Professional Documents
Culture Documents
ΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΟΣ ΤΕΝΟΡΟΣ
ΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΟΣ ΤΕΝΟΡΟΣ
MAX
MAGGIE
SAUNDERS
TITO
MARIA
BELLHOP
DIANA
JULIA
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΣΚΗΝΗ 1
(Μία έλεγαντ σουίτα πεντάστερου ξενοδοχείου στο Cleveland του Ohio. Ένα σαββατιάτικο
απογευματάκι του Σεπτεμβρίου το 1934.)
(Δύο δωμάτια: ένα σαλόνι στην σκηνή δεξιά και ένα υπνοδωμάτιο στην σκηνή αριστερά με
μια συνδετική πόρτα η οποία ανοίγει στο υπνοδωμάτιο. Στο κέντρο κάθε δωματίου υπάρχει
μια πόρτα που βαίνει στο διάδρομο. Στο σαλόνι, ένα μεγάλο παράθυρο και μια πόρτα που
οδηγεί στην κουζινούλα. Στο υπνοδωμάτιο, δύο ακόμα πόρτες, η μία είναι η ντουλάπα και η
άλλη το μπάνιο. Στο σύνολο έξι πόρτες.)
(Η επίπλωση αποτελείται από, τουλάχιστον, έναν καναπέ, πουφ, ράδιο και τραπεζάκι του
καφέ στο σαλόνι κι από ένα κρεβάτι και ένα γραφείο στο υπνοδωμάτιο.)
(Όσο τα φώτα είναι σβηστά, ακούγεται το “La Donna e Mobile” από το έργο Rigoletto του
Verdi.)
(Όταν τα φώτα ανοίγουν, η MAGGIE, που είναι λίγο πριν τα 30 της, όμορφη και τσαχπίνα,
βρίσκεται μόνη της πάνω στην σκηνή, καθήμενη στο πουφ, στο σαλόνι. Ακούει εκστατικά την
μουσική, που τώρα ακούγεται από το ράδιο. Έχει παραδοθεί ολόκληρη στην μαγευτική
φωνή του τενόρου. Κινείται στο ρυθμό του τραγουδιού και μουρμουράει τα λόγια.)
(Λίγα δευτερόλεπτα μετά, μπαίνει από την πόρτα του διαδρόμου ο MAX, γύρω στα 35 και
ντροπαλός. Φοράει γυαλιά. Επίσης φοράει κασκόλ, πράγμα που υποδηλώνει ότι ήταν έξω.
Μπαίνει μέσα βιαστικά, με ύφος κατεπείγουσας ανάγκης.)
(Κοιτά τριγύρω, επιβεβαιώνοντας στην στιγμή ότι ο TITO δεν είναι εκεί.)
MAGGIE: Σςςςς!
ΜΑΧ: Τηλεφώνησε;
(O MAX αναστενάζει. Κοιτάζει το ρολόι του. Έπειτα, αντιλαμβάνεται την αντίδραση της
MAGGIE στην μουσική. Χορεύει εκστατικά. Η άρια τελειώνει και η MAGGIE πέφτει πίσω.)
MAGGIE: Αχ Θεέ μου! Είναι τόσο υπέροχος! Ειδικά όταν βγάζει αυτή την κορόνα στο
τέλος, απλά δεν μπορώ να αναπνεύσω.
ΜΑΧ: Μaggie μου, δεν ήταν εκεί! (Το τηλέφωνο χτυπάει. Ο ΜΑΧ το αρπάζει.) Παρακαλώ;!...
Όχι, κύριε, δεν μπόρεσα να τον βρω.
ΜΑΧ: (στη MAGGIE) Ο πατέρας σου. (στο τηλέφωνο) Δεν ξέρω! Κοίταξα παντού. Ρώτησα
τον εισπράκτορα. Κράταγα ταμπελάκι, φώναζα το όνομά του… Συ – συ- συγνώμη, το μόνο
που… (O SAUNDERS κλείνει το τηλέφωνο) Κύριε;… Κύριε;… (Ο ΜΑΧ κλείνει το τηλέφωνο)
Αυτό ήταν. Θα με σκοτώσει.
MAGGIE: Ναι, καλά. Και μετά, σε ποιον θα ξεσπάει τα νεύρα του; Αφού μόνο εσύ τον
δέχεσαι έτσι όπως είναι.
ΜΑΧ: Μaggie, ο άνθρωπος αυτός έχει αργήσει δύο ολόκληρες ώρες! Και η πρόβα ξεκινάει
σε 10 λεπτά!
MAGGIE: Θα έρθει Max. Είναι ο Tito Merelli. Μια ιδιοφυία! Και οι ιδιοφυείς άνθρωποι δεν
σκέφτονται σαν τους κοινούς θνητούς.
ΜΑΧ: Τι υπονοείς δηλαδή; Ότι αν και ενήλικας δεν έχει συναίσθηση του χρόνου;
MAGGIE: Απλά δεν ανησυχώ, οκ; (παύση) Αχ, Max, σκέψου θετικά. Σκέψου ότι απόψε το
βράδυ, η αυλαία θα ανοίξει και θα είναι επί σκηνής. Και ξαφνικά, δεν θα υπάρχει τίποτα
άλλο στον κόσμο, παρά μόνο αυτή η… φωνή. (παύση)
MAGGIE: Δεν είναι! Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Είναι σταρ, Max. Τραγουδάει σε όλο
τον κόσμο. Βρίσκεται παντού. Είναι στο περιοδικό Life!
MAGGIE: Δεν ήταν και κάτι σπουδαίο. Όταν ήμουν στην Ιταλία με τον μπαμπά, πήγαμε
στην Σκάλα του Μιλάνου και έπαιζε στην Αΐντα. Κατόπιν, πήγαμε στα καμαρίνια και… να,
ήταν εκεί, ολόκληρος, πίσω από την αυλαία. Φόραγε ένα είδος… περιζώματος και όλο του
σώμα ήταν ιδρωμένο. Να μην πολυλογώ, μας κοίταξε και ξέρεις τι έκανε Max; Μου φίλησε
τις παλάμες.
MAGGIE: Max…
MAGGIE: Max!
ΜΑΧ: Τι έγινε!
ΜΑΧ: Λιποθύμησες;
MAGGIE: Πρέπει να έφταιγε η ζέστη και όλη η συγκίνηση. Θυμάμαι που σκέφτηκα ξαφνικά:
Θεέ μου, είναι σαν φούρνος εδώ πίσω. Και μιλάγαμε, με κοίταζε επίμονα και μετά… μπλακ
άουτ.
ΜΑΧ: Ωραία! Δηλαδή, τι ωραία.. Τέλεια! Φανταστικά! Η μνηστή μου συναντά αυτόν τον –
τον γλυκούλη Ιταλό και σωριάζεται.
MAGGIE: Σου είπα από τη ζέστη! Και δεν είμαι η μνηστή σου, Max.
ΜΑΧ: Για μισό λεπτό. Δεν σου έκανα πρόταση γάμου; Ναι ή όχι; Ε; Το θυμάσαι ή μήπως
λιποθύμησες και όταν σου έκανα την πρόταση;
MAGGIE: To θυμάμαι Max, όπως επίσης θυμάμαι που σου είπα όχι.
MAGGIE: (πιάνοντας το χέρι του) Max, δεν είμαι ακόμα έτοιμη. Θέλω να ζήσω κάτι
ξεχωριστό πρώτα. Κάτι ονειρικό και ρομαντικό.
ΜΑΧ: Δεν είμαι εγώ ρομαντικός; Δεν το πιστεύω. Και τι ήταν η βαρκάδα στις τρεις τα
ξημερώματα, ε; Με το ολόγιομο φεγγάρι να καθρεπτίζεται στα νερά και να μην υπάρχει
ψυχή γύρω μας;
MAGGIE: Ορμές.
MAGGIE: Δεν εννοώ αυτό! Απλά νιώθω ότι θέλω να… διευρύνω τις εμπειρίες μου.
MAGGIE: Diana;
MAGGIE: Α, αυτήν.