You are on page 1of 3

Ο Τυμβωρύχος Άνεμος

The Grave Robber Wind

Σαν λύκος ούρλιαζε η θύελλα πάνω από το έρημο κοιμητήριο…

Μια ακόμη πιο σκοτεινή νύχτα έμοιαζε να κατεβαίνει από τον ήδη κατάμαυρο
ουρανό...

Η σκόνη στροβιλιζόταν και χόρευε τρελά επάνω στις αποσαθρωμένες ταφόπλακες


και τα διαβρωμένα αγάλματα -αγάλματα που απεικόνιζαν αγγέλους με ανοιχτά φτερά,
μαντόνες με θλιμμένο βλέμμα, προσευχόμενα αγγελάκια, τον Ιησού με γαλήνιο ύφος-
φιγούρες που σαν φασματικά ομοιώματα στοίχειωναν τον νεκρόσπαρτο χώρο.

Οι καγκελόφραχτες πύλες -παίζοντας απλά διακοσμητικό ρόλο- δονούνταν τρίζοντας


με μεταλλικούς θρήνους χωρίς να μπορούν να εμποδίσουν τον ιερόσυλο άνεμο να μπει
μέσα και να χώσει τις διψασμένες πνοές του κάτω από το μάρμαρο, μέσα από το χώμα,
πίσω από το σάπιο ξύλο των φερέτρων -όπου υπήρχαν φέρετρα, όπου υπήρχε μάρμαρο…

Βουβοί μάρτυρες τα κυπαρίσσια και οι κλαίουσες ιτιές, αμίλητοι θεατές τα ξεραμένα


λουλούδια και τα ατίθασα αγριόχορτα, τα θλιβερά νεκράνθεμα και τα γερτά σαπρόφυτα
του άλγους.

Τα λιγοστά πουλιά που είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο για τη νύχτα φτεροκόπησαν
τρομαγμένα μακριά μέσα σε απόλυτη σιωπή και χάθηκαν στις σκιές της μουντής
ερημιάς.

Οι υπόφαιες δίνες της σκόνης περιδινούνταν, με απαράμιλλη χάρη, ανάμεσα στους


ψυχρούς τάφους, γύρω από τους υπερήφανους οβελίσκους, μέσα στα σκοτεινά
μαυσωλεία.

***

Και μετά ήρθε η βροχή! Άγρια και ορμητική, λυσσασμένη. Ενώθηκε με μιας με τις
ορδές της ανεμοσυρμής σχηματίζοντας μια παράξενη, βρόχινη τρικυμία που σάρωνε
απ’άκρη, σ’άκρη το αναστατωμένο νεκροταφείο. Με περισσή φρενίτιδα γλιστρούσε
επάνω στις γερτές ταφόπετρες οι οποίες ξάπλωναν, -παραδομένες, θαρρείς- στο βίαιο,
τραχύ της ράπισμα.

Ο νεκροφάγος αέρας την έσπρωχνε με πίεση επάνω στο νωπό χώμα, τρυπώντας το
με τη διάβροχη ανάσα του που με αυτό τον τρόπο χωνόταν βαθύτερα, εκεί που
κρύβονταν οι κάτοικοι της νεκρόπολης, ντυμένοι στα σκουληκοφαγωμένα ενδύματά
τους, στα φθαρμένα, φαιοκίτρινα σάβανά τους, γαλήνιοι και ανίδεοι για ό,τι συνέβαινε
στον έξω κόσμο, λίγο πριν τους ξεθάψουν οι φρικώδεις πνοές.
Οι ξεχασμένες επιτάφιες οιμωγές ξαναζωντάνευαν και ακούγονταν και πάλι μέσα

1
στον λυσσώδη αέρα που με τυφλή μανία και ασίγαστη θηριωδία σιγοντάριζε το
θρηνητικό άσμα τους...

Μνήματα έσκαζαν όταν δέχονταν το πικρό φιλί του άρπαγα ανέμου και έφτυναν το
μυστικό περιεχόμενό τους στο φρενήρες φύσημά του. Αόρατες γλώσσες έγλειφαν τα
φιλντισένια οστά, τις κοιλότητες των απερχομένων ψυχών, αθέατοι δαίμονες, κρυμμένοι
στη λήθη των αιώνων, στην ξεχασιάρικη επιπολαιότητα των ανθρώπινων μυαλών, των
θνητών, εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους αθάνατους και εξουσιαστές των
πάντων.

Ο ανεμώδης μανδύας θρόιζε εκκωφαντικά καθώς διέτρεχε τη σκοτεινή νεκρόπολη,


σκορπώντας αλλού σαβανωμένα πτώματα, άλλού γλειμμένα κόκαλα, πιο κάτω οστέινη
τέφρα, η οποία μετά από λίγο μετατρεπόταν σε γκριζωπή λάσπη.

***

Κανένας δεν άκουσε, δεν ένιωσε, τον ορυμαγδό που έλαβε χώρα σε εκείνο το
μακρινό, νυχτερινό νεκροταφείο.

Μόνο μερικοί -κάποιοι λιγοστοί- ιδιαίτερα ευαίσθητοι άνθρωποι είχαν ανήσυχο


ύπνο, στοιχειωμένο από νεφελώδη οράματα εφιαλτικών διαδρομών σε λευκά
νεκροταφεία με κατάμαυρους τάφους και εκτυφλωτικά κιτρινωπή, λεπτή και πυκνή
σκόνη που ήταν γεμάτη τρομακτικές οντότητες και σπαραξικάρδιους θρήνους, υπόφαια
κόκαλα που πετούσαν στροβιλιζόμενα μέσα σε ανεμώδεις διαδρόμους οστέινης υφής και
αμέτρητα πρόσωπα κατάλευκης υπόστασης που ούρλιαζαν καθώς τα ορνεώδη νύχια
έγδερναν τις διάφανες σάρκες τους και φασματικά στόματα -σαν μελανές μέδουσες με
οστέινες απολήξεις- ρουφούσαν το αστρικό μεδούλι τους κάνοντας εμετικούς ήχους
αναρρόφησης.

Άλλοι άνοιξαν απότομα τα μάτια τους για να αντικρίσουν το σκοτεινό ταβάνι που,
εκείνη την ώρα, φάνταζε σαν την εσωτερική πλευρά από καπάκι φερέτρου.

Άλλοι βυθίστηκαν σε ένα αδιαπέραστο πέπλο σκότους, μια ατέλειωτη νύχτα


βούλιαξαν στις κραυγές των παιδικών τους φόβων, των εμβρυακών εφιαλτών τους, για
να αναδυθούν, μετά από –ατελείωτες, φαινομενικά- ώρες μέσα στα ψυχρά νερά της
τρομώδους θάλασσας μουσκεμένοι, λες και βούτηξαν στα πιο ψυχρά νερά, στην πιο
πικρή άβυσσο, στο πιο πυκνό, τρομακτικό έρεβος.

Κι εγώ, όντας ένας από αυτούς τους ευαίσθητους ανθρώπους, -ίσως και λόγω της
γεωγραφικής εγγύτητας του σπιτιού μου με το νεκροταφείο- πετάχτηκα στον ύπνο μου
περίτρομος, προσπαθώντας να καταπιώ και ταυτόχρονα να αναπνεύσω, προσπαθώντας
να ξεπεράσω τις εφιαλτικές προβολές εικόνων που γρατζούνιζαν τα οπτικά και
πνευματικά μου όργανα, τα σκόρπια, ιπτάμενα οστά, τις νεκρικές τέφρες, το δυσοίωνο
σφύριγμα του ερεβώδους ανέμου μέσα από τα ανοίγματα των κελτικών σταυρών, των
θρυμματισμένων μαρμάρων και της επιτύμβιας σκόνης…
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πλησίασα στο παράθυρο με ζαλισμένα βήματα και

2
την καρδιά μου να σφαδάζει στο στήθος μου σαν θύμα ηλεκτροπληξίας. Τα τρεμάμενα
χέρια μου άνοιξαν το παράθυρο και τα δακρυσμένα μάτια μου στράφηκαν ασυναίσθητα
προς την μεριά του κοιμητηρίου προσπαθώντας μάταια να διακρίνουν κάτι, να
εστιασθούν σε κάτι πέρα από το αδιαπέραστο σκότος. Η νύχτα τρύπωσε, μαζί με τις
περιπλανώμενες, αχόρταγες ανάσες του νεκρόσυλου αέρα, στο ανοιχτό στόμα μου και
από εκεί ξεχύθηκε και απλώθηκε σε όλο μου το σώμα καίγοντας με το πυρωμένο
σκοτάδι της ό,τι έβρισκε μπροστά της, ώσπου έφτασε στα βάθη της ύπαρξής μου, στο
είναι μου και αφού στροβιλίστηκε για κάποιες στιγμές, ρίζωσε εκεί, διευρύνθηκε και
έλαβε τον έλεγχο!

Καθώς το σώμα μου έπεφτε, ασυγκράτητο πια μετά την πλήρη εγκατάλειψη των
μυών μου, η τελευταία αναλαμπή της κατακτημένης -σχεδόν νεκρής- σκέψης μου,
σύρθηκε στη θολή εικόνα των άλλων ανθρώπων που θα ένιωθαν την ανάγκη να ανοίξουν
τα παράθυρά τους στην ανεμόδαρτη, διαποτισμένη νύχτα για να ανταποδώσουν το
νεκρικό φιλί που θα τους χάριζε ο καταχθόνιος και αιμοβόρος αέρας...

Ο τυμβωρύχος άνεμος σηκώθηκε ψηλά κοιτώντας ακόμη το σκοτεινό, σφαγιασμένο


νεκροταφείο, οι απειράριθμες γλώσσες πλατάγισαν με ικανοποίηση βαθιά, κι έφυγε,
ενδεχομένως, για το επόμενο ανυπεράσπιστο θύμα του· κάποιο άλλο, νύχτιο,
παραμελημένο νεκροταφείο...

ΤΕΛΟΣ

 Δημήτρης Γ. Βέκιος

You might also like