You are on page 1of 3

1

Υπερβατολογική Διαλεκτική

Μετά από την υπερβατολογική Αναλυτική ο Καντ επιστρέφει στο κεντρικό πρόβλημα
που δημιούργησε την ανάγκη για μια Κριτική του Καθαρού Λόγου. Συγκεκριμένα, το
πρόβλημα αυτό συνίσταται στο ότι η Μεταφυσική, ενώ είναι αναγκαία, παράγει μόνο
μια επίφαση αλήθειας. Ο ρόλος της υπερβατολογικής Διαλεκτικής, τώρα, είναι
ακριβώς να εκθέσει την αναγκαιότητα της Μεταφυσικής και να αποκαλύψει την
απατηλή της φαινομενικότητα. Υπό αυτή την έννοια αποτελεί την απαραίτητη
συνέχεια της υπερβατολογικής Αναλυτικής.

Στην υπερβατολογική Διαλεκτική ο Καντ δείχνει ότι οι προσπάθειες του καθαρού


Λόγου να γνωρίσει έναν κόσμο πέρα από τα φαινόμενα, ως το πραγματικό, αληθινό
ον, αναπόφευκτα αποτυγχάνουν. Όλες οι προσπάθειες της παραδεδομένης
φιλοσοφίας να επεκτείνει τη γνώση στο πεδίο της Μεταφυσικής είναι καταδικασμένες
σε αποτυχία. Ο Λόγος δεν μπορεί να αποδείξει ούτε την αθανασία της ψυχής, ούτε
την ελευθερία της βούλησης, ούτε την ύπαρξη του Θεού. Όλα αυτά για τα οποία με
τόσο πάθος κόπιασε η παραδοσιακή Μεταφυσική χάνουν το φιλοσοφικό τους
θεμέλιο. Αλλά, από την άλλη πλευρά, ο Καντ μάς καθησυχάζει δείχνοντας ότι ούτε το
αντίθετο (ότι δηλ. η ψυχή δεν είναι αθάνατη, η βούληση δεν είναι ελεύθερη και ο
Θεός δεν υπάρχει) μπορεί να αποδειχθεί. Διότι γι’ αυτές τις μεταφυσικές ιδέες δεν
μπορεί κανείς εν γένει να μιλήσει μέσα από την προοπτική της γνώσης, και άρα δεν
μπορεί καθόλου, ούτε θετικά ούτε αρνητικά, να απαντήσει στα σχετικά ερωτήματα.
Αυτό όμως, πάλι, δεν σημαίνει ότι για τον Καντ η Μεταφυσική είναι άχρηστη ή άνευ
νοήματος.

Η Μεταφυσική για τον Καντ δεν πηγάζει αυθαίρετα από τη φαντασία μεμονωμένων
ανθρώπων ή, ακόμα λιγότερο, από την πρόθεση κάποιων φιλοσόφων να μας
παραπλανήσουν. Η Μεταφυσική είναι θεμελιωμένη στο ενδιαφέρον του Λόγου, όταν
του δίνεται το υπό όρους, να ψάχνει να βρει αυτό που δεν υπόκειται σε όρους, το
Απόλυτο. Ας το δούμε αυτό από την προοπτική του τρόπου με τον οποίο
συγκροτείται η γνώση μέσω βαθμιαίας σύνθεσης: Η αισθητικότητα προσφέρει μια
ακαθόριστη ύλη (η οποία είναι μεν μορφοποιημένη μέσω των καθαρών μορφών της
εποπτείας, αλλά δεν έχει ακόμα την ενότητα της έννοιας)· η νόηση με τη βοήθεια των
εννοιών και των θεμελιωδών αρχών καθορίζει αυτή την ύλη και της δίνει ενότητα·
τέλος, ο Λόγος προσπαθεί να φέρει αυτή την εννοιολογική γνώση στην ύψιστη
ενότητα. Η ενότητα αυτή, όμως, επιτυγχάνεται με έναν όρο, οποίος δεν υπόκειται
πλέον σε όρους. Μέσω αυτού που δεν υπόκειται σε όρους, το οποίο ο Καντ ονομάζει
και υπερβατολογική ιδέα, φτάνει η νόηση σε «παντελή συνοχή με τον εαυτό της». Το
μη υποκείμενο σε όρους προσφέρει τη συστηματική ενότητα ολόκληρης της
εμπειρίας. Η αναζήτηση του μη υποκείμενου σε όρους είναι ως εκ τούτου η
απαραίτητη συμπλήρωση της γνωστικής διαδικασίας.

Ο Καντ αφήνει πρώτα να εκδιπλωθεί το ενδιαφέρον του Λόγου, ώστε μετά να


καταρρίψει την απαίτησή του για γνώση. Αυτό συμβαίνει γιατί η «παντελής συνοχή
της νόησης με τον εαυτό της» δεν είναι απαραίτητη ούτε για τη συγκρότηση της
νόησης ούτε για τον ρόλο της αναφορικά με τη διαδικασία της γνώσης. Η πρόοδος
της γνώσης προς το Απόλυτο (το μη υποκείμενο σε όρους, το Ανυπόθετο) δεν
υπόκειται σε κάποια αντικειμενική αναγκαιότητα, παρά υπόκειται μόνο σε μια
υποκειμενική αναγκαιότητα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν υποκειμενικό νόμο
οικονομίας στα αποθεματικά περιεχόμενα της νόησης, που αποσκοπεί στο «να ανάγει
2

κατόπιν συγκρίσεως των εννοιών της, τη γενική χρήση τους στο μικρότερο δυνατό
αριθμό».

Οι υπερβατολογικές ιδέες «αφορούν κάτι στο οποίο υπάγεται κάθε εμπειρία, παρ’ όλο
που αυτό το ίδιο δεν είναι ποτέ αντικείμενο της εμπειρίας». Ενώ η νόηση δημιουργεί
εκείνη την πρωταρχική ενότητα, χωρίς την οποία δεν μπορεί από το ακαθόριστο
πολλαπλό της εποπτείας να προκύψει κανένα αντικείμενο της γνώσης, ο Λόγος
παρέχει μια δευτερογενή ενότητα. Συγκεκριμένα, φέρνει με τη σειρά της τις έννοιες
της νόησης σε μια ενότητα. Αυτή η δευτερογενής ενότητα, όμως, δεν είναι αναγκαία
για τη συγκρότηση του αντικειμένου και δεν μπορεί να διευρύνει τη γνώση.

Κατά την αναζήτηση της ύψιστης ενότητας, οι προσπάθειες του Λόγου στέφονται με
επιτυχία. Ο Λόγος δεν βρίσκει μόνο μία υπερβατολογική ιδέα, αλλά τρεις: Το μη
υποκείμενο σε όρους ως την απόλυτη ενότητα του νοούντος υποκειμένου, το μη
υποκείμενο σε όρους ως την ολότητα της σειράς των όρων μέσα στον χώρο και στον
χρόνο, και το μη υποκείμενο σε όρους ως την ενότητα του όρου όλων των
αντικειμένων του νοείν εν γένει. Το πρώτο (το νοούν υποκείμενο – η ψυχή) είναι το
αντικείμενο της ορθολογικής Ψυχολογίας, το δεύτερο (η συμπερίληψη όλων των
φαινομένων – ο κόσμος) είναι το αντικείμενο της υπερβατολογικής Κοσμολογίας, και
το τρίτο (το ον που περιέχει τον ανώτατο όρο πάντων των όντων – ο Θεός) είναι το
αντικείμενο της φυσικής Θεολογίας. Ωστόσο το τίμημα της επιτυχίας αυτής του
Λόγου είναι ότι ο Λόγος φτάνει δήθεν σε γνώσεις, οι οποίες όμως δεν υπάρχουν, κι
έτσι υποπίπτει στους παραλογισμούς της Ψυχολογίας, στις κοσμολογικές αντινομίες
και στις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Έτσι, η γνώση του μη υποκείμενου σε
όρους (του Απόλυτου) αποκαλύπτεται ως όχι πραγματική, αληθινή γνώση, αλλά ως
απατηλή φαινομενικότητα.

Αυτή η απατηλή φαινομενικότητα μπορεί να διαγνωστεί, όχι όμως και να


εξαφανιστεί. Μια ράβδος, που η μισή είναι μέσα στο νερό, φαίνεται ακόμα και στον
φυσικό επιστήμονα ως σπασμένη, όσο και να ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα δεν
είναι σπασμένη. Το ίδιο συμβαίνει και με την απατηλή φαινομενικότητα. Ακόμα και ο
φιλόσοφος δεν μπορεί να την κάνει να εξαφανιστεί, διότι υπάρχει πάντα το
μεταφυσικό ενδιαφέρον του Λόγου για το Απόλυτο. Ο φιλόσοφος, όμως, μπορεί να
αποκαλύψει αυτή την απατηλή φαινομενικότητα και να μην της επιτρέπει να τον
παραπλανά.

Η υπερβατολογική παραπλάνηση συνίσταται στο ότι τη φυσική επέκταση της νόησης


προς το Απόλυτο την εκλαμβάνει κανείς ως διεύρυνση της καθαρής νόησης και ως
αντικειμενική γνώση. Στην πραγματικότητα, όμως, σ’ αυτή την επέκταση της νόησης
στο Απόλυτο λείπουν οι δύο όροι της αντικειμενικής γνώσης, η εποπτεία της
αισθητικότητας και η έννοια της νόησης. Μόνο η υπερβατολογική κριτική είναι σε
θέση να αποκαλύψει αυτό το έλλειμμα της Μεταφυσικής. Αυτό το δείχνει ο Καντ
στην υπερβατολογική Διαλεκτική.

Ωστόσο η υπερβατολογική Διαλεκτική έχει και μια θετική σημασία. Ο Καντ δεν
απορρίπτει τις «πλανερές» υπερβατολογικές ιδέες του καθαρού Λόγου, αλλά τους
δίνει μια νέα μεθοδολογική σημασία. Οι ιδέες δεν είναι συγκροτητικές για τη γνώση,
γι’ αυτό και δεν μπορούν να αποτελούν όρους της γνώσης ή να διευρύνουν τη γνώση,
έχουν όμως μια ρυθμιστική σημασία. Ενώ η εμπειρία μάς δείχνει κατ’ ανάγκη μόνο
τμήματα και αποσπάσματα της πραγματικότητας, ο Λόγος προσπαθεί να συνθέσει
3

αυτά τα αποσπάσματα σε μια ολότητα. Όμως η ολότητα δεν μας είναι ποτέ δεδομένη,
αλλά μας είναι πάντοτε μόνο «ανατεθειμένη» στο πλαίσιο μιας ερευνητικής
διαδικασίας και όχι στο πλαίσιο της Μεταφυσικής ως μιας ιδιαίτερης επιστήμης.

You might also like