You are on page 1of 59

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ – ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Διπλωματική Εργασία στη Φιλοσοφία του Δικαίου

Η καντιανή «Αιώνια Ειρήνη» ως κανονιστικός γνώμονας


προσανατολισμού των διεθνών σχέσεων.
Θετικοί και αρνητικοί όροι της πραγμάτωσής της.

Φοιτητής: Αθανάσιος Κωστίκος του Αλεξάνδρου (Α.Ε.Μ: 223)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2007
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ – ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η καντιανή «Αιώνια Ειρήνη» ως κανονιστικός γνώμονας


προσανατολισμού των διεθνών σχέσεων.
Θετικοί και αρνητικοί όροι της πραγμάτωσής της

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή

1. Αρνητικές Προϋποθέσεις της Αιώνιας Ειρήνης……………………………..

1.1. Η κατοχύρωση της εδαφικής και πολιτικής ανεξαρτησίας των κρατών..

1.2. Η εξάλειψη των μόνιμων απειλών: σταδιακός αφοπλισμός και

οικονομική ανεξαρτησία των κρατών…………………………………………..

1.3. Το αίτημα μιας ηθικής in bello και post bellum…………………………...

2. Οι Θετικοί όροι Δυνατότητας της Αιώνιας Ειρήνης………………………...

2.1. Η πολιτειακή προϋπόθεση…………………………………………………...

2.2. Η ιδέα μίας κοινωνίας εθνών ως συμμαχίας ειρήνης……………………..

2.3. Το κοσμοπολιτικό δικαίωμα της φιλοξενίας……………………………….

3. Η Τελολογική Θεώρηση της Φύσης ως Εγγυήτριας της Αιώνιας Ειρήνης..

4. Το Αίτημα για την Κατοχύρωση μιας Δημόσιας Σφαίρας Επικοινωνίας...

5. Η Σχέση Πολιτικής και Ηθικής ως προς την Αιώνια Ειρήνη………………

Επίλογος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μετά την έκδοση των τριών Κριτικών του και προς τη δύση της ζωής
του, ο Immanuel Kant συγγράφει και εκδίδει το περιορισμένο σε έκταση και
αντιστρόφως ανάλογο σε σημασία δοκίμιό του «Προς την Αιώνια Ειρήνη».
Πρόκειται για ένα μικρό σε μέγεθος πόνημα που καταπιάνεται με το
διαχρονικό και ήδη στην εποχή του πολλαπλώς επεξεργασμένο δίπολο
ειρήνης – πολέμου. Στο μικρό αυτό έργο ο Kant αποπειράται να
σκιαγραφήσει ψύχραιμα και αποφεύγοντας τους εύκολους αφορισμούς μία
ηθική των διεθνών σχέσεων και του δίκαιου πολέμου.
Η ειρήνη απεικονίζεται ως πολυπόθητη ιδανική κατάσταση, ως
«χιμαιρικός σκοπός» και «γλυκύ όνειρο των φιλοσόφων»1. Κυρίως, όμως,
νοείται από τον Kant ως κανονιστική αξίωση και ρυθμιστική ιδέα, προς το
περιεχόμενο της οποίας οφείλουν να συμμορφώνονται όλα τα κράτη, ως εάν
η ίδια η ειρήνη αποτελούσε έναν στόχο εφικτό. Έτσι, ακόμα κι αν το όραμα
της φαντάζει απραγματοποίητο, το αίτημα και η προσπάθεια της διαρκούς
προσπέλασής της αποτελεί ηθικό καθήκον, που υπαγορεύεται από την
πρακτική λειτουργία του Λόγου2. Με τα λόγια του Kant, είναι ο ίδιος ο Λόγος
που «από το θρόνο της ύψιστης, ηθικά, νομοθετικής εξουσίας καταδικάζει τον
πόλεμο ως δικαστική οδό και επιτάσσει ως άμεσο καθήκον την κατάσταση

1
Immanuel Kant, Για την αιώνια ειρήνη, μτφ. Άννα Ποταγά, εκδ. Αλεξάνδρεια 1992, σελ. 23.
2
Βλ. Jana Thomson, Justice and World Order – A philisophical Inquiry, London 1992, σελ. 45 – 46 και
Kant, Προς την αιώνια ειρήνη, μτφ. Κ. Σαργέντης, εκδ. ΠΟΛΙΣ 2006, σελ. 17. Κατά τον Κ. Σαργέντη «ο
δρόμος προς την αιώνια ειρήνη πρέπει να γίνει κατανοητός ανεξάρτητα από την ιστορική – εμπειρική
δυνατότητα πραγμάτωσής της, επειδή έχει σχεδιαστεί από τον ίδιο το Λόγο. Αυτό δηλαδή με το οποίο
καταπιάνεται καταρχάς ο Kant είναι μία υπερβατολογική θεμελίωση της ειρήνης».
ειρήνης, η οποία όμως δεν μπορεί να εδραιωθεί ή να εξασφαλιστεί χωρίς
κάποια συμφωνία μεταξύ των εθνών3».
Ο φιλόσοφος της κατηγορικής προσταγής δεν εκφράζει απλώς την
αποδοκιμασία, τις αγωνίες ή την ελπίδα του για έναν κόσμο συνεχώς
σπαρασσόμενο από τη δίνη του πολέμου. Επεξεργάζεται και διατυπώνει –
έστω και εν σπέρματι – μία κανονιστική θεωρία διεθνών σχέσεων, της οποίας
πυρηνική αρχή και ταυτόχρονα τελικός σκοπός είναι η διαρκής ειρήνη. Και
ακριβώς από την ιδέα της προσέγγισης της προκύπτουν θεμελιώδεις αρχές,
καθήκοντα και στόχοι για τους ανθρώπους και τα κράτη.
Το υπό συζήτηση δοκίμιο έχει τη μορφή μιας συνθήκης ειρήνης της
εποχής του Kant: αποτελείται από έξι προεισαγωγικά και τρία οριστικά
άρθρα, δύο προσθήκες και ένα παράρτημα. Τα προεισαγωγικά άρθρα
καθορίζουν τους αναγκαίους όρους που πρέπει να συντρέξουν, ώστε η ειρήνη
μεταξύ των κρατών να καταστεί δυνατότητα. Αυτά συνιστούν ουσιαστικά τους
αρνητικούς όρους πραγμάτωσής της. Πρόκειται για κανόνες με απαγορευτικό
περιεχόμενο (leges prohibitivae) που πρέπει να τύχουν άμεσης εφαρμογής,
ώστε να προλειανθεί το έδαφος πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί ακολούθως η
αιώνια ειρήνη. Οι θετικές προϋποθέσεις της τελευταίας διατυπώνονται στα
οριστικά άρθρα (leges praeceptivae). Εδώ ο Kant μας λέει πλέον όχι τι πρέπει
να αποφεύγεται, αλλά τι δέον γενέσθαι σε επίπεδο πολιτειακό, διεθνές και
κοσμοπολιτικό, προκειμένου να εξασφαλισθεί κατά τρόπο μόνιμο και
σταθερό η ειρηνική συμβίωση μεταξύ των λαών της οικουμένης. Εν συνεχεία,
στην πρώτη προσθήκη του, ο Kant προσπαθεί να δείξει ότι η ίδια η φύση και
οι μηχανισμοί της λειτουργούν ως εγγυητές της ειρήνης, μέσω μίας
τελολογικής θεώρησης της ιστορίας. Στη δεύτερη προσθήκη γίνεται λόγος για
τον ελεγκτικό και συμβουλευτικό ρόλο των φιλοσόφων στην πολιτική. Εδώ

3
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π. σελ. 46.

2
ουσιαστικά διατυπώνεται το αίτημα της κατοχύρωσης μίας δημόσιας σφαίρας
επικοινωνίας, εντός της οποίας επαρκώς έλλογοι και υπεύθυνοι πολίτες θα
εκφέρουν ελεύθερα τον κριτικό και προγραμματικό τους λόγο έναντι των
ενεργημάτων της εξουσίας, χωρίς το φόβο της λογοκρισίας ή τον κίνδυνο
τιμωρίας τους από τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Τέλος, στα
δύο παραρτήματα που ακολουθούν αναλύεται η σχέση πολιτικής και ηθικής,
η οποία οφείλει να διέπεται από αυτό που ο Kant ονομάζει «υπερβατολογικό
τύπο του δημοσίου δικαίου».

3
1. ΟΙ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Τα έξι προεισαγωγικά άρθρα του Kant θέτουν ένα minimum
κανονιστικού πλαισίου που θα έπρεπε να διέπει τις διεθνείς σχέσεις, τόσο εν
καιρώ ειρήνης όσο και κατά τη διάρκεια ενδεχόμενου πολέμου. Με κριτήριο
τον τελολογικό τους προσανατολισμό διακρίνονται αδρομερώς σε τρεις
κατηγορίες: σε εκείνα των οποίων το περιεχόμενο αποβλέπει στην παγίωση
μίας διεθνούς σταθερότητας μέσω της εξασφάλισης της εδαφικής και
πολιτικής ανεξαρτησίας κάθε κράτους (άρθρα 2 και 5)· σε κανόνες που
αποσκοπούν στην εξάλειψη μόνιμων και διαρκών απειλών για την κυριαρχία
των κρατών και τη διεθνή ειρήνη (άρθρα 3 και 4) και, τέλος, σε δεσμεύσεις
που σχετίζονται με την ανάγκη τήρησης μίας ηθικής στάσης από την πλευρά
των κρατών, ακόμα και σε καιρό πολέμου (άρθρα 1 και 6).

1.1. Η κατοχύρωση της εδαφικής και πολιτικής ανεξαρτησίας των


κρατών
Βασική προϋπόθεση για την αιώνια ειρήνη αποτελεί, κατά τον Kant, η
θεώρηση κάθε κράτους ως ηθικού υποκειμένου. Αυτό δεν μπορεί να
αντιμετωπίζεται ως απλό πράγμα, δεκτικό εξουσίασης και διάθεσης από τους
εκάστοτε ισχυρούς. Σύμφωνα με το δεύτερο προεισαγωγικό άρθρο του,
«κανένα ανεξάρτητο κράτος (τούτο ισχύει για μικρά και μεγάλα) δεν θα προσκτάται από
άλλο μέσω κληρονομιάς, ανταλλαγής, πωλήσεως ή δωρεάς»4. Το κράτος, επομένως,
δεν συνιστά αντικείμενο, επί του οποίου μπορούν να συνίστανται
εμπράγματα, ενοχικά ή κληρονομικά δικαιώματα, όπως συνέβαινε στην
εποχή των μοναρχικών αποικιοκρατικών καθεστώτων. Αντιθέτως, «είναι

4
Στο ίδιο, σελ. 26.

4
κοινωνία ανθρώπων, την οποία ουδείς, εκτός από την ίδια έχει το δικαίωμα
να εξουσιάζει και να διαθέτει»5.
Με αυτήν, λοιπόν, την έννοια το κράτος νοείται ως αυτόνομο ηθικό
πρόσωπο. Ακριβώς ως εκ της ιδιότητας του αυτής δικαιούται να υπάρχει και
να δρα αυτοδέσποτο, ανεξάρτητο και ελεύθερο. Να μην αποτελεί περιουσιακό
αντικείμενο κανενός, αλλά να λειτουργεί και να εκλαμβάνεται ως αυτόνομο
υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Εξάλλου, η αντιμετώπισή του ως
απλού πράγματος αντίκειται στην ίδια την ιδέα της καταστατικής
συγκρότησης της Πολιτείας μέσω του πρωταρχικού κοινωνικού συμβολαίου
(pactum unionis civilis), στο οποίο εκφράζεται η ελεύθερη βούληση καθενός
να υπαχθεί από κοινού με άλλους σε ένα έννομο καθεστώς ελευθερίας, υπό
την ισχύ δεσμευτικών κανόνων δικαίου για όλους6.
Ο Kant ομιλεί σε ειρωνικό τόνο για τις δυσμενείς συνέπειες του να
«παντρεύονται τα κράτη μεταξύ τους», συνοδεύοντας ως προίκα τους
νεόνυμφους των δυναστειών. Οι ιστορικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στις
οποίες αναφέρεται και τις οποίες επικρίνει ο Kant έχουν παρέλθει μάλλον
ανεπιστρεπτί. Κανένα κράτος ή εδάφη του δεν μπορούν πλέον να
αποκτηθούν από κάποιο άλλο, βάσει διατάξεων ενοχικού, εμπράγματου,
κληρονομικού ή οικογενειακού δικαίου (λ.χ. ως προίκα στους γόνους
οικογενειών ευγενών). Εντούτοις, η αντιμετώπιση ή μεταχείριση

5
Στο ίδιο, σελ. 26.
6
Για τον Kant το αρχικό κοινωνικό συμβόλαιο θεμελίωσης μίας πολιτείας δικαίου δεν αποτελεί ιστορικό
γεγονός, αλλά «μια απλή ιδέα του Λόγου». Ως τέτοια, δηλαδή ως καθοδηγητική αρχή της κρατικής δράσης,
«υποχρεώνει κάθε νομοθέτη να θέτει τους νόμους του έτσι σα να μπορούν να έχουν πηγάσει από την
ενωμένη βούληση ενός ολόκληρου λαού… Εάν δηλαδή αυτός [ο νόμος] είναι καμωμένος έτσι ώστε είναι
αδύνατο να μπορεί ένας λαός να δώσει σ’ αυτόν τη συγκατάθεσή του (όπως π.χ. ότι μια ορισμένη τάξη
υπηκόων πρέπει να έχει κληρονομικά το δικαίωμα της ευγένειας), τότε δεν είναι δίκαιος». Βλ. Immanuel
Kant, «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει» σε
«Δοκίμια», μτφ. Ευάγγελου Παπανούτσου, Εκδόσεις «Δωδώνη» 1971, σελ. 138 επ.

5
ασθενέστερων κρατών περίπου ως αντικειμένων κάποιου «αστικού»
δικαιώματος – όχι βέβαια από οικογένειες ευγενών αλλά από ισχυρότερα
κράτη – εξακολούθησε να είναι μια πραγματικότητα στη διεθνή σκηνή και
μετά την εποχή του Kant7. Επομένως, ο σεβασμός της «ηθικής
προσωπικότητας» κάθε κράτους και η κατάργηση μίας «εμπράγματης»
αντίληψης στις διεθνείς σχέσεις αποτελούν διαρκή ζητούμενα. Αν θέλαμε
σήμερα να περισώσουμε τον κανονιστικό πυρήνα και να ανασυγκροτήσουμε
το ρυθμιστικό περιεχόμενο του δεύτερου προεισαγωγικού άρθρου της
«Αιώνιας Ειρήνης» στη βάση μίας «εξελικτικής» ερμηνείας, θα μπορούσαμε
με καντιανούς όρους να το διατυπώσουμε περίπου ως ακολούθως: «Κάθε
κράτος πρέπει να αντιμετωπίζεται στις διεθνείς του σχέσεις ως ελεύθερο και αυτόνομο
ηθικό υποκείμενο και ποτέ ως απλό πράγμα για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού».
Αναδιατυπωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, το δεύτερο προεισαγωγικό άρθρο για
την αιώνια ειρήνη, όχι μόνο δεν χάνει τίποτα σε αξία και διαχρονικότητα,
αλλά θα μπορούσε – ή ίσως θα επιβαλλόταν – να αρθεί σε θεμελιώδη αρχή
ενός σύγχρονου διεθνούς δικαίου.
Η αυτονομία και η πολιτική ανεξαρτησία κινδυνεύει, σύμφωνα με τον
Kant, από τη βίαιη ανάμιξη ενός κράτους στα πολιτειακά και πολιτικά
ζητήματα ενός άλλου. Το πέμπτο προεισαγωγικό άρθρο της «αιώνιας
ειρήνης» επιτάσσει «κανένα κράτος να μην αναμειγνύεται με τη βία στο πολίτευμα

7
Αξίζει να θυμηθούμε ότι προς το τέλος του β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολλά ευρωπαϊκά και όχι μόνο
κράτη – μεταξύ αυτών και η Ελλάδα – αντιμετωπίστηκαν περίπου ως πράγματα κατά τον καθορισμό των
«ζωνών επιρροής» και τη «διανομή των λαφύρων της νίκης» μεταξύ των τριών μεγάλων συμμαχικών
δυνάμεων (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Αγγλία), σε μια σειρά από διασκέψεις που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο 1943-
1945 (Τεχεράνη 1943, Μόσχα 1944, Γιάλτα και Κριμαία 1945, Πότσδαμ 1945). Ως αντικείμενα για την
εξυπηρέτηση «ζωτικών εθνικών συμφερόντων» αντιμετωπίστηκαν επίσης πολλά κράτη και κατά τη
διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου από τις δύο υπερδυνάμεις Βλ. Eric Hobsbaum, Η εποχή των
άκρων. Ο σύντομος 20ός αιώνας, μτφ. Βασίλης Καπετανγιάννης, Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ 2002, σελ. 64 και
291 επ. .

6
και στη διακυβέρνηση ενός άλλου»8. Όρος δυνατότητας της αιώνιας ειρήνης είναι
ο σεβασμός κάθε κράτους στην εσωτερική κυριαρχία, την πολιτειακή μορφή
και την αυτόνομη άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας των υπολοίπων. Βίαιες
επεμβάσεις σε έδαφος ξένου κράτους είναι αδικαιολόγητες και ηθικοπολιτικά
ανομιμοποίητες, ακόμα κι αν υπαγορεύονται από αγαθές προθέσεις ή
αποβλέπουν σε σκοπούς αξιόλογους και δίκαιους. Ούτε καν «ο σκανδαλώδης
τρόπος με τον οποίο ένα άλλο κράτος μεταχειρίζεται τους υποτελείς του» ούτε
το «δεσποτικό» του πολίτευμα νομιμοποιεί ηθικά τη χρησιμοποίηση βίαιων
μέσων εκ μέρους τρίτου κράτους, χάριν της προστασίας των δικαιωμάτων των
υπηκόων του πρώτου ή προς το σκοπό της εγκαθίδρυσης μιας δικαιότερης
μορφής πολιτεύματος στο εσωτερικό του. «Καταπάτηση των δικαιωμάτων
ενός ανεξάρτητου λαού» συνιστά για τον Kant η βίαιη ανάμιξη, ακόμη και
στην περίπτωση που τυχόν εσωτερικές συγκρούσεις καταλήγουν στο
διαμελισμό μιας χώρας σε επιμέρους κράτη, που το καθένα διεκδικεί την
επανάκτηση του συνόλου. Η αυτόκλητη και βίαιη μεσολάβηση στην έκβαση
της εμφύλιας διαμάχης είναι απολύτως αποδοκιμαστέα, καθόσον «καθιστά
επισφαλή την αυτονομία όλων των κρατών»9.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Kant δεν φαίνεται να είναι αντίθετος σε
οποιαδήποτε μορφή εξωτερικής παρέμβασης από ένα ή περισσότερα κράτη στα
εσωτερικά ενός άλλου, προς το σκοπό λ.χ. της προστασίας των δικαιωμάτων
των υπηκόων του τελευταίου, υπό την αιγίδα και την εγγυητική λειτουργία
ενός διεθνούς δικαίου. Είναι, αντίθετα, ενάντιος σε κάθε μορφή αυτόκλητης
και μονομερούς βίαιης ανάμιξης, η οποία περικλείει φυσικά και το ενδεχόμενο
μίας μαζικής στρατιωτικής επιχείρησης.
Εξυπακούεται βέβαια ότι ο τελικός σκοπός μιας πιθανής παρέμβασης
στα εσωτερικά ζητήματα ξένου κράτους οφείλει να είναι πάντοτε ορθός και

8
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 30.
9
Στο ίδιο, σελ. 31.

7
δίκαιος. Επιδιώξεις άδικες είναι ηθικά καταδικαστέες, γιατί στηρίζονται εξ
ορισμού σε αρχές ανομιμοποίητες από τον πρακτικό Λόγο. Μάλιστα, στο
πεδίο των διεθνών σχέσεων ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος προσχηματικής
επίκλησης ορθών και δίκαιων σκοπών εκ μέρους ισχυρών κρατών,
προκειμένου στην πραγματικότητα να εξυπηρετηθούν οι ιδιοτελείς επιδιώξεις
τους, μέσω μίας έντονα παρεμβατικής πολιτικής στη διεθνή σκηνή που φτάνει
πολλές φορές μέχρι την ένοπλη επέμβαση στο έδαφος ξένων κυρίαρχων
χωρών. Ο Kant θα ήταν σίγουρα αντίθετος λ.χ. στην αναγκαστική και βίαιη
επιβολή «δημοκρατικών θεσμών» σε χώρες με λιγότερο φιλελεύθερα
πολιτεύματα, ιδιαίτερα όταν ο ανομολόγητος σκοπός της προσβολής της
αυτονομίας κυρίαρχων κρατών είναι η επιβεβαίωση ή/και ενίσχυση του
ηγεμονικού ρόλου ενός πανίσχυρου κράτους στην παγκόσμια τάξη. Το
καντιανό αίτημα για μη βίαιη ανάμιξη ενός κράτους στις εσωτερικές
υποθέσεις ενός άλλου φαίνεται σήμερα, περίπου διακόσια χρόνια από τη
συγγραφή της αιώνιας ειρήνης, εντυπωσιακά επίκαιρο.

1.2. Η εξάλειψη των μόνιμων απειλών: σταδιακός αφοπλισμός και


οικονομική ανεξαρτησία των κρατών.
Η ύπαρξη τακτικών στρατών και η οικονομική εξάρτηση των
ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρότερα αποτελούν για τον Kant μόνιμη
απειλή για τη διεθνή ειρήνη. «Συν τω χρόνω οφείλουν να εκλείψουν τελείως οι
μόνιμοι στρατοί (miles perpetuus)»10, εισηγείται στο τρίτο προεισαγωγικό άρθρο
της «αιώνιας ειρήνης». Η συντήρηση τακτικών στρατών παρασύρει τα κράτη
σε έναν αναπόφευκτο και αδιάκοπο μεταξύ τους ανταγωνισμό, προκειμένου
καθένα από αυτά να αποκτήσει εξοπλιστική υπεροχή έναντι του άλλου. Οι
διογκούμενες δαπάνες για τον εφοδιασμό πολεμικού υλικού και τη

10
Στο ίδιο, σελ. 27.

8
συντήρηση των στρατιωτών καθιστούν τελικά την ειρήνη πιο επαχθή
οικονομικά κι από ένα σύντομο πόλεμο. Εδώ – κατ’ αντιστροφή της
περίφημης πρότασης του Clawsewitz11 - είναι μάλλον η πολιτική που
αποτελεί συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Εξάλλου, δυσμενής συνέπεια
μιας τέτοιας ειρήνης μπορεί να είναι το ξέσπασμα επιθετικών «εκτονωτικών»
πολέμων εκ μέρους των ισχυρά οχυρωμένων κρατών, ακριβώς για την
προσωρινή ανακούφιση τους από το άχθος των οικονομικά δυσβάστακτων
εξοπλισμών.
Το ζήτημα της επιλεκτέας μεθόδου για την επίτευξη του στόχου της
ειρήνης είναι πάντοτε επίκαιρο: Είναι δυνατό τα κράτη να προσβλέπουν στη
στερέωση της ειρήνης επενδύοντας στην αμυντική τους θωράκιση και στη
συνεχή αύξηση των εξοπλισμών τους; Ή μήπως θα ήταν προσφορότερο και
περισσότερο συνεπές προς τον επιδιωκόμενο σκοπό να προχωρήσουν σε έναν
σταδιακό και εκούσιο αφοπλισμό12; Ανάμεσα σε μια αναγκαστική ειρήνη που
11
Πρόκειται βέβαια για τον ορισμό του πολέμου ως «συνέχισης της πολικής με άλλα μέσα», Βλ. Karl Von
Clawsewitz, Περί του πολέμου, μτφ. Νατάσα Ξεπουλιά, Εκδόσεις Βάνιας 1999, σελ. 53.
12
Το πρόβλημα αυτό παρουσιάζεται παραστατικά από το Θεόφιλο Βέικο ως ένα παιχνίδι πιθανοτήτων που
έχει τη βάση του στη «θεωρία των παιγνίων» και το περίφημο «δίλημμα των φυλακισμένων». Ας
φανταστούμε δύο κρατουμένους, τον Α και τον Β, απομονωμένους μεταξύ τους και σε διαφορετικά κελιά,
οι οποίοι κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα. Ο διευθυντής των φυλακών κάνει την ίδια πρόταση στον
καθένα ξεχωριστά: «Έχεις τις εξής επιλογές με τις ακόλουθες συνέπειες»: α) Αν καταδώσεις εσύ τον άλλο
και ο άλλος δεν καταδώσει εσένα, εσύ θα αφεθείς ελεύθερος και επιπλέον θα κερδίσεις ένα υψηλό
χρηματικό ποσό, ενώ ο άλλος θα κρεμαστεί. β) Αν εσύ δεν τον καταδώσεις και ο άλλος καταδώσει εσένα,
τότε αυτός θα είναι ελεύθερος και πλούσιος ενώ εσύ θα πεθάνεις. γ) Αν αλληλοκαταδοθείτε, τότε θα
μείνετε και οι δύο 10 χρόνια φυλακή. Κανένας δεν θα κρεμαστεί, κανείς δεν θα κερδίσει χρήματα και μετά
την παρέλευση της 10ετίας θα σας υποβάλω εκ νέου την ίδια πρόταση. δ) Αν κανένας δεν καταδώσει τον
άλλο, τότε θα αφεθείτε και οι δύο ελεύθεροι αλλά χωρίς κανένα χρηματικό όφελος. Στο «δίλημμα των
εξοπλισμένων», δηλαδή στο ζήτημα της ορθολογικής απόφασης κατά την επιλογή μεταξύ εξοπλισμού και
αφοπλισμού, το πρόβλημα τίθεται, κατά τον Βέικο, ως εξής: α) Αν είσαι εσύ εξοπλισμένος και ο άλλος
αφοπλισμένος θα κερδίσεις τον πόλεμο και ο άλλος θα αφανιστεί. β) Αν είσαι εσύ αφοπλισμένος και ο
άλλος πάνοπλος θα συμβεί το αντίθετο. γ) Αν είστε αμφότεροι εξοπλισμένοι, τότε θα είστε
«καταδικασμένοι» σε μια ένοπλη ειρήνη, με το ενδεχόμενο να διασαλευτεί κάποια στιγμή η ισορροπία και

9
βασίζεται στο φόβο της «αμοιβαία διασφαλισμένης καταστροφής»13 και στο
βαθμιαίο αφοπλισμό όλων των κρατών, ο Kant καταφάσκει ασυζητητί υπέρ
της δεύτερης λύσης. Η αιώνια ειρήνη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να
εξασφαλιστεί με μία αιώνια απειλή πολέμου. Ή με αντίστροφη διατύπωση,
μια συνεχής απειλή πολέμου δεν μπορεί να εγγυηθεί μία μόνιμη κατάσταση
ειρήνης. Αν ο τελικός σκοπός είναι η ειρήνη, τα μέσα για την επίτευξή του δεν
μπορεί παρά να είναι κι αυτά ειρηνικά. Διότι η ίδια «η ανάπτυξη
στρατιωτικών μέσων ανατρέπει τη λογική των πολιτικών σκοπών που
καλείται να υπηρετήσει (τη λογική δηλαδή του μη πολέμου) μια και η
ασφάλεια επιδιώκεται με μέσα που αυξάνουν τον κίνδυνο πολέμου αντί να
τον μειώνουν ή να τον αποτρέπουν14».

να συμβεί το α΄ ή το β΄. δ) Αν αφοπλιστείτε και οι δύο, τότε δεν θα κερδίσει κανείς τον πόλεμο, αλλά θα
κερδίσετε και οι δυο την «αιώνια» ειρήνη. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι καμία πλευρά δεν γνωρίζει τον
τρόπο σκέψης και δράσης της άλλης. Υποτίθεται ότι δεν μπορούν να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους
και, ως εκ τούτου, κυριαρχεί ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας. Ακόμα κι έτσι όμως (σε περίπτωση που η
το ένα κράτος δεν γνωρίζει αν το αντίπαλο ακολουθεί στρατηγική εξοπλισμού ή αφοπλισμού),
καταδεικνύεται ότι ο αφοπλισμός είναι η πιο ορθολογική από τις διαθέσιμες επιλογές, στο μέτρο που δεν
διακινδυνεύεται μακροπρόθεσμα κανένα κόστος και οδηγεί με σιγουριά στην επιβίωση και των δύο
αντίπαλων κρατών, Θεόφιλος Βέικος, Εν Πολέμω…, Αθήνα 1993, σελ. 36 - 40.
13
Η μονίμως επικρεμάμενη απειλή της «αμοιβαία διασφαλισμένης καταστροφής» υπήρξε, όπως είναι
γνωστό, το δόγμα των δύο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ) κατά την πεντηκονταετή ψυχροπολεμική
περίοδο. Η υπεροπλία κάθε υπερδύναμης στόχευε στην αποτροπή της επίθεσης του αντίπαλου
συνασπισμού, εξαιτίας των μεγαλύτερων καταστροφικών συνεπειών που θα προκαλούσε η αντεπίθεση. Ο
Hobsbaum ευφυώς και με μεγάλη δόση ειρωνείας αναρωτιέται αν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η διατύπωση
του δόγματος αυτού στα αγγλικά («Mutually Assured Destruction») παράγει το ακρωνύμιο «MAD»
(«τρελός»), Eric Hobsbaum, ό.π. σελ. 290.
14
Θεόφιλος Βέικος, ό.π. σελ. 103.

10
Ειρήνη που στηρίζεται στην ισορροπία στρατιωτικής ισχύος15 είναι εξ
ορισμού ευπαθής και μονίμως εκτεθειμένη σε κίνδυνο, αφού θα μπορούσε να
διαρραγεί ανά πάσα στιγμή με τα μέσα που λίγο πρωτύτερα (υποτίθεται ότι)
την υπηρετούσαν. Η διαρκώς ετοιμοπόλεμη ειρήνη κυοφορεί την πιθανότητα
του ίδιου του ενταφιασμού της «στο απέραντο κοιμητήρι του ανθρώπινου
γένους». Κατά συνέπεια, ως μόνο έλλογη και συνεπής μέθοδος για την
πραγμάτωσή της προβάλλει εν προκειμένω ο βαθμιαίος αφοπλισμός όλων των
κρατών16, ώστε τελικά κανένα από αυτά να μην έχει τα μέσα και τη
δυνατότητα να στραφεί με χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον του άλλου.
Η συγκρότηση μισθοφορικών στρατευμάτων («μίσθωση ανθρώπων για
να σκοτώνουν ή να σκοτώνονται») επικρίνεται με δριμύτητα από τον Kant,
διότι «συνεπάγεται την χρησιμοποίηση ανθρώπων ως απλών μηχανών και
οργάνων στα χέρια κάποιου άλλου (του κράτους), πράγμα που δεν
συμβιβάζεται με το δικαίωμα της ανθρωπότητας ως συστατικό του προσώπου

15
Για το μοντέλο της «ισορροπίας δυνάμεων» ο ίδιος ο Kant λέει: «…μία διαρκής γενική ειρήνη με τη
λεγόμενη ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη είναι απλή χίμαιρα, όπως το σπίτι του Swift που είχε χτιστεί
από έναν αρχιτέκτονα τόσο τέλεια με όλους τους νόμους της ισορροπίας, ώστε μόλις κάθισε στη στέγη του
ένας σπουργίτης, αυτό γκρεμίστηκε αμέσως», Απάνω στο κοινό απόφθεγμα…, ό.π. σελ. 158.
16 Εννοείται, βέβαια, ότι η σταδιακή μείωση των εξοπλισμών δεν μπορεί να επιβάλλεται μεροληπτικά,
κατά τρόπο επιλεκτικό και μάλιστα δια της βίας σε ορισμένα μόνο κράτη που θεωρούνται γενικώς
επικίνδυνα και απειλητικά για την παγκόσμια ασφάλεια, εξαιτίας λ.χ. των μη φιλελεύθερων πολιτευμάτων
στο εσωτερικό τους. Είναι προφανές ότι η αξίωση ενός ισχυρά εξοπλισμένου κράτους για αφοπλισμό
αποκλειστικά «των άλλων» υπαγορεύεται στην πραγματικότητα από την επιθυμία της κατοχής εκ μέρους
του ενός μονοπωλίου παγκόσμιας ισχύος. Κατά τούτο, πρόκειται για ένα παράλογο αίτημα καθόσον
αυτοεναντιώνεται στον ίδιο τον (υποτιθέμενο) σκοπό του. Με Καντιανούς όρους θα λέγαμε ότι παρόμοιο
αίτημα αδυνατεί να διέλθει επιτυχώς τη δοκιμασία της γενικευσιμότητάς του δίχως να υποπέσει σε
αντίφαση, αφού η πρακτική αρχή στην οποία ερείδεται («επιλεκτικός αφοπλισμός») δεν θα μπορούσε ποτέ
να ισχύσει ως έγκυρη αρχή μιας «καθολικής νομοθεσίας», σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή της Καντιανής
κατηγορικής προσταγής, που απαιτεί την αναγωγή του υποκειμενικού γνώμονα σε καθολικό νόμο. Βλ.
Immanuel Kant, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, μτφ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ 1984, σελ. 71
Πρβλ. και Gilles Deleuze, Η κριτική φιλοσοφία του Kant – Η θεωρία των ικανοτήτων, μτφ. Ελ.
Περδικούρη, Εκδ. «ΕΣΤΙΑ» 2000, ιδιαίτερα σελ. 51-63.

11
μας»17. Αυτό το δικαίωμα συνίσταται στην αντιμετώπισή κάθε έλλογου όντος
ως αντικειμενικού αυτοσκοπού, είτε κανείς ενεργεί έναντι του εαυτού του είτε
προς άλλους. Ουδείς νομιμοποιείται να μεταχειρίζεται άλλους ως μέσα για
την επιδίωξη των σκοπών του ή ακόμα να χρησιμοποιεί τον εαυτό του κατά
τρόπο εργαλειακό, γιατί τότε «βλάπτει τον άνθρωπο στο ίδιο του το
πρόσωπό». Το αίτημα για κατάργηση των μισθοφορικών στρατών, δηλαδή
για την κατάργηση μιας κρατικής πρακτικής που μεταχειρίζεται έλλογα
ηθικά όντα ως μηχανές θανάτου, περικλείεται ήδη στο ανώτατο ηθικό αξίωμα
της δεύτερης εκδοχής της καντιανής κατηγορικής προσταγής, η οποία κελεύει
«να πράττεις έτσι, ώστε να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα, τόσο στο
πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντοτε
συγχρόνως ως σκοπό και ποτέ μονάχα ως μέσο18».
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, διαφορετική και θεμιτή είναι για τον
Kant η περίπτωση της εθελοντικής περιοδικής εκπαίδευσης των πολιτών στα
όπλα, για λόγους αποκλειστικά αμυντικούς («για την αυτοπροστασία τους
και την προστασία της πατρίδας τους εναντίον έξωθεν επιθέσεων»19).
Περαιτέρω, εξίσου προκλητική λειτουργία με τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό
και τη διατήρηση μόνιμων στρατών μπορεί να έχει η κρατική συσσώρευση
πλούτου και «θησαυρών». Μία σκανδαλώδης αποταμιευτική πολιτική είναι

17
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 28.
18
Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, ό.π., σελ.81επ.. Το σύνολο των τεχνικών προσταγών και των
προσταγών της φρόνησης που σχετίζονται με τις τεχνικές και πραγματιστικές καταβολές του ανθρώπου και
αναφέρονται είτε στις ενσυνείδητες διαθέσεις χειρισμού πραγμάτων είτε στην ικανότητα χρησιμοποίησης
των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών ονομάζει ο Kant υποθετικές προσταγές.
Οι τελευταίες είναι πρακτικές κρίσεις σχέσεων αιτιότητας και έχουν την ακόλουθη μορφή: «εάν θέλω να
πετύχω το α΄ θα πρέπει να πράξω το β΄, γ΄, δ΄…». Αντιθέτως, η κατηγορικές προσταγές αναφέρονται στις
ηθικές καταβολές του ανθρώπινου γένους, οι οποίες «οδηγούν σε πράξεις κατά το νόμο της ελευθερίας υπό
ηθικές επιταγές» και αποτελούν πρακτικές κρίσεις σχέσεων ουσίας. Βλ. Κοσμά Ψυχοπαίδη, Κριτική
φιλοσοφία και λογική των θεσμών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2001, σελ. 65 – 79.
19
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 28.

12
δυνατό να εκληφθεί από αντίπαλα κράτη ως εν δυνάμει πολεμική απειλή και
να τα εξωθήσει σε προληπτικές στρατιωτικές επιθέσεις, προκειμένου να
αποσοβήσουν ενδεχόμενους και μελλοντικούς κινδύνους, αφού «η δύναμη
του χρήματος […] μπορεί να αποβεί το πιο αποτελεσματικό όπλο»20.
Επικίνδυνη χρηματική ισχύς για ορισμένα κράτη αποκτάται και με την
τακτική του διεθνούς δανεισμού προς χώρες με λιγότερο εύρωστες οικονομίες.
Η ενίσχυση των οικονομικά ασθενών από ισχυρότερα κράτη, με προφάσεις
«εκσυγχρονισμού», ανταγωνιστικότητας, βελτίωσης της ποιότητας ζωής κλπ.
(«για βελτίωση δρόμων, ενίσχυση νέων αποικιών, δημιουργία αποθηκών για
περιπτώσεις κακής εσοδείας κ.ο.κ.»21) γεννά συχνά εξαρτήσεις που
καταλήγουν σε χρεοκοπίες και πολέμους. Τα αδύναμα κράτη περιέρχονται,
μέσω του διεθνούς πιστωτικού συστήματος, σε κατάσταση οικονομικής
ομηρίας, την οποία διατηρούν σκόπιμα και από την οποία γιγαντώνονται τα
ήδη ισχυρά. Για το λόγο αυτό στο τέταρτο προεισαγωγικό του άρθρο ο Kant
εισηγείται να μη «δημιουργούνται κρατικά χρέη σε συνάρτηση με εξωτερικές
κρατικές διαφορές»22.
Αντιλαμβάνεται ότι μία διεθνής πολιτική που βασίζεται στη δύναμη
τέτοιων εξαρτήσεων προκαλεί καταστροφικά αποτελέσματα στο εσωτερικό
των κρατών και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη.
Αφενός τα υπέρογκα ποσά που καταβάλλουν για την αποπληρωμή των
χρεών τους οι δανειζόμενες στις δανείστριες χώρες ή σε διεθνείς πιστωτικούς
οργανισμούς τις στερούν τους αναγκαίους πόρους επενδύσεων σε
πρωταρχικά κοινωνικά αγαθά και πολλές φορές τις οδηγούν σε χρεοκοπία.
Αφετέρου η οικονομική εξαθλίωση των αδύναμων κρατών εξαιτίας των επ’
άπειρον αυξανόμενων και παρόλα αυτά πάντοτε απαιτητών χρεών σε

20
Στο ίδιο, σελ. 28.
21
Στο ίδιο, σελ. 29.
22
Στο ίδιο, σελ. 28.

13
συνδυασμό με την συσσώρευση της οικονομικής ισχύος και τη συγκέντρωση
ενός ολοκληρωτικού ελέγχου της διεθνούς οικονομίας στις πλούσιες χώρες
καθιστά επισφαλή την ειρήνη και πιο εύκολη τη μετάδοση και γενίκευση μιας
πολεμικής σύγκρουσης.
Η οικονομική ανεξαρτησία των αδύναμων κρατών του πλανήτη και η
οριστική αποδέσμευσή τους από χρέη που έχουν εξοφληθεί πολλαπλώς κι
όμως συνεχώς διογκώνονται εξακολουθεί να αποτελεί στη σύγχρονη εποχή
του διεθνοποιημένου καπιταλισμού και της παγκόσμιας οικονομικής
κηδεμονίας των αναπτυγμένων επί των αναπτυσσόμενων χωρών, ένα αίτημα
έλλογο και δίκαιο που προβάλλει επιτακτικό και αναγκαίο πολύ περισσότερο
σήμερα απ’ ό,τι στην εποχή που το πρωτοδιατύπωσε ο φιλόσοφος της
κατηγορικής προσταγής.

1.3. Το αίτημα μιας ηθικής in bello και post bellum


Το έκτο προεισαγωγικό άρθρο για την αιώνια ειρήνη έχει να κάνει με
την ανάγκη τήρησης μίας ηθικής συμπεριφοράς των εμπολέμων κατά τη
διάρκεια των εχθροπραξιών. «Κανένα κράτος σε πόλεμο με άλλο δεν θα επιτρέπει
εχθροπραξίες τέτοιες, οι οποίες θα έκαναν αδύνατη την αμοιβαία εμπιστοσύνη σε
μελλοντική ειρήνη, όπως είναι: η χρησιμοποίηση δολοφόνων (percussores) ή
δηλητηριαστών (venefici), η παραβίαση συνθηκολογήσεων, η υποκίνηση προδοσίας
(perduellio) στο αντίπαλο κράτος κ.ο.κ.»23. Μία ελάχιστη εμπιστοσύνη ανάμεσα
στους αντιπάλους πρέπει να διατηρείται ακόμα και εν μέσω πολέμου. Αν
αυτό δεν συμβαίνει, τότε η σύναψη ειρήνης καθίσταται αδύνατη και οι
εχθροπραξίες μπορούν να καταλήξουν σε έναν πόλεμο εξοντωτικό, από τον
οποίο δεν θα προκύψουν παρά μόνο ηττημένοι. Ένας τέτοιος πόλεμος, που
αποβλέπει όχι απλώς στην κάμψη της αντίστασης του εχθρού και στον

23
Στο ίδιο, σελ. 31.

14
αφοπλισμό του, προκειμένου αυτός «να εξαναγκαστεί να εκτελέσει τη θέλησή
μας»24, αλλά στην ολοκληρωτική εξολόθρευσή του, οφείλει να είναι
απαγορευμένος. Και μαζί με αυτόν απαγορευμένα πρέπει να είναι και τα
μέσα διεξαγωγής του.
Ο Kant προτείνει την υιοθέτηση του έλλογου μέτρου και της έντιμης
στρατιωτικής συμπεριφοράς στη χρήση της εμπόλεμης βίας ως όρους
απαραίτητους για τη δυνατότητα οικοδόμησης της ειρήνης και
προσιδιάζοντες στην ίδια την αξία του ανθρώπου ως αυτοσκοπού. Αφενός η
χρήση «επονείδιστων στρατηγημάτων» στη διάρκεια του πολέμου καθιστά
αδύνατη τη μελλοντική αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των αντιπάλων, με
ορατό τον κίνδυνο υιοθέτησης αυτών των «διαβολικών και ευτελών τεχνών»
από τα κράτη ακόμα και σε περίοδο ειρήνης. Αφετέρου η αξίωση της μη
χρησιμοποίησης ιδιαίτερα βίαιων μέσων εναντίον του εχθρού φαίνεται
απολύτως συνεπής προς την καντιανή θεώρηση τού έλλογου όντος ως
αντικειμενικού αυτοσκοπού, σύμφωνα με την δεύτερη διατύπωση της
κατηγορικής προσταγής. Η χρήση αθέμιτων στρατιωτικών μέσων ή η
απάνθρωπη μεταχείριση των αντιπάλων δεν συνιστούν απλώς εμπόδια μίας
μελλοντικής καλόπιστης ειρήνης. Αποτελούν μάλλον μεθόδους που
προσβάλλουν την ίδια την ανθρωπότητα ως αυταξία.
Μια επίθεση σε ακίνδυνο και μη απειλητικό περιφερειακό ανθρώπινο
στόχο, μέσω του οποίου θα ήταν δυνατή η εξασθένιση του ηθικού του εχθρού
(π.χ. εξόντωση άμαχου πληθυσμού), είναι απολύτως ανομιμοποίητη ηθικά,
όχι μόνον επειδή διαταράσσει την ελάχιστη απαιτούμενη καλοπιστία μεταξύ
των αντιμαχομένων και καθιστά δυσχερέστερη την αποκατάσταση της
ειρήνης. Αλλ’ επιπλέον και κυρίως διότι επιφέρει τον θάνατο αθώων πολιτών25,

24
Karl Von Clawsewitz, ό.π. σελ. 57.
25
Ο όρος «αθώος» είναι εδώ ηθικά αχρωμάτιστος: δεν αναφέρεται σε κάποια δήθεν ατομική ευθύνη ούτε
αντιπαραβάλλεται βέβαια προς τον όρο «ένοχος». Αθώοι εν πολέμω θεωρούνται όλοι εκείνοι που ούτε

15
για την επίτευξη ενός στρατιωτικού στόχου. Όπως ορθά παρατηρεί ο Thomas
Nagel, ακολουθώντας παρόμοια στρατηγική «δεν καταφέρνεις να
συμπεριφερθείς μήτε στους μάχιμους μήτε στους άμαχους εχθρούς με τον
ελάχιστο σεβασμό που οφείλεις απέναντι σε ανθρώπινα πλάσματα26». (Εδώ
βέβαια συγκαταριθμούνται και οι περιπτώσεις βασανισμού αιχμαλώτων
καθώς και ορισμένες κατηγορίες εξαιρετικά σκληρών όπλων, σχεδιασμένων
να παραμορφώνουν ή να σακατεύουν τον αντίπαλο, αντί να τον
αναχαιτίζουν. Εξάλλου, ιδιαίτερα ακατάλληλα για τη διεξαγωγή ενός
δίκαιου και ηθικού πολέμου πρέπει να θεωρούνται τα όπλα μαζικής
εξόντωσης - πυρηνικά, βιολογικά, χημικά κλπ - λόγω ακριβώς της αδυναμίας
τους να διακρίνουν είδη στόχων27). Κατά τη διεξαγωγή, λοιπόν, μιας ένοπλης
σύγκρουσης αξιώνεται από τα αντίπαλα στρατόπεδα η τήρηση ενός έλλογου
μέτρου και η χρήση των προσφορότερων, αναγκαίων και πλέον κατάλληλων
μέσων σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, που δεν μπορεί να είναι άλλος
από την καταστροφή ή εξουδετέρωση αποκλειστικά και μόνο στρατιωτικών
στόχων28.

πολεμούν ούτε είναι επιφορτισμένοι με τον εφοδιασμό εκείνων που διεξάγουν τον πόλεμο. Με άλλα λόγια
αθώος σημαίνει απλώς «μη επιβλαβής στον εχθρό». Βλ. Elizabeth Anscombe, Το βραβείο του κυρίου
Τρούμαν σε «Ηθικός Πόλεμος – Ηθική εν Πολέμω», μτφ. Κ. Μ. Κωβαίος, εκδ. Εκκρεμές 2002, σελ. 28 –
30.
26
Thomas Nagel, ό.π. σελ. 69.
27
Για το σύγχρονο πρόβλημα της «απόμακρης πολεμικής τεχνολογίας» που εκ των πραγμάτων αδυνατεί να
διακρίνει είδη στόχων βλ. Κωνσταντίνου Τσουκαλά, Πόλεμος και ειρήνη μετά το «τέλος της ιστορίας»,
εκδ. Καστανιώτη 2006, σελ. 105 – 108, από την απαισιόδοξη οπτική του οποίου φαίνεται πάντως να
απουσιάζει η κανονιστική διάσταση του ζητήματος: «…η παραδοσιακή διάκριση σε στρατιωτικούς και μη
στρατιωτικούς στόχους τείνει να αποδυναμώνεται, ίσως μάλιστα να χάνει το νόημά της. Η σώρευση των
απρόσωπων θυμάτων του πολέμου καθιστά άνευ αντικειμένου τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε ένοπλους και
άοπλους, εμπολέμους και απολέμους, ενόχους και αθώους, ενήλικες και παιδιά, ακμαίους και γέροντες».
(Υπογραμμίσεις δικές μου).
28
Για την ανάγκη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο της μάχης σε συνδυασμό πάντοτε με
το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βλ. Michael Walzer, Just and Unjust Wars, εκδ. BasicBooks 2nd

16
Ο Kant αξιώνει από τα κράτη την υιοθέτηση μίας ηθικής και
ανυστερόβουλης στάσης και μετά τη λήξη του πολέμου (post bellum). Το
πρώτο προεισαγωγικό άρθρο του για την αιώνια ειρήνη επιτάσσει: «Καμία
συνθήκη ειρήνης, που συνάπτεται με την κρυφή επιφύλαξη αιτίου για μελλοντικό
πόλεμο, δεν πρέπει να θεωρείται έγκυρη». Η διατύπωση επιφυλάξεων (reservatio
mentalis) εκ μέρους των μέχρι πρότινος εμπολέμων για μελλοντικές
διεκδικήσεις παλαιών αξιώσεων τους, αποτελεί ουσιαστικά εκατέρωθεν
αναγνώριση ενός δικαιώματος αθέτησης των συμφωνημένων. Επίκληση και
χρήση του δικαιώματος αυτού θα κάνει η πλευρά που θα ανασυντάξει πρώτη
τις δυνάμεις της, εγείροντας έναντι της άλλης αξιώσεις από τις οποίες ποτέ
δεν παραιτήθηκε. Επομένως, μία διακρατική συμφωνία με παρόμοιο
περιεχόμενο δεν αποτελεί κατά κυριολεξία συνθήκη ειρήνης αλλά απλή
συνομολόγηση ανακωχής και προσωρινής παύσης των εχθροπραξιών. Η
ειρήνη αντιμετωπίζεται εδώ όχι ως τελικός σκοπός αλλά ως αναγκαίο μέσο
ανασυγκρότησης των δυνάμεων των κρατών, μέχρι τη διεξαγωγή του
επόμενου πολέμου.

edition 1992, σελ. 129 – 137. Ας σημειωθεί ότι ο Walzer επιμένει περισσότερο στο σεβασμό των
δικαιωμάτων απ’ ό,τι στην τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών.
Θεωρεί ότι η αξίωση για τη χρήση πρόσφορων και κατάλληλων στρατιωτικών μέσων προς επίτευξη του
επιδιωκόμενου σκοπού είναι βέβαια απολύτως έλλογη και πρακτικώς αναγκαία. Κατ’ ουσίαν, όμως, η εν
λόγω αρχή αξιολογεί τον ίδιο τον σκοπό (τη νίκη) ως υπέρτερο αγαθό των ατομικών δικαιωμάτων και της
ανθρώπινης αξίας: «The argument [of prortionality] sets the intersts of individuals and of mankind at a
lesser value than the victory that is beeing sought... For that, we must turn again to a theory of rights».

17
2. ΟΙ ΘΕΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Τα οριστικά άρθρα του Kant για την αιώνια ειρήνη συνιστούν τις
θετικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θα ήταν δυνατή η πραγμάτωσή της. Οι
προϋποθέσεις αυτές αναφέρονται αφενός στην εσωτερική πολιτειακή
κατάσταση κάθε κράτους, αφετέρου στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών
και εκ τρίτου στις σχέσεις των ατόμων ως πολιτών του κόσμου προς τα
επιμέρους ξένα κράτη. Η ειρήνη, λοιπόν, επιτυγχάνεται με τη σωρευτική
συνδρομή συγκεκριμένων όρων σε τρία διαφορετικά πλην όμως αμοιβαία
επενεργούντα πεδία: πολιτειακό, διεθνές και κοσμοπολιτικό. Ο Kant θα μας
πει τελικά ότι μία κατάσταση διηνεκούς παγκόσμιας ειρήνης είναι δυνατή
μόνο εφόσον κράτη με «ρεπουμπλικανικό» τύπο διακυβέρνησης συγκροτήσουν
μεταξύ τους και σύμφωνα προς ένα κοινό διεθνές δίκαιο ένα σύστημα ελεύθερης
ομοσπονδίας, το οποίο θα αποσκοπεί στον τερματισμό κάθε πολέμου εν γένει και στην
ειρηνική αδιάσπαστη κοινότητα όλων των λαών επί της γης.

2.1. Η πολιτειακή προϋπόθεση


Σύμφωνα με το πρώτο οριστικό άρθρο για την αιώνια ειρήνη: «Το
πολιτειακό καθεστώς κάθε κράτους θα είναι ρεπουμπλικανικό»29. Ο Kant προβαίνει
εδώ σε μία διάκριση ανάμεσα σε έλλογες μορφές της πολιτικής συνταγματικής
δομής και σε μορφές που αντιβαίνουν προς το Λόγο30. Η διάκριση αυτή
προκύπτει από την κατηγοριοποίηση αφενός των δυνατών μορφών
κατεξουσιασμού (forma imperii) και αφετέρου των δυνατών τύπων

29
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 36.
30
Ψυχοπαίδη, Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών ό.π, σελ. 188.

18
διακυβέρνησης (forma regiminis) της πολιτείας. Οι εκδοχές της εξουσιαστικής
αρχής ως προς την μορφή της είναι μόνο τρεις: η απολυταρχία («εξουσία του
ηγεμόνα»), η αριστοκρατία («εξουσία των ευγενών») και η δημοκρατία
(«εξουσία του λαού»)31. Ως προς τον τύπο της διακυβέρνησης διακρίνονται η
δεσποτική και η ρεπουμπλικανική μορφή άσκησης της εξουσίας. Κατά τον
Kant, «ο ρεπουμπλικανισμός είναι η πολιτειακή αρχή του διαχωρισμού της
εκτελεστικής εξουσίας (της κυβέρνησης) από τη νομοθετική. Ο δεσποτισμός
είναι η πολιτειακή αρχή της αυθαίρετης εκ μέρους του κράτους εφαρμογής
των νόμων, τους οποίους το ίδιο εθέσπισε»32.
Έχουμε, λοιπόν, μία σαφή και ρητή διάκριση ανάμεσα στη
δημοκρατική και τη ρεπουμπλικανική αρχή. (Ο ίδιος ο Kant μας λέει ότι δεν
πρέπει «να συγχέει κανείς το ρεπουμπλικανικό με το δημοκρατικό πολίτευμα
– όπως συνήθως συμβαίνει»). Η αρχή που διέπει την καντιανή πολιτεία δεν
είναι δημοκρατική. Γιατί αυτή αντιστρατεύεται στην γενική βούληση και την
ελευθέρια, στο μέτρο που παρέχει σε όλους ένα δικαίωμα απόφασης εναντίον
του ενός. «Συνεπώς αποφασίζουν όλοι, που όμως δεν είναι όλοι»33. Η
δημοκρατική αρχή ως μορφή κατεξουσιασμού τελεί κατά τον Kant σε
αναγκαστική αντιστοιχία προς τον δεσποτισμό ως μορφή διακυβέρνησης. Και

31
Η αναγωγή στην αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στα ορθά πολιτεύματα και τις παρεκβάσεις τους είναι
εδώ προφανής. Ο Αριστοτέλης διακρίνει κι αυτός τρεις τύπους σύνταξης της πολιτείας και αντίστοιχες
ελαττωματικές/παρεκβατικές μορφές της: α) Τη βασιλεία που φθείρεται σε τυραννία, β) την αριστοκρατία
που μπορεί να καταντήσει ολιγαρχία και γ) την πολιτεία, της οποίας αποκλίνουσα μορφή θεωρείται η
δημοκρατία. Ωστόσο, η δημοκρατία δεν συνιστά «γνήσια παρέκβαση» της πολιτείας, καθόσον αμφότερες
στηρίζονται στα ίδια ιδεώδη (αρχή της πλειοψηφίας και της ισότητας). «Ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική σε
ακραίες μορφές δημοκρατίας, όπου δεν είναι κύριος ο νόμος αλλά το πλήθος. Θεωρείται, δηλαδή, ότι η
δημοκρατία είναι εξουσία του νόμου και δεν είναι απλώς σύστημα, στο οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται
βάσει τυχαίων πλειοψηφιών (“ψηφισμάτων”) που μπορούν να διαμορφωθούν μέσω της βλαπτικής
επίδρασης των δημαγωγών». Βλ. Κοσμά Ψυχοπαίδη, Ο φιλόσοφος, ο πολιτικός και ο τύραννος, εκδ. Πόλις
1999, σελ. 104 – 106.
32
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 39.
33
Στο ίδιο, σελ. 39.

19
τούτο διότι η πρώτη αφενός συνταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με μία εν
δυνάμει δυναστική πλειοψηφία, έτοιμη και ίσως πρόθυμη ανά πάσα στιγμή
να καταπατήσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των κάθε λογής
μειοψηφιών. Αφετέρου καταλύει την έννοια της αντιπροσώπευσης, καθόσον
στη δημοκρατία «καθένας θέλει να είναι κύριος»34. Αν, όμως, ο καθένας είναι
φορέας δημόσιας εξουσίας, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ
των πολλών φορέων και ακύρωσης του ρεπουμπλικανικού ιδεώδους35.
Παρότι ο Kant εμφανίζεται ως υπέρμαχος της απολυταρχίας, ωστόσο
επιθυμεί να υποβάλει την εν λόγω μορφή κρατικής κυριαρχίας σε έλεγχο. Για
την ακρίβεια υπερασπίζεται τη συγκεκριμένη μορφή εξουσιασμού, επειδή
ακριβώς επιζητεί έναν έλλογο έλεγχο του κρατικού πράττειν. Μέσο γι’ αυτό
τον έλεγχο και ταυτόχρονα κριτήριο για την ορθότητα του πολιτεύματος
είναι ο αντιπροσωπευτικός του χαρακτήρας, όχι με την έννοια της
αντιπροσωπευτικής εκλογής των κυβερνώντων από το λαό αλλά με την
έννοια της υλοποίησης των ρεπουμπλικανικών ιδεωδών από την κυβερνητική
εξουσία. Η αντιπροσώπευση – όπως είδαμε – είναι εξ ορισμού αδύνατη στη
δημοκρατία, γιατί η τελευταία προσδιορίζεται από την αρχή της
πλειοψηφίας, δηλαδή από την εξουσία όλων. Σε παρόμοια πολιτειακή δομή
καθένας προωθεί τα ιδιαίτερα συμφέροντα του και «οι άνθρωποι σκέπτονται
πολύ διαφορετικά, έτσι ώστε η βούλησή τους δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμιά
κοινή αρχή, επομένως και σε κανέναν εξωτερικό νόμο που να συμφωνεί με
την ελευθερία του καθενός»36. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η δημοκρατική αρχή
μπορεί να οδηγήσει στην αναρχία μέσα στο κράτος. Απεναντίας, «οι
μονοκρατορικές (εν μέρει και αριστοκρατικές) μορφές κατεξουσιασμού

34
Στο ίδιο, σελ. 40.
35
Βλ. Κοσμά Ψυχοπαίδη, Μεθοδολογικά προβλήματα της Καντιανής Κριτικής με αφετηρία το κείμενο για
την Αιώνια Ειρήνη, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ.25, Μάιος 2005, σελ. 7 - 18.
36
Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία…, ό.π. σελ. 130.

20
καθιστούν δυνατή την αντιπροσώπευση, υπό τον όρο οι εξουσιάζοντες να
δεσμεύονται ως εάν είχε αποφασίσει ολόκληρος ο λαός»37. Το τελευταίο, άλλωστε,
είναι απολύτως συνεπές προς την καντιανή ιδέα του πρωταρχικού
κοινωνικού συμβολαίου.
Η τύχη της πολιτείας δεν μπορεί να εγκαταλείπεται στους εμπειρικούς
και τυχαίους σκοπούς των ανταγωνιστικών μελών της κοινωνίας. Ο
ρεπουμπλικανικός τύπος διακυβέρνησης προϋποθέτει ακριβώς ότι η
εκτελεστική εξουσία δεν πράττει με γνώμονα τα δικά της συμφέροντα.
Απεναντίας, το περιεχόμενο των πράξεων της είναι οροθετημένο από το
κανονιστικό περιεχόμενο μιας γενικής νομοθεσίας και πρωτίστως από τις
αρχές της ελευθερίας και της ισονομίας38. Το καθεστώς της, θεωρούμενο ως
ρεπουμπλικανικό καθεστώς δικαίου39, θεμελιώνεται κατά τον Kant στις
ακόλουθες a priori αρχές: α) στην ελευθερία κάθε μέλους της κοινωνίας ως
ανθρώπου, β) στην εξάρτηση όλων ως υπηκόων από μία και μοναδική
νομοθεσία, δηλαδή στην αρχή της ισονομίας/ισότητας, και γ) στην
αυτοτέλεια κάθε μέλους ως πολίτη.
Η ελευθερία καθενός ως ανθρώπου συνίσταται στη δυνατότητα
αυτοκαθορισμού του, δίχως ετερόνομες εξαρτήσεις εξουσιαστικού χαρακτήρα
από άλλους ή εις βάρος άλλων. Αναφέρεται σε μια υπερβατολογική ιδέα
αυτόνομου και υπεύθυνου προσώπου, υπόλογου για τις πράξεις και τις
παραλείψεις του και ικανού να επιλέγει και να αναπτύσσει ελεύθερα τα
σχέδια και την πορεία ζωής που επιθυμεί, χωρίς να χειραγωγείται από

37
Ψυχοπαίδη, Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών ό.π, σελ. 191.
38
Του ίδιου, Μεθοδολογικά προβλήματα της Καντιανής Κριτικής…, ό.π., σελ. 11.
39
Σύμφωνα με τον Kant «δίκαιο είναι ο περιορισμός της ελευθερίας του καθενός στον όρο της συμφωνίας
της με την ελευθερία οπουδήποτε άλλου, ενόσω [η ελευθερία αυτή] είναι δυνατή σύμφωνα με έναν γενικό
νόμο. Και το δημόσιο δίκαιο είναι το σύνολο των εξωτερικών νόμων που κάνουν δυνατή μια τέτοια
καθολική συμφωνία», Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία…, ό.π. σελ. 129.

21
άλλους40 (κράτος ή ιδιώτες). Ο Kant θεωρεί ότι η κρατική ιδίως επιβολή ενός
νοήματος ζωής στους υπηκόους είναι «ο πιο μεγάλος δεσποτισμός που
μπορούμε να σκεφτούμε», ένα πολίτευμα που αίρει κάθε έννοια ελευθερίας.
Κανένας δεν μπορεί να αναγκάσει κάποιον άλλο να είναι ευτυχής με τον δικό
του τρόπο, «αλλά ο καθένας έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ευτυχία του από
το δρόμο που του αρέσει, εάν μόνο δεν εμποδίζει την ελευθερία άλλων να
επιδιώξουν όμοιο σκοπό»41.
Το απαράγραπτο και αναπαλλοτρίωτο42 δικαίωμα όλων (ως
υπηκόων) στην ισότητα έναντι του νόμου συνίσταται στην αναγνώριση ίσης
ελευθερίας για κάθε μέλος της κοινότητας, υπό την ισχύ εξίσου δεσμευτικών
νόμων για όλους. Ο Kant διακρίνει μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής ισότητας.
Αντιλαμβάνεται ότι η αστική κοινωνία της εποχής του είναι κοινωνία
ουσιαστικής ανισότητας και εξουσιαστικών εξαρτήσεων. Γνωρίζει ότι κατά
κανόνα «η ευημερία του ενός εξαρτάται πολύ από τη βούληση του άλλου (του
φτωχού από τον πλούσιο), ο ένας πρέπει να υπακούει… και ο άλλος να
προστάζει, ο ένας υπηρετεί (ως εργάτης), ο άλλος αμείβει κ.ο.κ»43. Ωστόσο, η
καντιανή πρακτική φιλοσοφία δεν έχει προλάβει να εμβαθύνει επαρκώς σε
ζητήματα αστικών κοινωνικών σχέσεων, από τις οποίες μπορεί να προκύπτει
εκμετάλλευση και αδικία. Πάντως, ο σχετικός προβληματισμός δεν
απουσιάζει εντελώς από αυτή44. Εκείνο, όμως, που ενδιαφέρει πρωτίστως εδώ

40
Βλ. Κ. Σταμάτη, Το πρόβλημα της θεμελίωσης μιας κριτικής θεωρίας δικαιοσύνης, αδημ.
41
Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία…, ό.π. σελ 130.
42
«Απ’ αυτή την ισότητα δεν μπορεί επίσης να ξεπέσει κανένας άνθρωπος που ζει σε καθεστώς δικαίου
μιας κοινότητας, αλλιώς παρά με δικό του έγκλημα, ποτέ όμως με συμβόλαιο ή με τη βία του πολέμου.
Γιατί δεν μπορεί με καμιάν έννομη ενέργεια (ούτε δική του ούτε ενός άλλου) να πάψει να είναι κύριος του
εαυτού του…», Στο ίδιο, σελ. 134.
43
Στο ίδιο, σελ. 132.
44
Βλ. Το πρόβλημα της θεμελίωσης μιας κριτικής θεωρίας δικαιοσύνης, ό.π., με παραπομπή στην
παράγραφο 83 της Καντιανής ΚΚΔ, μτφ. Κ. Ανδρουλιδάκη, εκδ. Ιδεόγραμμα 2002, σελ. 291: «Η
δεξιότητα δεν μπορεί να αναπτυχθεί καλά στο ανθρώπινο γένος παρά μέσω της ανισότητας μεταξύ των

22
είναι η κατοχύρωση μίας τυπικής έννοιας ισότητας, που αποβλέπει πριν απ’
όλα στη θεσμική κατάργηση των κληρονομικών προνομίων της τάξης των
ευγενών.
Κανένας δεν μπορεί να απολαμβάνει από και λόγω του τυχαίου
γεγονότος της γέννησής του οποιοδήποτε προνόμιο απέναντι σε οποιοδήποτε
άλλο μέλος της κοινότητας. Κανείς, επίσης, δεν μπορεί να κληροδοτεί στους
απογόνους του το προνόμιο της κοινωνικής θέσης που κατέχει ο ίδιος.
Απεναντίας, από την ιδέα της ισότητας των ανθρώπων ως υπηκόων
προκύπτει, κατά τον Kant, ότι «όλα τα μέλη της πρέπει να επιτρέπεται να
φτάνουν σε κάθε βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας, όπου μπορούν να τα
φέρουν το τάλαντο, η επιμέλεια και η τύχη τους… και δεν επιτρέπεται στους
συνυπηκόους τους να τους στέκονται εμπόδιο με ένα κληρονομικό προνόμιο,
για να κρατούν αιωνίως χαμηλά αυτούς και κάτω απ’ αυτούς του απογόνους
τους»45.
Η αυτοτέλεια ενός μέλους της κοινότητας ως πολίτη συνίσταται στο
δικαίωμά του να είναι συννομοθέτης. Πρόκειται ουσιαστικά για τη σύλληψη
του κοινωνικού συμβολαίου όχι ως ιστορικού γεγονότος αλλά απλώς ως
ρυθμιστικής ιδέας του κρατικού πράττειν, σύμφωνα με την οποία ο ανώτατος
άρχοντας της πολιτείας οφείλει να ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο ως εάν ο λαός
είχε δώσει τη συγκατάθεσή του για τις ενέργειές του. Λυδία λίθος του έλλογου

ανθρώπων. Διότι η μέγιστη πλειονότητά τους, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη τέχνη για τούτο, παρέχει
τρόπον τινά μηχανικώς τα χρειώδη της ζωής για την άνεση και τη σχόλη των άλλων, οι οποίοι
επεξεργάζονται τα λιγότερα αναγκαία στοιχεία του πολιτισμού, την επιστήμη και την τέχνη, και οι οποίοι
του κρατούν σε κατάσταση καταπίεσης, σκληρής εργασίας και λίγης απόλαυσης. Βεβαίως στην τάξη τούτη
επεκτείνονται επίσης σιγά σιγά ορισμένα στοιχεία από τον πολιτισμό της ανώτερης τάξης. Αλλά οι πληγές
αυξάνουν κατά την πρόοδο του πολιτισμού – η αποκορύφωση της οποίας, όταν η κλίση προς το περιττό
αρχίζει ήδη να ζημιώνει το απαραίτητο, λέγεται πολυτέλεια - το ίδιο έντονα και στις δύο πλευρές, στη μία
πλευρά λόγω ασκήσεως ξένης βίας και στην άλλη λόγω εσωτερικής απληστίας» Πρβλ. και Ψυχοπαίδη,
Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών ό.π, σελ. 67.
45
Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία…, ό.π. σελ 132.

23
χαρακτήρα κάθε κρατικής απόφανσης είναι η ιδέα της αυτονομίας που
περιέχεται στην καντιανή πρόταση: «Ό,τι ένας λαός δεν μπορεί να το
αποφασίσει ο ίδιος για τον εαυτό του, αυτό ούτε ο νομοθέτης μπορεί να το
αποφασίσει για το λαό»46. Επομένως, ο μονάρχης οφείλει να ασκεί την ύψιστη
εξουσία του ως αντιπρόσωπος του λαού. Στο μέτρο που αυτό επιτυγχάνεται, η
«έννοια της κυριαρχίας συμπίπτει με την έννοια της αντιπροσώπευσης ως
συλλογικού αυτοκαθορισμού»47 και, κατ΄ ακολουθία, με την αρχή της αυτοτέλειας
κάθε μέλους της κοινότητας χωριστά ως πολίτη/συννομοθέτη.
Το μοναδικό πολιτειακό καθεστώς που θεσπίζεται σύμφωνα με τις
παραπάνω αρχές (ελευθερία, ισότητα, αυτοτέλεια) είναι κατά τον Kant το
ρεπουμπλικανικό. Αυτό είναι επιπλέον το μόνο που μπορεί βάσιμα – λόγω
του αντιπροσωπευτικού του χαρακτήρα – να αποτρέψει τον ανώτατο
άρχοντα από την κήρυξη πολέμου και, άρα, να εγγυηθεί και να διαφυλάξει
μία μόνιμη κατάσταση ειρήνης. Διότι σε παρόμοιο καθεστώς οι πολίτες - και
όχι ο ανώτατος άρχοντας - είναι εκείνοι που αποφασίζουν ελεύθερα την
κήρυξη ενός πολέμου, εφόσον οι ίδιοι επιθυμούν να επωμιστούν και όλα τα
βάρη της διεξαγωγής του: «Όταν (και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά στο
πολίτευμα αυτό) ζητηθεί η συναίνεση των πολιτών προκειμένου να
αποφασισθεί εάν είναι επιβεβλημένος ή όχι ο πόλεμος, τίποτε δεν είναι
φυσικότερο από το να το σκεφτούν πολύ σοβαρά, προτού αρχίσουν ένα
τέτοιο άσχημο παιχνίδι, αφού με τη συναίνεσή τους φορτώνονται όλες τις
ταλαιπωρίες του πολέμου»48. Επομένως, οι πληθυσμοί κρατών με
ρεπουμπλικανικό σύστημα διακυβέρνησης προτρέπουν για το δικό τους
συμφέρον τις κυβερνήσεις τους να υιοθετήσουν φιλειρηνικές πολιτικές.

46
Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία…, ό.π. σελ 148.
47
Ψυχοπαίδη, Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών ό.π, σελ. 192.
48
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 37.

24
Την εποχή που ο Kant διατυπώνει αυτή την αισιόδοξη παραδοχή δεν
είναι ακόμη σε θέση να γνωρίζει την αμφισημία της ιδέας του έθνους και τη
δύναμη της να κινητοποιεί τις μάζες, με τη βοήθεια της πάντα καλά
οργανωμένης κρατικής προπαγάνδας49. Ιστορικά, ο εθνικισμός υπήρξε
αφενός ένα όχημα για τη μεταμόρφωση των υπηκόων σε ενεργούς και
υπεύθυνους πολίτες, που ταυτίζονται με το κράτος τους. Αφετέρου, όμως, οι
ίδιοι πολίτες έπρεπε να αποδείξουν το «ρεπουμπλικανικό» τους φρόνημα με
την ετοιμότητά τους να πολεμούν και να πεθαίνουν για το έθνος και την
πατρίδα τους50. Εντούτοις, η καντιανή σκέψη ότι το «ρεπουμπλικανικό»
πολίτευμα στο εσωτερικό ενός κράτους συνιστά προϋπόθεση ή τουλάχιστον
ενθαρρύνει μία φιλειρηνική συμπεριφορά του κράτους αυτού στις διεθνείς
του σχέσεις έχει εν μέρει ιστορικά δικαιωθεί. Και τούτο διότι η
ιστορικοστατιστική καταγραφή καταδεικνύει ότι σταθερά εδραιωμένα
δημοκρατικά πολιτεύματα κατά κανόνα δεν εμπλέκονται σε πόλεμο μεταξύ
τους51 ή, ακόμα κι αν εμπλακούν, συμπεριφέρονται λιγότερο πολεμικά στις
μεταξύ τους σχέσεις 52.

49
Για τον εθνικισμό ως φαινόμενο της νεωτερικότητας και «γέννημα της διττής επανάστασης» βλ. Eric
Hobsbaum, Η εποχή των επαναστάσεων, μτφ. Μαριέτα Οικονομοπούλου, εκδ. ΜΙΕΤ 2002, σελ.192 – 209.
50
Βλ. Jurgen Habermas, Η ιδέα του Kant περί της αιώνιας ειρήνης ό.π. σελ.175 – 176 .
51
Βλ. John Rawls, Το Δίκαιο των Λαών, μτφ. ΄Άννα Παπασταύρου, εκδ. Ποιότητα 2002, σελ.96 – 102. Ο
Rawls αναγνωρίζει βέβαια ότι σε αρκετές περιπτώσεις «υποτιθέμενες συνταγματικές δημοκρατίες»
επεμβαίνουν σε πιο αδύναμες χώρες – ακόμα και σε αυτές που επιδεικνύουν βασικά στοιχεία
δημοκρατικότητας – ή ακόμα εμπλέκονται σε πολέμους με επεκτατικούς σκοπούς. Τέτοιες περιπτώσεις
θεωρεί την ανατροπή από τις Η.Π.Α. της δημοκρατίας του Αλιέντε στη Χιλή, του Αρμπένζ στη
Γουατεμάλα, του Μοσαντέχ στο Ιράν και των Σαντινίστας στη Νικαράγουα.
52
Βλ. Jurgen Habermas, ό.π. σελ. 176 – 177. Ο Habermas αναγιγνώσκει αυτό το εμπειρικό επιχείρημα με
έναν ενδιαφέροντα τρόπο: «Μαζί με τα [δημοκρατικά] κίνητρα των πολιτών μεταβάλλεται και η εξωτερική
πολιτική του κράτους τους. Η χρήση στρατιωτικής βίας δεν καθορίζεται πλέον από μία κατ’ ουσίαν
μερικευτική κρατική λογική, αλλά επίσης από την επιθυμία να προαχθεί η διεθνής εξάπλωση μη
αυταρχικών κρατικών και κυβερνητικών μορφών. Όταν όμως οι αξιακές προτιμήσεις επεκτείνονται πέρα
από την αντίληψη των εθνικών συμφερόντων προς όφελος της επικράτησης της δημοκρατίας και των

25
Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα από την εκατέρωθεν επίκληση
εμπειρικών επιχειρημάτων, ο καντιανός «ρεπουμπλικανισμός» πρέπει να
ιδωθεί πρωτίστως ως θεμελιώδης κανονιστική αρχή που καλό είναι να διέπει
την οργάνωση και λειτουργία οποιασδήποτε σύγχρονης φιλελεύθερης
δημοκρατικής πολιτείας (καθώς και περιφερειακών κρατικών
συσσωματώσεων). Ένα κράτος με «ρεπουμπλικανική» μορφή διακυβέρνησης
- ή με σύγχρονη ορολογία ένα κράτος δικαίου με πολιτικά φιλελεύθερους και
δημοκρατικούς θεσμούς στο εσωτερικό του - οφείλει να διαμορφώνει
ελεύθερους, υπεύθυνους και έλλογα σκεπτόμενους πολίτες, προσανατολισμένους
σε αξιακές αρχές οικουμενικού τύπου, δηλαδή σε αρχές που θα μπορούσαν «να
ισχύουν ως γνώμονες μίας καθολικής νομοθεσίας», είτε στο εσωτερικό του
κράτους είτε στις διεθνείς του σχέσεις. Από την άλλη πλευρά, ελεύθεροι και
ίσοι μεταξύ τους πολίτες, εμφορούμενοι από δημοκρατικά και φιλελεύθερα
ιδεώδη και αντιλαμβανόμενοι τον εαυτό τους ως ιδανικούς συννομοθέτες ή
συγκυβερνήτες της Πολιτείας, οφείλουν να αποκηρύσσουν δημόσια ή σε
εξαιρετικές περιστάσεις ακόμα και να αποτρέπουν ενεργά κάθε κρατική
ενέργεια που παραβιάζει τις παραπάνω αρχές, εσωτερικές και διεθνείς.

2.2. Η ιδέα μίας κοινωνίας εθνών ως συμμαχίας ειρήνης


Ο Kant φρονεί ότι η φυσική κατάσταση (status naturalis) μεταξύ των
ανθρώπων είναι κατάσταση πραγματικού ή εν δυνάμει πολέμου («…αν και
όχι πάντα κατάσταση ανοιχτών εχθροπραξιών, μόνιμη όμως απειλή για το
ξέσπασμά τους»53). Το καντιανό status naturalis περιγράφει ένα καθεστώς

ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλάζουν και οι όροι υπό τους οποίους λειτουργεί το σύστημα δυνάμεων».
Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πολλές φορές η επίκληση ενός καθολικού συμφέροντος έχει
οδηγήσει ισχυρά δημοκρατικά κράτη σε συγκαλυμμένες επεμβάσεις, υποκινούμενες παρασκηνιακά από
ισχυρά μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά οικονομικά συμφέροντα.
53
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 35.

26
απόλυτης αναρχίας, παντελούς έλλειψης πολιτειακών θεσμών, άνομης και
παράφρονος ελευθερίας και διαρκούς ανασφάλειας και καχυποψίας ανάμεσα
στους ανθρώπους. Η έξοδος από αυτή την άγρια κατάσταση σηματοδοτείται
με τη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, δηλαδή με την εγκαθίδρυση της
πολιτικής κοινωνίας και την απόφαση των μελών της να υπαχθούν από
κοινού σε έναν δημόσιο έννομο καταναγκασμό, προς εξασφάλιση της ίδιας
τους της ελευθερίας και της ειρηνικής μεταξύ τους συνύπαρξης54.
Κατ’ αναλογία προς τη νοητική αυτή κατασκευή ο Kant θεωρεί ότι κάθε
κράτος «μπορεί και οφείλει χάριν της ασφάλειάς του να απαιτήσει από το
άλλο να προσχωρήσει μαζί του σε ένα καθεστώς παρόμοιο με το πολιτειακό,
όπου το δίκαιο του καθενός μπορεί να κατοχυρωθεί»55. Επομένως, όπως
τερματίστηκε η φυσική κατάσταση μεταξύ των ατόμων, κατ’ ανάλογο τρόπο
οφείλει να τερματισθεί και μεταξύ των κρατών. Πρόκειται, λοιπόν, και πάλι
για την ανάγκη εξόδου από τη φυσική κατάσταση, αυτή τη φορά σε ένα
ανώτερο επίπεδο, δηλαδή ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη. Αυτά οφείλουν να
εξέλθουν από το status naturalis στις μεταξύ τους σχέσεις με τη συγκρότηση ενός
διακρατικού συνδέσμου, ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Το δεύτερο οριστικό
άρθρο της αιώνιας ειρήνης ορίζει: «Βάση του διεθνούς δικαίου θα αποτελεί ένα
ομοσπονδιακό σύστημα ελευθέρων κρατών56». Ωστόσο, αυτό το ομοσπονδιακό
σύστημα κρατών δεν μπορεί να παραχθεί από έναν νόμο που απαιτεί την
εγκατάλειψη της φυσικής κατάστασης, αφού, τα κράτη «έχουν ήδη κάποιο
εσωτερικό νομικό καθεστώς». Αντίθετα παράγεται από το καθήκον της
ειρήνης, το οποίο υπαγορεύεται από τον πρακτικό Λόγο.

54
Στον Kant – σε αντίθεση προς τον Hobbes - δεν είναι η εμπειρία της ανθρώπινης βιαιότητας που
υπαγορεύει την ανάγκη εξόδου από τη φυσική κατάσταση. Απεναντίας, είναι ο ίδιος ο πρακτικός Λόγος
που θεμελιώνει τελεολογικά την απόφαση των μελών της κοινωνίας να εξέλθουν από αυτή, χάριν του
δικαίου Βλ. Ψυχοπαίδη, Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών ό.π, σελ. 159.
55
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 42.
56
Στο ίδιο, σελ. 42.

27
Ο Kant επιμένει στην ομοσπονδιακή δομή, απορρίπτοντας την ιδέα
ενός παγκόσμιου κράτους. Το καθεστώς για το οποίο ομιλεί «θα ήταν μία
κοινωνία εθνών, η οποία παρά ταύτα δεν θα έπρεπε να είναι ένα κράτος
εθνών»57. Το τελευταίο, ακόμα κι αν ήταν εγγυητής της ειρήνης, θα μπορούσε
να εκπέσει σε τυραννική μοναρχία και να θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία, σε
παγκόσμιο επίπεδο. Διότι «όσο περισσότερο διευρύνεται η περιφέρεια της
επικράτειας τόσο εξασθενούν οι νόμοι, και ο άψυχος δεσποτισμός, αφού
ξεριζώσει τους σπόρους του Καλού, ξεπέφτει τελικά στην αναρχία»58.
Αντιθέτως, η εναλλακτική επιλογή της ομοσπονδίας κρατών αποτελεί μια
μορφή ανάλογη προς τον ρεπουμπλικανισμό σε εσωτερικό πολιτειακό
επίπεδο. Το ομοσπονδιακό σύστημα εγγυάται κατά τον Kant με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο τη διατήρηση της ειρήνης, διότι παρακάμπτει τον κίνδυνο του
συγκεντρωτισμού και οδηγεί στην ισότιμη συνύπαρξη και δράση των κρατών
στη διεθνή κοινότητα.
Αυτή λοιπόν η ελεύθερη ομοσπονδία θα προκύψει από μία ιδιότυπη
συμμαχία ειρήνης μεταξύ των κρατών (foedus pacificum), η οποία - σε αντίθεση
προς τη συνθήκης ειρήνης (pactum pacis) που αποβλέπει στον τερματισμό
ενός μόνο πολέμου – «θα αποσκοπεί στον τερματισμό όλων των πολέμων μια
για πάντα»59. Την ελπίδα του για την πραγματοποίησή της παραπάνω ιδέας
εναποθέτει ο Kant στους ισχυρούς και φωτισμένους λαούς. Ο σύνδεσμος
ειρήνης μπορεί να διευρυνθεί σταδιακά, εάν γύρω από μία πρωτοπορία
φιλειρηνικών ρεπουμπλικανικών καθεστώτων συσπειρώνονται ολοένα και
περισσότερα κράτη: «Αν κάποιος ισχυρός και φωτισμένος λαός δεήσει να
απαρτίσει μία ρεπουμπλικανική πολιτεία (που από τη φύση της τείνει στην
αιώνια ειρήνη), το κράτος αυτό θα αποτελέσει το κέντρο της ομοσπονδιακής

57
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 42.
58
Στο ίδιο, σελ. 63.
59
Στο ίδιο, σελ. 46.

28
ένωσης, όπου θα προσχωρούν τα άλλα κράτη, εξασφαλίζοντας έτσι μεταξύ
τους καθεστώς ελευθερίας, σύμφωνα με την ιδέα του διεθνούς δικαίου, η
οποία θα διευρύνεται όλο και περισσότερο με νέες συνδέσεις αυτού του
τύπου»60.
Το έργο της διατήρησης της ειρήνης μεταξύ αυτών των κρατών δεν θα
στηρίζεται στην εφαρμογή ενός υπερκείμενου δικαίου. Το σύστημα της
ελεύθερης ομοσπονδίας διακρίνεται από την εσωτερική πολιτειακή δομή των
κρατών κατά το ότι αυτά - εν αντιθέσει προς τους επιμέρους πολίτες - δεν
μπορούν να υποταχθούν στους εξαναγκαστικούς νόμους μίας υπερκείμενης
εξουσίας, αλλά διατηρούν την ανεξαρτησία τους ακόμα και ως μέλη της
ομοσπονδίας («…το κάθε κράτος στηρίζει το μεγαλείο του στην ανεξαρτησία
του από εξωτερικούς νομικούς περιορισμούς»61). Έτσι, λοιπόν, στο μέτρο που
τα κράτη αρνούνται, εν ονόματι της κυριαρχίας τους, να συμμορφωθούν
προς ένα δεσμευτικό διεθνές έννομο καθεστώς, τη θέση «της θετικής ιδέας μίας
οικουμενικής ρεπουμπλικανικής πολιτείας» καταλαμβάνει «το αρνητικό
υποκατάστατο μίας υφιστάμενης και συνεχώς διευρυνόμενης συμμαχίας που
θα αποσοβεί τον πόλεμο, αλλά με μόνιμο τον κίνδυνο έκρηξής του»62.
Επομένως, η καντιανή ομοσπονδία ελευθέρων κρατών, τα οποία
καταδικάζουν εν γένει τον πόλεμο και στις μεταξύ τους σχέσεις παραιτούνται
δια παντός από το δικαίωμα της κήρυξής του, αφήνει άθικτη την κυριαρχία
των μελών της. Έτσι, ο Kant πρέπει να εμπιστευθεί αποκλειστικά την «ηθική
αυτοδέσμευση των κυβερνήσεων» και τη σταθερή προσήλωσή τους στο

60
Στο ίδιο, σελ. 47. Αυτή η πολιτική ενότητα του κόσμου βρίσκει σήμερα την έκφρασή της στη Γενική
Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, όπου εκπροσωπούνται ισότιμα όλα τα κράτη (άρθρο 18§1
Καταστατικού Χάρτη). Μάλιστα, μέλη του ΟΗΕ είναι σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου, ανεξαρτήτως του
εάν έχουν «ρεπουμπλικανικά πολιτεύματα» ή σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επ’ αυτού βλ. Jurgen
Habermas, ό.π. σελ. 196-197.
61
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 43.
62
Στο ίδιο, σελ. 48 – 49.

29
καθήκον της ειρήνης63. Στο μέτρο, λοιπόν, που στο πεδίο των διεθνών
σχέσεων απουσιάζει οποιαδήποτε έννομη δεσμευτικότητα καθώς και τα υλικά
μέσα της αναγκαστικής επιβολής της, ανακύπτει το πρόβλημα της διατήρησης
της αυτοδέσμευσης των κυρίαρχων κρατών σε μία διηνεκή πολιτική ειρήνης.
Λογικά και αναπόφευκτα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: Ποιο είναι εκείνο το
στοιχείο – πέρα από τη ρητή αποκήρυξη του πολέμου εκ μέρους των
κυρίαρχων κρατών μελών της καντιανής ομοσπονδίας – που μας εγγυάται τη
διατήρηση της συνεκτικότητας και της ειρηνικής τους συνύπαρξης, ακόμα και
όταν κάποια στιγμή ανακύψουν διαφορές, αντιπαλότητες, ανταγωνισμοί και
καχυποψία στις μεταξύ τους σχέσεις64; Για τη λύση αυτού του προβλήματος ο
Kant – ιχνογραφώντας ένα περίγραμμα της δικής του φιλοσοφίας της
ιστορίας - προσφεύγει σε μία τελεολογική θεώρηση των μηχανισμών της
φύσης, στην οποία αναθέτει το ρόλο της «εγγυήτριας» της ειρήνης (βλ.
κατωτέρω).

2.3. Το κοσμοπολιτικό δικαίωμα της φιλοξενίας


Το ζητούμενο εδώ δεν είναι απλώς η συγκρότηση ειρηνικών σχέσεων
μεταξύ ελεύθερων και κυρίαρχων κρατών, στη βάση ενός διεθνούς δικαίου.
Είναι κυρίως η κατοχύρωση ενός δικαιώματος διανθρώπινης επικοινωνίας
ανάμεσα στους πολίτες των επιμέρους κρατών, στη βάση ενός δικαίου
κοσμοπολιτικού. Το κανονιστικό βεληνεκές του τελευταίου καταλαμβάνει τις
σχέσεις του συνόλου των κρατών και των ανθρώπων που ζουν σε αυτά. Η
προσοχή επικεντρώνεται στο φυσικό δικαίωμα επικοινωνίας που διατηρούν
οι πολίτες όλων των χωρών μεταξύ τους, ως μέλη μιας γενικής πολιτείας των
63
βλ. Jurgen Habermas, ο οποίος δικαιολογεί από μία ιστορική σκοπιά την επιφυλακτικότητα του Kant να
μιλήσει για μια ομοσπονδία λαών ως «οργάνωση, η οποία μέσω κοινών οργάνων αποκτά κρατική οντότητα
και επομένως εξαναγκαστή αυθεντία», ό.π. σελ. 171-174. Για την κριτική που έχει ασκηθεί στη θέση αυτή
του Kant, βλ. Jana Thomson, Justice and World Order – A philisophical Inquiry, ό.π. σελ. 49 – 50.
64
W.B. Galie, Phisophers of peace and war, Cambridge University Press 1978, σελ. 27 – 28.

30
ανθρώπων και πέρα από γεωγραφικούς, εθνικούς και κάθε λογής ηθικά
αδιάφορους διαχωρισμούς.
Το τρίτο οριστικό άρθρο του Kant για την αιώνια ειρήνη υπαγορεύει:
«Το κοσμοπολιτικό δίκαιο θα περιορίζεται στις προϋποθέσεις της γενικής
φιλοξενίας» 65. Το ελάχιστο περιεχόμενο του κοσμοπολιτικού δικαίου έχει να
κάνει με το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να επισκέπτεται ελεύθερα
ξένες πολιτείες απανταχού της γης και να μην αντιμετωπίζεται εχθρικά από
τους γηγενείς κατοίκους του ξένου κράτους. Κατά τον Kant, καθένας έχει το
φυσικό δικαίωμα εμφάνισης στην κοινωνία, το οποίο απορρέει από την
αναγκαστική επαφή του με τους υπόλοιπους ανθρώπους και τις σχέσεις
συμβίωσης που αναπτύσσονται αναπόδραστα μεταξύ τους, λόγω των
πεπερασμένων γεωγραφικών ορίων της Γης. Με την άσκηση του δικαιώματος
της διανθρώπινης επικοινωνίας «μπορούν απομακρυσμένες μεταξύ τους
ήπειροι να δημιουργούν ειρηνικές σχέσεις, που εντέλει αποκτούν επίσημο
νομικό χαρακτήρα, οδηγώντας έτσι το ανθρώπινο γένος όλο και πλησιέστερα
προς ένα κοσμοπολιτικό καθεστώς»66. Επομένως, η αναγνώριση ενός
δικαιώματος «εμφάνισης σε κάθε κοινωνία» και η αντίστοιχη συναίσθηση
ενός καθήκοντος φιλοξενίας συνιστούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την
οικοδόμηση ενός κοσμοπολιτικού καθεστώτος, το οποίο με τη σειρά του θα
προαγάγει τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των κρατών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Kant δεν αναφέρεται εδώ στις σχέσεις μόνο
μεταξύ των ήδη συντεταγμένων πολιτειών της εποχής του. Το κοσμοπολιτικό
δίκαιο καταλαμβάνει και τους «απολίτιστους» λαούς που βρίσκονται ακόμα
στην «άνομη φυσική κατάσταση», τόσο ως φορείς του δικαιώματος επίσκεψης
όσο και ως αποδέκτες του καθήκοντος φιλοξενίας. Η ώσμωση ανθρώπων από
διαφορετικές χώρες, με διαφορετικές θρησκείες και πολιτισμούς, ενέχει ένα

65
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π. σελ. 50.
66
Στο ίδιο, σελ. 51.

31
τεράστιο δυναμικό προσέγγισης και συνεργασίας, που διανοίγει την
προοπτική της ειρήνης. Οι ντόπιοι κάτοικοι μιας χώρας έχουν καθήκον να
δέχονται ξένους επισκέπτες και να δοκιμάζουν την επικοινωνία και
συναλλαγή μαζί τους, αλλά και οι τελευταίοι έχουν υποχρέωση να μην
προχωρούν περισσότερο απ’ όσο τους επιτρέπει η συναίνεση των γηγενών.
Πυρηνική αρχή του Καντιανού κοσμοπολιτικού δικαίου είναι η
αναγνώριση των κατοίκων άλλων χωρών ως ισότιμων εταίρων επικοινωνίας
και συναλλαγής67. Ωστόσο, ο θεμελιώδης αυτός κανόνας παραβιάζεται από
την πολιτική των «πολιτισμένων» εμπορικών κρατών της εποχής του Kant,
που επιδίδονται συνεχώς στην κατάκτηση νέων χωρών και την άνευ όρων
οικονομική διείσδυση και εκμετάλλευση των γηγενών. Ο φιλόσοφος, έχοντας
μάλλον κατά νου την έντονη αποικιοκρατική πολιτική των Άγγλων, οι οποίοι
την εποχή της συγγραφής της «Αιώνιας Ειρήνης» (1795) είχαν ήδη αποκτήσει
άμεσο εδαφικό έλεγχο σε μεγάλο τμήμα της Ινδίας, γεγονός που επρόκειτο
σύντομα να τους οδηγήσει να γίνουν κυβερνήτες και διοικητές ολόκληρης της
χώρας68, βρίσκει την ευκαιρία να καταδικάσει με ασυνήθιστη γι’ αυτόν
οξύτητα την αποικιοκρατική πολιτική των ισχυρών κρατών του καιρού του:
«Αν εδώ αντιπαραβάλλουμε τη μη ξενόφιλη συμπεριφορά των πολιτισμένων,
κυρίως των εμπορικών κρατών της ηπείρου μας, τότε η αδικία που
επιδεικνύουν κατά την επίσκεψή τους σε ξένες χώρες και λαούς είναι
τρομακτική. Η Αμερική, οι χώρες της Αφρικής, τα νησιά παραγωγής
μπαχαρικών, το Ακρωτήριο κλπ. κατά την ανακάλυψή τους αποτελούσαν γι’
αυτούς χώρες που δεν ανήκαν σε κανέναν, αφού οι κάτοικοί τους
λογαριάζονταν σαν ένα μηδενικό… Και όλα αυτά από δυνάμεις οι οποίες

67
Κων/νος Παπαγεωργίου, Πόλεμος και Ειρήνη στον Kant, Σύγχρονα Θέματα, τχ. 91, σελ. 67 - 72.
68
Βλ. Eric Hobsbaum, Η εποχή των Επαναστάσεων, εκδ. ΜΙΕΤ Αθήνα 2002, σελ. 44 - 45.

32
διατυμπανίζουν την ευσέβειά τους και οι οποίες, ενώ έχουν ψωμοτύρι την
αδικία, θέλουν να θεωρούνται οι εκλεκτοί της ορθοδοξίας»69.

69
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π. σελ. 52 – 53.

33
3. H ΤΕΛΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΩΣ ΕΓΓΥΗΤΡΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Όπως είδαμε παραπάνω, τα κράτη - μέλη του καντιανού
διαπολιτειακού συνδέσμου δεν είναι διατεθειμένα να εκχωρήσουν έστω και
μέρος της κυριαρχίας τους ή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσής τους στη
δικαιοδοσία του φιλειρηνικού ομοσπονδιακού μορφώματος που συγκροτούν.
Τα κράτη της συμμαχίας δεν μπορούν να υπαχθούν σε δημόσιους
αναγκαστικούς νόμους μίας υπερκείμενης ως προς αυτά νομοθετικής
εξουσίας, λόγω της αναπαλλοτρίωτης και αδιαπραγμάτευτης κυριαρχίας
τους. Από την άλλη πλευρά, μόνη η ηθική αυτοδέσμευση κάθε κράτους στο
καθήκον της ειρήνης δεν φαίνεται να μπορεί να εγγυηθεί το επιθυμητό
αποτέλεσμα. Έτσι, ο Kant αισθάνεται την ανάγκη να επιστρατεύσει ως
επιχείρημα μία ρυθμιστική ιδέα του Λόγου: την τελολογία της Φύσης, «στη
μηχανιστική πορεία της οποίας διαφαίνεται καθαρά η σκοπιμότητα της
ανάδυσης της ομόνοιας μέσα από τη διχόνοια των ανθρώπων, έστω και παρά
τη θέληση τους»70.
Στο σημείο αυτό, όμως, ανακύπτει ένα πρόβλημα – τουλάχιστον εκ
πρώτης όψεως: εάν το ανθρώπινο γένος οδηγείται – ακόμα και παρά τη
θέλησή του - προς τον τελικό σκοπό του βάσει μίας αγαθής πρόθεσης της
φύσης, τι νόημα έχει να τίθεται η αιώνια ειρήνη (δηλ. ο τελικός σκοπός) ως
ηθικοδικαιικό καθήκον ή κανονιστική αρχή; Πως ακριβώς εναρμονίζεται η
φυσική αιτιότητα των φαινομένων με την ανθρώπινη ελευθερία71;

70
Στο ίδιο, σελ. 53.
71
Η φυσική και η ελεύθερη αιτιότητα σχετίζονται στην Καντιανή φιλοσοφία με δύο διαφορετικά πεδία της
πραγματικότητας: τη φύση (που είναι αντικείμενο της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου) και την
ελευθερία (που πηγάζει από την επιθυμητική ικανότητα και το πρακτικό ενδιαφέρον του Λόγου)
αντιστοίχως. Στη φυσική αιτιότητα - ως κατηγορία της διάνοιας – υπάγονται τα φαινόμενα: κάθε
φαινόμενο είναι αιτιατό κάποιου άλλου, και αυτό επ’ άπειρον, εφόσον κάθε αίτιο συνδέεται με κάποιο

34
Στην ουσία πρόκειται εδώ για το πρόβλημα της γεφύρωσης του
χάσματος ανάμεσα στο θεωρητικό και το πρακτικό ενδιαφέρον του Λόγου,
ανάμεσα στη γνωστική και την επιθυμητική ικανότητα του έλλογου όντος
και, σε τελευταία ανάλυση, ανάμεσα στα πεδία της πραγματικότητας, δηλαδή
τη φύση και την ελευθερία. Πριν δούμε τη λύση που τελικά προκρίνει ο Kant,
αξίζει εδώ μία συνοπτική αναφορά στο περίγραμμα της καντιανής
φιλοσοφίας. Αυτή δέχεται δύο πεδία της πραγματικότητας, τα οποία
αντιστοιχούν σε διαφορετικές ικανότητες και διαφορετικά ενδιαφέροντα του
ανθρώπινου Λόγου: τη φύση και την ελευθερία.
Για τη φύση και τα φαινόμενα, που διέπονται από την αναγκαιότητα
και τη νομοτέλεια των φυσικών νόμων, αποκτούμε έγκυρη θεωρητική γνώση,
την οποία μας παρέχουν η διάνοια και οι αισθήσεις. Απεναντίας, για την
ελευθερία και εν γένει τα νοούμενα δικαιοδοσία έχει ο καθαρός Λόγος, που
καθορίζει τον τελικό σκοπό του ανθρώπου. Ήδη, λοιπόν, τίθεται το ζήτημα
της απόστασης μεταξύ αυτών των δύο πεδίων: διάνοια και Λόγος, φυσική
αιτιότητα και ελευθερία του ηθικού αυτοκαθορισμού, φαινόμενα και
νοούμενα, γενικά αισθητή και υπεραισθητή φύση μοιάζουν να χωρίζονται
μεταξύ τους από μία άβυσσο. Αλλά αυτή η άβυσσος οφείλει να γεφυρωθεί ή
μάλλον «υπάρχει ακριβώς για να γεφυρωθεί72», αφού ο ελεύθερος άνθρωπος
πρέπει να μπορεί να πραγματώσει τον τελικό σκοπό του εντός της φύσης. Με

προγενέστερο. Αντίθετα η ελευθερία ορίζεται από τον Kant ως η δύναμη «να αρχίζει κανείς από μόνος του
μία κατάσταση, η αιτιότητα της οποίας δεν υπάγεται με τη σειρά της – όπως στο φυσικό νόμο – σε μιαν
άλλη αιτιότητα που θα την προσδιόριζε ως προς το χρόνο». Γι’ αυτό και διακρίνει δύο νομοθεσίες και δύο
αντίστοιχα πεδία πραγματικότητας: τη νομοθεσία (της διάνοιας) μέσω φυσικών εννοιών, που νομοθετεί
εντός της γνωστικής ικανότητας ή του θεωρητικού ενδιαφέροντος της γνώσης. Και τη νομοθεσία (του
Λόγου) μέσω της έννοιας της ελευθερίας, που νομοθετεί εντός του πρακτικού ενδιαφέροντος της γνώσης.
Βλ. σχετικά Gilles Deleuze, ό.π. σελ. 53 - 58
72
Στο ίδιο, σελ. 68.

35
άλλα λόγια, το πεδίο της ελευθερίας είναι αναγκασμένο να πραγματωθεί
εντός του πεδίου της φύσης.
Αυτό επιτυγχάνεται στην καντιανή φιλοσοφία με την διερεύνηση μίας
τρίτης ιδιότυπης γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου, την οποία ο Kant
ονομάζει κριτική δύναμη. Αυτή ορίζεται σε γενικές γραμμές ως η γνωστική
ικανότητα συσχέτισης του ειδικού προς το γενικό. Πιο συγκεκριμένα,
πρόκειται για την ικανότητα υπαγωγής ενός ιδιαίτερου φαινομένου σε μία
καθολική αρχή ή έννοια ή έναν καθολικό κανόνα. Ο Kant διακρίνει δύο είδη
κριτικής δύναμης: α) την «προσδιοριστική» ή «καθοριστική», η οποία υπάγει
απλώς το ειδικό σε ένα δεδομένο καθολικό και β) την «αναστοχαστική», η
οποία αναζητεί το καθολικό (αρχή, κανόνα, νόμο) όταν το ειδικό είναι
δεδομένο.
Εάν η αναστοχαστική κριτική δύναμη ενεργοποιηθεί στο πεδίο της
φύσης, τότε είναι δυνατό να ερμηνεύσει επί μέρους φαινόμενα σα να ήταν
οργανωμένα εκ προθέσεως και προς το σκοπό της πραγμάτωσης της ανθρώπινης
ελευθερίας. Αυτού του είδους ο «αναστοχασμός» δεν έχει να κάνει με κάποιου
είδους επιστημονική παρατήρηση ή εξήγηση των νόμων της φυσικής
αιτιότητας ή με την αποδοχή αντικειμενικών ή πραγματικών ιδιοτήτων των
φυσικών φαινομένων. Συνίσταται, αντιθέτως, στη θεμιτή και προς το
συμφέρον του Λόγου χρήση μίας ρυθμιστικής και ευρετικής αρχής, η οποία
μας επιτρέπει να αναστοχαζόμαστε τη λειτουργία της φύσης ως εάν ήταν προϊόν
σκόπιμης δράσης73. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα γεγονότα της ιστορίας

73
Για το πρόβλημα της ενότητας των πεδίων της φύσης και της ελευθερίας στο Καντιανό έργο καθώς και
για το ζήτημα της «τελολογίας της φύσης» βλ. Κ. Ανδρουλιδάκη, Θεμελιώδη προβλήματα ερμηνείας,
προσλήψεως και αποδόσεως της τρίτης Καντιανής Κριτικής, Υπόμνημα στη Φιλοσοφία, τχ. 1, 2004, σελ.
11-25, Γ. Ξηροπαϊδη, Η Εγγύηση της Φύσης και ο Ενθουσιασμός των Θεατών, Η αιώνια ειρήνη ως
χίμαιρα και ως εφικτός στόχος, Σύγχρονα Θέματα τχ. 91, σελ.44-49 και Gilles Deleuze, ό.π. σελ. 67 - 74.

36
θεωρούνται σα να κατευθύνονταν από την ίδια τη φύση προς έναν τελικό
σκοπό, την αιώνια ειρήνη.
Η αναφορά του Kant στη «σκοπιμότητα της φύσης» και στο ρόλο της
ως εγγυήτριας του τελικού σκοπού δεν έχει ντετερμινιστικό χαρακτήρα. Ο
φιλόσοφος αποπειράται να ανιχνεύσει τις πιθανότητες ιστορικής
πραγμάτωσης της αιώνιας ειρήνης, με δεδομένη τη φιλοπόλεμη τάση και την
εμμενή διαστροφή της ανθρώπινης φύσης. Όπως εύστοχα παρατηρείται74,
αυτό που ερωτά ουσιαστικά ο Kant είναι: «Αν μου επιτρέπεται να ελπίζω
στην αιώνια ειρήνη, εφόσον και επειδή πράττω ό,τι οφείλω, τι μου προσφέρει
την εγγύηση ότι η ελπίδα μου είναι τουλάχιστον δικαιολογημένη, αφού
γνωρίζω ότι οι άνθρωποι είναι διεφθαρμένοι από το ριζικό κακό;». Η
απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίδεται στη βάση μίας αναστοχαστικής
θεώρησης των φυσικών μηχανισμών και της ιστορίας του ανθρώπινου γένους,
που εκλαμβάνονται με τους όρους μίας τελολογίας έλλογων περιεχομένων.
Ό,τι βάσει του ηθικού καθήκοντος οφείλω να πράττω προς επιδίωξη του
τελικού σκοπού μου είναι πραγματοποιήσιμο, διότι συμφωνεί με τους
σκοπούς της φύσης, μας λέει ο Kant. Η φύση είναι απλώς ένα μέσον
πραγματοποίησης των σκοπών του Λόγου.
Με ποιους τρόπους, όμως, η φύση προάγει τον σκοπό που ο ίδιος ο
Λόγος προτάσσει ως καθήκον και πώς ακριβώς εγγυάται ότι εκείνο που θα
όφειλε να πράξει ο άνθρωπος σύμφωνα με τους νόμους της ελευθερίας, θα το
πράξει η ίδια κάτω από τη φυσική αναγκαιότητα; Η φύση αναλαμβάνει τον
εγγυητικό της ρόλο αναφορικά και με τις τρεις μορφές του δημοσίου δικαίου:
συνταγματικό, διεθνές και κοσμοπολιτικό. Αντιστοίχως, προνοεί και παρέχει
τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή μία πρόοδος του ανθρώπινου
γένους προς τον ρεπουμπλικανισμό, την ελεύθερη ομοσπονδία μεταξύ των

74
Κ. Σαργέντης, ό.π. σελ. 27.

37
κρατών και τις κοσμοπολιτικές σχέσεις φιλοξενίας, δηλαδή μία πρόοδος προς
την αιώνια ειρήνη.
Σε πολιτειακό επίπεδο, αφενός οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και τα
αντιτιθέμενα εγωιστικά συμφέροντα των ιδιωτών αφετέρου η αποτελεσματική
αντιμετώπιση έξωθεν απειλών, αναγκάζουν τους λαούς να οργανωθούν σε
κράτη. Μόνο με τη σύσταση συνταγματικής ρεπουμπλικανικής πολιτείας και
την καλή οργάνωση του κράτους είναι δυνατή η εξισορρόπηση των φυσικών
ιδιοτελών ροπών των ανθρώπων: ο γενικευμένος μεταξύ τους ανταγωνισμός
τούς οδηγεί να υποταχθούν σε δημόσιους αναγκαστικούς νόμους, οι οποίοι
περιορίζουν και ταυτόχρονα εγγυώνται την ελευθέρια καθενός και επιφέρουν
κατάσταση ειρήνης για όλους.
Ο τύπος κοινωνικής οργάνωσης για τον οποίο ομιλεί ο Kant δεν
προϋποθέτει κανενός είδους ηθικότητα, αφού πραγματώνεται ακριβώς μέσω
του υφιστάμενου ανταγωνισμού και των εγωιστικών κινήτρων των επί μέρους
δρώντων. Το εγωιστικό κίνητρο θεωρείται ένα αναγκαίο κακό που οδηγεί
τελικά στην κυριαρχία ενός γενικού κοινωνικού νόμου, που εκφράζει τη
γενική βούληση. Εκείνο, μάλιστα, που ενδιαφέρει σε πρώτη φάση δεν είναι η
πραγμάτωση του (εσωτερικού) ηθικού νόμου κάθε ατόμου αλλά η γενική
τήρηση της εξωτερικής νομιμότητας: το ρεπουμπλικανικό πολίτευμα είναι σε
θέση να εγγυηθεί, αν όχι έναν καλό ηθικά άνθρωπο, τουλάχιστον έναν καλό
πολίτη.
Ο Kant γίνεται ακόμα πιο εμφατικός στο σημείο αυτό: «Όσο σκληρό κι
αν ηχεί αυτό, το πρόβλημα της σύστασης του κράτους λύνεται ακόμη κι όταν
πρόκειται για γένος δαιμόνων (αρκεί να έχουν λογικό) και συνοψίζεται στο
εξής: να οργανωθεί ένα πλήθος λογικών όντων, τα οποία, για τη διατήρησή
τους, ζητούν από κοινού νόμους με γενική ισχύ, από τους οποίους όμως
τείνουν να εξαιρούν κρυφά τους εαυτούς τους, και να θεσπισθεί το σύνταγμά
του κατά τέτοιο τρόπο που, αν και αλληλοϋποβλέπονται, να

38
αλληλοσυγκρατούνται, και η επιτυχία στη δημόσια συμπεριφορά τους να
είναι αυτή που θα ήταν αν η προαίρεσή τους δεν ήταν κακή»75. Αυτή η
κοινωνία θα αποτελέσει, κατά Kant, τη λογική προϋπόθεση για τη σταδιακή
πραγμάτωση και του ηθικού νόμου, δηλαδή για την εκούσια συμμόρφωση
καθενός στις επιταγές του πρακτικού λόγου («…δεν προσδοκάται από αυτή
[την ιδέα του Δικαίου] το καλό πολίτευμα, αλλά αντίστροφα μάλλον, από το
τελευταίο είναι που αναμένεται πρωτίστως η καλή ηθική διαπαιδαγώγηση
ενός λαού»76). Μέχρι, όμως, να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, η επίτευξη και
διατήρηση της ειρήνης – εσωτερικής και εξωτερικής – θα είναι αποτέλεσμα της
αναγκαστικής επιβολής του δικαίου στο εσωτερικό κάθε κράτους. Σε αυτό το
δημόσιο δίκαιο οι άνθρωποι υποχρεώνονται να υπαχθούν λόγω των
καταστροφικών έναντι αλλήλων φυσικών τάσεων και καταβολών τους. Από
αυτό συνάγει ο Kant ότι «ακαταμάχητη θέληση της φύσης είναι να
υπερισχύσει τελικά το δίκαιο»77.
Σε διεθνές επίπεδο η διαφορά των γλωσσών και των θρησκειών – «δύο
μέσα που χρησιμοποιεί η φύση για να αποτρέπει τη διασταύρωση των λαών
και να τους διαχωρίζει»78 - συνιστά κατά τον Kant το όπλο των κρατών
ενάντια στον κίνδυνο ανάπτυξης μίας παγκόσμιας δεσποτικής μοναρχίας.
Αναγνωρίζεται βέβαια ότι οι εν λόγω ουσιώδεις πολιτισμικές διαφορές
μεταξύ των λαών, καθοριστικές της ταυτότητας και της ιδιοπροσωπίας τους,
προκαλούν πολλές φορές τάσεις για ανταγωνισμούς και αμοιβαία μίση ή
ακόμα συνιστούν αφορμές για την κήρυξη πολέμων. Ωστόσο, η συστηματική
καλλιέργεια των ανθρώπων, η επικοινωνία και η βαθμιαία προσέγγιση τους
καθώς και ένας αυξανόμενος βαθμός συναίνεσης ως προς έλλογες αρχές που

75
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 61.
76
Στο ίδιο, σελ. 62.
77
Στο ίδιο, σελ. 63.
78
Στο ίδιο, σελ. 63.

39
διευκολύνουν την αλληλοκατανόηση και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των
λαών, θα οδηγήσουν – σύμφωνα με τον Kant – στην ειρήνη. Αυτή
εξασφαλίζεται και εδώ «με την ισορροπία [ανάμεσα στους λαούς] στη
ζωηρότατη μεταξύ τους άμιλλα79». Επομένως, και στο πεδίο των διεθνών
σχέσεων η φύση μεριμνά, ώστε μέσω του διαχωρισμού και της διχόνοιας
ανάμεσα στους λαούς να προάγει διαρκώς την ομόνοιά τους.
Τέλος, σε επίπεδο κοσμοπολιτικό, η φύση φροντίζει για την ειρηνική
συνένωση των λαών μέσω της άνθησης και επέκτασης των εμπορικών
δραστηριοτήτων των ανθρώπων στη διεθνή κοινότητα. «Το εμπορικό πνεύμα,
το οποίο δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον πόλεμο, αργά ή γρήγορα κυριεύει
κάθε λαό»80. Στην επέκταση του εμπορίου, η οποία – μεταξύ άλλων -
εξυπηρετεί και προάγει την κυκλοφορία προσώπων και προϊόντων ανά τον
κόσμο και, άρα, την επικοινωνία και τις συναλλακτικές επαφές μεταξύ των
λαών, ο Kant διακρίνει ένα εχέγγυο ειρηνικής μεταξύ τους διαβίωσης. Το
συμφέρον της ολότητας εξασφαλίζεται και εδώ μέσω των εγωιστικών
κινήτρων των επιμέρους δρώντων, μέσω της «αμοιβαίας ιδιοτέλειας» που
επιδεικνύουν λειτουργώντας ως φορείς της ανταγωνιστικής αγοράς της
πρώιμης νεωτερικότητας. Εξάλλου, «επειδή η δύναμη του χρήματος είναι
προφανώς η πιο υπολογίσιμη απ’ όλες τις υπαγόμενες στην κρατική εξουσία

79
Όπως παρατηρεί ο Κ. Ψυχοπαίδης, «η Καντιανή ιδέα του διεθνούς δικαίου βασίζεται σε μία αρχή
διάκρισης των κρατικών οντοτήτων, δηλαδή σε μία πολιτική αρχή που αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα τους
και διασφαλίζει την ισορροπία και τον ζωηρό συναγωνισμό ανάμεσά τους…Ωστόσο, την ύψιστη ηθική
βαθμίδα συνιστά μία αρχή της ατομικότητας του προσώπου του κάθε πολίτη ως ηθικού υποκειμένου, η
οποία δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με την αρχή της πολιτικής θεμελίωσης του κράτους και των διακρατικών
σχέσεων, αλλά μπορεί ίσα ίσα να βρίσκεται σε κριτική εντασιακή σχέση προς αυτή. Το πολιτικό ιδεώδες
που πρέπει να προστατευθεί δεν είναι πρωταρχικά η ολότητα αλλά το αυτόνομο άτομο, δια της αυτονομίας
του οποίου καθίσταται δυνατή μια ολότητα που να διέπεται από σχέσεις ελευθερίας», Ψυχοπαίδη, Κριτική
φιλοσοφία και λογική των θεσμών ό.π, σελ. 217 - 218.
80
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π. σελ. 64.

40
δυνάμεις»81, τα ίδια τα κράτη προσπαθούν να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη
λειτουργία του εμπορίου και να προάγουν την «ευγενή ειρήνη» μέσω μίας
διεθνούς επεμβατικής πολιτικής και διπλωματικών συμμαχιών που
αποσοβούν το ενδεχόμενο του πολέμου. «Με αυτό τον τρόπο η φύση, μέσω
των του μηχανισμού των ίδιων των ανθρώπινων ροπών, εγγυάται την
ειρήνη»82.
Ο Jurgen Habermas θεωρεί ότι η προσδοκία του Kant για διεθνή
ειρήνευση χάρη στο αναπτυσσόμενο και διαρκώς επεκτεινόμενο «εμπορικό
πνεύμα» εν μέρει διαψεύσθηκε και εν μέρει δικαιώθηκε ιστορικά83. Πιστεύει
ότι ο συγγραφέας της «Αιώνιας Ειρήνης» έσφαλλε άμεσα, αλλά κατά έναν
έμμεσο τρόπο εξακολουθεί να έχει και δίκαιο. Ο Kant - ισχυρίζεται ο
Habermas - δεν ήταν ακόμη σε θέση να διαβλέψει ότι η καπιταλιστική
ανάπτυξη θα επέφερε έναν έντονο ταξικό διαφορισμό στους κόλπους των
νεωτερικών κοινωνιών, που θα απειλούσε την ειρήνη κατά δύο τρόπους και
σε δύο διαφορετικά επίπεδα: οι κοινωνικές εντάσεις και ανταγωνισμοί θα
επιβάρυναν την εσωτερική πολιτική με ταξικούς αγώνες και «θα ωθούσαν την
εξωτερική πολιτική στο δρόμο ενός φιλοπόλεμου ιμπεριαλισμού». Πράγματι,
καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα τα ευρωπαϊκά
κράτη – εκμεταλλευόμενα την κινητήρια δύναμη του εθνικισμού – διοχέτευαν
τις εσωτερικές τους κοινωνικές συγκρούσεις προς τα έξω, προκειμένου να
αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη και να σταθεροποιούν την κατάσταση
στο εσωτερικό μέσω επιτυχιών στην εξωτερική πολιτική. Η άνωθεν κατασκευή
κοινωνικής συναίνεσης για την από κοινού αντιμετώπιση του εξωτερικού
εθνικού εχθρού υπήρξε πάντοτε (και σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθεί να
είναι και σήμερα) ένα αποτελεσματικό μέσο για την απάλυνση ή

81
Στο ίδιο, σελ. 64.
82
Στο ίδιο, σελ. 65.
83
Jurgen Habermas, ό.π. σελ. 177 – 181.

41
εξουδετέρωση των κοινωνικών συγκρούσεων στο εσωτερικό. Ωστόσο, μετά τις
πρωτόφαντες συμφορές και τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μία
σχετική ειρήνευση του ταξικού ανταγωνισμού χάρη στο κοινωνικό κράτος
των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών84 άλλαξε το εσωτερικό των οικονομικά
αναπτυγμένων κοινωνιών, «με αποτέλεσμα η αμφίπλευρη διαπλοκή των
εθνικών οικονομιών να μπορέσει να οδηγήσει σε εκείνου του είδους την
“οικονομικοποίηση της διεθνούς πολιτικής”, από την οποία ο Kant δικαίως
προσδοκούσε ότι θα έχει ειρηνευτική επίδραση» 85.

84
Αξίζει ενδεικτικά να σημειωθεί ότι στη δεκαετία του 1960 η ανεργία στην Ευρώπη βρισκόταν κατά μέσο
όρο μόλις στο 1,5%, ενώ ο Βρετανός συντηρητικός πρωθυπουργός Harold Macmillan κέρδισε τις εκλογές
του 1959 στη χώρα του με το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα: «ποτέ άλλοτε δεν περνούσατε τόσο καλά».
Για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος της μεταπολεμικής εποχής και την «κοινωνία της αφθονίας» που
δημιούργησε βλ. Eric Hobsbaum, ό.π. σελ. 329 – 367.
85
Jurgen Habermas, ό.π. σελ. 179. Σήμερα, ωστόσο, στην εποχή της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης,
παράλληλα με αυτή την «οικονομικοποίηση της διεθνούς πολιτικής» διακρίνεται ταυτόχρονα μία
«αποεθνικοποίηση της οικονομίας», με την έννοια της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας πάνω στους
γενικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας που οδηγεί ολοένα περισσότερο στην (κρατική) αδυναμία
διατήρησης των κεκτημένων κοινωνικών επιπέδων διαβίωσης.

42
4. ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗΣ ΜΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ
ΣΦΑΙΡΑΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Στην καντιανή ρεπουμπλικανική κοινότητα η πολιτική πρέπει να
ελέγχεται δημόσια από ικανούς προς τούτο υπηκόους, με την άσκηση
κριτικής και την προβολή έλλογων επιχειρημάτων που να δικαιολογούν κάθε
φορά και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις κρίσεις τους περί του πρακτέου
και τους λόγους που επιβάλλουν τη λήψη της τάδε ή της δείνα πολιτικής
απόφασης. Το ρεπουμπλικανικό πολίτευμα οφείλει, λοιπόν, να κατοχυρώνει
μία δημόσια σφαίρα επικοινωνίας, έναν ανοιχτό και ελεύθερο χώρο
κοινωνικής συνύπαρξης και συναναστροφής, εντός του οποίου οι επαρκώς
διαφωτισμένοι πολίτες συζητούν, διασκέπτονται, κρίνουν και
συναποφασίζουν για υποθέσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος. Από την άποψη
αυτή η δημόσια σφαίρα των πολιτών επιτελεί μία λειτουργία ελεγκτική της
εξουσίας, στο μέτρο που η κριτική μπορεί να παρακωλύσει την εκτέλεση των
αποφάσεων εκείνων που δεν αιτιολογούνται πειστικά και δεν είναι συμβατές
προς δημόσια υποστηριζόμενους γνώμονες86.
Αυτή η δημόσια σφαίρα οφείλει επιπλέον να υπηρετεί και μία
«προγραμματική87» λειτουργία. Οι επαρκώς διαφωτισμένοι πολίτες που
διαβουλεύονται, εκθέτουν και ανταλλάσσουν δημοσίως έλλογα επιχειρήματα
και πειστικούς λόγους είναι για τον Kant οι φιλόσοφοι. Για τους τελευταίους
και χάριν της ειρήνης το κράτος είναι υποχρεωμένο να θεσπίσει - κατά
παρέκκλιση της αρχής της δημοσιότητας του δικαίου - ένα μυστικό άρθρο88,

86
Jurgen Habermas, ό.π. σελ. 181.
87
Στο ίδιο, σελ. 182.
88
Το άρθρο αυτό θα είναι μυστικό, προκειμένου να βγει απ’ τη δύσκολη θέση το ίδιο το κράτος. Γιατί
«φαίνεται ότι είναι υποτιμητικό για τη νομοθετική αυθεντία ενός κράτους, στην οποία πρέπει φυσικά να
αποδίδεται η μέγιστη σοφία, να ζητά διδαχή από υπηκόους (από τους φιλοσόφους) όσον αφορά τις βασικές
αρχές συμπεριφοράς του απέναντι σε άλλα κράτη…», Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 66.

43
το περιεχόμενο του οποίου θα είναι περίπου το εξής: «Τα εξοπλιζόμενα για
πόλεμο κράτη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα πρακτικά αξιώματα
των φιλοσόφων, σχετικά με τις προϋποθέσεις της δημόσιας ειρήνης»89. Κάθε
κράτος πρέπει να αφήνει τους φιλοσόφους «να μιλούν ελεύθερα και δημόσια
για τις γενικές αρχές διεξαγωγής του πολέμου και εδραίωσης της ειρήνης» και
να πείθουν τους υπόλοιπους πολίτες για τις αρχές και τις θέσεις τους, με τη
δύναμη των ελεύθερα εκφραζόμενων επιχειρημάτων τους90. Ο Kant δεν
αξιώνει από την εξουσία να υιοθετεί τις «θεμελιώδεις αρχές» του φιλοσόφου.
Διεκδικεί, όμως, την αναγνώριση ενός δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης στο
δημόσιο χώρο και τον - έστω σιωπηρό - αυτοπεριορισμό της λογοκριτικής
πολιτικής. Οι πεφωτισμένοι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να αποτρέπουν την
πιθανότητα του πολέμου και να συμβάλλουν στην εδραίωση της ειρήνης
μέσω της κριτικής πολιτικής τους επιχειρηματολογίας, την οποία οφείλει
τουλάχιστον να «ακούει» η εξουσία.
Στο φιλόσοφο προσήκει ο ρόλος του ανεπίσημου συμβούλου του
κράτους και όχι του πολιτικού. Η φιλοσοφία και η πολιτική είναι δύο
διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Το πλατωνικό ιδεώδες του φιλοσόφου –
βασιλιά απορρίπτεται από τον Kant. Γι’ αυτόν όρος δυνατότητας της δίκαιης
και φιλειρηνικής πολιτείας δεν είναι η σύμπτωση πολιτικής ισχύος και
φιλοσοφίας. Απεναντίας θεωρεί ότι «να φιλοσοφήσουν οι βασιλείς ή να
γίνουν οι φιλόσοφοι βασιλείς ούτε αναμένεται ούτε είναι ευκταίο: επειδή η
κατοχή της εξουσίας αναπόφευκτα διαφθείρει την ελεύθερη κρίση του

89
Στο ίδιο, σελ. 66.
90
Πρβλ. το δοκίμιό «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν
ισχύει», στο οποίο ο Kant λέει - μεταξύ άλλων - ότι «πρέπει να δίνεται στον πολίτη του κράτους η
ευχέρεια, και μάλιστα με τη συγκατάθεση του ίδιου του ανώτατου άρχοντα, να κάνει δημόσια γνωστή τη
γνώμη του απάνω σε όποιαν από τις ενέργειες του ηγεμόνα του φαίνεται άδικη… Επομένως η ελευθερία
της πένας… είναι το μοναδικό παλλάδιο των δικαιωμάτων του λαού», ό.π. σελ. 147.

44
Λόγου91. Για τη διαφώτιση τους σχετικά με το έργο τους, βασιλείς ή
βασιλευόμενοι λαοί (αυτοκυβερνώμενοι σύμφωνα με νόμους ισότητας) είναι
απόλυτη ανάγκη να μην αφήνουν την τάξη των φιλοσόφων να εξαφανίζεται
ή να βουβαίνεται, αλλά να ομιλεί δημόσια»92. Στο πλατωνικό μοντέλο του
φιλοσόφου – βασιλιά ο Kant αντιπαραθέτει εκείνο του αυτοκυβερνώμενου
λαού. Ο «λαός – βασιλιάς» διαφωτίζεται και ωριμάζει βαθμηδόν μέσω του
κριτικού ρόλου της φιλοσοφίας στη σχέση της με την πολιτική.
Το αίτημα που διατύπωνε ο Kant περίπου διακόσια χρόνια πριν για
την αναγνώριση στους πολίτες του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και
κατ’ ακολουθία της δημόσιας εκφοράς του κριτικού λόγου είναι πλέον
πραγματικότητα, τουλάχιστον σε χώρες με πολιτικά φιλελεύθερα
πολιτεύματα. Καθένας πια έχει το τυπικό δικαίωμα να διαδίδει ακώλυτα τους
στοχασμούς του, να εκφράζει ελεύθερα και δημόσια τις θέσεις και την
επιχειρηματολογία του και να ασκεί κριτική στις αποφάσεις και τα
ενεργήματα της εξουσίας (πολιτικής, θρησκευτικής κλπ). Καθένας, επίσης, έχει
το δικαίωμα να «ακούει» τις δημόσιες θέσεις και την κριτική των άλλων, να
αναζητεί και να λαμβάνει ελεύθερα πληροφορίες και ειδήσεις και εν γένει να
συμμετέχει τόσο ως πομπός όσο και ως δέκτης στο παιχνίδι του
επικοινωνιακού πράττειν.
Ο Kant – υπό την μονίμως επικρεμάμενη απειλή της πρωσικής
λογοκρισίας - διεκδίκησε την ελευθερία των φιλοσόφων «να ομιλούν

91
Παρόμοια προβληματική σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί η σύμπτωση στο αυτό πρόσωπο της
ιδιότητας του φιλοσόφου και του βασιλιά εκφράζεται πάντως και στην πλατωνική Πολιτεία. Οι αιτίες της
φθοράς του φιλοσόφου συμπίπτουν με τις μορφές συγκρότησης της πολιτικής ζωής: η εξουσία και ο
πλούτος φθείρουν τη φιλοσοφική φύση και οδηγούν πολλές φορές τους ικανούς ως προς το φιλοσοφείν να
καταντούν φίλοι όχι της σοφίας αλλά της «δόξας». Έτσι είτε γίνονται επιζήμιοι για την πόλη είτε τελικά
αποσύρονται από τα κοινά, οπότε καταντούν εντελώς άχρηστοι. Βλ. σχετικά Κ. Ψυχοπαίδη, Ο φιλόσοφος,
ο πολιτικός και ο τύραννος, ό.π. σελ. 41 – 49.
92
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π. σελ. 67 – 68.

45
δημόσια». Στη ουσία διεκδίκησε μία δημόσια σφαίρα επικοινωνίας που θα
απαρτιζόταν από μία συγκριτικά μικρή μερίδα μορφωμένων και έλλογων
πολιτών93. Εκείνο που δεν μπόρεσε να προβλέψει ήταν ο μετασχηματισμός
αυτής της δημόσιας σφαίρας των πολιτών σε μία δημόσια σφαίρα
κυριαρχούμενη από μέσα μαζικής διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, τα οποία
πολλές φορές αντί να προάγουν και να διαφωτίζουν, περιστέλλουν ή
χειραγωγούν τη δημόσια χρήση του πρακτικού λόγου και την κριτική94.

93
Βλ. Jurgen Habermas, ό.π. σελ. 182 – 183.
94
Για τον δημόσιο χώρο επικοινωνίας και τα σύγχρονα προβλήματα του βλ. Κώστα Σταμάτη, Δίκαιο και
δικαιοσύνη στην εποχή των ορίων, εκδ. ΠΟΛΙΣ 2000, σελ. 57 – 67.

46
5. Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ
ΕΙΡΗΝΗ
Στο «Παράρτημα» της αιώνιας ειρήνης ο Kant πραγματεύεται την
προβληματική σχέση πολιτικής και ηθικής αναφορικά με την επίδρασή της
στην πραγμάτωση της ειρήνης, τόσο σε επίπεδο κράτους όσο και στο πεδίο
των διεθνών σχέσεων95. Η ηθική εδώ δε νοείται, βέβαια, ως θεωρία της
υποκειμενικής αρετής που στηρίζεται στην εσωτερικότητα της συνείδησης
ενός εκάστου (ιδιωτική ηθική). Ο Kant κάνει λόγο για μία δημόσια ηθικότητα, η
οποία δεν αξιολογείται βάσει των εσωτερικών πεποιθήσεων και προθέσεων των
ατόμων, αλλά αρκείται – και ορθά – στο να αξιώνει από τους πολίτες και τους
φορείς της δημόσιας εξουσίας την τήρηση της εξωτερικής τυπικής νομιμότητας.
Η ηθική συνταυτίζεται, έτσι, με το δίκαιο, ως απόλυτη αξίωση που θεμελιώνει
τη δυνατότητα της ίδιας της ύπαρξης της πολιτικής κοινωνίας96. Υπό αυτήν
ακριβώς την οπτική, ανάμεσα στην ηθική – νοούμενη ως θεωρία του δικαίου –
και στην πολιτική - ως πρακτική εφαρμογή αυτής της θεωρίας - δεν μπορεί να
υφίσταται καμία απολύτως σύγκρουση.

95
Η ασυμφωνία μεταξύ ηθικής και πολιτικής αντιμετωπίζεται ως ειδικότερη έκφανση του προβλήματος
της διάστασης μεταξύ θεωρίας και πράξης, το οποίο ο Kant έχει ήδη πραγματευθεί εκτενώς στο δοκίμιό
του «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει». Η σχέση
της θεωρίας προς την πράξη αναλύεται στο «Απόφθεγμα» ως προς τρία πεδία, τα οποία αντιστοιχούν σε
ισάριθμες ανθρώπινες ιδιότητες: στην ηθική που αναφέρεται στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου, στην
πολιτική που αφορά τον άνθρωπο ως πολιτικό ον και με πρίσμα κοσμοπολίτικο, όπου ο άνθρωπος νοείται
ως πολίτης του κόσμου. Αντιστοίχως εξετάζεται η σχέση θεωρίας και πράξης στην Ηθική, στο Δημόσιο
και το Διεθνές Δίκαιο. Και εδώ, όπως και στην «Αιώνια Ειρήνη» ο Kant αποφαίνεται τελικά πως «ό,τι από
λόγους του Λόγου ισχύει για την θεωρία, αυτό ισχύει και για την πράξη», Απάνω στο κοινό απόφθεγμα…,
ό.π. σελ. 159.
96
Βλ. Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν, Πρέπει η πολιτική να γίνει ηθική; μτφ. Ν. Ζαρταμόπουλος, Βιβλιοπωλείον
της ΕΣΤΙΑΣ 2004, ιδιαίτερα σελ. 34 – 41, όπου πραγματεύεται την καντιανή αντίληψη περί της σχέσης
ηθικής και πολιτικής.

47
Όσον αφορά τη θεωρία, λοιπόν, δεν υπάρχει καμία αντίθεση μεταξύ
των δύο (ηθικής και πολιτικής), διότι θα ήταν «κατάδηλη ανακολουθία,
έχοντας αποδεχθεί κανείς την αυθεντία της έννοιας του καθήκοντος, να
σκεφτεί να πει ότι αδυνατεί να το πράξει»97. Εάν το ηθικό καθήκον είναι
αντικειμενικά (σε επίπεδο θεωρίας) πραγματοποιήσιμο, τότε πρέπει να μπορεί
να πραγματοποιηθεί και πρακτικά. Διότι το καθήκον που δεν θα έβρισκε
διέξοδο και εφαρμογή στην εμπειρία, θα ήταν αδύνατο ακόμα και να νοηθεί
ως τέτοιο από τον πρακτικό Λόγο98. Διάσταση μεταξύ ηθικής και πολιτικής
υπάρχει μόνο υποκειμενικά, δηλαδή στην εγωιστική τάση των ανθρώπων που
υπαγορεύεται πολλές φορές από σκοπιμότητες και ιδιοτελείς επιδιώξεις.
Με κριτήριο το βαθμό επίδρασης του πρακτικού λόγου στο πεδίο του
πολιτικού πράττειν, ο Kant διακρίνει μεταξύ του ηθικού πολιτικού και του
πολιτικού ηθικολόγου. Ο πρώτος είναι εκείνος που υποτάσσει τα δημόσια
ενεργήματά του σε ασφαλή ηθικά και έλλογα κριτήρια, αποδεχόμενος ότι οι
κανόνες της πολιτικής και της ηθικής μπορούν να συνυπάρξουν κατά τρόπον
ώστε η άσκηση της πολιτικής να διέπεται από δίκαιες και έλλογες αρχές. Ο
ηθικός πολιτικός επιδιώκει να διορθώσει ελαττωματικές δομές της Πολιτείας
και των διακρατικών σχέσεων, σύμφωνα με φυσικοδικαιικές απαιτήσεις, έστω
«κι αν αυτό πρόκειται να του στοιχίσει θυσίες από την άποψη της ιδιοτέλειάς
του»99. Ακόμα κι αν η εγκαθίδρυση ή η αποκατάσταση δίκαιων θεσμών στο
εσωτερικό της Πολιτείας ή στις διεθνείς σχέσεις δεν μπορεί να είναι άμεσα
πραγματοποιήσιμη, «μπορεί να απαιτηθεί από κάθε άρχοντα να διακατέχεται
τουλάχιστον από την αρχή της αναγκαιότητας τέτοιων αλλαγών, για να
97
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π. σελ. 69.
98
«Για μια θεωρία που θεμελιώνεται απάνω στην έννοια του καθήκοντος, αποκλείεται η ανησυχία μήπως η
έννοια αυτή έχει μιαν ιδεατότητα κενή. Γιατί δεν θα υπήρχε καθήκον που να βρίσκει διέξοδο σε μιαν
ενέργεια της βούλησής μας, εάν αυτή δεν ήταν δυνατή και στην εμπειρία (είτε τέλεια διανοηθούμε την
εμπειρία είτε ολοένα προσεγγίζουσα την αποτελείωση)», στο ίδιο, σελ. 113.
99
Στο ίδιο, σελ. 73.

48
βρίσκεται σε διαρκή προσέγγιση του σκοπού»100. Ο πολιτικός που ενεργεί
ηθικά δεν ασκεί την εξουσία με κυνικό τρόπο, αλλά θεωρεί τον εαυτό του
μονίμως δεσμευμένο από αρχές του πρακτικού Λόγου. Ακολουθεί, σύμφωνα
προς αυτές, μία συνεπή πολιτική προσανατολισμένη σε σταδιακές
μεταρρυθμίσεις, οι οποίες οδηγούν βαθμηδόν στην εγκαθίδρυση
ρεπουμπλικανικού πολιτεύματος στο εσωτερικό (αντιπροσωπευτικό σύστημα
διακυβέρνησης, διάκριση των εξουσιών, αναγνώριση δικαιωμάτων στους
υπηκόους) και στην παγίωση της διεθνούς ειρήνης στο εξωτερικό.
Στον αντίποδα της πολιτικής σοφίας βρίσκεται ο πολιτικός ηθικολόγος.
Ο τελευταίος, αντί να προσαρμόζει και να υπάγει τις πολιτικές σκοπιμότητες
στο δίκαιο, πράττει το ακριβώς αντίστροφο, δηλαδή «κόβει και ράβει μια
ηθική στα μέτρα του πολιτικού»101. Εξωραΐζει ενώπιον της κοινής γνώμης
αθέμιτες πολιτικές αρχές και επικαλείται διαρκώς τη στρεβλή, διεφθαρμένη
και «ανίκανη για το καλό» ανθρώπινη φύση, προκειμένου να ματαιώνει επ’
άπειρον τη βελτίωση των πολιτειακών δομών και να δικαιολογεί την
τυραννική του εξουσία.
Ο ηθικολόγος αντιλαμβάνεται την πολιτική απλώς ως ένα σύνολο
πρακτικών αξιωμάτων για την επιλογή των προσφορότερων μέσων στην
υπηρεσία των ιδιοτελών του σκοπών. Αυτή την τεχνική του επιδεξιότητα την
επεκτείνει ακολούθως σε ζητήματα αρχών δικαίου. Αντί να υποτάσσει τους
μηχανισμούς της πολιτικής δράσης σε έλλογες αρχές, οργανώνει με κριτήριο
τα δικά του συμφέροντα το ίδιο το πεδίο της δικαιοσύνης και χρησιμοποιεί
τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας μόνον ως προφάσεις και μέσα
εξυπηρέτησης των εγωιστικών του σκοπών102. Η πολιτική συμπεριφορά του

100
Στο ίδιο, σελ. 74.
101
Στο ίδιο, σελ. 73.
102
Ψυχοπαίδη, Μεθοδολογικά προβλήματα της Καντιανής Κριτικής με αφετηρία το κείμενο για την
Αιώνια Ειρήνη, ό.π. σελ. 14.

49
δεν διέπεται από την κατηγορική προσταγή - «να ενεργείς έτσι, ώστε να
μπορείς να θέλεις το αξίωμά σου να αποτελεί γενικό νόμο, οποιοσδήποτε και
αν είναι ο σκοπός». Υπαγορεύεται, μάλλον, από τον κανόνα: «να ενεργείς
έτσι, ώστε να μπορείς να επιτύχεις τον σκοπό σου, ασχέτως της συμφωνίας τής
αρχής του προς μία καθολική νομοθεσία».
Για την ευόδωση των (αυθαίρετων) σκοπών του, ο ηθικολόγος
πολιτικός, χρησιμοποιεί τα σοφιστικά αξιώματα της εκ των υστέρων
δικαιολόγησης αυθαίρετων και άδικων πράξεων εναντίον του λαού του ή
εναντίον κάποιου γειτονικού κράτους («Fac et excusa»)· της αποποίησης και
συστηματικής μετάθεσης των ευθυνών του για το κακό που ίδιος διέπραξε («si
fecisti, nega») και της στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε» («divide et
impera»). Αυτή την ανήθικη πολιτική μεθοδολογία ο πρακτικός της εξουσίας
την κρατά για τον εαυτό του, μην τολμώντας να τη στηρίξει και να την
υπερασπιστεί δημόσια. Στη δημόσια σφαίρα αποδίδει στην έννοια του
δικαίου τη δέουσα τιμή, αλλά στη συνέχεια επινοεί χίλιους τρόπους
υπεκφυγής, προκειμένου να θεμελιώσει και πάλι την εξουσία του στη βία και
την αδικία.
Η δημοσιότητα αποτελεί, κατά τον Kant, ένα εύχρηστο κριτήριο
διάκρισης των άδικων πολιτικών ενεργημάτων. Οι πράξεις της πολιτικής
εξουσίας που δεν μπορούν να στηριχθούν από τους φορείς της με δημόσια
υποστηριζόμενους λόγους είναι ήδη εξ αυτού του λόγου ύποπτες. Μία πράξη,
απόφαση ή αρχή που αδυνατεί να διέλθει τη δοκιμασία της κοινολόγησής
της, χωρίς να συναντήσει τις εύλογες αντιδράσεις της κοινής γνώμης δεν
μπορεί, κατά Kant, να είναι δίκαιη. Σύμφωνα με την αρνητική διατύπωση του
καντιανού «υπερβατολογικού τύπου του δημοσίου δικαίου», ο οποίος
παράγεται με την αφαίρεση κάθε εμπειρικού στοιχείου από την έννοια του

50
πολιτειακού και του διεθνούς δικαίου103, «κάθε ενέργεια που έχει σχέση με τα
δικαιώματα των άλλων ανθρώπων και τα αξιώματά της δεν συμβιβάζονται με
τη δημοσιότητα είναι άδικη»104. Ένα άδικο πρακτικό αξίωμα δεν μπορεί να
δημοσιοποιηθεί γιατί θα προκαλέσει την αναπόφευκτη αντίδραση όλων
εναντίον του. Κατά τη στιγμή της κοινοποίησης του ματαιώνεται ο ίδιος ο
σκοπός του και ουσιαστικά αυτοακυρώνεται, αφού η νομιμοποιητική του
ευστάθεια κλονίζεται ανεπανόρθωτα105. Το κριτήριο αυτό, έτσι διατυπωμένο,
επιτελεί μία αρνητική λειτουργία: χρησιμεύει μόνον ως μέσο αναγνώρισης
εκείνου που απλώς είναι άδικο και αποτελεί μία ασφαλή ένδειξη της
ασυμφωνίας μεταξύ πολιτικής και ηθικής106.

103
«Όταν από το δημόσιο δίκαιο αφαιρέσω την ύλη του… τότε μου απομένει ακόμη η δημόσια μορφή της,
η δυνατότητα της οποίας περιέχεται σε κάθε νόμιμη απαίτηση, επειδή χωρίς αυτή δε θα υπήρχε δικαιοσύνη
(η οποία νοείται μόνο ως δημοσίως ανακοινώσιμη) και φυσικά ούτε δίκαιο, που μόνο αυτή απονέμει»,
Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π., σελ. 89.
104
Στο ίδιο, σελ. 90.
105
Ο Κ. Ψυχοπαίδης προβάλλει ευφυώς τον υπερβατολογικό τύπο του δημοσίου δίκαιου στο σύγχρονο
πεδίο της κοινωνικοοικονομικής δράσης, «όπου επικρατούν λογικές φρόνησης, επιδεξιότητας και
εξορθολογισμού των ατομικών στρατηγικών. [Η κριτική ιδέα] επιτρέπει να σκεφτούμε μία κοινωνία που
δεν χωρίζει τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού κατά τρόπο που να οδηγεί στην ίδρυση αφενός μίας σφαίρας
θεμιτής απόκρυψης στόχων της επιχειρηματικής δράσης των εξατομικευμένων ιδιοκτητών και αφετέρου
μιας σφαίρας δημόσιας κατοχύρωσης δικαιωμάτων, κοινοποίησης των δεσμεύσεων, δικαίου και
ειλικρινούς ελέγχου των αξιώσεων των πολιτών», Μεθοδολογικά προβλήματα της Καντιανής Κριτικής με
αφετηρία το κείμενο για την Αιώνια Ειρήνη, ό.π. σελ. 17.
106
Ιδιαίτερα επίκαιρο είναι ένα από τα παραδείγματα που παραθέτει ο Kant σχετικά με πρακτικά
αξιώματα διεθνούς δικαίου που αδυνατούν να περάσουν με επιτυχία τη δοκιμασία του υπερβατολογικού
τύπου της δημοσιότητας, γιατί με την κοινολόγησή τους θα επέσυραν τις έντονες αντιδράσεις της διεθνούς
κοινότητας. Πρόκειται για την ανομιμοποίητη ηθικοπολιτικά πράξη κήρυξης προληπτικού (preventive)
πολέμου εναντίον ενός κράτους, προς αποδυνάμωση της ισχύος του και διατήρηση της ασφάλειας των
υπολοίπων: «Εφόσον μία γειτονική δύναμη αυξήσει τρομακτικά τη δύναμή της προκαλώντας ανησυχία,
μπορεί κανείς να υποθέσει ότι, αφού μπορεί, θα θέλει και να καταπιέσει άλλους. Δίνει άραγε το γεγονός
αυτό το δικαίωμα σε λιγότερο ισχυρά κράτη να προβούν σε επιθέσεις εναντίον του και χωρίς προηγούμενη
προσβολή τους; Ένα κράτος που θα κατέφασκε δημόσια αυτό του το αξίωμα θα κατόρθωνε μόνο να
επισύρει πιο σίγουρα και πιο γρήγορα το κακό…», Kant, Για την αιώνια ειρήνη, ό.π. σελ. 93. Για την

51
Εντούτοις, δεν ισχύει και το αντίστροφο. Ότι δηλαδή κάθε δημόσια
εκφερόμενο αξίωμα είναι και δίκαιο, όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση
κατά την οποία ο φορέας μίας ακαταγώνιστης και τυραννικής εξουσίας
επιβάλλει κυνικά τις αξιώσεις του. Κατά θετική διατύπωση ο
υπερβατολογικός τύπος του δημοσίου δικαίου επιτάσσει «όλα τα αξιώματα
που απαιτούν τη δημοσιότητα (για να μην αποτύχει ο σκοπός τους) να
συνάδουν με το δίκαιο και την πολιτική»107, δηλαδή να εναρμονίζονται με τη
γενική επιδίωξη του ευ ζην των πολιτών. Κατά τον Kant, σε αυτό ακριβώς
συνίσταται και το πραγματικό έργο της πολιτικής: «να είναι ευχαριστημένοι
οι άνθρωποι με την κατάστασή τους»108, επειδή ακριβώς τα (δημόσια)
αξιώματα της πολιτικής θα συμφωνούν με τη γενική σκοποθεσία των
κοινωνών, υπό τον πάντοτε απαράβατο όρο της εγγύησης ίσης ελευθερίας για
όλους. Με την εγκαθίδρυση ενός πολιτειακού και πολιτικού καθεστώτος, το
οποίο θα διεξέρχεται με επιτυχία τη δοκιμασία των δύο διατυπώσεων –
αρνητικής και θετικής - του υπερβατολογικού τύπου του δημοσίου δικαίου,
το ζητούμενο της αιώνιας ειρήνης δεν θα αποτελεί πια «κενή ιδέα» ή
χιμαιρικό σκοπό», αλλά ένα πρακτικό πρόταγμα που θα προσπελάζει ολοένα
και περισσότερο την πραγμάτωση του.

έννοια του πάντοτε παράνομου προληπτικού (preventive) πολέμου και τη διάκρισή του από την ανάληψη
της επιτρεπτής αποτρεπτικής (preemptive) στρατιωτικής δράσης στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο βλ. Michael
Walzer, ό.π. σελ. 76 – 86 και Κ. Χατζηκωνσταντίνου, Ο προληπτικός πόλεμος ή η παραχάραξη της
λογικής, εκδ. Παπαζήσης 2005. Σε αδρές γραμμές, προληπτικός είναι ο πόλεμος που διεξάγεται εναντίον
μιας αβέβαιης και ενδεχόμενης μελλοντικής απειλής, προς το σκοπό της διατήρησης της ισορροπίας
δυνάμεων. Απεναντίας, αποτρεπτικά είναι τα χτυπήματα που αποσκοπούν να προλάβουν την επιθετική
κίνηση του εχθρού, ο οποίος έχει εκδηλώσει έμπρακτη πολεμική πρόθεση και βρίσκεται σε πλήρη
ετοιμότητα για άμεση επίθεση.
107
Στο ίδιο, σελ. 99.
108
Στο ίδιο, σελ. 100.

52
ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Διακόσια και πλέον χρόνια μετά τη συγγραφή της «Αιώνιας Ειρήνης»
η πολιτική και το δίκαιο των διεθνών σχέσεων, οι όροι διεξαγωγής του
πολέμου, τα διακυβεύματα των νέων ένοπλων συγκρούσεων, οι ιδιότητες των
προσώπων των εμπολέμων, τα οπλικά συστήματα, ακόμα και τα
παραδοσιακά γήπεδα των επιχειρήσεων, έχουν μετατοπιστεί και
διαφοροποιηθεί ριζικά και σε πλανητική κλίμακα. Ίσως τίποτα δεν είναι όπως
παλιά, σίγουρα πολλά δεν είναι όπως θα μπορούσαν.
Οι σύγχρονοι πόλεμοι δεν διεξάγονται ως επί το πλείστον στο όνομα
ενός συγκεκριμένου κράτους ή συνασπισμού κρατών ούτε καν στο πλαίσιο
μίας παγκόσμιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε σαφώς συγκροτημένα
γεωπολιτικά στρατόπεδα. Για πρώτη φορά στην ιστορία μία και μόνη
παγκόσμια ηγεμονική υπερδύναμη διεκδικεί για τον εαυτό της το
αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα και την αρμοδιότητα να δρα και να επιχειρεί
στρατιωτικά, μονομερώς και όποτε κρίνει η ίδια σκόπιμο, στο όνομα όχι μόνο
του εαυτού της αλλά ενός κατ’ επίφασιν «καθολικού» λόγου και προς
υπεράσπιση ενός υποτιθέμενου «οικουμενικού» συστήματος αξιών μίας,
ωστόσο, «θεσμικά και νομικά ανύπαρκτης αλλά ολοκληρωτικά
προσδιοριζόμενης οικουμένης».109 Στο θέατρο των επιχειρήσεων - το οποίο
έπαψε προ πολλού να είναι προκαθορισμένο κατά τόπο και χρόνο – οι
εμπόλεμοι δεν είναι πια αποκλειστικά κρατικές οντότητες. Σε κάθε
περίπτωση, όμως, το αποτέλεσμα παραμένει σταθερά αναλλοίωτο:
παραδοσιακά συγκροτημένοι τακτικοί (κρατικοί) στρατοί ή/και ευέλικτες
ένοπλες τρομοκρατικές ομάδες εξακολουθούν να σπέρνουν τη φρίκη του
πολέμου, αφήνοντας την ανθρωπότητα να θερίζει συστηματικά τους νεκρούς

109
Βλ. Κ. Τσουκαλά, ό.π. σελ. 33 -34.

53
της και να τους αναπαύει στο «απέραντο κοιμητήρι» της, παρέα με την
Αιώνια Ειρήνη.
Με την πάροδο των αιώνων και την αναπόδραστη ωρίμανση του
νομικοπολιτικού πολιτισμού, πολλά από τα αιτήματα που πρωτοδιατύπωσε ο
Kant έχουν ήδη εκπληρωθεί. Φυσικά, δύο εκατονταετίες μετά, σε αρκετά
σημεία τους χρήζουν επεξεργασίας και επαναδιατύπωσης. Με την εύστοχη
προσαρμογή τους στα σύγχρονα ιστορικά συμφραζόμενα, πολλές από τις
καντιανές κανονιστικές αξιώσεις διατηρούν με πραγματικά εντυπωσιακό
τρόπο τον επίκαιρο χαρακτήρα τους, όπως ήδη καταδείχθηκε παραπάνω.
Αυτό που συνεχίζει να αποτελεί σταθερά ζητούμενο σήμερα – όχι απλώς ως
πραγματική κατάσταση αλλά και ως κανονιστικός γνώμονας της διεθνούς
πολιτικής δράσης - είναι η ίδια η Αιώνια Ειρήνη. Θα μπορούσε κανείς να
σκεφτεί ότι ίσως ο Kant υπερτίμησε τη δύναμη του ανθρώπινου Λόγου και
υποτίμησε την ισχύ των ανθρώπινων παθών. Όπως, όμως, εύστοχα το θέτει ο
Rawls «…αν μία εύλογα δίκαιη Κοινωνία των Λαών, της οποίας τα μέλη
υποτάσσουν τις δυνάμεις τους σε εύλογους σκοπούς, δεν είναι εφικτή και τα
ανθρώπινα πλάσματα είναι σε μεγάλο βαθμό ανήθικα, αν όχι αθεράπευτα
κυνικά και εγωκεντρικά, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μαζί με τον
Kant, αν αξίζει τον κόπο τα ανθρώπινα πλάσματα να ζουν στη γη» 110.

110
J. Rawls, ό.π. σελ. 227 – 228.

54
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρουλιδάκης Κ., Θεμελιώδη προβλήματα ερμηνείας,


προσλήψεως και αποδόσεως της τρίτης Καντιανής Κριτικής, Υπόμνημα
στη Φιλοσοφία, τχ. 1, 2004
Anscombe E./Nagel T., «Ηθικός Πόλεμος – Ηθική εν Πολέμω», μτφ.
Κ. Μ. Κωβαίος, Εκκρεμές 2002
Βέικος Θ., Εν Πολέμω…, Αθήνα 1993
Clawsewitz K.V., Περί του πολέμου, μτφ. Ν. Ξεπουλιά, Βάνιας 1999
Deleuze G., Η κριτική φιλοσοφία του Kant – Η θεωρία των
ικανοτήτων, μτφ. Ελ. Περδικούρη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2000
Gallie W.B., Philosophers of peace and war, Cambridge University
Press 1978
Habermas J., H ιδέα του Kant περί της αιώνιας ειρήνης, μτφ. Αν.
Συριοπούλου, Πόλις 2006
Hobsbaum E., Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος 20ός αιώνας, μτφ. Β.
Καπετανγιάννης, Θεμέλιο 2002
-, Η εποχή των επαναστάσεων, μτφ. Μ. Οικονομοπούλου,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2002
Kant Immanuel, Για την αιώνια ειρήνη, μτφ. Άννα Ποταγά,
Αλεξάνδρεια 1992
-, «Δοκίμια», μτφ. Ευ. Παπανούτσου, Δωδώνη 1971
-, Κριτική της Κριτικής Δύναμης, μτφ. Κ. Ανδρουλιδάκης,
Ιδεόγραμμα 2002
-, Προς την αιώνια ειρήνη, μτφ. Κ. Σαργέντης, Πόλις 2006
-, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, μτφ. Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη
1984
Ξηροπαϊδης Γ., Η Εγγύηση της Φύσης και ο Ενθουσιασμός των
Θεατών, Η αιώνια ειρήνη ως χίμαιρα και ως εφικτός στόχος, Σύγχρονα
Θέματα τχ. 91, 2005
Παπαγεωργίου Κ., Πόλεμος και Ειρήνη στον Kant, Σύγχρονα
Θέματα, τχ. 91, 2005
Rawls J., Το Δίκαιο των Λαών, μτφ. ΄Άννα Παπασταύρου, Ποιότητα
2002
Revault d’ Alonnes M., Πρέπει η πολιτική να γίνει ηθική; μτφ. Ν.
Ζαρταμόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2004
Σταμάτης Κ., Δίκαιο και δικαιοσύνη στην εποχή των ορίων, Πόλις
2000
-, Το πρόβλημα της θεμελίωσης μιας κριτικής θεωρίας δικαιοσύνης,
αδημ.
Thomson J., Justice and World Order – A philosophical Inquiry,
London 1992
Τσουκαλάς Κ., Πόλεμος και ειρήνη μετά το «τέλος της ιστορίας»,
Καστανιώτη 2006
Walzer M., Just and Unjust Wars, BasicBooks 2nd ed. 1992
Ψυχοπαίδης Κ., Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών –
Έρευνες για την πολιτική φιλοσοφία του Καντ, μτφ. Όλγα Σταθάτου,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2001
-, Μεθοδολογικά προβλήματα της Καντιανής Κριτικής με αφετηρία
το κείμενο για την Αιώνια Ειρήνη, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής
Επιστήμης, τχ. 25, 2005
-, Ο φιλόσοφος, ο πολιτικός και ο τύραννος, Πόλις 1999

You might also like