως η ζωή μας
είναι επισφαλής, γι’ αυτό και πρέπει να τη γευόμαστε στην πληρότητά της, τώρα που έχουμε την
ευκαιρία.
Ο Καζαντζάκης στην Ασκητική ακολουθεί τη δεύτερη επιλογή, καθώς θεωρεί ότι ο θάνατος είναι
δεδομένος και αναπόφευκτος, γι’ αυτό και η μοναδική μας επιλογή είναι να τον αποδεχτούμε και
να ζήσουμε το παρόν με ό,τι μας προσφέρει είτε αυτό είναι χαρά είτε λύπη. Ο συγγραφέας δεν
αποζητά μόνο την ευτυχία, μιας και κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό, αλλά είναι έτοιμος να γευτεί και
τις πίκρες της ζωής, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η σκέψη του Καζαντζάκη είναι σαφής, ο θάνατος είναι η μοναδική κατάληξη για όλους, γι’ αυτό
και το μόνο που έχουμε, το μόνο που μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο είναι το «τώρα», το
οποίο θα πρέπει να το χαιρόμαστε και να το απολαμβάνουμε είτε μας έρχεται γεμάτο χαρές είτε
γεμάτο λύπες.
Το ίδιο θέμα ο Καζαντζάκης το πραγματεύεται και στο μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του
Αλέξη Ζορμπά», όπου παρουσιάζει τον ήρωά του να αντιδρά μπροστά στη δήλωση του αφηγητή
ότι κάποιοι άνθρωποι αποδέχονται τη θνητότητά τους και φτάνουν μάλιστα στο σημείο να λένε πως
τους αρέσει. Ο Ζορμπάς, κρίνοντας το θέμα από τη δική του οπτική, ισχυρίζεται πως δε φοβάται το
θάνατο, πως είναι πάντοτε έτοιμος να τον αντικρίσει, χωρίς να τον φοβηθεί, αλλά ποτέ δεν θα
έφτανε στο σημείο να τον αποδεχτεί και να πει πως του αρέσει η προοπτική του θανάτου του. Ο
Ζορμπάς θεωρεί απαράδεκτη τη λογική των ανθρώπων που όχι μόνο δεν τους τρομάζει η ιδέα του
θανάτου, αλλά φροντίζουν κάποτε και να τον επισπεύσουν. Για τον Ζορμπά ο θάνατος είναι βέβαια
κάτι που δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα πρέπει και να το
επιδιώξουμε: -Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με,
αγά μου, ν' αγιάσω!»
Ο Ζορμπάς εδώ παρερμηνεύει τα λόγια του αφηγητή και θεωρεί πως οι άνθρωποι που μπροστά στη
συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους λένε «Μ’ αρέσει», είναι πρόθυμοι να πεθάνουν ακόμη και
πρόωρα, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως οι άνθρωποι αυτοί απλώς βρίσκουν στην ιδέα του θανάτου
ένα ισχυρό κίνητρο για να ζήσουν ακόμη πληρέστερα τη ζωή τους. Οι άνθρωποι που αποδέχονται
θετικά την ιδέα του θανάτου, είναι αυτοί που παρουσιάζονται έτοιμοι να ζήσουν όσο πιο έντονα
γίνεται και όχι αυτοί που θα επιδιώξουν να πεθάνουν νωρίτερα απ’ ό,τι πρέπει.
Με τους ανθρώπους αυτούς ταυτίζεται και ο αφηγητής ο οποίος εκφράζει τη σκέψη ότι οι
άνθρωποι θα πρέπει να λένε «Ναι» στην ανάγκη, μετουσιώνοντας το αναπόφευκτο σε δική τους
ελεύθερη βούληση. Με τη σκέψη αυτή ο Καζαντζάκης παρουσιάζει μια δυναμική στάση απέναντι
στη ζωή, κατά την οποία οι άνθρωποι δε θα πρέπει να αντικρίζουν μοιρολατρικά την πορεία τους
και να αφήνουν το φόβο του θανάτου να τους αδρανοποιεί. Οι άνθρωποι θα πρέπει να θέτουν την
ελευθερία τους πάνω απ’ όλα, ακόμη κι από το θάνατο, τον οποίο θα πρέπει να τον περικλείουν στα
πλαίσια της προσωπικής τους βούλησης, όχι ως κάτι το αναπόφευκτο, αλλά ως απόρροια μιας δικής
τους επιλογής. Το τέλος της ζωής θα φτάσει όχι γιατί έτσι πρέπει, αλλά γιατί ο άνθρωπος θα έχει
εξαντλήσει τις δυνάμεις του, θα έχει απολαύσει κάθε στιγμή της ζωής του, φτάνοντας ο ίδιος στο
τέλος του, μη έχοντας πια άλλες δυνάμεις για να δοθεί στη ζωή. Ο θάνατος για τον Καζαντζάκη
δεν είναι μια κατάληξη στην οποία φτάνουμε μοιρολατρικά και αδρανείς, ο θάνατος είναι το τέλος
στο οποίο οδηγούμαστε αφού πρώτα ζήσουμε τη ζωή μας όσο πληρέστερα μπορούμε.