Professional Documents
Culture Documents
Η καρδιακή αναδιαμόρφωση που επιφέρει αλλαγές στη μάζα, στον όγκο, στο
σχήμα και στη σύνθεση του μυοκαρδίου, οδηγώντας σε υπερτροφία της καρδιάς,
αρχικά βοηθά στη διατήρηση της λειτουργικότητας της καρδιάς και ακολουθεί μια
περίοδος σταθερότητας του ασθενούς από πλευράς συμπτωματολογίας. Με την
πάροδο όμως του χρόνου και εφόσον το εκλυτικό αίτιο συνεχίζει να υφίσταται, η
καρδιακή υπερτροφία δεν επαρκεί πλέον για την εξομάλυνση του μηχανικού stress
που ασκείται επί του μυοκαρδίου και δημιουργείται φαύλος κύκλος. Σε ένα
μεταγενέστερο στάδιο επέρχεται η «εξάντληση» και λαμβάνουν χώρα γεγονότα όπως
λύση μυοινιδίων, αύξηση του αριθμού των λυσοσωμάτων, διαταραχή της δομής του
σαρκοπλάσματος και αντικατάσταση των μυοκυττάρων από ινώδη ιστό. Ο τύπος της
μυοκαρδιακής υπερτροφίας που αναπτύσσεται, έχει σκοπό τη διατήρηση του
συστολικού stress ή την επαναφορά του σε φυσιολογικά όρια. Έτσι, όταν το υπεύθυνο
ερέθισμα είναι υπερφόρτωση πίεσης, η αύξηση του συστολικού stress οδηγεί σε
πολλαπλασιαμό και διάταξη των μυοινιδίων παράλληλα και σε αύξηση του πάχους
των μυοκυττάρων (συγκεντρική υπερτροφία). ‘Οταν το υπεύθυνο ερέθισμα είναι
υπερφόρτωση όγκου, το αυξημένο διαστολικό τοιχωματικό stress οδηγεί σε
πολλλαπλασιασμό των μυοινιδίων και εν σειρά διάταξή τους, επιμήκυνση των
μυοκυττάρων και διάταση της κοιλότητας της αριστερής κοιλίας (έκκεντρη
υπερτροφία). Έτσι η κοιλία αποκτά πιο σφαιρικό σχήμα που μπορεί να διαταράσσει
την αρχιτεκτονική των θηλοειδών μυών, προκαλώντας και λειτουργική ανεπάρκεια
της μιτροειδούς βαλβίδας.
Η μετάβαση από την αντιρροπιστική καρδιακή υπερτροφία στην καρδιακή
ανεπάρκεια περιλαμβάνει ένα πλήθος σύνθετων μηχανισμών σε μοριακό και
κυτταρικό επίπεδο : 1) αύξηση του μεγέθους των μυοκυττάρων, 2) μεταβολές στο
φαινότυπο των μυοκυττάρων λόγω επανέκφρασης εμβρυικών γονιδιακών
προγραμμάτων και μειωμένης έκφρασης αντίστοιχων προγραμμάτων ενηλίκων, 3)
μεταβολές στην έκφραση ή στη λειτουργικότητα πρωτεινών που εμπλέκονται στο
μηχανισμό ηλεκτρικής διέγερσης-μυοκαρδιακής σύσπασης, 4) κυτταρικός θάνατος
οφειλόμενος σε νέκρωση ή/και απόπτωση, 5) μεταβολές της εξωκυττάριας ουσίας.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδηγούν σε αλλοιώσεις της μυοκαρδιακής δομής (αύξηση
της μυοκαρδιακής μάζας, διάταση κοιλότητας, αυξημένη σφαιρικότητα) και
λειτουργικότητας (διαταραχή της συστολικής, διαστολικής λειτουργίας ή και των
δυο) που οδηγούν σε περαιτέρω επιδείνωση της λειτουργικότητας της καρδιάς και
αιμοδυναμική επιβάρυνση. Τα ερεθίσματα για αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνουν την
ασκούμενη επί του μυοκαρδίου μηχανική τάση, νευροορμονικούς μηχανισμούς
(νορεπινεφρίνη, αγγειοτενσίνη ΙΙ κ.α.), φλεγμονώδεις κυττοκίνες ( TNF-a, κ.α.),
καθώς και άλλα πεπτίδια ή αυξητικούς παράγοντες (ενδοθηλίνη) και ελεύθερες ρίζες
οξυγόνου. Αυτά τα ερεθίσματα δρουν τόσο συστηματικά, όσο και τοπικά στο
μυοκάρδιο σε απάντηση προς την κυκλοφορική ανεπάρκεια και την αιμοδυναμική
επιβάρυνση.
Η ενεργοποίηση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος κατέχει εξέχοντα
ρόλο στην παθοφυσιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας. Συγκεκριμένα η μειωμένη
τάση που ασκείται επί καρδιακής ανεπάρκειας στους τασεουποδοχείς υψηλών
πιέσεων της αριστερής κοιλίας, του καρωτιδικού κόλπου και του αορτικού τόξου,
προκαλεί προσαγωγά σήματα που ενεργοποιούν καρδιορυθμιστικά κέντρα στον
εγκέφαλο, με τελική συνέπεια την ενεργοποίηση απαγωγών σηματων προς τος
συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Οι κυριότερες αιμοδυναμικές επιδράσεις της
συμπαθητικής διέρερσης περιλαμβάνουν φλεβοκομβική ταχυκαρδία μέσω διέγερσης
των β-υποδοχέων και περιφερική αγγειοσύσπαση μέσω διέγερσης των α-υποδοχέων
τα οποία οδηγούν το μεν πρώτο σε μείωση της διαστολικής περιόδου πλήρωσης των
3
στο κοιλιακό τοίχωμα, και σε υπερφόρτιση όγκου και πίεσης ως ανταπόκριση σε μια
παθολογική κατάσταση. Το ΒΝΡ προκαλεί αγγειοδιαστολή, αύξηση διούρησης και
νατριούρησης και διαστολή στεφανιαίων αρτηριών. Επειδή τα επίπεδα ΒΝΡ
πλάσματος επηρεάζονται λιγότερο από την πίεση πλήρωσης των κόλπων,
χρησιμοποιούνται ευρέως για τη διάκριση καρδιακής από μη καρδιακή αιτιολογία της
δύσπνοιας και έχουν προγνωστικό ρόλο σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και
οξέα στεφανιαία σύνδρομα. Επίσης τα επίπεδα ΒΝΡ καθορίζουν την ανταπόκριση
των πασχόντων στην εφαρμοζόμενη θεραπεία. Παρ όλη την ευεργετική επίδραση των
νατριουρητικών πεπτιδίων όμως, η νευροορμονική αγγειοσυσπαστική δράση των
υπολοίπων ουσιών φαίνεται να υπερτερεί επιδεινώνοντας τα σημεία και συμπτώματα
της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. Τέλος τα νατριουρητικά πεπτίδια φαίνεται
να αναστέλλουν άμεσα την υπερτροφία των μυοκαρδιακών κυττάρων και των λείων
μυικών ινών των αγγείων, καθώς και τη διάμεση ίνωση.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, αυξημένα είναι και τα επίπεδα της
ενδοθηλίνης πλάσματος, μιας κατεξοχήν αγγειοσυσπαστικής ουσίας που ασκεί τις
δράσεις της στο μυοκάρδιο μέσω δυο τύπων υποδοχέων, των Α και Β,
συνεισφέροντας στην υπερτροφία των μυοκυττάρων. Επίσης έχει φανεί ότι τα
επίπεδα της ενδοθηλίνης συχετίζονται με την πίεση της πνευμονικής αρτηρίας, τις
πνευμονικές αγγειακές αντιστάσεις και με τον λόγο των πνευμονικών πρός τις
συτηματικές αντιστάσεις και αυτό οδήγησε στην υπόθεση ότι η εν λόγω ουσία
μπορεί να ευθύνεται για την πρόκληση πνευμονικής υπέρτασης σε ασθενείς με
καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι φλεγμονώδεις κυττοκίνες, όπως η IL-6 και ο TNF-a μπορεί να
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της μυοκαρδιακής βλάβης, αφού
ρυθμίζουν την υπερτροφία των μυοκυττάρων και ενεργοποιούν γονιδιακά συστήματα
τόσο στα μυοκύτταρα, όσο και σε άλλα κύτταρα της καρδιάς. Ο TNF-a μπορεί in
vitro να προκαλεί μείωση των ενδοκυττάριων ρευμάτων ασβεστίου, ενώ τόσο αυτός,
όσο και η IL-1β, διεγείρουν την υπερτροφία και την επανέκφραση ενός εμβρυικού
γονιδιακού προγράμματος και μπορεί να προκαλούν απόπτωση των μυοκυττάρων, εν
μέρει διαμεσολαβούμενη από το ΝΟ.
Σύμφωνα με την Καρδιολογική Εταιρεία της Ν. Υόρκης (ΝΥΗΑ), ο ασθενής με
καρδιακή ανεπάρκεια κατατάσσεται σε ένα από τα παρακάτω 4 λειτουργικά στάδια,
αναλόγως της συμπτωματολογίας του.
Στάδιο Ι : H συνήθης σωματική δραστηριότητα δεν προκαλεί δύσπνοια ή κόπωση.
Δεν υπάρχει περιορισμός της σωματικής δραστηριότητας
Στάδιο ΙΙ : H συνήθης σωματική δραστηριότητα προκαλεί δύσπνοια ή κόπωση.
Υπάρχει μικρός περιορισμός της σωματικής δραστηριότητας
Στάδιο ΙΙΙ : Μικρότερη του κανονικού σωματική δραστηριότητα προκαλεί δύσπνοια
ή κόπωση. Υπάρχει σημαντικός περιορισμός της σωματικής δραστηριότητας
Στάδιο ΙV : Αδυναμία εκτέλεσης οποιασδήποτε σωματικής δραστηριότητας χωρίς
δυσφορία. Εμφάνιση συμπτωμάτων και σε ηρεμία.
Η προτεινόμενη θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια,
ανλόγως του σταδίου που ευρίσκονται, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαικής
Καρδιολογικής Εταιρείας, είναι η ακόλουθη
5
Στάδιο 2 Εμφανίζεται διάμεσο οίδημα εξαιτίας της άθροισης υγρού στο διάμεσο
χώρο που ευρίσκεται σε συνέχεια με τον περιαγγειακό ιστό των μεγάλων αγγείων.
Στο στάδιο αυτό, υπάρχει θόλωση στο επίπεδο των πνευμονικών αγγείων στην
ακτινογραφία θώρακος, καθώς και ασαφοποίηση των πυλών και παρουσία γραμμών
τύπου Kerley B. Προκύπτει επίσης μείωση της διαμέτρου των μικρών αεραγωγών,
6
λόγω πιεστικών φαινομένων, ιδίως στα κατώτερα πνευμονικά πεδία, και λόγω αυτής
σημεία βρογχόσπασμου. Υπάρχει ακόμη έντονη ταχύπνοια εξαιτίας της διέγερσης των
υποδοχέων τάσης τύπου J του διάμεσου ιστού.
Στάδιο 3 – Καθώς το υγρό αρθροίζεται πιέζει τις κυψελίδες και τελικά διαπερνά
την κυψελιδική μεμβράνη και εισέρχεται μέσα σε αυτές. Στο στάδιο αυτό, η
ακτινογραφία θώρακος δείχνει κυψελιδικό οίδημα και ανακατανομή αιματικής ροής
στα πνευμονικά πεδία (όπου σε φυσιολογικές συνθήκες η αιμάτωση είναι μεγαλύτερη
στις βάσεις από την κορυφή), ενώ τα αέρια αίματος διαταράσσονται. Η αυξημένη
υδροστατική πίεση που μπορεί να οδηγήσει σε καρδιογενές πνευμονικό οίδημα
οφέιλεται σε πολλές καταστάσεις όπως υπέρμετρη χορήγηση υγρών, απόφραξη ροής
πνευμονικών φλεβών (στένωση μιτροειδούς, μύξωμα αριστεροπύ κόλπου), ή
ανεπάρκεια αριστερής κοιλίας λόγω συστολικής ή διαστολικής δυσλειτουργίας.
Όσον αφορά στη συμπτωματολογία του πνευμονικού οιδήματος, αυτή
περιλαμβάνει :
Δύσπνοια, ορθόπνοια, αίσθημα πνιγμονής
Ταχυκαρδία, θωρακική δυσφορία
Ψυχρά άκρα με ή χωρίς κυάνωση
Βήχα με αφρώδη ή λίγο αιματηρά πτύελα,
Χρήση επικουρικών μυών στην αναπνευστική προσπάθεια
Στα αρχικά στάδια του διάμεσου οιδήματος ο ασθενής μπορεί να εμφανίζει
μόνο ταχύπνοια και ξηρό βήχα, ενώ οι υγροί ρόγχοι εμφανίζονται όταν η
ποσότητα υγρού στο διάμεσο χώρο είναι τριπλάσια του ανώτερου
φυσιολογικού.
Αναλόγως των αιμοδυναμικών παραμέτρων του ασθενούς κατά την εισαγωγή του,
η θεραπεία του πνευμονικού οιδήματος περιλαμβάνει
1) τη χορήγηση οξυγόνου, και την πιθανή υποβοήθηση με μάσκα CPAP.
2) τη καθιστή θέση του ασθενούς,
3) την ενδοφλέβια χορήγηση διουρητικών
4) την ενδοφλέβια χορήγηση ινότροπων παραγόντων
5) τη χορήγηση αγγειοδιασταλτικών φαρμάκων,
6) την ενδοφλέβια χορήγηση βρογχοδιασταλτικών