You are on page 1of 4

ΘΕΑΤΡΙΚΟ

Αλίντα Δημητρίου: Τα κορίτσια της βροχής

Τραγούδι Έναρξης: Μαρκόπουλος – Ξυλούρης «Και ο λαός θα παίζει τα


πολλά τραγούδια του για τη Λευτεριά»

Ο πατέρας μου με έστελνε να παίρνω εφημερίδα, όχι από τη γειτονία,


για να μην βλέπουν ότι παίρνω την ¨Αυγή¨.

[ Μια μέρα μου είπε ο πατέρας μου «Ξύπνα, έγινε δικτατορία»] [και
βγήκαμε και γράψαμε στους τοίχους «Κάτω η Χούντα»] [Οι μισοί
πιαστήκαμε στην πρώτη μέρα]

Ο πατέρας μου ήταν κρατούμενος και περιμέναμε κάθε πρωί να τον


εκτελέσουνε. Είχε μαύρα μαλλιά στη φυλακή, όταν βγήκε βέβαια ήταν
κάτασπρα.

[Μια μέρα μου είπε ο πατέρας μου]

Μεγαλώσαμε με το Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Λειβαδίτη. Στην ταβέρνα


τραγουδούσαμε και διασκεδάζαμε με το Άξιον Εστί, με τον Επιτάφιο.

[Μια μέρα ο φίλος μου, μου είπε]


9

Μισανοιγμένα τα παράθυρα έτσι και από πίσω μορφές να


παρακολουθούν. Στις γωνίες ανθρώπους που παρακολουθούσαν , από
τις γωνίες και αστυνομικούς φουλ! [2 ?]

1η 11

Στη γειτονία υπήρχε νεκρική σιγή… Κατεβαίνω κάτω, βλέπω άδειους


δρόμους. Δεν υπάρχει ψυχή. Όλα τα μαγαζιά κλειστά. Δεν ξέραμε τι
γινόταν. Δεν ξέραμε που να πάμε. [[Συγκοινωνίες δεν υπήρχανε. Τανκς
υπήρχανε μόνο στους δρόμους.]]

[Ελληνικές λαέ! Απαγορεύεται να είστε πάνω από πέντε! Απαγορεύεται


να φιλοξενήσεις στο σπίτι κάποιον εάν δεν το δηλώσεις στην
Αστυνομία. Απαγορεύεται και τούτο. Απαγορεύεται και το άλλο!]

[Μεγαλώσαμε απότομα. Μεγαλώσαμε απότομα. Όταν έγινε η


δικτατορία ήμασταν παιδιά και μεγαλώσαμε απότομα.]

Φθάσαμε στη Γυάρο στη φυλακή. Ήταν μια θάλασσα. Ήταν Απρίλης.
Μια λιακάδα απίστευτη. Βλάστηση δεν υπάρχει. Νερό δεν υπάρχει.
Ψηλοί τοίχοι τριγύρω, με μεγάλα ανοίγματα επάνω και έξω από τα
ανοίγματα είχε παραπέτα όπου περνούσαν οι χωροφύλακες και
βλέπανε μέσα.

[[Ιδιωτική στιγμή δεν μπορούσε να υπάρχει.]]

Όταν έβρεχε ήταν μια φρίκη. Όταν είχε αέρηδες, οι αέρηδες χτυπούσαν
μέσα, όταν χιόνιζε, το χιόνι έπεφτε μέσα. Το πρωί που σηκωνόμασταν
είχαμε μια γλίτσα πάνω μας λόγω της θάλασσας που ακουγόταν από
κάτω. ‘Η θάλασσα θα άκουγες ή φρικτό αέρα.
[ Δεν βγαίναμε στον διάδρομο. Δεν μπορούσαμε να επισκεφτούμε τους
αγαπημένους μας. Μας απομονώσανε για καιρό, μας κλειδώσανε.]

Έγραφα συνθήματα στους τοίχους. Δεν πρόλαβα να πετάξω τις


προκηρύξεις. Είχανε βρει ένα κλειδί και μπήκαν στο σπίτι, ξημερώματα,
30 νοματαίοι για να πιάσουν το θηρίο, εμένα. Κοιμόμασταν όλοι στο
σπίτι. Έκαναν το σπίτι άνω κάτω και μας πήραν και τους τρείς. Πήραν
εμένα, τον πατέρα μου και τη μητέρα μου.

Βλέπω τον πατέρα μου. Πλησιάζει. Περνάει δίπλα μου και μου λέει «
Εξαφανίσου. Κάνανε εισβολή στο σπίτι τρεις φορές. Σε ψάχνουνε
παντού για να σε συλλάβουνε.

Με πιάσανε. Τις πρώτες δυο μέρες πέρασα χωρίς κουβέρτα. Χωρίς


τίποτα και ήδη είχα αρρωστήσει. Ήταν 4 του Μάη. Υγρασία. Δύσκολα!!!!

Το μόνο που έβλεπα, στο κελί από το φεγγίτη ψηλά, ήταν ο ουρανός.
Καταλάβαινα εάν ξημέρωνε και εάν νύχτωνε από τα χρώματα του
ουρανού. Άντεχα!!!!

[Κρατάω καλά. Βαστάω γερά.]

Το φθινόπωρο είχε ομίχλη χαμηλή και ψιλόβροχο. Και μέσα σε εκείνο


το ψιλόβροχο τότε ως νέοι και φοιτητές κάναμε βόλτες στα πάρκα και
στις παραλίες και τρελαινόμασταν για αυτόν τον καιρό. Μας άρεσε
πάρα πολύ.

Σε κάθε Πανεπιστήμιο υπήρχε ένας τοποτηρητής της Χούντας.

Απρίλιος του ’72: ήμασταν 70 φοιτητές. Ήταν η πρώτη διαδήλωση που


έκανα. Καθόμασταν στα Προπύλαια και κάποια στιγμή σηκωθήκαμε
όρθιοι και φωνάξαμε συνθήματα για 10 λεπτά.

[Ελευθερία και Κάτω η Χούντα]

Ακολούθησε η Νομική. Το επόμενο βήμα ήταν η Νομική και το


μεθεπόμενο το Πολυτεχνείο.

Το Πολυτεχνείο το έκαναν τα παιδιά. Το φοιτητικό κίνημα και σε


αυτούς αξίζει η τιμή.
Έμεινα στο Πολυτεχνείο μέχρι την ώρα που έπεσε η πόρτα από τα
τανκς. Πολυτραυματίες μπαίνανε μέσα και έξω και αυτό παρατάχθηκε
μπροστά στην πόρτα του, στην Πατησίων, με αναμμένο το φως και
προτεταμένο το κανόνι. Έβαλε μπροστά, έκανε μία, μετά σταμάτησε και
άλλη μια και έριξε την πόρτα. Απάνω στις κολώνες της πόρτας του
Πολυτεχνείου υπήρχαν παιδιά. Δεν ξέρω εάν πρόλαβαν να φύγουνε,
εάν τραυματιστήκανε.

Πώς βγήκα έξω, ακόμη δεν έχω συνείδηση. Βγήκα από την κεντρική
πύλη που ήταν η Μερσεντες, η σπασμένη καγκελόπορτα και έφθασα
μέχρι τη γωνία.

5:30-6:00 το πρωί ήρθαν οι μανάδες. Δεν ξέρανε τι έγιναν τα παιδιά


τους. Το θέμα: το μέρος, άχνιζε το τανκς, τα σπασμένα, τα μπάζα,….,
καπνοί και αποκαΐδια. Το παιδί μου ζει. Χαράματα, Σάββατο πρωί.

[[όταν πια όλα τελείωσαν και όλα άρχιζαν]].

You might also like