You are on page 1of 11

προmαιιος τρΦμηθ€υτής 651 προσαΥατο^ίζω

προμηtιεια

προΘά^αμος (ουσιαcrτ. Θηλ.) ΓΓΡοκάτοχος (ουσ1αστ. c]ρσεν.) προμηθευτής (ουσιαστ. αρσεν.) affectό
antίchambre • J J rn ίsseυ r τιροορισμός (ουσιαστ. Θηλ.)
ρrέdέcesseυr
ιτρόθεση (ουσιαστ. Θηλ.) ίnten- ιτρόκειται ί1 S' agjt, ίι eSt τιρομηθεύω (ρήμα) fουrnίr, ρrο- ρrέdestίnatίοn, destίnαtίοn
tίοn, ρrόροsίtίοn =JΓer, mυnίr τιροπαρασιtειιάζω (ρήμα) ρrέ-
qυeStίοn
ΓιροΘεσιιία (ουσιαστ. αρσεν.} ΓΓρΟκήρυξη (ουσιαστ. Θηλ.) ρΓο- τιρομήνυμα (ουσιαστ. αρσεν.) ρareΓ d' aνanCe
dέιαί, terme Clamatίοn =.έsa9e προπαρασκευαστικός (επίθ.)
ηροθήκη (ουσιαστ. Θηλ.) νjt_ προιηρύσσω (ρήμα) ρrοclαmer ττροιJηγύω (ρήμα) ρrέsager Ρrόραrαtοίre
r,ne, deναntυre __ πρόκληση (ουσιαστ. Θηλ.) ρrο- προνοητιιtός (εττίθ.) ρrένοΥαnt προπέτασμα (ουσιαστ. αρσεν.)
πρόθυιια (επι.ρ.) νοιοntίers νοcαtjοn, (αρσεν.) dέfί rlρονοητικότητα (ουσιαστ. Θηλ.) ρarαρet
ιιροΘυμία (ουσιαστ. ορσεν.) προκΑητιιιός (επι'Θ.) ρrονοcant =rένογance τιροιτέτης (ουσιαστ. αρσεν.) ίm-
emρressement προιtρίνω (ρήμα) ρrέfέrer rιρόνοια (ουσιαστ. Θηλ.) ρrέ- ρertίnent
ΓτροΟυιιοποιούμαι (ρήμα) s. em- ΠΡάριτος (Ουσιcιοτ. cιρσεν.) • JγanCe, ρrΟνίdence τιροτιηλαιtίζω (ρήμα) ουtΓαger,
ρresser nοtab'e προνόμιο (ουσιαστ. αρσεν.) ρrί- ίnSυιter, cοnsρυer
πρόθυιιος (επίθ.) emρrθssέ, ιτόοκυμαΓα (ουσιαστ. αρσεν.) •έge προτιίνω (ρήμα) bοίre έ1 Ια sαntέ
serνίabΙe ττρονομιούχος (επίθ.) ρrίνί|έgίέ προπληρώνω (ρήμα) ραγer d'
qυαί, (Θηλ,) jetέe
προίκα (ουσιαστ. Θηλ.) dοt, (αρ- τιροκύmω (ρήμα) resυιter rιρονοώ (ρήμα) ανοίr sοίn, aνance
σεν.) trουsseαυ ΓΓρο^αιJβάγω (ρήμα) ρrένenίr, ="JLlrνοίr Γιροττληρωτέος ραγabιe d'
dέναncer Γτροξεγείο (Ουσιαστ. αρσεν.) aναnce
:#,ι)κ=+#r#:Οe #:::αgΤ. αρ- πρ®^€γω (ρήμd) ρrέdίre =ΟnsυIαt ιτΡοτιόνηση (ουσιcιστ. αρσεν.)
ΓΓρο.Ιόγ (Ουσ1σστ. αρσεν.) ΡrΟ- πΡΟ^εταριάτο (ουσιαστ. αρσεν.) ΤιΡΟξενητής (Ουσιαστ. cιρσεν.) entrαtnement
dυίt τarίeυr, ρrοχέnete τιροπονώ (ρήμα) entrατner
ρrοΙόtαrίαt
τιρΦξ€γικός (επίθ.) cοnsυιaίrέ Γιροπορεύοιιαι (ρήμα) mαrCher
:hΈ;.,στράaΊ:nοςbυσιαπ.αρσw.) :#έΞfr:Ηκ tουσ,αcrΤ. αρσεν., πρόξενος (ουσιαστ. άρσεν.) en aναnt, deναncer, ρrέcέder
ΓΓρώ'ΠοΡικός (εττίθ,) ρrόhίstοrί- =Οnsυι τιρόποση (ουσιαστ. αρσεν.)
πΡο^rιπ™ός (εΓΓίθ.) ρr6νθntίf,
qυe τιροξενώ (ρήμα) Caυser, occa- tοαst
προκαλώ (ρήμα) ρrονοqυθr, dό- :#Ls;ί;ίetυοχύσΊLΘ*.dδηρλr.;jυρgrέ: Sίοnner, faίre προπύλαια (ουσιαστ. αρσεν.)
fίer πρΦοό€υτικός (εττίθ.) ρrΟgressίf (πληθ.) ρrορyιέes
ΓΓροκπαβάΑ^ω (ρήμα) ρθyer d' τιροοόεύω (ρήμα) fαίre dθs προπύργιο (ουσιαστ. αρσεν.)
aνarιce, antίcίρ®r, aνancθΓ
##nέ'νΞ:υρ%sυt:ιj::. αρσεν.) remρart
aνant-ροrt 3r0grέs, Ρrogresser, ανancer
πραάταβοΑή (ουσιαcrτ. Θηλ.) πρόοόος (ουσιαστ. αρσεν.) rιροπώληση (ουσιαστ. Θηλ.)
aνance, (αρσεν.) acοmρte Drο.grέs, aνancement, (Θηλ.) νente ραr αναnce
ΞrΡοξ!:::ς (Ουσιαπ. αρσεν.)
(Θηλ.) antίcίρatjοn πρ®ιιαντεύω (ρήμο) dένίner JrΟgressίοn ττροπωλώ (ρήμα) νendre Ρar
πρααταβο^ικό (εΓΓίρ.) d. aνan- ττροοίμιο (ουσιαστ. αρσεν.) aναnce
ρrέjυger
ce προμαχώγας (ουσιαcrτ. αρσεν.j eχοrde, ρrέιυde, ρrέαmbυ|θ, τιρος ρουr, νeΓs, enνers, a
προχοταλαιιβά`Γω (ρήμα) οccυ- remραrt aνant-ρrοροs, (Θηλ.) ρrέfαce προσαγορεύω (ρήμα) αdresser
rΓροοτtτική (ουσιαστ. Θηλ.) ρer- υne αιιοcυtίοn
πρφι.ε^έτη (ουσιcιστ. Θηλ.) έtυ-
:%κιί#;ίθr.tορ:ξ#: θηλ., de ρrέραrαtοίre, ρrέmέdίtatίοn sρectίνe Γιροσάγω (ρήμα) αmener
ρrένentίοn προορίζιΑι (ρήμα) ρrέdestίner, προσαγωΥή (ουσιαστ, Θηλ.)
ιτfΌιtαταρΊ™ός (εττίθ.) ρrό|ίmί- ΓοΡυοr%#rεe':ρr:Ονγ8Τ;αn?ΤέοmΘ#}ξί jestίner, αffecter ρrόsentatίοn
naίre
sίnn Γιροορισμέγος (επιθ.) destίnό, τιροσανατολίζω (ρήμα) οrίenter
προσαγατο^ισμός 652 προσΦώνηση
προσι(ήνιο τιρόσκληση

προσανατολισμός (Ουσιαστ. προσελιtύω (ρήμα) attίrer, gα- Ier, feίndΓe


3Ι.'αnt-scene
Θηλ.) οrίentαtίοn
gner πρόαληση (ουσιαστ. Θηλ.) ίn- προσταγή (ουσιαστ. αρσεν.) οr-
ιτροσαρμογή (ουσιαστ. Θηλ.) rιροσέρχομαι (ρήμcι) s. αρρro- dre, Commandement
ιtαtίοn, (αρσεν.) aΡΡeΙ
αρρ|ίcatίοn, adaρtαtίοn (αρσεν.) cher, Se ρrέsenter, se jοίndre a
ττροσκολλώ (ρήμα) cο||er, αtta- τ1Ρόστογμα (Ουσιcιστ. αρσεν.)
ajυstement προσευχή (ουσιαστ. Θηλ.) ρrίέ- Commαndement
=her ά
τιροσαρμόζω (ρήμα) αρριίqυer, re προστάζω (ρήμα) Cοmmander,
adαρter, ajυster, raccοrder, αc- τιροσεύχομαι (ρήμα) faίre sa Ο,dΟnner
CοmmΟder #:::#*ω (:έ:Γα)σ:ΡΡ::::ν.)
ρΓίέre Ξ3|aίreυr, scΟυt-bΟΥ ττροστακτική (ουσιαστ. αρσεν.)
πρ®σάρτηση (ουσιαστ. Θηλ.) τιροσεχής (εrιίθ.) ρrοChe, ρrο- ίmρόrαtίf
anneχίοn πραρούω (ρήμα) heυrter, chο-
Chaίn τ1ροστασία (ουσιαστ. Θηλ.) ΡrΟ-
τιΡοσαρτώ (ρήtJα) anneχer J ,J e r
Γιροσέχω (ρήμα) faίre attentίοn, tectίοn
ιτροσαύξηση (ουσιαστ. αρσεν.) τιροσι[ύνημα (ουσιαστ.. αρσεν.)
ΡrendΓe gαrde, ΡΓeter Ι. Οreίιιe JέIerίnage τιροστατεύω (ρήμα) ρrοtέger
aCcrΟίssement τιρgσεχώς (επίρ.) ρrοchaίne-
ττρΟσκυγητής (Ουσιcιστ. αρσεν.) πΡΟστάτης (ουσιαστ. αρσεν.)
προσβάλλω (ρήμα) οffenser, at- ment
Jέ'erίn ρrΟtecteυr, ρatrοn
taqυer, atteίndre, assaίιιίr ιτροσηλυτΈω (ρήμα) cοnνertίr, ιτροσκιινώ (ρήμα) se ρrοster- πρόστιμο (ουσιαστ. Θηλ.)
ΓιροσβλέΓ!ω (ρήμα) enνίsager
ρrοsέιytίser Ί`er, SaΙυer amende
τ1ροσβΑητικός (επίθ.) οffenSant προσηλυτισμός (ουσιcιστ. αρ- τιροσλαιιβάνω (ρήιJα) s' adjοίn- τιρΟστρέχω (ρήμα) accΟυrίr
προσβο^ή (ουσιαστ. Θηλ.) οf- σεν.) Cοnνertίs$ement, Ρrοsέ|y- τιΡοστριβή (ουσιcιστ. αρσεν.)
fenSθ, αttαqυe, charge, (άρσεν.) tίsme =Γe, ρrendre
frοttement, frοίssement
aSsaυt προσήλωση (ουσιαστ. Θηλ.)
τιροσγειώνω (ρήμα) αtterrίr :#:έ:#Ξnt,tΟtυθ:Ιλα.ΓαdjΟαnρcσtfονί, προστρίβω (ρήμα) frΟίsser, fΓοt-
grαnde attentίοn τιρόσοδος (ουσιαστ. αρσεν.} re- teΓ
προσγε/ωση (ουσιαστ. αρσεν.) Γιρόσθεση (ουσιαστ. Θηλ.) αd- τΓρόστυχος (επίθ.) οrdίnαίre, tΓί-
.Ι e n υ
atterrίssαge CIίtίοn νίαι, de maυναίse qυαιίtέ, νυι-
προσόένω (ρήμα) attacher a, προσοδοΦόρος (επίθ.) ρrοdυ-
Γτρόσθετος (εΓτίθ.) αddίtίοnneΙ.
Τtίf, Iυcrαtίf gaίre
'ίθr a
ροstίche προσόν (ουσιαστ. Θηλ.) qυaΙίtέ προσύμΦωγο (Ουσιαστ. αρσεν.)
ΓΓροσδιορίζω (ρήμα) fίχer, dέsί- προσθέτω (ρήμα) ajουter, jοίn- nροσοχή (ουσιοστ. Θηλ.) atten- ρrοjet de Cοntrαt
gner, ρrέcίser, dέtermίner dre, αddίtίοnner ιτροσυτιογράΦω (ρήμα) cοntre-
:ίοn
προσδιορισLιός (ουσιαστ. Θηλ.) rιροσθήκη (ουσιαστ. Θηλ.) addί- sίgner
dέsίgnatίοn ττρΟσόψιο (Ουσιαστ. αρσεν.)
tίοn ΓΓρόσΦατα (επίρ.) rέcemment
προσόοκ/α (Ουσιαστ. Θηλ.) αt- essώe-mαίn
πρόσθιος (εrrίθ.) de deνant, an- τιρόσοψη (ουσιαστ. Θηλ.) facα- πρόσΦατος (επίθ.) frαίs, rέcent
tente tέrίeυr προσΦέρω (ρήμα) οffrίr, ρrέ-
προσόοκώ (ρήμο) s. αttendre a je
ΠΡΟσιτός (εττίθ.) accessίbΙe, τιροόπάθειο (ουσιαστ. αρσεν.) sεmter, rendre
τιροσεΥΥΠιιι (ρήμα) s' αρρrο- abοrdαb'e προσΦεύγω (ρήμα) recουrίr,
cher, tουcheΓ, abοrder effΟrt
Γιρόσκαιρος (€ττίθ.) temροraίre. ανοίr reCοιιrs, se rέfυgίer
προστιαθώ (ρεύμα) s. effοrcer,
ρrονί§οίre :acher προσΦορά (ουσιαστ. Θηλ.) οffΓe
:#cσhψΊίσηκίοάυσίσρτ;έθ#σ,ηaρ=_ τΓροσκαλώ (ρήμα) ίnνίter, αρρe- προσποίηση (Ουσιαστ. Θηλ.) τιροσΦυγή (ουσιαστ. ορσεν.)
aρρrοχίmatίνement 'eΓ feίnte, dίssίmυ|αtίοn recΟυrs
προσεκτικός attentίf προσκ€ΦαΑο (ουσιαστ. αρσεν.) πρόσΦυγας (ουσιαοτ. αρσεν.)
ττροσποιητός (επίθ.) feίnt,
προσέ^ευση (Ουσιαστ. Θηλ,) αr- Οreί'Ιer rέfυgίό
affectέ, sίmυιέ
rίνέe ιτροσκήνιο (ουσιαστ. Θηλ.,ι προστΓοιούμαι (ρήμα) dίssίmυ- προσΦώνηση (Ουσιαστ. Θηλ.)
προσχεόιάζω 654 προΦασίζοιιαι
τ?όΦαση 65 5 πρωτεύουσα

alΙοcυtίοΓι dernίeΓ
τιροσ.χεδιάζω (ρήμα) ρrοjeter, προτεραία (ουσιαστ. Θηλ.) νeΠΙe ττρόΦαση (Ουσιαστ. αρσεν.) τιροωρισμ€γος destίnέ, affectέ
esqυιsser προτεραιότητα (Ουσιαστ. Θηλ.) 3rέteχte πρόωρος (επίθ.) ρrέmatυrέ
τιρόσχημα (ουσισστ. cιρσεν.) ρrίοrίtέ τιροΦέρω (ρήμα) ρrοnoncer πρύμνη (ουσιαστ. Θηλ.) ρουρe,
rιροΦητεία (ουσιαστ. Θηλ.) ρrέ- '' αrrίέre
ρreteχte, (Θηλ.) αρρarence ιTροτέρημα (ουσιοστ. αρσ€ν.)
προσχώρηση (ουσιαστ. Θηλ.) aναntαge, (Θηλ.) qυα|ίtό =ίctίοn Γ1ρύτανις (ουσΓαστ. αρσεν.) re-
προΦητεύω (ρήμα) ρrόdίre CteυΓ, dοyen
αdhέsίοn πρότερος (επίθ.) ρrέcέdent, an-
προσχωρώ (ρήμα) adhέrer, αc- tόrίeυr rιροΦήτης (ουσιαστ. αρσεν.) τιρώην (επίρ.) αncίen, eχ
cόder προτίθειιαι (ρήμα) se ρrοροSer, ]ΓΟρhόte πρωθυπουργός (ουσιαστ. αρ-
προΦθάνω (ρήμα) rejΟίndre, αr- σεν.) ρrό§ίdent dυ cοnseίι des
-νer έι temρs, jΟίndre, attrαρer mίnίstres, ρremίer mίnίstre
:€:7ωΞίfg:tΤ„ t3:σιΞeΤs.ΟnΞeρΙ: ::3ίrίμι;::tί::Ι3ΓdΞ:ο6eηtλe; ρrό_
Chef dΙ, ρerSonne, fόrence rιροΦορά (ουσιαστ. Θηλ.) ρrο- πρωί (Ουσιαστ. σρσεν.) mαtίn,
nροσωπείο (ουσιαcrτ. αρσεν.) προτιμητέος (€ττίθ.) ρrέf6rαble lοncίatίοn (Θηλ.) mαtίnέe
τιΡΟΦΟΡικά (εττίρ.) οrα|ement ΓιΡώιμος (εττίθ.) ρrέcοce, hatίf,
προΦορικός (επίθ.) νerbαι, oral de ρrίmeυr
πmΞsσq::ιόοΦόρος masqυέ :3::#Τi#μα()επρίrΘέ}έρer:,f6arίαmb:er
rιροΦυλαι{ή (Ουσιαστ. Θηλ.) Γιρωινός (εττίθ.) dυ matίn, mαtί-
προσω™κά (επίρ.) en ρersοnne, mίeυχ
3ναnt-gαrde na'
ρersοnnellehent προτομή (ουσισπ. αρσεν.)
προσωπιχός (εττίθ.) ρersοnneΙ bυste ττροΦυλαιtίζω (ρήμα) dέtenίr τιΡωκτός (ουσιαστ. αρσεν.) cυι,
3rένentίνement, emρrίsοnner derΓίέre
προσωπιιότητσ (ουσιαστ. Θηλ.) προτού (επι'ρ.) aναnt qυθ, ανant 'πρώρα (ουσιαστ. Θηλ.) ρrΟυe,
ρersonnaΙίtέ, (αρσεν.) ρersοn- de προΦυλαιtτικός (επίθ.) ρrέser-
nage ιτροτρέπω (ρήμα) eχhοιιer, ίnνί- •`αtίf, ρrορhylactίqυe (αρσεν.) 1' αναnt
τιροΦυλακτικό (Ουσιαστ. αρ- ττρώτα (επίθ.) d' αbord, ρremίέ-
προσωπίδα (Ουσιαστ. αρσεν.) ter, ρουsser, ίncίter
mαsqυe προτροπή (ουσιαστ. Θηλ.) ]εν.) ρrέserναtίf (Θηλ.) cαροte rement
ήροσωπογραΦία (ουσιαcrτ. αρ- eχhοrtatίοn, ίnνίtαtίοn προΦύλαξη (ουσιαστ. Θηλ.) ρrέ- τιΡωταγωνιστής (Ουσιαστ. cιρ-
σεν.) ροrtraίt πρότυπος (ετιι'Θ.) qυί sert de =aυtίοn σεν.) jeυne ρremίeΓ, acteυΓ
ιτρόσωπο (ουσιαστ. αρσεν.) νί- mοdele nροΦυλάσσω (ρήμα) ρrέserνer ρrίnCίραι, ρrotαgοnίste
ττρόχειρα (επίρ.) sans ΡΓέρara- τΙΡωταγωνίστρ1α ( ουσ1αστ.
s:Ξ:,e, `?αηέ!ενfίυρr:rs`οΘnηnλέ'geρ- :ρnόατπ#ο,dΟeΊg,dπ. Ορσεν., Οrί- :;οn Θηλ.) ρremίέre αctrίce
ιτροσωποποίηση (ουσιαστ. προύπαντώ (ρήμcι) aΙΙer aυ de- πρόχειρος (επίθ.) qυί est sουs τιρωταγωγιστώ (ρήμα) jουer |e
Θnλ.) ρersοnnίfίcαtίοn ναnt de, αιιer a Ιa rencοntre de a maίn ρremίer rό'e
προσωριγά (επίρ.) ρrονίsοίre- τιρούπόοεση (ουσιαcπ. Θηλ.) προχΘές (επίρ.) aναnt hίer πρωτάθλημα (ουσιαστ. αρσεν.)
ment ρrέsυρροsίtίοn προχρονολογώ (ρήμα) αntίdater chαmρίοnnat
προοωριγός (€πίθ.) ρrονίsοίre προύτιοθέτω (ρήμα) ρrόsυρρο- Ττρόχωμα (Ουσιαστ. Θηλ,) bαr- πρωταθλητής (ουσιαστ. αρσεν.)
-ίέre, (αρσεν.) remρart, (Θηλ.) Chamρίοn
πρόταση (ουσιαστ. Θηλ.) ρrορο- sεw
sίtίοn Jίgυe πρωτάκουστος (επίθ.) ίnου.ι'
προτάσσω (ρεύμο) mettrθ de_ :ε:.ίπ:#έiμός (ουσιαπ. Cιρ- προχωρώ (ρήμα) aνancer, cοn- πρωτεΓα (Ουσιαστ. αρσεν.) Ρre-
[ίnυer mίer rαng, (Θηλ.) ρrίmαυtό, ρrέ-
ναnt προΦανής (επίθ.) ένίdent, claίr
προώθηση (Ουσιαστ. Θηλ.) ρrο- sέαnCe
προτείνω (ρεύιjα) ρrοροser, manίfeste
Dυ'sίοn ΓιρωτεξάδελΦος (ουσιαστ. αρ-
ρrέsenter προΦαγώς (επίρ.) 6νίdemment
τιροωθώ (ρήμα) ρουsser en σεν.) Cουsίn germaίn
ιτροτελευταίος (επίθ.) aναnt- προΦασιζομαι (ρήμσ) ρrέteχter
aνant ττρωτεύουσα (ουσισστ, Θηλ.)
πρωτεύω 65e τιuγός mτ`/ότητα e57 ™ΑΜ;

caρίtaΙe gίnalίtέ serrέ. cοmρact, drυ, `ουffυ tί„erίe


τιρυιτεύω (ρήμα) etre Ιe Ρre- πρωτότυπος (επίθ.) οrίθίnαι mικγότητα (ουσιαστ, Θηλ.) ό- πυροβολισμός (ουσιαστ. αρ-
mίer πρωτοΦαγής (επίθ.) nουνθaυ οaίsseυr, densίtό, cοmρacίtό σεν.) cουρ de feυ
Γrρώτιστα (εττίρ.) aναnt tουt ΓιΡωτοχρογιά (Ουσιαστ. αρσεν.) πιιχγώγω (ρήμα) rendrθ όραίs, πυροβόλο (Ουσιαστ. αρσ€ν.)
πρωτ®βάθμιος (εττίθ.) de ρre- Ie jουr de Ι' an cοndenser canοn
mίeΓ degrέ παίσμα (ουσιαστ. Θηλ.) faυte, mίκνωση (ουσιαστ. αρσεν.) έ- τΓυροβο^ώ (ρήμα) faίre feυ, tί-
ττρωτοβουλία (ουσιαστ. Θηλ.) Cοntrανentίοn oaίssίssement, (Θηλ.) cοndθn- rer, cοn0nner, dέcharger
ίnίtίatίνe mα.σματοόικείο (ουσιαστ. αρ- satίοn πυροι.αχ™ά (ουσιαστ. Θηλ.)
ΓΓρωτόγογος (επίθ./ nέ Ιe~ρre- σεν.) trίbυnαι de ροΙίce mίλη (ουσιαστ. Θηλ.) ροrte (αρ- mυnίtίοns de gυerre
mίer, ρrίmοrdίal, ρrίmίtίf πτηγοτροΦεΓο (ουσιαοτ, Θηλ.) σεν.) ροrtαί| mJροσβέστης (ουσιcιστ. αρσεν.)
Γrρωτοδικείο (ουσιαστ. αρσεν.) basse-cΟυr ττυξίδα (Ουσ1αστ. Θηλ.) bουssοΙθ ροmρίer
trίbυnαι de ρremίere ίnstαnce Γττήση (ουσιαστ. αρσεν.) νοι mί® (ουσιαστ. αρσεν.) ρυs ιτυροτ€χγηιJα (ουσιαστ. αρσ€ν,)
ΓΓρωτοόίχης (Ουσιαστ. αρσεν,) πτυελοδοχείο (ουσιαστ. αρσεν.) ιτυραμίόα (ουσιαστ. Θηλ.) ρΥra- feυ d' artίfίce
ιυge de ρremίέre ίnstαnce crαchοίr mίde ιτυρπό^ηση (ουσιαcrτ. αρσεν.)
πρωτόκολ^ο (ουσιαστ. αρσεν.) ΓΓτυχή (ουσιαστ. αρσεν.) ρ1ί rΓύργος (Ουσ|c)στ. Θηλ.) tουr, embrasement, ίncendίe
regίstre, ρrοtοcοΙe τττυχίο (Ουσιαστ. αρσ€ν.) αρσεν.) ch3teαυ τιυρπολώ (ρήμα) brΟΙer, ίncθn-
ΓΓρωτοιtολ^ώ (ρήμα) enregίstrer dίρlόme, breνet ττιιρ€τός (ουσιαστ. Θηλ.) fίόνre dίeΓ, mettre Ιe feυ
πρωτομάγειρας (ουσιαστ. αρ- τιτυχιούχος (επίθ.) dίριόmέ, rιυρήνας (ουσιαστ. αρσεν.) ιτυρσός (ουσιαστ. Θηλ.) tοrche
σεν.) chef de cυίsίne breνetέ Ίογαυ ΓΓυρωμέγος έchaυffέ, chαυd,
ΓΓρωτομαΥιά (Ουσιαστ. αρσεν.) τττώμα (ουσιαστ. αρσεν.) ca- πύριγος (εττίθ.) brΘΙant, αrdθnt aΓdent
Ιe ρremίer maί daνre τΓυριτιόοποι€ίο (ουσιαστ. Θηλ.) πυρώγω (ρήμα) chαυffer aυ feυ
ΙΤΡωτομάρτυρας (Ουσ1σστ. αρ- πτώση (ουσιαστ. Θηλ.) chυte, ρουdrerίe πώληση (ουσιαcrτ. Θηλ.) νeπte
σεν.) Ιe ρremίer martγr baίsse ττυρίτ1δα (ουσιcιστ. Θηλ.) ρΟυdre τιωλητής (αρσεν.) νendeυr
πρωτομάστορης (ουσιαcπ. αρ- τττωχαίνω (ρήμα) s' aρρaυνrίr πυρκα.ι.ά (ουσιαστ. ορσεν.) ίn- ΓιώιJα (ουσιαστ. αρσεν,) bου-
σεν.) mατ{re ουνrίer Γιτώχεια (ουσιαστ. Θηλ.) =endίe chοn
πρώτον (επίρ.) ρremίέrement, ρaυνretέ ττυροβολαρχία (Ουσlαcrτ. Θηλ.) πωιJατίζω (ρήμα) bουcher, tαm-
d' abοrd ΓΓτώχευση (Ουσιαστ. Θηλ.) fαίι|ί- batterίe ρΟnner
πρωτόπειρος (επίθ.) nΟνίce, αρ- 'e πυροβολείο (ουσιαστ. Θηλ.) πώρωση (ουσιαστ. Θηλ.) ίnsen-
Ρrentί, ίneχρέrίmentέ ΓΓτιιιχεύω (ρήμα) faίre fαίιιίte Datterίe sίbί'ίtέ

πρωτοπορεία (Ουσιαστ. Θηλ.) τIτωχοι{ομείο (ουσιαστ. αρσεν.) τΤυροβο^ητής (ουσιαστ. αρσεν.) Τ,ώς; Cοmment?
αναnt-garde hΟsρίce des ραυνres artί|Ιeυr, cαnοnnίer πως qυe
ΙΤΡώτος (εΓιίθ.) Ρremίer τιυγιιαχία (ουσιαστ. Θηλ.) bοχe mιροβο^ικό (ουσιαστ. Θηλ.) ar-
τ1Ρωτοστάτης (Ουσιαστ. αρσεν.) Τ|υγμάχος (Ουσιαστ. αρσεν.) bo-
chef χeυr
πρωτοστατώ (ρήμα) etre Ιe Ρre- πυγμή (ουσιαστ. αρσεν.) ροίπg
mίer, etre αυχ ρremίers rangs, πυθμένας (ουσιαστ. αρσεν.)
jΟυer 'e ρremίer rό'e fοnd
τιρωτότοκος (επίθ.) αίn6, τιύθωγας (ουσιαστ. αρσεν,) ρy-
ρremίer-nέ thΟn
πρωτοτυτrία (ουσιαστ. Θηλ.) οrί- τιυιινός (επίθ.) έραίs, dense,

ΕλληγοΥαλλικό ^εξιι[ό - 42
ραββίνος 6 58 ρ€ βίθι έγι,α

ρέγκα (ουσιαστ. αρσεν.) hareng Ρήτορtις (ουσιαστ. αρσεν.) οra-


ρει{όρ (ουσιαστ. αρσεν.) recοrd teυr
Ρεμβάζω (ρήμα) reνer, reνasser Ρητώς (εrιίρ.) fοΓmellement,
ρ€μβασμός (Ουσιαστ. Θηλ.) Carrέment
rένerίe
ρηχός (επίθ.) ριαt, bas
ρεμβώδης (επίθ.) reνeυr, rένas- ρι'Υανη (ουσιαcJτ. αρσεν.) οrίgαn
Seυr
ρι.γος (ουσιαστ. αρσεν.) frίsson,
ρετιάνι (ουσιαστ. αρσεν.) rαdίs frίsSοnnemen'
ρετσι'να (ουσιαστ. αρσεν.) νίn
ρ rέsίnέ

ρετσινόλαόο (ουσιαστ. Θηλ.)


ριΥώ
ρίζα
SΟυche
(ρήμα) frjSsοnner
(ουσιαστ.
(νομ.)
Θηλ.) rαcίne,

hώle de reCίn
ριζι.ός (επι.Θ.) rαdίcαι
Ραββι'νος (ουσιαστ. αρσεν.) rαb- ράμΦος (ουσιαστ. αρσεν.) bec ριζώνω (ρήμα) s.enracίner,
bίn ραντίζω (ρήμα) αsρerger, arrο- ?αεnύrρ(εούυμσα'Οατραα=Ρσcεονυ.}α:tΟ:τ ρrendre racίne
ραβόι'ζω (ρήμα) batοnner ser aίr
ρινόκερος (ουσιαστ. αρσεν.)
ραβδί (ουσιαστ. c]ρσεν.) bέίtοn, ράντισμα (ουσιαστ. Θηλ.) asρer- ρευμστισμός (ουσιαστ. αρσεν.) rhίnοCέrΟs ,
(Θηλ.) Cαnne sίοn rhυmatίsme
ρίχνω (ρήμα) jeter, |anCer, tίrer
ραβόισμός (ουσιαστ. Θηλ.) ραιτάνι (ουσιαστ. αρσεν.) rαdίs ρεύση (Ουσιαστ. αρσεν.) έcου- ριψοκινόυνεύω (ρήμα) rίsqυer
baStΟnnade ρατιτομηχανή (Ουσιαστ. Θηλ.) 'ement
ριψοκίνδυνος (εrτίθ.) hasαrdeυχ,
ράβω (ρήμα) cουdre maChίne έι cΟυdre ρευστοποίηση (ουσιαοτ. Θηλ.) tόmόraίΓe
ράσο (ουσιαστ. αρσεν.) frοc, ιίqυίdαtίοn
ΡΟγχαλητό (Ουσιαστ. αρσεν.)
#σαι,8ξοιεήπίΞ,α;:::eenttΘΙΙλρ,α. (Θηλ.) sΟυtane ρευστοτιοιώ (ρήμα) |ίqυίder ronflement
ραγίζω (ρήμα) feΙer, se fendre ραΦείο (Ουσιαστ.) αtelίer de ρευστός (επίθ.) |ίqυι'de, fΙυίde ρογχαλπω (ρήμα) rοnfleΓ
ραόι'ιt. (ουσιαστ. Θηλ.) Chjcοrέe tαί||eυΓ, ateΙίer de cουtυre ρέω (ρήμα) cου|er, s.έcου|er, ΡόΥχος (ουσιαστ. αρσεν.) rέίIe
ράόιο (ουσιαστ. αρσεν.) radίυm ραΦή (ουσιαστ. Θηλ.) cουtυre flυer
ρόδα (ουσιαστ. Θηλ.) rουe
ραδιοτη^€γράΦηιια (ουσιαστ. ράΦι (ουσιαστ. αρσεν.) rαΥοn ρήγμα (ουσιαστ. Θηλ.) fente, ροόαι(ινιά (ουσιαστ. αρσεν.)
αρσεν.) rαdίοtέ|έgrαmme ράΦτης (ουσιαστ. αρσεν.) taίι- breChe
ρeCher
ραδιουργία (ουσιαστ. Θηλ.) ίn- 'eυr Ρήμα (Ουσιαστ. αρσεν.) νerbe ροόάι{ινο (Ουσιαστ. Θηλ.) ρeche
trίgυe ράΦτρια (ουσιαστ. Θηλ.) cουtυ- ρημάζω (ρήμα) dένaster, ροόέλαιο (ουσιαστ. Θηλ.) hυίιe
ραόιούργος (επίθ.) ίntrίgαnt rίόre dέρόrίr de rοSes
ραόιουρΥώ (ρήμα) ίntrίgυer

ραιtένόυτος (επι'Θ.) dόgυenί|Ιέ


ραι(ι' (ουσιαστ. αρσεν.) raΚί
ράκος (ουσιαστ. αρσεν.) hαίι-
ράχη (ουσιαστ. αρσεν.) dοs
ραίνω (ρήμα) αsρerger, αrΓοser, ραχιτιιtός (επίθ.) rαchίtίqυe
jeter ραχοκόι{αλο (ουσιαστ. Θηλ.) έ-
Chίne,
νertέbrαle
όρίne dοrSaΙe,

ράψιμο (ουσιαστ. Θηλ.) cουtυre


ραψωόία (Ουσιαστ. Θηλ.) rαρsο-
cοΙοnne
ρήξη
rjχe
(ουσιαστ. Θηλ.)

ρητίνη (ουσιαστ. Θηλ.) rέsίne


ρητό (ουσιαστ.) dίctίοn
ρητορική (ουσιαστ. Θηλ.) rhέtο-
rίqυe
Γυρtυre, ρόδι (ουσιαστ. Θηλ.) grenade
ροόιά (ουσιαστ. αρσεν.) grenα-
dίer
Ρόδινος (εττι'Θ.) de rοse, rοsέ
ρόδο (ουσιαστ. Θηλ.) rοse
Ρόζος (ουσιαστ. αρσεν.) nαΞυd,
π
ρητός (επίθ.) eχρrέs, fοrmeΙ, fί- dυrj'lΟn
ίοηn':aFht:ξ:st%.έ::FυπeλΙΙθ?,ά- dίe χe, ρrέcίs
ΡΟή (Ουσιαστ. αρσεν.) cουΓs,
ρακοσυλλέκτης (ουσιαστ. αρ- ρεβίθι (ουσιαστ. αρσεν.) ροίs ρήτρα (ουσιαστ. Θηλ.) claυse || flυχ, έcου|ement, (Θηλ.) cου|έe
σεν.) chίffοnnίer Chίche ποινική ρήτρcι = claυse ρέnα|e
ροκάνι (ουσιαστ. cιρσεν.) rαbοt
ροχαγ/δι eeΟ ρωτώ σάβανο 6e l σάγτοώ.τς

ροκαγίόι (ουσιαστ. αρσεν.) cο- ρύγχος (ουσιαστ. αρσεν,) mυ-


ρeaυ seaυ
ροχαγίζω (ρήμα) rαbοter ρύζι (ουσιαστ. αρσεν.) rίz
ρο^ό.ι. (ουσιαστ. Θηλ.) mοntre, ρυζόγαλο (ουσιαστ. αρσεν.) rίz
hΟrΙοge, ρendυle aυ 'αίt
ρομαγτικός (€ττίθ.) rοmαntίqυe ρυθμβω (ρήμα) rέgΙer, αrΓanger
ροιJα`/τισμός (ουσιαστ. αρσεν.) ρυθιιικός (επίθ.) rγthmίqυe,
romαntίsme rγ'hmέ
ρόμπα (ουσιαστ. Θηλ.) rοbe ρύθμιση (Ουσιαστ. αρσεν.) αr-
ρότtαλο (ουσιαστ. Θηλ.) mαs- rαngement, rέglement, rέgΙαge
sυe, mα'raqυe ρυθμιστής (ουσιc]στ. αρσεν.)
ροπή (ουσιαστ. αρσεν.) ρen- Γέgυιαteυr
chant ρυθμός (ουσιαστ. αρσεν.) ΓΥth- σάβαγο (ουσιαστ. αρσεν.) |ίn- σάλι (ουσιαστ. αρσεν.) ch8|θ
ΡΟύβ.λι (ουσιαστ. cιρσεν.) rΟυble me, sty'e Ceυ', sυαίre
σάλιακας (ουσιοστ. αρσεν.)
ρουθούνι (ουσιαστ. Θηλ.) ρυμούλκηση (ουσιαστ. αρσεν.) σαβανώνω (ρήμα) enseνeΙίr escαrgΟt
narίνe remοrqυage (Θηλ.) remοrqυe σάββατο (ουσιαστ. Ορσεν.) sa- σαλιάρης (επίθ.) baνθυχ
ρουκέτα (ουσιαστ. Θηλ.) fυsέe Ρυμουλκό (Ουσιαστ. Cιρσ€ν.) Γe- medί
σαλιγιtάρι (ουσιαστ. αρσεν.)
ρΟύμι (Ουσιαοτ. αρσεν.) rhυm mοrqυeυr σαβούρα (ουσιαοτ. αρσεν.) Ιest escargΟt
ρουμπίνι (ουσιαστ. αρσεν.) rυ- ρυμουλκώ (ρήμα) remοrqυer σαγηνευτικός (επίθ.) sέdυίsαnt σά^ιο (ουσιαcrτ. Θηλ.) salίνe
bίs σι]γηνεύω (ρήμα) sέdώre
ρυτιαίνω (ρήμα) saΙίΓ σαλόνι (ουσιαστ. Θηλ.) saΗe,
ρους (ουσιαστ. αρσεν.) cουrs, Ρυτ1αρότητα (ουσιαστ. Θηλ.) sa- σαΥόνι (ουσιαστ. αρσεν.) men- (ορσεν.) sαιοn
Cουrant Ietέ tοn σάλπα (ουσιαστ. Θηλ.) έcharρe
ρουσΦέτι (ουσιαστ. Θηλ.) fa- ρυτιόώνω (ρήμα) rίder, frοίsser σάκα (ουσιαστ. αρσεν.) sac, σά^πιγγα (ουσιαστ. Θηλ.) trοm-
νeυr ρυτίόα (ουσιοστ. Θηλ.) rίde, ροrte-Cαhίer, (Θηλ.) gίbecίόre, ρette
ροιm'να (ουσιαστ. Θηλ,) rόυtjne (σρσεν.) ρ1ί serνίette σαλmΥκτής (ουσιαστ. αρσεν.)
ρουΦώ (ρήμα) αbsοΓber, aναιer, ρωγμή (ουσιαστ. Θηλ.) breche, σακάκι (Ουσιαστ. cιρσεν.) C'aίrοn
hυmer fente, fίssυre νestοn, (Θηλ.) νeste σαλτιπω (ρήμα) sοnnθr dθ Ια
Ρούχο (ουσιαστ. αρσεν.) νete- ρωμαλέος (επίθ.) robυste, fοrt, σαΗί (ουσισστ. αρσεν.) sαc trοmρette
ment, habίt νίgουreυχ σακούλο (ουσιαστ. αρσεν.) sαc, σάΑπισμα (ουσιcιπ. Θηλ.) sοn-
ρόΦημα (ουσιαστ. αρσεν.) ρο- Ρωμαλεότητα (Ουσιαστ. Θηλ.) (Θηλ.) bουrse nerίe
tage \ fΟrce, νίgυeυr
σάλτσα (ουσιαcπ. Θηλ.) saυce
ροχαλητό (ουσιαστ. αρσενJ ρωμαντιιtός (εττίθ.) romαntίqυe ::;ξα3ίοaόb'gtβeήτης(ουσιαπ.αρ. σαμάρι (ουσιαστ. αρσεν.) bat
Γοnflement, ra'e ρωμαντισμός (ουσιαστ. αρσεν.) σα^άιιι (ουσιαστ.) sαυcίssοn, σαγ cοmme
ροχαλίζω (ρήμα) rοnfΙer, raler rΟmantίsme salamί σαμπόνια (ουσιαστ. ορσεν.)
ρυάχι (ουσιαστ. αρσεν.) rυίs- σάλα (ουσιαστ. Θηλ.) saΙ|e, (αρ- chαmρagne
Seaυ :οωgΤef, ξρυήeμ#ί)ο*neeΤander' Ιnter- σεν.) saΙοn
σα^άτα (ουσιαστ, Θηλ.) sθ|adθ :αΊ;ξLLοα"'Γοτά,:#λ..Jρ::::3:
σα^έm (ουσιαστ. αρσεν.) saleρ
ρΙancher
σα^εύω (ρήμα) remυer, mου- σανός (ουσιοστ. αρσεν.) fοίn
νοίr, bran'er σάντου.ι.τς (ουσιαστ. αρσεν.)
Γ±ιι-----LΞiLίLLΞΞLΞiΞL----Ξ
σαπΈω 6e2
σειρήτι
σεισμός ee3 σ,άιω
sandwjch σατράπης (ουσιαστ. αρσ€ν.)
dοn
:::#: t3::ΞjΞου6r+λ ,seρΟgυartr:: ξα:rΞΞ:,κός tεr,ίθ., satrαρίqυe σεισμός (ουσιcιστ. αρσεν.)
bουέe
tremb'ement de terre, sέίsme
σημαία (ουσtαστ. αρσεν.) dra-
:υάr:ιος κπίθ ) ρουrr, :yάr:υρος ώυσιαπ ορσεν.) sa_ σείω (ρήμα) secουeΓ, έbrαnΙeΓ ρeαυ
σαπούνι (Ουσιαcπ. αρσεν.) sa- σαύρα (ουσιαπ. αρσεν.) Ιέzarη σημαίνω (ρήμα) sοnner
νοn σαΦήνεια (ουσιαστ. Θηλ.) cιar-
::#Ιηαj;#σ,ΓΟΤάι:gΙλ,,Θ,ηυλΊ;έ. σημαιοπο^Βω (ρήμα) ρaνοίsθr
σατ.ουνίζω (ρήμα) sανοnner tέ, nettetέ σημοιοΦόρος (ουσιαοτ. ορσεν.)
ρjΙeρSίe
σαπούνισιια (ουσιαστ. αρσεν.) σαΦηνίζω (ρήμα) έcΙaίrcίr σε^ιόοτΓοιώ (ρήμα) mettrθ en ροΓte-drαρeaυ
Saνοnnage σαΦής (εrTίθ.) cιaίr, net, ένίdent σήμανση (ουσιοστ. αρσεν.)
ρages
σάτιΦειρος (ουσιαστ. αρσεν.) σαΦώς (εττι'ρ.) cΙαίrement tίmbrαge
sαρhπ σαχλός (€ττίθ.) ίnSίρίde
::#::tίουυσέταπώ.αςg::.j.,§h::ί:r: σr|μαντικός (εττ1'Θ.) jmροrtant,
σαρακοστή (Ουσιαcπ. αρσεν.) σβέ^τος (επίθ.) sνelte remαrqυαb'e
cαreme σβ€ρκος (ουσιαστ. Θηλ.) nυqυe σήιJαντρο (ουσιαcrΓ. Θηλ.)
σαρανταιτοδαρούσα (ουσιαστ. σβ€ση (ουσιαστ. Θηλ.) eχtίn- c'Οche
Θηλ.) sCΟ|ΟΡendre ctίοn
;!ί;ώίΞ:υ:Ξ:,ίοΞασταςΞΑηe,λrΘ!::Ιίg:e- σημασ(α (ουσιαπ. Θηλ.) sίgnjfί-
σαράΦης (Ουσιαστ. αρσεν.) σβήνω (ρήμα) έteίndre, rαyer, cαtίοn
mΟυ'e
changeυ r effαcer σηιιείο (ουσιοστ αρσεν.) ροίnt,
σεμνός (εττι'Θ.) ρυdίqυe,
σαρόέλα (ουσιcιστ. Θηλ.) sardί- σβηστός (επίθ.) έteίnt mΟdeste, dόcent Sjgne, sjgnα'
ne σβούρα (ουσιαστ. Θηλ.) ιουρίe σημείωμα (ουσιαστ. Θηλ.) nοtθ,
σεμνότητα (ουσιαcπ. Θηλ,) mο-
σαρίκι (ουσιαcrτ. αρσεν.) tυrbαn σγουραίγω (ρήμα) frίser destίe nΟtjce
σάρκα (ουσιαcπ. Θηλ.) chaίr οΎοιιρός (εrτίθ.) frίsό, bουclέ
σεμνοτυΦία (ουσιαπ. Θηλ.) fα- σημειωματάριο (ουσιαcπ. αρ-
σαρκάζω (ρήμα) raίHer, ρerSίfίer σ€βας (ουσtαστ. αρσ€ν.) σεν.) cαrnet
'υjtέ
σαρκασμός (ουσιαcrτ. Θηλ.) raίι-resρect
σεμνότυΦος (εrιίθ.) fαt, οrgυθί|- σημείωση (ουσιαcπ. Θηλ.) nοte,
Ιerίe, (αρσεν.) sαrcαsme σεβάσμιος (εrιίθ.) νέnέrαbΙe,
'eυχ nΟtjce, nΟtαtίοn
σαρ*αστικός (επι'Θ.) sαrcαstί- Γesρectable σημειώνω (ρήμα) mαrqυer, nο-
ter
qυe, rαίιιeυr
σαρκοΦάγος (ουσιαστ. αρσεν.)
σεβασμιότατος (€ττίθ.) rόνόren-
dίssίme
:ε:έ:ιβ:::σ'tαοτ;ι:#"dίg::ί σΓιμειωτέο jΙ est a rθmarqυθr
seρtembre
carnίνοre, cαmαssίer σεβασιιιότητα (ουσtαω. Θηλ.) σήμερα αυjουrd.hυί
σερβίρω (ρήμα) serνίr
σάρτια (ουσιαστ. Θηλ.) έcharρe ΓόνέrenCe σηιJ€ριγός (εττίθ,) d.aιιjουrd 'hυί,
σέργω (ρήμα) tjrer, tra?nθr
σάρωμα (ουσιαπ. αρσεν.) ba- σεβασμός (ουσιαπ. αρσεν.) Σηιtουάνας Ιa seίne
actυe', dυ jουr
σηιότι (ουσιαστ. αρσεν.) fοje σήραγγα (ουσιαα. αρσεν.) tυn-
:αοy#:ω (ρήμα) bαιαyer :eεsβραeέ:ός κnίθΊ re§ρectαbιe, σηκώνω (ρήμα) |eνer, έιeνer, ne'
σατανάς (ουσιαcπ. αρσεν.) sα- νέnέrable haυsser σησάμι (ουσιαcΓr. αρσεν.) sόsa-
tan σέβομαι resρecter, νόnόΓer me
σήμα (ουσιαστ. αρσεν.) sίgne,
σαταγ™ός (επίθ.) sαtαnίqυe, σειρά (ουσιqστ. αρσεν.) rαng σηψσιιιία (ουσιαστ. Θηλ.) seρtί-
(ΘΓ,λ.) maΓqυe
dίabοιίqυe
σάτιρα (ουσιαστ. Θηλ.) sαtίre
(Θηλ.) sέrίe
mοn tουr
Ιh σειρά μου =
σημαόεύω (ρήμα) mαrqυer, νj-
ser
cέmίe
σήψη (ουσιαπ. Θηλ.) ρουrrίtυrθ ΕΙ
σθένος (Ουσιαστ. Θηλ.) fοrcθ
σιιμάδι (Ουσιαστ. αρσεν.) sjgne,
:αΊ:gί::ς ttρεη#,, sSααttίιr;ΙSqeυre :::g#.α t:ουυστ:αΞ. αθρησλέ,ν.;ίrceοnre_ σιαγόνι (ουσιαcrτ, Θηλ.)
machΟίre
ίαηρμσαεδνό)ύFααrq(υοeυσιαω. Θ ηλ. )
σιάζω (ρήμα) arrαnger, accοm-
σιγά
σκανόα^ώόης σκαντζόχοιρος
σκληρός
mοder, rόραrer
σιωπή (ουσιαστ. αρσεν.) SjΙen-
σιΥά (επίρ.) dΟυcement, Ιente- eυχ
ce σιtηνή (ουσιαστ. Θηλ.) tente,
ment σκαντζόχοιρος (ΟυσιαcΠ. αρ-
σιωπΓιλός (επίθ.) sί|encίιυχ Scόne
σιγανός (εττίθ.) Sίιencίeυχ, dουχ, σεν.) hέrίssοn
σιωπώ (ρήμα) se taίre, garder σιιην™ός (επίθ.) sc;n:-.ι:
bαs, ,ranqυί"e ααπανέας (ουσιαστ. αρσεν.)
'e s'ΊenCe σκηνογραΦία (ουσιαστ. ορσcν.)
σιγή (ουσιαπ. αρσεν.) sί|ence Saρeυr, ρίοnnίer
σιγώ (ρήμα) se tαjΓe, gαrder de
dόcοr
ΓaΚbάοβυψer(Ρήμο)ΡjοCherπeυser, σκαπάνη (ουσιαστ. Θηλ.) ρίοche
σκηνοΥράΦος (ουσιαοι υt,` ~`. )
Sj'ence σιtαρΦαΑώνω (ρήμα) grίmρeΓ,
σκάγι (ουσιαcrτ. αρσεν.) ρIοmb dέcΟrateυr
σιόεράόικο (ουσιαπ. Θηλ.) fοr- ρerCher
de ChaSse αηνοθ€της (ουσιαστ. αρσεν.t
ge σιtάσιμο (ουσιαστ. Θηλ.) ger-
σκάζω (ρήμα) creνer, geΓcer met'eυr en scέne, rόgίsseυr
σιδεράς (ουσιαστ αρσεν.) fοr- cυre, fjssυre
σκαιός (επίθ.) gΓοsSίeΓ, rυde σι{ηνοθετώ (ρήμα) mettΓe en
gerοn σκαιότητα (ουσ.ιαστ. Θηλ.) grοs- σχατά! merde!
Scόne Ι
σιό€ρ€νιος (επίθ.) de fer, en fer σκατό (ουσιαστ. Θηλ.) merde,
σιόερικά (Ουσιαπ. Θηλ.) feraί||e
Sjέretέ
ιαρσεν.) eχCrόment
σκήπτρο (ουσιοστ. αρσ€ν.)
σκάιι (ουσιαστ. αρσεν.) jeυ sceρtΓe
σίόερο (Ουσιαστ αρσεν.) fer σκάΦανόρο (Ουσιαστ. αρσεν.)
d 'έchecS σκι (ουσιαστ. αρσεν.) sΚί
scaρhandre
σκάλα (ουσιαστ. cιρσεν.) esca- σκιά (ουσιαστ. Θηλ.) οmbΓe,
:,Ιξ:#έωσΊΙρΟήςμLε,Πίr:.έa:::ΡaΤnέ 'jer (Θηλ.) έche„e
σχάΦος (ουσιαστ. αρσεν.) naνί-
(αρσ€ν.) οΓΓ`brage
σιδέρωμα ίουσιαστ. αρσεν.) re- re, b§tjment
σι(ιαγραΦίσ (ουσιαστ. Θηλ.)
ρaSsαge σι{άψιμο (ουσιαστ. cιρσεν.)
::έ.)αesμcηατgtν::ή tουσ|clστ. αρ_ esqυίsse
cΓeυsement
σκαλι' (ουσιαστ. Θηλ.) marche σχιαγραΦώ (ρήμα) esqυίsser
::δνη)Ρόcξς#:ςde(οf:rσιαπ. αρ_ σκελετός (ουσιαστ. ορσεν.) σιιιάζω (ρήμα) οmbrager, νοί|er
σι(αλίζω (ρήμα) Sarcιer, fουίΗer sqυe'ette, (Θηλ.) carcαsse
σιόΓιρουργει'ο (ουσιαστ. Θηλ.) σκάλισμο (ουσιαστ. αρσεν.) σι(ιαμαχώ (ρήμα) battre Ι'αίr
fΟrge σκελετώόης (επι'Θ.) dέcharnό σι(ιάχτρο (ουσιαστ. αρσεν.) έ-
SarC'age σι(επάζω (ρήμα) cουνrίr, cαcher
σιδηρουρΥός (ουσιαστ. αρσεν.) σκαλιστήρι (ουσιαστ. αρσεν.) ρΟυνantaί'
σκειτάρνι (ουσιαcrτ. Θηλ.) σι{ιερός (επίθ.) οmbrag6
forgerΟn sarc'οjΓ dοIοjΓe σιtίρτημα (ουσιαστ. αρσεν.)
σίκαλη (ουσιαcΓτ. αρσεν.) seίg|e σκαλιστός (επι'Θ.) graνέ, scυ|ρtέ α€τιασμα (ουσιαστ. Θηλ.) cΟυ- bΟnd
σιρόιτι (ουσιαστ. αρσεν.) sίrορ σκαλοΓιάτι (ουσιαστ. Θηλ.) mαr- νertυre σιfιρτώ (ρήμα) bοndίr, sαυter,
σιταρένιος (επίθ.) de blέ Che σιtεπαστός (εττίθ.) cουνθrt tressaίIΙίr
σιτάρι (ουσιαστ. αρσεν.) blέ σκαλώνω (ρήμα) grίmρer, se crκέπη (ουσιαστ. αρσεν.) abrί, σκιώόης (επι'Θ,) οmbreυχ, οm-
σιτηρά (ουσιαστ. Θηλ. πληθ.) CrαmρΟnneΓ cουνert brαgό
cέrέaΙeS σιιαλωσιά (ουσιαστ. cιρσεν.) έ- σιtεmικός (επίθ.) ρθnsίf σι[λαβιά (ουσιαστ. αρσεν.)
σιτίζω (ρήμα) nουrrίr, alίmεmter chafaυdαge αέmομαι (ρήμα) ρenSer, rέfΙέ- esc'aνage
σιτιστής (οιισιαοτ. αρcιεν./ τουι- σι{αμνί (ουσιαοτ. αρσεν.) esca- •,hίr, sοnger σιιλάβος (ουσιαστ. αρσεν.)
rίer beαυ, tαbΟυret σκεύος (ουσιαστ. αρσεν.) esc'ανe, caρtίf
σιτοβο^ώγας (ουσιαστ. αρσεν.) σκ'αγδάλη (ουσιαστ, Θηλ,) dό- Ι'stensί'e σκ^ηραγωγ|α (ουσιαστ. αρσεν.)
grenίer, (Θηλ.) grαnge tente σκ€υωρία (Ουσιαστ. Θηλ.) ίn- endυrcίssement
σίτος (ουσιαστ. αρσεν.) bΙέ σκανόαλίζω (ρήμα) scαndaΙίser trίgυe, mαch(natίοn, trame σχ^ηραγωγώ (ρήμα) endυrcίr
σίΦουνας (ουσιαστ. αρσεν.) Sί- σι(άνόαλο (ουσιαστ. αρσεν.) σιtευωρώ (ρήμα) ίntrίgυer αληρόκαρόος (επίθ.) crυeΙ, ίn-
ρhοn Scanda'e σιιέψη (ουσιαστ. Θηλ.) ρensόθ, sεmsίbΙe
σιχαίνομαι (ρήμα) dέgούter σκανδα^ώόης (επίθ.) scandα- r()f'eχίοn σκληρός (επίθ.) dυr, rυde, crυel
σκ^ηρότητα eee σκώμμα οΓιωττ™ός ee 7 αmαγάκι

σκληρότητα (ουσιαστ. Θηλ.) dυ- bre σιtωιττικός (εττίθ,) mοrdαnt, mo- σοσια^ιστής (ουσιαστ. αρσεν.)
re'ό, rυdesse σιtοτίζω (ρήμα) ίmροrtυner, Jυer, raίl'eυr SΟcίa'ίste
σκ^ήρυγση (ουσιαστ. αρσεν.) trουbΙer, embeter, ennυyer σκώρος (ουσιαστ. Θηλ.) mίΓθ, σούβλα (ουσιcιστ. Θηλ.) J>rοche
•eίgπe
endυrcίssement σιtοτοδίνη (Ουσιαστ. αρσεν.) σουβλά.ι (ουσιαστ. Θηλ.) brο-
σκ^ηρύγω (ρήμα) dυrcίr, endυr- νertίge σιιά^το (ουσιοστ. αρσεν.) έmaί| chette
cίr σκοτούρα (ουσιαστ. αρσεν.) σμα^τώγω (ρήμα) έmaίι|er σουβΑβω (ΡήιJα) embΓΟchΘr
σκοινί (ουσιαστ. Θηλ.) cοrde SΟυcί, ennυί σμαράΥδι (ουσιαστ. Θηλ.) έme- σουλτάνος (ουσιcιστ. αρσεν.)
σκοιγοβάτης (ουσιαστ. αρσεν.) •aυde
σκοτώγω (ρήμα) tυer sυ'tan
acrobαte. νοιtίgeυr, όqυίιίbrίste σκουλαρίκι (ουσιαστ. Θηλ.) σμ€ουρο (ουσιαστ. Θηλ.) fram- σούπα (ουσιαστ. Θηλ.) sουρe,
σκο^ίωση (ουσιαστ. Θηλ.) scο- bουcle d'οreί'Ies DΟίse (αρσεν.) ροtage
'ίοse σκουλήκι (Ουσιαστ. αρσεν.) νer σμήνος (ουσιαστ. αρσεν.) θs- σουrΓιά (ουσιαστ. Θηλ.) seίche
σκόνη (ουσιαστ. Θηλ.) ρουdre, σκούΓΓα (Ουσιαστ. αρσεν.) balaί Sαίm σόιιπι€ρα (Ουσιαστ. Θηλ.) sου-
ρΟυssίόre σιtουπίδια (ουσιαστ. Θηλ. σμίΥω (ρήμα) meΙer, mέ|αngεw ρίέre
σκονίζω (ρήμα) cουνrίr de r,ληθ.) οrdυres σμ1λη (ουσιαστ. αρσεν.) cίseaυ, σοιιρώγω (ρήμα) fίιtrer, sέchθr,
ρουssίόre σκου™διάρης (ουσισστ. αρσεν.) Sca'ρeΙ
ρasser
σκοντάΦτω (ρήμα) trέbυchθr baΙayeυr σμύργα (Ουσισστ. Θηλ.) myrrhe σούσουρο (ουσιαστ. αρσεν.)
σκόπελος (ουσιοστ. αρσεν.) έ- σιt®υτιίζω (ρήμα) nettογer, ba- σοβαρά (επίρ.) sέrίeυsθmθnt, cancan
cυeί' Ιαγer JΓaνement σούαrτα (ουσιαοτ. αρσ€ν.) res-
σκοπευτήριο (Ουσιαστ. αρσεν.) σκούπισμα (ουσιαστ. cιρσεν.) σοβαρεύομαι (ρήμα) ρrendrθ υn s0rt
έtαbΙίssement de tίr ba'ayαge aίΓ Sέrίeυχ σουτζούκι (ουσιαcΓr. Θηλ.) saυ-
σκοτιεύω (ρήμα) νίser, cοmρter σκουριά (Ουσιαστ. Θηλ.) rουί||e σοβαρός (εττι'Θ.) sέrίeυχ, gΓaνθ cίsse
σκοτιιά (ουσιαστ. Θηλ.) gυέrίte σκουριάζω (ρήμα) rουίιιer σοβαρότητα (Ουσιαστ. αρσ€ν.) σοΦία (ουσιαστ. Θηλ.) sagessθ,
σιtόmμος (επίθ.) ορροΓtυn σκούρος (επίθ.) fοnce aίr Sέrίeυχ, (Θηλ.) graνίtέ (αρσεν.) saνοίr
σκοπιμότητα (ουσιαστ. Θηλ.) σκούΦος (ουσιοστ. αρσεν.) σόόα (ουσιαστ. αρσεν.) sοda σοΦίζομαι (ρήμα) jmαgίner
ορροrtυnίtό bοnnet, bέret σόι (ουσιαστ. Θηλ.) ρaΓθntέ, σόΦισμα (Ουσιαστ. αρσεν.) sο-
σιtοποβολή (ουσιcιστ. αρσεν.) σκύβω (ρήμα) se baίsser, se race, οrίgίne, esρece
ρhίsme
'ίr a Ια cίbΙe CΟυrber, se ρencher, s`ίnc'ίner σοκολάτα (ουσιαστ. αρσεν.) σοΦιστής (ουσιαστ. αρσεν.) sο-
σιιοπός (ουσιαστ. αρσεν.) bυt, σκυθρωrιός (εττίθ.) sοmbre chΟcο'at ρhίste
(Θηλ.) ίntentίοn, sentίneΙΙe σκύλα (ουσιαστ. Θηλ.) chίenne σόλα (ουσιαστ. Θηλ.) semθ|Ιθ σοΦίτα (ουσιαστ. Θηλ.) mαnsαΓ-
(στρc'Τ.) σιύλος (ουσιαστ. αρσεν.) chίen σό^οικος (εΓτίθ.) ίncοrrθct de, (αρσεν.) grθnίθr
σκόρδο (ουσιαστ. αρσεν.) αί1 σιtυλόψαρο (ουσιαστ. αρσεν.) σ®λομός (ουσιαστ. αρσεν.) saυ- σοΦός (επίθ.) saνant
σκορπβω (ρημα) dίsρθnser, rό- reqυίn mΟn στιάγγος (ουσιαπ. Θηλ.) fίcθ|Ιe
ρandre, dίsβθrsθr, dίssίρer, 6- σχυμ€γος baίssέ, cουrb6, ρθn- σοιJιιιές (ουσιαστ. αρσεν.) sοm- σττάζω (ρήμα) casser, brίsθr,
ρarρί''er Chό, ίncΙίnό mίer Ι rοmρre ,
σιιορπιός (ουσιαστ. αρσεν.) σιtύψιμο (ουσιαστ. αρσεν.) ρen- σόμπα (Ουσιαστ. αρσεν.) ροΘ|e στΓαθί (ουσιαστ. αρσεν,) sαbre,
scοrρίοn chement, (Θηλ.) ίnclίnαtίοn σογάτο (ουσιαστ. Θηλ.) sοnαtθ (Θηλ{) έρόθ
σκοτάόι (ουσιαοτ. Θηλ.) οbscυ- σκω^ηκοειόίτιόα (ου σιαστ. σορός (ουσιαστ. αρσεν.) cθr- στιαθιά (Ουσιαστ, αρσεν.) cουρ
Γί{έ, (rιληθ.) tόnόbres θηλ.) aρρθndίcite cυeίι, (Θηλ.) bίόrθ dΘ sabre
σιtοτεινιάζω (ρημα) obscυrcίr σκώμμα (ουσιαστ. Θηλ.) rαί|Ιe- σοσια^ισμός (ουσιαστ. αρσeν.) σπαθβω (ρήμα) sαbrθr
σκοτεινός (επίθ.) οbscυr, §οm- rίe, mοqυerίθ socjalίsme σπανάιι (ουσιαστ. αρσεν.) έρί-
στrάνια
αmόρος πουόάζω e®Ο αrΓαΦΓόα

Θηλ.) semence σταθμός (Ουσιαστ. Θηλ.) sta--


στιουδάαιι (ρήμα) όtυdίθr tίοn, gare
Ξ§d;;:ςςttε:ε:;:Θ,,,rΙa:Τ:e:r::t ;Τ;n:t::reρrtΟΟβυοσ::ίρη::,σ:ί,:c:Ι,enr. στιουδαίος (εττι'Θ.) ίmροrtant στάιtτη (ουσιαστ. Θηλ.) cendre
σπαράγγι (ουσιαστ. Θηλ.) σπιουνιάρω (ρήμα) esρίοnner σττουδα1ότητα (Ουσιαστ. Θηλ.)
Ιmροrtαnce στά^ο (ουσιcιcrτ. Θηλ.) gουtte
a#αe:Ξνeυό. ,r,,.n,n_ ____.. ` σ",-έώτ-Ιί::3:υαbΤ:.μ'αυ:ΞΞ'ν.)
στσ^αχτίτης (ουσ1αστ. Θηλ.)
σπαρι]γμός (ουσιαcrτ. αρσ€ν.) esρίοnιιage ποιιδαστής (ουσιαστ. αρσεν.) s'α'actίte
d#αh:ΣξτΓωnωeιnn`h,.n™L„ ,.,.. :.... ' ~ξ#*::sΘ` ΙΟυσιαστ. ορσψ έtυdjαnt σταιJατώ (ρήμα) αrrέter, έtan-
σπαράζω (ρήμα) frόtίιιer, ρalρί- eSρΙοn, mουchard
cher
ter σnιρούγι (ουσιαστ. αρσεν.) έ- ::#h(ηοςυσ(Ι:υπσ.,οΘ#λ.)ο;tσυεdνe) στάιινα (ουσιαοτ. Θηλ.) cΓυche
σπαρακτικός (ετιίθ,) dόchίrant ρeron mΟίneaυ στάνη (ουσιαστ. Θηλ.) berθerίe
mαράσσω (ρήμα) dόchίrer σπίρτο (ουσιαστ. Θηλ.) am σrιρώςιμο (ουσισστ. Θηλ.) ρουs- στασιάζω (ρήμα) se rόνο|tθr
σπάρΥονα (ουσιαστ. αρσεν. mette sέe, bουscυIadΘ στασιαστής (ουσιαστ. αρσεν.)
nληθ.) |anges στnτάιι (ουσιcιστ. Θηλ.) mαίsοn- σπρώχγω (ρήμα) ρουsSer, reνο'tέ
στ1αρτά (ουσιαστ. Θηλ. πληθ.) nette bουscυ'er στάσιμος (εττίθ.) §tatίοnnaίre,
σπυρί (ουσιαστ. αρσεν.) bου- stagnant
SΞ:ρajΞ:sώ ώήμαm6tHιer g|ρ`:'εν(.?υι:ξΞsΠ. Θηλ.) mαίsοn, 'Οn, graίn πασιμότητα {ουσιαστ. Θηλ,)
σιιιτονοιΗοιtιιρό (ουσιαπ. Θηλ.) σταΥόγα (ουσιαστ. Θηλ,) gουttθ stαgnatίοn
:33:ίά;|8υgΞ#at:W cassυ_ maίtreSse de ιa maίsοn
re, casse, fractιιre, rυρtυre cmλάγχγα (ουσιαστ. Θηλ. πληθ.)
στάση (ουσιοστ. Θηλ.) attίtυdθ,
rένο|te, haltθ, statjοn, ραιιsθ
Ξ:!:ο:ό:Ξε:;Ρ:Ο-g(ο:υ:t:e:i:Πθηαλρ; στοτιστική (ουσιαστ. Θηλ.) sta-
#Ι::ομnόία;Οσυε::fΤόaΞ#t., cοn_ entraίιιeS carrίέre
tίstίqυe
στάδιο (ουσιαστ. αρσεν.) stade στατιστικός (εττίθ.) stαtί§tίqυθ
sραsmοdίqυe πάζω (ρήμα) dόgουtter, dέ- σταύλος (ουσrαcrτ. Θηλ.) όcυrίe,
g:ΤσάμλΞδ:#σι::Ι Θ :ρ:::ν,υ ,s", g!ί!ξα:e:::[ΞΞ:::ρξλn,g:r:;eεeνs-, cουιer έtab'e
gasρ„Ιage sυyer σταθ€ρός (εττίθ.) .cοnstant, fer- παυροδρόμι (ουσιαστ. αρσεν.)
me, stab'e carrefΟυr
:g:#ς ((ρεήπίΞ.)) ggaαssρΡίί,','eer" στιόγγος (ουσιαcrτ. θηλ.) 6ροn_ ωαθερότητα (ουσιαστ. Θηλ.) σταυροειόής (εττίθ.) crοίsό, crυ-
Cοnstance, stabί'ίtέ , fermetό cίαι
:ε;ρμααtίουυσ:fα=Θσηρλσ,ενpίngdοΘr.Ξ:##λξ:ξtί:ίίθ,,s:::gbοr:fΙΙ σταθLιά (ουσιαστ. αρσεν. παυρός (ουσιοcrτ. Θηλ.) crοίχ
me σττονδυλική αήλη = cοΙοnne πληθ.) ροίds
στΓ€ργω (ρήμα) sθmer, ensθ- νertέbΓaΙθ
παιιροΦορ1α (ουσιαcπ. Θηλ.)
σταθμάρχης (ουσιαστ. αρσεν.) crΟίsade
mencθr chef de gαre
αmεύδω (ρήμα) se ρre§seι Se gbόr:όυλος (ουσιαπ. θηλ.) νer_ στάθιιευση (ουσιαστ. αρσεν.)
hateι S'emρrθssθr,Se dέρecher σπόρ (ουσιαcrτ. αρσεν.) §ροn #οΊ:gΟΦόρος (ουσιαcrτ. αρσεν.)
stαtίοnnement
σπηλιά (ουσιαcπ. Θηλ.) grοtte, στιορd (ουσιαστ. Θηλ.) sοmαίι|e, (ΡήιJα) crοίser, crυ-
σταθμεύω (ρήμα) statίοnnθr, #fΓeυπνοω εcπαυρωμένος
caνerne = Ιο
CamρeΓ
crυcίfίέ
σπ,Θα tουσιαcπ. Θηλ., όtίnce„e *ρΟσένό:Κ3:steετί%Τ,c%Ταer%: ίsΟ,έ, στάθμη (ουσιαοτ. αρσεν.) nί-
σmΘαμή (ουσιαπ. αρσεν.) θm- sροradίqυe σταύρωση (ουσιαστ. αρσεν.)
νeaυ crυcίfίement
ρan, ροιm σπόρος (ουσιαοτ. αρσεν.) grαίn σταθμίζω (ρήμα) ρeser, baΙαn- σταυρωτός (εττίθ.) crοίs6
Cer, nίνe'er
σταΦίδα (ουσιαστ. αρσεν.) raί-
σταΦύλι 67Ο στεΦάνη στεΦάνι

S'n seC stέnοgrαρhe =erCeαυ στιλβώνω (ρήμα) ροΙίr, |ίsser,


σταΦύλι (ουσισστ. αρσεν.) raί- στενός (επίθ.) έtrΟίt, reStreίnt, cπεΦάνι (ουσιαστ. αρσεν.) cer- 'υstrer, CίreΓ
Sίn rόtrόcί =eαυ, Cercιe (Θηλ.) cουrοnne, στίλβωση (ουσιαστ. αρσεν.)
στάχτη (ουσιαστ. Θηλ.) cendre στενότητα (Ουσιαοτ. Θηλ.) 3υrέοιe νεmίssage, |ίssage, ρο|ίssage
στάχυς (ουσιαστ. ορσεν.) έρί έtrοίtesse, ίntίmίtέ στεΦανώνω (ρήμα) cουronner στι^βωτής (ουσιαστ. αρσεν.)
στεγάζω (ρήμα) Cουνrίr, abΓίter στεγόχωρα (επι'ρ.) έ |'έtrΟίt στέψη (ουσιαστ. αρσεν.) cου- ρΟljsseυr, cίreυr
στεγανός (επίθ.) έtanche στενοχωρημ€νος genέ, emba- 'Οnnemen'
στιλπνός (επίθ.) bΓί||ant, |υίsαnt,
στέγαση (ουσιαστ. Θηλ.) cου- rαssέ πηθάγχη (ουσιαστ. Θηλ.) engί- ρΟΙί
νertυre στενοχώρια (ουσιαστ. Θηλ.) ηe de ροίtΓίne στιλπνότητα (ουσιαστ. αρσεν.)
στέγη (ουσιαστ. αρσεν.) tοίt g6ne, (αρσεν.) embαrraS, (Θηλ.) στηθόόεσμος (Ουσιαστ. αρσ€ν.) brίI'ant, έcΙαt, 'υstre
στεγνός (εττίθ.) sec, (sέche) ΡerΡleΧjtό, ΟΡΡressίοn sουtίen-gοΓge σ.τίίη (οιισιοστ. Θηλ.) ροnCtυα-
στεΥνώνω (ρήμα) Sέcher, faίre στενοχωρώ (ΡήιJα) 9ener, στήθος (ουσιαστ. Θηλ.) ροίtrί- tίοn
sόcher embarrαsser ne, (αρσεν.) seίn στίΦος (ουσιαστ. Θηλ.) bαnde,
στεΥνωτήριο (Ουσιαστ. αρσεν.) στέτmες (ουσιgστ. Θηλ. rΓληθ.) στηθοσκόπηση (ουσιαcrτ. Θηλ.) trΟυρe
SόchΟίr SteρρeS aυscυItαtίοn στίχος (ουσιαcrτ. αρσεν.) νers,
στειρεύω (ρήμα) tarίr, s'έρυίser στερεοποιώ (ρήμα) sο|ίdίfίer στηθοσκοπώ (ρήμα) αυscυ|ter (Θηλ.) Ιίgne
στείρος (επίθ.) stέrίιe, στερεός (εττίθ.) sοΙίde, ferme στή^η (ουσιαστ. Θηλ.) colοnne, στιχουργός (ουσιαστ. αρσεν.)
ίmρrοdυctίf στερεότητα (Ουσιαστ. Θηλ.) sο- ρίIe rίmeυr
στ€ίρωση (Ουσιαοτ. Θηλ.) stέrί- Ιίdίtέ στηλιτεύω (ρήμα) stίgmatίser στιχουργώ (ρήμα) νersίfίer, rί-
Ιίtέ
στερεοτυπία (ουσιαστ. Θηλ.) στήνω (ρήμα) dresser, mοnter, mer
στ€κομαι (ρήμα) se tenίr, s.αr- stόrέοtyρje έIeνθr στοά (ουσιαστ. Θηλ.) gαιerίe
r6ter, έtre debΟυt στερεότυτΓος (εττίθ. ) stέrέοtyρe στήριγμα (ουσιαστ. αρσεν.) αρ- στοίβα (ουσιαστ. Θηλ.) ρί|e,
στέλεχος (ουσιαστ. Θηλ.) tίge, στερεύω (ρήμα) taΓίr, s.έρυίsθr Dυί, sυρροrt, sΟυtίen (αρσεν.) tas
sΟυche στερέωμα (ουσιαστ. αρσεν.) fίr- στηριτω (ρήμα) aρρυyer, sουte- στοιβάζω (ρήμα) entαsser,
στέλνω (ρήμα) eπνοyer, eχρέ- mαment, (Θηλ.) cοnsΟΙίdatίοn ηίr στηρίζομαι = Cοmρter sυr a nοnCe'er
dίer στερεώγω (ρήμα) fjχθΓ, αffer- στιβαρός (επίθ.) robυste, fοrt, στοιχειοθέτης (ουσιαστ. αρ-
στέμμα (Ουσιαστ. Θηλ.) cΟυrοn- mίr, cοnsο'ίder νίgουreυχ σεν.) cοmροsίteυr
ne στερ€ωση (ουσιαστ. Θηλ.) con- στ1βαρότητα (ουσιαστ. jηλ.) στοιχείο (ουσιοστ. αρσεν.) έιό-
στεγά (τά) (ουσιαστ. αρσεν.) sΟ'ίdαtίοn νίgυeυr, fermetέ, fοrCe ment, cαractέre
C'έtrΟίt στέρηση (ουσιαστ. Θηλ.) ρrίνα- στίβος (Ουσιαστ. Θηλ.) ρίste, στοιχειώόης (επίθ.) έ|έmentaίre
στεναγμός (ουσιοστ. ορσεν.) tίοn aΓέne στοίχημα (ουσιαστ. αρσεν,) ρa-
sουρίr, gέmίssement στεριά (ουσιαστ. αρσεν.) cοntί- στι'βω (ρήμα) ρΓesser rί, (Θηλ.) gαgeυre
στενάζω (ρήμα) sουρίreΓ, gέmίr nent στίγμα (Ουσιοστ. αρσιεν.) ροίnt στοιχηματίζω (ρήμα) gager, ρα-
στεγεύω (ρήμα) rέtrόcίr, serrer, στερλίνα (ουσιαστ. αρσεν.) (-Θηλ.) tare, tache rίer
gener sterΙίng στιγματίζω (βήμσ) stίgmatίser στοιχίζω (ρήμα) cοοter, νaΙοίΓ
στεγοΥρσΦία (ουσιαστ. Θηλ.) στέργσ (ουσιαστ. Θηλ.) cίterne, στιγματισμός (ουσ1αστ. Θηλ.) στο/χος (ουσιαστ. αρσεν.) rαng,
stέnοgraρhje (αρσεν.) bαssίn Stίgmatίsαtίοn (Θηλ.) fί|e, Ιίgne, rαngόe
στενογραΦιι{ός (€πίθ.) στερώ (ρήμα) ρrίνer, όter στιγμή (ουσιαστ. αρσεν'.) mο- στοι{ (ουσιαοτ. αρσεν.) stοcΚ
stέnοgrαρhίqυe στεΦάνη (ουσιαστ. αρσεν.) cer- ment, ίnstαnt στολή (ουσιαστ. Θηλ.) tenυe,
στενοΥράΦος (ουσιαοτ. αρσεν.) cle, (Θηλ.) cουrοnne (αρσεν.) στιγμιαίος (επίθ.) ίnstαntαnέ (αρσεν.) υnίfοrme, cοstυme,

You might also like