Professional Documents
Culture Documents
προμηtιεια
προΘά^αμος (ουσιαcrτ. Θηλ.) ΓΓΡοκάτοχος (ουσ1αστ. c]ρσεν.) προμηθευτής (ουσιαστ. αρσεν.) affectό
antίchambre • J J rn ίsseυ r τιροορισμός (ουσιαστ. Θηλ.)
ρrέdέcesseυr
ιτρόθεση (ουσιαστ. Θηλ.) ίnten- ιτρόκειται ί1 S' agjt, ίι eSt τιρομηθεύω (ρήμα) fουrnίr, ρrο- ρrέdestίnatίοn, destίnαtίοn
tίοn, ρrόροsίtίοn =JΓer, mυnίr τιροπαρασιtειιάζω (ρήμα) ρrέ-
qυeStίοn
ΓιροΘεσιιία (ουσιαστ. αρσεν.} ΓΓρΟκήρυξη (ουσιαστ. Θηλ.) ρΓο- τιρομήνυμα (ουσιαστ. αρσεν.) ρareΓ d' aνanCe
dέιαί, terme Clamatίοn =.έsa9e προπαρασκευαστικός (επίθ.)
ηροθήκη (ουσιαστ. Θηλ.) νjt_ προιηρύσσω (ρήμα) ρrοclαmer ττροιJηγύω (ρήμα) ρrέsager Ρrόραrαtοίre
r,ne, deναntυre __ πρόκληση (ουσιαστ. Θηλ.) ρrο- προνοητιιtός (εττίθ.) ρrένοΥαnt προπέτασμα (ουσιαστ. αρσεν.)
πρόθυιια (επι.ρ.) νοιοntίers νοcαtjοn, (αρσεν.) dέfί rlρονοητικότητα (ουσιαστ. Θηλ.) ρarαρet
ιιροΘυμία (ουσιαστ. ορσεν.) προκΑητιιιός (επι'Θ.) ρrονοcant =rένογance τιροιτέτης (ουσιαστ. αρσεν.) ίm-
emρressement προιtρίνω (ρήμα) ρrέfέrer rιρόνοια (ουσιαστ. Θηλ.) ρrέ- ρertίnent
ΓτροΟυιιοποιούμαι (ρήμα) s. em- ΠΡάριτος (Ουσιcιοτ. cιρσεν.) • JγanCe, ρrΟνίdence τιροτιηλαιtίζω (ρήμα) ουtΓαger,
ρresser nοtab'e προνόμιο (ουσιαστ. αρσεν.) ρrί- ίnSυιter, cοnsρυer
πρόθυιιος (επίθ.) emρrθssέ, ιτόοκυμαΓα (ουσιαστ. αρσεν.) •έge προτιίνω (ρήμα) bοίre έ1 Ια sαntέ
serνίabΙe ττρονομιούχος (επίθ.) ρrίνί|έgίέ προπληρώνω (ρήμα) ραγer d'
qυαί, (Θηλ,) jetέe
προίκα (ουσιαστ. Θηλ.) dοt, (αρ- τιροκύmω (ρήμα) resυιter rιρονοώ (ρήμα) ανοίr sοίn, aνance
σεν.) trουsseαυ ΓΓρο^αιJβάγω (ρήμα) ρrένenίr, ="JLlrνοίr Γιροττληρωτέος ραγabιe d'
dέναncer Γτροξεγείο (Ουσιαστ. αρσεν.) aναnce
:#,ι)κ=+#r#:Οe #:::αgΤ. αρ- πρ®^€γω (ρήμd) ρrέdίre =ΟnsυIαt ιτΡοτιόνηση (ουσιcιστ. αρσεν.)
ΓΓρο.Ιόγ (Ουσ1σστ. αρσεν.) ΡrΟ- πΡΟ^εταριάτο (ουσιαστ. αρσεν.) ΤιΡΟξενητής (Ουσιαστ. cιρσεν.) entrαtnement
dυίt τarίeυr, ρrοχέnete τιροπονώ (ρήμα) entrατner
ρrοΙόtαrίαt
τιρΦξ€γικός (επίθ.) cοnsυιaίrέ Γιροπορεύοιιαι (ρήμα) mαrCher
:hΈ;.,στράaΊ:nοςbυσιαπ.αρσw.) :#έΞfr:Ηκ tουσ,αcrΤ. αρσεν., πρόξενος (ουσιαστ. άρσεν.) en aναnt, deναncer, ρrέcέder
ΓΓρώ'ΠοΡικός (εττίθ,) ρrόhίstοrί- =Οnsυι τιρόποση (ουσιαστ. αρσεν.)
πΡο^rιπ™ός (εΓΓίθ.) ρr6νθntίf,
qυe τιροξενώ (ρήμα) Caυser, occa- tοαst
προκαλώ (ρήμα) ρrονοqυθr, dό- :#Ls;ί;ίetυοχύσΊLΘ*.dδηρλr.;jυρgrέ: Sίοnner, faίre προπύλαια (ουσιαστ. αρσεν.)
fίer πρΦοό€υτικός (εττίθ.) ρrΟgressίf (πληθ.) ρrορyιέes
ΓΓροκπαβάΑ^ω (ρήμα) ρθyer d' τιροοόεύω (ρήμα) fαίre dθs προπύργιο (ουσιαστ. αρσεν.)
aνarιce, antίcίρ®r, aνancθΓ
##nέ'νΞ:υρ%sυt:ιj::. αρσεν.) remρart
aνant-ροrt 3r0grέs, Ρrogresser, ανancer
πραάταβοΑή (ουσιαcrτ. Θηλ.) πρόοόος (ουσιαστ. αρσεν.) rιροπώληση (ουσιαστ. Θηλ.)
aνance, (αρσεν.) acοmρte Drο.grέs, aνancement, (Θηλ.) νente ραr αναnce
ΞrΡοξ!:::ς (Ουσιαπ. αρσεν.)
(Θηλ.) antίcίρatjοn πρ®ιιαντεύω (ρήμο) dένίner JrΟgressίοn ττροπωλώ (ρήμα) νendre Ρar
πρααταβο^ικό (εΓΓίρ.) d. aνan- ττροοίμιο (ουσιαστ. αρσεν.) aναnce
ρrέjυger
ce προμαχώγας (ουσιαcrτ. αρσεν.j eχοrde, ρrέιυde, ρrέαmbυ|θ, τιρος ρουr, νeΓs, enνers, a
προχοταλαιιβά`Γω (ρήμα) οccυ- remραrt aνant-ρrοροs, (Θηλ.) ρrέfαce προσαγορεύω (ρήμα) αdresser
rΓροοτtτική (ουσιαστ. Θηλ.) ρer- υne αιιοcυtίοn
πρφι.ε^έτη (ουσιcιστ. Θηλ.) έtυ-
:%κιί#;ίθr.tορ:ξ#: θηλ., de ρrέραrαtοίre, ρrέmέdίtatίοn sρectίνe Γιροσάγω (ρήμα) αmener
ρrένentίοn προορίζιΑι (ρήμα) ρrέdestίner, προσαγωΥή (ουσιαστ, Θηλ.)
ιτfΌιtαταρΊ™ός (εττίθ.) ρrό|ίmί- ΓοΡυοr%#rεe':ρr:Ονγ8Τ;αn?ΤέοmΘ#}ξί jestίner, αffecter ρrόsentatίοn
naίre
sίnn Γιροορισμέγος (επιθ.) destίnό, τιροσανατολίζω (ρήμα) οrίenter
προσαγατο^ισμός 652 προσΦώνηση
προσι(ήνιο τιρόσκληση
alΙοcυtίοΓι dernίeΓ
τιροσ.χεδιάζω (ρήμα) ρrοjeter, προτεραία (ουσιαστ. Θηλ.) νeΠΙe ττρόΦαση (Ουσιαστ. αρσεν.) τιροωρισμ€γος destίnέ, affectέ
esqυιsser προτεραιότητα (Ουσιαστ. Θηλ.) 3rέteχte πρόωρος (επίθ.) ρrέmatυrέ
τιρόσχημα (ουσισστ. cιρσεν.) ρrίοrίtέ τιροΦέρω (ρήμα) ρrοnoncer πρύμνη (ουσιαστ. Θηλ.) ρουρe,
rιροΦητεία (ουσιαστ. Θηλ.) ρrέ- '' αrrίέre
ρreteχte, (Θηλ.) αρρarence ιTροτέρημα (ουσιοστ. αρσ€ν.)
προσχώρηση (ουσιαστ. Θηλ.) aναntαge, (Θηλ.) qυα|ίtό =ίctίοn Γ1ρύτανις (ουσΓαστ. αρσεν.) re-
προΦητεύω (ρήμα) ρrόdίre CteυΓ, dοyen
αdhέsίοn πρότερος (επίθ.) ρrέcέdent, an-
προσχωρώ (ρήμα) adhέrer, αc- tόrίeυr rιροΦήτης (ουσιαστ. αρσεν.) τιρώην (επίρ.) αncίen, eχ
cόder προτίθειιαι (ρήμα) se ρrοροSer, ]ΓΟρhόte πρωθυπουργός (ουσιαστ. αρ-
προΦθάνω (ρήμα) rejΟίndre, αr- σεν.) ρrό§ίdent dυ cοnseίι des
-νer έι temρs, jΟίndre, attrαρer mίnίstres, ρremίer mίnίstre
:€:7ωΞίfg:tΤ„ t3:σιΞeΤs.ΟnΞeρΙ: ::3ίrίμι;::tί::Ι3ΓdΞ:ο6eηtλe; ρrό_
Chef dΙ, ρerSonne, fόrence rιροΦορά (ουσιαστ. Θηλ.) ρrο- πρωί (Ουσιαστ. σρσεν.) mαtίn,
nροσωπείο (ουσιαcrτ. αρσεν.) προτιμητέος (€ττίθ.) ρrέf6rαble lοncίatίοn (Θηλ.) mαtίnέe
τιΡΟΦΟΡικά (εττίρ.) οrα|ement ΓιΡώιμος (εττίθ.) ρrέcοce, hatίf,
προΦορικός (επίθ.) νerbαι, oral de ρrίmeυr
πmΞsσq::ιόοΦόρος masqυέ :3::#Τi#μα()επρίrΘέ}έρer:,f6arίαmb:er
rιροΦυλαι{ή (Ουσιαστ. Θηλ.) Γιρωινός (εττίθ.) dυ matίn, mαtί-
προσω™κά (επίρ.) en ρersοnne, mίeυχ
3ναnt-gαrde na'
ρersοnnellehent προτομή (ουσισπ. αρσεν.)
προσωπιχός (εττίθ.) ρersοnneΙ bυste ττροΦυλαιtίζω (ρήμα) dέtenίr τιΡωκτός (ουσιαστ. αρσεν.) cυι,
3rένentίνement, emρrίsοnner derΓίέre
προσωπιιότητσ (ουσιαστ. Θηλ.) προτού (επι'ρ.) aναnt qυθ, ανant 'πρώρα (ουσιαστ. Θηλ.) ρrΟυe,
ρersonnaΙίtέ, (αρσεν.) ρersοn- de προΦυλαιtτικός (επίθ.) ρrέser-
nage ιτροτρέπω (ρήμα) eχhοιιer, ίnνί- •`αtίf, ρrορhylactίqυe (αρσεν.) 1' αναnt
τιροΦυλακτικό (Ουσιαστ. αρ- ττρώτα (επίθ.) d' αbord, ρremίέ-
προσωπίδα (Ουσιαστ. αρσεν.) ter, ρουsser, ίncίter
mαsqυe προτροπή (ουσιαστ. Θηλ.) ]εν.) ρrέserναtίf (Θηλ.) cαροte rement
ήροσωπογραΦία (ουσιαcrτ. αρ- eχhοrtatίοn, ίnνίtαtίοn προΦύλαξη (ουσιαστ. Θηλ.) ρrέ- τιΡωταγωνιστής (Ουσιαστ. cιρ-
σεν.) ροrtraίt πρότυπος (ετιι'Θ.) qυί sert de =aυtίοn σεν.) jeυne ρremίeΓ, acteυΓ
ιτρόσωπο (ουσιαστ. αρσεν.) νί- mοdele nροΦυλάσσω (ρήμα) ρrέserνer ρrίnCίραι, ρrotαgοnίste
ττρόχειρα (επίρ.) sans ΡΓέρara- τΙΡωταγωνίστρ1α ( ουσ1αστ.
s:Ξ:,e, `?αηέ!ενfίυρr:rs`οΘnηnλέ'geρ- :ρnόατπ#ο,dΟeΊg,dπ. Ορσεν., Οrί- :;οn Θηλ.) ρremίέre αctrίce
ιτροσωποποίηση (ουσιαστ. προύπαντώ (ρήμcι) aΙΙer aυ de- πρόχειρος (επίθ.) qυί est sουs τιρωταγωγιστώ (ρήμα) jουer |e
Θnλ.) ρersοnnίfίcαtίοn ναnt de, αιιer a Ιa rencοntre de a maίn ρremίer rό'e
προσωριγά (επίρ.) ρrονίsοίre- τιρούπόοεση (ουσιαcπ. Θηλ.) προχΘές (επίρ.) aναnt hίer πρωτάθλημα (ουσιαστ. αρσεν.)
ment ρrέsυρροsίtίοn προχρονολογώ (ρήμα) αntίdater chαmρίοnnat
προοωριγός (€πίθ.) ρrονίsοίre προύτιοθέτω (ρήμα) ρrόsυρρο- Ττρόχωμα (Ουσιαστ. Θηλ,) bαr- πρωταθλητής (ουσιαστ. αρσεν.)
-ίέre, (αρσεν.) remρart, (Θηλ.) Chamρίοn
πρόταση (ουσιαστ. Θηλ.) ρrορο- sεw
sίtίοn Jίgυe πρωτάκουστος (επίθ.) ίnου.ι'
προτάσσω (ρεύμο) mettrθ de_ :ε:.ίπ:#έiμός (ουσιαπ. Cιρ- προχωρώ (ρήμα) aνancer, cοn- πρωτεΓα (Ουσιαστ. αρσεν.) Ρre-
[ίnυer mίer rαng, (Θηλ.) ρrίmαυtό, ρrέ-
ναnt προΦανής (επίθ.) ένίdent, claίr
προώθηση (Ουσιαστ. Θηλ.) ρrο- sέαnCe
προτείνω (ρεύιjα) ρrοροser, manίfeste
Dυ'sίοn ΓιρωτεξάδελΦος (ουσιαστ. αρ-
ρrέsenter προΦαγώς (επίρ.) 6νίdemment
τιροωθώ (ρήμα) ρουsser en σεν.) Cουsίn germaίn
ιτροτελευταίος (επίθ.) aναnt- προΦασιζομαι (ρήμσ) ρrέteχter
aνant ττρωτεύουσα (ουσισστ, Θηλ.)
πρωτεύω 65e τιuγός mτ`/ότητα e57 ™ΑΜ;
πρωτοπορεία (Ουσιαστ. Θηλ.) τIτωχοι{ομείο (ουσιαστ. αρσεν.) τΤυροβο^ητής (ουσιαστ. αρσεν.) Τ,ώς; Cοmment?
αναnt-garde hΟsρίce des ραυνres artί|Ιeυr, cαnοnnίer πως qυe
ΙΤΡώτος (εΓιίθ.) Ρremίer τιυγιιαχία (ουσιαστ. Θηλ.) bοχe mιροβο^ικό (ουσιαστ. Θηλ.) ar-
τ1Ρωτοστάτης (Ουσιαστ. αρσεν.) Τ|υγμάχος (Ουσιαστ. αρσεν.) bo-
chef χeυr
πρωτοστατώ (ρήμα) etre Ιe Ρre- πυγμή (ουσιαστ. αρσεν.) ροίπg
mίer, etre αυχ ρremίers rangs, πυθμένας (ουσιαστ. αρσεν.)
jΟυer 'e ρremίer rό'e fοnd
τιρωτότοκος (επίθ.) αίn6, τιύθωγας (ουσιαστ. αρσεν,) ρy-
ρremίer-nέ thΟn
πρωτοτυτrία (ουσιαστ. Θηλ.) οrί- τιυιινός (επίθ.) έραίs, dense,
ΕλληγοΥαλλικό ^εξιι[ό - 42
ραββίνος 6 58 ρ€ βίθι έγι,α
hώle de reCίn
ριζι.ός (επι.Θ.) rαdίcαι
Ραββι'νος (ουσιαστ. αρσεν.) rαb- ράμΦος (ουσιαστ. αρσεν.) bec ριζώνω (ρήμα) s.enracίner,
bίn ραντίζω (ρήμα) αsρerger, arrο- ?αεnύrρ(εούυμσα'Οατραα=Ρσcεονυ.}α:tΟ:τ ρrendre racίne
ραβόι'ζω (ρήμα) batοnner ser aίr
ρινόκερος (ουσιαστ. αρσεν.)
ραβδί (ουσιαστ. c]ρσεν.) bέίtοn, ράντισμα (ουσιαστ. Θηλ.) asρer- ρευμστισμός (ουσιαστ. αρσεν.) rhίnοCέrΟs ,
(Θηλ.) Cαnne sίοn rhυmatίsme
ρίχνω (ρήμα) jeter, |anCer, tίrer
ραβόισμός (ουσιαστ. Θηλ.) ραιτάνι (ουσιαστ. αρσεν.) rαdίs ρεύση (Ουσιαστ. αρσεν.) έcου- ριψοκινόυνεύω (ρήμα) rίsqυer
baStΟnnade ρατιτομηχανή (Ουσιαστ. Θηλ.) 'ement
ριψοκίνδυνος (εrτίθ.) hasαrdeυχ,
ράβω (ρήμα) cουdre maChίne έι cΟυdre ρευστοποίηση (ουσιαοτ. Θηλ.) tόmόraίΓe
ράσο (ουσιαστ. αρσεν.) frοc, ιίqυίdαtίοn
ΡΟγχαλητό (Ουσιαστ. αρσεν.)
#σαι,8ξοιεήπίΞ,α;:::eenttΘΙΙλρ,α. (Θηλ.) sΟυtane ρευστοτιοιώ (ρήμα) |ίqυίder ronflement
ραγίζω (ρήμα) feΙer, se fendre ραΦείο (Ουσιαστ.) αtelίer de ρευστός (επίθ.) |ίqυι'de, fΙυίde ρογχαλπω (ρήμα) rοnfleΓ
ραόι'ιt. (ουσιαστ. Θηλ.) Chjcοrέe tαί||eυΓ, ateΙίer de cουtυre ρέω (ρήμα) cου|er, s.έcου|er, ΡόΥχος (ουσιαστ. αρσεν.) rέίIe
ράόιο (ουσιαστ. αρσεν.) radίυm ραΦή (ουσιαστ. Θηλ.) cουtυre flυer
ρόδα (ουσιαστ. Θηλ.) rουe
ραδιοτη^€γράΦηιια (ουσιαστ. ράΦι (ουσιαστ. αρσεν.) rαΥοn ρήγμα (ουσιαστ. Θηλ.) fente, ροόαι(ινιά (ουσιαστ. αρσεν.)
αρσεν.) rαdίοtέ|έgrαmme ράΦτης (ουσιαστ. αρσεν.) taίι- breChe
ρeCher
ραδιουργία (ουσιαστ. Θηλ.) ίn- 'eυr Ρήμα (Ουσιαστ. αρσεν.) νerbe ροόάι{ινο (Ουσιαστ. Θηλ.) ρeche
trίgυe ράΦτρια (ουσιαστ. Θηλ.) cουtυ- ρημάζω (ρήμα) dένaster, ροόέλαιο (ουσιαστ. Θηλ.) hυίιe
ραόιούργος (επίθ.) ίntrίgαnt rίόre dέρόrίr de rοSes
ραόιουρΥώ (ρήμα) ίntrίgυer
σκληρότητα (ουσιαστ. Θηλ.) dυ- bre σιtωιττικός (εττίθ,) mοrdαnt, mo- σοσια^ιστής (ουσιαστ. αρσεν.)
re'ό, rυdesse σιtοτίζω (ρήμα) ίmροrtυner, Jυer, raίl'eυr SΟcίa'ίste
σκ^ήρυγση (ουσιαστ. αρσεν.) trουbΙer, embeter, ennυyer σκώρος (ουσιαστ. Θηλ.) mίΓθ, σούβλα (ουσιcιστ. Θηλ.) J>rοche
•eίgπe
endυrcίssement σιtοτοδίνη (Ουσιαστ. αρσεν.) σουβλά.ι (ουσιαστ. Θηλ.) brο-
σκ^ηρύγω (ρήμα) dυrcίr, endυr- νertίge σιιά^το (ουσιοστ. αρσεν.) έmaί| chette
cίr σκοτούρα (ουσιαστ. αρσεν.) σμα^τώγω (ρήμα) έmaίι|er σουβΑβω (ΡήιJα) embΓΟchΘr
σκοινί (ουσιαστ. Θηλ.) cοrde SΟυcί, ennυί σμαράΥδι (ουσιαστ. Θηλ.) έme- σουλτάνος (ουσιcιστ. αρσεν.)
σκοιγοβάτης (ουσιαστ. αρσεν.) •aυde
σκοτώγω (ρήμα) tυer sυ'tan
acrobαte. νοιtίgeυr, όqυίιίbrίste σκουλαρίκι (ουσιαστ. Θηλ.) σμ€ουρο (ουσιαστ. Θηλ.) fram- σούπα (ουσιαστ. Θηλ.) sουρe,
σκο^ίωση (ουσιαστ. Θηλ.) scο- bουcle d'οreί'Ies DΟίse (αρσεν.) ροtage
'ίοse σκουλήκι (Ουσιαστ. αρσεν.) νer σμήνος (ουσιαστ. αρσεν.) θs- σουrΓιά (ουσιαστ. Θηλ.) seίche
σκόνη (ουσιαστ. Θηλ.) ρουdre, σκούΓΓα (Ουσιαστ. αρσεν.) balaί Sαίm σόιιπι€ρα (Ουσιαστ. Θηλ.) sου-
ρΟυssίόre σιtουπίδια (ουσιαστ. Θηλ. σμίΥω (ρήμα) meΙer, mέ|αngεw ρίέre
σκονίζω (ρήμα) cουνrίr de r,ληθ.) οrdυres σμ1λη (ουσιαστ. αρσεν.) cίseaυ, σοιιρώγω (ρήμα) fίιtrer, sέchθr,
ρουssίόre σκου™διάρης (ουσισστ. αρσεν.) Sca'ρeΙ
ρasser
σκοντάΦτω (ρήμα) trέbυchθr baΙayeυr σμύργα (Ουσισστ. Θηλ.) myrrhe σούσουρο (ουσιαστ. αρσεν.)
σκόπελος (ουσιοστ. αρσεν.) έ- σιt®υτιίζω (ρήμα) nettογer, ba- σοβαρά (επίρ.) sέrίeυsθmθnt, cancan
cυeί' Ιαγer JΓaνement σούαrτα (ουσιαοτ. αρσ€ν.) res-
σκοπευτήριο (Ουσιαστ. αρσεν.) σκούπισμα (ουσιαστ. cιρσεν.) σοβαρεύομαι (ρήμα) ρrendrθ υn s0rt
έtαbΙίssement de tίr ba'ayαge aίΓ Sέrίeυχ σουτζούκι (ουσιαcΓr. Θηλ.) saυ-
σκοτιεύω (ρήμα) νίser, cοmρter σκουριά (Ουσιαστ. Θηλ.) rουί||e σοβαρός (εττι'Θ.) sέrίeυχ, gΓaνθ cίsse
σκοτιιά (ουσιαστ. Θηλ.) gυέrίte σκουριάζω (ρήμα) rουίιιer σοβαρότητα (Ουσιαστ. αρσ€ν.) σοΦία (ουσιαστ. Θηλ.) sagessθ,
σιtόmμος (επίθ.) ορροΓtυn σκούρος (επίθ.) fοnce aίr Sέrίeυχ, (Θηλ.) graνίtέ (αρσεν.) saνοίr
σκοπιμότητα (ουσιαστ. Θηλ.) σκούΦος (ουσιοστ. αρσεν.) σόόα (ουσιαστ. αρσεν.) sοda σοΦίζομαι (ρήμα) jmαgίner
ορροrtυnίtό bοnnet, bέret σόι (ουσιαστ. Θηλ.) ρaΓθntέ, σόΦισμα (Ουσιαστ. αρσεν.) sο-
σιtοποβολή (ουσιcιστ. αρσεν.) σκύβω (ρήμα) se baίsser, se race, οrίgίne, esρece
ρhίsme
'ίr a Ια cίbΙe CΟυrber, se ρencher, s`ίnc'ίner σοκολάτα (ουσιαστ. αρσεν.) σοΦιστής (ουσιαστ. αρσεν.) sο-
σιιοπός (ουσιαστ. αρσεν.) bυt, σκυθρωrιός (εττίθ.) sοmbre chΟcο'at ρhίste
(Θηλ.) ίntentίοn, sentίneΙΙe σκύλα (ουσιαστ. Θηλ.) chίenne σόλα (ουσιαστ. Θηλ.) semθ|Ιθ σοΦίτα (ουσιαστ. Θηλ.) mαnsαΓ-
(στρc'Τ.) σιύλος (ουσιαστ. αρσεν.) chίen σό^οικος (εΓτίθ.) ίncοrrθct de, (αρσεν.) grθnίθr
σκόρδο (ουσιαστ. αρσεν.) αί1 σιtυλόψαρο (ουσιαστ. αρσεν.) σ®λομός (ουσιαστ. αρσεν.) saυ- σοΦός (επίθ.) saνant
σκορπβω (ρημα) dίsρθnser, rό- reqυίn mΟn στιάγγος (ουσιαπ. Θηλ.) fίcθ|Ιe
ρandre, dίsβθrsθr, dίssίρer, 6- σχυμ€γος baίssέ, cουrb6, ρθn- σοιJιιιές (ουσιαστ. αρσεν.) sοm- σττάζω (ρήμα) casser, brίsθr,
ρarρί''er Chό, ίncΙίnό mίer Ι rοmρre ,
σιιορπιός (ουσιαστ. αρσεν.) σιtύψιμο (ουσιαστ. αρσεν.) ρen- σόμπα (Ουσιαστ. αρσεν.) ροΘ|e στΓαθί (ουσιαστ. αρσεν,) sαbre,
scοrρίοn chement, (Θηλ.) ίnclίnαtίοn σογάτο (ουσιαστ. Θηλ.) sοnαtθ (Θηλ{) έρόθ
σκοτάόι (ουσιαοτ. Θηλ.) οbscυ- σκω^ηκοειόίτιόα (ου σιαστ. σορός (ουσιαστ. αρσεν.) cθr- στιαθιά (Ουσιαστ, αρσεν.) cουρ
Γί{έ, (rιληθ.) tόnόbres θηλ.) aρρθndίcite cυeίι, (Θηλ.) bίόrθ dΘ sabre
σιtοτεινιάζω (ρημα) obscυrcίr σκώμμα (ουσιαστ. Θηλ.) rαί|Ιe- σοσια^ισμός (ουσιαστ. αρσeν.) σπαθβω (ρήμα) sαbrθr
σκοτεινός (επίθ.) οbscυr, §οm- rίe, mοqυerίθ socjalίsme σπανάιι (ουσιαστ. αρσεν.) έρί-
στrάνια
αmόρος πουόάζω e®Ο αrΓαΦΓόα