Professional Documents
Culture Documents
ΟΙΚΟΝΟΜΕΙΟΝ.
*
*
Προτείνω νὰ βρεθοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν μὲ κάθε τρόπο,
τέτοιου εἴδους «Μνημόνια» ὅπου ὑπάρχουν -καὶ ὑπάρχουν πολλὰ-
σὲ ὅλους τοὺς αἱματοβαμμένους τόπους τῆς δύστυχης Πατρίδας
μας.
Α
Παρασκευὴ εἶχε φανεῖ
ὁ Τουρκικὸς Στρατὸς.
Τὸ Σάββατο μᾶς ῥώταγε:
"-Ποῦ εἶνε ὁ ἐχθρὸς;"
"-Δὲν ξεύρομεν!" τοὺς λέγαμεν
καὶ κεῖνοι δόντια τρίζαν,
ἄλλοι μᾶς ἐκτυπούσανε
καὶ ἄλλοι μᾶς ὑβρίζαν.
Β
Ῥωτούσανε γιὰ τοῦ ἐχθροῦ,
τὶς "θέσεις" ποὺ κρατοῦσε.
Πιέσεις ἔκαναν πολλὲς,
κανεὶς δὲν μαρτυροῦσε.
Ἔπειτα μᾶς ἀφήσανε,
ἔξω ἐσυναχθῆκαν,
ἄλλοι μᾶς περικύκλωσαν
καὶ ἄλλοι κοντὰ μας μπῆκαν.
Γ
Τὸν δάσκαλο ἐπρόσταξαν
ὅλοι νὰ συναχτοῦμε,
ἐτῶν δεκαπέντε καὶ ἄνωθεν,
μέσ' τὸ σκολειὸ νὰ μποῦμε.
Σὰν τ' ἄκουσε ὁ δυστυχὴς,
ἔτρεμε τὸ κορμὶ του,
τὸ αἷμα του σταμάτησε
καὶ χάθηκε ἡ ψυχὴ του.
Δ
Ἠθέλησεν ὁ δυστυχὴς
νὰ μᾶς εἰδοποιήσῃ
κι ὁ ἀρχιμανδρίτης Νεόφυτος
νὰ μᾶς παρηγορήσῃ.
Σὰν πρόβατα μᾶς μάζεψαν
μέσα εἰς τὸ σχολεῖο
κι ἔπειτα μᾶς ᾡδήγησαν
σὰν ζῶα στὸ σφαγεῖο.
Ε
Ἀπὸ ὁλίγους
παίρνανε,
ἔξω τοὺς ἐπηγαίναν
καὶ φτάνοντας στὴν
θάλασσα,
ἄγρια τοὺς φονεῦαν.
Πέντε παιδιὰ ἀπ'
τὴν "γραμμὴ"
ἔφυγαν τὰ καημένα,
ἦρθαν καὶ μᾶς
ἀντάμωσαν
στὸ αἷμα
βουτηγμένα.
Ζ
Ἐφύγανε καὶ μερικὰ
μέσα ἀπ' τὸ σχολεῖο,
τὴν ὥρα ποὺ ἐπήγαιναν
τοὺς ἄλλους στὸ σφαγεῖο.
Νομίζανε οἱ βάρβαροι
ὅτι θὰ τελειώσουν
τὸ Ἔθνος τὸ Ἑλληνικὸν,
... θὰ τὸ ἀποτεφρώσουν.
Η
Δὲν ξέρουνε οἱ ἄθλιοι,
τῶν χριστιανῶν τὸ αἷμα,
στὸ μέρος ὅπου θὰ χυθῇ,
δὲν πάει "στὰ χαμένα";
Θὰ ἔρθῃ ἐκεῖνος ὁ καιρὸς
ποὺ θὰ φωνάξουν ὅλοι:
"-'Εμπρός! ο Ελληνικός Στρατός
νὰ μπῇ μέσα στὴν Πόλη!"
Θ
Τότε, εὐθὺς στοὺς τάφους τους
λουλούδια θὰ ἀνθίσουν,
φαντάρων, εὐζώνων κι ἀξιωματικῶν,
τὰ στήθη νὰ στολίσουν.
Μὲ μάουζερ ἀρχίσανε
πρῷτα νὰ μᾶς πληγώνουν
κι ἔπειτα μὲ τὶς λόγχες τους
νὰ μᾶς ἀποτελειώνουν.
Ι
Τρέχουν στοὺς δρόμους
τὰ μικρὰ καὶ δύστυχα παιδιὰ,
μὲ δάκρυα στοὺς ὀφθαλμοὺς,
μὲ φοβισμένη τὴν καρδιὰ.
Βλέπαν τοὺς πατεράδες τους
κάτω ποὺ σπαρταροῦσαν,
βοήθεια νὰ τοὺς δώσουνε
ἐκεῖνα προσπαθοῦσαν.
Κ
Αὐτὸ τὸ εἶχαν πρόγραμμα
τ' ἀνθρωποφάγα κτήνη:
οὔτε ψυχὴ ἑλληνικὴ
στὴ Θράκη νὰ μὴ μείνῃ.
Μέσ' τὸ σκολειὸ ποὺ εἴμασταν,
ποιὸς τὸ 'λπιζε νὰ ζήσῃ;
Ποιὸς τὸ 'λπιζε τὸ φῶς νὰ ἰδῇ
καὶ γῆ γιὰ νὰ πατήσῃ;
Λ
Ὅταν ὁ Παντοδύναμος
τὸ θέλει νὰ τὸ κάνῃ,
ἀκόμα καὶ τὰ ψηλὰ βουνὰ
ὡκεανὸ τὰ φτιάνει.
Βάρβαροι καὶ ἀπάνθρωποι,
τὸ τέλος σας ἐγγίζει!
Κάντε μας ὅ,τι θέλετε,
καὶ ποιὸς σᾶς ἐμποδίζει;
Μ
Ἀλλὰ νὰ ξέρετε καλὰ
ὅτι θὰ δικασθῇτε
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ.
Καὶ θὰ τιμωρηθῇτε.
Φεύγουν γυναῖκες καὶ παιδιὰ
στοὺς δρόμους φοβισμένα,
γυμνὰ καὶ ἀξυπόλυτα
καὶ καταξεσχισμένα.
Ν
Εἶχαν τοὺς πατεράδες τους
ζοῦσαν εὐτυχισμένα.
Τώρα μείναν ὀρφανὰ
στοὺς δρόμους τὰ καημένα.
Τὰ μάζεψαν οἱ βάρβαροι
μέσα στὴν Ἐκκλησία,
ἔχοντας στὴν ἰδέα τους
νὰ κάνουνε "θυσία".
Ξ
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν θέλησε
νὰ τὰ ἐξολοθρέψουν,
καὶ κάποιους ἔστειλε Αὐτὸς
γιὰ νὰ τὰ προστατέψουν.
Βλέπετε πὼς οἱ βάρβαροι
"σέβονται τὰς συνθῆκας",
ἀποτεφρώνουνε χωριὰ,
καιγουνε ἀποθῆκας...
Ο
Κάψανε τὸ Οἰκονομιὸ,
σφάξανε τοὺς κατοίκους,
πιέζαν γυναικόπαιδα,
ἐγύμνωναν τοὺς οἴκους.
Ἐζούσαμε σὰν ἄνθρωποι
καὶ χαίρονταν ἡ χώρα.
Ἀνάθεμα ποὺ μᾶς μίσησε
ἡ ἀχαμνὴ ἡ ὥρα.
Π
Ἐχάσαμε τὰ τέκνα μας,
δὲν ξέρουμε ποὺ μένουν.
Ποιοὶ τώρα τὰ παρηγοροῦν
καὶ ποῖοι τὰ θερμαίνουν.
Τώρα γυρίζουν
μέσα στοὺς δρόμους,
μὲ δάκρυα στὰ μάτια
καὶ μὲ πόνους.
Ρ
Χάσαμε
ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ζητοῦμε νὰ βροῦμε
μικρὸν ἤ μεγάλο.
Θεὲ, ἀξίωσε
ν'ἀνταμωθοῦμε!
Θὰ κλάψουμε ὅμως,
δὲν θὰ χαροῦμε.
Σ
Τὸ χωριουδάκι μας
ἔμεινε μόνο.
Ψυχὴ δὲν φαίνεται
μέσα στὸν δρόμο
καὶ τὰ παιδιὰ
ζητοῦν τὴν μητέρα,
γιατὶ δὲν ξέρουν
ἄν ἔχουν πατέρα...
Τ
Θεὲ μου, δεῖξε ἔλεος
σ' αὐτὰ τὰ καημένα!
Παρηγόρησὲ τα,
ποὺ κλαῖνε νύχτα καὶ μέρα.
Οἰκονομεῖον!
Ἀρχαῖα χώρα!
Ποῦ κατοικοῦν
τὰ τέκνα σου τώρα;
Υ
Γυρίζουν μόνα
στοὺς δρόμους καὶ κλαῖνε
κι ὅποιον ἰδοῦν,
τὰ πάθη τους λένε.
Κλαῖνε παιδιὰ
καὶ μάννες στοὺς δρόμους.
Χάσανε τοὺς προστάτες τους,
κλαῖνε μὲ πόνους.
Φ
Θὰ τοὺς ζητοῦν
ᾥσπου νὰ τοὺς εὕρουν
καὶ τότε θὰ πάψουν
νὰ τοὺς γυρεύουν. (*)
Κι ὅλοι οἱ νεκροὶ μας
θ’ ἀναστηθοῦνε
τοὺς βάρβαρους τούρκους
νὰ ἐκδικηθοῦνε.
Χ
Μαζὶ μὲ τοὺς τούρκους
καὶ οἱ προδότες,
θὰ πᾷν στὸν ἀγύριστο
ὅλοι τους τότες.
Μαζὶ κι οἱ ἐγγλέζοι
κι οἱ δόλιοι φρᾷγκοι,
ποὺ τὸν θάνατὸ μας
εἶχαν «ἀνάγκη».
Ψ
Καὶ τὰ σκουπίδια τοῦ κόσμου:
οἱ σιωνιστὲς ἑβραιο-ἀμερικᾶνοι,
οἱ φονιᾷδες τῶν λαῶν
καὶ δοῦλοι τοῦ σατανᾶ.
Στῆς κόλασης θὰ βράζουν
τὸ αἰώνιο καζάνι,
γιὰ ὅλα ὅσα ἔπραξαν,
γιὰ παντοτινὰ.
Ω
Κι ἄν ἀπὸ τότε,
τόσα χρόνια περᾷσαν,
ἀπ’ τὶς συμφορὲς τους οἱ Ἕλληνες,
καμμιὰ δὲν ξεχᾷσαν.
Ἡ Ῥωμῃοσύνη πάντα
θὰ νικᾷ τὴν Βαρβαρότητα,
θὰ μάχεται γιὰ τὸν ἑαυτὸ της
καὶ γιὰ τὴν Ἀνθρωπότητα.
*
ΥΓ. Ἐδῶ τέλειωνε τὸ
πρωτότυπο χειρόγραφο ποὺ
εἶχα στὴν διάθεσὴ μου καὶ οἱ
ὑπόλοιποι στίχοι γράφτηκαν
ἀπὸ μένα νὰ γίνουν 24 τὰ
στιχάκια στὰ γράμματα τοῦ
ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, καθὼς
σκεφτόμουνα καὶ μιὰ
ἀλφαβητικὴ παραλλαγὴ γιὰ
μελοποίηση - ντοκυμανταὶρ τὴν ὁποία δούλεψα ἀλλὰ δὲν
παραθέτω ἐδῶ, +Ἀπόστολος.